MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 3
ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΜΑΓΚΡΙΣ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ c
Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ
ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 4
Το παρόν βιβλίο μεταφράστηκε με επιχορήγηση του Υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας της Ιταλίας. | Questo libro è stato tradotto grazie ad un contributo alla traduzione assegnato dal Ministero degli Affari Esteri e della Cooperazione Italiano. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Claudio Magris, Non luogo a procedere
Copyright Claudio Magris 2015 All rights reserved © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6191-9
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 5
Στον Φραντσέσκο και τον Πάολο
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 6
Οι σημειώσεις βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου· αν το διαβάσετε σαν ένα γοητευτικό βιβλίο, ίσως να μην τις χρειαστείτε. Αν πάλι προτιμήσετε να το διαβάσετε σαν ένα εκπληκτικό, πλούσιο, ιστορικό μυθιστόρημα-ντοκουμέντο, σίγουρα θα καταφύγετε, αν όχι σε όλες, σε κάποιες από αυτές! [Όλες οι σημειώσεις είναι της μεταφράστριας, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά.]
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 7
1
εταχειρισμένα υποβρύχια – Αγοραπωλησίες. Η αγγελία στον Piccolo banditore είχε ημερομηνία 26 Οκτώβρη 1963· προφανώς εκείνος – καταβεβλημένος από τα χρέη, καθώς ποικίλες διοικητικές υπηρεσίες, ακόμα και υπουργεία, τον έσερναν κυριολεκτικά απ’ τη μύτη, στραγγαλισμένος από τους τοκογλύφους, κυνηγημένος από τους ιδιοκτήτες εκτάσεων γης και υπόστεγων όπου είχε βολέψει τα αεροπλάνα του και τις βομβαρδισμένες στρατιωτικές του γέφυρες, είχε αναγκαστεί να πουλήσει κάποια κειμήλια ιδιαίτερης αξίας, αλλά την ίδια στιγμή που ανασκουμπωνόταν προκειμένου να πουλήσει, ένιωσε πάλι να πολιορκείται από τις Ερινύες του και προσπάθησε ν’ αγοράσει –άγνωστο με τι λεφτά, πάντως ν’ αγοράσει– και υποβρύχια, Πάντσερ ή συστήματα ναρκαλίευσης. Μπορούσε να είναι η αρχή· ο προθάλαμος του Μουσείου, η υποδοχή. Στον τοίχο απέναντι από την είσοδο μια μεγάλη μαύρη οθόνη που σάλευε μ’ ένα ακαθόριστο τρέμουλο, θόρυβος νερού στο βάθος· το πρόσωπό του προβάλλει μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι, μια φωτογραφία από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Κεφάλι που προβάλλει από τα μαύρα νερά, μάτια πυρετικά, πονηρά· ρυάκια ιδρώτα, στάλες νερού κυλούν στα παννονικά1 ζυγωματικά. Καταμεσής της αίθουσας, το υποβρύχιο, ένα U-Boot2 του αυστροουγγρικού Ναυτικού από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αγορασμένο ή αποκτημένο ποιος ξέρει πώς. Μεταχειρισμένα υποβρύχια – αγοραπωλησίες. Φωνή πομπώ-
7
Μ
8
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 8
δης, υποβλητική. Ανακατασκευασμένη, επιδέξια συρραφή από ποικίλες ραδιοφωνικές εγγραφές στο Radio Trieste. Μια αθώα οικονομική αγγελία που, χάρη στη φωνή –επεξεργασμένη, δηλαδή αληθινή, απόλυτη, όχι την τυχαία και ευμετάβλητη, της στιγμής που μιλάει κανείς– γίνεται δόλωμα, υποχθόνια προσφορά κάποιου καταφερτζή. Να μπαίνεις στο Μουσείο όπως μπαίνεις σ’ ένα νάιτ κλαμπ, υποσχέσεις φωτισμένες με νέον· μπορεί να είναι καλή ιδέα, σκεφτόταν η Λουίζα. Παρότι έλειπε το κλου, η πιο ψαγμένη και πολυσυζητημένη ατραξιόν, τα φημισμένα σημειωματάρια. Ένα μυστήριο μύησης, εν προκειμένω, χωρίς το dulcis in fundo (το κερασάκι στην τούρτα, θα ’λεγε κανείς), το άγανο απ’ το στάρι που καθαγιάζει τον μυημένο.3 Εν προκειμένω η οικογένεια υπήρξε σαφής στο γράμμα που έστειλε στο διευθυντή της Corriere Adriatico, η οποία και το δημοσίευσε προβάλλοντάς το ιδιαιτέρως. «... Μας επιτρέπετε, ως κληρονόμους του, να εκφράσουμε την έκπληξή μας και τη δυσαρέσκειά μας για το αρθρίδιο που δημοσιεύτηκε στις 12 του περασμένου Μαρτίου στην εφημερίδα σας. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε με ποιο δικαίωμα και με ποια εξουσία είναι δυνατό να ανακοινώνετε ότι και τα ημερολόγιά του –χιλιάδες χαρτιά μοιρασμένα σε αριθμημένα τετράδια, με ποικίλες αναφορές και συμπληρώσεις– θα ενταχθούν, μαζί με όλο το πλουσιότατο πολεμικό υλικό, σ’ εκείνο το Μουσείο που είναι αφιερωμένο στην τεκμηρίωση του πολέμου, με στόχο να εξυμνηθεί η ειρήνη, Μουσείο που, σ’ ένα από τα ευφάνταστα αλλά πάντα ορθολογικά οράματά του, εκείνος είχε αποφασίσει να ονομάσει “Άρης για την Ειρήνη”, ο θεός του πολέμου που γίνεται απόστολος της ειρήνης. Είμαστε οι πρώτοι που επιχαίρουμε ότι το Ίδρυμα που δημιουργήθηκε από την Περιφέρεια και από την Κοινότητα αποφάσισε να εξοπλίσει το Μουσείο, όνειρο στο οποίο εκείνος αφιέρωσε τη ζωή του, ανακατασκευάζοντας τις επαύλεις, τους στάβλους, τα αμαξοστάσια, ακόμα και τον γύρω χορταριασμένο χώρο –που περικλείεται στην πίστα
και είναι δεόντως καλυμμένος– του παλιού ιπποδρόμου. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά το πρόγραμμα θα ευοδωθεί· μια ζωή μιλάμε γι’ αυτό και προτείνουμε προγράμματα δίνοντας υποσχέσεις – τον ατελείωτο έχει πια αυτή η ιστορία.4 Όμως, όσον αφορά τα ημερολόγια, είναι και παραμένουν στην αποκλειστική ιδιοκτησία μας, ως κληρονόμων, έστω και αν παραπλανητικές και ακατάληπτες για μας γραφειοκρατικές και δικαστικές συγκυρίες πρακτικά αφαίρεσαν προς στιγμήν ένα μέρος τους που ανήκε σ’ εμάς, αλλά που δεν έχουμε δικαίωμα να το διαθέσουμε με τον τρόπο που θα θεωρήσουμε ενδεδειγμένο, πάντα βεβαίως προς το συμφέρον όχι πια το δικό μας, αλλά της πολιτείας, της κοινωνίας, της ανθρωπότητας, ακολουθώντας το παράδειγμά του, το παράδειγμα ενός ανθρώπου που θυσίασε τα πάντα, καριέρα, αγαθά, υγεία, την ευημερία της οικογένειάς του και τέλος την ίδια του τη ζωή, στην αποστολή του, στο ιδανικό του, στο μεγαλόπνοο σχέδιό του. »Είμαστε έτοιμοι, γι’ άλλη μια φορά, να δωρίσουμε, να παραχωρήσουμε τα πάντα –γιατί η ηθική περιουσία του Μουσείου ανήκει σε όλους–, να διαθέσουμε όλα τα κανόνια, τα υποβρύχια, τα τεθωρακισμένα και τα κάθε είδους όπλα που εκείνος επί δεκαετίες συνέλεγε για να τεκμηριώσει τη φρίκη του πολέμου και την αναγκαιότητα της ειρήνης. Είναι σκανδαλώδες το ότι επί χρόνια κανένα δημόσιο ίδρυμα δεν προέβλεψε να βρει ένα χώρο κατάλληλο να στεγάσει το Μουσείο. Όμως, όσον αφορά τα ημερολόγια γενικά και ειδικά όσα μεταξύ αυτών εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, τόσο πλούσια σε πολύτιμο αλλά και καυτό υλικό, όπως εξάλλου γράφτηκε επανειλημμένα και μάλιστα στην Corriere Adriatico, είμαστε βέβαιοι, αξιότιμε κύριε διευθυντά, ότι η εφημερίδα σας, έχοντας επίγνωση της σημασίας και της λεπτότητας του ζητήματος, δεν...» Αντί για τη στήλη με την αλληλογραφία, η εφημερίδα το είχε δημοσιεύσει στο κάτω μέρος της τρίτης σελίδας, μετατρέποντάς το σ’ ένα ωραίο άρθρο, με τίτλους και υπότιτλους εμφα-
9
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 9
10
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 10
νέστατους. Δεν ήταν παράξενο το ότι θέλησαν γι’ άλλη μια φορά να φουσκώσουν κάπως την είδηση. Εκείνη η ιστορία έκανε πάντα εντύπωση, ειδικά μετά τη δίκη, που, όπως συμβαίνει συχνά στις δίκες, είχε αφήσει τα πράγματα ακόμα πιο θολά από πριν. Η Λουίζα παράτησε την εφημερίδα, την οποία είχε βάλει πάνω σε μια στοίβα τετράδια, σημειωματάρια, χαρτιά, έντυπα, CD, DVD, στα οποία εργαζόταν, για να τακτοποιήσει και στην ανάγκη να ολοκληρώσει τις σημειώσεις που είχε προχειρογράψει ο ίδιος, οι οποίες έπρεπε να παρουσιάζουν κάθε κομμάτι του Μουσείου με τη λειτουργία του, την ιστορία του, την ιστορία του εμπνευστή του, της βιομηχανίας που το είχε κατασκευάσει, των μηχανικών και των εργατών που είχαν δουλέψει γι’ αυτό, της στρατιωτικής μονάδας στην οποία είχε ανατεθεί, της μάχης στην οποία είχε καταστραφεί, του ανθρώπου που το είχε οδηγήσει ή το είχε οπλίσει ή το είχε στρέψει ενάντια σε κάποιον, ή είχε σκοτωθεί ανάμεσα στα συντρίμμια του. Εκείνο το ναρκαλιευτικό μηχάνημα, για παράδειγμα, σκεφτόταν να το τοποθετήσει δίπλα στον ανορθωτή ατμού υδραργύρου· της φαινόταν ότι έκαναν ωραίο ζευγάρι, υποβρύχιος θάνατος και θάνατος εν μέσω αναθυμιάσεων, θάνατος που προκλήθηκε, αποφεύχθηκε ή αναβλήθηκε, πάντα όμως θάνατος. Ο θάνατος ταιριάζει στα μουσεία. Σε όλα τα μουσεία, όχι μόνο σ’ ένα Μουσείο Πολέμου. Κάθε έκθεση –πίνακες, γλυπτά, αντικείμενα, μηχανήματα– είναι μια νεκρή φύση και οι άνθρωποι που συνωστίζονται στις αίθουσες, γεμίζοντάς τες και αδειάζοντάς τες σαν σκιές, εξασκούνται στη μελλοντική οριστική διαμονή τους στο μεγάλο Μουσείο της ανθρωπότητας, του κόσμου, όπου ο καθένας είναι μια νεκρή φύση. Πρόσωπα σαν φρούτα που κόπηκαν από το δέντρο και τοποθετήθηκαν γερτά πάνω σ’ ένα πιάτο. Παρότι εκείνος, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο... Η Λουίζα στήθηκε πάλι στον υπολογιστή, στο γραφείο που της είχε παραχωρηθεί όταν το Ίδρυμα την επιφόρτισε με το καθήκον να επεξεργαστεί το πρότζεκτ του Μουσείου. Όχι μεγα-
λύτερο από ένα δωμάτιο, έστω και ευρύχωρο, που προέκυψε από έναν από τους στάβλους. Της άρεσε εκείνο το δωμάτιο, μέσα σ’ όλη εκείνη την άπλα. Από ένα παράθυρο έβλεπε κάποια κομμάτια, τα οποία ήδη είχαν τοποθετηθεί προσωρινά στη μεγάλη αίθουσα που συνόρευε με το γραφείο της. Μακρουλό, ασαφώς κυλινδρικό και πρασινωπό, το ναρκαλιευτικό μηχάνημα έμοιαζε με μανάτο, μ’ εκείνες τις θαλάσσιες αγελάδες που κινούνται αδέξια αλλά σιωπηλά για να πλήξουν το θήραμά τους. Έξω, σούρουπο, τα κλαδιά μιας βελανιδιάς, δαρμένα απ’ τον αέρα, απλώνονταν προς το παράθυρό της σαν αρπαχτικά δάχτυλα, πλοκάμια γαμψά σαν αγκίστρια τινάζονταν απ’ το σκοτάδι στο φως του φαναριού και ξαναγύριζαν λικνιστικά στη σκιά, έχοντας χάσει τη λεία τους, ποιος ξέρει για πόσο ακόμα. Η Λουίζα ανατρίχιασε, για μια στιγμή τής φάνηκε ότι άκουγε τα χρόνια σαν μουσική υπόκρουση από ένα μαύρο νερό που σφυροκοπούσε τα μηνίγγια της, μια ημικρανία που την έκανε να σκέφτεται, παράλογα, την αγάπη – ή ίσως και το τέλος της, έτσι κι αλλιώς για εκείνη ήταν σχεδόν πάντα το ίδιο πράγμα. Η πτυχή κοντά στο στόμα, που άρεσε γενικά, δεν ήταν ακριβώς ρυτίδα, εκείνη όμως κάθε τόσο την αισθανόταν σαν ουλή. Ένα φιλί, μια δαγκωματιά – γίνομαι κι εγώ σαν αυτόν· με το να διαβάζω τα χαρτιά του φτάνω να συγχέω τον εαυτό μου μ’ εκείνον και να ασχολούμαι με τα μυδραλιοβόλα και τα σπαθιά του, τώρα μάλιστα που πήρα το συνήθειο να κουβαλάω και στο σπίτι μου, το βράδυ, μερικά από τα χαρτιά και τις φωτογραφίες για να μελετάω πώς θα τα τακτοποιήσω, ώσπου να μου έρθει νύστα, στο τέλος θα πιστέψω κι εγώ πως όλα είναι μόνο πόλεμος και κάθε σημάδι μια ουλή. Άφησε το δάχτυλό της να κυλήσει ανάλαφρα πάνω στη λεπίδα ενός σπαθιού ακουμπισμένου προσωρινά στον τοίχο· η γραμμή που άφηνε πάνω στη σάρκα ήταν σαφής, ωστόσο χανόταν γρήγορα. Εκείνος, παρά το φριχτό του τέλος, πιθανότατα αγνοούσε τις ουλές που κάθε πράγμα αφήνει στην καρδιά· ίσως δεν ά-
11
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 11
12
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 12
κουγε το γρύλισμα της ζωής στο σκοτάδι και δεν έβλεπε εκείνο το σκοτάδι, απορροφημένος καθώς ήταν να κοιτάζει στο έδαφος, να σκάβει, να ψάχνει και να συγκεντρώνει παράλογα αντικείμενα, μονόξυλα, θραύσματα οβίδων, βαθουλωμένες καραβάνες, σάλπιγγες για προσκλητήριο, ζουληγμένους κάλυκες φυσιγγίων, πυροκροτητές. Τη νύχτα ο φακός του φώτιζε μόνο το ανασκαμμένο έδαφος, τις σκόρπιες τρύπες, τις βαθιές δολίνες, ένα σκουριασμένο κράνος μες στ’ αγριόχορτα. Έτσι είχε περάσει τη νύχτα του, κομματιασμένος μα αλώβητος, ευτυχισμένος με τα ψυχρά και νεκρά πράγματα που ξέθαβε από τη γη ή που του χάριζαν περαστικοί στρατοί ή εγκαταστάσεις υπό διάλυση, χωρίς να αντιλαμβάνεται τη ζωή που θρόιζε ολόγυρά του, όπως και γύρω απ’ όλους, απειλώντας με θάνατο και καταστροφή – κι όχι τον καλό θάνατο, που έχει ήδη πεθάνει και δεν κάνει κακό σε κανέναν, αλλά τον ζωντανό και διαρκή θάνατο του σώματος και της καρδιάς, το φως που ολοένα θαμπώνει και λιγοστεύει στην ψυχή, το ψύχος στα κόκαλα, πιο φονικό απ’ τις φλόγες που έμελλε να τον τυλίξουν την ύστατη ώρα του, σ’ εκείνο το μακρύ και αναπαυτικό φέρετρο που είχε διαλέξει για να κοιμηθεί στο υπόστεγο μαζί με τα τεθωρακισμένα άρματά του, τους εκτοξευτήρες πυραύλων και τα γιαταγάνια που είχε συγκεντρώσει όπως όπως, τα παλιοσίδερα απ’ όλους τους πολέμους, τα οποία ήταν ορόσημα της δικής του ζωής, το άρμα που είχε καπαρώσει από το 1945, το όχημα μεταφοράς του 1947, τα απομεινάρια και τα εξαρτήματα της περιστρεφόμενης, γκρεμισμένης πια γέφυρας, Πόντε Βέρντε, τεχνητού ορίου ανάμεσα στο Κανάλι και τη θάλασσα. Κι αυτός, μόνος με το φέρετρό του στην αποθήκη του, γεμάτη ως επάνω με τα όπλα που περίμεναν το Μουσείο, την αποθήκη όπου είχε ξεσπάσει η πυρκαγιά. Το βασίλειό του· δικό του γιατί ήταν ακατοίκητο, εκκενωμένο από όλους τους ζωντανούς που εμποδίζουν την ειρήνη γιατί για να ζήσουν έχουν ανάγκη από τον πόλεμο, ακόμα και στο σπίτι, στην οικογένεια,
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 13
13
στο κρεβάτι – μερικές φορές, σκεφτόταν η Λουίζα, κρατώντας σημειώσεις για το μηχάνημα που εξουδετέρωνε τις νάρκες, όταν κανείς ξυπνάει λίγο νωρίς, το πρωί που αχνοφαίνεται ξεθωριασμένο πίσω απ’ τα στόρια, κατασκοπεύει από το ’να μαξιλάρι στ’ άλλο, όπως από ένα χαράκωμα, τον αποκοιμισμένο σύντροφο. Δε θα υπάρξει καμία επίθεση, όμως είναι σε επιφυλακή, σε μια αόριστη προσμονή για την έναρξη των εχθροπραξιών. Όταν στο σχολείο υποχρεώθηκε να διαβάσει τον Τριακονταετή Πόλεμο, ο νους της είχε πάει αμέσως στην οικογένεια. Όχι τη δική της, κάθε άλλο... έτσι, όμως, γενικά. Όσο για την ίδια, δεν είχε ακόμα καταλάβει αν ήταν καλό ή κακό να μην έχει δική της οικογένεια και για ποιο λόγο, όσο το σκεφτόταν, ένιωθε στιγμιαία την καρδιά της άδεια. Εκείνος αποκοιμιόταν μέσα στο φέρετρό του, όχι ακόμα νεκρός, ήρεμος όμως και γαλήνιος σαν να ήταν ήδη, όπως τώρα που ψαχουλεύω στα χαρτιά του σαν να είναι η σκόνη του, στάχτη από καψαλισμένο κρέας που μόνο οι επιθεωρητές της αστυνομίας είχαν καταφέρει να το αναγνωρίσουν εκείνη τη νύχτα –ή, πιο σωστά, το επόμενο πρωί, όταν οι πυροσβέστες, πολλές ώρες αργότερα, έσβησαν τη φωτιά– από τη στάχτη του ξύλινου φέρετρου που είχε καεί μαζί μ’ εκείνον. Ίσως είχε φοβηθεί τη διαδικασία του θανάτου, σίγουρα όχι τον ίδιο το θάνατο· ανάμεσα στα τζιπ, τις ξιφολόγχες, τις σπάθες και τους τελαμώνες ένιωθε ασφαλής όπως ανάμεσα στα αγάλματα και τις πλάκες ενός κοιμητηρίου, όπου το σπαθί, που κραδαίνει ένας μαρμάρινος ιππότης, φρουρός ακοίμητος πάνω από ένα μνήμα, δεν κατεβαίνει ποτέ βίαια να χτυπήσει. Είχε γράψει, έλεγαν, ως και στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ζητώντας του το σύστημα σκόπευσης Norden που είχε εξαπολύσει τη βόμβα στη Χιροσίμα.
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 14
2
ρης για την Ειρήνη, με άλλα λόγια Arcana Belli, τα Μυστήρια του Πολέμου. Πλήρες Μουσείο του Πολέμου για την έλευση της Ειρήνης και τον αφοπλισμό της Ιστορίας». Εκείνο τον μπαρόκ τίτλο του Μουσείου, που επαναλήφθηκε πολλές φορές στα τετράδια και τα ημερολόγια –να αλλάξουμε το παρελθόν, έγραφε, ν’ αντιστρέψουμε το χρόνο, να τον υποβιβάσουμε σε δρόμο απαγορευμένης κυκλοφορίας–, η Λουίζα σκεφτόταν να τον προβάλει στους εσωτερικούς τοίχους του ίδιου του Μουσείου. Με την προϋπόθεση ότι μια μέρα θα ολοκληρωνόταν. Για την ώρα όλο ήταν μονάχα ένα υποθετικό προσχέδιο, ένα πρότζεκτ που της είχε εμπιστευτεί το Ίδρυμα και η Γραμματεία Πολιτισμού της Κοινότητας και στο οποίο εκείνη προσπαθούσε να δώσει μορφή, σκεπτόμενη πώς θα τακτοποιούσε κατά το δυνατόν το τεράστιο και ετερόκλητο υλικό στις ποικίλες αίθουσες και χώρους του παλιού συγκροτήματος του ιπποδρόμου, τη σειρά των κομματιών, τη χρήση των εικόνων στα μόνιτορ, το μίτο της διαδρομής, τα αντικείμενα και τις ιστορίες που ελευθερώνονταν μέσ’ απ’ αυτά σαν το τζίνι απ’ το λυχνάρι του Αλαντίν. Πώς να το οργανώσει τούτο το θεοπάλαβο Μουσείο, που ήταν τόσο πληθωρικό, ακόμα και μετά την πυρκαγιά που είχε καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος του, μαζί με τον ακόμα πιο πληθωρικό δημιουργό του; Εκείνο τον διάτορο τίτλο, για παράδειγμα, δεν ήθελε να τον βάλει στην είσοδο, αλλά αντίθετα
Α
14
«
να τον προβάλει στις εσωτερικές αίθουσες με εναλλασσόμενες φωτεινές δέσμες που θα σχημάτιζαν τα γράμματα και τις λέξεις με πλήθος χρώματα, κι έπρεπε να αναβοσβήνουν αδιάκοπα. Για εκείνον τα πάντα ήταν σημαδιακά, ένα μήνυμα που, όσο πιο πολύ αυτός πλησίαζε στο τέλος του, τόσο περισσότερο προανήγγελλε ευτυχία. Τίποτα δεν μπορούσε να εκπλήξει κι ακόμα λιγότερο να τρομοκρατήσει κάποιον που, όπως και ο ίδιος, δήλωνε ότι είχε «μια προφητική σχέση με το απροσδόκητο». Η ανεύρεση οποιουδήποτε αντικειμένου, έγραφε –μιας φυσιγγιοθήκης, μιας θήκης πιστολιού– «είναι απεριόριστα ευφρόσυνη και τα πάντα βρίσκονται σε συνάρτηση με την έλευση της εποχής του άπειρου καλού, όταν το κακό θα έχει εξοβελιστεί κι από τα όπλα θα μένει μόνο το κομμάτι κοσμικής ενέργειας που σχετίζεται με την ομορφιά τους και με τη λειτουργικότητά τους...». Πού, πώς, με ποια σειρά στις αίθουσες να εκθέσει εκείνες τις σημειώσεις... να τις μεγεθύνει με προβολείς, να τις καδράρει, να τις τυπώσει πάνω σε καμουφλαρισμένες βιτρίνες στους τοίχους για να μπαίνουν σε λειτουργία την κατάλληλη στιγμή, πώς να επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα, μια διαδρομή πιο πολύ νοερή παρά χειροπιαστή, έτσι ώστε ο επισκέπτης, πατώντας το ένα ή το άλλο κουμπί στο μόνιτορ δίπλα στις οθόνες και τα διάφορα αντικείμενα στις ποικίλες αίθουσες, να μπορεί να οδηγείται σε άλλες προβολές, να συναντάει άλλες ιστορίες σχετικές με τούτο το κανόνι ή μ’ εκείνο το σπαθί, να φτάνει στο ένα ή στο άλλο αντικείμενο ή κείμενο της επιλογής του; Το Μουσείο, σαν ένα κινητό υπερκείμενο όπου όλα κυλούν ή εξαφανίζονται κι εκμηδενίζονται, όπως πιθανότατα είχε συμβεί μέσα στο κεφάλι του; Πάντως ίσως εκείνος είχε δίκιο, το άπειρο καλό υπάρχει, ανέκαθεν. Μας τυλίγει –ναι, κι εμένα ενδεχομένως, έτσι όπως είμαι καθισμένη καταμεσής σ’ αυτή την ακαταστασία– ένα απαλό σύννεφο λιλά που αδράχνει ένα μπαλόνι, το οποίο ξέφυγε
15
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 15
16
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 16
απ’ το χέρι ενός παιδιού. Είναι η ευτυχία, όμως τα δισδιάστατα πλάσματα που γλιστρούν πάνω στη σφαιρική επιφάνεια του μπαλονιού δεν μπορούν να σηκώσουν το κεφάλι και να καταλάβουν ότι υπάρχει και η άλλη διάσταση, εκείνο το σύννεφο που τα τυλίγει, και εξακολουθούν να σέρνονται απελπισμένα. Και η ίδια, τόσο όμορφη και λυγερή, ήταν ένα σαλιωμένο χνάρι σαλιγκαριού· τα ωραία της μαλλιά, μαύρα ακόμα στον άνεμο –και αυτό επίσης κληροδότημα από δυο προαιώνιες εξορίες που αφομοιώθηκαν μέσα της αφού πρώτα διέσχισαν την έρημο και τη μεγάλη θάλασσα–, δεν ήξεραν ότι υπήρχε εκείνος ο άνεμος. Στη σκιά, που η λάμπα, ακουμπισμένη στο χαμένο κάτω από το χαρτομάνι τραπέζι, σχημάτιζε στον τοίχο, η Λουίζα τα ένιωθε τώρα απαλά στον αυχένα της. Αυτός με κάποιον τρόπο πρέπει να είχε καταφέρει να σηκώσει το κεφάλι, ν’ ακούσει τον άνεμο από χώρους, από ύψη, αδιανόητα για όποιον έχει μόνο πλάτος και μήκος· είχε εισπνεύσει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του εκείνο τον άγνωστο στους ανθρώπους αέρα, ένα ιλαρυντικό αέριο που προκαλούσε ευφορία. Δήλωνε εξάλλου ότι είχε βρει ένα επιστημονικό σύστημα για να τρέφεται μόνο με αέρα, μια νέα τεχνική αναπνοής η οποία μεταβόλιζε τα μικροσκοπικά πλάσματα που ζουν σε κάθε πνοή του ανέμου και τις ως τώρα άγνωστες θρεπτικές ουσίες που περιέχονται στα αέρια. Κι όχι επειδή είμαι πανί με πανί, πρόσθετε, και με συντηρεί η γυναίκα μου, παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Ουγγαρίας και εξαναγκασμένη από μένα να κάνει την παραδουλεύτρα, όπως υπονοήθηκε πολλές φορές με μοχθηρία, αλλά επειδή είμαι ανάλαφρος, ελεύθερος, ευτυχισμένος. Η σκοτεινιά τη νύχτα της πυρκαγιάς –σκοτεινή για τις δικαστικές αρχές, γι’ αυτόν μεγαλοπρεπέστατη φωτοχυσία, υπαίθρια φωτιά ενός ηγεμόνα που καυχιέται για το μεγαλείο του ρίχνοντας όλα του τα υπάρχοντα και την ύπαρξή του την ίδια στη φωτιά– υπήρξε μια θεϊκή πυρά, η τελειωτική κόκκινη
δύση του κοσμικού αιώνα του κακού, του πολέμου, του φονικού. Αυτός ίσως να μην είχε καν υποφέρει, σ’ εκείνο το φέρετρο όπου συνήθιζε να κοιμάται μ’ ένα γερμανικό σιδερένιο κράνος στο κεφάλι και μια μάσκα σαμουράι στο πρόσωπο, ίσως ο καπνός να τον είχε πνίξει στον ύπνο του, προτού προλάβουν να τον βλάψουν οι φλόγες. Σύμφωνα με την ορολογία της προγραμματισμένης από εκείνον παγκόσμιας μεταρρύθμισης του λεξιλογίου –που εκτέθηκε και ταξινομήθηκε στο ημιτελές DUD του, Dizionario universale definitivo, Οριστικό Παγκόσμιο Λεξικό–, εκείνος, τη νύχτα της φωτιάς, είχε μπει στο «μεταλλάκτη», τον ορθό όρο ο οποίος θα έπρεπε να αντικαταστήσει τον ισχύοντα, αλλά προσεγγιστικό όρο «θάνατος». Η καινούρια του λεξικογραφία ήταν ένα συνονθύλευμα από λέξεις, που είχε διακοπεί, σε μια σκισμένη σελίδα, στο γράμμα Μ ή πιο σωστά στο λήμμα «μαλαχοειδής», του οποίου έλειπε η ερμηνεία, όπως έλειπε και όλη η συνέχεια. Η Λουίζα, όταν ανέλαβε το καθήκον να σχεδιάσει το Μουσείο, είχε σκεφτεί να ταξινομήσει το υλικό του λεξικού το οποίο είχε φτάσει μέχρι εκείνη τη λέξη, σε κυλιόμενες επιγραφές, που θα συνδύαζαν στιγμιαία τις παλιές, επιπόλαια και ακατάστατα βαλμένες λέξεις με καινούριες, επιβεβλημένα και ερμητικά ακριβείς, για να τις σβήσουν αμέσως μετά, εξαφανίζοντας τα φανταχτερά γράμματά τους, τα οποία θα κατάπινε το σκοτάδι μαζί με τις παλιές και μπερδεμένες σημασίες τους. La Morte (ο Θάνατος), που θα προβαλλόταν με πηχυαίους τίτλους, και κόκκινα γράμματα, στον τοίχο απέναντι από τους εισερχόμενους, στην τρίτη αίθουσα, έπρεπε να αποκαλυφθεί σαν ένα κοινότοπο τυπογραφικό λάθος, που αμέσως διορθωνόταν: l’Amor-te (ο Έρωτας) – σελ. 27 του χειρόγραφου και κουτσουρεμένου λεξιλογίου. Ο θάνατος δεν υπάρχει, εξηγούσε εκείνος· είναι απλώς ένας μεταλλάκτης, μια μηχανή που απλώς αναποδογυρίζει τη ζωή σαν γάντι, αρκεί όμως να βάλεις το χρόνο να κυλήσει σε
17
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 17
18
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 18
αντίστροφη πορεία κι όλα ξανακερδίζονται. Χρόνος ανακτημένος, θρίαμβος της αγάπης – amore. Αmor-te – χωρίς το θάνατο. Ποιον; Εσένα, εσύ, όλοι. Τα αντικείμενα του Μουσείου που έφτυναν φωτιά, τεθωρακισμένα και κανόνια κι όλα τα συναφή, θα έπρεπε, σύμφωνα με τις προθέσεις του ακαταπόνητου συλλέκτη τους, να αποδειχτούν στο τέλος ευμετάβλητες απατηλές εικόνες, εφιάλτες ενός αγωνιώδους και διαλυμένου ονείρου, ταινία που παίχτηκε ανάποδα κι αρχίζει με το θάνατο και την καταστροφή και τελειώνει με τον κόσμο –που πρώτα είχε τιναχτεί στον αέρα, είχε κατακομματιαστεί ή μαχαιρωθεί–, στο τέλος ικανοποιημένο και χαμογελαστό, για να γίνει κατανοητό ότι ο θάνατος, κάθε θάνατος, έρχεται πριν απ’ τη ζωή, όχι μετά. Αγαπητή κυρία Μπρουκς, της είχε πει μια φορά, ο Μωυσής έγραψε την Πεντάτευχο, τα πρώτα πέντε βιβλία της Βίβλου, και στο πέμπτο διηγήθηκε το θάνατό του στο όρος Νεβώ, στην περιοχή του Μωάβ. Επομένως, η στιγμή του θανάτου του έρχεται πριν από τη στιγμή που τον ιστόρησε. Δεν υπάρχει ούτε πριν ούτε μετά, αγαπητή δόκτωρ, ο χρόνος είναι σαν το χώρο, πηγαίνεις δυτικά, συνεχίζεις να πηγαίνεις δυτικά και φτάνεις ανατολικά του σημείου απ’ όπου αναχώρησες. Ανατολικά της Εδέμ... Της το είχε πει στην πρώτη τους συνάντηση, αφότου το Ίδρυμα είχε αποφασίσει να χρηματοδοτήσει το πρότζεκτ του Μουσείου – μόνο το πρότζεκτ, για την ώρα, έπειτα θα έβλεπαν· στο μεταξύ όλη εκείνη η Βαβέλ των αντικειμένων έμενε στοιβαγμένη σε δύο μεγάλες αποθήκες και σ’ έναν μεγάλο κενό χώρο του ίδιου ιπποδρόμου. Πιο πολύ κι από το να το υποστηρίξουν, της είχαν προτείνει να το ελέγχουν και να επιβλέπουν τις εργασίες. Εξάλλου σύντομα διακόπηκε από το θάνατό του και ξανάρχισε μόνο λίγα χρόνια αργότερα, όταν στην πόλη είχε φουντώσει πάλι, ως παρεπόμενο κάποιων επιθετικών άρθρων στην τοπική εφημερίδα, το ενδιαφέρον για την προσωπικότητά του και το μεγαλειώδες σχέδιό του –και πάνω απ’ όλα
για τα σημειωματάριά του που είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς– και είχαν βρεθεί καινούριοι πόροι. Ήδη όμως, πολύ πριν από το θάνατό του, οι επαφές τους είχαν ξαφνικά αραιώσει, αυτός που αρχικά ήταν τόσο πιεστικός και φορτικός είχε σχεδόν εξαφανιστεί, λες κι είχε αναπάντεχα αναπτύξει ζωηρό ενδιαφέρον για κάτι άλλο. Ήταν παράξενη εκείνη η απρόσμενη απουσία, παρότι έκανε πιο άνετο και λιγότερο καταπιεστικό το έργο της. Εκείνα τα όπλα πίστευαν, καυχιόνταν, διατυμπάνιζαν πως εξαφάνιζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, πως το εκμηδένιζαν, κι όμως, δυστυχώς, απλώς έβαλλαν κατά του στρατιώτη, ο οποίος τιναζόταν στον αέρα πατώντας μια νάρκη, από την άλλη πλευρά της οθόνης, στην οποία όλα ξανάρχιζαν κι ο στρατιώτης ξανάβρισκε τη ζωή του που φαινόταν χαμένη, το χτεσινό μεθύσι με τους συστρατιώτες του, μια προηγούμενη βραδιά σε μια θάλασσα απερίγραπτα μοβ, ένα στόμα που είχε φιλήσει πριν από πολλά χρόνια, τις μπερδεμένες λέξεις ενός μωρού που έλεγε τα πρώτα του λογάκια. Δύστυχοι άνθρωποι, τρελοί, που ξεγελιούνται ότι σκοτώνουν και καταστρέφουν· όπως κάποιος που, σβήνοντας το φως, πιστεύει πως εξαφανίζει για πάντα τα πράγματα, καθώς ξαφνικά δεν μπορεί να τα διακρίνει στο σκοτάδι. Μπορούσαν, για παράδειγμα, έλεγε σ’ ένα από τα σημειωματάριά του, στην αρχή να προβάλουν την εικόνα της μεγάλης αίθουσας με όλα τα αντικείμενά της, έπειτα να δείξουν την εικόνα μιας μεγάλης πυρκαγιάς που καταστρέφει τα πάντα κι αφήνει την αίθουσα άδεια, ωσότου, όταν ανάψουν πάλι τα φώτα, εμφανιστεί η αίθουσα ξανά με όλα της τα πράγματα, άθικτη, αναστημένη, απέθαντη. Μπορούσε να είναι μια ιδέα. Πάντως αυτός σίγουρα δεν είχε φοβηθεί τις φλόγες, πεταλούδα που δε φοβάται το φως στο οποίο χυμάει και τσουρουφλίζεται κι ίσως εκείνη τη στιγμή να γεννιέται στ’ αλήθεια, πιο πολύ κι απ’ όταν από κάμπια είχε γίνει πεταλούδα. Μία από τις πρώτες φορές που τον είχε συναντήσει η Λουίζα, εκείνος,
19
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 19
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 20
20
ίσως για να επιδείξει την κουλτούρα του, της είχε απαγγείλει με στόμφο στα γερμανικά τους μακάρια νοσταλγικούς στίχους: «keine Ferne macht dich schwierig, kommst geflogen und gebannt», καμιά απόσταση δε σε βαραίνει, πετώντας έρχεσαι, μαγεμένη· κι όσο μονάχα φως ζητάς με λαχτάρα, μόνη σου καίγεσαι στης φωτιάς την αντάρα.
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 21
3
σως –μια απλή εικασία, βέβαια– στην πυρά της αποθήκης του είχαν καταλήξει να καούν, μάταια κρυμμένα καλά ποιος ξέρει πού, και τα πρόχειρα σημειωματάρια που τόσο αναστάτωναν τους κληρονόμους του, κι όχι μόνο εκείνους, τα οποία περιέργως ήταν τα μόνα, ανάμεσα στα αναρίθμητα σημειωματάριά του, που είχαν εξαφανιστεί· εκείνα τα χαρτιά όπου λεγόταν πως είχε σημειώσει τις επιγραφές που είχαν χαράξει στους τοίχους και τους καμπινέδες της φυλακής τους οι κρατούμενοι που έμελλε να θανατωθούν και αυτοί σε μια πυρά, στους φούρνους του ναζιστικού κρεματορίου της Ριζιέρα, του μοναδικού στην Ιταλία, και μάλιστα εδώ, στην Τεργέστη. Πάνω στους τοίχους και στα ονόματα που υποθέτουμε πως ήταν γραμμένα σ’ εκείνους τους τοίχους, είχαν περάσει αργότερα, σε ήρεμα, ειρηνικά χρόνια, ένα χέρι ασβέστη. Μετά τον πόλεμο έρχεται η ειρήνη, κι αυτή με το λευκό χρώμα του τάφου και των τάφων που ασπρίστηκαν στην καρδιά. Εκείνος όμως, φαίνεται ότι προηγουμένως τις είχε δει και τις είχε αντιγράψει εκείνες τις επιγραφές, τουλάχιστον κάποιες απ’ αυτές· και τα ονόματα επίσης, έτσι ψιθυριζόταν, ονόματα χαμερπή και υψηλά ιστάμενα, δωσίλογων ή πάντως καλών φίλων των δημίων, χαραγμένα στους τοίχους των βρόμικων αποχωρητηρίων από τα θύματα στο κατώφλι του θανάτου, κι έπειτα σβησμένα απ’ τον ασβέστη –ασβέστη φρέσκο, λευκό, αθώο και καυτό πάνω στη ζωντανή σάρκα– και κατόπιν σβη-
21
Ι
22
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 22
σμένα ίσως γι’ άλλη μια φορά απ’ την πυρκαγιά στην αποθήκη του, από μια φωτιά καταστροφική που ξέπλενε όλες τις βρομιές και ξανάδινε μια ψεύτικη αθωότητα στο πιο φριχτό και διεφθαρμένο όνειδος, σε άθλιους προστατευμένους για πάντα αφού τα ονόματά τους τα είχε διαλύσει ο ασβέστης και τα είχε εξαφανίσει η στάχτη, κι έτσι δεν μπορούσαν πια να διαβαστούν από τους δικαστές των ανθρώπων, σαν εκείνον το δικαστή που είχε αναγκαστεί να κλείσει την έρευνα για τα εγκλήματα της Ριζιέρα παρουσιάζοντάς τα ως μη γενόμενα· δεν μπορούσαν να διαβαστούν ίσως ούτε από ανώτερους δικαστικούς, καθώς είχε αφαιρεθεί και από εκείνους κάθε αποδεικτικό στοιχείο, και σίγουρα δεν μπορούσαν να διαβαστούν από τα παιδιά των φυγόδικων φονιάδων, που αγνοούσαν ότι τα ονόματά τους είχαν κάποτε διαβρωθεί απ’ τον ασβέστη ή ζαρώσει απ’ τη φωτιά· περήφανα, ωστόσο, για τα αξιοσέβαστα ονόματα που έφεραν και για τους πατεράδες τους που τα έφεραν πριν από αυτούς, ακόμα κι όταν τα θύματα –τα οποία εκείνοι είχαν ίσως σπρώξει ή έστω και μόνο δει να πηγαίνουν σ’ έναν φριχτό θάνατο και των οποίων πάντως η μοίρα δεν είχε ταράξει την αδιαφορία τους– τα είχαν γράψει πάνω στους τοίχους. Ονόματα σβησμένα και επομένως τιμημένα για πάντα. Πάντως δεν ήταν κακό, σκεφτόταν η Λουίζα –κρίνοντας από το γράμμα στην εφημερίδα καθώς επίσης και απ’ τις δηλώσεις του αντιπροέδρου του Ιδρύματος, δόκτορα Πετσλ–, το ότι κάποιος μπορούσε να πιστεύει ή να φοβάται πως κάποια από εκείνα τα επικίνδυνα έγγραφα κυκλοφορούσαν ακόμα. Καλύτερα έτσι, timor Domini initium sapientiae, φόβος Κυρίου, αρχή σοφίας. Επιτέλους, μέσα στη γενική σιωπή που παρατάθηκε και μετά το τέλος του πολέμου, άρχιζαν να μιλούν, φέρνοντας πολλούς σε αμηχανία, για το όνειδος, για το παλιό εργοστάσιο ρυζιού στην Τεργέστη, όπου οι ναζί είχαν θανατώσει ή στείλει στο θάνατο κάμποσες χιλιάδες ανθρώπους. Και αυτό οφειλόταν εν μέρει και στο πείσμα εκείνου του ιδιότυπου ανθρώπου
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 23
23
και των μανιωδών ερευνών του, που όμως σ’ εκείνη την περίπτωση εμπνέονταν από το μένος του προφήτη ο οποίος, οργισμένος με τον ποταπό λαό του, λαχταράει να φέρει το όνειδος γυμνό στο φως. Ο δόκτωρ Πετσλ, απαντώντας σε μία από τις πολλές παρεμβάσεις στην Corriere Adriatico, είχε γράψει για παράδειγμα πως «ίσως να μην είναι πρέπον να δώσουμε πληροφορίες σχετικά με τα ημερολόγια, προτού αυτά, ή ό,τι ενδεχομένως έχει απομείνει από αυτά, καταγραφούν και ταξινομηθούν, και προτού αξιολογηθεί η πιθανή αναγκαιότητα της αποκάλυψης ορισμένων αποσπασμάτων με ευαίσθητο περιεχόμενο, ίσως να είναι ακόμα πάρα πολύ νωρίς...». Πάρα πολύ νωρίς για ποιον; Μάλλον πάρα πολύ αργά· τουλάχιστον για εκείνον, που πέρασε πια σε μια καλύτερη ζωή –πράγμα όχι δύσκολο, δεδομένου του τρόπου που είχε ζήσει, αν και γι’ αυτόν ίσως αντίθετα...–, πάρα πολύ αργά ούτως ή άλλως, για όσους όλα εκείνα τα χρόνια είχαν βρει χρόνο να ξεπλύνουν τα χέρια τους που είχαν λερωθεί με αίμα ή με τη βρομιά κάποιων άλλων χεριών ακόμα πιο λερωμένων με αίμα, τα οποία κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής είχαν σφίξει πολλές φορές τόσο εγκάρδια. Πάρα πολύ αργά, επίσης, γιατί έπειτα από τόσα χρόνια και εκείνοι, που τα ονόματά τους είχαν σκεπαστεί με ασβέστη στους τοίχους της Ριζιέρα ή καεί εκείνη τη νύχτα μες στην αποθήκη, είχαν πάει στον άλλο κόσμο, τουλάχιστον πολλοί απ’ αυτούς· δεν πρέπει να ήταν παιδιά ούτε τότε, τους τελευταίους μήνες του πολέμου, και επομένως τώρα την ποινή του θανάτου πιθανότατα την είχαν ήδη υποστεί, είτε ήταν ένοχοι είτε αθώοι. Η ποινή, τουλάχιστον η θανατική ποινή, είναι ίδια για όλους.
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 24
4
ρώτα πρώτα, στο Μουσείο μπορούσαν να στήσουν, αρχίζοντας ίσως ακριβώς από τους στάβλους του παλιού ιπποδρόμου, έναν τοίχο ταπετσαρισμένο όλο με λευκά χαρτιά, για να φαίνεται τουλάχιστον πως υπήρχε κάτι που έλειπε, ή μάλλον πως έλειπε το πιο σημαντικό πράγμα..., κι αμέσως μετά, για να τονιστεί η αντίθεση και να υπογραμμιστεί ακόμα περισσότερο η ανησυχητική απουσία εκείνων των σημειώσεων, να εκθέσουν όλα τα έγγραφα και τα αναρίθμητα αντικείμενα, ακόμα και τα ασήμαντα, τα οποία εκείνος είχε αρχίσει να συγκεντρώνει και να φυλάει από την ηλικία των οχτώ χρόνων, σελίδες σκισμένες από τετράδια, χαρτοπετσέτες, χρησιμοποιημένους φακέλους – έναν με παραλήπτη τον πατέρα του, κενό, μόνο με το όνομα του αποστολέα τυπωμένο στο πίσω μέρος, Import-Export Tergeste. Κι ένα χαρτάκι μουντζουρωμένο: «Σήμερα ρώτησα τον πατέρα μου: “Μπαμπά, ποιος είναι Εγώ;” “Είσαι εσύ”, μου απάντησε. Μου κακοφάνηκε». Η Λουίζα αναρωτιόταν αν μπορούσαν να ξεκινήσουν από αυτό το εύρημα, ίσως γιατί θυμόταν πως εκείνη τη φορά, μαζί της, αφού απήγγειλε το τετράστιχο του Γκαίτε για την πεταλούδα που ρίχνεται στη φωτιά, εκείνος είχε προσθέσει: «Το μόνο πράγμα που δε μου κάθεται, σ’ αυτό το υπέροχο λυρικό κομμάτι –αποστηθίστε το, αξιότιμη κυρία, τα ποιήματα αποστηθίζονται, τα γνήσια· εκείνα που δεν καταφέρνει κανείς ν’ αποστηθίσει δεν είναι γνήσια ποιήματα–, το μόνο πράγμα που δε
24
Π
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 25
25
μου κάθεται είναι αυτό το “εσύ” που πρώτα αποδίδεται στην πεταλούδα και μετά, στο τέλος, στον ίδιο τον αναγνώστη. Πώς τολμάει, ποιος νομίζει πως είναι; Όσον αφορά εμένα, δεν είμαι ούτε με τον εαυτό μου τόσο εξοικειωμένος ώστε να του απευθύνομαι στον ενικό. Σιγά μην μπορούσα να πω και “Εγώ”. Με ακούσατε ποτέ να λέω αυτή τη λέξη; Πραγματικά απρεπέστατη. Και προς μία κυρία, ειδικά... Γι’ αυτόν όμως, κανένα πρόβλημα. Δεν έχει σχέση μ’ αυτό που κάνουμε εμείς, είναι ο οποιοσδήποτε, μπορεί να είναι για παράδειγμα ο εφημεριδοπώλης στο περίπτερο στη λεωφόρο· αυτός πουλάει εφημερίδες, τίποτα το ανησυχητικό, δε μας αφορά δα και τόσο. Όμως ειδικά ο πόλεμος, που είναι σοβαρή υπόθεση, πρέπει να έχει τη λιγότερη κατά το δυνατόν σχέση με το Εγώ, μ’ αυτό τον αλαζονικό ανυπόταχτο και λιποτάχτη στο πεδίο της μάχης. Οι δάσκαλοι της τέχνης του πολέμου δε λένε ποτέ “Εγώ”, αρχίζοντας από τον πρώτο και μεγαλύτερο, τον Σουν-τζου, που ίσως να είναι ο Σουν-γου ή άλλοι ή και κανένας, ένας απροσδιόριστος μέγας Δάσκαλος, φωνή πολλών Δασκάλων, ο οποίος όντως αρχίζει πάντα την ομιλία του με τις λέξεις “Ο Δάσκαλος Σουν είπε...”. »Ας προσφωνούμε λοιπόν σε τρίτο πρόσωπο, ακόμα κι όταν μιλάμε με τον εαυτό μας, σας παρακαλώ. Στην ουσία, είναι σχεδόν σαν να μιλάμε στον πληθυντικό ευγενείας, όπως κάνουν όλοι... Το εσύ θα υπάρξει όταν αντιληφθούν ότι έχει εξαλειφθεί ο θάνατος, la morte, Amor-Te».
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 26
5
Λουίζα δεν είχε ακόμα αποφασίσει τι θα έκανε με τα διάφορα ευρήματα – επιστολές, δικές της ή των συγγενών της ή γνωστών, σκόρπιες σημειώσεις, ημερολόγια από την εφηβεία ή από τους τελευταίους μήνες, κάπου κάπου φέιγ βολάν μουντζουρωμένα μόνο με μια-δυο λέξεις, μ’ έναν γραφικό χαρακτήρα δυσανάγνωστο, τον οποίο εκείνη μόλις άρχιζε να αποκρυπτογραφεί, και ήταν απαραίτητο να τα ξαναγράψει, για να τα κάνει προσιτά στους επισκέπτες, άλλα εκτεθειμένα σε γυάλινες προθήκες, άλλα οπτικοποιημένα σε ψηφιακή οθόνη. Με τα αντικείμενα –κανόνια, καμιόνια, δόρατα ιθαγενών της Αφρικής– ήταν πιο εύκολο, και η απλή παρουσία τους, ζοφερή και σκουριασμένη, ήταν από μόνη της εύγλωττη, όπως και η ζωή (και πιο συχνά το τέλος της ζωής) όποιου είχε χειριστεί, χρησιμοποιήσει το ένα φλογοβόλο ή το άλλο πολυβόλο, όποιου είχε κοιμηθεί στην καμπίνα εκείνου του τεθωρακισμένου ή είχε σκάσει μύτη από τον πυργίσκο, συχνά στερνή του πράξη. Να θυμάται, να εξιστορεί ζωές και θανάτους –παρότι εκείνος δε θα την ήθελε αυτή τη λέξη– συνδεδεμένους με το ανεμόπτερο το οποίο είχε καταρριφθεί πετώντας, με το ντουφέκι που κάποιος το είχε ζαλωθεί ή το είχε παρατήσει καταγής. Ήταν ίσως η πιο εύκολη πλευρά της δουλειάς της· να διαλέξει το κομμάτι ή τα κομμάτια για κάθε αίθουσα, ν’ αποφασίσει ποια να εκθέσει στη φυσική τους μορφή και ποια πάλι –καθώς, λόγω του μεγάλου αριθμού τους, πρακτικά δεν υπήρχε χώρος για ό-
26
Η
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 27
27
λα– να εμφανίζει στις οθόνες μ’ ένα απλό κλικ. Εύκολο, να πατάς ένα πλήκτρο, αλλά να προετοιμάσεις έναν κόσμο όπου εκείνο το πλήκτρο θα λειτουργεί σαν το καλό λυχνάρι του Αλαντίν... κι έπειτα να κάνεις την περιγραφή, να αναπαραστήσεις την περιπέτεια του πιλότου που είχε πετάξει με τούτο το αεροπλάνο ή είχε σημαδέψει μ’ εκείνο το κανόνι. Πώς όμως να συστηματοποιήσει τα ευρήματα, τις ασύνδετες σημειώσεις, τις επιστολές ή τα σκόρπια κομμάτια τους... Για παράδειγμα, την επιστολή που της απευθυνόταν προσωπικά από μια συγγένισσά της, την εξαδέλφη Ίνες, κάτοικο Ούντινε. «Αυτός κατέγραφε πάντα τα πάντα, άλλο δεν έκανε από το να κρατάει σημειώσεις· είναι το μόνο πράγμα που έκανε σ’ όλη του τη ζωή... Την τελευταία φορά που τον είδα, τέσσερις μέρες προτού πεθάνει, είχε έρθει να με βρει στο Ούντινε. Στο τραπέζι το μεσημέρι, έβγαζε κάθε τόσο από το χαρτοφύλακα μια στοίβα σκόρπια χαρτιά και κάμποσα σημειωματάρια, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως τα είχε ακόμα, κι έπειτα τα ξανάβαζε όλα στο χαρτοφύλακα. Μισή ώρα αφότου έφυγε, για να επιστρέψει στην Τεργέστη, ξαναγύρισε, ταραγμένος, άρχισε να ψάχνει λίγο-πολύ παντού, κάτω από το τραπέζι, στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, όπου είχε ξαπλώσει λίγο να ξεκουραστεί. Είχε ξεχάσει το χαρτοφύλακα, δεν ησύχασε ώσπου τον βρήκε· επειδή τον ανοιγόκλεινε αδιάκοπα και νευρικά, τον ακουμπούσε μια από δω μια από κει και είχε καταλήξει κάτω από τον καναπέ. Είναι σημαντικός, έλεγε, είναι πολύ σημαντικός... βέβαια, όλα είναι σημαντικά, η παραμικρή λεπτομέρεια... οι λεπτομέρειες, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές, οι... Μιλούσε σχεδόν από μέσα του κι έφυγε βιαστικά... Έπειτα δεν τον ξανάδα, γιατί, τέσσερις μέρες αργότερα...»
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 28
6
28
α
κάηκαν, άραγε, εκείνη τη νύχτα και τα πρόχειρα κατάστιχα; Να κάηκαν κυρίως εκείνα τα κατάστιχα, να μπήκε η φωτιά μόνο και μόνο για να καούν εκείνα τα διαλυμένα σημειωματάρια κι ό,τι ήταν γραμμένο μέσα εκεί... Αν μία φορά, λένε, ένας ιδαλγός αγόρασε έναν πύργο μόνο και μόνο επειδή η κυρά του λαχταρούσε ένα τριαντάφυλλο που άνθιζε στο περβάζι ενός μικρού παράθυρου εκείνου του πύργου, κάποιος μπορεί να πυρπόλησε μια συνοικία για να καταστρέψει ένα πάκο χαρτιά, κι αν βέβαια κάηκε κι ο άνθρωπος που τα είχε μαζί του, ε, κρίμα, είναι μια παράπλευρη απώλεια. Αν όμως εκείνα τα χαρτιά υπήρχαν ακόμα κάπου, σκοροφαγωμένα και μουχλιασμένα, μετά από τόσα χρόνια...; Ίσως, ποιος ξέρει, να μπορούσαν να διαβαστούν ακόμα. Η Λουίζα απόδιωξε εκνευρισμένη εκείνη τη φαντασίωση. Βρισκόταν εκεί για να δουλέψει, όχι για να παρασύρεται από εικασίες και υποθέσεις, από σύννεφα καπνού που δε σχηματίζουν καμία μορφή. Άναψε τσιγάρο και ξανακάθισε στον υπολογιστή. Ο καπνός, ανεβαίνοντας, διέσχισε την κωνική φωτεινή δέσμη της λάμπας, προέβαλε στον τοίχο τη σκιά μιας πυκνής κόμης που απλωνόταν ανάλαφρη στο κιτρινοκόκκινο φως, καλοκαιρινή πνοή κόντρα στην ώχρα του τοίχου. Εκείνα τα καλοκαίρια, κοριτσάκι, στη θάλασσα, αυτή κι ο πατέρας της, μόνο οι δυο τους· πολύ σύντομα κατάλαβε γιατί η μητέρα της δεν είχε θελήσει ποτέ να έρθει μαζί τους στη θάλασσα. Κα-
Ν
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 29
29
λοκαίρια με θάλασσα και ήλιο, ανέκαθεν ψάρια καταβροχθίζουν άλλα ψάρια, και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που πάνω απ’ τη θάλασσα της Τεργέστης πλανιόταν και σκορπιζόταν ένας δύσοσμος καπνός από καμένη σάρκα, ο οποίος ερχόταν απ’ την πόλη, όμως το κοριτσάκι δεν το ξέρει, κανείς δεν το ξέρει, οι εκτυφλωτικές κι ευτυχισμένες αντανακλάσεις στη θάλασσα είναι ο πέπλος της Μάγια5 που κρύβει το αίμα, τον καπνό και κάθε οδύνη.
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 30
7
αι, μπορούσε να γίνει. Ένα βιογραφικό σημείωμα σε μια γυάλινη προθήκη αριστερά, αμέσως μετά την είσοδο στη δεύτερη αίθουσα, μαζί μ’ ένα σύντομο βίντεο, ένα κολάζ με δηλώσεις του –στο ραδιόφωνο, μια-δυο φορές και στην τηλεόραση– και με βιογραφικά διατυπωμένα από τον ίδιο, στις αιτήσεις χρηματοδότησης προς ποικίλους δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς. Αυστροϊσπανοβοημικής καταγωγής, έλεγε με στόμφο από την οθόνη, ενώ λίγο σάλιο ξέφευγε από τις γωνίες του στόματός του και ανακατευόταν με τις σταγόνες του μόνιμου κρύου ιδρώτα του, κι έπειτα χανόταν στις εξηγήσεις της σημασίας του όρου Βοημός, που δε θα πει Τσέχος, διευκρίνιζε, ή τουλάχιστον όχι αναγκαστικά, όχι πάντα· μπορεί να θέλει να πει και Γερμανός, Γερμανός εκ Βοημίας. Deutschböhme, Wir Deutschen aus Böhmen, εμείς οι Γερμανοί της Βοημίας. «Αυτή είναι η Αυτοκρατορία», εξηγούσε, «ο κόσμος, Όλος ο Κόσμος, AEIOU,6 Austriae est imperare orbi universo, Austria erit in orbe ultima, Η μοίρα της Αυστρίας είναι να κυβερνά όλο τον κόσμο, η Αυστρία θα είναι η τελευταία επιζήσασα, ο αυτοκρατορικός ήλιος δε δύει ποτέ· πάντα ανατέλλει σε κάποιο σημείο. Εδώ και χρόνια είμαστε, είμαι στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας, Αψβούργος της Ισπανίας, της Αυστρίας και της Βοημίας, οι ισπανικές γαλέρες σκίζουν τους ωκεανούς και το έφιππο ταχυδρομείο των Thurn und Taxis,7 αφεντάδων του Ντουίνο στην Αδριατική, μεταφέρει μια επιστολή από τη Βιέννη στη Μαδρί-
30
Ν
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 31
31
τη μέσα σε τρεις μέρες. Λείπει μια ολόκληρη γαλέρα, που βυθίστηκε με την Αήττητη Αρμάδα· το Μουσείο θα την έχει, πρέπει να την έχει, ένα ναυτικό οχυρό στον πάτο της θάλασσας – ακριβό και άχρηστο σαν όλα τα οχυρά, σαν τα ιπτάμενα οχυρά του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, που εξαπολύονταν για να ρίχνουν βόμβες που έσκαγαν πάνω στις πόλεις και να ανατινάζονται και τα ίδια στον αέρα, χτυπημένα, βόμβες κι αυτά...» Γεννημένος στην Γκραντίσκα –πριγκιπική κομητεία της Γκορίτσια και της Γκραντίσκα, απ’ όπου και ένας από τους τριάντα έξι επίσημους τίτλους του Φραγκίσκου Ιωσήφ– σ’ ένα παλατάκι κακοπαθημένο αλλά πάντα αντιπροσωπευτικό του ύστερου 15ου αιώνα, αγορασμένο από τον παππού Έγκον, το ναύαρχο. Έχοντας πράγματι βγει στη σύνταξη με αυτό τον τίτλο, αλλά έχοντας διακριθεί νεότατος ως σημαιοφόρος στη μάχη της Λίσα,8 όπου, καταπώς είναι γραμμένο στον τάφο του ναυάρχου Τέγκετχοφ στη Βιέννη –ο Τέγκετχοφ είχε παρατηρήσει την τόλμη του στις δαλματικές θάλασσες και τον είχε προτείνει για μια ελάσσονα τιμητική διάκριση–, κεφάλια σιδερένια στο πηδάλιο ξύλινων πλοίων νίκησαν κεφάλια ξύλινα στο πηδάλιο σιδερένιων πλοίων, με άλλα λόγια η kaiserliche Kriegsmarine, το αυστροουγγρικό πολεμικό ναυτικό, σχεδόν αποκλειστικά με ιστιοφόρα, κατέστρεψε τον ιταλικό στόλο, που ήδη ήταν θωρακισμένος και μηχανοκίνητος. Ενδοοικογενειακοί καβγάδες, δεδομένου ότι τα «σιδερένια» κεφάλια ήταν Ιταλοί ναυτικοί απ’ τη Βενετία ή το Λουσίνο και τα «ξύλινα» Ιταλοί ναυτικοί από τη Γένοβα ή την Ανκόνα. Στο σπίτι, γράφει, όταν ήταν μικρός, συνήθιζαν ν’ αφήνουν τα παιδιά να παίζουν τη ναυμαχία της Λίσα κι αυτός, που έπαιζε μανιωδώς όλη μέρα, διατεινόταν ότι εκείνα τα παιχνίδια –οι βαρκούλες που βυθίζονταν στη μικρή λίμνη του κήπου, τα στρατιωτάκια από πεπιεσμένο χαρτί που μούλιαζαν και διαλύονταν στο νερό– τον είχαν κάνει να δει ξεκάθαρα την αναγκαιότητα να εξαλειφθεί για πάντα ο πόλεμος.
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 32
8
32
ε
θα χρειαστεί να δοθεί υπερβολικά πολύ βάρος ή υπερβολικά πολύς χώρος για τη βιογραφία του συγγραφέα, έλεγε το χειρόγραφο σημείωμά του που της το παρέδωσε ο ίδιος προσωπικά εκείνη την εποχή. Θα έπρεπε να γράψω με συνέπεια και καταπώς πρέπει –εξακολουθούσε το σημείωμα– τη βιογραφία σας, ή ίσως καλύτερα τη δική τους. Όποιος βοηθήσει στην οργάνωση του Μουσείου και αυτών των εγγράφων θα πρέπει να τα αναδιοργανώσει, εν μέρει να τα ξαναγράψει για να τα κάνει πιο σαφή, το αντιλαμβάνομαι αυτό, και επομένως τα χαρτιά που εξηγούν και επαινούν το έργο μου θα είναι και, ή μάλλον κυρίως, δικά του. Η τέχνη του πολέμου έχει δημιουργούς, όχι ένα δημιουργό. Αν και, χωρίς να θέλω να είμαι αλαζόνας, πιστεύω πως – αλλά δεν έχει σημασία. Εξακολουθώ να χρησιμοποιώ αυτές τις συμβατικές μορφές της γραμματικής και τους άνευ νοήματος χρόνους, τον ενεστώτα που μόλις δημιουργείται παύει να υπάρχει και επομένως δεν είναι, και το μέλλοντα που δεν υπάρχει ποτέ· ζητώ συγγνώμη, αλλά δε θέλω να φέρω κανέναν σε δύσκολη θέση κι ακόμα λιγότερο εσάς, αξιότιμη κυρία Μπρουκς, εσάς που μου φαίνεται πως έχετε αντιληφθεί τι σημαίνει να εργάζεται κανείς για το Μουσείο. Όταν βρίσκεσαι στο μεταλλάκτη, οι γραμματικοί χρόνοι δεν υπάρχουν πια, είναι στην καλύτερη περίπτωση ρηματικά τρικ, που παρεμβάλλονται για παραγέμισμα, πιο πολύ για να πάρει κανείς ανάσα όταν δεν ξέρει τι να πει. Εν αρχή ην το Ρήμα, εδώ
Δ
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 33
33
όμως δεν υπάρχει αρχή, επομένως ούτε Ρήμα. Αυτές τις πληροφορίες για την παιδική ηλικία, για παράδειγμα, τις βάζουμε –τις βάλαμε, θα τις βάλουμε, βάλτε τες εσείς, αγαπητή κυρία Μπρουκς– σκόρπιες εδώ κι εκεί. Για τον πρόσθετο λόγο ότι μετρούν λίγο. Στο Μουσείο πρέπει να μετρούν τα πράγματα, αντικείμενα, ελικόπτερα, φαρέτρες, πολυβόλα, τα οποία επίσης αγνοούν τους ρηματικούς χρόνους· εκείνος –δηλαδή εγώ– καταλαβαίνω ότι μπορεί να προκαλέσει συμπάθεια, και μάλιστα το χαίρομαι, αλλά η δική μου γνώμη δε μετράει. Και μάλιστα, κυρία Μπρουκς, το ξανασκέφτηκα. Σας παρακαλώ, όταν είναι πραγματικά αναγκαίο να χρησιμοποιήσετε ένα ρηματικό πρόσωπο, δεδομένου ότι δεν είστε ακόμα μέσα στο μεταλλάκτη, χρησιμοποιήστε πάντα και χωρίς δισταγμό το πρώτο ενικό πρόσωπο. Ξέρω ότι δεν ενδείκνυται, σας το ξαναείπα αυτό, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις –τουλάχιστον προσωρινά, αργότερα θα είναι αλλιώς– δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Όταν λέω ότι από παιδί εξακολουθώ να ρίχνω με το μικρό ξύλινο κανόνι μου, εσείς μεταγράψτε τη φράση μου κατά γράμμα, χωρίς να ανησυχείτε μήπως κάποιος δεν καταλάβει ποιος πυροβόλησε ή ποιος πυροβολεί τώρα. Όλα τα παιδιά λένε «εγώ» όταν μιλούν για τα παιχνίδια τους, ή πιο σωστά όλα λένε «εγώ» όταν μιλούν. «Εγώ» είναι ο καθένας, είναι η πιο γενική και πιο απρόσωπη αντωνυμία, δε χρησιμεύει στο να χαρακτηρίσει κανέναν. Γι’ αυτό μπορεί κανείς να το χρησιμοποιεί χωρίς αιδώ. Εξάλλου φαντάζομαι –βλέποντας τις διορθώσεις, τις μουντζούρες και τα σβησίματα που καθιστούν, το γνωρίζω αυτό, σχεδόν ολότελα δυσανάγνωστα τα χαρτιά μου– ότι εσείς θα τα αντιγράψετε, θα τα μεταγράψετε, θα τα γράψετε τέλος πάντων και επομένως εσείς θα είστε, είστε αυτή που τα γράφει, είναι δικά σας.
2 – Υπόθεση αρχείου
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 34
9
πό παιδάκι μου άρεσε να ρίχνω με το μικρό ξύλινο κανόνι. Ωραίες μάχες, στη λιμνούλα του κήπου. Είναι ωραίο να σημαδεύεις, να πετυχαίνεις, ακόμα πιο ωραίο να ρίχνεις μες στο νερό. Πλοία και άνθρωποι πάνε φούντο, εξαφανίζονται· δε φαίνεται πια τίποτα, μόνο τα μαγευτικά νερά, ένα μεγάλο φέρετρο κι αυτά, μια βολή ακόμα, μετά πάμε σπίτι, αυτή θα είναι η τελευταία μάχη, ο τελευταίος πόλεμος, κι έπειτα φτάνει, αυτόν εδώ όμως να τον τελειώσουμε. Βέβαια, ο πόλεμος, η χαρά της καταστροφής, πρέπει να κοπεί απ’ τη ρίζα· να κοπεί το χέρι που σφίγγει τη λαβή του σπαθιού ή που πυροβολεί με το κανόνι, έπειτα θα το μαζέψουμε και θα το βάλουμε σε μια προθήκη στο Μουσείο. Υπάρχει ήδη ένα, ο σκελετός του χεριού ενός ουλάνου9 που σφίγγει το σπαθί του υπασπιστή των αξιωματικών από το 3ο τάγμα, ένα ωραίο, ξεραμένο χέρι, ένα ωραίο φθινοπωρινό φύλλο. Και ο Λεονάρντο10 –συνέχιζε η σημείωση–, του οποίου η προτομή κοσμούσε το προαύλιο του μικρού ανακτόρου στην Γκραντίσκα, γιατί δεν είχε περιοριστεί να ζωγραφίζει τα βουνά που ήταν γαλάζια λόγω της πυκνότητας του αέρα, παρά είχε σχεδιάσει για την Γκραντίσκα εκείνους τους περίπλοκους μηχανισμούς για να την προστατέψει από τους Τούρκους; Περίπλοκα κλουβιά από ξύλο και σίδερο καμουφλαρισμένα κάτω από το νερό και στον πάτο του Ιζόντσο, έτσι ώστε, όταν οι Τούρκοι, πεζικάριοι και ιππείς, διάβαιναν τον ποταμό, εκείνα τα θεόρατα δόκανα θα άνοιγαν για να
34
Α
τους παγιδέψουν, άντρες και άλογα και πόδια που χτυπούσαν ανυπόμονα ανάμεσα σε λεπίδες και λουριά, το μεγάλο κουτί αναδύεται από το ρεύμα σαν δαγκάνα, τεράστιο παιχνίδι που περιέχει ζωντανά θηράματα, ζώα που χτυπιούνται στα κάγκελα. Ο Ιζόντσο έχει το πιο όμορφο χρώμα του κόσμου, σμαραγδί, κοκκινισμένο από το αίμα που κυλάει από εκείνο το κλουβί κι από πολύ περισσότερο αίμα πολλά χρόνια αργότερα· στο μεταξύ από την πόλη είναι εύκολο να τοξεύεις εκείνα τα παγιδευμένα σώματα. Άξιος ο Λεονάρντο, το χαμόγελο της Τζοκόντα στην υπηρεσία του θανάτου, ανείπωτη γαλήνη του σκοτωμού και της επιθυμίας για σκοτωμό. Κι εγώ, σκεφτόταν η Λουίζα, μεταγράφοντας και οργανώνοντας εκείνη τη σελίδα, όταν πηγαίνω για ψάρεμα κάνω το ίδιο, στο ποτάμι ή στην κοντινή θάλασσα, δεν έχει μεγάλη σημασία, ο ουρανός που φωτίζεται από τον ήλιο κι από τις αντανακλάσεις στο νερό είναι ένα φως ευτυχίας, ένα πλατύ χαμόγελο. Το ψάρι τσιμπάει, το αγκίστρι τού σκίζει το λαρύγγι, ο ψαράς χαμογελάει κατευχαριστημένος. Κατά βάθος, αυτός είχε δίκιο, η ζωή είναι πόλεμος, οι σημειώσεις το λένε καθαρά. «Το μόνο ζήτημα είναι να τα μεταφέρουμε όλα σ’ ένα Μουσείο, όπου δεν υπάρχει πια πόλεμος, γιατί δεν υπάρχει πια ζωή. Επιστήμονας ήδη από τα πέντε μου χρόνια και εφευρέτης στα εννιά, στα δεκάξι εμπνεύστηκα και σχεδίασα, συγκεκριμένα, όπλα φανταστικά και τρομερά, όμως αποφάσισα ότι εκείνα τα μοντέλα θα τα έκανα γνωστά όταν δεν θα υπήρχαν πια πόλεμοι στον κόσμο και τα όπλα εκείνα θα ήταν πια ακίνδυνα και άχρηστα. Πρέπει να στερήσουμε από τη ζωή –από όλη τη ζωή, από όλα τα πράγματα– τη χρησιμότητά τους, τη δυνατότητα χρήσης τους. Η αξία χρήσης είναι πάντα, με κάποιον τρόπο, η αξία του φονικού. Να σπάσουμε τη μύτη της λόγχης, να σκουριάσουμε τα ντουφέκια, να στομώσουμε τις λεπίδες, έτσι ώστε η ζωή, η τόσο ακονισμένη πάντα, να μην κόβει πια».
35
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 35
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 36
10
α ήταν καλύτερα να μη δώσει αμέσως το βιογραφικό σημείωμα, ολόκληρο και πλήρες, αλλά να το σπάσει σε διαδοχικά μέρη στις διάφορες αίθουσες του Μουσείου: παιδικά χρόνια, εφηβεία, πόλεμος, μεταπολεμική περίοδος και θάνατος. Παρότι εκείνος δεν πίστευε σ’ αυτόν τον τελευταίο, τον θεωρούσε ένα λογικό-γλωσσολογικό σφάλμα, όπως προέκυπτε από το DUD του. Ή να μπει κατευθείαν in medias res, στην τεχνική του «εγκιβωτισμού», όπως αρμόζει σ’ ένα έπος, όπου, αν όλα πάνε καλά, την αρχή τη μαθαίνει κανείς μόλις στα μισά, όταν πλησιάζει προς το τέλος. Όπως εξάλλου και στη ζωή κι όχι μόνο όταν μαθαίνεις κάποια στιγμή τυχαία, πολλά χρόνια αργότερα, αυτό που, για παράδειγμα, σου σκάρωσε ο άντρας σου. Αυτό θα μπορούσε και να μη συμβεί καν, αν, για παράδειγμα, αυτός δεν έχει σκαρώσει τίποτα ή σου το είπε αμέσως, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο, πράγμα που ενδεχομένως είναι ακόμα χειρότερο. Όμως, για τον εαυτό σου όλα τα μαθαίνεις κατόπιν εορτής· για το πώς ήσουν μικρή, μια εποχή που δεν μπορείς να τη θυμάσαι· για το πώς γνωρίστηκαν οι γονείς σου, για το πώς γκρεμίστηκε το γκέτο, όταν δεν είχαν ακόμα γεννηθεί ούτε οι παππούδες σου ίσως ούτε και οι προπάπποι σου. Και το Μουσείο επίσης πρέπει να είναι ένα σύμφυρμα του πριν και του μετά, όπως τα πράγματα που εκθέτει και που εξιστορεί. Όμως θα ήταν ωραίο να μπορείς να ξεκινήσεις από την αρχή, όπως με την
36
Θ
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 37
37
Τορά. Στην αρχή, ο Θεός δημιούργησε τον Ουρανό και τη Γη. Στην αρχή ή τουλάχιστον περίπου, επειδή καταπώς φαίνεται προϋπήρχαν το Tohu και το Bohu,11 το Χάος και το Κενό, αυτά δε λείπουν ποτέ και σ’ εμποδίζουν ν’ αρχίσεις στ’ αλήθεια οποιοδήποτε πράγμα και οποιαδήποτε ιστορία. Όμως μ’ εκείνον, για παράδειγμα, μπορούσες ν’ αρχίσεις, έστω και κόντρα στο θέλημά του, αν όχι με τη γέννηση –ή, με πιο αυστηρούς όρους, εννιά μήνες νωρίτερα, όταν αρχίζει επισήμως η ιστορία του–, τουλάχιστον με την παιδική του ηλικία, την εφηβεία, για την οποία μιλούν, έστω και βεβιασμένα και με κομμένη την ανάσα, τα σημειωματάριά του.
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 38
11
α στρατιωτάκια ήταν αυτά που μ’ έκαναν να καταλάβω ότι έπρεπε να εξαλειφθεί ο πόλεμος κι ότι ο μοναδικός τρόπος να το πετύχω είναι να παίζω πόλεμο. Να παίζω για να μην κάνω πόλεμο· στρατιωτάκια εναντίον στρατιωτών. Τα πιο ωραία τα πουλούσε ο σιορ Πόπελ, όταν είχαμε ήδη μετακομίσει στην Τεργέστη. Μια διμοιρία από μαυροντυμένους Πρώσους ουσάρους, με τα σιρίτια τους· μια άψογη δουλειά, τέλειες πόρπες, χρυσές πάνω στους μαύρους επενδύτες, καλπάκια και σπαθιά σχολαστικά πανομοιότυπα με τα αληθινά. Ίσως να μου τα είχε χαρίσει ο ίδιος, μια φορά που είχαμε μπει στο μαγαζί του, δε θυμάμαι καλά. Η μαμά έκανε πολλά δώρα στον πατέρα μου, αλλά λίγα σ’ εμένα. Αντίθετα ο σιορ Πόπελ έκανε δώρα σε όλους. Τι με πέρασες; Ο Πόπελ είμαι; έλεγαν στην Τεργέστη όταν κάποιος ζητούσε κάτι αδύνατο. La Rena xe iluminada / sior Popel / sior Popel passava / e i muli, i muli zigava: / no gavemo, sior Popel, paiòn, Σαν περνάει ο σιορ Πόπελ απ’ τη συνοικία της Ρένα / τα παιδάκια τού φωνάζουν και ζητούν ένα δωράκι / για δεν έχουν να πληρώσουν τα καημένα. Ο Σιορ Πόπελ έδινε ό,τι μπορούσε σε όλους. Όταν περνούσε απ’ τη Ρένα, με άλλα λόγια απ’ τη συνοικία της Παλιάς Πόλης, με τη μακριά λευκή γενειάδα του, σ’ εμάς τα παιδιά χάριζε φρούτα και γλυκά. Και παιχνίδια στο μαγαζί του, όπου η γυναίκα του, πάντα μ’ ένα καπέλο στο κεφάλι, πουλούσε ακόμα και νήματα για κέντημα. Το μαγαζί του ήταν στο Κόρσο, ε-
38
Τ
κείνος όμως ερχόταν στην Παλιά Πόλη, κυρίως για να φέρει κάτι στα μικρά παιδιά που νοσηλεύονταν στο Πτωχοκομείο και να προσφέρει ένα γεύμα σε όποιον πεινούσε στο συσσίτιο της οδού Ντελ Τριόνφο. Σ’ εμένα μια φορά έδωσε ένα τόξο: «Είναι των Ινδιάνων», μου είπε, «εκείνων που ζουν στα δάση του Αμαζονίου, όπου απ’ τη ζέστη, την ομίχλη και την υγρασία είναι πάντα νύχτα». Γιατί να μην είναι πατέρας μου ή έστω παππούς μου; «Να τρως καλά και να δίνεις να τρων καλά κι οι άλλοι» έλεγε στα τριεστίνικα. «Κακό να μην κάνεις, φόβο να μην έχεις». Το μαγαζί του – ένα θέατρο, ένας κόσμος. Στρατιωτάκια, πάνινοι ελέφαντες, κούκλες γελαστές ή σοβαρές, αεροβόλα, ζωστήρες, σπαθιά ξύλινα ή καουτσουκένια, κανόνια που έριχναν πάνινες μπάλες χοντρές σαν αυγά, χωρίς να σου προξενούν πόνο. Εκεί τα όπλα ήταν καλά, λειασμένα, γυαλιστερά. Να παίζεις πόλεμο για να μην κάνεις πόλεμο... κι όμως μετά – κι εκείνη η κούκλα... Τα μάτια της, θυμάμαι τα μάτια της. Δεν ήταν τα συνηθισμένα υγρά γαλανά μάτια, που πάνω τους κλείνουν τα ρόδινα βλέφαρα. Μάτια κιτρινοπράσινα από γυαλί, σαν βαλσαμωμένης κουκουβάγιας. Γατίσια μάτια. Άναβαν, όταν έπεφτε πάνω τους φως, έλαμπαν αινιγματικά και σκληρά στο σκοτάδι. Μου την είχε χαρίσει η μαμά μου, εκείνη πάντα μου χάριζε κοριτσίστικα παιχνίδια, μου είχε αφήσει και τα μαλλιά μου μακριά· έχουμε μια φωτογραφία όπου δεν ξεχωρίζεις ποιος είμαι εγώ και ποια είναι η εξαδέλφη μου. Μου άρεσε να τη νανουρίζω μπροστά σ’ ένα φως, εκείνη την κούκλα· τα μάτια της, κοιτάζοντας ψηλά, έλαμπαν σαν χρυσά κέρματα στη φωτιά κι όταν της χαμήλωνα το κεφάλι έσβηναν κι εξαφανίζονταν θολά στο σκοτάδι. Μου άρεσε να βάζω την κούκλα στη μέση και τους μαύρους ουσάρους ολόγυρά της. Για να την προστατεύουν, να της δείχνουν σεβασμό, να την υπακούνε. Εκείνη, πολύ πιο μεγάλη από αυτούς, μια μάνα που μπορεί να σε πάρει αγκαλιά μαζί μ’ όλο σου τον οπλισμό ή ακόμα και να
39
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 39
40
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 40
σε κρύψει στην κοιλιά της και να σε εμφανίσει όποτε θέλει εκείνη, ή ακόμα και να σ’ τις βρέξει στον πισινό. Όμως η κούκλα δεν το έκανε ποτέ, παρόλο που είχε κάτι μεγάλα στρουμπουλά χέρια. Ήταν καλή, με καλοσυνάτα γλυκά χρυσοπράσινα μάτια, και μου άρεσε να την υπακούω μαζί με τους μικρούς ουσάρους. Στους στρατιώτες αρέσει να υπακούνε, αυτή είναι η δουλειά τους. Κάθε τόσο έπαιρνα το διοικητή, ανώτερο αξιωματικό καταπώς φαινόταν από τα διακριτικά στις επωμίδες· τον έβαζα κάτω από το πόδι της, που ήταν ροδαλό, αλλά και λίγο μαυρισμένο και σκονισμένο, γιατί την έβαζα να περπατάει ξυπόλυτη πάνω στο νοτισμένο χώμα του μικρού κήπου, κι αυτός της φιλούσε την πατούσα, ποιος ξέρει αν οι μουστάκες του την τσιμπούσαν ή τη γαργαλούσαν, ίσως να της άρεσε, κι άρεσε και σ’ εμένα. Ο διοικητής στην πραγματικότητα ήμουν εγώ, εκείνος ο ουσάρος ήταν απλώς ο υποδιοικητής μου. Ένιωθα υπέροχα, καθισμένος κι εγώ καταγής, όπως κι εκείνη· μου άρεσε ακόμα και η αλαζονική της αδιαφορία. Όταν προσπαθούσα να λυγίσω και να γυρίσω το κεφάλι της προς το μέρος μου, εκείνη απέστρεφε το βλέμμα, τα μάτια κοίταζαν απότομα αλλού. Όμως καλά ήταν κι έτσι. Έπειτα, δεν ξέρω γιατί, τα πράγματα άλλαξαν. Εκείνους τους ξεμωραμένους ουσάρους, που ούτε καν συνειδητοποιούσαν τη δόξα και την ευδαιμονία να την υπηρετούν, αναγκάστηκα να τους βάλω με τις κλοτσιές να παρελάσουν, αλλά και μ’ εκείνη κάτι ράγισε. Δε μου έδινε πια σημασία, όταν την έπαιρνα αγκαλιά ή την έβαζα ανάμεσα στους στρατιώτες. Κοίταζε πάντα απ’ την άλλη· ας ήταν κι άκαρδη, μια δαγκωματιά από εκείνο το πάντα μισόκλειστο στόμα θα ήταν καλύτερη από ένα φιλί. Απλώς με αγνοούσε και τότε κι εγώ έστειλα τους ουσάρους στον πόλεμο, όπου είναι και η θέση τους εξάλλου, και τέρμα πια με τις κούκλες. Πώς όμως στην αρχή ήταν τόσο καλοί, και εκείνοι και αυτή; Ίσως οφειλόταν στον σιορ Πόπελ, σ’ εκείνο το μαγαζί όπου κάθε αντικείμενο ήταν ποτισμένο με καλοσύνη και τρυφερότητα.
Αν είχα εκείνο το μαγαζί, δε θα το ’χα ανάγκη το Μουσείο μου. Εκεί μπορούσες να μπαίνεις, να ψηλαφείς, ακόμα και να σημαδεύεις με σφαίρες από κουρέλια το μουσούδι ενός πάνινου αρκούδου που δε διαλυόταν, στον Πόπελ άρεσε να βάζει τα παιδιά να παίζουν. Στο μαγαζί του υπήρχαν τα πάντα· τα Χριστούγεννα έλατα με γυάλινες μπάλες από τη Νυρεμβέργη12 που αντανακλούσαν τα φώτα και τους ίσκιους και, κάτω από το δέντρο, μια μεγάλη φάτνη, μ’ ένα σωρό βοσκούς κι άλλους τόσους Μάγους – τρεις είναι λίγοι, έλεγε, κι έβαζε και κάνα-δυο Μαυριτανούς Γασπάρ καβάλα σε καμήλες. Έπειτα έπαιρνε τους μαύρους ουσάρους, άντε ας τους βάλουμε κι αυτούς, να μάθουν πώς να γίνουν καλοί και πως ο πόλεμος είναι ένα παιχνίδι, αλλιώς είναι μια ανοησία. Όταν καταγινόταν με το χριστουγεννιάτικο δέντρο, η πυκνή λευκή γενειάδα του μπερδευόταν ανάμεσα στα κλαδιά, χιόνι, καλό χιόνι, απαλό, ζεστό – θα μου άρεσε να κάθομαι κάτω από ένα χιόνι σαν εκείνο. Είχε τα πάντα και ήξερε να επιδιορθώνει όποιο παιχνίδι έσπαγε· ξανάστηνε ένα κεφάλι στη θέση του, κολλούσε ένα πόδι... Αν ήταν δυνατό να διορθωθεί εκείνη η κούκλα, όταν έσπασε – να ξαναβιδωθεί το ροδαλό μπρατσάκι που είχε ξεκολλήσει, να επιδιορθωθούν όμορφα εκείνα τα δυο γυάλινα κουμπιά στις κόχες των ματιών... ο σιορ Πόπελ σίγουρα θα ήταν ικανός να το κάνει, ήταν μάγος. Όμως χωρίς αυτόν... Τι νόμισες, μωρέ, Πόπελ είμαστε όλοι; Πάντα Χριστούγεννα ήταν, στο σπίτι εκείνου του καλού Γερμανού. Άγια Νύχτα, Stille Nacht, heilige Nacht – ακόμα κι ο Πόλντο, ο σκύλος μου, πηδούσε στην αγκαλιά μου, γλείφοντάς μου το πρόσωπο και κλείνοντας τα μάτια του με αγαλλίαση, και ο σιορ Πόπελ του έδινε ένα κομμάτι προσούτο που έκρυβε σ’ ένα ράφι στον τοίχο. Εγώ κοίταζα την κούκλα και τους μαύρους ουσάρους, όταν ήταν ακόμα εκεί. Καλύτερα να είχαν μείνει εκεί· ο σιορ Πόπελ με κοίταζε κι αυτός, κάποιες φορές λίγο χαμένος, όπως κι εγώ...
41
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 41
MAGRIS_ARXEIO DD_Layout 1 07/06/2017 1:18 ΜΜ Page 42
42
Είναι πολύ παράξενο που έφυγε, θα ’λεγε κανείς πως θα ’μενε εκεί για πάντα, σαν ένα δέντρο, σαν το δάσος από βάρκες που λικνίζονταν στη θάλασσα λίγο πιο κει. Oh, Rena Vecia, / i camini no fuma più! / Xe morto sior Popel, / paneti no ’l porta più!, Ρένα Βέτσια, δεν καπνίζουν πια τα τζάκια / πάει, πέθανε ο σιορ Πόπελ, / δε μας φέρνει κουλουράκια! Κι εκείνα τα δύο γυάλινα κουμπιά, στο πρόσωπο της κούκλας, ήταν πια σβησμένα και θολά στο μισοσκόταδο του σπιτιού. Ώρες ώρες μου φαίνονταν άδεια, όπως αργότερα τα μάτια της βαλσαμωμένης γάτας στα υπόγεια της Παλιάς Πόλης. Κι έτσι δεν έστηνα πια τους ουσάρους στη σειρά, για μια ωραία και ειρηνική παρέλαση, παρά τους έβαζα μέσα σ’ ένα βαρκάκι στη μικρή λίμνη ή κάπου αλλού, τους έσπρωχνα να πυροβολούν ο ένας τον άλλον και να πέφτουν στο νερό, κι ακόμα κι αν ήμουν εγώ αυτός που πυροβολούσε, το ίδιο ήταν, όπως και στον πόλεμο εξάλλου. Μα δεν ήμουν λυπημένος.