RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 5
ΣΑΝΤΙΑΓΟ ΡΟΝΚΑΛΙΟΛΟ
ΚΑΡΦΙΤΣΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ c Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Santiago Roncagliolo, La noche de los alfileres © ©
Copyright Santiago Roncagliolo, 2017 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6197-1
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Το αναπαραγωγικό σύστημα [ 13 ]
Το μπράουνινγκ [ 83 ]
Το δικό μου σχέδιο [ 159 ]
Το υπόγειο [ 265 ]
Μια όμορφη ταινία [ 387 ]
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 8
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 9
Στις Silvia Bastos, Pilar Reyes, Marta del Riego και Edith Grossman επειδή είναι πάντα κοντά
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 10
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 11
Τώρα θα δούμε ποιος είναι εδώ Ο Νόμος R AdIO F uTuRA
Η νύχτα τελείωσε Ίσως να πρέπει Να την κοπανήσουμε χωρίς εσένα L EGIãO u RBANA
Μόλις μείνω μόνη Ο διάβολος τριγυρίζει στην ψυχή μου P.J. H ARvEY
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 12
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 13
Το αναπαραγωγικό σύστημα
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 14
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 15
Κάρλος
νο για μια στιγμή. Για μερικές μέρες. Μια δυο νύχτες. Αυτό δεν είναι τίποτα. Γύρω μας, όλος ο κόσμος ήταν πολύ χειρότερος. Είναι αλήθεια: αυτό που κάναμε δεν υπάρχει στους οδηγούς καλής συμπεριφοράς. Αν κάπου υπάρχει, είναι στις σελίδες των αστυνομικών ειδήσεων, κάπου ανάμεσα στα σεξουαλικά εγκλήματα και στις ένοπλες ληστείες. Όμως, ως ποινικολόγος, μπορώ να παραθέσω πολυάριθμα ελαφρυντικά: ανηλικότητα, αυτοάμυνα, παραγραφή του αδικήματος... Και όλα αυτά αν υπήρξε αδίκημα. Ούτε καν γι’ αυτό δεν είμαι πολύ σίγουρος. Μέσα σε μια δυο ώρες θα μπορούσα να έχω εδώ μπροστά μας μια γνωμοδότηση που να καταρρίπτει οποιαδήποτε κατηγορία. Αν και, κατ’ αρχάς, εγώ θα επέλεγα να επικαλεστώ το δικαίωμά μου να μην καταθέσω. Δεν έχω καμία διάθεση να καθίσω μπροστά σε μια κάμερα και να τα διηγηθώ όλα, σαν να ήταν μια εφηβική περιπέτεια ή μια βόλτα στην παραλία. Γιατί τώρα; Μετά από τόσο καιρό; Και γιατί να ξαναθυμηθώ όλη εκείνη τη φρίκη; Έχω περάσει τη ζωή μου προσπαθώντας να την ξεχάσω. Ξέρω, ξέρω. Δεν έχω επιλογή. Θα είναι χειρότερα άμα δεν το κάνω, σωστά;
15
Δ εν ήμασταν τέρατα. Ίσως γίναμε κάπως... ακραίοι. Και μό-
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 16
Θα μιλήσω. Θα πω ό,τι θες. Αλλά θα είναι η πρώτη και τελευταία φορά. Άντε να ξεκινήσουμε, λοιπόν. Έτσι θα τελειώσουμε και πιο γρήγορα.
Μάνου
Γ αμώτο μου, δεν ξέρω για ποιον γαμημένο λόγο πρέπει να
16
μιλήσω γι’ αυτό. Δεν έχω ανοίξει το στόμα μου για είκοσι χρόνια και δεν μου χρειάζεται ούτε και τώρα. Και πολύ περισσότερο έτσι, να τα κινηματογραφούμε όλα, σαν να είμαστε σε κανένα ριάλιτι με διάσημους σε κάποιο έρημο νησί ή στην εκπομπή με τα κουτσομπολιά της βλαμμένης της Μαγκάλι Μεδίνα.* Είσαι εντελώς τρελός, φίλε. Αυτή είναι η πιο μεγάλη ηλιθιότητα που σου ’χει κατέβει ποτέ στο κεφάλι. Εσύ είσαι ο πρώτος που θα γαμηθεί μ’ όλο ετούτο. Το ξέρεις; Θα πέσεις στα σκατά. Επειδή πας κι ανακατεύεσαι με τα σκατά. Αφού όμως έχεις σκοπό να μας αναγκάσεις, εντάξει. Δεν θα την κοπανήσω. Δεν πρόκειται να φύγω τρέχοντας. Ποτέ δεν ήμουν εγώ εκείνος που το ’βαζε στα πόδια. Μάλλον όλοι οι υπόλοιποι μαλάκες ήταν εκείνοι που έτρεχαν πίσω μου. Σαν προβατάκια. Σαν τα ποντίκια πίσω από τον φλαουτίστα του παραμυθιού. Σαν τα σπερματοζωάρια. Και, επί τη ευκαιρία, η ιστορία ξεκίνησε ακριβώς με έναν σωρό σπερματοζωάρια. Σε ένα μάθημα της δεσποινίδας Πρίνγκλιν. Στο μάθημα για το αναπαραγωγικό σύστημα. * Παρουσιάστρια κοσμικής σκανδαλοθηρικής εκπομπής, που προβλήθηκε στην περουβιάνικη τηλεόραση από το 1997 έως το 2012. Μετά από διάφορες δικαστικές περιπέτειες, το 2008 φυλακίστηκε για ένα μικρό διάστημα για δυσφήμιση.
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 17
Μόκο
Α ν η ιστορία μας ήταν ταινία, θα ήταν Οι Γκούνις. Θυμάται άραγε κανένας τους Γκούνις; Ένα κλασικό του 1985. Σκηνοθεσία Ρίτσαρντ Ντόνερ, ιστορία του Στίβεν Σπίλ-
μπεργκ και παίζει ο Τζος Μπρόλιν πριν αρχίσει ακόμα να ξυρίζεται, χε χε. Είναι η ιστορία μιας ομάδας κανονικών παιδιών, όπως εμείς, που όπου να ’ναι θα τους κάνουν έξωση. Τυχαία, όμως, βρίσκουν τον χάρτη για έναν πειρατικό θησαυρό και ξεκινούν να πάνε να τον αναζητήσουν. Ζουν ένα κάρο υπόγειες περιπέτειες. Αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν μια οικογένεια κλεφτών. Πέφτουν στις παγίδες που είχαν αφήσει αιώνες πριν οι πειρατές. Στο τέλος όμως θριαμβεύουν και ανακαλύπτουν τον θησαυρό. Έτσι ήμασταν εμείς. Οι Γκούνις του Σούρκο,* χε χε. Κι εμείς αξίζαμε μια ταινία, με μια πρώτη σκηνή, μια αρχική λήψη, με τον τίτλο τυπωμένο πάνω στην εικόνα: «Στο μάθημα για το αναπαραγωγικό σύστημα». Και μιας και δεν έχουμε τον Στίβεν Σπίλμπεργκ ούτε τον Τζος Μπρόλιν, θα πρέπει να τη φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι.
Μπέτο
* Περιοχή της Λίμα.
17
... ... ... Δεν θέλω να το κάνω αυτό. Γιατί πρέπει να το κινηματογραφήσουμε; ... Θ’ απαντήσω, αλλά μόνος. Δεν θέλω να δω μπροστά μου κανέναν όσο θα μιλάω γι’ αυτό. Ή συμφωνείς ή ξέχασέ το.
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 18
Έτσι είναι εντάξει. Κλείσε την πόρτα. ... ... Εντάξει: το μάθημα για το αναπαραγωγικό σύστημα. Αυτό είναι; Έτσι θυμάμαι. Περίπου. Ήμασταν εκεί, στο μάθημα της σεξουαλικής αγωγής, χάνοντας τον χρόνο μας και χασκογελώντας μεταξύ μας, και η καθηγήτρια μάς είπε να προσέχουμε. Και τότε ο Μάνου σηκώθηκε κι έκανε εκείνη την ηλίθια ερώτηση. Την ερώτηση για τη σύφιλη και τη γλώσσα ή τη σύφιλη και τα χείλη ή κάτι τέτοιο δυσάρεστο. Ένα από κείνα τα πράγματα που, απλώς, ήταν καλύτερα να μην τα ξέρει κανείς. Ποιος άρρωστος σκέφτεται να ρωτήσει κάτι τέτοιο;
Κάρλος
Ε
18
ν πάση περιπτώσει, μια ερώτηση ήταν. Και δεν μου φαίνεται και τόσο παράξενη. Σε τελική ανάλυση, στην τετάρτη γυμνασίου* είχαμε ακόμα πολλά να ανακαλύψουμε. Στη Λίμα του 1992 ξέραμε λίγα πράγματα για τη ζωή. Και η ζωή ήξερε λίγα πράγματα για μας. Είχαμε το ακαταλόγιστο, αν μου επιτρέπεται η νομική έκφραση. Αυτό σημαίνει ότι δεν είχαμε επίγνωση, ήμασταν ανεύθυνοι ενώπιον του νόμου και, ως εκ τούτου, μη υποκείμενοι σε τιμωρία. Θέλω να καταγραφεί αυτή η διευκρίνιση: είχαμε το ακαταλόγιστο. Στο εκκλησιαστικό σχολείο αρρένων Η Άμωμος Παρθένος, με τους ιησουίτες ιερείς να μας ποιμαίνουν, συνωστιζόμασταν γύρω στις δύο χιλιάδες επίδοξοι επιβήτορες, σαν μέσα σε μια γιγαντιαία χύτρα ταχύτητας που ξεχείλιζε ορμόνες. Είχαμε στη
* Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Περού έχει πέντε τάξεις, για παιδιά ηλικίας 12 έως 16 ετών.
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 19
* Πρωταγωνιστής σε ανέκδοτα, πολύ συχνά σεξουαλικού περιεχομένου, κάτι σαν τον Τοτό.
19
διάθεσή μας μια τεράστια έκταση, με γήπεδο ποδοσφαίρου και στίβο ολυμπιακών διαστάσεων, η περίμετρος της οποίας περιέκλειε τον μισό λόφο του Μοντερίκο. Πέρα όμως από τον τοίχο που αποτελούσε το σύνορο εκείνου του σύμπαντος δεν γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα. Ήταν επικίνδυνο να απομακρυνθεί κανείς πολύ από τη γειτονιά. Μπορεί να έπεφτες ξαφνικά σε διακοπή ρεύματος. Ή σε επιχείρηση-σκούπα. Ή σε βόμβα. Οι ασφαλείς δραστηριότητες ήταν τα σπορ στο σχολείο και η τηλεόραση στο σπίτι. Οι περισσότεροι από μας δεν ήμασταν καν ικανοί να εντοπίσουμε τη λεωφόρο Χαβιέρ Πράδο στον χάρτη. Διαδίκτυο δεν υπήρχε. Το μοναδικό θέμα που ερχόταν και επανερχόταν στις συζητήσεις μας ήταν αυτό που κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια μας. Ακόμα κι όταν δεν μιλούσαμε γι’ αυτό, τα πάντα μετατρέπονταν σ’ αυτό. Οποιαδήποτε αθώα φράση μπορούσε να φορτωθεί με απρόσμενες συνδηλώσεις. Αν έλεγες «δώσε μου το καλαμάρι», ξεπρόβαλλε πίσω σου κάποιος εξυπνάκιας που φώναζε: «Άκου τι είπε, “χώσε μου το παλαμάρι”!» Και ξεσπούσε η γενικευμένη κοροϊδία. Για να μην τραβάει κανείς πάνω του την αγέλη των πεινασμένων κουταβιών, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός με τη λέξη που χρησιμοποιούσε για οποιοδήποτε πράγμα ήταν μακρύ και αιχμηρό. Εγώ απέφευγα λέξεις όπως «μολύβι», «μαχαίρι» ή «καρότο», που μπορούσαν εύκολα να στραφούν εναντίον μου, και προσπαθούσα να τις χρησιμοποιώ εναντίον των άλλων, σαν πυροβόλο όπλο. Η δημοφιλία κάθε μαθητή μετριόταν με βάση την ποσότητα των αμφίσημων αστείων που μπορούσε να λέει. Αν και η πλειονότητα εκείνων των αστείων στην πραγματικότητα είχαν μόνο μία σημασία: «Ο Χαϊμίτο* πρέπει να μείνει να κοιμηθεί στο σπίτι της κα-
20
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 20
θηγήτριας. Στη μέση της νύχτας τής λέει: “Κυρία, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μπορώ να βάλω το δάχτυλό μου στον αφαλό σας;” Εκείνη λέει ναι αλλά αμέσως φωνάζει: “Χαϊμίτο, αυτό δεν είναι ο αφαλός μου!” Κι εκείνος απαντάει: “Μα ούτε αυτό είναι το δάχτυλό μου”». Χα, χα. Σχολικό χιούμορ. Ονειρευόμασταν σεξ. Ανασαίναμε σεξ. Για πρωινό τρώγαμε σεξ. Σε αντίθεση, όμως, με όλον εκείνο τον χώρο που κατελάμβανε το θέμα στο μυαλό μας, εκεί έξω, στην πραγματική ζωή, δεν είχαμε συγκεκριμένες εμπειρίες. Όλοι μου οι συμμαθητές ορκίζονταν πως το είχαν κάνει ήδη. Κάθε φορά όμως που κάποιος επαναλάμβανε την εμπειρία του –και την επαναλάμβαναν ασταμάτητα–, οι λεπτομέρειες άλλαζαν. Η μελαχρινή γινόταν ξανθιά. Η πόρνη, φιλενάδα. Η κρεβατοκάμαρα, αυτοκίνητο. Και αν τυχόν κάποιος το είχε κάνει πραγματικά, αποδεικνυόταν δύσκολο να γίνει πιστευτός μέσα σε εκείνη τη διαρκή αναπαραγωγή ψεμάτων. Μερικές φορές τα παιδιά επινοούσαν σεξουαλική ζωή μόνο και μόνο επειδή δεν είχαν θέμα συζήτησης. Οι ίδιες οι γυναίκες, εκτός από εκείνους που είχαν αδελφές, αποτελούσαν ένα είδος ξένο, ανεξιχνίαστο, στο οποίο ρίχναμε κλεφτές ματιές μόνο μέσα από κινηματογραφικές ταινίες και περιοδικά. (Αυτά, μάλιστα, στο σχολείο κυκλοφορούσαν και από τα δύο σε άπειρους αριθμούς, και τα περισσότερα μας τα προμήθευε ο Μόκο, ο επίσημος διακινητής πορνό στην τάξη.) Σε μια συγκεκριμένη περίσταση, στη διάρκεια κάποιων ημερών πνευματικής άσκησης, οι παπάδες μάς έφεραν κορίτσια. Προφανώς, όχι για να τα αγγίξουμε ή τίποτα τέτοιο. Τα έφεραν για να τα δούμε. Και να τους μιλήσουμε. Ήταν τέσσερα, από ένα σχολείο μεικτό. Κάθισαν μπροστά σε ολόκληρη την τάξη μας, σαν χρυσόψαρα σε ενυδρείο, και οι σχολικοί σύμβουλοι μάς ενθάρρυναν να τους κάνουμε ερωτήσεις. Κάθε μαθητής είχε δικαίωμα να διατυπώσει μία απορία:
«Τι σου αρέσει σε ένα αγόρι;» «Είχες ποτέ φίλο;» «Πώς σ’ ερωτεύτηκε;» Περάσαμε δύο ώρες εκεί, εξερευνώντας τι είναι η γυναίκα. Κρατώντας σημειώσεις. Μαζεύοντας τεκμήρια. Και την επόμενη μέρα επιστρέψαμε στα πονηρά μας αστεία και στις λέξεις-ταμπού. Τα κορίτσια, στο σχολείο μας, ήταν σαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες: πολλή κουβέντα γι’ αυτούς, αλλά διεξάγονταν πάντα σε κάποια χώρα μακρινή και το Περού δεν κέρδιζε ποτέ. Στους Ολυμπιακούς όλα τα μετάλλια τα έπαιρναν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΣΣΔ. Ανάμεσα στα κορίτσια του μικρόκοσμού μας επίσης υπήρχαν υπερδυνάμεις: το σχολείο Σαν Σιλβέστρε μονοπωλούσε τα χρυσά μετάλλια. Τα ασημένια πήγαιναν στο Βίγια Μαρία και τα χάλκινα στο Σάντα Ούρσουλα. Σε μικρή απόσταση ακολουθούσε το Βασίλισσα της Ειρήνης (γνωστό με το χαϊδευτικό «Βασίλισσες του Εύκολου Κρεβατιού»). Αν εμφανιζόσουν σε μια γιορτή μαζί με ένα κορίτσι από εκείνα τα σχολεία –ή αν τουλάχιστον επινοούσες μια αγαπημένη από εκεί– γινόσουν το είδωλο του σχολικού μας κέντρου, παράδειγμα προς μίμηση, κοινωνικό ίνδαλμα. Από κει και πέρα άρχιζε μια εκτεταμένη μεσαία τάξη όπου συνωστίζονταν το Μπελέν, το Σοφιάνουμ και μερικά ακόμη θρησκευτικά σχολεία που θεωρούνταν αποδεκτά μεν αλλά όχι και υπέροχα. Στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι της κλίμακας φιγουράριζαν το Δε Χεσούς ή το Σάντα Μαρία Εουφράσια. Αν είχες κορίτσι από κει, καλύτερα να το έκρυβες, διότι αυτά τα σχολεία βρίσκονταν έξω από τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού. Ήταν προτιμότερη μια άσχημη από το Σάντα Ούρσουλα παρά μια όμορφη από το Σάντα Μαρία Εουφράσια. Σε τελική ανάλυση, δεν είχε σημασία πώς ήταν το κορίτσι, αλλά πώς θα το έβλεπαν οι φίλοι σου. Ωστόσο, για τη μικρή μας ομάδα –τον Μόκο, τον Μπέτο κι εμένα– τίποτε απ’ αυτά δεν αποτελούσε πρόβλημα. Αγόρια σαν
21
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 21
22
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 22
εμάς ήταν εκτός κατάταξης όσον αφορά τη σωματική έλξη. Γενικώς, δεν χρειαζόταν καν να επινοούμε ανύπαρκτες συνουσίες, διότι ουδείς περίμενε μεγάλα πράγματα από μας. Αν οι γυναίκες ήταν σαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εμείς αγωνιζόμασταν στους Παραολυμπιακούς. Ίσως γι’ αυτό θυμάμαι το μάθημα για το αναπαραγωγικό σύστημα. Σαν να ήταν χθες. Στον μεγάλο μαυροπίνακα δέσποζαν τα τεράστια σχέδια ενός πέους και ενός κόλπου, το ένα δίπλα στο άλλο. Επιπλέον, υπήρχαν και επεξηγηματικά διαγράμματα και σκίτσα: ένας πλήρης χάρτης όλου του πράγματος, και του άντρα και της γυναίκας, από μέσα και από έξω. Ήταν πολύ καλύτερα από τις εξισώσεις της άλγεβρας ή τους χάρτες με τα σύνορα του Περού. Ήταν κάτι πρωτοφανές μέσα στην αίθουσα, σαν ένα ξεπαρθένεμα του πίνακα. Και εκεί, μπροστά στο σκίτσο του πέους, σαν αυτοκράτειρα μπροστά στον θυρεό της, η δεσποινίς Πρίνγκλιν. Η δεσποινίς Πρίνγκλιν είχε μια απίστευτη ικανότητα να καταφέρνει να κάνει το σεξ να ακούγεται βαρετό. Κάτι περισσότερο από ικανότητα: μια αποστολή. Ήταν αποφασισμένη να μας κόψει κάθε διάθεση να το εφαρμόσουμε στην πράξη ή έστω να το φανταστούμε καν. Μετέτρεπε οποιοδήποτε θέμα του μαθήματος σε προειδοποίηση για τους κινδύνους που συνεπαγόταν το να περνάς καλά ή ακόμα και το να ζεις. Εκείνη τη φορά προσπαθούσε να μας πείσει ότι το να πλαγιάσεις με κορίτσι ήταν τόσο ευχάριστο όσο το να γράψεις ένα διαγώνισμα στη Βιολογία. Έλεγε, με τον ίδιο τόνο στη φωνή, για όλες τις λέξεις: «Το υγρό που μεταφέρει τα σπερματοζωάρια μέχρι το πέρας του ταξιδιού τους ονομάζεται σπέρμα και παράγεται στους όρχεις, δηλαδή στο κατώτερο οπίσθιο μέρος του αντρικού αναπαραγωγικού συστήματος...» Όσο άσχημα και αν τα παρουσίαζε, η καθηγήτρια ήξερε πως κάποιοι από μας εξακολουθούσαμε να έχουμε διάθεση να
τα κάνουμε όλα αυτά. Για να το αποτρέψει, μας απειλούσε με κάθε είδους αρρώστιες, πληγές και σπυριά: «Εκτός από τον σπόρο της ζωής», έλεγε, «αυτά τα υγρά μπορούν να μεταφέρουν επίσης και τους αγγελιαφόρους του θανάτου: πράγματι, τα αποκαλούμενα αφροδίσια νοσήματα μπορούν να μεταδοθούν δι’ αυτής της οδού κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Η σύφιλη, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ένα σπυράκι στη βάλανο του πέους» –κι εδώ η δεσποινίς Πρίνγκλιν είχε δείξει μια φωτογραφία για να το κάνει σαφές–, «σε κάποια στιγμή της ιστορίας της ανθρωπότητας αντιμετωπιζόταν με εις βάθος αφαιμάξεις για τις οποίες χρησιμοποιούσαν βδέλλες, που απομυζούσαν το μολυσμένο αίμα...» Αυτό ήταν το στιλ της Πρίνγκλιν: γιατί να το κάνει ευχάριστο όταν μπορούσε να μας δείξει φλύκταινες; Το μάθημα γινόταν αφορμή για κάθε είδους αστεία –αστεία εφηβικά, βλακώδη, σαν αυτά με τον Χαϊμίτο– και όλοι μας πειραζόμασταν μεταξύ μας χαμηλόφωνα, και από αυτά τα πειράγματα ξεπήδησε η ερώτηση. Ναι. Τώρα θυμάμαι: ήταν για ένα σπυράκι που είχε ο Μπέτο. Η δεσποινίς Πρίνγκλιν μάς έδειχνε τη φωτογραφία ενός γεννητικού οργάνου με μια τεράστια φλύκταινα και ο Μπέτο είχε μια παρόμοια στο στόμα, κοντά στη γωνία των χειλιών. Πάντα ψιθυριστά, ο Μόκο είπε: «Ο Μπέτο έχει κολλήσει σύφιλη στα χείλια. Ποιον έγλειφες;» Ο Μπέτο δεν άντεχε να του μιλάνε για τα σπυράκια, τα μπιμπίκια και τις σωματικές του ατέλειες και απάντησε: «Τη μάνα σου. Και αυτηνής της την κόλλησαν στη δουλειά». Στην πραγματικότητα, ο Μόκο είχε πολύ χειρότερη ακμή απ’ ό,τι ο Μπέτο. Το πρόσωπο του Μόκο ήταν ναρκοπέδιο, μάγμα τη στιγμή της έκρηξης. Οπότε κι εγώ του είπα: «Αν είναι έτσι, τότε εσύ θα πρέπει να έκανες όργιο». Δεν είμαι σε θέση να θυμηθώ αν ήταν αυτά ακριβώς τα λό-
23
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 23
24
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 24
για μας. Εν πάση περιπτώσει, αυτό ήταν το συνηθισμένο επίπεδο του διαλόγου μας. Και μας φαινόταν ιδιοφυής. Μιλούσαμε όλη τη μέρα γι’ αυτό που δεν είχαμε. Γελάσαμε λίγο ακόμα, ανταλλάξαμε μερικά αστεία μεταξύ μας οι τρεις και τότε σε κάποιον από τους τρεις κατέβηκε η ιδέα: «Κι αν σου τη γλείψουν; Μπορεί να σε κολλήσουν σύφιλη αν σου γλείψουν το πουλί;» Η Πρίνγκλιν συνέχιζε να μιλάει για βδέλλες ή για μύκητες – όχι για AIdS· τότε, το AIdS ήταν για μας ακόμη κάτι που πάθαιναν μόνο τραγουδιστές και αστέρες του σινεμά. Κι εμείς, για πρώτη φορά, νιώθαμε μια νόμιμη επιστημονική περιέργεια, είχαμε κάποια κλινική αμφιβολία. Όμως δεν υπήρχε περίπτωση να προφέρουμε μεγαλόφωνα ερώτηση που να περιέχει τις λέξεις «γλείφουν το πουλί». Τα μαθήματα δεν γίνονταν για να ρωτάμε ό,τι μας κατέβαινε στο τσερβέλο. Ήταν πολύ πιο ασφαλές –και πιο διασκεδαστικό– να κάνουμε εικασίες μεταξύ μας. Οπότε συνεχίσαμε τους ψιθύρους και τα γελάκια μας. Η απάντηση στο ερώτημα ήταν το λιγότερο. Το αστείο ήταν να το διατυπώσεις. Ξανά και ξανά. Πώς θα ακουγόταν με το στόμα πρησμένο από το σπυρί; Και με το χείλος πρησμένο; Πώς ρωτάς τη νοσοκόμα όταν η γλώσσα σου δεν χωράει στο στόμα; «Κνστηγλψν; Μπρεινσκλσνσφλανσγλψντπλι;» Ήταν διασκεδαστικό. Μέχρι που, προφανώς, η δεσποινίς Πρίνγκλιν μάς πήρε χαμπάρι: «Κάποιο σχόλιο γενικού ενδιαφέροντος σχετικά με την αναπαραγωγή ή τη μετάδοση των αφροδίσιων νοσημάτων, νεαροί μου;» επιτέθηκε με εκείνη τη φωνή του γύπα που έβγαζε ακριβώς πριν δαγκώσει. «Σας βλέπω πολύ ενθουσιασμένους με το θέμα». Δεν θυμάμαι αν η δεσποινίς Πρίνγκλιν ήταν ψηλή ή κοντή. Στην πραγματικότητα, δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμη. Και, παρ’ όλα αυτά, έτσι όπως τη βλέπαμε σκαρφαλω-
μένη στην έδρα από το υπέδαφος των δεκαπέντε μας χρόνων, έμοιαζε με γίγαντα. Υποθέτω πως βοηθούσε και η ατμόσφαιρα. Όταν η δεσποινίς Πρίνγκλιν σού απευθυνόταν στο μάθημα με σαρκαστικό τόνο, γύρω σου έπεφτε σιωπή και τα βλέμματα των σαράντα συμμαθητών σου, που ήταν τα βλέμματα του κόσμου, συγκεντρώνονταν στο πρόσωπό σου που είχε κοκκινίσει. Αυτηνής της φύτρωναν φτερούγες νυχτερίδας, μπότες αφέντρας και ένα μαστίγιο, ενόσω εμείς παρακαλούσαμε να μας καταπιεί η γη. Και η γη μάς άφηνε στην τύχη μας. «Εγώ...» είπε ο Μόκο. «Εεεεεε...» είπε ο Μπέτο. «Αυτός...» πρόσθεσα εγώ, έχοντας παραλύσει όπως και οι άλλοι από τον πανικό. «Λέτε αστεία για τ’ αφροδίσια νοσήματα;» ρώτησε εκείνη με φωνή λαρυγγική, με την μπότα ήδη πάνω στον λαιμό μας. «Πείτε τα μας πιο δυνατά. Για να γελάσουμε όλοι». Για να γελάσουμε όλοι. Ποτέ δεν σου κατάφερνε τη μαχαιριά κατευθείαν. Προτιμούσε να πετάει το σώμα σου στα πιράνχας τους συμμαθητές σου. Μπλεκόσουν στο ίδιο σου το δίχτυ και πνιγόσουν, σαν γιγαντιαίος τόνος, ανίκανος να κινηθείς άλλο, καθώς εκείνα σε καταβρόχθιζαν. Περιμέναμε καρτερικά να υποστούμε αυτόν τον αργό και σκληρό θάνατο, πεισμένοι ότι δεν είχαμε σωτηρία, όταν συνέβη το τελευταίο πράγμα που περιμέναμε: ένα πιράνχας πέρασε στην πλευρά μας. Μέχρι εκείνη τη μέρα, ο Μάνου δεν μιλούσε πολύ. Ήταν καινούργιος στο σχολείο και δεν είχε πολλές σχέσεις με τους υπόλοιπους. Ήταν από τους δικούς μας, επειδή οι δικοί μας ήταν ακριβώς εκείνοι που δεν είχαν πολλές σχέσεις με τους υπόλοιπους. Στην αρχή, τα πιο δυνατά παιδιά της τάξης είχαν προσπαθήσει να τον ταπεινώσουν λίγο, το κανονικό, αλλά στην πρώτη απόπειρα –από τον αρχηγό της ομάδας του ποδοσφαίρου, μά-
25
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 25
26
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 26
λιστα– ο Μάνου είχε απαντήσει με ένα χέρι ξύλο. Δυο μπουνιές στη μούρη, χωρίς ίχνος φόβου. Μια κλοτσιά στο στομάχι. Δεν μας έδωσε καν τον χρόνο να φωνάξουμε «καβγάς, καβγάς!». Ο ποδοσφαιριστής κατέληξε με ένα μάτι μαυρισμένο και τη μύτη βουτηγμένη στο αίμα. Από τότε και ύστερα, κανένας δεν είχε αποπειραθεί να ενοχλήσει τον Μάνου... ούτε να του μιλήσει. Και, παρ’ όλα αυτά, εκείνη τη φορά στο μάθημα για το αναπαραγωγικό σύστημα, όταν ο Μόκο, ο Μπέτο κι εγώ θεωρούσαμε πως ήμασταν χαμένοι, χωρίς να ξέρουμε τι να απαντήσουμε, ο Μάνου σηκώθηκε όρθιος. Το έκανε σχεδόν σε αργή κίνηση. Στην αρχή σκέφτηκα πως ήθελε να πάει στην τουαλέτα. Μετά θεώρησα πως θα μας κατηγορούσε. Ακόμα κι όταν μίλησε, άργησα να χωνέψω πραγματικά αυτό που είπε: «Εγώ έφταιγα», παραδέχτηκε. Δεν αιφνιδίασε μόνο εμάς. Ένας ψίθυρος κατάπληξης απλώθηκε στην αίθουσα. Η ομολογία ήταν κάτι πρωτοφανές στη σχολική μας εμπειρία. Πριν από μια δυο βδομάδες, όταν είχαν κλέψει το ρολόι του Κουαδράδο Γκόμες, μας είχαν τιμωρήσει και τους σαράντα, τρεις ώρες μετά τα μαθήματα όρθιους στην αυλή, και κανένας δεν κάρφωσε κανέναν. Πόσο μάλλον να ομολογήσει. Και το να ομολογήσει κανείς ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει ήταν κάτι από άλλον κόσμο. Η δεσποινίς Πρίνγκλιν σήκωσε ένα φρύδι και έστρεψε το βλέμμα, δύσπιστη μπροστά στη θυσία αλλά πεινασμένη για καινούργιο θύμα, ένα θύμα που ριχνόταν στη φωλιά της πρόσχαρα και με τη θέλησή του. «Τότε θα μπορείτε εσείς να μου πείτε το αστείο», τον καλοδέχτηκε, δηλητηριώδης. «Εγώ...» – εκείνη τη στιγμή ο Μάνου δίστασε. Ή έτσι νόμισα εγώ. Τώρα ξέρω ότι το απολάμβανε. Δημιουργούσε προσ-
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 27
δοκίες, για να ακούσουν όλοι αυτό που επρόκειτο να πει. «Εγώ είχα μια απορία. Έκανα μια ερώτηση στους συμμαθητές μου. Γι’ αυτό γέλασαν». Η Πρίνγκλιν απόλαυσε τη γεύση από το φρέσκο αίμα. Όλο αυτό θα ήταν πιο εύκολο απ’ όσο περίμενε: «Οι ερωτήσεις, κύριε Μπατάλια, γίνονται μεγαλόφωνα. Είμαι βέβαιη πως όλη η τάξη θα χαρεί να μοιραστεί τη γνώση και να ικανοποιήσει την περιέργειά της». Ο Μάνου κατένευσε και άρχισε: «Ήθελα να μάθω...» Ο καημένος ο Μάνου ήταν καινούργιος, δεν ήξερε σε τι εξέθετε τον εαυτό του. Δική μας υποχρέωση ήταν να τον εμποδίσουμε να μπει στο ναρκοπέδιο. «Μην το κάνεις...» ψιθύρισε ο Μπέτο, αλλά ο Μάνου ούτε καν έστρεψε το βλέμμα. «Τουλάχιστον χρησιμοποίησε τον επίσημο όρο», μουρμούρισα εγώ. «“Πεολειχία”, πες “πεολειχία”». «Άι στον διάβολο», είπε ο Μόκο, κυρίως προς τον εαυτό του. «Θα το κάνει στ’ αλήθεια». Θα το έκανε. Ο Μάνου φόρτωσε τις μπαταρίες του και, χωρίς άλλη εισαγωγή, έκανε την ερώτηση. Με όλες της τις λέξεις.
Μάνου
Προφανώς και ήμουν εγώ αυτός που έκανε την ερώτηση, αυτός που τη σκέφτηκε και την είπε με δυνατή φωνή. Εκείνοι οι καθυστερημένοι δεν ήταν ικανοί να επινοήσουν τίποτε από μόνοι τους. Επιπλέον, εγώ είχα ένα σχέδιο. Ήθελα να με αποβάλουν. Εκστόμισα την ερώτηση με τα όλα της, μαλάκα μου, με έμ-
27
Γ αμώ την πουτάνα μου, και βέβαια, ρε φίλε!
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 28
φαση στη λέξη «πουλί» για να κάνω τη γριά να βγει από τα ρούχα της για τα καλά. Ήθελα να δω οργή. Κατευθείαν κόκκινη κάρτα. Αποβολή διά παντός. Ήθελα ένα πιστοποιητικό που να λέει: προς θλίψη των οπαδών του, ο Μάνου Μπατάλια δεν θα ολοκληρώσει την τάξη. Μόνο που, ακριβώς την ώρα που μιλούσα, ο ηλίθιος ο Κάρλος φταρνίστηκε. Το έκανε επίτηδες, για να αποσπάσει την προσοχή, για να μη με ακούσει. Ήταν το πιο δυνατό φτάρνισμα στην ιστορία. Και μετά χτύπησε το κουδούνι. Εκείνη τη μέρα δεν με απέβαλαν. Κρίμα. Σε τελική ανάλυση, όλα θα είχαν πάει καλύτερα αν με είχαν πετάξει έξω. Δεν θα είχαμε κάνει... Τέλος πάντων, δεν θα είχε συμβεί... αυτό που συνέβη μετά.
Μόκο
28
Χ
ε , χε. Ο Μάνου είχε γερά μπαλάκια. Αυτό, μάλιστα, οφείλω να του το αναγνωρίσω. Βιδωμένα στο σώμα. Και καλυμμένα με τεφλόν ή ίσως με εκείνο το άφθαρτο υλικό με το οποίο είχαν κατασκευάσει τον Εξολοθρευτή. Ουάου. Τα μπαλάκια του Εξολοθρευτή. Ή του Γκοντζίλα. Ή του Χαλκ. Έπρεπε να υπάρχει μια λίστα στο Facebook με τα δέκα πιο ανθεκτικά ζευγάρια αρχίδια στις ταινίες με τέρατα. Και αν ο Μάνου είχε κάνει μια ταινία με εισβολή εξωγήινων, σίγουρα θα ήταν στη λίστα. Χρειάζονται αχαμνά από ατσάλι για να προκαλέσεις την αποβολή σου από το σχολείο χωρίς να διστάσεις. Το μόνο που εγώ δεν καταλάβαινα ήταν το εξής: γιατί ήθελε να τον αποβάλουν; Κανένας δεν το θέλει αυτό. Έτσι δεν είναι;
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 29
Μπέτο
29
Ο
Μάνου με εντυπωσίασε. Πώς το έκανε αυτό. Να σηκωθεί και να πει αυτό που δεν τολμούσε κανένας να πει. Μόνο και μόνο επειδή είχε το θάρρος να το κάνει. Είχε τόλμη. Αυτό μου άρεσε. Όταν ένα παιδί κάνει τόσες προσπάθειες για να αποδείξει πως είναι σκληρό αντράκι, αυτό μπορεί να σημαίνει ένα πράγμα και μόνο: ότι είναι πολύ εύθραυστο. Όλοι μας ήμασταν. Σαν ανθοδοχεία σε ένα τραπέζι που ταλαντεύεται, ήμασταν έτοιμοι να πέσουμε και να σπάσουμε. Κι εγώ ήμουν ο πιο αδύναμος. Εγώ ήμουν ένα βάζο από πορσελάνη. Μακάρι να ήμουν κι εγώ τόσο θαρραλέος. Εκείνη την εποχή εγώ ήμουνα μουγγός. Προσπαθούσα να μη μιλάω με κανέναν. Επειδή μιλάω έτσι. Επειδή είμαι ευαίσθητος. Τίποτε παραπάνω. Εγώ ήμουν ο θηλυπρεπής, ο πούστης, ο γυναικωτός, η πεταλουδίτσα, ο ξεκωλιάρης, το πουτανάκι, ο γκέι. Όλες οι τάξεις είχαν έναν. Κάποιον που έκανε «κοκοράκια» όταν διάβαζε. Κάποιον που μιλούσε πιο μειλίχια από τους υπόλοιπους, χωρίς να λέει «μαλάκα» κάθε τρεις λέξεις. Κάποιον που αποτελούσε καλό στόχο για κοροϊδίες. Ήταν αποδεκτό να είναι κανείς κλέφτης, δολοφόνος ή εγκληματίας. Αλλά αδελφή, με κανέναν τρόπο. Εγώ είχα πια συνηθίσει. Στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής, μια ομάδα από κολλητσίδες πήγαιναν πίσω μου μιμούμενοι τον τρόπο που έτρεχα. Ή κορόιδευαν το πώς πηδούσα όταν έπαιζα βόλεϊ. Μερικές φορές, όταν πήγαινα στην τουαλέτα, έβλεπα το όνομά μου με πέη σκιτσαρισμένα πάνω του. Αν έπρεπε να ανέβω να μιλήσω δημόσια, οι συμμαθητές μου άρχιζαν να σφυρίζουν και να κράζουν σαν να έκανα στριπτίζ. Κάποια φορά μου γέμισαν όλο το θρανίο με σκιτσάκια πορνό
30
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 30
φτιαγμένα με κραγιόν για τα χείλη. Πράγματα που φαίνονταν σε όλους πολύ διασκεδαστικά. Εγώ όμως ήξερα πως δεν έπρεπε να αντιστέκομαι. Αν αντιστεκόμουν σήμαινε να παλέψω. Κι αυτό ήταν χειρότερο. Τον Απρίλιο είχα προσπαθήσει να αντιμετωπίσω τον Ρίκι Μπάκα, έναν νταή από το πέμπτο τμήμα. Ο Ρίκι είχε βαλθεί να με παρενοχλεί («Μπετίτο, μήπως να μου πάρεις ένα τσιμπουκάκι; Έλα, δώσε ένα φιλάκι στον θείο») κι εγώ είχα θελήσει να του απαντήσω με ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα. Ούτε καν τον άγγιξα. Στην πραγματικότητα, από τη φόρα, παραλίγο να πέσω κάτω μόνος μου. Για απάντηση, ο Ρίκι έβγαλε το αθλητικό του φανελάκι και άρχισε να μου ρίχνει καμτσικιές στο πρόσωπο. Παραλίγο να μου βγάλει το μάτι. Όταν εγώ προσπαθούσα να του ανταποδώσω τα χτυπήματα, δεν κατάφερνα καν να τον πετύχω. Κάθε φορά όμως που γύριζα, ήταν εκεί, αυτός και το καταραμένο του το φανελάκι να με ταρακουνάνε. Και γύρω μας ήταν οι πάντες να ουρλιάζουν «καβ-γάς! καβ-γάς!». Παρακινώντας μας. Σαν δύο ουραγκοτάγκους μέσα σε κλουβί. Μετά από εκείνη τη μέρα, με το που χτυπούσε το κουδούνι, εγώ πήγαινα κατευθείαν στη βιβλιοθήκη. Κάποιες φορές περνούσα όλο το διάλειμμα μόνος ή συζητώντας με τη βιβλιοθηκάριο. Άλλες φορές έρχονταν παρέα κι ένας δυο άλλοι εξόριστοι από την αρρενωπότητα, με το κολατσιό τους. Αποτελούσαμε ένα θλιβερό τσάι κυριών, αν και τουλάχιστον ήμασταν ασφαλείς από τους βάρβαρους τους συμμαθητές μας, που στην πλειονότητά τους δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους στη βιβλιοθήκη. Εκείνη τη μέρα, όμως, μετά το μάθημα για το αναπαραγωγικό σύστημα, δεν μπόρεσα να σχολάσω όπως συνήθως. Δεν μπορούσα να φύγω μακριά από τον Μάνου. Ούτε ο Μόκο και ο Κάρλος μπόρεσαν να αντισταθούν στη γοητεία του. Μείναμε και οι τρεις μαζί του. Έπρεπε να του δεί-
ξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Μας είχε σώσει. Μ’ εκείνη την ερώτηση για τη σύφιλη, έβαλε τον εαυτό του για δόλωμα. Είχε προσφέρει τον εαυτό του θυσία ακριβώς τη στιγμή που η Πρίνγκλιν ετοιμαζόταν να κάνει κάθετη εφόρμηση στα κεφάλια μας. «Τι θάρρος! Ε;» είπε ο Μόκο. «Γιατί το έκανες αυτό;» «Γιατί μου έκανε κέφι, ρε μαλάκα», εξήγησε ο Μάνου. «Αν συνεχίσεις έτσι, θα σε διώξουν από το σχολείο με τις κλοτσιές», τον προειδοποίησα. Και το έκανα στα σοβαρά. Γιατί δεν ήθελα να συμβεί αυτό. «Μ’ έχουν ήδη διώξει από τέσσερα σχολεία, ρε βλάκα», απάντησε με περηφάνια. «Έχω συνηθίσει». Τέσσερις αποβολές. Ήταν σαν να έχει κανείς ποινικό μητρώο. Σαν να ’χει τατουάζ μαχαίρια στα μπράτσα. Αποφάσισε να μπει στις τουαλέτες να καπνίσει και πήγαμε όλοι μαζί του. Δεν μας προσκάλεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να μην είμαστε δίπλα του. Είχαμε μετατραπεί σε πλανήτες σε τροχιά γύρω του. Κλειστήκαμε σε μια τουαλέτα κι εκείνος έβγαλε ένα τσιγάρο Πρεμιέρ. Ήταν η πιο αηδιαστική μάρκα στην αγορά. Σ’ αυτόν όμως μύριζε σαν κολόνια. Σαν Ντρακάρ Νουάρ, το γλυκερό και κολλώδες άρωμα που φορούσαμε εμείς οι έφηβοι. Όσο καπνίζαμε, σχολιάσαμε το θέμα της ημέρας: τη σύφιλη. «Ε, λοιπόν, πόσο θα ήθελα να κολλήσω», αναστέναξε ο Μόκο, που ήταν ο πιο έκφυλος απ’ όλους. «Μα είσαι εντελώς κτήνος, ρε Μόκο», απάντησε ο Κάρλος. «Είναι αρρώστια!» «Και;» επέμενε ο Μόκο. «Την αρρώστια τη θεραπεύεις, αλλά η στιγμή που την κολλούσες άξιζε τον κόπο». «Επιβεβαιώθηκε: είναι βλάκας», έβγαλε τη διάγνωση ο Μάνου, ρουφώντας τον καπνό με ένταση, με το τσιγάρο ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη, σαν να ήταν τσιγάρο με μαριχουάνα. «Ναι, λες κι εσείς δεν θέλετε», υπερασπίστηκε τον εαυτό του
31
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 31
32
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 32
ο Μόκο. «Είστε εξίσου παρθένοι όσο κι εγώ. Σίγουρα περνάτε τη νύχτα τραβολογώντας το πετσάκι σας». Ο Μόκο ήταν ζωντανή βιβλιοθήκη πρόστυχων εκφράσεων. Εγκυκλοπαίδεια εφηβικού λεξιλογίου. Πρέπει να γνώριζε διακόσιους τρόπους για να πει τη λέξη «αυνανίζομαι». «Τραβάω το πετσάκι» ήταν μόνο ένας από αυτούς. Ο Κάρλος, από την πλευρά του, προσπάθησε να πουλήσει μούρη με τα δικά του όπλα, λίγο πιο ενήλικα: «Εγώ τουλάχιστον έχω ένα γκομενάκι. Το μόνο που χρειάζεται είναι να την πείσω». «Μα προφανώς, να την πείσεις, τι εύκολο!» κορόιδεψε ο Μόκο. «Και μετά εγώ είμαι ο βλάκας». «Θα το καταφέρω», επέμεινε ο Κάρλος, σίγουρος για τον εαυτό του. «Αλλά σιγά σιγά». «Ναι, αλλά πολύυυυυυυυυυ σιγά σιγά, μαλάκα», χλεύασε ο Μάνου. «Εσύ το έχεις κάνει ποτέ;» τον ρώτησα εγώ. «Προφανώς!» απάντησε ο Μάνου προσβεβλημένος. Δεν το είχε κάνει ποτέ στην άθλια ζωή του. Ήταν προφανές. Πράγματι, όμως: σου περνούσε το τσιγάρο με χειρονομία ώριμου εγκληματία, ψημένου σε χίλιες μάχες. Προσπάθησα να μη βήξω καθώς εκείνος ο βρομερός καπνός μού έγδερνε τον λαιμό. Εγώ δεν κάπνιζα. Ήμουν εκεί απλώς και μόνο επειδή δεν μπορούσα να βρίσκομαι σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. «Εγώ δεν το έχω κάνει ποτέ», παραδέχτηκα. «Και μετά από αυτό το μάθημα, όταν το κάνω, θα βάλω οχτώ προφυλακτικά. Δεν θέλω να καταλήξω με ένα τέτοιο σπυρί στο πέος». Το είχα πει δυνατά, με φωνή βαριά, για να ακουστώ αρρενωπός. Ήταν όμως ανώφελο. Το υποσυνείδητό μου με πρόδιδε. Τα κακά παιδιά του σχολείου δεν έλεγαν «πέος». «Φτάνουν τα σπυράκια που έχεις στη μάπα», κορόιδεψε ο Μόκο, που κατά τα φαινόμενα είχε να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη πολύ πριν από το δημοτικό.
Γελάσαμε όλοι. Το να γελάμε μας έκανε να νιώθουμε ισχυροί. Γελούσαμε όλη την ώρα, ακόμα και χωρίς να ξέρουμε καλά καλά γιατί. Όλοι εκτός από τον Μάνου, που δεν το χρειαζόταν. Αυτός ήταν θυμωμένος και συνέχιζε να είναι κολλημένος στο θέμα της Πρίνγκλιν: «Αυτή η σκατόγρια μας τα λέει όλα αυτά για τις αρρώστιες επειδή αυτήν δεν την πηδάει κανένας», αποφάνθηκε. «Αν δεν ήταν τόσο άσχημη, εγώ πολύ θα γούσταρα να την είχα μπροστά μου, για να της δείξω τι κάνει ένας αληθινός άντρας και να την ακούσω να βογκάει “ααααχ, Μάνου, κι άλλο, κι άλλο, ναιιιιι”...» Ο Μάνου ήταν αστείος έτσι όπως παρίστανε το πήδημα με τη δεσποινίδα Πρίνγκλιν. Έκανε πως την καβαλικεύει, τη μαστιγώνει, πως χορεύει σάμπα μαζί της, και όλα αυτά στον περιορισμένο χώρο της τουαλέτας, με μας γύρω του να προσπαθούμε να μην ξεσπάσουμε σε γέλια. «Αχ, Μάνου, αχ, μπαμπάκα, δώσ’ μου κι άλλο...» έλεγε μιμούμενος τη φωνή της. Και όλοι τον εμψυχώναμε στο φανταστικό του πήδημα, έτσι μαγεμένοι καθώς ήμασταν απ’ αυτόν, την επινοητικότητα και τη δύναμή του. Και τότε ακούστηκε η αληθινή φωνή της δεσποινίδας Πρίνγκλιν. Ήταν η μοναδική φωνή που ηχούσε χειρότερα από τη μίμησή της. Πιο διαπεραστική. Πιο στριγκή. Μοιάζοντας περισσότερο με ουρλιαχτό ύαινας. Και πολύ κοντινή. Υπερβολικά. Ακριβώς στην άλλη πλευρά της πόρτας. «Κύριε Μπατάλια!» είπε εκείνη η φριχτή γυναίκα, «χαίρομαι που ενδιαφέρεστε να με δείτε. Διότι έχω κι εγώ μια συνάντηση σε εκκρεμότητα μαζί σας. Βγείτε από κει τώρα αμέσως! Και φέρτε μαζί και τα φιλαράκια σας!» Τώρα, όντως, τα είχαμε καταφέρει. Τώρα πια είχαμε πρόβλημα. Παρ’ όλα αυτά, πριν ανοίξει την πόρτα, ο Μάνου έκλεισε
2 – Καρφίτσες στην άμμο
33
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 33
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 34
τη σεξουαλική του παράσταση με μια δυο χειρονομίες ακόμη. Και επανέλαβε χαμηλόφωνα: «Αχ, Μάνου, αχ, μπαμπάκα, κι άλλο...» Εμένα μου στάθηκαν όλα μαζί στον λαιμό: το γέλιο, ο φόβος και ο βήχας. Αυτό το παιδί ήταν γενναίο, σχεδόν από άλλο κόσμο.
Κάρλος
34
Ε γώ είχα στ’ αλήθεια κορίτσι. Δεν το επινοούσα. Δεν ήταν φουσκωτή κούκλα. Ήταν γυναίκα με σάρκα και οστά. Μπορούσα να φέρω στοιχεία. Μπορούσα να αποδείξω την ύπαρξή της μπροστά σε ένα σώμα ενόρκων. Λεγόταν Παμέλα, ένα όνομα απαλό σαν αφράτο κρεβάτι. Κι εγώ είχα πραγματικά προχωρήσει κάπως μαζί της. Ένα χέρι στη μέση, σχεδόν εκεί που τελείωνε η πλάτη. Ένα φιλί στον λαιμό, σχεδόν εκεί που άρχιζε η καμπύλη του στήθους. Αλλά όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Τη μέρα του μαθήματος για το αναπαραγωγικό σύστημα, όταν μας έπιασε να καπνίζουμε στην τουαλέτα, η Πρίνγκλιν εξαπέλυσε εναντίον μας ένα ατελείωτο κήρυγμα γύρω από κάτι που είχε σχέση με την πειθαρχία, τον σεβασμό προς τους καθηγητές και τις βλαβερές επιπτώσεις του καπνού στην υγεία. Στο τέλος, κάλεσε τους γονείς μας για να πραγματοποιήσουν μια συνάντηση στο σχολείο, την ώρα του σχολάσματος. Υποτίθεται ότι εγώ έπρεπε να περιμένω στο σπίτι, μετανοώντας για τις πράξεις μου. Αντί γι’ αυτό, έτρεξα να βρω την Παμέλα στη δουλειά της. Ήμουν σε υπερδιέγερση. Για πρώτη φορά είχα κάτι να διηγηθώ. Μια περιπέτεια. Και την άφησα να ξεχυθεί από μέσα μου ολόκληρη. Έως που υπερέβαλα και λίγο. «Κάπνιζες στις τουαλέτες;» ρώτησε η Παμέλα μόλις ολοκλήρωσα την ιστορία, γεμάτη θαυμασμό μπροστά στη γενναιότη-
τά μας. «Αν εμένα με βρουν να καπνίζω στις τουαλέτες του σχολείου, η μαμά μου θα με τιμωρεί για όλη μου τη ζωή». Ακόμα είναι σαν να τη βλέπω. Φορούσε στολή σερβιτόρας, πορτοκαλί με φωσφορίζον κίτρινο, με τα στηθάκια σφιγμένα πίσω από την ποδιά και τα μαλλιά μαζεμένα σε αλογοουρά, κάτω από ένα γείσο με τον λογότυπο του μαγαζιού. Εγώ είχα αποφύγει τις λεπτομέρειες για τα «Αχ, Μάνου, αχ, μπαμπάκα, δώσ’ μου κι άλλο», τις οποίες θεωρούσα περιττές. Και τώρα, καθώς απολάμβανα το μιλκσέικ μου, φτιαγμένο από γάλα σκόνη από την εθνική επιχείρηση βιομηχανικών καταναλωτικών προϊόντων, συνέχισα να παριστάνω τον γενναίο: «Μας επέπληξαν και θέλουν να μιλήσουν με τους γονείς μας. Τώρα που μιλάμε, οι δικοί μου είναι στη συνάντηση. Δεν με νοιάζει, όμως» – και εδώ πήρα το σκληρό μου ύφος και χτύπησα στο τραπέζι τον πάτο του ποτηριού του μιλκσέικ μου. «Εμένα δεν θα μου πει κανείς τι να κάνω». Εκείνη χαμογέλασε, με εκείνο το χαμόγελό της που μπορεί να ήταν είτε θαυμασμού είτε σαρκασμού και που εμένα με τρέλαινε. Μου έπιασε το χέρι: «Δεν θέλω να σε τιμωρήσουν», είπε. «Γιατί τότε δεν θα έρχεσαι». «Εγώ πάντα θα έρχομαι. Τρελαίνομαι για χάμπουργκερ». Η Παμέλα δούλευε στην επιχείρηση του θείου της: το χαμπουργκεράδικο McRonald’s. Μη γίνει σύγχυση με το Mc donald’s: παρά τα παιδικά του παιχνίδια, τα McΜενού του και τα κίτρινα Μ με τα βουναλάκια, το McRonald’s ήταν εθνική πατέντα. Εκείνα τα χρόνια, το Περού ήταν χώρα δεύτερης κατηγορίας, χωρίς φραντσάιζ, αλυσίδες φαστ-φουντ, παπούτσια Nike και παιχνίδια του Star Wars. Αν είχες κάτι τέτοιο, ήταν επειδή κάποιος από τους γονείς σου σού το είχε πάρει από το Μαϊάμι. Και αν οι γονείς σου πήγαιναν στο Μαϊάμι –ή, ακόμα καλύτερα, αν εσύ πήγαινες στο Μαϊάμι ή στο Ορλάντο και έβγαζες μια φωτογραφία με τον Μίκι Μάους–, σήμαινε ότι η οι-
35
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 35
36
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 36
κογένειά σου είχε υψηλή κοινωνική θέση και ότι θα μπορούσες να ελπίζεις σε κορίτσι από το Σάντα Ούρσουλα. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως ήταν η δική μου, η μοίρα σου ήταν να καταναλώνεις τα εθνικά προϊόντα, δηλαδή παπούτσια Μike, παιχνίδια από το Star Μars και χάμπουργκερ από το McRonald’s του Σούρκο. Ο ιδιοκτήτης –ο θείος της Παμέλα– μας επιτηρούσε με την άκρη του ματιού του από το ταμείο. Μετά πέρασε από δίπλα μας, χωρίς καν να με κοιτάξει, και ρώτησε την ανιψιά του: «Everything OK;» «Fine», είπε η Παμέλα. «Just talking». Ο θείος λεγόταν Ρονάλντο και θαύμαζε οτιδήποτε αμερικάνικο. Είχε περάσει τα νιάτα του στην Καλιφόρνια, ένιωθε γοητεία για οτιδήποτε στα αγγλικά και μιλούσε διαρκώς αυτή τη γλώσσα, προφέροντάς την σαν να μασούσε τσίχλα. Το McRonald’s ήταν το μεγάλο προσωπικό του σχέδιο: μια ξεδιάντροπη αντιγραφή του αμερικάνικου αυθεντικού, με ίδιο σχέδιο, ίδιο μενού και τον ίδιο κλόουν για διαφήμιση (ο Ρονάλντο μεταμφιεσμένος)· εν ολίγοις, ένας φόρος τιμής σε όλον εκείνο τον πρώτο κόσμο που μας ήταν απαγορευμένος αλλά που τον γνωρίζαμε από την τηλεόραση. Όταν ο θείος απομακρύνθηκε, η Παμέλα κι εγώ μείναμε σιωπηλοί για πολλή ώρα. Ήταν φυσιολογικό. Δεν είχαμε πάντα θέμα συζήτησης. Μερικές φορές περνούσαμε ακόμα και μισή ώρα χωρίς να μιλήσουμε, νευρικοί, προσπαθώντας να σκεφτούμε κάτι να πούμε. «Κι εσύ πώς είσαι;» είπα, για να γεμίσω το κενό. «Είχες πολλή δουλειά;» Κοιτάξαμε γύρω μας. Η ερώτηση ήταν ηλίθια. Δεν υπήρχε ψυχή στο μαγαζί. Το 1992, εν μέσω των οικονομικών μέτρων και της ανασφάλειας, δεν υπήρχε ψυχή πουθενά. «Έρχομαι εδώ για να μην είμαι σπίτι», απάντησε. «Μισώ το σπίτι μου».
Πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά της, αφήνοντας να λάμψουν δύο σπυράκια στο μέτωπό της. Δύο σπυράκια όμορφα. Σύμφωνα με τα επίσημα στάνταρ, η Παμέλα δεν ήταν ιδιαίτερα ωραία. Πληρούσε τη βασική προϋπόθεση να είναι λευκή και να έχει μαλλιά καστανά (με λίγη καλή θέληση θα μπορούσε να είναι ξανθιά). Όμως οι μάλλον γεματούλες καμπύλες της –αυτή η λεκάνη που ελαφρώς ξεχείλιζε, εκείνα τα μάγουλα που έμοιαζαν με δυο μήλα– ξέφευγαν από τον κανόνα μας, τον οποίο καθόριζαν περιοδικά όπως το Playboy. Γι’ αυτό και δεν την παρουσίαζα ακόμα στους φίλους μου. Η ομορφιά, στον κόσμο μας, ήταν ζήτημα συναίνεσης. Οι φίλοι σου την καθαγίαζαν με τα εγκώμιά τους ή την ενταφίαζαν με τις κριτικές τους, που μπορούσαν να γίνουν εξαιρετικά σκληρές. Και αν όλοι σου οι φίλοι θεωρούσαν ότι το κορίτσι σου ήταν άσχημο, το κορίτσι σου ήταν άσχημο, τελεία και παύλα. Ν’ αλλάξεις αγαπημένη ήταν πιο εύκολο από το ν’ αλλάξεις ζωή. «Σχολάς νωρίς σήμερα;» ρώτησα. Η Παμέλα κοκκίνισε. Ήξερε τι σήμαινε αυτή η ερώτηση. Και για την περίπτωση που δεν ήξερε, της το ξεκαθάρισα εγώ: «Δεν θα έπρεπε να γυρίσεις μόνη». Ήταν αλήθεια. Η Λίμα ήταν βίαιη πόλη (εξακολουθεί να είναι). Μπορούσαν να σε ληστέψουν, να σε απαγάγουν ή να σε δολοφονήσουν (και ακόμα μπορούν). Η γειτονιά μας, το Σούρκο, βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου του Μοντερίκο. Από την άλλη πλευρά, πέρα από τη μάντρα του σχολείου, άρχιζαν οι καινούργιοι οικισμοί, οι φτωχές περιοχές στις οποίες εμείς πατούσαμε το πόδι μας μόνο για να κάνουμε αγαθοεργίες. Υπήρχε ο μύθος ότι κάποια μέρα οι κάτοικοι εκείνων των οικισμών θα οργανώνονταν, θα περνούσαν τον λόφο και οι ορδές τους θα έπεφταν στα σπίτια μας για να τα λεηλατήσουν και να τα καταλάβουν. Μέχρι όμως να φτάσει εκείνη η μέρα, η συνοικία του Σούρκο ήταν ήσυχο μέρος, γεμάτο μονοκατοικίες με κή-
37
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 37
38
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 38
πο. Εντός των ορίων της ζώνης της άνεσής μας ποτέ δεν συνέβαινε τίποτα. Αν και πάντα μπορούσε να συμβεί. «Σήμερα δεν μπορείς να με συνοδεύσεις», απάντησε η Παμέλα. «Είσαι σίγουρη;» χαμογέλασα εγώ, προσπαθώντας να ακουστώ πονηρός. «Σίγουρη». Στο παρελθόν την είχα συνοδεύσει τρεις φορές. Εκείνες οι διαδρομές είχαν υπάρξει οι πιο έντονοι ερωτικοί μας περίπατοι. Στον πρώτο απ’ αυτούς της την είχα πέσει εγώ. Είχα καιρό που την έβλεπα και της μιλούσα στο εστιατόριο. Έτσι, επωφελήθηκα από την ευκαιρία και της είπα: «Θέλεις να είσαι μαζί μου;» Ήταν η συνηθισμένη διατύπωση για να κάνει κανείς πρόταση. Εκείνη το σκέφτηκε λίγο και στο τέλος δέχτηκε. Εγώ ούτε καν τη φίλησα. Της είπα μόνο ευχαριστώ και έφυγα τρέχοντας για το σπίτι, για να πανηγυρίσω που τώρα είχα φιλενάδα. Τη δεύτερη φορά φίλησα την Παμέλα στην είσοδο ενός γκαράζ, αδέξια, χωρίς να μου είναι πολύ σαφές πού και πότε να βάλω τη γλώσσα. Όμως η υποδοχή της ήταν καλοσυνάτη. Ίσως εκείνη ήταν πιο φοβισμένη από μένα. Ανακατέψαμε για λίγα λεπτά το σάλιο μας όπως όπως και μετά εκείνη με αποχαιρέτησε. Η τελευταία φορά ήταν ιδιαίτερη, γιατί είχε σχολάσει αργά, όταν είχε πια σκοτεινιάσει. Και, παρόλο που επέμεινε ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι νωρίς, επέτρεψε στον εαυτό της μια μεγάλη παράκαμψη στα έρημα δρομάκια, στους πρόποδες του λόφου. Προστατευμένοι από τη νύχτα, λοξοδρομήσαμε προς ένα από τα πάρκα της γειτονιάς. Σχεδόν δεν υπήρχαν πεζοί σ’ εκείνους τους δρόμους. Εκτός από μερικές οικιακές βοηθούς που είχαν βγει για ψώνια, δεν περπατούσε σχεδόν κανένας εκεί. Δεν υπήρχαν γραφεία και οι κάτοικοι έρχονταν και έφευγαν με το αυτοκίνητο. Εκμεταλλευτήκαμε τη μοναξιά και καθίσαμε σε ένα παγκάκι, πίσω από μια μικρή σπηλιά, και αφήσαμε λυτά τα χαλινάρια του ερωτικού μας πάθους. Εκείνη μου
επέτρεψε ακόμα και να της αγγίξω τα στήθη πάνω από το σουτιέν αλλά κάτω από την μπλούζα. Τη στιγμή που αρχίζαμε να λαχανιάζουμε, εμφανίστηκε σε μια γωνία του πάρκου ο νυχτοφύλακας, που καθάριζε τα πάρκα από ναρκομανείς και εραστές. Δεν μας διέκοψε (χωρίς αμφιβολία, ήμασταν ό,τι πιο διασκεδαστικό θα του συνέβαινε εκείνο το βράδυ), αλλά η Παμέλα ένιωσε υποχρεωμένη να ξαναβρεί την αυτοσυγκράτησή της και μ’ έβαλε να την πάω στο σπίτι της χωρίς άλλη καθυστέρηση. Ακολουθώντας τη λογική τάξη της ζωής, ο επόμενος περίπατός μας έπρεπε να φτάσει λίγο πιο μακριά. Και ήταν καλύτερο να τον κάνουμε σύντομα γιατί, κατά πάσα πιθανότητα, μετά το συμβάν στις τουαλέτες με τη δεσποινίδα Πρίνγκλιν, εγώ θα έμενα κλεισμένος στο δωμάτιό μου μέχρι το έτος 2100. «Γιατί δεν γυρίζεις μαζί μου;» επέμεινα. «Έκανα κάτι κακό;» Εκείνη γέλασε. Το γέλιο της ηχούσε σαν μουσικό κουτί. «Όχι. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα θα έρθει να με πάρει η μαμά μου». «Ωραία. Θα μείνω για να τη γνωρίσω», πρότεινα. «Όχι, δεν θα το κάνεις!» γέλασε εκείνη. «Γιατί; Έχουμε κάποιο θέμα να κουβεντιάσουμε». «Με τη μαμά δεν μπορεί κανείς να κουβεντιάσει», συνοφρυώθηκε η Παμέλα και, κατόπιν, ξαναβρίσκοντας το χαμόγελό της, πρόσθεσε: «Με σένα μπορεί». Αφηρημένος, εγώ βουτούσα τις τηγανητές πατάτες στη μαγιονέζα αλλά σταμάτησα να το κάνω για να αποφύγω οποιουδήποτε τύπου άβολο συνειρμό. Έσκυψα πάνω από το τραπέζι και προσπάθησα να τη φιλήσω. «Όχι εδώ!» τινάχτηκε εκείνη προς τα πίσω, σαν να είχε πέσει στο τραπέζι μια αράχνη. «Ο θείος μου!» «Είναι επειδή μ’ αρέσεις πολύ», της είπα, προσπαθώντας να μην ακουστεί σαν ικεσία. Γιατί ήταν αλήθεια, μια οδυνηρή αλήθεια.
39
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 39
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 40
40
«Και τα χάμπουργκερ σου αρέσουν», απάντησε. «Αλλά δεν θέλεις να τους το κάνεις αυτό». «Κι εγώ αρέσω σ’ εσένα, όμως, έτσι δεν είναι;» ρώτησα. «Είμαστε ερωτευμένοι». Ήθελα μια επιβεβαίωση. Ήθελα να είμαι σίγουρος ότι δεν με απέρριπτε από έλλειψη ενδιαφέροντος. Επειδή ήμουν παράξενος ή επειδή δεν έπαιζα ποδόσφαιρο. Δυσκολευόμουν να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορούσα να αρέσω σε κάποιον. Αυτή κατάλαβε. Μου χάρισε ένα κλείσιμο του ματιού, μου άγγιξε το χέρι αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι ο θείος της δεν κοιτούσε, με πλησίασε κλεφτά πάνω από το τραπέζι και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Σιγά σιγά, οκέι; Πάμε σιγά σιγά. Για να κρατήσει περισσότερο». Όλα ανατρίχιασαν μέσα μου. Και όχι μόνο επειδή είχε φυσήξει μέσα στο αυτί μου όταν μου μίλησε. Ήταν αυτό που είπε. Ήταν η πιο όμορφη δήλωση δέσμευσης που είχα ακούσει. Και, παρεμπιπτόντως, με πλημμύρισε ελπίδες ότι λαχταρούσαμε το ίδιο πράγμα. Είχαμε διαφορές μόνο στους χρόνους υλοποίησης. Στα ψιλά γράμματα του συμβολαίου. «Χαζή», της είπα, για να πω κάτι. «Εσύ είσαι χαζός», απάντησε εκείνη. Από εκείνη την κατάσταση σαν αρνάκια στην οποία βρισκόμασταν μας συνέφερε μόνο η εμφάνιση του θείου της, που πέρασε από δίπλα μας φυλάγοντας σκοπιά και διαλύοντας τα μάγια ανάμεσά μας. «Pamela, can you help me in the kitchen, please;»* Εκείνη μου έστειλε ένα βιαστικό διακριτικό φιλί και έφυγε. Πριν όμως εξαφανιστεί οριστικά, στράφηκε ακόμα μία φορά προς εμένα: «Σήμερα το βράδυ θα πάω στο εμπορικό κέντρο Καμίνο * Παμέλα, μπορείς να με βοηθήσεις στην κουζίνα, σε παρακαλώ;
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 41
Ρεάλ με τις φίλες μου. Αν περάσεις από κει, μπορούμε να ιδωθούμε». Μπορούσαμε να ιδωθούμε! Ήθελε να με δει! Δεν είχε σημασία όμως. Εγώ είχα μια τιμωρία να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου. Και προμηνυόταν μακρά.
Μάνου
Fight». Το καλύτερο της δεκαετίας του ’80: το «Final Fight» στο Atari. Γιατί άλλαξαν πράγματα σαν αυτό; Γιατί γαμήθηκαν τα πάντα; Είναι αλήθεια πως υπάρχουν νεότερες εκδοχές του παιχνιδιού, στο Super Nintendo και στο Wii. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Το παλιό «Final Fight» έπρεπε να βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο. Κληρονομιά της Ανθρωπότητας έπρεπε να είναι αυτή η μαλακία. Τη μέρα που μας έπιασαν να καπνίζουμε στις τουαλέτες, πέρασα το απόγευμα παίζοντας στο Commodore 64. Ήταν η χειρότερη εκδοχή τού «Final Fight», ένα σκατό σε σύγκριση με το Arcade ή το Atari. Όλες οι φιγούρες είχαν τετραγωνάκια, σαν να φαίνονταν τα πίξελ. Τουλάχιστον όμως εκπλήρωναν τις πιο σημαντικές τους λειτουργίες: Να σπάνε δόντια. Να λιανίζουν εγκεφάλους. Να ρίχνουν γροθιές. Ένας μαφιόζος βγαίνει από ένα κατεστραμμένο σπίτι και τον ξαπλώνεις στο έδαφος με μια ιπτάμενη κλοτσιά. Ένας άλλος μπαίνει στον δρόμο σου και του σπας τον σβέρκο με ένα χτύπημα καράτε. Ένα επιμορφωτικό παιχνίδι.
41
Ο Κάρλος είχε φιλενάδα, όντως. Εγώ όμως είχα το «Final
42
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 42
Τη στιγμή ακριβώς που έριχνα κάτω έναν νταή άκουσα να ανοίγει η πόρτα πίσω μου. Η πόρτα του σπιτιού μου, εννοώ, όχι του «Final Fight». Ήξερα να μαντεύω τη διάθεση της γριάς μου από τη δύναμη με την οποία άφηνε να πέσει η τεράστια τσάντα της στο τραπέζι του σαλονιού. Και αυτή τη φορά το ξύλο ταρακουνήθηκε, λες και θα βούλιαζε. Συνέχισα να παίζω. Μπορούσα να προσποιηθώ πως δεν την είχα ακούσει να μπαίνει. Ακόμα και στο Commodore 64, το «Final Fight» έκανε πολλή φασαρία. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η γριά μου είχε φωνή διαβολεμένη. Κατάφερε να ακουστεί πιο δυνατή ακόμα και από τα κρανία που έσπαγαν όταν ούρλιαξε: «Μάνου, μπορεί άραγε να περάσει μία βδομάδα, μόνο μία, χωρίς να αναγκαστώ να πάω στο σχολείο για να τακτοποιήσω τις ζημιές σου;» Στην οθόνη, τέσσερις μυώδεις γορίλλες βγήκαν από ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Κατάφερα να τους πλακώσω στις γροθιές και τους τέσσερις πριν απαντήσω: «Μην ανησυχείς. Προσπαθώ να μη χρειαστεί να ξαναπάς». «Προσπαθείς; Και τι είναι αυτό; Λέγε, τι είναι αυτό;» Για μια στιγμή, παραλίγο να μου ρίξει μια κουτουλιά ο φαλακρός χοντρός από το υπόγειο. Ανάμεσα στα ηχητικά εφέ του «Final Fight», άκουσα τη γριά μου να βγάζει ένα χαρτί από την τσάντα της και να το ξεδιπλώνει. «Η αποβολή μου;» ρώτησα, γεμάτος αυταπάτες. «Παραλίγο. Λευκή κάρτα». Λευκή. Τι μαλακία, γαμώτο. Η κίτρινη κάρτα αντιστοιχούσε σε μία μέρα αποβολή, όπως αυτή που έφαγε ο Μότσο Κανισάρες επειδή έβρισε τη μάνα του καθηγητή Φιλοσοφίας. Η πράσινη κάρτα, μία βδομάδα, όπως του Δίδυμου Κουέγιαρ όταν έβαλε χέρι στην καθηγήτρια της Γλώσσας εκμεταλλευόμενος έναν συνωστισμό στο γραφείο της. Η κόκκινη κάρτα ήταν αποβολή για πάντα. Στην πραγματικό-
τητα, δεν υπήρχε καν κόκκινο χαρτί. Απλώς, σ’ έδιωχναν. Η λευκή, όμως, δεν χρησίμευε σε τίποτα. Σου έριχναν ένα 5 στη διαγωγή και συνέχιζες να πηγαίνεις κάθε μέρα στο σχολείο. «Και αύριο θα μείνεις τιμωρία μετά τα μαθήματα», έλεγε η γριά μου. «Σε περιμένουν δύο ώρες με εργασίες στην αίθουσα των τιμωριών». «Τι χαρά». «Είσαι τυχερός, γιατί θα μπορούσαν να σου είχαν ρίξει τίποτε χειρότερο! Η δεσποινίς Πρίνγκλιν είναι μια αγία!» «Τουλάχιστον, πρέπει να είναι παρθένα», ψιθύρισα. «Σβήσ’ το αυτό!» φώναξε εκείνη. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Ο μαχητής μου ήταν έτοιμος να κατέβει στο υπόγειο. Η στιγμή ήταν κρίσιμη. Επιπλέον, ξέροντας τη γριά μου, μου έμεναν ακόμα μερικά δευτερόλεπτα. Τώρα άναβε τσιγάρο και προσπαθούσε να βρει την αυτοκυριαρχία της. Αυτό της έπαιρνε λίγο χρόνο. Ως συνήθως, τράβηξε τρεις ρουφηξιές. Μέτρησε νοερά μέχρι το είκοσι. Και άρχισε: «Η υπεύθυνη των σπουδών σου πιστεύει πως αυτό το σχολείο μπορεί να κάνει πολλά για σένα και λέει πως και η ίδια θα σε παρακολουθεί από κοντά. Ευτυχώς, ακόμα δεν σε ξέρει. Ακόμα σου δείχνει εμπιστοσύνη. Να με κοιτάς όταν σου μιλάω!» Δύο φαλακροί ήρθαν να προστεθούν στον πρώτο και τρεις καινούργιοι νταήδες κατέφθασαν, με πλάκωσαν στο ξύλο και με έδεσαν σε μια καρέκλα με μια δεσμίδα δυναμίτη στην αγκαλιά μου. Αυτό ήταν. Αυτό ήταν το τέλος. Πάντα με εξολόθρευαν σε εκείνο το επίπεδο. Τώρα μάλιστα, στράφηκα προς τη γριά μου. Δεν είχα πια τίποτα πιο ενδιαφέρον από αυτή στο οπτικό μου πεδίο. «Στ’ αλήθεια δεν με έδιωξαν από το σχολείο;» θέλησα να βεβαιωθώ. «Τι συμβαίνει, απογοητεύτηκες;» «Εεεε...»
43
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 43
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 44
Η γριά μου φορούσε τη φούστα και το σακάκι που φοράει μια γραμματέας επιχειρηματία. Όλα της τα ρούχα ήταν ίδια. Η στολή μιας ανιαρής ζωής. «Μάνου», άρχισε, σβήνοντας το τσιγάρο της με κάμποσα οργισμένα χτυπήματα στο τασάκι, όπως έκανε κάθε φορά που ετοιμαζόταν να πει αυτό που θα έλεγε και τώρα, με φωνή αργή, όπως μιλάει κανείς σε μωρό. «Τι πρέπει να κάνω για να φερθείς όπως πρέπει; Δεν είσαι πια μικρό παιδί. Πρέπει να γίνεις υπεύθυνος. Τώρα βάλθηκες να καπνίζεις στις τουαλέτες και να κάνεις πρόστυχα αστεία για την καθηγήτριά σου. Είσαι μεγάλος πια για να κάνεις τέτοια πράγματα, γιε μου, σε παρακαλώ!» Πρόστυχα αστεία; Έτσι είπε η Πρίνγκλιν; Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω. Δεν είχα σκεφτεί πώς θα της περιέγραφε η δεσποινίς Πρίνγκλιν τη συμπεριφορά μου στις τουαλέτες. «Γιατί γελάς;» φώναξε η γριά μου. «Ακούς τι σου λέω;» Στην οθόνη του παιχνιδιού, ο δυναμίτης εξερράγη. Τα πήρα στο κρανίο. Τώρα θα έπρεπε να σκεφτώ καινούργιο σχέδιο για να με διώξουν από αυτό το σκατοσχολείο.
Μόκο
44
Τ αινίες για παιδιά χωρίς γονείς: Άνι, αλλά το κοριτσάκι βρίσκει έναν πατέρα εκατομμυριούχο. Μόνος στο σπίτι, αλλά το παιδί διασκεδάζει τρελά και στο τέλος οι γονείς του επιστρέφουν. Τα Γκρέμλινς, αλλά αυτά δεν έχουν γονείς. Αναπαράγονται όταν βραχούν. Και είναι τέρατα, όχι παιδιά. Αυτό δεν πιάνει. Η ζωή μου δεν ήταν όπως αυτές οι ταινίες. Στη ζωή μου δεν υπήρχε χάπι-εντ.
Τη μέρα που η Πρίνγκλιν μάς ανακάλυψε στις τουαλέτες, μετά το σχόλασμα έμεινα στην αυλή, κρυμμένος στις σκάλες των εργαστηρίων. Τους συμμαθητές μου τους έστειλαν στο σπίτι τους να περιμένουν τους γονείς τους, εγώ όμως δεν κούνησα από κει. Αντίθετα απ’ αυτούς, εκτός του σχολικού ωραρίου, εγώ ήμουν κύριος του εαυτού μου. Κανένας δεν με διέταζε για τίποτα. Κάθε πέντε λεπτά, ανέβαινα να κατασκοπεύσω από το παράθυρο του γραφείου των καθηγητών, όπου η γριά δεχόταν τις επισκέψεις της. Μπορούσα να δω οτιδήποτε συνέβαινε και επιπλέον άκουγα και μερικές λέξεις. Ήταν ό,τι πιο κοντινό υπήρχε στον κόσμο με το να είσαι ο Τομ Κρουζ στις Επικίνδυνες αποστολές. Οι γονείς των συμμαθητών μου έρχονταν κατά σειρά σπουδαιότητας. Πρώτα η μητέρα του Μάνου, μόνη και με ύφος βιαστικό. Πριν έρθει ήταν ήδη θυμωμένη. Μπήκε στο γραφείο των καθηγητών με αποφασιστικό βήμα και με φάτσα πολύ πολύ κακοδιάθετη. Και βγήκε ακόμα πιο οργισμένη, μιλώντας με φωνή πολύ δυνατή και κουνώντας τα χέρια. Καλή ήταν η μαμά του Μάνου, χε χε. Μετά ήρθαν οι γονείς του Κάρλος. Περισσότερο φοβισμένοι παρά θυμωμένοι. Πολύ ευγενικοί όλη την ώρα. Με ύφος γεμάτο έγνοια. Φεύγοντας χαμογέλασαν. Είπαν στην Πρίνγκλιν ευχαριστώ και όλα τα σχετικά. Ευχαριστούμε, κυρία, που βασανίζετε το παιδί μας. Έτσι δεν θα πρέπει να το κάνουμε εμείς στο σπίτι. Τι ευτυχισμένους που μας κάνετε. Οι τελευταίοι ήταν του Μπέτο. Ο μπαμπάς του Μπέτο είναι τεράστιος και η σύζυγός του είναι μια σταλιά. Μιλούσε αυτός συνέχεια, με άπειρες χειρονομίες και θεατρινισμούς. Μιλούσε περισσότερο από την καθηγήτρια, σαν να έπρεπε αυτός να της εξηγήσει τι είχε κάνει ο γιος του. Πλάκα είχε ο γέρος. Η μαμά τσιμουδιά όλη την ώρα. Μετά έφυγαν κι αυτοί και δεν έμεινε πια κανένας.
45
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 45
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 46
Η Πρίνγκλιν περίμενε λίγο ακόμα. Είχε πάρει στο τηλέφωνο του σπιτιού μου και είχε αφήσει μήνυμα, γιατί είχαμε έναν τηλεφωνητή από εκείνους τους παλιούς. Κανένας δεν της είχε απαντήσει. Η καθηγήτρια διόρθωσε μερικά διαγωνίσματα, έγραψε ένα δυο πράγματα, σκότωσε την ώρα της. Γύρω στις έξι, όταν ο ήλιος ήταν πια έτοιμος να δύσει, έφυγε. Ο γεράκος μου δεν ήρθε ποτέ. Ο γεράκος μου δεν ερχόταν ποτέ σε τίποτα. Για παιδί του θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ένα γκρέμλιν. Δεν θα είχε μεγάλη διαφορά.
Μπέτο
46
Ε μένα με πιάνει άγχος. Όταν είναι να συμβεί κάτι κακό και κυρίως όταν έχω κάνει κάτι κακό, νιώθω άβολα. Γίνομαι παντζάρι. Το δέρμα μου ανατριχιάζει. Μου ανακατεύεται το στομάχι. Στο τέλος, η αναμονή για τις συνέπειες αποδεικνύεται πάντα χειρότερη από τις ίδιες τις συνέπειες. Εγώ προτιμώ να ξεμπερδεύω με το πικρό ποτήρι όσο πιο γρήγορα γίνεται. Εκείνη την εποχή, προφανώς, εγώ αισθανόμουν ότι τα έκανα όλα λάθος. Ότι η ύπαρξή μου ήταν λάθος. Ότι άνθρωποι σαν εμένα έπρεπε να τιμωρούνται. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα και στιγμή. Διάβαζα μυθιστορήματα όπως Το τούνελ, του Σάμπατο, ή Ο φύλακας στη σίκαλη, του Σάλιντζερ, και ταυτιζόμουν με εκείνους τους ακραίους χαρακτήρες που αποζητούσαν την ίδια τους την τιμωρία. Τη μέρα που μας έπιασε η Πρίνγκλιν να καπνίζουμε στις τουαλέτες, πέρασα το απόγευμα περιμένοντας την ποινή για τις κακές μου πράξεις, τρώγοντας τα νύχια μου και χύνοντας κρύο ιδρώτα. Προέβλεπα έναν κολασμό ανελέητο, έναν ξυλοδαρμό παραδειγματικό.
Και, επιπλέον, σκεφτόμουν τον Μάνου. Δεν το ήθελα. Αλλά δεν κατάφερνα να τον βγάλω από το μυαλό μου. Είχα ακόμα στη μύτη μου τη μυρωδιά από το αηδιαστικό τσιγάρο του. Και άκουγα τα λόγια του. Και γελούσα μόνο που σκεφτόμουν την παρωδία σεξ με τη δεσποινίδα Πρίνγκλιν. Μου άξιζε τιμωρία μόνο και μόνο γι’ αυτό. Γύρω στις τέσσερις άκουσα την εξώπορτα. Και άρχισα να τρέμω περισσότερο, αλλά ένιωσα και μια ανακούφιση. Η τιμωρία μου είχε έρθει. Ήταν ώρα να πληρώσω για τα αμαρτήματά μου. Τουλάχιστον, θα ήταν καλύτερο από την αβεβαιότητα. Το παράξενο είναι ότι ο πατέρας μου ούτε καν με φώναξε. Εγώ έσφιγγα τα δόντια στο κρεβάτι μου, περιμένοντας με φόβο τη φωνή, το χτύπημα, το ξύλο. Αντί γι’ αυτό, εκείνος κάθισε στο σαλόνι, μπροστά στην τηλεόραση, με μια μπίρα στο ένα χέρι και ένα σάντουιτς στο άλλο, και έβαλε ένα ματς ποδοσφαίρου. Σκέφτηκα πως ήταν μια κομψή μορφή βασανιστηρίου. Ο πατέρας μου θα με άφηνε να πνιγώ στο άγχος, να με πλημμυρίσει η αγωνία, να πάθω νευρικό κλονισμό. Αποφάσισα να πάω εγώ ο ίδιος προς τον καναπέ, αργά αργά, με το βλέμμα στο πάτωμα, μετανοώντας προκαταβολικά, προκαταλαμβάνοντας αυτό που με περίμενε. Έσφιξα τα δόντια. Κάρφωσα τα νύχια στις παλάμες των χεριών μου. Όμως το μόνο που μου είπε ο πατέρας μου όταν με είδε ήταν: «Έχει Μίλαν-Φιορεντίνα. Θέλεις να το δεις;» Ούτε καν τράβηξε το βλέμμα από την τηλεόραση. Μπορεί ακόμα να ήταν παγίδα, οπότε περίμενα σιωπηλός. Ο πατέρας μου κράτησε το στόμα κλειστό και το βλέμμα στην οθόνη. Η μητέρα μου ήταν εκείνη που βγήκε από την κουζίνα, φορώντας ακόμα την ποδιά, και άνοιξε το θέμα που φοβόμουν. Προς έκπληξή μου, η οργή της δεν είχε στόχο εμένα, αλλά τον πατέρα μου:
47
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 47
48
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 48
«Αυτό είναι όλο; Αυτή είναι η ανατροφή που θα δώσεις στον γιο σου;» Η μαμά πήγε και στάθηκε όρθια μπροστά στην τηλεόραση, κρύβοντας την εικόνα, ακριβώς τη στιγμή που η Φιορεντίνα χτυπούσε ένα κόρνερ. Ο πατέρας μου έγειρε το κεφάλι για να συνεχίσει να βλέπει, σαν οι ποδοσφαιριστές να έπαιζαν σε μια πλαγιά. Η μητέρα μου έβγαζε καπνούς, εκείνος όμως ούτε καν έπαψε να κοιτάζει το παιχνίδι όταν απάντησε: «Ποιο είναι το πρόβλημα; Ότι το παιδί καπνίζει; Πολύς κόσμος καπνίζει». «Φέρθηκε με έλλειψη σεβασμού στη δεσποινίδα Πρίνγκλιν!» «Δεν ήταν έλλειψη σεβασμού. Ένα αστείο έκανε γι’ αυτήν». Με υπερασπιζόταν; Ήταν με το μέρος μου; «Στην πραγματικότητα εγώ δεν είπα τίποτα...» προσπάθησα να παρέμβω, αλλά αυτή η συζήτηση δεν περιλάμβανε εμένα. «Ένα αστείο τόσο χοντροκομμένο που αυτή δεν ήθελε ούτε καν να το επαναλάβει», σφυροκόπησε η μητέρα μου. «Ένα αστείο ενός παιδιού δεκαπέντε χρόνων!» τσαντίστηκε ο πατέρας μου. «Για τι νομίζεις ότι μιλάει ένα αγόρι στα δεκαπέντε του; Για γυναίκες. Θα ανησυχούσα αν μιλούσε για άντρες. Σωστά, πρωταθλητή;» Καλύτερα να μην απαντούσα σε αυτή την ερώτηση. Η κακή μου συμπεριφορά ήταν πολύ καλύτερο θέμα. «Θα με τιμωρήσετε;» ρώτησα. «Ναι!» απάντησε η μητέρα μου. «Όχι!» απάντησε ο πατέρας μου. «Μπορώ να ανέβω στο δωμάτιό μου μέχρι να αποφασίσετε;» Εκείνη τη στιγμή, ένας αμυντικός της Μίλαν κλότσησε έναν άλλο παίκτη και ο διαιτητής τού έδειξε κίτρινη κάρτα. Όταν μπήκε στον αγωνιστικό χώρο το φορείο για να βγάλει έξω τον τραυματία, ο πατέρας μου αποφάσισε να επωφεληθεί από τον νεκρό χρόνο. Σήκωσε το βλέμμα προς τη μητέρα μου. Εκείνη του ανταπέδωσε μια ματιά γεμάτη απαιτήσεις. Πάντα του έλε-
γε πως ήταν δική του ευθύνη να με μάθει να φέρομαι σαν άντρας. «Μπορείς να με αφήσεις μόνο με τον Μπέτο;» ρώτησε ο πατέρας μου, με μια φωνή που ηχούσε παραιτημένη. Η μητέρα μου συναίνεσε με ένα νεύμα του κεφαλιού και έσβησε την τηλεόραση. Βγαίνοντας από το σαλόνι πήρε μαζί της και το τηλεκοντρόλ, για να είναι σίγουρη. Ο πατέρας μου άφησε να περάσει λίγη ώρα κοιτάζοντας την μπίρα του, λες και είχε χάσει κάτι μέσα στο μπουκάλι. Στο τέλος, πήρα εγώ το θάρρος να μιλήσω. Ήξερα τι ήθελε να ακούσει. Και του το είπα: «Αν θέλεις δεν μιλάμε. Μπορώ να πάω στο δωμάτιό μου και μετά να πω στη μαμά ότι μιλήσαμε». Ο πατέρας μου γρύλισε. Προφανώς σκεφτόταν την ιδέα. Αν και στο τέλος την απέρριψε: «Μπα, υποθέτω πως δεν θα πιάσει». «Ναι, υποθέτω πως όχι». Το μισό σάντουιτς του πατέρα μου συνέχιζε να βρίσκεται στο τραπέζι κι αυτός το κοίταξε με νοσταλγία. Κατάλαβε όμως πως δεν ήταν στιγμή να φάει. Έπρεπε να φαίνεται σοβαρός. Αυτός ήταν ο ρόλος του. «Ώστε έτσι, λοιπόν...» άρχισε τελικά. «Αστειάκια, ότι θα πηδούσες τη δεσποινίδα Πρίνγκλιν, ε;» «Δεν τα έκανα εγώ», ψιθύρισα. Είχα σκύψει ξανά το κεφάλι. Και κοιτούσα με ανυπομονησία το ρολόι. Κάθε συζήτηση, όσο έμμεση και αν ήταν, στην οποία εμφανίζονταν λέξεις όπως «πηδάω» ή παρόμοιες, ήταν τελικά εξίσου άβολη και για τις δύο πλευρές. «Ούτε εγώ θα τα έκανα», είπε ο πατέρας μου. «Αυτή η γυναίκα είναι πιο άσχημη από κλοτσιά στ’ αρχίδια». Γέλασα. Συνέχιζα όμως να νιώθω άβολα. Γέλασα επειδή ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω. «Ξέρεις κάτι;» άρχισε αυτός να μιλάει με εμπιστευτικό ύφος. «Σε όλους μας συμβαίνει».
49
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 49
50
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 50
«Τι μας συμβαίνει; Σε ποιους;» «Στους άντρες. Φτάνουμε στην ηλικία σου και μας πιάνει μια φούντωση. Αρχίζουμε να έχουμε φαντασιώσεις... ακόμα και με τις άσχημες». «Εγώ δεν έχω φαντασιώσεις με τη δεσποινίδα Πρίνγκλιν», αισθάνθηκα υποχρεωμένος να διευκρινίσω. «Όχι, προφανώς και όχι. Και με ποιους έχεις; Με τους φίλους σου;» Γέλασε τρανταχτά με το ίδιο του το αστείο. Θεωρούσε δεδομένο πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Η ομοφυλοφιλία ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν την πυρηνική βόμβα ή τον λιμό στην Αφρική. Κάτι που συνέβαινε στις ειδήσεις, το οποίο όμως δεν θα τον άγγιζε ποτέ. Ήταν το πιο φυσιολογικό, υποθέτω. Οι περισσότεροι από τους σημερινούς φίλους μου χρειάστηκαν χρόνο για να ανακαλύψουν τη σεξουαλικότητά τους. Είχαν τέτοια λαχτάρα να είναι «άντρες», να είναι «μάτσο», που πέρασαν πολυάριθμες αμήχανες στιγμές με γυναίκες πριν παραδεχτούν τι ήταν στην πραγματικότητα. Εμένα, αντίθετα, δεν μου συνέβη ποτέ αυτό. Ήξερα πάντα τι ήμουν. Και πάντα ήξερα πως έπρεπε να το κρατάω κρυφό. Οπότε, σε καταστάσεις όπως αυτή, δεν δυσκολευόμουν καθόλου να λέω αυτό που ήταν αναμενόμενο από μένα: «Τέλος πάντων, δεν ήταν φαντασίωση. Ήταν απλώς ένα αστείο». «Το ξέρω, το ξέρω», συνέχισε ο πατέρας μου, πεισμένος πως ήταν φοβερός τύπος, πολύ μοντέρνος και με ιδιαίτερη ευαισθησία στον τρόπο που αντιμετώπιζε τους έφηβους. «Κι εγώ περνούσα όλη μου τη μέρα μιλώντας για το ίδιο πράγμα: κορίτσια, κορίτσια, κορίτσια...» Γέλασε ξανά και με χτύπησε στην πλάτη με την παλάμη του χεριού του. Εγώ του ανταπέδωσα μια φιλική μπουνιά στον ώμο. Τέτοια πράγματα του άρεσαν.
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 51
«Ξέρεις λοιπόν πώς είναι», είπα. Και, με την πρώτη ευκαιρία, δραπέτευσα στο δωμάτιό μου και βάλθηκα να σκέφτομαι με μανία τον Μάνου.
Κάρλος
Κ
* Απομακρυσμένη περιοχή του Περού, με υψηλό ποσοστό ιθαγενών στον πληθυσμό της.
51
ατά κάποιον τρόπο, παρ’ όλα αυτά, εγώ επιθυμούσα μια τιμωρία. Ίσως γι’ αυτό να σπούδασα νομικά, χρόνια μετά. Για να ασχολούμαι με τις τιμωρίες. Για να είμαι βέβαιος ότι στον καθένα θα επιβάλλεται η δίκαιη ποινή. Και αυτό ήθελα και για μένα τον ίδιο: έναν μήνα χωρίς τηλεόραση. Δύο βδομάδες χωρίς να βγω έξω. Να γράψω πεντακόσιες φορές «δεν θα το ξανακάνω». Να μείνω γονατιστός με τα μπράτσα σε έκταση και έναν σκούφο γαϊδάρου. Μια μικρή ποινή επειδή έκανα φασαρία στην τάξη, κάπνιζα στην τουαλέτα και εξέφρασα σεξουαλικές φαντασιώσεις με την καθηγήτρια. Θα ήταν φυσιολογικό. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι φυσιολογικός. Είχα κουραστεί να είμαι διαφορετικός. Δεν έπαιζα ποδόσφαιρο γιατί στο σπίτι κανένας δεν ήταν με καμία ομάδα. Δεν έκανα ποδήλατο γιατί κανένας δεν με είχε μάθει. Στην οικογένειά μου συζητούσαν για πολιτική, για τον Φιντέλ Κάστρο, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, θέματα που στο σχολείο ουδείς ανέφερε. Οι γονείς μου δεν έδιναν το παρών στις οικογενειακές δραστηριότητες τα Σαββατοκύριακα. Και στις διακοπές, όταν οι συμμαθητές μου πήγαιναν στο Μαϊάμι, εμένα με πήγαιναν στο... Ουάντο.* Δηλαδή δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα όπως ο υπόλοιπος κόσμος;
52
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 52
Όμως το χειρότερο ήταν το διαζύγιο. Εκείνη την εποχή –και εκείνη η εποχή είχε αρχίσει γύρω στο 1980– οι γονείς μου ήταν μπλεγμένοι στο πιο μακρόσυρτο διαζύγιο της ιστορίας. Ήδη στις πρώτες μου παιδικές αναμνήσεις, ο μπαμπάς και η μαμά τσακώνονταν ασταμάτητα. Και αυτός κοιμόταν πολλές νύχτες στον καναπέ του σαλονιού. Εγώ σηκωνόμουν το πρωί και τον ξυπνούσα για να παίξουμε. Δεν καταλάβαινα πως αυτό ήταν κακό σημάδι. Αργότερα, έπαψα να βρίσκω τον μπαμπά στον καναπέ. Αλλά ούτε στο δωμάτιό του ήταν. Όταν δεν κοιμόταν με τη μητέρα μου, πήγαινε σε κάποιο μέρος εκτός σπιτιού. Εκείνη την εποχή τον θυμάμαι να διατυπώνει μία από τις παράξενες θεωρίες του: «Το να είσαι παντρεμένος δεν είναι σαν να είσαι ιδιοκτήτης μιας αγελάδας. Μια σχέση ανάμεσα σε ένα ζευγάρι οφείλει να αφήνει χώρο στην ελευθερία του καθενός». Ή κάτι τέτοιο. Το ίδιο έκανε. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Στα δέκα μου, οι γονείς μου με κάλεσαν κάποια μέρα στο σαλόνι και μου ανάγγειλαν: «Θα χωρίσουμε». Κι εγώ: «Οκέι». Κι αυτοί: «Αλλά θα συνεχίσουμε να σε αγαπάμε». Κι εγώ: «Οκέι». Κι αυτοί: «Και μεταξύ μας θα αγαπιόμαστε, αλλά με άλλον τρόπο». Κι εγώ: «Οκέι». Τελικά δεν χώρισαν. Δύο χρόνια μετά, ύστερα από πολλές προσπάθειες, ο μπαμπάς κατάφερε να φύγει από το σπίτι. Μάλιστα, πήρε και λίγα ρούχα. Όμως, μετά από έξι μήνες με κατηγορίες και υποσχέ-
σεις, γύρισε πίσω. Τη μέρα της επιστροφής του, ο μπαμπάς είπε ότι ο προσωρινός χωρισμός ήταν μια δοκιμή και εμείς την είχαμε περάσει με επιτυχία. «Θα είμαστε ξανά μια οικογένεια», είπε. «Και αυτή τη φορά είναι για πάντα». Μια δοκιμή. Σαν να πηγαίνεις να υπογράψεις για την υπό όρους ελευθερία σου στο αστυνομικό τμήμα. Μόνο που, όταν περάσεις τη δοκιμασία, σε κλείνουν μέσα. Μαζί με τη συμφιλίωση επέστρεψαν και οι καβγάδες. Ο μπαμπάς και η μαμά προσπαθούσαν να τσακώνονται χαμηλόφωνα, ώστε εγώ να μην ακούω. Ούτε αυτό όμως έφερνε αποτέλεσμα. Κάθε φορά που γύριζα από το σχολείο, διέκοπτα τσακωμό. Μπορούσα να το παρατηρήσω στα συσπασμένα πρόσωπα και των δύο ή, την ώρα του φαγητού, όταν η μαμά, με πρόσχημα ότι είχε πολλές δουλειές, έμενε μόνη στην κουζίνα. Και μετά ερχόταν η νύχτα. Αφού πια είχα ξαπλώσει, έφθαναν μέχρι το δωμάτιό μου τα πνιχτά μουρμουρητά των συγκρούσεων στη συζυγική κρεβατοκάμαρα. Τον αέρα στο σπίτι μου μπορούσες να τον κόψεις με το μαχαίρι, αν και, μπροστά σε μένα ή σε επισκέψεις, ο μπαμπάς και η μαμά χαμογελούσαν, συζητούσαν και προσποιούνταν πως δεν συνέβαινε τίποτα. Στις αρχές του 1992, παραδέχτηκαν και οι δύο πως δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί και ο μπαμπάς έφυγε ξανά από το σπίτι, τούτη τη φορά πιο θεαματικά, με ρούχα και έπιπλα και κούτες γεμάτες με την περασμένη του ζωή. Στη συνέχεια όμως ανακάλυψαν πως ούτε χώρια μπορούσαν να ζήσουν. Το να ξεκόψει ο ένας από τον άλλον ήταν σαν να κόβει κανείς το κάπνισμα: μια μακρά σειρά από δισταγμούς, υπαναχωρήσεις και ημιτελείς απόπειρες. Κατά περιόδους οι γονείς μου ζούσαν παθιασμένες επανασυνδέσεις. Μια δυο φορές τον μήνα, όταν κατέβαινα για πρωινό, έβρισκα τον μπαμπά στην τραπεζαρία.
53
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 53
54
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 54
«Έκπληξη, πρωταθλητή!» χαιρετούσε. «Θέλεις δημητριακά ή φρυγανιές;» Μου μιλούσε σαν όλο αυτό να ήταν κάτι φυσιολογικό, σαν να μην είχε φύγει ποτέ ούτε είχε σκοπό να φύγει ξανά. Την επόμενη μέρα η καρέκλα του ήταν πάλι άδεια. Γιατί δεν μπορούσαμε να ζούμε όπως οι άλλοι άνθρωποι; Να είμαστε οικογένεια ή να μην είμαστε, όχι όμως και τα δύο ταυτόχρονα. Ο μπαμπάς ήταν ασταθής σύζυγος, αλλά όχι απών πατέρας. Συχνά συνόδευε τη μαμά στις συναντήσεις με τους καθηγητές, κάτι που δεν έκαναν ούτε οι μπαμπάδες που πράγματι ζούσαν με τη σύζυγό τους. Ή την καλούσε σε δείπνο για να συζητήσουν κάποιο θέμα που είχε σχέση με μένα. (Κατά κανόνα, ήταν ακριβώς μετά από τέτοια δείπνα που τον έβρισκα να τρώει πρωινό στην τραπεζαρία.) «Ποτέ δεν θα πάψω να είμαι φίλος με τη μαμά», μου εξηγούσε αυτός, «γιατί είναι η μαμά σου. Θέλω να έχουμε μια σχέση πολιτισμένη, για το καλό και των τριών μας». Ακουγόταν πολύ λογικό. Μετά όμως από τις πολιτισμένες συναντήσεις τους, η μαμά ήταν πάντα κακόκεφη για μέρες. Συχνά έκλαιγε μόνη. Τα νυχτερινά μουρμουρητά δεν είχαν πάψει να φτάνουν στο δωμάτιό μου, αλλά τώρα δεν ήταν καβγάδες, αλλά λυγμοί μοναξιάς και σύγχυσης. «Μαμά, είσαι καλά;» – σηκωνόμουν εγώ από το κρεβάτι μου. «Πήγαινε στο κρεβάτι σου, Κάρλος. Καλά είμαι. Απλώς λίγο κρυωμένη». Και κλεινόταν μέσα για να συνεχίσει να κλαίει. Το αιώνιο διαζύγιο, ωστόσο, είχε και ένα πλεονέκτημα: μονοπωλούσε την προσοχή τους. Ο μπαμπάς και η μαμά ήταν τόσο απασχολημένοι με το να χωρίζουν και να τα ξαναφτιάχνουν που μετά βίας έδιναν σημασία σε οτιδήποτε άλλο. Ούτε σε μένα ούτε στα λάθη μου.
Τη μέρα που η Πρίνγκλιν μάς έπιασε να καπνίζουμε στις τουαλέτες, ο μπαμπάς συνόδευσε τη μαμά στη συνάντηση που είχαν μαζί της. Όταν γύρισαν στο σπίτι ήταν μες στις γλύκες, σαν νεόνυμφοι που επιστρέφουν από τον μήνα του μέλιτος. Με χαιρέτησαν σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Όση ώρα τσιμπάγαμε κάτι, αντάλλασσαν ματιές και έκαναν δικά τους αστεία. Χρειάστηκε να τους υπενθυμίσω εγώ ότι είχα φερθεί άσχημα. Ότι η καθηγήτριά μου ήταν εξοργισμένη. Ότι έπρεπε να με μαλώσουν, γαμώτο. Ήταν υποχρέωσή τους. «Τι είπε η δεσποινίς Πρίνγκλιν;» «Α, ναι!» είπε ο μπαμπάς, σαν να του είχα μιλήσει για κάποια μακρινή εποχή. «Η δεσποινίς Πρίνγκλιν. Λίγο αντιπαθητική κυρία, έτσι δεν είναι;» «Τι είπε;» επέμεινα. «Ότι κάπνιζες στην τουαλέτα», απάντησε η μαμά. «Δεν τρέχει τίποτα. Λέει πως θα τιμωρήσει μόνο τον “αρχηγό”. Πώς λέγεται; Μανόλο;» «Μάνου». «Μάνου. Ωστόσο ήθελε να μας ενημερώσει για το παράπτωμα. Καπνίζεις, γιε μου;» «Όχι! Μόνο εκείνη τη φορά!» «Δεν θα έπρεπε να καπνίζεις, οκέι; Είναι κακό για την υγεία σου». «Δεν καπνίζω!» «Δεν θα σε τιμωρήσουμε γι’ αυτό. Με το κάπνισμα κάνεις κακό στον εαυτό σου. Είναι δική σου ευθύνη». Έτσι ήταν οι γονείς μου: φιλελεύθεροι. Τίποτα δεν τους σκανδάλιζε. Από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Κατ’ αυτούς, εγώ δεν είχα ξεσπάσματα θυμού: «εκφραζόμουν». Δεν κλοτσούσα τα έπιπλα: «εξωτερίκευα την επιθετικότητά μου». Και δεν τσακωνόμουν με τ’ άλλα παιδιά: συνέβαιναν «παρανοήσεις». Οι άλλοι γονείς έδερναν τα παιδιά τους μετά από κάθε αταξία. Εμείς όμως ούτε καν σ’ αυτό δεν ήμασταν φυσιολογικοί.
55
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 55
56
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 56
«Δεν καπνίζω!» επανέλαβα. «Και δεν πρέπει να καπνίζεις στο σχολείο», παρενέβη ο μπαμπάς. «Δεν χρειαζόταν να σου το πούμε. Μέχρι τώρα έχεις φερθεί πάντα σωστά. Μπορούμε να συνεχίσουμε να σου έχουμε εμπιστοσύνη;» «Προφανώς!» Ο μπαμπάς κοίταξε τη μαμά σαν να τη ρωτούσε πώς τα είχε πάει. Η μαμά ενέκρινε τη στάση του με μια κούπα φρέσκου καφέ. Μετά άρχισαν να μιλάνε για τις κουρτίνες. Η μαμά θεωρούσε πως έπρεπε να τις αλλάξουν. Απ’ ό,τι φαινόταν, η στιγμή μου είχε ήδη περάσει. Σαστισμένος, αναγκάστηκα να ρωτήσω: «Εντάξει;» «Τι εντάξει;» «Αυτό ήταν όλο; Μπορώ να φύγω;» Είπαν πως ναι. Φαίνονταν ευχαριστημένοι που θα εξαφανιζόμουν από τα μάτια τους. Έμειναν στο σαλόνι, να φέρονται σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια. Εγώ θυμήθηκα την πρόσκληση της Παμέλα. Ίσως, για μια φορά, να ήταν καλό να έχεις γονείς μη κανονικούς. «Δεν θ’ αργήσω!» φώναξα και βγήκα από το σπίτι τρέχοντας ολοταχώς, για να μην τους δώσω χρόνο να μετανιώσουν. «Πάω στο σπίτι του Μπέτο!» Δεν μπορούσα να τους πω πού πήγαινα πραγματικά. Ήταν φιλελεύθεροι, όχι όμως και αναίσθητοι. Δεν θα μου είχαν επιτρέψει να πάρω μόνος μου ταξί και να διασχίσω τη μισή πόλη μέχρι το Σαν Ισίδρο. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν λόγο να το μάθουν. Κοντά στη λεωφόρο Μπεναβίδες, μπήκα σε ένα αυτοκίνητο με μια αυτοκόλλητη ταμπελίτσα στο παράθυρο που δήλωνε «ταξί». Και σε όλη τη διαδρομή, μέσα από την Ιγερέτα και το Μιραφλόρες, ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό ότι ο οδηγός θα μπορούσε να με είχε πάει σε μια αλάνα για να με ληστέψει.
Εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι ήμουν πια άντρας, ενήλικος. Το είχα αποδείξει εκείνο το πρωί στις τουαλέτες του σχολείου. Και θα το ξανάκανα το βράδυ με την Παμέλα, στο εμπορικό κέντρο Καμίνο Ρεάλ. Σήμερα, δεν μπορώ καν να καταλάβω τι διασκεδαστικό βρίσκαμε στο Καμίνο Ρεάλ. Ήταν σε τόσο κακή τοποθεσία, στη μέση της ζώνης κατοικιών του Σαν Ισίδρο, που πολλά από τα καταστήματά του είχαν αναγκαστεί να κλείσουν ενώ άλλα δεν είχαν καταφέρει καν να ανοίξουν. Ήταν όμως η αγαπημένη βιτρίνα των εφήβων, που κορδωνόμασταν σαν παγόνια στους διαδρόμους του βρομοκοπώντας κολόνια Ντρακάρ Νουάρ και επιδεικνύοντας φανταχτερά παπούτσια αστροναύτη Reebok με αυτοκόλλητα ή New Balance χρωματιστά. Βρήκα την Παμέλα να περιπλανιέται στους διαδρόμους και να χαζεύει τα μαγαζιά. Ήταν μαζί με δύο φίλες της, τις οποίες μου σύστησε. Οι φίλες με κοιτούσαν συνέχεια με ένα μισό χαμόγελο, λες και ήμουν ένα διασκεδαστικό ενδυματολογικό αξεσουάρ. Εγώ είπα στην Παμέλα: «Γιατί έρχεσαι τόσο μακριά;» «Όσο πιο μακριά από τη μαμά μου τόσο καλύτερα», απάντησε εκείνη. Και σ’ αυτό συμφώνησα κι εγώ. Μετά από μια σύντομη ανούσια φλυαρία, η Παμέλα έκανε κάτι που δεν το περίμενα: αποχαιρέτησε τις φίλες της και ήρθε μαζί μου. Κανόνισε να τις συναντήσει πιο μετά, για να επιστρέψουν μαζί, και τις έβαλε να ορκιστούν τρεις φορές ότι δεν θα πουν τίποτα στους γονείς τους. Σε αντάλλαγμα, αυτές την έβαλαν να ορκιστεί ότι θα τους διηγιόταν τα πάντα. Όλες με κοιτούσαν πονηρά. Η σκηνή έδινε την εντύπωση πως όλο αυτό το θέατρο το είχαν ξανακάνει. «Επιτέλους μόνοι», ανάγγειλε η Παμέλα. «Τι κάνουμε τώρα;» «Λοιπόν... ένα πράγμα μόνο μου ’ρχεται στο μυαλό».
57
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 57
58
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 58
Το Καμίνο Ρεάλ είχε μια κινηματογραφική αίθουσα, το τέλειο μέρος για να πασπατευτούμε στο σκοτάδι επί μιάμιση ώρα. Δεν θυμάμαι ποια ταινία είδαμε. Δεν ήξερα ούτε καν όταν ήμασταν μέσα στην αίθουσα. Η Παμέλα κι εγώ αρχίσαμε να φιλιόμαστε με τόση ένταση που το ζευγάρι πίσω μας άλλαξε θέση. Μου δάγκωνε τα αυτιά και τον λαιμό και με άφησε να γλιστρήσω ένα χέρι μέσα στο παντελόνι της. Παρόλο που η στάση ήταν άβολη, τα οφέλη ήταν πολύ μεγαλύτερα από τις δυσκολίες. Όταν βγήκαμε, πήγαμε να πιούμε κάτι σε μια καφετέρια με μαρμάρινα τραπεζάκια. Με το ζόρι ήμασταν σε θέση να μιλήσουμε. Μετά την οικειότητα της συνάντησής μας, το να κοιταζόμαστε ξανά στο φως της μέρας μας έκανε λίγο να ντρεπόμαστε. Επαναλάβαμε μία από τις μεγάλες σιωπές μας. «Χρειαζόμαστε κάποιο μέρος», είπα εγώ, μετά από λίγο. «Τι μέρος;» – εκείνη ρούφηξε τη Φάντα της μέχρι που το ποτήρι ήχησε σαν να ρευόταν. «Ένα μέρος για να βρισκόμαστε. Για να είμαστε μόνοι. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε κάθε μέρα σινεμά». «Θέλεις να κάνεις κάθε μέρα αυτά που κάναμε πριν;» Δεν το είπε με κάποιο πονηρό χαμόγελο. Μάλλον, με έναν μορφασμό δυσαρέσκειας. «Εσύ όχι;» «Μπορούμε να κάνουμε κι άλλα πράγματα. Όπως να μιλάμε. Ή να βλέπουμε πραγματικά τις ταινίες». Κορίτσια. Πάντα τα ίδια. Τη μια στιγμή να αγκομαχάνε ξαναμμένες και την επόμενη να μιλάνε για ταινίες. «Εμένα μου αρέσει περισσότερο το άλλο», διευκρίνισα. Εκείνη έγινε έξω φρενών: «Αν με θες μόνο γι’ αυτό γιατί δεν φωνάζεις μια πουτάνα;» «Γιατί κάνεις έτσι;» «Γιατί το μόνο που σκέφτεσαι είναι το σεξ!» «Δεν είναι έτσι!» Τέλος πάντων, έτσι ήταν, όντως. Αλλά δεν ήταν δικό μου το
φταίξιμο. Έτσι ήμασταν φτιαγμένοι. Εκείνη την εποχή, οι σχέσεις ανάμεσα στους εφήβους ήταν μια διελκυνστίδα ανάμεσα σε ένα αγόρι με λαχτάρα να πηδήξει... και ένα κορίτσι αποφασισμένο να το αποφύγει πάση θυσία. Όταν εκείνη δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο, παντρεύονταν. Μερικές φορές, δεν συγκρατιόταν και έμενε έγκυος. Και παντρεύονταν. Κατόπιν, φαίνεται πως περνούσαν χρόνια προσπαθώντας να πάρουν διαζύγιο. Η Παμέλα συνέχισε να με κατηγορεί: «Το μόνο που θέλεις είναι να τα πεις στους φίλους σου, όπως όλοι». Ήταν απαραίτητη μια αλλαγή ρότας σ’ εκείνη τη συζήτηση. «Μου αρέσει να είμαι μαζί σου», είπα, «να μιλάω μαζί σου, να γελάω μαζί σου. Αυτό μ’ αρέσει περισσότερο απ’ όλα. Αλλά πάντα υπάρχει κόσμος γύρω μας. Ή δουλεύεις ή είμαστε σε κάποιον δημόσιο χώρο. Έχω ανάγκη να βρεθούμε μόνοι, χωρίς να μας ενοχλεί κανένας. Θέλω ένα μέρος όπου το μόνο που θα βλέπω και το μόνο που θ’ αγγίζω θα είσαι εσύ». Και για να δώσω έμφαση στο γεγονός, έπιασα το χέρι της Παμέλα και του χάιδεψα τη ράχη με τον αντίχειρά μου. Αυτό είχε καλό αποτέλεσμα. Τα μάτια της λαμπύρισαν πιο πολύ από το φωσφορίζον πορτοκαλί του αναψυκτικού της. Και, μετά από μερικά συλλογισμένα δευτερόλεπτα, αιφνιδιαστικά, η συμπεριφορά της άλλαξε εντελώς. Έγινε γλυκιά. «Στ’ αλήθεια σου αρέσω;» «Με μαγεύεις». Κοκκίνισε. Τα μάγουλά της γέμισαν χρώμα. Σου ’ρχόταν να τα δαγκώσεις. «Και θα ήσουν ικανός να κρατήσεις το μυστικό;» ρώτησε. «Αν το κάναμε... ή κάτι τέτοιο... δεν λέω ότι... ξέρεις. Θα έμενε όμως μεταξύ μας;» «Για μένα δεν έχει σημασία κανένας πέρα από σένα και μένα».
59
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 59
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 60
Οι λέξεις είναι μαγικές: μετακινούν βουνά. Καταφέρνουν πράγματα. Ανοίγουν διάπλατα πόρτες ερμητικά κλεισμένες. Κάθε δικηγόρος το ξέρει αυτό. Ένας άνθρωπος είναι ένοχος και μετά από μερικές λέξεις καταλήγει αθώος. Μια απάτη που περιγράφεται σωστά γίνεται «διαφωνία». Μια γυναίκα λέει όχι και, μετά από μερικές λέξεις, είναι πια ναι. «Τέλος πάντων», είπε εκείνη, με πολύ χαμηλή φωνή, λες και κάποιος ενδιαφερόταν να μας ακούσει, «νομίζω πως υπάρχει ένα μέρος όπου μπορούμε να βρεθούμε μόνοι». «Πότε;» «Αύριο». Ο σφυγμός μου επιταχύνθηκε. Το δέρμα μου ανατρίχιασε. Το κορμί μου αναγάλλιασε. Είκοσι τέσσερις ώρες για να βρεθούμε μόνοι. Μπορούσα άραγε να ελπίζω τόσα πολλά;
Μάνου
60
Γ ιατί γαμώτο δεν τιμωρούσαν κανέναν άλλον; Όλοι οι λοξοί οι φίλοι μου, ελεύθεροι! Στον Μπέτο και στον Κάρλος οι γέροι τους ούτε καν τους είπαν τίποτα. Και οι γέροι του Μόκο... Τέλος πάντων, ο Μόκο δεν είχε μητέρα. Και, πρακτικά, ούτε πατέρα. Κανένας δεν τον είχε δει αυτόν τον άνθρωπο, ποτέ. Ώστε έτσι, λοιπόν, εγώ ήμουν ο «ηγέτης». Το σαπισμένο μήλο. Έτσι έλεγε η Πρίνγκλιν. Εγώ ήμουνα ο κακός. Οι υπόλοιποι ήταν καλοί μέχρι που ήρθα εγώ να τους χαλάσω. Τι θράσος, ρε πούστη μου! Αλλά δεν πάει έτσι. Όλη τη νύχτα στριφογύριζα στο κρεβάτι μου και όλη την επόμενη μέρα τριγύριζε στο μυαλό μου μια ιδέα. Χρειαζόμουν ένα χτύπημα πιο δυνατό. Έπρεπε να περάσω την κόκκινη γραμμή. Τώρα έπρεπε να τρελάνω την Πρίνγκλιν, να την εξοργίσω μέχρι που να την κάνω να τρελαθεί. Και ήξερα πώς.
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 61
Δεν μου άφηνε άλλη δυνατότητα η καταραμένη, έτσι δεν είναι; Εκείνο το απόγευμα θα με τιμωρούσαν για τελευταία φορά. Αλλά είχα σκοπό να φερθώ κακά εκείνο το απόγευμα. Κουμπάρε, θα γινόμουν πραγματικά κακός μπελάς. Αν πήγαιναν όλα καλά, η γριά θα μ’ έδιωχνε από το σχολείο επιτόπου. Και τέλος. Το θέμα θα είχε ρυθμιστεί.
Μόκο
61
Ο
λες οι κινηματογραφικές ταινίες έχουν μικρά λάθη: λέγονται μπλούπερ. Υπάρχουν ακόμα και στον καθεδρικό του κινηματογράφου, τον Πόλεμο των Άστρων: την πρώτη φορά που εμφανίζεται το Μιλένιουμ Φάλκον δεν έχει ραντάρ. Όλες τις υπόλοιπες, όμως, έχει. Οποιοσδήποτε μπορεί να το αντιληφθεί. Αρκεί να το κοιτάξει προσεκτικά. Και, καθώς ο Λιούκ Σκάιγουοκερ ετοιμάζεται να ριχτεί στην τελική μάχη, το σκάφος του είναι το Κόκκινο Ένα. Όταν όμως είναι πια στη μάχη, πιλοτάρει το Κόκκινο Πέντε. Σφάλμα. Και στη βερσιόν του 2004 για dvd, όταν ο Λιούκ εξασκείται στο Μιλένιουμ Φάλκον, το λέιζερ σπαθί του είναι πράσινο και μετά γίνεται γαλάζιο. Όλος ο κόσμος το βλέπει. Εκτός από τον σκηνοθέτη. Σφάλματα. Ασυναρτησίες. Πράγματα που δεν μπορεί να είναι έτσι. Ο Μάνου είχε το δικό του μπλούπερ. Ήταν τη μέρα που έμεινε πίσω το απόγευμα. Όλο το πρωί έλεγε πως εκείνη τη φορά πράγματι θα τον έδιωχναν. Ήταν οργισμένος, το θυμάμαι. Ορκίστηκε πως θα ταπείνωνε την Πρίνγκλιν. Ότι θα την έκανε να λυσσάξει. Υποσχέθηκε πως θα τη βίαζε, αλλά αυτό ήταν αστείο, χε χε.
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 62
Στην έξοδο του σχολείου τον αγκαλιάσαμε όλοι. Πιστεύαμε πως δεν θα τον ξαναβλέπαμε στο σχολείο, πως εκείνο το απόγευμα θα πετύχαινε την αποβολή του με το καλό ή με το κακό. Πως αυτός ήταν ο αποχαιρετισμός μας. Το επόμενο πρωί, όμως, ο Μάνου βρισκόταν εκεί. Όπως κάθε μέρα. Μόνο που αυτός δεν ήταν πια ο Μάνου. Ήταν η σκιά του φίλου μας, ένα απομεινάρι. Ένα μπλούπερ.
Μπέτο
Τ ι είχαν κάνει στον Μάνου μου; Σε τι τον είχαν μετατρέψει; Είχε ξεκινήσει για την τιμωρία του σαν να πήγαινε σε μάχη. Γεμάτος δύναμη, με την υπόσχεση ότι θα νικούσε εκείνη την κοκαλιάρα γριά. Εγώ τον είχα αγκαλιάσει και εκείνος με είχε σφίξει τόσο που παραλίγο να μου σπάσει τη σπονδυλική στήλη. Όταν ξημέρωσε η επόμενη μέρα, όμως, εμφανίστηκε νικημένος. Χωρίς ενέργεια. Είχε χάσει τη ζωντάνια του. Εκείνη η μάγισσα του είχε κλέψει την ψυχή. Είχαμε παραδώσει στη δεσποινίδα Πρίνγκλιν έναν Μάνου νέο και γενναίο. Και εκείνη τον είχε καταπιεί. Είχε φτύσει μόνο τα κόκαλα. Από τη μια μερά στην άλλη, ο Μάνου ήταν ένας ζωντανός νεκρός.
Κάρλος
Να θυμάστε, παιδιά: πάνω απ’ όλα είναι μια γιορτή».
62
«
Όρθιοι μπροστά σε όλη την τάξη, ο πατέρας και η μητέρα του Ρούντι Βασκονσέλος επεδείκνυαν δύο χαμόγελα σε οικο-
γενειακό μέγεθος. Αυτός φορούσε γαλάζια γραβάτα κι εκείνη είχε μια κόμμωση σε μέγεθος γαμήλιας τούρτας. Ήταν σαν το αντίθετο της δικής μου οικογένειας. Η βερσιόν «κατάλληλον για όλους». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως λέξεις όπως «διαζύγιο» ή «έκτρωση» δεν είχαν λερώσει ποτέ τα χείλη τους. Και σίγουρα ο κύριος Βασκονσέλος δεν είχε κοιμηθεί ποτέ στον καναπέ. «Το σημαντικό είναι να είστε άπαντες παρόντες», συνέχισε την αγόρευσή του. «Λάβετε υπόψη ότι αυτές είναι στιγμές που θα κουβαλάτε μαζί σας στην ωριμότητά σας: τα πράγματα που θα θυμάστε και που θα διηγείστε στα παιδιά σας». Ο κύριος Βασκονσέλος και η τέλεια σύζυγός του αποτελούσαν τακτική παρουσία στη σχολική μας ρουτίνα. Στη διάρκεια των ημερών της κατήχησης μάς έκαναν διαλέξεις για την ορθή συζυγική ζωή. Κατ’ αυτούς, η σεξουαλική πράξη ήταν ένα δημιούργημα του Θεού και δεν έπρεπε να χαραμίζεται σε «διεφθαρμένες συμπεριφορές», αλλά να διαφυλάσσεται για την τεκνοποίηση. Εγώ θα τους είχα καταγγείλει. Θα τους είχα κλείσει στη φυλακή και τους δύο. Αν όχι για διασπορά ψευδών ειδήσεων, τουλάχιστον για την εμφάνισή τους: είναι βέβαιον πως εκείνη η γραβάτα συνιστούσε έγκλημα κατά της αισθητικής. Δεν ήταν απαραίτητο όμως. Αυτοί ακυρώνονταν από μόνοι τους. Είναι αλήθεια ότι η εικόνα αυτών των δύο σκιάχτρων να κάνουν έρωτα αρκούσε για να καταστρέψει κάθε επιθυμία. Όμως ο γιος τους, ο Ρούντι Βασκονσέλος, με τα σφιγμένα ψηλά στη μέση και πάντα υπερβολικά κοντά παντελόνια του, με τους άριστους βαθμούς του και τις θρησκευτικές του αγορεύσεις κάθε Δευτέρα, αποτελούσε το καλύτερο επιχείρημα εναντίον της ίδιας της τεκνοποίησης. Σε κάθε περίπτωση, οι Βασκονσέλος συνέχιζαν να θεωρούν τον εαυτό τους υπόδειγμα ιδανικής οικογένειας. Καταλαμβάνοντας κάθε χρόνο την προεδρία του Συλλόγου Γονέων, εμφανίζονταν στο σχολείο με το παραμικρό, οργανώνοντας σχολι-
63
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 63
64
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 64
κές επισκέψεις στον καθεδρικό ναό, πουλώντας σάντουιτς στα κυνήγια του θησαυρού και προσευχόμενοι με πάθος στις λειτουργίες. Οι Βασκονσέλος ενσάρκωναν το όνειρο της καθολικής οικογένειας, και τα έξι παιδιά τους αποτελούσαν τη ζωντανή απόδειξη για το ότι στο σπίτι τους δεν είχε μπει ποτέ προφυλακτικό. «Γι’ αυτό», συνέχισε εκείνος ο άντρας, «δεν θέλουμε να υπάρξει κανείς που να μην παρευρεθεί στη γιορτή της προαποφοίτησης». Α, μάλιστα. Η γιορτή της προαποφοίτησης. Η τελευταία επινόηση των Βασκονσέλος. Ως πρόεδροι του Συλλόγου Γονέων, αυτοί οι διακεκριμένοι οικογενειάρχες, είχαν σκεφθεί: γιατί να εισπράττουμε χρήματα μόνο για τη γιορτή της αποφοίτησης αν, τελικά, μπορούμε να πουλάμε γιορτές και στους μικρότερους μαθητές; Έτσι, είχαν προσθέσει και μια γιορτή για μας, της τετάρτης. Η ιδέα ήταν καλή ή τουλάχιστον επικερδής, αλλά αντιμετώπιζε μια μικρή δυσκολία: σχεδόν κανένας από μας δεν ήταν σε θέση να προσκαλέσει κάποια κοπέλα με σάρκα και οστά. Σχεδόν κανένας δεν είχε μιλήσει ποτέ με κάποια. Ο χαμογελαστός κύριος Βασκονσέλος είχε μια λύση: «Ξέρουμε ότι πολλοί από σας δεν γνωρίζετε κανένα κορίτσι. Είναι φυσιολογικό, επειδή αφιερώνετε όλο τον χρόνο σας στις σπουδές σας και στον αθλητισμό. Δεν πρέπει να ντρέπεστε γι’ αυτό. Βρισκόμαστε εδώ για να το τακτοποιήσουμε». Από το μπροστινό μου θρανίο ο Μπέτο στράφηκε προς τα πίσω και ψιθύρισε: «Νομίζω πως δεν καταλαβαίνω. Μας προσφέρει γυναίκες;» «Σσσστ», είπε ο Μάνου προς έκπληξή μας. Μόνο τότε συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχε πει τίποτα όλη τη μέρα. Είχε μια διάθεση θλιμμένη και γκρίζα, σαν τον λόφο του Μοντερίκο. Εγώ την απέδωσα στην τιμωρία του, το προηγούμενο απόγευμα.
«Τι τρέχει, Μάνου;» του είπα για να τον ευθυμήσω. «Σ’ ενδιαφέρει η προσφορά του Βασκονσέλος;» Ο Μπέτο γέλασε. Ο Μάνου δεν απάντησε. Ψηλά, στην έδρα, ο Βασκονσέλος ανέπτυσσε την ιδέα του: «Μια ομάδα γονέων έχουμε συμφωνήσει και έχουμε σκεφτεί: γιατί να μη συνεργαστούμε, ώστε όλοι οι μαθητές να μπορέσουν να παρευρεθούν στη γιορτή της προαποφοίτησης; Εμείς έχουμε κόρες και ανιψιές, που είναι οι αδελφές και οι εξαδέλφες των συμμαθητών σας. Κορίτσια εμπιστοσύνης, με τα οποία θα μπορέσετε να διασκεδάσετε υγιώς...» Ο Μπέτο άφησε πάλι να του ξεφύγει ένα συγκρατημένο γελάκι, που ήχησε σαν καρμπιρατέρ χαλασμένο. Εγώ ψιθύρισα: «Ωχ! Σκατά! Να πας στη γιορτή με την αδελφή του Ρούντι Βασκονσέλος!» «Εγώ την έχω δει», απάντησε ο Μπέτο. «Είναι όπως ο Ρούντι αλλά με περισσότερο μουστάκι». «Άκουσες, Μόκο; Μόκο;» Ο Μόκο καθόταν δίπλα μας, χλομός και απών, με μια σταγόνα ιδρώτα να κυλάει με κατεύθυνση τον λαιμό του. «Μόκο», ψιθύρισα. «Πάλι τον παίζεις;» «Τι συμβαίνει;» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο να κάνει κανείς;» «Θα έπρεπε ν’ ακούς», παρενέβη ο Μπέτο. «Είναι προφανές ότι κι εσύ χρειάζεσαι το Ντελίβερι Βασκονσέλος». «Ενώ εσείς όχι, ρε γυναικάδες;» ρώτησε ο Μόκο ανεβάζοντας το φερμουάρ και παίρνοντάς το πια απόφαση ότι θα περνούσε το πρωινό χωρίς οργασμούς. «Εμένα μη με βάζεις στο ίδιο τσουβάλι με σένα, πρωτάρη», υπερασπίστηκα τον εαυτό μου. «Εγώ σήμερα το βράδυ θ’ ανέβω στην πρώτη κατηγορία». Από τη θέση της πίσω από το γραφείο, η δεσποινίς Πρίνγκλιν ανίχνευσε τα μουρμουρητά. Έριξε ένα βλέμμα γεμάτο μοχθηρία προς τα εκεί που βρισκόμασταν, αλλά δεν είπε τίποτα.
3 – Καρφίτσες στην άμμο
65
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 65
66
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 66
Αναριγήσαμε για μερικές στιγμές. Αυτή οσμίστηκε προς την κατεύθυνσή μας και μετά συνέχισε να ακούει τον κύριο Βασκονσέλος, ο οποίος τώρα μοίραζε χαρτάκια για να γραφτούν οι έχοντες ανάγκη. Όταν αισθανθήκαμε εκτός κινδύνου, ο Μπέτο ρώτησε να μάθει: «Έκανες προόδους με το κορίτσι σου;» «Σσσστ», του είπα. Δεν ήθελα να μας καταλάβει η δεσποινίς Πρίνγκλιν. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς: ήταν άραγε δυνατόν να έχει κανείς πραγματική πιθανότητα να αποκτήσει το πιο ποθητό τρόπαιο και να το κρατήσει μυστικό από τους φίλους του; Αν κάποιος ορκιζόταν διακριτικότητα σε μια γυναίκα, θα ήταν άραγε ικανός να κρατήσει αυτόν τον όρκο και μπροστά στους κολλητούς του; Και, ακόμα κι αν έθετε τα πάντα σε κίνδυνο σε περίπτωση που μιλούσε, θα ήταν άραγε ικανός να σιωπήσει; Ασφαλώς και όχι. «Έχω ραντεβού», επιβεβαίωσα και αισθάνθηκα σαν να άφηνα να πέσει ένα αμόνι από την πλάτη μου. «Και δεν το έχω ούτε σε πάρκο ούτε στο σαλόνι κάποιου σπιτιού. Αποχαιρετήστε με. Βλέπετε έναν άνθρωπο παρθένο για τελευταία φορά». Γούρλωσαν και οι δύο τα μάτια. Σε μεγαλύτερη έξαψη ήταν ο Μόκο, που σχεδόν ξέχασε να ψιθυρίσει: «Καταπληκτικό. Εγώ έχω μια κινηματογραφική μηχανή. Μπορώ να τη φέρω το βράδυ και θα βγάλουμε λεφτά με το τσουβάλι. Φαντάζεσαι ένα πορνοβίντεο με γνωστούς; Θα γίνεις το καινούργιο αστέρι του πορνό. Μπορείς να γίνεις ο ήρωας του σχολείου!» «Κι εσύ μπορεί να μείνεις χωρίς δόντια», αντέτεινα. Ο Μόκο σοβαρεύτηκε: «Οκέι, εντάξει, ήρεμα, κάποια μέρα όμως, όταν θα γουργουρίζουν τα άντερά σου από την πείνα και την ανεργία, θα έρθεις στην ευημερούσα επιχείρησή μου, Λάρι Φλιντ, Χιού Χέφ-
νερ, Μόκο Ρισουένιο και Σία, και θα με εκλιπαρείς να σου δώσω δουλειά, ακόμα κι αν είναι να πουλάς περιοδικά στις γωνίες. Και τότε θα σου θυμίσω τούτη τη μέρα». «Αυτή σου έχει πει ήδη το ναι;» επανήλθε στο θέμα ο Μπέτο. «Πάνω κάτω. Θα μείνουμε μόνοι. Είναι ζήτημα χειρισμού της κατάστασης. Θα χρειαστώ μερικές συμβουλές, ε, Μάνου;» «Σας παρακαλώ πολύ», απάντησε ο Μάνου με απροσδόκητη σοβαρότητα, χωρίς να στρέψει το κεφάλι. «Προσπαθώ να παρακολουθήσω το μάθημα». Αν ο Μάνου είχε πει ότι ένας ελέφαντας είχε μπει στο σπίτι του οπλισμένος με πολυβόλο ή ότι είχε προκηρυχτεί επ’ αόριστον απεργία των καθηγητών και τα μαθήματα αναστέλλονταν για δύο μήνες ή ότι είχε ανακαλύψει μια πισίνα γυμνιστών τρία τετράγωνα από το σχολείο, δεν θα είχε προκαλέσει μεγαλύτερη έκπληξη. Οι άλλοι τρεις κοιταχτήκαμε στα μάτια και συμμερίστηκαμε σιωπηλά μια βεβαιότητα: αυτός δεν ήταν ο Μάνου. Κάποιος μας είχε κλέψει τον φίλο μας και τον είχε αλλάξει με κάποιον από τους Βασκονσέλος. Ο Μόκο έσπασε την εμβρόντητη σιωπή μας: «Ω, γαμώτο, η γριά όντως τον βίασε χτες». «Και το χειρότερο», πρόσθεσε ο Μπέτο, «του έκανε και πλύση εγκεφάλου». «Ή του τον αφαίρεσε», κατέληξα εγώ. «Μπορείτε να σκάσετε, σας παρακαλώ; Είναι σημαντικό», επέμεινε ο Μάνου. Αυτή τη φορά πράγματι στράφηκε για να μας κοιτάξει και στα μάτια του άστραφτε κάτι που δεν είχαμε παρατηρήσει ποτέ μέχρι τότε: μια ικεσία. «Μα τι σου συμβαίνει;» ρώτησα. «Τώρα μας έχεις γίνει το σκυλάκι της Πρίνγκλιν; Σε βγάζει βόλτα για να κάνεις τσίσα;» «Μπορώ να σου πουλήσω μια αλυσίδα για σκύλους με πνίχτη», πρόσθεσε ο Μόκο, για πλάκα ή στα σοβαρά, δεν ξέρω. «Υπάρχουν άνθρωποι που τις φορούν».
67
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 67
68
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 68
«Θα σας εξηγήσω μετά», ικέτευσε ο Μάνου, ένας Μάνου αγνώριστος, απίστευτος, απίθανος. «Σας παρακαλώ, όμως, κλείστε το στόμα σας». Θα έπρεπε να το είχε κλείσει αυτός. Η μοναδική ακοή της δεσποινίδας Πρίνγκλιν ήταν εκπαιδευμένη για στιγμές όπως αυτή. Στην πραγματικότητα, ήταν οι αγαπημένες της στιγμές. «Μάλιστα, μάλιστα», έπεσε πάνω μας η φωνή της, σαν γεράκι σε ανυπεράσπιστο περιστέρι. «Φαίνεται πως στον κύριο Μπατάλια αρέσει τόσο πολύ η γιορτή της προαποφοίτησης που θέλει να παρευρεθεί πολλές φορές, έτσι δεν είναι;» Η ικεσία σβήστηκε από τα μάτια του Μάνου και την αντικατέστησε το μίσος και μετά, καθώς έστρεφε το κεφάλι του μπροστά, η αυτολύπηση: «Ζητούσα... να γίνει ησυχία, δεσποινίς... Για να μπορέσω να παρακολουθήσω την ενδιαφέρουσα διάλεξη». «Δεσποινίς;» ψιθύρισε ο Μόκο. «Να παρακολουθήσει;» πρόσθεσε ο Μπέτο. «Ενδιαφέρουσα διάλεξη;» κατέληξα εγώ. Δώστε μας πίσω τον Μάνου, σκεφτήκαμε όλοι. «Χαίρομαι που πασχίζετε τόσο αφοσιωμένα να ακούσετε», είπε η Πρίνγκλιν με το πιο δηλητηριώδες της ύφος. «Και μην ανησυχείτε. Μιας και σας ενδιαφέρει τόσο πολύ να μη χάσετε το νήμα, θα μπορέσετε να αφιερώσετε το διάλειμμα για να αντιγράψετε λέξη προς λέξη το κεφάλαιο τέσσερα του αναγνωστικού σας. Έτσι δεν θα χάσετε καμία λεπτομέρεια από τα θέματα του μαθήματος». Όχι μόνο εμείς, αλλά όλη η αίθουσα αντάλλαξε βλέμματα και χαμόγελα, περιμένοντας την απάντηση του Μάνου. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή, όλοι πιστεύαμε ότι έπαιζε θέατρο, ότι είχε φτάσει μέχρι εκεί για να κάνει μια αιφνιδιαστική στροφή και να χύσει διπλή δόση οξύ στην καθηγήτρια. Όμως το μόνο που ακούστηκε ήταν το κουδούνι για το διάλειμμα, σαν συναγερμός για τις πληγές στην αυτοεκτίμησή του. Και μετά, ούτε
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 69
πιο ευχάριστη ούτε λιγότερο τσιριχτή από το κουδούνι, η άδεια της δεσποινίδας Πρίνγκλιν: «Μπορείτε να βγείτε», ανακοίνωσε και κατόπιν πρόσθεσε, με ολοφάνερη ευχαρίστηση: «... όλοι... σχεδόν».
Μάνου
Π
ροσπαθούσα να το κάνω σωστά, γαμώτο! Μα την πουτάνα μου, προσπαθούσα! Η γριά είχε ήδη κερδίσει τη μάχη. Με είχε ήδη γαμήσει. Κι εγώ ήμουν διατεθειμένος να παραδοθώ. Φερόμουν καλά. Το φταίξιμο ήταν δικό σας. Αυτοί οι τρεις ηλίθιοι με τα βλακώδη αστεία τους και τη σεξουαλικότητα νηπιαγωγείου. Ήταν δικό σας το φταίξιμο, όπως ήταν και για όλα όσα συνέβησαν μετά. Εγώ δεν ήμουν ο ηγέτης, φίλε: ήμουν το θύμα τους. Κι αυτό θέλω να καταγραφεί, εντάξει; Θα τα μαγνητοσκοπήσουμε όλα αυτά τα σκατά; Θέλω αυτό να μείνει εδώ. Και θέλω μια κόπια.
Μόκο
Τ ο φταίξιμο ήταν δικό του. Του Μάνου. Επειδή από τη μια μέρα στην άλλη έγινε δειλός.
Μπέτο Γιατί εκείνη η γυναίκα είχε καταστρέψει τον Μάνου. Και μαζί μ’ αυτόν είχε καταστρέψει κι εμένα.
69
Τ ο φταίξιμο ήταν δικό μου.
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 70
Κάρλος
70
Τ ο φταίξιμο ήταν δικό μας. Το κάναμε όλοι μαζί. Στο ποινικό δίκαιο υπάρχει μια πρόβλεψη γι’ αυτό: «σύσταση εγκληματικής οργάνωσης». Σημαίνει ότι για μια ληστεία δεν είναι ένοχοι μόνο αυτοί που παίρνουν τα χρήματα. Είναι και εκείνοι που μαζεύουν τις πληροφορίες, που οδηγούν το αυτοκίνητο, που νοικιάζουν το σπίτι για να κρυφτούν ή που αγοράζουν τις προμήθειες. Οι συνεργοί είναι εξίσου ένοχοι με τους φυσικούς αυτουργούς, ακόμα κι αν δεν έχουν τραβήξει τη σκανδάλη. Και εδώ όλοι μας ήμασταν συνεργοί. «Πρέπει να βοηθήσουμε τον Μάνου», είπε ο Μπέτο όταν βγήκαμε για διάλειμμα, με το πρόσωπο συσπασμένο από τα νεύρα. Εγώ αρνήθηκα: «Είναι τιμωρημένος! Τι θέλεις; Να τον διασώσουμε με ελικόπτερο;» «Η Πρίνγκλιν τού έχει κάνει κάτι», επέμεινε ο Μπέτο. «Το νιώθω. Κάτι φοβερό». Ο Μόκο άρχισε να γελάει με το ψυχοπαθητικό γελάκι του: «Χε χε... Χε χε... Ίσως να μην ήταν και τόσο φοβερό...» «Δεν μιλάω γι’ αυτό, ηλίθιε!» ανταπάντησε ο Μπέτο. «Δεν είδες πώς είναι ο Μάνου σήμερα το πρωί; Τον έχει εκμηδενίσει. Σίγουρα τον έχει εκβιάσει. Ή τον έχει απειλήσει. Πρέπει να τον βοηθήσουμε». «Είσαι καλά, ρε μαλάκα;» ρώτησα. «Το μόνο που μπορούμε να καταφέρουμε είναι να καταλήξουμε όλοι τιμωρημένοι ακριβώς όπως ο Μάνου». «Και τι έγινε; Δεν το αξίζει; Και όταν σηκώθηκε εκείνος να ρωτήσει αυτό για τη σύφιλη και μας έσωσε όλους;» Τουσέ. Ακόμα κι έτσι, προσπάθησα να υπερασπιστώ την άποψή μου: «Το έκανε για να τραβήξει την προσοχή».
«Και όταν πήρε πάνω του όλη την ευθύνη για την ιστορία στις τουαλέτες; Εκεί δεν υπήρχε κανένας άλλος για να του τραβήξει την προσοχή. Αλλά πάλι τον τιμώρησαν μόνο αυτόν, έτσι δεν είναι;» «Ήθελε να τον αποβάλουν». «Και γιατί δεν θέλει πια; Γιατί συμπεριφέρεται τόσο παράξενα σήμερα; Τι του έκανε αυτή η μάγισσα χτες;» Ο Μπέτο ποτέ δεν είχε δείξει τέτοια ενεργητικότητα για τίποτα. Και χωρίς αμφιβολία είχε δίκιο. Εκείνο το βράδυ, όμως, εγώ είχα το ραντεβού μου. Το αποφασιστικό ραντεβού μου, ίσως. Το να φερθώ άσχημα στο σχολείο εκείνη ακριβώς τη μέρα μπορούσε να τα περιπλέξει όλα. Ίσως κατέληγα να χάσω την τάξη. Και, μέχρι και οι φιλελεύθεροι γονείς μου είχαν κάποιο όριο στην ανοχή τους. Δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω τα πάντα για να βοηθήσω τον Μάνου. Ή μήπως μπορούσα; «Ας αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι», και πήγα να ξεγλιστρήσω. «Τι;» – τώρα πια ο Μπέτο ήταν εκτός εαυτού. «Είσαι δειλός, Κάρλος. Είσαι κακός φίλος. Ένας προδότης!» «Σε παρακαλώ, Μπέτο...» «Μη μου μιλάς!» Μου γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται. Έπρεπε να τον είχα αφήσει να φύγει. Θα ήταν το καλύτερο. Ο Μόκο, όμως, που είχε μείνει σιωπηλός σχεδόν όλη αυτή την ώρα, ξαφνικά άνοιξε το καταραμένο το στόμα του. «Ο Μπέτο έχει δίκιο», αποφάνθηκε. «Πρέπει να τον βοηθήσουμε». «Μόκο! Κι εσύ;» «Ο Μάνου ρίσκαρε για μας. Είναι η σειρά μας να ρισκάρουμε γι’ αυτόν».
71
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 71
72
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 72
«Μα... μα...» «Εγώ πάω με τον Μπέτο». Και χωρίς άλλα λόγια ξεκίνησε κι αυτός να φύγει. Έμεινα στη θέση μου για μερικά δευτερόλεπτα, περιμένοντας να απομακρυνθούν αυτοί οι δύο, προσπαθώντας να σκέφτομαι το ραντεβού μου με την Παμέλα. Είπα στον εαυτό μου ότι το να είμαι συνεπής στο ραντεβού μου μαζί της ήταν επίσης ζήτημα τιμής, γιατί της το είχα υποσχεθεί. Προσπάθησα να τον πείσω ότι τα προβλήματα του Μάνου ήταν προβλήματα του Μάνου και μόνο. Δυστυχώς, τα πόδια μου αρνήθηκαν να με υπακούσουν. Ενάντια στη θέλησή μου, το σώμα μου βάλθηκε να ακολουθεί τον Μπέτο και τον Μόκο. Το ήξερα ότι ήταν λάθος. Και εξεπλάγην με τον ίδιο μου τον εαυτό όταν με άκουσα να λέω: «Εντάξει, εντάξει. Τι θα κάνουμε;» Ήξερα ότι θα μετάνιωνα γι’ αυτά τα λόγια. Ο Μάνου είχε μείνει στη θέση του, πίσω, στην προτελευταία σειρά. Οι αίθουσες διδασκαλίας της τετάρτης χωρίζονταν από τον εξωτερικό χώρο με τεράστιες τζαμόπορτες. Στο κάτω μέρος, τα τζάμια ήταν αδιαφανή, για να απομονώνουν τις αίθουσες από τις δραστηριότητες στην αυλή. Ανεβαίνοντας προς τα πάνω, όμως, πριν φτάσουν στην οροφή, τα τζάμια γίνονταν διαφανή και άνοιγαν από τη μια πλευρά, σαν περσίδες. Μέσα από αυτά μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε με τον Μάνου, ακόμα και να του στείλουμε ένα σημείωμα με κάποιο μήνυμα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να σηκώσουμε έναν από μας μέχρι εκεί. Ο Μπέτο επέμεινε να είναι ο αγγελιαφόρος. Ήταν εξοργισμένος, λες και τον είχαν τιμωρήσει αυτόν. Κάθισε πάνω στους ώμους μας και έσκυψε προς το εσωτερικό. Ήταν βαρύς και κάμποσες φορές παραλίγο να πέσει. Ωστόσο, στηριγμένος στην ογκώδη κολόνα που μας έκρυβε, κατάφερε να διατηρήσει την ισορροπία του. «Εντάξει;» ρώτησα όταν τα πόδια μου άρχισαν να λυγίζουν.
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 73
«Σχεδόν», απάντησε ο Μπέτο. «Πρέπει ο Μάνου να κοιτάξει κατά δω». Χτύπησε μερικές φορές απαλά το τζάμι. Παραλίγο να μου φύγει προς τα μπρος. «Πώς τα καταφέρνεις και είσαι τόσο βαρύς;» παραπονέθηκε ο Μόκο. «Είναι που εσύ έχεις δύναμη μόνο στο ένα χέρι, μαλάκα», απάντησε ο Μπέτο. «Ναι. Το χέρι που βάζω στον κώλο της μάνας σου». «Σκάστε, γαμώτο!» Για να έχει επιτυχία, η επιχείρηση απαιτούσε συντονισμό σχεδόν στρατιωτικό. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι εμείς ήμασταν τρία θλιβερά βλαμμένα. Αν ήμασταν στρατιώτες, θα μας είχαν στείλει να καθαρίζουμε πατάτες στην κουζίνα και τα πολεμικά μας τραύματα θα ήταν κοψίματα στα χέρια και δυσπεψίες. Τουλάχιστον όμως θα καταφέρναμε να ρωτήσουμε. Πεισμένος από τις συμβουλές μου ότι έπρεπε να είμαστε συνετοί, ο Μπέτο είχε γράψει ένα σημείωμα για τον Μάνου και είχε φτιάξει ένα μπαλάκι με το χαρτί. Έλεγε:
Τελικά ο Μάνου σήκωσε το βλέμμα από το καταραμένο κεφάλαιο τέσσερα και ο Μπέτο πέταξε το μπαλάκι, που έπεσε περίπου μισό μέτρο από το θρανίο του. Ο Μάνου το είδε και, προσποιούμενος ότι βγάζει άλλο στιλό από την τσάντα του, το μάζεψε. Από το παρατηρητήριό του, ο Μπέτο μάς περιέγραφε κάθε κίνησή του. Αφού άνοιξε κρυφά το χαρτί και το διάβασε, ο Μάνου έγραψε ένα απαντητικό σημείωμα. Το τσαλάκωσε αργά, προσπαθώντας να μην τραβήξει την προσοχή της καθηγήτριας. Και ετοιμάστηκε να το πετάξει ξανά από το παράθυρο. Χρειαζόταν
73
ΓΙΑΤΊ ΔΕΝ ΕΣΤΕΙΛΕΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΤΗ ΔΙΔΑ ΠΡΙΝΓΚΛΙΝ;
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 74
πολύ καλό σημάδι για να πετύχει τον στόχο και ο Μάνου θα είχε μόνο μία ευκαιρία να το κάνει χωρίς να τραβήξει την προσοχή της δεσποινίδας Πρίνγκλιν. «Μην ξαναμιλήσεις για τη μάνα μου», έλεγε ο Μπέτο. «Γιατί;» απάντησε ο Μόκο. «Της μάνας σου της αρέσει». «Έχεις πλεονέκτημα, επειδή η δική σου είναι πεθαμένη». «Αν θέλεις σκοτώνω και τη δική σου με ένα πήδημα». «Έτσι πέθανε η δική σου;» Ευτυχώς, ο Μάνου ήταν πιο ικανός από μας. Εκτόξευσε την απάντησή του με επιτυχία με την πρώτη απόπειρα. Το χαρτάκι έπεσε στο κεφάλι μας ενόσω εμείς λογοφέρναμε και μας θύμισε την αποστολή μας. Το ανοίξαμε. Έλεγε:
74
ΕΠΙΔΗ ΜΕ ΑΠΗΛΙΣΕ ΝΑ ΜΕ ΒΑΛΕΙ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΑΒΩ ΤΗ ΧΡΩΝΙΑ ΑΝΤΗ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΒΑΛΕΙ
Προφανώς, υπήρχε εξήγηση: εκβιασμός. Αυτό είναι αδίκημα, σωστά; Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, η Πρίνγκλιν θα είχε πάει φυλακή γι’ αυτό. Είναι σημαντικό να συγκρατήσει κανείς το σημείο αυτό για να καταλάβει εκείνο που θα ερχόταν μετά. Ο Μπέτο έγινε έξω φρενών: «Δεν σας το είπα; Τον έχει εκβιάσει». Ο Μόκο έκανε κι αυτός ένα σχόλιο: «Κωλογριατομουνιτηςμάναςτης». Κι εγώ είδα σ’ αυτό την τελευταία ευκαιρία να αποφύγουμε περαιτέρω φασαρίες: «Ωραία, το ξέρουμε πια. Δεν πρόκειται να τον αποβάλουν σε καμία περίπτωση. Άρα τελειώσαμε;» Όμως ο Μπέτο δήλωσε: «Είναι ψέμα». Ο δε Μόκο είχε κι άλλη ανάλυση της κατάστασης να μοιραστεί μαζί μας:
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 75
75
«Σκρόφα. Γέννημα σκύλας. Αντρογυναίκα». Κι εγώ ρώτησα, παρόλο που δεν ήθελα να ακούσω την απάντηση: «Τι είναι ψέμα;» Και ο Μπέτο: «Λόγω διαγωγής δεν σε βάζουν να επαναλάβεις τη χρονιά. Η ποινή είναι αποβολή». Και ο Μόκο: «Από πού το έχεις βγάλει αυτό;» «Το λέει ο κανόνας». Κι εγώ: «Πώς το ξέρεις;» Και ο Μπέτο: «Το διάβασα στον κανονισμό, στο τετράδιο για τις εργασίες που μας δίνουν». Και ο Μόκο: «Στο τετράδιο; Πού;» «Πίσω από το εξώφυλλο: παράγραφος έξι». Κι εγώ: «Πότε διάβασες τον κανονισμό στο τετράδιο για τις εργασίες;» «Μια μέρα που δεν είχα κάποιο μυθιστόρημα πρόχειρο». Και ο Μόκο: «Θεέ μου, χρειάζεσαι γυναίκα... Ή άντρα. Ή ένα τρυφερό κατοικίδιο...» Ο Μπέτο φουρκίστηκε: «Θα το πούμε στον Μάνου ή όχι;» Κι εγώ, παρόλο που το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω μακριά από εκεί και να διασώσω το ραντεβού μου με την Παμέλα, παρόλο που ήξερα ότι έκανα λάθος, είπα: «Γράψ’ του το». Αυτή τη φορά το σημείωμα έλεγε απλώς:
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 76
76
ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6
Ανεβάσαμε ξανά πάνω τον Μπέτο με το χαρτάκι. Δεδομένης της προοπτικής, δεν λογοφέραμε για τη μάνα κανενός. Ήμασταν σε υπερένταση, με όλη μας την προσοχή στραμμένη στις αναφορές του κατασκόπου μας: «Άνοιξε ήδη το μήνυμα», μας πληροφόρησε ο Μπέτο. «Και τώρα το διαβάζει». Τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να τραβούσαμε πολύ την προσοχή. Ένας μαθητής καθισμένος πάνω στην πλάτη δύο άλλων που πασχίζουν να δουν μέσα σε μια αίθουσα διδασκαλίας ήταν ένα θέαμα αρκετά ασυνήθιστο. Ωστόσο, έχω ήδη πει πως ήμασταν τρία βλαμμένα και δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει μέχρι που ακούσαμε τη φωνή πίσω από την πλάτη μας: «Α, τα τρία ανισόρροπα! Τι κάνετε έτσι, αγκαλίτσα, στη γωνία; Καμιά παρτούζα;» Ένας από τους νταήδες της τάξης, ο Ράιαν Μπαραμέδα, ερχόταν προς το μέρος μας, με δύο από τα τσιράκια του να τον ακολουθούν. Τέλος πάντων, το «τσιράκια» είναι μια λέξη βγαλμένη από τις κινηματογραφικές ταινίες. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα χυδαίο ζευγάρι κωλογλείφτες. Οι τρεις τους έβγαιναν κάπου κάπου περιπολία, αναζητώντας κάποιους δυστυχείς όπως εμείς για να ζωντανέψουν το πρωινό τους βασανίζοντάς μας. Φαίνεται πως έτσι διασκέδαζαν. Και για αποκορύφωμα της γελοιότητας, ο αρχηγός τους ήθελε να τον αποκαλούν Ράιαν Μπαρακούντα. «Ράιαν» –προσπάθησα να κρατήσω την ένταση του ήχου χαμηλά– «φύγε από δω». Ο Ράιαν φάνηκε να διασκεδάζει με την απάντησή μου, αλλά τα δύο φιλαράκια του έκαναν χειρονομίες αγανάκτησης, προκαλώντας τον να μας δείρει. Βασικά, αυτή ήταν η τυπική
διαδικασία: έρχονταν, πείραζαν και, αν απαντούσαμε λάθος, προσβάλλονταν και μας έδερναν. Φυσιολογικά, όμως, τους έπαιρνε περισσότερη ώρα να μας προκαλέσουν επαρκώς: «Τι είπες, ηλίθιε;» είπε ο Ράιαν. «Θέλεις να σου σπάσω τα μούτρα;» Ο Μπέτο συνέχιζε να κάθεται μισός στην πλάτη μου και μισός στου Μόκο, ο οποίος, φοβισμένος, έκανε μια κίνηση σαν να πήγαινε να τρέξει. Ο Μπέτο παραλίγο να πέσει με τα μούτρα πάνω στο τζάμι. Μαζεύοντας τα υπολείμματα των δυνάμεών μου, κατάφερα να συγκρατήσω τον έναν και να βαστήξω τον άλλον. Όλη αυτή η αναστάτωση, όμως, άρχιζε να δημιουργεί υπερβολικά μεγάλη φασαρία. Τότε ο Μόκο είχε μια ιδέα. Είπε: «Ράιαν, αν φύγετε τώρα, θα σου δώσω μια ταινία για σένα και άλλες δύο για τους φίλους σου. Έχω μία με την Τρέισι Λορντς να τρώει ψωλές από όλες τις τρύπες του κορμιού της. Θα είναι όλη δική σου. Δωρεάν. Αλλά μόνο αν φύγετε τώρα αμέσως». «Μαλάκα νάνε», ούρλιαξε ο Ράιαν. «Νομίζεις πως περνάμε όλη τη μέρα μας τραβώντας μαλακία σαν κι εσένα;» Εκεί ψηλά, ο Μπέτο ταλαντεύτηκε. Δεν θα καταφέρναμε να τον κρατήσουμε για πολλή ώρα ακόμα. Έμενε μια σφαίρα στη θαλάμη. Και τη χρησιμοποίησα: «Μπορείτε και να αντιγράψετε τις εργασίες του Μπέτο». «Μόνο της Γλώσσας!» αξίωσε ο Μπέτο. «Και των Μαθηματικών!» πρόσφερα εγώ, κάθιδρος. Τα δικά μου μαθηματικά ήταν υπερβολικά κακά για να τα προσφέρω. Οι τρεις βάρβαροι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, αρκετά ικανοποιημένοι από τα οφέλη που έδρεπαν χωρίς καν να το προτείνουν. Ψιθύρισαν μεταξύ τους για μερικά δευτερόλεπτα, διακόπτοντας για να μας κοιτάξουν λοξά ενόσω εμείς ιδροκοπούσαμε κάτω από το βάρος του Μπέτο. Αφού διαβουλεύτηκαν κάνοντας πολλές γκριμάτσες, κατέληξαν σε συμφωνία μεταξύ τους. Είναι όμως προφανές ότι ουδείς είναι ικανοποιημένος με
77
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 77
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 78
78
αυτό που έχει. Όλος ο κόσμος λαχταράει πάντα κάτι παραπάνω. «Θέλουμε πέντε ταινίες», απάντησε τελικά ο Ράιαν, ο μοναδικός από τους τρεις που ήξερε να μιλάει. «Και θα τις διαλέξουμε εμείς. Αλλιώς, εσύ είσαι ικανός να μας γράψεις καμία με τον Γόρδο Πορσέλ».* Ο Μόκο ετοιμαζόταν να κάνει αντιπροσφορά, αλλά τελικά κατένευσε. Ίσως το έκανε από αλληλεγγύη στον Μάνου ή μπορεί επειδή τον τρόμαζε περισσότερο η πιθανότητα ο Ράιαν να του σπάσει τα μούτρα. Από την πλευρά τους, ο Ράιαν και οι φίλοι του ρουθούνισαν, ξεφύσηξαν και έσκουξαν μια δυο φορές σαν ουρακοτάγκοι. Ήταν ο τρόπος τους να πουν ότι η συμφωνία είχε κλείσει. «Και κάτι ακόμα», πρόσθεσε το κτήνος ο Ράιαν. «Θα σταματήσουμε να μιλάμε αλλά θα μείνουμε εδώ. Θέλουμε να δούμε τι σκατά κάνετε». «Πολύ καλά», εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία. «Τότε βοηθήστε μας». Τη στιγμή που λιγότερο το περιμένεις, ο εχθρός σου μπορεί να μετατραπεί σε φίλο σου. Πρώτα απ’ όλα χρειαζόμασταν εργατικά χέρια. Ο Μπέτο γλιστρούσε διαρκώς και δεν ήμασταν σε θέση να τον κρατήσουμε καλά. Επιπλέον, εγώ ήθελα να παρακολουθήσω προσωπικά αυτό που επρόκειτο σύντομα να συμβεί. Με τον Ράιαν και τους ιπποπόταμούς του, ο καθένας από μας μπορούσε να σκαρφαλώσει σε κάποιους ώμους και να δει με τα μάτια του σε ζωντανή και απευθείας μετάδοση την τροπή των γεγονότων. Ήταν ένα θέαμα πολλά υποσχόμενο. Τώρα, πράγματι, τα κεφάλια μας υψώθηκαν πάνω από τα αδιαφανή τζάμια. Ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε. Ο Μάνου εί* Αργεντίνος κωμικός ηθοποιός που μεσουράνησε τις δεκαετίες 1960-1980.
χε καθυστερήσει αρκετά να μαζέψει το χαρτί, από τον φόβο μήπως τον αντιληφθεί η Πρίνγκλιν. Ακριβώς τώρα, όμως, τελείωνε το διάβασμα. Έβγαλε από το σακίδιό του το τετράδιο των εργασιών και το άνοιξε στη σελίδα που του είχαμε υποδείξει. Κατόπιν έστρεψε το βλέμμα προς εμάς, που σηκώσαμε τις γροθιές μας σε ένδειξη υποστήριξης. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το βλέμμα που μάς χάρισε ο Μάνου εκείνη τη στιγμή. Δεν έβλεπε εμάς: έβλεπε το μέλλον. «Δεσποινίς Πρίνγκλιν», ύψωσε τη φωνή. Η καθηγήτρια σήκωσε το κεφάλι για να απαντήσει και μας ανακάλυψε εκεί, κολλημένους στο παράθυρο. Δεν μπορούσε να δει καλά τα πρόσωπά μας, που τα περισσότερα ήταν κρυμμένα πίσω από το αδιαφανές τζάμι. Όμως οι έξι μαύρες σκιές πίσω από το τζάμι, και ειδικά οι ογκώδεις σιλουέτες των βαστάζων μας, ήταν αδύνατο να περάσουν απαρατήρητες. «Τι κάνετε, Μπατάλια;» – ακούσαμε την ανέκφραστη φωνή που γνωρίζαμε καλά. «Παίζετε με τα φιλαράκια σας; Θέλετε να τους τιμωρήσω κι αυτούς;» «Όχι. Θέλω να σας δείξω κάτι». Αργά, απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή, ο Μάνου σηκώθηκε όρθιος και ανέβηκε πάνω στην καρέκλα του. Έκανε μεταβολή. Τώρα είχε γυρισμένη την πλάτη στη δεσποινίδα Πρίνγκλιν. Μας έκλεισε το μάτι και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Ο Μάνου, ο αιώνιος Μάνου, ο ήρωας, είχε επιστρέψει. Από κάτω μου, ο Ράιαν ρώτησε: «Τι γίνεται;» «Πάψε», είπα. Καθώς πλέον ήμασταν έξι και τραβούσαμε την προσοχή στο παράθυρο, όλο και περισσότεροι περίεργοι μαθητές άρχισαν να πλησιάζουν. Γύρω μας σιγά σιγά σχηματιζόταν ένας κύκλος από γκρίζες στολές. Περνούσαμε το σημείο απ’ όπου δεν υπήρχε επιστροφή. Ό,τι και να συνέβαινε ανάμεσα στον Μάνου
79
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 79
80
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 80
και τη δεσποινίδα Πρίνγκλιν, θα ήταν αδύνατο να κρύψουμε τη δική μας συμμετοχή. «Ανοίγει το παντελόνι του», επισήμανε ένας εμβρόντητος Μπέτο, χωρίς να πάψει να κοιτάζει τον Μάνου. «Ουάου. Πιστεύεις ότι θα πηδήξει τη δεσποινίδα Πρίνγκλιν;» ρώτησε ο Μόκο. «Μην είσαι ηλίθιος, Μόκο», είπα εγώ. Μέσα στην αίθουσα, ο Μάνου συνέχιζε τον δικό του διάλογο με την καθηγήτρια, ακόμα με την πλάτη γυρισμένη προς αυτή: «Αυτό που θα σας δείξω έχει σχέση με το μάθημα για το αναπαραγωγικό σύστημα, δεσποινίς». «Γυρίστε προς τα δω και να με κοιτάτε στα μάτια όταν μου μιλάτε, Μπατάλια. Και τι συμβαίνει εκεί έξω;» Η περηφάνια έλαμπε στο πρόσωπο του Μάνου. Μόνο ένα πράγμα υπήρχε που λαχταρούσε πιο πολύ από την αποβολή από το σχολείο: τη θέρμη του κοινού. «Μην κάνετε καμιά βλακεία για την οποία θα μετανιώσετε», προειδοποίησε η δεσποινίς Πρίνγκλιν. «Οποιαδήποτε τιμωρία θα αξίζει τον κόπο», απάντησε αυτός με τα χέρια στη ζώνη, χρονοτριβώντας, με τη συνηθισμένη αίσθηση του θεάματος που είχε. Και, τελικά, το έκανε. Όταν χτύπησε πάνω στο θρανίο, η μεταλλική αγκράφα της ζώνης ήχησε σαν το καμπανάκι σε ρινγκ του μποξ. Εκείνη τη στιγμή, πλέον, το παρευρισκόμενο κοινό ήταν ήδη εκτός εαυτού. Πολλά παιδιά ακόμα έσκυβαν από το παράθυρο όταν ο Μάνου άνοιξε τα οπίσθιά του και έσκυψε, δείχνοντας στην καθηγήτρια τα λευκά οπίσθιά του. Και όλοι υποδέχτηκαν αυτή την κίνησή του με έναν βρυχηθμό ευφορίας. «Γριά πουτάνα!» ούρλιαξε ο Μάνου, τρελαμένος. «Αυτό να αντιγράψεις!» Ο Μόκο –ή ίσως ο Ράιαν ή ίσως εγώ ο ίδιος– άρχισε να κραυγάζει:
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 81
Αμέσως, όλοι οι νεοφερμένοι πήραν μέρος στο άσμα μας. Προστατευμένοι από την ανωνυμία της μάζας, πενήντα ή μπορεί και εκατό συμμαθητές άφηναν να ξεφύγουν από μέσα τους χρόνια καταπιεσμένης οργής ενάντια σ’ εκείνη την παγερή καθηγήτρια, ενάντια σ’ εκείνο το σχολείο χωρίς γυναίκες, ενάντια σ’ εκείνη τη συνοικία χωρίς διασκέδαση, ενάντια σ’ εκείνη τη χώρα χωρίς Mcdonald’s. Η ιστορία μας πια δεν ήταν απλώς μια πράξη απειθαρχίας: ήταν ένας ύμνος στην ελευθερία. «ΠΡΙΝ-ΓΚΛΙΝ, ΠΡΙΝ-ΓΚΛΙΝ, ΡΟΥΦΑ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΥΛΙ! ΠΡΙΝΓΚΛΙΝ, ΠΡΙΝ-ΓΚΛΙΝ, ΡΟΥΦΑ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΥΛΙ!» Ήταν η πρώτη φορά –αν και δεν θα ήταν η τελευταία– που είδαμε την καθηγήτρια να χάνει τον αυτοέλεγχό της, να χλομιάζει, να κοιτάζει δεξιά και αριστερά, αναποφάσιστη από πού να αρχίσει τα αντίποινα. Τελικά, αποφάσισε να κατευνάσει τη μάζα πριν επικεντρωθεί στον ιδιοκτήτη των οπισθίων. Σηκώθηκε απειλώντας: «Έχετε μπλέξει άσχημα, κύριε Μπατάλια, αλλά μην το κουνήσετε από δω». «Μην ανησυχείτε, δεσποινίς Πρίνγκλιν», απάντησε αυτός, ακόμα σε ορθή γωνία πάνω στο θρανίο. «Γυρίστε γρήγορα!» Πριν εκείνη φτάσει στην αυλή, φώναξα: «Τρέξτεεεεεεε!» Η δεσποινίς Πρίνγκλιν βάλθηκε να μας καταδιώκει και σε βοήθειά της έσπευσαν δύο υπάλληλοι της καθαριότητας, τρεις καθηγητές και ένας παπάς. Αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μας στηριζόμασταν στη βοήθεια όλου του σχολείου. Ξαφνικά, εκείνο το πλήθος από εφήβους με σπυράκια μετατρεπόταν σε στρατό οργανωμένο στην εντέλεια, που βρισκόταν στην υπηρεσία μας. Ομάδες από συμμαθητές έκοβαν τον δρόμο στους διώκτες μας ή σχημάτιζαν τούνελ για να διευκολύνουν τη διαφυγή μας. Καθώς όλοι οι μαθητές φορούσαμε ίδια στολή, κάποιοι
81
«ΠΡΙΝ-ΓΚΛΙΝ, ΠΡΙΝ-ΓΚΛΙΝ, ΡΟΥΦΑ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΥΛΙ! ΠΡΙΝΓΚΛΙΝ, ΠΡΙΝ-ΓΚΛΙΝ, ΡΟΥΦΑ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΥΛΙ!»
RONCAGLIOLO KARFITSES sel_DD Final_Layout 1 10/4/17 12:51 μ.μ. Page 82
82
άλλοι άρχιζαν να τρέχουν για να παραπλανήσουν τα λαγωνικά. Μάζες από μαθητές μάς ενθάρρυναν καθώς τρέχαμε. Μας ζητωκραύγαζαν. Μας θαύμαζαν. Όλη αυτή η αναταραχή πρέπει να κράτησε μόλις μερικά λεπτά, τα οποία παρ’ όλα αυτά καταλαμβάνουν στη μνήμη μου ώρες καταδίωξης. Τους αφήσαμε πίσω μας όλους, μαθητές και διώκτες, και φτάσαμε στο γήπεδο του ποδοσφαίρου. Ακόμα και τότε συνεχίσαμε να φεύγουμε μακριά, εμψυχωμένοι ακόμη από την αδρεναλίνη της περιπέτειας, σκασμένοι στα γέλια. Η μαγεία έσπασε μόνο μετά, μόλις ανεβήκαμε στον αμμότοπο του λόφου, όταν καταλάβαμε πως, όσο και να τρέχαμε, στην πραγματικότητα δεν είχαμε πού να πάμε. Ακόμα χειρότερα, για μένα ειδικά, κάθε βήμα μπροστά στη φυγή μας ήταν ένα βήμα πίσω στον δρόμο για το ραντεβού μου με την Παμέλα.