ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 3
ΡΑΛΦ ΡΟΤΜΑΝ
ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ c Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ
ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 4
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Ralf Rothmann, Im Frühling sterben
Copyright Suhrkamp Verlag Berlin 2015 All rights reserved by and controlled through Suhrkamp Verlag Berlin © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6242-8
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 5
«οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν»
Ι ΕΖΕΚΙΗΛ
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 6
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 7
είναι σε τελική ανάλυση ένα κενό, που η ζωή κάποια στιγμή από μόνη της το γεμίζει με αλήθεια. – Παλιά, όταν ρωτούσα τον πατέρα μου για τα γερά πυκνά μαλλιά του, μου έλεγε πως τα χρωστούσε στον πόλεμο. Έτριβαν τότε καθημερινά τα κεφάλια τους με φρέσκο χυμό σημύδας, δεν υπήρχε καλύτερο· με τις ψείρες βέβαια δεν βοηθούσε, αλλά μύριζε όμορφα. Κι όσο κι αν δεν είναι εύκολο για ένα παιδί να συνδυάσει χυμό σημύδας και πόλεμο – εγώ δεν επέμενα· άλλωστε, κι αν ακόμα επέμενα, η ερώτησή μου θα ’μενε δίχως απάντηση, όπως οι περισσότερες από τις ερωτήσεις που έκανα για κείνα τα χρόνια. Η απάντηση δόθηκε δεκαετίες αργότερα, όταν βρέθηκαν στα χέρια μου φωτογραφίες από τάφους στρατιωτών και πρόσεξα ότι πολλοί, αν όχι όλοι οι σταυροί στα μετόπισθεν ήταν φτιαγμένοι από κορμούς νεαρών σημύδων. Ο πατέρας μου σπάνια χαμογελούσε, χωρίς πάντως να δείχνει αντιπαθητικός ή αγενής. Η έκφραση στο χλωμό του πρόσωπο, όπου κυριαρχούσαν τα έντονα ζυγωματικά και τα πράσινα μάτια, ήταν μια έκφραση μελαγχολική και κουρασμένη. Τα σκούρα ξανθά μαλλιά του, χτενισμένα προς τα πίσω, ξυρισμένα στον σβέρκο, τα συγκρατούσε στη θέση τους η μπριγιαντίνη. Το σαγόνι με το ανεπαίσθητο λακκάκι ήταν πάντα λείο. Και τα αισθησιακά του χείλη είχαν προφανώς αναστατώσει
7
Η
ΣΙΩΠΗ, Η ΒΑΘΙΑ ΣΙΩΠΗ, ΕΙΔΙΚΑ ΟΤΑΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΕΚΡΟΥΣ,
8
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 8
ουκ ολίγες γυναίκες· αυτό δεν ήταν μυστικό. Η κάπως κοντή του μύτη ήταν λίγο πλακουτσή στην άκρη, μ’ αποτέλεσμα να δείχνει νεότερος στο προφίλ, και το βλέμμα του σε στιγμές χαλάρωσης ήταν ζωηρό κι ανθρώπινο – βλέμμα ανθρώπου ικανού να δείξει κατανόηση για τους άλλους. Αλλά ο ίδιος δεν είχε συνείδηση της ομορφιάς του. Κι αν καμιά φορά την πρόσεχε, μάλλον δεν θα την πίστευε. Οι γείτονες τον συμπαθούσαν όλοι, αυτόν τον πάντα πρόθυμο να βοηθήσει. «Πολύ εντάξει» τον έλεγαν, όταν μιλούσαν γι’ αυτόν. Οι συνάδελφοί του στο ανθρακωρυχείο τον έλεγαν Τυφλοπόντικα και δεν καβγάδιζαν σχεδόν ποτέ μαζί του. Φορούσε συνήθως κοτλέ παντελόνια, που έχαναν τη βελούδινη λάμψη τους με το πρώτο πλύσιμο, και σακάκια από το C&A. Τα χρώματά τους, όμως, ήταν πάντα εξεζητημένα, έδειχναν μια κάποια επιτήδευση στην επιλογή τους, μια χαρά στον καλαίσθητο συνδυασμό, και ποτέ του δεν φορούσε αθλητικά ή βρώμικα παπούτσια, χοντρές κάλτσες φροτέ ή καρό πουκάμισα. Αν και το παράστημά του έφερε τα σημάδια της βαριάς δουλειάς, από τότε που δούλευε στο βουστάσιο κι αργότερα στο ανθρακωρυχείο, ο πατέρας μου ήταν κάτι που σπάνια πλέον συναντάμε: ένας κομψός εργάτης. Φίλους, όμως, δεν είχε. Ούτε ζητούσε. Έμενε κλεισμένος σε μια σιωπή που κανείς δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί του – ούτε καν η γυναίκα του, που έπινε καφέ μ’ όλους τους γείτονες και πήγαινε τα Σάββατα για χορό χωρίς εκείνον. Η αδιάλειπτη σοβαρότητά του του ’δινε, παρά την κυρτή του πλάτη, ύφος ανθρώπου με κύρος. Και η μελαγχολία του δεν πήγαζε μόνο από τη ρουτίνα και την κούραση της δουλειάς, από την πίκρα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που τους χτυπάς στον ώμο και τους λες: Έλα, Βάλτερ, ψηλά το κεφάλι! Ήταν το σοβαρό ύφος κάποιου που έχει δει πράγματα φοβερά και τρομερά, κάποιου που ξέρει για τη ζωή περισσότερα απ’ όσα μπορεί να πει. Και το νιώθει, το διαισθάνεται: α-
κόμα κι αν έβρισκε λόγια να μιλήσει για όλα αυτά, δεν θα έβρισκε λύτρωση. Σκοτεινιασμένος από το παρελθόν του, πήγαινε στη δουλειά με το ποδήλατο ό,τι καιρό κι αν έκανε, ακόμα και με βροχή ή χιόνι. Αν και μάζεψε μπόλικα σημάδια και σπασίματα από τις κατολισθήσεις, ο ίδιος δεν αρρώστησε ποτέ. Δεν κρυολόγησε καν. Αλλά τα σχεδόν τριάντα χρόνια που πέρασε σκάβοντας χωμένος μέσα στη γη, οι αμέτρητες βάρδιες και οι υπερωρίες με το κομπρεσέρ μπροστά στη φλέβα του κάρβουνου (χωρίς καμιά προστασία για τ’ αυτιά, έτσι δούλευαν τότε) τον έκαναν να κουφαθεί και να μην καταλαβαίνει κανέναν και τίποτα – εκτός από τη μάνα μου. Αν κι ακόμα σήμερα δεν είμαι σίγουρος τι ήταν αυτό που του ’δινε τη δυνατότητα να κουβεντιάζει κανονικά μαζί της: η συχνότητα της φωνής της ή ο τρόπος που κουνούσε τα χείλη της. Όλοι οι άλλοι έπρεπε να φωνάζουν και να χειρονομούν όποτε ήθελαν να του πουν κάτι· γιατί δεν φορούσε ακουστικό, αυτό δεν του άρεσε, έλεγε πως έκανε παράσιτα, πως τον βασάνιζε με τον αντίλαλο και την ηχώ του. Η παρέα μαζί του ήταν δύσκολη και η μοναξιά του μεγάλωσε ακόμα και μέσα στον κύκλο της οικογένειας. Εγώ, όμως, είχα πάντα την εντύπωση ότι τουλάχιστον δεν ήταν δυστυχής μέσα σ’ αυτή τη σιωπή την δίχως ερωτήσεις, που χρόνο με τον χρόνο πύκνωνε γύρω του. Στο τέλος, όταν, τσακισμένος από τη δουλειά, βγήκε νωρίς στη σύνταξη (κι από ντροπή έπεσε γρήγορα στο ποτό), δεν ζητούσε τίποτε πια από τη ζωή παρά την εφημερίδα του και το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζέρι Κότον απ’ το περίπτερο· κι όταν το 1987, μόλις είχε πατήσει τα εξήντα, οι γιατροί τού ανήγγειλαν τον επικείμενο θάνατό του, δεν έδειξε καμιά σχεδόν ταραχή. «Μαχαίρι δεν θα μπει στο κορμί μου», είχε δηλώσει από την αρχή ήδη της αρρώστιας του, χωρίς να κόψει ούτε το κάπνισμα ούτε το ποτό. Ζητούσε λίγο πιο συχνά το αγαπημένο του φαγητό, πατάτες με αυγά και σπανάκι, κι έκρυβε τη βότκα στο κελάρι, κάτω α-
9
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 9
10
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 10
πό το κάρβουνο, να μην τη βρίσκει η μάνα μου. (Στον τοίχο κρεμόταν ακόμα το σκαμνί που είχε για το άρμεγμα, με τα τρία του ποδάρια και το λουρί του.) Όταν συνταξιοδοτήθηκε, του είχα χαρίσει ένα ωραίο τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο, με την ελπίδα ότι θα το γέμιζε σχέδια και σημειώσεις από τη ζωή του, αξιοσημείωτα επεισόδια από τον καιρό πριν τη γέννησή μου· το άφησε σχεδόν άδειο. Λίγες λέξεις μόνο είχε σημειώσει, λέξεις που σ’ εκείνον μάλλον θύμιζαν κάτι, παράξενα τοπωνύμια. Κι όταν μετά την πρώτη αιμορραγία τον παρακάλεσα να μου περιγράψει τουλάχιστον με περισσότερες λεπτομέρειες εκείνες τις βδομάδες της άνοιξης του ’45, αρνήθηκε μ’ ένα κουρασμένο νεύμα και είπε με τη δυνατή φωνή του, που ηχούσε περίεργα, σαν να ’βγαινε αντιλαλώντας μέσα από το κενό της κώφωσης: «Για ποιο λόγο; Αφού σου τα ’χω πει! Ο συγγραφέας είσαι συ». Μετά έξυσε το στήθος του κάτω από το πουκάμισο, κοίταξε έξω από το παράθυρο και πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Μακάρι να ξεμπερδέψουμε στα γρήγορα μ’ αυτά εδώ τα σκατά». Το γεγονός ότι δεν μας άκουγε μας έκανε να μη μιλάμε ούτε μεταξύ μας· μέρες ολόκληρες περάσαμε η μάνα μου κι εγώ στο δωμάτιο του θανάτου χωρίς να λέμε λέξη. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι ανοιχτοί πράσινοι ως το ύψος των ματιών, πάνω από το κρεβάτι κρεμόταν μια εκτύπωση της «Έπαυλης στο Ριέιγ» του Εντουάρ Μανέ. Ο πίνακας αυτός πάντα μου άρεσε, όχι μόνο εξαιτίας της σχεδόν μελωδικής ελαφράδας του κι εξαιτίας του καλοκαιρινού φωτός, που απαλό τον διαπερνούσε, μόλο που δεν έβλεπε κανείς ούτε ένα κομματάκι ουρανό εντός του: Η έπαυλη, ένα σπίτι στο χρώμα της ώχρας τριγυρισμένο από δέντρα, θάμνους και κόκκινα λουλούδια, η ψηλή του αυλόπορτα με τις κολόνες της, όλα αυτά έχουν μια μακρινή ομοιότητα με το σπίτι εκείνου του κτήματος στη Βόρεια Γερμανία όπου ο πατέρας μου πήγε να δουλέψει αρχές της δεκαετίας του σαράντα. Εκεί συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι γονείς μου
και εκεί κοντά είχα περάσει μερικές ευτυχισμένες εβδομάδες διακοπών στη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων. Είχαμε ακόμα συγγενείς στο κανάλι. Μια έπαυλη της ψυχής, που τώρα τη φώτιζε ο απογευματινός ήλιος. Η πλαστική κορνίζα έτριζε απ’ τη ζέστη εκείνων των ωρών, κι η μάνα μου, που δεν ακουμπούσε στη ράχη της καρέκλας κι είχε την τσάντα της περασμένη στον αγκώνα της λες κι ήταν εκεί για επίσκεψη, για λίγο μόνο στο δωμάτιο του θανάτου, μετακίνησε το μπουκάλι με το νερό, το ’βαλε στον ίσκιο. Χτενισμένη όπως πάντα στην εντέλεια και με μπόλικη λακ, φορούσε δερμάτινες γόβες με τακούνι και το σκούρο μπλε ταγιέρ της με τη λεπτή ρίγα, που είχε ράψει μόνη της. Κάθε φορά που αναστέναζε, μύριζα το λικέρ στην ανάσα της. Τα δεκαοχτώ χρόνια που έζησα στο ίδιο σπίτι με τους γονείς μου, κι αργότερα, στις σπάνιες επισκέψεις μου τα Χριστούγεννα ή σε κάποια γενέθλια, δεν είχα δει ποτέ μου κάποια εκδήλωση τρυφερότητας μεταξύ τους, κανένα άγγιγμα, κανένα αγκάλιασμα, κανένα επιπόλαιο, έστω, φιλί· αντάλλασσαν μόνο επικρίσεις και γκρίνιες γι’ ασήμαντα καθημερινά πράγματα ή έσπαζαν μεθυσμένοι ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τώρα, όμως, την είδα να ακουμπάει ξαφνικά το μέτωπό της στο δικό του και να χαϊδεύει το χέρι του ετοιμοθάνατου, φευγαλέα μόνο, σαν να ντρεπόταν τον γιο της. Κι ο πατέρας μου, που είχε ήδη αρχίσει να χάνει την επαφή με τον κόσμο, άνοιξε τα βλέφαρα. Στις ρυτίδες στις άκρες των ματιών του ήταν ακόμα χωμένη η καρβουνόσκονη μιας ζωής. Εδώ και μέρες, όμως, τα μάτια του φάνταζαν ασυνήθιστα μεγάλα και καθαρά· σαν φίλντισι έφεγγαν τ’ ασπράδια τους, στο σκούρο πράσινο της ίριδας ξεχώριζαν καστανές λεπτές γραμμούλες. Τρέμοντας σήκωσε το δάχτυλό του και μας ρώτησε: «Ακούσατε;» Η σιωπή γύρω μας δεν ήταν η σιωπή της κώφωσής του – το δωμάτιο ήταν απόλυτα ήσυχο, δεν ακουγόταν το παραμικρό,
11
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 11
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 12
ούτε από το παράθυρο που έβλεπε στον ανθισμένο κήπο της κλινικής, ούτε από τον διάδρομο· το επισκεπτήριο είχε τελειώσει, το βραδινό είχε σερβιριστεί, πριν λίγο είχαν μαζέψει και τους δίσκους. Η αδελφή της νυχτερινής βάρδιας είχε ήδη κάνει τον γύρο της. Η μάνα μου κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της και μουρμούρισε: «Α, τώρα είναι ξανά στον πόλεμο». Δεν τη ρώτησα πώς το είχε καταλάβει. Μόνο η οικειότητα που φάνηκε πίσω απ’ αυτή τη σιγουριά της μ’ έκανε να την πιστέψω. Και, πράγματι, λίγο αργότερα φώναξε «Να!» και μας κοίταξε ανήσυχος, μια εμένα και μια εκείνην. «Πάλι! Δεν τ’ ακούτε;» Τα δάχτυλά του έγραψαν κύκλους στο στήθος του, έστρωσαν την πιτζάμα του, την ίσιωσαν, ξεροκατάπιε, μετά έπεσε ξανά στο μαξιλάρι, γύρισε το κεφάλι στον τοίχο και με κλειστά μάτια είπε: «Πλησιάζουν, Θεέ μου, ολοένα πλησιάζουν! Αν ήξερα ένα μέρος να κρυφτούμε...»
Στη Βίβλο των γονιών μου, ένα παλιό δερματόδετο αντίτυπο γεμάτο αποδείξεις του Σετσλάιν, κάποιος είχε υπογραμμίσει ένα χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης – όχι με μολύβι, αλλά κατά πάσα πιθανότητα με το νύχι· και, μόλο που το βιβλίο το τυπωμένο σε γοτθική γραφή βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στα ράφια ή στα κουτιά της δικής μου βιβλιοθήκης, η υπογράμμιση ακόμα φαίνεται στο λεπτό χαρτί του σαν να ’γινε μόλις τώρα. « Ὅτε ἐργᾷ τὴν γῆν, καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι», γράφει. «Στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς».*
12
Στο σκοτάδι τα ζώα δεν ακούγονταν, μόνο ο σιγανός ήχος από τα σαγόνια τους που δούλευαν μηρυκάζοντας, ή ένα ρουθούνισμα μέσα από το παχνί τους. Κάποιες φορές ο φωτεινός * Γένεσις 4, 12-13. (Σ.τ.Μ.)
κύκλος της λάμπας πετρελαίου άγγιζε ένα υγρό μουσούδι με μαύρα (ρόδινα μέσα) ρουθούνια, ή έριχνε τις σκιές των κεράτων στον ασβεστωμένο τοίχο, όπου πρόβαλλαν έντονα για δυο βήματα κι ύστερα ξεθώριαζαν πάλι. Οι φωλιές των σταβλοχελίδονων κάτω από το ξύλινο πατάρι του αχυρώνα ήταν ακόμα ορφανές· αλλά αόρατα στο σκοτάδι νιαούριζαν ήδη τα νεογέννητα γατιά. Ένας βαρύς πίδακας κάτουρου έσκασε στο πατάρι, η γλυκιά μυρωδιά από καλαμπόκι και πίτουρο γέμισε το πίσω μέρος του χώρου, όπου οι γκαστρωμένες γελάδες έστεκαν σε χωριστά παχνιά κοιτάζοντας με μάτια πελώρια τον άντρα με την μπλε φόρμα, που για κείνες ήταν μόνο ένας κινούμενος λεκές από φως. Δεν σάλεψαν, πάντως. Και μόνο όταν ο νεαρός μπήκε στο καμαράκι με τους κάδους του αρμέγματος, μια αγελάδα σχεδόν κάτασπρη (μια σκούρα κηλίδα μόνο είχε στο πλάι, πίσω πίσω, εκεί που άρχιζε να βουλιάζει η μεγάλη κοιλιά κάτω από τα πλευρά της) μούγκρισε δυνατά. Η ουρά της μαστίγωσε τον αέρα. «Ήσυχα, να, έφυγα κιόλας», μουρμούρισε ο Βάλτερ κι έκλεισε την πόρτα. Οι κάδοι για το γάλα, δυο ντουζίνες ή και περισσότεροι, ήταν αραδιασμένοι στον τοίχο. Απ’ έξω θαμποί γκρίζοι, από μέσα καλά πλυμένοι και σκουπισμένοι, έλαμπαν σαν καθρέφτες. Τα τουλπάνια, όμως, τα βρήκε με τις ποδιές και τις γαλότσες στο πάτωμα και βλαστημώντας μέσα από τα δόντια του νευριασμένος κρέμασε τη λάμπα στον τοίχο. Μετά γέμισε μια τσίγκινη σκάφη με νερό, έριξε μέσα μια χούφτα σόδα, κι αφού έβαλε το αραιά υφασμένο μπαμπακερό να μουλιάσει, συγύρισε μερικά σκαμνάκια στο ράφι, έκλεισε την κούτα με τη λεπτή καθαρή άμμο που είχαν για το πλύσιμο κι άνοιξε την πόρτα προς την αυλή. Ένα σμάρι κελαηδότσιχλες σηκώθηκε από τη φλαμουριά· το σπίτι δεν είχε φως. Ο Μότε, το γέρικο σκυλί των Τάμλινγκ, κοιμόταν στα σκαλιά. Στον μενεξεδί ουρανό ξεχώριζαν τα μαυ-
13
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 13
14
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 14
ρισμένα δοκάρια του τετράγωνου καμπαναριού με το ρολόι, που κάποτε χτυπούσε τις ώρες της δουλειάς στο κτήμα· το λούκι κρεμόταν και τα χτυπούσε. Τα σπασμένα παράθυρα τα είχαν βέβαια φράξει, αλλά η ταμπέλα του κτήματος, με το μαύρο άλογο και τα δυο σταυρωμένα δρεπάνια από πάνω του, υπήρχε ακόμα στο προαύλιο. Το ίδιο και η αψιδωτή πύλη: είχε γείρει, αλλά ήταν ακόμα όρθια. Η επίθεση των βομβαρδιστικών είχε δείξει πως οι αυλακωτές κολόνες, που θύμιζαν ναό, ήταν κούφιες, φτιαγμένες από γυψοσανίδες – και μέσα τους ζούσαν ποντίκια. Ο Βάλτερ διέσχισε την αυλή, πέρασε από το σιδεράδικο κι άνοιξε την πόρτα του βουστάσιου. Στο απότομο ρεύμα του αέρα τα άχυρα στροβιλίστηκαν στο πάτωμα. Σήκωσε τη λάμπα πετρελαίου και διάβασε τη σημείωση στον μαυροπίνακα, την ανακοίνωση της Υπηρεσίας Σίτισης. Μετά έκλεισε τα παράθυρα, χτύπησε το ντεπόζιτο του νερού κι έριξε μια ματιά στα παχνιά. Πάνω από διακόσια ζώα χωρούσαν κάτω από την τεράστια καλαμωτή στέγη, αλλά τώρα ήταν μόλις σαράντα, ασπρόμαυρες νεαρές αγελάδες πριν το πρώτο τους ζευγάρωμα. Σφύριξε σιγανά, φωνάζοντάς τες, κάποιες ήρθαν στο κάγκελο, τον άφησαν να τους ξύσει τ’ αστέρι στο κούτελο, βύζαξαν το δάχτυλό του. Από τότε που δεν είχαν πια γουρούνια στο αγρόκτημα, ο στρατός τούς έπαιρνε όλο και περισσότερα μοσχάρια. Το ένα τρίτο των ζώων είχαν ήδη σταυρό με κιμωλία στο πλευρό. Άδειασε έναν κουβά πίτουρο στην ταΐστρα, έκλεισε πίσω του την πόρτα και διέσχισε το πεζοδρόμιο. Ακριβώς δίπλα στην είσοδο του γαλακτοκομείου, στον παλιό στάβλο των αλόγων, ζούσαν οι πρόσφυγες, κάθε οικογένεια σ’ ένα παχνί. Τα βράδια, μέσα στην ησυχία, ακουγόντουσαν οι φωνές των γυναικών και των παιδιών, το ακορντεόν. Αν και δεν επιτρεπόταν να μαγειρεύουν εκεί, καπνός έβγαινε από τα καγκελόφραχτα παράθυρα, μύριζε τσιγαρισμένο κρεμμύδι και ζεστή αλισίβα.
Κάτω από το υπόστεγο του γαλακτοκομείου, στα σκοινιά που είχαν δέσει για τις μπουγάδες τους, ήταν απλωμένα σεντόνια και πάνες. Το αεράκι του ’φερε κάτι απαλό, μεταξωτό στο πρόσωπο, γυναικείες δροσερές κάλτσες. Δίπλα κρεμόταν η λεπτή πουκαμίσα με τα κεντίδια· το περασμένο Σάββατο αυτήν φορούσε η Ελίζαμπετ και αρνιόταν πεισματικά να τη βγάλει, ούτε καν μετά την πρώτη Σταϊνχέγκερ δεν υποχώρησε. Και μόνο όταν «καταστράφηκε», όπως το είπε, την πέρασε στα γρήγορα πάνω από το κεφάλι της και τη μούλιασε στη λεκάνη με ύφος ενοχλημένο. Στη γύμνια της του είχε φανεί ακόμα πιο λεπτοκαμωμένη και νέα, παιδί σχεδόν θα την έλεγε, αν δεν ήταν οι μαύρες γυαλιστερές τρίχες ανάμεσα στα πόδια της. Χάιδεψε με τα δάχτυλα το κεντητό σχέδιο. Αλλά, πάνω που έσκυβε να μυρίσει το ρούχο, μια φωνή πίσω από τα σεντόνια ρώτησε: «Λοιπόν; Στέγνωσε;» Η φράου Ισμπάνερ καθόταν στα σκαλιά του μαγερειού, όπου ετοίμαζαν την ταγή των ζώων, και καθάριζε πατάτες στο φως ενός κεριού. Φορούσε γάντια χωρίς δάχτυλα και ένα σκισμένο, τρύπιο παλτό. Τα γκρίζα της μαλλιά ήταν δεμένα κότσο. Είχε μικρά λεπτά χείλια, σαν τις δυο κόρες της, που μαζί τους ζούσε εδώ, κι όταν τραβούσε το σαγόνι της προς τα μέσα, το καρύδι της πετιόταν προς τα έξω, ένα πρήξιμο μεγάλο, γεμάτο σπασμένες φλεβίτσες. «Έριξα μια ματιά στο γάλα», είπε ο Βάλτερ. «Δεν κρυώνετε;» Η γυναίκα, που είχε μια γάτα κουλουριασμένη στα γόνατά της, έγνεψε καταφατικά. «Κρυώνω. Αλλά εδώ έξω ο αέρας είναι καθαρός», μουρμούρισε καθαρίζοντας τα μαυράδια από την πατάτα που κρατούσε. «Έριξες μια ματιά στο γάλα, λοιπόν. Είσαι προσεκτικός στη δουλειά σου, ε; Πώς θα ’ναι το γάλα σου, για πες. Άσπρο ή γκρίζο, μπορεί λιγάκι κίτρινο. Δροσερό, ή όχι και τόσο. Ξινό ή γλυκό. Με καϊμάκι ή χωρίς. Το γάλα είναι γάλα, από τον καιρό του Αδάμ και της Εύας. Δεν είναι ανάγκη να πηγαίνεις να το βλέπεις». Πέταξε την πατάτα
15
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 15
16
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 16
στο τσουκάλι μπροστά της, του χαμογέλασε κι η μασέλα της κουνήθηκε. «Δεν κλέβουμε, νεαρέ. Τα βγάζουμε πέρα. Πρόσφυγες είμαστε, όχι κλέφτες». Ανοιγόκλεισε τα μάτια ντροπιασμένος. «Δεν είπε κανείς τέτοιο πράγμα. Αλλά ο Τάμλινγκ λείπει, είναι ακόμα στο Μαλέντε. Κι έτσι την κάνω εγώ τη βραδινή γύρα. Η Λίζελ δεν είναι εδώ;» «Ο γερο-μπερμπάντης...» Πλατάγισε τη γλώσσα της μαλακά. «Στο Μαλέντε πάλι; Θα ’θελα να ’ξερα τι κάνει συνέχεια εκεί πέρα. Του σηκώνεται ακόμα; Έχει καμιά μικρούλα; Κι η γυναίκα του άρρωστη, κρεβατωμένη». Ο Βάλτερ έβγαλε το κλειδί. «Όχι, όχι, για τα τρακτέρ πήγε. Πήρανε τρία, ενώ στο χαρτί ήταν γραμμένα δύο. Και πρέπει να κάνει αναφορά». Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι. «Αχ, Θεέ μου, και τι θα βγει;... Πόσες αναφορές δεν έχω κάνει για σπίτι. Σκασίλα τους! Καλά θα κάνει να ’χει το νου του, μην τον κρατήσουν εκεί και τον στείλουν γραμμή στο μέτωπο. Ό,τι βάλουνε στο χέρι δεν τους το παίρνεις πίσω. Τώρα κοιτάνε να μαζέψουν ό,τι μπορούν. Ο Ιβάν έφτασε στον Όντερ, δεν θ’ αργήσει να μπει στο Βερολίνο. Τ’ άκουσες;» «Όχι», είπε ο Βάλτερ κι έξυσε τον σβέρκο του. «Εγώ αρμέγω γελάδια, από πολιτική δεν σκαμπάζω. Κι εχθρικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς εδώ δεν πιάνει κανένας». Η φράου Ισμπάνερ τον κοίταξε μισοκλείνοντας το ένα της μάτι. «Και τι δηλαδή; Νομίζεις πως εγώ ακούω ξένο ραδιόφωνο; Τα πουλάκια μού το ’πανε. Έχουν τρελαθεί τα κακόμοιρα τώρα με την άνοιξη, που δεν λέει νά ’ρθει! Και τι δεν βλέπουν τα ματάκια τους! Έρχονται και κάθονται εδωνά, δίπλα μου, και μου λένε για την ωραία μας Πρωσία, που είχε το καλύτερο στάρι. Ζύμωνες ψωμί την πρωτομηνιά και το ’βαζες στην κασέλα τη δρύινη, καρβέλια, σανίδια, καρβέλια, και στο τέλος του μηνός ήταν ακόμα ολόφρεσκο». Ο Βάλτερ έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά. Από τότε που
βομβάρδισαν τους πυλώνες του ηλεκτρικού στο Νοϊμίνστερ, το γάλα, το βούτυρο και το ξινόγαλο τα πάγωναν, όπως πριν από εκατό χρόνια: έπαιρναν με σωλήνες το νερό από το παλιό ρέμα του Άιντερ, το περνούσαν από το μικρό τούβλινο κτήριο κι έβαζαν τους κάδους και τις λεκάνες στο πέρασμά του. Σανίδια, πράσινα στις άκρες από τα μούσκλια, τους επέτρεπαν να ρυθμίζουν τη στάθμη του νερού μέσα στ’ αυλάκι. Ο Βάλτερ την κατέβασε λιγάκι, σήκωσε τη λάμπα του και έριξε μια ματιά στα δοχεία με το βούτυρο. Εδώ κι εκεί το καϊμάκι ήταν παρμένο, το γάλα δεν είχε αρκετό λίπος, αχνόφεγγε γαλανό τόπους τόπους. Έγραψε το όνομά του και την ώρα στον πίνακα και βγήκε έξω. Πίσω από τη δεντροστοιχία του δρόμου βγήκε το φεγγάρι, ένας μεγάλος πορτοκαλοκόκκινος κύκλος. Η φράου Ισμπάνερ δεν καθόταν πια στα σκαλιά και, μόλο που η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή, εκείνος χτύπησε το μεταλλικό στεφάνι. Παλιά μαγείρευαν εδώ για τα γουρούνια, κι ακόμα μύριζε – μια γλυκόξινη μυρωδιά, φλούδια από καρότα και πατάτες· την έπιανε και στα ρούχα της Ελίζαμπετ. Στρώματα και σακιά ήταν απλωμένα κατά μήκος των τοίχων, που είχαν μαύρους λεκέδες από την υγρασία. Η μάνα της, όρθια μπροστά στη φωτιά, ανακάτευε μια κατσαρόλα. «Λοιπόν», είπε, χωρίς να γυρίσει. «Μικρέ; Θες τίποτ’ άλλο;» Κάπνιζε μια κοντή πίπα με στόμιο από κεχριμπάρι. Ο Βάλτερ έκανε ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο, ίσιωσε ένα καδράκι πάνω από τον μπουφέ, έναν φύλακα άγγελο που βοηθούσε δυο παιδιά να περάσουν μια ετοιμόρροπη γέφυρα. «Ήθελα να σας πω... να ρωτήσω...» Ξεροκατάπιε. «Μπορώ να πάρω απόψε τη Λίζελ στο Κανάλι; Αυτοί της Λαϊκής Τροφοδοσίας θα κεράσουν ένα βαρέλι και θα παίξει κανούργια ορχήστρα, οχτώ μουσικοί. Τυφλοί όλοι και ανάπηροι πολέμου, αλλά παίζουν πολύ ωραία. Και, σκέφτηκα, επειδή της αρέσει τόσο ο χορός... Θα τη φέρω πάλι πίσω».
2 – Πεθαίνοντας την άνοιξη
17
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 17
18
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 18
Τα προσανάμματα στην πυροστιά έτριξαν και η φράου Ισμπάνερ έβαλε ένα ξυλαράκι στη φωτιά. Μετά έριξε αλάτι στην κατσαρόλα. «Θα πρέπει να ρωτήσεις την ίδια, νεαρέ. Κοντεύει τα δεκαεφτά, καπνίζει σαν φουγάρο και ένας θεός ξέρει πού βολοδέρνει. Εγώ δεν τα βγάζω πέρα μαζί της». Σήκωσε την ξύλινη κουτάλα, δοκίμασε τη σούπα. «Ακόμα κι αν την κάνεις μαύρη στο ξύλο, βγάζει έναν πήχη γλώσσα. Αλλά, άμα τη φουσκώσουνε, θα κλαίει και θα χτυπιέται και τότε θα ’μαι πάλι η μανούλα της». Γύρισε και τον κοίταξε με τα φρύδια σμιχτά. «Τι έγινε τελευταία πίσω από τον στάβλο, μου λες; Γιατί σου ’ριξε το βραστό νερό απ’ τα σφάγια στα πόδια; Γιατί σε έκαψε;» Η γάτα με τις γκρίζες ρίγες ανέβηκε μ’ έναν πήδο στο τραπέζι κι ο Βάλτερ έγνεψε καταφατικά κουνώντας τα δάχτυλα των ποδιών του μέσα στις γαλότσες του. Παρά την αλοιφή, ακόμα τον πονούσαν. «Ζεματιστό ήταν το νερό... Μου είπε πως δεν με θέλει. Δηλαδή στις φιλενάδες της το είπε, την Όρτρουντ και τη Χέντβιγκ, έτσι, αδιάφορα: Αυτόν δεν τον θέλω. Και πλατς, δίνει μια και μου αδειάζει τη λεκάνη όλη στα πόδια! Κι ήμουνα ξυπόλυτος από το πάτημα του κιμά για τα λουκάνικα! Ευτυχώς που ο Τάμλινγκ είχε επιδέσμους». Η φράου Ισμπάνερ τράβηξε μια τζούρα από την πίπα της κι άφησε τον καπνό να βγει από τη μύτη της· δεν ήθελε να δει ο νεαρός το χαμόγελό της. «Καλά, οι κοπέλες λένε τέτοια... Κι αν θες να σου πω, δεν είναι κακό σημάδι. Δεν σε βρίσκει καθόλου άσχημο, την ξέρω την κόρη μου εγώ. Ξέρω τίνος είναι παιδί... Χάρισέ της κάτι φανταχτερό, στριφογύρισέ την στον χορό, κι όλα θα πάνε καλά». Τράβηξε την κουρτίνα του μπουφέ, πήρε λίγη κρέμα από μια τσανάκα και την έβαλε στη σούπα· ύστερα έριξε μια κλεφτή ματιά προς την πόρτα. «Τι λες εσύ;» ρώτησε σιγανά, σχεδόν φοβισμένα. «Τι θα κάνουν; Θα σας πάρουν κι εσάς, σαν τους άλλους; Θεέ μου, είσαστε παιδιά ακόμα, εσύ κι ο Φίτε! Δεν ξέ-
ρετε την τύφλα σας. Εντάξει, να σ’ αρραβωνιάσω με την Ελίζαμπετ, επειδή είσαι όμορφος κι έχεις τίμιο πρόσωπο. Αλλά όχι να βρεθεί στο τέλος η κόρη μου παντρεμένη μ’ έναν σακάτη». Τα μάτια της βούρκωσαν, αλλά ο Βάλτερ χαμογέλασε. «Κοντεύω δεκαοχτώ!» είπε και στάθηκε με τους ώμους στητούς. «Αλλά τι να με κάνουν εμένα, φράου Ισμπάνερ; Ήδη στη Χιτλερική Νεολαία ήμουνα άχρηστος στο σημάδι. Κάτι έχουν τα μάτια μου. Κι εδώ είμαστε απαραίτητοι, κάνουμε δουλειά. Κάποιος πρέπει ν’ αρμέγει τις αγελάδες, να τις ξεγεννάει. Ο Τάμλινγκ το ’χει πει: πόλεμος χωρίς γάλα δεν γίνεται». Πλησίασε τη γυναίκα και κοίταξε μέσα στην κατσαρόλα· άσπρα φασόλια. «Έτσι κι αλλιώς, όπου να ’ναι θα τελειώσει», ψιθύρισε. «Οι Αμερικάνοι προχωράνε συνέχεια, οι Τόμυδες έχουν φτάσει κιόλας στα ολλανδικά σύνορα, έτσι άκουσα. Ας ελπίσουμε ότι θα φτάσουν πρώτοι στο χωριό, πριν τους Ρώσους». «Ώστε έτσι», είπε η φράου Ισμπάνερ, χαμογελώντας τώρα κι αυτή. «Ποιος ακούει ξένους σταθμούς, μου λες; Το νου σου, νεαρέ, μη σε κρεμάσουν πριν την ώρα σου». Χάιδεψε τη γάτα στην πλάτη, δείχνοντάς της την κουτάλα. «Και τώρα άσε με να κάνω τη δουλειά μου. Η Λίζελ θα ’ναι στο Πέραμα. Πέρασε ο Κόμπλουν ο μαραγκός και την πήρε, κι αυτήν και τις άλλες, με την Τσούνταπ του. Σαν γύφτικο σκεπάρνι καμαρώνει με τη στολή του! Αν είχαμε μερικούς τέτοιους στο Ντάντσιγκ, θα ’μασταν ακόμα στη Δυτική Πρωσία σήμερα». Έφερε ξανά την πίπα στα χείλη της κοιτάζοντας τον φύλακα άγγελο. «Και γιατί σας κερνάει μπίρα, παρακαλώ, η Λαϊκή Τροφοδοσία;» Ο Βάλτερ ανασήκωσε τους ώμους, χαιρέτησε κι έφυγε. Διέσχισε βιαστικά τη σκοτεινιά του μικρού πάρκου με τα έλατα. Το χαλίκι στα δρομάκια του, παγωμένο από το βραδινό πούσι, έτριζε σιγανά, δυο τρία ελάφια ξεμάκρυναν σχεδόν αθόρυβα. Ούτε στα πίσω παράθυρα του υποστατικού είχε φως, στη βεράντα ήταν ένας μεγάλος σωρός κουκουνάρια, κι η πόρτα της
19
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 19
20
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 20
κουζίνας ήταν κλειδωμένη – δύσπιστος, δοκίμασε μια δυο φορές το πόμολο. Σήκωσε τη λάμπα και κοίταξε από το τζαμάκι με τα κοφτά θαμπά στολίδια το τραπέζι. Μόνο το βαζάκι με το πιπέρι είδε και βλαστημώντας σιγανά διέσχισε την αυλή. Μετά την επιδρομή των βομβαρδιστικών είχαν ακουμπήσει στον τοίχο μια ξύλινη σκάλα για ν’ ανεβαίνουν στο πατάρι πάνω από το βουστάσιο, όπου ήταν τα καμαράκια τους. Η πέτρινη σκάλα είχε γκρεμιστεί, τα κομμάτια της είχαν πέσει στις κοπριές και στη λάσπη – ακόμα εκεί ήταν. Δέκα καμαράκια είχε εδώ πάνω, σανιδένια χωρίσματα δηλαδή, τα περισσότερα δεν είχαν καν πόρτα, ελάχιστα είχαν παράθυρο, φεγγίτη δηλαδή. Παπούτσια όλο σκόνη και χώμα δίπλα στα κρεβάτια, στις καρέκλες βιβλία και περιοδικά, στους τοίχους φωτογραφίες οικογενειακές ή πορτρέτα της Μαρίκας Ροκ και της Μάγδας Σνάιντερ. Αλλά οι περισσότεροι εργάτες που είχαν ζήσει εδώ ήταν από καιρό νεκροί. Σ’ ένα από τα καρό μαξιλάρια ένα βιβλιάριο μισθοδοσίας, σ’ ένα άλλο ένας ασημένιος Σταυρός του Στάλινγκραντ. Τον είχε ζυγιάσει μια φορά στο χέρι του και τον είχε βρει απογοητευτικά ελαφρύ. Παρόλο που τα στενά καμαράκια (ένα κρεβάτι, μια καρέκλα και μια λεκάνη εμαγιέ για το πλύσιμο) δεν είχαν θέρμανση, ήταν πάντα ζεστά χάρη στα ζώα από κάτω. Έβγαλε τη φόρμα του, γύρισε τη βρύση και πλύθηκε μ’ ένα κομμάτι σαπούνι λεβάντα, που του ’χε στείλει η μάνα του. Μετά ψηλάφισε το σαγόνι και τα μάγουλά του, πέρασε καινούργια λεπίδα στο ξυράφι του και έξυσε τους κάλους στα χέρια του. Φόρεσε το μουσταρδί κοτλέ παντελόνι του και διάλεξε καθαρό πουκάμισο από το ντουλάπι. Ήταν ασιδέρωτο, αλλά άσπρο. Άφησε τον γιακά ξεκούμπωτο και από πάνω φόρεσε μια χοντρή μπλε μάλλινη ζακέτα με δυο σειρές κουμπιά. Τα μαλλιά του, που ο κουρέας στο Σέεστεντ τα ’λεγε σύρματα, τα ’στρωσε κάπως με λίγο χοιρινό λίπος, απ’ αυτό που είχαν για τα μαστάρια των αγελάδων. Μ’ αυτό γυάλισε και τα παπούτσια του, τα
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 21
Στα χωράφια γυάλιζαν οι μυτούλες των φρέσκων σπαρτών, σαν γυαλάκια στο φεγγάρι, που ακόμα δεν είχε σηκωθεί ψηλά. Κάτι βομβαρδιστικά πέρασαν, ένα μικρό σμήνος με κατεύθυνση το Κίελο, πετούσαν χαμηλά, έβλεπες τους πιλότους τους. Σ’ ένα φραγμένο βοσκοτόπι δίπλα στον δρόμο μαλλιαρά πρόβατα στέκονταν μαζεμένα γύρω από μια θημωνιά άχυρο. Ένα μακρυμάλλικο τσοπανόσκυλο πετάχτηκε κάτω από το κάρο του βοσκού, αλλά δεν πήδησε το χαντάκι να τον κυνηγήσει. Έτρεξε δίπλα του αθόρυβα ως το δάσος, το τρίχωμά του χοροπηδούσε σε κάθε του βήμα. Το ίδιο αθόρυβα και περήφανα έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω. Ανάμεσα στις ψηλές οξιές το φεγγαρόφωτο έμοιαζε θαμπή ομίχλη και οι ξερές κάψες από τους καρπούς των δέντρων στον δρόμο έσκαγαν κάτω από τις ρόδες του. Η μουσική από το Πέραμα ήταν από δίσκο ή από το ράδιο, ο Βάλτερ γνώρισε τη φωνή του Χανς Άλμπερς. Στο κεντράκι, που ήταν δίπλα ακριβώς στο πρανές του Καναλιού και είχε τα παράθυρά του αμπαρωμένα για τη συσκότιση, συνήθως άναβαν ηλεκτρικό. Ο Σίμπελ Γιάνσον, ταβερνιάρης και περατάρης, μετέτρεπε με λίγες κινήσεις τον κινητήρα της μαούνας του σε γεννήτρια. Στο μπροστινό μέρος της ταβέρνας υπήρχε μια τέντα από δίχτυα παραλλαγής κι ένα στέγαστρο από κορμούς έλατου· από κάτω ένα φορτηγάκι της Χάνομαγκ και δυο σκονισμένες Μερσεντές 170, με τα ρουνικά σύμβολα των SS στις πινακίδες τους. Οι λάμπες ήταν τυλιγμένες, να μη φαίνεται το φως τους.
21
’κανε λαμπίκο. Τέλος πήρε λεφτά από το τσίγκινο κουτί με τον Μαυριτανό στο καπάκι και κατέβηκε τη σκάλα, δηλαδή κατρακύλησε κρατημένος από τα κάθετα ξύλα της, πήρε το ποδήλατό του από το άδειο παχνί του ταύρου και χωρίς φως τράβηξε για το Κανάλι.
22
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 22
Ο Βάλτερ ακούμπησε το ποδήλατο στην καρότσα της Τσούνταπ του Κόμπλουν, και πέρασε ξανά το χέρι από τα μαλλιά του πριν ανοίξει την πόρτα. Σύννεφο ο καπνός κρεμόταν πάνω από το παλιό ακρόπρωρο, μια ανεμοδαρμένη νεράιδα με χρυσό φόρεμα, που ο Γιάνσον είχε μετατρέψει σε πάγκο για να σερβίρει τα ποτά· και τα τραγούδια, τα γέλια και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών αντηχούσαν πίσω του πάνω από το νερό. Η φιλενάδα του Φίτε, η Όρτρουντ, που σέρβιρε με τη μάνα της μπίρα, τον είδε, τον χαιρέτησε, του ’δειξε με το κεφάλι τη σάλα. Έδειχνε ευτυχισμένη, κι ας είχε αποβάλει πριν τρεις βδομάδες· το αναψοκοκκινισμένο, ελαφρά ιδρωμένο της πρόσωπο έκανε το χαμόγελό της να φαντάζει ακόμα πιο λαμπερό. Καμιά δεν έβαφε πιο κόκκινα τα χείλια της. «Δεν θα ’ρθει σήμερα το τέλος του κόσμου», τραγουδούσε στη διαπασών το Φολκς Εμπφένγκερ, το στρατιωτικό μεγάφωνο από τον τοίχο. Δίπλα του κρεμόταν η σημαία της Λαϊκής Τροφοδοσίας, με το ξίφος και το στάχυ. Με τσιγάρα και ποτήρια στα χέρια, όρθιοι οι στρατιωτικοί χωρίς πηλήκια ανάμεσα στον κόσμο, κουβέντιαζαν εύθυμοι, γελαστοί. Ήταν όλοι τους αξιωματικοί των SS με γκρίζες ατσαλάκωτες στολές και στιλβωμένες αρβύλες. Πηγαίνοντας προς την πόρτα της σάλας ο Βάλτερ μύρισε την μπριγιαντίνη στα μαλλιά ενός λοχία. Είχε το αριστερό του χέρι κρεμασμένο μ’ επίδεσμο στο στήθος μπροστά του κι όλο το αριστερό μισό του προσώπου του ήταν μια πλατιά επίπεδη ουλή. Το μάτι του δάκρυζε. Κράνη κρέμονταν στους γάντζους της εισόδου. Η Ελίζαμπετ καθόταν στο περβάζι, στο παράθυρο δίπλα στην εξέδρα της σκηνής. Φορούσε το σκούρο πράσινο φουστάνι με τον όρθιο γιακά, που της είχε χαρίσει η κυρία Τάμλινγκ και δεν έδειχνε πια καθόλου μικρό κορίτσι, έτσι όπως ήταν βαμμένη, έτσι όπως στεκόταν στητή. Τις μαύρες μπούκλες της τις είχε στερεωμένες μ’ ένα ανοιχτόχρωμο κοκαλάκι, είχε βάψει πολύ τα μάτια της και προφανώς είχε δανειστεί το κραγιόν της Όρτρουντ. Κά-
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 23
τω από τον ποδόγυρο του μεταξωτού φουστανιού φορούσε τις γαλότσες με τις οποίες είχε περπατήσει από το Ντάντσιγκ ως εδώ πρόσφυγας, άλλα παπούτσια δεν είχε. Μόλις ο Βάλτερ τη χαιρέτησε, εκείνη σήκωσε το σαγόνι της και γύρισε αλλού το βλέμμα, σαν να περίμενε κάποιον άλλον. Αμέσως μετά, όμως, του ’βγαλε τη γλώσσα, μόνο την ακρίτσα. Πάνω από τη σκηνή κρεμόταν μια αυτοσχέδια επιγραφή:
Τώρα την είδαν και οι άλλοι. Η Χέντβιγκ, που καθόταν δίπλα στην Ελίζαμπετ, σήκωσε τα χέρια και του ’κανε νόημα να πλησιάσει. Ο Φίτε, που ταλαντευόταν καθιστός στον ρυθμό της μουσικής στρίβοντας τσιγάρο, τον καλωσόρισε με χαμόγελο. Φορούσε την ποδιά της δουλειάς, αυτή που φορούσε όλη μέρα στο άρμεγμα, παπούτσια με ατσάλινα μπαλώματα στις μύτες, ένα φαρδύ ντρίλινο παντελόνι κι ένα μπλε πουλόβερ γεμάτο τρύπες από τον σκόρο. Τα χέρια του ήταν βρώμικα. «Να και το αφεντικό μας», είπε – κι από τη φωνή του φαινόταν ήδη πιωμένος. «Sieg heil, σύντροφε. Όλα στην πένα;» Η Χέντβιγκ, η αδερφή της Όρτρουντ, οικονόμος στο σπίτι των Τάμλινγκ, τον σκούντησε με τον αγκώνα στο πλευρό του, κι ο Βάλτερ κούνησε το κεφάλι. «Πώς είσαι έτσι;» τον ρώτησε, του ’διωξε ένα άχυρο από τα ξανθά μαλλιά, του ίσιωσε τον λαιμό του πουλόβερ. «Δεν μπορούσες να πλυθείς, να χτενιστείς, να φορέσεις κάτι της προκοπής; Και γιατί είσαι τύφλα;» Ο Φίτε σταύρωσε τα πόδια και τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του, που παραήταν χαλαρά στριμμένο. Στην άκρη των χειλιών του είχε όπως πολύ συχνά λίγο ξεραμένο σάλιο. Όταν έκλεινε τα μάτια, έμοιαζε κορίτσι· λεπτό πρόσωπο, άτριχα μάγουλα, μακριά πυκνά τσίνορα, γυριστά στις άκρες. «Ευπειθώς
23
ΑΓΩΝΑΣ ΩΣ ΤΗ ΝΙΚΗ! ΚΑΛΙΟ ΝΕΚΡΟΣ ΠΑΡΑ ΣΚΛΑΒΟΣ! LEVER DOOD AS SLAAV!
24
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 24
αναφέρω, Αρχηγέ μου: της προκοπής ρούχο δεν έχω. Ποτέ δεν είχα. Κι έτσι κι αλλιώς, στον στάβλο δεν είμαστε; Σαν στάβλος μυρίζει πάντως. Και μόνο βόδια των SS βλέπω εδώ μέσα». Ήταν η σειρά του Βάλτερ να του χώσει αγκωνιά στο πλευρό. «Βαρέθηκες τη ζωή σου, ηλίθιε;» του σφύριξε μέσα από τα δόντια του. «Αντί να αμολάς συνέχεια μεγάλα λόγια, δεν κοιτάς να κάνεις τη δουλειά σου; Τι δουλειά έχουν οι σκατωμένες γαλότσες και οι ποδιές δίπλα στα γάλατα; Ε; Τα τουλπάνια δεν τα ’χες μουλιάσει, τα σκαμνιά τα ’χες αφήσει πεταμένα και τα μοσχάρια μες στο ρεύμα, να ξεπαγιάσουν. Δεν προλαβαίνει να φύγει ο γέρος κι εσύ τα κάνεις όλα μπάχαλο. Ακόμα και το καμαράκι σου σαν στάβλος είναι. Να ξέρεις, όμως: άλλη μια παρατήρηση να σου γράψει στο φυλλάδιό σου, ξέχνα τις τελικές εξετάσεις, το χαρτί δεν θα το πάρεις». «Ουφ», είπε ο Φίτε και τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου του σε μια γλάστρα. «Ο μεγάλος Αρχηγός Άτα μίλησε. Όλα πρέπει να ’στράφτουν». Και τραβώντας ένα μπουκάλι φτηνό κονιάκ από την τσέπη του ήπιε μια γερή γουλιά. «Αλλά δεν φταίω εγώ, οι αναθεματισμένες οι προσφυγοπούλες φταίνε! Που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το κεφάλι από τα καπούλια της αγελάδας. Και σκουπόξυλα να τους δώσεις, θα τ’ αρμέξουν κι αυτά. Κάθομαι, λοιπόν, και τους εξηγώ πώς γίνεται. Αυτό είναι χασομέρι: πασαλείβουμε τα μαστάρια με το λαρδί καλά καλά. Δεν τα τραβάμε, τα ζουλάμε μαλακά. Δεν σταματάμε, τα χαϊδεύουμε, τα χαϊδεύουμε, ώσπου να χύσουν και την τελευταία στάλα. Άντε να προλάβω να ντυθώ ύστερα...» Έδωσε το μπουκάλι στην Ελίζαμπετ. «Καλά δεν τα λέω, μικρούλα μου;» Το κορίτσι ζάρωσε το μούτρο του, έφερε το χέρι στο μέτωπο. «Φίτε, είσαι πολύ βρωμιάρης! Ένα παλιογουρούνι!» του απάντησε. «Δεν απορώ που σε διώξανε από το γυμνάσιο». Μετά ήπιε μια γουλιά και πέρασε το μπουκάλι στη φίλη της. «Όχι», είπε η Χέντβιγκ και σκούπισε με τη χούφτα της το στόμιο του μπουκαλιού. «Δεν είναι παλιογουρούνι, γουρουνά-
κι γάλακτος είναι. Πού το βρήκες το κονιάκ, βρε κλέφταρε; Από την κουζίνα μου το βούτηξες;» Ο Φίτε κάθισε βαρύς στο περβάζι του παράθυρου, ξεφύσηξε τον καπνό και δεν μίλησε. Κι ο Βάλτερ είπε: «Μάλλον ξάφρισε το καϊμάκι απ’ το γάλα και μ’ αυτό πλήρωσε. Τι πειράζει κι αν δεν παραδώσουμε το βούτυρο που πρέπει; Σαμποτάζ σε καιρό πολέμου! Τι θα πάθουμε; Τίποτα. Τι ψυχή έχουν λίγα χρόνια στο στρατόπεδο... Και συ πού ήσουνα απόψε; Μου λες; Δεν είχες πει πως θα μ’ άφηνες κάτι να βάλω στο στόμα μου;» Η Χέντβιγκ, που είχε πλέξει τα καστανά μαλλιά της δυο σφιχτές κοτσίδες δεμένες μεταξύ τους, γούρλωσε τα μάτια της. «Ορίστε; Σου άφησα!» είπε και τέντωσε τους ώμους της ενοχλημένη. «Τι έχεις πάθει σήμερα; Ένα πιάτο γεμάτο ψωμάκια με χοιρομέρι, αγγουράκι τουρσί και αυγά. Και λίγη κομπόστα που είχε περισσέψει, σου την άφησα κι αυτήν! Στο καμαράκι!» Φορούσε μια πλισέ μάλλινη φούστα και το πουκάμισο του Εθνικοσοσιαλιστικού Συνδέσμου Γερμανίδων Κορασίδων, χωρίς τον λαιμοδέτη. Ο Βάλτερ τής έδειξε την αλυσίδα με τα κλειδιά, που κρεμόταν στον λαιμό της. «Ναι, αλλά στην κουζίνα δεν μπορούσα να μπω», της είπε – κι εκείνη κράτησε τρομαγμένη την ανάσα της φέρνοντας το χέρι στο στόμα. Μα πίσω από τα δάχτυλά της χαμογέλασε. «Συγγνώμη, Άτα! Λυπάμαι, αλήθεια λυπάμαι. Αύριο θα σου μαγειρέψω το αγαπημένο σου φαγητό, στον λόγο μου! Μου ’χει μείνει μια κονσέρβα σπανάκι». Ο Ερνστ Κόμπλουν, ο αρραβωνιαστικός της, βγήκε πίσω από τον πάγκο κι ακούμπησε στο περβάζι έναν δίσκο με ποτήρια γεμάτα μπίρα. Φορούσε κι αυτός τη στολή των SS, μ’ ένα αστέρι στη μύτη του γιακά και το μαύρο διακριτικό των τραυματιών πολέμου στο στήθος, στο ύψος της καρδιάς. «Ζήτω η Λαϊκή Τροφοδοσία!» είπε και χτύπησε εγκάρδια τον Βάλτερ στον ώμο. Γνωρίζονταν από το Ρουρ, ήταν γείτονες στο Μπόρμπεκ. Ήθελαν κι οι δυο να δουλέψουν στις στοές τελειώνοντας
25
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 25
26
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 26
το σχολείο, όπως όλοι στην τάξη. Καθώς όμως τα περισσότερα ανθρακωρυχεία έκλεισαν με τους βομβαρδισμούς, η Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ τούς έστειλε στον Βορρά. «Λοιπόν, φίλτατε, πώς πάει; Καιρό έχω να σε δω. Κάνα νέο από τον γεροΟύρμπαν;» Ο Βάλτερ πήρε ένα ποτήρι. «Μπα, τίποτα. Από τότε που τον μεταθέσανε, δεν έχει έρθει γράμμα – έτσι λέει τουλάχιστον η μάνα μου. Αλλά εσείς τι κάνετε εδώ, εσύ και οι δικοί σου; Δεν έπρεπε να είστε στο μέτωπο;» Ο Ερνστ, λογιστής κανονικά στην Ξυλουργική, είχε καταταγεί εθελοντής πριν από έναν χρόνο, και τώρα χτύπησε χαμογελαστός την παλάμη του στη θήκη του περιστρόφου του, στο γυαλισμένο δέρμα της. «Ε, στο μέτωπο είμαστε, Άτα! Στο μέτωπο! Καιρός πια να ξεμπερδεύουμε μ’ αυτό το πνεύμα που θέλει να χωρίζει τα πάντα σε ζώνες. Το μέτωπο είναι παντού!» Ο Βάλτερ κούνησε το κεφάλι του αμίλητος και κοίταξε προς την εξέδρα όπου είχαν ανέβει οι μουσικοί – κι αυτοί ντυμένοι στρατιωτικά. Κάποιοι ακούμπησαν τα μπαστούνια και τα δεκανίκια τους στα σανίδια μπροστά τους, πριν πάρουν τα όργανα στα χέρια τους. Ο Φίτε βούλωσε το μπουκάλι του και είπε: «Γεια σου, μεγάλε πολεμιστή! Πήρες κι άλλο μετάλλιο; Αλήθεια είναι αυτό που άκουσα, σου πυροβόλησαν το ένα αρχίδι;» Η Ελίζαμπετ τον τσίμπησε στο μπράτσο· αλλά ο Ερνστ δεν θύμωσε. «Ε, δεν είναι και τελείως ψέμα. Εξοστρακίστηκε η σφαίρα. Σε μια επιχείρηση αντιποίνων. Το ’χουν πάθει και στρατηγοί, Ίμι. Μερικές φορές ξεχνάς να βγάλεις καποιανού τη ζώνη και μπαμ, σου ’ρχεται η σφαίρα στα μούτρα. Για να ξέρεις, πάντως: το τραύμα έκλεισε κι όλο το σύστημα λειτουργεί στην εντέλεια». Έκλεισε το μάτι στη Χέντβιγκ. «Ρώτα και την κουνιάδα σου, άμα θες». Η κοπέλα άνοιξε θεατρινίστικα το στόμα της και σήκωσε το χέρι, σαν να ετοιμαζόταν να τον χαστουκίσει. Αλλά ο Φίτε έσβησε τη γόπα του στο περβάζι και δεν τον άφησε ήσυχο. «Δη-
λαδή μόνος σου το πυροβόλησες το αρχίδι σου... Και τι θα πει αντίποινα, δηλαδή;» ρώτησε αγνοώντας το βλέμμα του Βάλτερ. «Σκοτώσατε κανέναν; Χτυπήσατε αμάχους;» «Μωρέ, καλός είσαι συ!» Ο Ερνστ τον κοίταξε όλο περιφρόνηση. «Μήπως νομίζεις ότι πάμε για καφέ στο μέτωπο; Οι αντάρτες μάς έκαναν ζημιές. Μπήκαμε, λοιπόν, κι εμείς στα χωριά τους και αποδεκατίσαμε τους δικούς τους και τα ζωντανά τους. Χειροβομβίδες στους στάβλους και μπαμ! Μήπως νομίζεις ότι μ’ αρέσει αυτό; Ακόμα έχω τα χλιμιντρίσματα των αλόγων στ’ αυτιά μου. Δεν αντέχεται, σου λέω. Έτσι είναι ο πόλεμος, όμως: η δυσκολότερη δουλειά που υπάρχει». Ο Φίτε γρύλισε κι έβγαλε από την τσέπη το μαντίλι του, ένα κουβαριασμένο κουρέλι. «Χειροβομβίδες στους στάβλους, ξεκληρισμένες οικογένειες», μουρμούρισε ξεδιπλώνοντας το μαντίλι του. «Αχ, φαντάρε της φακής, δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Ξεγέννησες ποτέ σου αγελάδα; Ε; Αγελάδα που να τη σφάζουνε οι πόνοι, επειδή γύρισε η μήτρα της ανάποδα; Ή που ’ναι στενή και το μοσχαράκι κατεβαίνει με το πλάι και δεν χωράει να βγει; Γίνονται τα μπράτσα σου κουρέλια, σπάνε οι φλέβες στα μάτια σου... Να ξεγεννήσεις ζωντανό, να φέρεις πλάσμα στον κόσμο, αυτή είναι η δυσκολότερη δουλειά που υπάρχει. Να καταστρέψει και να σκοτώσει μπορεί κι ο κάθε ηλίθιος». Φύσηξε τη μύτη του και πιο μαλακά πρόσθεσε: «Και δεν το λέω για σένα αυτό. Υπάρχουν κι έξυπνοι ηλίθιοι». Ο Ερνστ χλώμιασε. Σαν να ’σφιξε τα δόντια του. Τα μάγουλά του τρεμόπαιξαν. «Φίτε!» φώναξε η Χέντβιγκ κι η φωνή της ακούστηκε ξαφνικά στριγκιά. Ζάρωσε τα φρύδια της, που τα ’χε περάσει με το μολύβι καμαρωτά στις άκρες, και το φοβισμένο της βλέμμα πήγε κι ήρθε ανάμεσα στον Φίτε και στον αρραβωνιαστικό της. «Είσαι τύφλα στο μεθύσι, ανόητε! Τι βλακείες λες;» Βιαστικά άρπαξε δυο ποτήρια μπίρα από τον δίσκο και τους τα πρόσφερε· τα χέρια της έτρεμαν. «Για σας παρακαλώ και τους δυο! Δεν θέλω καβγάδες στην οικογένεια, ακούτε;»
27
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 27
28
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 28
Μα ο αδερφός της αγνόησε το ποτήρι της μπίρας. Έβαλε ξανά το μαντίλι στην τσέπη του. «Άμα δεν ήθελες καβγάδες, θα ’πρεπε να τυλίξεις άλλον γαμπρό», μουρμούρισε. Και, γλιστρώντας κάτω από το περβάζι όπου καθόταν, διέσχισε την αίθουσα και πήγε προς τις τουαλέτες. Το μπουκάλι του κονιάκ φούσκωνε στην τσέπη του. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκαν τα ντραμς και ο τρομπετίστας, που είχε ένα μόνο χέρι, φύσηξε μια φανφάρα μέσα στον καπνό κι έδωσε το σύνθημα ν’ αρχίσει ο χορός. Κάπου γάβγισε ένα σκυλί. Κι όσοι ήταν να χορέψουν, γυναίκες δηλαδή και άντρες γέροι, πήραν θέσεις και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Κάποιοι βάλθηκαν να κρατούν τον ρυθμό με τη μύτη του ποδιού τους ή μετρώντας δυνατά. Και, μόλις άρχισε η ορχήστρα να παίζει, τα ζευγάρια μπήκαν στην πίστα χορεύοντας, μια μάζα ανθρώπων που στριμώχνονταν μεταξύ τους και μύριζαν ιδρώτα και σναπς και ροδόνερο. Μέσα σ’ αυτό το πλήθος χάθηκαν κι η Χέντβιγκ με τον Ερνστ. Τα ξανθά μαλλιά του Φίτε είχαν ήδη γίνει άφαντα. «Ένας φίλος, ένας καλός φίλος...» Η Ελίζαμπετ, στηριγμένη με τα δυο της χέρια στο περβάζι, κούνησε τα πόδια της στον ρυθμό και βάλθηκε να μουρμουρίζει το τραγούδι. Φροντίζοντας να μην κοιτάζει καθόλου προς το μέρος του Βάλτερ. Έγνεψε σε κάποιον γνωστό της και φοβέρισε με το δάχτυλο τη μικρή της αδερφή, που ήταν κολλημένη πάνω σ’ έναν φαντάρο. «Τι κοιτάς έτσι, ρε βλάκα;» ρώτησε μέσ’ από τα δόντια της. «Πρώτη φορά βλέπεις μεταξωτό φουστάνι; Δεν θα με ζητήσεις να χορέψουμε;» Είχε βαφτεί με κάρβουνο ή με καπνισμένο φελλό πάνω από τα μηνίγγια, εκεί που οι φύτρες των μαλλιών της ήταν αραιές. Ο Βάλτερ έβρεξε τα χείλια του στην μπίρα, που είχε μείνει χωρίς αφρό. «Όχι, δεν μπορώ να χορέψω», είπε. «Τα πόδια μου είναι ζεματισμένα, αν θυμάσαι. Με κάθε βήμα πονάω. Γιατί δεν ήρθες χτες βράδυ; Να μου βάλεις αλοιφή».
ROTMAN_ANOIKSH sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:44 ΜΜ Page 29
Η μπάντα άρχισε να παίζει τον «Ατρόμητο Ναύτη», ο τρομπετίστας τραγουδούσε. Ο Βάλτερ πέρασε ανάμεσα από τα ζευγάρια που χόρευαν, έφτασε στην πόρτα της κουζίνας με το στρογγυλό παραθυράκι στο ύψος του προσώπου κι είχε ήδη απλώσει το χέρι στο πόμολο, όταν κάποιος τον χτύπησε στην πλάτη. Με πρόσωπο κόκκινο, χείλια σκασμένα, ο Κλάας Τάμλινγκ φορούσε το δερμάτινο πανωφόρι του με το χρυσό καρφιτσάκι του κόμματος στο πέτο. «Επ! Δεν λιποταχτούμε! Μην το βάζεις στα πόδια», είπε και έστρωσε τ’ αραιά του μαλλιά
29
Μα η Ελίζαμπετ δεν του ’δωσε απάντηση, όχι άμεσα τουλάχιστον. Ίσιωσε λιγάκι τους ώμους της, ανασήκωσε το σαγόνι της, γύρισε και κοίταξε προς το μέρος του πάγκου· έγλειψε νευρικά με το κάτω χείλι το πάνω και έξυσε με το μικρό της δαχτυλάκι τον λαιμό της. «Καλά, όπως θέλεις», είπε τέλος. «Οι πονεμένοι άντρες έτσι κι αλλιώς δεν είναι του γούστου μου. Θα βρω άλλον». Μ’ ένα πήδημα κατέβηκε από το περβάζι και ο αέρας βγήκε με θόρυβο από τις γαλότσες της. Προχώρησε σβέλτα προς την παρέα των φαντάρων κι ο Μαρκ Χουνστάιν, ο χοντρός γκαουλάιτερ του τοπικού Αγροτικού Συνδέσμου, την κέρασε αμέσως τσιγάρο και ένα ποτηράκι σναπς. Κι όπως κάτι της έλεγε στ’ αυτί κι η Ελίζαμπετ γελούσε, ο Βάλτερ σκέφτηκε γι’ άλλη μια φορά πως τελικά δεν ήταν όμορφη. Είχε στραβά, περίεργα γκρίζα δόντια, πολύ μακριά μύτη, μικροσκοπικά στήθη και ανύπαρκτους γοφούς· και μόνο που την κοιτούσες, νόμιζες πως ένιωθες το λείο της δέρμα στα δάχτυλά σου. Κι είχε κάτι αστραφτερό, κάτι που το χρωστούσε ίσως στην αναίδειά της, μια δύναμη ξεχωριστή, κάτι που φαινόταν λιγότερο στα φοβισμένα της μάτια και πιο πολύ στη λάμψη των μαύρων φρυδιών της. Ώρες ώρες ο Βάλτερ σκεφτόταν πως είχε στ’ αλήθεια κάτι τσιγγάνικο μέσα της.