STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 5
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 6
©
Copyright Αλέξης Σταμάτης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6254-1
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ òô
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΛΛΑΒΗ Ελάφι στην ομίχλη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το φέρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο νησί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
17 41 56
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΥΛΛΑΒΗ Ασθένεια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πρόβα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το πάρτι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κηδεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Παράσταση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Κυβερνήτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Σόφι και ο λύκος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
83 111 141 169 187 211 236
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 8
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΤΟΥ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Πολιορκία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 271 Τελετή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 295 Το φινιστρίνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 312
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 9
στη γυναίκα μου, Εύα, και στη Χριστίνα Σιμάτου
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 10
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 11
Tell me, Mrs. Lincoln, did you enjoy the play? MOMUS, «Lucky Like St. Sebastian»
Το υποκείμενο δεν ανήκει στον κόσμο, είναι μάλλον ένα όριο του κόσμου. Λ ΟΥ Ν Τ Β Ι Χ Β Ι Τ Γ Κ Ε Ν Σ ΤΑ Ϊ Ν, Tractatus Logico-Philosophicus, 5.632
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 12
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 13
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η πρώτη συλλαβή
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 14
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 15
Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν. (Εκείνο που ήταν από την αρχή, εκείνο που έχουμε ακούσει, εκείνο που έχουμε δει με τα μάτια μας, αυτό που είδαμε με θαυμασμό και τα χέρια μας ψηλάφισαν, για το Λόγο της ζωής· και η ζωή φανερώθηκε, και έχουμε δει και μαρτυρούμε και αναγγέλλουμε σε εσάς τη ζωή την αιώνια η οποία ήταν προς τον Πατέρα και φανερώθηκε σ’ εμάς.) Ι Ω Α Ν Ν ΟΥ , Καθολική Επιστολή Α,΄ 1, 1-2
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 16
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 17
Ελάφι στην ομίχλη
αραίωνε κι επέτρεπε στα πράγματα να αχνοφαίνονται. Πεινούσε. Ταυτόχρονα, ο αέρας τού δημιουργούσε νευρικότητα. Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, η λύση ήταν η ακινησία. Όμως, πεινούσε. Είδε το ξέφωτο. Μπήκε. Κοίταξε. Υπήρχε ό,τι ονειρευόταν: γρασίδι, χόρτα, βλαστάρια, φτελιές, ιτιές, σημύδες, βελανίδια. Μύρισε. Οσμές από δικούς του, συνεπώς εδώ τα πράγματα ήταν προς το παρόν καλά. Ρίχτηκε στο φαΐ με βουλιμία. Καταβρόχθισε ό,τι μπόρεσε από τα προς βρώσιν· αργότερα θα τα χώνευε σε κάποια πιο ασφαλή περιοχή. Σε αυτές τις περιοχές τα πράγματα είναι ασφαλή όσο διαρκεί η μυρωδιά των δικών του. Προχωρώντας, η μυρωδιά άρχισε να απομακρύνεται μέχρι που δεν την ένιωθε πια. Συνήθως, αυτά τα μέρη είναι γεμάτα κογιότ και λύκους. Οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοι. Όμως, δεν ήταν μόνο οι κίνδυνοι από το έδαφος. Κάποτε είχε δει μπροστά στα μάτια του μία δικιά του να της χυμάει αετός. Σπάνιο, αλλά συνέβη. Εκείνη, με υγρά πανέμορφα μάτια, κατάφερε να ξεφύγει· ωστόσο, η σύγκρουση της
Η
ΟΜΙχΛΗ
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 18
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
κόστισε ένα μάτι. Στην τελευταία του συνάντηση με ένα κογιότ, η ενστικτώδης του αντίδραση ήταν μια πολύ βαθιά αναπνοή. Η πιο βαθιά που είχε. Ύστερα ξεφύσηξε. Είχε μια στιγμή. Κάτι σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Αμέσως μετά, άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη. Κι έτρεχε σαν διαολεμένο. Ίσαμε σαράντα χιλιόμετρα την ώρα. Πηδούσε κιόλας. Πάνω από θάμνους, από πεσμένους κορμούς, και πολύ ψηλά και πολύ μακριά. Η άσπρη του ουρά φωσφόριζε στο σούρουπο και οι δικοί του, που ήταν στην περιοχή, πήραν το μήνυμα: κίνδυνος. Έτσι είναι: Ο ένας φροντίζει τον άλλο· αλλιώς, τροφή για τα άλλα ζώα του δάσους. Στις άλλες περιπτώσεις, όπου ο κυνηγός δεν είναι κάποιο κογιότ, αλλά εκείνο το δίποδο πλάσμα που κουβαλάει μαζί του έναν σωλήνα ο οποίος βγάζει φωτιά, οι δικοί του καταλήγουν αποκεφαλισμένοι, με το κεφάλι εμβαπτισμένο μέσα σ’ ένα υγρό. Ύστερα καρφώνονται σαν έπαθλα στους χώρους όπου κατοικούν αυτά τα δίποδα. Μια φορά είχε δει στο άνοιγμα ενός τέτοιου χώρου τρεις δικούς του στη σειρά – τα κεφάλια τους μόνο, εννοείται. Κι ένα από αυτά τα δίποδα πλάσματα-κυνηγούς, με τρίχες στο πρόσωπο, το πιο μεγαλόσωμο από τα άλλα, να βάζει σ’ ένα κεφάλι κάτι σαν ένα κουτί πάνω στα κέρατα. Ένα κουτί όπως εκείνα που συνήθως φορούν αυτά τα πλάσματα στο κεφάλι τους. Μόνο που, όπως ήταν τοποθετημένο πάνω στο κεφάλι του δικού του, ήταν πολύ αστείο, έτσι όπως περίσσευαν τα κέρατα δεξιά κι αριστερά. Τον κοίταζαν τον δικό του όλοι μαζί, έπιναν και γελούσαν τρανταχτά. Πού να ήξεραν οι ηλίθιοι τι σημαίνει να φυτρώνουν κέρα
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 19
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
τα. Τι εμπειρία είναι να ανοίγει το κρανίο και να αναδύεται η επέκταση με το βελούδινο περίβλημα στην αρχή. Να σκάει το μέσα στο έξω. Εάν αυτοί οι βλάκες είχαν φαντασία, θα έλεγαν ότι είναι σαν τις πρώτες τρίχες που τους φύτρωσαν στο στήθος. Ή σαν την πρώτη εκσπερμάτιση. Αλλά δεν έχουν. Τα πλάσματα αυτά το μόνο που βλέπουν είναι ένα τρόπαιο σε κορνίζα. Κι έτσι εκείνος και οι όμοιοί του τις επεκτάσεις αυτές, που αργότερα διακλαδώνονται σε κεράτινα κομψοτεχνήματα –τα δικά του είναι υπέροχα, τα ’χει δει στην επιφάνεια του νερού και έχει σταθεί για ώρα να τα κοιτάζει (εξάλλου, τόσες και τόσες τα λιμπίστηκαν)–, τις κόβουν και τις μετατρέπουν σε εργαλεία για να τρώνε, ή σε βοηθήματα για να τους στηρίζουν στο περπάτημα, τους ηλίθιους! Είχε πια χορτάσει. Τέντωσε το λαιμό του και κοίταξε ψηλά, όταν το άκουσε. Είχε ήδη αρχίσει να πλησιάζει. Δεν χρειαζόταν να γυρίσει πίσω να το πιστοποιήσει· έτσι κι αλλιώς, με τέτοια ομίχλη, δεν θα έβλεπε και πολλά. Ήξερε τι θα συνέβαινε. Πήρε τη βαθιά ανάσα, ξεφύσηξε κι άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη προς την αντίθετη κατεύθυνση υψώνοντας την ουρά. Από πίσω άκουγε το θόρυβο του κυνηγού. Θα ’ταν κογιότ, σίγουρα. Γνώριζε ότι η καταδίωξη θα κρατούσε πολύ. Ο στόχος του αντιπάλου του θα ήταν να εξαντλήσει το θήραμά του – είχε ελαφρά μεγαλύτερο μέσο όρο ταχύτητας. Πέντε λεπτά αργότερα, η απόσταση είχε μειωθεί κατά τι εις βάρος του. Πράγμα που θα συνεχιζόταν μέχρι που κάποια στιγμή θα ένιωθε την άγρια δαγκωματιά. Είχε δει την εικόνα τόσες φορές σε δικούς του. Και αργότερα –από ασφαλή
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 20
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
απόσταση– είχε παρακολουθήσει τα κογιότ να τους κατασπαράζουν. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτε άλλο παρά να τρέχει, να τρέχει με όλη του τη δύναμη. Ξαφνικά, μπροστά του είδε τα φώτα. Κατάλαβε πού είχε φτάσει. Είχε πάει αρκετές φορές από εκεί, σ’ εκείνη τη στενή λωρίδα εδάφους. Εκεί που πατούσε σε κάτι πολύ σταθερό. Εκεί που τα πόδια του δεν βούλιαζαν, οι οπλές του δεν χώνονταν στο χώμα, εκεί που δεν υπήρχαν ούτε νερά ούτε βλάστηση. Ένα ασφαλές λιμάνι. Εκεί που δεν θα έβγαινε εύκολα ο αντίπαλος. Εκεί που δεν τον είχε δει ποτέ να βγαίνει. Διένυσε τα τελευταία μέτρα στο μάξιμουμ της ταχύτητάς του. Έβλεπε πια το φως. Διαθλασμένο. Όταν τα πόδια άγγιξαν τη λεία επιφάνεια, σταμάτησε. Η καρδιά του χτυπούσε έντονα. Γύρισε πίσω. Διέκρινε, έστω και αμυδρά, το γκρι κογιότ, σταματημένο καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω. Τα μάτια του γυάλιζαν μες στην ομίχλη. Κοιτάχτηκαν. Πέρασαν λίγες στιγμές. Κάτι ανταλλάχθηκε. Μετά, το αντίπαλο ζώο, λες και πήρε ακαριαία την απόφαση, γύρισε και με μια ξαφνική κίνηση χάθηκε στο δάσος. Ανάσανε. Άλλο είδος βαθιάς ανάσας. Κι εκείνη τη στιγμή την ένιωσε. Μια τεράστια δύναμη τον χτύπησε στα πλευρά και τον τίναξε ως την άκρη του δρόμου. «“Τι πειρασμός, ωστόσο, ο θάνατος”. Σαν εκείνο που λέει ο Βαλερί στον Κύριο Τεστ». «Μπα, Βικτόρ, δεν ήξερα ότι κατέχεις κι από Βαλερί». «Κύριε Ρομάν, τόσα χρόνια...»
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 21
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
«Μα, Βικτόρ, εσύ...» «Με εμπνέει η ομίχλη». «Χα, χα, χα! Απέκτησες και χιούμορ στα γεράματα; Μάλλον είσαι πολύ κουρασμένος. Με το δίκιο σου με τόση ώρα οδήγηση. Ομίχλη δεν λες τίποτα. Να προσέχεις. Σε λίγο δεν θα σε βλέπω κι εσένα. Πάντως, έτσι είναι. Ένας Αυστριακός φιλόσοφος είχε πει κάτι επί του θέματος, που το έχω κάνει σημαία: “Οι ήρωες κοιτούν το θάνατο στα μάτια κι όχι μόνο την εικόνα του”. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε κι εμείς, να κοιτάμε το θάνατο στα μάτια, Βικτόρ, γιατί είμαστε θνητοί. Ξέρεις τι μου συμβαίνει στη σκηνή; Όταν λέω σε κάποια πράξη ότι θέλω να πεθάνω γιατί δεν αντέχω, αισθάνομαι ότι δεν δικαιούμαι να “παίζω”, να καμώνομαι». Η κομψή μελαχρινή πρασινομάτα γυναίκα, που καθόταν στην ενδιάμεση σειρά των καθισμάτων, πρόσθεσε με μια δόση νωχέλειας: «Ό,τι αφηγούμαστε είναι μια πληροφορία θανάτου, αγάπη μου». «Θίντα, γλυκιά μου, δεν μου κάνουν εντύπωση οι αναφορές σου». «Σου ’χω κι άλλη τότε για το αντίθετο». «Τον έρωτα;» «Τον έρωτα, φυσικά. Δεν υπάρχει ποτέ αληθινή ανάγκη για έρωτα, που δεν περιέχει το ρίσκο του πόνου. Να πονέσεις σε βαθμό ακρωτηριασμού... Κι είναι καθήκον να το πάρεις αυτό το ρίσκο, να ερωτευτείς χωρίς άμυνες και υποχωρήσεις». «Α, ναι. Ναι. Α, Θίντα... Ξέρω κάθε σελίδα που έχεις διατρέξει. Δεν είναι υπέροχο αυτό; Να έχουμε περάσει από
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 22
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
τις ίδιες παραγράφους, τα ίδια τοπία... Εσείς εκεί πίσω τι λέτε; Το σκασμό έχετε βγάλει τόση ώρα». Ο Ρομάν γύρισε και κοίταξε στο πίσω κάθισμα του βαν. Πίσω από τη Θίντα, μια κοπέλα κι ένας νεαρός κοιμόνταν τον ύπνο του δικαίου. «Υπναράδες. Στην ηλικία τους εγώ... Βέβαια, τότε ήταν άλλες εποχές. Η κάθε εποχή απαιτεί και την εικόνα της, και σήμερα εκείνο που ξεχωρίζει δεν είναι οι σκοτεινές ονειροφαντασίες που λέει ο ποιητής. Σήμερα βλέπεις αληθινούς αποκεφαλισμούς σε ένα μικρό παραλληλόγραμμο που κρατάς. Σε λίγο θα τους βλέπεις και πάνω στην παλάμη σου. Η εποχή θέλει ένα κέλυφος. Ένα κέλυφος κλεμμένου χρόνου. Που να έχει μέσα τα πάντα, ό,τι θες». «Ακριβώς, αγάπη μου», είπε η Θίντα. «Κι αυτά τα επεξεργάζεσαι. Με μια πρόζα σαν τον ήχο που κάνει το μαχαίρι όταν μπήγεται εκεί που ποτέ δεν τολμούσε. Όχι από εκδίκηση. Όχι από τυφλό μίσος. Το προσπάθησα στα έργα μου, δεν ξέρω αν... Το κοινό, πάντως...» «Μια χαρά το κοινό, Ρομάν». «Τι μια χαρά; Το κοινό... pro domo. Ανέκαθεν. Διά τον οίκον. Δεν θα ξεκουνηθεί παρά μόνο εάν τον απειλήσεις αυτό τον οίκο του». «Βλέπω σας εμπνέει το σκηνικό», είπε ο Βικτόρ. «Μα τέτοια ομίχλη δεν θα τη βρεις σε κανένα μυθιστόρημα, Βικτόρ! Είναι λες και οδηγείς ένα διαστημόπλοιο διαμέσου του δακτυλίου ενός πλανήτη!» «Έχω οδηγήσει παντού. Και στα πιο ψηλά βουνά, και στις πιο απότομες στροφές, ακόμα και στην έρημο».
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 23
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
«Στην έρημο; Δεν μας τα έχεις πει αυτά». «Έχω δουλέψει στην Αφρική, μικρός». «Τι έκανες; Φώτα σε τελετές βουντού;» ρώτησε γελώντας ο Ρομάν. «Όχι, ήμουν σ’ έναν περιοδεύοντα θίασο... Ήταν βέβαια περίεργη η κατάσταση... Είχα πάει για μια γυναίκα και...» «Και σε παράτησε στη Σαχάρα...» «Όχι εκεί, αλλά... Ναι, χωρίσαμε». «Γιατί;» «Γιατί δεν εκτιμούσε αυτό που έκανα». «Τα φώτα;» «Τα φώτα, ναι. Δεν ήθελε να είναι με τον τεχνικό». «Ηλίθια. Με τον καλύτερο φωτιστή του κόσμου. Φαντάζομαι πού θα κατέληξε». «Νομίζω τα ’φτιάξε μ’ έναν σεΐχη, κύριε». «Βικτόρ, τι είναι αυτό;» είπε ξαφνικά η Θίντα. «Τους πήρε ο ύπνος», είπε ο Ρομάν βλέποντας τους υπόλοιπους δύο να συνεχίζουν να κοιμούνται. Ταυτόχρονα, πρόσεξε το πρόσωπο της Θίντα που είχε πάρει μια τρομαγμένη έκφραση. «Στρίψε!» φώναξε η Θίντα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας πολύ έντονος θόρυβος. Σαν να χτύπησε το βαν πάνω σε κάτι. Ο Βικτόρ φώναξε ένα «Κρατηθείτε!», το όχημα έκανε πολλαπλά ζιγκ ζαγκ από τη μια άκρη του δρόμου ως την άλλη, ώσπου κατάφερε και το σταθεροποίησε. Οι άλλοι δύο πίσω ξύπνησαν ακαριαία από το τράνταγμα. Πρώτος βγήκε ο Βικτόρ, ακολούθησε ο Ρομάν. Ο οδη
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 24
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
γός ήταν εξαιρετικά μεγαλόσωμος. Πραγματική ντουλάπα. Τρίφυλλη. Η δε ρωμαϊκή του κατατομή (η έντονη μύτη, τα ψηλά ζυγωματικά, τα φρύδια) τον έκανε να μοιάζει με τον ώριμο μονομάχο που τα βάζει άνετα με το κατά τριάντα χρόνια νεότερό του πουλέν. Από την άλλη, ο Ρομάν, πάρα την ηλικία του, είχε διατηρήσει μια σβελτάδα κι ένα παράστημα, που τον έκαναν να ξεχωρίζει. Ειδικά στη σκηνή, όπου η ελαφρώς ρατέ γοητεία αποκτούσε μια πρόσθετη αχλή με τα γκρίζα του μαλλιά που έπεφταν στους ώμους, ενώ το ελαφρύ μουσάκι του έδινε έναν αέρα δανδή. Αποκαλούσε τον εαυτό του «θηρίο» –πόσους ανθρώπους ξέρει κανείς που να ισχυρίζονται κάτι τέτοιο μ’ έναν τρόπο που να μην ακούγεται επιεικώς γελοίος;– και ήταν. Δημιουργικό θηρίο. Θεατρικό θηρίο. Θηρίο αντοχής. Είχαν λίγο δρόμο ακόμα. Με τα ζιγκ ζαγκ, είχαν απομακρυνθεί καμιά διακοσαριά μέτρα από το σημείο της σύγκρουσης. Στο βάθος διακρινόταν ένας καφετής όγκος πεσμένος στην άσφαλτο. «Τι ήταν αυτό;» είπε ο Ρομάν. «Ποιος τρελός να βγαίνει τέτοια ώρα έτσι στο δρόμο;» απάντησε εκείνος. Στ’ αυτιά του Ρομάν η φωνή του ακούστηκε παράξενα τρεμάμενη. Ο Βικτόρ; Φοβισμένος; «Μάλλον κανένα ζώο θα ’ναι», είπε ο Ρομάν. Ενώ πλησίαζαν, ο καφετής όγκος άρχισε ξαφνικά να κινείται. Ν’ ανυψώνεται, καλύτερα. Από μακριά, έβλεπαν ένα τετράποδο. Η ομίχλη δεν τους επέτρεπε να καθορίσουν τι είδους ζώο ήταν. Ό,τι και να ’ταν, όμως, μάλλον στεκόταν
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 25
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
στα πόδια του και σε λίγο θα το έφταναν. Ξαφνικά, εκείνο άρχισε –κουτσαίνοντας μεν, αλλά με νεύρο– να κινείται. Στην αρχή, περπάτησε αργά τα πρώτα μέτρα στη χλόη που μεσολαβούσε μεταξύ δάσους και δρόμου, κι ύστερα, λες και απέκτησε κάποια υπερφυσική δύναμη, άρχισε να τρέχει μέχρι που, σε λίγα δευτερόλεπτα, είχε εξαφανιστεί από το οπτικό τους πεδίο. Όταν έφτασαν στο σημείο, είδαν τα ίχνη από τα αίματα που σηματοδοτούσαν την πορεία του. Τίποτε άλλο, όμως. Ό,τι κι αν ήταν εκείνο που αντίκρισαν, είχε επιζήσει κι είχε πλέον επιστρέψει πίσω στο περιβάλλον του. «Απίστευτο!» είπε ο Βικτόρ. «Τι;» έκανε ο Ρομάν, ενώ πρόσεξε ότι τα χέρια του Βικτόρ έτρεμαν ελαφρά. «Είσαι καλά;» είπε. «Φυσικά. Συνέβη κάτι άσχημο, τι να κάνουμε; Πάντως, είναι απίστευτο που έζησε. Εδώ η λαμαρίνα του βαν βούλιαξε στο δεξί μέρος. Κανονικά, θα τρώγαμε κρέας ελαφιού απόψε». «Δεν ντρέπεσαι, Βικτόρ! Θα έτρωγες ποτέ ένα τόσο εξευγενισμένο ζώο;» «Μα είναι νοστιμότατο το κρέας του, κύριε Ρομάν». Ο Ρομάν τον κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. Έμοιαζε παράξενος, αλλά έτσι ήταν πάντα ο Βικτόρ. Σιωπηλός και παράξενος. Ωστόσο, τη σήκωνε την πλάκα. «Πρώτον, ντροπή! Και δεύτερον, πού ξέρεις ότι ήταν ελάφι;» «Ήταν».
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 26
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
«Δεν νομίζω. Κι αν ακόμα ήταν, θα το έτρωγες, βρε άξεστε; Εκείνη την ώρα που θα κάρφωνες την μπουκιά με το μαχαίρι, δεν θα σκεφτόσουν ότι αυτό το υπέροχο ζώο με τα μελαγχολικά μάτια και την πανέμορφη κατατομή, αυτό το θεσπέσιο, αριστοκρατικό...» «Άλλες φορές σκέφτομαι, κύριε Ρομάν, κι άλλες φορές είμαι». «Φαίνεται ότι, μεγαλώνοντας, ο Βαλερί σου ’χει πάρει τα μυαλά. Άντε, πάμε». Κάποια στιγμή ο Ρομάν σταμάτησε, κοίταξε τον συνοδοιπόρο του και είπε: «Τόσα χρόνια σε ξέρω. Νομίζω ότι μπορώ να βλέπω τον εγκέφαλό σου να σκέφτεται. Άσε τους άλλους που σε λένε “Βικτόρ ο Ερημίτης”. Πού να ξέρουν τι γίνεται στο τεράστιο αυτό κεφάλι. Κάποτε θέλω να μου τα πεις». «Να σας πω τι;» «Τι σε απασχολεί βαθιά, πυρηνικά». «Τίποτα το ιδιαίτερο». «Εγώ πιστεύω ότι εκεί μέσα γίνονται πράγματα και θαύματα». «Υπερβάλλετε». «Νιώθεις ποτέ τα μαύρα ελάφια, Βικτόρ;» «Τι εννοείτε; Μήπως αν νιώθω ποτέ στενοχώριες;» «Όχι, μιλάω για τα μαύρα ελάφια. Οι στενοχώριες είναι απλά πράγματα, η ζωή έχει κάθε μέρα τέτοια. Μαύρα ελάφια, όμως, όχι. Μόνο όταν σου σκίζεται η ψυχή, όταν νιώθεις ότι ακόμα και η πιο μικρή ψιχάλα, το πιο ελαφρύ αεράκι θα τα διαλύσει όλα. Ότι νικήθηκες από τη ζωή».
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 27
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
«Μα τι σχέση έχει...» «Καμία... Έτσι, απλώς, μου ήρθε... Εξάλλου, το ξέρω ότι τα νιώθεις, έχω δει τι παίρνεις». Έπεσε σιωπή. Ο Βικτόρ περίμενε τον Ρομάν να τη σπάσει, αλλά εκείνος είχε το λόγο του. «Γιατί τα λέτε... μαύρα ελάφια;» «Έχω δει τι παίρνεις... » Ο Βικτόρ δεν απάντησε στην ευθεία πρόκληση. Απάντησε στα υπόλοιπα. «Μου κάνει εντύπωση. Τα ’λεγε η μάνα μου έτσι. Νομίζω ότι αυτά τη σκότωσαν». Ο Ρομάν, σφίγγοντας τα χείλη, κούνησε το κεφάλι του, σαν να αποδοκίμαζε κάτι. «Νιώθετε καλά;» «Περίφημα. Κι όταν θα παίξουμε, θα νιώθω ακόμα καλύτερα. Εσύ πότε θα το κόψεις αυτό το πράγμα...» Ο Βικτόρ γύρισε το βλέμμα από την άλλη. Η συζήτηση επί του θέματος –που δεν άρχισε– δεν θα γινόταν. Ο αέρας μύριζε παράξενα. Ένα είδος μούχλας, σε συνδυασμό με θειάφι. Κι ένα αδιόρατο βουητό. Το βαν στο βάθος, ένας σκοτεινός ακίνητος όγκος. «Κάτι βουίζει... Ακούς;» είπε ο Ρομάν. «Όχι». «Λες να είναι ιδέα μου;» «Όπως πάντα». «Ειρωνευόμαστε, Βικτόρ;» «Εγώ... να ειρωνευτώ εσάς;»
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 28
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
«Έλα, ρε παλιόπαιδο, φύγε από δω», είπε γελώντας ο Ρομάν. «Να πάω πού;» είπε ο Βικτόρ δείχνοντας μπροστά. «Σωστά δείχνεις. Άντε να φτάσουμε στην αποβάθρα. Μιάμιση μέρα ταξιδεύουμε πια. Δεν περίμενα να ’ναι και τόσο μακριά». «Κάπου σε μια ώρα υπολογίζω να φτάνουμε». «Να δούμε κι αυτό το σκατομέρος, επιτέλους». «Το “περίφημο” μέρος, εννοείτε». «Βικτόρ μου εσύ... αισιόδοξό μου παιδί... » «Δεν είμαι αισιόδοξος, κύριε, θα ’λεγα το αντίθετο μάλλον, αλλά τις ιστορικές πιάτσες τις σέβομαι». «Ιστορική πιάτσα... που δεν έχουμε πάει ποτέ. Μπορεί να ’ναι και η μόνη που δεν έχουμε πάει ποτέ». «Είναι η μόνη. Και όπως ξέρετε, είναι ξακουστή». «Ξακουστή, επειδή κάθε τόσα χρόνια πάει κάποιος... Και μετά κάπου τον χάνουμε... Χα, χα, χα!» «Οι Λάτο δεν χάθηκαν». «Απλώς, εγκατέλειψαν». «Ο γιος όμως έκανε δικό του σχήμα». «Αλήθεια; Δεν το ήξερα». «Ναι, και κάνει κάτι κωμωδίες, ξέρετε τώρα», είπε ο Βικτόρ. «Κρίμα... Ήταν καλοί... Κάποτε ανέβαζαν κάτι εναλλακτικά ιταλικά έργα, φόρμα σκληρή. Είχαν και παντομίμα μέσα». «Αλλάζουν οι εποχές». «Αν αλλάζουν; Μερικές εξαφανίζονται κιόλας», είπε ο
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 29
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
Ρομάν και, δείχνοντας προς το βαν, πρόσθεσε: «Είδες; Κανείς τους δεν βγήκε να δει τι έγινε». «Είναι κουρασμένοι. Πάντως, δεν είναι καλός οιωνός». «Τι εννοείς»; «Που χτυπήσαμε ελάφι». «Δεν είναι σίγουρο πως ήταν ελάφι». «Ήταν. Κι αν δεν πεθάνει από το χτύπημα, σε λίγο θα το ’χει κατασπαράξει κανένα κογιότ». «Και γιατί είναι κακός οιωνός; Συμβαίνουν αυτά». Ο Βικτόρ έκανε μια περίεργη κίνηση με τους τεράστιούς του ώμους, που υποδήλωνε κάτι μεταξύ μερικής άγνοιας και διαίσθησης, και δεν απάντησε. Είχαν φτάσει στο βαν. «Α, Βίκτορ, και νόμισα πως μας εγκαταλείψατε οριστικά», είπε η αδύνατη καστανή κοπελίτσα, με τη λεπτή μύτη και τα ασύμμετρα χαρακτηριστικά. Το ένα μάγουλο ήταν πιο φουσκωμένο από το άλλο και το όλο πρόσωπο ήταν υπερβολικά μακρόστενο. Όταν γελούσε, η οδοντοστοιχία της αποκαλυπτόταν ολόκληρη. Και γελούσε συχνά. Ενίοτε δε, χωρίς λόγο. «Εγώ έλεγα μπας και κλεφτήκανε, ρε ούφο», έκανε ο τύπος με το μακρύ ίσιο μαλλί και τα έντονα ζυγωματικά. Το ριγέ ασπρόμαυρο πουλόβερ και το πορτοκαλί παντελόνι με τη μυτερή μπότα έβγαζαν μάτι, αλλά μάλλον αυτή ήταν η πρόθεση. «Λεό, σου ’χω πει, αν με ξαναπείς έτσι...» είπε η κοπέλα. «Τι, θα με γαμήσεις; Δεν μπορείς! Δεν μπορείς! Εγώ είμαι του Βικτόρ!» έκανε εντελώς θεατράλε ο Λεό. «Άσε τα καραγκιοζιλίκια, μικρέ», είπε βαριά ο Βικτόρ.
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 30
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
«Καλά σού λέει», σιγοντάρισε ο Ρομάν. «Εδώ φτάνουμε κι εσείς ροχαλίζετε. Έπρεπε να συμβεί αυτό...» «Τι ήταν, τελικά;» ρώτησε η Θίντα. «Τίποτα, αγάπη μου. Κάποιο ζώο μάλλον, μην ανησυχείς, δεν σκοτώθηκε». «Τι λες; Μα εδώ τρανταχτήκαν και τα σωθικά μας», είπε ο Λεό. «Πάντως, δεν σκοτώθηκε, έτσι δεν είναι, Βικτόρ;» «Έτσι είναι, αφεντικό». «H μάνα του ήταν αλκοόλα κανονική. Δηλαδή, μιλάμε υπάρχει ιστορία που λέει ότι πούλησε τον γιο της για ένα μπουκάλι μπίρα σε μια άκληρη σερβιτόρα. Ο θείος του κατάφερε και τον πήρε από τα χέρια της –με αρκετή δυσκολία, πρέπει να σημειωθεί– κάποιους μήνες μετά». «Έλα τώρα», είπε η κοπέλα, «υπερβολές». «Αλήθεια σού λέω, Σόφι! Έχω διαβάσει τα πάντα για τη ζωή του. Φαντάσου ότι πριν από τις δολοφονίες διέταξε μια από τις γυναίκες που ζούσαν στο κοινόβιό του να μετακομίσει σε ένα ράντσο και να κάνει σεξ με τον μισότυφλο ιδιοκτήτη που ήταν πάνω από ογδόντα χρόνων. Και στη δίκη έβαζε τις κοπελίτσες να τραγουδάνε εν χορώ, όπως πηγαίνανε προς την αίθουσα με τις χειροπέδες, κάτι τραγούδια του της συμφοράς. Είχε αυτοπεισθεί ότι ήταν ο μεγαλύτερος μουσικός του κόσμου», είπε ο Λεό. «Α, ρε, τρέλα!» «Κι είχε χαράξει και μια μικρή σβάστικα στο μέτωπο».
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 31
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
«Καλά, κι ο ξάδερφός μου την έχει χτυπήσει τατουάζ δίπλα στο τέτοιο του». «Κι εσύ πού το ξέρεις;» «Μου το ’πε». «Α, σου το ’πε... Τον φαντάζεσαι γέρο, να του κρέμονται τα αχαμνά και εκεί δίπλα η σβάστικα;» Ο Ρομάν είχε χαθεί σε σκέψεις κοιτάζοντας το τοπίο, όμως άρπαξε μια φράση κι αποσυντονίστηκε. Αποτέλεσμα; Έπρεπε να συμμετάσχει. Όταν κάτι τον διέκοπτε, έπρεπε να μπει στην τρέχουσα συνθήκη. «Τι λες, βρε Λεό, για σεξ με ογδοντάχρονους τυφλούς;» είπε ο Ρομάν. «Είναι η ιστορία του Τσαρλς...» «Ποιου Τσαρλς; Καταλαβαίνεις ότι παραλίγο να σκοτωθούμε πριν; Και επίσης, έχετε και οι δύο υπόψη σας ότι σε λίγο φτάνουμε στην αποβάθρα;» «Μάλιστα, κύριε Ρομάν», είπε η Σόφι. «Ναι, κύριε Ρομάν», είπε ο Λεό. H Θίντα κρυφογέλασε. Μάλιστα κύριε Ρομάν, ναι, κύριε Ρομάν. Τα γνωστά. Υπακοή, σεβασμός. Μόνο εκείνη ήξερε τι χρειάζεται μια μεγαλοφυΐα για να συνεχίζει: έπαινο. Κι εκείνη ήταν η μόνη που ήξερε, μεταξύ άλλων, πώς ακριβώς να του τον δίνει. Ο Βικτόρ έβαλε μπρος και συνέχισαν την πορεία τους. Την παρέκβαση είχε διαδεχτεί βουβαμάρα. Ο Λεό έβλεπε ότι δεν τον έπαιρνε για χαριτωμενιές, η Σόφι ποτέ δεν θα το τολ
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 32
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
μούσε, Βικτόρ και Ρομάν ήταν ακόμα βυθισμένοι στην αίσθηση-ανάμνηση ενός ζώου που τράκαρε με ολόκληρο βαν κι ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε προς το δάσος, και απέμενε η Θίντα να παίζει με το κολιέ της και να κοιτάζει την ομίχλη. Η μόνη που θα μπορούσε να διακόψει. «Δεν έλεγε κάποιος ότι η πρώην σερβιτόρα είναι η πιο μαλακισμένη σαν πελάτης και ο πρώην πελάτης o πιο δουλοπρεπής σερβιτόρος;» «Πώς σου ’ρθε τώρα αυτό το άσχετο;» έκανε ο Λεό. «Να με πικάρει θέλει», είπε ο Ρομάν. «Γιατί; Έχετε υπάρξει ποτέ ένα από τα δύο;» είπε γελώντας ο Λεό. «Καταρχάς, νεαρέ μου, στα νιάτα μας έχουμε περάσει από όλα τα επαγγέλματα που κάνει ένας φτωχός καλλιτέχνης για να επιζήσει. Μεταξύ των οποίων είναι και του σερβιτόρου. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα». «Πού είναι;» ρώτησε ο Λεό . «Ότι είναι μια ατάκα από τη μεγαλύτερη αποτυχία μας. Πολύ πριν έρθετε στο θίασο εσείς τα μόμολα». «Το έργο του Εγγλέζου», είπε η Θίντα. «Το έργο του Εγγλέζου», είπε ο Ρομάν. «Εγώ τη βρίσκω πολύ έξυπνη», είπε η Σόφι. «Ναι, αλλά δεν έχεις διαβάσει το υπόλοιπο», είπε ο Ρομάν. «Θέλετε κι άλλες;» είπε η Θίντα. «Όχι, αγάπη μου, δεν βλέπεις τον καιρό; Μας περιμένει δύσκολο ταξίδι με το φέρι. Άσε να ηρεμήσουμε λίγο». Για δέκα λεπτά δεν μίλησε κανείς. Ο Βικτόρ (ο οποίος
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 33
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
πλέον οδηγούσε εξαιρετικά προσεχτικά) έβαλε μουσική, ένα κλασικό κομμάτι του Χέντελ, σε χαμηλή ένταση. Ο αέρας είχε αρχίσει να δυναμώνει. Η ομίχλη δεν έλεγε να ξεθωριάσει. Ομίχλη και αέρας δημιουργούσαν έναν στρόβιλο εντελώς ανεπαίσθητο –ο άνεμος δεν ήταν και τόσο δυνατός– αλλά αρκετό ώστε να νιώθεις ότι η ατμόσφαιρα άλλαζε καθώς το βαν πλησίαζε στη θάλασσα. «Με ξέρεις;» Σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Η Θίντα κόλλησε το πρόσωπό της στο τζάμι του παραθύρου. Αυτή η απότομη αλλαγή θερμοκρασίας την έκανε να ανατριχιάσει. Σκέφτηκε εκείνο που μόλις είχε πει για τη σερβιτόρα και τον πελάτη κι ύστερα σκέφτηκε πως ναι μεν ήταν έξυπνο ως ατάκα, αλλά λειτούργησε αρνητικά ως υπενθύμιση μιας άτυχης εποχής η οποία, φυσικά, δεν επρόκειτο να ξαναρθεί. Το έργο του Ρομάν είναι πολύ καλύτερο από το έργο του Εγγλέζου, οι εποχές είναι άλλες κι ο κόσμος, ήθελε να νομίζει η Θίντα, παίρνει ελπίδα από το θέατρο. Όμως, αμέσως μετά σκέφτηκε πόση κρυφή πίκρα περιείχε η απάντηση του Ρομάν στον Λεό, η υπενθύμιση ότι στα νιάτα του έκανε οποιαδήποτε δουλειά του ποδαριού ώστε να πραγματοποιήσει κάποτε το «θέλω» του, και ότι ένας βαθιά ιδιωτικός –παρ’ όλη τη φαινομενική εξωστρέφειά του– άνθρωπος ήταν αναγκασμένος, ακριβώς λόγω της ατυχούς αυτής αναφοράς της, να ομολογήσει σ’ ένα παιδαρέλι –έστω και υπό μορφή νουθεσίας– ότι, όταν το θέατρο σε διαλέγει –γιατί δεν το διαλέγεις, σε διαλέγει–, είσαι υποχρεωμένος να κάνεις τα πάντα για να είσαι εκεί, στη σκηνή, o
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 34
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
εσύ, μπροστά στο κοινό, μετέχοντας σε ένα θέαμα που ζει και πεθαίνει την ίδια ώρα. Και ξαφνικά, ένιωσε πως ξόδεψε τα καλύτερά της χρόνια για μια τέχνη που το νόημά της δεν βρίσκεται παρά στην τελετουργία της. Την ίδια στιγμή, μια άλλη φωνή μέσα της διαφώνησε κάθετα: Ποια τελετουργία; Κοντά στην καταστροφή βρισκόμαστε. Στο τέλος. Ποιος δίνει δεκάρα πια; Ύστερα, όμως, ήρθε και τα σκέπασε όλα η εν τω βάθει φωνή, η πυρηνική: Έτσι είναι, άλλες μέρες τις αθροίζεις κι άλλες τις αφαιρείς. Κι αμέσως η ίδια αυτή φωνή αποφάνθηκε: Α, ρε χρόνε, νούμερο! Η πρώτη εμφάνιση σε κοινό. Κάπνα, χαμηλός φωτισμός. Την είχαν σχεδόν σπρώξει στη «σκηνή». Έκανε κάτι σαν χορευτικό, ντυμένη μ’ ένα πολύ ελαφρύ φόρεμα, όταν γλίστρησε η τιράντα. Στη στιγμή σαν να σκόρπισαν οι αναθυμιάσεις, λες και φωτίστηκε ο χώρος και τα πάντα απέκτησαν λαμπερά χρώματα. Ντροπιασμένη, τη σήκωσε σχεδόν αμέσως. Αλλά είχε καταλάβει. Το νούμερο πλέον είχε αλλάξει κατεύθυνση. Ο «μέντοράς» της δεν την αποκάλεσε ποτέ «στριπτιτζού» – εξάλλου, τι έδειχνε; Λίγο στήθος για μερικά δευτερόλεπτα. Ο Μαρκό, ο «ιμπρεσάριος» με το λεπτό μουστακάκι, με το ασημένιο μαλλί το στρωμένο προς τα πίσω, ο οποίος για πολλά χρόνια διέπρεπε σε πολλαπλάσιας χωρητικότητας αίθουσες, με παρασάγγας ανώτερα ποιοτικώς θεάματα, κάποτε διάσημος, κάποτε ταλαντούχος, απο
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 35
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
μεινάρι τώρα, ο άνθρωπος αυτός την ονόμασε «εκδυσιαστή». Από την «έκδυση», τον τρόπο με τον οποίο κάποια είδη απαλλάσσονται από ένα μέρος του σώματός τους (συνήθως ένα εξωτερικό «κέλυφος»). Αλλαγή επιδερμίδας. Ένας διαφορετικός ορισμός για το γδύσιμο, έτσι το εισέπραξε εκείνη. Αρκετά χρόνια μετά, είχε έρθει ο Ρομάν, ο ουσιαστικός «μέντορας». Αφού είχε μεσολαβήσει ο ενδιάμεσος που της άλλαξε τη ζωή. Ο Ρομάν, ο τελευταίος μέντορας, είναι τώρα στην πλατεία. Εκείνη βρίσκεται στη σκηνή. Ο μέντορας έχει δώσει τις οδηγίες. Εκείνη κάθεται σε μια καρέκλα. Απέναντι, ο συνάδελφός της της λέει: «Φοράς μια γαλάζια μπλούζα». Εκείνη επαναλαμβάνει: «Φοράω μια γαλάζια μπλούζα». Εκείνος ξαναλέει το ίδιο: «Φοράς μια γαλάζια μπλούζα». Εκείνη τώρα χρωματίζει λίγο αλλιώς την απάντηση: «Φοράω μια γαλάζια μπλούζα». Αργότερα, εκείνη λέει: «Έχω μακριά μαλλιά». Εκείνος λέει: «Έχεις μακριά μαλλιά». Μοιάζει με συζήτηση, αλλά δεν είναι. Αυτό με τα μακριά μαλλιά επαναλαμβάνεται έντεκα φορές. Εκείνος κάνει μια παύση. Εκείνη λέει: «Έκανες μια παύση». Εκείνος λέει: «Έκανα μια παύση».
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 36
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
Ύστερα εκείνος πάει πίσω στα παρασκήνια και εκείνη αρχίζει μια δράση, ζωγραφίζει κάτι που απαιτεί πολύ λεπτομερή επεξεργασία. Ο λόγος που το κάνει αυτό είναι γιατί πιστεύει ότι, εάν καταφέρει και αποδώσει απόλυτα ολόκληρο τον εαυτό της τη στιγμή που της συμβαίνει μια έντονη κρίση πανικού (γιατί της συμβαίνουν έντονες κρίσεις πανικού, καταστάσεις όπου νιώθει ότι το μυαλό της θα εκραγεί), θα μπορέσει να εκφραστεί οργανικά, όταν θα έχουν μια νέα συνάντηση. Περιττό να τονιστεί ότι οι κρίσεις πανικού είναι πια συχνές, σχεδόν θέτουν τη ζωή της σε κίνδυνο. Όλα τα παραπάνω είναι δραματουργικές συνθήκες που έχει θέσει ο μέντορας εκ των προτέρων. Εκείνος χτυπάει την «πόρτα», εκείνη ανοίγει. Εκείνος έχει κάνει μια «προετοιμασία» για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, όταν κάνει αυτή τη δράση. Χτυπάει την πόρτα, γιατί έχει ξεχάσει μέσα στο δωμάτιο την ταυτότητά του. Την επόμενη μέρα πρέπει να πετάξει στο Λονδίνο για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, μια υπόθεση από την οποία εξαρτώνται πολλά για το μέλλον του και για το μέλλον των πιο κοντινών του προσώπων, και την έχει απόλυτη ανάγκη. Το διαβατήριό του έχει λήξει, και αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ταξιδέψει. Χτυπάει, λοιπόν, την πόρτα. Εκείνη ανοίγει και λέει: «Αυτό ήταν ένα γερό χτύπημα». Ένα χτύπημα που έχει έρθει τη στιγμή ακριβώς που ζωγραφίζει το στόμα, την γκριμάτσα του πόνου, τη στιγμή ακριβώς που παθαίνει την κρίση. Την έχει αποδώσει εξαιρετικά και το ξέρει. Όμως, δεν την έχει ολοκληρώσει, πράγμα
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 37
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
που είναι ζωτικό για αυτήν. Δεν δουλεύει το σύστημα, εάν το έργο δεν είναι τελειωμένο. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σπάει ο διάολος το ποδάρι του κι έρχεται το χτύπημα στην πόρτα. Σηκώνεται, ανοίγει. Εκείνος ρίχνει μια ματιά στο σχέδιο και λέει: «Τι μουντζούρα είναι αυτή;» Εκείνη δέχεται τη φράση σαν αστροπελέκι. Εκείνος λέει: «Πού είναι η ταυτότητά μου;» Εκείνη το επαναλαμβάνει: «Πού είναι η ταυτότητά μου;» Αλλά υπάρχει τέτοια οργή μέσα της, ώστε, εάν επιτρεπόταν από τον μέντορα, θα τον σκότωνε. Η Θίντα ξαναβλέπει εκείνον, τον τρίτο «μέντορα» (μετά τον «ιμπρεσάριο», μετά τον «ενδιάμεσο» της ζωής της), στο τζάμι. Ο Ρομάν καθρεφτίζεται από πίσω. Μεγάλος πια. Καθόλου άσχημα γερασμένος, τηρουμένων των αναλογιών. Έχει αλλάξει κέλυφος. Όπως και η ίδια. Και ο ένας επαναλαμβάνει τον άλλο μέχρι την οργή, μέχρι την αγάπη. Όλες οι φράσεις, ακόμα και οι πιο πολύπλοκες, έχουν μόνο μια ισχυρή λέξη. Ή, το πολύ, και μια άλλη που κερδίζει το αργυρό μετάλλιο. Στην προηγούμενη σκηνή η λέξη αυτή είναι η αγάπη. Η οργή έρχεται δεύτερη και καταϊδρωμένη. Κοίταξε ψηλά. Θλιμμένος ουρανός που καλυπτόταν από την πυκνή ομίχλη. Μπροστά τώρα. Ψηλά δέντρα που μόλις διακρίνονταν. Σκέφτηκε το ζώο. Ένα χτυπημένο ελάφι δεν
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 38
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
έχει καμία πιθανότητα επιβίωσης σ’ ένα τέτοιο δάσος. Μπορεί ούτε η σύντροφός του. Γιατί στα ελάφια το ζευγάρι αγαπιέται τόσο πολύ, ώστε, αν τύχει και σκοτωθεί το ένα, το άλλο μπορεί και να πεθάνει από μαρασμό. Όπως όμως και στους ανθρώπους, καμία τάση δεν είναι κανόνας. Στην επόμενη στροφή η χλωρίδα εξαφανίστηκε. Ο ορίζοντας επιμηκύνθηκε. Στο βάθος, τα ύδατα. Είναι τόσο απλά τα πράγματα. Δάσος, γη, ουρανός, θάλασσα, ζώο. Κι αν δεν ήταν, τελικά, ζώο; Τι θα ’ταν; Καμιά νεράιδα με τέσσερα πόδια; Τρίχες. Μέχρι και νεράιδα έχει παίξει στο θέατρο και δεν ήταν καθόλου μα καθόλου εύκολο να μπει στη συνθήκη. Ο Ρομάν καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Επί δέκα ώρες το τοπίο που έβλεπε ήταν σχεδόν το ίδιο: δάσος, στροφές, ομίχλη. Η απότομη αλλαγή, όσο αναμενόμενη κι αν ήταν, τον ξάφνιασε. Μ’ ένα νευρικό σύστημα σχεδόν προγραμματισμένο από δεκαετίες –ίσως από γεννησιμιού του– να κάνει αυτόματους συνειρμούς, ταξίδεψε αμέσως. Η γκρίζαγαλάζια-μπλε μείξη ομίχλης, ουρανού και υδάτων τον οδήγησε σε μια χρωματικά αντίστροφη εικόνα. Τον πήγε πολύ παλιά, στην πόλη όπου μεγάλωσε. Θα ’ταν δέκα έντεκα. Την πόλη διέσχιζε ένα ποτάμι. Το σπίτι τους απείχε γύρω στα είκοσι μέτρα από τα νερά. Ένα πρωί που ξύπνησε ξαφνικά, είδε ότι το ποτάμι μέσα σε μια νύχτα είχε γίνει κατακόκκινο. Δεν υπήρχαν βιομηχανίες γύρω, οπότε δεν ήταν θέμα ρύπανσης. Ειδικοί πήραν δείγματα για να το εξετάσουν, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν εξήγηση. Την επόμενη μέρα το ποτάμι ξανάγινε μπλε.
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 39
ΜΟΤΕΛ ΜΟΡΕΝΑ
Και πάλι, ξαφνικά, νέα πτήση: Περπατούσε, ανώνυμος, μόνος, σε ένα δάσος φτιαγμένο από πέτρα, και κάθε του βήμα ακουγόταν σαν κρότος. Κάποια στιγμή σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Κάθε βήμα είχε ανοίξει και από μια ρωγμή κι από αυτές είχε αναδυθεί σαν αναρριχητικό από μια μορφή. Κάθε μορφή ήταν κι ένας ρόλος. Όχι η εικόνα του. Η ενσάρκωσή του. Τρόμαξε κι έτρεξε μπρος. Δεν πρόλαβε να κάνει ένα βήμα κι έπεσε στο κενό. Το όνειρο που έβλεπε τα τελευταία είκοσι χρόνια με σταθερή συχνότητα. Οι μέσα χαραμάδες. Ο απόηχος μιας ελαφράς αστάθειας. Έκλεισε τα μάτια. Και πάλι κάτι σχετικό. Ένα κομμάτι ουρανού μέσα από την τρύπα ενός τούβλου. Ξαφνικά, μια αστραπή κι ένας κεραυνός έρχονται και διαπερνούν αυτήν ακριβώς την οπή. Η ακρότητα και ο κρότος. Ο Βικτόρ έκοψε κι άλλο ταχύτητα. Το βαν έσκιζε την ομίχλη πλησιάζοντας στη θάλασσα. Κάποια στιγμή τα στοιχεία (θάλασσα και ουρανός) απέκτησαν και μια διαχωριστική γραμμή. Στην αρχή πολύ θαμπή, αργότερα κάπως πιο ευκρινή, σαν κάποιος να την είχε τραβήξει με αχνό παστέλ. Ταυτόχρονα, στο βάθος του ορίζοντα εμφανίστηκε μια πολύ ιδιαίτερη εικόνα, πολύ αχνή, κάτι σαν ένα γκρίζο επίσης, χαμηλό σύννεφο που, όσο πλησίαζαν, τόσο έμοιαζε να ακουμπά στα ύδατα. Το γκρίζο σύννεφο πλησίαζε και μετατρεπόταν σ’ έναν μυτερό όγκο και, καθώς η γραμμή του ορίζοντα άρχιζε να ξεκαθαρίζει, στο βάθος φάνηκε το περίγραμμα ενός τεράστιου δέντρου. Από πίσω διακρινόταν ένας άλλος μακρόστενος όγκος. Σε λίγα λεπτά το δέντρο ήταν εμφανές: Δεν είχε φύλ
STAMATIS_MORENA DDD_Layout 1 14/9/17 10:11 π.μ. Page 40
ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
λο επάνω του, ο κορμός ήταν σκούρος, ο μακρόστενος όγκος είχε πάρει το σχήμα ενός μικρού οχηματαγωγού πλοίου και, λίγο αργότερα, κάτω από το δέντρο διακρινόταν και η σιλουέτα ενός πολύ ψηλού, ογκώδους ανθρώπου. Στο «Φτάσαμε, επιτέλους» του Ρομάν, η σιλουέτα κινήθηκε προς το μέρος τους και σε λίγο, όταν ο Βικτόρ σταματούσε το βαν, πριν ακόμα προλάβει να ανοίξει ο Ρομάν την πόρτα, ο άνθρωπος ήρθε και κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι. Ήταν ένας μεσήλικος στρογγυλοπρόσωπος άντρας με μακριά γκρίζα μαλλιά, τσιγκελωτό μουστάκι και ακατάστατα γένια. Τα μάτια του, αεικίνητα, σάρωσαν το εσωτερικό. Ο Ρομάν άνοιξε την πόρτα και ο τύπος άνοιξε την αγκαλιά του. «Νόμιζα πως δεν θα έρθετε ποτέ! Είμαι ο Σταφάλ. Φαλ με φωνάζουνε οι φίλοι».