KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 5
ΚΑΡΛ ΟΥΒΕ ΚΝΑΟΥΣΓΚΟΡΝΤ
Ο ΑΓ ΩΝΑ Σ ΜΟ Υ ~ 1V
χορευοντασ στο σκοταδι c
Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΟΡΒΗΓΙΚΑ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 6
Η μετάφραση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της NORLA. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Karl Ove Knausgård, Fjerde Bok © ©
Copyright 2010, Forlaget Oktober as, Oslo. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN SET 978-960-03-5905-3 ISBN T4 978-960-03-6201-5
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 7
μου βαλίτσες γλιστρώντας στον ιμάντα. Ήταν παλιές, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, τις είχα βρει στην αποθήκη ανάμεσα στα πράγματα της μαμάς, όταν είμαστε έτοιμοι να μετακομίσουμε, μια μέρα πριν από τη μετακόμιση, και αμέσως τις πήρα λέγοντας ότι ταίριαζαν σε μένα και στο στυλ μου, που δεν ήταν ούτε τόσο σύγχρονο ούτε τόσο μοντέρνο, αυτό που μου άρεσε. Έσβησα το τσιγάρο μου στο τασάκι, πήρα τις βαλίτσες απ’ τον ιμάντα και τις έβγαλα έξω. Η ώρα ήταν εφτά παρά πέντε. Άναψα τσιγάρο. Δεν βιαζόμουνα, δεν είχα τίποτα να κάνω ούτε και να συναντήσω κάποιον. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, αλλά ο αέρας ήταν παγωμένος και καθαρός. Το τοπίο έμοιαζε με αλπικό, παρόλο που το αεροδρόμιο δεν απείχε παρά ελάχιστα μέτρα απ’ τη θάλασσα. Τα ελάχιστα δέντρα που έβλεπα ήταν καχεκτικά και παραμορφωμένα. Οι βουνοκορφές που μου έκρυβαν τη θέα ήταν κάτασπρες απ’ το χιόνι. Ίσια μπροστά μου το λεωφορείο του αεροδρομίου γέμισε αμέσως. Να το έπαιρνα; Τα λεφτά που ο μπαμπάς μου δάνεισε για το ταξίδι, με βαριά καρδιά, θα έφταναν μέχρι τον πρώτο μου μισθό, δηλαδή
7
Σ
ΙΓΑ ΣΙΓΑ ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΑΦΙξΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 8
για ένα μήνα. Από την άλλη πάλι δεν ήξερα πού ήταν το γιουθ χόστελ, και δεν θα ήταν καλή αρχή στη νέα μου ζωή να γυρνάω εδώ κι εκεί στα τυφλά, σε μια άγνωστη πόλη, με δυο βαλίτσες και ένα σάκο. Όχι, ένα ταξί θα μπορούσα να το πάρω.
8
Εκτός από μια μικρή βόλτα σε ένα φαστφουντάδικο εκεί κοντά, όπου έφαγα δυο λουκάνικα με πουρέ, έμεινα στο δωμάτιό μου στο γιουθ χόστελ όλο το βράδυ, ξαπλωμένος με το πάπλωμα πίσω απ’ την πλάτη, ακούγοντας μουσική με το γουόκμαν, ενώ έγραφα γράμματα στη Χίλντε, τον Άιρικ και τον Λαρς. Άρχισα και ένα στη Λίνε, που ήταν η κοπέλα μου εκείνο το καλοκαίρι, αλλά μετά από μια σελίδα το παράτησα, έβγαλα τα ρούχα μου και έσβησα το φως, όχι ότι άλλαξε τίποτα, η καλοκαιρινή νύχτα ήταν φωτεινή,1 η πορτοκαλιά κουρτίνα φωσφόριζε μέσα στο δωμάτιο. Κανονικά μ’ έπαιρνε ο ύπνος, ο κόσμος να χαλούσε, αλλά εκείνη τη νύχτα έμεινα ξάγρυπνος. Σε τέσσερις μέρες μόνο θα έμπαινα σε μια τάξη ενός σχολείου μιας μικρής παραλιακής πόλης στη Βόρεια Νορβηγία, κάπου που δεν είχα πάει ποτέ και δεν ήξερα τίποτα για κείνο το μέρος ούτε καν από φωτογραφίες. Εγώ! Ένας δεκαοχτάρης από το Κριστιανσάντ, με απολυτήριο λυκείου, που μόλις είχα περάσει πανεπιστήμιο και που μόλις είχα φύγει απ’ το σπίτι μου, χωρίς άλλη εργασιακή εμπειρία εκτός από κάτι βράδια και Σαββατοκύριακα σε ένα εργοστάσιο για σανίδες πατώματος, λίγη δημοσιογραφία στην τοπική εφημε1. Στη Σκανδιναβία το καλοκαίρι οι ημέρες είναι πολύ μεγάλες και οι νύχτες πολύ μικρές. Όσο πιο βόρεια πηγαίνει κανείς, τόσο πιο έντονο είναι αυτό το φαινόμενο, που ονομάζεται «λευκές νύχτες». Στο μέρος όπου βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο συγγραφέας, το φως της ημέρας διαρκεί όλο το εικοσιτετράωρο. (Όλες οι σημειώσεις είναι του μεταφραστή.)
ρίδα και ένα μήνα καλοκαιρινή δουλειά σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο, θα γινόμουν καθηγητής στο σχολείο Χόφιορντ. Όχι, δεν γινόταν να κοιμηθώ με τίποτα. Πώς θα μ’ έβλεπαν οι μαθητές; Όταν θα έμπαινα στην τάξη για την πρώτη ώρα και κάθονταν στις θέσεις τους, τι θα τους έλεγα; Και οι άλλοι καθηγητές τι θα σκέφτονταν για μένα; Μια πόρτα άνοιξε στον διάδρομο, ακούστηκαν φωνές και μουσική. Κάποιοι βγήκαν σιγοτραγουδώντας. Ακούστηκε μια φωνή: «Hey, shut the door». Αμέσως μετά όλοι οι θόρυβοι σταμάτησαν. Γύρισα από την άλλη. Το παράδοξο να είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου μια τέτοια λευκή νύχτα σίγουρα ήταν η αιτία να μη σου κολλάει ύπνος. Και όταν μάλιστα έρθει και σου μπει για τα καλά η σκέψη ότι δεν μπορείς να κοιμηθείς, τότε πράγματι είναι αδύνατο να κοιμηθείς. Σηκώθηκα, ντύθηκα και κάθισα στην καρέκλα μπροστά στο παράθυρο και άρχισα να διαβάζω. Το Αδιέξοδο του Έρλινγκ Γκέλσβικ. Όλα τα βιβλία που μου άρεσαν είχαν κατά βάθος το ίδιο θέμα: Λευκοί αραπάδες του Ίνγκβαρ Άμπγιορνσεν, οι Μπιτλς και το Μολύβι του Λαρς Σόμπι Κρίστενσεν, το Τζακ του Ουλφ Λουντέλ, το Στο δρόμο του Τζακ Κέρουακ, Τελευταία έξοδος για το Μπρούκλιν του Χιούμπερτ Σέλμπι, το Μυθιστόρημα με κοκαΐνη του Αγκέεβ, ο Κολοσσός του Φιν Άλνες, το Λάσο για την κυρία Λούνα του Άγκναρ Μίκλε, τα τρία βιβλία για την Ιστορία της κτηνωδίας του Γιενς Μπγιόρνεμποε, το Τζέντλεμεν του Κλας Έστεεργκρεν, ο Ίκαρος του Άξελ Γιένσεν, Στη σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης του Τ. Ν. Σάλιντζερ, Καρδιές λυκίσκου του Όλα Μπάουερ, το Ταχυδρομείο του Τσαρλς Μπουκόβσκι. Βιβλία για νέους άντρες, που δεν τα πήγαιναν καλά με την κοινωνία, που ήθελαν κάτι παραπάνω από τη ζωή, όχι μόνο τη ρουτίνα, κάτι παραπάνω από την οικογένεια, με λίγα λόγια, νέοι άντρες που μισούσαν τη μικροαστική ζωή κι αναζητούσαν την
9
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 9
10
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 10
ελευθερία. Ταξίδευαν, μεθούσαν, διάβαζαν και ονειρεύονταν τον μεγάλο έρωτα ή το μεγάλο μυθιστόρημα. Ό,τι ήθελαν εκείνοι, αυτό ήθελα κι εγώ. Ό,τι ονειρεύονταν εκείνοι, το ονειρευόμουν κι εγώ. Η μεγάλη λαχτάρα που ένιωθα πάντα μέσα μου, χανόταν όταν διάβαζα αυτά τα βιβλία και ξαναγυρνούσε δεκαπλάσια τη στιγμή που τα άφηνα. Αυτό γινόταν όλα τα χρόνια στο λύκειο. Μισούσα όλες τις αυθεντίες, ήμουν αντίθετος με την κομφορμιστική κωλοκοινωνία που είχα μεγαλώσει, με τις μικροαστικές της αξίες και την υλιστική της θεώρηση για τον άνθρωπο. Περιφρονούσα ό,τι είχα μάθει στο λύκειο, ακόμα και για τη λογοτεχνία. Το μόνο που είχα ανάγκη να μάθω, όλη η πραγματική γνώση, το μόνο που ήταν στ’ αλήθεια απαραίτητο, βρισκόταν στα βιβλία που διάβαζα και στη μουσική που άκουγα. Δεν σκεφτόμουν τα λεφτά και την κοινωνική καταξίωση, ήξερα ότι η αξία της ζωής βρισκόταν αλλού. Δεν ήθελα να σπουδάσω, δεν ήθελα να μορφωθώ σε ένα συμβατικό εκπαιδευτικό ίδρυμα όπως το πανεπιστήμιο, ήθελα να ταξιδέψω, να διασχίσω την Ευρώπη, να κοιμηθώ στις ακρογιαλιές, σε φτηνά ξενοδοχεία, σε φίλους που θα γνώριζα στον δρόμο. Να βρω διάφορες ψιλοδουλειές για τα προς το ζην, όπως να πλένω πιάτα σ’ ένα ξενοδοχείο, να φορτώνω και να ξεφορτώνω πλοία, να μαζεύω πορτοκάλια... Εκείνη την άνοιξη είχα αγοράσει ένα βιβλίο που έλεγε για όλες τις δουλειές, που μπορούσες να βρεις ταξιδεύοντας στην Ευρώπη. Όλα θα κατέληγαν σ’ ένα μυθιστόρημα. Θα καθόμουν σ’ ένα χωριό στην Ισπανία και θα έγραφα, θα πήγαινα στην Παμπλόνα και θα έτρεχα με τους ταύρους, θα συνέχιζα στην Ελλάδα και θα καθόμουν και θα ’γραφα σε κάποιο νησί, και ύστερα από ένα δυο χρόνια θα γύριζα στη Νορβηγία με ένα μυθιστόρημα στον σάκο μου. Αυτό ήταν το σχέδιο. Γι’ αυτό δεν πήγα φαντάρος αφότου πέρασα στο πανεπιστήμιο, όπως έκαναν πολλοί απ’ τους συμμαθητές μου, ούτε γράφτηκα στο πανεπιστήμιο, όπως έκαναν
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 11
Όταν ξύπνησα κατά τις δέκα το άλλο πρωί, η ανησυχία μου είχε εξαφανιστεί. Μάζεψα τα πράγματά μου, κάλεσα ένα ταξί από τη ρεσεψιόν, βγήκα έξω με τις βαλίτσες, τις ακούμπησα κάτω και κάπνιζα περιμένοντας. Πρώτη φορά στη ζωή μου ταξίδευα κάπου, απ’ όπου δεν θα ξαναγύριζα σπίτι. Ούτε «σπίτι» υπήρχε πια να γυρίσω. Η μαμά είχε πουλήσει το σπίτι μας και είχε μετακομίσει στο Φέρντε. Ο μπαμπάς έμενε με την καινούργια του γυναίκα ακόμα πιο ψηλά, στη Βόρεια Νορβηγία. Ο Ίνγκβε έμενε στο Μπέργκεν. Και εγώ, εγώ ετοιμαζόμουν να μείνω στο πρώτο δικό μου, καταδικό μου διαμέρισμα. Θα είχα τη δική μου δουλειά και θα έβγαζα τα δικά μου λεφτά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου θα αποφάσιζα εγώ και μόνο εγώ για ό,τι με αφορούσε.
11
οι υπόλοιποι, αλλά, αντίθετα, πήγα στο γραφείο ευρέσεως εργασίας του Κριστιανσάντ και ζήτησα έναν κατάλογο για θέσεις δασκάλων και καθηγητών στη Βόρεια Νορβηγία. «Μαθαίνω ότι θα γίνεις καθηγητής, Καρλ Ούβε, ε;» έλεγαν όσους συναντούσα στο τέλος του καλοκαιριού. «Όχι», απαντούσα εγώ. «Θα γίνω συγγραφέας. Αλλά χρειάζεται να έχω κάτι και για τα προς το ζην. Θα δουλέψω εκεί για ένα χρόνο, να μαζέψω λεφτά και μετά θα ταξιδέψω στην Ευρώπη». Δεν ήταν πια μια ιδέα μου, ήταν η πραγματικότητά μου: Το πρωί θα κατέβαινα στο λιμάνι του Τρόμσοε, θα έπαιρνα το γρήγορο φεριμπότ για το Φίνσνες και μετά το λεωφορείο προς τα νότια, ως την κωμόπολη Χόφιορντ, όπου θα με περίμενε ο επιστάτης του σχολείου. Να κοιμηθώ ούτε κατά διάνοια. Έβγαλα το μισό μπουκάλι ουίσκι από τη βαλίτσα, πήρα ένα ποτήρι από το μπάνιο, το γέμισα, τράβηξα την κουρτίνα στο πλάι και με μια ανατριχίλα κατέβασα την πρώτη γουλιά κοιτάζοντας έξω την αλλόκοτα φωτεινή περιοχή.
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 12
12
Ω, ρε πούστη, τι τέλειο συναίσθημα! Το ταξί ήρθε ανεβαίνοντας την ανηφόρα, πέταξα το τσιγάρο στο χώμα, το πάτησα και ακούμπησα τις βαλίτσες στο πορτμπαγκάζ, που μου άνοιξε ο ταξιτζής, ένας ηλικιωμένος παχουλός τύπος με άσπρα μαλλιά και μια χρυσή αλυσίδα στον λαιμό. «Στο λιμάνι», είπα και κάθισα στο πίσω κάθισμα. «Το λιμάνι είναι τεράστιο», είπε και με κοίταξε. «Πάω στο Φίνσνες. Με το γρήγορο φεριμπότ». «Ωραία», είπε και ξεκίνησε. «Πας λύκειο εκεί;» ρώτησε. «Όχι», είπα εγώ. «Θα συνεχίσω για Χόφιορντ». «Ναι, ε; Τότε, τι, ψαράς είσαι; Μπα, δε μοιάζεις με ψαρά!» «Βασικά θα δουλέψω εκεί, καθηγητής». «Ναι, ε; Μάλιστα... Πολλοί καθηγητές έρχονται απ’ τα νότια. Εσύ όμως λίγο μικρός δεν είσαι; Τουλάχιστον δεκαοχτώ πρέπει να είσαι, ε, τι λες;» Με κοίταξε στο καθρεφτάκι και γέλασε. Γέλασα λίγο κι εγώ. «Τέλειωσα το λύκειο το καλοκαίρι. Φαντάζομαι ότι από το τίποτα καλός είμαι κι εγώ». «Ναι, σίγουρα», είπε εκείνος. «Όμως σκέψου αυτά τα παιδιά που μεγαλώνουν εκεί πέρα. Με καθηγητές που έρχονται κατευθείαν απ’ το λύκειο. Κάθε χρόνο καινούργιοι. Διόλου παράξενο που μετά την ενάτη1 τα παρατάνε και γίνονται ψαράδες». «Ναι», είπα εγώ. «Όμως τι, εγώ φταίω γι’ αυτό;» «Αν φταις; Όχι, όχι, προς Θεού. Ποιος μιλάει για φταίξιμο; Καλύτερα να ψαρεύεις παρά να σπουδάζεις. Να κάθεσαι σε μια καρέκλα και να διαβάζεις μέχρι τα τριάντα σου». «Όχι, ούτε εγώ θα σπουδάσω». 1. Εννοεί την ενάτη τάξη: στη Νορβηγία το δημοτικό σχολείο έχει εννιά τάξεις μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε χρονών. Μετά έχουν το γυμνάσιο, που είναι όπως το ελληνικό λύκειο.
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 13
Με έναν και μοναδικό κεντρικό δρόμο και ένα σωρό απλά, προχειροχτισμένα κτίρια από μπετόν και ολόγυρα ξεραΐλα και πέτρα, με τα βουνά πέρα μακριά, το Φίνσνες έμοιαζε περισσότερο με μια πόλη στην Αλάσκα ή στον Καναδά, σκέφτηκα, όταν δυο ώρες αργότερα καθόμουν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο με έναν καφέ μπροστά μου, περιμένοντας το λεωφορείο. Για κέντρο της πόλης ούτε λόγος να γίνεται, η πόλη ήταν τόσο μικρή, που από μόνη της θα την έλεγες κέντρο. Η ατμόσφαιρα εδώ ήταν αλλιώτικη από τις πόλεις που είχα μάθει εγώ, και επειδή ήταν πολύ μικρότερη, φυσικά, αλλά και γιατί πουθενά δεν έμοιαζε να είχε προσπαθήσει κανείς να την κάνει πιο όμορφη ή πιο φιλόξενη. Οι περισσότερες πόλεις έχουν μια πλευρά μπρος και μια πίσω, αλλά εδώ όλα ήταν ίδια.
13
«Ναι, αλλά δάσκαλος θα γίνεις!» Με ξανακοίταξε στο καθρεφτάκι. «Ναι», είπα εγώ. Για κάνα δυο λεπτά απλώθηκε σιωπή. Μετά σήκωσε το χέρι του απ’ τον λεβιέ και έδειξε. «Εκεί κάτω είναι το φεριμπότ σου». Σταμάτησε μπροστά στην αίθουσα αναμονής, ακούμπησε τις βαλίτσες κάτω, ξανάκλεισε το πορτμπαγκάζ. Του έδωσα τα λεφτά, δεν ήξερα ακριβώς για το πουρμπουάρ, το σκεφτόμουν σ’ όλο τον δρόμο και έτρεμα, και έλυσα το πρόβλημα λέγοντάς του να κρατήσει τα ρέστα. «Φχαριστώ!» είπε εκείνος. «Καλή τύχη». Του είχα δώσει πενήντα κορόνες ακριβώς. Όταν ξανάφυγε, στάθηκα και μέτρησα τα υπόλοιπα λεφτά μου. Ήμουν ίσα ίσα, μπορεί και όχι, αλλά τι στην ευχή, θα μου έδιναν μια προκαταβολή όταν ερχόμουν, δεν μπορεί να μην καταλάβαιναν ότι δεν είχα λεφτά πριν αρχίσω να δουλεύω, αδύνατον!
14
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 14
ξεφύλλισα τα δύο βιβλία που είχα αγοράσει στο κοντινό βιβλιοπωλείο. Το ένα λεγόταν Το νέον ύδωρ, του Ρόι Γιάκομπσεν, ενός συγγραφέα που δεν ήξερα, το άλλο ήταν Η λεγεώνα της μουστάρδας του Μόρτεν Γιόργκενσεν, που είχε παίξει σε ένα απ’ τα συγκροτήματα που άκουγα και παρακολουθούσα πριν από ένα δυο χρόνια. Ίσως δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα που ξόδεψα λεφτά γι’ αυτά, αλλά τι συγγραφέας θα γινόμουνα, αν δεν διάβαζα, αν μη τι άλλο, για να δω πόσο ψηλά ήταν ο πήχης. Θα μπορούσα κι εγώ να γράψω τέτοια βιβλία; Ήταν η ερώτηση που είχα συνέχεια στον νου μου όταν καθόμουν και τα ξεφύλλιζα. Μετά δεν είχα παρά να πάω με το πάσο μου μέχρι το λεωφορείο, να καπνίσω ένα τελευταίο τσιγάρο έξω, να βάλω τις βαλίτσες στην μπαγκαζιέρα, να πληρώσω τον οδηγό και να του ζητήσω να με φωνάξει, όταν φτάναμε στο Χόφιορντ, να πάω τέρμα πίσω στο λεωφορείο και να κάτσω στην προτελευταία θέση αριστερά, που ήταν η αγαπημένη μου, από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Λοξά απέναντί μου, στη μέση του λεωφορείου, καθόταν μια όμορφη, ξανθιά κοπέλα, ίσως ένα δυο χρόνια μικρότερή μου, δίπλα της είχε ένα σάκο, και σκέφτηκα ότι σίγουρα πήγαινε λύκειο στο Φίνσνες και τώρα γύριζε σπίτι της. Με είχε δει όταν ανέβηκα στο λεωφορείο, και όταν ο οδηγός έβαλε μπρος, και το λεωφορείο εγκατέλειψε τη στάση αγκομαχώντας, εκείνη γύρισε και με ξανακοίταξε. Όχι για πολύ, όχι πάνω από μια στιγμή, όσο κρατάει ένα άγγιγμα, αλλά και πάλι έφτανε για να μου σηκωθεί. Φόρεσα τ’ ακουστικά μου και έβαλα στο γουόκμαν μια κασέτα. Το «The Queen is Dead» των Σμιθς. Για να μη φανώ ενοχλητικός, κόλλησα το βλέμμα μου έξω απ’ το παράθυρό μου, κοιτώντας τα χιλιόμετρα που αφήναμε πίσω μας, προσπαθώντας να αντισταθώ στην επιθυμία μου να κοιτάξω προς το μέρος της. Αφού περάσαμε μια περιοχή με μονοκατοικίες, που άρχιζε
αμέσως μετά το κέντρο και συνέχιζε ένα δυο χιλιόμετρα, και όπου οι μισοί σχεδόν επιβάτες κατέβηκαν, συνεχίσαμε σε μια διαδρομή μονότονη, ερημική και ίσια. Ενώ ο ουρανός πάνω απ’ το Φίνσνες ήταν κιτρινωπός και η πόλη από κάτω ήταν πλημμυρισμένη από το αδιάφορο φως του, το γαλάζιο χρώμα εδώ ήταν πιο δυνατό και πιο βαθύ, και ο ήλιος πάνω απ’ τα βουνά, στα νοτιοανατολικά, που οι χαμηλές, αλλά απότομες πλαγιές τους έκρυβαν όλη τη θέα προς τη θάλασσα, το έκανε κοκκινωπό και σε μερικά σημεία μαβί, κάνοντας τα ρείκια που φύτρωναν πυκνά και στις δυο μεριές του δρόμου να λάμπουν. Τα δέντρα που φύτρωναν εδώ ήταν ως επί το πλείστον ταλαιπωρημένα πεύκα και νανοσημύδες. Απ’ τη δική μου μεριά υψώνονταν τα καταπράσινα βουνά, με τις ήσυχες λοφοπλαγιές τους, ενώ από την άλλη ήταν απότομα, άγρια και αλπικά, παρ’ όλο το ταπεινό τους ύψος. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί, μήτε σπίτι μήτε άνθρωπος. Ναι, αλλά δεν ήρθα για να συναντήσω άλλους ανθρώπους, ήρθα για να έχω ησυχία να γράψω. Η σκέψη αυτή έβγαλε από μέσα μου μια λάμψη χαράς. Ήμουν στον σωστό δρόμο, πλησίαζα. Λίγο αργότερα, αφοσιωμένος ακόμα στη μουσική μου, είδα μια ταμπέλα. Από το μέγεθος του ονόματος συμπέρανα ότι έγραφε Χόφιορντ. Ο δρόμος περνούσε από το βουνό. Μόλις και μετά βίας θα το έλεγες τούνελ, περισσότερο τρύπα ήταν, τα πλαϊνά της ήταν χοντροκομμένα, σαν να το είχαν ανοίξει μόλις τώρα, και δεν είχε φώτα. Από την οροφή του τούνελ έτρεχε τόσο νερό, που ο οδηγός αναγκάστηκε να βάλει τους καθαριστήρες να δουλέψουν. Όταν βγήκαμε από το τούνελ, μου κόπηκε η ανάσα. Ανάμεσα σε δυο μακρόστενες, κακοτράχαλες οροσειρές, απότομες και κατάξερες, ήταν ένα στενό φιόρδ και πέρα απ’ αυτό, σαν μια απέραντη γαλάζια πεδιάδα, απλωνόταν η θάλασσα. Ωωωω.
15
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 15
16
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 16
Ο δρόμος που είχε πάρει τώρα το λεωφορείο ήταν θαρρείς κολλημένος στο βουνό. Για να μπορώ να κοιτάζω έξω όσο το δυνατόν περισσότερο, σηκώθηκα και πήγα στην άλλη πλευρά. Με την άκρη του ματιού μου είδα ότι η ξανθιά είχε γυρίσει, μου χαμογέλασε όταν με είδε εκεί, με τη μούρη κολλημένη στο τζάμι. Κάτω απ’ τα βουνά, απέναντι, ήταν ένα νησάκι, πυκνοκατοικημένο εσωτερικά, ενώ απ’ την έξω μεριά ήταν τελείως έρημο, τουλάχιστον έτσι έδειχνε από μακριά. Κάτι ψαροκάικα ήταν αραγμένα στο απάνεμο λιμάνι. Οι πιο κοντινές πλαγιές ήταν καταπράσινες, αλλά όσο απομακρυνόμαστε φαίνονταν γυμνές και γκρίζες και ορθώνονταν κατακόρυφα μέχρι κάτω στη θάλασσα. Το λεωφορείο πέρασε από ένα καινούργιο τούνελ, ίδιο με σπηλιά. Όταν βγήκαμε, στο βάθος μιας ήρεμης και μόλις ανηφορικής κοιλάδας, φάνηκε η πόλη που θα περνούσα την επόμενη χρονιά. Κύριε των δυνάμεων. Ήταν υπέροχη! Τα περισσότερα σπίτια ήταν χτισμένα γύρω από έναν δρόμο που περνούσε από την πόλη σαν U. Στο τέρμα του βρισκόταν ένα κτίριο σαν εργοστάσιο μπροστά σε μια αποβάθρα, που μάλλον θα ήταν η ιχθυόσκαλα, δίπλα της ήταν ένα σωρό βάρκες. Στην άκρη του U ήταν ένα παρεκκλήσι. Ψηλά στον δρόμο ήταν μια σειρά με σπίτια, πίσω τους φύτρωναν ρείκια, λόχμες και νανοσημύδες και στο τέλος ορθωνόταν ένα τεράστιο βουνό και στις δυο πλευρές. Μετά δεν είχε τίποτ’ άλλο. Ή μάλλον κάτι είχε: Πιο πέρα από το σημείο που ο πάνω δρόμος συναντούσε τον κάτω, λίγο πριν από το τούνελ, υπήρχαν δύο μεγάλα κτίρια, μάλλον θα ήταν το σχολείο. «Χόφιορντ!» είπε ο οδηγός. Έβαλα τ’ ακουστικά στην τσέπη και προχώρησα, εκείνος κατέβηκε μαζί μου και άνοιξε την πόρτα της μπαγκαζιέρας, τον ευχαρίστησα για το ταξίδι, μου
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 17
1. Στη Νορβηγία, όπως και στην υπόλοιπη Σκανδιναβία, ο ενικός είναι συνηθισμένος ανάμεσα σε αγνώστους, παρόλο που υπάρχει πληθυντικός.
17
είπε «παρακαλώ», χωρίς να χαμογελάσει, ανέβηκε στο λεωφορείο, και αμέσως μετά εκείνο έκανε στροφή και ξαναμπήκε στο τούνελ. Με μια βαλίτσα σε κάθε χέρι και τον ναυτικό σάκο στον ώμο στάθηκα και κοίταξα πρώτα επάνω, μετά κάτω, ψάχνοντας τον επιστάτη, ενώ ανάσαινα μέχρι βαθιά μέσα μου τον καθαρό, αλμυρό αγέρα. Στο σπίτι ακριβώς κάτω από τη στάση του λεωφορείου άνοιξε μια πόρτα. Βγήκε ένας κοντός, με μπλουζάκι μακό και φόρμα γυμναστικής. Από την κατεύθυνση που πήρε κατάλαβα ότι αυτόν περίμενα. Ήταν σχεδόν τελείως φαλακρός. Γύρω στα πενήντα με πρόσωπο ήρεμο, λίγο πρησμένο, όμως τα μάτια πίσω απ’ τα γυαλιά του ήταν τόσα δα και σε κάρφωναν, κάτι που δεν κόλλαγε με το υπόλοιπο σουλούπι του, όπως τον κοίταζα καθώς πλησίαζε. «Ο Κνάουσγκορντ;» είπε και μου άπλωσε το χέρι χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια. «Ναι», είπα εγώ παίρνοντάς το. Μικρό, στεγνό, σαν από ζώο. «Κι εσύ θα είσαι ο Κορνέλιουσεν, ε;»1 «Ναι», είπε χαμογελώντας, στάθηκε με τα χέρια κατεβασμένα στο πλάι και κοίταξε τα βουνά. «Τι λες;» «Για το Χόφιορντ;» είπα εγώ. «Δεν είναι όμορφα εδώ, ε, τι λες;» είπε. «Υπέροχα είναι», είπα. Εκείνος γύρισε και άπλωσε το χέρι του δείχνοντάς μου. «Εκεί θα μείνεις», είπε. «Θα είμαστε και γείτονες. Κι εγώ εκεί μένω. Πάμε να δούμε;» «Ναι», είπα εγώ. «ξέρεις αν ήρθαν τα πράγματά μου;»
18
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 18
Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, απ’ όσο ξέρω», είπε. «Τότε μάλλον θα έρθουν τη Δευτέρα», είπα και άρχισα να προχωράω δίπλα του. «Θα έχεις στην τάξη τον μικρό μου, έτσι νομίζω», είπε. «Τον Στιγκ. Πάει στην τετάρτη». «Έχεις πολλά παιδιά;» είπα εγώ. «Τέσσερα», είπε εκείνος. «Τα δυο μένουν σπίτι. Ο Γιοχάνες και ο Στιγκ. Η Τόνε και ο Ρούμπεν μένουν στο Τρόμσοε». Κοίταζα γύρω γύρω την πόλη καθώς περπατούσαμε. Είδα κάποιες φιγούρες να στέκονται κάπου, που μάλλον θα ήταν το μπακάλικο, και ακόμη ένα δυο αμάξια παρκαρισμένα. Και έξω από ένα σπιτάκι στον πάνω δρόμο ήταν κάποιοι με ποδήλατα. Πέρα μακριά στο φιόρδ ένα κότερο έμπαινε στον κόλπο. Κάτι γλάροι έκρωζαν κάτω στο λιμάνι. Κατά τα άλλα παντού σιωπή. «Πόσο κόσμο έχει εδώ;» είπα. «Γύρω στα 250 άτομα», είπε εκείνος. «Αλλά εξαρτάται αν υπολογίζονται οι μεγάλοι μαθητές ή όχι». Σταθήκαμε μπροστά σε ένα σπίτι με μαύρο χρώμα, από τη δεκαετία του ’50, δίπλα στην πόρτα του ισογείου, πίσω από ένα υπόστεγο. «Εδώ είναι», είπε εκείνος. «Έλα, μπες. Μάλλον ανοιχτά είναι. Αλλά μπορώ να σου δώσω αμέσως τώρα το κλειδί». Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στον διάδρομο, άφησα κάτω τις βαλίτσες και πήρα το κλειδί που μου έδωσε. Μύριζε όπως όταν μπαίνεις σε σπίτια, που είχαν να δουν άνθρωπο από τον καιρό του Νώε. Μια λεπτή μυρωδιά υγρασίας και μούχλας, όπως στο ύπαιθρο. Έσπρωξα τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα στο σαλόνι. Το πάτωμα είχε πορτοκαλιά μοκέτα. Ένα σκούρο καφέ γραφείο, ένα σκούρο καφέ τραπεζάκι και έναν καναπέ με καφετιά και
πορτοκαλί καλύμματα, και αυτός από σκούρο ξύλο. Δύο μεγάλα παράθυρα χωρίς παντζούρια έβλεπαν βόρεια. «Υπέροχα είναι εδώ», είπα. «Η κουζίνα είναι εκεί», είπε και έδειξε μια πόρτα στην άκρη του μικρού σαλονιού. Και μετά, κάνοντας στροφή: «Κι εκεί είναι η κρεβατοκάμαρα». Η ταπετσαρία στην κουζίνα είχε ένα γνώριμο στυλ της δεκαετίας του ’70, χρυσωπό, καφετί και άσπρο. Κάτω απ’ το παράθυρο είχε ένα τραπεζάκι. Ένα ψυγείο με μια μικρή κατάψυξη από πάνω. Ένας νεροχύτης σε έναν μικρό, μαρμάρινο πάγκο κουζίνας. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με γκρίζο μουσαμά. «Και από εδώ είναι η κρεβατοκάμαρα, το τελευταίο δωμάτιο», είπε εκείνος και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, ενώ εγώ μπήκα. Η μοκέτα στο πάτωμα ήταν πιο σκούρα από του σαλονιού, η δε ταπετσαρία ανοιχτόχρωμη και το δωμάτιο σχεδόν άδειο, εκτός από ένα χαμηλό, τεράστιο κρεβάτι απ’ το ίδιο υλικό με τα υπόλοιπα έπιπλα. Τικ ή ιμιτασιόν. «Τέλειο!» είπα εγώ. «Έχεις σκεπάσματα μαζί σου;» Εγώ κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Θα έρθουν με τη μεταφορική». «Θα σου δανείσουμε εμείς μερικά, αν θέλεις». «Θα ήταν υπέροχα», είπα εγώ. «Ωραία, τότε θα τα φέρω», είπε εκείνος. «Και αν έχεις καμιά απορία, οτιδήποτε, κατέβα κάτω σε μας. Εδώ δεν φοβόμαστε τις επισκέψεις!» «Εντάξει», είπα εγώ. «Ευχαριστώ πολύ». Από ένα παράθυρο του σαλονιού τον ακολούθησα με το βλέμμα, καθώς κατέβαινε τη σκάλα προς το σπίτι του, που ήταν γύρω στα είκοσι μέτρα πιο κάτω απ’ το δικό μου. Το δικό μου! Ρε πούστη, είχα δικό μου σπίτι! Πήγα λίγο πάνω κάτω στο σπίτι, άνοιξα κάτι συρτάρια και
19
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 19
20
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 20
κοίταξα σε κάτι ντουλάπια, μέχρι που ξαναγύρισε ο επιστάτης κρατώντας τα σκεπάσματα. Όταν έφυγε, βάλθηκα να ξεπακετάρω τα μικροπράγματα που είχα φέρει μαζί μου. Τα ρούχα μου, μια πετσέτα, τη γραφομηχανή, κάτι βιβλία, έναν πάκο χαρτί γραφομηχανής. Μετέφερα το γραφείο κάτω από το ένα παράθυρο του σαλονιού, έβαλα πάνω τη γραφομηχανή, μετακίνησα το πορτατίφ, ακούμπησα τα βιβλία στο περβάζι του παραθύρου, μαζί με ένα τεύχος ενός λογοτεχνικού περιοδικού, που λεγόταν Vinduet, το είχα αγοράσει στο Όσλο και είχα αποφασίσει να γραφτώ συνδρομητής. Δίπλα τοποθέτησα καμιά εικοσαριά κασέτες που είχα πάρει μαζί μου και παραδίπλα τα χαρτιά. Στο τραπέζι ακούμπησα το γουόκμαν μου και τις έξτρα μπαταρίες που είχα γι’ αυτό. Όταν το δωμάτιο εργασίας μου ήταν έτοιμο, έβαλα τα ρούχα στις ντουλάπες της κρεβατοκάμαρας, έχωσα τις άδειες βαλίτσες στο πιο ψηλό ράφι και στάθηκα καταμεσής στο δωμάτιο, μην ξέροντας τι άλλο να κάνω. Θέλησα να πάρω κάποιον τηλέφωνο να του πω πώς ήταν τα πράγματα εδώ, αλλά δεν είχε τηλέφωνο στο σπίτι. Να πήγαινα και να έψαχνα κανέναν τηλεφωνικό θάλαμο; Έπειτα, πεινούσα κιόλας. Εκείνη άραγε η τρύπα, σαν φαστφουντάδικο, πού ήταν; Να πήγαινα εκεί; Εδώ πάντως δεν είχα τίποτα να κάνω. Μπροστά στον καθρέφτη, στο μικρό μπάνιο δίπλα στην είσοδο, φόρεσα τον μαύρο μπερέ μου. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα στεκόμουν στη σκάλα και κοίταζα κάτω την πόλη. Με μια ματιά έβλεπες απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την πόλη και όσους έμεναν εκεί. Δεν θα το έλεγες και μέρος για να κρυφτείς. Όταν κατέβηκα απ’ τον δρόμο, που πάνω πάνω ήταν χωματόδρομος και κάτω κάτω άσφαλτος, ένιωσα σαν να με έβλεπε όλος ο κόσμος. Κάτι αγόρια γύρω στα δεκαπέντε την είχαν στήσει μπρο-
στά στο φαστφουντάδικο. Με το που πήγα, η κουβέντα σταμάτησε. Πέρασα από δίπλα χωρίς να τους κοιτάξω, ανέβηκα τη σκάλα, βγήκα στη μικρή ξύλινη βεράντα και πήγα προς το άνοιγμα που έλαμπε κατακίτρινο μέσα στο χλωμό, μουντό φως εκείνης της ακόμα καλοκαιρινής βραδιάς. Το παράθυρο ήταν γεμάτο λίπος. Ένα αγόρι, περίπου συνομήλικο με εκείνα που στέκονταν πίσω μου, έσκασε μύτη στο άνοιγμα. Στα μάγουλά του φύτρωναν μια δυο μαύρες τρίχες. Τα μάτια του ήταν καστανά, τα μαλλιά μαύρα. «Ένα μενού με χάμπουργκερ και κόκα κόλα», είπα. Αφουγκράστηκα προσεκτικά αν το μουρμουρητό πίσω μου ήταν για μένα. Όμως δεν ήταν. Άναψα τσιγάρο και έκανα μια δυο βόλτες στη βεράντα, ενώ περίμενα. Ο νεαρός βύθισε το εργαλείο, που έμοιαζε με απόχη, και ήταν γεμάτο ωμές ψιλοκομμένες πατάτες, στο βραστό λίπος. Ακούμπησε ένα μπιφτέκι στην ψησταριά. Εκτός από το αχνό τσιτσίρισμα και τις όλο και πιο παθιασμένες φωνές πίσω μου, επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Τα φώτα των σπιτιών στο νησί έλαμπαν απ’ τη μια άκρη του φιόρδ στην άλλη. Ο ουρανός, που εκεί ήταν συννεφιασμένος, αλλά πιο καθαρός έξω, στην ανοιχτή θάλασσα, ήταν γκριζογάλανος και λίγο μουντός, αλλά καθόλου σκοτεινός. Η σιωπή δεν σ’ έσφιγγε, αλλά θαρρείς σε καλωσόριζε. Όμως όχι για μας, σκέφτηκα για κάποιο λόγο. Η σιωπή ήταν πάντα έτσι, πολύ πιο πριν από την ύπαρξη των ανθρώπων, και θα συνέχιζε να είναι έτσι, όταν εκείνοι θα είχαν πια εξαφανιστεί. Θα ήταν απλωμένη εδώ σ’ αυτά τα βουνά, με τη θάλασσα μπροστά της. Πού να τελείωνε άραγε; Στην Αμερική; Ναι, μάλλον εκεί. Στη Νέα Γη. «Ορίστε το χάμπουργκέρ σου», είπε ο νεαρός και έβγαλε από το άνοιγμα ένα πιάτο με ένα χάμπουργκερ, μια ιδέα σαλάτα, ένα τέταρτο ντομάτας και ένα βουνό τηγανητές πατάτες. Τον πλήρωσα, πήρα τον δίσκο και έκανα στροφή να φύγω.
21
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 21
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 22
«Ο καινούργιος καθηγητής είσαι;»1 ρώτησε ένα απ’ τ’ αγόρια, που στεκόταν στο ποδήλατο. «Ναι», είπα εγώ. «Θα έχεις εμάς», είπε και έφτυσε, ανεβάζοντας λίγο το τζόκεϊ. «Πάμε στην ενάτη. Κι αυτός εδώ πάει ογδόη». «Ναι;» είπα εγώ. «Ναι», είπε εκείνος. «Νοτιανός είσαι;» «Ναι, νότιος», είπα εγώ. «Καλά, καλά», είπε και έγνεψε καταφατικά, λες και με είχε σε ακρόαση, και τώρα είχε τελειώσει και μου ζητούσε να φύγω. «Πώς σας λένε;» είπα εγώ. «Θα ’ρθει η ώρα και θα το μάθεις», είπε εκείνος. Εδώ γελάσανε. Εγώ χαμογέλασα, σαν να μην έτρεχε τίποτα, αλλά ένιωσα ηλίθιος, όταν τους προσπέρασα. Με είχε κάνει ρόμπα. «Κι εσένα πώς σε λένε;» μου φώναξε εκείνος. Εγώ γύρισα το κεφάλι μου φεύγοντας. «Μίκυ», είπα. «Μίκυ Μάους». «Έχει και χιούμορ!» φώναξε εκείνος.
22
Όταν έφαγα το χάμπουργκερ, είπα να γδυθώ και να πάω για ύπνο. Η ώρα ήταν δεν ήταν περασμένες εννιά, το δωμάτιο είχε φως σαν να είχε συννεφιά μέρα μεσημέρι, και η σιωπή που απλωνόταν παντού, δυνάμωνε τους ήχους κάθε κίνησης που έκανα, έτσι που, αν και ήμουν πτώμα, εκείνο το βράδυ χρειάστηκα δύο ώρες μέχρι να με πάρει ο ύπνος. ξύπνησα μες στη νύχτα από μια πόρτα που άνοιξε. Αμέ1. Στη Νορβηγία, όπως και σε όλη τη Σκανδιναβία, τα παιδιά απευθύνονται στους δασκάλους και τους καθηγητές τους με το μικρό τους όνομα και στον ενικό.
σως μετά άκουσα βήματα στο από πάνω πάτωμα. Μισοκοιμισμένος πίστεψα ότι ήμουν στο γραφείο του μπαμπά στο σπίτι μας στο Τιμπάκεν, και ότι εκείνος ήταν που έκοβε βόλτες από πάνω. Πώς στην ευχή βρέθηκα εδώ; πρόλαβα να σκεφτώ πριν ξαναχαθώ στο σκοτάδι. Την άλλη φορά που ξύπνησα, μ’ έπιασε πανικός. Πού ήμουν; Στο σπίτι στο Τιμπάκεν; Στο σπίτι στο Τβάιτ; Στο δωμάτιο του Ίνγκβε; Στον ξενώνα στο Τρόμσοε; Ανασηκώθηκα και κάθισα στο κρεβάτι. Το βλέμμα μου πλανήθηκε ολόγυρα, δεν βρήκε κάπου να ξεκουραστεί, τίποτε απ’ όσα έβλεπα δεν έβγαζε νόημα. Ήταν σαν να γλιστρούσα ολόκληρος από έναν γλιστερό τοίχο. Μετά το θυμήθηκα. Χόφιορντ, ήμουν στο Χόφιορντ. Στο δικό μου, κατάδικό μου διαμέρισμα στο Χόφιορντ. ξαναξάπλωσα στο κρεβάτι και ξανάκανα τη βόλτα με τη σκέψη. Μετά φαντάστηκα την πόλη που βρισκόταν έξω απ’ τα παράθυρά μου, όλους τους ανθρώπους σε όλα τα σπίτια που δεν γνώριζα και δεν με γνώριζαν. Κάτι που έμοιαζε με προσδοκία, αλλά ταυτόχρονα και με φόβο ή ανασφάλεια με διαπέρασε απ’ άκρη σ’ άκρη. Σηκώθηκα και πήγα στο μικροσκοπικό μπάνιο, έκανα ντουζ και φόρεσα το πράσινο μεταξωτό πουκάμισο με το μαύρο βαμβακερό παντελόνι καμπάνα, στάθηκα λίγο μπροστά στο παράθυρο και κοίταξα κάτω στο μπακάλικο, έπρεπε να κατέβω να πάρω κάτι για πρωινό, όμως όχι τώρα αμέσως. Στο πάρκινγκ ήταν παρκαρισμένα αρκετά αμάξια. Μια μικρή ομάδα ανθρώπων είχε μαζευτεί ανάμεσά τους. Σε τακτά χρονικά διαστήματα κάποιος έβγαινε απ’ την πόρτα κρατώντας σακούλες. Όχι, θα μπορούσα μια χαρά να πάρω θάρρος να το κάνω κι εγώ.
23
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 23
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 24
24
Πήγα στον διάδρομο και φόρεσα το παλτό μου, τον μπερέ και τα άσπρα παπούτσια του μπάσκετ, κοιτάχτηκα λίγο στον καθρέφτη, άναψα τσιγάρο και βγήκα. Ο ουρανός ήταν το ίδιο ήρεμος και γκριζωπός όπως και χτες. Απέναντι τα βουνά κατέβαιναν κατακόρυφα στο φιόρδ. Είχαν κάτι κτηνώδες, μόνο μια στιγμή μου χρειάστηκε για να το δω, δεν λογάριαζαν τίποτα, γύρω τους μπορούσε να γίνεται χαμός, δεν σήμαινε τίποτα, ήταν σαν να ήταν αλλού και ταυτόχρονα εκεί που βρίσκονταν. Τώρα γύρω στα πέντε άτομα ήταν συγκεντρωμένα έξω από το μαγαζί. Δυο ήταν γέροι, μάλλον γύρω στα πενήντα, οι άλλοι τρεις έμοιαζαν να ήταν λίγα χρόνα μεγαλύτεροί μου. Με είχαν δει από μακριά, το ήξερα, ήταν αδύνατο να το αποφύγω, μια άγνωστη φιγούρα με μακρύ μαύρο παλτό κατέβαινε κάθε μέρα τον λόφο. Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα και πήρα μια τζούρα τόσο βαθιά, που ζεστάθηκε το φίλτρο. Δυο άσπρα πλαστικά σημαιάκια με διαφήμιση της εφημερίδας VG 1 δεξιά κι αριστερά από την πόρτα. Το παράθυρο ήταν γεμάτο πράσινα και πορτοκαλί κομμάτια χαρτόνι με διάφορες προσφορές γραμμένες με το χέρι. Τώρα ήμουν δεκαπέντε μέτρα μακριά τους. Να τους χαιρετήσω; Να τους πω ένα κεφάτο, σύντομο «γεια»; Να σταθώ να τους μιλήσω; Να τους πω ότι είμαι ο καινούργιος καθηγητής, να κάνω μια πλάκα γι’ αυτό; Ένας τους με κοίταξε. Εγώ έγνεψα προσεκτικά, κατεβάζοντας το κεφάλι. Εκείνος δεν μου το ανταπόδωσε. Μήπως δεν το είχε δει; Μήπως το γνέψιμό μου ήταν τόσο 1. Verdens Gang, δηλ. «Η πορεία του κόσμου». Μια από τις μεγαλύτερες σκανδαλοθηρικές εφημερίδες της Νορβηγίας..
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 25
1. Myseost: παραδοσιακό νορβηγικό τυρί με γλυκιά γεύση.
25
άχρωμο, που έμοιαζε σαν συνηθισμένο κούνημα του κεφαλιού ή κάποιο τικ; Αισθάνθηκα την παρουσία τους σαν μαχαιριά. Όταν είχα φτάσει ένα μέτρο κοντά τους, πέταξα το τσιγάρο στο χώμα, στάθηκα και το πάτησα. Να το άφηνα; Ήταν σαν να έριχνα κάτω σκουπίδια; Μήπως να το μάζευα; Όχι, παραήταν σχολαστικό, ε; Όχι, διάολε, θα το αφήσω, ψαράδες είναι, κι αυτοί πετάνε τις γόπες κάτω, τι διάολο; Ακούμπησα το χέρι στην πόρτα και την έσπρωξα ν’ ανοίξει, πήρα ένα καλάθι και βάλθηκα να να μετακινούμαι στον διάδρομο ανάμεσα στα διάφορα ράφια. Μια παχουλή γύρω στα τριάντα πέντε κρατούσε ένα πακέτο λουκάνικα στο χέρι και έλεγε κάτι σ’ ένα κορίτσι, που μάλλον ήταν κόρη της. Λεπτή και άχαρη ήταν με τα μούτρα κατεβασμένα. Απέναντι απ’ τη γυναίκα στεκόταν ένα αγόρι γύρω στα δέκα, γερμένο στο ράφι και έψαχνε κάτι. Έβαλα ένα ψωμί ολικής στο καλάθι, ένα σακουλάκι καφέ, ένα κουτί τσάι Ερλ Γκρέι. Η γυναίκα μου έριξε ένα βλέμμα και έβαλε τα λουκάνικα στο καλάθι, συνέχισε στην άλλη άκρη του μαγαζιού, σέρνοτας πίσω της το κορίτσι και το αγόρι. Εγώ δεν βιαζόμουν, γυρνούσα και κοίταζα ό,τι πουλούσαν εκεί, πήρα ένα τυρί1 από το ψυγείο και το έβαλα στο καλάθι, ένα πακέτο πατέ και ένα σωληνάριο μαγιονέζα. Μετά πήρα ένα χαρτόκουτο γάλα, ένα πακέτο μαργαρίνη και πήγα προς το ταμείο, όπου η γυναίκα τώρα έβαζε τα ψώνια της σε μια σακούλα, ενώ η κόρη της στεκόταν και διάβαζε έναν πίνακα ανακοινώσεων στην πόρτα. Ο ταμίας μου έκανε νόημα. «Γεια», είπα εγώ και άρχισα ν’ ακουμπάω τα ψώνια μπροστά του.
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 26
26
Ήταν μικροκαμωμένος και σφιχτοδεμένος, με πλατύ πρόσωπο, μύτη γαμψή, και δυνατό πιγούνι που το κάλυπταν πυκνά γκρίζα γένια. «Ο καινούργιος καθηγητής είσαι;» είπε, ενώ χτυπούσε τις τιμές στην ταμειακή. Από τον πίνακα ανακοινώσεων το κορίτσι γύρισε και με κοίταξε. «Ναι», είπα εγώ. «Ήρθα χτες». Το αγόρι κρεμιόταν από το χέρι της, εκείνη το τράβηξε με βία και βγήκε απ’ την πόρτα. Το αγόρι την ακολούθησε και μετά από λίγο και η μητέρα. Ήθελα πορτοκάλια. Και μήλα. Πήγα βιαστικά στο μικρό τμήμα μαναβικής που είχαν, έβαλα μερικά πορτοκάλια σε μια σακούλα, πήρα και λίγα μήλα και ξαναπήγα στο ταμείο, την ώρα που ο ταμίας χτυπούσε τα τελευταία ψώνια μου. «Και ένα πακέτο καπνό, Eventyrblanding,1 και χαρτί. Και την Dagbladet».2 «Από Νότο είσαι;» με ρώτησε. Εγώ έγνεψα καταφατικά. «Από Κριστιανσάντ», είπα εγώ. Ένας ηλικιωμένος με μπερέ μπήκε απ’ την πόρτα. «Καλημέρα, Μπέρτιλ!» φώναξε. «Καλώς τον, πού χάθηκες;» είπε ο ταμίας και μου έκλεισε το μάτι. Εγώ χαμογέλασα για μια στιγμή, πλήρωσα, έβαλα τα ψώνια σε μια σακούλα και βγήκα έξω. Ένας από εκείνους που στέκονταν έξω μου έγνεψε, του έγνεψα κι εγώ, και μετά χάθηκα απ’ τα μάτια τους. Ανεβαίνοντας την ανηφόρα κοίταξα το βουνό που ορθωνόταν στην άλλη άκρη της πόλης. Ήταν καταπράσινο μέχρι ε1. Eventyrblanding, δηλ. παραμυθένιο χαρμάνι. Μάρκα καπνού. 2. Dagbladet (Καθημερινή): νορβηγική εφημερίδα.
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 27
Ένιωσα καλά όταν γύρισα πίσω στο διαμέρισμά μου. Ήταν το πρώτο που θα μπορούσα να πω σπίτι μου, και απολάμβανα τις πιο συνηθισμένες δουλειές, όπως το να κρεμάω το παλτό στην κρεμάστρα ή να βάζω το γάλα στο ψυγείο. Βέβαια, είχα μείνει για ένα μήνα σε ένα μικρό κατάλυμα δίπλα στην ψυχιατρική κλινική του Εγκ αρχές καλοκαιριού, εκεί με είχε πάει η μαμά, όταν μετακόμισα απ’ το σπίτι που είχαμε μείνει τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά δεν ήταν κανονικό διαμέρισμα, παρά ένα δωμάτιο σε έναν διάδρομο, με ένα σωρό άλλα δωμάτια, όπου έμεναν παλιά οι ανύπαντρες νοσοκόμες, εξού και το όνομα «Κοτέτσι», όπως και η δουλειά που είχα δεν ήταν κανονική δουλειά, αλλά μικρής διάρκειας, για το καλοκαίρι, χωρίς σχεδόν καμία ευθύνη. Και ήταν και στο Κριστιανσάντ. Για μένα ήταν αδύνατο να νιώσω ελεύθερος στο Κριστιανσάντ, ένιωθα υπερβολικά δεμένος με πολλούς ανθρώπους, πραγματικούς και φανταστικούς, για να μπορέσω κάποτε να ζήσω όπως ήθελα σε αυτή την πόλη. Όμως εδώ! σκέφτηκα και δάγκωσα μια φέτα ψωμί ενώ κοίταζα απ’ το παράθυρο. Το καθρέφτισμα των βουνών απέναντι θαρρείς έσπαγε καλειδοσκοπικά από τις αδιόρατες κινήσεις του νερού από κάτω. Εδώ κανείς δεν ήξερε ποιος ήμουν, δεν υπήρχαν δεσμοί ούτε κανόνες, εδώ μπορούσα να κάνω ό,τι ήθελα. Να κρυφτώ για ένα χρόνο και να γράψω, να φτιάξω κάτι κρυφά. Ή απλά να ηρεμήσω και να μαζέψω λεφτά. Δεν είχε και τόση σημασία. Το σημαντικότερο ήταν που ήμουν εδώ μόνος. Γέμισα το ποτήρι με γάλα και το άδειασα με δυο γερές γου-
27
πάνω, και αυτό ήταν το πιο παράδοξο που υπήρχε στο τοπίο εδώ, εγώ περίμενα ξεραΐλα και γκρίζο, όχι αυτή την πρασινάδα που θαρρείς τραγουδούσε παντού, και το τραγούδι της το σκέπαζε μόνο η πελώρια γκριζογάλανη θάλασσα.
28
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 28
λιές. Το ακούμπησα, μαζί με το πιάτο και το μαχαίρι, στον πάγκο του νεροχύτη, έβαλα τα αλλαντικά στο ψυγείο και πήγα στο σαλόνι, έχωσα το καλώδιο της γραφομηχανής στην πρίζα, φόρεσα τ’ ακουστικά μου, δυνάμωσα λίγο την ένταση, έβαλα μια κόλλα χαρτί στη γραφομηχανή, κεντράρισα την κεφαλίδα και έγραψα το 1 στη μέση. Κοίταξα κάτω το σπίτι του επιστάτη. Στη σκάλα υπήρχε ένα ζευγάρι πράσινες γαλότσες. Μια σκούπα με κόκκινες τρίχες ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο. Μπροστά στην πόρτα ήταν παρατημένα κάτι αυτοκινητάκια σε ένα σωρό χαλίκια ανακατεμένα με άμμο. Ανάμεσα στα δύο σπίτια φύτρωναν βρύα, λειχήνες, λίγο γρασίδι και κάτι ελάχιστα, ψωριάρικα δέντρα. Συνόδευα τη μουσική χτυπώντας το δάχτυλο στην άκρη του γραφείου. Έγραψα μια πρόταση: «Ο Γκάμπριελ στάθηκε στην κορυφή του χερσότοπου και κοίταζε κάτω τον συνοικισμό με τις μονοκατοικίες έχοντας μια έκφραση δυσαρέσκειας». Κάπνισα ένα τσιγάρο, έκανα μια καφετιέρα καφέ, κοίταξα την πόλη, το φιόρδ και τα βουνά απέναντι. Έγραψα ακόμα μία πρόταση: «Πίσω του φάνηκε ο Γκόρντον». Τραγουδούσα μαζί με το ρεφρέν. Έγραψα: «Γελούσε σαν λύκος». Έσπρωξα την καρέκλα πίσω, έβαλα τα πόδια στο γραφείο, άναψα πάλι τσιγάρο. Μιλάμε για φοβερή φάση, ε; Πήρα το Ο κήπος της Εδέμ του Χέμινγουεϊ και το ξεφύλλισα λίγο για να έχω μια αίσθηση της γλώσσας. Ήταν αποχαιρετιστήριο δώρο από τη Χίλντε δυο μέρες πριν, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κριστιανσάντ, όταν θα πήγαινα στο Όσλο, για να συνεχίσω με το αεροπλάνο για το Τρόμσοε. Ο Λαρς ήταν κι αυτός εκεί, και ο Άιρικ, που τα είχε με τη Χίλντε. Ακόμη ήταν και η Λίνε, που θα με ακολουθούσε μέχρι το Όσλο και θα αποχαιρετιόμασταν εκεί. Τώρα μόλις πρόσεξα ότι η πρώτη σελίδα είχε αφιέρωση. Μου είχε γράψει ότι ήμουν γι’ αυτήν κάτι πολύ ξεχωριστό.
Άναψα τσιγάρο, κοίταξα απ’ το παράθυρο, και το σκεφτόμουν. Τι δηλαδή σήμαινα γι’ αυτήν; Έβλεπε κάτι σε μένα, το ένιωθα, όμως δεν ήξερα τι έβλεπε. Το να είμαι φίλος της σήμαινε ότι θα με πρόσεχε. Όμως η φροντίδα που υπάρχει στο να καταλάβεις μειώνει πάντα τον αποδέκτη. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα, αλλά το είχα διαπιστώσει. Δεν το άξιζα. Έκανα ότι και καλά ήμουν εκεί, και το παράξενο ήταν ότι εκείνη τσίμπησε, γιατί γενικά είχε μεγάλη ικανότητα να καταλαβαίνει. Η Χίλντε ήταν η μόνη που ήξερα η οποία διάβαζε αξιοπρεπή βιβλία και επίσης η μόνη που έγραφε. Ήμασταν δυο χρόνια συμμαθητές και την είχα προσέξει με την πρώτη, αντιμετώπιζε με ειρωνεία και κάποτε με πνεύμα αντιλογίας όσα λέγονταν στην τάξη, μια συμπεριφορά που δεν την είχα ξαναδεί σε κορίτσια. Περιφρονούσε τη μανία των άλλων κοριτσιών να στολίζονται, το ότι οι άλλες το έπαιζαν ψευτοπαρθένες, το μπεμπεκίστικο στυλ που είχαν συχνά, αλλά όχι με νεύρα ή με θυμό, δεν ήταν έτσι ο τύπος της, ήταν καλόκαρδη και προστατευτική, είχε ήρεμο χαρακτήρα, αλλά είχε και ένα θαρρείς τσαμπουκά, κάτι τελείως ξεχωριστό, που όλο και πιο συχνά με τραβούσε επάνω της. Ήταν χλωμή, είχε φακίδες, τα μαλλιά της ήταν κοκκινόξανθα, ήταν αδύνατη και το σώμα της είχε κάτι το εύθραυστο, κάτι σαν το αντίθετο του γεροδεμένου, που για κάποιο άλλο άτομο, με λιγότερο τσαμπουκά και ακόμα λιγότερη ανεξαρτησία, ίσως να προκαλούσε σε όσους τη γνώριζαν τη διάθεση να την προστατεύσουν, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι, απεναντίας, η Χίλντε προστάτευε όσους έρχονταν κοντά της. Φορούσε συχνά πράσινο στρατιωτικό μπουφάν και απλό μπλε τζην, που έδειχνε ότι πολιτικά ήταν προς τα αριστερά, αλλά όσον αφορά τα πολιτιστικά ήταν στο αντίθετο στρατόπεδο, γιατί ήταν εναντίον του ματεριαλισμού και υπέρ του πνεύματος. Δηλαδή το μέσα ήταν πιο σημαντικό από το έξω. Γι’ αυτό και κορόιδευε συγγραφείς όπως ήταν ο Σόλ-
29
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 29
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 30
30
σταντ1 και ο Φαλντμπάκεν2 ή Φαλοσμπάκεν, όπως τον έλεγε, και της άρεσαν ο Μπγιόρνεμποε3 και ο Κάι Σκάγκεν,4 και ακόμα και ο Αντρέ Μπγιέρκε.5 Η Χίλντε είχε γίνει ο άνθρωπος που εμπιστευόμουν περισσότερο απ’ όλους. Ήταν βασικά η καλύτερή μου φίλη. Άρχισα να πηγαινοέρχομαι στο σπίτι της, γνώρισα τους γονείς της, καμιά φορά κοιμόμουν και σπίτι τους και έτρωγα εκεί βραδινό. Αυτό που κάναμε μαζί με τη Χίλντε, άλλοτε και με τον Άιρικ, και άλλοτε μόνοι μας, ήταν να μιλάμε. Με τα πόδια σταυρωμένα και ένα μπουκάλι κρασί ανάμεσά μας στο πάτωμα, στο υπόγειο που έμενε, ενώ έπεφτε το σκοτάδι της νύχτας, μιλούσαμε για βιβλία που είχαμε διαβάσει, για πολιτικά θέματα που μας απασχολούσαν, όπως το τι περιμέναμε από τη ζωή, τι θέλαμε και τι μπορούσαμε. Έπαιρνε τη ζωή πολύ στα σοβαρά, από τους συνομηλίκους μου ήταν η μόνη που ήταν έτσι, και μάλλον το ίδιο έβλεπε κι εκείνη σε μένα, και ταυτόχρονα γελούσε πολύ, και η ειρωνεία παραμόνευε πάντα στα λόγια της. 1. Dag Solstad (γενν. 1941): Νορβηγός συγγραφέας, με ύφος μοντερνιστικό και ενίοτε στρατευμένο. Ανήκε στο νορβηγικό Μαοϊστικό Κομμουνιστικό Κόμμα ΑΚΡ. 2. Knut Faldbakken (γενν. 1941): Νορβηγός συγγραφέας, που σπούδασε ψυχολογία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Τα έργα του διέπονται από κοινωνικό ρεαλισμό, κοινωνική κρτική, πραγματεύεται τη βία, τη σεξουαλικότητα, το θάνατο και το πάθος. 3. Jens Bjørneboe (1920-1976): Νορβηγός συγγραφέας. Επαναστατική φύση από μικρός, ακολούθησε το ρεύμα του ανθρωποσοφισμού. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από κριτική στάση απέναντι στο σύστημα, την ανάλυση του καλού και του κακού, ενώ ασχολείται με θέματα όπως ο ναζισμός, το σωφρονιστικό σύστημα κ.ά. 4. Kaj Skagen (γενν. 1949): Νορβηγός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, με προσανατολισμό επαναστατικό και αναρχικό, αλλά και μυστικιστικό. Θεωρείται το τρομερό παιδί της νορβηγικής λογοτεχνίας. 5. André Bjerke (1918-1985): Νορβηγός συγγραφέας, ποιητής, σκακιστής κ.ά. Το έργο του χαρακτηρίζει η λαχτάρα για τα παιδικά χρόνια, αλλά και η αντίθεσή του σε μια απάνθρωπη κοινωνία.
Λίγα πράγματα μου άρεσαν τόσο όσο το να είμαι σπίτι τους, με εκείνη και τον Άιρικ, και καμιά φορά και τον Λαρς, ταυτόχρονα συνέβαιναν και άλλα πράγματα στη ζωή μου, που δεν συμβιβάζονταν με αυτό, και είχα συνεχώς τύψεις: Αν είχα βγει το βράδυ και τα έπινα στις ντίσκο και προσπαθούσα να βγάλω γκόμενες, ένιωθα πάντα τύψεις απέναντι στη Χίλντε και σε όσα πίστευα όταν ήμασταν μαζί. Αν ήμουν στης Χίλντε και μιλούσαμε για την ελευθερία, την ομορφιά ή το νόημα της ζωής, ένιωθα τύψεις απέναντι σ’ εκείνους που βγαίναμε τα βράδια ή για τη στάση μου, όταν ήμουν μαζί τους, γιατί η υποκρισία και το «κι έτσι κι αλλιώς» που γι’ αυτό μιλούσαμε τόσο η Χίλντε, ο Άιρικ κι εγώ, το είχα κι εγώ μέσα μου. Πολιτικά βρισκόμουν στην άκρα αριστερά, στα όρια της αναρχίας, μισούσα την καθεστηκυία τάξη και τα στερεότυπα, και όπως όλοι οι συνομήλικοί μου που μεγάλωσαν στο Κριστιανσάντ, περιφρονούσαμε κι εγώ κι εκείνη τον χριστιανισμό και όλους τους μαλάκες που τον πίστευαν και πηγαίνανε στις συναθροίσεις τους με τους χαρισματικούς ηλίθιους παπάδες τους. Όμως τις θρησκευόμενες κοπέλες δεν τις περιφρονούσα. Όχι, για κάποιο παράδοξο λόγο ερωτευόμουν ειδικά αυτές. Πώς να το εξηγήσω αυτό στη Χίλντε; Και μολονότι, όπως εκείνη, έτσι κι εγώ, πάντα προσπαθούσα να βλέπω όχι μόνο την επιφάνεια, έχοντας ως βασική αρχή ότι η αλήθεια ή η πραγματικότητα βρίσκονταν από κάτω, και που, όπως και η Χίλντε, με οδηγούσε πάντα στο σωστό νόημα, παρόλο που εκείνο δεν είχε νόημα, εγώ ήθελα να ζήσω ειδικά σ’ εκείνη τη λαμπερή και μαγευτική επιφάνεια και ήθελα να πιω μέχρι το τέλος το ποτήρι της επιφανειακότητας – με λίγα λόγια, με τραβούσαν οι ντισκοτέκ και τα μπαρ της πόλης, όπου το μόνο που ήθελα ήταν να πιω μέχρι να ξεχάσω και τ’ όνομά μου και να γυρνάω εδώ κι εκεί ψάχνοντας κορίτσια για να πηδήξω ή τουλάχιστον να τα φιλήσω. Πώς να το εξηγήσω αυτό στη Χίλντε; Αυτό δεν γινόταν και ούτε το έκανα. Αντ’ αυτού άνοιξα στη
31
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 31
32
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 32
ζωή μου ένα καινούργιο «υποκατάστημα»: «Λιάρδα και ελπίδα για πήδημα» λεγόταν και πήγαινε παρέα με εκείνο που λεγόταν: «Διορατικότητα και εσωτερικότητα», και τα δύο χωρίζονταν από μία τόση δα αλλαγή προσωπικότητας, λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο. Η Λίνε ήταν θρησκευόμενη. Μπορεί να μην το διαλαλούσε, άλλα ήταν, και η παρουσία της στον σταθμό των τρένων, δίπλα μου, με έκανε να νιώσω κάπως άσχημα. Είχε μαύρα, κατσαρά μαλλιά, έντονα φρύδια και φωτεινά γαλάζια μάτια. Οι κινήσεις της ήταν γεμάτες ομορφιά και χάρη, και ήταν ανεξάρτητη, χωρίς όμως –πράγμα γενικά σπάνιο– να έχει επιπτώσεις στους άλλους. Της άρεσε να ζωγραφίζει και το έκανε συχνά, είχε μάλλον ταλέντο. Μετά τη δική μου αναχώρηση θα ξεκινούσε με εικαστικά μαθήματα σε ένα κολέγιο. Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της, όμως ήταν όμορφη, μου άρεσε πάρα πολύ, και καμιά φορά, όταν είχαμε πιει λίγο κρασί, την επιθυμούσα. Το πρόβλημα ήταν ότι εκείνη είχε πολύ ξεκάθαρα όρια για το πόσο μακριά θα πήγαινε. Τις εβδομάδες που τα είχαμε, εγώ την ικέτεψα κυριολεκτικά δυο φορές να μπω, όταν ήμασταν ξαπλωμένοι μισόγυμνοι στο κρεβάτι στο σπίτι της και φιλιόμασταν ή στο δωμάτιό μου στο Κοτέτσι. Όμως όχι, δεν ήμουν αυτός που περίμενε. «Εντάξει, τότε να σ’ τον βάλω από πίσω;» φώναξα μια φορά μες στην απελπισία μου, χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Η Λίνε ήρθε και κόλλησε πάνω μου με το σβέλτο κορμί της και με γέμισε φιλιά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ένιωσα εκείνο το αναθεματισμένο τίναγμα στο υπογάστριο, το σώβρακο που γέμισε σπέρμα, και απομακρύνθηκα διακριτικά, ενώ εκείνη ήταν ακόμα ξεσηκωμένη και δεν καταλάβαινε ότι η διάθεσή μου είχε αλλάξει τελείως μέσα σε μια στιγμή. Στην αποβάθρα στεκόταν δίπλα μου με τα χέρια στις κωλότσεπες και έναν μικρό σάκο στον ώμο. Το τρένο θα έφευγε σε έξι λεπτά. Ο κόσμος ανέβαινε επάνω σε όλο το μήκος της αποβάθρας.
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 33
1. Narvesen: νορβηγική αλυσίδα καταστημάτων κάτι σαν περίπτερο.
2 – Χορεύοντας στο σκοτάδι
33
«Πάω λίγο στο περίπτερο», είπε και με κοίταξε. «Θέλεις τίποτα;» Εγώ κούνησα το κεφάλι αρνητικά. «Ή μάλλον ναι, μια κόκα κόλα». Εκείνη έτρεξε στου Νάρβεσεν.1 Η Χίλντε με κοίταξε και χαμογέλασε. Τα μάτια του Λαρς ταξίδευαν εδώ κι εκεί. Ο Άιρικ κοίταζε προς το λιμάνι. «Τώρα που θα βγεις στη ζωή και θα είσαι μόνος, θα σου δώσω μια καλή συμβουλή», μου είπε και γύρισε και με κοίταξε. «Ναι;» είπα εγώ. «Πριν κάνεις οτιδήποτε, σκέψου καλά. Φρόντισε να μη σε πιάσουν ποτέ στα πράσα, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αν, για παράδειγμα, θέλεις να σου πάρει πίπα καμιά μαθήτρια, οπωσδήποτε πίσω από την έδρα. Με τίποτα μπροστά. Κατάλαβες;» «Ναι, αλλά δεν είναι υποκρισία;» είπα εγώ. Εκείνος γέλασε. «Και αν βρεις γκόμενα εκεί και θέλεις να τη χτυπήσεις, τότε χτύπα την όπου δεν φαίνονται οι μελανιές», είπε η Χίλντε. «Ποτέ στο πρόσωπο, όσο κι αν το θέλεις». «Δηλαδή λες ότι μπορώ να έχω δύο; Μια εδώ και μια εκεί;» «Γιατί όχι;» είπε εκείνη. «Μια που τη δέρνεις και μια που να μην τη δέρνεις», είπε ο Άιρικ. «Μεγαλύτερη ισορροπία δεν υπάρχει». «Άλλες συμβουλές;» είπα εγώ. «Είδα κάποτε μια συνέντευξη ενός γέρου ηθοποιού στην τηλεόραση», είπε ο Λαρς. «Τον ρώτησαν αν σε όλη του τη ζωή είχε κάποιες εμπειρίες που θα ήθελε να μοιραστεί με το κοινό. Εκείνος είπε, ναι, βέβαια είχε! Ήταν η κουρτίνα του μπάνιου, που θα έπρεπε να είναι στην μπανιέρα και όχι απέξω. Αν ήταν απέξω, όλο το πάτωμα θα γέμιζε νερά». Γελάσαμε. Ο Λαρς κοίταξε ολόγυρα με ικανοποίηση.
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 34
Πίσω του ήρθε η Λίνε με άδεια χέρια. «Είχε πολλή ουρά», είπε. «Όμως σίγουρα έχουν περίπτερο στο τρένο». «Έχουν», είπα εγώ. «Λοιπόν, πάμε;» «Καλά», είπα εγώ. «Πάει, τέλειωσε, όπως λέει και ο Φλέξνες.1 Ποτέ πια Κριστιανσάντ». Με αγκάλιασαν ο ένας μετά τον άλλον. Αυτό το είχα αρχίσει από τη δευτέρα λυκείου, κάθε φορά που τους συναντούσα, αγκαλιαζόμασταν. Μετά έριξα τον σάκο στην πλάτη, πήρα μια βαλίτσα και ακολούθησα τη Λίνε στο τρένο. Εκείνοι έγνεψαν μια δυο φορές, μετά έβαλε μπρος το τρένο και κατέβηκαν με το πάσο τους στο πάρκινγκ.
34
Το ότι είχαν περάσει μόλις δυο μέρες από τότε μου φαίνεται απίστευτο. Άφησα στην άκρη το βιβλίο και διάβασα τις τρεις αράδες που είχα γράψει, ενώ έστριψα ένα τσιγάρο και ήπια μια γουλιά χλιαρό καφέ. Κάτω στο μπακάλικο είχε τώρα λιγότερο κόσμο. Έφερα ένα μήλο απ’ την κουζίνα και ξανακάθισα στο γραφείο. Την επόμενη ώρα έγραψα τρεις σελίδες. Ήταν για δυο αγόρια σε μια γειτονιά με μονοκατοικίες, και βγήκε καλά, από όσο μπορούσα να κρίνω. Ίσως τρεις σελίδες ακόμα και θα τελείωνε. Ό,τι πρέπει δηλαδή, τελείωσα μια νουβέλα απ’ την πρώτη κιόλας 1. Marve Almar Fleksnes: κεντρικός ήρωας της νορβηγικής κωμικής σειράς «Fleksnes fataliteter», που προβλήθηκε σε αυτοτελή επεισόδια στο νορβηγικό κανάλι NRK από το 1972 ώς το 2002. Ο Φλέξνες, που τον υποδυόταν ο Rolv Wesenlund, ήταν ένας 30χρονος εργένης, όχι ιδιαίτερα έξυπνος, που η μητέρα του είχε σημαντικό ρόλο στη ζωή του, και που συμμετείχε διαρκώς σε αστείες καταστάσεις· κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η αδεξιότητα.
μέρα εδώ πέρα. Αν συνέχιζα έτσι, μέχρι τα Χριστούγεννα θα είχα συλλογή ολόκληρη! Όταν ξέπλυνα τα κατακάθια του καφέ από το μπρίκι, είδα ένα αμάξι να ανηφορίζει από το μπακάλικο. Σταμάτησε έξω από το σπίτι του επιστάτη και βγήκαν δυο άντρες, περίπου γύρω στα είκοσι πέντε. Και οι δυο τους γομάρια, ο ένας ψηλός, ο άλλος πιο κοντός, πιο παχουλός. Σήκωσα το μπρίκι και το κράτησα κάτω απ’ τη βρύση μέχρι να γεμίσει, μετά το έβαλα στο μάτι. Οι δυο άντρες ανέβηκαν την ανηφόρα με τα πόδια. Έκανα ένα βήμα στο πλάι για να μη με δουν απ’ το παράθυρο. Τα βήματά τους σταμάτησαν στο υπόστεγο. Σε μένα ερχόντουσαν; Ο ένας είπε κάτι στον άλλον. Ο ήχος του κουδουνιού έσκισε τον αέρα σε όλο το σπίτι σαν μαχαίρι. Σκούπισα τα χέρια στο παντελόνι μου, βγήκα στον διάδρομο και άνοιξα την πόρτα. Ο πιο κοντός μου άπλωσε το χέρι. Το πρόσωπό του ήταν τετράγωνο, το πιγούνι καμπυλωτό, το στόμα μικρό, τα μάτια πονηρά. Είχε μαύρο μουστάκι και μάγουλα αξύριστα. Στον λαιμό του κρεμόταν μια χοντρή χρυσή αλυσίδα. «Ρέμι», είπε. Σαστισμένος πήρα το χέρι του. «Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ», του είπα. «Φρανκ», είπε ο ψηλός και άπλωσε το τεράστιο χέρι του. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό ενώ του άλλου ήταν τετράγωνο. Στρογγυλό και σαρκώδες. Τα χείλια του ήταν παχιά, το δέρμα του ανοιχτό, σχεδόν ροζ. Τα μαλλιά του ξανθά και αραιά. Έμοιαζε με υπερφυσικό μπεμπέ. Τα μάτια του ήταν καλοσυνάτα, όπως ενός μπέμπη. «Να περάσουμε;» είπε εκείνος που τον έλεγαν Ρέμι. «Μάθαμε ότι ήσουν ολομόναχος και σκεφτήκαμε ότι ίσως θα ήθελες λίγη παρέα. Ακόμα δεν ξέρεις κανέναν εδώ, λογικό είναι». «Αχ», είπα εγώ. «Πολύ όμορφο εκ μέρους σας. Περάστε!»
35
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 35
36
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 36
Έκανα ένα βήμα πίσω. «Πολύ όμορφο εκ μέρους σας!» Αυτό πάλι πώς μου ήρθε; Είχα γίνει πενήντα και δεν το ήξερα; Στάθηκαν στο σαλόνι και κοίταξαν ολόγυρα. Ο Ρέμι έγνεψε μια δυο φορές. «Πέρσι εδώ έμενε ο Χάρισον», είπε. Εγώ τον κοίταξα. «Ο πρώην αναπληρωτής», είπε. «Καθόμασταν συχνά εδώ. Ήταν ξηγημένο παιδί». «Είχε φοβερό γέλιο», είπε ο Φρανκ. «Ό,τι του λέγαμε, πάντα ήταν μέσα», είπε ο Ρέμι. «Τον νοσταλγούμε εκ βάθους καρδίας», είπε ο Ρέμι. «Να κάτσουμε;» «Ναι, βέβαια, συγγνώμη», είπα εγώ. «Θέλετε καφέ; Είναι στην κουζίνα». «Ναι, καφέ, να ’σαι καλά». Έβγαλαν τα μπουφάν τους και κάθισαν στον καναπέ. Τα κορμιά τους ήταν σαν βαρέλια. Τα μπράτσα εκείνου που τον έλεγαν Φρανκ ήταν χοντρά σαν τα μπούτια μου. Ακόμα και όταν τους γύριζα την πλάτη και στεκόμουν μπροστά στον νεροχύτη ένιωθα την παρουσία τους, γέμιζαν όλο το σπίτι και μ’ έκαναν να νιώθω αδύναμος σαν κοριτσάκι. «Πολύ όμορφο εκ μέρους σας. Θέλετε καφέ;» Αλλά γαμώτο! Δεν είχα φλιτζάνια! Μόνο ένα είχα πάρει μαζί μου απ’ το σπίτι. Άνοιξα τα ντουλάπια πάνω απ’ τον πάγκο της κουζίνας. Φυσικά ήταν άδεια. Μετά άνοιξα τα κάτω ντουλάπια. Και εκεί, ακριβώς δίπλα στον σωλήνα του νεροχύτη, ήταν ένα ποτήρι. Το ξέπλυνα, έβαλα λίγο καφέ στον βραστήρα, το χτύπησα μια δυο φορές και τον έφερα στο σαλόνι, ψάχνοντας να βρω κάπου να τον ακουμπήσω. Τελικά τον έβαλα στον Κήπο της Εδέμ. «Λοιπόν, Καρλ Ούβε;» είπε ο Ρέμι. «Τι λέει;» Τσατίστηκα ακούγοντας το όνομά μου να το λέει με τόση
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 37
1. Vinmonopol: στη Νορβηγία το αλκοόλ πωλείται μόνο από ειδικά κρατικά καταστήματα και φορολογείται με υψηλούς φόρους. 2. Σειρά βιβλίων ερωτικού περιεχομένου.
37
άνεση κάποιος που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ μου, ένιωσα τα μάγουλά μου να πυρώνουν. «Τι να λέει;» του είπα. «Θα πάμε σε πάρτι απόψε», είπε ο Φρανκ. «Στο Γκρίλεφιορντ. Τι λες, έρχεσαι;» «Έχει θέση για σένα σ’ ένα απ’ τ’ αμάξια, και επειδή ξέρουμε ότι δεν είχες καιρό να πας στο Μονοπώλιο,1 σου φέραμε και λίγο ρακί. Ε, τι λες;» «Βασικά δεν ξέρω», είπα εγώ. «Τι δεν ξέρ’ς; Προτιμάς δηλαδή να κάτσεις εδώ να κοιτάζεις τους τέσσερις τοίχους;» «Άσ’ τον, ρε, τον άνθρωπο, να αποφασίσει!» είπε ο Φρανκ. «Καλά, καλά, εντάξει». «Είχα πει να δουλέψω λίγο», είπα εγώ. «Να δουλέψεις; Με τι πράμα;» είπε ο Ρέμι. Το βλέμμα του είχε πέσει κιόλας στη γραφομηχανή. «Γράφεις;» Τα μάγουλά μου ξαναπύρωσαν. «Λίγο», είπα και σήκωσα τους ώμους. «Βρε, βρε, συγγραφέας λοιπόν!» είπε ο Ρέμι. «Μια χαρούλα». Μετά γέλασε. «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο. Ούτε καν όταν πήγαινα σχολείο. Πάντα το απόφευγα. Εσύ;» είπε γυρνώντας στον Φρανκ. «Πώς, ένα σωρό. Τα Κοκτέιλ,2 εκείνη τη σειρά, μωρέ, ξέρεις». Γέλασαν και οι δυο τους. «Αυτά πιάνονται;» είπε ο Ρέμι κοιτάζοντάς με. «Εσύ που είσαι συγγραφέας. Πιάνονται για λογοτεχνία τα Κοκτέιλ;» Εγώ χαμογέλασα βεβιασμένα. «Ε, όλα τα βιβλία βιβλία είναι».
38
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 38
Για λίγο απλώθηκε σιωπή. «Από το Κριστιανσάντ είσαι, έμαθα, ε;» είπε ο Φρανκ. Εγώ έγνεψα καταφατικά. «Έχεις κάνα γκομενάκι εκεί κάτω;» Εγώ δεν απάντησα αμέσως. «Και ναι και όχι», είπα. «Ναι και όχι; ξύπνιος ο δικός σου!» είπε ο Ρέμι. «Αυτό για σένα είναι ό,τι πρέπει», είπε ο Φρανκ, κοιτάζοντας τον Ρέμι. «Εμένα; Μπα, με τίποτα, εγώ είμαι περισσότερο έτσι ή αλλιώς». Έπεσε πάλι σιωπή ενώ ήπιαν ο καθένας τους από μια γουλιά καφέ. «Παιδιά έχεις;» είπε ο Ρέμι. «Παιδιά;» είπα εγώ. «Τι λε’, ρε, με δουλεύεις; Δεκαοχτώ χρονών είμαι!» Επιτέλους μια σωστή ατάκα. «Δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει στην παγκόσμια ιστορία», είπε ο Ρέμι. «Εσείς δηλαδή τι, έχετε παιδιά;» είπα εγώ. «Ο Φρανκ όχι. Αλλά εγώ έχω. Ένα γιο, εννιά χρονώ. Μένει με τη μάνα του». «Ήταν από τότε που ήταν “αλλιώς”», είπε ο Φρανκ. Γέλασαν. Μετά με κοίταξαν και οι δυο τους. «Να μην τον ενοχλούμε άλλο την πρώτη του μέρα εδώ», είπε ο Ρέμι και σηκώθηκε. Ο Φρανκ σηκώθηκε κι αυτός. Πήραν τα μπουφάν τους και βγήκαν στον διάδρομο. «ξανασκέψου το απόψε για το πάρτι», είπε ο Ρέμι. «Θα είμαστε στης Χέγκε, αν αλλάξεις γνώμη». «Ρε συ, πού να ξέρει πού μένει η Χέγκε;» είπε ο Φρανκ. «Θ’ ανέβεις τον πάνω δρόμο, και είναι το τέταρτο σπίτι στ’ αριστερό σου χέρι. Θα το δεις αμέσως. Θα είναι ένα σωρό αμάξια απέξω».
Άπλωσε το χέρι του. «Ελπίζω να έρθεις. Φχαριστούμε για τον καφέ!» Όταν είχα κλείσει την πόρτα πίσω τους, πήγα στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι. Τέντωσα χέρια και πόδια και έκλεισα τα μάτια. Ένα αμάξι ανέβηκε την ανηφόρα, στάθηκε ακριβώς απέξω. Εγώ άνοιξα τα μάτια μου. Κι άλλες επισκέψεις; Όχι. Η πόρτα άνοιξε κάπου αλλού στο σπίτι. Ήταν οι από πάνω που γύριζαν, όποιοι κι αν ήταν. Ίσως γύριζαν από μια βόλτα για ψώνια στο Φίνσνες. Αχ, πόσο λαχταρούσα να πάρω τηλέφωνο να μιλήσω με κάποιον που ήξερα! Να κοιμηθώ, πράγμα που κι αυτό το ήθελα, για να ξεφύγω απ’ όλα αυτά, δεν μπορούσα. Αντ’ αυτού πήγα στο μπάνιο, γδύθηκα και μπήκα στο ντουζ. Ήταν ένας τρόπος να ξεγελιέμαι ότι άρχιζε κάτι καινούργιο. Όχι τόσο καλό, όσο θα ήταν το να κοιμόμουν, αλλά καλύτερο απ’ τ’ ολότελα. Μετά, με μαλλιά μούσκεμα και πουκάμισο να κολλάει στο σβέρκο κάθισα να γράψω. Έβαλα τους δυο δεκάχρονους να γυρνάνε στο δάσος. Φοβόντουσαν, λέει, τις αλεπούδες, είχαν ο καθένας τους από ένα πιστόλι με ψεύτικα σκάγια στο χέρι, για να τις τρομάξουν αν τις έβλεπαν μπροστά τους. ξαφνικά άκουσαν τουφεκιές. Έτρεξαν προς τα κει που τις άκουσαν και βρέθηκαν σ’ έναν σκουπιδότοπο καταμεσής στο δάσος. Εκεί ήταν ξαπλωμένοι δυο μαντράχαλοι που τουφέκιζαν ποντίκια. Όταν είχε γίνει αυτό, ένα κύμα χαράς και δύναμης ανέβηκε από μέσα μου, ξαφνικά έγραφα σαν τρελός, το κείμενο έτρεχε πιο γρήγορα στο μυαλό μου απ’ ό,τι στο χαρτί, και ήταν ένα υπέροχο συναίσθημα, αστραφτερό σαν καθρέφτης. Αυτοί που τουφέκιζαν τα ποντίκια έφυγαν, και τα δυο παιδιά κουβάλησαν δυο καρέκλες κι ένα τραπέζι στο δάσος, κάθισαν και διάβαζαν τσόντες, ο ένας, που τον έλεγαν Γκάμπριελ, έχωσε τον πούτσο του σε ένα μπουκάλι και ένιωσε ξαφνικά έ-
39
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 39
40
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 40
να δυνατό τσίμπημα, και όταν τον έβγαλε, στεκόταν ένα ζουζούνι στην άκρη του. Ο Γκόρντον κυλιόταν στα ρείκια από τα γέλια. ξέχασαν την ώρα και όταν ο Γκάμπριελ τη θυμήθηκε, ήταν πια αργά, ο πατέρας του έγινε θηρίο όταν γύρισε σπίτι, του έριξε μπουνιά στα χείλη, και άρχισε να τρέχει αίμα, και μετά τον έκλεισε στο μικρό δωμάτιο με τον θερμοσίφωνα και κάθισε εκεί όλη τη νύχτα. Όταν τελείωσα, η ώρα ήταν λίγο πριν από τις εφτάμισι, και είχα ήδη εφτά πυκνογραμμένες σελίδες σε μια μικρή στοίβα στο γραφείο, δίπλα στη γραφομηχανή. Τόσο έντονη ήταν η αίσθηση του θριάμβου, που κάτι μέσα μου ούρλιαζε από χαρά, ήθελα να το πω πάση θυσία. Σε όποιον να ’τανε! Ειλικρινά σε όποιον να ’τανε! Όμως ήμουν μόνος μου. Έκλεισα τη γραφομηχανή και άλειψα κάτι φέτες, που τις έφαγα όρθιος μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας. Μια φιγούρα πέρασε βιαστικά από τον δρόμο, κάτω από τον γκριζωπό, αλλά ακόμα γαλάζιο ουρανό. Δυο αμάξια ήρθαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο από το τούνελ. Ήθελα να πάω μια βόλτα. Δεν μπορούσα να κάθομαι άλλο μέσα. Και τότε χτύπησε η πόρτα. Εγώ άνοιξα. Μια γυναίκα, γύρω στα τριάντα, που φορούσε μόνο μπλουζάκι και παντελόνι, στεκόταν απέξω. Το πρόσωπό της ήταν ήπιο, η μύτη μεγάλη, αλλά όχι το κυρίαρχο στοιχείο του προσώπου της, τα μάτια της ήταν καστανά και ζεστά. Τα μαλλιά της ήταν σκουρόξανθα και τα είχε μαζέψει κότσο πίσω στο σβέρκο. «Γεια!» είπε εκείνη. «Πέρασα απλά να πω ένα γεια. Είμαι η από πάνω, και είμαστε και συνάδελφοι. Κι εγώ καθηγήτρια είμαι, με λένε Τόριλ». Μου έδωσε το χέρι. Τα δάχτυλα ήταν λεπτά, αλλά η χειραψία σταθερή. «Καρλ Ούβε», είπα εγώ.
«Καλωσόρισες», είπε εκείνη χαμογελώντας. «Ευχαριστώ», είπα εγώ. «Ήρθες χτες, ε;» «Ναι, με το λεωφορείο». «Μάλιστα. Εμείς θα βλεπόμαστε συχνά εδώ. Απλά ήθελα να σου πω ότι αν χρειάζεσαι κάτι, έλα επάνω. Εννοώ ζάχαρη ή καφέ ή σκεπάσματα ή τέλος πάντων ό,τι χρειαστείς. Για παράδειγμα ένα ραδιόφωνο, έχεις ραδιόφωνο; Εμείς έχουμε τουλάχιστον ένα έξτρα». Εγώ έγνεψα καταφατικά. «Έχω γουόκμαν», είπα. «Αλλά ευχαριστώ πολύ. Ήταν πολύ ευγενικό που κατέβηκες!» «Πολύ ευγενικό». Εκείνη χαμογέλασε. «Τα λέμε λοιπόν», είπε. «Ναι, τα λέμε», είπα εγώ. Έμεινα να στέκομαι στην είσοδο, αφού είχε φύγει. Τι στην ευχή συνέβαινε; Κάθε συνάντηση ήταν σαν τσεκουριά μέσα μου. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάω μια βόλτα. Φόρεσα πανωφόρι, κοιτάχτηκα ένα δυο δευτερόλεπτα στον καθρέφτη του μπάνιου, για να βάλω σωστά τον μπερέ, κλείδωσα την πόρτα πίσω μου και βάλθηκα να κατεβαίνω. Λίγο πιο κάτω φαινόταν η άκρη του βουνού, και προς τη θάλασσα, διακρινόταν ο ορίζοντας, πλάι στον ουρανό. Δυο μεγάλα, κάτασπρα σύννεφα στέκονταν ασάλευτα και μετέωρα. Στην άλλη πλευρά του φιόρδ ένα κοτεράκι έβγαινε αγκομαχώντας στη στεριά. Το φιόρδ λεγόταν Φιόρδ Φουγκλεόι, δηλαδή φιόρδ του Νησιού των Πουλιών. Το νησί φυσικά λεγόταν Φουγκλεόγια. Ωραία, και αυτό το φιόρδ πώς θα το πούμε; σκέφτηκαν οι πρώτοι άνθρωποι που ήρθαν εδώ. Φίσκεφιορντ, δηλαδή φιόρδ των ψαριών; Όχι, έτσι είπαμε το προηγούμενο. Φιόρδ των πουλιών τότε; Ναι! Ό,τι πρέπει για όνομα!
41
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 41
42
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 42
Συνέχισα τον δρόμο περνώντας από την ιχθυόσκαλα, που ήταν τελείως έρημη, εκτός απ’ τους γλάρους που κάθονταν στη στέγη και προς τη στροφή στο ψηλότερο σημείο του χωριού. Αμέσως μετά το τελευταίο σπίτι το βουνό υψωνόταν κατακόρυφα. Δεν υπήρχαν ενδιάμεσες περιοχές, όπως είχα συνηθίσει εκεί που μεγάλωσα, αυτά τα ακαθόριστα μέρη που δύσκολα βγάζεις άκρη σχετικά με το τι είναι, που ούτε οικόπεδα ήταν, που να ανήκουν σε κάποιο σπίτι, ούτε φυσικές ανοιχτωσιές. Εδώ η φύση δεν ήταν η πεδινή, ήρεμη φύση του Νότου, αλλά η άγρια, σκληρή και ανεμοδαρμένη φύση της Αρκτικής, την οποία αντιμετωπίζεις με το που ανοίγεις την πόρτα. Μήπως ήταν όλα κι όλα εκατό σπίτια; Εδώ μακριά, κάτω απ’ τα βουνά, μπροστά στη θάλασσα. Ένιωθα ότι περπατούσα στην άκρη του κόσμου. Ότι παραπέρα δεν γινόταν να πάω. Ένα βήμα παραπάνω και θα έβγαινα απ’ τον κόσμο. Αχ, Θεέ και Κύριε, τι υπέροχα που θα έμενα εδώ! Αραιά και πού, καθώς περνούσα έβλεπα κινήσεις πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών. Τρεμουλιαστά φώτα από τηλεοράσεις. Όλα ήταν σαν να είχαν βουλιάξει στον αχό των κυμάτων, που έσκαγαν στη στεριά, ή να είχαν απορροφηθεί απ’ αυτόν, γιατί ο αχός αυτός ήταν αδιάκοπος, έμοιαζε περισσότερο με τον αέρα, λες κι εκείνος δεν μπορούσε να είναι μόνο πιο κρύος ή πιο ζεστός, αλλά ταυτόχρονα και πιο δυνατός ή πιο μαλακός. Μπροστά μου φάνηκε ξαφνικά το σπίτι, όπου μάλλον έμενε εκείνη που είπανε ότι την έλεγαν Χέγκε, πάντως είχε απέξω ένα σωρό αμάξια, από μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα ακουγόταν μουσική και μέσα από τα τεράστια παράθυρα της δεκαετίας του ’70 ξεχώρισα ένα σωρό κόσμο γύρω από ένα τραπέζι. Ήμουν σχεδόν έτοιμος να πάω και να χτυπήσω την πόρτα, αποκλείεται να είχανε μεγάλες προσδοκίες από μένα, εγώ δεν ήξερα κανέναν, και μια κάποια συστολή εκ μέρους μου θα ήταν
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 43
Την άλλη μέρα δεν βγήκα έξω, αλλά καθόμουν κι έγραφα, κοιτάζοντας τους κατοίκους του χωριού, που σε όχι πολύ τακτά χρονικά διαστήματα εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν κάτω στον δρόμο, πηγαινοερχόμουνα στο διαμέρισμα, αναρωτιόμουν όλο και περισσότερο τι να πω όταν θα άρχιζε το μάθημα την Τρίτη, διαμόρφωνα με τη σκέψη μου τη μία ατάκα του ανοίγματος των σχολείων μετά την άλλη, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να σκεφτώ τι τακτική θα κρατούσα με τους μαθητές. Το πρώτο που έπρεπε να δω ήταν το επίπεδό τους. Μήπως γι’ αρχή να έκανα τεστ σε όλα τα μαθήματα; Και έτσι να κρίνω το επίπεδο;
43
φυσιολογική, οπότε θα ήταν μια χαρά, αν καθόμουν και έπινα χωρίς να λέω τίποτα, μέχρι το οινόπνευμα ν’ αρχίσει να δρα και να διαλύσει τα πάντα, ακόμα και την καρδιά μου, που ήταν τώρα μαζεμένη και φοβερά σφιγμένη. Ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά, δεν στάθηκα εκεί ούτε καν ταχύτητα δεν έκοψα, γιατί αν με έβλεπαν να στέκομαι έτσι δισταχτικά και μετά να πηγαίνω σπίτι, θα πίστευαν ότι ήξεραν κάτι για μένα. Ίσως λαχταρούσα να χαλαρώσει η καρδιά μου, όμως αυτό δεν ήταν απαραίτητο, και έπειτα είχα και να γράψω, σκέφτηκα όταν περνούσα από κει, και μετά είχα πια προσπεράσει και ήταν αργά. Όταν στάθηκα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου, κοίταξα το ρολόι μου. Για να γυρίσω όλο το χωριό χρειάστηκα δεκαπέντε λεπτά. Μέσα σε αυτά τα δεκαπέντε λεπτά θα ζούσα τη ζωή μου όλο τον επόμενο χρόνο. Ένα σύγκρυο με διαπέρασε. Μπήκα στο χωλ της εισόδου και έβγαλα το πανωφόρι μου. Παρόλο που ήξερα ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα, κλείδωσα την πόρτα και την άφησα κλειδωμένη όλη τη νύχτα.
44
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 44
Ή μάλλον όχι, το να βάζεις τεστ είναι λίγο αυστηρό, λίγο αυταρχικό, λίγο δασκαλίστικο. Μήπως τότε κάποιες ασκήσεις να τις λύσουν στο σπίτι; Όχι. Υπήρχε πολύς χρόνος σε κάθε διδακτική ώρα, έτσι το καλύτερο θα ήταν να τους ζητάω να λύνουν τις ασκήσεις στο μάθημα. Κι εγώ μπορούσα να τις δουλεύω την επόμενη μέρα. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα και ξάπλωσα στο κρεβάτι, διάβασα τα δυο βιβλία που είχα αγοράσει και όταν το έκανα, ξεκίνησα με τα άρθρα στο λογοτεχνικό περιοδικό που είχα βρει στο Όσλο, χωρίς όμως να καταλαβαίνω και πολλά. Τις περισσότερες λέξεις τις ήξερα, αλλά αυτό που σήμαιναν έδειχνε συνεχώς εκτός πραγματικότητας, σαν να επρόκειτο για έναν άγνωστο κόσμο, που η γλώσσα του παλιού κόσμου δεν ήταν κατάλληλη γι’ αυτόν. Όμως, ένα πράγμα αναδύθηκε από αυτές τις σελίδες με περισσότερη δύναμη από οτιδήποτε άλλο, ήταν οι περιγραφές ενός βιβλίου, του Οδυσσέα, που με τη μοναδικότητά του φάνταζε υπέροχο. Ένας πελώριος πύργος, φανταζόμουν, που σαν να έλαμπε από υγρασία, με ολόγυρά του ομίχλη και ένα αχνό, χλωμό φως του συννεφιασμένου ήλιου. Θεωρήθηκε ως το κυριότερο έργο του μοντερνισμού και ως μοντερνισμό εγώ θεωρούσα αυτοκίνητα ράλι με δαιμονισμένη ταχύτητα και μόλις λίγα εκατοστά ύψος, πιλότους με δερμάτινες κάσκες και δερμάτινα μπουφάν, αερόπλοια να αιωρούνται πάνω από ουρανοξύστες αστραφτερών, αλλά σκοτεινών μεγαλουπόλεων, υπολογιστές, ηλεκτρονική μουσική. Ονόματα όπως ο Χέρμαν Μπροχ, ο Ρόμπερτ Μούζιλ, ο Άρνολντ Σένμπεργκ. Αυτός ο κόσμος αφομοίωνε στοιχεία από προηγούμενους πολιτισμούς, που είχαν χαθεί προ πολλού, έτσι καταλάβαινα, όπως ο Βιργίλιος του Μπλοχ και ο Οδυσσέας του Τζόις. Το ότι σήμερα ήταν Κυριακή, δεν το είχα σκεφτεί όταν ήμουν στο μπακάλικο χτες, έτσι έτρωγα φέτες με πατέ και μαγιονέζα, όταν ξαφνικά ξαναχτύπησε το κουδούνι. Σκούπισα τα χείλη μου με την ανάστροφη κι έτρεξα στην πόρτα.
Απέξω στέκονταν δυο κορίτσια. Τη μια την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν εκείνη που είχε καθίσει λοξά απέναντί μου στο λεωφορείο που είχα ταξιδέψει. Εκείνη χαμογέλασε. «Γεια!» είπε. «Με θυμάσαι;» «Φυσικά», είπα εγώ. «Είσαι η κοπέλα απ’ το λεωφορείο». Εκείνη γέλασε. «Κι εσύ είσαι ο καινούργιος καθηγητής στο Χόφιορντ! Το σκέφτηκα όταν σε είδα, αλλά δεν ήμουν σίγουρη. Όμως το άκουσα και στο πάρτι χτες». Μου άπλωσε το χέρι. «Με λένε Ιρένε», είπε. «Καρλ Ούβε», είπα εγώ χαμογελώντας. «Από δω η Χίλντε», είπε και έκανε νόημα στο άλλο κορίτσι, που έδωσα και σε κείνην το χέρι. «Είμαστε ξαδέλφες», είπε η Ιρένε. «Έχω έρθει επίσκεψη στο σπίτι της σήμερα. Αλλά βασικά ήταν μια δικαιολογία για να σε χαιρετήσω». Μετά γέλασε. «Όχι, όχι, πλάκα σου κάνω». «Θέλετε να μπείτε;» είπα εγώ. Εκείνες κοιτάχτηκαν. «Ναι, ευχαριστώ», είπε η Ιρένε. Φορούσε μπλε τζην παντελόνι, μπλε τζην μπουφάν και από κάτω μια άσπρη δαντελωτή μπλούζα. Ήταν παχουλή, το στήθος κάτω απ’ την μπλούζα ήταν βαρύ και οι γοφοί της ήταν φαρδιοί. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά καρέ, το δέρμα της χλωμό, με λιγοστές φακίδες κοντά στη μύτη. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, γαλανά και παιχνιδιάρικα. Όταν στάθηκα δίπλα της στην είσοδο και μύρισα το άρωμά της, ήταν κι αυτό βαρύ, και μου έδωσε λίγο δισταχτικά το μπουφάν της, γιατί δεν υπήρχαν κρεμαστάρια, μου σηκώθηκε πάλι. «Μπορώ να πάρω και το δικό σου», είπα στη Χίλντε, που
45
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 45
46
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 46
δεν είχε την οικειότητα της ξαδέρφης της, και που μου έδωσε το μπουφάν της με ένα ντροπαλό και ανεπαίσθητο χαμόγελο. Το κρέμασα στη ράχη της καρέκλας δίπλα στο γραφείο, έχωσα το ένα χέρι στην τσέπη του παντελονιού, για να μη φανεί το φούσκωμα. Τα δυο κορίτσια μπήκαν διστακτικά στο σαλόνι. «Ακόμα δεν ήρθαν τα πράγματά μου», είπα. «Όπου να ’ναι έρχονται». «Ναι, είναι λίγο χάλια», είπε η Ιρένε και χαμογέλασε. Κάθισαν και οι δυο τους στον καναπέ με σφιγμένα τα γόνατα. Εγώ κάθισα στην καρέκλα απέναντί τους, με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, για να κρύψω το φούσκωμα, που δεν έλεγε να μικρύνει. Βλέπεις, εκείνη καθόταν μόλις ένα μέτρο από μένα. «Πόσων χρονών είσαι;» με ρώτησε. «Δεκαοχτώ», είπα εγώ. «Κι εσύ;» «Δεκάξι», είπε η Ιρένε. «Δεκαεφτά», είπε η Χίλντε. «Μόλις τέλειωσες λύκειο; Και πέρασες πανεπιστήμιο;» είπε η Ιρένε. Εγώ έγνεψα καταφατικά. «Εγώ πάω δευτέρα λυκείου», είπε η Ιρένε. «Στο λύκειο του Φίνσνες. Ναι, είναι οικοτροφείο. Έτσι μένω σε δωμάτιο εκεί. Έλα καμιά φορά να μου κάνεις επίσκεψη, αν θέλεις. Άλλωστε θα χρειαστεί να έρχεσαι συχνά στο Φίνσνες». «Ναι, θα ήθελα», είπα εγώ. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Εκείνη χαμογέλασε. Της χαμογέλασα κι εγώ. «Αλλά βασικά είμαι από τη Χελεβίκα. Είναι το χωριό πίσω απ’ αυτό εδώ. Απ’ την άλλη μεριά του βουνού. Απλά συνεχίζεις μερικά χιλιόμετρα. Δίπλωμα έχεις;» «Όχι», είπα εγώ. «Κρίμα», είπε εκείνη. Για λίγη ώρα σωπάσαμε. Σηκώθηκα κι έφερα το τασάκι και το σακουλάκι με τον καπνό, έστριψα ένα τσιγάρο.
«Να πάρω κι εγώ ένα;» είπε. «Τα δικά μου είναι στο μπουφάν». Εγώ της πέταξα το σακουλάκι. «Μου ερχόταν να σκάσω στα γέλια χθες στο λεωφορείο», μου είπε εκείνη και βάλθηκε να στρίβει το τσιγάρο. «Έμοιαζες σαν να ήθελες να βγεις έξω απ’ το παράθυρο». Γέλασαν. Εκείνη έγλειψε την κόλλα και έστριψε το χαρτί με τους δύο δείκτες και τους δύο αντίχειρες, το έχωσε στο στόμα της και το άναψε. «Ήταν και γαμώ τα τοπία», είπα εγώ. «Δεν είχα ιδέα το πώς ήταν εδώ. Για μένα το Χόφιορντ δεν ήταν παρά ένα όνομα ούτε καν αυτό». «Τότε γιατί έψαξες δουλειά εδώ;» Εγώ σήκωσα τους ώμους. «Μου δώσανε μια λίστα με ονόματα από το γραφείο ευρέσεως εργασίας και διάλεξα να έρθω εδώ». Από πάνω κάποιος περπατούσε στο πάτωμα. Όλοι σήκωσαν τα μάτια τους στο ταβάνι. «Την Τόριλ τη γνώρισες;» είπε η Ιρένε. «Ναι, μιλήσαμε λίγο», είπα εγώ. «Την ξέρεις;» «Εννοείται. Όλοι την ξέρουν εδώ. Θέλω να πω, στη Χελεβίκα και στο Χόφιορντ». «Και στο Φουγκλεόγια», είπε η Χίλντε. Απλώθηκε σιωπή. «Θέλετε μήπως καφέ;» είπα κι έκανα να σηκωθώ απ’ την καρέκλα. Η Ιρένε κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, μάλλον είναι ώρα να φύγουμε. Ε, τι λες κι εσύ;» «Ναι, όντως», είπε η ξαδέρφη της. Σηκωθήκαμε, πήρα τα μπουφάν από την καρέκλα, πήγα πιο κοντά της από όσο χρειαζόταν, όταν της το έδωσα. Πλημμυρισμένος απ’ την αίσθηση που ανάδιναν οι γοφοί της με το κολλητό παντελόνι, τα μπούτια, οι γάμπες και οι τόσες δα πατού-
47
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 47
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 48
48
σες της, που θα περίμενες να είναι μεγαλύτερες, ο λαιμός και το βαρύ της στήθος, η μυτούλα και τα γαλάζια μάτια της, αθώα και μαριόλικα ταυτόχρονα, έκλεισα την πόρτα πίσω τους. Η όλη ιστορία κράτησε δέκα, ίσως δεκαπέντε λεπτά. Πήγα στην κουζίνα για να βάλω καφέ, και να σου και ξαναχτυπάει η πόρτα. Αυτή τη φορά ήταν μόνη της. «Το άλλο Σαββατοκύριακο έχει πάρτι στη Χελεβίκα», είπε. «Βασικά γι’ αυτό ήρθα, για να σε καλέσω. Θέλεις να ’ρθεις; Θα γνωρίσεις κι άλλο κόσμο». «Φυσικά και θέλω», είπα εγώ. «Αν μπορέσω να βρω να με φέρουν, θα έρθω». «Τι να βρεις;» είπε. «Απλά θα μπεις σ’ ένα αμάξι, όλοι εκεί θα πάνε. Τα λέμε!» Μου έκλεισε το ένα μάτι. Μετά γύρισε και κατέβηκε εκεί που στεκόταν η Χίλντε και στριφογύριζε τη μύτη του παπουτσιού της στην άσφαλτο.
Γύρω στις οχτώ και κάτι την άλλη μέρα βγήκα από το σπίτι πρώτη φορά μετά από ένα εικοσιτετράωρο. Ο ήλιος που κρεμόταν στην ανατολή χαμηλά, πάνω απ’ τα βουνά, έλαμπε στην πόρτα, και ο αέρας, που απλώθηκε στο πρόσωπό μου, όταν έκλεισα την πόρτα πίσω μου, ήταν γαλήνιος και καλοκαιρινός. Όμως λίγα μέτρα πιο κάτω, όπου το τοπίο ήταν στη σκιά που έριχναν τα βουνά, ήτανε πιο κρύος, και η εικόνα που μου είχε δημιουργήσει, ότι ο αέρας ήταν ένα ποτάμι με μικρά βαθουλώματα και ρεύματα και ρουφήχτρες, ρηχοτοπιές και κλίσεις, κατά παράδοξο τρόπο έδειχνε να με ανεβάζει. Μπροστά μου, στην κορυφή ενός μικρού υψίπεδου, ξεπρόβαλε το σχολείο, και μολονότι δεν μπορώ να πω ότι έτρεμα να μπω μέσα, είχα και πάλι τόσο άγχος, που ενώ πλησίαζα, ένιωθα μικρές σουβλιές ανησυχίας.
Κατά τα άλλα έμοιαζε με όλα τα άλλα σχολεία, ένα μακρόστενο κτίριο με ένα πάτωμα από τη μια, συνδεδεμένο με έναν διάδρομο σαν τούνελ με ένα μεγαλύτερο, πιο καινούργιο και πιο ψηλό κτίριο, που περιελάμβανε εργαστήριο ξυλουργικής, γυμναστήριο, και ένα μικρό κολυμβητήριο. Ανάμεσα στα δύο κτίρια ήταν η αυλή του σχολείου και συνεχιζόταν και πίσω απ’ αυτά, σε ένα σωστό γήπεδο ποδοσφαίρου. Σε ένα ανάχωμα ορθωνόταν αυτό που, όπως μου φάνηκε, ήταν η αίθουσα τελετών. Μπροστά στην είσοδο ήταν παρκαρισμένα δυο αμάξια. Ένα μεγάλο άσπρο τζιπ και ένα χαμηλό, μαύρο Σιτροέν. Ο ήλιος άστραφτε στα παράθυρα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, μπήκα στον διάδρομο, το κιτρινωπό μουσαμαδένιο πάτωμα ήταν σχεδόν λευκό μέσα στο φως του ήλιου, που έπεφτε σε μακρόστενες λωρίδες μέσα από το τζάμι πάνω στην πόρτα. Έκανα στροφή σε μια γωνία, στα δεξιά ήταν τρεις πόρτες, στα αριστερά δύο, και κάτω κάτω ο διάδρομος κατέληγε σε μια αίθουσα. Εκεί ένας άντρας στάθηκε και με κοίταξε. Είχε γένια και φαλάκρα και ήταν γύρω στα τριάντα με τριάντα πέντε. «Καλημέρα!» είπε. «Καλημέρα», είπα εγώ. «Ο... Καρλ Ούβε θα είσαι, ε;» «Ναι, εγώ είμαι», είπα και στάθηκα μπροστά του. «Στούρε», είπε εκείνος. Δώσαμε τα χέρια. «Στην τύχη το είπα ότι ήσουν ο Καρλ Ούβε», είπε χαμογελώντας. «Αλλά για Νιλς Έρικ δεν σ’ έκανα». «Νιλς Έρικ;» είπα εγώ. «Ναι, θα έχουμε φέτος δύο καθηγητές από τον Νότο. Εσένα και τον Νιλς Έρικ. Οι υπόλοιποι από το ανειδίκευτο προσωπικό είναι ντόπιοι και τους ξέρω». «Εσύ από δω είσαι;» «Βεβαίως!» Με κοίταξε ίσια στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα. Αυτό μου
49
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 49
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 50
50
την έσπασε, τι στην ευχή ήταν, τεστ; Όμως δεν ήθελα να κατεβάσω το κεφάλι πρώτος και συνέχισα να τον κοιτάζω κι εγώ. «Είσαι πολύ νέος», είπε εκείνος στο τέλος και κοίταξε στο πλάι, προς την πόρτα που στεκόμασταν δίπλα της. «Όμως το ξέραμε από πριν. Όλα θα πάνε καλά! Έλα να χαιρετήσεις και τους άλλους». Έκανε μια κίνηση με το χέρι του προς την πόρτα. Εγώ την άνοιξα και μπήκα. Ήταν το γραφείο καθηγητών. Ένα κουζινάκι, κάτι καναπέδες, ένα δωματιάκι γεμάτο χαρτιά και ένα φωτοτυπικό, ένα μακρόστενο δωμάτιο με χώρους εργασίας κατά μήκος των τοίχων. «Γεια», είπα εγώ. Γύρω από το τραπέζι κάθονταν έξι. Τα βλέμματα όλων τους ήταν συγκεντρωμένα επάνω μου.
Με χαιρέτησαν γνέφοντας και μουρμουρίζοντας. Από το κουζινάκι βγήκε ένας κοκκινογένης, μικρόσωμος, αλλά γεροδεμένος και ζωηρός άντρας. «Ο Καρλ Ούβε;» είπε χαμογελώντας πλατιά. Όταν έγνεψα καταφατικά κι εκείνος μου είχε δώσει το χέρι, γύρισε προς τους άλλους. «Από δω ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, ο νεαρός που ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου, από το Κριστιανσάντ, για να δουλέψει για μας!» Και μετά μου σύστησε όσους κάθονταν εκεί, με τα ονόματά τους, που την ίδια στιγμή τα ξέχασα. Όλοι τους είχαν ο καθένας από ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι ή στο τραπέζι μπροστά τους, και εκτός από μία ηλικιωμένη, όλοι τους ήταν νέοι. Γύρω στα είκοσι, απ’ ό,τι φαινόταν. «Κάτσε, Καρλ Ούβε. Καφέ θες;» «Ναι, ευχαριστώ», είπα και στριμώχτηκα στη μια άκρη του καναπέ. Τις επόμενες δυο ώρες ο διευθυντής, που λεγόταν Ρίκαρντ και
ήταν γύρω στα σαράντα, μας είπε κάποια πράγματα για το σχολείο. Οι αναπληρωτές ξεναγήθηκαν στα διάφορα δωμάτια, τους έδωσαν κλειδιά, πήραν από ένα γραφείο ο καθένας και μετά ασχοληθήκαμε με τα προγράμματα και διάφορες άλλες δουλειές ρουτίνας. Ήταν μικρό σχολείο, με τόσο λίγους μαθητές, που πολλές τάξεις είχαν ενωθεί για πολλά μαθήματα. Η Τόριλ θα ήταν υπεύθυνη της πρώτης και της δευτέρας, η Χέγκε της τρίτης και της τετάρτης, εγώ της πέμπτης, της έκτης και της εβδόμης. Ο Στούρε θα έπαιρνε την ογδόη και την ενάτη. Το γιατί τώρα μου δώσανε τόσες πολλές δεν το ήξερα, κι αυτό με ψιλοάγχωσε, κυρίως γιατί ο άλλος αναπληρωτής, που ήταν κι αυτός Νότιος, ο Νιλς Έρικ, και πολύ μεγαλύτερός μου, ήταν είκοσι τεσσάρων, και βασικά σκεφτόταν να ξεκινήσει παιδαγωγική ακαδημία μετά απ’ αυτή τη σχολική χρονιά. Είχε σχέδια μ’ αυτή τη δουλειά, είχε σχεδιάσει το μέλλον του πάνω της, ενώ εγώ δεν ήθελα τίποτα, το τελευταίο πράγμα που ήθελα να γίνω ήταν δάσκαλος ή καθηγητής. Οι άλλοι αναπληρωτές ήταν ντόπιοι, ήξεραν τα κατατόπια και θα ήταν σίγουρα πιο κατάλληλοι από μένα να έχουν τη δική τους τάξη. Ο διευθυντής μάλλον βάσισε την επιλογή του στην αίτησή μου, κι αυτό με έκανε να νιώσω λίγο άβολα, γιατί είχα φουσκώσει το βιογραφικό μου με το παραπάνω. Ο διευθυντής μας έδειξε πού ήταν η διδακτέα ύλη και μας απαρίθμησε τα διάφορα βοηθήματα που μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε. Κατά τη μία είχαμε τελειώσει, κι εγώ κατέβηκα στο ταχυδρομείο, που ήταν στην άλλη άκρη του χωριού, νοίκιασα ταχυδρομική θυρίδα, έστειλα κάτι γράμματα, ψώνισα στο μπακάλικο, έφτιαξα φαγητό στο σπίτι, ξάπλωσα στο κρεβάτι και άκουσα μουσική για μια ώρα, σημείωσα μια δυο λέξεις-κλειδιά για τις σκέψεις που είχα κάνει για το μάθημα, αλλά μου φάνηκαν λίγο μαλακία, θαρρείς παραήταν κοινότοπες, έτσι, τσαλάκωσα τα χαρτιά και τα πέταξα. Άλλωστε, όλα τα είχα υπό έλεγχο.
51
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 51
52
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 52
Λίγο προς το βράδυ ξανανέβηκα στο σχολείο. Ήταν παράξενο συναίσθημα να ξεκλειδώνω και να μπαίνω στο τεράστιο κτίριο και να διασχίζω τους διαδρόμους. Όλα ήταν άδεια και σιωπηλά, πλημμυρισμένα από το γκριζωπό φως του σούρουπου που γλιστρούσε απ’ τα παράθυρα. Όλα τα ράφια και τα ντουλάπια ήταν άδεια, οι τάξεις ανέγγιχτες. Στο γραφείο καθηγητών ήταν ένα τηλέφωνο σε μια μικρή καμπίνα, πήγα και τηλεφώνησα στη μαμά, και εκείνη είχε πάει πρώτη μέρα σ’ ένα καινούργιο σχολείο σήμερα και βιαζόταν να ξεπακετάρει τα πράγματα που είχε πάρει μαζί της στο καινούργιο σπίτι που νοίκιασε, μια μονοκατοικία λίγο έξω από το κέντρο του Φέρντε, σε έναν δρόμο με μονοκατοικίες, τη μία δίπλα στην άλλη. Της είπα λίγο για το πώς ήταν τα πράγματα εδώ και πόσο άγχος είχα για το μάθημα την επόμενη μέρα. Μου είπε πως ήξερε ότι θα τα κατάφερνα, και παρόλο που το έπαθλο δεν άξιζε τον κόπο, άλλωστε μάνα μου ήταν, και πάλι βοήθησε. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, πήγα στο δωμάτιο με το φωτοτυπικό κι έκανα φωτοτυπίες το διήγημα που είχα γράψει σε δέκα αντίτυπα. Την άλλη μέρα σκέφτηκα να το στείλω σε γνωστούς μου. Μετά έκανα μια βόλτα σε όλους τους χώρους του σχολείου. Κάτω στο γυμναστήριο άνοιξα την πόρτα στο δωματιάκι με όλα τα όργανα, πέταξα μια μπάλα στο πάτωμα, έριξα ένα δυο σουτ στο τέρμα του χάντμπολ στην άλλη άκρη. Έσβησα το φως, πήγα στο κολυμβητήριο. Το νερό ήταν σκοτεινό και ασάλευτο στην πισίνα. Ανέβηκα στο εργαστήριο ξυλουργικής, μετά στην αίθουσα φυσικής. Από τα παράθυρα είχες θέα όλο το χωριό, με το πλήθος τα πολύχρωμα σπιτάκια του κάτω απ’ τα βουνά, και μετά έβλεπες τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα, και τον ουρανό, που ανέβαινε πάνω απ’ όλα από κει μακριά, γεμάτος μακρόστενα σύννεφα, σαν τολύπες καπνού. Το πρωί οι μαθητές θα έρχονταν νωρίς και τα πράγματα θα σοβάρευαν. Φεύγοντας, έκλεισα το φως, κλείδωσα την πόρτα και κατέ-
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 53
Όταν ξύπνησα την άλλη μέρα, είχα τόσο άγχος, που μου ερχόταν να κάνω εμετό. Μόλις και μετά βίας μπορούσα να κατεβάσω ένα φλιτζάνι καφέ. Ανέβηκα στο σχολείο μισή ώρα πριν από το πρώτο μάθημα, κάθισα στη θέση μου και ξεφύλλισα μερικά απ’ τα βιβλία που θα δουλεύαμε μ’ αυτά. Η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους άλλους καθηγητές, που πηγαινοέρχονταν στο δωμάτιο με το φωτοτυπικό, στις τάξεις, στην κουζίνα και τη γωνιά με τους καναπέδες, ήταν άνετη και χαλαρή. Οι μαθητές είχαν αρχίσει ν’ ανηφορίζουν και να μπαίνουν στο σχολείο σε μπουλούκια. Το στήθος μου σφίχτηκε απ’ τον τρόμο. Η καρδιά μου χτυπούσε λες και πήγαινε να σπάσει. Κοίταζα τα γράμματα στη σελίδα που είχα ανοίξει, αλλά δεν έβγαζαν νόημα. Μετά από λίγη ώρα σηκώθηκα και πήγα στην κουζινίτσα για να βάλω ένα φλιτζάνι καφέ. Όταν γύρισα, το μάτι μου πήρε τον Νιλς Έρικ. Έδειχνε κουλαριστός και άνετος, έτσι αραχτός που καθόταν στον καναπέ, με τα πόδια ορθάνοιχτα. «Έχεις κενό την πρώτη ώρα, ε;» του είπα. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Τα μάγουλά του είχαν μια αχνή κόκκινη λάμψη. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, το ίδιο ανακατωμένα όπως του παλιού καλού μου φίλου του Γκάιρ. Τα μάτια του ανοιχτογάλανα. «Έχω φοβερό άγχος», είπα και κάθισα στην πολυθρόνα απέναντί του. «Γιατί έχεις άγχος;» είπε εκείνος. «Το ξέρεις ότι δεν είναι πάνω από πεντέξι σε κάθε τάξη;» «Ναι, ναι», είπα εγώ. «Όμως και πάλι...» Εκείνος χαμογέλασε. «Ν’ αλλάξουμε; Αφού δεν ξέρουν ποιος είναι ποιος. Εγώ θα είμαι ο Καρλ Ούβε κι εσύ ο Νιλς Έρικ».
53
βηκα με την τεράστια αρμαθιά τα κλειδιά να κουδουνίζει στο χέρι μου.
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 54
54
«Καλή ιδέα», είπα εγώ. «Όμως τι θα κάνουμε όταν χρειαστεί να ξαναλλάξουμε;» «Να ξαναλλάξουμε; Γιατί;» «Ναι, τελικά δεν χρειάζεται», είπα και έριξα ένα βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο. Οι μαθητές ήταν μαζεμένοι σε παρέες. Κάποιοι έτρεχαν μπρος πίσω. Ανάμεσά τους ήταν και κάτι μητέρες. Τα παιδιά τους ήταν ντυμένα στην τρίχα. Κλασικά. Κάποιοι έρχονταν εδώ πρώτη φορά. Πρώτη τους μέρα στο σχολείο. «Κι εγώ από πού θα είμαι;» είπα εγώ. «Απ’ το Χόξουντ», είπε εκείνος. «Κι εγώ;» «Κριστιανσάντ». «Ωραία!» είπε εκείνος. Εγώ κούνησα το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, λάθος κάνεις», είπα εγώ. Εκείνος με κοίταξε πονηρά. «Α, μάλιστα», μου είπε. «Όμως περίμενε ένα δυο χρόνια και τότε θα δεις». «Τι θα γίνει σε ένα δυο χρόνια;» είπα εγώ. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κουδούνι για να μπούμε. «Σε λίγα χρόνια θα σκέφτεσαι την πόλη που γεννήθηκες σαν τον παράδεισο επί της Γης», είπε εκείνος. Σώπα, ρε μαλάκα! Πού το ξέρεις εσύ δηλαδή; σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα, παρά σηκώθηκα, πήρα τον καφέ με το ’να χέρι, τη στοίβα τα βιβλία με το άλλο και προχώρησα προς την πόρτα. «Καλή τύχη!» είπε εκείνος.
Η εβδόμη είχε πέντε μαθητές. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι. Εκτός απ’ αυτούς ήμουν υπεύθυνος και για τους τρεις που πήγαιναν στην πέμπτη και την έκτη. Δηλαδή όλοι κι όλοι οχτώ. Όταν στάθηκα μπροστά στην έδρα και ακούμπησα τα πράγ-
ματά μου επάνω, όλοι τους κάθονταν και με κοίταζαν. Οι παλάμες μου γυάλιζαν, η καρδιά μου βαρούσε σφυριές, κι όταν ανάσαινα, έτρεμα. «Καλημέρα», είπα. «Λέγομαι Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, είμαι από το Κριστιανσάντ και θα είμαι φέτος ο υπεύθυνος της τάξης σας. Σκέφτηκα ν’ αρχίσουμε με το να μου πείτε τα ονόματά σας. Τα έχω γραμμένα εδώ, όμως ακόμα δεν ξέρω ποιος είναι ποιος». Ενώ μιλούσα, εκείνοι λοξοκοιτάχτηκαν, δυο κορίτσια κρυφογέλασαν. Η προσοχή που μου έδειχναν δεν ήταν επικίνδυνη, το κατάλαβα αμέσως, αλλά παιδική. Ήταν ακόμα παιδιά. Πήρα το χαρτί με τα ονόματά τους. Το κοίταξα, μετά κοίταξα κι εκείνους. Θυμήθηκα το κορίτσι απ’ το μπακάλικο. Αλλά εκείνη που είχε πιο πολύ τύπο ήταν η κοκκινομάλα με τα μαύρα γυαλιά. Μου φαινόταν επιφυλακτική. Οι άλλοι δεν έδειχναν να τους ενοχλώ σε κάτι. «Αντρέα;» είπα «Εδώ», είπε το κορίτσι από το μπακάλικο. Το είπε με χαμηλωμένα μάτια, αλλά σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε, όταν η φωνή της είχε πια σβήσει. Εγώ της χαμογέλασα για να της δείξω ότι δεν υπήρχε πρόβλημα. «Βίβιαν;» Το κορίτσι δίπλα της χαχάνισε. «Ιγώ είμι!» είπε. «Χίλντεγκουν;» «Ναι», είπε το κορίτσι με τα γυαλιά. «Κάι Ρόαλντ;» Ήταν το μοναδικό αγόρι στην εβδόμη. Με τζην παντελόνι και τζην μπουφάν καθόταν και έπαιζε μ’ ένα στυλό. «Εδώ», είπε. «Λίβε;» είπα εγώ.
55
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 55
56
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 56
Ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά, στρογγυλό πρόσωπο και γυαλιά χαμογέλασε. «Ναι, ιδώ είμι», ακούστηκε στη διάλεκτο του βορρά. Μετά ήταν το αγόρι και το κορίτσι της έκτης και το κορίτσι της πέμπτης. Άφησα το χαρτί με τα ονόματα και κάθισα στην έδρα. «Λοιπόν, θα σας έχω στα νορβηγικά, τα μαθηματικά, τα θρησκευτικά, και ακόμα στη φυσική, τη χημεία και τη βιολογία. Είστε καλοί σ’ αυτά, για πέστε μου!» «Όχι ιδιαίτερα», είπε η κοκκινομάλλα με τα γυαλιά. «Πάντα έχουμε καθηγητές απ’ τον Νότο, που ούτε πτυχίο δεν έχουν, και μένουν μόνο ένα χρόνο». Εγώ χαμογέλασα. Εκείνη όμως όχι. «Ποια μαθήματα σας αρέσουν;» Εκείνοι κοιτάχτηκαν για λίγο. Κανείς τους δεν έδειχνε να θέλει ν’ απαντήσει. «Τι λες, Κάι Ρόαλντ;» Εκείνος ψιλοκουνήθηκε. Ένα αχνό κοκκίνισμα απλώθηκε στα μάγουλά του. «Βασικά δεν ξέρω», είπε. «Ίσως αυτό που έχει να κάνει με την ξυλουργική. Ή η γυμναστική. Πάντως τα νορβηγικά με τίποτα!» «Κι εσύ;» είπα κάνοντας νόημα προς το κορίτσι απ’ το μπακάλικο, κοιτάζοντας και το χαρτί. «Αντρέα;» Εκείνη είχε σταυρώσει τα πόδια της κάτω απ’ το θρανίο, καθόταν σκυφτή και ζωγράφιζε κάτι σ’ ένα χαρτί. «Δεν έχω κάποιο μάθημα που να μου αρέσει περισσότερο απ’ τ’ άλλα», είπε. «Δηλαδή όλα σου αρέσουν το ίδιο ή δεν σου αρέσουν καθόλου;» είπα εγώ. Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε. Το βλέμμα της τρεμόπαιξε λίγο. «Καθόλου!» είπε.
«Και όλοι οι άλλοι έτσι είστε;» είπα εγώ. «Ναι!» απάντησαν. «Καλώς», είπα εγώ. «Όμως, όπως και να έχει, θα είμαστε εδώ όλες αυτές τις ώρες, είτε σας αρέσει είτε όχι. Οπότε καλύτερα να προσπαθήσουμε να ωφεληθούμε όσο γίνεται περισσότερο. Συμφωνούμε;» Κανείς δεν απάντησε. «Εφόσον δεν ξέρω τίποτα για σας, σκέφτηκα τις επόμενες δύο ώρες να σας γνωρίσω και να βρω πώς θα προχωρήσουμε μετά». Σηκώθηκα, ήπια μια γουλιά καφέ, σκούπισα το στόμα με την ανάστροφη της παλάμης. Στη γωνία απέναντι κάποιος άρχισε να τραγουδάει. Μια δυνατή, καθαρή φωνή, θα ήταν η Χέγκε, και μετά κάτι λεπτές παιδικές φωνούλες. Ήταν τα πρωτάκια! «Λοιπόν, θα σας βάλω μια άσκηση», συνέχισα εγώ. «Θα γράψετε σε μια σελίδα μια παρουσίαση με θέμα τον εαυτό σας». «Ωχ, να πάρει! Θα γράψουμε δηλαδή;» είπε ο Κάι Ρόαλντ. «Τι είναι παρουσίαση;» είπε η Βίβιαν. Εγώ την κοίταξα. Το πιγούνι της ήταν τόσο ελάχιστα στρογγυλό, που το πρόσωπό της έμοιαζε σχεδόν τετράγωνο. Όμως αυτό δεν το έκανε να δείχνει σκληρό, αλλά υπήρχε πάνω του κάτι μαλακό, κουταβίσιο. Τα γαλάζια μάτια σχεδόν εξαφανίζονταν όταν χαμογελούσε, και το έκανε συχνά, απ’ όσο είχα δει. «Είναι να γράψεις ποιος είσαι», είπα εγώ. «Φαντάσου ότι θα μιλήσεις για σένα σε κάποιον που δεν σε ξέρει. Τι γράφεις πρώτα απ’ όλα;» Εκείνη άλλαξε θέση στην καρέκλα, έβαλε το ένα γόνατο πάνω απ’ τ’ άλλο. «Ίσως ότι είμαι δεκατριών; Και πάω στην εβδόμη τάξη στο σχολείο του Χόφιορντ;» «Ναι, καλό είναι αυτό», είπα εγώ. «Και ίσως ότι είσαι κορίτσι;» Εκείνη χαχάνισε. «Ναι, πρέπει να το μάθει κι αυτό, θα του χρειαστεί», είπε.
57
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 57
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 58
58
«Ωραία λοιπόν», είπα εγώ. «Θα γράψετε μια σελίδα για τον εαυτό σας. Ή παραπάνω, αν θέλετε». «Θα τη διαβάσεις στην τάξη;» είπε η Χίλντεγκουν. «Όχι», είπα εγώ. «Πού να τη γράψουμε;» είπε ο Κάι Ρόαλντ. Εγώ χτύπησα το κεφάλι μου με το χέρι. «Α, ναι! Δεν έχετε πάρει βιβλία!» Εκείνοι γέλασαν λίγο, ήταν παιδιά, κάτι τέτοιο τους φαινόταν αστείο. Εγώ πήγα βιαστικά στο γραφείο καθηγητών, έφερα μια στοίβα τετράδια, τα μοίρασα, και σύντομα όλοι τους άρχισαν να γράφουν, ενώ εγώ στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο και κοίταζα τις βουνοκορφές απέναντι απ’ το φιόρδ, υψωμένες προς τον ουρανό, παγωμένες και μαύρες, ενώ εκείνος ήταν φωτεινός και ανάλαφρος.
Όταν χτύπησε διάλειμμα και μάζεψα τα χαρτιά μου, ένιωθα μέσα μου να βράζει ο θρίαμβος. Τα είχα πάει καλά, δεν είχα τίποτα να φοβάμαι. Και μετά από δώδεκα χρόνια στα θρανία ήρθε η στιγμή που άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο γραφείο καθηγητών, με μια αλλιώτικη χαρά, είχα περάσει τη γραμμή, ήμουν στην άλλη μεριά τώρα, ήμουν ενήλικας και είχα ευθύνη για μια τάξη που ήταν δική μου, ολόδική μου. Ακούμπησα τα πράγματά μου στη θέση μου, έβαλα καφέ στο φλιτζάνι, κάθισα στον καναπέ και κοίταξα τους άλλους καθηγητές που ήταν μέσα. Ήμουν στα παρασκήνια, σκέφτηκα, αλλά αυτό που στην αρχή ήταν μια καλή σκέψη, αμέσως μετά έγινε το αντίθετο, γιατί δεν ήθελα αυτό, γαμώ το κέρατό μου γαμώ, καθηγητής δηλαδή; Πιο χάλια δεν γίνεται. Τα μουσικά συγκροτήματα, οι γκόμενες, οι τουρνέ, η διασημότητα ήταν τώρα το παρασκήνιο. Ε, εντάξει, όμως ούτε αυτό θα έκανα. Απλά ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός.
Ήπια μια γουλιά καφέ και κοίταξα την πόρτα που άνοιξε αμέσως. Ήταν ο Νιλς Έρικ. «Πώς πήγε;» είπε. «Μια χαρά», είπα εγώ. «Δεν τρέχει τίποτα, όλα καλά». Πίσω του φάνηκε εκείνη που την έλεγαν Χέγκε. «Τι καλά που είναι», είπε. «Τα μικρούλια μου!» «Καρλ Ούβε;» είπε μια φωνή πίσω απ’ την κουζινούλα. Κοίταξα προς τα εκεί. Ο Στούρε στεκόταν με έναν καφέ στο χέρι και με κοίταζε. «Μπάλα παίζεις, ε;» «Πώς δεν παίζω, παίζω», είπα εγώ. «Αλλά δεν είμαι και ό,τι καλύτερο. Έπαιζα πέμπτη κατηγορία πριν από δυο σεζόν». «Έχουμε μια ομάδα εδώ», είπε εκείνος. «Εγώ είμαι ο προπονητής. Είμαστε έβδομη κατηγορία, οπότε εσύ μια χαρά θα τα πας μαζί μας. Τι λες, μέσα;» «Φυσικά», είπα εγώ. «Ο Τορ Άιναρ είναι ήδη μέσα. Ε, Τορ Άιναρ;» είπε και κοίταξε στο δωμάτιο με τα γραφεία. «Πάλι με θάβεις, ρε;» ακούστηκε μια φωνή από εκεί. Την επόμενη στιγμή έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. «Ο Τορ Άιναρ έπαιξε τσικό στην τέταρτη κατηγορία», είπε ο Στούρε. «Όμως δυστυχώς άλλα ταλέντα δεν έχει». «Τουλάχιστον τα μαλλιά μου δεν τα έχασα», είπε ο Τορ Άιναρ και ήρθε κοντά μας. «Κι έτσι δεν χρειάζεται ν’ αφήνω γένια για να δείχνω πιο άντρας, όπως μερικοί μερικοί. Ο Τορ Άιναρ ήταν από το Φίνσνες, ήταν ασπρουλιάρης με φακίδες, όρθια κόκκινα μαλλιά και ένα αιώνιο χαμόγελο. Οι κινήσεις του ήταν σαν αργοκίνητο καράβι, λες και το έκανε επίτηδες, για να δείξει ότι «εγώ κάνω τα πάντα με το πάσο μου και δεν με νοιάζει τι λένε οι άλλοι». «Τι θέση παίζεις;» με ρώτησε. «Κέντρο», είπα εγώ. «Κι εσύ;» «Κέντρο, κόφτης και κλέφτης», είπε και μου έκλεισε το μάτι.
59
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 59
60
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 60
«Α, το τεριέ του κέντρου», είπα εγώ. «Εμένα με λέγανε “τάρανδο” όταν έπαιζα. Από δω καταλαβαίνεις...» «Γιατί “τάρανδο”;» είπε η Χέγκε. «Το στυλ που έτρεχα», είπα εγώ. «Μεγάλα, αβέβαια βήματα, χωρίς ν’ αλλάζω ρυθμό». «Έχει κι άλλα ζώα στο ποδόσφαιρο;» ρώτησε εκείνη. «Έχει, δεν έχει;» είπα εγώ και κοίταξα τον Τορ Άιναρ. «Έχει, π.χ. ο φορ, που είναι γερός σαν ταύρος και καρφώνει την μπάλα στα δίχτυα». «Ναι, και ακόμα ο τίγρης», είπα εγώ. «Ο τερματοφύλακας που πηδάει σαν τίγρης. Κι ακόμη υπάρχει και αρχισερβιτόρος». «Τι είναι αυτό;» «Αυτός που ξέρει πάντα πού είναι οι άλλοι και τους σερβίρει τις καλύτερες πάσες όταν χρειάζεται». «Σαν ν’ ακούω μωρά», είπε η Χέγκε. «Και νερουλάς υπάρχει», είπε ο Τορ Άιναρ. «Κι ακόμα, πάνω πάνω, ένα δίδυμο φωτιά. Και φυσικά, και ο μοναχικός λύκος, ο μοναχοφάης». «Τον διαιτητή ξεχάσατε», είπε ο Νιλς Έρικ. «Ο διαιτητής είναι βόδι». «Κι αυτά τα κάνετε για την ευχαρίστησή σας, να υποθέσω;» είπε η Χέγκε. «Όχι εγώ», είπε ο Νιλς Έρικ. «Ναι, αλλά εσείς οι δυο, ε;» είπε κοιτάζοντας εμένα. Χτύπησε κουδούνι για μέσα. Σηκώθηκα να πάρω τα βιβλία για την επόμενη ώρα. Ο Στούρε ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. «Θα έχεις την τάξη μου τώρα, ε;» είπε. Εγώ έγνεψα καταφατικά. «Στ’ αγγλικά». «Έναν που τον λένε Στίαν πρόσεχέ τον λιγάκι. Μπορεί να δοκιμάσει να σου τη βγει. Αλλά μην τον συνερίζεσαι, ’ντάξει; Και όλα θα πάνε μια χαρά».
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 61
Εγώ σήκωσα τους ώμους. «Το ελπίζω», είπα. «Αν τον αφήνεις να κάνει λίγο το κομμάτι του, δεν θα έχεις πρόβλημα». «Οκέι», είπα εγώ.
1. «Γεια σας! Λέγομαι Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ και θα είμαι φέτος καθηγητής σας στα αγγλικά. Πώς είστε;» 2. «Λοιπόν, τώρα θα ήθελα να μας συστηθείς!»
61
Τα αγγλικά ήταν το χειρότερο μάθημά μου και ήμουν και μόνο δυο χρόνια μεγαλύτερος από τους μεγαλύτερους μαθητές, οπότε όταν πήγα στο άλλο κτίριο, που ήταν η όγδοη και η ένατη τάξη, το στομάχι μου ξανασφίχτηκε από το άγχος. Ακούμπησα τη στοίβα τα βιβλία στην έδρα. Οι μαθητές κάθονταν στα θρανία, λες και ήταν πριν σε πλυντήριο ρούχων και βγήκαν μόλις μετά το στύψιμο. Όλοι τους έκαναν σαν να μην υπήρχα. «Hello, class!» είπα. «My name is Karl Ove Knausgård, and I’m going to be your teacher in English this year. How do you do?»1 Κανείς δεν είπε λέξη. Η τάξη αποτελούνταν από τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια. Ένα δυο με κοίταξαν, οι άλλοι κάθονταν και μουντζούρωναν κάτι, μια κοπέλα έπλεκε. Θυμήθηκα το αγόρι από το φαστφουντάδικο, φορούσε τζόκεϊ και, ενώ καθόταν, πήγαινε την καρέκλα μπρος πίσω, κοιτάζοντάς με με ειρωνικό χαμόγελο. Αυτός θα ήταν ο Στίαν. «Well», είπα. «Now I would like you to introduce yourself».2 «Μίλα νουρβηγ’κά!» είπε ο Στίαν. Το αγόρι από πίσω του, ένας ψηλολέλεκας, ψηλότερος ακόμα κι από μένα, που ήμουν 1,94, γέλασε δυνατά. Μερικά κορίτσια χαχάνισαν.
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 62
«If you are going to learn a language, then you have to talk it»,1 είπα εγώ. Ένα κορίτσι, με σκούρα μαλλιά και άσπρο δέρμα, με συνηθισμένο, λίγο φουσκωμένο μούτρο και γαλάζια μάτια, σήκωσε το χέρι. «Yes?» είπα. «Isn’t your English a bit too bad? I mean, for teaching?»2 Ένιωσα να κοκκινίζω, έκανα δυο βήματα μπροστά και χαμογέλασα, για να το κουμαντάρω κάπως. «Well, είπα. «I have to admit that my English isn’t exactly perfect. But that isn’t the most important thing. The most important thing is to be understood. And do you understand me?»3 «Sort of»,4 είπε εκείνη. «So», είπα εγώ. «What’s your name then?»5 Εκείνη σήκωσε απαξιωτικά τα μάτια της. «Καμίλα», είπε. «Full sentences, please?»6 «Ώχουου! My name is Camilla. Happy?»7 «Ναι». «You do mean yes?»8 είπε εκείνη. «Yes», είπα εγώ και ξανακοκκίνισα. «So. What’s your name?»9 είπα και κοίταξα το κορίτσι που
62
1. «Αν θέλεις να μάθεις μια γλώσσα, πρέπει να τη μιλάς». 2. «Τα αγγλικά σου δεν είναι λίγο χάλια; Εννοώ για να διδάξεις». 3. «Ε, πρέπει να παραδεχτώ ότι τα αγγλικά μου δεν είναι τέλεια. Όμως
αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό. Το πιο σημαντικό είναι να με καταλαβαίνετε. Με καταλαβαίνετε;» 4. «Κάπως». 5. «Λοιπόν, πώς σε λένε τότε;» 6. «Ολόκληρες προτάσεις, παρακαλώ». 7. «Με λένε Καμίλα. Ευχαριστήθηκες;» 8. «Προφανώς θα εννοείς ναι (= γιες)» 9. «Λοιπόν. Πώς σε λένε;»
KNAUSGAARD 4 DDD Final_Layout 1 16/6/17 4:26 μ.μ. Page 63
καθόταν πίσω από την Καμίλα. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Πω πω! Τι όμορφη που ήταν! Ήρεμα, γαλανά μάτια, που στένευαν, όταν χαμογελούσε. Μεγάλο στόμα. Πεταχτά μήλα. «My name is Liv!»1 είπε ψιλογελώντας. «Καμίλα, Λιβ. And you?»2 είπα και έκανα νόημα στον Στίαν. «Στίαν μι λιέν’», είπε εκείνος. «Well», είπα εγώ. «What will that be in English?»3 «Στίαν!» είπε εκείνος. Όλοι γέλασαν.
1. «Με λένε Λιβ!» 2. «Και σένα;» 3. «Λοιπόν, πώς θα το πούμε αυτό στ’ αγγλικά;»
63
Όταν χτύπησε διάλειμμα και έφυγα από εκεί, ήμουν πτώμα κυριολεκτικά. Υπήρχαν ένα σωρό πράγματα να αποφύγω, άλλα τόσα να καταλάβω, να αγνοήσω, να καταπιώ. Εκείνη η Καμίλα χασμουριόταν και τεντωνόταν, όταν με κοιτούσε. Φορούσε μόνο μπλουζάκι, και το στήθος της, που ήταν μεγάλο και στρογγυλό, διαγραφόταν πεντακάθαρα στο άσπρο ύφασμα. Μου σηκώθηκε κανονικά, ήταν αδύνατο να το εμποδίσω, όσο και αν προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Πόσο χάρηκα που ήμουν πίσω από την έδρα! Και σαν να μην έφτανε αυτό, εκείνη η Λιβ, που ήταν όχι μόνο όμορφη, αλλά και γοητευτική, ντροπαλή και ταυτόχρονα πρόσχαρη, λίγο σαν αγριοκόριτσο, ειδικά όταν το μάτι μου έπεφτε στα πλούσια σκουρόξανθα μαλλιά της και το πλήθος τα βραχιολάκια που κουδούνιζαν στα χέρια της, αλλά και η αντίθεση ανάμεσα στις συνεσταλμένες κινήσεις της και στα μάτια της που πετούσαν φωτιές, δεν με άφηνε να σκέφτο-