MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 5
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
d
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του Αυστριακού Υπουργείου Πολιτισμού. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Bernard Malamud, The fixer
Copyright 1966 by Bermard Malamud, renewed 1994 by Ann D. Malamyd. All rights reserved © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN SET 978-960-03-6266-4
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 7
Στον Πωλ
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 8
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 9
Παράλογα ποτάμια αίμα λεκιάζουνε τη γη... ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΕϊΤΣ
«Ω, μικρέ Χιου από το Λίνκολν – σ’ έχουν σφάξει Εβραίοι καταραμένοι, είναι γνωστό Καιρός πολύς δεν πάει από τότε – Δεήσου και για μένα, τον φτωχό αμαρτωλό... ΤΖΕΦΡΙ ΤΣΟΣΕΡ
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 10
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 11
Ι
[1]
Α πό το μικρό, καφασωτό παραθυράκι του δωματίου του πάνω από το ιπποστάσιο του πλινθοποιείου, ο Γιακόβ Μποκ είδε, νωρίς εκείνο το πρωί, ανθρώπους με μακριά παλτά να τρέχουν, όλοι προς την ίδια κατεύθυνση. Βέι ιζ μιρ,1 σκέφτηκε, κάτι κακό συνέβη! Μέσα στον ανοιξιάτικο χιονιά, οι Ρώσοι συνέρρεαν από τους δρόμους γύρω από το κοιμητήρι, βιαστικοί, μόνοι ή καθ’ ομάδες, με κατεύθυνση τις σπηλιές της ρεματιάς· πολλοί έτρεχαν καταμεσής στο γλιστερό από το λασπόχιονο πλακόστρωτο. Ο Γιακόβ έσπευσε να κρύψει το μικρό τενεκεδάκι, όπου φύλαγε τα ασημένια του ρούβλια, κι ύστερα όρμησε στην αυλή να μάθει προς τι όλη αυτή η αναστάτωση. Ρώτησε τον Πρόσκο, τον επιστάτη, που περιφερόταν άσκοπα γύρω από τις πλινθοκαμίνους που ανέδιδαν καπνό, όμως ο Πρόσκο έφτυσε και δεν είπε λέξη. Έξω από τον περίβολο μια μαυροφόρα, αποστεωμένη αγρότισσα, κουκουλωμένη ως το λαιμό, του είπε ότι είχε βρεθεί εκεί κοντά το πτώμα ενός παιδιού. «Πού;» ρώτησε ο Γιακόβ. «Πόσων χρόνων ήταν το παιδί;» όμως αυτή απάντησε πως δεν ήξερε και το ’βαλε στα πόδια. Την επομένη, η εφημερίδα Κιεβλιάνιν 2 δημοσίευσε την είδηση ότι σε μια υγρή σπηλιά της ρεματιάς, κοντά ενάμισι βέρστι3 από το πλινθοποιείο, βρέθηκε το σώμα ενός δολοφονημένου αγοριού από τη Ρωσία, του Ζένια Γκόλοβ, δώδεκα ετών, από
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 12
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
δυο μεγαλύτερα παιδιά, αμφότερα δεκαπεντάχρονα, τον Καζιμίρ Σελιβάνοφ και τον Ιβάν Σεστίνσκι. Ο Ζένια, νεκρός πάνω από μια βδομάδα, ήταν γεμάτος μαχαιριές· το κορμί του, κάτασπρο, είχε χάσει όλο του το αίμα. Μετά την κηδεία στο κοιμητήρι κοντά στο πλινθοποιείο, ο Ρίχτερ, ένας από τους οδηγούς, μοίρασε ένα μάτσο φυλλάδια που κατηγορούσαν τους Εβραίους για το φόνο. Ο Γιακόβ πήρε ένα στα χέρια του και είδε ότι το υπέγραφε η οργάνωση Μαύρες Εκατονταρχίες.4 Τυπωμένο στο εξώφυλλο ήταν το έμβλημά της, ο αυτοκρατορικός δικέφαλος αετός, και από κάτω το σύνθημα: ΣΩΣΤΕ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ. Εκείνη τη νύχτα, στο δωμάτιό του, έκπληκτος ο Γιακόβ διάβασε ότι το αγόρι μαχαιρώθηκε για θρησκευτικούς λόγους – για να μπορέσουν να μαζέψουν οι Εβραίοι το αίμα του και να το φέρουν στη συναγωγή προκειμένου να παρασκευάσουν τα μάτζο, τους άζυμους άρτους, για το Πάσχα. Μολονότι ήταν γελοίο, ο Γιακόβ φοβήθηκε. Σηκώθηκε απ’ τη θέση του, κάθισε, ξανασηκώθηκε. Πήγε προς το παράθυρο, ύστερα ξαναγύρισε στην καρέκλα του και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα. Ανησυχούσε επειδή το πλινθοποιείο όπου δούλευε βρισκόταν στη συνοικία Λουκιανόφσκι, όπου απαγορευόταν να μένουν Εβραίοι. Ζούσε μήνες εκεί πέρα με ψεύτικο όνομα και χωρίς πιστοποιητικό κατοικίας. Φοβόταν το πογκρόμ που έμμεσα προανήγγελλε το δημοσίευμα. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί σ’ ένα επεισόδιο –κάτι λιγότερο από πογκρόμ, κάτι λιγότερο από ανώφελο– κάπου έναν χρόνο μετά τη γέννηση του Γιακόβ: Δυο μεθυσμένοι στρατιώτες είχαν πυροβολήσει τους τρεις πρώτους Εβραίους που έλαχαν στο δρόμο τους, και ο πατέρας του ήταν ο δεύτερος. Πογκρόμ, ωστόσο, ο γιος είχε βιώσει όταν ήταν σχολιαρόπαιδο: μια τριήμερη επιδρομή Κοζάκων. Το τρίτο πρωί, όταν ακόμα κάπνιζαν τα αποκαΐδια των σπιτιών τους κι εκείνον τον έβγαλαν, μαζί με πέντ’ έξι άλλα παιδιά, από το κελάρι όπου κρύβονταν, είδε έναν μαυρογένη Εβραίο, μ’ ένα λευκό λουκάνικο χωμένο στο
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 13
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
στόμα του, να κείτεται στο δρόμο πάνω σ’ έναν σωρό από ματωμένα πούπουλα, ενώ το γουρούνι ενός χωρικού καταβρόχθιζε το μπράτσο του.
[2]
π Ριν από πέντε μήνες, μια ήπια Παρασκευή στις αρχές Νοεμβρίου, προτού πέσει το πρώτο χιόνι στο στετλ,5 ο πεθερός του Γιακόβ, ένας ισχνός, ανήσυχος άντρας με ρούχα έτοιμα να διαλυθούν, καμωμένος, θαρρείς, από κλαδιά και αέρα κοπανιστό, κατέφθασε με το αποσκελετωμένο του άλογο και το ξεχαρβαλωμένο του κάρο. Κάθισαν στο φτωχικό, παγωμένο σπίτι –που είχε πάρει την κάτω βόλτα δυο μήνες αφότου η Ράισλ, η άπιστη σύζυγος, το είχε σκάσει– και ήπιαν ένα τελευταίο φλιτζάνι τσάι μαζί. Ο Σμούελ, περασμένα καιρό τα εξήντα, με μπερδεμένη γκρίζα γενειάδα, καταρροϊκά μάτια και βαθιά ρυτιδωμένο μέτωπο, ξέθαψε από την τσέπη του καφτανιού του μισό σβόλο κιτρινωπής ζάχαρης και τον πρόσφερε στον Γιακόβ, που κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο γυρολόγος –αυτός και μόνο ήταν η προίκα της κόρης του, γιατί μην έχοντας τίποτα να δώσει, έκανε χάρες, εξυπηρετήσεις, όπου μπορούσε– έπιασε να ρουφάει το τσάι του μέσα απ’ τη ζάχαρη, όμως ο γαμπρός του το έπινε αγλύκαντο. Η γεύση του ήταν πικρή, κι ο Γιακόβ αναθεμάτισε την ώρα και τη στιγμή. Κάθε τόσο, ο γέρος σχολίαζε τη ζωή χωρίς να κατηγορεί κανέναν, ή έκανε ανώδυνες ερωτήσεις – όμως ο Γιακόβ έμενε σιωπηλός ή έδινε λακωνικές απαντήσεις. Αφού είχε πιει το μισό φλιτζάνι το τσάι του, ο Σμούελ, αναστενάζοντας, είπε: «Δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για να καταλάβει ότι εμένα κατηγορείς για την κόρη μου, τη Ράισλ». Τα λόγια του έσταζαν θλίψη. Δεν είχε βγάλει το σκληρό
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 14
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
του καπέλο –το είχε βρει πεταμένο σ’ ένα βαρέλι μιας γειτονικής πόλης– που, όταν ίδρωνε, κολλούσε στο κεφάλι του, μα όντας θρησκευόμενος άνθρωπος δεν έδινε σημασία. Κατά τα άλλα, φορούσε ένα μπαλωμένο καφτάνι με βαριά επένδυση, απ’ όπου κρέμονταν τα ισχνά του χέρια. Και πολύ φαρδιά παπούτσια, μέσα στα οποία έπλεαν τα πόδια του και με τα οποία τριγύριζε παντού. «Ποιος είπε τέτοιο πράμα; Μόνος σου κατηγορείς τον εαυτό σου που ανέθρεψες μια πόρνη». Ο Σμούελ, χωρίς μιλιά, έβγαλε ένα λερωμένο γαλάζιο μαντήλι και σκούπισε τα δακρυσμένα του μάτια. «Κι εσύ γιατί, με το συμπάθιο, σταμάτησες να κοιμάσαι μαζί της μήνες τώρα; Είναι αυτός τρόπος να φέρεσαι στη γυναίκα σου;» «Δεν ήταν παραπάνω από λίγες βδομάδες, όμως για πόσο μπορεί ένας άντρας να κοιμάται με μια στέρφα γυναίκα; Κουράστηκα να προσπαθώ». «Γιατί δεν πήγες στον ραβίνο, όταν σε παρακάλεσα;» «Καλύτερα να μην ανακατεύεται στις δουλειές μου, όπως κι εγώ δεν χώνω τη μύτη μου στις δικές του. Σε όλα του είναι ανίδεος άνθρωπος». «Πάντα σου έλειπε η ευσπλαχνία», είπε ο γυρολόγος. Ο Γιακόβ σηκώθηκε θυμωμένος. «Μη μου μιλάς εμένα για ευσπλαχνία. Τι μου ’χει δώσει εμένα η ζωή; Τι έχω πάρει για να μπορώ να το χαρίσω; Από γεννησιμιού μου, σχεδόν, είμαι ορφανός – η μάνα μου πέθανε δέκα λεπτά μετά τη γέννα, κι εσύ ξέρεις καλά τι έπαθε ο καημένος ο πατέρας μου. Αν βρέθηκε κάποιος να τους ψάλει το Καντίς,6 αυτός ήμουν εγώ, χρόνια αργότερα. Αν περίμεναν έξω απ’ τις πύλες του Παραδείσου, η αναμονή θα ’ταν πολύχρονη, θα ξεπάγιαζαν μέσα στο κρύο – αν βέβαια δεν ξεροσταλιάζουν ακόμη απ’ έξω, περιμένοντας. Όλα μου τα δυστυχισμένα παιδικά χρόνια τα πέρασα σ’ ένα βρομερό ορφανοτροφείο. Ίσα
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 15
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
που υπήρχα. Στα όνειρά μου έτρωγα, κι έτρωγα τα όνειρά μου. Από την Τορά άκουσα ελάχιστα κι από το Ταλμούδ ακόμα λιγότερα, μολονότι έμαθα εβραϊκά γιατί είχα καλό αυτί στις γλώσσες. Τους Ψαλμούς, πάντως, τους ήξερα. Με μάθανε μια τέχνη και με πήρανε παραγιό πέντε λεπτά αφότου έκλεισα τα δέκα – όχι πως μετανιώνω. Κι έτσι δουλεύω –αν ονομάσουμε δουλειά τη σκλαβιά– με τα χέρια μου και κάποιοι με λένε “παρακατιανό”, μα η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι έχουν ιδέα τι θα πει στ’ αλήθεια παρακατιανός. Όσο για κείνους που μοιάζει να ’χουνε φινέτσα, ρίξε μια πιο προσεχτική ματιά. Ο Βίσκοβερ, ο νογκίντ·7 αυτός είναι στα δικά μου μάτια παρακατιανός. Το μόνο που έχει είναι ρούβλια, κι όταν ανοίγει το στόμα του, τ’ ακούς να κουδουνίζουν. Για να ξεστραβωθώ, μελέτησα χωρίς βοήθεια από κανέναν· και πριν ακόμα με πάρουν στον Αυτοκρατορικό Στρατό, έμαθα από μόνος μου καλά τα ρωσικά, πολύ καλύτερα απ’ όσο τα μιλάνε οι χωριάτες. Τα λίγα που ξέρω, τα διάβασα μοναχός μου: λίγη Ιστορία και γεωγραφία, κάτι από επιστήμη, αριθμητική κι ένα δυο βιβλία του Σπινόζα. Όχι πολλά, καλύτερα όμως απ’ το τίποτα». «Παρότι τα πιο πολλά απ’ αυτά είναι τρέιφ,8 σ’ το αναγνωρίζω...» είπε ο Σμούελ. «Άσε με να τελειώσω. Αναγκάστηκα να παλέψω με νύχια και με δόντια για να βγάλω το ψωμί μου. Τι μπορείς να κάνεις δίχως κεφάλαιο; Ό,τι μπορώ να κάνω το κάνω, αλλά δεν φτάνει. Διορθώνω ό,τι έχει χαλάσει – εκτός απ’ την καρδιά. Σ’ αυτό το στετλ τα πάντα καταρρέουν – ποιος νοιάζεται που στάζει η στέγη του, αν μέσα από τις χαραμάδες νομίζει πως κρυφοκοιτάζει τον Θεό; Και ποιος μπορεί να πληρώσει για επισκευές, έστω κι αν υποθέσουμε ότι το θέλει – πράγμα που δεν ισχύει; Κι αν το θέλει, τον περισσότερο καιρό δουλεύω τζάμπα. Αν είμαι τυχερός, για ένα πιάτο χυλοπίτες. Οι ευκαιρίες εδώ γεννιούνται πεθαμένες. Άσε με, έχω πολύ κακή διάθεση». «Μη μου μιλάς εμένα για ευκαιρίες...»
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 16
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
«Με επιστράτευσαν στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, αλλά τελείωσε προτού φτάσω στο μέτωπο. Δόξα τω Θεώ! Όταν αρρώστησα, με πετάξανε έξω με τις κλοτσιές. Ένας ασθματικός Εβραίος δεν αξίζει τον κόπο. Δόξα τω Θεώ! Όταν γύρισα πίσω, άρχισα πάλι να παλεύω με τα σπασμένα μου νύχια. Έπειτα από κάμποσα πλανημένα χρόνια, που αρχίσανε τότε που γνώρισα την κόρη σου, στο τέλος την παντρεύτηκα· όμως, πεντέμισι χρόνια τώρα, δεν κατάφερε να γκαστρωθεί. Δεν μου έκανε παιδιά· με τι μούτρα, λοιπόν, να κυκλοφορήσω στον κόσμο; Και τώρα το σκάει με κάποιον άγνωστο που γνώρισε στο χάνι – κάποιον γκόι,9 είμαι σίγουρος. Αρκετά ως εδώ, λοιπόν – ποιος θέλει περισσότερα; Δεν μ’ αρέσει να με οικτίρουν οι άνθρωποι ή να αναρωτιούνται τι φταίει που είμαι τόσο καταραμένος. Δεν έκανα τίποτα. Ήταν δώρο εκ Θεού. Είμαι αθώος. Ήμουν πολύ καιρό ορφανός. Το μόνο που έχω δικό μου ύστερα από τριάντα χρόνια σε τούτο το νεκροταφείο είναι δεκάξι ρούβλια που απέκτησα πουλώντας ό,τι είχα και δεν είχα. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, μη μιλάς για ευσπλαχνία, δεν έχω καμιά ευσπλαχνία να δώσω». «Μπορείς να δείξεις ευσπλαχνία ακόμα και χωρίς να σου έχει χαριστεί. Και δεν μιλάω για λεφτά. Μιλάω για την κόρη μου». «Η κόρη σου δεν αξίζει πεντάρα». «Έτρεχε από τον ένα ραβίνο στον άλλο σε κάθε πόλη εδώ γύρω, κανένας όμως δεν μπορούσε να της υποσχεθεί παιδί. Πήγαινε στους γιατρούς όταν τύχαινε να ’χει κανένα ρούβλι, αλλά της έλεγαν τα ίδια. Ήταν πιο φτηνά με τους ραβίνους. Γι’ αυτό και το ’σκασε – ο Θεός να τη φυλάει! Ακόμα και μια αμαρτωλή σ’ Αυτόν ανήκει. Η κόρη μου αμάρτησε, αλλά ήταν απελπισμένη». «Μακάρι να τρέχει και να μη φτάνει». «Ήταν πιστή γυναίκα σου για χρόνια. Μοιράστηκε κάθε σου αναποδιά».
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 17
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
«Αυτό που προξενούσε η ίδια μοιραζόταν. Ήταν πιστή γυναίκα ως το τελευταίο λεπτό, ως τον τελευταίο μήνα, ως τον προηγούμενο και τον προπροηγούμενο, αλλά τώρα είναι άπιστη, χολέρα να πέσει και να την κάψει!» «Θεός φυλάξοι!» φώναξε ο Σμούελ και σηκώθηκε. «Να πέσει στο δικό σου το κεφάλι!» Με βλέμμα ταραγμένο, περίτρομο, καταράστηκε τον μάστορα κι έγινε καπνός. Ο Γιακόβ είχε πουλήσει τα πάντα εκτός από τα ρούχα που φορούσε και τον έκαναν να μοιάζει με Ρώσο χωρικό: κεντημένη πουκαμίσα με ζώνη στη μέση, παντελόνι χωμένο σε ζαρωμένες ψηλές μπότες κι ένα φθαρμένο και μπαλωμένο καφετί χωριάτικο πανωφόρι από δέρμα προβάτου, που βρομοκοπούσε τραγίλα όποτε ο καιρός ήταν υγρός. Είχε κρατήσει τα εργαλεία του και λιγοστά βιβλία: τη Ρωσική Γραμματική του Σμιρνόφσκι, ένα εγχειρίδιο βιολογίας, το Εκλογαί από τον Σπινόζα κι έναν στραπατσαρισμένο χάρτη, τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια παλιό. Είχε κάνει τα βιβλία ένα μικρό δέμα, τυλίγοντάς τα μ’ έναν μπερδεμένο σπάγκο. Τα εργαλεία τα είχε παραχώσει σ’ έναν αλευρόσακο από λινάτσα, δεμένο στην άκρη, με ένα δίκοπο λεπίδι να προεξέχει. Σ’ ένα χωνάκι από εφημερίδα είχε βάλει λίγα φαγώσιμα για το δρόμο. Άφηνε πίσω του τα λίγα σαραβαλιασμένα του έπιπλα –ένας παλιατζής ζήτησε να πληρωθεί για να τα πάρει– και δυο εξάδες ραγισμένα πιάτα, που επίσης δεν πουλιόνταν και ο Σμούελ μπορούσε να τα κάνει ό,τι ήθελε: να τα χρησιμοποιήσει, να τα σπάσει, να τα πετάξει στη φωτιά. Τίποτα δεν άξιζαν. Η Ράισλ ευχαρίστως θα παραχωρούσε αυτές τις δυο εξάδες στον πατέρα της· έτσι κι αλλιώς, εκείνη δεν τα χρειαζόταν πια. Κι ύστερα, αν ο γυρολόγος αντάλλασσε το άλογο και το κάρο του με την αγελάδα του Γιακόβ, μια αρκετά καλή αγελάδα, ο γέρος θα μπορούσε ν’ αναλάβει το μικρό γαλακτοκομείο της κόρης του. Δεν θα ’βγαζε λιγότερα απ’ όσα με το γυρολόι. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε ο Για-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 18
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
κόβ, που εμπορευόταν το «τίποτα» και μάλιστα κατάφερνε να το πουλήσει, σε κομματάκια ή σε φέτες, με αντάλλαγμα πραγματικά καπίκια. Έκανε τράμπα αυτό το «τίποτα» με γουρουνότριχες, μαλλί, στάρι, κοκκινογούλια και πουλούσε στους χωριάτες παστά ψάρια, σαπούνι, μαντήλια, ζαχαρωτά, σε ελάχιστες ποσότητες. Αυτό ήταν το ταλέντο του, και μ’ αυτό ζούσε, σαν από θαύμα. «Εκείνος που μας έδωσε δόντια θα μας δώσει και ψωμί». Όμως, η ανάσα του δεν μύριζε τίποτα – ούτε ψωμί, ούτε τίποτα. Ο Γιακόβ, με φαρδιά ρούχα και μυτερό καπέλο, ήταν ένας μακρόστενος νευρώδης άντρας με μεγάλα αυτιά, σκληρά χέρια με καφετιές κηλίδες, φαρδιά πλάτη και βασανισμένο πρόσωπο, που το φώτιζαν λιγάκι τα γκρίζα του μάτια και τα καστανά μαλλιά του. Η μύτη του άλλοτε έμοιαζε εβραϊκή κι άλλοτε όχι. Κανένας δεν ξαφνιάστηκε –μετά το φευγιό της Ράισλ– που ξύρισε την κοντή κοκκινωπή του γενειάδα. «Αν κόψεις τη γενειάδα σου, δεν θα μοιάζεις στον Δημιουργό σου», τον είχε προειδοποιήσει ο Σμούελ. Τότε τον είχαν κατσαδιάσει κάμποσοι Εβραίοι, λέγοντάς του ότι έμοιαζε με γκόι, πράγμα που δεν του είχε προκαλέσει ούτε στενοχώρια, ούτε αγαλλίαση. Έδειχνε νέος, αλλά ένιωθε γέρος και δεν κατηγορούσε κανέναν γι’ αυτό, ούτε καν τη γυναίκα του· έριχνε το φταίξιμο στη μοίρα και όχι στον εαυτό του. Η νευρικότητά του αποτυπωνόταν στις κινήσεις του. Συνήθως, οι κινήσεις του ήταν πιο βιαστικές απ’ όσο χρειαζόταν, λαμβανομένου υπόψη πόσο λίγα είχε να κάνει. Ωστόσο, πάντα κάτι έκανε. Στο κάτω κάτω της γραφής, μάστορας ήταν, κι έπρεπε να κρατάει απασχολημένα τα χέρια του. Πέταξε τα πράγματά του στο ξέσκεπο κάρο, ανάμεσα στις πίσω ρόδες του οποίου κρεμόταν ένας σκουριασμένος κουβάς με νερό· τον δυσαρεστούσε η όψη του αλόγου, ενός ζώου θαρρείς γδαρμένου, ολόγυμνου, με μακριά και λεπτά πόδια, καφετί κοκαλιάρικο σώμα και μεγάλα ηλίθια μάτια, που τα πήγαινε
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 19
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
πολύ καλά με τον Σμούελ. Ζητούσαν λίγα ο ένας από τον άλλο και συμβίωναν αρμονικά. Το άλογο έκανε ό,τι του άρεσε και ο Σμούελ το κακομάθαινε. Στο κάτω κάτω της γραφής, τι πείραζε μια μικρή καθυστέρηση σ’ έναν τρελό κόσμο; Αύριο δεν θα ήταν πιο πλούσιος. Ο μάστορας ήταν εκνευρισμένος με τον εαυτό του που απέκτησε αυτό το εξασθενημένο ζωντανό, αλλά θεωρούσε προτιμότερη μια άνιση ανταλλαγή με τον Σμούελ από το να μην πάρει τίποτα για την αγελάδα του από έναν χωρικό που τη λιμπιζόταν. Το αίμα ενός πεθερού νερό δεν γίνεται. Μολονότι δεν υπήρχε πουθενά εκεί γύρω σιδηροδρομικός σταθμός, και ο αμαξάς ερχόταν να παραλάβει τους ταξιδιώτες μόνο κάθε δεύτερη βδομάδα, ο Γιακόβ θα μπορούσε να φτάσει στο Κίεβο χωρίς να χρειαστεί να αγοράσει το άλογο και το κάρο. Ο Σμούελ είχε προσφερθεί να οδηγήσει εκείνος καλύπτοντας τα τριάντα τόσα βέρστια ως την πόλη, όμως ο μάστορας προτίμησε να τον ξεφορτωθεί και να ταξιδέψει μόνος. Είχε βάλει με το νου του πως, με το που θα έμπαινε στην πόλη, θα μπορούσε να πουλήσει το ζωντανό και το θλιβερό υποκατάστατο της άμαξας, αν όχι σε κανέναν χασάπη, τουλάχιστον σε κανέναν παλιατζή, για λίγα ρούβλια. Η Ντβόιρα, η μαυρόστηθη αγελάδα, ήταν στο χωράφι πίσω απ’ την καλύβα και βοσκούσε κάτω από μια γυμνόφυλλη λεύκα. Ο Γιακόβ βγήκε απ’ το σπίτι και τράβηξε προς το μέρος της. Η λευκή αγελάδα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταζε καθώς πλησίαζε. Ο μάστορας χτύπησε χαϊδευτικά τα λιγνά πλευρά της. «Αντίο, Ντβόιρα», είπε, «και καλή τύχη. Δώσε ό,τι σου απέμεινε στον Σμούελ, φτωχός άνθρωπος είναι κι αυτός». Ήθελε να πει περισσότερα, αλλά δεν μπόρεσε. Ξερίζωσε μια χούφτα άτονο, κιτρινισμένο γρασίδι και τάισε την αγελάδα, ύστερα ξαναγύρισε στο άλογο και στο κάρο. Ο Σμούελ είχε ξαναεμφανιστεί. Γιατί φέρεται λες και είναι αυτός που με ρήμαξε;
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 20
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
«Μη φανταστείς πως ξαναγύρισα γυρεύοντας καβγά», είπε ο Σμούελ. «Αυτό που έκανε, δεν θα το υπερασπίσω – με πλήγωσε όσο κι εσένα. Κι ακόμα περισσότερο, παρόλο που, όταν ο ραβίνος λέει πως τώρα είναι νεκρή, η φωνή μου συμφωνεί, μα η καρδιά μου όχι. Πρώτα απ’ όλα, είναι το μόνο μου παιδί – και από πότε χρειαζόμαστε περισσότερους νεκρούς; Την καταράστηκα μια και δύο και τρεις φορές, παρακάλεσα όμως τον Θεό να μη μ’ ακούσει». «Λοιπόν, φεύγω», είπε ο Γιακόβ, «να προσέχεις την αγελάδα». «Μη φύγεις ακόμα», είπε ο Σμούελ με ταπεινωμένο βλέμμα. «Αν μείνεις, ίσως η Ράισλ ξαναγυρίσει». «Κι αν έρθει πίσω, εμένα τι με νοιάζει;» «Αν είχες δείξει λίγη παραπάνω υπομονή, δεν θα σε είχε παρατήσει». «Πέντε χρόνια και πάμε στα έξι. Αρκετή υπομονή έδειξα. Αρκετά ανέχτηκα. Θα μπορούσα να περιμένω ώσπου να περάσουν τα δέκα που ορίζει ο νόμος, εκείνη όμως το ’σκασε μ’ έναν βρομιάρη ξενομερίτη. Μπάφιασα πια. Ως εδώ ήταν, ευχαριστώ». «Ποιος θα μπορούσε να σε κατακρίνει;» Ο Σμούελ αναστέναξε λυπημένα. Ύστερα από λίγο ρώτησε: «Έχεις καπνό για ένα τσιγαράκι, Γιακόβ;» «Η καπνοσακούλα μου είναι άδεια». Ο γυρολόγος έτριψε ζωηρά τις τραχιές του παλάμες. «Άμα δεν έχεις, δεν έχεις. Μα αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί πας να μπλέξεις με το Κίεβο. Είναι επικίνδυνη πόλη, γεμάτη εκκλησιές κι αντισημίτες». «Την πάτησα από την αρχή», είπε πικρόχολα ο Γιακόβ. «Ξέρεις τι έχω περάσει – και μόνο που έζησα εδώ όλη μου τη ζωή, πέρα απ’ τους λίγους μήνες στον Αυτοκρατορικό Στρατό, φτάνει. Το στετλ είναι φυλακή, δεν έχει αλλάξει από τον καιρό του Χμιελνίτσκι.10 Σαπίζει, κι οι Εβραίοι σαπίζουν μέσα
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 21
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
του. Εδώ είμαστε όλοι φυλακισμένοι, τι να σου λέω τώρα. Ήρθε λοιπόν ο καιρός –τελικά, το αποφάσισα– να δοκιμάσω αλλού. Θέλω να στρώσω τη ζωή μου, να γνωρίσω λιγάκι τον κόσμο. Έχω διαβάσει κάμποσα βιβλία τα τελευταία χρόνια, και είναι εκπληκτικό το τι συμβαίνει και κανένας από εμάς δεν το γνωρίζει. Δεν ζητάω τον ουρανό με τ’ άστρα, αυτά όμως που είδα στην Αγία Πετρούπολη μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Ποιος να το φανταστεί ότι στ’ αλήθεια υπάρχουν “λευκές νύχτες”;11 Όμως, είναι επιστημονικό γεγονός, εκεί πέρα τις έχουν. Όταν έφυγα απ’ τον Αυτοκρατορικό Στρατό, πίστευα ότι θα ξεκόλλαγα από εδώ χάμω το ταχύτερο δυνατό, όμως με πρόλαβαν τα γεγονότα, και μαζί μ’ αυτά και η κόρη σου». «Η κόρη μου ήθελε να το σκάσει από εδώ πέρα το ίδιο λεπτό που σε παντρεύτηκε, εσύ δεν έφευγες». «Είναι αλήθεια», είπε ο Γιακόβ, «λάθος μου. Νόμιζα πως δεν γινόταν να χειροτερέψουν τα πράγματα, άρα θα καλυτέρευαν. Έκανα λάθος και στα δυο, γι’ αυτό είπα: “Φτάνει. Θα τραβήξω το δρόμο μου, επιτέλους”». «Έξω απ’ την Κοινότητα μόνο οι πλούσιοι και οι σπουδαγμένοι Εβραίοι μπορούν να πάρουν πιστοποιητικά κατοικίας. Ο τσάρος δεν θέλει φτωχούς Εβραίους σ’ όλη τη χώρα του, κι ο Στολίπιν,12 που να σκάσουν τα πλεμόνια του, τον φιτιλιάζει. Φτου!» Ο Σμούελ έφτυσε ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Μια και δεν μπορώ να παραστήσω τον σπουδαγμένο αφού μου λείπει η μόρφωση, δεν θα με πείραζε να γίνω πλούσιος. Το λέει και η παροιμία, πουλάω και το τελευταίο μου σκουτί για να γίνω εκατομμυριούχος. Ίσως, αν το θέλει η μοίρα, κάνω την τύχη μου στον έξω κόσμο». «Ό,τι υπάρχει στον κόσμο», είπε ο Σμούελ, «υπάρχει και στο στετλ: οι άνθρωποι, τα βάσανά τους, οι στενοχώριες τους, οι περιστάσεις. Όμως, εδώ, τουλάχιστον, ο Θεός είναι μαζί μας». «Είναι μαζί μας ώσπου να έρθουν καλπάζοντας οι Κοζά-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 22
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
κοι. Εκείνες τις στιγμές είναι κάπου αλλού. Είναι στον απόπατο, να πού είναι». Ο γυρολόγος έκανε έναν μορφασμό, άφησε όμως την παρατήρηση του Γιακόβ ασχολίαστη. «Κάπου πενήντα χιλιάδες Εβραίοι ζουν στο Κίεβο», είπε, «περιορισμένοι σε λίγες γειτονιές, έκθετοι στο πρώτο χτύπημα, αν τύχει και ξεσπάσει καινούργιο πογκρόμ. Και το χτύπημα θα είναι πιο βαρύ στις μεγάλες πόλεις απ’ όσο εδώ. Όταν ακούσουμε τις αγριοφωνάρες τους, θα τρέξουμε στο δάσος. Εσύ γιατί να πας να πέσεις κατευθείαν στην αγκαλιά των Μαύρων Εκατονταρχιών, που να κρεμαστούν από τη γλώσσα τους και να ψοφήσουν;» «Η αλήθεια είναι ότι είμαι άνθρωπος γεμάτος επιθυμίες που ποτέ δεν θα ικανοποιήσω, όχι εδώ, τουλάχιστον. Ήρθε ο καιρός να βγω στον κόσμο και να ριψοκινδυνέψω. Αλλάζεις τόπο, αλλάζεις τύχη, λέει ο κόσμος». «Είσαι διαφορετικός άνθρωπος από πέρσι. Ποιες επιθυμίες είναι τόσο σημαντικές;» «Εκείνες που δεν μπορούν να κοιμηθούν και κρατάνε κι εμένα ξύπνιο για συντροφιά. Σου είπα τι λογής επιθυμίες: Ένα γεμάτο στομάχι μια στις τόσες. Μια δουλειά που να πληρώνεται με ρούβλια, όχι με χυλοπίτες. Ως και λίγη μόρφωση, αν μπορέσω να την αποκτήσω, και δεν εννοώ τη μελέτη της Τορά τις ώρες της σχόλης. Πήρα το μερτικό μου από δαύτην, φτάνει. Αυτό που θέλω να μάθω είναι τι συμβαίνει στον κόσμο». «Όλα είναι μέσα στην Τορά, είναι ανεξάντλητη. Μείνε μακριά από τα σφαλερά βιβλία, Γιακόβ, τα ακάθαρτα». «Δεν υπάρχουν σφαλερά βιβλία. Σφάλμα είναι να τα φοβάσαι». Ο Σμούελ ξεκόλλησε το καπέλο απ’ το κρανίο του και σκούπισε το μέτωπό του με το μαντήλι του. «Γιακόβ, αν θες να πας στα ξένα μέρη, εκεί που έχει Τούρκους κι εκεί που δεν έχει, γιατί δεν πας στην Παλαιστίνη, όπου
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 23
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
ένας Εβραίος μπορεί να δει εβραϊκά δέντρα και βουνά, όπου μπορεί να ανασάνει εβραίικο αέρα; Αν μου δινόταν εμένα έστω και μισή ευκαιρία, εκεί θα πήγαινα». «Το μόνο που μου δόθηκε σε τούτη τη μίζερη πόλη είναι μια φουκαριάρικη ζωή. Τώρα θα δοκιμάσω το Κίεβο. Αν καταφέρω να ζήσω ανθρώπινα εκεί πέρα, εκεί θα μείνω. Αν όχι, θα κάνω θυσίες, θα κάνω οικονομίες και θα πάρω δρόμο για το Άμστερνταμ, να μπω σ’ ένα πλοίο για την Αμερική. Με λίγα λόγια, έχω ελάχιστα, αλλά έχω σχέδια». «Σχέδια ξεσχέδια, πας γυρεύοντας για μπελάδες». «Δεν χρειάστηκε να πάω γυρεύοντας, πέσανε στο κεφάλι μου», είπε ο μάστορας. «Λοιπόν, Σμούελ, καλή τύχη να ’χεις. Ξημέρωσε για τα καλά, πρέπει να πηγαίνω». Σκαρφάλωσε στην άμαξα και πήρε στα χέρια του τα γκέμια. «Θα ’ρθω μαζί σου ως τους ανεμόμυλους». Ο Σμούελ θρονιάστηκε στη θέση πλάι του. Ο Γιακόβ άγγιξε το ζωντανό με μια βέργα από σημύδα που ο γέρος φύλαγε σε μια υποδοχή, μια τρύπα ανοιγμένη στην άκρη της σανίδας όπου καθόταν. Ωστόσο, το άλογο, μετά το αρχικό ξάφνιασμα που το έκανε να τρέξει λίγα μέτρα, σταμάτησε απότομα και στάθηκε ακίνητο στη μέση του δρόμου. «Εγώ ποτέ μου δεν τη χρησιμοποιώ», παρατήρησε ο γυρολόγος. «Την έχω να τη βλέπει, σαν προειδοποίηση. Όταν χασομεράει, του θυμίζω ότι είναι εδώ. Φαίνεται πως του αρέσει να μ’ ακούει να μιλάω για δαύτην». «Αν είναι έτσι, καλύτερα να πάω με τα πόδια». «Υπομονή». Ο Σμούελ πλατάγισε τα χείλη του. «Ντεεε! Έλα, ομορφιά μου – είναι πολύ ματαιόδοξη η φοραδίτσα μου. Όποτε το σηκώνει η τσέπη σου, Γιακόβ, τάιζέ τη βρόμη. Το πολύ χόρτο τής φέρνει αέρια». «Αν έχει αέρια, ας πορδίσει». Ο Γιακόβ τίναξε τα γκέμια. Δεν κοίταξε πίσω του. Η φορά-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:20 ΜΜ Page 24
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
δα προχωρούσε σ’ έναν φιδογυριστό δρόμο, ανάμεσα σε μαύρα οργωμένα χωράφια με βαθύχρωμες στρογγυλές θημωνιές στοιβαγμένες εδώ κι εκεί. Η εκκλησία των χωρικών ξεπρόβαλε στα αριστερά, μέσα στην καταχνιά. Ύστερα πήρε αργά τον ανήφορο του στενού πέτρινου μονοπατιού που οδηγούσε στο κοιμητήρι, με τις λίγες κιτρινισμένες ιτιές ανάμεσα στους τάφους, αποφεύγοντας τον χαμηλό, σκεπασμένο με ταφόπλακες λοφίσκο, όπου οι γονείς του Γιακόβ, ένας άντρας και μια γυναίκα είκοσι, είκοσι πέντε χρόνων, κείτονταν στο μνήμα τους. Είχε λογαριάσει να επισκεφτεί τους χορταριασμένους τους τάφους, αλλά την τελευταία στιγμή δεν βρήκε το κουράγιο. Το παρελθόν ήταν μια πληγή στο κεφάλι. Σκέφτηκε τη Ράισλ και η θλίψη τού βάρυνε την καρδιά. Ο μάστορας χτύπησε με τη βέργα τα πλευρά της φοράδας, όμως αυτή δεν τάχυνε το βήμα της. «Έτσι όπως πάμε, τη Χανουκά13 θα φτάσω στο Κίεβο». «Αν δεν καταφέρεις να φτάσεις, θα ’ναι θέλημα Θεού. Δεν θα χάσεις και τίποτα». Ένας κουρελής σνόρερ,14 που κούρνιαζε στο πλάι μιας γερτής ταφόπλακας, φώναξε στον μάστορα. «Ε, εδώ, Γιακόβ! Παρασκευή είναι σήμερα. Τι θα ’λεγες να μου δώσεις δυο καπίκια να τους μνημονέψω το Σάββατο; Η ελεημοσύνη σώζει από το θάνατο». «Ο θάνατος είναι το τελευταίο που με κόφτει». «Δάνεισέ μου ένα δυο καπίκια, Γιακόβ», είπε ο Σμούελ. «Ένα καπίκι που δεν το ’χω σήμερα κερδίσει». Ο σνόρερ, ένας άντρας με σακάτικα πόδια, τον αποκάλεσε γκόι, με το στόμα στρεβλό και τα μάτια ν’ αστράφτουν από θυμό. Ο Γιακόβ έφτυσε στο δρόμο. Ο Σμούελ είπε στα γρήγορα μια προσευχή να αποτρέψει το κακό. Το ζωντανό άρχισε να τροχάζει, σέρνοντας το σαραβαλια-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 25
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
σμένο κάρο –με τον κουβά να κλυδωνίζεται και να κοπανάει τον άξονα της άμαξας– πέρα από το λόφο του κοιμητηριού, στον γεμάτο στροφές δρόμο. Προσπέρασαν ένα πτωχοκομείο, ένα άθλιο οίκημα με μια πρόσθετη πτέρυγα για τα ορφανά, από την οποία απέστρεψε τα μάτια ο Γιακόβ, κι ύστερα, διασχίζοντας μια ξύλινη γέφυρα που αντηχούσε γλυκά κάτω απ’ τις οπλές της φοράδας, μπήκαν στο πιο πολυσύχναστο κομμάτι της πόλης. Προσπέρασαν την καλύβα του Σμούελ, χωρίς κανένας απ’ τους δυο να την κοιτάζει. Κοντά σ’ ένα μικρό ποταμάκι υψωνόταν το ετοιμόρροπο κτήριο των δημόσιων λουτρών, και ο μάστορας ένιωσε ξαφνικά φαγούρα και την επιθυμία για ένα μπάνιο, φέρνοντας στο νου του τον εαυτό του ανάμεσα σε πυκνούς ατμούς να ραπίζει τα σαπουνισμένα του πλευρά με μια βούρτσα από κλαδιά, ενώ ο λουτράρης έριχνε από ένα κανάτι νερό στο κεφάλι του. «Ο Θεός να ευλογεί το σαπούνι και το νερό!» έλεγε η Ράισλ. Σε λίγες ώρες, τα λουτρά θα άχνιζαν ολόκληρα, ξέχειλα από Εβραίους που πλένονταν για τη νύχτα της Παρασκευής. Οι ατμοί θα ξέφευγαν από τις χαραμάδες των τοίχων και θα ανέβαιναν πυκνοί στο χειμωνιάτικο ουρανό. Πέρασαν κροταλίζοντας έναν αυλακωμένο από τις ρόδες των κάρων, σκονισμένο δρόμο: από τη μια πλευρά, αγροτόσπιτα με αχυροσκεπές, από την άλλη, ακαλλιέργητα χωράφια, πνιγμένα στα αγριόχορτα. Μια Εβραία με τεράστια περούκα, καθισμένη στο κατώφλι της, έσφιγγε μια όρνιθα με ματωμένο λαρύγγι ανάμεσα στα γόνατά της και τη μαδούσε, ενώ καταριόταν το γουρούνι του γείτονα, που σκάλιζε με τη μουσούδα του τα απομεινάρια του πατατοχώραφού της. Μια λιμνούλα αίματος στο χαντάκι φανέρωνε το πέρασμα του υπευθύνου για τις τελετουργικές σφαγές των ζώων. Πιο πέρα, ένα γενειοφόρο μαύρο κριάρι με στριφτά κέρατα, δεμένο σ’ έναν πάσσαλο, άρχισε να βελάζει στο άλογο και όρμησε προς το κάρο, όμως το σκοινί γύρω απ’ το λαιμό του κράτησε και, μολονότι ο πάσσαλος γκρεμίστηκε, το κριάρι έπεσε ανάσκελα προς τα πίσω. Σε μερικά
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 26
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
αγροτόσπιτα, οι πόρτες έχασκαν ορθάνοιχτες, ή κρέμονταν, γερτές, από τους χαλασμένους μεντεσέδες τους. Οι φράχτες είχαν γείρει έτοιμοι να καταρρεύσουν, χωρίς κανείς να το παρατηρεί ή να αντιδρά, πράγμα που εκνεύρισε τον μάστορα γιατί του άρεσε να είναι το καθετί στη θέση του και να λειτουργεί. Σήμερα τα λευκά κεριά θα έφεγγαν μέσα από τα φωτισμένα παράθυρα. Για όλους τους άλλους, εκτός απ’ αυτόν. Το άλογο προχωρούσε με ζιγκ ζαγκ προς την αγορά και η κατάσταση των σπιτιών βελτιωνόταν· υπήρχαν μερικά μεγάλα και ελκυστικά, με κήπους γεμάτους λουλούδια το καλοκαίρι. «Ας τα χαίρονται οι βρομοπλούσιοι», μουρμούρισε ο μάστορας. Ο Σμούελ δεν είχε τίποτα να πει. Συχνά έλεγε ότι το μυαλό του είχε εξαντλήσει αυτό το θέμα. Δεν φθονούσε τους πλουσίους, το μόνο που ήθελε ήταν να μοιραστεί λιγάκι από τον πλούτο τους – ίσα που να ζήσει, όσο θα δούλευε σκληρά για να κερδίσει το ψωμί του. Η αγορά, μια μεγάλη ανοιχτή πλατεία με ξύλινα σπίτια και στις δυο πλευρές, κάποια με μαγαζιά στο ισόγειο, ήταν πλημμυρισμένη από τα κάρα των χωρικών, φορτωμένα με στάρια, λαχανικά, ξυλεία, δέρματα κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Γύρω απ’ τους πάγκους και τα ράφια στριμώχνονταν κυρίως γυναίκες, που ψώνιζαν για το Σάββατο. Μολονότι η αγορά ήταν το συνηθισμένο του στέκι, ο μάστορας δεν χαιρέτησε κανέναν και κανείς δεν τον χαιρέτησε. Φεύγω χωρίς να μετανιώνω, σκέφτηκε. Έπρεπε να ’χα φύγει εδώ και χρόνια. «Σε ποιον το είπες;» ρώτησε ο Σμούελ. «Σε ποιον να το πω; Σχεδόν σε κανέναν. Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι δική τους δουλειά. Για να πω την αλήθεια, η καρδιά μου είναι βαριά – όμως, τούτο τον τόπο τον έχω σιχαθεί». Είχε αποχαιρετίσει τους δυο στενούς του φίλους, τον Λίμπις Πόλικοβ και τον Χάσκελ Ντέμπο. Ο ένας είχε ανασηκώ-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 27
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
σει τους ώμους, ο άλλος τον αγκάλιασε χωρίς λέξη – κι αυτό ήταν. Ένας χασάπης, κραδαίνοντας μια όρνιθα που κακάριζε και χτυπούσε τις φτερούγες της καθώς την κρατούσε σφιχτά από τα τραχιά κίτρινα πόδια της, είδε το κάρο να περνά και είπε μια εξυπνάδα στους πελάτες του. Μια απ’ όλους, μια νεαρή γυναίκα που στράφηκε να κοιτάξει, χαιρέτησε μεγαλόφωνα τον Γιακόβ, όμως το κάρο είχε πια βγει από την αγορά, σκορπίζοντας με το βροντοκόπημά του μερικά κοτόπουλα που είχαν φωλιάσει στις αυλακιές του δρόμου κι ένα κοπάδι φλύαρες πάπιες. Πλησίαζαν στη θολωτή συναγωγή με τον μαντεμένιο κόκορα-ανεμοδείκτη στη στέγη, ένα βλογιοκομμένο κτήριο με κίτρινους τοίχους και δρύινη πόρτα, που για την ώρα αναπαυόταν εν ειρήνη. Είχε κατ’ επανάληψη διαγουμιστεί. Το προαύλιο ήταν άδειο· μονάχα ένας Εβραίος με μαύρο καπέλο καθόταν σ’ ένα παγκάκι, διαβάζοντας μια εφημερίδα στη λιακάδα. Τον τελευταίο καιρό, σπάνια έμπαινε στη συναγωγή ο Γιακόβ· ωστόσο, εύκολα ανακαλούσε τη μακρόστενη ψηλοτάβανη αίθουσα με τους μπρούντζινους πολυελαίους, τα οβάλ βιτρό παράθυρα και τα προσευχητάρια με τα σκαμνιά και τα ξύλινα κηροπήγια, όπου στο παρελθόν είχε περάσει τόσο πολλές, σπαταλημένες ώρες. «Ντεεε!» έκανε. Είχαν φτάσει στην άλλη πλευρά της πόλης· το στετλ ήταν μια νησίδα περικυκλωμένη από τη Ρωσία. Πλησιάζοντας σε έναν ανεμόμυλο που η μπαλωμένη φτερωτή του περιστρεφόταν σε αργή κίνηση, ο μάστορας τράβηξε τα γκέμια και το άλογο σταμάτησε. «Εδώ χωρίζουμε», είπε στον γυρολόγο. Ο Σμούελ έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα κεντημένο υφασμάτινο σακούλι. «Τα είχες ξεχάσει», είπε με κάποια αμηχανία. «Τα βρήκα στο συρτάρι σου, λίγο προτού φύγουμε». Μέσα στο σακούλι υπήρχε ένα δεύτερο που περιείχε τα φυ-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 28
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
λακτήρια. Υπήρχε επίσης ένα σάλι προσευχής κι ένα βιβλίο με προσευχές. Η Ράισλ, προτού παντρευτούν, είχε φτιάξει το σακούλι μ’ ένα κομμάτι ύφασμα από ένα παλιό της φόρεμα και είχε κεντήσει πάνω του τις πλάκες με τις Δέκα Εντολές. «Ευχαριστώ». Ο Γιακόβ πέταξε το σακούλι ανάμεσα στα άλλα του πράγματα στην καρότσα. «Γιακόβ», είπε παθιασμένα ο Σμούελ, «μην ξεχνάς τον Θεό σου!» «Ποιος ξέχασε ποιον;» είπε θυμωμένα ο μάστορας. «Τι πήρα ποτέ από εκείνον πέρα από ένα κοπάνημα στο κεφάλι κι ένα ποτάμι κάτουρο στο πρόσωπό μου; Για ποιο λόγο, λοιπόν, να τον λατρεύω;» «Μη μιλάς σαν μεσουμέντ.15 Μείνε Εβραίος, Γιακόβ, μην προδώσεις τον Θεό μας». «Ο αποστάτης προδίδει τον θεό του για έναν άλλο. Εγώ δεν θέλω κανέναν Θεό. Ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου το ρολόι χτυπάει βιαστικά τα λεπτά, ενώ Εκείνος κάθεται στον άχρονο θρόνο του ατενίζοντας το Διάστημα. Δεν μας βλέπει, δεν νοιάζεται για μας. Σήμερα το θέλω το κομμάτι το ψωμί μου, εδώ, όχι στον Παράδεισο». «Άκουσέ με, Γιακόβ, δέξου τη συμβουλή μου. Έχω ζήσει περισσότερο από εσένα. Υπάρχει ένα σουλ16 στο Ποντόλ του Κιέβου. Να πηγαίνεις εκεί τα Σάμπος,17 θα νιώσεις καλύτερα. “Εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος, ὃς πέποιθεν ἐπὶ τῷ Κυρίῳ καὶ ἔσται Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ”».18 «Εκεί που αξίζει να πηγαίνω είναι οι συναντήσεις του σοσιαλιστικού Μπουντ.19 Εκεί θα ’πρεπε να πηγαίνω, όχι στο σουλ. Μα η αλήθεια είναι ότι δεν μ’ αρέσει η πολιτική, και μη ρωτήσεις το γιατί. Τι καλό να σου κάνει, αν δεν είσαι ακτιβιστής; Είναι στη φύση μου, θαρρώ. Τείνω προς τη φιλοσοφία, μολονότι δεν ξέρω και πολλά». «Έχε το νου σου», είπε ο Σμούελ ταραγμένος, «ζούμε ανά-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 29
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
μεσα στους εχθρούς μας. Η καλύτερη προφύλαξη είναι να μείνεις κάτω από την προστασία του Θεού. Να θυμάσαι, αν Εκείνος δεν είναι τέλειος, τέλειοι δεν είμαστε ούτε κι εμείς». Αγκαλιάστηκαν βιαστικά και ο Σμούελ κατέβηκε από το κάρο. «Αντίο, κούκλα μου», φώναξε στο άλογο. «Αντίο, Γιακόβ. Θα σε σκέφτομαι την ώρα που θα λέω τους Δεκαοκτώ Μακαρισμούς. Αν τύχει και δεις τη Ράισλ, πες της πως ο πατέρας της την περιμένει». Ο Σμούελ κατευθύνθηκε προς τη συναγωγή σέρνοντας τα βήματά του. Όταν είχε πια απομακρυνθεί, ο Γιακόβ ένιωσε το κέντρισμα της τύψης: Είχε ξεχάσει να του γλιστρήσει στην τσέπη ένα δυο ρούβλια. «Ξεκινάμε, άντε!» Η φοράδα τρεμόπαιξε το ένα της αυτί, κάλπασε για λίγο και σύντομα επιβράδυνε, για να σταθεροποιηθεί σ’ έναν κουρασμένο βηματισμό. Θα κρατήσει κάμποσο το ταξίδι, σκέφτηκε ο μάστορας. Το άλογο σταμάτησε απότομα, καθώς ένας αρουραίος πετάχτηκε στο δρόμο. «Ανάθεμά σε, ξεκίνα!» Όμως, η φοράδα δεν κουνήθηκε. Πέρασε ένας χωρικός· κέντριζε με το ραβδί του τα πλευρά ενός βοδιού με μακριά κέρατα. «Μόνο από μαστίγιο καταλαβαίνουν τα άλογα», είπε από την άλλη πλευρά του δρόμου στα ρωσικά. Ο Γιακόβ ξυλοφόρτωσε το ζώο με τη βίτσα ώσπου έτρεξε αίμα. Η φοράδα χλιμίντριζε, αλλά έμενε πεισματικά ακίνητη στη μέση του δρόμου. Ο χωρικός, αφού χάζεψε για λίγο τη σκηνή, συνέχισε το δρόμο του. «Καταραμένο παλιάλογο», είπε ο μάστορας, «ποτέ μας δεν θα φτάσουμε στο Κίεβο!»
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 30
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
Είχε σχεδόν απελπιστεί, όταν ένας καφετής σκύλος, που κάτι οσφραινόταν στις ρίζες των γειτονικών δέντρων, όρμησε στο δρόμο τσαλαπατώντας ένα στρώμα ξερά φύλλα και γαβγίζοντας στο άλογο. Η φοράδα το έβαλε στα πόδια, ενώ ο Γιακόβ μόλις που πρόλαβε ν’ αρπάξει το χαλινάρι. Ο σκύλος τούς πήρε στο κυνήγι αλυχτώντας άγρια στις οπλές του αλόγου, κι ύστερα, σε μια στροφή του δρόμου, εξαφανίστηκε. Όμως, το κάρο συνέχισε να προχωρεί, με τον κουβά ν’ αναπηδά, τις ρόδες να τραμπαλίζονται και το αλογάκι να τριποδίζει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Οι οπλές του ηχούσαν «κλίπιτι κλοπ» στο χωματόδρομο· από τη μια πλευρά του, κάτω από το επικλινές ανάχωμα, κυλούσε ένα ποταμάκι, ενώ από την άλλη έβλεπες ένα χωριό από διάσπαρτες ξύλινες καλύβες, με στέγες καλυμμένες από μισοσαπισμένα άχυρα. Παρά τη φτώχεια και τα γουρούνια που περιφέρονταν αδέσποτα, οι καλύβες έμοιαζαν καλύτερες από τα σπιτάκια του στετλ. Ένας γενειοφόρος χωρικός πελεκούσε ξύλα, μια γυναίκα έβγαζε νερό απ’ το πηγάδι του χωριού. Και οι δυο σταμάτησαν τη δουλειά τους για να τον περιεργαστούν. Ένα βέρστι μακριά απ’ τον τόπο του, και ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Το άλογο συνέχιζε να τριποδίζει και ο Γιακόβ να ατενίζει τα χωράφια, μερικά απ’ αυτά οργωμένα, τις καλλιέργειες από βρόμη, σίκαλη, κοκκινογούλια, και τις θημωνιές που διαγράφονταν σκούρες με φόντο το δάσος. Ένα κοράκι πετούσε αργά πάνω απ’ τα αποθερίδια ενός σταροχώραφου. Ο μάστορας διαπίστωσε ότι μετρούσε τα πρόβατα και τις κατσίκες, που βοσκούσαν στα λιβάδια της κοινότητας κάτω απ’ τα τεμπέλικα πυκνά σύννεφα. Ήταν ένα υγρό και θλιβερό φθινόπωρο· τα νεκρά φύλλα κρέμονταν ακόμα στα δέντρα των δασών που περιέβαλλαν τα χωράφια. Πέρσι, τέτοιο καιρό, είχε ήδη χιονίσει. Μολονότι κανονικά απολάμβανε το τοπίο, ο Γιακόβ αισθανόταν ένα βάρος στην καρδιά. Το βουητό και η λάμψη του κα-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 31
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
λοκαιριού είχαν σβήσει. Στο βάθος του βιολετιού ορίζοντα η στέπα, απέραντη, δίχως τέλος, ανάδινε βαθιά μελαγχολία. Η πληγή στα λαγόνια του αλόγου, μολονότι είχε κάνει κρούστα, έσταζε ακόμα λίγες σταγόνες αίμα και τραβούσε τις μύγες· ο Γιακόβ τις έδιωχνε χωρίς να αγγίζει το ζώο. Νόμιζε ότι το κέφι του θα έφτιαχνε μόλις απομακρυνόταν από το στετλ, αλλά δεν ένιωθε καμία ανακούφιση. Βασανιζόταν από δυσφορία, από τη βαθύτερη αίσθηση ότι δεν είχε διαλέξει ο ίδιος το φευγιό του, κι ας αρνιόταν να το παραδεχτεί. Τους ελάχιστους φίλους του, τους είχε αφήσει πίσω. Οι συνήθειές του, οι καλύτερές του αναμνήσεις, όποιες κι αν ήταν, βρίσκονταν εκεί. Το ίδιο όμως και η ντροπή του. Έφευγε επειδή είχε μια χειρότερη ζωή –αν και δεν είχε γίνει νεκροθάφτης– από πολλούς γνωρίμους του με πιο στενά μυαλά και λιγότερα χαρίσματα. Έφευγε επειδή ήταν ένας άτεκνος σύζυγος –«ζωντανός αλλά νεκρός», έτσι περιέγραφε το Ταλμούδ έναν τέτοιο άντρα–, ένας σύζυγος πικραμένος, παρατημένος. Γιατί, αν εκείνη ήταν πιστή, ο Γιακόβ θα έμενε. Καλύτερα, πάντως, που δεν ήταν. Θα ’πρεπε να νιώθει την καρδιά του να ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη που ξέφευγε από μια άκαρπη ζωή. Κι όμως, είχε την επίγνωση ότι πήγαινε σε μια πολιτεία ξένων –είχε και Εβραίους και Εθνικούς, όμως οι ξένοι είναι ξένοι–, υπό μια έννοια σ’ έναν τόπο απαγορευμένο. Το Ιερό Κίεβο, μητέρα όλων των πόλεων της Ρωσίας! Ήξερε τις γύρω πόλεις σε ακτίνα δέκα, δεκαπέντε βερστιών, όμως μονάχα μια φορά, μια βδομάδα κάποιο καλοκαίρι, είχε πάει στο Κίεβο. Τον κατέτρυχε η δυσφορία που νιώθει κάθε ξένος, να μην ξέρει τι βρίσκεται πού, ανήμπορος να προβλέψει ή να δει καθαρά. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν οι σειρές των άθλιων, γεμάτων κόσμο καταλυμάτων στο Ποντόλ. Άραγε, θα συνέχιζε έτσι, με την ίδια άχρηστη φτώχεια, την ίδια μονοτονία ανάμεσα σε πλήθη Εβραίων, φτωχών όσο και ο ίδιος, ή μήπως –άγνωστο πώς– θα κέρδιζε μια καλύτερη ζωή; Και πώς θα γινόταν αυτό στην ηλικία του; Ήταν
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 32
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
κιόλας τριάντα. Οι δουλειές ήτανε πάντα σπάνιες για κείνον. Με λιγοστά μονάχα ρούβλια μες στην τσέπη, πόσο θα άντεχε προτού πεθάνει από την πείνα; Και γιατί το «αύριο» να’ ναι καλύτερο απ’ το «σήμερα»; Είχε κερδίσει αυτό το προνόμιο; Από πού κι ως πού; Είχε πολλούς φόβους και, καθώς σπάνια έκανε μακρινά ταξίδια, φοβόταν και να ταξιδέψει. Τα πέλματα των ποδιών του τον έτρωγαν, πράγμα που σήμαινε, όπως λέγανε οι γριές: «Θα ταξιδέψεις σε τόπο αλαργινό». Καλό ήταν αυτό, μα θα ’φτανε ποτέ εκεί; Το άλογο είχε και πάλι επιβραδύνει, μαύρο σκοτάδι στο άδειο του κεφάλι. Πες πως τούτα τα σύννεφα, σκούρα τώρα και βαριά, άνοιγαν τον πάτο τους κι άδειαζαν χιόνι με τη σέσουλα στον κόσμο. Θα τα κατάφερνε το άλογό του; Φαντάστηκε το χιόνι να πέφτει πυκνό, δρόμος και χωράφια να γίνονται κάτασπρα μέσα σε λίγα λεπτά, έτσι που να μη βλέπεις πού τέλειωνε το ένα και πού άρχιζε το άλλο, το κάρο να γεμίζει χιόνι ως πάνω. Θα σταματούσε η φοράδα. Δεν πά’ να τη βίτσιζε ο Γιακόβ ώσπου τα κόκαλά της να προβάλλανε μέσα απ’ το αίμα; Το άλογο θα ξάπλωνε ήσυχα στο χιόνι, για να τον διαολίσει. «Κουράστηκα, αδερφέ μου. Αν θες να συνεχίσεις μες στη χιονοθύελλα, με την ευχή μου. Όχι, όμως, εγώ. Θα πάρω έναν υπνάκο, κι αν ο ύπνος μου διαρκέσει για πάντα, τόσο το καλύτερο. Τουλάχιστον, το χιόνι είναι ζεστό». Ο μάστορας έβλεπε τον εαυτό του να περιπλανιέται μέσα στο χιονοστρόβιλο, ώσπου ν’ αφανιστεί για πάντα. Όμως, το άλογο δεν μιλούσε και δεν φαινόταν ότι θα ξεσπούσε χιονιάς – ούτε καν βροχή. Ήταν μια μέρα με κρύο τσουχτερό, κι άρχιζε να φυσάει –η χαίτη της φοράδας ανέμιζε–, και μολονότι το άλογο πήγαινε τεμπέλικα, ωστόσο, προχωρούσε σταθερά. Κι όμως, καθώς περνούσαν μέσα από έναν δασωμένο τόπο με δέντρα μαύρα, φρυγμένα από την παγωνιά, τα γυμνά κλαδιά που μπλέκονταν ψηλά, πάνω από το κεφάλι του
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 33
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Γιακόβ, και οι ζοφερές σκιές τους στο χώμα έφεραν νευρικότητα στον μάστορα που ακόμη ανησυχούσε μήπως αλλάξει ο καιρός. Σκιάζοντας τα μάτια του μέσα στο αλλόκοτο φως, προσπάθησε να διακρίνει στο βάθος του ορίζοντα –και πράγματι, διέκρινε– έναν δρόμο φιδογυριστό, δίχως ίχνος χιονιού. Ε, φτάνει πια, σκέφτηκε, καλά θα κάνω να φάω. Σαν να ’χε διαβάσει τις σκέψεις του, η φοράδα σταμάτησε προτού προλάβει να της τραβήξει τα γκέμια. Ο Γιακόβ κατέβηκε απ’ τη θέση του και, παίρνοντας τα χάμουρα, τράβηξε το άλογο στο πλάι του δρόμου. Η φοράδα άνοιξε τα πισινά της πόδια κι αμόλησε έναν κίτρινο κρουνό στο δρόμο. Ο Γιακόβ κατούρησε πάνω σε κάτι ξεραμένες φτέρες. Νιώθοντας καλύτερα, ξερίζωσε λίγες τούφες ξερό χορτάρι· μια και δεν βρήκε ταΐστρα στην καρότσα, τάισε τη φοράδα του μέσα απ’ τις χούφτες του. Το άλογο, με τα πλευρά του να ανεβοκατεβαίνουν, μασούσε με τα φθαρμένα κίτρινα δόντια του, ώσπου το χορτάρι άρχισε ν’ αχνίζει. Το στομάχι του μάστορα γουργούρισε. Κάθισε κάτω από ένα ηλιόλουστο δέντρο, σήκωσε το γιακά του πανωφοριού του κι άνοιξε το πακέτο με τα τρόφιμα. Έφαγε ένα κομμάτι κρύα βραστή πατάτα, μασώντας αργά, κι ύστερα μισό αγγούρι πασπαλισμένο με χοντρό αλάτι, μαζί μ’ ένα κομμάτι ξινό μαύρο ψωμί. Αχ, να ’χα λίγο τσάι, σκέφτηκε, κι αν όχι αυτό, λίγο ζεστό νερό με ζάχαρη! Ο Γιακόβ αποκοιμήθηκε με τη ράχη ακουμπισμένη στο δέντρο· ξύπνησε απότομα και σκαρφάλωσε στο κάρο. «Είναι αργά, διάολε, έλα, κουνήσου!» Το άλογο δεν σάλεψε. Ο μάστορας αναζήτησε τη βίτσα. Κάτι θυμήθηκε, ωστόσο, και κατέβηκε, ξεκοτσάρισε το σκουριασμένο μαστέλο και πήγε να ψάξει για νερό. Βρήκε ένα μικρό ρυάκι και, μολονότι ο κουβάς ήταν τρύπιος, τον έβαλε, μισογεμάτο, κάτω από τη μουσούδα του αλόγου. Εκείνο, όμως, δεν έπινε. o
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 34
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
«Δεν μ’ αρέσουνε αυτά τα παιχνίδια». Ο Γιακόβ έχυσε το νερό, κρέμασε τον κουβά στο γάντζο κάτω απ’ την καρότσα και ανέβηκε στη θέση του. Ανέμισε τη βίτσα· ο συριγμός της έσκισε τον αέρα. Η φοράδα, χαμηλώνοντας τ’ αυτιά της, κινήθηκε προς τα μπρος, αν μπορούμε να ονομάσουμε κίνηση το σούρσιμό της. Τουλάχιστον, δεν βρισκόταν εκεί που ήταν προηγουμένως. Ο μάστορας βίτσισε και πάλι τον αέρα και το άλογο, έπειτα από ένα αναποφάσιστο λεπτό, άρχισε να τριποδίζει. Το κάρο προχώρησε με τραντάγματα και τριγμούς. Είχαν κάνει λίγο δρόμο όταν το κάρο διασταυρώθηκε με μια γριά, μια προσκυνήτρια, που πήγαινε αργά, γερμένη στο μπαστούνι της, μια βαριά μαυροφόρα χωριάτισσα, που φορούσε αντρικά παπούτσια και κουβαλούσε ένα σακίδιο, κουκουλωμένη σ’ ένα χοντρό σάλι. Έκανε στην άκρη να την αφήσει να περάσει ενώ φώναζε: «Θες να σε πάω παρακάτω, γιαγιά;» «Ο Χριστός να σε φυλάει!» Είχε τρία γκρίζα δόντια. Τον Χριστό δεν τον χρειαζόταν. Γρουσουζιά, σκέφτηκε. Ο Γιακόβ τη βοήθησε ν’ ανέβει στο κάρο και άγγιξε τη φοράδα με τη βίτσα του. Προς μεγάλη του έκπληξη, το άλογο άρχισε να τροχάζει. Και τότε, σε μια στροφή του δρόμου, η δεξιά ρόδα χτύπησε σε μια πέτρα κι έσπασε μ’ έναν διαπεραστικό κρότο. Τo κάρο κλονίστηκε και κάθισε στην πίσω πλευρά, ενώ η αριστερή ρόδα έγειρε προς τα μέσα. Η γριά σταυροκοπήθηκε, κατέβηκε αργά κι άρχισε να βαδίζει στηριγμένη στο ραβδί της. Δεν κοίταξε πίσω της. Ο Γιακόβ βλαστήμησε τον Σμούελ που του φόρτωσε τούτο το άχρηστο κάρο. Πήδησε κάτω κι εξέτασε τη σπασμένη ρόδα. Το φθαρμένο της μεταλλικό δαχτυλίδι είχε βγει. Η ξύλινη στεφάνη είχε διαλυθεί, είχε σκιστεί στα δύο. O σπασμένος αφαλός έσταζε γράσο από τον άξονα.
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 35
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Βόγκηξε. Έμεινε πέντε λεπτά ασάλευτος, κενός, σε κατάσταση πλήρους εμβροντησίας. Ύστερα, πήρε το ζεμπίλι με τα εργαλεία του από την καρότσα και τα άπλωσε στο δρόμο. Όμως, μ’ ένα πελέκι, ένα πριόνι, μια πλάνη, πένσα, τανάλια, στόκο, σύρμα, ένα μυτερό μαχαίρι και δυο σουβλιά, ο μάστορας δεν μπορούσε να διορθώσει ό,τι είχε σπάσει. Και με τις καλύτερες συνθήκες, θα χρειαζόταν μια ολόκληρη μέρα για να επιδιορθώσει τη ρόδα. Σκέφτηκε ν’ αγοράσει ρόδα από κανέναν χωριάτη, αν έβρισκε καμιά που να ταίριαζε εντελώς ή μέσες άκρες, αλλά πού να τον βρει τον χωριάτη; Όταν δεν τους χρειαζόσουν, κρέμονταν απ’ τη γενειάδα σου. Ο Γιακόβ πέταξε στην καρότσα τα κομμάτια της σπασμένης ρόδας. Μάζεψε τα εργαλεία του και περίμενε βαργεστημένα να περάσει κάποιος. Κανείς δεν πέρασε. Σκέφτηκε να ξαναγυρίσει στο στετλ, αλλά θυμήθηκε ότι δεν άντεχε άλλο εκεί πέρα. Ο άνεμος ήταν πιο ψυχρός, πιο διαπεραστικός, τρύπωνε κάτω απ’ το παλτό του κι ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Ο ήλιος έδυε, ο ουρανός σκοτείνιαζε. Αν πηγαίνω αργά, ίσως καταφέρω να φτάσω στο επόμενο χωριό με τρεις μονάχα ρόδες. Το δοκίμασε. Κάθισε ανάλαφρα όσο πιο αριστερά μπορούσε στον πάγκο του οδηγού και ικέτεψε τη φοράδα να ’ναι ήρεμη. Προς μεγάλη του ανακούφιση, προχώρησαν κάπου μισό βέρστι. Πρόφτασε την προσκυνήτρια και ήταν έτοιμος να της πει πως δεν μπορούσε να ανέβει, όταν κατέρρευσε και η άλλη πίσω ρόδα, κυλώντας με τριγμούς γύρω απ’ τον άξονά της· το πίσω μέρος της καρότσας χτύπησε στο δρόμο μ’ έναν τρομερό γδούπο και ο κουβάς συντρίφτηκε. Τo άλογο τρέκλισε προς τα μπρος, φρούμαξε και ορθώθηκε στα πίσω πόδια του. Ο μάστορας, με το κορμί του γερμένο σε επικίνδυνη γωνία, παρέλυσε. Τελικά, κατέβηκε απ’ τη θέση του. Ποιος επινόησε τη ζωή μου; Πίσω του ήταν η άδεια, άδεντρη στέπα, μπροστά του η γριά.
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 36
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
Είχε σταματήσει μπροστά σ’ έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό στην άκρη του δρόμου, κι αφού σταυροκοπήθηκε, γονάτισε αργά κι άρχισε να χτυπάει το κεφάλι της στο σκληρό χώμα. Το κοπανούσε τόση ώρα, ώστε του Γιακόβ τού ήρθε πονοκέφαλος. Η στέπα που σκοτείνιαζε γοργά ήταν εδώ ακατοίκητη. Φοβόταν μήπως πιάσει ομίχλη ή καμιά δυνατή βροχή. Έλυσε το άλογο και το απελευθέρωσε από τον ξύλινο ζυγό, μάζεψε τα γκέμια, τράβηξε το ζώο προς το κάθισμα του οδηγού και, σκαρφαλώνοντας πάνω στον πάγκο, πήδηξε στη ράχη του. Προτού προλάβει ν’ ανέβει, βρέθηκε κάτω. O μάστορας έβαλε το ζεμπίλι με τα εργαλεία του, το δέμα με τα βιβλία του και τα πακέτα του πάνω στη γερμένη θέση, τύλιξε τα γκέμια γύρω του και ξαναπήδηξε πάνω στο άλογο. Πέρασε το ζεμπίλι με τα εργαλεία στον ώμο του και με το αριστερό του χέρι κράτησε τα άλλα πράγματα στη θέση τους στη ράχη του αλόγου, ενώ με το δεξί γράπωσε με δύναμη τα γκέμια. Το άλογο άρχισε να καλπάζει προς τα εμπρός. Προς μεγάλη έκπληξη του Γιακόβ, δεν έπεσε. Προσπέρασαν τη γριά, μπρούμυτα πια μπροστά στο σταυρό. Ένιωθε ανόητος και αβέβαιος πάνω στο άλογο, αλλά επέμεινε. Η φοράδα είχε επιβραδύνει σε τροχασμό, και πολύ γρήγορα υιοθέτησε ένα καταπτοημένο βάδην. Κι ύστερα, έμεινε εντελώς ασάλευτη. Ο Γιακόβ την καταράστηκε σε αιώνια βάσανα, και ξαφνικά το ζώο αναζωογονήθηκε και πάλι και προχώρησε λίγα μέτρα ακόμα. Όταν βρίσκονταν σε κίνηση, ο μάστορας, που ποτέ στη ζωή του δεν είχε καβαλήσει άλογο, ονειρευόταν καλή τύχη, επιτεύγματα, ευμάρεια. Είχε ένα άνετο σπίτι, καλή δουλειά –ίσως κάποιο εργαστήριο–, πιστή σύζυγο, όμορφη, μαυρομάλλα, και τρία γερά παιδιά, ο Θεός να τα ευλογεί. Αλλά όταν η φοράδα σταματούσε, σκεφτόταν θυμωμένος τον πεθερό του, χτυπούσε το ζώο με τη γροθιά του και προέβλεπε άχρηστο μέλλον για τον εαυτό του. Ο Γιακόβ εκλιπαρούσε το άλογο να βιαστεί – ήταν σκοτάδι, ο άνεμος της στέπας ξύριζε, όμως το άλογο, απελευθερωμένο από το κάρο, εξερευ-
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 37
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
νούσε τον κόσμο. Σταματούσε να βοσκήσει, ξεριζώνοντας το χορτάρι θορυβωδώς με τα σάπια του δόντια· περιπλανιόταν από τη μια άκρη του δρόμου στην άλλη. Πότε πότε, έκανε στροφή και βημάτιζε αργά προς τα πίσω. Ο Γιακόβ, έξαλλος, το απειλούσε με τη βίτσα, όμως και οι δυο τους ήξεραν ότι βίτσα δεν είχε. Στην απελπισία του, κλότσησε το ζώο με τις φτέρνες του. Το άλογο σκίρτησε και για λίγα επικίνδυνα λεπτά ήταν λες και βρίσκονταν σε βάρκα καταμεσής στην αγριεμένη θάλασσα. Έχοντας γλιτώσει παρά τρίχα, ο Γιακόβ σταμάτησε να το κλοτσάει. Σκέφτηκε να ξεφορτωθεί τα υπάρχοντά του, ελπίζοντας ότι με πιο ελαφρύ φορτίο θα κέρδιζαν ταχύτητα, αλλά δεν τόλμησε. «Είμαι κακός άνθρωπος εγώ, παλιάλογο. Έλα στα συγκαλά σου, αλλιώς θα υποφέρεις». Οι απειλές διόλου δεν τελεσφόρησαν. Τώρα πια ήταν σκοτάδι, πίσσα. Ο άνεμος βοούσε. Η στέπα ήταν μια μαύρη θάλασσα, γεμάτη παράξενες φωνές. Εδώ κανένας δεν μιλούσε γίντις και η φοράδα, νιώθοντας ίσως πόσο παράξενο ήταν, άρχισε να τροχάζει και πολύ σύντομα σχεδόν πετούσε. Αν και ο μάστορας δεν ήταν προληπτικός άντρας, είχε υπάρξει προληπτικό παιδί και θυμόταν τη Λίλιθ, τη Βασίλισσα των Κακών Πνευμάτων, και την ψαρομάγισσα που γαργαλούσε τους ταξιδιώτες ώσπου να μην αντέχουν άλλο, κι αν δεν πέθαιναν, έθετε τον εαυτό της στην υπηρεσία τους. Στην Ουκρανία, τα φαντάσματα αναδύονταν σαν καπνός από τα έγκατα της γης. Πότε πότε, ένιωθε μια παρουσία πίσω του, αλλά δεν στρεφόταν. Κι ύστερα, υψώθηκε στον ουρανό ένα κίτρινο φεγγάρι σαν λουλούδι ανθισμένο και φώτισε την άδεια στέπα ως πέρα, στο γεμάτο σκιές βάθος της. Μακριά στον ορίζοντα, τα πάντα έλαμπαν. Η νύχτα θα είναι μεγάλη, σκέφτηκε ο μάστορας. Πέρασαν καλπάζοντας μέσα από ένα χωριό, με τη μακρουλή εκκλησιά του και το ψηλό καμπαναριό της κατακίτρινα στο
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 38
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
φεγγαρόφωτο, και τις κοντόχοντρες αχυροσκέπαστες καλύβες του σκοτεινές – ούτε ένα φωτάκι, πουθενά. Αν και ο μάστορας μύρισε καπνό από ξύλα, δεν είδε ψυχή. Ο Γιακόβ σκέφτηκε να ξεπεζέψει, να χτυπήσει την πόρτα ενός αγνώστου και να ικετέψει για ένα κρεβάτι για τη νύχτα. Όμως, ένιωσε ότι, αν κατέβαινε από το άλογο, δεν θα ξανανέβαινε ποτέ. Φοβόταν πως μπορεί να του έκλεβαν τα λιγοστά του ρούβλια, κι έτσι κάθισε στ’ αυγά του, προχωρώντας αργά, αβέβαια. Ο ουρανός ήταν πνιγμένος στ’ αστέρια, ο άνεμος φυσούσε παγωμένος στο πρόσωπό του. Κάποια στιγμή, τον πήρε φευγαλέα ο ύπνος και ξύπνησε τρέμοντας, μούσκεμα στον ιδρώτα, από κάποιον εφιάλτη. Σκέφτηκε ότι ήταν οριστικά χαμένος, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη, κάπου μακριά, μπροστά του, υψωνόταν κάτι πολύ ψηλό, λάμποντας στο θαμπό φεγγαρόφωτο, διάστικτο ανά διαστήματα με φωτάκια· στα πόδια του κυλούσε ένα φαρδύ, σκοτεινό ποτάμι που αντανακλούσε το μισοκρυμμένο φεγγάρι. Η φοράδα σταμάτησε να τριποδίζει και τους πήρε μια σχεδόν ατέρμονη ώρα για να διανύσουν το τελευταίο μισό βέρστι προς το νερό.
[3]
Τ Ο κΡύΟ σε ξεπάγιαζε, όμως ο άνεμος είχε πέσει στο Δνείπερο. «Δεν υπάρχει πορθμείο», είπε ο βαρκάρης. «Έκλεισε. Κλειστό. Σφαλιστό». Κουνούσε τα μπράτσα του σαν να απευθυνόταν σε ξένο, αν και ο Γιακόβ τού είχε μιλήσει ρωσικά. Το ότι το πορθμείο είχε σταματήσει να μεταφέρει κόσμο στην απέναντι πλευρά έκανε ακόμα πιο έντονη την επιθυμία του μάστορα να περάσει το ποτάμι. Ήλπιζε να νοικιάσει ένα κρεβάτι σ’ ένα πανδοχείο και να σηκωθεί νωρίς να ψάξει για δουλειά. «Θα σε περάσω απέναντι για ένα ρούβλι», είπε ο βαρκάρης.
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 39
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
«Πάρα πολλά», απάντησε ο Γιακόβ, παρόλο που ήταν θανάσιμα κουρασμένος. «Από πού πάνε στη γέφυρα;» «Έξι μ’ οχτώ βέρστια απέχει. Μακρύς ο δρόμος για ένα μόνο πέρασμα». «Ένα ρούβλι», στέναξε ο μάστορας. «Ποιος έχει τόσα λεφτά;» «Ή το δέχεσαι ή όχι. Δεν είναι εύκολο πράμα να τραβάς κουπί σ’ ένα επικίνδυνο ποτάμι μια νύχτα σαν κι αυτή, πίσσα σκοτάδι. Μπορεί να πνιγούμε και οι δυο». «Και τι θα το κάνω το άλογό μου;» Ο μάστορας μιλούσε πιο πολύ στον εαυτό του. «Δεν είναι δικιά μου δουλειά». Ο βαρκάρης, με ώμους σαν κορμό δέντρου, με μια πυκνή, ψαρή γενειάδα, φύσηξε το ένα γεμάτο του ρουθούνι σε μια πέτρα κι ύστερα το άλλο. Το ασπράδι του ματιού του ήταν αυλακωμένο με αίμα. «Κοίτα, φίλε, γιατί να βάλεις κι άλλον μπελά στο κεφάλι σου; Δεν αξίζει. Ακόμα και να μπορούσα να το τραβήξω απέναντι, πράμα που δεν μπορώ, το ζώο θα σου μείνει στα χέρια. Δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβεις ότι μόλις που στέκεται στα πόδια του. Κοίτα το πώς τρέμει. Άκου το πώς ανασαίνει. Σαν ξεκοιλιασμένος ταύρος». «Ήλπιζα να το πουλήσω στο Κίεβο». «Ποιος βλάκας θα αγόραζε ένα σακούλι με γέρικα κόκαλα;» «Έλεγα μήπως το ’θελε κανένας χασάπης που πουλάει αλογίσιο κρέας, ή κάνας άλλος – τουλάχιστον, το δέρμα του». «Σου λέω, το άλογο είναι νεκρό», είπε ο βαρκάρης, «αν είσαι έξυπνος, όμως, μπορεί να γλιτώσεις κάνα ρούβλι. Το παίρνω εγώ, αντί για ναύλα. Φόρτωμα μου είναι, και θα ’μαι τυχερός αν πάρω πενήντα καπίκια για το κουφάρι, αλλά θα σου κάνω τη χάρη, γιατί βλέπω πως είσαι ξένος». Μπελάς μού ήταν, σκέφτηκε ο μάστορας. Μπήκε στη βάρκα με το ζεμπίλι με τα εργαλεία, τα βιβλία
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 40
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
του και τα άλλα του πακέτα. Ο βαρκάρης την έλυσε, βύθισε και τα δυο κουπιά στο νερό και ξεκίνησαν. Η φοράδα, δεμένη σ’ έναν πάσσαλο, παρακολουθούσε από τη φεγγαρόλουστη όχθη. Με γερο-Εβραίο μοιάζει, σκέφτηκε ο μάστορας. Το άλογο χλιμίντρισε, κι όταν αυτό αποδείχτηκε ανώφελο, άφησε μια δυνατή πορδή. «Δεν αναγνωρίζω την προφορά σου», είπε ο βαρκάρης τραβώντας κουπί. «Είναι ρώσικα, αλλά από ποια επαρχία;» «Έχω ζήσει στη Λετονία, όπως και σε άλλα μέρη», μουρμούρισε ο μάστορας. «Στην αρχή, νόμισα πως ήσουνα κάνας καταραμένος Πολωνός. “Τίνος είσ’ ισύ, τι ’ν’ αυτούνο κει”». Ο βαρκάρης γέλασε κι ύστερα χαχάνισε πνιχτά. «Ή κάνας λεχρίτης Εβραίος. Όμως, παρότι είσαι ντυμένος σαν Ρώσος, μοιάζεις πιότερο με Γερμανό – μακάρι να τους αφανίσει όλους ο διάολος, εκτός από την αφεντιά σου, βέβαια, και τους δικούς σου». «Λετονός», είπε ο Γιακόβ. «Τέλος πάντων, ο Θεός να μας φυλάει απ’ τους βρομο-Εβραίους», είπε ο βαρκάρης ενώ κωπηλατούσε, «τα μακρυμύτικα, τα βλογιοκομμένα παράσιτα που όλους τούς εξαπατάνε και μας ρουφάνε το αίμα. Και το φως του ήλιου θα μας το κλέβανε, αν μπορούσαν. Βρομίζουνε γη και ουρανό με την μπόχα του κορμιού τους και με τις ανάσες τους που ζέχνουν σκόρδο. Θα την ξεκάνουνε όλη τη Ρωσία με τις αρρώστιες που σκορπάνε, αν δεν βάλουμε ένα τέλος. Ο Εβραίος είναι ο Διάβολος –γεγονός πασίγνωστο–, κι αν ποτέ σου δεις κανέναν να βγάζει τη βρομερή του μπότα, θα ξεδιακρίνεις διχαλωτή οπλή, αλήθεια σού λέω. Το ξέρω, μάρτυς μου ο Θεός, είδα έναν με τα μάτια μου. Νόμιζε πως κανένας δεν κοιτάζει, όμως εγώ είδα την οπλή του, όπως σε βλέπω και με βλέπεις». Και κοίταξε τον Γιακόβ με το κατακόκκινο μάτι του. Το πόδι του μάστορα τον έτρωγε, αλλά δεν το άγγιξε.
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 41
Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Ας τον να λέει, σκέφτηκε· παρ’ όλα αυτά, ανατρίχιασε. «Μέρα τη μέρα αποπατούνε στην πατρίδα μας», συνέχισε μονότονα ο βαρκάρης, «κι ο μόνος τρόπος να σωθούμε είναι να τους πετάξουμε έξω. Δεν εννοώ να σκοτώνουμε πότε πότε κάναν Οβριό με τις γροθιές μας ή με καμιά ξεγυρισμένη κλοτσιά στο κεφάλι, αλλά να τους σαρώσουμε όλους, πράγμα που προσπαθήσαμε κάποιες φορές, αλλά ποτέ δεν το κάναμε όπως έπρεπε, ωραία και παστρικά. Εγώ λέω ότι πρέπει να μαζέψουμε όλους τους συμπατριώτες μας, να τους οπλίσουμε με τουφέκια, μαχαίρια, δικράνια και ματσούκια –ό,τι μπορεί να σκοτώσει έναν Εβραίο–, κι όταν αρχίσουν οι καμπάνες να χτυπάνε, να ξεκινήσουμε για την εβραίικη συνοικία, που την ξεχωρίζεις από τη βρόμα της, να τους ξετρυπώσουμε απ’ όπου κι αν κρύβονται –σε σοφίτες, σε κελάρια, σε ποντικότρυπες– και να τους τσακίσουμε τα κεφάλια, να χύσουμε έξω τα μυαλά τους, να μαχαιρώσουμε τα γιομάτα ρέγγα σωθικά τους, να κόψουμε τις μυξιασμένες μύτες τους, να τους ρημάξουμε όλους, χωρίς καμία εξαίρεση, νέους, γέρους, αδιάφορο – επειδή, αν αφήσεις κανέναν να γλιτώσει, αυτοί πολλαπλασιάζονται σαν αρουραίοι, και ύστερα πρέπει να ξαναρχίσεις τη δουλειά από την αρχή. »Και μετά, όταν θα ’χουμε σφάξει όλη την καταραμένη τη γενιά τους –κι όταν το ίδιο γίνει σε κάθε επαρχία της Ρωσίας, σε κάθε γωνιά της χώρας, όπου μπορέσουμε να τους κάνουμε να ξεμυτίσουν βάζοντας φόκο στις τρύπες τους, μολονότι θα έχουμε τους πιο πολλούς από δαύτους ωραία αρμαθιασμένους ψηλά στον πάσσαλο– θα στοιβάξουμε τα πτώματα και θα τα ποτίσουμε μπεντζίνα και θ’ ανάψουμε φωτιές που οι άνθρωποι θα τις φχαριστηθούνε σ’ ολάκερο τον κόσμο. Κι ύστερα, όταν γίνει ό,τι πρέπει να γίνει, θα ξεπλύνουμε με το λάστιχο τις βρομερές τους στάχτες και θα μοιραστούμε τα ρούβλια και τα διαμαντικά και τα ασήμια και τις γούνες κι όποια άλλη λεία έχουνε κλέψει, ή θα τα δώσουμε πίσω στους φτωχούς που, έτσι κι αλλιώς, δικαιωματικά τους ανήκουν. Στο λόγο μου, δεν είναι
MALAMOUNT_MASTORAS sel_Final_Layout 1 13/09/2017 6:21 ΜΜ Page 42
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ
μακριά η ώρα που όλα όσα λέω θα τα κάνουμε, γιατί ο Κύριός μας, που τον σταυρώσαν τα καθάρματα, θέλει να πάρει την εκδίκησή Του». Άφησε το ένα κουπί και σταυροκοπήθηκε. Ο Γιακόβ καταπολέμησε την παρόρμηση να κάνει το ίδιο. Η τσάντα του με τα σύνεργα της προσευχής έπεσε μ’ έναν παφλασμό στο Δνείπερο και βυθίστηκε σαν μολύβι.