978 960 03 6238 1

Page 1

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 3

ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΛΗ

ΚΑΤΑΔΥΣΗ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 4

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Jonathan Lee, High Dive © ©

Copyright Jonathan Lee, 2015 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6238-1


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Μύηση [ 11 ] ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Άνθρωποι χωρίς ανέσεις [ 33 ] ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η πτήση της κατάδυσης [ 121 ] ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Τομέας καρδιάς [ 191 ] ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Το «Γκραντ» [ 297 ]


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 6


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 7

Στην Αλφρέντα Μέι Λη (1915-1996)


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 8


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 9

Τι δύσκολο να παραμείνεις ένα και μόνο άτομο, γιατί το σπίτι μας είναι ανοιχτό, δεν έχει κλειδιά στις πόρτες, και όποτε θέλουν, αόρατοι επισκέπτες μπαινοβγαίνουν. ΤΣΕΣΛΑΒ ΜΙΛΟΣ ,

«Ars Poetica?»


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 10


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 11

ΜΥΗΣΗ (1978)


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 12


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 13

Ο

ο Νταν ήταν δεκαοχτώ, ένας άντρας, τον οποίο δεν γνώριζε, τον πήρε και τον πήγε με το αυτοκίνητο στην άλλη πλευρά των συνόρων. Ήταν 1978, η τελευταία βδομάδα του Ιουνίου, έξι μέρες αφότου ο Βρετανικός Στρατός πυροβόλησε και σκότωσε τρεις Καθολικούς στην οδό Μπαλισίλαν. Το αμάξι μύριζε ξίδι από το τηγανητό ψάρι με τις πατάτες, και ο άντρας είχε ένα καραφλό κεφάλι όλο ουλές και δύο ανέκδοτα πρόχειρα, το ένα σχετικό με Βρετανούς και το άλλο σχετικό με παπάδες. Έμοιαζε να οδηγεί τον Νταν κάπου προς το Κλόουνς, με τα χοντρά, τετράγωνα ακροδάχτυλά του να παίζουν ταμπούρλο στο τιμόνι και με μικρές εκρήξεις έκπληξης κατά καιρούς στα μάτια του, καθώς ο δρόμος επινοούσε διαρκώς τον εαυτό του. Είχε επίσης ένα εντυπωσιακά αποκρουστικό, παραμορφωμένο αυτί. Το πασπάτευε συχνά όσο οδηγούσε. Ο συνωστισμός από τα γκρίζα σπίτια του προτεσταντικού Όλστερ έδωσε τη θέση του στο φως, στο χρώμα. Μύριζες το γρασίδι εδώ πέρα, ένιωθες το αεράκι. Είχε λεωφορεία της πόλης του Ντέρι, από όπου ανέμιζαν ερυθρόλευκα κασκόλ. Σημαίες πράσινες με άσπρο και χρυσαφί ήταν δεμένες στα κλαδιά των δέντρων.1 Ο καραφλός άντρας εξαπέλυσε ένα μεγαλοπρεπέστατο ρέψιμο και έστριψε σε έναν χωματόδρομο. Ο χωματόδρομος έβγαζε σε ένα τετράγωνο κομμάτι γης τριγυρισμένο από λεύκες. Ο Νταν έβλεπε μαργαρίτες, μπάλες άχυρο. Τη λάμψη από ένα μπουκάλι κόκα κόλας μέσα στα αγριόχορτα. Πιο πέρα από το

13

ΤΑν


14

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 14

μπουκάλι, κάτω από έναν ίσκιο, ήταν παρκαρισμένο ένα σκούρο Λαντ Ρόβερ. «Μην ανησυχείς με το αμάξι», είπε ο καραφλός. «Ποτέ δεν το σταματάνε, κατάλαβες; Και τα Χριστούγεννα σκέφτεται να πάρει Σάρασιν».2 Ο Νταν προσπάθησε να χαμογελάσει. «Μιλάμε, δηλαδή...» «Ναι;» «Για τον κύριο ΜακΚάρτλαντ, έτσι;» «Α», είπε ο καραφλός, «έτσι φαντάζομαι». Με τη ζώνη ασφαλείας δεμένη ακόμα, άρχισε να ψαχουλεύει στην τσέπη του τζην του για κάτι –ο ευερέθιστος όγκος του κορμιού του να συσπάται σαν να ήταν δεμένος σε καρέκλα βασανιστηρίων–, το μόνο όμως που, εντέλει, ανέσυρε το χέρι του ήταν ένα ζουληγμένο πακετάκι τσίχλες. Κοίταξε τον Νταν και γέλασε. «Μια μπιρίτσα έπρεπε να σου την είχα δώσει για το ταξίδι. Να ’ρθεις στα ίσα σου». Εκείνο το πρωί, ο καιρός ήταν βγαλμένος από παραμύθι: Ο μεγάλος κίτρινος ήλιος. Ο τέλεια γαλάζιος ουρανός. Το μοναδικό λευκό συννεφάκι σαν ζωγραφισμένο από παιδί. Ήταν από εκείνες τις μέρες που λες ότι τίποτα σοβαρό δεν μπορεί να συμβεί. Μέρα για να πας να πιεις δέκα λίτρα μπίρα και να γίνεις ντίρλα. Δεν είχε και πολλές τέτοιες μέρες το ιρλανδέζικο έτος· παρακαλούσαν να τις θυμάσαι. Ο Νταν πήγε με τον καραφλό προς το Λαντ Ρόβερ· οι μπότες τους ισοπέδωναν τα μυτερά χορτάρια. Τριγύρω στην περιοχή υπήρχαν διάσπαρτες αγροικίες, αποκομμένα σπίτια με γερμένους φράχτες μπροστά και ανοιχτές τις πόρτες του κήπου, παντζούρια που κρέμονταν σε κουρασμένους μεντεσέδες, ιδιοκτησίες που διαφήμιζαν μια έννοια ιδιωτικού βίου, χωρίς όμως να νιώθουν και ιδιαίτερη υποχρέωση να τον ενστερνιστούν, κι έτσι ένιωθε κι ο Νταν: εκτεθειμένος, ανοιχτός. Πλημμελέστατα προετοιμασμένος. Δεν


είχε ιδέα ότι θα ’ρχόταν το αμάξι να τον πάρει. Χαμηλά στην πλάτη του είχε ήδη αρχίσει να ιδρώνει. Το δερμάτινο μπουφάν του έσκιζε από στυλ, αλλά παραήταν χοντρό. Είχε ακούσει ένα σωρό ιστορίες για αυτές τις τελετές μύησης, τι δοκιμασίες σε βάζουν να περνάς μέχρι να σε δεχτούν κανονικά, ήξερε όμως επίσης ότι στο Μπέλφαστ τις εξωφρενικές ιστορίες τις είχαν για ψωμοτύρι, ότι το ψέμα συχνά βελτίωνε την αλήθεια. Από το Λαντ Ρόβερ βγήκε ένας αδύνατος τύπος. Φορούσε γυαλιά, κομψό πουκάμισο και παντελόνι στο χρώμα της άμμου. Να ήταν, στ’ αλήθεια, αυτός ο Ντόσον ΜακΚάρτλαντ; Αυτός έμοιαζε με λογιστή. Έβγαλε από το Λαντ Ρόβερ δύο μεγάλα σκυλιά δεμένα μαζί σε διπλό λουρί. Το ένα ήταν ξανθό και το άλλο καφέ. «Καλημέρα», είπε με φωνή έρρινη και επίπεδη, γνέφοντας σαν να ήθελε να δείξει πως το εννοούσε. Ο Νταν πλησίασε για χειραψία. Αντί για χέρι, έλαβε το λουρί των σκυλιών. «Είμαι ο Νταν». «Α», είπε ο Ντόσον βγάζοντας τα γυαλιά του, «μεγάλη ανακούφιση αυτό». Τα αχνά φρύδια του ήταν σμιχτά, και κοιτούσε επίμονα κάτω από τη σκέπη τους. Κάτι έλαμπε στο βλέμμα του. Οι άκρες των χειλιών του, στραμμένες προς τα πάνω. Σκούπισε μ’ ένα χαρτομάντηλο τους φακούς των γυαλιών του. Τα σκυλιά γάβγιζαν και τραβούσαν το λουρί. Είχε την όψη ανθρώπου που πασχίζει να συγκρατήσει μια πελώρια και μυστηριώδη θυμηδία απέναντι στον κόσμο, και τώρα, στρέφοντας τη ματιά του στα σκυλιά, αναστέναξε. «Βλαμμένα είναι, Νταν. Τ’ αγαπάω πιο πολύ κι απ’ τη γυναίκα μου αυτά τα ζώα. Είναι κακό που τα προτιμώ από εκείνη;» «Κυνόφιλος», είπε ο Νταν. «Έχει κι άλλους;»

15

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 15


16

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 16

«Άλλους;» «Στην Ιρλανδία, άλλους που ν’ αγαπάνε τα σκυλιά τους. Ήταν σαν να θεωρείς δεδομένη μια ολόκληρη κατηγορία». Ο Νταν καθυστέρησε λιγάκι. «Απλώς, έτσι το λένε», είπε. «Γενικά, πάντως, νομίζω ότι μάλλον είμαστε γατάνθρωποι, Νταν. Ανεξάρτητοι. Σκυλιά είναι οι Νομιμόφρονες.3 Κατοικίδιο έχεις;» «Εγώ;» «Εσύ». «Όχι». «Ούτε ένα κουνέλι, κάτι;» «Όχι». «Κάνα τσιντσιλά, μήπως; Παπαγαλάκι; Δύσκολα θα γίνεις δεκτός ως εθελοντής, αν δεν έχεις κάτι, ξέρεις. Όλοι οι μαχητές της ελευθερίας χρειάζονται μια μασκότ». Μεγάλη σιγή. «Έλα, σε δουλεύω, Νταν. Είσαι μεταξύ φίλων. Θα είναι πολύ ανεπίσημη αυτή η συνέντευξη». Ο καραφλός χασμουρήθηκε όλο χαρά, με το βλέμμα να γλιστρά κατά τα δέντρα, και το κουβάρι τα νεύρα στο στομάχι του Νταν άρχισε λιγάκι να χαλαρώνει. «Δεν είναι και πολύ του “μπλα μπλα” ο μικρός, Ντόσον». «Τι μου λες!» είπε ο Ντόσον. «Μήπως τότε είναι της δράσης; Ε;» Έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο Νιούπορτ.4 «Θες ένα, Νταν; Εγώ είμαι μέγας οπαδός της σιωπής». «Είμαι οκέι». «Εσύ;» Ο καραφλός μασούσε τσίχλα. «Αφού εγώ τέρμα». «Τέρμα η ζωή;» «Το τσιγάρο». Ο Ντόσον άναψε ένα και πήρε μια τζούρα.


«Καμία διαφορά, θα έλεγα εγώ». Στεκόταν εκεί και κάπνιζε, με το ιδιαίτερο εκείνο χάρισμά του να σπιθίζει, το είδος της αυτοπεποίθησης που μόλις πρόσφατα είχε μάθει να μιμείται ο Νταν. Η κάθε του κίνηση με το τσιγάρο είχε το σωστό ύφος, είχε ακρίβεια, μέτρο και οικονομία, λες και σκοπός της ήταν να αντικρούσει φήμες πως ο ίδιος ενδέχεται να είναι ένα βάρβαρο καθοίκι. Με μεγάλη λεπτότητα, καθώς ο Νταν χαλάρωσε λίγο στο αεράκι, ο Ντόσον χτύπησε το τσιγάρο για να πέσει η στάχτη, ενώ από το χαμόγελό του διέφυγε λίγος καπνός. «Λοιπόν», είπε στον καραφλό, «δουλειά. Πες μου εδώ για τον νεαρό Νταν. Τι άλλο προτέρημα έχει εκτός από την ωραία φάτσα και το ύψος του; Ποιος τον πρότεινε;» «Ο Λυσσασμένος Σκύλος», είπε ο καραφλός. «Ποιος απ’ όλους τους Λυσσασμένους Σκύλους, όμως;» Ο καραφλός χαχάνισε λίγο. Ο Πάντι ήταν ήσυχος, λεπτοκαμωμένος, άνθρωπος με κατανόηση, με φροντισμένο μουστακάκι και μικρά γαλάζια μάτια που είχε την ικανότητα να τα κρατά σταθερά. Ήταν δέκα χρόνια πιο μεγάλος από τον Νταν και, αν πράγματι ήταν γνωστός ως Λυσσασμένος Σκύλος, θα ήταν ανέκδοτο, σκέφτηκε ο Νταν. Σαν να αποκαλείς έναν κοντό «ο Τόνι ο Ψηλέας». Ή έναν γυναικά «Σαμ η Αδελφούλα». Είπε ο Ντόσον: «Θα μας συγχωρήσεις, Νταν, αλλά τα καλύτερα παρατσούκλια παραφοριούνται. Έτσι γίνεται σε κάθε στρατό. Ξεχνάμε ποιος ήταν αρχικά ο λόγος, και μετά είναι κι αυτή η έλλειψη φαντασίας, ε; Μια έλλειψη που επηρεάζει τον κόσμο. Πού τον γνώρισες τον Πάντι Μαγκί;» «Μαζεύοντας σφαίρες», τους είπε ο Νταν. «Α, ναι;» «Ναι». Είχε ξαδέρφια που έμεναν κοντά στο Μπαλιμέρφι Εστέιτ. Όταν η RUC5 επιτέθηκε εκεί στους Καθολικούς, δημοσιογρά-

17

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 17


18

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 18

φοι απ’ όλο τον κόσμο ήρθαν για να παρακολουθήσουν. Οι Ιταλοί που έμεναν στο «Γιουρόπα» πλήρωναν πέντε αμερικάνικα δολάρια για κάθε πλαστική σφαίρα. Προσπαθούσαν να σου δώσουν λίρες, αλλά εσύ γέλαγες και τους έλεγες ότι δεν είχες αρκετά μεγάλη σακούλα· τους άρεσε η σπιρτάδα σ’ αυτές τις κουβέντες. Οι Αμερικάνοι πλήρωναν και πάνω από δέκα. Αν οι σφαίρες ήταν ακόμα ζεστές, μπορούσες να χαράξεις επάνω τους ονόματα, πράγμα που διασκέδαζε τους Γιαπωνέζους – ενθύμια από ένα επικίνδυνο ταξίδι, η έξαψη του αμέτοχου θεατή μπροστά στη βία. Μια σφαίρα με ονοματεπώνυμο, παραγγελία από Ασιάτη και χαραγμένη αναλόγως, μπορούσε να πιάσει έως και δεκαπέντε. Το κακό ήταν ότι ο πελάτης ήταν εύκολο να εξαφανιστεί, και τότε έμενες με κάτι που δεν μπορούσες να το πουλήσεις πουθενά αλλού. Ο Καλ, ο φίλος του Νταν, πέρασε τη μισή του εφηβεία αναζητώντας έναν δεύτερο Χαρούτο.6 Από το Μπαλιμέρφι έβλεπες το λόφο του Μπλακ Μάουντεν, χίλιες αποχρώσεις του πράσινου, που τις σκοτείνιαζε η βροχή. «Φαντάζομαι, Νταν, δεν ήταν κι άσχημη δουλίτσα». «Καλή ήταν. Δεν την κάνω και πολύ τώρα πια». «Α, όχι;» «Κάνω περισσότερο διάφορες επισκευές, ηλεκτρολογικά». «Αυτό έχω ακουστά κι εγώ. Εσύ μ’ ένα φιλαράκι, λοιπόν. Για τις σφαίρες». «Ναι». «Κάποιος που γνωρίζω;» «Ο Καλ». Ο Ντόσον έγειρε ελαφρά το κεφάλι. «Επώνυμο έχει αυτός ο Καλ; Ή το παίζει στο στυλ της Σερ της ανάφτρας, ας πούμε;» Ο Νταν γέλασε. «Δεν είναι στυλ Σερ, κύριε ΜακΚάρτλαντ». «Ντόσον».


«Το όνομά του είναι Καλ Ντόχερτι». Ο Ντόσον ατένισε τον ουρανό. «Δεν μου λέει τίποτα», είπε. «Το πρόβλημα είναι ότι τώρα έχω υποκύψει σε ανήθικες εικόνες με αγγέλους που τραγουδάνε».7 «Έχει μια πάθηση...» «Α, τον ξέρω τον Καλ. Καλό παιδί, γενικά. Η φάτσα του είναι σαν ένα μάτσο αιμορροΐδες, αλλά καλό παιδί, παρ’ όλα αυτά, έτσι; Με τους ωραίους είμαι πολύ επιφυλακτικός, Νταν, οφείλω να σου πω. Οι ωραίοι κι οι ωραίες έχουν κάτι που τους ανησυχεί μην τυχόν και χαλάσει, κατάλαβες; Η γυναίκα μου χτυπάει πάντα κέντρο –τυχερός όποιος κάνει παρέα μαζί της, Νταν–, αλλά έχει μόνο ένα μάτι, κατάλαβες;» Μισοκάθισε για να λιώσει το τσιγάρο του στο χώμα. Τύλιξε προσεχτικά τη γόπα σε ένα χαρτομάντηλο, το έβαλε στην τσέπη και άναψε άλλο ένα Νιούπορτ. «Φοράει καλύπτρα. Σκοτσέζα στην καταγωγή. Όσο για μένα, εγώ είν’ αλήθεια πως έχω και λίγο εγγλέζικο αίμα μέσα μου, κατάλαβες; Και μια ιδέα ουαλικό. Κάποιοι λένε πως αυτό κανονικά με αποκλείει απ’ αυτή τη δουλειά, αλλά τέτοιοι λοξοί τρόποι σκέψης είναι που προκαλούν τους πολέμους, έτσι δεν είναι; Η έλλειψη πίστης στην κατανόηση. Για πες: Εσύ είσαι οπαδός;» «Της κατανόησης;» «Ναι». «Δεν ξέρω. Μάλλον». Τα χείλη του Ντόσον έγιναν λεπτά από το σφίξιμο καθώς αντιστάθηκε σ’ ένα ακόμα χαμόγελο, και τα μάτια του φάνηκαν να αστράφτουν και πάλι. «Αξίζει να το αναλογιστεί κανείς. Αν δεν την έχεις, έστω και λίγο, δεν μπορείς να σκεφτείς τον εαυτό σου στη θέση κάποιου άλλου. Δεν μπορείς να φανταστείς, ας πούμε, εμένα να στέκομαι εκεί που στέκεσαι εσύ». Έσκυψε για να χαϊδέψει τα σκυλιά, κοίταξε καλά καλά τα πόδια του Νταν και σηκώθηκε και

19

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 19


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 20

20

πάλι. «Όχι», είπε. «Η έλλειψη συμπόνιας είναι τραγικό ελάττωμα. Έχεις διαβάσει ποτέ σου Σαίξπηρ, Ντάνι;» «Γιατί; Αυτός εφηύρε τα ελαττώματα;» «Χα! Ήδη σ’ έχω συμπαθήσει. Πάει καλά η προθέρμανσή σου. Αλλά όχι. Ούτε ο Θεός, ο παλιοπούστης, δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι τόσο θαυμαστό». Πήρε τζούρα και φύσηξε ένα δαχτυλίδι καπνού. «Δεν αναρωτιέσαι κι εσύ καμιά φορά πού κάνει τις διακοπές Του; Δεν αφιερώνει, πάντως, και πολύ από το χρόνο Του στην Ιρλανδία, έτσι δεν είναι;» «Μάλλον θα ’χει πολλά στο κεφάλι Του». «Έχει κατάθλιψη ή είναι μεθύστακας κι Αυτός, όπως όλοι. Αλλά όχι, μ’ αρέσει πού και πού λίγος Σαίξπηρ, Ντάνι. Αυτό είν’ όλο. Δεν τον διαβάζω πια, αλλά τον έχω μέσα μου, κατάλαβες, σαν την ιρλανδέζικη τη γλώσσα. Seirbhís. Slán.8 Λοιπόν, Μικ. Μπορείς να φέρεις από το Ρόβερ τις τσάντες, σε παρακαλώ; Εκείνες με τον εξοπλισμό. Θα ήταν θαυμάσιο αυτό». Μικ. Εξοπλισμός. Ο Νταν παρακολούθησε τον Μικ να απομακρύνεται και να επιστρέφει, ν’ ακουμπάει τις τσάντες στο χορτάρι, το μανίκι του να τραβιέται ψηλά πάνω από τον απρόθυμο καρπό του αποκαλύπτοντας στιγμιαία ένα κομμάτι από γαλάζιο τατουάζ: τη γλώσσα ενός κρεμασμένου φιδιού, ίσως, ή την άκρη της ουράς μιας γοργόνας. Είπε ο Ντόσον: «Θα μας κάνεις μια χάρη, Νταν; Να παίξεις λιγάκι με τα ζώα. Δεν βγαίνουν έξω και πολύ, είναι σαν τον γερο-Μικ από δω. Ο Μικ κι εγώ έχουμε πολύ βαθιά πράγματα να συζητήσουμε». Ακολουθώντας τις οδηγίες του Ντόσον, ο Νταν άνοιξε το φερμουάρ της πράσινης τσάντας. Περιείχε τρία μπαλάκια του τένις, ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ και μια ζεστή εξάδα μπίρες. Προχώρησε προς τα δέντρα κρατώντας το μπαλάκι του τένις που έμοιαζε λιγότερο μασουλημένο.


Κλαδιά γερμένα, χαλαρά. Η ψιθυριστή αντίσταση των φύλλων. Σκέφτεται: Το πρώτο στάδιο της συνέντευξης πρέπει να ’χει τελειώσει. Κάνει ό,τι του λένε. Πετούσε το μπαλάκι ψηλά και το ξανάπαιρνε μέσα από τα δόντια τους. Απίστευτες ποσότητες σάλιου αυτά τα σκυλιά. Το καφετί σκυλί είχε στη γλώσσα του κίτρινους λεκέδες, γενικά όμως ήταν πιο σβέλτο από τον ξανθό του φίλο. Συναγωνίζονταν ποιο θα πιάσει την μπάλα στο γκελ, πλέκοντας διαρκώς τις πορείες τους –εναλλάξ πέρασμα δίπλα, προσπέραση, πέρασμα δίπλα, προσπέραση–, χωρίς ποτέ να τρακάρουν, μολονότι συνέχεια φαινόταν πως έτσι θα γίνει. Μήπως έπρεπε να κάνει περισσότερες ερωτήσεις; Να επιδείξει περισσότερη πρωτοβουλία; Ο Καλ τον είχε συμβουλέψει να μη μιλάει παρά μόνο όταν του μιλάνε. Πρέπει να είχε δίκιο. Κάθε λίγα λεπτά, κοιτούσε πίσω. Ο Ντόσον και ο Μικ δεν του έδιναν καμία σημασία, πράγμα που μάλλον ήταν καλό. Τον καιρό που διάβαζε κόμικς, ποτέ δεν ζήλευε την ικανότητα να πετάει ή να κολλάει σε κτήρια. Απ’ όλες τις υπερδυνάμεις, η πιο πολύτιμη ήταν το να είσαι αόρατος. Βαρέθηκε το υγρό μπαλάκι του τένις και το αντικατέστησε με ένα κομμάτι ξερό φλοιό δέντρου. Τα σκυλιά έτρεξαν και το έφεραν πίσω. Ο Νταν έτρεξε δίπλα τους με το φλοιό να κρέμεται από τα δάχτυλά του, σταμάταγε, ξεκίναγε, σήκωνε το φλοιό ψηλά, τον κατέβαζε χαμηλά. Ύστερα από λίγο, το στήθος του άρχισε να καίει. Γονάτισε για να ξύσει τα σκυλιά πίσω από τα αυτιά και να χαζέψει τις γλώσσες τους να ταλαντεύονται πέρα δώθε. Μερικοί άνθρωποι λένε πως τα σκυλιά είναι χαζά, μια σκέτη βλακώδης ανάγκη και μια σκέτη βλακώδης ευγνωμοσύνη, εκείνος όμως έβλεπε στη λάμψη των ματιών τους μια ιδιαίτερη ευφυΐα: την ικανότητα του ποδοσφαιριστή να υπολογίζει γωνίες, την κίνηση που δεν περιέχει δισταγμό.

21

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 21


22

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 22

«Έλα, πάμε!» φώναξε ο Ντόσον. «Μάζεφ’ τα». Ο Νταν έβαλε στα σκυλιά το λουρί και πήγε προς το μέρος τους τροχάδην. Οι δύο άντρες έγνεφαν και γελούσαν, με τα μάτια μισόκλειστα στην αντηλιά. Είπε ο Ντόσον: «Μόλις τώρα έλεγα ένα ανέκδοτο που μου είπε ένας τύπος ονόματι Κλίνκι. Μόλις βγήκε από τη στενή ο Κλίνκι. Θες να τ’ ακούσεις;» «Αμέ», είπε ο Νταν. «Μου λέει, λοιπόν ο Κλίνκι: »“Είναι, που λες, ο Χριστός στο σταυρό και οι δύο δεξιά κι αριστερά του δεν είναι ληστές. Τι είναι;”» Ο Νταν κούνησε το κεφάλι. «Ε, λοιπόν, Νταν, αν τον ήξερες τον Κλίνκι, θα έλεγες πως είναι αδελφές. Αλλά όχι. Ο Κλίνκι μού εξήγησε ότι είναι πολιτικοί ακτιβιστές που δρουν ενάντια στη ρωμαϊκή εξουσία. Έχεις, λοιπόν, δεξιά κι αριστερά σου δύο Ρεπουμπλικάνους9 σταυρωμένους. Και λέει ο Κλίνκι–» «Το ’χω ακούσει το ανέκδοτο». Ο Ντόσον ανασήκωσε το μεγάλο του φρύδι. «Πώς είπες, Νταν;» «Το ’χω ξανακούσει», είπε ο Νταν, «από κάναν δυο άλλους. Τώρα το θυμήθηκα. Οι Ρωμαίοι είναι οι Βρετανοί. Οι Σαμαρείτες είναι οι Καθολικοί. Οι Εβραίοι είναι οι Προτεστάντες. “Ο πρώτος που θα μπει σήμερα στον Παράδεισο θα είναι παραστρατιωτικός”, λέει ο Ιησούς στον ληστή που μετανόησε, “εσύ σήμερα θα είσαι μαζί μου στους ουρανούς”, και τα λοιπά». Σιγή. «Μάλιστα», είπε ο Ντόσον. «Αυτό θα πει να καταστρέφεις ένα ανέκδοτο». Ακουγόταν ο τεμπέλικος ήχος ενός μπάμπουρα. Ο Μικ πέρασε κάποια ώρα ξύνοντας το πρόσωπό του. Ενώ ο Νταν κοιτούσε κάτω το χορτάρι, ο Ντόσον είπε:


«Μ’ άρεσε που σ’ έβλεπα μαζί τους, Νταν. Με τα σκυλιά μου. Πανέμορφα ζώα, έτσι;» «Ναι». «Εγώ δεν είμαι και πολύ αθλητικός τύπος. Τη χάνω λιγάκι εύκολα την αναπνοή μου, κατάλαβες; Χρειάζομαι εκείνα τα φιαλίδια με τον ειδικό αέρα». Έβγαλε από την τσέπη του μια συσκευή εισπνοής για το άσθμα και τη στριφογύρισε στην παλάμη του. Για μια στιγμή, φαινόταν εντελώς χαμένος. «Τέλος πάντων, ώρα να πηγαίνω. Δυστυχώς, έχω ραντεβού με έναν τύπο που έχει ζήσει υπερβολικά πολύ». Έκανε μια παύση, ανακίνησε τη συσκευή εισπνοής, πήρε μια ρουφηξιά και κράτησε τον αέρα στο στόμα του. «Πάρτι γενεθλίων. Σαράντα. Ο τύπος είναι θεόμουρλος, εντάξει, αλλά του πήραμε δώρο τραπέζι του πινγκ πονγκ». «Αυτό είν’ όλο;» Ο Ντόσον γέλασε. «Καλά, θα του δώσουμε και δυο ρακέτες και κάνα μπαλάκι, βέβαια». «Όχι, εννοούσα–» «Ναι;» «Εγώ απλώς τώρα θα... θα περιμένω να μάθω κάτι, έτσι; Να μάθω αν μπήκα; Έχω όρεξη, κύριε ΜακΚάρτλαντ. Θα δουλέψω σκληρά. Θέλω... θέλω να βοηθήσω στον αγώνα». Έβλεπε ένα ακόμα πιθανό μέλλον να γκριζάρει. Ο Ντόσον ανασήκωσε το πιγούνι του και βλεφάρισε. «Άκου να δεις, Νταν. Έχω ακούσει...» Το ένα σκυλί γάβγισε και το άλλο κλαψούρισε. «Έχω ακούσει πως είσαι χρήσιμος. Είναι έτσι; Τα παιδιά στη “Λέσχη Νέων ‘Ματ Τάλμποτ’”. Μου λένε, ο Πάτρικ, δηλαδή: “Ορίστε, να ένας χρήσιμος τύπος”». «Στο μπιλιάρδο», είπε ο Νταν. «Στο σνούκερ. Μάλλον αυτό εννοούσαν». «Έλα τώρα. Τέρμα τα παιχνίδια. Το ’χει παρακάνει με τη μετριοφροσύνη κι η Ιρλανδία. Σε τι άλλο είσαι καλός, εκτός από

23

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 23


24

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 24

το να χαλάς ανέκδοτα; Ένα παράδειγμα. Να σκεφτώ. Η γυναίκα μου, η μονόφθαλμη, είναι κανονική μάγισσα στην κουζίνα». Πραγματικά τώρα, τον είχαν φέρει μέχρι εκεί για να συζητήσουν περί χόμπι; Δάγκωσε το χείλος του, έβαλε μερικές σκέψεις στη σειρά. Στο σχολείο δεν τα είχε πάει και πολύ σπουδαία, ήταν όμως καλός σε μερικά πράγματα, μικρά πράγματα. Είχε ταλέντο στο να θυμάται. Ήταν βέβαιος ότι θα απήγγελλε όλα τα σωστά σημεία από το Πράσινο Βιβλίο,10 αν όλα πήγαιναν τελικώς καλά και τον όρκιζαν. Μπορούσε επίσης να τους πει και ολόκληρα εδάφια από τη Βίβλο. Διάφορες φράσεις που είχε ακούσει από τον άμβωνα λες και σφηνώνονταν στο μυαλό του· του άρεσε η λοξή σπιρτάδα της παρωχημένης γλώσσας. Ήταν ικανός να σχεδιάσει έναν χάρτη από μνήμης, ν’ αλλάξει λάστιχο χωρίς γρύλο, να τρέξει κατοστάρι αξιοπρεπώς και να σηκώνει αρκετά βαριά πράγματα. Μπορούσε να μαλακιστεί τρεις φορές μέσα στη μέρα και να τραβήξει κι άλλη μία πριν από τον ύπνο. Ήταν καλός στον κήπο, καλός στην οργάνωση των φαρμάκων της μάνας του, καλός στο να βάζει στοιχήματα με άλλα παιδιά και τις μισές φορές να τα κερδίζει. Είχε κάνει λίγο εθελοντική εργασία για την κοινότητα: κάτι υδραυλικά, κάτι υδρορροές, κάτι λίγα ηλεκτρικά, όπως έκανε κι ο πατέρας του, αφού χάθηκε η δουλειά στο καπνεργοστάσιο του Γκάλαχερ. Ήταν περήφανος για τη χώρα του και θεωρούσε πως καθόλου δεν πειράζει να είναι περήφανος για αυτήν. «Δεν είμαι μετριόφρων», είπε. «Απλώς, μαζεμένος με ανθρώπους που δεν ξέρω». Επέλεξαν να το εκλάβουν ως καλαμπούρι. Το ένα σκυλί δάγκωσε παιχνιδιάρικα τη δίπλα στο λαιμό του άλλου. «Ξέρεις να χρησιμοποιείς αυτόματο, Νταν;» Έπιασε τον εαυτό του να κοιτά προς τον Μικ για να βρει την απάντηση. «Όχι», είπε.


Όπλα. Πολλά από τα παιδιά που ήξερε ήθελαν να μπουν στους Προσωρινούς11 για να μπορούν να παίζουν με όπλα. Ενώ οι λόγοι για τους οποίους εκείνος ήθελε να μπει ήταν... Ποιοι ήταν; Να κάνει τη διαφορά, μακροπρόθεσμα. Να βάλει τέλος στην κατοχή, ν’ αλλάξει τα μυαλά των ανθρώπων. Να βοηθήσει να φτιαχτούν ξανά οι επιχειρήσεις που ξεπατώθηκαν και να προστατευτούν τα μαγαζάκια των Καθολικών. Να κάνει κάτι για τις συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατο του πατέρα του και στο γεγονός ότι δύο φίλοι του αδερφού του, ο Τζέιμς Τζόζεφ Ρέι και ο Τζέρι ΜακΚίνι, δολοφονήθηκαν από τον Βρετανικό Στρατό τη «Ματωμένη Κυριακή».12 Ο Τζέρι, άοπλος, με τα χέρια ψηλά, να λέει: «Μην πυροβολήσεις, μην πυροβολήσεις», οπότε και τον πυροβόλησαν κατάστηθα. Κι ο Τζέιμς Τζόζεφ, ενώ ήταν ακινητοποιημένος. «Έχω ένα στο σπίτι», είπε. «Για προστασία. Αλλά όχι αυτόματο. Και δεν το ’χω χρησιμοποιήσει ποτέ». «Ενδιαφέρον. Τ’ ακούς αυτό, Μικ; Προτιμά να μαζεύει σφαίρες παρά να τις ρίχνει. Βάζω και στοίχημα, Ντάνι, ότι είσαι από εκείνους που στα πάρτι μένεις πιστός στο σκέτο, βαρύ Η2Ο». Με ένα γελάκι που έμοιαζε κλεμμένο κατευθείαν από την τηλεόραση, ο Μικ έκλεισε το φερμουάρ της τσάντας που περιείχε τα μπαλάκια. Άνοιξε την άλλη κι έβγαλε από μέσα μια καραμπίνα και ένα πιστόλι. Το πιστόλι το έδωσε στον Νταν. «Νιώσε την αίσθηση», είπε ο Ντόσον. «Υπέροχο βάρος, έτσι; Έχουν την τάση να μπλοκάρουν τα αυτόματα, αυτό είναι το μόνο θέμα. Και τώρα, αν δεν έχεις αντίρρηση, θα πυροβολήσεις τα σκυλιά». Ο Νταν γέλασε. Κανένας άλλος δεν γέλασε μαζί. Τα πρόσωπά τους ήταν ξαναμμένα κι η προσοχή τους στραμμένη επάνω του, αλλά χωρίς ίχνος χιούμορ πουθενά. «Ή», είπε ο Ντόσον, «μπορείς να πυροβολήσεις μόνο το ένα. Πενήντα τοις εκατό. Φαίνεται πως είσαι αριστερόχειρας – είναι έτσι, Νταν; Ένα σκυλί μπορώ να το φροντίσω, μάλλον.

25

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 25


26

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 26

Το πρόβλημα είναι ότι, αν έχω να φροντίσω δύο, δεν έχω το χρόνο, κατάλαβες; Είναι σκληρό να τα κρατάω». Η έκφρασή τους εξακολουθούσε να μην αποκαλύπτει τίποτα. Ο Ντόσον φύσηξε τη μύτη του. «Στη θέση σου, θα κρατούσα το λουρί με το άλλο χέρι», είπε ο Ντόσον. «Όταν θα πυροβολήσεις, εννοώ. Αλλιώς, θα έχουμε ένα σκυλί να τρέχει γύρω γύρω και να κάνει παλαβομάρες γεμάτο κομματάκια από το άλλο σκυλί. Καθόλου ωραίο δεν θα είναι αυτό». Ο Μικ άνοιξε με μια κίνηση την καραμπίνα. Κοίταξε μέσα και την έκλεισε ξανά. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο έδαφος και το καραφλό του κεφάλι έλαμψε. «Είναι πλάκα τώρα όλο αυτό;» είπε ο Νταν. Ο Ντόσον ανασήκωσε τους ώμους. «Φίλε μου, σου ζητάω να ξεφορτωθείς δύο σκυλιά για χάρη μου. Θα μπορούσα να το κάνω ο ίδιος, αλλά είναι σκυλιά μου και τα έχω ακριβώς έναν χρόνο τώρα. Οπότε, κάνε μου τη χάρη και απάλλαξέ με από την υποχρέωση να σκοτώσω τα δικά μου ζώα, μπορείς;» «Είναι γεμάτο;» Ο Ντόσον χαμογέλασε. «Μου είπαν ότι είσαι χρήσιμος, Νταν. Ήταν λάθος οι πληροφορίες μου;» «Σας είπα, δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ μου αυτόματο». «Η ίδια λογική είναι. Και το αυτόματο. Και το χειροκίνητο. Εκείνο που έχουνε κοινό είναι ότι στοχεύεις κάτι, πατάς τη σκανδάλη και αυτό το κάτι παύει να αποτελεί πρόβλημα». «Δεν είναι πρόβλημα αυτά τα σκυλιά». «Για μένα, όμως, είναι πρόβλημα, Νταν, κατάλαβες;» Σκληρή και βαθιά τώρα η φωνή. Σοβαρή. «Αρχίζω να αμφιβάλλω πόσο ομαδικός παίκτης είσαι. Αρχίζω να πιστεύω ότι κάτι σού λείπει στο διαπροσωπικό».


Ο Νταν κοίταξε τα σκυλιά και τα σκυλιά κοίταξαν τον Νταν. Υγρά μάτια. Υγρές μύτες. Ενθουσιασμένα. «Μπορώ να πάρω ένα σπίτι μου. Ή και τα δύο. Εγώ έχω χρόνο να τα φροντίζω, κύριε ΜακΚάρτλαντ, και λεφτά για την τροφή τους». «Μ’ αρέσει να γίνομαι φιλικός, Νταν, αυτό όμως δεν σημαίνει πως είμαι κιόλας». «Ναι, φυσικά». «Μόλις εντάχθηκες σε έναν στρατό. Καιρός να σοβαρευτείς, Νταν». «Εγώ απλώς εννοούσα–» «Θες να αναλάβεις την ευθύνη και άλλων πλασμάτων τώρα δα; Δεν σου φτάνει η μάνα σου; Ο αδερφός σου στο ίδρυμα;» Ο Ντόσον κούνησε το κεφάλι. «Νομίζεις πως ο Βρετανικός Στρατός διστάζει όταν πυροβολεί σκυλιά στους δρόμους μας και πτώματα στη λεωφόρο Φολς, για να μας δείξει ότι μας παρακολουθεί; Οι λιγόψυχοι ποτέ δεν άλλαξαν το παραμικρό, Νταν. Η Ιστορία ξεπλένει το αίμα, καταγράφει τα αποτελέσματα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως αίμα δεν υπήρξε. Μια Ιρλανδία υπό την κατοχή των Βρετανών δεν θα είναι ποτέ ελεύθερη. Μια Ιρλανδία ανελεύθερη δεν θα είναι ποτέ ειρηνική. Εσύ πιστεύεις κάτι άλλο; Προτιμάς να κάθεσαι στην άκρη και να παρατηρείς; Είσαι θεατής, Νταν, αυτό συμβαίνει; Σ’ αρέσει μόνο να βλέπεις;» Ο Μικ άρχισε να μοιάζει ανήσυχος τώρα, σαν να ένιωθε άβολα που βρισκόταν εκεί. Έπιασε και πάλι το παραμορφωμένο του αυτί. Είχε μια νέα αίσθηση καλοκαγαθίας η ήρεμη καμπύλη του στόματός του. Κάτι το ευάλωτο, σίγουρα. Ο Ντόσον ήταν αυτός που είχε γίνει ο πιο κτηνώδης από τους δύο. Ο αδύνατος λαιμός του είχε κοκκινίσει, τα λεπτά του χείλη ήταν ανοιγμένα, η χρυσή του γλώσσα εξακόντιζε όλο και πιο πολλές λέξεις. Ίσως το καφετί, με τις κιτρινίλες στη γλώσσα. Ίσως είναι άρ-

27

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 27


28

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 28

ρωστο αυτό. Θέλει να σκοτώσω το άρρωστο σκυλί. Θα μου το πει μετά πως ήταν άρρωστο, λευχαιμία ή κάτι τέτοιο, κι εγώ θα έχω περάσει τη δοκιμασία. Με το αριστερό χέρι σταθερό, ο Νταν σήκωσε το πιστόλι και το έστρεψε προς το κεφάλι του καφέ σκυλιού. Γίνε κάποιος που κάνει αντί να λέει. Με το δεξί του χέρι, έπιασε σφιχτά το λουρί. Άντε, εμπρός! Θα ήταν πιο εύκολο, σκέφτηκε, αν το σκυλί ήταν άσχημο, αν το σκυλί ήταν αρουραίος, αν το σκυλί έμοιαζε άγριο ή κακό, κι οι σκέψεις αυτές τού επιβεβαίωσαν την αδυναμία του. Αν το πετύχαινε ανάμεσα στα μάτια –τα περίπλοκα μάτια, έτσι ζωντανά και υγρά που ήταν–, θα το σκότωνε γρήγορα. Αν όμως σκόπευε στο σώμα, τότε μείωνε τις πιθανότητες να αστοχήσει. Πυροβολισμός στο σώμα και μετά άλλη μία; Αυτό έκανε συνήθως η RUC σε όσους κατάφερνε να κολλήσει την ταμπέλα του τρομοκράτη. Αλλά το άλλο σκυλί θα τραβούσε το λουρί, θα προσπαθούσε να ξεφύγει, ίσως και μες στα αίματα. Φοβισμένο. Το καφέ σκυλί κοιτούσε τον Νταν όλο προσδοκία, ανασαίνοντας από το στόμα. Το άλλο είχε ξαπλώσει κάτω, με τη μύτη χωμένη στα χορτάρια. Ο Μικ έμοιαζε –ήταν δυνατό αυτό;– να βάζει κομματάκια χαρτί τουαλέτας στο στόμα του. Έπειτα έχωνε τους υγρούς σβώλους του χαρτιού στα αυτιά του. «Θα σου δώσω κίνητρο», είπε ο Ντόσον. «Αν δεν πυροβολήσεις ένα από τα σκυλιά μου, ο Μικ από δω θα έχει την καλοσύνη να πυροβολήσει εσένα». «Την καλοσύνη;» «Δεν είναι κακός άνθρωπος. Αν τον δεις στα μπαρ του Μπέλφαστ, έχει φιλήσει κατά καιρούς ό,τι τέρας μπορείς να φανταστείς». «Με δουλεύεις». «Α, ναι;»


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 29

Ψαχούλευε να βρει το τραύμα – πού ήταν το τραύμα; Να σταματήσει το αίμα. Έπρεπε να είχε σκοτώσει τα σκυλιά. Το δέρμα του μπουφάν του ήταν λείο. Καθόλου υγρό. Κανένα σκίσιμο. Είσοδος. Πού ήταν η είσοδος; Αργά αργά, κάποια

29

«Γιατί να με σκοτώσεις; Εγώ ζητάω να γίνω μέλος!» Ήταν δούλεμα. Σίγουρα ήταν. Κατέβασε το όπλο. «Δεν σκοτώνω κανένα σκυλί». «Εσύ το διάλεξες», είπε ο Ντόσον. «Εγώ κατέστησα σαφείς τις τρεις επιλογές». «Τρεις;» «Μία, να σκοτώσεις το ένα σκυλί. Δύο, να σκοτωθείς εσύ. Η τρίτη: Μπορείς να σκοτώσεις εμάς. Αν και για αυτή την επιλογή στρωθείς στη δουλειά σιγά σιγά». «Είναι ηλίθιο όλο αυτό». «Σου δίνουμε τρία δευτερόλεπτα για να οριστικοποιήσεις τις σκέψεις σου, Νταν». «Μα είναι... Τι νόημα έχει τώρα αυτό;» «Τρία». «Έλα τώρα». «Δύο». «Σε παρακαλώ». «Ένα». Ο Μικ ύψωσε την καραμπίνα. Την έστρεψε στο στήθος του Νταν και πυροβόλησε. Η φόρα της πρόσκρουσης. Το τράνταγμα του σώματός του πέφτοντας πίσω. Ο ήχος που τον έστρεψε βαθιά μέσα στον εαυτό του. Πέφτοντας στο έδαφος, οι αισθήσεις του έπαψαν να λειτουργούν. Δεν απέμεινε παρά σιγή, σκοτάδι. Μόνο ένα ελάχιστο φωτάκι να στριφογυρίζει γύρω από τον παλιό, θαμπό κόσμο, ισχνό σαν την κρέμα που έβαζε η μάνα του στον καφέ.


30

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 30

πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν στα μάτια του: ανεμοδαρμένα δέντρα, ένα πουλί στον μπλε ουρανό. Ανασηκώθηκε στον ένα αγκώνα. Το Λαντ Ρόβερ απομακρυνόταν, οι ρόδες του σήκωναν σκόνη. Από πάνω του στεκόταν ο Μικ, με απλωμένο το τεράστιο χέρι του. Στο έδαφος υπήρχε άμμος και κάτι ασπριδερό. Σπόροι; Ρύζι; Είχε και στο τζην του. Στεγνό άσπρο ρύζι. Η δροσερή σκιά του Μικ. Το πρόσωπό του φαινόταν σαν να φώναζε, ένας μυς έπαιζε στο σαγόνι του. «Βράζουμε τα φιστίκια», σαν να έλεγε. Το κουδούνισμα στ’ αυτιά του Νταν άλλαξε τόνο. Πονούσε στο στέρνο, πονούσε στο κεφάλι. «Πειράζουμε τα φυσίγγια. Τα γεμίζουμε μπασμάτι». «Τι;» «Το ρύζι καταστρέφει την ντόπια αγορά υδατανθράκων, οπότε κι εμείς το κλέβουμε από τους Ινδούς εισαγωγείς. Κόβει φοβερά την ταχύτητα της σφαίρας. Λυπάμαι αν βάρεσες το κεφάλι σου». Ο Νταν έφτυσε. «Θα μπορούσα. Θα μπορούσα να είχα ρίξει στο σκυλί». Ο Μικ γέλασε. «Ναι. Αλλά για μύηση, δεν ήταν κι άσχημη, ε; Την επόμενη φορά που θα έχεις όπλο στραμμένο πάνω σου, θα παίξεις κι εσύ αλλιώς». Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν το όπλο. Δεν ήταν ούτε στο χέρι του ούτε και πουθενά εκεί κοντά. Τα σκυλιά έτρεχαν χαρούμενα, τρελαμένα, με το λουρί να σέρνεται στα χορτάρια πίσω τους σαν φίδι. «Χρήσιμο για να επιβεβαιώνει τις αρχικές του εντυπώσεις», είπε ο Μικ. «Είναι κι αυτό. Πιστεύει πως είσαι πιο πολύ της απόστασης, έτσι δεν είναι; Για μαστορέματα. Να φτιάχνεις πατέντες. Ψάχνει όλο και πιο πολύ στην ηπειρωτική χώρα. Είσαι ο πρώτος που δεν έφαγε την μπλόφα». Τράβηξε τον Νταν και τον αγκάλιασε θερμά.


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 31

31

Ο Νταν βλεφάρισε προσπαθώντας να κρύψει το τρέμουλο των χεριών του. «Τελείωσε». «Τι τελείωσε;» «Καλώς ήρθες στη νέα σου ζωή».


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 32


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 33

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑνΘΡΩΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΑνΕΣΕΙΣ13 (1984)

2 – Κατάδυση


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 34


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 35

1

Μντησε τυχαία τον κύριο Ίζμοθ. Ήταν ο παλιός της καθη-

το πρωινό κολύμπι της Τετάρτης, η Φρέγια συνά-

γητής Ιστορίας στο Μπλάτσινγκτον Μιλ, ο καλοπροαίρετος υπεύθυνος της Αίθουσας 2Δ, ένας άνθρωπος που πάλευε διαρκώς να εξακριβώσει γεγονότα. Είχες την αίσθηση ότι ήταν πολύ σημαντικό για αυτόν να νιώθει ότι κανείς δεν τον καταλάβαινε. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες σχετικά με το ξενοδοχείο. Εκείνος χαμογέλασε χλομά μες στη λιακάδα και της είπε πως το μέλλον της διαγραφόταν λαμπρό. Ανέφερε επίσης, λίγο αμήχανα, ότι του είχε τηλεφωνήσει ο πατέρας της. Είχαν συζητήσει διάφορες επιλογές για το πανεπιστήμιο. «Είναι πολύ περήφανος για σένα», είπε ο κύριος Ίζμοθ. «Και πολύ καλά κάνει». «Σας ευχαριστώ, κύριε Ίζμοθ». «Κάποιοι από τους βαθμούς σου ήταν από τους καλύτερους στο Μπράιτον, όπως φαίνεται». Εκείνη χαμογέλασε. «Ευχαριστώ. Το εκτιμώ». «Όχι», είπε εκείνος. «Τι;» «Εγώ ευχαριστώ. Ήταν χαρά μου να σε διδάσκω». Ένας γλάρος από πάνω τους τσίριξε και πέταξε κάνοντας κύκλο.

35

ΕΤά


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 36

36

«Λοιπόν, εγώ μάλλον να...» «Α, φυσικά». «Είναι που...» «Όχι, όχι, μη σε κρατάω». Τη στενοχώρησε η υφή του χαμόγελού του εκείνη τη στιγμή. «Θα τα ξαναπούμε σύντομα, κύριε Ίζμοθ». «Τους χαιρετισμούς μου στον πατέρα σου». Περπάτημα. Αύρα στα πόδια της. Αλμύρα στον αέρα. Φορούσε ένα ολοκαίνουριο μπλε ελεκτρίκ μίνι. Άραγε, θα τον ξανάβλεπε όντως ποτέ τον κύριο Ίζμοθ; Εκείνο που τον είχε υπονομεύσει χειρότερα απ’ όλα στους διαδρόμους του σχολείου δεν ήταν ούτε η ιγμορίτιδά του, ούτε οι λεκέδες στη γραβάτα του, ούτε καν η αντιχαρισματική του προσωπικότητα. Ήταν η ατυχής φήμη ότι διέθετε μικροσκοπικό πέος – το μόνο απ’ όλα που μάλλον δεν ήταν αλήθεια. Κάτι σπάνιες μέρες του Σεπτέμβρη σαν κι αυτή, ο κόσμος στο Μπράιτον δεν έχανε στιγμή. Πετούσαν στην άκρη τα βρεγμένα τους αδιάβροχα και βουτούσαν στα συρτάρια για να βρουν φανταχτερά σορτς. Ψήνονταν πάνω στις πετσέτες και χοροπηδούσαν στα κύματα. Γλάροι βάδιζαν στα βράχια κατεβάζοντας το κεφάλι χαμηλά και σηκώνοντας τα πόδια ψηλά, κάνοντας την κίνηση ακριβώς που θα έκανε ένα παιδί κοιτώντας τη σόλα του μήπως πάτησε τσίχλα. Οι ηλικιωμένοι άντρες χάζευαν τη θάλασσα μέσα από κυματιστά σιδερένια κάγκελα και οι ηλικιωμένες γυναίκες έπιναν τσάι έξω από καφετέριες. Η μοβ-ροζ ταμπέλα του κομμωτηρίου βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Και ο παγωτατζής επίσης. Η Φρέγια πολύ θα ήθελε να ξεσκίσει ένα χωνάκι με διπλό μπισκότο, αλλά στα αριστερά του βαν υπήρχε μεγάλη ουρά.

Η Γουέντι Χόιτ ήταν η δεύτερη πιο φτηνή κομμώτρια στο «Μαλλιά Κουβάρια», μια υποχόνδρια με καμπύλες, που οι δικές της


ξασπρισμένες μπούκλες –διαφήμιση; προειδοποίηση;– καταλάμβαναν τεράστιο μέρος του εναέριου χώρου του μαγαζιού. Στην περίπτωση της Γουέντι, οι πονοκέφαλοι ήταν συχνά φανταστικοί όγκοι. Οι πόνοι στη μέση σήμαιναν οστεοπόρωση. Είχε υποψιαστεί κατά καιρούς βλάβες σε όλα τα ζωτικά όργανα, υπέφερε από μη παραγωγικό βήχα λόγω της επαφής της με ζώα, ενώ στο σβέρκο της είχε ένα εξάνθημα από τη λακ, το οποίο προτιμούσε να αποδίδει στη θαλάσσια αύρα. Η Φρέγια δεν έδινε και πολλή σημασία στη Γουέντι και στον κατάλογο των φανταστικών της συμφορών, ταυτόχρονα όμως διέθετε και μια ενστικτώδη συμπάθεια για τους ανθρώπους που οι συμφορές τους δεν τυγχάνουν και μεγάλης προσοχής· έτσι ήταν για κείνη κάτι σαν πόλος έλξης, όπου διαρκώς επέστρεφε. «Το ξανασκέφτηκες καθόλου;» είπε η Γουέντι σφίγγοντας την ποδιά γύρω από το λαιμό της Φρέγια. Είχε ήδη προηγηθεί συζήτηση σχετικά με την «προ λουσίματος» υγρασία των μαλλιών της, μια σχετική προειδοποίηση για τη σκληρυντική δράση του χλωρίου, και μπόνους μια διδακτική ιστορία για μια κοπέλα που έμεινε έγκυος ενώ κολυμπούσε, επειδή κάποιο αγόρι είχε αυνανιστεί στη ρηχή άκρη της πισίνας. Τα σεσουάρ δούλευαν. Η Γουέντι λαχάνιαζε. Οι φωσφοριζέ χάντρες στο κολιέ της μετακινούνταν καθώς το στήθος της φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Στις πάνω γωνίες του καθρέφτη κρέμονταν δύο ουρές ασημένιας κορδέλας, που είχαν επιβιώσει εδώ και εννέα μήνες από τα Χριστούγεννα. «Λέω μάλλον όχι», είπε η Φρέγια. «Περνάμε καλύτερα εμείς», είπε η Γουέντι κλείνοντάς της το μάτι. «Στις ντίσκο λειτουργεί σαν αφιόνι». «Χμμμ». «Εμένα μου την πέφτουν κανονικά. Το ξανθό θα φλέρταρε ωραία και με την επιδερμίδα σου επίσης». «Ίσως». «Κάτι αλλιώτικο, αυτό νόμιζα πως έψαχνες. Αν όμως θες

37

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 37


38

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 38

να μείνεις στο σκέτο καστανό σου, μπορούμε και πάλι να κάνουμε την πλαϊνή αλογοουρά ή τις αφέλειες. Στη φίλη σου τη Σάρα –είναι πανεπιστήμιο τώρα, ε; – έκανα μια υπέροχη κουπ αλά Σίντι Λόπερ». Η Γουέντι ήπιε μια γουλιά χυμό κράνμπερι, ο οποίος, κατά τη γνώμη της, απέκρουε αποτελεσματικά τις λοιμώξεις. Ο τοίχος πίσω από τον καθρέφτη είχε το χρώμα του λάιμ. Ένας άλλος τοίχος ήταν ροζ κι ο τρίτος μοβ. Μια κοπέλα που σκούπιζε κομμένες τούφες από το πάτωμα μουρμούριζε το «Borderline» της Μαντόνα, αναμφίβολα τρομερό τραγούδι, σε διασκευή μόνο με ρεφρέν, ενώ στο μπλουζάκι της ήταν γραμμένο «Ίσαμε το “Γουέμπλεϊ”» κάτω από την εικόνα ενός γλάρου εν πτήσει.14 Η Φρέγια έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε, για μια στιγμή, να κάθεται εδώ, στην ηλικία του κυρίου Ίζμοθ, να κάνει την ίδια συζήτηση και να μετράει τις ίδιες φωσφοριζέ χάντρες γύρω από το λαιμό της Γουέντι: τρεις αλλεπάλληλες σειρές, είκοσι η κάτω, δεκαοχτώ η μεσαία, δεκάξι η πάνω. Πέρασε πολλή ώρα. Τουλάχιστον μισό λεπτό. «Οκέι», είπε. Ένιωθε στο δέρμα της μια νέα έξαψη. Να ζει κανείς ριψοκίνδυνα, έτσι δεν λέει; «Κόφ’ τα όλα, Γουέντι, και κάνε με ξανθιά». Η Γουέντι ανασήκωσε ένα φρύδι σφόδρα τονισμένο με μολύβι. Στο μαγαζί μπήκε μια πελάτισσα από το Χόουβ. Πολλά πράγματα μπορούσαν να σου πουν ότι κάποιος είναι από το Χόουβ. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν η πανδαισία μεταξωτών μαντηλιών γύρω από το λαιμό. «Είσαι σίγουρη;» είπε η Γουέντι. «Ναι». «Όλα;» «Όχι! Βασικά, ώς εδώ, και μετά βάψιμο. Ή ανταύγειες. Ναι, ανταύγειες. Αλλά τίποτα κοκκινωπό». Τα χαρακτηριστικά της Γουέντι σχημάτισαν μια γκριμάτσα. Ήταν εξπέρ στις γκριμάτσες.


«Σ’ ένα κοριτσάκι αδύνατο σαν κι εσένα...» είπε η Γουέντι. «Ένα κοριτσάκι όμορφο αλλά και λίγο σαν απροστάτευτο...» Ήπιε άλλη μια ρουφηξιά από το χυμό της. Ακούμπησε με μεγάλη προσοχή το ποτήρι σε ένα ράφι. «Να σου πω τι έχω στο μυαλό μου. Το θέμα που με απασχολεί. Είναι αν έχεις τον σωστό λαιμό για αυτό το πράγμα, Φρέγια. Γιατί, ως σύμβουλός σου, πρέπει να σου πω ότι θα πέφτει πολύ φως σ’ αυτόν το λαιμό, εκεί είναι το θέμα, και –με το δικό σου χαριτωμένο προσωπάκι– το κοντό μπορεί να σε κάνει να δείχνεις λίγο σαν... πώς να το πω...» «Αγοράκι;» «Ορφανό Αιθιοπάκι», είπε η Γουέντι. Η Φρέγια ανασήκωσε το πιγούνι και κοιτάχτηκε καλά. Ποια χαρακτηριστικά ορφάνιας θα μπορούσε να αποκαλύψει ένα κοντό κούρεμα; Είχε ανοιχτόχρωμο δέρμα, καστανά μαλλιά, καστανά μάτια, εντελώς συνηθισμένα. Τώρα, όμως, από τον καθρέφτη την κοιτούσε ένα πεινασμένο Αιθιοπάκι. Σταύρωσε τα πόδια. Τα ξεσταύρωσε και τα ξανασταύρωσε. Τα ακανθώδη σχόλια ήταν το σήμα κατατεθέν της φιλίας της Γουέντι, αλλά μπορούσαν να γίνουν και λίγο μολυσματικά. Έφευγες από εκεί μέσα ανησυχώντας για προβλήματα που πιθανότατα δεν είχες καν. Στο μυαλό της ήρθε το «Γκραντ», η επικείμενη βάρδια της στη ρεσεψιόν. Ο πατέρας της, ο υποδιευθυντής, γενικώς κατάφερνε να τα κανονίζει έτσι, ώστε τις Τετάρτες η Φρέγια να δουλεύει μόνο απόγευμα. Ήταν κι ο ίδιος πελάτης της Γουέντι Χόιτ. Ανά τρίμηνο, πήγαινε κι έκανε κεφάλι, φρύδια, αυτιά, ένα σετάκι «τρία σε ένα», που ο κουρέας του αρνούνταν να του κάνει. «Λοιπόν, να σου πω», είπε η Φρέγια. «Μόνο το συνηθισμένο». «Ναι;» «Ναι».

39

LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 39


LEE_KATADYSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:34 ΜΜ Page 40

40

Η απόφαση λειτούργησε σαν ξόρκι: Οι παλμοί της καρδιάς της καταλάγιασαν. Ένιωσε να επιστρέφει χαλαρά στη βολική κατάσταση της απογοήτευσης με τη ζωή της από τότε που τελείωσε το σχολείο. «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, ε;» «Μάλλον», είπε η Φρέγια. «Έλα τότε να σε λούσουμε μ’ αυτό το φραουλένιο πράμα που σ’ αρέσει, και να μου πεις τα σχέδιά σας για τη Μάγκι Θάτσερ».


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.