ΕΤΖΕ ΤΕΜΕΛΚΟΥΡΑΝ
ΤΟΥΡΚΙΑ
παραφροσυνη και μελαγχολια Αφήγημα
c
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΕΛΕΝΗ ΠΑΞΙΝΟΥ – ΜΑΡΙΑ ΠΑΞΙΝΟΥ ΘΕΩΡΗΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΜΑΤΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Ece Temelkuran, Turkey – The Insane
and the Melancholy © ©
Copyright by Ece Temelkuran, Kalem Agency Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6195-7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος στην ελληνική έκδοση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χθες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σήμερα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αύριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
13
Δυο λόγια πριν ξεκινήσουμε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
35
ΧΘΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
37
Οι ρίζες της λήθης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πώς διδάσκεται η αδιαφορία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ορφανά, πατέρες και οργή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Τέτοια γενιά θα αναθρέψουμε...» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Φασισμός ή καθαρή εκδίκηση; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ανοργάνωτο φωτογραφικό άλμπουμ της Τουρκίας . . . . . . .
40
ΣΗΜΕΡΑ / ΠΡΩΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η ατιμώρητη δολοφονία μιας γυναίκας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Εμείς» και «αυτοί» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η ώρα τού «ζήτω ο σουλτάνος μας!» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η πιο αιματηρή πλευρά των κοινωνικών προγραμμάτων . . . . . Διαχωρισμένες έννοιες, διαχωρισμένη οθόνη: η ώρα των ειδήσεων στην Τουρκία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
137
13 19 29
44 48 51 56 64
139 151 164 181 191
Να πάρει η οργή! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι γκρίζες μουντζούρες της πόλης: απόδειξη παρουσίας μέσα στην απουσία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η γοητεία της αμάθειας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων»: παιδιά στο παιχνίδι των σκοπιμοτήτων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα κεφτεδάκια του «λαού» πνίγουν τη φωνή του Μάκβεθ . . . . Δύο αντίθετες ερμηνείες για το σήμα της ειρήνης: Κούρδοι και Τούρκοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κρατική μνήμη εναντίον συλλογικής μνήμης . . . . . . . . . . . . . . .
201 210 219 234 249 259 272
ΑΥΡΙΟ / «ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Μ’ ΕΚΕΙΝΗ
8
ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΜΑΣ;» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όρεξη και ελπίδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάτω! Κάτω! Κάτω! Κάτω! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Προηγούνται τα γυναικόπαιδα! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μεσανατολικοποίηση και το ερώτημα: «Πρέπει να πάμε;» . . . . Η δικλείδα ασφαλείας που ψάχνουμε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κομμένες γέφυρες, νέες γέφυρες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
281 286 288 290 291 292 293
Στους νέους που πέθαναν σε σύγχρονες μάχες, και τα φέρετρα ήταν πιο βαριά από τα σώματά τους...
Κατόπιν συνεννόησης με τη συγγραφέα και προτροπή της ίδιας, η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα βασίστηκε στην αντίστοιχη αγγλική της Ζεϊνέπ Μπελέρ. Η συγγραφέας είχε την επίβλεψη της αγγλόφωνης έκδοσης του αφηγήματός της. Το κείμενο αυτό (πρωτότυπος τίτλος: Çılgın ve Hüzünlü) δεν κυκλοφορεί ως βιβλίο στην Τουρκία.
Δεν είναι αλήθεια σημάδι «παραφροσύνης» και αιτία «μελαγχολίας» το να είσαι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πιο όμορφη θάλασσα του κόσμου και την ίδια στιγμή αποκομμένος από αυτήν; Ένα εισαγωγικό σημείωμα γραμμένο για τους Έλληνες αναγνώστες είναι αδύνατον να μη με αγγίξει συναισθηματικά. Και ακόμα περισσότερο επειδή κατάγομαι από το Ιζμίρ, τη Σμύρνη – αυτή την έξοχη κυρία, που πάντα κατάφερνε να κρύβει τη ματωμένη της καρδιά πίσω από ένα χαμόγελο φαινομενικά αβίαστο. Έγραψα το βιβλίο αυτό πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, προορίζοντάς το για «ξένους αναγνώστες». Μου φαίνεται όμως παράξενο να σκεφτώ τους Έλληνες ως «ξένους». Αν και γνωρίζω ότι, για λόγους πολιτικούς, οι κοντινότεροι γείτονές μας ήταν ανέκαθεν οι πιο μακρινοί, είναι δύσκολο να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο ισχύει στην πραγματικότητα. Από τότε που γράφτηκε το βιβλίο, η Τουρκία ήρθε αντιμέτωπη με πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις από εκείνες που αναφέρονται σε αυτό, και υπέστη ακόμα περισσότερα δεινά. Στις 15 Ιουλίου του 2016 όλη η υφήλιος έγινε μάρτυρας μιας αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος, που οδήγησε τη χώρα σε πλήρη αποδιοργάνωση. Ο πρόεδρος Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, μοναδική πολιτική δύναμη τώρα πια, επωφελήθηκε από την κρίση για να ξεκινήσει ένα κυνήγι μαγισσών, καταπνίγοντας οποιαδήποτε φωνή τολμούσε να αρθρώσει δημόσια κριτικό λόγο. Χιλιάδες άνθρωποι απολύθη-
11
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
καν από τις δουλειές τους κατ’ εντολή της κυβέρνησης και υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης, το οποίο αφαιρεί κάθε δικαίωμα δικαστικής προσφυγής. Δεκάδες προσωπικότητες του πολιτικού χώρου φυλακίστηκαν και η διαρροή επιστημόνων από τη χώρα έφτασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Όσοι δεν στηρίζουν το νέο αντι-δημοκρατικό καθεστώς αισθάνονται όλο και περισσότερο ξένοι μέσα στην ίδια την πατρίδα τους. Το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου του 2017, με αίτημα την αλλαγή του πολιτεύματος από προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρική, επισφράγισε την πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση. Παρότι υπήρξε μαζική εκλογική νοθεία και απάτη, η αποκαλούμενη «πύρρειος νίκη» του Ερντογάν έγινε δεκτή από την αποδυναμωμένη αντιπολίτευση, αψηφώντας την οργή που είχε ξεσπάσει στους δρόμους. Αυτή είναι η «νέα Τουρκία», όπως αρέσκεται η πολιτική εξουσία να την ονομάζει. Και σ’ αυτή την Τουρκία, ελάχιστος χώρος υπάρχει πλέον για ανθρώπους σαν εμένα, που επιχειρούν να αναπτύξουν κριτική σκέψη. Η δουλειά ενός συγγραφέα, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, δεν είναι να σώσει την ανθρωπότητα από το κακό. Οι λέξεις είναι τόσο εύθραυστες για να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στην αμάθεια, ειδικά όταν αυτή προκύπτει μέσα από ένα οργανωμένο σχέδιο απαιδευσίας. Πιστεύω όμως πραγματικά ότι όσοι μπορούν να γράψουν, πρέπει να κρατήσουν την ιστορία ζωντανή και να μεταδώσουν την αλήθεια στην επόμενη γενιά, με την ελπίδα ότι ίσως εκείνη τα καταφέρει καλύτερα από μας. Αυτή είναι η ιστορία της χώρας μου. Της χώρας που αντικρίζετε από τις ακτές της δικής σας χώρας, και πολύ εύκολα μπορείτε να την αναγνωρίσετε, μέσα από την «παραφροσύνη και τη μελαγχολία» της ιστορίας που μοιραζόμαστε.
12
Ε ΤΖΕ Τ ΕΜΕΛΚΟΥΡΑΝ , Μάιος 2017
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Αυτή είναι η Τουρκία!» Μία φράση που επαναλαμβάνεται καθημερινά, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη στη χώρα. Χρησιμοποιείται για να υπαινιχθεί εξαιρετικά φαιδρές καταστάσεις ή γεγονότα. Συνοδεύεται πάντοτε από ειρωνικό χαμόγελο, ουσιαστικά κενό νοήματος, το οποίο εκφράζει σε εθνικό επίπεδο την πεποίθηση ότι μια τέτοια διατύπωση μπορεί να αναφέρεται σε οτιδήποτε. Αν, για παράδειγμα, ένα ασθενοφόρο αργήσει να έρθει να παραλάβει έναν ασθενή και ύστερα, από την πολλή βιασύνη, πέσει πάνω του και τον αφήσει στον τόπο, έχεις κάθε δικαίωμα να διαπιστώσεις με τον πλέον δραματικό τόνο: «Αυτή είναι η Τουρκία!» Εξίσου πιθανό είναι να χρησιμοποιήσεις την ίδια φράση γελώντας, αν δεις έναν οδηγό στη μέση μιας λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας να κάθεται αραχτός στο αυτοκίνητό του, με όλη του την άνεση και με τα πόδια νωχελικά απλωμένα έξω απ’ το παράθυρο – χωρίς να υποστεί καμία συνέπεια όταν ξυπνήσει: «Αυτή είναι η Τουρκία!» Προσοχή όμως! Αν φιλιέσαι δημόσια με το σύντροφό σου στην Κωνσταντινούπολη και κάποιος σε σκουντήσει στον ώμο για να σου φωνάξει την ακόλουθη φράση, δεν μπορείς να αγνοήσεις την προειδοποίηση: «Κάνε κράτει! Στην Τουρκία βρίσκεσαι! Εδώ δεν περνάνε αυτά!»
13
ΧΘΕΣ
14
Καλό θα σου κάνει να θυμάσαι ότι σ’ αυτή τη χώρα τα φιλιά είναι λιγότερο διαδεδομένα από τους καβγάδες. Μία πρόταση που αρχίζει με τις λέξεις «αυτή είναι», έχει σίγουρα διφορούμενη σημασία, αφού μπορεί την ίδια στιγμή είτε να προκαλέσει σοκ είτε και να το αποτρέψει. Υποδηλώνει υπερηφάνεια για κάτι το ξεχωριστό, ενώ ταυτόχρονα αποκλείει κάθε εξέλιξη, σαν ένα είδος αναπόφευκτου πεπρωμένου. Εκφράζει μια μελαγχολία, για τον απέραντο παραλογισμό που είναι συνδεδεμένος με το όνομα της Τουρκίας, για τη συνήθεια των κατοίκων της να εξοικειώνονται εύκολα με την παραφροσύνη ή, ακριβέστερα, να υποκύπτουν σ’ αυτήν. Είναι μια φράση που βρίσκεται στον πυρήνα της κωμικοτραγικής φύσης μιας χώρας στην οποία κάθε μήνυμα έχει τουλάχιστον δύο έννοιες: Αυτή είναι η Τουρκία! Εντάξει, αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η Τουρκία, τι ακριβώς είναι αυτή η χώρα; Δεν αποκλείεται το «αυτή» να μην είναι καν χώρα. Διότι, με βάση τον ορισμό που διδάσκεται από την ίδρυσή της, είναι ουσιαστικά μία γέφυρα. Μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Μεταξύ ανατολικού και δυτικού πολιτισμού. Αυτή η «ενδιάμεση» θέση έθεσε όρια στις φαντασιώσεις σχεδόν όλων όσοι έλκουν την καταγωγή τους από εδώ. Διότι, σε ποια πλευρά της γέφυρας θα έπρεπε να σταθείς για να την περιγράψεις με τον καλύτερο τρόπο; Σύμφωνα με την Τουρκική Δημοκρατία, η οποία ιδρύθηκε το 1923, η απάντηση είναι αυτονόητη. Όλες οι γενιές μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας διδάχτηκαν στα θρανία του δημοτικού σχολείου τον ίδιο χάρτη. Κατ’ αυτόν, η Τουρκία ήταν η μεγαλύτερη χώρα του κόσμου και, φυσικά, βρισκόταν στο κέντρο του. Στις παραινέσεις του ιδρυτή της Δημοκρατίας, Κεμάλ Ατατούρκ, ο τόπος λάμβανε κολοσσιαίες διαστάσεις: «Τούρκοι, να είστε υπερήφανοι, να εργάζεστε και να έχετε πίστη!» Ή: «Ευτυχής ο άνθρωπος που έχει
15
την τιμή να αποκαλείται Τούρκος!» Πάνω από την Τουρκία βρισκόταν η Ευρώπη, που ήταν γεμάτη χρώματα. Εντός του φάσματος των ευρωπαϊκών χωρών, υπήρχαν πόλεις με όμορφα ονόματα και γαλάζιους ποταμούς. Οι πρόγονοί μας υμνούσαν αυτό το «Ελντοράντο» ως ιδανικό προορισμό. Κάτω βρισκόταν η Ανατολή, που είχε πάντα χρώμα γκριζοκίτρινο. Όπως και η ΕΣΣΔ, παρέπεμπε σε έρημο ή κάτι παρόμοιο, ένα τραχύ, ασαφές κενό. Οι πόλεις οριοθετήθηκαν κατά τύχη. Σε αυτή την εκδοχή, ο χάρτης έλεγε: «Μην κοιτάζετε κάτω ή στα δεξιά. Να κοιτάζετε επάνω. Εκεί η ζωή είναι γεμάτη χρώματα και ζωντάνια. Το μόνο που θα βρείτε κάτω είναι οι “βρομεροί Άραβες” και οι καμήλες. Δεν υπάρχει εκεί τίποτα ικανό να προκαλέσει την περιέργειά σας. Απομακρυνθείτε και κατευθυνθείτε τρέχοντας προς τη Δύση». Στο χάρτη αυτό λοιπόν, η Δημοκρατία θεώρησε σκόπιμο να τοποθετήσει τη χώρα –που ένωνε την Ασία με την Ευρώπη– στη δυτική πλευρά της γέφυρας, μαζί με την κυβέρνησή της και τα παιδιά που γεννήθηκαν εκεί. Αυτή η «ικανότητα μετάβασης» παρουσιάστηκε ως ένα προσόν για το οποίο θα έπρεπε να ήμασταν υπερήφανοι ως λαός, αντί να το αμφισβητούμε, σαν να οφειλόταν σ’ εμάς που δεν είχε χωριστεί η Δύση από την Ανατολή – και που δεν είχε καταστραφεί και το σύμπαν επίσης! Θα έπρεπε να ευλογούμε τον Θεό που δημιούργησε την Τουρκία! Πεπρωμένο μας ήταν να πλέουμε όλο και πιο πολύ προς τη Δύση, ευρισκόμενοι διαρκώς σε κατάσταση μετάβασης. Εντούτοις, όλοι όσοι στέκονταν πάνω στη γέφυρα είχαν δύο μεγάλα προβλήματα να αντιμετωπίσουν, καθώς έπρεπε να καθορίσουν ποιοι ήταν οι ίδιοι και ποιος ακριβώς ήταν ο χώρος τους. Πρώτα απ’ όλα, ανεξάρτητα από την ταχύτητα με την οποία έπλεαν προς τα δυτικά, υπήρχε πάντα κάποια δύναμη που τους τραβούσε προς την ανατολική πλευρά της γέφυρας. Και αυτός δεν ήταν o μόνος εφιάλτης τους. Ακολουθώντας τις εντολές του ηγέτη τους, είχαν αναλάβει και μία άλλη αποστο-
16
λή: όχι μόνο να φτάσουν ως το επίπεδο της Δύσης, αλλά και να το υπερβούν. Στην περίφημη ομιλία του για τα δέκα χρόνια της Δημοκρατίας, ο Ατατούρκ τόνισε ότι «οφείλουμε να υψωθούμε πάνω από τους κυρίαρχους πολιτισμούς». Αυτή η αποστολή πρόσθετε ακόμα ένα βάρος στους ώμους των κατοίκων της Τουρκίας. Ήξεραν ότι βρίσκονταν «από κάτω», προσποιούνταν όμως ότι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τους «από πάνω», ενώ ταυτόχρονα τους ωθούσε προς τα πίσω ένα αίσθημα ασημαντότητας, που οφειλόταν στην ανατολική πλευρά της ύπαρξής τους. Μεγάλωσαν λοιπόν με ένα υπαρξιακό κενό που είχε διπλή διάσταση: μεγαλείο και ασημαντότητα. Λες και η Τουρκία ήταν γραφτό να μην μπορεί να βρει έναν καθρέφτη που θα την έδειχνε όπως ήταν, χωρίς να την ωραιοποιεί ούτε και να την υποβιβάζει. Και σαν μην έφτανε αυτό, ένας ακόμα διχασμός, συνυφασμένος με το πεπρωμένο της χώρας, οδήγησε σε μεγαλύτερη σύγχυση τους κατοίκους της γέφυρας. Στο ελάχιστο κομμάτι εδάφους που είχε απομείνει μετά την απώλεια μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας, ακόμα και εκείνοι που είχαν ζήσει την τραγωδία του πολέμου θεωρούσαν την ίδρυση της Τουρκίας «μεγάλη νίκη». Ούτως ή άλλως, η οθωμανική αυτοκρατορία αποτελούσε εμπόδιο. Η νέα Τουρκία ξεκινούσε από το μηδέν, ήταν ένα νέο φύλλο στο δέντρο. Για ένα λαό που είχε χάσει τα πάντα κατά τη διάρκεια του πολέμου, αυτός ο στόχος ήταν μια αναγκαιότητα, όμως η αναθεώρηση της ιστορίας είχε αναπόφευκτα κάποιο κόστος. Το «πριν» εξαφανίστηκε από τα λεξικά. Ήμασταν δισέγγονα μιας κολοσσιαίας αυτοκρατορίας, αλλά η αυτοκρατορία αυτή δεν είχε καμία αξία. Η επίσημη ιστορία υποβάθμιζε τη σημασία της οθωμανικής περιόδου, ωστόσο όλοι εμείς είχαμε υποχρέωση να μάθουμε τα πάντα για τους σουλτάνους και την εποχή τους. Το έτος 1923 έγινε ένα ορόσημο, με το οποίο βέβαια είχαμε διφορούμενη σχέση. Το «πριν» ήταν ταυτόχρονα απεχθές αλλά και πηγή υπερηφάνειας για
Έτσι πέρασαν τα χρόνια – δεκαετίες, κυβερνήσεις και πραξικοπήματα, σφαγές και νίκες στο ποδόσφαιρο, θερμοί και ψυχροί πόλεμοι, εξεγέρσεις και καταπίεση, όνειρα που έγιναν πραγματικότητα και άλλα που ναυάγησαν στο όνομα της αγάπης προς το έθνος. Μα, πιο πολύ απ’ όλα... φέρετρα, φέρετρα, φέρετρα... Πάνω από κάθε φέρετρο απλωνόταν και μια καινούργια σημαία – για εξιλέωση. Το Κοράνι, η τουρκική σημαία και το ψωμί είναι εξίσου ιερά σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου. Για αλλεπάλληλες γενιές, αν ένα από αυτά τα τρία στοιχεία βρισκόταν πεσμένο στο έδαφος, όσοι το αντίκριζαν έπρεπε να το ασπαστούν τρεις φορές και να το τοποθετήσουν ξανά ψηλά. Στρατιώτες, αντάρτες, ακτιβιστές, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ποιητές, εργάτες, φοιτητές και παιδιά δολοφονούνταν συνεχώς, και κάθε δολοφονία γινόταν δεκτή με την κραυγή: «Όχι, δεν πέθαναν ποτέ!» Αυτός ο τόπος επιλέγει την οργή παρά τη θλίψη. Η ταχύ-
2 – Τουρκία – Παραφροσύνη και μελαγχολία
17
μας, μια κυριαρχία που τη θεωρούσαμε υποδειγματική ενώ ταυτόχρονα την περιφρονούσαμε. Οι κάτοικοι της γέφυρας μεγάλωναν με μία σύγχυση: έχοντας βιώσει την ιστορία από πρώτο χέρι ως παιδιά, αναγκάστηκαν στη συνέχεια να απομνημονεύσουν μία εκδοχή των γεγονότων εντελώς διαφορετική απ’ αυτήν που είχαν ζήσει. Είχαν συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό να ερμηνεύουν τα πάντα μέσα από το πρίσμα του παρελθόντος, ώστε δεν τους φαινόταν περίεργο που κάθε σύμβολο είχε διπλή έννοια. Για αυτόν το λόγο ο τουρκικός λαός θεωρεί φυσιολογική την αντίδραση «αυτή είναι η Τουρκία». Έχει μάθει να βιώνει το ίδιο έντονα το σοκ και την αδιαφορία, τα γέλια και τα δάκρυα. Και δεν τον παραξενεύει καθόλου το γεγονός ότι ενώ διαμαρτύρεται κατά των συνθηκών, την ίδια στιγμή προσαρμόζεται σ’ αυτές, ή ότι είναι αναγκασμένος να πορεύεται με έναν τόσο περίπλοκο ψυχισμό.
18
τητα με την οποία γίνονται σε όλη την Τουρκία κηδείες εκπλήσσει τους κατοίκους της Δύσης, ενώ δεν θα έπρεπε, αφού... «αυτή είναι η Τουρκία». Και οι άνθρωποι της γέφυρας, για να επιβιώσουν, γαλουχούνται μαθαίνοντας ότι η θλίψη είναι απώλεια χρόνου... Παρά το γεγονός ότι όλοι όσοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για το έθνος ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία αφανίστηκαν από στρατιωτικά καθεστώτα ή από παραστρατιωτικές οργανώσεις δεξιών κυβερνήσεων, κάθε βράδυ στρώνονταν τραπέζια στα οποία ο λαός ανέλυε μεθόδους για να σωθεί η χώρα, με περισσότερο πάθος απ’ όσο θα είχαν αν μιλούσαν για τον έρωτα. Περισσότερες κραυγές αντηχούσαν απ’ ό,τι αν είχαν συγκρουστεί δύο άντρες ερωτευμένοι με την ίδια γυναίκα, περισσότερα δάκρυα κυλούσαν απ’ όσα θα έχυνε ένας εγκαταλειμμένος εραστής, μεγαλύτερο ήταν το ξέσπασμα χαράς απ’ ό,τι θα ήταν αν κάποιος ξανάβρισκε την αγαπημένη του ύστερα από πολλά χρόνια χωρισμού. Αυτή η χώρα συνέτριβε πάντα τα παιδιά που την αγαπούσαν περισσότερο, και οι κάτοικοί της θυμούνταν να τα τιμήσουν μόνο μετά το θάνατό τους. Μαζεμένοι όμως γύρω από τα ίδια τραπέζια, πολύ συχνά αναρωτιούνταν πώς μπορεί μια χώρα να είναι τόσο σκληρή με τα παιδιά της. Στα οθωμανικά χρόνια οι σουλτάνοι είχαν τη συνήθεια να στραγγαλίζουν τα αδέρφια τους, για να αποφύγουν κάθε πιθανή διεκδίκηση του θρόνου. Μήπως αυτό έχει κάποια σχέση με τον πρωθυπουργό, ο οποίος δήλωσε ανενδοίαστα «το στράτευμα δεν είναι παίξε γέλασε, αδερφέ» σε πατέρα που έχασε το γιο του σε πολεμική σύγκρουση νοτιοανατολικά; Μπορεί το γεγονός ότι το κράτος στήριξε την ίδρυσή του σε παιδιά κλεμμένα από τις οικογένειες και τις πατρίδες τους να σχετίζεται με το σύμπλεγμα «κράτος υπό μορφή πατέρα», το οποίο αναδύεται κάθε φορά που τιμωρούνται Κούρδοι, Αλεβίτες και Αρμένιοι σαν να είχαν επιτεθεί σε μια ιερή μορφή πατέρα-αφέντη; Πολλές απαντήσεις μπορούν να δοθούν στο ερώτημα, αλλά εί-
ναι γεγονός πως μέχρι και την τελευταία δεκαετία η Τουρκία προσβλήθηκε από αυτές ακριβώς τις ασθένειες. Την τελευταία δεκαετία ωστόσο το κυρίαρχο αφήγημα είναι ότι οι συγκεκριμένες ασθένειες πρέπει να θεραπευτούν, για να αντικατασταθούν τελικά από άλλες, πολύ πιο σύνθετες...
«Εσείς είστε η Τουρκία! Να σκέφτεστε μεγαλόπνοα!» Τη φράση συνοδεύουν, εδώ και λιγα χρόνια, αμέτρητα γιγαντιαία πορτρέτα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του μεγαλύτερου ίσως φαινομένου στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας, ακριβώς όπως παλαιότερα δέσποζαν τα πορτρέτα με τη μορφή του Ατατούρκ να ατενίζει το έθνος από ψηλά, με την προσταγή: «Τούρκοι! Περηφάνια, εργασία, πίστη! Όχι πια Τουρκία, αλλά μεγάλη Τουρκία!» Σύμφωνα με τη συνθηματολογία που υιοθέτησε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ) με τη βοήθεια φιλελεύθερων διανοούμενων της Δεξιάς, «αυτή είναι η νέα Τουρκία», μια «προηγμένη δημοκρατία». Η πολιτική και κοινωνική ηγεμονία του ΚΔΑ, το οποίο κατέχει την εξουσία από το 2002, χρησιμοποιείται για να υπενθυμίσει την ιερή αποστολή του κόμματος. Η αντίθεση προς το κόμμα ισοδυναμεί με αμφισβήτηση της έννοιας «μεγάλη Τουρκία», με συνεπακόλουθη αμφισβήτηση της ιερής αποστολής του. Είναι σαν να αντιπολιτεύεσαι τον ίδιο τον Ερντογάν, ο οποίος αναφέρεται πια ως «reis» –αρχηγός– και αγωνίζεται για να εδραιώσει το καθεστώς που οικοδόμησε από το προεδρικό του μέγαρο. (Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι Ακ Σαράι σημαίνει ουσιαστικά Λευκό Παλάτι, κατ’ αναλογία προς τον Λευκό Οίκο.) Αν σκεφτούμε ότι σ’ αυτή τη χώρα υπάρχουν μέλη του κόμματος που δηλώνουν ανοιχτά πως ο αρχηγός τους είναι «ο εκλεκτός» και πως το άγγιγμά του είναι ιερό, ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι ψηφοφόροι
19
ΣΗΜΕΡΑ
20
του βροντοφωνάζουν πως «θα ήθελαν να ήταν έστω και μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του», εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι το φαινόμενο, εκτός από πολιτικές, έχει και κοινωνικο-ψυχολογικές διαστάσεις. Βασισμένη σε συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες θέσεις, η ρητορική του κόμματος δεν είναι απλώς μια λαϊκίστικη κενολογία που ασκεί γοητεία στις αμόρφωτες μάζες. Από τη στιγμή που το ΚΔΑ κατέλαβε την εξουσία, οι επικοινωνιολόγοι του κέρδισαν όχι μόνο την έγκριση, αλλά και το θαυμασμό των πλέον διακεκριμένων κύκλων της Δύσης. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης χαιρέτισαν την άνοδο του ΚΔΑ στην εξουσία με τη δήλωση ότι «η δημοκρατία εδραιώθηκε επιτέλους στην Τουρκία». Το ΚΔΑ δεν αποτελούσε μόνο την τέλεια σύζευξη του συντηρητικού Ισλάμ με τη δημοκρατία, αλλά και ένα πειστικό πρότυπο για έναν αραβικό κόσμο που, μετά τις 11/9, είχε καταληφθεί από ανεξέλεγκτη οργή για τη Δύση. Όταν Τούρκοι διανοούμενοι και συγγραφείς επιχείρησαν να προειδοποιήσουν ότι αυτό το πρότυπο δεν ήταν κατάλληλο ούτε για τους λαούς που ασπάζονται το Ισλάμ ούτε για οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου, προκάλεσαν τη χλεύη των νεοφιλελεύθερων Τούρκων καθώς και πολλών διανοούμενων της Δύσης. Τους αποκάλεσαν εχθρούς της δημοκρατίας, ακτιβιστές που επιδίωκαν να επαναφέρουν στην εξουσία τους στρατιωτικούς, τους οποίους το ΚΔΑ είχε απομακρύνει από την κυβέρνηση. Αν λάβουμε υπόψη και τα χρηματικά ποσά που διοχετεύτηκαν στη χώρα από κάποια σκοτεινή πηγή, οι διανοούμενοι που έβλεπαν με σκεπτικισμό το ΚΔΑ και τα σχέδιά του για το μέλλον της Τουρκίας άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως παλαιολιθικοί σοσιαλιστές ή απομεινάρια του Ψυχρού Πολέμου. Τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΚΔΑ, το να ανήκει κανείς στις τάξεις της διανόησης ήταν αρκετό από μόνο του για την απομάκρυνσή του από τα κέντρα εξουσίας. Διότι το ΚΔΑ υποσχόταν τα πάντα. Χρησιμοποιούσε εκφράσεις που για ένα διάστημα προσπαθούσαν να
διατυπώσουν διακριτικά και τα φιλελεύθερα κινήματα. Μιλούσε για μη μουσουλμάνους και για Κούρδους και για ατομικές ελευθερίες. Στηλίτευε το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980. Διακήρυσσε ότι ο στρατός θα έπρεπε να πάψει να αναμειγνύεται στην πολιτική και να αποτελέσει φύλακα της δημοκρατίας. Υποστήριζε ότι η Τουρκία ήταν ένα μωσαϊκό με ευρύ φάσμα εθνικών και θρησκευτικών αποχρώσεων και υμνούσε τον πολιτισμό της συνύπαρξης. Όμορφος κόσμος, θαυμαστός!... Επιπλέον, έδινε νέα έννοια στη γέφυρα που ήταν η Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα, μέσω της «πρωτοβουλίας για τη Μέση Ανατολή», συνέδεε το έθνος με εδάφη τα οποία είχαν παραμεληθεί μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας. Σε ένα έθνος καταπονημένο από την προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του και να αποβάλει το αίσθημα κατωτερότητας που του προκαλούσε ο δυτικός κόσμος, το ΚΔΑ συνιστούσε: «Χαλαρώστε! Στο κάτω κάτω της γραφής, ακόμα και στην κατάσταση στην οποία βρίσκεστε σήμερα, δεν παύετε να είστε πρεσβύτερα αδέρφια της Μέσης Ανατολής. Και μην ξεχνάτε ότι οι δυτικοί μάς θεωρούν ήδη χώρα-πρότυπο!» Το ΚΔΑ εκπροσωπούσε τους συντηρητικούς κεφαλαιοκράτες, τους αποκαλούμενους «Τίγρεις της Ανατολίας», που έκαναν την εμφάνισή τους ταυτόχρονα με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 και άρχισαν να αποκτούν δύναμη σε όλη τη Μικρά Ασία, για να μας δείξουν τα δόντια τους τη δεκαετία του ’90. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο τέως πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ, συνιδρυτής του ΚΔΑ, διακήρυσσε στην Αμερική: «Εμείς είμαστε οι WASP1 της Τουρκίας». Το πολιτικό αυτό κίνημα επιδίωκε να καταλάβει τη θέση των παλαιότερων κοσμικών κεφαλαιοκρατών στις μεγάλες πόλεις, και την τελευταία εικοσαετία οργανωνόταν δυναμικά για να πετύχει το στόχο του. White Anglo-Saxon Protestants – Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες. Εδώ, με την έννοια των κεφαλαιοκρατών.
21
1
Το ΚΔΑ εκπροσωπούσε τη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας, αλλά και από πλευράς κοσμοθεωρίας, τρόπου ζωής, αξιών και αισθητικής. Με τη νέα κυβέρνηση, η νέα αστική τάξη, η οποία φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει την παλαιότερη κοσμική, που είχε δημιουργηθεί και εδραιωθεί με την επίσημη υποστήριξη της Δημοκρατίας, είχε τώρα πολιτική εκπροσώπηση και δήλωνε ότι «εκφράζει εθνικές αξίες και συμφέροντα». Το τι είδους αξίες ήταν αυτές, θα το αποφάσιζε το νεοϊδρυθέν ΚΔΑ με το επαρχιώτικο πνεύμα του. Το στοιχείο που κατέστησε δημοφιλές το ΚΔΑ στο λαό της Τουρκίας ήταν η υπόσχεση ότι οι δεσμοί που μας έδεναν με το παρελθόν θα ανανεώνονταν. Από τα πρώτα του βήματα, το κόμμα διακήρυσσε ότι είμαστε ισχυροί απόγονοι των Οθωμανών και πως σύντομα θα επανακτούσαμε την παλιά, μεγαλειώδη, κυριαρχική μας ταυτότητα. Το κόμμα όμως ήταν ταυτόχρονα, εκ των πραγμάτων, αναγκασμένο να εφεύρει μία νέα εκδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας που θα ήταν αποδεκτή από τις συντηρητικές μάζες. Για το λόγο αυτό, ακόμα και ο πρωθυπουργός διέκοπτε υπουργικά συμβούλια προκειμένου να σχολιάσει την εμφάνιση των γυναικών στην τηλεοπτική σειρά Μεγαλοπρεπής Αιώνας,2 που είχε τεράστια απήχηση στις αραβικές χώρες, στα Βαλκάνια και στην Τουρκία, δηλώνοντας ότι «οι κυρίες θα έπρεπε να εμφανίζονται πιο διακριτικά ντυμένες» και ότι «οι σουλτάνοι θα έπρεπε να περνούν πολύ περισσότερο χρόνο με τα άλογά τους παρά με τις γυναίκες». Στο επεισόδιο της επόμενης εβδομάδας θα βλέπαμε τις γυναίκες να προσεύχονται με σεμνότητα στο χαρέμι και έναν Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή να μη χάνει την ευκαιρία να καβαλήσει το άλογό του, υποδεικνύοντάς μας ποια μορφή θα έπρεπε να έχει η νέα εκδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό δεν είναι το
22
2
Η σειρά προβλήθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής.
Τα πρώτα χρόνια, ούτε η Δύση ούτε η πλειονότητα των Τούρκων διανοούμενων έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στις επικρίσεις που εκφράζονταν. Και ο στρατός είχε εξοριστεί από το χώρο της πολιτικής, πράγμα το οποίο επιτεύχθηκε αφού στήθηκαν αλλεπάλληλες πολιτικές δίκες που καταστρατηγούσαν το νόμο. Επιπλέον, με τέτοιες δίκες καταδικάζονταν και αρκετοί δημοσιογράφοι ή πολιτικοί, με την κατηγορία ότι ήταν μέλη, υπαρκτών και ανύπαρκτων, τρομοκρατικών οργανώσεων. Ωστόσο,
23
μόνο παράδειγμα αναθεώρησης του πολιτισμού. Ο πρωθυπουργός δεν σταμάτησε εκεί την προσπάθειά του να δώσει στο χώρο των τεχνών συντηρητική κατεύθυνση. Κατεδάφισε το τεράστιο σε μέγεθος άγαλμα-σύμβολο της αρμενοτουρκικής φιλίας που εγέρθηκε στο Καρς και ήταν ορατό ακόμα και στην Αρμενία, διότι δεν ταίριαζε στα γούστα του, και επέμενε να ελέγχει προσωπικά τα κρατικά θέατρα, το μπαλέτο και την όπερα, ενώ, ως πρότυπο αναμορφωτή ηγέτη-πατέρα, επιθυμούσε να μοιράζεται την αγαπημένη του μουσική με το λαό. Στις συγκεντρώσεις προέτρεπε το πλήθος να επαναλαμβάνει, εν είδει όρκου, το κλασικό τουρκικό τραγούδι Αυτό το μονοπάτι το κατεβήκαμε μαζί: «Αυτό το μονοπάτι το κατεβήκαμε μαζί / μαζί μας έβρεχε η βροχή / Και τώρα εσένα μου θυμίζουν / όλα τα τραγούδια». Με το πέρασμα των χρόνων, γίναμε μάρτυρες της μετατροπής ενός ερωτικού τραγουδιού σε εμβατήριο αφιερωμένο στην ιερή αποστολή του ΚΔΑ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που συγγενείς του πρωθυπουργού χειρίζονταν θέματα πολιτισμού με τα οποία ο ίδιος δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί. Όταν η κόρη του εξοργίστηκε για μια τσίχλα που μασούσε ο ηθοποιός σε ένα διαδραστικό παιχνίδι σύμφωνα με τις επιταγές του σεναρίου, ο εν λόγω ηθοποιός ανακρίθηκε και πλήρωσε πρόστιμο.
24
ορισμένοι διανοούμενοι πίστευαν ότι η παραβίαση του νόμου ήταν ασήμαντη μπροστά στην επίτευξη του στόχου της απομάκρυνσης του στρατού από την πολιτική. Ακριβώς όπως και στο πραξικόπημα του 1980, oι υποστηρικτές του ΚΔΑ θεωρούσαν τους σοσιαλδημοκράτες «οπαδούς του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος», τα υπόλοιπα συντηρητικά κόμματα «παρωχημένα» και τους σοσιαλιστές «αναρχικούς», διεκδικώντας για τον εαυτό τους το μονοπώλιο της δημοκρατικής εκπροσώπησης μιας χώρας όπου σύντομα σωματεία, οργανώσεις και πολιτικά κόμματα θα εξοβελίζονταν με εξωδικαστικές μεθόδους. Όμως, το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα που εκφράστηκε από τον Ερντογάν, το ΚΔΑ, συνέχισε να δίνει θελκτικές υποσχέσεις. Έθιξε αρκετά πολιτικά ταμπού της Τουρκίας, και με αυτό τον τρόπο τα κατήργησε. Προσθέτοντας στο πρωινό μενού του ανακτόρου Ντολμά Μπαχτσέ το κουρδικό ζήτημα, το θέμα των Αλεβιτών, των διανοούμενων και των Ελλήνων, ο Ερντογάν ουσιαστικά αναγνώριζε με τον πιο επίσημο τρόπο την ύπαρξή τους. Αυτή η εκ πρώτης όψεως δημοκρατική κίνηση δεν περιλάμβανε αντιφρονούντες. Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης είχαν αποφασιστεί σε συνεργασία με Αλεβίτες που συμφωνούσαν μαζί της, Κούρδους που είχαν επιλεγεί και Έλληνες που υποστήριζαν το ΚΔΑ. Προσκεκλημένη στο πρωινό ήταν μια Τουρκία «όπως σας αρέσει», ενώ οι υπόλοιποι επισκέπτες περίμεναν πότε θα χτυπήσει η καμπάνα για να ονομαστούν επίσημα «τρομοκράτες». Όταν το κουρδικό ζήτημα τέθηκε επί τάπητος, η κυβέρνηση δέχτηκε να αρχίσει διαπραγματεύσεις με το PKK, φιμώνοντας όμως ταυτόχρονα τον Τύπο, ώστε να αποφύγει να δώσει απαντήσεις σχετικά με τους Κούρδους που είχαν χαρακτηριστεί τρομοκράτες και δολοφονήθηκαν στα σύνορα με το Ιράκ, και απολύοντας δημοσιογράφους, όπως εμένα, με ένα απλό τηλεφώνημα στους εργοδότες τους, όταν επέμεναν να γράφουν για αυτό το ζήτημα. Στο μεταξύ, οι «ειρηνευτικές διαπραγμα-
Όπως και να ’χουν τα πράγματα, οι καθιερωμένες πολιτικές μέθοδοι επικοινωνίας υποχωρούσαν, καθώς οι λόγοι που εκφωνούσε ο Ερντογάν «από το μπαλκόνι» απέκτησαν ισχύ διαταγμάτων. Ακόμα και όσοι διέκριναν τους κινδύνους που συνεπάγονταν οι πρόσφατες εξελίξεις, έβρισκαν στα μελιστάλακτα λόγια του παρηγοριά. Η δήλωσή του «ακόμα κι αυτοί που δεν μας ψηφίζουν αποτελούν μέρος της παλέτας με τα χρώματα του έθνους», στην περίφημη ομιλία με την οποία εγκαινίασε τη δεύτερη τετραετία του κόμματος στην εξουσία, θεωρήθηκε ένδειξη «προηγμένης δημοκρατίας». Το ακροατήριο υποδέχτηκε με χειροκροτήματα τη «συγχώρεση» και την «ανοχή» που έδειξε απέναντι στους αντιφρονούντες. Το άρθρο «Γίναμε το δεύτερο πιάτο στο τραπέζι της χώρας» που υπέγραψα σε μια εποχή που με κατέκλυζαν επιστολές γεμάτες μίσος, σαρκασμό και παρανοϊκές κατηγορίες, το φέρνω με πικρό χαμόγελο στη μνήμη μου.
25
τεύσεις» μεταξύ PKK και Τουρκίας συνεχίζονταν, εν αγνοία των πολιτών και οποιουδήποτε θα μπορούσε να εκφράσει αντίθετες απόψεις. Στο κάτω κάτω, έφτανε ο λόγος του προέδρου Ερντογάν – κάπως έτσι γίνονταν τώρα πια τα πάντα. Δικαιώματα των εργαζομένων, των παιδιών, των γυναικών, προσωπικές ελευθερίες... για όλα έδινε την έγκρισή του ο πρωθυπουργός, ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά και λέγοντας: «Υπόσχομαι». Είναι οδυνηρό να θυμάται κανείς τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκαν πολλοί αντιφρονούντες διανοούμενοι τους λόγους του νεόκοπου πνευματικού τους πατέρα. Τα χειρότερα ήρθαν όταν, εν μέσω υποσχέσεων για αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων και εκδημοκρατισμό, οι κρατικοί αξιωματούχοι που προστάτευαν τους δολοφόνους του Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ αθωώθηκαν από την κυβέρνηση του ΚΔΑ, και δεν ήταν λίγοι οι Αρμένιοι διανοούμενοι που έσπευσαν να επικροτήσουν.
26
Αυτό που από το 2002 ως τα μέσα της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του ΚΔΑ αρνούνταν να καταλάβουν τόσο οι υποστηρικτές του σε διεθνές επίπεδο όσο και οι «συνοδοιπορούντες» Τούρκοι διανοούμενοι, δεν ήταν μόνο ότι η χώρα γινόταν, με «δημοκρατικές διαδικασίες», όλο και πιο συντηρητική, αλλά και ότι η βαθμιαία επιβολή αντιτρομοκρατικών νόμων είχε στόχο τη δημιουργία μιας υπάκουης κοινωνίας. Τροποποιώντας διατάξεις του Συντάγματος, το ΚΔΑ απέκτησε πλήρη έλεγχο της νομοθεσίας, απενεργοποιώντας όλους τους σταθεροποιητικούς μηχανισμούς, πολιτικούς είτε νομικούς. Για να μην αναφερθούμε στην παράνομη κατάργηση ορισμένων ελευθεριών, μέσω μίας τακτικής που έχει αποκληθεί «κοινωνική πίεση», και στη διαρκή επιβολή του θρησκευτικού στοιχείου στην καθημερινότητα με μεθόδους που, αν και ορατοί διά γυμνού οφθαλμού, ήταν δύσκολο να αποδειχτούν. Για παράδειγμα, ποτέ δεν δόθηκε εντολή σε νεαρές γυναίκες στην Ανατολία να φορέσουν μαντίλα. Απλώς την προώθησαν ως πρότυπο αμφίεσης, και όσες δεν δέχτηκαν να την υιοθετήσουν αντιμετωπίζονταν σαν να κυκλοφορούσαν γυμνές. Σφυγμομετρήσεις αποδεικνύουν ότι το ΚΔΑ έθεσε υπό έλεγχο όχι μόνο την οικονομία, αλλά και την καθημερινή ζωή, και δημόσιοι λειτουργοί που δίσταζαν να δηλώσουν πίστη και υποταγή στο κόμμα «μπήκαν στον πάγο». Πολλές υποθέσεις έφτασαν ως το συνταγματικό δικαστήριο, τα μέλη του οποίου κατηγορούνταν από το κράτος για «πολιτική μεροληψία», αν η ετυμηγορία τους στρεφόταν κατά των συμφερόντων του ΚΔΑ. Το έθνος εισήλθε, από κάθε άποψη, σε ένα πρόγραμμα ταχύρρυθμης εκμάθησης του τρόπου ζωής στο Ντουμπάι. Παρότι κινδυνεύω να κατηγορηθώ ότι υπεραπλουστεύω τα πράγματα, αν αναγκαζόμουν να συνοψίσω με μία λέξη τη σημερινή κατάσταση στην Τουρκία, η λέξη αυτή θα ήταν: «Εκντουμπαϊσμός». Σε αυτό το βιβλίο θα αναφερθώ με λεπτομέρειες στην έννοια του όρου.
27
Το 2013 τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης των δυτικών χωρών δεν έβρισκαν λέξεις για να περιγράψουν τα γεγονότα του πάρκου Γκεζί στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, που γρήγορα εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αδυναμία τους να αντιληφθούν τα αίτια που τα πυροδότησαν. Για να κατανοήσουν το λόγο για τον οποίο η Τουρκία εξεγέρθηκε στο Γκεζί, οι δημοσιογράφοι θα έπρεπε να ανατρέξουν στο παρελθόν και να διηγηθούν από την αρχή την ιστορία που άκουγαν ανελλιπώς έντεκα ολόκληρα χρόνια, προσθέτοντας στο αφήγημα και τις τρέχουσες εξελίξεις. Μην μπαίνοντας καν σε αυτό τον κόπο, ορισμένα διεθνή ΜΜΕ επέμεναν να χαρακτηρίζουν την εξέγερση «σύγκρουση του κοσμικισμού με το συντηρητισμό» –παρότι στη διαμαρτυρία είχαν πάρει μέρος πολλές ισλαμιστικές και συντηρητικές οργανώσεις–, αποφεύγοντας πεισματικά να αποδεχτούν το γεγονός ότι ήταν η τελευταία ευκαιρία των παραγκωνισμένων και καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων να υψώσουν τη φωνή τους. Κατά την άποψη του πρωθυπουργού Ερντογάν και των οπαδών του ΚΔΑ, ήταν έργο «ξένων δυνάμεων, προδοτών και όσων ήθελαν να ανακόψουν την πρόοδο της Τουρκίας». Όσο πιο πολύ μιλούσε ο πρόεδρος, τόσο πιο πολύ παρέπεμπε η ρητορική του στην αντίστοιχη των πραξικοπηματιών στρατηγών στους οποίους είχε εναντιωθεί, όπως ισχυριζόταν, για να ανέλθει στην εξουσία. Ταυτόχρονα, πολλά ΜΜΕ ελεγχόμενα από το ΚΔΑ στοχοποιούσαν συστηματικά εκπροσώπους του Τύπου που έκαναν ρεπορτάζ σχετικά με την εξέγερση, καθώς και συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιχειρηματίες που την υποστήριζαν, παρουσιάζοντάς τους ως «προβοκάτορες», μαζί με ολοσέλιδες φωτογραφίες τους, ενώ σχολιαστές προσκείμενοι στο ΚΔΑ απαιτούσαν επίμονα από τη νομοθετική εξουσία να παραπέμψει αυτά τα πρόσωπα σε δίκη. Λίγο μετά την εξέγερση στο Γκεζί και αφού εξέφρασε δημόσια την απροθυμία του να φανεί αμερόληπτος, o Ρετζέπ Τα-
28
γίπ Ερντογάν εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σήμερα έχει εγκατασταθεί σε ένα γιγαντιαίο ανάκτορο στην Άγκυρα με χίλια εκατό δωμάτια, στη θέση όπου βρισκόταν ένα σύμβολο της δημοκρατίας, η Δασική Φάρμα Ατατούρκ, από την οποία ξερίζωσε όλα τα δέντρα. Από την εξέγερση στο Γκεζί δεν προέκυψε ούτε ένα πολιτικό σχήμα ικανό να αντιμετωπίσει το ΚΔΑ σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και να εμφανιστεί ως ρεαλιστική εναλλακτική λύση. Οι πάντες, από τους πιο πλούσιους ως τους άπορους, ξέρουν πολύ καλά ότι η μοίρα τους εξαρτάται από τις βουλές του αρχηγού, που ποζάρει στις σκάλες του ανακτόρου του καμαρωτός, δίπλα σε ομοιώματα των δεκαέξι προηγούμενων ηγετών της χώρας. Παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα των χρηστών του διαδικτύου θεώρησε πως η συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν προϊόν επεξεργασίας στο Photoshop, όλοι εμείς δεν πρέπει να ξεχάσουμε ούτε στιγμή ότι αυτό που ζούμε δεν είναι ένα κακόγουστο αστείο, αλλά η πραγματικότητα. Τα κομματικά φερέφωνα του ΚΔΑ δεν κουράζονται να μας υπενθυμίζουν ότι όσοι διαφωνούν με την κρατούσα τάξη πραγμάτων καλά θα έκαναν να φύγουν από τη χώρα ή, αλλιώς, να μάθουν να ζουν με αυτές τις συνθήκες. Η παρούσα κατάσταση στην Τουρκία αναγκάζει τις μάζες να απαντήσουν σε ερωτήσεις που αφορούν το μέλλον τους είτε με δισταγμό είτε με οργή, που δεν επιτρέπει στη φωνή τους να ακουστεί. Το ΚΔΑ και ο πρόεδρος έχουν έτοιμη μία σαφή απάντηση. Όλα τα κομματικά συνθήματα διακηρύσσουν ομόφωνα: «Στόχος το 2023!» Και αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να κουνηθούν από τις καρέκλες τους για τουλάχιστον άλλα δέκα χρόνια.
ΑΥΡΙΟ
• Μία χώρα που έχει ουσιαστικά κηρύξει πόλεμο στο γυναικείο φύλο, με 1.400 δολοφονίες γυναικών τα τελευταία επτά χρόνια. • Τους 183 συμπατριώτες μας –οι περισσότεροι νέοι και μερικοί από αυτούς παιδιά– που δολοφονήθηκαν από σφαίρες αστυνομικών οι οποίοι δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.
29
«Τι θα γίνει μ’ αυτό το έθνος μας!» Στους ξένους είναι πιθανό να φανεί περίεργο το θαυμαστικό στο τέλος της φράσης. Στην Τουρκία όμως η συγκεκριμένη φράση δεν θεωρείται ερώτηση. Αν και εμφανίζεται μ’ αυτή τη μορφή, προφέρεται με ένα αμήχανο θαυμαστικό, απηχώντας μία βαθύτατη αίσθηση απογοήτευσης. Παρότι εκ πρώτης όψεως μοιάζει εύκολο να κατανοηθεί, μεταφέρει ένα συναίσθημα τόσο τουρκικό, που είναι αδύνατον να μεταφραστεί σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Το «τι θα γίνει μ’ αυτό το έθνος μας!» δηλώνει πως η κατάσταση είναι άσχημη και θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο. Με το κεφάλι σκυμμένο, η πρόταση θρηνεί απεγνωσμένη, αναζητώντας με απελπισία το φάρμακο που θα θεραπεύσει την εφιαλτική εξέλιξη των γεγονότων. Θέτει το ερώτημα: «Υπάρχει ελπίδα;» Και μερικές φορές καταλήγει στη διαπίστωση: «Εδώ που φτάσαμε, τίποτα δεν μας σώζει». Εφόσον η κυβερνητική πρόταση για το μέλλον –«Στόχος το 2023!»– είναι φιλόδοξη όσο και σαφής, η απάντηση που δίνουν οι μάζες είναι κατ’ αντιστοιχία: «Τι θα γίνει μ’ αυτό το έθνος μας!» Είναι το μόνο που τους μένει να πουν, μια και δεν μπορούν να δουν το μέλλον της Τουρκίας από την οπτική γωνία της κυβέρνησης, δηλαδή από τα παράθυρα των νεόκτιστων ουρανοξυστών και των εμπορικών κέντρων. Αυτό που εκείνοι βλέπουν είναι το εξής:
30
• Τους εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους και υπόδικους που καταδικάστηκαν βάσει χαλκευμένων στοιχείων και τις αίθουσες δικαστηρίων που δημιουργήθηκαν ειδικά για αυτές τις δίκες εντός των νέων φυλακών «!» με μορφή στρατοπέδων συγκέντρωσης. • Τα προσκείμενα στην κυβέρνηση πλήθη που υποστήριζαν το «ποινικό δίκαιο του εχθρού», το οποίο εφαρμόστηκε εναντίον των αντιφρονούντων, και θεωρούσαν ότι όσοι εναντιώνονται στην αστυνομία πρέπει να πεθάνουν, ακόμα κι αν είναι παιδιά. • Μια δουλική στρατιά απόρων που πιστεύουν ακλόνητα ότι ένας άνθρωπος μπορεί να έχει απεριόριστη εξουσία – και να ζει επιπλέον σε ένα τεράστιο παλάτι. • Την απροκάλυπτη προστασία προς ένα σύμβουλο του πρωθυπουργού ο οποίος, μετά το θάνατο 301 ανθρακωρύχων, καταδίωξε τους συναδέλφους τους που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, ή τους πολυάριθμους υπουργούς που αποκαλύφθηκαν οι παρανομίες τους. • Τους εκατοντάδες δημοσιογράφους που έχασαν την εργασία τους μετά από τηλεφωνήματα σε ανωτέρους τους, με το πρόσχημα ότι είχαν την αυθάδεια να καταγγείλουν, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ριζοσπάστες ισλαμιστές μπήκαν στη χώρα από τα σύνορα με τη Συρία. • Στελέχη της αντιπολίτευσης τα οποία κατέληξαν στο νοσοκομείο μετά από επίθεση μελών του κυβερνώντος κόμματος στη διάρκεια της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης και έπειτα υποχρεώθηκαν να φωτογραφηθούν τραυματισμένα από δήθεν μέλη του κυβερνητικού κόμματος, ενώ οι φωτογραφίες τους αναρτήθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με στόχο τη γελοιοποίησή τους. • Εργατικά σωματεία, επαγγελματικές ενώσεις και πανεπιστήμια που διαλύθηκαν με πολιτικές δίκες, για να ανα-
συσταθούν με τρόπο που να τα καθιστά υποτελή στην κυβέρνηση. • Παιδιά ανίκανα να αντισταθούν στις επιταγές ενός εκπαιδευτικού συστήματος που γινόταν όλο και πιο αντιδραστικό και απολυταρχικό, επιβάλλοντας την υποχρεωτική διδασκαλία της θρησκείας ως δόγματος και της οθωμανικής τουρκικής γλώσσας. • Και, τέλος, τη διάχυτη αίσθηση ότι κοντεύουμε να χάσουμε τα λογικά μας, ακούγοντας εκατοντάδες οπαδούς της κυβέρνησης να προσπαθούν να μας πείσουν από τις οθόνες των τηλεοράσεων ότι όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα μιας «μεγάλης Τουρκίας» και μιας «προηγμένης δημοκρατίας». Πάντως, τo μόνο που δεν είναι δυνατόν να πληροφορηθούμε από αυτά τα στατιστικά στοιχεία ή τις πολιτικές αναλύσεις ειδικών σε διεθνές επίπεδο, είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός: Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά σε ιδιωτικές συζητήσεις πίσω από κλειστές πόρτες σε όλη την Τουρκία, είναι οι εξής:
31
• «Δεν μπορώ να τα ανεχτώ όλα αυτά, δεν θέλω να τ’ ακούω». • «Η χώρα έχασε το μυαλό της. Παραφρόνησε». • «Έπαψα να βλέπω ειδήσεις. Το παρακάνανε πια». • «Είναι όλα τόσο παλαβά, που μου φαίνεται πως μιλάνε για άλλη χώρα». • «Συμβαίνουν πράγματι όλα αυτά ή μήπως ζούμε έναν συλλογικό εφιάλτη;» • «Είναι σαν κάποιος να καταγράφει την Τουρκία με μια υπερμεγέθη κρυφή κάμερα».
32
Αυτό συμβαίνει όταν μια κοινωνία –στραγγαλισμένη από τη διά νόμου παρεμπόδιση της πολιτικής εκπροσώπησης, τη φθορά του νομικού συστήματος μέσω του τεμαχισμού του συνόλου των νόμων, την αδίστακτη φίμωση του Τύπου και την αντιτρομοκρατική νομοθεσία που καθιστά παράνομο οποιονδήποτε κατέβει στους δρόμους– τρέφεται καθημερινά από τηλεοπτικές δηλώσεις της κυβέρνησης, σε μια προσπάθεια να πείσει τους πολίτες ότι η χώρα τους διοικείται με τον καλύτερο τρόπο. Είμαστε σαν παιδιά που τα ξυλοφορτώνουν κάθε μέρα κι έπειτα τους λένε ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ. Πάνω απ’ όλα όμως, το αίσθημα που κυριαρχεί μέσα μας είναι το εξής: «Έτσι που το πάνε, θα μας τρελάνουν!» Και ακόμα περισσότερο, αν στόχος της κυβέρνησης είναι πράγματι το 2023, τότε, «το μόνο που θέλει είναι να περάσει το δικό της». Η φράση που επανέρχεται διαρκώς τον τελευταίο καιρό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει διατυπωθεί από την Τεζέρ Οζλού την εποχή του στρατιωτικού πραξικοπήματος: «Αυτή η χώρα δεν ανήκει σ’ εμάς, αλλά σε κάποιους που θέλουν να μας δολοφονήσουν». Όταν ο Ευρωπαίος αναγνώστης διαβάζει πως η Τουρκία βαδίζει ολοταχώς προς το φασισμό, μπορεί να σκεφτεί, κρίνοντας από τη δική του ιστορική εμπειρία, ότι μια τέτοια τοποθέτηση μοιάζει με έκρηξη εφήβου που κραυγάζει «αυτό πια είναι φασισμός!» όταν του λένε να βάλει τάξη στο δωμάτιό του. Και είναι πράγματι προς συζήτηση το αν αυτό προς το οποίο κατευθύνεται η Τουρκία είναι ο φασισμός. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα σχεδόν όλοι οι Τούρκοι πολίτες χρησιμοποιούν στο προφίλ τους στο Facebook την περίφημη δήλωση του ιερέα Μάρτιν Νίμελερ: «Αρχικά, ήρθαν να συλλάβουν τους σοσιαλιστές και δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν σοσιαλιστής. [...] Και τώρα δεν έχει απομείνει κανείς που θα μπορούσε να μιλήσει για μένα». «Πού θα πάει... θα έρθει κι η σειρά μου», λένε από μέσα
3 – Τουρκία – Παραφροσύνη και μελαγχολία
33
τους οι πολίτες αυτής της χώρας, διότι –παρά το γεγονός ότι τα αίτια μπορεί να μην καταγραφούν ποτέ στην επίσημη ιστορία– ακόμα και οι πλέον αδιάφοροι για τις πολιτικές εξελίξεις καταστηματάρχες και μπακάληδες της Τουρκίας πιστεύουν ότι η κυβέρνηση παρακολουθεί τα τηλέφωνά τους. Αν είναι έτσι, ποιος αποφασίζει για το μέλλον της Τουρκίας; Οι μάζες, που βλέπουν τη χώρα μέσα από το φακό του 2023, ή εκείνοι που ξυπνούν κάθε πρωί με την αίσθηση ότι ασφυκτιούν ή ότι είναι στα πρόθυρα της τρέλας; Όσοι ζούσαν στην Τουρκία με την αίσθηση ότι ασφυκτιούσαν ή ότι κινδύνευαν να χάσουν τα λογικά τους, εξεγέρθηκαν το καλοκαίρι του 2013. Όλα ξεκίνησαν όταν στον κέντρο της Κωνσταντινούπολης, και συγκεκριμένα στην πλατεία Ταξίμ, ξεριζώθηκαν μερικά δέντρα για να φτιαχτεί ένα εμπορικό κέντρο. Οι κάτοικοι όλης της χώρας, με εξαίρεση δύο πόλεις, έμειναν μέρα νύχτα στους δρόμους για εβδομάδες, διαμαρτυρόμενοι εν ονόματι και των υπόλοιπων συμπατριωτών τους που αισθάνονταν –όπως κι εκείνοι– ότι κόντευαν να τρελαθούν, αλλά και καταγγέλλοντας τις παράλογες, παραπειστικές, παράνομες και ανήθικες μεθόδους που ακολουθούσε η κυβέρνηση. Μετά την πλατεία Ταχρίρ και τη Μαδρίτη, ακριβώς όπως τα πλήθη σ’ αυτά τα μέρη, οι Τούρκοι πολίτες εξέφρασαν την αγανάκτηση και τη διαμαρτυρία τους με το γέλιο – ακόμα και όταν ένιωθαν πάνω τους την πνοή του θανάτου. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στο Γκεζί, έντεκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, περισσότεροι από οκτώ χιλιάδες συνελήφθησαν και έξι χιλιάδες οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, ενώ δεν πιάστηκε ούτε ένας από εκείνους που ευθύνονταν για τη βίαιη καταστολή της λαϊκής εξέγερσης. Παρόλο που έχουν περάσει τρία χρόνια, το φάντασμα του Γκεζί εξακολουθεί να στοιχειώνει τη χώρα. Σήμερα, το φάντασμα της διχόνοιας συνεχίζει να πλανάται όχι μόνο πάνω από την Τουρκία, αλλά και από την Αίγυπτο, την Ισπανία, την Ελλάδα και πολλές άλλες χώρες. Απαλλαγ-
34
μένη από το λεξιλόγιο και τη ρητορική της περιόδου μετάβασης από τον Ψυχρό Πόλεμο στη μονοπολική παγκόσμια τάξη, η εξέγερση παίρνει διαρκώς τη μορφή μιας ασυγκράτητης οργής σε όλους τους εξαθλιωμένους δρόμους του κόσμου. Ίσως να μην αργεί η ώρα όπου η Ταχρίρ, το Γκεζί ή η Μαδρίτη θα γίνουν θεατές μιας νέας «σιωπηλής εξέγερσης», που δεν θα έχει να πει ούτε λέξη, ούτε πρόταση, ούτε αίτημα. Ή... Ή... Andalusia reloaded.3 Δεν υπάρχει άλλη λύση από την επιστροφή στο λεξιλόγιο και στη γνώση που χρησιμοποιούν οι μάζες των φτωχών, των καταπιεσμένων και αδικημένων, όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και σε όλες τις άλλες χώρες. Για το λόγο αυτό, όλες οι εξεγέρσεις, τόσο άνωθεν όσο και κάτωθεν του Ομφαλού της Γης, στόχο πρέπει να έχουν την ενότητα. Η Ανατολή και η Δύση πρέπει να οικοδομηθούν εκ νέου στο κέντρο επαφής, που δεν είναι άλλο από την Ανδαλουσία. Στις σελίδες που ακολουθούν θα σας δοθεί η ευκαιρία να πληροφορηθείτε περισσότερα για το τι θα πει Andalusia reloaded. Αύριο... Το «αύριο» δίνει την εντύπωση ότι εμπεριέχει ένα «Ελντοράντο», σε όποια γλώσσα κι αν προφέρεται. Πάντως, όταν η λέξη προφέρεται σήμερα σε γλώσσα τουρκική, η φωνή έχει τον δυσοίωνο τόνο της φράσης «αυτή είναι η Τουρκία»...
3
Η Ανδαλουσία ξαναχτυπά.