978 960 03 6244 2

Page 1

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 5

ΓΙΑΝ ΣΙΜΠΕΛΙΝΚ

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΟΛΛΑΝΔΙΚΑ

ΙΝΩ ΒΑΝ ΝΤΑΪΚ-ΜΠΑΛΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 6

Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε με την αρωγή του Ολλανδικού Ιδρύματος Γραμμάτων. ß ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Jan Siebelink, Knielen op een bed violen

Copyright by Jan Siebelink, 2005 Originally published by De Bezige Bij, Amsterdam © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6244-2


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Ένα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17 Δύο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 56 Τρία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 92

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ

Τέσσερα Πέντε . . Έξι . . . . Εφτά . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 115 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 229 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 302 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 327


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 8


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 9

Για τους Κάι, Χάνε, Τέιν, Αλάνα, Βάσκο και Λίνα


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 10


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 11

... αν δεν έχω αγάπη... Επιστολή προς Κορινθίους Α΄, 13:1


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 12


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 13

Όμανικών συνόρων, βλέπει στο τέλος, πάνω από τον απέπλησιάζει από τα ανατολικά, από τη μεριά των γερ-

ραντο τυρφώνα, μια γκρίζα γραμμή στον ορίζοντα, κι όποιος κάνει αυτό το ταξίδι για πρώτη φορά και σκοπεύει να περάσει το ποτάμι, νομίζει ότι κοντεύει να φτάσει στο πορθμείο πεζών και τα δάση της Βέλουε. Αλλά ο ανίδεος ταξιδιώτης απέχει χιλιόμετρα ακόμα από το ποτάμι και διακρίνει περίεργα εξογκώματα που ξεπροβάλλουν διάσπαρτα στον επίπεδο τυρφώνα. Αλλουβιακά αποθέματα που δημιουργήθηκαν κατά την πρώτη εποχή των παγετώνων, όπως εξηγεί κάθε χρόνο στους μαθητές του ο δάσκαλος του Εθνικού Χριστιανικού Σχολείου Βασιλιάς Δαβίδ: αρχικά ένας ορεινός όγκος στον οποίο αργότερα η διάβρωση δημιούργησε κοιλάδες. Εργάτες από τη Βέιντερστεϊχ που δουλεύουν στα τουβλάδικα δίπλα στο ποτάμι, καθώς και τα παιδιά τους που πηγαίνουν στο δημοτικό σχολείο στο Λάτεμ, σκαρφαλώνουν κάθε μέρα τους λόφους απ’ τη μία πλευρά και κατηφορίζουν απ’ την άλλη από στενά μονοπάτια που έχουν χαραχτεί με το πέρασμα των αιώνων και οδηγούν στα διαβατά σημεία του ποταμού. Δεν το αντιλαμβάνονται: κάθε φορά κατεβαίνουν λίγο περισσότερο απ’ ό,τι ανέβηκαν. Κι αυτό το φαινόμενο επίσης μπορεί να το εξηγήσει ο δάσκαλος, που είναι και διευθυντής του διθέσιου σχολείου. Πιο κοντά στον ποταμό, η γη έχει υποστεί καθίζηση λόγω του πιο μαλακού υποστρώματος.

13

ποιος


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 14

Έτσι η γη σε πηγαίνει από μόνη της, αλλά σιγά σιγά, όλο και πιο βαθιά. Το χωριό πίσω από το φράγμα δίνει πράγματι την εντύπωση πως βρίσκεται σ’ ένα βαθούλωμα, εντύπωση που ενισχύεται από το ψηλό φράγμα. Από τα σπίτια τους οι κάτοικοι έχουν θέα στο φράγμα. Μέσα στους αιώνες έχουν αποκτήσει την αίσθηση πως αυτό το εμπόδιο δεν ξεπερνιέται. Το Λάτεμ είναι φτωχό, οι άνθρωποι είναι φτωχοί αγρότες που μισθώνουν τα χωράφια τους ή εργάτες σε τουβλάδικο και σπάνια κάνουν προσπάθεια να βρουν καλύτερη τύχη στην άλλη πλευρά του ποταμού.

Αυτή η κυματιστή, συνήθως γαλάζια γραμμή ακριβώς πάνω από το φράγμα είναι η άκρη της Βέλουε: της γης της επαγγελίας, της γης της Χαναάν. Εκεί πηγαίνουν μόνο για ν’ αγοράσουν νυφικό ή γαμπριάτικο κοστούμι. Το πορθμείο πεζών προορίζεται κυρίως για τον ταξιδιώτη που έρχεται από μακριά. Ο τελικός του προορισμός θα είναι η κομψή πρωτεύουσα του νομού ή ένα από τα πλούσια χωριά στα περίχωρά της.

14

Ο τυρφώνας είναι μια λιμνοθάλασσα, ένας βαλτότοπος γεμάτος καλαμιές, αυλάκια και πλωτά νησιά. Από κει βλέπεις να ξεπροβάλλει το χωριό με το μπλε καμπαναριό που χρονολογείται τον δωδέκατο αιώνα· έτσι όπως το φωτίζει ο ήλιος, στην αρχή θαρρείς πως είναι αντικατοπτρισμός. Μετά τον τυρφώνα αρχίζει μια στενή λωρίδα στεριάς με παλιά παραμελημένα λιβάδια, χορταριασμένα μονοπάτια και καρόδρομους που δίνουν την εντύπωση πως δεν οδηγούν πουθενά. Στα ριζά της εκκλησίας, απέναντι απ’ το μικρό νεκροταφείο, βρίσκεται το δημοτικό.


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 15

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Μακάριοι όσοι ζούνε άψογα κι είν’ η ζωή τους σύμφωνη με του Κυρίου το νόμο! Μακάριοι όσοι τις νουθεσίες του ακολουθούν και μ’ όλη την καρδιά τους τον γυρεύουν! Και ανομία δεν πράττουν, στους δρόμους που πορεύονται. Ψαλμοί, 119: 1-3


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 16


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 17

Ένα

[ 1 ]

προαύλιο του σχολείου, τα τζάμια αντανακλούσαν το μπλε καμπαναριό του Λάτεμ, τα παιδιά κατέβηκαν τρέχοντας και φωνάζοντας τα σκαλοπάτια μετά το ψηλό πλατύσκαλο. Ο Χανς Σίβες από την πέμπτη ούτε φώναξε ούτε έτρεξε· κρατώντας την παλιά τσάντα για τα ψώνια της μητέρας του προχώρησε στο συνηθισμένο του σημείο σε κάποια απόσταση απ’ τη φασαρία, ανάμεσα στην είσοδο και τον τοίχο που περιτριγύριζε το προαύλιο. Έβγαλε μερικά πολύχρωμα ξεφτισμένα πανιά από την τσάντα και με άνετες σταθερές κινήσεις τα άπλωσε μπροστά του στο χώμα, και στην άκρη τοποθέτησε ένα άδειο κουτί από κιμωλίες που του χάρισε ο δάσκαλος. Κανείς δεν αμφισβητούσε τη θέση του εκεί. Αφού είχε οικειοποιηθεί αυτή την περιοχή. Για να τρενάρει λιγάκι, μετακίνησε τα πανιά του, πήρε μια βαθιά ανάσα όσο του το επέτρεπε το άσθμα του, κοίταξε ερευνητικά γύρω του, προστατεύοντας τα μάτια με το χέρι απ’ το εκτυφλωτικό φως. Στη γωνία όπου στεκόταν η καστανή οξιά, τα κορίτσια έπαιζαν κουτσό. Δεν τ’ αποφάσιζε ν’ αρχίσει την παράστασή του· πέρασε το χέρι πάνω απ’ το κεφάλι του που ήταν γουλί. Όσο ήταν μαθητές, τα αγόρια του σχολείου Βασι-

17

Η σκιά της βαριάς πόρτας γλιστρούσε πάνω στις πλάκες στο


18

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 18

λιάς Δαβίδ τριγυρνούσαν με ξυρισμένο κεφάλι. Μετά, ήταν αρκετά μεγάλα για να βγάλουν μόνα τους τις ψείρες. Για τα κορίτσια δεν ίσχυε το μέτρο. Ακόμα περίμενε. Εκτός από μερικά παιδιά απ’ τις μικρότερες τάξεις, δεν είχε άλλο κοινό. Από τη θέση του έβλεπε καλά ολόκληρο το προαύλιο. Η δασκάλα κι ο δάσκαλος έκαναν τον συνηθισμένο γύρο τους, τα κορίτσια έπαιζαν κουτσό, τα αγόρια κρυφτό, ο κουτσουρεμένος κορμός μιας ξεραμένης καρυδιάς ήταν το σημείο όπου τα φυλούσαν. Τα κορίτσια έμοιαζαν μεταξύ τους απ’ το ντύσιμό τους: γκρίζο φουστάνι, γκρίζες κάλτσες. Ένα κορίτσι ξεχώριζε επειδή φορούσε κόκκινα σοσονάκια και καπέλο για τον ήλιο με κορδέλες. Η σκιά του καπέλου έπεφτε στο πρόσωπο και στα μπράτσα έτσι όπως καθόταν ανακούρκουδα τραβώντας μια γραμμή στις πλάκες με κίτρινη κιμωλία. Ο Χανς ανασήκωσε το φρύδι, έμοιαζε να λέει στον εαυτό του «άντε λοιπόν», πήρε βαθιά εισπνοή και τη στάση του δρομέα στην αφετηρία, έτρεξε λες κι η ζωή του εξαρτιόταν απ’ αυτό (μα να μην μπορεί να τρέχει σαν τους άλλους!), κοκκίνισε σαν παπαρούνα, λαχάνιασε (και στην πραγματική ζωή λαχάνιαζε με την παραμικρή προσπάθεια), σήκωσε θριαμβευτικά τα λεπτά του μπράτσα κι ύστερα σωριάστηκε με προσποιητή εξάντληση. Ακόμα δεν του ’διναν και πολλή σημασία. Ο δάσκαλος βέβαια του σήκωσε από μακριά το χέρι και μερικά μικρά φρόντισαν να χειροκροτήσουν. Υποκλίθηκε, ευχαρίστησε μ’ ένα κοφτό νεύμα του κεφαλιού, κοίταξε γύρω του μ’ ένα αυθάδικο βλέμμα σαν να ’θελε να πει «για δέστε με», σκούπισε με τον πήχη τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του. Έκανε ζέστη. Ακόμα και στη σκιά που ’ριχνε ο τοίχος. Από το χαμηλό πορτάκι από κομψό σφυρήλατο σίδηρο δεν έμπαινε δροσερός αέρας. Από την αυλόπορτα έβλεπες τον τυρφώνα που άχνιζε. Η κοπέλα έκανε τις γραμμές με την κιμωλία λίγο πιο πα-


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 19

Έπαιζε θέατρο απ’ όταν ήταν ακόμα πολύ μικρός για να πηγαίνει σχολείο, στεκόταν στην άκρη του ξεθωριασμένου ταπέτου στο σπίτι του στη μικροσκοπική Βέιντερστεϊχ (το μονοπάτι ανηφόριζε από τον τυρφώνα προς το φράγμα), ίσιωσε το παλιό κασκέτο που είχε βρει στην αποθήκη πίσω απ’ το σπίτι: «Λοιπόν, είμαι, είμαι;...». Ήταν εργάτης στο τουβλάδικο, όπως ο πατέρας του, πέρασε το δαχτυλάκι του λοξά πάνω στα χείλη. Η λευκή ουλή που χάραζε το στόμα του πατέρα του. Τι κρατούσε στο χέρι; Ένα φτυάρι. Έτσι ξεκίνησε. Με το παιχνίδι στην άκρη του ταπέτου. Όχι, ακόμα πιο παλιά.

19

χιές, τώρα με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του. Και γιατί να του δώσει σημασία; Ο πατέρας του Χανς ήταν σκαφτιάς στο τουβλάδικο. Ο δικός της πατέρας έμενε στο αγρόκτημα απέναντι από το πορθμείο πεζών που συνέδεε το Λάτεμ με τη Βελπ, εκεί όπου το ποτάμι σχημάτιζε μια κλειστή στροφή. Μήπως του ’ριξε τελικά μια ματιά; Το βλέμμα της έκανε έναν κύκλο, σαν να γύρευε κάποιον. Ο Χανς χάιδευε ένα ζώο στην αγκαλιά του. Το ζώο του ξέφυγε, το πήρε στο κατόπι. Το αγόρι αφουγκράστηκε, με το χέρι στ’ αυτί. Δεν ήταν πάντα σαφές τι παρίστανε. Τώρα θα ’λεγε κανείς ότι κρατούσε ένα φτυάρι στο χέρι, έσκαψε με κόπο έναν βαθύ λάκκο στον άργιλο, γέμισε έναν κουβά με πηλό, σκαρφάλωσε μια σκάλα για να βγει από τον βαθύ λάκκο κουβαλώντας τον βαρύ κουβά (πάλι το λαχάνιασμα), άδειασε τον πηλό σ’ ένα βαγονέτο που έφυγε ταλαντευόμενο πάνω σε μια στενή ράγα. Το μικρό κοινό τον κατάλαβε. Παρίστανε τον πατέρα του. Οι δικοί τους πατεράδες ήταν κι αυτοί σκαφτιάδες ή πηλοποιοί. Το Λάτεμ ήταν ένα πολύ φτωχό χωριό χτισμένο κατά μήκος του φράγματος. Μέσα από τις λεπτές σόλες των παπουτσιών του ο Χανς αισθανόταν τη ζέστη από τις πλάκες.


20

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 20

Από εκείνο το δωμάτιο έβλεπες το Ράουβεϊν – τον Κόκκινο Τυρφώνα, που πήρε τ’ όνομά του από το ανθισμένο ξινολάπαθο την άνοιξη. Το σούρουπο καθόταν μαζί με τη μητέρα του μπροστά στο παράθυρο. Στην άκρη του μονοπατιού στεκόταν η κατσίκα, με τα μυτερά καπούλια της κι ένα γενάκι σαν τούφα ξερό χορτάρι. Η μάνα του αργούσε ακόμα ν’ ανάψει τον αμίαντο. Ένα σύριγμα, ένα χλιμίντρισμα, ποδοβολητό αλόγων, μορφές ίδια φαντάσματα περνούσαν σαν αστραπή μπροστά απ’ το παράθυρο. Ένα μαύρο τυρφόφιδο. Άλογα από τον τυρφώνα, καλπάζοντας. Έδινε πνοή σε ανύπαρκτα ζώα. Η μάνα του παρακολουθούσε. «Φρόντισε να μη σε δει ο πατέρας!» Το σκοτάδι γινόταν απόλυτο, αν εξαιρούσες τις πυγολαμπίδες. Δεν υπήρχε φανοστάτης. Υπήρχε μόνο ένας στην έξοδο προς το τουβλάδικο κι άλλος ένας στο πορθμείο. Ο Χανς μιμήθηκε το τρεχούμενο νερό. Το νερό στον τυρφώνα πάντα έμοιαζε να τρέχει. Για πού; Πάλι αυτό το δαχτυλάκι πάνω στα χείλη του. Φοβόταν την ουλή, φοβόταν τον πατέρα του. Πέρα μακριά ούρλιαζε η σειρήνα του τουβλάδικου. Σε μισή ώρα ο πατέρας του θα ’ρχόταν σπίτι. «Φτάνει πια», είπε η μητέρα του. Πήγε κοντά της, την κοίταξε. Συνήθιζε να την κοιτάζει με τον δικό του πολύ ξεχωριστό τρόπο, με τα αχνογάλανα μάτια του γλυκά, ονειροπόλα. Μακάρι να μην είχε πατέρα. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του Χανς είχαν χάσει τη ζωή τους στο τουβλάδικο, σ’ ένα ατύχημα με ανατρεπόμενο βαγονέτο. Ήταν αγόρια δυνατά, με χέρια σαν αρπάγες. Ο Χανς τα γνώριζε μονάχα από φωτογραφία. Ο ίδιος ήταν πολύ μικρότερος, στερνοπαίδι. Ο πιο αδύναμος. Ο κανακάρης της μάνας του. Ο βενιαμίν της. Ήταν προπαντός δικό της παιδί. Ο Χανς, ξεφυσώντας, ακούμπησε το ζεστό του κεφάλι στην ποδιά της. Ενώ του χάιδευε το μουσκεμένο του κεφάλι, του είπε ότι δεν έπρεπε να εξάπτεται τόσο πολύ. Το πρόσωπό του, κολλη-


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 21

Είχε το θέατρο στο αίμα του. Σήμερα ήταν σε φόρμα και μάζεψε μεγαλύτερο κοινό. Και το κοινό παρίστανε πως έριχνε λεφτά στο κουτί απ’ τις κιμωλίες. Το θέατρό του ήταν πιο αληθοφανές από κάθε άλλη φορά. Παλεύοντας μ’ έναν επικίνδυνο αντίπαλο έριχνε εύστοχες μπουνιές, έπαιζε πολύ σοβαρά και με αυτοπεποίθηση, ξεχνώντας το υπερβολικά κοντό του πουκάμισο, το τριμμένο παντελόνι, φτιαγμένο απ’ το γαμπριάτικο κοστούμι του πατέρα του, ξεθωριασμένο απ’ τα πολλά πλυσίματα, ξεχνώντας αυτό το ισχνό αγοράκι με τους καμπουριασμένους ώμους ενός ασθματικού. Υπερέβαλε το παίξιμό του όταν την είδε να ’ρχεται προς το μέρος του. Ξαφνικά έσπρωξε τον εαυτό του, έπεσε κάτω, ένα χτυπημένο πουλί που κουνιόταν ακόμα, έμοιαζε να ’χει ψοφήσει, ανασηκωνόταν πάλι χτυπώντας τα φτερά του κι ύστερα έμεινε να κοιτάζει το κενό με βλέμμα ονειροπόλο. Ένας παλιάτσος, αυτός ο Χανς Σίβες, ένας θεατρίνος. Ήθελε να ξεχωρίζει, να κάνεις τρέλες. Η κοπέλα είχε καθίσει στο ψηλότερο σκαλοπάτι, κοντά στην πόρτα του σχολείου, με το καπέλο για τον ήλιο δίπλα της. Τον κοιτούσε από ψηλά, το σκούρο μαλλί, κοκκινωπό στον ήλιο, συγκρατημένο με μια στενή κορδέλα. Πολύ ήρεμα, καθόταν εκεί και τον κοιτούσε, λες κι η παρουσία της ήταν αυτονόητη. Εκεί ήταν η θέση της. Όταν βυθιζόταν σε σκέψεις, τα φρύδια του σχεδόν ενώνονταν κι έδειχνε αποσβολωμένος. Θα ’πρεπε να της πει πως όταν θα μεγάλωνε ήθελε να γίνει ηθοποιός σε μπουλούκι, ότι

21

μένο στην κοιλιά της μητέρας του, ανεβοκατέβαινε απαλά με τον ρυθμό της ανάσας της. «Έλα», του είπε, «όπου να ’ναι έρχεται ο μπαμπάς». Σηκώθηκε, άναψε τον αμίαντο της λάμπας που πυρακτώθηκε με μια λευκή λάμψη, ύστερα έγινε πορτοκαλί κι άρχισε να συρίζει απαλά.


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 22

δεν ήθελε να δουλέψει ποτέ στο τουβλάδικο. Έκρυψε με το χέρι το πρόσωπό του, σαν να τρόμαξε. Έπρεπε να παρουσιάσει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από κόλπα. Εκείνη έσκυψε λίγο πιο βαθιά το κεφάλι και δυο μπούκλες, πιο σκούρες απ’ τα υπόλοιπα μαλλιά, ξέφυγαν από τη στενή κορδέλα με τα μπλε και κόκκινα καρό, κάλυψαν το πρόσωπό της. Εκείνος αισθάνθηκε τον ζεστό αέρα γύρω από το σώμα του. Ο δάσκαλος φύσηξε τη σφυρίχτρα του. Ο Χανς μάζεψε τα πράγματά του, τα στρίμωξε στην τσάντα. Δυο δυο τα παιδιά μπήκαν στο σχολείο. Εκεί ο Χανς βγήκε από τη σειρά, κρέμασε την τσάντα στην κρεμάστρα, δίπλα στης Μάρχιε βαν Ρενές. Καθαρή σύμπτωση που οι κρεμάστρες τους ήταν δίπλα δίπλα.

[ 2 ]

22

Ο δάσκαλος ξεβίδωσε το φλογάτο κόκκινο στιλό μελάνης, έγραψε κάτι στο σημειωματάριο με τους βαθμούς και πήγε στον μαυροπίνακα όπου είχε σχεδιάσει τη διατομή ενός φράγματος κι άρχισε το μάθημα γεωγραφίας. Ο Χανς άκουσε τον δάσκαλο να λέει ότι τα τουβλάδικα κατά μήκος του ποταμού βρίσκονταν πάνω σε αλλουβιακές αποθέσεις, οι οποίες στα ολλανδικά λέγονται κόπεν. Το πιο γνωστό τουβλάδικο είναι το Κόπενβααρντ... Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του απ’ το στιλό· έπιασε το στομάχι του. Μερικούς μήνες νωρίτερα. Ο πατέρας μόλις είχε ζητήσει την ευλογία του Θεού για το φαγητό τους και βουτούσε το ψωμί σ’ ένα μπολ με σούπα. Το βραδινό φως έπεφτε απ’ τα μικρά τζάμια μόνο σ’ ένα τμήμα του δωματίου. Ο πατέρας καθόταν στο φως, η μάνα του όχι. Ο πατέρας έκοψε το σκούρο κρέας μιας μικρής πάπιας που είχε πιάσει στον τυρφώνα. Φορούσε ένα πουκάμισο χωρίς γιακά, κλεισμένο στον λαιμό μ’ έ-


να κουμπάκι. Ο Χανς φοβόταν τον πατέρα του ακόμα πιο πολύ και δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Όταν άλλαξε θέση, έπεσε απ’ την τσέπη του το κόκκινο στιλό μελάνης του δασκάλου. «Πού το βρήκες αυτό;» Ο πατέρας έσκυψε και το σήκωσε. «Δεν το ’κλεψα». «Τότε πώς βρέθηκε στην τσέπη σου;» Η ουλή στο στόμα του πατέρα είχε αρχίσει να φουσκώνει. «Μετά το μάθημα μου ζήτησε να καθαρίσω τον μαυροπίνακα. Ο κύριος βγήκε απ’ την τάξη. Είδα το στιλό κι ήθελα μονάχα να το κρατήσω μια στιγμή». Πάσχιζε να πάρει ανάσα, απ’ την τρομάρα του δεν μπορούσε να μιλήσει. «Ας τελειώσουμε πρώτα το φαγητό μας», είπε η μητέρα. «Θα πάει αμέσως να επιστρέψει το στιλό και να ομολογήσει την κλοπή». «Μπαμπά», είπε εκείνη, «σίγουρα δεν το ’κλεψε ο Χανς». Το γεύμα διακόπηκε. Πήγε στο σπίτι του δασκάλου απέναντι απ’ την εκκλησία κι επέστρεψε το στιλό. Ο δάσκαλος δεν θύμωσε· δέχτηκε τις συγγνώμες του. Ύστερα συνέχισαν το φαγητό. Το άγριο κρέας της πάπιας, παγωμένο τώρα και σχεδόν μαύρο, δεν κατέβαινε κάτω με τίποτα. Ο πατέρας διάβασε ένα εδάφιο από τις Παροιμίες για κλέφτες και πόρνους. Μετά την προσευχή σηκώθηκε όρθιος κι έκανε νόημα στον Χανς να τον ακολουθήσει. Από νευρικότητα, η μητέρα του βάλθηκε να γυαλίζει με την άκρη της ποδιάς της τη μαρμπρέ βάση της λάμπας πετρελαίου. Το αγόρι ακολούθησε τον πατέρα. Εκείνη πρόλαβε να το αγγίξει φευγαλέα. «Αγνόησέ το, μπαμπά», είπε, αλλά εκείνος δεν απάντησε, δεν γύρισε το κεφάλι, δεν του ’δωσε χρόνο να φορέσει τα ξυλοπάπουτσά του. Το αγόρι ακολούθησε τον πατέρα του έξω, όπου κάτω από το στέγαστρο ήταν οι βαριές μπότες γεμάτες πηλό, και διέσχισε τη μικρή αυλή πίσω απ’ το σπίτι πατώντας σε μια σανίδα.

23

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 23


24

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 24

Η μητέρα τους είχε πάρει στο κατόπι. «Μην το πας στην αποθήκη. Όχι αυτή τη φορά». Ικέτευε. Το αγόρι γύρισε να κοιτάξει τη μητέρα του. «Δεν πρέπει να πειράζει τα πράγματα των αλλουνών», φώναξε ο πατέρας χωρίς να γυρίσει. Άνοιξε την πόρτα της αποθήκης. Το αγόρι ήταν με τις κάλτσες. Το παγωμένο δάπεδο έκανε τα δάχτυλα των ποδιών του να σφίγγονται. Σήμερα ο ήλιος δεν είχε φανεί σχεδόν καθόλου. Μόνο πάνω απ’ το ποτάμι αιωρήθηκαν μερικές ξεφτισμένες γαλάζιες κηλίδες. «Άντρα μου», του είπε, «είναι Νοέμβρης». Το αγόρι αμφιταλαντεύτηκε, δεν άντεχε την αψιά οσμή του ξερού σανού και την έντονη μυρωδιά του γουρουνιού στο κλουβί από πίσω. Ο πατέρας τον έσπρωξε πιο βαθιά μέσα στην αποθήκη κι άναψε το φανάρι του στάβλου. Στο κλουβί δίπλα στην αντλία ήταν το κουνέλι. Δίπλα στο κλουβί στεκόταν η κατσίκα. Ο Χανς δεν τολμούσε να κοιτάξει. Το γουρούνι ξυνόταν στο χώρισμα. Η ανάσα του αγοριού ήταν κοφτή. Από παντού ερχόταν στα ρουθούνια του μια μυρωδιά συσσωρευμένης σκόνης και σαγής. Από ένα δοκάρι κρέμονταν χάμουρα. Ήξερε ότι η μητέρα του στεκόταν πίσω του, στο άνοιγμα της πόρτας. «Άντρα μου», είπε, «σε παρακαλώ, άφησέ τον. Δεν ήθελε να το κλέψει. Το στιλό έχει ένα πολύ όμορφο φλογάτο σχέδιο. Ήθελε μονάχα να το κρατήσει για λίγο στα χέρια του». Το πρόσωπο του πατέρα ήταν αυστηρό. Τα λιγνά πόδια του γιου του έκαναν αντίθεση με το σκούρο χρώμα του δαπέδου. Πήγε αργά σ’ ένα πέτρινο χώρισμα πάνω στο οποίο υπήρχαν σάκοι από λινάτσα. Η μητέρα στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, με τα χέρια ενωμένα μπροστά στην κοιλιά της. «Ίσως είναι πολύ σκληρός», ψιθύρισε. Σε μια γωνιά υπήρχε άχυρο. Το αγόρι παρέκαμψε έναν ξύλινο κουβά. Ο πατέρας ήθελε πολύ να γίνει πηλοπλάστης στο τουβλάδικο. Να δουλεύει στην πλασταριά. Θα του άρεσε επί-


σης να γίνει πηλοποιός. Να ζυμώνει τον πηλό με τα γυμνά του πόδια, ώσπου κάθε ανωμαλία να χαθεί και ο πηλός να είναι αρκετά εύπλαστος για τον πηλοπλάστη. Την ώρα της δουλειάς, δεν πάει πολύς καιρός, ο πατέρας είχε αναζητήσει για λίγο προστασία απ’ τη βροχή. Ο επιστάτης τον είδε. «Τι κάνεις εκεί;» «Κρυώνω». «Για όλο τον κόσμο κάνει κρύο». Ο πατέρας περίμενε μέχρι να φύγει η μητέρα απ’ το κατώφλι. Το αγόρι κοιτούσε τα ζώα του. Η κατσίκα ανεβοκατέβαζε το κεφάλι. Στάθηκε στο χαμηλό, μισογκρεμισμένο τοιχάκι. Το κουνέλι τον κοίταξε μέσα απ’ τα κάγκελα. Το αγόρι ατένισε τον κοκκώδη τοίχο της αποθήκης, γεμάτο ιστούς αράχνης. Ο πατέρας είχε πιάσει ένα κομμάτι σκοινί. Είχε γυρίσει κι η μητέρα του. «Άντρα μου». Δεν καταδέχτηκε να την κοιτάξει. Το αεράκι που ερχόταν από τον τυρφώνα έμπαινε κατά ριπές στην αποθήκη, φέρνοντας μαζί του μια μυρωδιά από βρομόνερα. Ο άντρας ήταν αμείλικτος, αμετακίνητος σαν τη σκληρή πέτρα του δαπέδου. «Πήγαινε μέσα. Κλείσε την πόρτα». Εκείνη υπάκουσε, κατάχλωμη. Ο πατέρας περίμενε μέχρι να φύγει. Το κουνέλι ροκάνιζε τα κάγκελα. Ο πατέρας είχε πετάξει το σκοινί· το αγόρι έσκυψε πάνω από τον χαμηλό τοίχο κι ακούμπησε τα χέρια στο άγριο κονίαμα, με τα λεπτά γυμνά του πόδια κολλητά. Στεκόταν τελείως ασάλευτο. Την περασμένη εβδομάδα ο πατέρας του είχε ρωτήσει αν θα συνέχιζε να δουλεύει και τον χειμώνα, αλλά το αφεντικό του απάντησε: «Άντε, τράβα σπίτι να σβήσεις το τζάκι με τα κάτουρά σου!». Οι ζυμωτές λάσπης και οι πηλοπλάστες διατηρούσαν τη δουλειά τους και τον χειμώνα. Τον χτύπησε με το γυμνό του χέρι, χωρίς να διστάσει. Το αγόρι γραπώθηκε από το άγριο κονίαμα, με τα μάτια ανοιχτά. Η μάνα του στεκόταν πίσω απ’ την πόρτα. Περισσότερα δεν

25

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 25


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 26

μπορούσε να κάνει. Το ζευκτό της χαμηλής οροφής έτριζε. Εφτά φορές τον χτύπησε. «Άντρα μου», φώναξε εκείνη, «φτάνει πια». Χτυπήματα κοφτά, σαν καμτσικιές. Κάρφωνε το πάτωμα με μάτια ορθάνοιχτα. Πόνος. Όχι απορία, έμοιαζε λες κι η τιμωρία δεν τον αφορούσε. Αλίμονο σ’ εκείνον που μάχεται τον δημιουργό του! Εκείνη φώναζε πίσω απ’ την πόρτα. Ο Χανς δεν έβλεπε τίποτα, έκανε εμετό, σωριάστηκε πάνω στον αγκαθωτό τοίχο κι έμεινε ακίνητος στο πάτωμα.

[ 3 ]

26

Το πεντακάθαρο δωμάτιο μύριζε Κυριακή. Το παράθυρο που έβλεπε στο Βέιντερπάντ ήταν ανοιχτό κι οι καθαρές όλο μπαλώματα κουρτίνες σάλευαν ελαφρά. Οι καλαμιές στον τυρφώνα λύγιζαν βαθιά, θρόιζαν. Από τον τυρφώνα ο ήλιος έπεφτε πάνω στο τριμμένο χαλί, στα ξέφτια που είχαν στερεωθεί. Στο τραπέζι του πρωινού υπήρχε ένα βαζάκι μαρμελάδας μ’ ένα μπουκετάκι όψιμο τροπαίολο, μ’ ένα έντονο πορτοκαλί απ’ ό,τι το καλοκαίρι. Ο πατέρας φορούσε τα κυριακάτικά του, με μαύρη γραβάτα πάνω σε λευκό πουκάμισο. Το αγόρι βρισκόταν ακόμα σε σύγχυση και δεν κατάφερε να κατεβάσει μπουκιά. Οι γονείς και το παιδί κάθονταν σε ίσιες ξύλινες καρέκλες, η μάνα του πολύ χλωμή και μικροκαμωμένη, πράγμα που την έκανε να μοιάζει πιο μεγάλη απ’ τον πατέρα, σκυφτή με το χέρι πάνω στο στομάχι της. Μετά το πρωινό ο πατέρας διάβασε ένα χωρίο από το βιβλίο του Ιώβ. Πρόφερε κάθε λέξη δυνατά, ουρλιάζοντας: «Ως πότε θα με βασανίζετε και με τα λόγια σας θα με ταλαιπωρείτε; ».1 Ύστερα προσευχήθηκε. Αφού μάζεψαν το τραπέζι, οι τρεις τους, στη σειρά, πήραν


το παμπάλαιο μονοπάτι μέσα από τον τυρφώνα. Σύμφωνα με τον πατέρα ένα ύψωμα στο τοπίο λεγόταν Σινά. «Και ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά και πλησίασε στο σκοτεινό σύννεφο όπου βρισκόταν ο Κύριος». Τώρα φάνηκαν οι λόφοι της Βέλουε που διαγράφονταν στον ορίζοντα. Μπροστά τους ξεπρόβαλε το μπλε καμπαναριό. Επικεφαλής της μικρής πομπής ήταν ο πατέρας. Η καμπάνα άρχισε να χτυπάει και ο πατέρας γέλασε περιφρονητικά, έκανε μια μούντζα. Είχε εγκαταλείψει την αναμορφωμένη εκκλησία του Λάτεμ, της είχε γυρίσει την πλάτη. Γι’ αυτόν, το δόγμα που δίδασκαν εκεί ήταν ψευδές. Ο πατέρας είχε επηρεαστεί από τους καπετάνιους που μετέφεραν τύρφη από την Ανατολική Φριζία. Τα απογεύματα του Σαββάτου άραζαν στο τουβλάδικο επειδή δεν ήθελαν να πιλοτάρουν τα πλοία τους την Κυριακή. Ήταν απόγονοι Γάλλων Ουγενότων που τον δέκατο έβδομο αιώνα είχαν μεταναστεύσει αρχικά στην Αμβέρσα κι ύστερα στο Έμντεν. Εκεί, μια μικρή ομάδα είχε διατηρήσει την αγνή διδασκαλία της παλιάς πίστης. Η τωρινή Εκκλησία είχε αποκηρύξει την αλήθεια του Θεού, για την οποία είχαν δώσει σκληρή μάχη κατά τον Ογδοηκονταετή Πόλεμο. Για ένα μικρό διάστημα συνέχιζαν να πηγαίνουν στην εκκλησία, αλλά τότε κάθονταν στην τελευταία σειρά. Μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία ο πατέρας είπε ότι δεν άντεχε άλλο τη δολιότητα του δόγματος αυτού. Όταν έφτασε σπίτι, πήγε να ταΐσει το γουρούνι. Η μητέρα σέρβιρε καφέ, αλλά ο πατέρας δεν φάνηκε. «Για πήγαινε να δεις πού είν’ ο μπαμπάς...» Ο πατέρας του κειτόταν μπρούμυτα στο σιδερένιο κατώφλι της πόρτας του στάβλου. Τα χείλη του γεμάτα αίματα. Με δυσκολία αναγνώρισε τον ίδιο του τον γιο. Είπε ότι ο Θεός τον είχε χτυπήσει, τον είχε αρπάξει απ’ τον σβέρκο και τον είχε γκρεμίσει καταγής.

27

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 27


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 28

Μετά απ’ αυτό το περιστατικό δεν ξαναπήγαν στην εκκλησία του Λάτεμ. Δεν έβλεπε τις Κυριακές τη Μάρχιε βαν Ρενές. Τον παραξένευε και τον μπέρδευε η ιδέα ότι ο πατέρας του πίστευε και παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε πια να έχει καμία σχέση με την εκκλησία. Η μητέρα του δεν συμφωνούσε, αλλά δεν είχε ούτε όρεξη ούτε το σθένος να «τσακωθεί μαζί του για το θέμα», όπως είπε. Στο φράγμα πήραν την απότομη έξοδο προς το τουβλάδικο Κόπενβααρντ. Πίσω από τους σωρούς από γκρίζο άργιλο ήταν η αποβάθρα. Εκεί βρισκόταν ένας μικρός στόλος αποτελούμενος από τρία πλοία που έφεραν τα ονόματα των πατριαρχών: Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ. Από την καμπίνα του μεσαίου πλοίου ακούγονταν ψαλμωδίες, βαριές, ισορρυθμικές. Οι συναντήσεις με τους καπετάνιους από το Έμντεν γίνονταν πάντα στο Ισαάκ. Ο πατέρας, πάνω στη σανιδόσκαλα, άρχισε να ψέλνει κι αυτός. Από σένα, γλυκύτατε Ιησού, κρατιέμαι γερά Στο φως και στο σκοτάδι,2

Η μητέρα του έκανε σαν να έψελνε, κουνώντας απλώς τα χείλη της. Ο ίδιος έκανε όπως η μητέρα του.

[ 4 ]

28

Τ

ην επόμενη μέρα όταν χτύπησε το κουδούνι δεν πήγε κατευθείαν σπίτι, χασομέρησε στο προαύλιο κι ύστερα ανέβηκε στο φράγμα. Η Μάρχιε ήταν περικυκλωμένη από φιλενάδες. Ατένισε την απέναντι όχθη του ποταμού, τους λόφους της Βέλουε, φαντάστηκε ένα αυτοκίνητο να σταματάει, λέει, στο φράγμα και ο οδηγός του να ζητάει πληροφορίες ή βοήθεια. Μόνο που δεν ήξερε τι είδους πληροφορίες ή βοήθεια θα μπο-


ρούσε να του ζητήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρεις λάθος δρόμο. Υπήρχαν μόνο το φράγμα και το μονοπάτι μέσα από τον τυρφώνα. Ο Χανς συνέχισε να ελπίζει. Στην περιοχή μόνο ο Άρχοντας –ο Κύριος βαν Μπίγκερντεν που έμενε σε μια έπαυλη και είχε ολόκληρο το Λάτεμ στην ιδιοκτησία του– είχε αυτοκίνητο. Μια κόκκινη λιμουζίνα, ένα εννιαθέσιο Πένχαρντ. Τα καθίσματα ήταν πολυθρόνες. Όταν ο Άρχοντας, μαζί με τον επιστάτη του, ήρθε να εισπράξει το μίσθωμα, έδωσε εντολή να σταματήσει το αμάξι στο φράγμα. Ο οδηγός, με λιβρέα, περίμενε υπομονετικά. Ο Άρχοντας και ο επιστάτης εισέπραξαν τα χρήματα από τον αγρολήπτη, που τους πρόσφερε και λίγο φρέσκο κρέας· είχαν πιάσει κουβεντούλα. Ο Χανς είχε κάνει τον γύρο του αυτοκινήτου μαζί με τ’ άλλα αγόρια. Ένα από τ’ αγόρια ρώτησε τον οδηγό: «Πόσους ίππους;». «Είκοσι έξι», είπε ο οδηγός αδιάφορα. «Με έξι ταχύτητες». «Πόσο στοιχίζει ένα Πένχαρντ;» ρώτησε ο Χανς. «Καλή ερώτηση, αγόρι μου. Τούτο δω είναι ειδικό μοντέλο. Ο κύριός μου το αγόρασε στην έκθεση αυτοκινήτων στο Παρίσι. Εξήντα χιλιάδες, λένε. Για δες το ταμπλό, από ξύλο καρυδιάς». «Και μπορείς να βάλεις μπρος με δευτέρα», είπε ένα άλλο αγόρι. Τότε είδαν τον Άρχοντα, με τουίντ κοστούμι, να βγαίνει από την αγροικία. Ήταν τόσο πλούσιος και ισχυρός που έβαλε να βάψουν μπλε το χτισμένο με σχιστόλιθο καμπαναριό της εκκλησίας του Λάτεμ, κόντρα στην επιθυμία του χωριού και του εκκλησιαστικού συμβουλίου. Για τους ταξιδιώτες που έρχονταν απ’ τα ανατολικά, από τα γερμανικά σύνορα, το τελευταίο καμπαναριό πριν φτάσουν στο ποτάμι έπρεπε να είναι ορατό από πολύ μακριά. Η λιμουζίνα συνέχισε αθόρυβα την πορεία της. Η Μάρχιε

29

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 29


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 30

και οι φιλενάδες της περπατούσαν στο φράγμα πιασμένες αγκαζέ, προς την κατεύθυνση του πορθμείου. Αυτήν θα παντρευόταν όταν θα μεγάλωνε, εκείνη όμως δεν γύρισε να τον κοιτάξει, δεν του έστειλε ούτε ένα φευγαλέο καθησυχαστικό χαμόγελο.

Ο Χανς άνοιξε το πορτάκι του κήπου, ρούφηξε το γλυκό νέκταρ από μια όψιμη πετούνια, χάιδεψε την κατσίκα στο διάβα του, ίσιωσε τη στραβωμένη πινακίδα ανάμεσα στις γλαδιόλες:

30

ΚΟΥΚΛΟΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΤΙ ΣΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΝΤΟΣ

Μέχρι στιγμής δεν είχαν παρουσιαστεί πελάτες. Σ’ αυτό το απόμερο στενάκι δεν πατούσαν περαστικοί. Μόνο το φθινόπωρο έβλεπες άντρες που κυνηγούσαν λαγούς και φασιανούς. Πού ήταν η μητέρα του; Στο σπίτι τον περίμενε ένα μπολ με γάλα. Ήπιε μερικές γουλιές. Το γάλα είχε γεύση γλυκιά. Ύστερα μπήκε στον στάβλο κι έβγαλε το κουνέλι απ’ το κλουβί. Άκουσε τη μάνα του πίσω απ’ το σπίτι. Με το κουνέλι σφιγμένο πάνω του πήγε να τη βρει εκεί που μάζευε την μπουγάδα απ’ το σκοινί, πασπατεύοντας τα ρούχα ένα ένα. Του φάνηκε πως άκουσε από μακριά την κόρνα του αυτοκινήτου. Ο οδηγός κορνάριζε σε κάθε ελαφριά στροφή. Μακάρι να τον πρόσεχε ο Άρχοντας και να ρωτούσε: «Αγόρι μου, θα ’θελες να μου γυαλίσεις τ’ αμάξι; Θα σε ανταμείψω καλά». Ή, καλύτερα: «Σε λίγες μέρες η κόρη μου έχει τα γενέθλιά της. Θα ’θελες να δώσεις μια παράσταση με το κουκλοθέατρό σου στην έπαυλή μου;». Ο Χανς άφησε το κουνέλι κάτω στο λευκό χαλίκι, έδεσε στο ψιλό δικτυωτό πλέγμα το μοσχομπίζελο, που η καταιγίδα της περασμένης νύχτας το είχε ρίξει κάτω. Τούτο το ζεστό φθι-


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 31

Ο τυρφώνας είναι η άκρη του τίποτα. Ένα αγρόκτημα πιο πέρα, πίσω από το όρος Σινά, ονομαζόταν Πουθενά. Φυσούσε ένας δυνατός άνεμος. Τα καλάμια λύγιζαν βαθιά· ο τυρφώνας ήταν ένα κυματιστό λευκό χαλί με μπόλικα κρόσσια. Με το κουνέλι σφιχτά στην αγκαλιά του προχώρησε στο πατικωμένο υγρό μονοπάτι, πήδησε πάνω από τον μισολιωμένο κορμό μιας ιτιάς, μια ψηλή τούφα σπάρτο, ύστερα πάτησε στο πλωτό νησί Άκανθος, το άφησε να τον πάει ως το Βδελλονήσι. Ή μήπως να πηδήσει στη Νήσο Ξινολάπαθο που πλησίαζε πλέοντας σ’ ένα αυλάκι γεμάτο λασπόνερα; Ήταν καθ’ οδόν για την Πάτμο. Γύρω του ακουγόταν το απαλό κελάρυσμα από τρεχούμενα νερά. Είχες πάντα την εντύπωση ότι ο τυρφώνας στράγγιζε από νερό. Πέρασε ένας λαγός. «Περίμενε», είπε ο Χανς. «Δεν είμαι τόσο νέος πια», είπε το ζώο κι έτριψε τα μπροστινά του πόδια. «Προετοιμάζομαι για το τέλος. Χρειάζομαι χρό-

31

νόπωρο άνθιζε για τρίτη φορά. Το αγαπημένο λουλούδι της μάνας του, μαζί με το τροπαίολο. Της έκοψε ένα μπουκετάκι. Δεν υπήρχε τίποτε πιο ωραίο γι’ αυτόν, εκτός από το θέατρο. Να φτιάχνει ανθοδέσμες, κορσάζ, να τα τυλίγει με ασημόχαρτο, να τα καρφιτσώνει στο φόρεμά της σαν να ήταν νύφη, η δική του νύφη. Τι θα ’θελε να γίνει όταν μεγαλώσει; Όχι εργάτης σε τουβλάδικο, ούτε εργάτης σε αγρόκτημα. Ήθελε να είναι ανεξάρτητος. Κλόουν; Κηπουρός; Ένας κηπουρός ήταν ανεξάρτητος άραγε; «Έρχεσαι να με βοηθήσεις;» φώναξε η μάνα του. Σήκωσε το κουνέλι. Εκείνη είχε πάει την μπουγάδα στο σπίτι και τώρα άρχισε να ξεριζώνει κρεμμύδια. Εκείνος τα ’κανε πλεξούδες και τις κρέμασε στα δοκάρια να ξεραθούν. Όταν τελείωσε του έδωσε άδεια να πάει να παίξει.


32

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 32

νο». Ακούστηκε σαν ένας από τους καπετάνιους από το Έμντεν που τους μιλούσε στις κυριακάτικες συναντήσεις. Ο λαγός εξαφανίστηκε. Ο Χανς έκοψε φύλλα μέντας. Ο καιρός άλλαξε. Στα σύνορα μεταξύ του Τυρφώνα και των Καλαμιών όπου βρισκόταν το Σινά είχε σκοτεινιάσει. Όπου να ’ναι θα πέσουν βροντές κι αστραπές γύρω από την ψηλότερη κορυφή. «Και ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά και πλησίασε στο σκοτεινό σύννεφο όπου βρισκόταν ο Κύριος». Με δυνατή φωνή, μιμήθηκε τον καπετάνιο από το Έμντεν που τόσο θαύμαζε ο πατέρας του. Από το Ξινολάπαθο πήδησε σ’ έναν πλωτό κορμό δέντρου, προσγειώθηκε στο Λαβρόχορτο, παραλίγο να βρέξει τα πόδια του. Ήταν εξοικειωμένος με τον τυρφώνα. Γνώριζε όλα τα αυλάκια και τα ρυάκια, ακολουθούσε τα ίχνη των άγριων ζώων, μάζευε σπάνια φυτά όπως η δίφυλλη ορχιδέα. Ο λαγός ξαναπέρασε. «Σίγουρα θα ’χεις ακουστά τον Ενώχ», είπε ο Χανς. «Δεν μου λέει τίποτα». «Ο Ενώχ απέκτησε γιους και κόρες και περπάτησε με τον Θεό. Όταν έφτασε στην ηλικία των τριακοσίων εξήντα πέντε ετών, εξαφανίστηκε γιατί τον πήρε ο Θεός. Ο Ενώχ δεν είδε τον θάνατο». Ο λαγός κούνησε το κεφάλι του. Σκεφτικός, ο Χανς τον ακολούθησε με τα μάτια. Αυτές ήταν εποχές! Μακάρι να έφτανε τα χρόνια του Ενώχ και να περπατούσε μαζί με τον Θεό. Να πηδούσε μαζί με τον Θεό από το Λαβρόχορτο στο Βδελλονήσι. Προτού φτάσει στην Πάτμο, όπου είχε το καταφύγιό του – μια καλύβα που οι κυνηγοί δεν χρησιμοποιούσαν πια–, σκοτείνιασε τόσο πολύ που γύρισε πίσω. Γύρω από την κορυφή του Σινά ήδη άστραφτε και βροντούσε. Για δες, σύννεφα και ξέφτια ομίχλης ανεβαίνουν στην απότομη πλαγιά. Ο Μωυσής είναι εκεί και πλησιάζει στο σκοτεινό σύννεφο όπου βρίσκεται ο Κύριος. Και ο Κύριος μίλησε στον Μωυσή. Οι σάλπιγγες αντήχη-


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 33

σαν. Ο Χανς έβαλε το βουνό να ωρύεται και να μανιάζει. Ο Μωυσής κατέβηκε από το σύννεφο με τις δύο λίθινες πλάκες γραμμένες με το δάχτυλο του Θεού, είδε οργισμένος ότι ο λαός του Ισραήλ προσκυνούσε τον μόσχο τον σιτευτό και πέταξε τις πλάκες με τις εντολές στα βράχια όπου έγιναν κομμάτια. Προσοχή, το Ξινολάπαθο παραλίγο ν’ αναποδογυρίσει, μια συστάδα με λευκές λεύκες έπιασε φευγαλέα φωτιά από μια ηλιαχτίδα, φλεγόμενη βάτος· το κατάμαυρο νερό του τυρφώνα αντικατόπτριζε το ορθάνοιχτο στόμα μιας βυθισμένης ιτιάς. Σφίγγοντας το κουνέλι πάνω του πήδησε από το Λαβρόχορτο στην Αγριοκαρδαμούδα κι έφτασε στη στεριά.

[ 5 ]

Ό

Από τη θέση του ψηλά στην καρυδιά δίπλα στην έξοδο για το πορθμείο είδε στο νερό τον βαρκάρη με τον πατέρα του. Η μητέρα κειτόταν σε μια σανίδα που είχαν τοποθετήσει πάνω σε δυο παγκάκια. Ο ήλιος κολυμπούσε χλωμός γύρω από τη βάρκα. Ο πατέρας του είχε πάει τη μητέρα του στο πορθμείο πάνω σ’ ένα ανοιχτό κάρο. Στην αντίπερα όχθη περίμενε το ασθενοφόρο. Έδεσε η βάρκα. Κουβάλησαν τη μητέρα του στο ασθενοφόρο, που χάθηκε στον δρόμο δίπλα απ’ το σπίτι του πορθμέα.

2 – Ο κήπος του Θεού

33

ταν ο Χανς γύρισε κατά τις τεσσερισήμισι από το σχολείο, βρήκε τη μητέρα του στο μονοπάτι του κήπου κοντά στο σπίτι. Τα μάτια της στυλωμένα ακίνητα στον ουρανό. Τα χέρια και τα πόδια της μαμάς ήταν άκαμπτα. Η πιτσιλωτή εμαγιέ καφετιέρα της είχε πέσει απ’ το χέρι. Ανέβηκε το φράγμα τρέχοντας: «Η μάνα μου πέθανε! Η μάνα μου πέθανε!». Οι γείτονες ειδοποίησαν τον πατέρα του.


34

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 34

Ο Χανς γύρισε σπίτι και πήγε στον τυρφώνα μαζί με το κουνέλι. Το πλησίασμά του τάραξε μερικά κοράκια από μια αποικία πιο πέρα στο δάσος με τις λεύκες, τα οποία είχαν βρει έναν ψόφιο λαγό. Πετούσαν χαμηλά πάνω απ’ το κεφάλι του κρώζοντας. Με το απαλό κουνέλι στην αγκαλιά, καθισμένος ανακούρκουδα ανάμεσα στις καλαμιές και το βλέμμα στραμμένο στο μπλε καμπαναριό, προσευχήθηκε κλαίγοντας: «Φέρτε την πάλι πίσω! Σας παρακαλώ». «Πώς να το ’παθε άραγε;» αναρωτήθηκε η γειτόνισσα. Ο Χανς ήξερε. Έφταιγαν τα κακά πνεύματα, τέκνα του Σατανά, τέκνα του Βάαλ. Τη νύχτα έβγαιναν από τον τυρφώνα, περιπλανιόνταν γύρω από το μικρό τους σπίτι. Δεν πάει πολύς καιρός που άκουσε τη μάνα του να φωνάζει μες στον ύπνο της. Ο πατέρας είχε φύγει για το τουβλάδικο κι ο ίδιος ήταν ξαπλωμένος στη θέση του στο κρεβάτι. Η μάνα του είχε πιάσει το κεφάλι της. Ήταν σίγουρο ότι ο σατανάς είχε παρεισφρήσει στο σπίτι του. «Μαμά, θα γίνεις καλά. Στο νοσοκομείο, ο Βάαλ δεν θα μπορεί να σου κάνει κακό. Ο Βάαλ επέστρεψε στο πύρινο καμίνι απ’ όπου ήρθε». Σηκώθηκε όρθιος. Το ξινολάπαθο ήταν ανθισμένο. Μια σπιλιάδα κατέβηκε κι ένα σύννεφο γύρης του ’κοψε την ανάσα. Πάτησε σε μια πλωτή νησίδα που περνούσε εκείνη την ώρα και δεν την είχε ξαναδεί, κι επομένως δεν είχε όνομα. Ο ήλιος έκαιγε στον αυχένα του και στο δέρμα κάτω από το λεπτό του πουκάμισο. «Μαμά, μη φοβάσαι τον μεγάλο Βάαλ». «Αγόρι μου». Όμως η μάνα του δεν μπορούσε να μιλήσει. Η γλώσσα της ήταν παράλυτη. Ήταν σαν το πρόβατο που είναι βουβό μπροστά στη θέα του κουρέα. Η νησίδα του άρχισε να βυθίζεται. Φοβούμενος μην καταλήξει στα βρομόνερα, πήδησε με απόλυτη συγκέντρωση στην Αγριοκαρδαμούδα. Οι αγριοκαρδαμούδες, το σπάρτο και το πεντάνευρο είπαν ότι η μητέρα του θα γινόταν καλά. Έτσι πίστευε κι ο ίδιος. Το σπογγώδες έδαφος κάτω απ’ τα


πόδια του βορβόρυζε, υποχωρούσε κελαρύζοντας. Του φάνηκε πως είδε στον πυθμένα του ρυακιού, ανάμεσα στις ρίζες μιας τυρφώδους ιτιάς, ένα ζώο. Το Κτήνος. Ούρλιαξε. Αναδύθηκε απ’ το νερό ξαφνικά. Μήπως βγήκε ο σατανάς απ’ τη φυλακή του για να φέρει πυρετούς και παράλυση στους ανθρώπους; «Ω, Κύριε, διώξ’ τον σατανά, ρίξ’ τον στη γέεννα του πυρός και του θειαφιού όπου βρίσκονται το Κτήνος και οι ψευτοπροφήτες. Σώστε μας, εις τον αιώνα των αιώνων». Άκουσε το νερό να φεύγει κάτω από τη νησίδα του –ο τυρφώνας άδειαζε– και τον παλμό της ίδιας του της καρδιάς. Μια ανεμόψις πέρασε λικνιζόμενη απαλά. Τον Μάιο ο τυρφώνας ήταν κόκκινος απ’ το ξινολάπαθο και τις αγριοφράουλες και λευκός απ’ τις ανεμώνες. Πλησίασε στην Πάτμο, το καταφύγιό του. Έσπρωξε έναν ρόζο σ’ ένα κομμάτι σάπιο ξύλο κι αναστέναξε. Θα τον άφηναν άραγε να επισκεφτεί τη μητέρα του στο νοσοκομείο; Αν τον άφηναν θα της έλεγε ότι προσευχήθηκε γι’ αυτήν, ότι τα βατράχια κοάζανε δυνατά από έρωτα, ότι τα είχε φτιάξει κάπως με τη Μάρχιε βαν Ρενές, ότι... Όχι, να μην της τα πει όλα. Ας μη μιλήσει για τον λούτσο που βρήκε χτες στον τυρφώνα, μισό στη στεριά μισό στο νερό. Έναν πολύ άρρωστο λούτσο. Είχε ραντίσει το αχόρταγο κεφάλι με νερό, αλλιώς θα πάθαινε αφυδάτωση· το μισάνοιχτο στόμα τον φόβισε. Μήπως ο σατανάς μεταμφιέστηκε σε ετοιμοθάνατο λούτσο; Έπιασε δυο σαύρες κι έναν κωβιό, που τα τάισε μ’ ένα καλάμι. Το ψάρι, όσο άρρωστο κι αν ήταν, καταβρόχθισε ό,τι του έριξε ο Χανς στο στόμα. Ένα κομμάτι υγρό σφάγνο, ένα ψόφιο βατράχι, μια τούφα σπάρτο, το ράμφος μιας τρανομουργκάνας. Ο λούτσος λαχάνιαζε, χτυπούσε τα πτερύγιά του πασχίζοντας ν’ ανασάνει. Έσπρωξε το ψάρι στο νερό μ’ ένα ξύλο. Πισωπάτησε γεμάτος αποτροπιασμό. Μέσα στο σφάγνο φαινόταν το αποτύπωμα ενός κατσικοπόδαρου. Άρα είχε δίκιο. Ο Σατανάς. Ο Βάαλ. Ή ένας απ’ τους Μακκαβαίους από

35

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 35


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 36

36

τα απόκρυφα βιβλία με τα οποία ο πατέρας δεν ήθελε να έχει καμία σχέση. Υπολόγισε την απόσταση, πήρε φόρα και πήδησε στην Πάτμο. «Εγώ ο Ιωάννης, ο αδερφός σας, που με τη δύναμη του Ιησού Χριστού συμμερίζομαι μαζί σας τους κατατρεγμούς κι υπομονετικά προσμένω τον ερχομό της βασιλείας του Θεού, βρέθηκα στο νησί της Πάτμου και με συνήρπασε το Πνεύμα». Η Πάτμος πήρε μια επικίνδυνη κλίση, αλλά δεν έπρεπε να φοβάται. Πέρασε η απειλή. Η μητέρα του θα γινόταν καλά. Μα ο φόβος παρέμενε. Για να τον καταλαγιάσει, μίλησε σ’ έναν αρσενικό φασιανό. Για να εξασφαλίσει την εύνοια του Κυρίου του Θεού, απελευθέρωσε ένα τρεμάμενο έντομο απ’ τον ιστό μιας αράχνης, ανάμεσα στα φύλλα ενός ανθρίσκου. Να μιλήσει στον ανθρίσκο; Ο πατέρας δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με καθολικούς. Αυτοί δεν γνώριζαν την Αγία Γραφή, δεν ήξεραν τίποτα ούτε για τον Ενώχ ούτε για τον Μωυσή. Μέσα στο καταφύγιο το κουνέλι πήδησε στο τραπέζι, δίπλα στο τετράδιο όπου ο Χανς κρατούσε σημειώσεις. Διάβασε τις τελευταίες παρατηρήσεις του. «Στην Άκανθο είδα έναν πυρρογάστορα βάτραχο. Στο Ξινολάπαθο τη δροσέρα». «Η μαμά στο νοσοκομείο», έγραψε. Κοίταξαν έξω. Γύρω τους απλωνόταν μια έκταση γεμάτη κυματιστά καλάμια. Κατά τόπους ορθωνόταν, μισοπνιγμένη, μια μαύρη λεύκα, μια ιτιά. Ένα πλωτό γρασίδι περνούσε αθόρυβα. Από κάτω έβριθε από τέκνα του σατανά, που μεμψιμοιρούσαν χαμηλόφωνα κι όταν έπεφτε το σούρουπο έφτυναν αίμα. «Κάνε καλά τη μαμά». Ο άνεμος γύρω από την καλύβα, ο άνεμος στο Ξινολάπαθο, η προσευχή, όλα αυτά του ’φεραν νύστα. Κατάκοπος και καταβεβλημένος, κάθισε στο τραπέζι, φίλησε το κουνέλι, το χάιδεψε κι αποκοιμήθηκε. «Ω, Κύριε, ο αριθμός των Δυνάμεών σας είναι άπειρος...»


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 37

[ 6 ]

κλησία. Ένας ψυχρός άνεμος φυσούσε στο φράγμα, έσπρωχνε τα σκύβαλα και τα ξερά φύλλα σωρό. Την πομπή ακολουθούσε ολόκληρο το χωριό. Μια γειτόνισσα είχε φροντίσει να φορέσει ο Χανς ένα παντελόνι με άψογη ολόισια τσάκιση. Το κάρο περνούσε μέσα από βαθιές λακκούβες με νερό, οι ακτίνες στις ρόδες ήταν τυλιγμένες με φαρδιά μαύρη κορδέλα. Ήξερε άραγε η μαμά ότι τώρα έβρεχε; Το κάρο με το φέρετρο πιτσίλιζε νερά παντού. Η βροχή έπεφτε τόσο πυκνή που η αντίπερα όχθη του ποταμού και οι λόφοι της Βέλουε είχαν γίνει αόρατοι. Ο Χανς περπατούσε δίπλα στον πατέρα του. Σε μια στροφή του φράγματος κοίταξε πίσω του και είδε τη Μάρχιε βαν Ρενές ανάμεσα στους γονείς της, με μια σκουρόχρωμη κάπα. Μύριζε τη βροχή, τη βρεγμένη θλιμμένη γη του Νοέμβρη, την οσμή απ’ το νεκρό πρόσωπο της μαμάς. Είχε κοιτάξει τη μητέρα του, στο φέρετρό της μέσα στο καθιστικό, με φόβο και δέος. Όταν έπεσε το σούρουπο είχε σταθεί μπροστά στο παράθυρο. Η σιωπή έξω, πάνω από τον τυρφώνα, ήταν ύποπτη, τα άλογα που πετάχτηκαν απ’ τις καλαμιές είχαν ουρές σηκωμένες σαν σκορπιοί, κοφτερές δαγκάνες. Παρακολουθούσε κοκαλωμένος, του ’ρχόταν να κάνει εμετό, αλλά είδε επίσης καθαρά πώς είχε διώξει όλες τις ανησυχίες και τις σκέψεις για τη μητέρα του: η μάνα του υπήρξε πάντα φιλάσθενη. Γι’ αυτό είχε μόνο δύο αδερφάκια. Μια αγελάδα μουκάνισε, με το βαρύ ασπροκόκκινο κεφάλι σηκωμένο. Το φέρετρο με τη μαμά, ακουμπισμένο σ’ ένα παχύ στρώμα άχυρο και σκεπασμένο με σκόρπια κλαριά ερυθρελάτης, γυάλιζε κάτω απ’ τη βροχή, όπως οι γκρίζοι σωροί από άργιλο του τουβλάδικου. Ο νεκροθάφτης του Λάτεμ προχω-

37

Το νεκροταφείο βρισκόταν ανάμεσα στο σχολείο και την εκ-


38

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 38

ρούσε στην κεφαλή της πομπής κι ο ιπποκόμος δίπλα στο κάρο κρατούσε τα γκέμια. Το άλογο ήταν σκεπασμένο με μια μαύρη κουβέρτα. Η πομπή προχωρούσε στο φράγμα ακολουθώντας τον ρυθμό που χτυπούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας. Οι γεροντότεροι που δεν μπορούσαν να περπατήσουν, παρακολουθούσαν απ’ το κατώφλι ενός στάβλου. Το άλογο βάδιζε τρομερά αργά, στοχαστικά, σαν να ’ταν βυθισμένο στις δικές του σκέψεις, ρουθουνίζοντας βαριά όταν πλησίασε στο νεκροταφείο· με τα πόδια άκαμπτα έκανε ένα βήμα στο πλάι προς το χορτάρι στην άκρη του δρόμου, ξύνοντας τις πέτρες. Το φέρετρο θα γινόταν μούσκεμα. Γλυκιά μου μαμά. Στο νοσοκομείο την είδε μόνο μια φορά. Το κεφάλι της ήταν ξυρισμένο γουλί και το είχαν ανοίξει με τρυπάνι. Ο Χανς έσκυψε, τράβηξε ένα μίσχο απ’ το χορτάρι στην άκρη του δρόμου και βάλθηκε να το μασάει με πάθος. Είχε γεύση πικρή σαν το αβροβότανο. Ο πατέρας δίπλα του φορούσε ένα δανεικό κοστούμι που όλες οι ραφές ήταν έτοιμες ν’ ανοίξουν. Είχαν προσπεράσει τώρα τα βουνά από πηλό με τη δυσοίωνη γυαλάδα. Βγήκε πάλι απ’ την πομπή, χρονοτριβούσε, έσκυψε να δέσει το κορδόνι του. «Άντε», είπε ο πατέρας του, «μην είσαι ανάποδος». Και το πρωί παραλίγο να τσακωθεί με τον πατέρα του. Είχε βγάλει το κουνέλι απ’ το κλουβί, ήθελε να το πάρει μαζί του στο νεκροταφείο. «Πάρ’ το από δω το ζώο!» «Η μαμά θα μ’ άφηνε». «Και γρήγορα μάλιστα!» Το κάρο πιτσίλισε νερό στα γυμνά του πόδια. Αφουγκράστηκε τις οπλές πάνω στις πέτρες. Στα δυτικά, πάνω απ’ το ποτάμι, ο ουρανός άνοιξε κι ένας χλωμός ήλιος εμφανίστηκε, αλλά ο δυνατός αέρας που έφερνε βροχή δεν κόπασε. Όλοι περπατούσαν σκυφτοί. Ορισμένοι έδειχναν έτοιμοι να πέσουν μπρούμυτα.


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 39

39

Η πομπή είχε αφήσει πίσω της το τουβλάδικο. Όταν θα μεγάλωνε δεν ήθελε να δουλέψει σε τουβλάδικο. «Όταν θα μεγαλώσω θα φύγω απ’ το Λάτεμ και θα παντρευτώ τη Μάρχιε», είπε μέσα του. Το άλογο προχωρούσε με δυσκολία, έμοιαζε σαν να ’ταν ακίνητο. Ο Χανς αφουγκράστηκε το τρίξιμο και το ταρακούνημα που έκαναν οι τροχοί. Τη μέρα που πέθανε η μάνα του όταν γύρισε στο σπίτι και τις μέρες πριν από την κηδεία κουβαλούσε μαζί του παντού το κουνέλι, προκαλώντας την αγανάκτηση του πατέρα του· χωνόταν μες στο ζεστό του τρίχωμα. Να φώναξε άραγε η μαμά όταν έπεσε στα χαλίκια; Κάρφωσε τις ρόδες με τα μάτια. Η μαμά που, όταν εκείνος δεν μπορούσε ν’ ανασάνει, τον έπαιρνε κρυφά στο κρεβάτι της, του έτριβε απαλά την κοιλιά να ηρεμήσει, ώσπου στο τέλος αποκοιμιόταν. Η πομπή άφησε το φράγμα και κατέβηκε στο νεκροταφείο από την Κέρκστραατ. Τώρα είχε ξανά μια ευκαιρία να δει τη Μάρχιε. Του σήκωσε το χέρι. Η αδιάβροχη κάπα της αντικατοπτριζόταν στο βρεγμένο οδόστρωμα. Στην είσοδο ο οδηγός του κάρου και ο νεκροθάφτης συνεννοήθηκαν, έδεσαν το άλογο στα κάγκελα, του έδωσαν ένα χτυπηματάκι στο λαιμό κι ένα σακούλι βρόμη. Ο κόσμος σκορπίστηκε ανάμεσα στις ταφόπλακες και διάβαζε τα ονόματα δυνατά. Όλοι όσοι ήταν θαμμένοι εδώ ήταν γνωστοί. Πάνω από τον λάκκο είχαν ακουμπήσει μια σκάλα, όπου τοποθέτησαν το φέρετρο. Η Μάρχιε πέρασε κι αυτή από τα στενά μονοπάτια, τον πλησίασε και στάθηκε ακριβώς δίπλα του. Γλυκιά μου Μάρχιε. Είδε το χνούδι στα πόδια της. Ένας καπετάνιος από το Έμντεν προσευχήθηκε: «Ο Γκοτ». Δεν ήταν σωστό. Για να ευχαριστήσει τον πατέρα, η μητέρα του πήγαινε μαζί του στις τελετές στο πλοίο. Στην ψυχή της εκείνη ανήκε πάντα στην κανονική Αναμορφωμένη Εκκλησία. Στην τελετή έπρεπε να χοροστατήσει ο πάστορας της δικής της εκκλησίας. Τραγούδησαν:


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 40

Το πένθος δεν θα κρατήσει παντοτινά. Μέσα από τα χαλάσματα των τειχών της Σιών η ελπίδα ρίχνει μια χαρούμενη λάμψη.

Γεια σου, μαμά. Γλυκιά μου μαμά. Ξέρω ότι είσαι στον παράδεισο. Το κορίτσι ήρθε και στάθηκε ακόμα πιο κοντά, ακριβώς δίπλα του. Αν ήθελε, μπορούσε να της τραβήξει τις πλεξούδες. «... wir müssen ontbunden werden...» Γλυκιά μου μαμά, είναι και ο Άρχοντας εδώ, με το κόκκινο Πένχαρντ, γλυκιά μου μαμά, η βροχή σταμάτησε, το καμπαναριό έχει ένα πολύ λαμπερό μπλε. Στο νοσοκομείο σε ξύρισαν γουλί, σου άνοιξαν το κεφάλι με τρυπάνι. Έκλαιγε. Ο αέρας σκόρπιζε τον ήχο απ’ τις καμπάνες σαν τις σταγόνες του νερού. Στ’ αυτιά του είχε ακόμα τη μακάβρια ηχώ από τις οπλές του αλόγου. «Ο Γκοτ, κάνε βας γκουτ ιστ στα καθαγιασμένα μάτια Σου... Θάνατε, βο ιστ ντας κεντρί σου!» Ο Χανς στάθηκε στην άκρη του λάκκου, ανάμεσα στα ελατόκλαδα που έπρεπε να κρύβουν απ’ το μάτι την άμμο και τον άργιλο. Ο μπλε ποταμίσιος άργιλος με τις κόκκινες φλέβες από το σιδηρομετάλλευμα στραφτάλιζε ανάμεσα απ’ τα κλαριά. Μαϊνάρισαν αργά τα σκοινιά. Το φέρετρο κατέβηκε τρίζοντας. Κάθε πρωί ο πατέρας σηκώνεται στις τέσσερις. Από εκείνη τη στιγμή ο Χανς είναι ξύπνιος και περιμένει. Μόλις φεύγει ο πατέρας απ’ το σπίτι, χώνεται στο κρεβάτι δίπλα στη μάνα του και τρίβεται πάνω της. «... ένα ρεύμα από ανομίες με είχε καταβάλει». Συνέχισε να κοιτάζει μες στον τάφο, ενώ πίσω του περνούσαν οι συγχωριανοί.

40

[ 7 ]

Α

πό την πινακίδα στον μπροστινό κήπο είχε φύγει η μία βίδα με τον κρίκο. Κρεμόταν λοξά και με τον αέρα ταλαντευόταν.


Τα πολυκαιρισμένα γράμματα με δυσκολία διαβάζονταν. Με τι χαρά την είχε φτιάξει. Ο πατέρας είχε φέρει άχρηστα ξύλα απ’ το τουβλάδικο. Τα πριόνισε ο ίδιος, κάρφωσε καρφιά, πλάνισε, έτριψε, έβαψε, έσκαψε τρύπες για δύο στρογγυλούς πασσάλους στον μπροστινό κήπο, όσο το δυνατόν πιο κοντά στον δρόμο, και στερέωσε πάνω τους την πινακίδα. Σήμερα το πρωί, πάνω στα χωράφια η σιγαλιά του πρώτου ψύχους. Σιγαλιά, ο αέρας όμως περνούσε κατά ριπές πάνω από τον τυρφώνα, χτυπούσε με την ουρά του το μαργωμένο χορτάρι που τρεμούλιαζε για μια στιγμή, όπως η κατσίκα στον πρώτο πρωινό ήλιο. Κάτι άκουγε. Ο πατέρας του, τις μέρες που θα ’ρχονταν χωρίς δουλειά, ήταν στο μποστάνι πίσω απ’ την αποθήκη όπου είχαν απομείνει λίγα λάχανα Σαβοΐας. Με ποιον μιλούσε; Ήταν τρομερά θυμωμένος. Ο Χανς έκανε τον γύρο της αποθήκης. Τα λάχανα Σαβοΐας στο χωράφι, της ποικιλίας Eclips, στραφτάλιζαν σαν παγωμένη μπουγάδα. Τι έκανε ο πατέρας εκεί; Κλοτσούσε ένα λάχανο σκεπασμένο με πάχνη και φώναζε: «Σάπιο. Όλα σάπια!». Το λάχανο εκσφενδονίστηκε πάνω απ’ το χωράφι πέρα στον ανθόκηπο. «Και τούτο δω! Σάπιο κι αυτό, πιο σάπιο δεν γίνεται. Το κακό φταίει. Το κακό είναι παντού. Στην καρδιά του λάχανου. Και υπάρχουν τόσο λίγα φαγώσιμα. Και τούτο δω! Εντελώς σάπιο και χαλασμένο, το ’χουν φάει τα σαλιγκάρια». Κοντά στο χοιροστάσιο τα λάχανα μεγάλωναν πιο γρήγορα. Εκεί πετούσε ο πατέρας το αίμα του γουρουνιού που δεν χρειαζόταν για να φτιάξει μπουντέν και πηχτή. Ο πατέρας του φορούσε τις βαριές μπότες της δουλειάς, γεμάτες άργιλο. Ο πατέρας έσκυψε. «Αυτό άραγε;» Ναι, επιτέλους ένα τέλειο λάχανο, σκληρό και πράσινο, καλό για τουρσί, ένα γνήσιο Eclips. Παρ’ όλα αυτά το κλότσησε

41

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 41


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 42

42

κι αυτό στον αέρα, το ’πιασε με το φτυάρι, το ’κανε κομμάτια, το διέλυσε. «Γερό; Ναι, καλά! Ούτε εσύ μου κάνεις. Όλα είναι κακά και σάπια. Θα εξολοθρεύσω τις φωλιές των σαλιγκαριών. Τις φωλιές των εχιδνών! Κι εσένα, υποκριτή. Αψεγάδιαστο; Ένας δαίμονας είσαι, με το δήθεν γερό σου κεφάλι, και τίποτ’ άλλο, χα! Όλα καταστροφή και σαπίλα. Τι να σε κάνω! Χτυπάω όπως χτυπάει ένας εχθρός, όπως τιμωρεί ένας αμείλικτος». Ο πατέρας ήταν εκτός εαυτού. Το καλύτερο που είχε να κάνει ο Χανς ήταν να το βάλει στα πόδια. Άλλο ένα γερό λάχανο έπεσε θύμα του φτυαριού, έλιωσε σαν μύγα στον τοίχο της αποθήκης.

Ο Χανς, με το κουνέλι στην ποδιά του, έκλεισε τ’ αυτιά του να μην ακούει τις φρικτές τσιρίδες. Δεν μπορούσε καν να σκεφτεί τη μάνα του στον τάφο με το γουρούνι να τσιρίζει τόσο δυνατά. Τώρα στον στάβλο επικρατούσε σιωπή. Ο πατέρας τον αναζήτησε, μπήκε στην κουζίνα σκουπίζοντας στο παντελόνι τη λάμα του μαχαιριού που του χρησίμευε στην παρασκευή του πηλού. «Μη φέρεις αυτό το ζώο μέσα στο σπίτι. Πόσες φορές θα σ’ το πω; Γιατί αργείς; Δεν ακούς που είμ’ απασχολημένος;» Ακολούθησε τον πατέρα του στον στάβλο. Το σφαγμένο γουρούνι κρεμόταν από ένα δοκάρι, ενώ απ’ τον λαιμό του έσταζε το αίμα σ’ έναν κουβά. Είχε πέσει αίμα και στις φθαρμένες πέτρες του δαπέδου. Ξανάβαλε το κουνέλι στο κλουβί. Ο πατέρας άρχισε να τρίβει το δέρμα του ζώου με καυτό νερό. Απ’ το γουρούνι ανέβαινε ατμός σαν να το ’βραζαν. Ο Χανς κουβαλούσε καυτό νερό. Βοηθούσε, υπομονετικά, χωρίς να μιλάει. Απ’ το στόμα του ζώου κρεμόταν μια μεγάλη χλωμή γλώσσα. Ο πατέρας μίλησε ανάμεσα στα κρεμαστά αυτιά του γουρουνιού.


«Αλάτι!» Έσυρε το κασόνι με το χοντρό κιτρινισμένο αλάτι κάτω απ’ το γουρούνι κι άρχισαν το πάστωμα. Οι τρίχες του γουρουνιού έτριζαν σαν ξερόχορτα. Το ζώο κάρφωνε τον Χανς με τα μάτια. Θα ’λεγε κανείς ότι ανάσαινε ακόμα. «Άχυρο!» φώναξε ο πατέρας, λες και στεκόταν πολύ μακριά. Κάθε τόσο ο Χανς ξεροκατάπινε, από φόβο μην κάνει εμετό. Πάντα τον έπιανε ναυτία άμα έβλεπε το γουρούνι κρεμασμένο στο δοκάρι. Μακάρι να μπορούσε να βγει έξω, να πει γλυκόλογα στην κατσίκα που μύριζε τόσο όμορφα, να την ταΐσει λαχανόφυλλα. Άπλωσε το άχυρο και παρακολουθούσε από απόσταση. Ο πατέρας μετακινούνταν στη σκιά γύρω απ’ το κρεμασμένο ζώο. «Μακάρι να ’μουν μεγάλος και δυνατός και να ’φευγα απ’ το Λάτεμ», σκέφτηκε ο Χανς. Κατέβασε τα μάτια, μην τυχόν καταλάβει ο πατέρας την επιθυμία του. Πριν από λίγες μέρες είχε πάρει το μάτι του την κόκκινη λιμουζίνα του Άρχοντα του Μπίγκερντεν. Εννιά καθίσματα από μαλακό δέρμα είχε το αμάξι. Στο αριστερό του χέρι ο Άρχοντας φορούσε ένα δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο που από μόνο του άξιζε περισσότερο κι απ’ την κατσίκα με το γουρούνι μαζί. Ονειρεύτηκε ότι ο Άρχοντας περνούσε με το αμάξι πάνω από το φράγμα και ρωτούσε δεξιά κι αριστερά: Γυρεύω αυτόν τον πιτσιρικά, αυτό το αγόρι που μου φαίνεται ξεχωριστό, αυτό θέλω να πάρω σπίτι μου για γιο μου, θα βάλω να του ράψουν καινούρια ρούχα και θα κάνει μαθήματα οδήγησης. Εγώ θα αγοράσω ένα νέο μοντέλο Πένχαρντ στο Παρίσι. Το κόκκινο θα ’ναι δικό του. Στη μύτη του έφτασε η μυρωδιά του γουρουνιού, ανακατεμένη με το πολυκαιρισμένο αλάτι και το ξερό άχυρο. Μπερδεμένος από το μεγαλειώδες όνειρο, στεκόταν σαν άγαλμα. Καημένη μαμά. Καημένο ζώο. Έκανε εμετό, με την πλάτη γυρισμένη στο ζώο· δεν σκεφτόταν τίποτα. Δεν θα του ξανακα-

43

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 43


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 44

τέβαινε ούτε μπουκιά. Η αηδιαστική μπόχα απλώς θα δυνάμωνε τις επόμενες εβδομάδες. Λουκάνικο με αίμα, πηχτή, μπουντέν. Το κουνέλι ροκάνιζε σιγανά τα κάγκελα. Ο πατέρας του ’κανε νόημα ότι μπορεί να βγει έξω. Ήθελε να βοηθήσει, αλλά βγήκε βιαστικά από τον στάβλο στο φως.

[ 8 ]

44

Κ

« οίτα , αν το τρίψεις ...» Μια μυρωδιά από δυόσμο απλώθηκε τριγύρω. Εκείνη μύρισε το χέρι του· άκουσε την αργή εκπνοή της. «Πού πηγαίνουμε;» Ήθελε να της τα δείξει όλα, το ακρωτήρι που οδηγούσε στο Σινά, την κυνηγετική καλύβα, τα πλωτά νησιά και τα μη πλωτά, τα στρώματα από ανθισμένες ανεμώνες, όλα τα ρυάκια και τα ρεύματα. Είχαν περάσει ήδη μερικά χρόνια από τότε που τελείωσαν το σχολείο. Στην αρχή η Μάρχιε είχε μείνει σπίτι με τη μητέρα της κι εδώ και λίγο καιρό εργαζόταν σαν υπηρέτρια στην οικογένεια ενός βιομήχανου στο Ντίρεν. Ο Χανς έκανε ελαφρές εργασίες σ’ ένα τουβλάδικο με την επωνυμία Μέχενβααρντ. Στον ελεύθερο χρόνο του βοηθούσε τον πορθμέα και περνούσε κόσμο απέναντι. Πάνω στο νερό ανέπνεε πιο ελεύθερα. Όταν δεν υπήρχαν ταξιδιώτες, καθόταν στις πέτρες από βασάλτη του κυματοθραύστη κι ονειρευόταν την αντίπερα όχθη, τους λόφους, τα πλούσια χωριά εκεί πέρα. Μακάρι να ζούσε εκεί, να είχε ένα δικό του κομματάκι γης, να ήταν ανεξάρτητος. Με τον νου του έβλεπε την ευτυχία του με τόση ακρίβεια σαν να επρόκειτο για μια ανάμνηση από πραγματικά βιώματα. Όλα όσα μπορούσαν να τον μεταφέρουν αλλού, η βάρκα, η λιμουζίνα του Άρχοντα, οι ονειροπολήσεις του, ήταν πιο αληθινά απ’ την πραγματική ζωή. Α-


λήθεια, κανείς απ’ όσους ζούσαν εδώ, σ’ αυτό το άψυχο φτωχικό χωριό, δεν είχε αισθανθεί τον πειρασμό να φύγει; Μετά το δημοτικό είχε χάσει σιγά σιγά την επαφή με τη Μάρχιε. Όταν συναντιόνταν στο φράγμα, σήκωναν το χέρι. Τίποτε παραπάνω. Δεν τολμούσε να της μιλήσει, φοβόταν ότι τον περιφρονούσε, αφού δεν είχε δουλειά της προκοπής ούτε μέλλον. Εκείνη είχε δουλειά στην άλλη πλευρά. Χτες που είχε υπηρεσία στο πορθμείο, την είχε περάσει απέναντι όταν μετά από τρεις μήνες γύρισε για πρώτη φορά σπίτι για Σαββατοκύριακο και την είχε συνοδέψει ως εκεί. Δεν είχαν κανονίσει κάτι συγκεκριμένο. Ετοιμαζόταν να πηδήσει στο Λαβρόχορτο, συγκράτησε το άλμα του. Να την. Στην άκρη του τυρφώνα. Η Μάρχιε φορούσε ένα φουλάρι από κόκκινο ύφασμα. Σκέφτηκε ότι έμοιαζε λιγάκι με τσιγγάνα. Κοίταξε τα μεγάλα καστανά μάτια της. Το πρόσωπό της ήταν όλο μάτια. Μέσα στη σύγχυσή του έδειξε το διλούβιο εξόγκωμα στον ορίζοντα. «Πάνω απ’ το Σινά βρέχει κιόλας». «Το Σινά;» «Έτσι λέω αυτό το βουνό. Η βροχή έρχεται κατά δω. Τότε το νερό στον τυρφώνα μυρίζει αλλιώτικα». Ήθελε να πει άλλα πράγματα, το έφερε βαρέως που ήταν τόσο ανασφαλής. Φυσικά ήξερε τα πάντα για τον τυρφώνα, ήθελε να την ενημερώσει για όλα μονομιάς. Η Μάρχιε στεκόταν εκεί και δίπλωνε μια πιέτα στο φόρεμά της, τα μάτια στραμμένα πάνω του, στην άκρη μιας μαύρης λιμνούλας. Της άπλωσε το χέρι, εκείνη πήδησε στο Λαβρόχορτο κι ύστερα αφέθηκαν στο ρεύμα, έφτασαν στο πανάρχαιο μονοπάτι που υπήρχε πολύ πριν γεννηθεί ο Χριστός κι έβγαζε κάποτε σ’ ένα διαβατό σημείο του ποταμού. Περπατούσαν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Ο Χανς κοντοστάθηκε και γύρισε. «Φελίπε είναι μια παλιά λέξη για το ποταμίσιο πέρασμα, το διαβατό σημείο. Από κει προέρχεται το όνομα της πόλης Βελπ. Μας το είπε ο δάσκαλος». Εκείνη το είχε ξεχάσει. Το μονοπάτι έμοιαζε σαν να είχε κατασκευαστεί πάνω στο

45

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 45


46

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 46

νερό, τόσο υγρό, τόσο ελαστικό, που κουνιόταν σε κάθε βήμα. Θα ’ταν καλύτερα να βγάλεις παπούτσια και κάλτσες. Σήκωσε το φουστάνι της μέχρι τα γόνατα. Απ’ το μονοπάτι πήδησαν σ’ έναν βυθισμένο κορμό δέντρου που μπατάρισε. Ύστερα στο νησί Άκανθος. Το ρεύμα τους παρέσυρε στ’ ανοιχτά νερά. Της έδειξε τους κύκλους στο νερό. «Η Απαγορευμένη Θάλασσα». «Απαγορευμένη Θάλασσα;» Φύσηξε μια σκούρα τούφα που έπεφτε στα χείλη της. «Εδώ είναι γεμάτο με κακά πνεύματα. Βλέπεις αυτές τις μακριές χλωμές ρίζες; Είναι του μανδραγόρα. Εκεί κάθονται, με τη μορφή φρύνου ή φιδιού. Στα μάτια τους καίει μια φωτιά». Άρχισε να ψιθυρίζει. «Αν κάνεις απόλυτη ησυχία, τ’ ακούς να ανασαίνουν, μέσα απ’ το κελάρυσμα του νερού. Συνήθως είναι μπλεγμένα ανάμεσα στις ρίζες, αν καταφέρουν όμως ν’ απελευθερωθούν είναι ικανά για οτιδήποτε, διασχίζουν ποτάμια, σκορπίζονται σ’ όλο τον κόσμο, σπέρνουν τον όλεθρο. Τίποτε δεν μπορεί να τα σταματήσει, Μάρχιε». Έκανε σαν να φοβόταν και δεν τολμούσε να κοιτάξει γύρω του. Εκείνη γέλασε. «Μουρλέ, πάλι θέατρο παίζεις». Σκότωσε ένα κουνούπι στο μπράτσο του. Σηκώθηκε αέρας, ρυτίδωνε το νερό, λύγιζε τα χόρτα. Τα μακριά μαλλιά του κοριτσιού ανέμιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η κοπέλα έκανε ένα βήμα, κινδύνεψε να βουλιάξει στο σπογγώδες έδαφος, εκείνος της άρπαξε το χέρι. Προχώρησαν μαζί κακήν κακώς μέσα απ’ την παχιά λάσπη. Του είπε ότι είχε δει τον πατέρα του. «Θα πάμε στην Πάτμο», είπε ο Χανς. Δεν ήθελε να μιλήσει για τον πατέρα του. Τα σαββατόβραδα οι καπετάνιοι έρχονταν στο σπίτι τους κι έκαναν τελετές στο καθιστικό. Τις Κυριακές το πρωί ο πατέρας του πήγαινε στην προβλήτα πίσω από το τουβλάδικο. Σπάνια κατάφερνε ο Χανς να γλιτώσει. Γιατί να την κουράσει με την απέχθειά του για όλα αυτά;


«Στην Πάτμο είναι το καταφύγιο; Κάποτε μου το ζωγράφισες. Μπορεί και να το ’χω ακόμα». Εκείνος δεν το ’χε ξεχάσει. Έφτασαν στην Πάτμο μέσω του Ξινολάπαθου. Πάνω από τον τυρφώνα έτρεχαν δυνατές σπιλιάδες. Την οδήγησε σ’ ένα πάτωμα από μαύρες πισσαρισμένες σκεβρωμένες σανίδες. Εκεί υπήρχε μια καρέκλα με ψάθινο κάθισμα, στη μέση της μια ξεφτισμένη τρύπα. Η Μάρχιε καβάλησε το κάθισμα, με τους αγκώνες στην πλάτη της καρέκλας. Από ένα ημικυκλικό παράθυρο, σαν αυτά στους στάβλους, μπορούσαν να δουν το χωριό. Δεν ήταν παρά ένας σκούρος λεκές κολλημένος στο φράγμα. Το μάτι της έπεσε σ’ ένα τετράδιο. «Τι γράφεις;» «Συλλέγω φυτά. Τα κολλάω εκεί μέσα και δίπλα γράφω το όνομα και το μέρος που τα βρήκα. Μπορείς να το δεις». Το έδωσε στη Μάρχιε κι έμεινε να την κοιτάζει καθώς γύριζε προσεκτικά τις σελίδες. Η καλύβα έτριζε, άκουσαν την άμμο να μαστιγώνει τον τοίχο. Της εξήγησε ότι η βροχή από το Σινά πάντα έφερνε άμμο μαζί της. «Αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου εδώ, έτσι;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Καμιά φορά». «Όμως είσαι μόνος σου εδώ. Όπως και στο προαύλιο του σχολείου». Έξω το φως στο νερό χάθηκε, τα αυλάκια γέμισαν. Κάτι κουνήθηκε κάτω απ’ την καλύβα. «Τι είν’ αυτό;» «Η τύρφη που μετατοπίζεται». Ο αέρας ούρλιαζε. Του ’πιασε το χέρι. «Δεν φοβάμαι». Πάλι κουνήθηκε η γη από κάτω τους. Ο Χανς αγνάντευε την υγρή πεδιάδα. Την περιοχή του. «Σε κάθε σελίδα γράφει “μητέρα”», είπε η Μάρχιε. «Η μητέρα μου είναι στον παράδεισο. Τα κακά πνεύματα δεν μπορούν να τη φτάσουν εκεί». «Έτσι πιστεύω κι εγώ».

47

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 47


48

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 48

Τη ρώτησε για τη δουλειά της. Του είπε ότι έμενε σ’ ένα μεγάλο σπίτι με σέρα. Η οικογένεια μετρούσε οχτώ παιδιά. Ο πατέρας είχε ένα εργοστάσιο ξυλείας δίπλα στο κανάλι μεταξύ Άπελντοορν και Ντίρεν κι έλειπε συχνά στη Ρωσία και τη Σιβηρία για ν’ αγοράσει ξυλεία. Η γυναίκα του ήταν νευρασθενής κι έκλαιγε όλη μέρα. Εκείνη φρόντιζε να παίρνουν τα παιδιά στην ώρα τους το πρωινό. Εκείνη τα πήγαινε στο σχολείο. Ορισμένα ήταν πιο μεγάλα από την ίδια αλλά έπρεπε να την ακούνε. Είδε πώς έσπρωξε το γυμνό της πόδι σ’ ένα μαλακό σημείο του ξύλινου δαπέδου κι ύστερα αισθάνθηκε τα μάτια της στραμμένα πάνω του. «Κι εσύ;» Ναι, αυτός. Ακόμα δεν ήξερε τι ήθελε να γίνει, ντρεπόταν που έμενε ακόμα σε τούτη την πλευρά του ποταμού, ήθελε να φύγει μακριά, αλλά δεν είπε τίποτα. Αντί να της μιλήσει για τα όνειρά του, βγήκε έξω κρατώντας ένα σκουριασμένο κατσαρολάκι και σήκωσε τα μάτια στη βροχή. Η βροχή χτυπούσε στα δόντια του, ως μέσα στο λαρύγγι του. Όταν γύρισε, η Μάρχιε καθόταν στο πάτωμα, με τα γόνατα μαζεμένα και τα χέρια τυλιγμένα γύρω τους. Ο Χανς είχε δάκρυα στα μάτια και δεν μπορούσε καν να καταλάβει αν τον κοιτούσε. Της έριξε νερό στα λασπωμένα πόδια. «Τι γλυκός που είσαι». Εκείνη τη στιγμή η βροχή έπεφτε τόσο δυνατά στο νερό και στην αυλακωτή λαμαρίνα της σκεπής που μετά βίας καταλάβαινε τι του έλεγε. Δυνατά χτυπήματα. Τον κοίταξε τρομαγμένη. «Τα ψάρια πηδάνε έξω απ’ το νερό». Κάποτε είχε πιάσει έναν κυπρίνο, ή μήπως λούτσο, τόσο μεγάλο, με το χέρι! Περιαυτολογούσε. «Και φαντάζομαι ότι είχε μπλεχτεί στις ρίζες του μανδραγόρα;» Γέλασαν. Η Μάρχιε άρχισε πάλι να ξεφυλλίζει το τετράδιό του. Εκεί-


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 49

49

νος κοιτούσε την ανάσα της, ανάσαινε διαφορετικά, ανάσαινε στον ρυθμό της δικής του ανάσας. Η τούφα έπεσε πάλι στα χείλη της. Τη φύσηξε. Τα μαλλιά της Μάρχιε τινάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κοίταξε γύρω της την καλύβα. Την είδε να χώνει το πόδι της στον σάπιο πάτο του δαπέδου, λες κι ήταν σφάγνο. Μια μέρα θα το παντρευόταν αυτό το κορίτσι. «Ακούς;» Πάνω από το όρος Σινά ακούστηκαν μπουμπουνητά. Η καταιγίδα ερχόταν καταπάνω τους. «Μάρχιε, κοίτα, το νερό του τυρφώνα αλλάζει χρώμα. Γίνεται πιο σκούρο. Πιο μαύρο. Ένας βόρβορος από...» Τα χείλη της μισάνοιξαν, σαν να ’ξερε ότι θα τη φιλούσε. Οι κυπρίνοι ή λούτσοι πηδούσαν έξω απ’ το νερό, ξανάπεφταν μ’ έναν δυνατό παφλασμό. «Κι εμείς;...» ρώτησε εκείνη. «Μ’ αυτή την καταιγίδα;» Μια βροντή, ένας αντίλαλος πάνω από τον τυρφώνα. Εκείνος στάθηκε πίσω από την καρέκλα της, μύριζε το νερό του τυρφώνα στα μαλλιά της. Η καταιγίδα δυνάμωνε, η αυλακωτή λαμαρίνα της σκεπής στρίγκλιζε. Φώναξε τη μάνα του, εκείνη κάτι τσίριξε μες στην καταιγίδα, όχι, ούρλιαξε για ν’ ακουστεί πάνω απ’ την καταιγίδα και το διαπεραστικό σφύριγμα στις γωνίες και μες στις καλαμιές. Ποιος τσίριζε; Ποιος τσίριζε; Τον φώναξε. Δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος. Καθόταν σ’ αυτή την ετοιμόρροπη, αποσαθρωμένη καρέκλα, σ’ αυτό το μαλακό, εντελώς σαθρό δάπεδο που όμως έβγαζε μια γλυκιά μυρωδιά απ’ τα αγριόχορτα. Φώναξε το όνομά του σαν να φοβόταν ότι θα βούλιαζε στο έλος. Τον φώναξε ξανά, παρόλο που υπό τις δεδομένες συνθήκες βρισκόταν σε σχετικά στέρεο, σκληρό μέρος, αλλά έπρεπε να τον φωνάξει, ήθελε να ουρλιάξει, να τσιρίξει, όσο πιο επιτακτικά μπορούσε, λες και πέρα από την άμεση ασφάλεια κάτι πολύ πιο σημαντικό εξαρτιόταν απ’ αυτό.


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 50

[ 9 ]

50

Γ

ύρισε σπίτι και δίπλα στο κατώφλι όπου κάποτε είχε σκοντάψει ο πατέρας του είδε μια σκουρόχρωμη λιμνούλα από αίμα, σαν παπαρούνα. Ο πατέρας του ήταν στον στάβλο. «Τι πας να κάνεις;» «Να ταΐσω το κουνέλι». Ο πατέρας του στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας για να τον εμποδίσει να μπει. Ο Χανς ήταν πιο γρήγορος απ’ αυτόν και γλίστρησε κάτω απ’ το χέρι του· είδε το άδειο κλουβί. «Πού ’ναι το κουνέλι;» «Πέρασε ένας πραματευτής». Το φως του ήλιου έπεφτε πυκνό και κίτρινο σαν άχυρο στο άνοιγμα της πόρτας όπου στεκόταν ο πατέρας του. Δίπλα στο σπίτι η κατσίκα, σχεδόν τυφλή, με το μαραμένο γενάκι της. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Αν ζούσε ακόμα η μητέρα του, αυτό δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Με τον νου του έβλεπε το κατατρομαγμένο ζώο, μαζεμένο κουβάρι, να προσπαθεί να κρυφτεί στο βάθος του κλουβιού, έτσι δεν θα το ’βλεπε κανείς. Είδε τον πατέρα του (ή τον πραματευτή) ν’ αρπάζει το ζώο απ’ τον σβέρκο και να το τραβάει έξω απ’ το κλουβί. Ποιος ξέρει, μπορεί πρώτα να το χάιδεψε στην πλάτη για να το καθησυχάσει κι ύστερα να του ’στριψε με μια κίνηση το λαρύγγι. «Μα, μπαμπά...» ψέλλισε, κόμπιασε, τραύλισε, του κόπηκε η ανάσα, αισθάνθηκε τα δάχτυλα των ποδιών του να σφίγγονται. «Δεν έπρεπε να πειράξεις το κουνέλι μου». Είδε τον πατέρα του, προσπάθησε μέσα απ’ τα μάτια του πατέρα του να κοιτάξει ένα σημείο μέσα στον ίδιο, είδε τον κουβά με την τροφή, το φρεσκοκομμένο χορτάρι που γυάλιζε στο χέρι του κι ύστερα δεν είδε τίποτ’ άλλο· ο στάβλος γύρισε ανάποδα. Στην κουζίνα, τέντωσε το χέρι για τον κουμπαρά του στο ράφι δίπλα στη λάμπα πετρελαίου. Μέσα είχε κέρματα του ενός, των δύο και των πέντε λεπτών που του ’δινε η μητέρα του


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 51

Άκουσε τον πατέρα του να φεύγει απ’ το σπίτι, ντύθηκε γρήγορα και κατέβηκε τη σκάλα. Περιεργάστηκε τους τοίχους του καθιστικού, τους επιθεώρησε, τον έναν μετά τον άλλον, αφουγκράστηκε. Εδώ είχαν ξαπλώσει τη μάνα του σαν αντικείμενο στο κρεβάτι. Σ’ ένα καρφί πίσω από την πόρτα της ντουλάπας κρεμόταν το κεφαλομάντιλό της. Το έχωσε στην τσάντα μαζί με τα ρούχα του. Από το συρτάρι του μπουφέ πήρε μια καρτέλα με βελόνες, μια κούκλα βαμβακερή κλωστή. Η ομίχλη ακουμπούσε στα τζάμια. Δεν μπορούσε να δει

51

όταν πουλούσε αυγά ή λαχανικά. Είχε βγάλει κι ο ίδιος κάποια χρήματα πουλώντας φρέσκα βότανα που μάζευε στον τυρφώνα. Ο πατέρας του ήταν απασχολημένος πίσω απ’ τον στάβλο. Αναποδογύρισε τον κουμπαρά πάνω στο τραπέζι, τον κούνησε πέρα-δώθε ώσπου στο τέλος βγήκαν απ’ τη σχισμή μερικά κέρματα, τελικά τον έσπασε πάνω σε μια πέτρα στον κήπο μπροστά απ’ το σπίτι. Θα έφευγε. Η απόφαση πάρθηκε όταν είδε τη λιμνούλα αίματος δίπλα στο κατώφλι και κατάλαβε. Θα έφευγε από το Λάτεμ και δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πια. Τι δουλειά είχε εδώ; Μα πότε; Ο πατέρας θα πήγαινε σε μια συνάντηση των καπετάνιων από το Έμντεν. Έτσι θα μπορούσε να φύγει απόψε κιόλας, αλλά το ρίσκο να πέσει πάνω του στο φράγμα παραήταν μεγάλο. Όχι, καλύτερα να περιμένει την αυγή και να περάσει το ποτάμι. Από τούτη την πλευρά υπήρχε μια βάρκα με κουπιά. Είχε πάρει το κολάι κι ήξερε πώς να εκμεταλλεύεται το αντίθετο ρεύμα κι έτσι δεν χρειαζόταν τη βοήθεια κανενός για να φτάσει στην αντίπερα όχθη. Μάζεψε τα ρούχα του, τα ’χωσε στην παλιά τσάντα για τα ψώνια της μάνας του. Άφησε ανοιχτές τις κουρτίνες στο υπνοδωμάτιό του για να ξυπνήσει νωρίς. Ξάπλωσε στο κρεβάτι πολύ πριν γυρίσει σπίτι ο πατέρας. Το σεληνόφως έπεφτε στην κουβέρτα του.


52

SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 52

ούτε καν το μονοπάτι. Όμως πίσω απ’ την ομίχλη έλαμπε ο ήλιος. Η μέρα θα ήταν καθαρή. Σε λίγο θα μπορούσε να διακρίνει τα πράγματα με σαφήνεια. Τα κοράκια έκρωζαν. Όσο κι αν ψάχνεις, δεν τα βλέπεις ποτέ. Χωρίς να κάνει θόρυβο, άνοιξε την πόρτα να βγει έξω κι ύστερα την πόρτα του στάβλου. Η κατσίκα ανοιγόκλεισε τα μάτια, δεν τολμούσε καλά καλά να βγει από τη σκιά, φοβόταν το πρώτο φως. Ή μήπως κατάλαβε ότι την παρατούσε; Τα καπούλια της ήταν πολύ γουβωμένα. Κάμποσα κουνούπια έκαναν τους μαραμένους μαστούς της να τρεμουλιάζουν. «Έλα!» Δεν κουνήθηκε, επέμενε πεισματικά να φοβάται το πρωινό φως. Ήταν σαν να κοιτούσε πέρα από τα πράγματα. Το ζώο έτριψε τα καπούλια στο πλευρό του. Όπως τη χάιδευε είδε στο άδειο κλουβί του κουνελιού ένα μάτσο κρεμμύδια απλωμένα, βιολετιά κρεμμύδια, κι ένα μάτσο άσπρα πράσα, σαν φρέσκα ποταμίσια ψάρια. Η κατσίκα έτριψε τη μουσούδα της πάνω του, εκείνος κοίταξε γύρω του, το δάπεδο, τις μπότες του πατέρα, τα δοκάρια. Από δω, μέσα από το σκονισμένο τζάμι, η μέρα ήταν απαλή και γκρίζα, σαν το τρίχωμα της γάτας. Τα κοίταξε όλα με την ησυχία του, με το πάσο του, επειδή ήξερε ότι δεν θα ξαναγύριζε ποτέ κι ύστερα είπε: «Να πηγαίνω». Οδήγησε την κατσίκα στο γρασίδι στην άκρη του δρόμου, την έδεσε σ’ έναν πάσσαλο, στο πρώτο φως του ήλιου, της έστειλε ένα φιλί κάνοντας έναν απαλό ήχο με τα χείλη. Σ’ έναν κουβά που είχε ξεχαστεί στα χαλίκια έσταζε νερό από το ρείθρο της στέγης. Εδώ είχε βρει τη μητέρα του, το βλέμμα στα μάτια της σαν του παγιδευμένου ζώου. Πέρασε από τον μικρό μπροστινό κήπο κι είδε την παλιά πινακίδα. Δεν είχε σημασία πια. Ήταν λες κι οι δυο πάσσαλοι, γερμένοι, σαν τα ξερά στελέχη της αγριομολόχας, είχαν ξεφυτρώσει μόνοι τους απ’ το χώμα. Κάποτε είχε χύσει αίμα και ιδρώτα για να τη φτιάξει. Μην κοιτάξεις πίσω σου τώρα. Το ζώο θα ήταν να το λυ-


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 53

53

πάσαι. Το αγόρι γύρισε την πλάτη του στο σπίτι, δεν είχε παρά να περπατήσει προς την κατεύθυνση του ποταμού και μέσα σε μια ώρα θα βρισκόταν στο πορθμείο του Λάτεμ. Ένα πουλί άρχισε να κελαηδάει. Κι άλλο ένα. Πίσω από το Σινά άρχισε να φωτίζει. Τι ήταν αυτό; Μήπως τον περίμενε ο πατέρας του; Αχ όχι, τίποτα, μια ιτιά. Μια ιτιά στον τυρφώνα, στο μισοσκόταδο, ένας γκρίζος αφρός στον αέρα που σηκώθηκε. Άντε. Προχώρα. Ή τώρα ή ποτέ! Κι εκεί; Αυτό το μαύρο; Τα μάτια του μεγάλα από τον φόβο. Εκεί, ακριβώς πάνω από τις καλαμιές. Ο πατέρας που τον είχε καταλάβει και τον περίμενε; Ναι, καλά, τι είν’ αυτά που βλέπεις! Αγνάντευε την απέραντη πεδιάδα. Κάτω απ’ τον ουρανό έμοιαζε με καινούριο στερέωμα, αλλά ανάποδα. Μόνο οι σκιές από μια ξερή φτελιά, σκοτεινή με μακριά μπράτσα. Τι άλλο θα μπορούσε να ’ναι; Κουβεντούλες από νεοσσούς. Μάλλον μια φωλιά με καρακάξες. Άκουγε τα πνιχτά βήματά του. Αν κοιτούσε πίσω του θα μπορούσε να δει το πατρικό του σπίτι να διαγράφεται στ’ ανατολικά στον ολοένα και πιο φωτεινό ουρανό. Δεν κοίταξε πίσω του, δεν ήθελε να μεταμορφωθεί σε στήλη άλατος. Επιτέλους, το χωριό, η εκκλησία. Το φως χωριζόταν σε αστραπές στα παράθυρα της εκκλησίας. Άγγελοι και απόστολοι κόκκινοι σαν αίμα. Το φράγμα. Οι αγροικίες μοστράριζαν τις ανοιχτές αυλόπορτες απ’ όπου περνούσαν τα κάρα. Προσπέρασε την έξοδο για το τουβλάδικο, όπου διέκρινε αμυδρά τα καμίνια, τους θηριώδεις ατμολέβητες, τα ανατρεπόμενα βαγονέτα. Τώρα αρχίζει να βλέπει περισσότερα πράγματα. Στο ποτάμι ποτέ δεν επικρατεί απόλυτο σκοτάδι. Ο ήλιος έχει ήδη ξεμυτίσει πάνω από έναν οπωρώνα, μια ακτίνα φωτός πέφτει μπροστά στα πόδια του.


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 54

54

Έλυσε τη βάρκα. Όπως πάντα, στον πάτο υπήρχε νερό. Εκεί μέσα έπλεε η καραβάνα του βαρκάρη. Έδωσε μια σπρωξιά, τράβηξε τα κουπιά μ’ όλη του τη δύναμη, σχεδόν ανάσκελα, και προχώρησε πρώτα καμιά πενηνταριά μέτρα κόντρα στο ρεύμα, πολύ κοντά στην όχθη. Κι ύστερα άρχισε τον διάπλου. Μικρά σύννεφα ατμού ακολουθούσαν το ρεύμα. Μες στο νερό φωτεινά σηματάκια αναβόσβηναν όλα ταυτόχρονα κι όπως περνούσαν συρίζοντας δίπλα από τη βάρκα θύμιζαν αμίαντους. Ο Χανς αφουγκραζόταν τα κουπιά στο νερό, τον μελαγχολικό τριγμό των σιδερένιων κρίκων γύρω από τους σκαρμούς που ήταν στερεωμένοι στην κουπαστή της βάρκας. Η βάρκα έσκιζε τα κύματα. Από τη μακρινή όχθη απ’ όπου ξεκίνησε έβλεπε τον εαυτό του σαν ανθρωπάκι κομμένο στο χαρτί. Τράβηξε τη βάρκα στην αμμουδιά. Ο Χανς είχε μια έντονη εντύπωση, τώρα που είχε φτάσει στην αντίπερα όχθη –τόσο εύκολα έγινε, σαν από μόνο του–, ότι κάποιος τον είχε κουβαλήσει ως εδώ. Κατηφόρισε ήρεμα τον φιδωτό δρόμο του πορθμείου, περνώντας ανάμεσα απ’ τα παλιά μεσαιωνικά αναχώματα, προς την κατεύθυνση της Βελπ. Ο δρόμος ήταν όλος δικός του. Το χωριό όπου είχε γεννηθεί ήταν κιόλας απίστευτα μακριά. Ο Χανς Σίβες, χωρίς την προστασία κανενός, ξεκίνησε το ταξίδι του στον κόσμο, κι ο κόσμος ήταν μεγάλος. Είχε σχέδια για το μέλλον. Κοίταξε γύρω του μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Τα σκούρα μαλλιά του ήταν απαλά στο ελαφρύ αεράκι. Τα μάτια του ήταν γαλανά, τα δόντια του κάτασπρα. Ο δρόμος ήταν ομαλός και το βήμα του ελαστικό. Η ζωή του θα έπαιρνε σχήμα και μορφή.


SIBELINK KHPOS sel_DD Final_Layout 1 27/9/17 1:54 μ.μ. Page 55

Μακάριοι όσοι τις νουθεσίες του ακολουθούν και μ’ όλη την καρδιά τους τον γυρεύουν! Και ανομία δεν πράττουν, στους δρόμους που πορεύονται. Εσύ μας έδωσες τις εντολές σου, Κύριε, για να τηρούνται με ακρίβεια. Ας είναι σταθερή η διαγωγή μου στην τήρηση των προσταγμάτων σου. Ψαλμοί, 119: 2-5


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.