Κρίστα Βολφ «Τι απομένει»

Page 1

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 5

ΚΡΙΣΤΑ ΒΟΛΦ

Τι απομένει c

Νουβέλα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΛΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Christa Wolf, Was bleibt

Copyright First publication by Aufbau Verlag, Berlin and Weimar 1990 © Copyright Suhrkamp Verlag Frankfurt am Main 2007 All rights reserved by and controlled through Suhrkamp Verlag Berlin © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017 ©

1η έκδοση: Απρίλιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6190-2


WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 7

Δ

λη γλώσσα που αντηχεί στ’ αυτιά μου αλλά δεν την έχω ακόμη στη γλώσσα μου, θα γράψω κάποια μέρα για όλα αυτά. Σήμερα –το ξέρω αυτό– θα ήταν πολύ νωρίς. Όμως θα το ένιωθα όταν θα έφτανε η ώρα; Θα έβρισκα ποτέ τη γλώσσα μου; Κάποια μέρα θα έχω γεράσει. Και τότε πώς θα θυμάμαι αυτές τις μέρες; Μέσα μου σφίχτηκε κάτι. Κάτι σφίχτηκε μέσα μου από φόβο, εκείνο που στη χαρά χαλαρώνει. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήμουν χαρούμενη; Αυτό δεν ήταν κάτι που ήθελα οπωσδήποτε να το ξέρω. Αυτό που ήθελα να ξέρω είναι –ήταν ένα πρωί του Μάρτη, ψυχρό, γκρίζο και όχι πολύ πρωί– πώς θα μπορούσα, μετά από δέκα είκοσι χρόνια, να θυμηθώ αυτή την ημέρα που μόλις είχε αρχίσει. Τρομαγμένη, σαν να είχε σημάνει μέσα μου συναγερμός, πήδησα όρθια και στη στιγμή βρέθηκα ξυπόλυτη πάνω στο χαλί με τα όμορφα σχέδια, στο βερολινέζικο διαμέρισμα, τράβηξα τις κουρτίνες, άνοιξα το παράθυρο που έβλεπε στην εσωτερική αυλή, η

7

ΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΓΟΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ. Σ’ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΑΛ-


8

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 8

οποία ήταν γεμάτη από ξέχειλους σκουπιδοτενεκέδες και μπάζα, όπου όμως δεν υπήρχε ψυχή, σαν να την είχαν εγκαταλείψει για πάντα τα παιδιά με τα ποδήλατα και τα φορητά ραδιόφωνα, οι υδραυλικοί και οι οικοδόμοι, ακόμη και η κυρία Γκ., που έπαιρνε τα χαρτόκουτα του καταστήματος με τους σπόρους, του αρωματοπωλείου και του Ίντερσοπ1 από τα μεγάλα κοντέινερ, τα πατίκωνε, τα έδενε σε ρολό με σπάγκο και τα μετέφερε με το τετράτροχο καρότσι της στον παλιατζή στη γωνιά. Θα βλαστημούσε δυνατά για τους ενοίκους, που από τεμπελιά πετούσαν τα άδεια μπουκάλια τους στους σκουπιδοτενεκέδες, αντί να τα τακτοποιήσουν όμορφα στα κιβώτια που ήταν γι’ αυτή τη δουλειά, για τους αργοπορημένους, που σχεδόν κάθε βράδυ παραβίαζαν την εξώπορτα επειδή είχαν ξεχάσει πάλι το κλειδί τους, για τις δημοτικές αρχές, που δεν ήταν σε θέση να τους βάλουν ένα ηλεκτρικό κουδούνι, κυρίως όμως για τους μεθυσμένους που έβγαιναν από το διπλανό εστιατόριο του ξενοδοχείου και κατουρούσαν ξεδιάντροπα πίσω από την παραβιασμένη πόρτα. Εκείνα τα μικρά τεχνάσματα που έβαζα κάθε πρωί σ’ εφαρμογή: μάζευα τις εφημερίδες απ’ το τραπέζι και τις τακτοποιούσα στη θέση τους, έστρωνα με την παλάμη μου το τραπεζομάντιλο καθώς περνούσα από δίπλα, τακτοποιούσα τα ποτήρια, σιγομουρμούριζα ένα τραγούδι («Δύο φορές το δύο, μας κάνει πάντα τέσσερα, λένε οι ξύπνιοι»), ήξερα μάλλον ότι όλα ήταν μια πρόφαση και στην πραγματικότητα πήγαινα σαν να με


τραβούσαν απ’ το λουρί στο μπροστινό δωμάτιο, στη μεγάλη μπαλκονόπορτα που έβλεπε στη Φρίντριχ Στράσε, από το οποίο μπορεί να μην έμπαινε ο πρωινός ήλιος, καθώς η άνοιξη δεν ήταν ιδιαίτερα ηλιόλουστη, αλλά το πρωινό φως, που το αγαπώ και θέλω απ’ αυτό να βάζω ένα γερό απόθεμα στην άκρη, για να περνάω τις σκοτεινές ώρες. Αλλά ξέρω ότι δεν αρκεί η απλή βούληση για να έχεις τον ουρανό με τ’ άστρα στα πόδια σου, ν’ αυξάνεται και να πληθύνεται· όμως ξέρω: κάθε πράγμα που υπερβαίνει τις απλές ανάγκες του σώματος μεγαλώνει μέσα μας δίχως να πρέπει ή να μπορούμε να το συλλέξουμε κομμάτι κομμάτι, μαζεύεται σαν από μόνο του, και μάλιστα φοβάμαι ότι όλες αυτές οι στείρες μέρες δεν θα συνεισφέρουν τίποτα στη μόνιμη αυτή ψυχική ανάγκη και γι’ αυτό θα παρασυρθούν αναπότρεπτα από το ρεύμα της λήθης. Κυριευμένη από την αγωνία, πανικόβλητη, ήθελα τώρα να γαντζωθώ σε μια από αυτές τις μέρες τις προορισμένες να μαραζώσουν και να την κρατήσω σφιχτά, δίχως να μ’ ενδιαφέρει αυτό που θα κρατούσα, αν θα ήταν κοινότοπο ή βαρυσήμαντο και αν θα παραδινόταν γρήγορα ή θα αντιστεκόταν μέχρι το τέλος. Στεκόμουν, λοιπόν, όπως κάθε πρωί, πίσω από την κουρτίνα, που ήταν έτσι τραβηγμένη ώστε να μπορώ να κρύβομαι πίσω της και κοίταζα, χωρίς να γίνομαι αντιληπτή ελπίζω, πέρα στον μεγάλο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων μετά τη Φρίντριχ Στράσε. Μια που το ’φερε η κουβέντα, να πω ότι δεν ήταν ε-

9

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 9


10

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 10

κεί. Αν έβλεπα σωστά –φυσικά, φορούσα τα γυαλιά μου– όλα τα αυτοκίνητα στην πρώτη και στη δεύτερη σειρά στάθμευσης ήταν άδεια. Στην αρχή, πάνε δυο χρόνια τώρα, πάνω κάτω τόσο το υπολογίζω, με μπέρδευαν τα ψηλά κεφαλάρια στα καθίσματα κάποιων οχημάτων, τα περνούσα για κεφάλια και η ακινησία τους μου προκαλούσε μια δυσάρεστη ταραχή· όχι ότι δεν έκανα και τώρα λάθη, όμως αυτό το στάδιο το είχα ξεπεράσει. Τα κεφάλια είναι ανομοιόμορφα, εύκαμπτα, τα κεφαλάρια ομοιόμορφα, στρογγυλεμένα, άκαμπτα – μια τεράστια διαφορά, την οποία κάποτε θα μπορούσα να την περιγράψω επακριβώς στη νέα μου γλώσσα, που θα ήταν πιο σκληρή από αυτήν που χρησιμοποιούσα ακόμα για να σκέφτομαι. Πόσο επίμονα διατηρεί μια φωνή το τονικό ύψος στο οποίο έχει σταθεροποιηθεί και πόσος κόπος απαιτείται ακόμη και για τις πλέον ανεπαίσθητες μεταπτώσεις. Κι ας μην πούμε τίποτα για τις λέξεις, σκέφτηκα, καθώς έμπαινα κάτω απ’ το ντους – για τις λέξεις που βιαστικά ξεχύνονται, αφοσιωμένες, όταν ανοίγω το στόμα μου, παραγεμισμένες από πεποιθήσεις, προκαταλήψεις, φιλαρέσκεια, οργή, απογοήτευση και μεμψιμοιρία. Αυτό που θα ήθελα να μάθω είναι γιατί χτες βράδυ την είχαν στήσει εκεί μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα και σήμερα το πρωί είχαν γίνει καπνός. Έπλυνα τα δόντια μου, χτενίστηκα, χρησιμοποίησα χωρίς να το πολυσκέφτομαι, συνειδητά όμως, διάφορα σπρέι, φόρεσα τα ίδια που φορούσα χτες, παντελόνι, πουλόβερ, δεν περίμενα επισκέψεις και μπορούσα να μείνω


μόνη, αυτό ήταν η πιο ευχάριστη προοπτική για την υπόλοιπη ημέρα. Πετάχτηκα ακόμη μια φορά στα γρήγορα μέχρι το παράθυρο. Τίποτε! Ήταν μια ανακούφιση, όπως και να το κάνουμε, είπα μέσα μου, ή μήπως στην πραγματικότητα ήθελα να πιστεύω ότι θα έλθουν; Χτες βράδυ μάλλον είχα καταντήσει γελοία· κάποια στιγμή θα ένιωθα πολύ άσχημα στη σκέψη ότι κάθε μισή ώρα διέσχιζα το σκοτεινό δωμάτιο ακροπατώντας μέχρι το παράθυρο και κρυφοκοίταζα από τη χαραμάδα της κουρτίνας· δυσάρεστα, το παραδέχομαι. Όμως για ποιον λόγο κάθονταν τρεις νεαροί άντρες επίμονα, ώρες ολόκληρες μέσα σε ένα λευκό Βάρτμπουργκ, και περίμεναν ακριβώς απέναντι απ’ το παράθυρό μου; Ερωτηματικό. Να παίρνω επιτέλους τη στίξη πιο σοβαρά στο μέλλον, σκέφτηκα. Γενικώς: να τηρώ με μεγαλύτερη συνέπεια τις αθώες συμβάσεις. Στο παρελθόν ήταν πιο εύκολο. Πότε; Όταν πίσω από τις φράσεις κρύβονταν περισσότερα θαυμαστικά παρά ερωτηματικά; Όμως αυτή τη φορά δεν θα τη γλίτωνα με απλά αισθήματα ενοχής. Έβαλα νερό να βράζει. Το mea culpa το αφήνουμε για τους καθολικούς. Όπως και το pater noster. Δεν διαφαίνεται κάποια άφεση αμαρτιών στον ορίζοντα. Λευκό, γιατί ειδικά λευκό τις τελευταίες μέρες; Γιατί όχι κατακόκκινο ή γαλαζοπράσινο όπως τις προηγούμενες εβδομάδες; Λες και τα χρώματα είχαν κάποια σημασία, ή οι διαφορετικές μάρκες των αυτοκινήτων. Σαν να είχε το σκοτεινό σχέδιο σύμφωνα με το οποίο άλλαζαν τα αυτοκίνητα, στάθμευαν στην πρώτη ή στη δεύ-

11

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 11


12

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 12

τερη σειρά, κάποιο κρυφό νόημα που θα μπορούσα να το αποκρυπτογραφήσω με την επίμονη παρατήρηση· ή σαν να άξιζε τον κόπο να συλλογιστείς τι γύρευαν από εμάς οι επιβάτες αυτών των αμαξιών – δυο τρεις εύρωστοι, ικανοί για εργασία νεαροί άντρες με πολιτικά, οι οποίοι είχαν ως μοναδική απασχόληση να κάθονται στο αυτοκίνητο και να παρακολουθούν το παράθυρό μας. Ο καφές έπρεπε να είναι δυνατός και καυτός, φίλτρου, το αυγό όχι πολύ μελάτο, η σπιτική μαρμελάδα ήταν ευπρόσδεκτη, μαύρο ψωμί. Πολυτέλεια! Πολυτέλεια! σκεφτόμουν όπως κάθε πρωί που τα έβλεπα όλα μαζί – ένα ατέρμονο αίσθημα ενοχής, το οποίο διαπερνάει όλους εμάς που ξέρουμε τι σημαίνει έλλειψη και αυξάνει την απόλαυση. Τις ειδήσεις από τη Δύση (ενεργειακή κρίση, εκτελέσεις στο Ιράν, συμφωνία για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων: μπαγιάτικα νέα!) δεν τις άκουγα, το βλέμμα μου είχε καρφωθεί στη σιδερένια μπάρα που έφραζε τη δεύτερη είσοδο του διαμερίσματος – την πόρτα εκείνη που οδηγεί από την πίσω σκάλα στην έξοδο της εσωτερικής αυλής. Θυμήθηκα ότι στο χτεσινό όνειρό μου αυτή η αχρησιμοποίητη, βρώμικη, γεμάτη άχρηστα έπιπλα σκάλα ήταν καθαρή, κατακλυσμένη από ένα πλήθος θρασίμια, κάθε καρυδιάς καρύδι, που στο όνειρό μου τους αποκαλούσα «αλανιάρηδες»· μια λέξη που αυτοί οι νευρώδεις, σβέλτοι και εντελώς ξεδιάντροποι άντρες δεν θα άκουγαν ποτέ να βγαίνει από το στόμα μου και οι οποίοι –αυτό που φοβόμουν!– είχαν καταφέρει να παραβιάσουν την ασφα-


λή πίσω πόρτα της κουζίνας, στριμώχνονταν τώρα στο κατώφλι, κολλημένοι πάνω στη σιδερένια μπάρα, που στεκόταν ακλόνητο εμπόδιο στις βλέψεις τους και που εκείνοι κατά περίεργο τρόπο τη σέβονταν, κι ενώ πολύ εύκολα θα μπορούσαν να είχαν περάσει αποκάτω, ζουλούσαν τα κορμιά τους πάνω της, ενώ πίσω τους ένα αόρατο σπηλαιώδες λαρύγγι ξερνούσε όλο και περισσότερους –έμοιαζαν σαν επίπεδες φιγούρες από χαρτόνι– απίστευτα ευκίνητους και πολυλογάδες. Να δεις, τι έλεγαν! Έλεγαν να μην ενοχλούμαστε. Να κάνουμε σαν να μην τους βλέπουμε. Ότι αυτό ήταν το καλύτερο και ότι θα ξεχνούσαμε εντελώς την παρουσία τους. Δεν ειρωνεύονταν, μιλούσαν σοβαρά και αυτό ήταν που με έκανε έξαλλη από οργή στο όνειρο. Επειδή το όνειρο δεν μπορείς να το απαγορεύσεις, μάλλον ούτε να το κατηγορήσεις, έβαλα τα γέλια, για ν’ αποδείξω ότι τελικά όλα αυτά με αφήνουν αδιάφορη. Το γέλιο ακούστηκε βεβιασμένο. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Η άλλη γλώσσα μου, συνέχισα να κοροϊδεύω τον εαυτό μου ενώ τοποθετούσα τα άπλυτα πιατικά στον νεροχύτη, έστρωνα το κρεβάτι, πήγαινα στο μπροστινό δωμάτιο και επιτέλους καθόμουν στο γραφείο – η άλλη γλώσσα μου, που είχα αρχίσει να την καλλιεργώ, η οποία όμως δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα πλήρως, άνετα θα πρόσφερε το ορατό θυσία στον βωμό του αοράτου, δεν θα περιέγραφε πια τα αντικείμενα με βάση την εμφάνισή τους –κατακόκκινα, λευκά αυτοκίνητα, για όνομα του Θεού!– και θα απο-

13

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 13


14

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 14

κάλυπτε σταδιακά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του αοράτου. Συναρπαστική θα ήταν αυτή η γλώσσα, έτσι πίστευα τουλάχιστον, ευαίσθητη και τρυφερή. Δεν θα προξενούσε πόνο σε άλλον εκτός από εμένα. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί δεν πήγαινα ένα βήμα πιο πέρα από τις σύντομες σημειώσεις, τις μεμονωμένες φράσεις. Προφασίστηκα ότι θα το σκεφτόμουν σοβαρά το θέμα. Στην πραγματικότητα δεν σκεφτόμουν τίποτα. Ήταν πάλι εκεί. Ήταν εννιά και πέντε το πρωί. Είχαν έρθει πριν από τρία λεπτά, το κατάλαβα αμέσως. Είχα νιώσει ένα τράνταγμα, το τσίμπημα ενός αιχμηρού δείκτη μέσα μου, που συνέχισε να δονείται. Μια ματιά, περιττή άλλωστε, το επιβεβαίωσε. Το αυτοκίνητο σήμερα είχε ανοιχτό πράσινο χρώμα, οι επιβάτες του ήταν τρεις νεαροί άντρες. Άλλαζαν κι αυτοί κάθε φορά, όπως τα αυτοκίνητα; Και τι θα προτιμούσα – να είναι πάντα οι ίδιοι ή να είναι κάθε φορά διαφορετικοί; Δεν τους ήξερα, δηλαδή έναν από αυτούς τον ήξερα: αυτόν που πρόσφατα είχε κατέβει από το αυτοκίνητο και διασχίζοντας τον δρόμο ήρθε προς το μέρος μου, βέβαια μόνο για να στηθεί στην καντίνα κάτω απ’ το παράθυρό μας και ύστερα να επιστρέψει στο αυτοκίνητο κρατώντας ένα μεγάλο χάρτινο πιάτο με τρία λουκάνικα και τρία ψωμάκια στις τσέπες της γκριζοπράσινης καμπαρντίνας του. Σ’ ένα μπλε αυτοκίνητο, μια που το ’φερε ο λόγος, με πινακίδες κυκλοφορίας... Έψαξα να βρω το χαρτάκι όπου είχα σημειώσει τις πινακίδες κυκλοφορίας – αν τις είχα διαβάσει


σωστά. Αυτός ο νεαρός κύριος ή σύντροφος είχε σκούρα μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν στην κορυφή· φαινόταν από ψηλά. Για μια στιγμή είχα την εντύπωση ότι ήμουν η πρώτη που είχε διακρίνει την αρχή φαλάκρας στον νεαρό κύριο, πριν ακόμα κι απ’ τη γυναίκα του, η οποία πιθανότατα δεν τον είχε κοιτάξει ποτέ τόσο προσεκτικά από ψηλά. Ύστερα τους φαντάστηκα να βολεύονται αναπαυτικά ο ένας δίπλα στον άλλον μέσα στο αυτοκίνητο (είναι πολύ βολικό να είσαι μέσα στο αυτοκίνητο, ιδιαιτέρως όταν φυσάει έξω ή όταν βρέχει), να τρώνε τα λουκάνικα δίχως να ξεπαγιάζουν, καθώς η μηχανή ήταν σε λειτουργία και το καλοριφέρ δούλευε. Τι έπιναν όμως; Είχαν μαζί τους, όπως όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι, ο καθένας το δικό του θερμός με καφέ; Τα συναισθήματά μας σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι περίπλοκα. Και τις σωστές λέξεις δεν τις είχα ακόμα, ήταν λέξεις από τον φλοιό, ταίριαζαν, όμως δεν ήταν εύστοχες, αναφέρονταν σε γεγονότα μόνο και μόνο για να τα συγκαλύψουν, δεν γινόταν πια να συνεχίζω να μιλάω έτσι ξέγνοιαστα, όμως τι είναι κάποιος ο οποίος δεν είναι ξέγνοιαστος; Λυπημένος; Θλιμμένος; «Στεναχώρια», διάβασα στο Γερμανικό Λεξικό του Χέρμαν Πάουλ, εισχωρώντας όλο και πιο βαθιά στις εμμονές μου: «Στεναχώρια» στα μεσαιωνικά γερμανικά θα μπορούσε να σημαίνει «σωρός από πέτρες, δήμευση, ένδεια» και στην παλαιότερη νομική ορολογία «κράτηση». Δήμευση, ναι, αυτό ήταν εύστοχο, φυτοζωώντας δίχως περιουσιακά στοιχεία. «Και μετάνιωσε ο Θεός, που αυτός είχε δημιουρ-

15

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 15


16

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 16

γήσει τον άνθρωπο και η καρδιά του γέμισε λύπη».2 Ο δόκτωρ Μαρτίνος Λούθηρος, που προσπαθούσε να με εξαπατήσει, ότι μπορώ μόνο να αποδεχτώ ή να απορρίψω, ότι μπορώ να είμαι μόνο φίλος ή εχθρός. Τα λόγια σου ήταν ναι, ναι και όχι, όχι. Ό,τι περισσεύει είναι για κακό. Το υβρεολόγιο του δόκτορα Λούθηρου εναντίον του Πάπα, το αδηφάγο γουρούνι, ύστερα εναντίον των χωρικών τα λυσσασμένα σκυλιά. Ευτυχής ο άνθρωπος που μπόρεσε να βγάλει από μέσα του τον άσπονδο εχθρό του. Στη γλώσσα μου χρησιμοποιώ τα ονόματα των ζώων μόνο για τα ζώα, δεν θα αποκαλούσα ποτέ γουρούνια και σκύλους, ούτε καν νυφίτσες ή ερπετά, όπως θα έκαναν άλλοι, τους νεαρούς άντρες εκεί έξω. Αυτό που μάλλον μου έλειπε ήταν ένα υγιές εξολοθρευτικό μίσος. Δεν τους ήξερα. Τι ήξερα γι’ αυτούς; Ακόμα κι αυτός ο χαρακτηρισμός –«πέτσινες καμπαρντίνες!»– ήταν ήδη ένα ξεπερασμένο κλισέ, τα άνορακ ανατολικογερμανικής κατασκευής είχαν καθιερωθεί εδώ και πολύ καιρό, όμως αν αυτό το ομοιόμορφο ένδυμα το χορηγούσε η υπηρεσία υπό μορφή αμοιβής εκτός έδρας ή ως εφάπαξ αποζημίωση για αντικατάσταση ιματισμού – αυτό δεν ήξερα να το πω με σιγουριά. Και μάλιστα σήμερα δεν είναι σαν να γνωρίζεις τον μισό άνθρωπο αν γνωρίζεις το εργασιακό περιβάλλον του; Εμένα για παράδειγμα θα με ενδιέφερε να μάθω πώς προγραμματίζεται ο καταμερισμός εργασίας ή η διαδικασία λήψης εντολών, όπως πρέπει μάλλον να αποκαλείται, κι αν κάποια πό-


στα θεωρούνται καλύτερα από άλλα, αν τα πόστα στα αυτοκίνητα, ας πούμε, είναι καλύτερα από την ορθοστασία κάτω από τη μαρκίζα μιας εξώπορτας. Και στο σημείο αυτό θα ήθελα να δηλώσω ότι θα με ενδιέφερε να μάθω: αν εκείνοι, που εκτελούν πεζή περιπολία με την τσάντα στον ώμο, έχουν όντως μέσα σε αυτό το τσαντάκι μία συσκευή ασυρμάτου, όπως το θέλουν οι φήμες επίμονα και σταθερά. Μερικές φορές είχα την υποψία ότι μέσα στις τσάντες δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από το κολατσιό τους, πράγμα το οποίο, απολύτως εύλογα, απέκρυπταν συνωμοτικά για λόγους εντυπωσιασμού. Μια όχι και τόσο απλή περίπτωση αντιποίησης αρχής. Πάντως απαγορευόταν να πλησιάσεις κάποιον από αυτούς και να τον ρωτήσεις ευγενικά: Συγγνώμη, τελικά τι έχετε στην τσάντα σας; Όπως επίσης δεν μπορείς να ρωτήσεις τα πληρώματα των αυτοκινήτων αν είναι εξοπλισμένοι με συσκευές υποκλοπής συνομιλιών και επίσης ποια είναι η εμβέλειά τους. Οικειότητες άλλου είδους, αντιθέτως, δεν ήταν απαγορευμένες, και γι’ αυτούς ακόμα υπήρχε ένας κώδικας συναναστροφών που δεν αποτελούσε αντικείμενο διδασκαλίας, ή τον είχες ή δεν τον είχες. Για παράδειγμα, το μετάνιωνα ακόμα που δεν είχα υποκύψει στην αρχική μου παρόρμηση να τους προσφέρω ζεστό τσάι, τότε που άρχισαν όλα, τις πρώτες κρύες ημέρες του Νοεμβρίου. Θα είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας μια οικειότητα, εξάλλου δεν είχαμε καμιά προσωπική διαφορά, ο καθένας από εμάς έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, θα μπορούσαμε να είχαμε πιάσει την

2 – Τι απομένει

17

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 17


18

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 18

κουβέντα, όχι για υπηρεσιακά ζητήματα –Θεός φυλάξοι!– όμως για τον καιρό, για ασθένειες, οικογενειακά. Όμως φτάνει πια. Αυτή η επονείδιστη ανάγκη μου να τα πηγαίνω καλά με όλα τα είδη των ανθρώπων. Το τσάι το είχαμε πιει μόνοι μας τότε, στο σκοτεινό δωμάτιο, όρθιοι κοντά στο παράθυρο, στο οποίο κρεμάσαμε κουρτίνες την επόμενη ημέρα. Ξαφνικά άναψα το φως, πλησίασα στο παράθυρο και έγνεψα με το χέρι μου προς το μέρος τους. Έπαιξαν τρεις φορές τους προβολείς του αυτοκινήτου. Είχαν χιούμορ. Λίγο πιο ήσυχοι, κάπως λιγότερο στεναχωρημένοι απ’ όσο συνήθως πήγαμε για ύπνο. Στεναχωρημένοι; Αυτό δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Το έκανα όμως μόλις τώρα, ίσως αυτό να ήταν το αναγκαίο πρώτο βήμα προς την εξαθλίωση. Έτσι δεν νιώθουν και τα παιδιά, όταν ο εξοργισμένος πατέρας με ένα απότομο «καληνύχτα!» τους δίνει να καταλάβουν ότι είναι ακόμα θυμωμένος; Και πώς αλλιώς αν όχι παιδικούς, παιδιάστικους, θα αποκαλούσε κάποιος τους ατέλειωτους εσωτερικούς μονολόγους, στους οποίους τσάκωνα τον εαυτό μου να επιδίδεται και συχνά κατέληγαν στο παράλογο ερώτημα: Τι θέλετε, τέλος πάντων; Πόσα είχα ακόμα να μάθω! Να απευθύνεσαι σε έναν θεσμό σαν να πρόκειται για ζωντανό άνθρωπο! Όμως αυτή την πρώιμη φάση την είχα ξεπεράσει –καθησύχαζα τον εαυτό μου– δεν έκανα πια το λάθος να διαμαρτύρομαι· αλήθεια, από πότε; Κάποια ημέρα συνειδητοποίησα ότι κανείς δεν ήταν πρόθυμος ν’ ακούσει διαμαρτυρίες και εξηγήσεις, έπρεπε να αποδεχτώ, πράγμα


στο οποίο αντιστεκόμουν σθεναρά μέχρι τότε, πως αυτοί οι νεαροί κύριοι εκεί έξω ήταν για μένα απρόσιτοι. Δεν ήμασταν όμοιοι. Εκείνοι ήταν απεσταλμένοι του Άλλου. Ήταν πολύς καιρός πια που δεν περνούσε καν απ’ το μυαλό μου να πλησιάσω το αυτοκίνητό τους και να κοιτάξω μέσα κατσουφιασμένη, για να συναντήσω το γυάλινο βλέμμα των επιβατών του, που η αποστολή τους πρέπει να ήταν ακριβώς αυτή, να παριστάνουν τους αδιάφορους και με αυτόν τον τρόπο να προκαλούν την οργή, ας πούμε καλύτερα: τον φόβο, ο οποίος ως γνωστό εξαναγκάζει κάποιους ανθρώπους να υποκύψουν, άλλους τους ωθεί σε απερίσκεπτες ενέργειες, πράγμα το οποίο από την πλευρά τους μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια επιπλέον ένδειξη για την αναγκαιότητα της παρακολούθησης. Είχα αυτό το έντονο συναίσθημα ότι κάποιος έπρεπε να σπάσει τον φαύλο κύκλο. Κάποια στιγμή, στη δική μου νέα απελευθερωμένη γλώσσα, θα μπορούσα να μιλήσω και γι’ αυτό, κάτι που θα ήταν δύσκολο όμως, γιατί ήταν τόσο κοινότοπο: για την ανησυχία. Την αϋπνία. Την απώλεια βάρους. Τα χάπια. Τα όνειρα. Αυτά θα μπορούσα να τα περιγράψω, ποιος ο λόγος όμως; Ο κόσμος είχε άλλα άγχη. Τα μαλλιά που έπεφταν τούφες τούφες. Ε, και λοιπόν; Στο μεταξύ είχαν ξαναφυτρώσει πιο πυκνά από πριν, και τα χάπια έμεναν ξεχασμένα στο συρτάρι. Τα πράγματα είχαν φτιάξει. Τα όνειρα. Αυτά ναι. Δεν μπορούσα να το αρνηθώ, υπάρχει όμως κανένας άνθρωπος σήμερα στον κόσμο που δεν βλέπει εφιάλτες; Όχι. Έλεγα κάθε μέρα

19

WOLF_APOMENEI D XARTODETO Final.qxp_Layout 1 12/04/2019 11:18 Page 19


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.