TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 5
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ
ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ και άλλες ιστορίες ﱣﱢ
Διηγήματα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 6
©
Copyright Τασούλα Τσιλιμένη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6270-1
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Το κουμπί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9 Το ποτάμι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13 Το σπίτι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 25 Τον έφαγε το άτιμο! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29 Τα κάλαντα στο κουτί του «Καλγκόν» . . . . . . . . . . . . 33 Η αντάρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 39 Η αποκαθήλωση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49 Ο λύκος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 55 Το κερί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 65 Τα κουλούρια του Χαρίλαου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 75 Το δαχτυλίδι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 87 Ο Νταμίλης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 95 Λάστιχο και καμένη ζάχαρη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 109 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 115 ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 117 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 8
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 9
Το κουμπί
που ήταν ξαπλωμένη με τα χέρια της διπλωμένα στο στήθος, ν’ αγγίζουν το τρίτο κουμπί του ταγέρ της σε χρώμα κυπαρισσί. Το είχε ράψει στην Αγγέλα πριν από σαράντα χρόνια. Τότε είχε κιλά παραπανίσια που προσπαθούσε να τα μαζέψει σε κορσέδες και τέτοια. Ήταν το αγαπημένο της, αλλά δεν φορέθηκε πολύ. Το κρατούσε για καλό, για ειδικές επίσημες περιπτώσεις, που όλο και περιορίζονταν, όσο τα χρόνια περνούσαν. Κρεμασμένο στην καρυδένια ντουλάπα, τυλιγμένο σε άσπρο σεντόνι, σαβανωμένο λες, περίμενε αναπνέοντας χειμώνα καλοκαίρι ναφθαλίνη. Πάντα κρατούσε κάτι από τη μυρωδιά της ναφθαλίνης, όσο κι αν το άπλωνε στον ήλιο κάθε άνοιξη. Είκοσι χρόνια μετά, στο πέτο είχε ράψει μια καρφίτσα. Επίχρυση η βάση με ένα στεφάνι λουλουδιών από πέτρες, σε χρώμα μπορντό βαθύ. Της άρεσε αυτή η αντίθεση. Δεν το μεταποίησε ποτέ. Τώρα, είκοσι κιλά πιο αδύνατη και πολύ κοντύτερη, έπλεε στο ταγέρ. Ούτε που γίνεται αντιληπτή αυτή η διαφορά έτσι όπως είναι ξαπλωμένη. Όσο την κοιτώ, νομί-
Τ
ΗΝ ΚΟΙΤΑγΑ
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 10
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ
ζω ότι τα δάχτυλα χαϊδεύουν τα κουμπιά, μεγάλα και ντυμένα με το ίδιο ύφασμα. Έτσι τα χάιδευε και τότε. Ήταν Καθαρά Δευτέρα και πήγαμε με άλλα δυο ζευγάρια φίλων και γειτόνων εκδρομή στο Μακρυχώρι, για να δούμε τον αποκριάτικο γάμο που διοργάνωνε ο πολιτιστικός σύλλογος λόγω της ημέρας. Λιγοστές οι έξοδοί τους, και έτσι φόρεσε το καινούργιο ταγέρ για πρώτη φορά. Είχε πιασμένα τα μαλλιά της ψηλά, όπως πάντα, και στ’ αυτιά της τα χρυσά σκουλαρίκια πάλλονταν σε κάθε της κίνηση. Ήταν τόσο χαρούμενη! Όλο γελούσε, θυμάμαι. Οι άλλοι νόμιζαν ότι ήταν από τα αστεία και τα χωρατά της Θεανώς. Όμως, εγώ και ο πατέρας μου ξέραμε ότι ήταν το καινούργιο ταγέρ που φορούσε. Χρόνια το είχε στο μυαλό της, κι όλο το ανέβαλλε. Δύσκολα χρόνια, τρία παιδιά, φτωχό μεροκάματο, προσπαθούσαν όπως και όλοι στη γειτονιά να ριζώσουν μετανάστες στην ίδια τους τη χώρα. Δεκαετία του ’60 και τα γύρω χωριά τάιζαν με μεγάλες μπουκιές την πόλη. Τα βράδια όλοι κοιμόνταν με το ίδιο όνειρο: ένα ανθρώπινο παρόν για αυτούς, ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Γι’ αυτό και η παρέα είχε δέσει τόσο. Δέσαμε κι εμείς τα παιδιά, συνομήλικα τα περισσότερα. Μαζί φεύγαμε για το σχολείο, μαζί τριγυρνούσαμε στις αλάνες, μαζί περιμέναμε τον παγωτατζή τα καυτά απογεύματα του καλοκαιριού. Οι γυναίκες μόλις είχαν αφήσει τους άντρες στην ταβέρνα. Έφερναν τις τελευταίες γύρες σε ένα ζεϊμπέκικο της εποχής. Εμείς, τα παιδιά, άλλοτε βγαίναμε και γυρνοβολάγαμε στους πάγκους με τα παιχνίδια, άλλοτε μέναμε κρεμασμένα στο τζουκμπόξ. Θαυμάζαμε και απορούσαμε με
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 11
ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ
τον μαγικό τρόπο που το δισκάκι αυτόματα, λες κι από ένα αόρατο χέρι οδηγημένο, άρχιζε να παίζει. Η Θεανώ, η Κυρατσώ και η μάνα μου διέσχιζαν το δρόμο για να πάνε στην πλατεία ώστε να πιάσουν καλή θέση πριν αρχίσουν τα καρναβαλικά δρώμενα. Γελούσαν και περπατούσαν γρήγορα, με τις γόβες τους να τρυπούν το φρεσκοβρεγμένο χώμα – Φλεβάρης, βλέπεις, ακόμα. Και ξαφνικά –κανείς δεν κατάλαβε πώς–, η μάνα μου έπεσε. Ο πατέρας μου, που εκείνη την ώρα έβγαινε με τους άλλους απ’ την ταβέρνα, έτρεξε να τη σηκώσει. Μαζί και οι άλλοι. Ένας κύκλος σχηματίστηκε γύρω της κι εγώ δεν μπορούσα να τη δω. Έτρεξα κοντά τους. Την είχαν σηκώσει. Η Κυρατσώ τής τίναζε τη φούστα, η Θεανώ την πλάτη κι ο πατέρας μου σκυμμένος ρωτούσε και ξαναρωτούσε: «Χτύπησες, Στέλλα; Χτύπησες; Πού χτύπησες;» και φυσούσε τα γόνατά της. Μικρά ρυάκια από αίμα έτρεχαν και στο καλσόν έχασκαν μεγάλες τρύπες σαν τις σκασμένες φούσκες της μαστίχας μας. Κρύος ιδρώτας με έπιασε και μου ’ρθε μια αναγούλα. Ενώ οι άλλοι προσπαθούσαν να δουν αν και πόσο χτύπησε, η μάνα μου χλομή ψηλάφιζε τα κουμπιά στο σακάκι του ταγέρ. Ο κυρ Φόρης σήκωσε το χέρι κι έδειξε ένα συρματόπλεγμα που ήταν απλωμένο στο πεζοδρόμιο, απομεινάρι των έργων που έκαναν τις προηγούμενες μέρες στην πλατεία στο κεφαλοχώρι εν όψει της ημέρας. Ένας μορφασμός σχηματίστηκε στο πρόσωπό της κι εγώ ένιωσα ξανά αναγούλα από φόβο ότι πονούσε. Το αίμα τώρα, μαύρο και πηχτό, κυλούσε παράλληλα με το πράσινο ποταμάκι του φλεβίτη της προς τους αστραγάλους. Με κόπο έκρυψε ένα δάκρυ όταν είδε
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 12
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ
την ορφανή κουμπότρυπα στο σακάκι. Δίπλα της ένα σκισιματάκι λεπτό σαν ρωγμή παρθενικού υμένα. Ο πατέρας μου τη χάιδεψε στα μαλλιά ψιθυρίζοντας: «Μη στενοχωριέσαι! Η Αγγέλα είναι πρώτη στο μαντάρισμα». Όλη την υπόλοιπη μέρα είχε το χέρι της στην κουμπότρυπα. Τη χάιδευε, νομίζω, παρά την έκρυβε. Κι αναζητούσε το κουμπί που δεν βρέθηκε, όσο κι αν ψάξαμε. Έτσι και τώρα που την κοιτάζω να φοράει το ίδιο ταγέρ, ξαπλωμένη με σταυρωμένα και δεμένα με άσπρη κορδέλα τα οστέινα χεράκια της, νομίζω ότι, όπως τότε, χαϊδεύει ή αναζητά το χαμένο εκείνο κουμπί.
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 13
Το ποτάμι
Ο ΣΥΝθΗΜΑ το έδινε ο Γιάννης. Θες επειδή ήταν ο μεγα-
Τ λύτερος στην παρέα, θες επειδή ήταν ο γιος της κυραΛένης και του Τάκη του ψαρά, που σημαίνει ότι ήταν πιο ά-
φοβος ή πιο ελεύθερος, αφού οι γονείς του και κυρίως η μάνα του δεν έμοιαζε στις δικές μας. Δεν συντονιζόταν, εκεί προς το μεσημέρι και κατά το σούρουπο, μαζί με τις άλλες που, αλαφιασμένες σαν να τις τσίμπαγε ταβανόμυγα, ξεσήκωναν τον τόπο: «Βαγγέλη, Κώστα, Αργυρώ, Γίτσα, Παντελή...» με φωνές-αλαλαγμούς που έφταναν σε εμάς στο ανάχωμα. Κι εμείς, σαν τις ακούγαμε, βάζαμε τρεχάλα αφήνοντας πίσω το ποτάμι και σκαρφαλώναμε κι ύστερα κουτρουβαλώντας κατεβαίναμε για να μαζευτούμε κάτω απ’ τη συκιά του μπαρμπα-Γιάννη του γαλατά, να πάρουμε θέσεις και, μόλις φτάσουν οι μανάδες, να πούμε όλοι συνεννοημένοι πάντα: «Να, εδώ είμαστε, παίζουμε μήλα...» και να κάνουμε, τάχα, πως δεν ήμασταν στο ποτάμι. «Έρπη ζωστήρα», έλεγε το ποτάμι ο πατέρας μου. Κι εγώ, μολονότι δεν ήξερα τι ήταν ο έρπης ζωστήρας, ένιωθα ότι ήταν κάτι κακό αφού η λέξη «ζωστήρας» μού έ
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 14
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ
φερνε στο νου τον Μιχαλάκη που συχνά μας έλεγε ότι ο πατέρας του τον δέρνει με τη ζωστήρα. Το ποτάμι κύκλωνε, στην κυριολεξία, τη συνοικία μας. Ένα ανάχωμα ήταν το όριο για να μας προστατεύει. Χωμάτινο από τη μέσα μεριά, προς τα σπίτια και σε απόσταση αναπνοής από αυτά, τσιμεντένιο από την άλλη, την απαγορευμένη, προς το ποτάμι. Όσο πιο κοντά στο ανάχωμα, τόσο πιο φτηνά τα οικόπεδα. Έτσι, η συνοικία, αρχικά αμπελώνες, μέσα σε μια δεκαετία γέμισε σπίτια με αυτούς που κατέβηκαν –οι περισσότεροι– από τα γύρω χωριά. Δεκαετία του ’60 και τα χωριά ερήμωναν. Τελευταία στη συνοικία ήρθε η οικογένεια του Γιάννη. Καμπίσιοι αυτοί. Από τα χωριά της Αγιάς. Γι’ αυτό ήξερε από ψάρεμα ο πατέρας του. Όλη μέρα ο κυρ Τάκης ήταν χαμένος στο ποτάμι. Και κατά τις τέσσερις το απόγευμα, κατηφόριζε κρατώντας στο χέρι μια αρμαθιά ψάρια που έσταζαν νερό και αίμα, κρεμασμένα απ’ το στόμα σε ένα σύρμα. Τα πήγαινε στη μοναδική ταβέρνα της γειτονιάς, την «Ψάθα». Κανείς από τους δικούς μας δεν πήγαινε στην «Ψάθα». Τύποι που δεν καλάρεσαν στους δικούς μας έμπαιναν στο μαγαζί. Έτσι κι εμείς, όταν τύχαινε να περάσουμε απ’ έξω, αλλάζαμε πεζοδρόμιο, χωρίς να ξέρουμε το λόγο, αφού οι δικοί μας μιλούσαν πάντα γι’ αυτό ψιθυριστά. Το ύφος τους, όμως, ήταν αρκετό για να καταλάβουμε ότι ήταν κάτι μακριά από την ηθική τους. Χρόνια μετά, σκεφτόμουν πως, ό,τι ήταν άγνωστο σε εκείνους και μακριά από τις συνήθειές τους, ήταν συχνά και απορριπτέο. Η κυρα-Λένη, μάνα του Γιάννη, μια νταρντανογυναίκα
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 15
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
με μπάσα φωνή, όλο γελούσε, λέγοντας χωρατά από δω κι από κει, και μας έκανε να κοκκινίζουμε. Όχι μόνο εμάς, τα παιδιά, αλλά και τις μανάδες μας, που ήταν άμαθες σε αυτά. Έτσι, έλεγαν στην κυρα-Λένη βιαστικές καλημέρες και ξέπνοες καληνύχτες. Μόνο η μάνα μου, που είχε το μπακάλικο, μιλούσε περισσότερο μαζί της – το επάγγελμα γαρ. Μα κι αυτή κατέβαζε το κεφάλι όταν η κυρα-Λένη ζύγιαζε με τις χούφτες τις ντομάτες κι άφηνε υπονοούμενα για το σχήμα τους, ή όταν πάλι κούναγε τα αγγούρια με έναν τρόπο άπρεπο λέγοντας: «Τι ’ναι αυτά, μωρ’ Ευτυχία; Ούτε του πεθαμένου δεν είναι τόσο μαλακό». Κι ο Γιάννης ελεύθερος να παίζει, χωρίς να τον ενοχλεί κανείς για ώρες ολόκληρες. Μόνο μια φορά εμφανίστηκε εκεί που παίζαμε η μάνα του κι είχε μια αγριάδα στο πρόσωπο, που μας έκοψε τα ήπατα. Τον άρπαξε από τ’ αυτί και τον έσυρε μέχρι το σπίτι φωνάζοντας: «Γιατί, ρε, δεν έφαγες το φαΐ σου; Γιατί;» Ο Γιάννης, λοιπόν, έδινε το σύνθημα για το ποτάμι. Μαζευόμασταν τότε ένας ένας πάνω στο ανάχωμα. Στεκόμασταν στη σειρά ο ένας δίπλα στον άλλο και τον κοιτούσαμε που λυγίζοντας τα πόδια τσουλούσε στην τσιμεντένια επιφάνεια προς τη μέσα μεριά, προς το ποτάμι. Τσουλούσε αργά, βάζοντας τις παλάμες του για φρένο. Φορές ακούμπαγε και τον πισινό του, κι όταν σηκωνόταν, καμιά φορά το παντελόνι του είχε ανοίξει απ’ το τρίψιμο. Μια φορά το έπαθα κι εγώ αυτό. Ένιωσα ότι είχα πάρει φωτιά. Κι εμείς τον κοιτούσαμε τον Γιάννη με κομμένη την ανάσα. Κι αν το χώ
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 16
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ
μα εκεί, στο μέρος που απλωνόταν πριν από το ποτάμι, ακόμα δεν είχε στεγνώσει; Αν ήταν η λάσπη νωπή; Μάρτης μήνας, και τα νερά είχαν φρεσκοτραβηχτεί στην κοίτη. Το χώμα μεριές μεριές φαινόταν σκισμένο, όπως όταν συμβαίνει απ’ την ξηρασία. Τα τρέμαμε αυτά τα κοψίματα στο χώμα. Κι αν άνοιγε η γη και μας κατάπινε; Κι αν μέναμε με το ένα πόδι στη μια μεριά και με το άλλο στην άλλη; Έρχονταν τότε πιο φρικιαστικές εικόνες στο μυαλό μου, εικόνες που είχα δει –θα ’μουν τεσσάρων πέντε χρόνων τότε– πριν φύγουμε απ’ το χωριό. Με πήραν οι αδερφές μου, μεγαλύτερες από εμένα, και μπήκαμε στην Αγία Παρασκευή, στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Εκείνες άναβαν τα καντήλια και έπαιζαν τις μεγάλες γυναίκες που έκαναν μετάνοιες και τέτοια, κι εγώ είχα μείνει αποσβολωμένος κοιτάζοντας τις ζωγραφιές στον αριστερό τοίχο, στη μεριά όπου στέκονταν οι γυναίκες. Μια τεράστια ζωγραφιά με είχε καταπιεί λες. Μπλε σκούρο, γεμάτη ανθρώπους τραγόμορφους, με δάδες και αλυσίδες και μορφές φρικιαστικές, μαύρες με κέρατα και ουρές, και τέρατα της φύσης, ψάρια που κατάπιναν ανθρώπους και γυναίκες που σκέπαζαν τη γύμνια τους με τα μαλλιά τους, άλλοι που καίγονταν στις φωτιές... Θυμάμαι το ξύλο που έφαγαν οι αδερφές μου γιατί με πήγαν εκεί. Και από τότε δεν με ξαναπήραν μαζί τους ποτέ, «μαρτυριάρη» με ανέβαζαν, «μαρτυριάρη» με κατέβαζαν. Βλέποντας αυτές τι σχισμές στο έδαφος, θυμόμασταν τα λόγια που ακούγαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα στην εκκλησία: «Εσχίσθη το παραπέτασμα...» Τα υπόλοιπα δεν τα θυμόμασταν, ούτε τα καταλαβαίναμε. Αλλά αυτό το «εσχίσθη» μάς έφερνε δέος
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 17
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
και φόβο. Αυτές οι ρωγμές στο έδαφος κυρίως γίνονταν μέρες μετά που τα νερά τραβιόνταν και το ποτάμι γύριζε πίσω στην κοίτη του. Μόλις το νερό μαζευόταν, ο Γιάννης έκοβε βόλτες στο ανάχωμα και, όταν έβλεπε αυτές τις σχισμές, σφύριζε και έδινε το σύνθημα για το κατέβασμα στο ποτάμι. Πρώτος κατέβαινε και, μόλις έφτανε στο τέρμα, έσπαζε ένα κλαρί από τους γύρω θάμνους και με αυτό δοκίμαζε τη στεγνότητα της λάσπης κι αν αυτή αντέχει το βάρος μας ή θα μας καταπιεί. Άλλος φόβος αυτός! Θέλαμε να κατέβουμε, αλλά φοβόμασταν κιόλας. Τόσες ιστορίες είχαμε διαβάσει στον Μικρό Καουμπόη και στον Μικρό Σερίφη, που ανταλλάσσαμε, για καβαλάρηδες και άλογα που κόλλησαν στη λάσπη και που έρχονταν τότε εκείνα τα πουλιά με τον μακρύ λαιμό –αργότερα έμαθα ότι ήταν γύπες– κι έκαναν κύκλους πάνω απ’ τους απελπισμένους κι αβοήθητους στην ιλύ. Το χειμώνα το ποτάμι ξεχείλιζε. Κάποιες φορές, το νερό έφτανε μέχρι ψηλά στο ανάχωμα. Γέμιζε τότε ο τόπος στρατιώτες που έκαναν περιπολία. «Λες να ξεχειλίσει, Παντελή;» ρωτούσε η μάνα μας ψιθυριστά, όταν ξαπλώναμε, κι εμείς την ακούγαμε και τραβούσαμε τη φλοκάτη μέχρι ψηλά το κεφάλι μας, σαν για να προφυλαχτούμε απ’ το κακό. Στριφογύριζα στο ντιβάνι κι αναρωτιόμουν γιατί δεν είχαμε στην ταράτσα μια βάρκα κι εμείς και οι άλλοι, αφού κανένα σπίτι δεν είχε σκεπή με κεραμίδια, όπως στο χωριό. Όλα ταρατσωμένα ήταν. Άμα ξεχείλιζε το ποτάμι, θα μπαίναμε στη βάρκα και θα επιπλέαμε, σαν τον Νώε. Άλλες φορές, σκεφτόμουν –ή μπορεί – Το κουμπί και άλλες ιστορίες
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 18
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ
και να ονειρευόμουν, δεν είμαι σίγουρος– ότι ξεχείλιζε το ποτάμι, κατηφόριζε, έφτανε στο σπίτι μας, γλιστρούσε το νερό αθόρυβα κάτω απ’ τις πόρτες και έμπαινε στο δωμάτιό μου. Σήκωνε ένα ένα τα έπιπλα, μαζί και το κρεβάτι μου. Και το νερό στριφογυρίζοντας όλο ανέβαινε και ήταν θολό, καφέ, λούνη* σκέτη, κι ανέβαινε, ανέβαινε, μέχρι που το κρεβάτι ακουμπούσε στο ταβάνι κι άλλο δεν είχε πού να πάει, και με πίεζε στο ταβάνι, με πίεζε. Και τότε έβαζα τις φωνές κι ερχόταν η μάνα και ξάπλωνε μαζί μου. Τις μέρες που το ποτάμι ήταν φουσκωμένο, δεν πλησιάζαμε στο ανάχωμα. Θυμάμαι, μια φορά που το ποτάμι είχε φουσκώσει και ο πατέρας μου ξεκίνησε με τον Φόρη, τον γείτονα, να δουν τι γίνεται, εγώ είπα: «Να ’ρθω κι εγώ;» Γύρισε και με κοίταξε έκπληκτος και δίχως να απαντήσει μου έπιασε το χέρι και ανηφορίσαμε στο ανάχωμα. Η μάνα μου ήταν στην Αγγελική, τη γειτόνισσα. Ξημέρωνε Ψυχοσάββατο και έβραζαν σιτάρι. Όταν φτάσαμε στο ανάχωμα, έσφιξα το χέρι του πατέρα μου τόσο που άσπρισαν τα δάχτυλά του. Το νερό, θολό, να στροβιλίζεται με θόρυβο καθώς αγκάλιαζε και χτυπούσε στις γυμνές λεύκες και στους θάμνους, που φύτρωναν εκεί τριγύρω και στις όχθες. Είχε ανέβει μέχρι το ανάχωμα. Ένα στρατιωτικό τζιπ έκανε περιπολία. Απ’ την απέναντι όχθη το νερό είχε πλημμυρίσει τα χωράφια, βαμβάκια και τέτοια. Εκείνο το βράδυ οι πατεράδες μας δεν κοιμήθηκαν. Έμειναν έξω μπροστά στο * Λάσπη.
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 19
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
μπακάλικο να καπνίζουν και να περιμένουν να ξημερώσει. Σε κάθε σπίτι ήταν αναμμένο το καντήλι. Όταν όμως τα νερά τραβιόνταν, ήταν το καλύτερό μας. Περιμέναμε να πετρώσει η λάσπη και τότε κατηφορίζαμε στην «παραλία», όπως τη λέγαμε, και αρχίζαμε το κυνήγι του θησαυρού. Από την όχθη του ποταμού μέχρι το ανάχωμα, πέντ’ έξι μέτρα απόσταση, μια όαση για μας. Στους μικρούς, γυμνούς ακόμα θάμνους κρεμόταν ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, που το είχε παρασύρει το ποτάμι. Με το που τραβιόταν το νερό, αυτά έμεναν εκεί μετέωρα να μας περιμένουν. Πλαστικά μπουκάλια, υφάσματα που ανέμιζαν, σακούλες, τενεκεδένια κουτιά, παιχνίδια, κούκλες με ένα χέρι ή χωρίς κεφάλι... Μαζεύαμε ό,τι μπορούσε ο καθένας και συγκεντρωνόμασταν μετά κάτω από τις ακακίες κι έδειχνε ό καθένας τους θησαυρούς του. Τα κορίτσια συχνά, όταν η λάσπη σε κάποια σημεία ήταν νωπή, έπλαθαν κεφτέδες και μας καλούσαν σε γεύμα. Είναι αλήθεια ότι κρατούσαμε την υπόσχεση προς τους γονείς μας –μάλλον από φόβο– και σχεδόν ποτέ δεν πλησιάζαμε στο ποτάμι. Μόνο ο Γιάννης όχι απλώς πλησίαζε, αλλά και βούταγε τα πόδια του στο νερό και καθόταν στην όχθη! Τον είχε πάρει ο πατέρας του κάποιες φορές στο ψάρεμα και ήξερε αυτός. Εμείς βουτούσαμε τα πόδια μας μόνο το καλοκαίρι, τότε που το νερό ήταν καθαρό και χαμηλό, τόσο που φαίνονταν οι πέτρες στον πάτο του. Τότε πήγαιναν οι μανάδες μας να πλύνουν τα στρώματα και μας έπαιρναν μαζί τους. Γέλια που έκαναν, παιχνίδια που κάναμε... και «γκαπ» ο κόπανος, κι έτρεχαν εκείνες κυνηγώντας τα στρώματα που τα ’παιρνε το ρεύμα,
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 20
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ
και δώσ’ του γέλια. Μέναμε εκεί μέχρι να σουρουπώσει. Κι έρχονταν μετά οι πατεράδες μας με τα καρότσια. Φόρτωναν τα στρώματα και τραβούσε ο καθένας για το σπίτι του. Ήταν η εκδρομή της χρονιάς. Ήταν Ιούνιος του ’69. Τα σχολεία είχαν ήδη κλείσει κι εμείς ξοδεύαμε τις ώρες μας απλόχερα. Ήμασταν καθισμένοι κάτω απ’ τις λεύκες δίπλα στο ποτάμι, που μαδούσαν λευκό βαμβάκι και σε μικρά συννεφάκια το σκόρπιζαν εδώ κι εκεί. Ανταλλάσσαμε περιοδικά, Μίκυ Μάους και τέτοια. Ξαφνικά ακούσαμε τον Γιάννη να μας φωνάζει. Τον είδαμε να παραμερίζει τους θάμνους και να μας κάνει νόημα να πάμε προς τα κει. Έδειχνε σαν κάτι σπουδαίο να είχε ανακαλύψει. Αφήσαμε τα περιοδικά και πλησιάσαμε. Ο Γιάννης καθόταν σε έναν κορμό κλαίουσας ιτιάς που έγερνε στο νερό. Μόλις φτάσαμε, τέντωσε το χέρι του και έδειξε αμίλητος το νερό. Κάποιοι δεν μπορούσαν να εντοπίσουν αυτό που έδειχνε κι αυτός έπιασε μια πέτρα και την πέταξε προς την κατεύθυνση που πριν έδειχνε με το χέρι του. Το βλέμμα όλων μας καρφώθηκε σε ένα σύμπλεγμα θάμνων μέσα στο νερό, σε κάτι που είχε σκαλώσει στα κλαριά. Δεν ήταν ξεκάθαρο το σχήμα του. Ήταν τυλιγμένο με μαύρο ύφασμα και, όπως το ρεύμα κυλούσε, το φούσκωνε σε μερικά σημεία. Κάτι άσπρο τότε φαινόταν που μου θύμισε τα μικρά λειτουργάκια που μας έπλαθε η γιαγιά Παρασκευώ το Δεκαπενταύγουστο. Το κοιτούσαμε αμίλητοι κι ένα ρίγος μάς διαπέρασε. Θυμηθήκαμε εκείνες τις ιστορίες που ακούγαμε απ’ τους γονείς μας για αυτούς που ξέβραζε το ποτάμι. Άλλοι έπεφταν μόνοι τους, όπως εκείνη η κοπέλα που ήταν ερωτευμένη με κά
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 21
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
ποιον κι αυτός την παράτησε και αυτή –«η χαζή», είχε πει η μάνα μου– πήγε κι έπεσε στο ποτάμι. Άλλοι πάλι παρασύρονταν απ’ το ρεύμα – μα τι ήθελαν, οι ευλογημένοι, τέτοιες ώρες εκεί; Γι’ αυτό έτρεμαν οι μανάδες μας και μας φοβέριζαν ότι θα μας σκότωναν, αν πηγαίναμε στο ποτάμι. Ο Παντελής έσπασε την ακινησία μας και μ’ ένα κλαρί προσπάθησε να το φτάσει. Όμως, ήταν κοντό. Τότε ο Αρσένης θυμήθηκε τη βάρκα. Τη βλέπαμε κάπου κάπου άδεια στην απέναντι όχθη, κρυμμένη τις περισσότερες φορές στους θάμνους. Υποθέταμε ότι ήταν κάποιου ψαρά, αν και έτσι μαύρη που ήταν μας θύμιζε κάτι από τις ιστορίες που μας έλεγε ο δάσκαλος για κείνο τον βαρκάρη που τον πλήρωναν για να περάσει απέναντι τους νεκρούς. Μας ανατρίχιαζαν αυτές οι ιστορίες, αλλά μας άρεσαν κιόλας. Αρχίσαμε τότε να την ψάχνουμε. Ο Γιάννης την είδε πρώτος. Με τον Μιχαλάκη εντόπισαν το σκοινί που ήταν δεμένο στην από δω μεριά, σε μια λεύκα, και άρχισαν να το τραβούν. Η βάρκα πήρε να κουνιέται. Το ρεύμα του νερού δυσκόλευε να τη φέρουν προς το μέρος μας. Τα χέρια τους είχαν σχεδόν ματώσει απ’ το τράβηγμα του σκοινιού. Μα η αγωνία, η περιέργεια και η ένταση ήταν μεγάλη. Ο Μιχαλάκης άλλαξε δυο φορές με τον Παντελή, ώσπου την έφεραν μπροστά μας. Έδεσαν το σκοινί σε έναν κορμό. Η βάρκα εκεί μπροστά μας κι εμείς να κοιταζόμαστε αναποφάσιστοι. «Να φωνάξουμε τις μανάδες μας», είπε η Αθηνούλα, κίτρινη σαν το λεμόνι απ’ το φόβο της. «Τι λες; Για να δουν ότι ήρθαμε στο ποτάμι;» την αποπήρε ο Αρσένης.
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 22
ΤΑΣΟΥΛΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ
Ο Γιάννης είχε κιόλας πηδήξει στη βάρκα. Τον είδαμε να πιάνει το κουπί που ήταν στο βάθος της. Ύστερα τέντωσε το άλλο του χέρι προς το μέρος μας. Ποιος θα το έπιανε πρώτος; «Μιχαλάκη! Κώστα! Πατρούλα! Αργυρώ!» ακούστηκαν οι φωνές των μανάδων μας. Αλαφιασμένοι και με κομμένη την ανάσα τρέξαμε όλοι στο ανάχωμα. Με μια ανάσα ανεβήκαμε και στο πιτς φιτίλι είχαμε κατέβει από την άλλη μεριά. Λαχανιασμένοι και αναψοκοκκινισμένοι στεκόμασταν κάτω απ’ τη συκιά, όταν η μάνα της Πατρούλας έφτασε πρώτη και μας ρώτησε: «Πού είστε, κοπρόσκυλα;» Κι εμείς, σαν έτοιμοι από καιρό, είπαμε: «Εδώ, παίζουμε μήλα». «Και πού ’ναι η μπάλα;» ρώτησε η Κυρατσώ, η μάνα του Αρσένη, και του έριξε μια σφαλιάρα στο σβέρκο. Ύστερα τον έπιασε απ’ το μανίκι και τον έσπρωξε μπροστά της λέγοντας: «Όλα στον πατέρα σου το βράδυ!» Με κατεβασμένα κεφάλια γυρίσαμε στα σπίτια μας. Μπροστά εμείς, πίσω οι μανάδες μας. Είχε μεσημεριάσει κι ο ήλιος έψηνε τον κάμπο. Μπαίνοντας στο σπίτι, με πήρε απ’ τη μύτη η μυρωδιά του φαγητού. Είχαμε ψαρόσουπα. Σκυμμένος στο πιάτο μου έβλεπα τις πατάτες να επιπλέουν και σκέφτηκα το «πτώμα». Στη δεύτερη μπουκιά, έκανα εμετό. Η μάνα έπιασε το κεφάλι μου. «Όλη μέρα στον ήλιο! Τι περιμένεις; Ζεματίστηκες!» με γλυκομάλωσε. Έφερε απ’ την παγωνιέρα κρύο νερό και άρχισε τις κο
TSILIMENH_KOUBI_Final_Layout 1 13/09/2017 6:07 ΜΜ Page 23
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
μπρέσες. Ύστερα με πήγε και με ξάπλωσε μέσα στο καλό δωμάτιο που τα καλοκαίρια οι μανάδες μας έκλειναν τα παράθυρα με εκείνο το μπλε χαρτί. Έτσι κρατούσε περισσότερη δροσιά. Βυθίστηκα στον ύπνο. Δεν ξέρω πόσο κοιμήθηκα. Νόμισα ότι είχε φτάσει ο Εσπερινός, γιατί άκουσα την καμπάνα της εκκλησίας. Γρήγορα, όμως, κατάλαβα ότι δεν ήταν ο χτύπος του Εσπερινού. Χτυπούσε αργά και λυπητερά, όπως όταν πέθαινε κάποιος. Σηκώθηκα και τράβηξα την κουρτίνα της πόρτας. Είδα τις μανάδες μια γροθιά μαζεμένες τη μια δίπλα στην άλλη, με το ένα χέρι στο γοφό και το άλλο στο στόμα, σαν κάτι να εμπόδιζαν να βγει. Η μάνα μου με είδε και άφησε τις άλλες εκεί, στη μέση του δρόμου. Όταν μπήκε, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Με τράβηξε κοντά της και με τρεμάμενη φωνή είπε: «Να μην πας, παιδάκι μου, στο ποτάμι! Ακούς! Την κυρα-Λένη την έβγαλαν πνιγμένη σήμερα». Ύστερα έβαλε το χέρι της στο μέτωπό μου για να δει αν είχα πυρετό.