978 960 03 6246 6

Page 1

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 5

ΧΟΥΑΝΓΚ ΣΟΚ ΓΙΟΝΓΚ

Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ c Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΡΕΑΤΙΚΑ

ΑΜΑΛΙΑ ΤΖΙΩΤΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD Final_Layout 1 17/10/17 12:30 μ.μ. Page 6

Το βιβλίο εκδίδεται με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Λογοτεχνικής Μετάφρασης της Κορέας (LTI Korea). ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Hwang Sok-yong, Barideki

Copyright by Hwang Sok-yong 2007 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 © ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑφΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6246-6


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 7

Τόσα πολλά αστέρια στον γαλανό ουρανό και τόσες πολλές έγνοιες στη ζωή μας! ΤΖΙNΤΟ ΑΡΙΡΑΝΓΚ


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 8


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 9

ENA

Hπισε.

Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο Τσόνγκτζιν. Ζούσαμε σ’ ένα σπίτι στην κορυφή ενός λόφου με θέα τη θάλασσα. Την άνοιξη συστάδες από ανθισμένες αζαλέες, ανάμεσα στα ξεραμένα αγριόχορτα, σαν να ανταγωνίζονταν η μια την άλλη στα οικόπεδα του χωριού, έλαμπαν κατακόκκινες σαν τη φωτιά, ιδιαίτερα το ξημέρωμα και το ηλιοβασίλεμα, ενώ το βουνό Κουάνμο, ψηλά στο ανατολικό μέρος του ουρανού, καλυμμένο με κατάλευκο χιόνι, κολυμπούσε μέσα σε μια ομίχλη που έκρυβε τους πρόποδές του. Πιο κάτω από τον λόφο ήταν αγκυροβολημένα, ανοιχτά στη ράδα, μεγάλα ξύλινα πλοία και ανάμεσά τους μικρές ψαρόβαρκες έπλεαν αργά αργά με τον θόρυβο της μηχανής τους να αντηχεί στο βάθος. Γλάροι πετούσαν ψηλά πάνω από το ηλιόλουστο κύμα που στραφτάλιζε σαν τα λέπια του ψαριού, αντανακλώντας ολόγυρα το φως του ήλιου. Συνήθως καθόμουν σε ένα γραφείο στο λιμάνι, όπου δούλευε ο πατέρας μου, και τον περίμενα να γυρίσει ή περίμενα τη μητέρα μου να επιστρέψει από τα ψώνια στην αγορά. Μου άρεσε όμως καμιά φορά να σκαρφαλώνω στον λόφο κάτω στο λιμάνι, να κάθομαι ανακούρκουδα στα βράχια και, περιμένοντας, ν’ αγναντεύω τη θάλασσα. Η οικογένειά μου ήταν η γιαγιά μου, ο πατέρας μου, η μητέ-

9

μουν μόλις δώδεκα χρονών όταν η οικογένειά μου σκόρ-


10

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 10

ρα μου και οι έξι μεγαλύτερες αδελφές μου. Αυτό σημαίνει ότι για δεκαπέντε σχεδόν χρόνια η μητέρα μου, πολύ γρήγορα μετά από κάθε γέννα κι αφού το σώμα της επανερχόταν στη φυσιολογική του κατάσταση, έμενε έγκυος ξανά. Όλες οι αδελφές μου έχουν μεταξύ τους ένα δυο χρόνια διαφορά και οι δύο μεγαλύτερες θυμόντουσαν ακόμα τον τρόμο εκείνης της μέρας που η μητέρα μου έφερνε στον κόσμο ένα ακόμα κορίτσι. Μπορώ να πω ότι η μητέρα μου ήταν τυχερή που είχε τη γιαγιά μου για μαμή και μπορούσε να τη βοηθάει στις γέννες. Ο πατέρας μου πρόσμενε κάθε φορά ανήμπορος και ανυπόμονος μπροστά στην κλειστή πόρτα ή στην αυλή του σπιτιού καπνίζοντας ασταμάτητα, όλα αυτά μέχρι τη γέννηση της τρίτης αδελφής μου. Μετά δεν ερχόταν σπίτι όταν η μητέρα μου γεννούσε, παρά έμενε στο γραφείο του μέχρι αργά και πεισματικά προσφερόταν να κάνει τη νυχτερινή βάρδια. Ήταν με τη γέννηση της πέμπτης αδελφής μου, της Σουκ, που ο πατέρας μου άφησε να ξεσπάσει όλος ο τεράστιος θυμός που είχε κρατήσει μέχρι τότε μέσα του. Άκουσα ότι γύρισε από το γραφείο του εκείνο το πρωί την ώρα που η μητέρα μου και η γιαγιά μου έπλεναν με ζεστό νερό το νεογέννητο σε μια λεκάνη. Άνοιξε την πόρτα και με το που έριξε μια ματιά όρμησε στο δωμάτιο, άρπαξε τη Σουκ και τη βούτηξε στο νερό φωνάζοντας, «Τι νόημα έχει να φέρνεις στον κόσμο ξανά ένα τέτοιο άχρηστο πλάσμα;» Η γιαγιά μου, πανικόβλητη, τράβηξε αμέσως το μωρό έξω από το νερό αλλά εκείνο, μισοπνιγμένο, δεν μπορούσε ούτε καν να κλάψει, παρά μόνο έβηχε. Με την έκτη αδελφή μου, τη Χιον, ο πατέρας μου πέταξε στον αέρα το τραπέζι που τρώγαμε στην εσωτερική αυλή του σπιτιού και χτύπησε τη μεγαλύτερη αδελφή μου, η οποία επέστρεφε από την τουαλέτα, με το μπολ του κίμτσι,1 λούζοντάς την με τη σάλτσα. Μπορείτε να φανταστείτε βέβαια τι έγινε όταν γεννήθηκα εγώ; «Ήμασταν στο παιδικό δωμάτιο στριμωγμένες σε μια γω-


νιά όλες μαζί και κρατούσαμε την αναπνοή μας», μου διηγιόταν αργότερα η πρώτη αδελφή μου, η Τζιν. Όταν άκουσαν το κλάμα του νεογέννητου, η δεύτερη αδελφή μου, η Σον, βγήκε έξω να δει τι γίνεται και γύρισε κλαίγοντας. «Δεν ξέρω τι θα γίνει. Είναι κορίτσι πάλι», είπε ανάμεσα σε λυγμούς. Η Τζιν τις προειδοποίησε όλες να κάτσουν φρόνιμα λέγοντας, «Από δω και μπρος μην τολμήσετε να ξεμυτίσετε, μη βγάλετε τσιμουδιά μέχρι να γυρίσει ο πατέρας». Η γιαγιά μου, που με πήρε και με είχε σπαργανώσει, νεογέννητο ακόμα μες τα αίματα, με παλιόρουχα, καθόταν και περίμενε στο χωμάτινο πάτωμα, χαμένη εντελώς, μην ξέροντας τι να κάνει. Δεν σκέφτηκε καν να ετοιμάσει την απαραίτητη για τη λεχώνα σούπα από φύκια. Πνίγοντας τα δάκρυά της, η μητέρα μου με πήρε έτσι όπως ήμουν και πήγε σε ένα δασάκι όπου δεν φαινόταν άνθρωπος. Με πέταξε πάνω σε ένα ξερό στρώμα από πευκοβελόνες και κάλυψε το πρόσωπό μου με ρούχα. Υπολόγιζε ίσως ότι θα πέθαινα από ασφυξία ή από τον παγωμένο αγέρα της αυγής. Ο πατέρας μου γύρισε σπίτι και άνοιξε την πόρτα αμίλητος. Χωρίς καμιά ανταπόκριση από τη μητέρα, με το πρόσωπό της χωμένο σε μια κουβέρτα, τη γιαγιά να ξεροβήχει πότε πότε στην κουζίνα, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να αποκτήσει στη ζωή του έναν γιο, έτσι, γύρισε την πλάτη του και ξαναβγήκε έξω. Αφού η μητέρα μου και η γιαγιά μου κάθισαν αφηρημένες για λίγο η μια στο υπνοδωμάτιο και η άλλη στην κουζίνα, η γιαγιά ρώτησε τη μητέρα εισβάλλοντας στο δωμάτιο, «Λοιπόν, πού είναι το μωρό;» «Δεν ξέρω. Θα πρέπει να πήγε κάπου μόνη της», απάντησε η μητέρα. «Ωχ! Ηλίθια, θα πέσει φωτιά και θα σε κάψει. Την πέταξες έξω!» Η γιαγιά μου είπε ότι έψαξε για μένα παντού, αλλά δεν μπο-

11

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 11


12

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 12

ρούσε να με βρει πουθενά. Φοβήθηκε ότι θα πέσει ο ουρανός και θα τους πλακώσει και γεμάτη λύπη για την καημένη τη μητέρα και τις εγγονές της, γέμισε ένα πορσελάνινο μπολ με φρέσκο νερό, το έβαλε σε έναν δίσκο, κάθισε κάτω και προσευχήθηκε πλέκοντας τα χέρια της ευλαβικά. «Θεοί του ουρανού και της γης! Σας παρακαλώ προστατέψτε το σπίτι μας από το κακό, βοηθήστε με να βρω το μωρό, τη μητέρα ν’ αλλάξει τη διάθεσή της, τον πατέρα να ηρεμήσει και κρατήσετε όλους μας σώους και αβλαβείς». Αφού τελείωσε την προσευχή της, άρχισε να ψάχνει ξανά για μένα μέσα κι έξω από το σπίτι, ακόμα και σε όλη τη γειτονιά, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Γυρίζοντας κάθισε απελπισμένη στην εσωτερική βεράντα του σπιτιού. Ξαφνικά η λευκή σκυλίτσα μας, η Χίντουνγκι, έβγαλε το κεφάλι της από το άνοιγμα του σκυλόσπιτου και την κοίταξε. Η γιαγιά της έριξε μια ματιά και διέκρινε αμυδρά τα ρούχα με τα οποία είχε τυλίξει το μωρό. Μου είπε ότι έτρεξε προς τη Χίντουνγκι για να σιγουρευτεί και ότι τη βρήκε ξαπλωμένη στο σπιτάκι της κρατώντας με ανάμεσα στα πόδια της. Κοιμόμουν βαθιά και γαλήνια, αναπνέοντας κανονικά. Όταν η μητέρα μου είχε βγει από το σπίτι για να με πάει στο δασάκι, η σκυλίτσα πρέπει να μας ακολούθησε από μακριά, μυρίζοντας εδώ κι εκεί, τριγυρίζοντας, και πρέπει να με έσυρε πίσω στο σπίτι αφού η μητέρα είχε πλέον απομακρυνθεί. «Αααα... Χίντουνγκί μας, είσαι τόσο καλό σκυλί! Αυτό το μωρό πρέπει να είναι δώρο εξ ουρανού». Υποθέτω αυτός ήταν ο λόγος που είχα τόσο καλή σχέση με τη γιαγιά μου και τη Χίντουνγκι. Η Χίντουνγκι ήταν μια σκυλίτσα με λευκή γούνα από το Πούνγκσαν και την ονόμασαν έτσι εξαιτίας του χρώματός της, αλλά εγώ δεν είχα όνομα μέχρι που έκλεισα τις εκατό μέρες από τη γέννησή μου, όταν πιστεύαμε ότι το παιδί που γεννήθηκε γίνεται πια άνθρωπος. Κανείς δεν φρόντισε να μου δώσει όνομα. Όταν αργότερα ζούσα σε


μια καλύβα στην αντίπερα όχθη του ποταμού Ντούμαν,2 αφότου η οικογένειά μου σκόρπισε, η γιαγιά μου διηγήθηκε πολλές φορές την ιστορία της πριγκίπισσας Μπάρι, την οποία είχε ακούσει από τη μητέρα της πριν από πολλά χρόνια. Όταν τελείωνε τη διήγησή της, συνήθιζε να μου λέει τραγουδώντας το ακόλουθο: «Ντόντζορα Ντοντζοντέγκι, Μπαριορά Μπαριντέγκι (Πέταξέ την την πεταμένη, εγκατάλειψε την εγκαταλειμμένη). Έτσι πήρες το όνομά σου, Μπάρι». Δεν είχα όνομα, λοιπόν, και μια μέρα η γιαγιά το έκανε θέμα. Τα κορίτσια και η μητέρα μου έτρωγαν στο στρογγυλό τραπέζι και η γιαγιά μου και ο πατέρας μου στο παραλληλόγραμμο. Η γιαγιά είπε στον πατέρα μου: «Εεεε, τι θα κάνουμε; Η μικρή δεν έχει όνομα ακόμα!» Ο πατέρας μου, αφού κοίταξε τα παιδιά που κάθονταν κοντά δίπλα δίπλα, σαν να τα μετρούσε, απάντησε ξερά: «Υπάρχουν ονόματα που μπορούν να δοθούν σε δίδυμα, τρίδυμα... μέχρι και εξάδυμα... Τι μπορώ να κάνω στην περίπτωσή μας; Δεν μπορώ να βρω κανένα άλλο όνομα». «Δεν μου λες, έχεις τελειώσει πανεπιστήμιο, μιλάς κινέζικα και ρώσικα, και δεν μπορείς να βρεις ένα όνομα για την κόρη σου;» Λοιπόν, αφού μιλάμε για δίδυμα, η Λαϊκή Δημοκρατία τον καιρό εκείνο ήταν ακόμη γενναιόδωρη και όποτε γεννιόνταν δίδυμα οπουδήποτε στη χώρα, σε πόλεις, στην επαρχία, δημοσιογράφοι από εφημερίδες και τηλεοπτικούς σταθμούς επισκέπτονταν το σπίτι της οικογένειας και έδειχναν τα δίδυμα στις βραδινές ειδήσεις. Χάρη στο οργανωμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και τη φιλευσπλαχνία του Μεγάλου Ηγέτη τα παιδιά μεγάλωναν σε νηπιακούς σταθμούς, η διανομή του γάλακτος ήταν αρκετά καλή και προσφέρονταν δωρεάν ρούχα μωρουδιακά και σωροί από παιχνίδια. Τετράδυμα θα μπορούσαν να έχουν ονόματα που τους ταιριάζουν όπως Με, Ραν, Κουκ, και

13

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 13


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 14

14

Τζουκ.3 Θα μπορούσε να σκεφτεί ονόματα για δύο κόρες ακόμα. Αυτό σήμαινε ότι ο πατέρας μου ήταν προετοιμασμένος μέχρι και για έξι κόρες. Έτσι ολοκλήρωσε τη δουλειά με Τζιν, Σον, Μι, Τζονγκ, Σουκ, και Χιον.4 Πίστευε πως ό,τι είχε καταφέρει αποδείχτηκε μάταιο και ανεπαρκές επειδή δεν υπήρχαν άλλες λέξεις που θα μπορούσαν να προστεθούν στο σύνολο των έξι επιθυμητών ονομάτων όταν απέκτησε μια ακόμα κόρη. Αφού ο πατέρας μου πήγε στη δουλειά χωρίς κανένα άλλο σχόλιο, η μητέρα μου και η γιαγιά κουβέντιασαν σχετικά με το όνομά μου. «Μικρή μαμά, δεν νομίζεις ότι πρέπει να δώσουμε ένα όνομα και σ’ εκείνη;» «Είμαι γεμάτη λύπη και απογοήτευση, έτσι γιατί δεν την ονομάζεις κάτι σχετικό;» είπε με πίκρα. «Νομίζω ότι έχω ακούσει παρόμοια ονόματα..., για να σκεφτώ. Την είχες πετάξει στο δασάκι, έτσι δεν είναι;» Έτσι η γιαγιά αποφάσισε να με ονομάσει «Μπάρι» (η εγκαταλειμμένη). Πέρασε πολύς καιρός, αφότου ταξίδεψα παντού στον κόσμο και πέρασα πολλές ταλαιπωρίες, όταν επιτέλους κατάλαβα γιατί μ’ έβγαλε Μπάρι.

Τον πατέρα μου τον μεγάλωσε μόνη της η μητέρα του. Ο παππούς μου πέθανε στον πόλεμο πολύ καιρό πριν γεννηθώ. Σύμφωνα με τις διηγήσεις της γιαγιάς μου, ο άντρας της ήταν ήρωας πολέμου και η ιστορία του είχε μεταδοθεί από έναν μεγάλο ραδιοφωνικό σταθμό. Σε μια πόλη μιας μακρινής ακτής στον Νότο ο παππούς μου ολομόναχος ανάγκασε έναν ολόκληρο στρατό αντρών με μεγάλες μύτες να υποχωρήσει. Συνήθιζε να διηγείται την ιστορία του τα βράδια μετά το φαγητό ή τις καλοκαιριάτικες νύχτες καθισμένη στον κήπο του σπιτιού σε ένα ψάθινο χαλάκι κοιτάζοντας τα άστρα. Η ηρωική της αφήγηση έ-


χασε τη λάμψη της όταν ο πατέρας μου την διέκοψε μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο. «Ε, μην αλλάζεις την ιστορία. Αυτή είναι ακριβώς ίδια με μια σοβιετική ταινία». «Τι εννοείς είναι “ίδια”;» «Θυμάσαι την ταινία που είδαμε μαζί στην πόλη; Δεν πήγαμε όλοι μαζί με μια παρέα από τη γειτονιά; Μπερδεύεις την ταινία με την ιστορία του πατέρα». Η υπόθεση της ταινίας πάει κάπως έτσι: Ένας νεοσύλλεκτος στρατιώτης αποκοιμήθηκε όσο έκανε σκοπιά σε μια κατεστραμμένη πόλη. Ο λόχος στον οποίο ανήκε ο στρατιώτης το σούρουπο υποχώρησε αφήνοντάς τον πίσω. Στο μεταξύ, ο εχθρός, γνωρίζοντας ότι ο αντίπαλος είχε οπισθοχωρήσει, προχώρησε ελεύθερα μέσα στην πόλη. Ο στρατιώτης ξύπνησε από τον εκκωφαντικό θόρυβο που προκαλούσαν οι ερπύστριες των τανκς καθώς περνούσαν. Τανκς και φορτηγά με προβολείς και στρατιώτες προέλαυναν στο σκοτάδι μπροστά στον δρόμο του. Φοβισμένος, σημαδεύοντας τους εχθρούς, μην ξέροντας τι να κάνει, ξαφνικά άρχισε να πυροβολεί με το ημιαυτόματο όπλο του. Όλος ο θόρυβος καταλάγιασε και για ένα λεπτό επικράτησε ησυχία. Οι στρατιώτες διέκοψαν την πορεία, έκαναν μεταβολή και άρχισαν να υποχωρούν. Ενέδρα στο σκοτάδι, πρέπει να σκέφτηκαν. Ο νεοσύλλεκτος ήρθε στα συγκαλά του, βγήκε από τον μισογκρεμισμένο τοίχο και άρχισε να τρέχει. Ο στρατιώτης έτρεχε όλη τη νύχτα, συνάντησε τον λόχο του την αυγή και για την ηρωική του πράξη τον επαίνεσαν o δεύτερος υπολοχαγός, ο λοχαγός, ακόμα και ο στρατηγός, ενώ αργότερα του έδωσαν και μετάλλιο ανδρείας. Έγινε ένας ήρωας που εμπόδισε την προέλαση του εχθρού ολομόναχος και στη συνέχεια πήρε και άδεια. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον πατέρα μου, ήταν αλήθεια ότι ο παππούς μου πέθανε στο Ανατολικό Μέτωπο. Η Λαϊκή Επιτροπή κάλεσε τη γιαγιά και την ενημέρωσαν επίσημα για το θάνατό του και της παραχώρησαν κάποια επιπλέον προ-

15

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 15


16

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 16

νόμια σε αναγνώριση των υπηρεσιών του. Ο δάσκαλος του πατέρα μου την κάλεσε στην εξέδρα, οι μαθητές κράτησαν ενός λεπτού σιγή και απέτισαν φόρο τιμής στον πατέρα του. Παρεμπιπτόντως, η γιαγιά μου γνώριζε ακριβώς την ημερομηνία θανάτου του παππού μου και καθόρισε τη μέρα για την επέτειό του. Η γιαγιά μου έμαθε τι είχε γίνει από ένα όνειρο. Αργά μια νύχτα άνοιξε την πόρτα μόλις άκουσε τον γνώριμο βήχα του παππού μου. Το φως του φεγγαριού κατάλευκο ήρθε και κάθισε στην αυλή και ο παππούς στεκόταν εκεί με τη σχισμένη του στολή. Τον ρώτησε από πού ήρθε. Της είπε ότι για να έρθει πέρασε από το Μούκχο, το Γκάνγκρουνγκ, το Σόκτσο, διέσχισε πάνω από είκοσι βουνά. Κρατούσε παραμάσχαλα κάποιο δέμα. Του ζήτησε να το αφήσει στη βεράντα και να έρθει μέσα στο σπίτι για να φάει πρωινό, αλλά εκείνος παρέμεινε ακίνητος, ούτε έβγαλε τα παπούτσια του, μόνο είπε πως έπρεπε να ξεκινήσει για ένα μακρινό ταξίδι. Έτσι, του άρπαξε το δέμα και το ακούμπησε στο πάτωμα, όμως εκείνος εξαφανίστηκε και ο κήπος άδειασε. Εκείνη ξύπνησε ξαφνιασμένη. Αισθάνθηκε κάτι γύρω από το κεφάλι της. Άναψε τη λάμπα, κοίταξε τριγύρω και βρήκε την πόρτα της ντουλάπας ορθάνοιχτη και κάποια ρούχα πεσμένα κάτω. Ήταν το χοντρό παντελόνι του άντρα της και το τζάκετ με τη γούνινη επένδυση που το άφησε όταν πήγε στον στρατό. Εκείνη τη νύχτα έτρεξε να αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί, παστό μπακαλιάρο, μερικά φρούτα, έκανε μια μνημόσυνη τελετή και έκαψε τα ρούχα του. Συνήθιζε να βλέπει φαντάσματα και να τ’ ακούει να μιλάνε και να παίζουν ολόγυρά της. Ο κόσμος έλεγε ότι η γιαγιά μου προσευχόταν στους θεούς του ουρανού και της γης στην πίσω αυλή με φρέσκο νερό από το πηγάδι. Όταν το κράτος απαγόρευσε αυτές τις τελετές, εκείνη συνέχισε να τις τελεί καθισμένη στο χωμάτινο πάτωμα της κουζίνας. Στην αρχή ο πατέρας μου και η μητέρα μου προσπάθησαν να την αποτρέψουν και καβγάδιζαν σχετικά μ’ αυτό το θέμα.


«Δεν νομίζεις ότι πρέπει να την κάνεις να σταματήσει με αυτές τις προλήψεις;» ρώτησε ο πατέρας τη μητέρα μου. «Το ξέρεις ότι δεν θα μας άκουγε. Δεν μπορώ ούτε καν να το αναφέρω. Με τρομάζει με όλες αυτές τις φοβερές ιστορίες με τα φαντάσματα... Όπως και να ’χει, αυτή δεν είναι η οικογενειακή σου ιστορία;» απάντησε εκείνη. «Τι εννοείς; Ποια ιστορία εννοείς;» την ξαναρώτησε γεμάτος απορία. «Χμ... η ιστορία πηγαίνει πίσω μέχρι την προ-προγιαγιά σου που ήταν σαμάνα στο Χάμχουνγκ». «Πρόσεχε πώς μιλάς! Εσύ είσαι επικίνδυνη! Μην τολμήσεις να πεις τέτοιες ανοησίες πουθενά αλλού. Το κατάλαβες;» «Μα όλοι οι χωριανοί ξέρουν ότι η προ-προγιαγιά και η προγιαγιά σου ήταν μεγάλες σαμάνες πριν από την απελευθέρωση...» «Κλείσ’ το στόμα σου. Ακούς τι σου λέω; Καταγόμαστε από φτωχούς αγρότες και γι’ αυτό έχουμε καλή κοινωνική θέση», επέμεινε εκείνος. Ο πατέρας μου, σύμφωνα με τη γιαγιά μου, ήταν άριστος μαθητής από το δημοτικό σχολείο. Όταν ο κινεζικός εθελοντικός στρατός παρέμενε στην πόλη αμέσως μετά τον πόλεμο, εκείνος έμαθε κινέζικα πολύ γρήγορα, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, και μαζί με τους μεγάλους του χωριού κατάφερε να λύνει αντιδικίες μεταξύ των συγχωριανών. Τελείωσε αριστούχος το λύκειο και έλαβε συστατική επιστολή για ένα πανεπιστήμιο στην Πιόνγκγιανγκ. Ήταν η ανάμειξη της γιαγιάς μου που τον έκανε να πάρει την απόφαση να παντρευτεί. Τις καλοκαιρινές διακοπές του πρώτου έτους του πανεπιστημίου ο πατέρας μου γύρισε στο σπίτι μετά τη μεταπολεμική κινητοποίηση των πολιτών και βρήκε ένα κορίτσι να τον περιμένει. «Μητέρα, δώσ’ μου ένα ποτήρι δροσερό νερό!» είπε με το που έφτασε.

2 – Η εγκαταλειμμένη πριγκίπισσα

17

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 17


18

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 18

Όμως αντί για τη γιαγιά ένα μικροκαμωμένο κορίτσι με κοντά μαλλιά εμφανίστηκε μπροστά του από την κουζίνα κρατώντας ένα ποτήρι νερό στα δυο της χέρια. «Ποια είσαι εσύ, συντρόφισσα;» τη ρώτησε. Ξέχασε ότι διψούσε και την κοίταζε σαν χαζός. Η απάντηση ήρθε αμέσως από τη μητέρα του. «Ποια νομίζεις ότι είναι; Είναι η γυναίκα σου φυσικά!» Κατατρομαγμένος, έτρεξε στον σταθμό και πήρε το πρώτο τρένο για την Πιόνγκγιανγκ. Πρέπει να είχε περάσει λιγότερο από ένας μήνας όταν άκουσε ότι τον ζητούσαν και έπρεπε να δώσει αναφορά στο γραφείο ακαδημαϊκών υποθέσεων. Εκεί βρήκε έναν κακόκεφο καθηγητή που ήταν επικεφαλής του πειθαρχικού. Αυτός με τα κόκκινα μάγουλά του τον κοίταξε για λίγο και μετά του έδειξε με το σαγόνι του μια καρέκλα για να καθίσει. «Δεν ήξερα ότι παντρεύτηκες ενώ είσαι ακόμα φοιτητής», του είπε με δυσαρέσκεια. Φυσικά είναι δυνατόν, όταν η μητέρα σου είναι χήρα και απελπισμένη για εγγόνι. Πρέπει όμως να μου εξηγήσεις γιατί θέλεις να εγκαταλείψεις τη γυναίκα σου!» Άναυδος εκείνος άρχισε να λέει ασυναρτησίες. «Ααα... ναι... δεν είναι έτσι. Γύρισα σπίτι και η μητέρα μου είπε ότι η γυναίκα μου ήταν εκεί, γι’ αυτό γύρισα πίσω στο σχολείο, και...» Ξαφνικά μια πόρτα μισάνοιξε και η γιαγιά μου ξεπρόβαλε και είπε: «Κοίτα, εδώ είμαστε. Ας πάμε μέσα». Η γιαγιά μπήκε στο γραφείο και την ακολούθησε το κορίτσι με τα κοντά μαλλιά με το κεφάλι σκυμμένο, πλησίασε τον καθηγητή και υποκλίθηκε ντροπαλά μπροστά του χωρίς να μιλήσει. Αυτός στράφηκε στον πατέρα μου που με κατακόκκινο πρόσωπο στάθηκε όρθιος. «Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε. Μόλις παντρεύτηκες. Εφόσον επέλεξες να πάρεις αυτόν τον δρόμο, νομίζω ότι είναι


καλύτερα να συνοδεύσεις τη μητέρα σου στο σπίτι και να περάσεις την πρώτη νύχτα του γάμου σου με τη σύζυγό σου». «Όχι!... Εννοώ... ότι πρέπει να τελειώσω τη σχολή πρώτα», προσπάθησε εκείνος να αμυνθεί. «Έπρεπε να το είχες σκεφτεί πριν πας και παντρευτείς. Τώρα είναι αργά. Πήγαινε. Αν αντισταθείς περισσότερο, θα χρειαστεί να το αναφέρω στους συντρόφους σου. Αν η Ένωση Δημοκρατικής Νεολαίας το πάρει είδηση και το κάνει θέμα, θα θεωρηθείς άτομο με κακή διαγωγή και απρεπή συμπεριφορά και θα σε αποβάλουν». Έτσι έσυραν τον πατέρα μου ξανά στο σπίτι. Η γιαγιά μου τον απείλησε στο τρένο στη διαδρομή για το σπίτι. «Από δω και μπρος δεν θα σου επιτρέψω να κάνεις βήμα. Αν δεν θέλεις να μ’ ακούς θα χωρίσουμε τους δρόμους μας. Είναι η μοίρα που ο φύλακας άγγελός μου αποφάσισε για μας». Η γιαγιά έβγαλε ένα μακρύ λουρί, το οποίο χρησιμοποιούν για να δένουν τα μωρά που κουβαλούν στην πλάτη με έναν μάρσιπο, που τον είχε φέρει από κάπου, τον έδεσε κόμπο γύρω από το πόδι του στο κάθισμα του τρένου, μετά έκανε άλλη μια θηλιά και την κράτησε μπροστά στον αστράγαλο της μητέρας μου και της είπε: «Σήκωσε το πόδι σου και πέρασέ το εδώ μέσα». Εκείνη έβγαλε τα λαστιχένια παπούτσια της, σήκωσε τις κάλτσες της και είπε αποφασιστικά: «Δέσ’ το γερά!» Ο πατέρας μου γύρισε το κεφάλι του να δει τι γινόταν και είδε τη μητέρα μου να τον κοιτάζει και να του βγάζει τη γλώσσα κοροϊδευτικά. Μέχρι τη στιγμή που χωρίσαμε, κάθε φορά που αυτή η ιστορία έβγαινε στην επιφάνεια όταν μάλωναν, ο πατέρας μου ξέσπαγε λέγοντας, «Έπρεπε να σου είχα σπάσει το πόδι και να φύγω μακριά να κάνω μια καινούργια ζωή». Η γιαγιά, αφού είχε τυλίξει την ελεύθερη άκρη του λουριού πολ-

19

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 19


20

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 20

λές φορές γύρω από τον καρπό της, πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να μπορούσε επιτέλους να ησυχάσει. Σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας οι αδελφές μου κι εγώ την ρωτούσαμε, «Τι σ’ έκανε να αποφασίσεις να κάνεις τη μητέρα νύφη σου;» Η γιαγιά μάς είχε πει πολλές φορές το όνειρό της και την ιστορία για το πώς πήγε στο χωριό στο σπίτι της για να τη βρει. «Μια φορά στο όνειρό μου είδα ότι ένας άγγελος έπεσε με θόρυβο από τον ουρανό και προσγειώθηκε στη στέγη του σπιτιού μας. Της είπα. “Φύγε αμέσως αν είσαι φάντασμα ή αν είσαι άνθρωπος, συνέχισε τον δρόμο σου”. Εκείνη είπε ότι ήταν άγγελος του Μεγάλου Πράσινου Αυτοκράτορα αλλά έπεσε στη γη γιατί τιμωρήθηκε, διότι, ποτίζοντας τα λουλούδια, έριξε κατά λάθος παραπάνω νερό κι εκείνα έπεσαν. Κοίταξα γύρω στην αυλή και βρήκα εφτά μπουμπούκια πεσμένα κάτω. Ο άγγελος τα μάζεψε ένα ένα και μου τα πρόσφερε. Άπλωσα τα χέρια μου για να τα πάρω αλλά ο άγγελος άνοιξε την πόρτα και άρχισε να τρέχει. Έτρεξα πίσω της για να την φτάσω. Ξύπνησα όταν είχα φτάσει κάπου κοντά στον φράχτη ενός σπιτιού από κοτσάνια σόργου. Αισθάνθηκα τόσο περίεργα με το όνειρο αυτό, που πήγα στην πόρτα να δω τι γίνεται και συνειδητοποίησα ότι ήταν ο ίδιος δρόμος που οδηγούσε σε ένα κοντινό χωριό. Βάδισα στο μονοπάτι και σκέφτηκα ότι όλα ήταν πολύ ασυνήθιστα. Μπήκα στο σπίτι με τον φράχτη από σόργο και βρήκα ένα κορίτσι να τραγουδάει. Ταυτόχρονα καθάριζε τα μεγάλα πήλινα δοχεία, τα δοχεία της ντέντζανγκ και της σάλτσας σόγιας τα είχε κάνει να λάμπουν. Από πίσω μπορούσα να δω τους πληθωρικούς γοφούς της και φαινόταν, ακόμα και σε μια γυναίκα σαν κι εμένα, τόσο χαριτωμένη σαν μια παιώνια. Λοιπόν, της ζήτησα να έρθει στο σπίτι μου και να ζήσουμε μαζί. Συνάντησα τους γονείς της και τους μίλησα για τον πατέρα σας». Όλοι μας ξέραμε ότι η γιαγιά μου είχε ένα φοβερό χάρισμα αλλά μόνο ο πατέρας μου αρνιόταν να το παραδεχτεί. Παρ’


όλα αυτά την πρώτη ή την τελευταία μέρα του χρόνου πήγαινε κατευθείαν στη γιαγιά να τη ρωτήσει σχετικά με τη μοίρα του ή όταν έβλεπε ένα περίεργο όνειρο ζητούσε να μάθει τη σημασία του. «Α, και μετά», μουρμούριζε ο πατέρας, λες και μίλαγε στον εαυτό του, «η κανάτα του νερού έσπασε στα δύο και ένα γατόψαρο όσο είναι το μπράτσο μου γλίστρησε έξω». Όσο εκείνος μουρμούριζε, η γιαγιά όχι μόνο δεν του εξηγούσε το νόημα του ονείρου του αλλά έπαιζε μαζί του κάνοντας επιπλέον και τη χαζή. «Αχ, μακάρι να γινόταν να φτιάξουμε μ’ αυτό μια γατοψαρόσουπα! Τι ωραία που θα ήταν!» Η μητέρα μου δεν μπορούσε να βρει δουλειά γιατί ήταν πάντα απασχολημένη είτε να φροντίζει ένα νεογέννητο για αρκετούς μήνες είτε να μένει πάλι έγκυος. Μετά την τρίτη αδελφή μου, τη Μι, ήταν λίγο πιο προσεχτικοί και πέρασαν τρία χρόνια μέχρι την επόμενη αδελφή μου, την Τζονγκ, και τότε ήταν η μόνη φορά που η μητέρα μου μπορούσε να βγει από το σπίτι. Πήγε σε ένα εργοστάσιο τροφίμων από αυτά που είχαν αρχίσει να λειτουργούν σε κάθε πόλη και κάθε περιοχή μετά τον πόλεμο. Εκεί βοηθούσε στην ετοιμασία ορεκτικών πιάτων. Μετά από έξι μήνες την έστειλαν σε ένα θέρετρο αναψυχής όπου έμαθε κομμωτική. Εργάστηκε σε ένα δημόσιο λουτρό ως κομμώτρια. Δεν μπόρεσε όμως να συνεχίσει παραπάνω από ένα χρόνο εξαιτίας της ακόρεστης επιθυμίας της γιαγιάς και του πατέρα μου για έναν εγγονό και έναν γιο αντίστοιχα. Πρέπει να εγκατέλειψε την ιδέα ν’ αλλάξει τον τρόπο ζωής της μετά το επεισόδιο στο οποίο ο πατέρας έριξε τη Σουκ στο νερό. Όλοι έλεγαν ότι η Σουκ αρρώστησε λόγω της ιλαράς αλλά η μητέρα μου και η γιαγιά μου κατηγορούσαν τον πατέρα μου γι’ αυτό που είχε πάθει και μιλούσαν πίσω από την πλάτη του και έλεγαν ότι ήταν δικό του το φταίξιμο που κράτησε το νεογέννητο μέσα στο νερό. Μέχρι τα τρίτα της γενέθλια, η Σουκ έδειχνε πως απλώς αργούσε να μιλήσει, αλλά μετά συνειδητοποίησαν

21

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 21


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 22

22

ότι είχε γεννηθεί κωφάλαλη. Η γιαγιά μου ήταν αυτή που μου είπε ότι με εγκατέλειψαν με το που γεννήθηκα.

Πήγαινα στο νηπιαγωγείο, οπότε θα ήμουν γύρω στα πέντε. Πρέπει να ήταν αρχές της άνοιξης γιατί οι αζαλέες κάλυπταν με το κατακόκκινο χρώμα τους τον λόφο και οι αδελφές μου μάζευαν καλάθια με αγριoκάρδαμο. Καθόμουν και λιαζόμουν στη βεράντα έξω από το κύριο δωμάτιο όταν η Χίντουνγκι άρχισε να γρυλίζει και να κατευθύνεται στην πόρτα. Με τ’ αυτιά της διπλωμένα έδειχνε τα δόντια της και άρχισε να γαβγίζει άγρια. Περίεργη για το ποιος μπορεί να ήταν, πλησίασα την πόρτα και την έσπρωξα για να την ανοίξω. Ένα κοριτσάκι, λίγο μεγαλύτερο από μένα, στεκόταν εκεί. Φορούσε μια λευκή βαμβακερή μόνγκντανγκ φούστα που έφτανε μέχρι τις γάμπες και μια τζόγκορι μπλούζα. Νόμιζα ότι ήταν μια από τις φίλες της Χιον που ήρθε για να παίξουν. Της είπα, «Η Χιον δεν είναι σπίτι τώρα», αλλά το κοριτσάκι με κοίταξε κατάματα χωρίς να πει λέξη. Η Χίντουνγκι γάβγιζε άγρια πίσω μου αλλά το κορίτσι δεν έδειχνε καθόλου να φοβάται. Νομίζω ότι την άκουσα να λέει, «Μάλλον ήρθα σε λάθος σπίτι». Μόλις άκουσα αυτά τα λόγια, το κορίτσι γύρισε και έτρεξε μακριά. Στην πραγματικότητα, δεν είμαι σίγουρη αν έτρεξε ή εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Βγήκα γρήγορα έξω, αναρωτήθηκα πού είχε χαθεί το κορίτσι και είδα ότι βρισκόταν ήδη στο τέλος του μονοπατιού που πήγαινε κατά μήκος των άλλων σπιτιών, τα οποία ήταν όλα ίδια με το δικό μας. Η αλογοουρά της καθώς περπατούσε κουνιόταν ανάλαφρα πέρα δώθε. Σταμάτησε σε ένα σπίτι με μια βερικοκιά στην αυλή και με κοίταξε μόνο μια φορά πριν εξαφανιστεί εκεί μέσα. Ο λόγος που θυμάμαι την αλογοουρά είναι γιατί στην άκρη της ανέμιζε μια κατακόκκινη κορδέλα. Εκείνη τη νύχτα, ενώ τρώγαμε βραδινό, η μητέρα μου είπε στον πατέρα ότι κάποιος είχε πεθάνει στη γειτονιά.


«Πρέπει να δώσουμε μερικά χρήματα με τα συλλυπητήριά μας στον πρόεδρο της γειτονιάς μας. Η οικογένειά του μόλις έχασε τον εγγονό τους». «Τι; Τι του συνέβη και πέθανε;» Πριν καν προλάβει εκείνη να απαντήσει στην ερώτηση του πατέρα μου, η γιαγιά μουρμούρισε μόνη της. «Πρέπει να ήταν κάτι σχετικό με την προηγούμενη ζωή του. Είναι η μοίρα του». «Δεν νομίζεις ότι είναι ο τυφοειδής πυρετός που κυκλοφορεί εδώ γύρω;» Τράβηξα την άκρη της φούστας της γιαγιάς μου για να της πω τι είχα δει νωρίτερα την ίδια μέρα. «Γιαγιά, γιαγιά...» «Ναι, ναι, ας φάμε τώρα». «Σήμερα, λίγο πριν είδα κάτι, γιαγιά. Ένα κοριτσάκι ήρθε στην πόρτα μας και μετά έφυγε. Μπήκε στο σπίτι με τη βερικοκιά στην αυλή». Κανείς δεν έδωσε σημασία, αλλά μετά το βραδινό η γιαγιά με τράβηξε στην άκρη, με κάθισε στη βεράντα και μου έκανε πολλές ερωτήσεις. «Ποιον είπες ότι είδες;» «Ένα μικρό κορίτσι ντυμένο στα άσπρα. Η Χίντουνγκι της γάβγισε και προσπάθησε να τη δαγκώσει. Όταν με είδε, είπε “Δεν είναι αυτό το σπίτι” κι έφυγε. Αναρωτήθηκα πού πήγαινε, έτσι την ακολούθησα και την είδα να μπαίνει στο σπίτι με τη βερικοκιά». «Την κοίταξες στα μάτια;» «Ναι! Μια στιγμή πριν μπει μέσα, γύρισε και με κοίταξε». Η γιαγιά κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της και χάιδεψε τα μαλλιά μου. «Δεν θα συμβεί κάτι κακό. Έχεις το χάρισμα στο αίμα σου. Τώρα πρέπει να κάνεις όπως θα σου πει η γιαγιά σου. Φτύσε

23

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 23


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 24

24

στο χώμα τρεις φορές και χτύπα κάτω το αριστερό σου πόδι άλλες τρεις». Εκείνη την ημέρα αρρώστησα βαριά. Το σώμα μου έκαιγε και όλη τη νύχτα παραμιλούσα. Ο πατέρας μου με κουβάλησε στην πλάτη του μέχρι το νοσοκομείο που είναι κοντά στο λιμάνι. Παιδιά και μεγάλοι που τους είχαν φέρει εδώ από κοντινές πόλεις και χωριά ήταν ξαπλωμένοι σε σειρές σε κάθε δωμάτιο. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες πέρασα στο νοσοκομείο. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι είδα και πάλι ένα μικρό κορίτσι καθισμένο στο περβάζι του παράθυρου με τα πόδια του να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια των ασθενών που ήταν ξαπλωμένοι εκεί. Την κοίταξα στα μάτια. Δεν τη φοβόμουν καθόλου. Όταν μ’ έστειλαν σπίτι, οι αδελφές μου μετακινήθηκαν από το δωμάτιο που κοιμόμαστε όλες μαζί και μόνο η γιαγιά μου έμεινε στο προσκεφάλι μου. Ήταν η μόνη που μπορούσε να έρχεται σε επαφή μαζί μου. Ο πυρετός μου κατέβαινε κατά τη διάρκεια της ημέρας και μετά ανέβαινε απότομα τη νύχτα και καιγόμουνα. Εξανθήματα μεγάλα σαν κεχρί κάλυψαν ολόκληρο το σώμα μου και πέρασε πολύς καιρός μέχρι να εξαφανιστούν. Η γιαγιά εξακολουθούσε να με ρωτάει για το κορίτσι. «Τη βλέπεις ακόμα;» «Όχι, αλλά την είδα στο νοσοκομείο. Γιαγιά, ποια είναι;» «Είναι το φάντασμα του τυφοειδούς πυρετού. Τίποτα δεν θα συμβεί σε σένα. Ο προστάτης θεός μου μας φυλάει». Δεν έχω ιδέα πόσες μέρες ήμουν άρρωστη. Κοιμόμουν και ξυπνούσα συνεχώς μέρα και νύχτα. Ακόμα θυμάμαι το όνειρο που είδα: Μπαίνω σε ένα μέρος που μοιάζει με αρχαίο ναό. Ένας τοίχος έχει πέσει και από τη μισογκρεμισμένη οροφή, μέσα στην αυλή με τα καλάμια και τ’ αγριόχορτα, υπάρχουν διάσπαρτα εδώ κι εκεί πολλά τούβλα. Δεν μπαίνω στον σκοτεινό ναό, αλλά κάθομαι, ταραγμένη, δίπλα σε μια γερμένη κολόνα και κοι-


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 25

Ξύπνησα πανικόβλητη. Το σώμα και το πρόσωπό μου ήταν λουσμένα στον ιδρώτα σαν να είχα πέσει σε καταιγίδα. Η γιαγιά μου κάθισε και μου σκούπισε το πρόσωπο και τον λαιμό μου με ένα βαμβακερό πανί. «Κρατήσου λίγο ακόμα και θα περάσει», είπε. Παρόλο που ήμουν ξύπνια, καθώς ο πυρετός συνεχώς ανέβαινε και έπεφτε, το σώμα μου φούσκωνε και συρρικνωνόταν ξανά και ξανά. Τα χέρια μου και τα πόδια μου μεγάλωναν, μάκραιναν και απλώνονταν μέχρι που πίεζαν το πάτωμα και τους τοίχους. Μετά γίνονταν μικροσκοπικά, μικρότερα ακόμα και από φασόλια, σαν κακάδια από ρουθούνια και γίνονταν όλο και μαλακότερα μέχρι που έλιωναν. Το ζεστό πάτωμα που ερχόταν σε επαφή με την πλάτη μου χαμήλωνε όλο και πιο πολύ μέχρι που μ’ έπαιρνε μαζί του στα έγκατα της γης. Πρόσωπα εμφανίζονταν στην ταπετσαρία των τοίχων. Με τα στόματά τους ανοιχτά, γελούσαν και κουβέντιαζαν φωναχτά μαζί μου. Επέζησα από την αρρώστια αλλά για αρκετά χρόνια μέχρι που πήγα στο σχολείο τα γόνατά μου παρέμεναν αδύναμα. Άρχισα να ακούω πράγματα που δεν είχα ακούσει ποτέ πριν και

25

τάζω το εσωτερικό. Κάτι κινείται. Μια βαθυκόκκινη κορδέλα γλιστράει έξω από τις σκιές. Γυρνάω και αρχίζω να τρέχω. Η κορδέλα στέκεται όρθια και αναπηδώντας έρχεται καταπάνω μου. Τρέχω στο δάσος, τσαλαβουτάω μέσα σε ένα ρέμα και διασχίζω ορυζώνες, σκαρφαλώνω καταράχια και φτάνω επιτέλους στην είσοδο του χωριού μας. Όλη την ώρα η κόκκινη κορδέλα χορεύει στο κατόπι μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή εμφανίζεται η γιαγιά. Φαίνεται διαφορετική. Φοράει ένα λευκό χάνμποκ5 και έχει κάνει τα μαλλιά της κότσο που τον κρατάει μια μακριά φουρκέτα. Με σπρώχνει πίσω από την πλάτη της και βγάζει μια δυνατή κραυγή. «Ε, εσύ, εξαφανίσου!» Η κορδέλα σύρθηκε στο έδαφος και εξαφανίστηκε.


26

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 26

να βλέπω άλλα που δεν υπήρχαν. Ήταν επίσης τότε που άρχισα να επικοινωνώ με την κωφάλαλη αδελφή μου, τη Σουκ. Η Τζονγκ, η τέταρτη αδελφή μου, και η Σουκ, η πέμπτη, είχαν μόνο ένα χρόνο διαφορά και μάλωναν συνεχώς γιατί η Σουκ δεν μπορούσε να μιλήσει. Ήταν το ίδιο με μένα και τη Χιον, αφού ήταν η δεύτερη μικρότερη μετά από μένα. Δεν σκέφτηκα ποτέ να της συμπεριφερθώ σαν να ήταν μεγαλύτερη και δεν μπορούσε να μου το συγχωρήσει. Η Τζιν, η Σον και η Μι ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις υπόλοιπες αδελφές και σε ηλικία και σε ύψος. Τρία χρόνια χώριζαν τη Μι από την επόμενη, την Τζονγκ. Όπως και να έχει, όλοι συμπεριφέρονταν στη Χιον και σε μένα σαν να ήμαστε μωρά. Η Τζονγκ και η Σουκ όμως δεν είχαν έναν συγκεκριμένο ρόλο μέσα στην οικογένεια. Όταν προέκυπτε κάποια δουλειά, πάντα έπεφτε σ’ αυτές. Μεταξύ τους, η Τζονγκ ήταν ο πιο εύκολος στόχος. Επειδή η Σουκ ήταν κωφάλαλη δεν μπορούσαν να βασιστούν πάνω της. Για παράδειγμα, όταν η Τζονγκ είχε να πάει στο παντοπωλείο κάτω στον λόφο για να αγοράσει τόφου και πράσινα κρεμμυδάκια κατσούφιαζε και αγριοκοίταζε τη Σουκ. «Πρέπει να κάνω όλες τις δύσκολες δουλειές εξαιτίας της!» φώναζε. Η Σουκ ήταν ευέξαπτη γιατί δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με λέξεις. Συνήθως τα πήγαινε καλά με όλους αλλά όταν έχανε την ψυχραιμία της πήγαινε σε όποιον βρισκόταν μπροστά της, ασχέτως αν ήταν η μεγαλύτερη ή η μικρότερη αδελφή της, και τους τράβαγε τα μαλλιά και τις κλοτσούσε. Γι’ αυτό τον λόγο οι γονείς μας έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να συμπεριφέρονται δίκαια και στην Τζονγκ και στη Σουκ. Όταν αγόραζαν ρούχα διάλεγαν το ίδιο χρώμα και σχέδιο και για τις δυο τους. Ακόμα και μολύβια, τρία μολύβια στην καθεμιά. Ένα πρωί, η Σουκ άρχισε να ωρύεται ενώ οι υπόλοιπες α-


δελφές έτρεχαν εδώ κι εκεί παίρνοντας σειρά για την τουαλέτα, έπλεναν το πρόσωπό τους και χτένιζαν τα μαλλιά τους. Στρίγγλιζε με το πρόσωπο κατακόκκινο αλλά κανείς δεν ήξερε τι ήθελε να πει. Την είδαμε να κουνάει κάτι με το χέρι της, ήταν ένα καμένο παπούτσι. Το παπούτσι, που είχε πλυθεί την προηγούμενη νύχτα και είχε τοποθετηθεί πάνω στο αναμμένο τζάκι, πρέπει να είχε πέσει στη φωτιά. Τα παπούτσια της Σουκ και της Τζονγκ φυσικά ήταν ολόιδια, μπλε. Η πονηρή Τζονγκ είχε πάρει το ζευγάρι των παπουτσιών που ήταν σε καλή κατάσταση και τα είχε φορέσει, υποστηρίζοντας ότι ήταν τα δικά της και άφησε το καμένο στη θέση του. Η Σουκ πέταξε το παπούτσι στο πάτωμα και επιτέθηκε στην Τζονγκ πιάνοντάς την από τη μέση και πετώντας την κάτω. Η Τζονγκ, πάλεψε αλλά η Σουκ της έβγαλε τα παπούτσια από τα πόδια της. Με αυτό ήθελε να πει ότι ήταν δικά της. Η Τζονγκ, που δεν ήθελε να παραιτηθεί, δάγκωσε το χέρι της Σουκ. Οι φωνές τους και το κλάμα τους ξεσήκωσαν ολόκληρη τη γειτονιά. Ο πατέρας, που φώναζε θυμωμένα, αποφάσισε να μην πάει στη δουλειά και τις έβαλε να σταθούν στη σειρά στη βεράντα για να τις τιμωρήσει χτυπώντας τες με μια βίτσα στις γάμπες. «Ούτε μια στιγμή ησυχίας σ’ αυτό το σπίτι εξαιτίας των δυο σας!» Η διάθεση όλων μας είχε χαλάσει. Ολόκληρη η οικογένεια στεκόταν και κοιτούσε τον πατέρα να χτυπάει τα κορίτσια στις γάμπες με τη βίτσα. Ακριβώς τότε, άκουσα τη φωνή της Σουκ μέσα στο κεφάλι μου. «Αφού τα καμένα παπούτσια πάνω στο τζάκι ήταν της Τζονγκ... τα δικά μου ήταν δίπλα στην πόρτα. Η γάτα του γείτονα συνήθως γλιστράει αθόρυβα μέσα στην κουζίνα και κλέβει παστά ψάρια. Είδα τη γάτα να τρέχει με ένα ψάρι στο στόμα χθες το βράδυ». Υποσυνείδητα ξεστόμισα αυτές τις λέξεις που βούιζαν στ’ αυτιά μου. Ο πατέρας σταμάτησε και η γιαγιά μου πήγε να δει τον πάγκο της κουζίνας δίπλα στο τζάκι.

27

XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 27


XOUANG SOK GIONG_PRIGGIPISSA DDDD_Layout 1 12/10/17 4:49 μ.μ. Page 28

28

«Πού πήγε ο μπακαλιάρος που θα τον έβαζα στη σούπα;» ρώτησε απορημένη. Η μητέρα, ανακουφισμένη, τράβηξε τη βίτσα από τα χέρια του πατέρα και του είπε, «Βλέπεις; Η γάτα φταίει!» «Τόσες κόρες εδώ πέρα μ’ έχουν ζαλίσει με όλο αυτό τον χαμό», μουρμούρισε εκείνος καθώς μάζευε τους φακέλους του έναν έναν και έφευγε για τη δουλειά, ενώ η γιαγιά παρηγορούσε την Τζονγκ και τη Σουκ. «Γιατί δεν ζητάμε από τον πατέρα, καθώς θα γυρίζει σήμερα από τη δουλειά, ν’ αγοράσει καινούργια παπούτσια και για τις δυο σας; Άντε, πηγαίνετε στο σχολείο τώρα». Αφού όλες οι αδελφές μου είχαν ήδη φύγει και ήμουν η μόνη που είχε μείνει στο σπίτι, η μητέρα μου είπε: «Λοιπόν, αυτό ήταν πραγματικά περίεργο! Πώς μπόρεσε η Μπάρι να καταλάβει τι προσπαθούσε να πει η Σουκ;» «Τι σου είχα πει; Η Μπάρι μας έχει κληρονομήσει το χάρισμα». Η μητέρα χλώμιασε όταν το άκουσε. «Σε παρακαλώ, μην αναφέρεις ποτέ τίποτα τέτοιο μπροστά στον πατέρα των κοριτσιών», της είπε.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.