978 960 03 6282 4

Page 1

DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 5

ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

ΤΟ ΦΙΔΙ

d

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΟΥΗΔΙΚΑ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ Ν. ΚΟΝΔΥΛΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 6

Το παρόν έργο μεταφράστηκε με οικονομική στήριξη του Σουηδικού Συμβουλίου Τεχνών. ß ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Stig Dagerman, Ormen

Copyright Stig Dagerman, first published by Norstedts, Sweden, in 1945. Published by agreement with Norstedts Agency © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6282-4


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι Ρ Ε Ν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 ΔΕΝ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΜΑΤΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεν κλείνουμε μάτι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο καθρέφτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η σιδηρά στεφάνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η πάνινη κούκλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το φίδι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η αποτυχημένη απόπειρα φυγής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

141 143 205 231 246 271 295

Σ Χ Ο Λ Ι Α . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 309


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 8


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 9

Αν η λογοτεχνία είναι παιχνίδι του σαλονιού, τότε θα ήθελα να βγω με πόδια λερά ένα σούρουπο και να γίνω φίλος με τα φίδια και τον μικρό γκρίζο αρουραίο. Αν η λογοτεχνία είναι ζωτική αναγκαιότητα για κάποιον, μην ξεχνάτε τα σανδάλια στο σπίτι, προσέξτε τους σωρούς από πέτρες! Τώρα τα φίδια με ακολουθούν καταπόδι, τώρα με αηδιάζει ο αρουραίος της ερήμου. Ο φίλος μου ο Γραφέας


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 10


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 11

ΙΡΕΝ


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 12


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 13

ô1ò

Μντίζει καφέ στις ράγες του τρένου. Το χαλίκι μεταξύ των Ε τέτοΙα

ζέστη θα μπορούσε κανείς σχεδόν να καβουρ-

στρωτήρων έλαμπε έντονα, και στην άλλη πλευρά των σιδηροτροχιών έγερναν μισογινωμένες οι καλαμποκιές σε ένα χωράφι. Πέρα απ’ τον αγρό απλώνονταν αρκετά χωριάτικα σπίτια, με το χαρακτηριστικό χρώμα της κόκκινης ώχρας, και καταμεσής του οικισμού υψωνόταν σαν αιχμηρή οδοντογλυφίδα ένας ιστός σημαίας. Το κολοσσιαίο κτήριο του σιδηροδρομικού σταθμού είχε αράξει νωχελικά στην ανοιχτωσιά του κάμπου, κι απ’ έξω, στο χαλικόστρωτο προαύλιο, σχηματίζονταν μικρές στήλες σκόνης. Από κάπου μακριά, μέσα απ’ την πράσινη απεραντοσύνη, πλησίαζε ένα τρένο. Η κάπνα ξεχυνόταν από το φουγάρο της ατμομηχανής και τολύπες καπνού απλώνονταν πίσω του σαν μικρά μανιτάρια κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Η ώρα κόντευε να πάει μία και το τρένο έφτασε εκεί ρίχνοντας στην αποκαρωμένη πολίχνη μια σκουντιά στα πλευρά. Στο παγκάκι έξω από την αίθουσα αναμονής ανδρών και γυναικών κάθονταν δύο ηλικιωμένες, σαν σπουργίτια σε τηλεφωνικό καλώδιο. Η μία κρατούσε μισόκλειστο το ένα μάτι προς τον ήλιο και προσπαθούσε να μαυρίσει τις κρεατοελιές της. Η άλλη, με σβέλτα ποντικίσια μάτια, έριξε ένα βλέμμα τριγύρω και κατέγραψε πάραυτα όλα τα ενδιαφέροντα στον άμεσο περίγυρό της. Μια μικρή, μοναχική βαλίτσα με τα μεταλλικά της μέρη να λάμπουν είχε απομείνει μόνη στην τσιμεντένια


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 14



ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

αποβάθρα. Η βαλίτσα διέθετε μια γερή και συμπαγή χειρολαβή από δέρμα, δεν ήταν κάτι αξιοπρόσεχτο, αλλά από τη μια πλευρά της, δεμένο από τη χειρολαβή, κρεμόταν ένα άψυχο μπουκέτο κατιφέδες. Ακριβώς σαν κρεμασμένος, σκέφτηκε η γριά ποντικομάτα και σκούντησε τη σύντροφό της στο πλευρό. «Ξεράθηκε ο τόπος φέτος», είπε και τράβηξε μια σειρά από κοντινά πλάνα του προσώπου της διπλανής της. Προς το παρόν, το πρόσωπο της άλλης κρυβόταν κάτω από τη σκιά του καπέλου της. Τα μάτια ανοιγόκλειναν ανήμπορα και οι κόρες πάσχιζαν να εξοικειωθούν με το μισόφωτο. Τα βλέφαρά της ήταν τεζαριστά σαν δέρμα ταμπούρλου, και από τη μια άκρη του ενός ματιού κύλησε ένα δάκρυ, πήγε προς τη ράχη της μύτης, πότισε στη διαδρομή καμιά δυο κρεατοελιές και αντάμωσε τελικά με το σάλιο που έτρεχε από την άκρη του στόματος. Τώρα τα χείλη μισάνοιξαν και η άκρη της γλώσσας στριφογύρισε μέσα στο στόμα σαν κεφάλι φιδιού. «Εμ, βέβαια», έκανε εκείνη, «καιρός για ν’ απλώσεις μπουγάδα». «Χε, χε, χε!» χαζογέλασε η ποντικομάτα και φούσκωσε τα μάγουλά της. «Χε, χε, σου ’ναι και κάποιες που μόνο την μπουγάδα έχουνε στο μυαλό». Και τράβηξε άλλο ένα κοντινό πλάνο από το στόμα της διπλανής της. Είχε τέτοια ησυχία, ώστε θα μπορούσες σχεδόν να ακούσεις ψείρα ν’ ανηφορίζει μέσα στη ζούγκλα των μαλλιών, αλλά το τρένο ήρθε και την έκοψε σαν λεπίδα ξυρίσματος. Όταν οι θειες σηκώθηκαν από το παγκάκι, η πόρτα του αποχωρητηρίου έτριξε και βήματα ακούστηκαν στο χαλίκι. Η ποντικομάτα έστρεψε βιαστικά το βλέμμα προς τα κει, αλλά το αποτράβηξε ακόμα βιαστικότερα, και η χοντρή με την μπουγάδα κάρφωσε όλο περιέργεια τους κόκκινους προβολείς της, που αποκαλούσε μάτια, κι ύστερα έστρεψε τη φωτεινή δέσμη τους στη φιλενάδα της και είπε:


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 15

ΤΟ ΦΙΔΙ



«Σαν να μι φαίνετ’ ότι η θυγατέρα σ’ βγήκι για σουλάτσο». Έπειτα άρχισε να κινείται με μικρά βήματα, φαινόταν σχεδόν να κυλάει, προς το τρένο. Η άλλη πήρε από κάτω τη σκονισμένη αποσκευή της και έσπευσε στο κατόπι της πρώτης σαν να έκανε σκι. Οι θειες ανέβηκαν στο τρένο σαν δειλά ποντίκια και χώθηκαν όσο πιο αθόρυβα γινόταν στο μισοσκότεινο κουπέ. Ήταν σχεδόν άδειο, μόνο ένας χοντρός καθόταν κολλημένος στον τοίχο και από το πρόσωπό του έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας στο ύφασμα της θέσης. Έκανε πολλή ζέστη, αλλά δεν υπήρχαν παράθυρα ανοιχτά, και μερικές μύγες βούιζαν στις χαραμάδες χωρίς να βρίσκουν διέξοδο. «Εδωδά να κάτσουμε», είπε η χοντρή με τις μυρμηγκιές –είχε πάρει αυτή το γενικό πρόσταγμα τώρα– κι έκανε μια μεγαλοπρεπή χειρονομία προς τη μεριά του καναπέ. Η άλλη άραξε δίπλα στο παράθυρο, απαλλάχτηκε από το καπέλο της και ένιωσε μεγάλη ανακούφιση, ακριβώς σαν να είχε βγάλει το ακάνθινο στεφάνι. Η χοντρή άρχισε να λύνει τα κορδόνια από τα μποτάκια της για να ξεκουράσει τα πρησμένα πόδια της, κι ήταν σαν να ξεχυνόταν ζυμάρι από λεκάνη ζυμώματος. Τώρα κάποιος μισάνοιξε την πόρτα του κουπέ, από το μικρό άνοιγμα ήχησαν τουφεκιές πάνω από το δάσος, αλλά μετά ήρθε ένα τρένο από την πόλη, από αντίθετη κατεύθυνση, σαν χείμαρρος, κι έπνιξε όλες τις μικρές σταλαγματιές θορύβου. Το τρένο ξεκίνησε. «Ώστε έτσι, είναι κι η θυγατέρα σ’ στο τρένο», έκανε η χοντρή μπήγοντας μια μικρή σφήνα στην κάθιδρη σιωπή. «Για πού να το ’βαλε;» Φύσηξε από τη χαραμάδα του παραθύρου. Μια λεπτή, φρέσκια πνοή αέρα χάιδεψε το πρόσωπό της. Όχι κι έτσι, σκέφτηκε, όχι κι έτσι. Εκεί στο σπίτι κάποιος έκλεινε ένα παράθυρο στο πάνω πάτωμα. Η εκκλησιά γλίστρησε στον κάμπο με το καμπαναριό κα-


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 16



ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

ταπόδι, την ακολούθησε η δροσάτη σήραγγα του δάσους. Ο ήλιος ψέκαζε σπίθες ανάμεσα από τους κορμούς. Ο κάθιδρος κύριος στο παράθυρο σκούπισε το πρόσωπό του με μαντήλι, το οποίο απορρόφησε την υγρασία σαν στυπόχαρτο και πήρε το σχήμα των χαρακτηριστικών του σαν μάσκα θανάτου. Όχι κι έτσι, όχι κι έτσι. «Ναι, η Ιρέν», είπε η Μαρία Σάντστρεμ και αισθάνθηκε το ακάνθινο στεφάνι πάλι στο κεφάλι της, παρόλο που το καπέλο παρέμενε στη θέση του δίπλα της και ξεΐδρωνε.


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 17

ô2ò

οβει να χωθεί και στην καζάρμα, ένιωθε το σεντόνι σαν μουταΝ

εκείνη ξύπνησε, η παραλυτική ζέστη είχε ήδη προλά-

σκεμένο μαγιό γύρω από το κορμί, και η κουβέρτα είχε πέσει στο πάτωμα. Οι πράσινες κουρτίνες ήταν ακόμα κλειστές στ’ ανοιχτά παράθυρα και προστάτευαν κάπως από το φως, αλλά όχι κι από τη ζέστη. Εκεί μέσα κυριαρχούσε ένα ευλαβικό μισοσκόταδο, όπως στην εκκλησία – αυτή ήταν η σύντομη, πρωινή και νυσταγμένη σκέψη της καθώς άρχισε να απελευθερώνεται από το σεντόνι. Ήταν σαν να ’βγαινε από μπάνιο, τα πόδια της γυμνά τώρα, κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών στέλνοντας έναν χαιρετισμό τον εαυτό της. Το σεντόνι γλίστρησε από τα πόδια της, δεν είχαν πάρει χρώμα ακόμα, ήταν λευκά σαν κεριά, το μυαλό της πήγε πάλι στην εκκλησία. Τράβηξε πάνω τα γόνατά της ώστε το σεντόνι να τεντωθεί σαν γέφυρα πάνω από τον κορμό της, έμεινε για λίγο εντελώς ακίνητη, και μια αίσθηση μουδιαστικής ηρεμίας και ήρεμης επιθυμίας απλώθηκε σαν αλκοόλ στο αίμα. Ήταν ολομόναχη τώρα, ούτε καν η οικονόμος –η οποία ήταν πάντα παρούσα σαν τις μύγες και τα κουνούπια– δεν βρισκόταν εκεί. Όχι, εντελώς μόνη ήταν. Τα άλλα εφτά κρεβάτια έχασκαν σαν άδεια σακιά και ανέδιδαν μια γλυκερή μυρωδιά που έφτανε έξω από τον κλειστό χώρο. Πάνω από τα κεφαλάρια κρέμονταν νυχτικά και κουβέρτες ποτισμένες από υγρασία, πέρα στην πόρτα ήταν απλωμένη η λουλουδάτη ρόμπα της οικονόμου, τεράστια σαν την ιδιοκτήτριά της. 2o


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 18



ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

Η παλιόγρια! σκέφτηκε το κορίτσι στο κρεβάτι και άφησε τον εαυτό της να πλημμυρίσει από ευχαρίστηση. Ένα ανάλαφρο, απαλό αεράκι πέρασε χορεύοντας από τις κουρτίνες και μια μεγάλη, υπέροχη μέρα εκτός υπηρεσίας ήταν εκεί έξω και την περίμενε. Άφησε αργά το σεντόνι να γλιστρήσει στο πάτωμα και έμεινε για λίγο γυμνή κοιτάζοντας ψηλά, στο ταβάνι. Διάβηκε νοερά την οδό με τις δυνατότητες της σημερινής μέρας, σαν να διέσχιζε έναν εμπορικό δρόμο με λογιών λογιών πάγκους γεμάτους υπέροχα πράγματα. Θα σκουπίσω πρώτα εδώ μέσα, σκέφτηκε, θα στρώσω και θα πάω να φάω στην κουζίνα. Μετά θα αλλάξω ρούχα και θα πάω στο σπίτι για επίσκεψη. Θα μπω στην κουζίνα, όπως κάνω πάντα, προσποιούμενη πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. «Καλημέρα, μπαμπά και μαμά», θα πω, «καιρό έχουμε να τα πούμε, όλα είναι όπως πάντα εδώ βλέπω. Είχα άδεια και σκέφτηκα να περάσω να πω ένα “γεια”, να καθίσω λίγο. Κατά τα λοιπά, έχουμε πολλή δουλειά εκεί κάτω. Είναι καμιά τρακοσαριά άντρες στην καζάρμα, οπότε έχει συνέχεια δουλειά». Ναι, μετά κάτι θα λέγανε κι αυτοί, ίσως ρωτούσαν πώς περνάει, και θα τους έλεγε ότι, εντάξει, τα καταφέρνει, δεν είναι βέβαια όπως στο σπίτι, εκεί είναι όλο τολ, με γυμνούς τοίχους και σιδερένια κρεβάτια. Αλλά εντάξει είναι, δεν χρειάζεται να τα μεγαλοποιεί. Έπειτα θα ρωτούσαν ίσως πώς έγινε και κατέληξαν έτσι τα πράγματα, πώς δηλαδή πήγε εκεί και δεν ξαναγύρισε στο σπίτι. Κι αυτή θα απαντούσε –όχι ιδιαίτερα μετανιωμένη, βέβαια, με κανέναν τρόπο– ότι ίσως υπήρξε λίγο ανόητη, έστω λίγο νευρική, αυτό θα έλεγε, ακουγόταν πολύ καλύτερο, είχε νιώσει μια μικρή κατάθλιψη, αυτό θα έλεγε, άλλωστε έτσι ένιωθε καμιά φορά, η μητέρα τουλάχιστον θα την καταλάβαινε. Ναι, και μετά όλα θα πήγαιναν μια χαρά, μόλις θα έκαναν λίγη κουβέντα. Όλα θα ήταν μια χαρά ξανά. Όλα. Στριφογύρισε στο κρεβάτι, σήκωσε το στρώμα και ακούμπησε το μέτωπό της στο σομιέ του κρεβατιού. Τη δρόσισε


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 19

ΤΟ ΦΙΔΙ



σαν πάγος, τόση ζέστη έκανε μέσα στην καζάρμα. Τώρα θα έμενε έτσι για λίγο, θα γευόταν τη γλύκα του ρεπό της. Έπειτα θα σηκωνόταν και θα έκανε όλα όσα είχε σκεφτεί. Ακριβώς όπως τα είχε σκεφτεί. Μέχρι κεραίας. Δεν θα άφηνε τίποτα να την εμποδίσει. Τίποτα. Ξαπλωμένη λοιπόν εκεί, σαν να αποτύπωνε τις υπέροχες δυνατότητες της μέρας στο μυαλό της, ενώ η τσουχτερή κρυάδα του κρεβατιού καταλάμβανε όλο το κορμί της σαν μια ήρεμη, ψυχρή αποφασιστικότητα. Τότε άκουσε ξαφνικά βήματα εκεί έξω, μεγάλες, βιαστικές δρασκελιές πάνω στο έδαφος με τις πευκοβελόνες, το πέταλο στη φτέρνα που χτύπησε σε μια πέτρα, και κατάλαβε ότι είχε τελειώσει το πρόγευμα και ότι οι τριακόσιοι άντρες θα ξεχύνονταν έξω από την τραπεζαρία, θα πήγαιναν στους θαλάμους, θα παρατάσσονταν σε διμοιρίες και σε λόχους, θα άρχιζαν να τρέχουν κάνοντας κύκλους γύρω από το δάσος, θα έπεφταν πίσω από πεσμένους κορμούς ή θα ξάπλωναν εντελώς ήρεμοι, όπως αυτή τώρα, και θα πήγαιναν κάτω στο πεδίο βολής. Αλλά τα βήματα που άκουγε ήταν μοναχικά και κατευθύνονταν προς τον δικό της θάλαμο, προς το δικό της παράθυρο, χωρίς στιγμή δισταγμού, και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν. Ο Μπιλ, σκέφτηκε, αχ, το κάθαρμα, όχι, δεν θα σηκωθώ, να περιμένει στημένος εκεί αν θέλει να περιμένει, ας αρχίσει τα καλοπιάσματα, τις κουβέντες και τα σφυρίγματα, εγώ δεν σηκώνομαι. Έμεινε εκεί ξαπλωμένη και εντελώς ακίνητη, εντελώς γυμνή, και δεν άκουγε πια βήματα στο έδαφος. Εδώ είναι, σκέφτηκε, εδώ απ’ έξω στέκεται, αλλά δεν λέει τίποτα, στέκεται εντελώς βουβός εκεί έξω. Σήκωσε το κεφάλι και αφουγκράστηκε, ο σομιές του κρεβατιού έτριξε. Τώρα πρέπει να κατάλαβε ότι είμαι εδώ, σκέφτηκε θυμωμένα και τέντωσε τ’ αυτιά της. Μετά της φάνηκε ότι άκουσε κάποιον να ανασαίνει απ’ έξω και ένα αεράκι πέρασε από τις κουρτίνες και ήταν καυτό,


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 20

2

ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

το ένιωσε σαν ανάσα, μια ανάσα, ένα καυτό φύσημα χάιδεψε το πρόσωπό της, και ξαφνικά ήταν σαν να ανάσαινε κάποιος στο αυτί της, να ψιθύριζε λόγια πάθους, και αισθάνθηκε σαν να είχε εξαφανιστεί ο τοίχος από εκεί, σαν ο άντρας να είχε έρθει μέσα, κοντά της, να είχε ξαπλώσει δίπλα της και ν’ ανάσαινε στο αυτί της. Το κεφάλι της σφυροκοπούνταν, ένιωσε ζάλη και κάψα από την ταραχή. Θα παραμερίσω την κουρτίνα να δω αν είναι αυτός, αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα, τίποτα δεν θα υποσχεθώ, σκέφτηκε στα χαμένα και εντελώς άσκοπα, και ανασηκώθηκε στηριζόμενη στον αγκώνα. Τότε συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ήταν γυμνή, και άρπαξε το σεντόνι από το πάτωμα και το έριξε πάνω της σαν εσάρπα. Η δροσιά από την υγρασία του σεντονιού λίγο έλειψε να σβήσει το ξάναμμά της, ένιωσε σχεδόν το ίδιο κρύα με πριν, δισταχτικά άπλωσε τα χέρια της κι άνοιξε τις πράσινες κουρτίνες. Στεκόταν εκεί έξω, στον ήλιο που ξεχυνόταν ανάμεσα από τα πεύκα, και εκείνη δεν τον είδε αμέσως, την εμπόδισε το εκτυφλωτικό φως της μέρας. Έκλεισε τα μάτια της στον ήλιο, ένιωσε τη ζέστη του να διεισδύει και να σέρνεται σε όλο το κορμί της, έπειτα άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να στέκεται πολύ κοντά της και να χαμογελάει. Το χαμόγελο καθόταν στραβά στο πρόσωπό του, έτσι έκανε πάντα, είδε τα λίγο κιτρινωπά δόντια, τα σκασμένα χείλη και το σβησμένο τσιγάρο που κρεμόταν σχεδόν κάθετα από το στόμα. Δεν φορούσε καπέλο, το δίκοχο το είχε περασμένο στη ζώνη σαν ινδιάνικο σκαλπ, τα μαλλιά του έπεφταν και σκίαζαν το ένα μάτι. Τώρα εκείνος έκανε ένα αδιάφορο βήμα πίσω, μισόκλεισε τα μάτια και είπε με το τσιγάρο ακόμα στο στόμα: «Ξέρεις, σκέφτηκα κάτι. Εντελώς μόνος μου το σκέφτηκα». Μετά μισόκλεισε άλλη μια φορά τα μάτια, κοίταξε πέρα από αυτή, μέσα στο θάλαμο, και είπε: «Έχεις ένα σπίρτο;»


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 21

ΤΟ ΦΙΔΙ

2

Τότε εκείνη κατέβηκε από το κρεβάτι, καθώς κατέβαινε της ξέφυγε μια άκρη του σεντονιού και εκείνος πρόλαβε να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στο στήθος της, εκείνη επέστρεψε κρατώντας σφιχτά γύρω της το σεντόνι και του πέταξε ένα κουτί σπίρτα. «Λοιπόν», τον ρώτησε –φρόντισε να ακούγεται κάπως απρόθυμη για να μη φανεί το ενδιαφέρον της–, «είναι κάτι ιδιαίτερο;» «Ναι», είπε εκείνος και άναψε το τσιγάρο σχηματίζοντας κούπα με την παλάμη του, «ένα μικρό πάρτι θα κάνουμε, θα γιορτάσουμε κάτι». «Τι, δηλαδή;» έκανε εκείνη χωρίς ν’ ακούγεται στο ελάχιστο απρόθυμη. «Γενέθλια, για παράδειγμα», απάντησε εκείνος και πέταξε μέσα το σπιρτόκουτο πάνω από το κεφάλι της. «Τα γενέθλιά μου, για παράδειγμα». «Μπα, τι λες», είπε εκείνη, «ωραία θα είναι». «Εμ, δεν θα ’ναι ωραία; Τι διάολο!» της είπε. «Και θα ’σαι κι εσύ, αυτό είναι το ωραίο, όπως καταλαβαίνεις». «Μπα, θα ’μαι κι εγώ;» έκανε εκείνη κι ακούστηκε σχεδόν παραδομένη πια. «Κι ελόγου σου για πού το ’βαλες τέτοια ώρα;» τον ρώτησε. «Έχω στο μάτι ένα μικρό εξοχικό καλύβι», της αποκρίθηκε εκείνος, «στο Έλβχουε. Θα είμαστε μερικά άτομα, είναι ο πατέρας ενός από την παρέα που το ’χει, και μάθαμε ότι δεν θα ’ναι εκεί». «Α, μάλιστα», έκανε εκείνη. «Και σκέφτηκα, ξέρεις», είπε ο άντρας και την πλησίασε αρκετά, όσο πιο κοντά επέτρεπε ο τοίχος, «να, σκεφτόμουν να πας εσύ πρώτη και να φτιάξεις κάτι για απόψε». «Μάλιστα, αυτό σκέφτηκες, λοιπόν», αντιγύρισε εκείνη. «Κι αν εγώ δεν θέλω; Αν σου πω ότι δεν δίνω δεκάρα τσακιστή;» Γονατιστή στο κρεβάτι, έκανε λίγο παραπίσω και προσπάθησε να αυξήσει την απόσταση μεταξύ τους. Αλλά τότε εκεί-


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 22

22

ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

νος έβγαλε το τσιγάρο από το στόμα, το άφησε να πέσει στο έδαφος, την κοίταξε χωρίς να χαμογελάει καθόλου, κατάματα την κοίταξε, κι εκείνη πήγε γονατιστή μέχρι το παραθύρι πάλι και προσπάθησε να τον κοιτάξει περίπου μέχρι το ύψος του τρίτου κουμπιού. Και τότε είδε ξαφνικά τον βραχίονά του να κινείται και το χέρι του να πηγαίνει κάτω, προς τη ζώνη, να πετάγεται σχεδόν αμέσως πάλι ψηλά, κάτι υπήρχε στο χέρι του, είδε το χέρι του να κάνει κάθετη εφόρμηση προς το περβάζι του παραθύρου, κι όταν κοίταξε στο συγκεκριμένο σημείο, είδε να είναι καρφωμένη ανάμεσά τους, πάνω στο περβάζι, μια ξιφολόγχη. «Θέλεις», της είπε και χαμογέλασε, και το χαμόγελο ήταν όπως πάντα στραβό στο πρόσωπό του. Η γυναίκα είδε την ξιφολόγχη να πάλλεται σαν ακόντιο που μόλις είχε καρφωθεί στο έδαφος, είδε την κοφτερή λεπίδα και το κίτρινο λάδι να κυλάει κάτω προς την αιχμή. Το βλέμμα της προσπέρασε την ξιφολόγχη και στάθηκε στον άντρα που στεκόταν εκεί, πίσω από τη λεπίδα, και όλα ήταν ξανά όπως πριν από λίγο. Τόση κάψα, τόση ζάλη, τόσο πολύ αίμα συσσωρευμένο σε ένα μέρος και μόνο. Και χωρίς να πει κουβέντα άφησε το σεντόνι να πέσει και στάθηκε γυμνή εκεί, στο παράθυρο. Έγειρε το βαρύ από τη ζάλη κεφάλι της μπροστά, δίπλα από την ξιφολόγχη, προς τον άντρα, εκείνος δάγκωσε το στόμα της σαν λυσσασμένος και, ενώ φιλιόνταν, η ξιφολόγχη έπεσε πάνω στο περβάζι κι εκείνη κόπηκε στον καρπό από τον αθέρα της λεπίδας, και ήταν τώρα σαν δύο δαγκώματα: ένα στο στόμα και ένα εκεί. Μετά την άφησε και η γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι, εκείνος πήρε τη ματωμένη ξιφολόγχη και την άφησε να γλιστρήσει στο θηκάρι. Πριν φύγει, έσκυψε πάνω από το περβάζι και είπε: «Έλα στην καφετέρια στις δώδεκα». Εκείνη έγνεψε καταφατικά, χωρίς καμία αντίσταση, και στη συνέχεια τον άκουσε να απομακρύνεται με σταθερά, σί-


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 23

ΤΟ ΦΙΔΙ

2

γουρα βήματα προς το στίβο μάχης. Και τότε ήταν σαν να τον μίσησε. Έπειτα άκουσε τη νέα μέρα να αρχίζει, οι τριακόσιοι –ή οι διακόσιοι ενενήντα εννιά– βγήκαν από την τραπεζαρία με μουρμουρητά, κάπου κάποιος φώναξε: «Στοιχηθείτε!» και στα αυτιά της έφτασε ο μεταλλικός ήχος που κάνουν τα κινητά ουραία όταν εφαρμόζονται στα όπλα. Τότε σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνει το γυμνό κορμί της γνωρίζοντας ήδη ότι η μέρα θα ήταν πολύ διαφορετική.


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 24

ô3ò

οέντονη θερμότητα βάρυνε την πλάτη και τον αυχένα του. ήλΙος

μόλις είχε προβάλει πίσω από ένα σύννεφο και μια

Όλη η αποψιλωμένη περιοχή λούστηκε με φως ανελέητο, κι εκείνος κουλουριάστηκε όσο περισσότερο γινόταν για να χωρέσει στον ίσκιο της πέτρας. Το μέτωπό του άρχισε να στάζει ιδρώτα, έβγαλε το καπέλο και τ’ άφησε πάνω στην πέτρα. Έπειτα σήκωσε το κεφάλι σαν λύγκας που οσφραινόταν, μέχρι που τα μάτια του έφτασαν στο ίδιο ύψος με την εγκοπή που χώριζε μέχρι μέσα το βράχο σαν σφήνα. Τότε το βλέμμα του περιπλανήθηκε σ’ όλο το αποψιλωμένο πρανές που κατηφόριζε χωρισμένο σε ομαλές αναβαθμίδες μέχρι κάτω στις ράγες. Ολάκερη η λοφοπλαγιά ήταν γεμάτη σκασμένα πρέμνα που έμοιαζαν με κρεατοελιές στο δέρμα του εδάφους, κι ανάμεσα σε αυτές στριμώχνονταν τα βράχια με τέτοια τάξη, ώστε να δίνουν σχεδόν μια εντύπωση νεκροταφείου. Πίσω από κάθε πέτρα, αρκετά μεγάλη ώστε να κρύβει ένα σώμα, υπήρχε ένας φαντάρος πρηνηδόν, που φαινόταν σαν θαμμένος, και πιο πολύ θαμμένος φαινόταν ο λοχίας, που βρισκόταν σε έναν λάκκο πίσω από μια πέτρα στην πρώτη γραμμή. Το φως του ήλιου έπεφτε σαν καυτή βροχή, και η κάννη του όπλου σχεδόν έκαιγε, όταν εκείνος τράβηξε το τουφέκι προς το μέρος του και τοποθέτησε την κάννη στην εγκοπή του βράχου. Έπειτα σηκώθηκε στα γόνατα και έφερε το κοντάκι δίπλα στο μάγουλο, έκλεισε το αριστερό μάτι και ρύθμισε με μικρές κινή-


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 25

ΤΟ ΦΙΔΙ

2

σεις το όπλο έτσι ώστε να ευθυγραμμιστεί το στόχαστρο, όπως όριζε το εγχειρίδιο Οδηγίες προς στρατιώτες, και να έρθει ο στόχος ακριβώς στη μέση, σαν σε μέγγενη. Έπειτα έστρεψε την κάννη αργά μέσα στην εγκοπή και σκέφτηκε πως ήταν σαν να καθόταν στο θέατρο με τα κιάλια και να έψαχνε για ηθοποιούς πάνω σε άδεια σκηνή. Όλο το καμένο, θολό τοπίο εκεί κάτω πέρασε από το οπτικό του πεδίο και, μόλις ο βράχος άρχισε να εμποδίζει την κίνηση και το βλέμμα του είχε ήδη προσπεράσει τη γραμμή πυρός, πρόσεξε ότι η σκηνή δεν ήταν άδεια. Η γραμμή που ξεκινούσε από την κόρη του οφθαλμού του μέσω του στοχάστρου της κάννης και τιναζόταν με ένα παράτολμο άλμα πάνω από τους στόχους σε όλο το πρανές πήγε και σταμάτησε στον πλατύ αυχένα κάποιου, είδε μεμιάς ότι ανήκε στον λοχία και, ενώ το δάχτυλό του κινήθηκε προς τον υποφυλακτήρα όπου βρισκόταν η σκανδάλη, σκέφτηκε: Αν υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν αυτό που λέμε μεταβίβαση σκέψης, τότε ο λοχίας Μπούμαν θα ’πρεπε να νιώσει ένα τσουχτερό τσίμπημα στο σβέρκο, να στραφεί προς τα εδώ και, αν είχα μια πραγματική σφαίρα στη θαλάμη και πατούσα τη σκανδάλη, η σφαίρα θα χωνόταν στο σαγόνι, ακριβώς κάτω από τα δόντια, κι εκείνος θα έπεφτε μπροστά, πάνω στα γόνατά του, αιμορραγώντας από την τρύπα κάτω από τα δόντια, που θα φάνταζε σαν ένα μικρό, στρογγυλό, δεύτερο στόμα. Αλλά ο σβέρκος του λοχία Μπούμαν δεν κινήθηκε καθόλου, παρέμεινε εκεί κοιτάζοντας σαν ηλίθια μύγα κάτω από το τζόκεϊ αγγαρείας, ενώ όλη η σιλουέτα εκεί κάτω, πίσω από το βράχο, φάνταζε να εκφράζει μια ηλίθια, επιφυλακτική ραθυμία. Θα μπορούσε τουλάχιστον να ήταν αντίπαλος, σκέφτηκε με ειλικρινή εχθρότητα και δοκίμασε τη σκανδάλη μερικές φορές, αλλά ο λοχίας δεν είχε άσπρο περιβραχιόνιο στο αριστερό μπράτσο, πράγμα που αποτελούσε προϋπόθεση για έναν αντίπαλο. Αντιθέτως, ήταν διοικητής της διμοιρίας που εδώ και μισή ώρα ήταν ξαπλωμένη κάτω από τον καυτό ήλιο και περί-


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 26

2

ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

μενε τη διμοιρία του Σβένσον, η οποία σύμφωνα με τις εντολές θα έπρεπε να προελαύνει τώρα μέσα από το δάσος στην άλλη πλευρά του σιδηροδρόμου. Αλλά ακόμα δεν είχαν δει ούτε ίχνος από τα λευκά περιβραχιόνια, και η βουβή ραθυμία που μεγάλωνε με τον ίδιο ρυθμό με τη ζέστη είχε επηρεάσει όλη την ομάδα. Από στρατιωτική άποψη, θα μπορούσε να κάνει κάποιος λόγο για μια κάποια χαλάρωση της πειθαρχίας. Όσοι δεν βρίσκονταν πολύ κοντά στον λοχία ξεκούμπωσαν κάποια καίρια κουμπιά και πίσω από ορισμένες ταφόπλακες άρχισαν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό μικρές στήλες καπνού τσιγάρων, χωρίς να έχει δοθεί εντολή για διάλειμμα. Μόνο ο λοχίας Μπούμαν παρέμενε απαράλλαχτος σαν ψόφιο ποντίκι στο λάκκο του. Κοιτούσε επίμονα τους θάμνους πέρα από τις ράγες και ήταν τεντωμένος σαν τόξο για τη μεγάλη στιγμή, όταν θα γινόταν ξανά διοικητής, όταν θα γινόταν πάλι η συνεκτική δύναμη που θα οδηγούσε τους άντρες μέσα από φωτιά και νερό κατά του εχθρού. Τα μικρά μάτια του, πειθαρχικά τοποθετημένα κάτω από το περιποιημένο δάσος των φρυδιών, έφτυναν μικρές φλόγες καθώς έβαλλαν κατά των παρυφών του δάσους, αλλά οι θάμνοι έστεκαν ακόμα σιωπηλοί κι ακίνητοι σταλάζοντας πράσινη απροθυμία. Τότε άφησε το βλέμμα του να πάρει το δρόμο της επιστροφής, και ακριβώς τη στιγμή που πήγαινε να αναπαυτεί μπροστά από το βράχο, σταμάτησε στη μέση της τελικής κίνησής του σαν παραλυμένο, τα μάτια στριφογύρισαν καμιά δυο φορές στα ενδιαιτήματά τους και σταγόνες ιδρώτα ξεχύθηκαν στο μέτωπο σαν μικρά ζώα. Όλο το κορμί του συσπάστηκε σε έναν τεράστιο μυ τρόμου. Οι θάμνοι σύρθηκαν προς το βράχο πάνω στις κοιλιές τους, που ’ταν πράσινες σαν φαρμάκι. Αλλά σταμάτησαν απότομα μπροστά σε ένα τμήμα κατάξερων χαμόκλαδων και τα χαμόκλαδα άνοιξαν την κοιλιά τους και αποκάλυψαν ένα γκρίζο ερπετό με συριστική γλώσσα. Φίδι, φίδι, φίδι! αντήχησε η προειδοποίηση στο μυαλό του και πυρακτωμένη ήρθε και πίε-


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 27

ΤΟ ΦΙΔΙ

2

σε το πάνω μέρος του κεφαλιού, χάθηκε το φόντο κι απέμεινε μόνο το αναπεπταμένο σώμα του φιδιού. Ξετυλιγόταν πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά σαν εκκρεμές σε αναποδογυρισμένο ρολόι και έκανε τα βλέμματά του να πετάγονται έξω από τις κόγχες των ματιών. Αλλά μετά, την προσοχή του τράβηξε μια λάμψη από τις παρυφές του δάσους, και αμέσως σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν κάποιος από τους ανιχνευτές της διμοιρίας του Σβένσον, που τριγυρνούσε στις βατουλιές με ανοιχτή την πλαστική θήκη του χάρτη, η οποία αντανακλούσε τον ήλιο. Και τότε προσπάθησε ν’ ανακτήσει τον αυτοέλεγχο και να ξεχάσει το φίδι που κειτόταν δυο μέτρα πέρα από το κεφάλι του, στα χαμόκλαδα, με την αεικίνητη γλώσσα του, αλλά σαν γλίστρησε πίσω από το βράχο για να κρυφτεί από τους ανιχνευτές, το σώμα του φιδιού απλώθηκε σαν μια μεγάλη σκιά στο οπτικό πεδίο του, κι εκείνου του κόπηκε η ανάσα και μια κράμπα ήρθε ν’ αγκαλιάσει το κορμί του σαν σιδερένιος δακτύλιος. Κάτι πρέπει να κάνω, σκεφτόταν πυρετωδώς, και οι σκέψεις του ψαχούλευαν τους κορμούς των γύρω δέντρων σαν μεθυσμένος σε δάσος. Πρέπει να συγκεντρώσω τις δυνάμεις μου, είπε στον εαυτό του, πρέπει να προετοιμαστούμε για μάχη. Πρέπει να περάσουμε τις ράγες και να βγούμε από πίσω τους. Πρέπει να κάνω κάτι, εγώ, εγώ, εγώ, σφυροκοπούσαν οι σκέψεις το μυαλό του, ενώ ο σιδερένιος δακτύλιος σφιγγόταν πάνω του και αισθάνθηκε τις προτρεπτικές ματιές της διμοιρίας στην πλάτη του. Το «πρέπει» εντυπώθηκε με καυτό σίδερο στο μυαλό του και προσπάθησε να στριφογυρίσει και να ξεφύγει από το αγκάλιασμα της κράμπας, ενώ η απειλητική σκιά του φιδιού αποτυπώθηκε στο βολβό του ματιού και μια αίσθηση φιάσκου πλημμύρισε το «είναι» του, η οποία έγινε τόσο έντονη, ώστε στο τέλος να νομίζει ότι άκουγε το βουητό των ειρωνικών ξεφυσημάτων από τις μύτες και τον ορυμαγδό των γέλιων να κουτρουβαλούν στ’ αυτιά του.


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 28

2

ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

Αλλά οι δώδεκα της διμοιρίας του Μπούμαν, που είχαν αράξει και λαγοκοιμόνταν στη σκιά των βράχων τους, είχαν ξεχάσει ότι ήταν μάχιμη μονάδα, και μόνο ένας από αυτούς, ονόματι Μπιλ, είχε προσέξει τον απρόσεχτο ανιχνευτή με την ανοιχτή πλαστική θήκη του χάρτη να κινείται στην άκρη του δάσους, και όταν τον είδε, έβγαλε βιαστικά ένα λευκό μαντήλι από την τσέπη, το έδεσε στην άκρη της ξιφολόγχης και έπειτα κούνησε το τουφέκι πάνω από το κεφάλι του για να το δει ο ανιχνευτής. Προφανώς, ο ανιχνευτής τον είδε, ανταπέδωσε το σινιάλο με την πλαστική θήκη του χάρτη, και έπειτα από μερικές στιγμές άρχισαν να ακούγονται ήχοι σπασίματος ξερόκλαδων από τις συστάδες των θάμνων μέσα στο δάσος, στην άλλη πλευρά του σιδηροδρόμου, και το πιθανότερο ήταν ότι η διμοιρία του Σβένσον συγκεντρωνόταν εκεί για να επιτεθεί. Ο Μπιλ άπλωσε ικανοποιημένος το κορμί του στον δροσερό ίσκιο του βράχου και σφύριξε απαλά μέσα από τα δόντια. Ο στρατιώτης 416, ο Μάτσον, που ήταν ξαπλωμένος και τεμπέλιαζε με το δίκοχο πάνω στα μάτια, ξύπνησε και έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος του. Έπιασε ράθυμα το τουφέκι και το γύρισε καταπάνω στον Μπιλ. Πάτησε τη σκανδάλη και ακούστηκε ένα ξερό «κλικ». Ο Μπιλ κοίταξε με μισόκλειστα μάτια τον ήλιο και είπε απευθυνόμενος στο πουθενά: «Δεν θα χρειαστεί μάλλον να καθόμαστε εδώ και να ιδρώνουμε για πολύ ακόμα». Θόρυβοι από σπάσιμο κλαδιών ακούστηκαν κάτω στο δάσος, και μια συστάδα θάμνων κουνήθηκε σαν να τη διαπέρασε ανοιξιάτικη καταιγίδα. «Γιατί δεν κάνει κάτι εκείνος ο χαμένος ο λοχίας;» είπε ο Μπιλ και έσυρε προς τα έξω το κλείστρο του όπλου του. «Ναι, γαμώ το!» έκανε ο Μάτσον και κοίταξε με επίμονο βλέμμα το βράχο του. Αλλά ο λοχίας Μπούμαν κειτόταν ακίνητος σαν κομμένη κλάρα στο πόστο του και δεν φαινόταν να βλέπει κάτι.


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 29

ΤΟ ΦΙΔΙ

2

«Τι διάολο;» είπε ο Μάτσον. Αλλά τότε ο Μπιλ σύρθηκε από τη θέση του και άρπαξε τον Μάτσον τόσο βίαια από το μπράτσο, ώστε παραλίγο να πέσει ο ίδιος κάτω. «Κοίτα, ρε», ψιθύρισε και υπήρχε κάτι χαιρέκακο και σχεδόν τρομαχτικό στη φωνή του, «δεν βλέπεις το φίδι;» Έπεσαν μπρούμυτα στο έδαφος και είδαν το φίδι σαν μαύρη σκιά να σηκώνεται από το έδαφος, σαν να έβγαινε από τρύπα, και είδαν το λεπτό του κορμί να ταλαντεύεται σχεδόν ρυθμικά μπροστά στο κεφάλι του λοχία. «Λες να δαγκώνει;» έκανε ο Μάτσον μισοφωναχτά κι ένιωσε μικρά ρίγη να ανεβαίνουν σαν φυσαλίδες στη ραχοκοκαλιά του. Αλλά ο Μπιλ δεν απάντησε, και ο Μάτσον έριξε μια κλεφτή ματιά στο πρόσωπό του. Είδε πως υπήρχε κάτι διαφορετικό εκεί, κι όταν ο Μπιλ τον κοίταξε κατάματα, το βλέμμα του ήταν τόσο αιχμηρό, ώστε λίγο έλειψε να κοπεί από αυτό. «Α, τώρα έχει χεστεί απ’ το φόβο του», έκανε ο Μπιλ και η φωνή του ακούστηκε σαν να έβγαινε από μισό πνευμόνι, «πάνω του τα ’κανε. Κοίταξέ τον!» Ο Μάτσον όμως αναρρίγησε σαν να κρύωνε, κουλουριάστηκε πίσω από το βράχο του και άρχισε να γεμίζει το τουφέκι με αβολίδωτα φυσίγγια. Έπειτα ακούστηκε το τρένο να αγκομαχάει κάπου πίσω από τη στροφή, και τα μικρά, ανάλαφρα νέφη καπνού χάιδεψαν τις δεντροκορφές. Η ατμομηχανή ξεπρόβαλε ανάμεσα από τους θάμνους και ξεφυσώντας έσυρε μπροστά το γέρικο βάρος της, με το εφοδιοφόρο βαγόνι να κροταλίζει ξοπίσω της σαν χειροκίνητος μύλος καφέ. Η διμοιρία του Μπούμαν ξύπνησε από το αποκάρωμα κι έγνεψε τεμπέλικα σε μερικά κορίτσια που στέκονταν και χασκογελούσαν σ’ ένα παράθυρο βαγονιού. Στην ανοιχτή πλατφόρμα του τελευταίου βαγονιού στεκόταν ένας λοχαγός και ασχολιόταν με την πίπα του, και


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 30



ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

μόλις ο αξιωματικός προσπέρασε το σημείο όπου βρισκόταν ο λοχίας Μπούμαν, συνέβη κάτι αναπάντεχο. Ο Μπούμαν τινάχτηκε πάνω, σαν να τον είχε τσιμπήσει το φίδι, έκανε μερικά απότομα ζιγκ ζαγκ βήματα και βροντοφώναξε: «Εις φάλαγγα κατ’ άνδρα πίσω μου» στην ομάδα του, κι όταν οι δώδεκα στοιχήθηκαν πίσω του σε ένα συμπαγές σώμα, ακούστηκε το τερέτισμα των πρώτων βολών από την άλλη πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής. Σε πιο ρεαλιστικές συνθήκες, το αποτέλεσμα θα ήταν καταστροφικό και οι περισσότεροι άντρες της διμοιρίας θα είχαν σκοτωθεί επιτόπου στο χώρο προκάλυψης, αλλά τώρα η ομοβροντία επηρέασε καταστροφικά μόνο τη διάθεση του λοχία Μπούμαν, ο οποίος στράφηκε στους άντρες του, φώναξε: «Επίθεση!» και όρμησε πρώτος σαν αφηνιασμένο άλογο ακολουθούμενος από έντεκα άντρες. Ο μόνος που έμεινε πίσω στο χώρο προκάλυψης ήταν ο Μπιλ – όχι, δεν ήταν καθόλου λαβωμένος, το πολύ πολύ λίγο νυσταγμένος να ήταν. Άφησε κάτω το τουφέκι, ξεφορτώθηκε το σακίδιο και μετά κινήθηκε αργά προς το σημείο όπου το φίδι μόλις πριν συστρεφόταν σαν λουλούδι στον άνεμο. Το φίδι είχε εξαφανιστεί, αλλά του φάνηκε πως είδε μια σκοτεινή σκιά να χώνεται κάτω από τα χαμόκλαδα και άρχισε να κλοτσάει πέρα τα ξερά κλαδιά. Έπειτα άκουσε έναν θυμωμένο συριγμό, το σούρσιμο σταμάτησε και, χωρίς να καταλάβει ακριβώς πώς έγινε, είδε το ερπετό να έχει τυλιχτεί γύρω από τον αστράγαλό του, έξω από την αρβύλα και να αδειάζει το δηλητήριό του στο μπατζάκι του παντελονιού. Επειδή το φίδι φάνηκε εξαντλημένο και έμενε χαλαρά κρεμασμένο γύρω από το πόδι του, πήρε το δίκοχο, έπιασε με αυτό το κεφάλι του φιδιού και το ζούληξε δυνατά, έτσι ώστε το κεφάλι του ερπετού να πιαστεί σαν σε μέγγενη ανάμεσα σε δείκτη και αντίχειρα. Τράβηξε πάνω το κεφάλι, το σώμα του φιδιού έπαψε να είναι κουλουριασμένο γύρω από το πόδι, ενώ το ελεύθερο τμήμα του


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 31

ΤΟ ΦΙΔΙ



σώματος άρχισε να τινάζεται μανιασμένο στον αέρα, κι όταν προσπάθησε να το χώσει στο άνοιγμα του γυλιού, εκείνο πρόβαλε σοβαρή αντίσταση, αλλά τελικά κουράστηκε και έπεσε μέσα στο άνοιγμα, κι ο Μπιλ έχωσε εκεί μέσα το καπέλο με το φιδοκέφαλο μέχρι που έπιασε πάτο. Τότε το άφησε, τράβηξε απότομα έξω το δίκοχο, έκλεισε το γυλιό και κάθισε πάνω του, ενώ όλη την ώρα άκουγε το ερπετό να γυροφέρνει κάτω στον πάτο του γυλιού και να ψάχνει για διεξόδους. Έπειτα από λίγο, ησύχασαν τα πάντα εκεί μέσα, και τότε ο Μπιλ σηκώθηκε, έδεσε επιμελώς τα κορδόνια του γυλιού, τον έβαλε στην πλάτη του, άρπαξε το τουφέκι και ξεκίνησε να βρει τους άλλους. Όταν έφτασε στο μικρό ξέφωτο, η μάχη είχε τελειώσει, ωστόσο, και όλοι οι τραυματίες και νεκροί στέκονταν παραταγμένοι και άκουγαν μια διάλεξη περί στρατηγικής από τον λοχία Μπούμαν, ο οποίος, σύμφωνα με όλους τους κανόνες στρατηγικής, θα έπρεπε να ήταν ήδη εφτά φορές νεκρός. Η ζέστη ξεχυνόταν από τους κορμούς, και όλοι ίδρωναν ασταμάτητα. Δεν φυσούσε ούτε το ελάχιστο αεράκι, και οι πευκοβελόνες έμοιαζαν να σκάνε από τον καύσωνα. Οι γυλιοί κρέμονταν σαν καμπούρες στις πλάτες, οι κάννες των τουφεκιών έκαιγαν, και τα λόγια του λοχία Μπούμαν έπεφταν εις ώτα μη ακουόντων και δεν προκαλούσαν καμία απολύτως αντίδραση, ήταν σαν βρύση που απλώς υπάρχει εκεί και στάζει. Ο λοχίας κοίταξε ψηλά στις παχιές φυλλωσιές μπας και πάρει κάποιου είδους έμπνευση, αλλά και εκεί συνάντησε την ίδια ελάχιστη έως ανύπαρκτη κατανόηση, όπως ακριβώς και στα βλοσυρά και κάθιδρα πρόσωπα των ανδρών. Ακούστηκε ένα τρίξιμο από το μονοπάτι που οδηγούσε στις ράγες, και όταν κοίταξε προς τα εκεί, είδε τον στρατιώτη 362, τον Στένμπεργ, να έρχεται με το πάσο του προς το μέρος τους. Δεν το γουστάρω και πολύ αυτό το παιδί, σκέφτηκε ο Μπούμαν, και μόλις απόσωσε τη σκέψη του συνειδητοποίησε ότι είχε σταματήσει να μιλάει στους άντρες και ότι δεν ήταν δυνα-


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 32

2

ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

τόν να θυμηθεί ποια ήταν τα τελευταία λόγια του, και ευχήθηκε μέσα του να βιαστεί λίγο εκείνος ο 362, για να του τα ψάλει πριν αρχίσει να τραβάει σε χρόνο η παύση. Επιτέλους! «Ο 362 άργησε», έκανε ο Μπούμαν. «Ο 362 δεν συμμετείχε, έχω πολλή ώρα να δω τον 362. Μήπως ο 362 είχε πάει για κυνήγι πεταλούδας;» Παραχώρησε μια ελεύθερη στιγμή για γέλια ή έστω χαμόγελα, αλλά δεν είδε τίποτε από τα δύο και συνέχισε αμήχανος: «Ο 362 δεν συμμετέχει στις ασκήσεις με την απαιτούμενη και δέουσα (μια όμορφη και σωφρονιστική λέξη) προσοχή. Απόψε είναι Τετάρτη. Ως εκ τούτου, ο λόχος έχει άδεια με διανυκτέρευση. Όσοι δεν επωφελήθηκαν από τα μαθήματα και τις ασκήσεις δεν πρέπει να περιμένουν άδεια. Είναι ξεκάθαρο. Όσο για τον 362, θα έχω μαζί του μια ιδιαίτερη συνομιλία απόψε, μόλις επιστρέψουμε στη βάση μας. Τώρα να τακτοποιήσουμε τις στολές μας και να παραταχθούμε για αναχώρηση σε τρία λεπτά. Ο δεκανέας Σβένσον αναλαμβάνει την προετοιμασία των ανδρών. Έγινα κατανοητός;» «Μάλιστα, κυρ λοχία». Αποτραβήχτηκε ανακουφισμένος στη σκιά από τις πευκοβελόνες και πέρασε μερικές στιγμές περισυλλογής στη δροσιά. Έτσι ακριβώς, σκέφτηκε, έτσι ακριβώς πρέπει να τους φέρεται κανείς, κοφτά και στρατιωτικά, ούτε μια περιττή συλλαβή, έτσι ακριβώς. Έπειτα κοίταξε το ρολόι του που, σαν καυτή μάζα, κλυδωνιζόταν γύρω από τον καρπό του. Είχαν ήδη περάσει τρία λεπτά και ο δεκανέας φώναξε: «Προ-σσσχή», άκουσε τα τακούνια να χτυπούν μεταξύ τους με έναν ήχο που θύμισε πλατσούρισμα, βγήκε από τον ίσκιο του και είπε δυνατά: «Αναλαμβάνω εγώ τώρα». Και μετά: «Διμοιρία... εμπρός... μαρς!» Το ξεκίνημα της πορείας ακούστηκε σαν υπόκωφος ήχος στο έδαφος. Η διμοιρία πέρασε τις ράγες με βήμα, ανηφόρισε


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 33

ΤΟ ΦΙΔΙ



και διέσχισε το αποψιλωμένο έδαφος κι έπειτα πήρε τη ρότα που έβγαζε κάτω στην καζάρμα. Τα πόδια τους σήκωναν σκόνη και τα τουφέκια κρέμονταν σαν πολύ νεκρά βάρη από τον δεξιό ώμο. Ο Μπιλ είχε βρεθεί δίπλα στον Μάτσον και τον σκούντησε κρυφά με το κοντάκι του όπλου του. «Ρε εσύ», του είπε με σχεδόν δυνατή φωνή, «θα έρθεις μαζί απόψε, είπα και της Ιρέν». «Μμμ», μουρμούρισε ο Μάτσον, «θα έρθει και η Ιρέν». «Μμμ, είναι κορίτσαρος», έκανε ο Μπιλ, «και, ναι, θα ’ρθει, κι εγώ θα...» Ύστερα κάποιος από πίσω πίσω φώναξε: «Δεν μιλάμε στη γραμμή», κι έπειτα οι πρώτες σειρές έστριψαν κάτω προς την καζάρμα, ο λοχίας Μπούμαν πιλάλησε μπροστά και βρυχήθηκε: «Διμοιρία, προ-σσσχή! Ημιιι-ανάπαυσις!» Τα τακούνια έτριψαν χαλίκι, κάποιος σκόνταψε σε έναν κουτσουρεμένο κορμό δέντρου και βλαστήμησε, έκανε τέτοια ζέστη ώστε ο ιδρώτας διαπερνούσε σχεδόν και το χιτώνιο της στολής, οι αρβύλες είχαν ασπρίσει απ’ τη σκόνη και μια ξινίλα έβγαινε από τα κορμιά. Σταμάτησαν ακριβώς έξω από το Θάλαμο Νο 12, το σταμάτημα θύμισε περισσότερο μια ήρεμη πτώση προς τα μπρος και μετά... μετά ο καθένας με το κοντάκι στηριγμένο στον αριστερό γοφό αφαίρεσε τα βασικά μηχανικά μέρη του όπλου κι ύστερα σκόρπισαν όλοι, η μια ανόρεχτη παρέα μετά την άλλη, στο χώρο του στρατοπέδου. Μόνο ο Μπιλ έμεινε εκεί, στεκόταν μερικά μέτρα μακριά από τον λοχία Μπούμαν –ο οποίος ήταν πλήρως απασχολημένος με την καθοδήγηση του δεκανέα Σβένσον σε ειδικά θέματα τακτικής– και σκούπιζε με τα δάχτυλα την άμμο από το όπλο του. Κατόπιν έφερε τα χέρια του μπροστά και τράβηξε καμιά δυο φορές τους ιμάντες του γυλιού του. Εκείνη τη στιγμή άκουσε μερικούς ήχους συρσίματος εκεί μέσα κι ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα σαν ήρεμο ξεφύσημα ατμού. Στη συνέo


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 34



ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

χεια, το ζώο εκεί μέσα άραξε να ησυχάσει, και ο Μπιλ κάλυψε τα ελάχιστα μέτρα μέχρι τους δύο ανωτέρους του, χτύπησε τα τακούνια του και είπε: «Κυρ λοχία, στρατιώτης 362, Στένμπεργ, αναφέρω». Ο Μπούμαν σήκωσε το κεφάλι με ένα μικρό και ενοχλημένο σαρδόνιο χαμόγελο στο χείλη. «Βεβαίως, στρατιώτη 362», έκανε, άφησε με ένα μικρό νεύμα τον δεκανέα και πήγε να σταθεί στον ίσκιο που έριχνε ο τοίχος της καζάρμας. Ο Μπιλ τον ακολούθησε κατά πόδας και, όταν ο λοχίας έκανε μεταβολή για να τον κοιτάξει, ο Μπιλ έκανε μερικά βήματα και πλησίασε πολύ κοντά του και δεν έμοιαζε καθόλου με κάποιον που είχε πέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. Υπήρχε κάτι ανυπότακτο στην όλη στάση του, και ο λοχίας ήταν έτοιμος να πει κάτι δηκτικό, αλλά πριν προλάβει, ο Μπιλ άρχισε: «Κυρ λοχία», έκανε, «βρήκα κάτι, κάτι ιδιαίτερο. Θα ήθελε να το δει ο κυρ λοχίας;» Άφησε το γυλιό του να γλιστρήσει στο έδαφος, σίμωσε κι άλλο, έλυσε έναν από τους ιμάντες του γυλιού, τον αναποδογύρισε απότομα, κάτι γλίστρησε από το άνοιγμα, κάτι μαύρο που στριφογύριζε μανιασμένα, και ο λοχίας πισωπάτησε μέχρι που βρήκε στον τοίχο της καζάρμας. Ο Μπιλ πλησίασε κι άλλο, έτσι ώστε να στέκεται πάρα πολύ κοντά του, κι έπειτα είπε: «Είναι ένα μικρό φίδι. Μόλις το έπιασα πάνω στο λόφο. Ο πατέρας μου μαζεύει φίδια και τα βάζει σε μπουκάλια, έχει όλων των λογιών». Ο λοχίας είχε γίνει ένα με τον τοίχο, η μπογιά έμεινε όλη στο χιτώνιό του, τα μάτια του φάνηκαν μόνα και μικροσκοπικά στον ωκεανό του ασπραδιού τους και τα δάχτυλά του έπαιζαν νευρικά γύρω από το περιαυχένιο κορδόνι. «Ναι», είπε, και το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του διογκώθηκε τόσο, ώστε να μην μπορεί να βγει κάτι περισσότερο από εκείνο το «ναι».


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 35

ΤΟ ΦΙΔΙ



Το φίδι χτυπιόταν βίαια πάνω στον καμβά του γυλιού, και το μικρό κολόβωμα που περίσσευε πάνω στην κορφή του φάνταζε φριχτό και απειλητικά ζωντανό. Μπορούσε να δει κανείς καθαρά τα τινάγματα του κεφαλιού του, σαν κάτι να ’ψαχνε, κάτω από τον καμβά, ήταν σαν να στεκόσουν σε αποβάθρα και να έβλεπες ένα ψάρι να κολυμπά εκεί κάτω στο νερό. Τώρα γλίστρησε προς το χείλος του σακιδίου, και τότε τα χέρια του Μπιλ απέκτησαν ξαφνικά μια εγρήγορση, μια επιφυλακτικότητα. Έσπρωξε μέσα το σφαδάζον κολόβωμα κι έδεσε στα γρήγορα τους ιμάντες του γυλιού. Έπειτα τον έριξε ξανά στην πλάτη του και όλη την ώρα άκουγε κανείς το βίαιο πάλεμα του φιδιού στη φυλακή του. «Το θέμα είναι, λοιπόν», έκανε εκείνος και ακούστηκε σαν αυτό που μόλις είχε πει να ήταν κάποιου είδους συνέχεια της επίδειξης του φιδιού, κάποιου είδους εκβιασμός, όπως το κατάλαβε ο λοχίας μέσα από τις μισές και ανέσωστες σκέψεις του, που στριφογύριζαν στο μυαλό του, αλλά ένιωθε πολύ στραγγισμένος από δυνάμεις για να συγκεντρωθεί και να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση, «το θέμα είναι», συνέχισε ο Μπιλ, «ότι αισθάνομαι κομμάτι εξαντλημένος και ευχαρίστως θα επιθυμούσα να μη συμμετάσχω στις ασκήσεις σήμερα. Ταλαιπωρήθηκα λιγουλάκι με τις πορείες αυτή τη βδομάδα, έχουμε και άδεια με διανυκτέρευση απόψε, και ίσως να μας κουράσει κι αυτό». Ο λοχίας ξεκόλλησε από τον τοίχο. Βγήκε από τη σκιά στον ήλιο και, όταν στράφηκε στον Μπιλ, οι ηλιαχτίδες έπεσαν πάνω του, διαπέρασαν τ’ αυτιά του και τα έκαναν να φανούν κατακόκκινα σαν να ’χαν πάθει φλεγμονή, ενώ το πρόσωπό του, που το κάλυπτε ακόμα μια τρεμουλιαστή σκιά, ήταν κατάχλομο μ’ έναν νοσηρό, σχεδόν άσεμνο τρόπο. Φέρτε του την πάπια, σκέφτηκε ο Μπιλ, αλλά ο λοχίας Μπούμαν έγειρε μπροστά, πάνω από τις αρβύλες του. «Ναι, πράγματι, έχετε άδεια με διανυκτέρευση», έκανε σχε-


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 36



ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ

δόν ξέπνοα κι έπειτα έκανε μεταβολή και τράβηξε με βήμα βαρύ προς τη Λέσχη Υπαξιωματικών. Ο ήλιος έπεφτε απευθείας στην ελαφρώς σκυφτή ράχη του και η μπογιά από τον τοίχο είχε σχηματίσει μικρές κόκκινες κηλίδες στο χιτώνιο, εκεί όπου άπλωναν οι ωμοπλάτες την αψίδα τους και σ’ έκαναν να σκεφτείς ότι τον είχαν σταυρώσει και ότι ακριβώς εκεί είχαν μπει τα καρφιά. Ο Μπιλ μπήκε στη σκοτεινή δροσιά του θαλάμου. Περπάτησε κάπως φασαριόζικα μέχρι το κρεβάτι του, πέταξε από πάνω του το τουφέκι κι έπειτα σωριάστηκε στο κρεβάτι. Τα παράθυρα ήταν κλειστά, και ασαφώς πρωτόγονες οσμές αναδίδονταν από τα πενήντα δύο κρεβάτια. Σε λίγο είχε βυθιστεί σε βαρύ και κάθιδρο ύπνο και, όταν ξύπνησε, κατάλαβε από τη φασαρία εκεί μέσα και το μουρμουρητό απ’ έξω πως το προάριστον πρέπει να είχε τελειώσει και ότι η ώρα ήταν, ως εκ τούτου, λίγο μετά τις δώδεκα. Τότε θυμήθηκε την Ιρέν και το καφέ, παρέμεινε ξαπλωμένος για λίγο ακόμα, μισοκοιμισμένος, να σκέφτεται μόνο εκείνη, και μετά αποκοιμήθηκε άλλο λίγο και την ονειρεύτηκε, και στο όνειρο εκείνο η Ιρέν και ο λοχίας Μπούμαν κάθονταν δίπλα στο γήπεδο του γκολφ και φιλιόνταν, κι αυτός, ο Μπιλ, πήγε αθόρυβα μέχρι τη διμοιρία και στο χέρι κρατούσε μια μικρή χειροβομβίδα έτοιμη να την πετάξει. Αλλά δεν μπορούσε να υπολογίσει την απόσταση ρίψης και, ενώ γυρόφερνε κρατώντας τη, η χειροβομβίδα έγινε στο τέλος πολύ καυτή και με ένα σφύριγμα έσκασε στο χέρι του. Αλλά δεν τον πόνεσε και, όταν κοίταξε, είδε, με φρίκη, ότι τα θραύσματα της χειροβομβίδας που είχαν καλύψει το χέρι του αποτελούνταν από μικρά, συστρεφόμενα φίδια. Τότε ένιωσε να παγώνει ολόκληρος και ταυτόχρονα να τον λούζει ιδρώτας, ξύπνησε και κατέβηκε από το κρεβάτι. Στο πάτωμα ο γυλιός, ανησυχητική ηρεμία στο εσωτερικό του, τον έπιασε προσεχτικά και τον έβαλε στο φωριαμό του, από πάνω


DAGERMAN_FIDI D_Layout 1 25/10/17 4:27 μ.μ. Page 37

ΤΟ ΦΙΔΙ



τοποθέτησε το τουφέκι κι έκλεισε το φωριαμό στα γρήγορα. Έπειτα άκουσε τον αξιωματικό υπηρεσίας να έρχεται για επιθεώρηση θαλάμου, στριμώχτηκε για να μη φαίνεται πίσω από το φωριαμό και, όταν πέρασε ο κίνδυνος, βγήκε όσο αθόρυβα μπορούσε και κατάφερε να φτάσει στις παρυφές του δάσους απαρατήρητος. Διέσχισε το δάσος τρέχοντας σ’ ένα μονοπάτι καλυμμένο από πευκοβελόνες, με την καρδιά του να σφυροκοπάει τα στήθη του και τα χέρια του να κολλάνε από τον ιδρώτα. Θυμήθηκε ξαφνικά το όνειρο που έβλεπε πριν από λίγο, και μάλιστα, τόσο έντονα, ώστε αναγκάστηκε να κοιτάξει κάτω, τα χέρια του. Αλλά τα χέρια του ήταν όπως πάντα, λίγο πλατιά και ηλιοκαμένα και καλυμμένα από ανάγλυφες μπλε φλέβες. Έμεινε λίγο αμήχανος με τον εαυτό του, έκοψε ταχύτητα και επέστρεψε στο κανονικό. Ψυχρός. Ήρεμος. Όταν θα έφτανε στο καφέ, έπρεπε να είναι όπως ήταν πάντα, σκέφτηκε. «Για κοίτα, η Ιρέν», θα έλεγε. «Έχεις αράξει εδώ, περνάς όμορφα και περιμένεις κάποιον; Μη μου πεις ότι περιμένεις εμένα;»


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.