DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 5
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
ΝΕΚΡΕΣ ΩΡΕΣ Μυθιστόρημα
P
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 6
Το 50% των εσόδων του συγγραφέα από την πώληση του βιβλίου δίνονται για την ενίσχυση του έργου του συλλόγου «Νοσηλεία» (http://www.nosilia.org.gr/). ©
Copyright Βασίλης Δανέλλης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓρΑφΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6285-5
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 24/10/17 4:20 μ.μ. Page 7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Πρώτες ώρες . . . . . . . . . . . . . Μπαλάντα για τον θάνατό μου Νυχτερινή βάρδια . . . . . . . . . Η άκρη της νύχτας . . . . . . . . . Αφρικανική σκόνη . . . . . . . . . Θάνατος το απομεσήμερο . . . . Ζαΐρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νεκρή ζώνη . . . . . . . . . . . . . Περιτύλιγμα . . . . . . . . . . . . . Τάση φυγής . . . . . . . . . . . . . . Ξέσπασμα . . . . . . . . . . . . . . . Μελαγχολικές Δευτέρες . . . . . Αναστοχασμός . . . . . . . . . . . Ώρες αιχμής . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 21 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 31 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 37 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 46 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 55 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 65 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 74 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 85 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 96 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 106 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 114 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 123 . . . . . . . . . . . . . . . . . . 133
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 8
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 9
ρ Ο Ζ Ε Ν Κ ρ Α Ν Τ Σ : φοβάμαι ότι δεν είναι η μέρα σου. Γ Κ Ι Λ Ν Τ Ε Ν Σ Τ Ε ρ Ν : φοβάμαι πως είναι.
Τ ΟΜ Σ ΤΟΠΑρΝΤ, Ο ρόζενκραντς και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 10
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 11
ΜΗΔΕΝ
Πρώτες ώρες
Δ
παρά τέταρτο. Κάθομαι σε μια καντίνα στην άκρη του δρόμου. Η βροχή έχει σταματήσει εδώ και λίγη ώρα. Δώδεκα παρά δέκα. Μασουλάω ανόρεχτα το χοτ ντογκ μου. Στην άλλη άκρη του πάγκου ένα ζευγάρι χαριεντίζεται. Είναι και οι δύο πολύ μεθυσμένοι. Εκείνος της βάζει χέρι και της μιλάει χαμηλόφωνα. Σίγουρα προστυχόλογα. Εκείνη γελάει δυνατά και του χαϊδεύει τα μάγουλα. Δώδεκα παρά πέντε. Σκουπίζομαι με την χαρτοπετσέτα και την πετάω στον κάδο. Κοιτάζω το πρόσωπό μου μέσα στα απόνερα της βροχής. Λένε ότι είμαι όμορφος. Αρρενωπό πηγούνι, αρχαιοελληνική μύτη και τα λοιπά. Εγώ βλέπω έναν άντρα μόνο του. Η γυναίκα πατάει με την μύτη του παπουτσιού της μέσα στην λιμνούλα και διαλύει το είδωλό μου. Ο σύντροφός της πληρώνει και φεύγουνε. Παραγγέλνω μια μπίρα. Δώδεκα. φέρνω το κουτάκι στα χείλη μου και ψιθυρίζω: Χρόνια πολλά. Σκέφτομαι πόσο μεγάλωσα. Μετά σταματάω να σκέφτομαι και πίνω μια γενναία γουλιά. Δώδεκα και πέντε. Η μπίρα μου κοντεύει να τελειώσει. Να παραγγείλω κι άλλη; Δεν προλαβαίνω να αποφασίσω. Ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος κάπου κοντά. Ο καντινιέρης σκύΩΔΕΚΑ
11
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 12
βει πάνω από τον πάγκο του για να δει τι έγινε. Κοιτάζω κι εγώ προς την ίδια κατεύθυνση. Για λίγα δευτερόλεπτα τίποτα δεν συμβαίνει. Μετά βγαίνει μέσα από το σκοτάδι μια γυναίκα. Τρέχει κουτσαίνοντας. Κάθε δύο βήματα ρίχνει μια ματιά πίσω της. Μας πλησιάζει αγκομαχώντας. φτάνει στην καντίνα κι αρπάζεται από ένα σκαμπό. Προσπαθεί να ξαναβρεί την ανάσα της. Είναι μελαχρινή. Τα μαλλιά της είναι κομμένα στο ύψος του ώμου, ίσως λίγο πιο κοντά. Τα έχει χτενίσει προς τα πίσω και, παρόλο που έτρεχε σαν παλαβή, δεν έχει φύγει ούτε μια τρίχα από την θέση της. Χάρη στην λακ ή το τζελ. φοράει ένα μαύρο φόρεμα. Οι ώμοι της είναι γυμνοί. Το ίδιο και οι γάμπες. Οι γόβες της είναι λευκές. Το ίδιο κι η τσάντα. Το ένα τακούνι είναι σπασμένο. Ο καντινιέρης την ρωτάει αν είναι καλά. Δεν του απαντάει. Ψάχνει ακόμα με το βλέμμα της μέσα στην νύχτα. Ο άντρας με κοιτάζει και κάνει μια γκριμάτσα. Τον αγνοώ. Βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα κι ανάβω ένα. Προσφέρω και σ’ εκείνη. Με προσέχει για πρώτη φορά. Αρνείται με μια βιαστική χειρονομία. Συνεχίζει να παρατηρεί την διαδρομή απ’ όπου ήρθε. Κανείς δεν εμφανίζεται. Τελικά ζητάει ένα μπουκάλι νερό. Ο άντρας πίσω από τον πάγκο σκύβει και βγάζει ένα από το ψυγειάκι του. Η κοπέλα πίνει το μισό με την μία. Ο καντινιέρης θέλει να πληρωθεί. Ανοίγει την τσάντα της και ψάχνει. Στην αρχή με ηρεμία, ύστερα με πανικό. Ανακατεύει το περιεχόμενο με μανία. Ένα ζευγάρι κλειδιά πέφτει στ’ απόνερα. Σκύβω να το μαζέψω. Βλέπω πάλι τον εαυτό μου. Αυτή την φορά δεν είμαι μόνος. Ένα γυναικείο είδωλο τρεμοπαίζει πίσω από το δικό μου. 12
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 13
Πνίγει μια βρισιά. Εξηγεί ότι έχασε το πορτοφόλι της, μάλλον της το πήραν. Κανονικά δεν θα τον πείραζε για πενήντα λεπτά. Δεν του είχε δώσει σημασία όμως όταν έπρεπε. Της κάνει τον δύσκολο, θέλει παρακάλια. Βγάζω ένα κέρμα και το ακουμπάω μπροστά του. Η κοπέλα πετάει ένα ευχαριστώ χωρίς καν να γυρίσει προς το μέρος μου. Πίνει πάλι από το νερό της. Ξαφνικά πνίγεται. Ένας άντρας έχει εμφανιστεί στην άκρη του δρόμου. Είναι ψηλόσωμος και γεροδεμένος. Στέκεται κάτω από μια σπασμένη λάμπα και το πρόσωπό του δεν φαίνεται καθαρά. Τα μάτια του γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι. Η γυναίκα, ενστικτωδώς, κάνει ένα βήμα πίσω και πέφτει στην αγκαλιά μου. Ο άγνωστος καρφώνει το βλέμμα του στο δικό μου. Του το ανταποδίδω σταθερά. Εκείνη παρατηρεί την σιωπηρή αντιπαράθεσή μας. Τώρα με προσέχει για τα καλά. Της ρίχνω δυο κεφάλια. Οι ώμοι μου είναι αρκετά φαρδιοί, το πηγούνι και η μύτη χαρίζουν μια σκληράδα στο πρόσωπό μου. Το σώμα της χαλαρώνει κάπως. Με ρωτάει αν θα μπορούσα να την συνοδέψω ως το σπίτι της. Δέχομαι. Της δίνω τα κλειδιά που έχουν ξεμείνει στο χέρι μου και το παλτό μου. Καλύπτει τους ώμους της. Και τις γάμπες της. Κρατιέται από το μπράτσο μου για να μην χάσει την ισορροπία της. Ο διώκτης της μας ακολουθεί από απόσταση. Προχωράμε δύο δρόμους για να βρούμε ταξί. Όταν μπαίνουμε μέσα, η κοπέλα βγάζει τα παπούτσια με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Λέει μια διεύθυνση στον οδηγό. 13
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 14
Εκείνος την κοιτάζει λαίμαργα μέσα από το καθρεφτάκι του. Του λέω να ξεκινήσει. Πατάει αμέσως το γκάζι. Μένει στα βόρεια προάστια. Ήσυχη γειτονιά. Σταματάμε μπροστά σε μια πολυκατοικία με κήπο. Τα δέντρα του φτάνουν μέχρι τον τρίτο όροφο. Βάζει πάλι τις γόβες και ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου. Ελπίζω να με καλέσει για ένα ποτό. Βγάζει το παλτό, το αφήνει στο κάθισμα και με ευχαριστεί. Δεν έχει πρόσκληση. Κουνάω το κεφάλι μου ως απάντηση. Γυρίζει την πλάτη της και προχωράει προς την είσοδο. Ο οδηγός κάνει κάποιο χωρατό. Δεν τον ακούω. Μια μηχανή στρίβει στο στενό. Τα φώτα της είναι σβηστά. Ο ταξιτζής βάζει πρώτη. Του λέω να περιμένει. Η γυναίκα έχει ήδη ξεκλειδώσει την εξώπορτα. Γυρίζει το κεφάλι της και βλέπει την μοτοσυκλέτα. Πάνω της βρίσκεται ο άντρας που την καταδιώκει. Βγάζει μια πνιχτή κραυγή και τρέχει πάλι σ’ εμένα. Αυτή την φορά δίνω την δική μου διεύθυνση στον ταξιτζή. Έχει καταλάβει ότι πρέπει να ξεφύγουμε απ’ τον άλλο και φαίνεται να το διασκεδάζει. Οδηγεί γρήγορα και μιλάει ασταμάτητα. Νομίζει ότι είμαστε παράνομο ζευγάρι. Κάνει πολλές ερωτήσεις. Αδιάκριτες. Απαντάω μονολεκτικά. Εκείνη παραμένει σιωπηλή. Έχει σκύψει το κεφάλι και κλαψουρίζει. Της πιάνω το χέρι. Δεν το τραβάει. Περνάμε μερικά φανάρια με κόκκινο. Σε ένα από αυτά παραλίγο να τρακάρουμε. Τελικά η μηχανή χάνεται κάπου πίσω μας. φτάνουμε στην γειτονιά μου. Το ταξίμετρο γράφει σχεδόν είκοσι ευρώ. Ο άντρας πίσω από το τιμόνι μού ζητάει δέκα παραπάνω. Με κοιτάζει προ14
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 15
κλητικά μέσα από το καθρεφτάκι του. Του δίνω τα διπλάσια. Τ’ αξίζει. Έκανε καλή δουλειά. Το δρομάκι είναι γεμάτο περίεργες φάτσες. Γυρίζουν προς το μέρος μας. Η γυναίκα σφίγγει το κορμί της πάνω στο μπράτσο μου. Ανεβαίνουμε από τις σκάλες. Το ασανσέρ δεν λειτουργεί. Πάλι. Το διαμέρισμά μου είναι μικρό και ακατάστατο. Της ζητάω συγγνώμη γι’ αυτό το χάλι. Δεν δείχνει να ενοχλείται. Πηγαίνει στο παράθυρο και κοιτάζει κάτω. Ανάβω το φως. Με παρακαλεί να το κλείσω. Της λέω ότι δεν έχει να φοβάται τίποτα όσο είναι εδώ. Επιμένει. Ανασηκώνω τους ώμους κι υπακούω. Βρίσκω στα σκοτεινά τον δρόμο για την κουζίνα. Παίρνω δυο μπίρες από το ψυγείο και της δίνω την μία. Αρνείται. ρωτάει αν υπάρχει κάτι να φάει. Γυρίζω στην κουζίνα. Είχα βγάλει ένα κομμάτι κρέας από την κατάψυξη, θα το έτρωγα αύριο. Χαλάλι. Το βάζω σε ένα τηγάνι και ξεπλένω το πιάτο απ’ το αίμα. Ψάχνω μπας και βρω τίποτ’ άλλο φαγώσιμο. Ξεθάβω ένα ξεχασμένο μαρούλι. Μυρίζει σαν ψόφια γάτα. Το πετάω. Σερβίρω την μπριζόλα σκέτη. Τρώει με μεγάλη όρεξη. Ανακαλύπτω ένα μπουκάλι κρασί. Την ρωτάω αν θέλει. Θέλει. Τελειώνει το φαγητό της και επιστρέφουμε στο σαλόνι. Εκείνη κάθεται στον καναπέ. Απλώνει τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι. Η λευκή επιδερμίδα της λάμπει μέσα στο σκοτάδι. Ανοίγω το ραδιόφωνο και βολεύομαι στην πολυθρόνα. Πίνουμε και καπνίζουμε χωρίς να μιλάμε. 15
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 16
Δύο και είκοσι. Οι μπίρες έχουν τελειώσει. Το ίδιο και το κρασί. Μια τζούρα έχει απομείνει μονάχα στον πάτο του μπουκαλιού. Η κοπέλα μισοκοιμάται, εγώ καπνίζω ακόμα. Έξω βρέχει. Δύο και είκοσι πέντε. Ανοίγω ένα κονιάκ. Σκέτο ξίδι. Μόνο για κηδείες και μελομακάρονα κάνει. Πίνω ένα σφηνάκι. Στο δεύτερο σκέφτομαι πάλι πόσο μεγάλωσα. Προσπαθώ να το αποφύγω. Δεν γίνεται. Δύο και μισή. Μήπως ν’ αλλάξω ζωή; Ξεχωρίζω μέσα στις σκιές το περίγραμμά της. Ένα νεαρό κορίτσι ξαπλώνει στον καναπέ μου. Όχι, δεν πρέπει να συνηθίσω στην ιδέα. Αλλά και πάλι, το καλύτερο δώρο γενεθλίων που είχα εδώ και χρόνια. Πίνω στην υγειά μου. Τρεις παρά δέκα. Το κονιάκ έχει μείνει μισό. Η βροχή έχει δυναμώσει. Μια βροντή τραντάζει τα τζάμια. Η κοπέλα πετάγεται έντρομη. Για μια στιγμή δεν μπορεί να θυμηθεί πού βρίσκεται. Αγχώνεται, θυμάται, σπάει. Της δίνω ένα λεπτό μοναξιάς. Το κλαίει όλο. Αφήνω την πολυθρόνα μου και κάθομαι δίπλα της. ρίχνει το κεφάλι της στο στήθος μου και συνεχίζει τον σπαρακτικό λυγμό της. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να ρωτήσω το όνομά της. Ξαφνικά αρχίζει να μιλάει. Για μπλεξίματα, για λάθη, για μια πιθανή λύση, για κίνδυνο. Δεν την ακούω, ακόμα βασανίζομαι για το αν πρέπει να μάθω το όνομά της. Χάνω τα λόγια της, η φωνή όμως συνεχίζει να φτάνει στ’ αυτιά μου. Θλιμμένη, τρεμουλιαστή σαν να ψέλνει μοιρολόι. Κλείνω τα μάτια και το αφήνω να μπει στο μυαλό μου. 16
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 17
Συνειδητοποιώ ότι ζαλίζομαι. Συνήθως είμαι νηφάλιος. Ποτέ δεν χάνω έτσι τον έλεγχο. Αλλά σήμερα είναι τα γενέθλιά μου, διάολε! Τα δάκρυά της μουσκεύουν το πουκάμισό μου. Να ρωτήσω το όνομά της; Σηκώνεται απότομα, σπρώχνοντας τον ώμο μου. Πονάνε οι αρθρώσεις μου. Σκέφτομαι πόσο μεγάλωσα. Σκατά! ρωτάει αν θα την βοηθήσω. Τα μάτια της καίνε από αγωνία. Δεν είμαι σίγουρος για τι πράγμα μιλάει. Κανονικά πρέπει να αρνηθώ, να την στείλω σπίτι της. Ίσως χρειάζεται να της φωνάξω και λίγο για να τα καταφέρω. Δεν μπορώ. Είμαι πολύ γέρος για ν’ αλλάξω. Σηκώνομαι με δυσκολία και της ζητάω δύο λεπτά. Πάω στο μπάνιο. Στον καθρέφτη με χαζεύει ένας άντρας. Αρχαιοελληνική μύτη, αρρενωπό πηγούνι και τα λοιπά. Γύρω από την μύτη υπάρχουν ρυτίδες. Το πηγούνι είναι αξύριστο και γκρίζο. ρίχνω νερό στα μούτρα του. Πίσω στο σαλόνι είμαι πάλι ο εαυτός μου. Εκείνη μου εξηγεί ένα σχέδιο. Περιλαμβάνει ένα ταξίδι στην επαρχία για να το παραδώσουμε στα σωστά χέρια. Ονειρεύομαι το ταξίδι. Ξημέρωμα στην εθνική οδό, εκείνη κοιμάται στην θέση του συνοδηγού, το κεφάλι της γέρνει στο τζάμι. Έχω μάθει το όνομά της. Το ψιθυρίζω. Ανοίγει τα μάτια της. Μοιραζόμαστε έναν καφέ. Με χτυπάει απαλά με τις γροθιές της στο στήθος. Παρεξήγησε την σιωπή μου, την πέρασε για δισταγμό. Της λέω ότι θα πάρουμε το αυτοκίνητό μου αυτή την φορά. Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της, σαν κοριτσάκι, και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Βάζω μπρος. Η κοπέλα αναλύει το πλάνο. Δεν ακούω. 17
2 – Νεκρές ώρες
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 18
Τι είναι αυτό που θέλει να παραδώσουμε; Μάλλον μου το είπε όταν είχα κλείσει τα μάτια μου. Δεν έχει σημασία. ρωτάω πού πηγαίνουμε. Με κοιτάζει με έκπληξη. Επαναλαμβάνει τις οδηγίες άλλη μια φορά. φτάνουμε σε μια ερημική περιοχή λίγο έξω από την πόλη. Δεν υπάρχει δημόσιος φωτισμός. Ζητάει το κινητό μου. Τώρα διστάζω στ’ αλήθεια. Τελικά το δίνω. Μου λέει να περιμένω στο αυτοκίνητο με σβηστά τα φώτα. Την αφήνω να απομακρυνθεί. Βλέπω το φως του φακού από το τηλέφωνό μου να μικραίνει και να χάνεται στην νύχτα. Πιάνω το τιμόνι και με τα δύο χέρια. Κάνω πολλά λάθη απόψε, φωνάζω σιωπηλά στον εαυτό μου. Συμφωνεί, αλλά έχει και κάτι άλλο να πει: Δεν βαριέσαι! Περνάνε περίπου δεκαπέντε λεπτά. Μπορεί να την κοπάνησε, σκέφτομαι. Αποκλείεται, απαντάει μια σίγουρη φωνή μέσα μου. Θα έρθει. Κι αν έπαθε κάτι; Αν χτύπησε; Θα έρθει. Ανοίγω το ντουλαπάκι μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού. Ψαχουλεύω στα τυφλά και βρίσκω αυτό που ψάχνω. Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Δεν βρέχει πολύ πια. Ψιχαλίζει μόνο. Βγάζω ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο και το ανάβω. Εμφανίζεται το φως του κινητού μου. Σιγά σιγά μεγαλώνει. Το κορίτσι φτάνει κοντά μου. Το φόρεμά της είναι λασπωμένο. Τα χέρια της είναι μούσκεμα. Κρατάει ένα πακέτο, τυλιγμένο με πλαστικό. Δεν είναι μεγάλο. 18
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 19
Πάει ν’ ανοίξει το στόμα της. Πυροβολώ. Σκατά! Σκύβω από πάνω της και μαζεύω το τηλέφωνό μου. Και το πακέτο. Στο πρόσωπό της έχει καρφιτσωθεί μια έκφραση έκπληξης. Στεναχωριέμαι που αυτό ήταν το τελευταίο της συναίσθημα. Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Βάζω το όπλο πάλι στο ντουλαπάκι. Πετάω το πακέτο στο πίσω κάθισμα. Ελέγχω το τηλέφωνο. Δεν έκανε καμία κλήση. Καλύτερα. Ξεκινάω. Κρίμα να μην μάθω το όνομά της. Θα ήθελα πολύ να ξέρω πώς την λένε. Πέντε παρά τέταρτο. Κάθομαι στην καντίνα στην άκρη του δρόμου. Η βροχή έχει σταματήσει εδώ και λίγη ώρα. Πέντε παρά δέκα. Ζητάω μια μπίρα. Την τρίτη. Ή την τέταρτη. Ο καντινιέρης την αφήνει στον πάγκο μπροστά μου. Δεν δείχνει να με θυμάται, κι ας πέρασαν μόνο πέντε ώρες. Πέντε παρά πέντε. Είμαι πολύ μεθυσμένος. Όλα γυρίζουν. Πέντε. Μια μηχανή στρίβει και πλησιάζει την καντίνα. Σταματάει μπροστά μου. Ο οδηγός βγάζει το κράνος του. Τα μάτια του γυαλίζουν. Με ρωτάει αν το βρήκα. Κουνάω βαριεστημένα το κεφάλι μου. Λάθος κίνηση. Ο δρόμος παίρνει απότομη κλίση. Η καντίνα αιωρείται για λίγο. Βάζω δύναμη. Ο κόσμος επιστρέφει στην θέση του. Ο άντρας θέλει το πακέτο. Σηκώνομαι και ελπίζω να μην προσέξει ότι παραπατάω. φτάνω στο αυτοκίνητο, σκύβω στο πίσω κάθισμα και 19
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 20
στιγμιαία σκέφτομαι να ξαπλώσω και να κοιμηθώ. Παίρνω το πακέτο. Κρατιέμαι από την πόρτα για να βρω ισορροπία. Βλέπω το πρόσωπό μου στα απόνερα που μαζεύονται γύρω από την ρόδα. Αρρενωπό πηγούνι, αρχαιοελληνική μύτη και τα λοιπά. Πετάω στην λακκούβα το τσιγάρο που κρέμεται από τα χείλη μου. Του δίνω αυτό που περιμένει. Μου δίνει τον φάκελο με τα χρήματα. Έχει το σωστό πάχος. Δεν τον ανοίγω. Με χαιρετάει και φεύγει. Πέντε και πέντε. Σε λίγο θα ξημερώσει. Τώρα θα ήμασταν στην εθνική. Εκείνη θα κοιμόταν δίπλα μου, κουλουριασμένη πάνω στο κάθισμα. Πέντε και δέκα. φέρνω το κουτάκι στα χείλη μου. Ή τουλάχιστον προσπαθώ. Χρόνια πολλά, ψιθυρίζω κάπως δυνατά. Πέντε και τέταρτο.
20
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 21
ΕΝΑ
Μπαλάντα για τον θάνατό μου
Ε
μία ώρα να σκοτώσω. Είναι καθημερινή. Το λιμάνι είναι άδειο. Μόνο ζητιάνοι και πρόσφυγες. Τα νερά σκοτεινά, τα πλοία δεμένα. Πίσω μου η πόλη φωτισμένη. Η μουσική από τα μπαρ φτάνει στ’ αυτιά μου. Κοιτάζω το ρολόι. Έχω χρόνο. Προτιμώ να τον περάσω στην αποβάθρα. Ξεκουμπώνω το παλτό. Το κρύο θερίζει. Βγάζω το φλασκί και ξεβιδώνω το καπάκι. Κάνω μια πρόποση σ’ όσους έχουν τα κότσια να μπαρκάρουν. Πίνω σιωπηλά και κοιτάζω την μαύρη θάλασσα. Ένας αλκοολικός με πλησιάζει και ζητάει μια τζούρα απ’ το ποτό μου. Κρατάει ένα χάρτινο ποτηράκι. Μέσα του έχει λίγα κέρματα. Τ’ αδειάζει στην χούφτα του και μου το δείχνει. Το χέρι του τρέμει. Του βάζω. Πίνει λαίμαργα. Βάζω λίγο ακόμα. Μου χαρίζει ένα ξεδοντιάρικο χαμόγελο. Στέκεται δίπλα μου. Το μουρμουρητό του ανακατεύεται με τα κύματα. Κερνάω τρίτη φορά και φεύγω. Παίρνω τα μπαρ ένα ένα. Στο πρώτο έχει ρουμάνες, στο επόμενο ρωσίδες, στο τρίτο Ελληνίδες κι Αλβανίδες. Δεν κάθομαι σε κανένα. φτάνω μέχρι την άκρη του λιμανιού κι ύστερα χώνομαι στα στενά. Ένας παγωμένος άνεμος με δαγκώνει στο σβέρκο. Κι άλλα μπαρ. Μπαίνω μέσα, ρίχνω μια ματιά, φεύγω. Ένα απομένει. Στην πόρτα κρατάει τσίλιες ένας γέρος με μουστάκι. Το παντελόνι του είναι δυο νούμερα μεγαλύτερο. Η ζώνη δεν έχει αρκετές τρύπες, η άκρη ΧΩ
21
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 22
της κρέμεται κάτω από το μπουφάν. Τα χέρια του στις τσέπες. Κάπου έχει έναν σουγιά. Με κόβει από πάνω μέχρι κάτω. Δεν του αρέσει η φάτσα μου. φαίνομαι αρκετά σκληρός για να με κάνει καλά. Τον χαιρετώ μ’ ένα νεύμα. Δεν τον καθησυχάζει. Ανταποδίδει με μια σφιγμένη έκφραση, αλλά μου επιτρέπει να μπω. Ημίφως. Γυναικείες φιγούρες στην μπάρα. Λίγα τραπεζάκια. Ένα από αυτά έχει κίνηση. Δεν διακρίνω πολλά. Μου παίρνει ένα λεπτό μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου. Λατίνες. Δύο. Τρεις, μ’ εκείνη που απασχολεί τους μοναδικούς πελάτες του μαγαζιού. Τα πρόσωπά τους στρέφονται πάνω μου. Περιμένουν να αποφασίσω. Σχεδόν απορούν που στέκομαι ακόμα εκεί και δεν κάνω μεταβολή. Ο μπάρμαν με παρατηρεί διακριτικά. Διασχίζω την αίθουσα και ζητάω μια μπίρα. Μπουκάλι. Δεν με ρωτάει τι μπίρα. Σκύβει κάτω από τον πάγκο και διαλέγει μία μόνος του. Μόλις την ανοίγει, πίνω την μισή με μια γουλιά. Μετά διαλέγω ένα τραπεζάκι μακριά απ’ τους άλλους. Βγάζω το παλτό, το διπλώνω προσεκτικά και τ’ ακουμπάω δίπλα μου. Περιμένω. Όχι πολύ. Μια κοπέλα πλησιάζει. ρωτάει αν μπορεί να κάτσει μαζί μου. Της δείχνω μια καρέκλα. Το ποτό της τέλειωσε, λέει. Κουνάει το ποτήρι για να το αποδείξει. Μέσα του κροταλίζουν παγάκια. Να το γεμίσει, απαντάω. Κάνει νόημα στον μπάρμαν. Εκείνος της ετοιμάζει κάτι. Μου πιάνει την κουβέντα. Εγώ δεν μιλάω, μόνο ακούω. Ο άντρας φέρνει το ποτό. Με κοιτάζει καχύποπτα. 22
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 23
Πίνω λίγο ακόμα από την μπίρα και βάζω το χέρι μου στο μπούτι της γυναίκας. Ο μπάρμαν απομακρύνεται ικανοποιημένος. Εκείνη χαμογελάει. Το πάνω χείλος της σουφρώνει, οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια της βαθαίνουν, το προγούλι της κρεμάει. Σκέφτομαι: Ακόμα κι έτσι είναι αρκετά νέα για μένα. Σταματάω να σκέφτομαι. Δεν οδηγεί πουθενά. Την ρωτάω από πού είναι. Ουρουγουάη. Το όνομά της. Μαργαρίτα. Αναρωτιέμαι αν την βάπτισαν έτσι. Μαργαρίτα φελισιδάδ είναι το όνομα που της έδωσαν. Ενδιαφέρομαι να μάθω αν είναι πράγματι ευτυχισμένη, όπως την ήθελαν οι γονείς της. Πνίγει ένα γέλιο. Απαντάει γενικόλογα. Σχολιάζω ότι ακόμα κι εδώ μέσα μπορεί να υπάρξει ευτυχία. Έστω πού και πού. Τσιμπάει. Δεν είναι ό,τι ακριβώς ονειρευότανε μικρή. Και πώς βρέθηκε στο λιμάνι μας; Δούλευε σ’ ένα μπαρ στο Μοντεβιδέο. Σύχναζαν ναυτικοί από διάφορες χώρες. Οι Έλληνες της άρεσαν πάντα. Τους είχε αδυναμία. Δεν ξεχνάει την δουλειά της και με χαϊδεύει. Χαϊδεύω κι εγώ. Ένας από αυτούς της ζήτησε να μπαρκάρει μαζί του. Της έταξε ταξίδια στην Ευρώπη. Χτυπήθηκε ακόμα και με τον νταβατζή της για να την καταφέρει. Δεν ήταν μορφονιός. Η ουλή που απέκτησε για χάρη της τον έκανε γοητευτικό. Έτρεξε πίσω του. Πιάσανε ρότερνταμ, Αμβούργο, Μασσαλία. Μόλις ξεμπάρκαραν στον Πειραιά, την παράτησε. Πάνε πέντε χρόνια τώρα. 23
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 24
ρωτάω αν ξέρει πού βρίσκεται. Ξέρει. Με την γυναίκα του και τα παιδιά του. Γελάει. Δεν του κρατάει κακία. Ήταν ωραίο το ταξίδι τους. Θα προτιμούσε όμως να ’χε διαλέξει Ισπανό. Η Ανδαλουσία είναι όμορφη, λένε. Έχει μια φίλη που μένει στην Αλχεθίρας. Η ζωή είναι πιο εύκολη εκεί. Στα ρεπό της επισκέπτεται τον ωκεανό στο Κάδιθ, κι όταν είναι τυχερή βλέπει το ηλιοβασίλεμα απ’ τον κόλπο της Ταγγέρης. Σκέφτομαι: Γιατί δεν μπάρκαρα ποτέ; ρωτάω για τ’ άλλα κορίτσια. Η ραμόνα, μου δείχνει την γυναίκα που κάθεται στην μπάρα, είναι από το Μεξικό. Κοντά δέκα χρόνια στην Ελλάδα. Η πιο παλιά. Κι η πιο μεγάλη. Εκείνης δεν της έταξε κανείς τίποτα. Έψαχνε να βρει κάποιον να την πάρει μακριά από το Πουέρτο Βαγιάρτα. Στο πορνείο που δούλευε, γνώρισε έναν Έλληνα. Καθηγητή πανεπιστημίου. Την ερωτεύτηκε και την έφερε στην Αθήνα. Ήθελε να την παντρευτεί, ήθελε και παιδιά. Δεν την παράτησε, εκείνη έφυγε. Η τρίτη είναι η Μαγκνταλένα. Από την Αργεντινή. Μεγάλη ιστορία. Το ταξίδι της ξεκίνησε πριν οχτώ χρόνια. Μ’ έναν Άγγλο. Μαζί έφτασαν ως την Σιγκαπούρη μ’ ένα πλοίο που είχε φορτίο βάλσαμο του Περού. Ένας Ιταλός την έφερε στην Μασσαλία. Εκεί έμεινε δυο χρόνια, ώσπου μπάρκαρε μ’ έναν πρώτο μηχανικό, Πειραιώτη. ρωτάω αν είναι ακόμα μαζί. Δεν είναι, μα η Μαγκνταλένα δεν μένει ποτέ μόνη. Έχει αλλάξει μια ντουζίνα αγαπητικούς από τότε που πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα. ρωτάω πάλι: Τώρα έχει κάποιον; Η Μαργαρίτα φελισιδάδ ακουμπάει τα χείλη της στ’ αυτί μου και μου ψιθυρίζει να μαζέψω τα σάλια μου. Την έχει καπαρώσει άλλος. Δεν ξέρει πολλά γι’ αυτόν. 24
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 25
Μόνο ότι είναι ναυτικός, όπως όλοι οι προηγούμενοι, και πως τον έχει σπιτωμένο. Ζητάει άλλο ένα απ’ αυτό που πίνει. Προτιμώ να συνεχίσω για λίγο μόνος. Μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και μ’ αφήνει. Θέλω ουίσκι, αλλά εδώ σερβίρουν βενζίνη. Παραγγέλνω μια μπίρα. Μπουκάλι. Η Μαγκνταλένα ξεφεύγει από τους άντρες στην άλλη γωνία. Τα χάδια τους έχουν γίνει επιθετικά. Ο ένας είναι ξερακιανός. Ο άλλος χοντρός. Κι οι δύο μεθυσμένοι. Της φωνάζουν πρόστυχα. Τους χαμογελάει και τους στέλνει φιλιά από απόσταση. Πηγαίνει στην μπάρα και ζητάει κάτι. Κάνει νόημα στα κορίτσια. Η ραμόνα κι η Μαργαρίτα τελειώνουν στα γρήγορα το ποτό τους και σηκώνονται με τ’ άδεια ποτήρια στο χέρι. Η πρώτη κάθεται στα πόδια του χοντρού. Η άλλη τυλίγει το μπράτσο της γύρω από τον λαιμό του ξερακιανού. Η Μαγκνταλένα σκουπίζει τον δικό της μ’ ένα χαρτομάντηλο. Ανάβω τσιγάρο. Η γυναίκα από την Αργεντινή έρχεται στο τραπέζι μου και ζητάει ένα. Σπρώχνω το πακέτο προς το μέρος της. Βγάζει τσιγάρο και σκύβει να της τ’ ανάψω. Τα μαλλιά της είναι μακριά και μπερδεμένα. Πέφτουν στο μπούστο της. Πληθωρικό, πλαδαρό και γεμάτο ραγάδες. Μυρίζει φτηνή κολόνια, σκέτη αμμωνία. Θέλει να μου κάνει παρέα. Δεν έχω αντίρρηση. Κάνει νόημα στον μπάρμαν. Περιμένει ότι θα της πιάσω κουβέντα. Ή έστω τον κώλο. Συνεχίζω να καπνίζω σιωπηλός. φτάνει το ποτήρι της γεμάτο παγάκια, νερό κι ελάχιστο αλκοόλ. Αναρωτιέται τι κάνω εδώ. Σηκώνω τους ώμους. Από κάπου έπρεπε ν’ αρχίσω, εξηγώ. ρωτάει: Αν αρχίζω από εδώ, πού θα καταλήξω; 25
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 26
Καλή ερώτηση. Την κοιτάζω στα μάτια. Όμορφα μάτια. Βαθιά. Μάτια ανθρώπου που έχει δει πολλά. Σκέφτομαι: Τι βλέπει άραγε στα δικά μου; Εξαρτάται, απαντάω. Όπου με βγάλει. Μ’ άλλα λόγια, εκεί που καταλήγουν όλοι, σχολιάζει. Κουνάω το κεφάλι. Συμφωνώ. Το ερώτημα είναι πού θέλω να καταλήξω, συνεχίζει. Θέλει σκέψη αυτό. Διαφωνεί. Χρειάζεται μόνο να κλείσω τα μάτια. Περιμένει να το κάνω τώρα αμέσως. Αναστενάζω, σβήνω το τσιγάρο κι υπακούω. Είμαι ξαπλωμένος στην αγκαλιά μιας γυναίκας, λέω. Τι άλλο βλέπω; Τίποτα, αυτό μόνο. Ανοίγω τα μάτια. Παρατηρεί ότι δεν έχω φαντασία. Κουνάω πάλι το κεφάλι. Εκείνη πού θέλει να καταλήξει; Εύκολο. Δεν είναι ανάγκη να κλείσει τα μάτια της. Πίσω στο Μπουένος Άιρες. Μου μιλάει για τις πλατιές λεωφόρους, τα υγρά καλοκαίρια και τους ζεστούς χειμώνες. Τις γειτονιές του, τα εκατό μπάριος που λέει και το τραγούδι. Την Μπόκα, το σπίτι της. Τα στενά που βγάζουν στα καφετιά νερά του ρίο ντε λα Πλάτα. Τους άντρες του λιμανιού. Αληθινούς άντρες. Στην δουλειά απ’ τ’ αξημέρωτα και στις τανγκερίες μέχρι τα ξημερώματα. Κι όταν είναι να χτυπηθούν, χτυπιούνται με την καρδιά τους. Σταματάει. Με κοιτάζει εξεταστικά. Ούτε εγώ δεν θα τα ’βγαζα πέρα μαζί τους. Ίσως, παραδέχομαι. Ξέρω να χορεύω τάνγκο όμως. Χάνει την λαλιά της. Λίγο, διευκρινίζω. Πετάγεται από το τραπέζι και τρέχει στο μπαρ. Ζητάει από τον άντρα ένα τραγούδι. Χοροπηδάει σαν κο26
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 27
ριτσάκι. Εκείνος ψάχνει στον υπολογιστή. Το βρίσκει. Η μουσική σταματάει απότομα. Αρχίζει το παράπονο ενός ακορντεόν. Η Μαγκνταλένα τραβάει το χέρι μου. Τα βήματα τα γνωρίζω, οι κινήσεις μου είναι αδέξιες. Επιχειρώ μια στροφή. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρω. Δεν πέφτουμε. Αρκεί. Η γυναίκα είναι ευτυχισμένη. Σφίγγει το κορμί της πάνω στο δικό μου. Τραγουδάει τους στίχους: Moriré en Buenos Aires, será de madrugada, que es la hora en que mueren los que saben morir. Η φωνή της είναι γλυκιά. Ένα μικρό φάλτσο την κάνει χαριτωμένη. ρωτάω τι σημαίνουν τα λόγια. Μεταφράζει: Θα πεθάνω στο Μπουένος Άιρες, θα ’ναι την αυγή, την ώρα που πεθαίνουν εκείνοι που ξέρουν να πεθάνουν. Μιλάει για ένα αγόρι που αγαπούσε κάποτε. Της τραγουδούσε αυτή την μπαλάντα συνέχεια. Έγινε ναυτικός. Πέθανε νύχτα στην παγωμένη θάλασσα του Αζόφ. Ονειροπολώ: Πρέπει να ’ναι όμορφο να πεθαίνεις την αυγή στο Μπουένος Άιρες. Μου χαρίζει ένα φιλί. Στην γλώσσα μου μένει η γεύση από το φτηνό οινόπνευμα και τον καπνό που ανακατεύει όλο το βράδυ. Το τραγούδι τελειώνει. Η ραμόνα κι η Μαργαρίτα χειροκροτούν ενθουσιασμένες. Το ίδιο κι οι σύντροφοί τους. Ακόμα κι ο μπάρμαν φαίνεται εντυπωσιασμένος από τον χορό μας. Η Μαγκνταλένα κάνει μια υπόκλιση. Ναι, είναι ευτυχισμένη. Επιστρέφουμε στο τραπέζι. Της λέω ότι πρέπει να φύγω. Θέλω όμως να την ξαναδώ αργότερα. 27
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 28
Δεν γίνεται απόψε, μου εξηγεί. Ίσως κάποια άλλη μέρα. Μου δίνει το τηλέφωνό της. Πληρώνω τα ποτά και τις μπίρες και βγαίνω στον δρόμο. Ο αέρας του λιμανιού μ’ αρπάζει απ’ τα μούτρα. Δεν είναι αυτό που λέμε θαλασσινή αύρα. Δεν απομακρύνομαι. Χώνομαι σε μια σκιά. Καπνίζω και περιμένω. Περιμένω και καπνίζω. Ο γέρος με το μουστάκι λαγοκοιμάται στο πόστο του. Κάποια στιγμή οι δυο άντρες βγαίνουν από το μαγαζί τρεκλίζοντας. Τους αφήνω να περάσουν από μπροστά μου. Δεν με προσέχουν. Μισή ώρα ακόμα. Τα κορίτσια βγαίνουν ένα ένα. φιλάνε τον γέρο στο μάγουλο και φεύγουν. Τελευταία βγαίνει η Μαγκνταλένα. Την ακολουθώ από απόσταση. Όταν χανόμαστε στα στενά, της τηλεφωνώ. Ψάχνει στην τσάντα της το κινητό. Μου απαντάει. Της λέω ότι θέλω να την δω. Δεν γίνεται. Μου το εξήγησε και στο μπαρ. Άλλη φορά. Δεν θέλω αυτό που νομίζει. Μόνο να μιλήσουμε για το Μπουένος Άιρες. ρωτάει ειρωνικά αν σκοπεύω να μπαρκάρω. Ποιος ξέρει; Μπορεί, αποκρίνομαι. Έχουμε φτάσει σε μια πολυκατοικία. Τώρα κρατάει το τηλέφωνο ανάμεσα στο αυτί και τον ώμο της. Έχει σηκώσει το ένα πόδι για να συγκρατήσει την τσάντα της. Ψάχνει τα κλειδιά. Άλλη φορά, επαναλαμβάνει. Πρέπει να κλείσει. Είμαι πίσω της, λέω. Γυρίζει τρομαγμένη. Η τσάντα πέφτει. φτάνω κοντά της, σκύβω, την σηκώνω. 28
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 29
ρωτάω: Δεν θα με καλέσει πάνω; Τρέμει. Την πιάνω αγκαζέ, παίρνω τα κλειδιά από το χέρι της κι ανοίγω. Ανεβαίνουμε. Μικρό διαμέρισμα. Της προτείνω να βάλει ένα ποτό. Κανονικό, όχι σαν αυτά που την ποτίζουν στο μπαρ. Υπακούει. Ένας άντρας βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα αγουροξυπνημένος. Θέλει να μάθει ποιος είμαι. Βγάζω το πιστόλι και του το κολλάω στην μούρη. Η γυναίκα βγάζει μια κραυγή. Ήσυχα, την συμβουλεύω. Ο άντρας κλαψουρίζει. Τον νοιάζει να μάθει πώς τον βρήκα. Δεν του χρωστάω εξηγήσεις. Του τις δίνω έτσι κι αλλιώς. Ήξεραν για την γυναίκα. φαντάστηκαν ότι θα έτρεχε να κρυφτεί κάτω από τα φουστάνια της. Με παρακαλάει. Μου ορκίζεται ότι δεν θα καταθέσει στο δικαστήριο. Ότι θα εξαφανιστεί. Ότι θα βρει ένα πλοίο πρωί πρωί και θα... Πυροβολώ. Δεν αντέχω την κλάψα. Η Μαγκνταλένα ρωτάει τι έκανε και τον σκότωσα. Μπάρκαρε σε λάθος καράβι, εξηγώ. Παίρνω το ποτήρι από το χέρι της και τ’ ακουμπάω σ’ ένα τραπέζι. Δεν άγγιξε το ουίσκι. Κρίμα! Θα την βοηθούσε. Κλαίει. Σκουπίζω τα δάκρυά της με τον αντίχειρά μου. Ακουμπάω την κάννη στο σαγόνι της. Έξω από το παράθυρο ο ουρανός βάφεται με το κόκκινο της αυγής. Κλείνει τα μάτια. Της δίνω χρόνο να φανταστεί τα στενά που μεγάλωσε, τον ποταμό, τους εργάτες που τέτοια ώρα κατεβαίνουν στο λιμάνι να πιάσουν δουλειά. Πατάω την σκανδάλη. Καθαρίζω την λαβή και το βάζω ανάμεσα στ’ άψυχα δάχτυλά της. 29
DANELLIS_NEKRES D Final_Layout 1 23/10/17 11:49 π.μ. Page 30
Ο Πειραιάς ζωντανεύει. Αυτοκίνητα σέρνονται αργά αργά στους δρόμους του. Τα φορτηγά πλοία φορτώνουν κοντέινερ. Σε λίγο θα σαλπάρουν. Οι ζητιάνοι και οι πρόσφυγες κοιμούνται ακόμα. Τα φώτα της πόλης σβήνουν κι ο πρωινός ήλιος χαϊδεύει τα νερά της θάλασσας. Κοιτάζω το ρολόι. Έχω ώρα να σκοτώσω. Ξεκουμπώνω το παλτό. Το κρύο θερίζει. Βγάζω το φλασκί και ξεβιδώνω το καπάκι. Κάνω μια πρόποση σ’ όσους δεν θα μπαρκάρουν ποτέ. Ο αλκοολικός σαλεύει στο παγκάκι του. Με θυμάται. Έρχεται τρέχοντας κοντά μου και με κοιτάζει λαίμαργα. Αδειάζω το φλασκί στο ποτηράκι του και φεύγω.
30