978 960 03 6292 3

Page 1

KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 5

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Μυθιστόρημα

d

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

ΡΙΤΑ ΚΟΛΑΪΤΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 28/11/17 5:30 μ.μ. Page 6

Collection Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε με την υποστήριξη του Προγράμματος βοήθειας για εκδότες του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος (Γαλλική Πρεσβεία στην Ελλάδα). ß ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Albert Camus, Le Premier Homme © ©

Copyright Editions Gallimard, 1994. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑφΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6292-3


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σημείωμα του επιμελητή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9

Ι. Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

11

Πάνω απ’ την άμαξα που έτρεχε στο χαλικόδρομο... . . . . . . . . . . . 13 Σεν Μπριέ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29 3. Σεν Μπριέ και Μαλάν (Ζ. Γκ.) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 37 4. Τα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 45 5. Ο πατέρας. Ο θάνατός του. Ο πόλεμος. Η τρομοκρατική ενέργεια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 61 6. Η οικογένεια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 82 Ετιέν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101 6α. Το σχολείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 136 7. Μοντοβί: Ο αποικισμός και ο πατέρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 175 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Ο ΓΙΟΣ Ή Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ . . . . . . . . . . 195

1. Λύκειο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 197

Το κοτέτσι και το σφάξιμο της κότας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 224 Πέμπτες και διακοπές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 230 2. Ακατάληπτος και για τον εαυτό του . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 268 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 277

Φύλλο Ι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 279 Φύλλο ΙΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 281 Φύλλο ΙΙΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 283


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 8

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

Φύλλο IV . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Φύλλο V . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο πρώτος άνθρωπος (Σημειώσεις και προσχέδια) . . . . . . . . . . . . Δύο επιστολές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

284 285 287 327


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 28/11/17 5:30 μ.μ. Page 9

Σημείωμα του επιμελητή

Κρατάτε στα χέρια σας τον Πρώτο άνθρωπο. Πρόκειται για το έργο το οποίο δούλευε ο Αλμπέρ Καμύ μέχρι τις τελευταίες του στιγμές. Το χειρόγραφο βρέθηκε στην τσάντα του, στις 4 Ιανουαρίου του 1960. Αριθμεί 144 σελίδες γραμμένες με πένα, ενίοτε δίχως τελείες ούτε κόμματα, με έναν γραφικό χαρακτήρα βεβιασμένο, δυσκολοδιάβαστο, που ουδέποτε έτυχε περαιτέρω επεξεργασίας. Αποκαταστήσαμε το εν λόγω κείμενο με βάση το χειρόγραφο και μια πρώτη δακτυλογράφηση από τη φρανσίν Καμύ. Για την ορθή κατανόηση της αφήγησης, αποκαταστάθηκε η στίξη. Αμφισβητήσιμες λέξεις έχουν μπει μέσα σε αγκύλες. Δυσανάγνωστες λέξεις ή αποσπάσματα φράσεων παρατίθενται επίσης με κενό μέσα σε αγκύλες. Στο κάτω μέρος της σελίδας εμφαίνονται σημειωμένες με αστερίσκο οι υπερτιθέμενες παραλλαγές· με γράμμα οι προσθήκες στο περιθώριο· με αριθμό οι σημειώσεις του επιμελητή.1 Το Παράρτημα περιλαμβάνει τα φύλλα (τα αριθμήσαμε από Ι έως V), ορισμένα από τα οποία ήταν ένθετα στο χειρόγραφο (φύλλο Ι πριν από το Κεφάλαιο 4, φύλλο ΙΙ πριν από το Κεφάλαιο 6α) και άλλα (φύλλα III, IV και V) στο τέλος του χειρογράφου. Κατόπιν επισυνάπτεται το σημειωματάριο με τον τίτλο Ο πρώτος άνθρωπος (Σημειώσεις και προσχέδια), σπιράλ σημειωματά1. Που, στη γαλλική έκδοση, είναι η Κατρίν Καμύ. Με αριθμό, επίσης, εμφαίνονται οι σημειώσεις της μεταφράστριας, με την προσθήκη (Σ.τ.Μ.) στο τέλος καθεμιάς. Διατηρείται η σημειογραφία του χειρογράφου (πεζά, κεφαλαία, στίξη).


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 10



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

ριο μικρού σχήματος, καντριγέ, το οποίο επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει πώς ο συγγραφέας ευελπιστούσε ν’ αναπτύξει το έργο του. Όταν ολοκληρώσετε την ανάγνωση του Πρώτου ανθρώπου, θα αντιληφθείτε ότι έχουμε επισυνάψει και την επιστολή που έστειλε ο Αλμπέρ Καμύ στον δάσκαλό του, τον Λουί Ζερμέν, την επομένη της απονομής του Βραβείου Νόμπελ, καθώς και την τελευταία επιστολή που του απηύθυνε ο Λουί Ζερμέν. Θέλουμε να εκφράσουμε τις θερμές ευχαριστίες μας στην Οντέτ Ντιάν Κρεάς, στον Ροζέ Γκρενιέ και στον Ρομπέρ Γκαλιμάρ για τη βοήθεια που μας πρόσφεραν με τη γενναιόδωρη και πιστή φιλία τους. ΚΑΤΡΙΝ ΚΑΜΥ (1994)


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 11

Ι

Η ΑΝΑΖΗΤΗ ΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 12


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 13

Μεσολαβητής: Χήρα Καμύ

Π

Για σένα που δε θα μπορέσεις ποτέ να διαβάσεις τούτο το βιβλίοα

απ’ την άμαξα που έτρεχε στο χαλικόδρομο, μεγάλα και πυκνά σύννεφα τραβούσαν προς τ’ ανατολικά μες στο λυκόφως. Τρεις μέρες πριν, φούσκωναν πάνω απ’ τον Ατλαντικό, περίμεναν το ζέφυρο, ύστερα ξεκίνησαν, αργά αργά στην αρχή, ολοένα και πιο γοργά στη συνέχεια, πέταξαν πάνω από τα φωσφορίζοντα νερά του φθινοπώρου, ολόισια προς τη στεριά, ξέφτισανβ στις μαροκινές βουνοκορφές, έγιναν ξανά κοπάδια στα υψίπεδα της Αλγερίας και τώρα, πλησιάζοντας στα τυνησιακά σύνορα, πάλευαν να φτάσουν στο Τυρρηνικό πέλαγος και να χαθούν εκεί. Ύστερα από ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων πάνω απ’ αυτό που έμοιαζε με πελώριο νησί, προστατευμένο από τα κινούμενα νερά στα βόρεια και τα ασάλευτα κύματα της άμμου στα νότια, περνώντας τούτον το χωρίς όνομα τόπο σχεδόν εξίσου γρήγορα με τις αυτοκρατορίες και τους λαούς που τον διασχίζουν εδώ και χιλιετίες, η ορμή τους κόπαζε και κάποια διαλύονταν κιόλας σε αραιές χοντρές βροχοστάλες που αντηχούσαν πέφτοντας στο μουσαμά ο οποίος προφύλασσε τους τέσσερις ταξιδιώτες. άΝω

α. (Να προσθέσω γεωλογική ανωνυμία. Γη και θάλασσα.) β. Σολφερίνο


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 14



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

Η άμαξα έτριζε πάνω στον αρκετά καλά χαραγμένο αλλά όχι και τόσο πατικωμένο δρόμο. Πού και πού, μια σπίθα πεταγόταν απ’ τον σιδερόδετο κόθρο ή απ’ την οπλή ενός αλόγου, και μια στουρναρόπετρα χτυπούσε τον ξύλινο σκελετό της άμαξας, ή άλλοτε μπηγόταν, μ’ έναν πνιχτό θόρυβο, στο μαλακό χώμα ενός χαντακιού. Παρ’ όλα αυτά, τα δυο μικρόσωμα άλογα προχωρούσαν κανονικά, σκοντάφτοντας λιγάκι πότε πότε, με το στέρνο προτεταμένο γιατί τραβούσαν τη βαριά, φορτωμένη με έπιπλα άμαξα, αφήνοντας χωρίς αναπαμό πίσω τους το δρόμο καθώς κάλπαζαν με διαφορετικό ρυθμό. Μερικές φορές, το ένα από αυτά φρούμαζε με θόρυβο κι ο καλπασμός του αποσυντονιζόταν. Και τότε, ο Άραβας αμαξάς χτυπούσε τη ράχη του ζώου με τα φθαρμένα* γκέμια, και το θαρραλέο ζώο ξανάβρισκε το ρυθμό του. Ο άντρας που καθόταν στον μπροστινό πάγκο, πλάι στον αμαξά, ένας Γάλλος καμιά τριανταριά χρόνων, κοιτούσε με ύφος σκυθρωπό τα δυο καπούλια που κουνιόνταν μπροστά του. Αρκετά ψηλός, γεροδεμένος, μακροπρόσωπος, με ψηλό τετράγωνο μέτωπο, αποφασιστικό πιγούνι κι ανοιχτόχρωμα μάτια, φορούσε, παρά το προχωρημένο της εποχής, ένα τρίκουμπο ντρίλινο σακάκι, κλειστό στο λαιμό σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, και μια ελαφριά τραγιάσκαα στα κοντοκουρεμένα μαλλιά του.β Τη στιγμή που άρχισε να πέφτει η βροχή στο μουσαμά από πάνω τους, γύρισε προς την καρότσα. «Καλά είσαι;» φώναξε. Σ’ έναν δεύτερο πάγκο, στριμωγμένο ανάμεσα στον μπροστινό και το σωρό από παλιά μπαούλα κι έπιπλα, μια γυναίκα, φτωχοντυμένη αλλά τυλιγμένη μ’ ένα μεγάλο χοντρό μάλλινο σάλι, του χαμογέλασε άτονα. * σκασμένα από τη χρήση α. ή ένα είδος μελόν; β. Φορούσε χοντρά παπούτσια.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 15

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



«Ναι, ναι», είπε με μια διακριτική απολογητική χειρονομία. Ένα τετράχρονο αγοράκι κοιμόταν γερμένο πάνω της. Το πρόσωπό της ήταν μειλίχιο και κανονικό, τα μαλλιά της, σαν τις Σπανιόλες, πολύ σπαστά και σκούρα, η μύτη ίσια και μικρή, το καστανό της βλέμμα όμορφο και ζεστό. Σε τούτο το πρόσωπο, όμως, υπήρχε κάτι που τραβούσε το μάτι. Δεν ήταν απλώς ένα είδος μάσκας που η κούραση ή κάτι παρεμφερές σχημάτιζε στιγμιαία πάνω στα χαρακτηριστικά του, όχι, ήταν μάλλον ένα ύφος χαμένου και γλυκιάς αφηρημάδας, όπως έχουν μονίμως κάποιοι αθώοι, αλλά που εδώ αναδυόταν φευγαλέα πάνω στην ομορφιά των χαρακτηριστικών. Με τη χτυπητή καλοσύνη του βλέμματος αναμειγνυόταν ενίοτε κι ένα λαμπύρισμα παράλογου φόβου που έσβηνε πάραυτα. Με την παλάμη της ήδη αργασμένη απ’ τη δουλειά και κάπως ροζιασμένη στις αρθρώσεις, η γυναίκα έδινε ελαφρά χτυπηματάκια στην πλάτη του άντρα της. «Καλά είμαι, καλά είμαι», έλεγε. Κι αμέσως έπαψε να χαμογελάει για να κοιτάξει, κάτω απ’ το μουσαμά, το δρόμο όπου άρχιζαν κιόλας να λαμπυρίζουν οι νερόλακκοι. Ο άντρας γύρισε προς τον Άραβα, γαλήνιο κάτω απ’ το τουρμπάνι του με τα κίτρινα σιρίτια, ο οποίος έδειχνε πιο χοντρός μες στις φαρδιές βράκες που έσφιγγαν στη γάμπα. «Είναι μακριά ακόμα;» Ο Άραβας χαμογέλασε κάτω από τα μεγάλα άσπρα μουστάκια του. «Οχτώ χιλιόμετρα κι έφτασες». Ο άντρας στράφηκε, κοίταξε τη γυναίκα του αγέλαστος αλλά προσεχτικά. Εκείνη δεν είχε πάρει το βλέμμα της απ’ το δρόμο. «Δώσ’ μου τα γκέμια», είπε ο άντρας. «Ό,τι πεις», αποκρίθηκε ο Άραβας. Του έδωσε τα γκέμια, ο άντρας τον δρασκέλισε, ενώ ο γεροΆραβας γλιστρούσε από κάτω του για να βολευτεί στη θέση


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 16



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

που μόλις άδειασε. Χτυπώντας δυο φορές τα γκέμια, ο άντρας ανάγκασε τ’ άλογα να ζωηρέψουν τον καλπασμό τους και ξάφνου άρχισαν να σέρνουν την άμαξα πιο ίσια. «Ξέρεις από άλογα», είπε ο Άραβας. Η απάντηση ήρθε κοφτή και δίχως ο άντρας να χαμογελάσει. «Ναι», είπε. Το φως χαμήλωσε κι έπεσε μεμιάς η νύχτα. Ο Άραβας τράβηξε απ’ το άγκιστρο το τετράγωνο φανάρι που ήταν στ’ αριστερά του και, γυρίζοντας προς τα μέσα, χρησιμοποίησε μπόλικα χοντροκομμένα σπίρτα για ν’ ανάψει το κερί. Ύστερα ξανάβαλε το φανάρι στη θέση του. Τώρα η βροχή έπεφτε σιγανά και σταθερά. Γυάλιζε μες στο αδύναμο φέγγος της λάμπας και, ολόγυρά της, γέμιζε το απόλυτο σκοτάδι μ’ έναν απαλό θόρυβο. Πότε πότε, η άμαξα περνούσε ξυστά από αγκαθωτούς θάμνους, από χαμόδεντρα που φωτίζονταν αμυδρά για λίγα δευτερόλεπτα. Όμως, την υπόλοιπη ώρα, έτρεχε καταμεσής μιας άδειας έκτασης που έμοιαζε πιο αχανής κι απ’ το ζόφο. Μονάχα οι μυρωδιές από καμένα χορτάρια ή, αίφνης, μια έντονη οσμή από λίπασμα πρόδιδαν ότι πού και πού διέσχιζαν καλλιεργημένες εκτάσεις. Η γυναίκα κάτι είπε στον άντρα που κρατούσε τα γκέμια, ο οποίος συγκράτησε για μια στιγμή τ’ άλογα κι έγειρε προς τα πίσω. «Δεν υπάρχει ψυχή», ξανάπε η γυναίκα. «Φοβάσαι; Τι;» Ο άντρας επανέλαβε τη φράση του, φωναχτά αυτή τη φορά. «Όχι, όχι, ποτέ μαζί σου». Έδειχνε, όμως, ανήσυχη. «Πονάς;» είπε ο άντρας. «Λιγάκι». Εκείνος παρότρυνε τ’ άλογα να τρέξουν πιο γρήγορα, και το μόνο που γέμισε ξανά τη νύχτα ήταν ο δυνατός θόρυβος από τους τροχούς, που πατίκωναν τις αυλακιές, και από τις οχτώ οπλές που σφυροκοπούσαν το δρόμο.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 17

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



Ήταν μια φθινοπωρινή νύχτα του 1913. Οι ταξιδιώτες είχαν φύγει δυο ώρες πριν απ’ το σταθμό της Μπον, όπου είχαν φτάσει απ’ το Αλγέρι, αφού ταξίδεψαν ένα μερόνυχτο πάνω στους σκληρούς ξύλινους πάγκους της τρίτης θέσης. Στο σταθμό βρήκαν την άμαξα και τον Άραβα που τους περίμενε για να τους πάει στο αγρόκτημα, το οποίο βρισκόταν κοντά σ’ ένα χωριουδάκι, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα μακριά, στην ενδοχώρα, όπου ο άντρας θα δούλευε ως επιστάτης. Τους πήρε πολλή ώρα να φορτώσουν τα μπαούλα και τα λιγοστά υπάρχοντά τους, ενώ και ο κακοτράχαλος δρόμος τούς καθυστέρησε κι άλλο. Ο Άραβας, μαντεύοντας θαρρείς την ανησυχία του συνταξιδιώτη του, είπε: «Μη φοβάσαι. Δεν έχει ληστές εδώ». «Παντού έχει», είπε ο άντρας. «Αλλά έχω μαζί μου αυτό που χρειάζεται». Και χτύπησε με την παλάμη του τη φουσκωτή τσέπη του. «Καλά κάνεις», είπε ο Άραβας. «Τρελοί υπάρχουν πάντα». Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα φώναξε τον άντρα της. «Ανρί, πονάω», είπε. Ο άντρας πέταξε μια βλαστήμια και ζόρισε κι άλλο τ’ άλογα.α «Φτάνουμε», είπε. Ύστερα από λίγο, ξανακοίταξε τη γυναίκα του. «Πονάς ακόμα;» Του χαμογέλασε με μια έκφραση αλλόκοτα φευγάτη, δίχως να δείχνει όμως ότι υποφέρει. «Ναι, πολύ». Την κοίταξε με την ίδια ανησυχία. Eκείνη απολογήθηκε πάλι. «Δεν είναι τίποτα. Ίσως με κούρασε το τρένο». «Να, κοίτα», είπε ο Άραβας, «το χωριό». α. Το αγοράκι.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 18



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

Πράγματι, στ’ αριστερά του δρόμου και λίγο πιο πέρα, διακρίνονταν τα φώτα του Σολφερίνο θολά από τη βροχή. «Τράβα δεξιά», είπε ο Άραβας. Ο άντρας δίστασε, γύρισε προς τη γυναίκα του. «Θα πάμε στο σπίτι ή στο χωριό;» ρώτησε. «Ω, στο σπίτι καλύτερα!» Λίγο πιο κάτω, η άμαξα έστριψε δεξιά προς την κατεύθυνση του άγνωστου σπιτιού που τους περίμενε. «Ένα χιλιόμετρο ακόμα», είπε ο Άραβας. «Φτάνουμε», είπε ο άντρας απευθυνόμενος στη γυναίκα του. Είχε διπλωθεί στα δύο, με το πρόσωπο χωμένο στα μπράτσα της. «Λισί», είπε ο άντρας. Εκείνη ούτε που σάλεψε. Την ακούμπησε με το χέρι. Η γυναίκα έκλαιγε βουβά. Τότε εκείνος φώναξε, τονίζοντας μία μία τις συλλαβές και συνοδεύοντας τα λόγια του με χειρονομίες: «Ξάπλωσε. Πάω να φέρω τον γιατρό». «Ναι, πήγαινε να φέρεις τον γιατρό. Νομίζω ότι είμαι στην ώρα μου». Ο Άραβας τους κοιτούσε έκπληκτος. «Όπου να ’ναι, θα γεννήσει», είπε ο άντρας. «Υπάρχει γιατρός στο χωριό;» «Ναι. Πάω να τον φωνάξω, αν θες». «Όχι, θα μείνεις σπίτι. Να την προσέχεις. Εγώ θα πάω πιο γρήγορα. Έχει άμαξα ή άλογο;» «Άμαξα». Κατόπιν ο Άραβας είπε στη γυναίκα: «Αγόρι θα κάνεις. Να ’ναι όμορφο». Η γυναίκα τού χαμογέλασε χωρίς να δείχνει ότι κατάλαβε. «Δεν ακούει», είπε ο άντρας. «Στο σπίτι πρέπει να φωνάζεις δυνατά και να κάνεις χειρονομίες». Ξάφνου η άμαξα τσούλησε σχεδόν αθόρυβα. Ο δρόμος στένευε και ήταν στρωμένος με τόφο. Απλωνόταν μπροστά από χαμηλά στέγαστρα με κεραμίδια, πίσω από τα οποία δια-


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 19

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



κρίνονταν οι πρώτες σειρές από αμπέλια. Μια δυνατή μυρωδιά μούστου ερχόταν προς το μέρος τους. Πέρασαν μπροστά από μεγάλα κτήρια με υπερυψωμένες σκεπές, και οι τροχοί πατίκωσαν το καρβουνίδι μιας άδενδρης αυλής. Ο Άραβας, αμίλητος, πήρε τα γκέμια και τα τράβηξε. Τα άλογα σταμάτησαν και το ένα φρούμαξε.α Ο Άραβας έδειξε με το χέρι ένα μικρό ασβεστωμένο σπίτι. Μια αναρριχώμενη κληματαριά περιέβαλλε τη χαμηλή πορτούλα που είχε γαλαζωπή μπορντούρα από τη γαλαζόπετρα. Ο άντρας βρέθηκε μ’ ένα σάλτο στο έδαφος και, μες στη βροχή, έτρεξε προς το σπίτι. Άνοιξε. Η πόρτα οδηγούσε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο που μύριζε άδειο παραγώνι. Ο Άραβας, που ακολουθούσε, προχώρησε κατευθείαν μες στη σκοτεινιά προς το τζάκι και, ξύνοντας ένα αποδαύλι, άναψε μια λάμπα πετρελαίου που κρεμόταν στη μέση του δωματίου πάνω απ’ το στρογγυλό τραπέζι. Ο άντρας έριξε μια γρήγορη ματιά στην ασβεστωμένη κουζίνα με τον κόκκινο κεραμικό νεροχύτη, τον παλιό μπουφέ και το μουλιασμένο ημερολόγιο στον τοίχο. Μια σκάλα στρωμένη με το ίδιο κόκκινο κεραμικό οδηγούσε στον επάνω όροφο. «Άναψε τη φωτιά», είπε κι επέστρεψε στην άμαξα. (Πήρε μαζί και το αγοράκι;) Η γυναίκα περίμενε σιωπηλή. Την πήρε στην αγκαλιά του για να την κατεβάσει, και σφίγγοντάς τη για μια στιγμή πάνω του, της ανασήκωσε το κεφάλι. «Μπορείς να περπατήσεις;» «Ναι», είπε και του χάιδεψε το μπράτσο με την αργασμένη παλάμη της. Την πήγε στο σπίτι. «Περίμενε», είπε. Ο Άραβας είχε κιόλας ανάψει τη φωτιά και, με αποφασιστικές κι επιδέξιες κινήσεις, την τροφοδοτούσε με κληματόα. Νύχτωσε;


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 20



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

βεργες. Εκείνη στεκόταν δίπλα στο τραπέζι, με τα χέρια στην κοιλιά, και καθώς τ’ όμορφο πρόσωπό της ήταν στραμμένο προς το φως της λάμπας, έβλεπες ότι το διαπερνούσαν στιγμιαία κύματα πόνου. Δεν φαινόταν να προσέχει ούτε την υγρασία ούτε τη μυρωδιά της εγκατάλειψης και της μιζέριας. Ο άντρας είχε καταπιαστεί με κάτι στα επάνω δωμάτια. Ύστερα εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο. «Δεν υπάρχει τζάκι στην κάμαρα;» «Όχι», είπε ο Άραβας. «Ούτε και στην άλλη». «Έλα πάνω», είπε ο άντρας. Ο Άραβας ανέβηκε. Όταν ξαναεμφανίστηκε, κατέβηκε ανάποδα, με την πλάτη, κουβαλώντας ένα στρώμα που το κρατούσε ο άντρας από την άλλη άκρη. Το απίθωσαν σιμά στο τζάκι. Ο άντρας τράβηξε το τραπέζι παράμερα, ενώ ο Άραβας ξανανέβηκε και ξανακατέβηκε σχεδόν αμέσως κρατώντας ένα κεφαλάρι και κουβέρτες. «Ξάπλωσε εδώ», είπε ο άντρας στη γυναίκα του και την οδήγησε προς το στρώμα. Εκείνη δίσταζε. Τώρα ήταν αισθητή η μυρωδιά της υγρής τζίβας που αναδυόταν απ’ το σελτέ. «Πώς να ξεντυθώ;» είπε κοιτώντας ολόγυρά της φοβισμένη, θαρρείς και ανακάλυπτε επιτέλους το χώρο... «Βγάλε ό,τι φοράς από κάτω», είπε ο άντρας. Και ξανάπε: «Βγάλε τα εσώρουχα». Μετά, απευθύνθηκε στον Άραβα: «Σ’ ευχαριστώ. Ξέζεψε ένα άλογο. Θα πάω στο χωριό». Ο Άραβας βγήκε. Η γυναίκα παιδευόταν με τα ρούχα της, με την πλάτη γυρισμένη στον άντρα της, που κι αυτός κοιτούσε απ’ την άλλη. Κατόπιν ξάπλωσε και, μόλις ίσιωσε το κορμί της τραβώντας τις κουβέρτες πάνω της, έβγαλε μία και μόνη κραυγή, μακρόσυρτη, δυνατή, θαρρείς και ήθελε να λυτρωθεί μεμιάς απ’ όλες τις κραυγές που είχε συσσωρεύσει ο πόνος μέσα της. Ο άντρας, όρθιος σιμά στο στρώμα, την άφησε να φω-


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 21

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



νάξει· ύστερα, μόλις εκείνη σώπασε, έβγαλε την τραγιάσκα του, γονάτισε στο ένα πόδι και φίλησε τ’ όμορφο μέτωπο πάνω από τα κλειστά μάτια. Φόρεσε ξανά την τραγιάσκα του και βγήκε στη βροχή. Το ξεζεμένο άλογο στριφογύριζε ήδη, με τα μπροστινά του πόδια χωμένα στο καρβουνίδι. «Πάω να φέρω μια σέλα», είπε ο Άραβας. «Όχι, άσε μόνο τα γκέμια. Θα το καβαλικέψω έτσι. Βάλε τα μπαούλα και τα πράγματα στην κουζίνα. Έχεις γυναίκα;» «Πέθανε. Ήταν μεγάλη». «Κόρη έχεις;» «Όχι, δόξα τω Θεώ! Αλλά έχω τη γυναίκα του γιου μου». «Πες της να ’ρθει». «Θα της πω. Καλό δρόμο». Ο άντρας κοίταξε τον γερο-Άραβα ασάλευτο μες στο ψιλόβροχο, που του χαμογελούσε κάτω από τα μουσκεμένα μουστάκια του. Εκείνος, πάντα αγέλαστος, τον κοιτούσε με τα ανοιχτόχρωμα, διερευνητικά μάτια του. Ύστερα του έδωσε το χέρι κι ο άλλος το πήρε, αλά αραβικά, με τ’ ακροδάχτυλα, και το έφερε στα χείλη του. Ο άντρας γύρισε απ’ την άλλη κάνοντας το καρβουνίδι να τρίξει, πλησίασε το άλογο, πήδησε στην ασέλωτη ράχη του και απομακρύνθηκε καλπάζοντας. Βγαίνοντας απ’ το αγρόκτημα, ο άντρας τράβηξε προς το σταυροδρόμι απ’ όπου είχαν διακρίνει για πρώτη φορά τα φώτα του χωριού. Τώρα σκόρπιζαν μια πιο ζωηρή λάμψη, η βροχή είχε σταματήσει, και ο δρόμος που, στα δεξιά, οδηγούσε προς τα κει ήταν χαραγμένος ανάμεσα στ’ αμπέλια, των οποίων τα σύρματα γυάλιζαν τόπους τόπους. Σχεδόν στα μισά του δρόμου, το άλογο επιβράδυνε κι άρχισε να βηματίζει. Κόντευε να φτάσει σε κάτι που έμοιαζε με ορθογώνια καλύβα, της οποίας η μια πλευρά, που σχημάτιζε ένα δωμάτιο, ήταν λιθοδομή και η άλλη, η πιο μεγάλη, ήταν φτιαγμένη με σανίδες, μ’ ένα μεγάλο πρόστεγο το οποίο χαμήλωνε πάνω από κάτι σαν πάγκο που προεξείχε. Σε μια εσοχή της λιθοδομής υπήρχε μια πόρτα,


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 22



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

πάνω στην οποία ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Αγροτική καντίνα της κυρίας Ζακ». Απ’ την πόρτα γλιστρούσε φως. Ο άντρας σταμάτησε το άλογό του ακριβώς μπροστά και, χωρίς να ξεπεζέψει, χτύπησε. Αμέσως μια καμπανιστή αποφασιστική φωνή ρώτησε από μέσα: «Ποιος είναι;» «Είμαι ο καινούργιος επιστάτης του κτήματος του Σεντ Απότρ. Η γυναίκα μου γεννάει. Χρειάζομαι βοήθεια». Καμία απόκριση. Ύστερα από λίγο, μάνταλα τραβήχτηκαν, αμπάρες σηκώθηκαν, σύρθηκαν, και η πόρτα μισάνοιξε. Διέκρινε το σγουρόμαλλο μαύρο κεφάλι μιας Ευρωπαίας, με στρουμπουλά μάγουλα και μύτη λίγο πλακουτσωτή πάνω από τα χοντρά χείλη. «Με λένε Ανρί Κορμερί. Μπορείτε να πάτε στη γυναίκα μου; Εγώ πάω να φέρω τον γιατρό». Τον κοίταξε επίμονα με το ασκημένο μάτι εκείνου που ζυγιάζει τους ανθρώπους και τις αναποδιές. Αυτός υπέμεινε το βλέμμα της αποφασιστικά, δίχως όμως να προσθέσει την παραμικρή εξήγηση. «Θα πάω», είπε. «Κάντε γρήγορα». Την ευχαρίστησε και χτύπησε το άλογο με τις φτέρνες. Λίγα λεπτά αργότερα, έφτανε στο χωριό περνώντας ανάμεσα από κάτι που θύμιζε οχυρώματα από ξεραμένο πηλό. Ένας δρόμος –ο μοναδικός, προφανώς– απλωνόταν μπροστά του, με μικρά μονώροφα σπίτια από κάθε πλευρά, όλα πανομοιότυπα, τον οποίο ακολούθησε μέχρι τη μικρή πλατεία, τη στρωμένη με τόφο, όπου, εντελώς αναπάντεχα, υψωνόταν μια εξέδρα ορχήστρας με σιδερένιο σκελετό. Η πλατεία ήταν έρημη, όπως και ο δρόμος. Ο Κορμερί κατευθυνόταν ήδη προς ένα από τα σπίτια, όταν το άλογο δίστασε να προχωρήσει. Ένας Άραβας, με σκούρα και σκισμένη κελεμπία, ξεπρόβαλε από τη σκιά και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 23

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



«Το σπίτι του γιατρού;» τον ρώτησε αμέσως ο Κορμερί. Ο άλλος κοίταξε διερευνητικά τον καβαλάρη. «Έλα», του είπε, αφού τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω. Πήραν το δρόμο ανάποδα. Σ’ ένα από τα κτίσματα, με υπερυψωμένο ισόγειο, στο οποίο έφτανες από μια ασβεστωμένη σκάλα, ήταν γραμμένες οι λέξεις: «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα». Παραδίπλα εκτεινόταν ένας κηπάκος περιτριγυρισμένος από σοβατισμένους τοίχους, στο βάθος του οποίου βρισκόταν το σπίτι που του έδειξε ο Άραβας. «Αυτό είναι», είπε. Ο Κορμερί πήδησε απ’ το άλογο και, με περπατησιά που δεν πρόδιδε διόλου κούραση, διέσχισε τον κήπο, από τον οποίο το μόνο που πρόσεξε, ακριβώς στο κέντρο, ήταν ένας νάνος φοίνικας με ξεραμένα κλαδιά και σαπισμένο κορμό. Χτύπησε την πόρτα. Καμία απόκριση.α Γύρισε απ’ την άλλη. Ο Άραβας περίμενε σιωπηλός. Ο άντρας χτύπησε πάλι. Βήματα ακούστηκαν από μέσα και κάποιος κοντοστάθηκε πίσω από την πόρτα. Αλλά δεν την άνοιξε. Ο Κορμερί χτύπησε ξανά και είπε: «Γυρεύω τον γιατρό». Αμέσως τα μάνταλα τραβήχτηκαν και η πόρτα άνοιξε. Ένας άντρας εμφανίστηκε, με πρόσωπο νεανικό και ροδαλό, μαλλιά όμως σχεδόν άσπρα, με ψηλή και γεροδεμένη κορμοστασιά, και γάμπες σφιγμένες σε γκέτες, ο οποίος, εκείνη τη στιγμή, φορούσε κάτι σαν κυνηγετικό χιτώνιο. «Κι από πού μας έρχεστε;» είπε γελώντας. «Δε σας έχω ξαναδεί». Ο άντρας τού εξήγησε. «Α, ναι, μου ’χει μιλήσει ο δήμαρχος. Πάντως, περίεργο μέρος διαλέξατε για τα γεννητούρια». α. Πολέμησα τους Μαροκινούς (με βλέμμα διφορούμενο), οι Μαροκινοί δεν είναι καλοί.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 24



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

Ο άλλος είπε ότι τα περίμενε πολύ αργότερα και πως σίγουρα λάθεψε. «Καλά, καλά, στον καθένα μπορεί να συμβεί. Εσείς προχωρήστε, εγώ σελώνω το Ματαντόρ και σας ακολουθώ». Στα μισά του γυρισμού, κάτω από τη βροχή που ξανάρχισε να πέφτει, ο γιατρός, καβάλα σ’ ένα σταχτί με σκούρα στίγματα άλογο, πρόλαβε τον Κορμερί που ήταν μουσκεμένος αλλά πάντα στητός πάνω στο βαρύ ακάματό του άλογο. «Παράξενος ο ερχομός σας», φώναξε ο γιατρός. «Αλλά θα το δείτε, ο τόπος μας έχει και τα καλά του, εκτός βέβαια από τα κουνούπια και τους ληστές της υπαίθρου». Στεκόταν τώρα πλάι στον συνοδοιπόρο του. «Όσον αφορά τα κουνούπια, μέχρι την άνοιξη θα είστε ήσυχος. Όσον αφορά τους ληστές...» Γελούσε, όμως ο άλλος συνέχιζε να καλπάζει χωρίς να βγάζει άχνα. Ο γιατρός τον κοίταξε όλο περιέργεια. «Μη φοβάστε τίποτα», είπε, «όλα θα πάνε καλά». Ο Κορμερί έστρεψε προς τον γιατρό το φωτεινό του βλέμμα, τον κοίταξε ήρεμα και είπε με μια χροιά εγκαρδιότητας: «Δε φοβάμαι. Είμαι συνηθισμένος στα σκληρά χτυπήματα». «Το πρώτο σας είναι;» «Όχι, άφησα ένα τετράχρονο αγοράκι στην πεθερά μου, στο Αλγέρι».1 Έφτασαν στο σταυροδρόμι και πήραν το δρόμο για το αγρόκτημα. Ύστερα από λίγο, σύννεφα από καρβουνίδι σηκώνονταν κάτω από τα πόδια των αλόγων. Όταν τ’ άλογα σταμάτησαν και ξανάπεσε σιωπή, μια κραυγή ακούστηκε απ’ το σπίτι. Οι δυο άντρες πάτησαν το πόδι τους στη γη. Μια σκιά τούς περίμενε, προφυλαγμένη κάτω από το αμπελόκλημα που έσταζε νερό. Πλησιάζοντας, αναγνώρισαν τον γερο-Άραβα που φορούσε μια αυτοσχέδια κουκούλα από τσουβάλι. 1. Αντίφαση με τη σελ. 15: «ένα αγοράκι κοιμόταν γερμένο πάνω της».


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 25

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



«Γεια σου, Καντούρ», είπε ο γιατρός. «Πώς πάει;» «Δεν ξέρω, εγώ πάντως δεν μπαίνω εκεί που είναι οι γυναίκες», του αποκρίθηκε ο γέρος. «Σωστά κάνεις», είπε ο γιατρός. «Ιδίως όταν οι γυναίκες σκούζουν». Όμως, καμιά κραυγή δεν ερχόταν πια από μέσα. Ο γιατρός άνοιξε και μπήκε, με τον Κορμερί στο κατόπι του. Μια μεγάλη φωτιά από κληματόβεργες αστραποβολούσε μπροστά τους στο τζάκι και φώτιζε το δωμάτιο περισσότερο από τη λάμπα πετρελαίου, που είχε μπακιρένια γαρνιτούρα με χάντρες και κρεμόταν στο κέντρο του ταβανιού. Στα δεξιά τους, ο νεροχύτης είχε γεμίσει ξάφνου τσίγκινες κανάτες και πετσέτες. Το τραπέζι που βρισκόταν στη μέση, το είχαν σπρώξει τώρα στ’ αριστερά, μπροστά από έναν μικρό ξεχαρβαλωμένο μπουφέ από αλουστράριστο ξύλο. Πάνω του ήταν αφημένα ένας παλιωμένος ταξιδιωτικός σάκος, μια καπελιέρα και μπόγοι. Παλιωμένες αποσκευές, μεταξύ των οποίων ένα μεγάλο ψάθινο μπαούλο, γέμιζαν την κάθε γωνιά του δωματίου, αφήνοντας κενό χώρο μόνο στη μέση, σιμά στη φωτιά. Σ’ αυτόν ακριβώς το χώρο, πάνω στο στρώμα που ήταν βαλμένο κάθετα στο τζάκι, ήταν ξαπλωμένη η γυναίκα, με το κεφάλι γερμένο σ’ ένα μαξιλάρι χωρίς μαξιλαροθήκη και με τα μαλλιά λυτά. Οι κουβέρτες κάλυπταν τώρα μόνο το μισό στρώμα. Στ’ αριστερά, η καντινιέρισσα, γονατιστή, έκρυβε με το σώμα της το ξέσκεπο μέρος του στρώματος. Έστυβε πάνω από μια λεκάνη μια πετσέτα απ’ την οποία έσταζε κοκκινωπό νερό. Στα δεξιά, καθισμένη οκλαδόν, μια Αράβισσα, χωρίς τη λευκή μαντήλα της, κρατούσε στα χέρια, σε στάση προσφοράς, μια δεύτερη εμαγιέ λεκάνη, λίγο φθαρμένη, όπου άχνιζε καυτό νερό. Οι δυο γυναίκες στέκονταν στις δυο άκρες ενός διπλωμένου σεντονιού που το είχαν περάσει κάτω απ’ το σώμα της λεχώνας. Οι σκιές και οι λάμψεις του τζακιού ανεβοκατέβαιναν πάνω στους ασβεστωμένους τοίχους, στα δέματα που γέμιζαν το δωμάτιο,


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 26



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

και από πιο κοντά ακόμα σκόρπιζαν κόκκινες ανταύγειες στα πρόσωπα των δύο γυναικών και στο σώμα της λεχώνας κάτω από τα σκεπάσματα. Όταν μπήκαν οι δυο άντρες, η Αράβισσα τους έριξε μια φευγαλέα ματιά μ’ ένα γελάκι· ύστερα στράφηκε στη φωτιά, ενώ τα αδύνατα και σκουρόχρωμα χέρια της συνέχιζαν να κρατούν τελετουργικά τη λεκάνη. Η καντινιέρισσα τους κοίταξε και αναφώνησε χαρούμενα: «Δε σας χρειαζόμαστε πια, γιατρέ. Έγινε από μόνο του». Σηκώθηκε και οι δύο άντρες είδαν, σιμά στη λεχώνα, κάτι το άμορφο και ματωμένο, που σάλευε μ’ ένα είδος γαλήνιας κίνησης και από το οποίο τώρα έβγαινε ένας συνεχής, σχεδόν ανεπαίσθητος ήχος σαν πνιχτό τρίξιμο.α «Έτσι λέτε εσείς», είπε ο γιατρός. «Ελπίζω να μην πειράξατε τον ομφάλιο λώρο». «Όχι», είπε η άλλη γελώντας. «Έπρεπε ν’ αφήσουμε κάτι και για σας». Σηκώθηκε και παραχώρησε τη θέση της στον γιατρό, ο οποίος έκρυψε ξανά το νεογέννητο από τα μάτια του Κορμερί, που στεκόταν ακόμα στην πόρτα έχοντας βγάλει την τραγιάσκα του. Ο γιατρός κάθισε ανακούρκουδα, άνοιξε την τσάντα του κι ύστερα πήρε τη λεκάνη από τα χέρια της Αράβισσας, η οποία αποσύρθηκε αμέσως απ’ το φωτεινό πεδίο και κατέφυγε στη σκοτεινιά γωνιά του τζακιού. Ο γιατρός έπλυνε τα χέρια του, με την πλάτη πάντα γυρισμένη στην πόρτα, ύστερα έριξε πάνω τους οινόπνευμα που μύριζε λιγάκι σαν ανιζέτ1 και η μυρωδιά του κατέκλυσε αμέσως το δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή, η λεχώνα σήκωσε το κεφάλι της και είδε τον άντρα της. Ένα εξαίσιο χαμόγελο μεταμόρφωσε τ’ όμορφο αλλά αποκαμωμένο πρόσωπο. Ο Κορμερί πλησίασε στο στρώμα. α. Όπως αυτό που κάνουν ορισμένα κύτταρα στο μικροσκόπιο. 1. Αλκοολούχο απόσταγμα γλυκάνισου. (Σ.τ.Μ.)


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 27

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



«Ήρθε», του είπε κοντανασαίνοντας κι άπλωσε το χέρι της προς το βρέφος. «Ναι», είπε ο γιατρός, «αλλά μην κουνιέστε». Η γυναίκα τον κοίταξε απορημένη. Ο Κορμερί, όρθιος στο κάτω μέρος του στρώματος, της έγνεψε καθησυχαστικά. «Ξάπλωσε». Η γυναίκα έγειρε πάλι προς τα πίσω. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η βροχή δυνάμωσε πάνω στην παλιά κεραμοσκεπή. Ο γιατρός έκανε τη δουλειά του κάτω από την κουβέρτα. Ύστερα ανασηκώθηκε κι έμοιαζε να κουνάει κάτι μπροστά του. Μια κραυγούλα ακούστηκε. «Αγόρι είναι», είπε ο γιατρός. «Και παίδαρος». «Να, λοιπόν, ένας που κάνει καλή αρχή», είπε η καντινιέρισσα. «Και σε καινούργιο σπίτι». Η Αράβισσα στη γωνιά της γέλασε και χτύπησε δυο φορές τα χέρια της. Ο Κορμερί την κοίταξε κι εκείνη γύρισε απ’ την άλλη το κεφάλι της αμήχανη. «Εντάξει», είπε ο γιατρός. «Αφήστε μας για λίγο τώρα». Ο Κορμερί κοίταξε τη γυναίκα του. Το πρόσωπό της, όμως, ήταν πάντα γερμένο προς τα πίσω. Μόνο τα χέρια της, χαλαρά πάνω στην τραχιά κουβέρτα, του θύμιζαν ακόμα το χαμόγελο που πριν από λίγο είχε γεμίσει και είχε μεταμορφώσει το θλιβερό δωμάτιο. Φόρεσε την τραγιάσκα του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Τι όνομα θα του δώσετε;» φώναξε η καντινιέρισσα. «Δεν ξέρω, δεν το έχουμε σκεφτεί». Κοίταξε το νεογέννητο. «Θα το πούμε Ζακ, αφού ήσασταν κι εσείς εδώ». Η γυναίκα έβαλε τα γέλια και ο Κορμερί βγήκε έξω. Κάτω από την κληματαριά, ο Άραβας, πάντα με το τσουβάλι στο κεφάλι, περίμενε. Κοίταξε τον Κορμερί, που δεν του είπε τίποτα. «Να, πάρε», είπε ο Άραβας και του έδωσε μια άκρη απ’ το τσουβάλι του. Ο Κορμερί προφυλάχτηκε. Ένιωθε τον ώμο του γερο-Άρα-


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 28



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

βα, τη μυρωδιά του καπνού, που ανέδιναν τα ρούχα του, και τη βροχή που σφυροκοπούσε το τσουβάλι πάνω από τα κεφάλια τους. «Αγόρι είναι», είπε χωρίς να κοιτάξει τον συνοδοιπόρο του. «Δόξα τω Θεώ!» αποκρίθηκε ο Άραβας. «Μια χαρά τα κατάφερες». Το νερό, που ερχόταν από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, έπεφτε ασταμάτητα μπροστά τους πάνω στο καρβουνίδι, σχηματίζοντας αμέτρητους νερόλακκους πιο κάτω, στ’ αμπελοχώραφα, και οι συρματόβεργες που στήριζαν τα κλήματα γυάλιζαν κάτω από τις σταγόνες. Το νερό δεν θα ’φτανε ποτέ μέχρι τη θάλασσα στ’ ανατολικά και θα πλημμύριζε τώρα όλη την περιοχή, τα βαλτοτόπια σιμά στο ποτάμι και τα γύρω βουνά, την απέραντη σχεδόν έρημη γη, της οποίας η δυνατή μυρωδιά έφτανε μέχρι τους δυο άντρες που έστεκαν κολλητά ο ένας με τον άλλο κάτω απ’ το ίδιο τσουβάλι, ενώ μια αδύναμη κραυγή ακουγόταν πού και πού πίσω τους. Αργά τη νύχτα, ο Κορμερί, με μακρύ σώβρακο και φανέλα, πλάγιασε πάνω σ’ ένα δεύτερο στρώμα πλάι στη γυναίκα του και χάζευε τις φλόγες που χόρευαν στο ταβάνι. Το δωμάτιο θα το ’λεγες τώρα σχεδόν σουλουπωμένο. Από την άλλη μεριά της λεχώνας, σ’ ένα κοφίνι μπουγάδας, κοιμόταν το βρέφος γαλήνια, πέρα από κάποια αδύναμα γουργουρίσματα που άφηνε πότε πότε. Η γυναίκα κοιμόταν κι αυτή, με το πρόσωπό της στραμμένο προς εκείνον και το στόμα λίγο ανοιχτό. Η βροχή είχε σταματήσει. Την επομένη θα έπιανε δουλειά. Σιμά του, το χέρι της γυναίκας του, ήδη τόσο ταλαιπωρημένο, ώστε έμοιαζε σχεδόν φτιαγμένο από τραχύ ξύλο, του μιλούσε κι αυτό για τη δουλειά. Άπλωσε το δικό του, το ακούμπησε απαλά πάνω στο δικό της και, γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω, έκλεισε τα μάτια του.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 29

Σεν Μπριέ

Στρένου του Σεν Μπριέ, κοιτούσε με ύφος αποδοκιμαστι-

α

ΑΡάΝΤΑ

χρόνια αργότερα, ένας άντρας, στο διάδρομο του

κό να ξεδιπλώνεται κάτω απ’ τον χλομό ήλιο ενός ανοιξιάτικου απογεύματος τούτος ο στενός κι επίπεδος τόπος, όλο χωριά και αποκρουστικά σπίτια, που εκτείνεται απ’ το Παρίσι ως τη Μάγχη. Λιβάδια και χωράφια μιας γης που, αιώνες τώρα, την καλλιεργούν μέχρι και το τελευταίο τετραγωνικό της διαδέχονταν το ένα το άλλο μπρος στα μάτια του. Χωρίς καπέλο, με κοντοκουρεμένα μαλλιά, μακρύ πρόσωπο με λεπτά χαρακτηριστικά, κανονικό ανάστημα, γαλανό και ευθύ βλέμμα, ο άντρας, μολονότι σαραντάρης, έδειχνε ακόμα λεπτός μες στην καμπαρντίνα του. Έτσι όπως στεκόταν με τις παλάμες σφιγμένες πάνω στην κουπαστή, με το βάρος του γερμένο στον ένα γοφό και τον κορμό χαλαρό, δημιουργούσε την εντύπωση αυτάρκειας και σφρίγους. Εκείνη τη στιγμή το τρένο έκοψε ταχύτητα και, τελικά, σταμάτησε σ’ έναν άθλιο μικρό σταθμό. Ύστερα από λίγο, μια μάλλον κομψή νεαρή γυναίκα βγήκε από την πόρτα όπου στεκόταν ο άντρας. Κοντοστάθηκε για να πιάσει τη βαλίτσα της με το άλλο χέρι, και τότε πρόσεξε τον ταξιδιώτη. Αυτός την κοιτούσε χαμογελώντας κι εκείνη δεν μπόρεσε να μην του ανταποδώσει το χαμόγελο. Ο άντρας κατέβαα. Εξαρχής, θα έπρεπε να καταδειχτεί περισσότερο στο χαρακτήρα του Ζακ το τέρας.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 30



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

σε το τζάμι, όμως το τρένο είχε κιόλας φύγει. Κρίμα, είπε από μέσα του. Η νεαρή γυναίκα συνέχισε να του χαμογελάει. Ο ταξιδιώτης πήγε να καθίσει στο κουπέ της τρίτης θέσης, κοντά στο παράθυρο. Αντίκρυ του, ένας άντρας με αραιά και πατικωμένα μαλλιά, πιο νέος απ’ όσο υποδήλωνε το πρησμένο και γεμάτο κοκκινίλες πρόσωπό του, στριμωγμένος στην άκρη του, με τα μάτια κλειστά, βαριανάσαινε εμφανώς ανήσυχος από μια επίπονη χώνεψη κι έριχνε πού και πού κοφτές ματιές* στον απέναντί του. Στο ίδιο κάθισμα, προς τη μεριά του διαδρόμου, μια χωρική, με τα κυριακάτικά της κι ένα αλλόκοτο καπέλο στολισμένο μ’ ένα κέρινο τσαμπί σταφύλι, σκούπιζε τη μύτη ενός κοκκινομάλλικου παιδιού με πρόσωπο σβησμένο και γλυκανάλατο. Το χαμόγελο του ταξιδιώτη εξαφανίστηκε. Έβγαλε ένα περιοδικό από την τσέπη του και διάβασε αφηρημένα ένα άρθρο που τον έκανε να χασμουρηθεί. Λίγο μετά, το τρένο σταμάτησε, και μια μικρή πινακίδα, πάνω στην οποία ήταν γραμμένες οι λέξεις «Σεν Μπριέ», εμφανίστηκε αργά αργά στο τζάμι. Ο ταξιδιώτης σηκώθηκε αμέσως, τράβηξε χωρίς μεγάλη προσπάθεια μια πτυσσόμενη βαλίτσα από τη σχάρα των αποσκευών από πάνω του και, αφού χαιρέτησε τους συνταξιδιώτες του οι οποίοι αποκρίθηκαν ξαφνιασμένοι, βγήκε απ’ το κουπέ και κατέβηκε γοργά τα τρία σκαλοπάτια του βαγονιού. Στην αποβάθρα, κοίταξε το αριστερό του χέρι, βρόμικο από την καπνιά που σκέπαζε την μπρούντζινη κουπαστή, την οποία είχε μόλις αφήσει, έβγαλε ένα μαντήλι και σκουπίστηκε προσεχτικά. Κατόπιν τράβηξε προς την έξοδο, ενώ τον πλησίαζε αργά αργά ένα τσούρμο ταξιδιωτών με σκουρόχρωμα ρούχα και ωχρά πρόσωπα. Περίμενε καρτερικά κάτω απ’ το στέγαστρο τη σειρά του για να δώσει το εισιτήριό του, περίμενε κι άλλο μέχρι να του το επιστρέψει ο σκυθρωπός υπάλληλος, διέσχισε μια αίθουσα αναμονής με γυ* σβησμένες


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 31

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



μνούς και βρόμικους τοίχους, και μοναδικό στολίδι κάτι παλιές αφίσες όπου ακόμα και η Κυανή Ακτή είχε το χρώμα της καπνιάς, και μες στο πλάγιο απογευματινό φως κατηφόρισε με βήμα ζωηρό το δρόμο που οδηγούσε απ’ το σταθμό στην πόλη. Στο ξενοδοχείο, ζήτησε το δωμάτιο που είχε κρατήσει, αρνήθηκε τις υπηρεσίες της καμαριέρας, που το πρόσωπό της έμοιαζε με πατάτα και η οποία ήθελε να του κουβαλήσει την αποσκευή, και αφού τον οδήγησε στο δωμάτιό του, της έδωσε ωστόσο φιλοδώρημα που την ξάφνιασε και γέμισε το πρόσωπό της με συμπάθεια. Κατόπιν έπλυνε πάλι τα χέρια του και ξανακατέβηκε με το ίδιο ζωηρό βήμα, χωρίς να κλειδώσει την πόρτα του. Στην είσοδο του ξενοδοχείου, ξαναείδε την καμαριέρα, τη ρώτησε πού ήταν το νεκροταφείο, του έδωσε υπερβολικά πολλές εξηγήσεις, τις άκουσε ευγενικά κι ύστερα κατευθύνθηκε προς τα κει που του υπέδειξε. Διέσχιζε τώρα τους στενούς και θλιβερούς δρόμους που περιβάλλονταν από πληκτικά σπίτια με λερά κόκκινα κεραμίδια. Πού και πού, κάποιο παλιό σπίτι με εμφανή δοκάρια πρόβαλλε τους λοξούς λιθοκεράμους του. Λιγοστοί περαστικοί ούτε καν σταματούσαν μπροστά στις βιτρίνες που μόστραραν γυαλικά, «αριστοτεχνήματα» από πλαστικό και νάιλον, άθλια κεραμικά που βρίσκεις σε κάθε πόλη της σύγχρονης Δύσης. Μόνο τα μαγαζιά τροφίμων πρόδιδαν κάποια ευμάρεια. Ψηλοί απωθητικοί τοίχοι έζωναν το νεκροταφείο. Σιμά στην καγκελόπορτα, μίζεροι πάγκοι με λουλούδια και μαρμαράδικα. Ο ταξιδιώτης κοντοστάθηκε μπροστά σ’ ένα από δαύτα και κοίταξε ένα σπιρτόζικο παιδί που διάβαζε τα μαθήματά του σε μια γωνιά, πάνω σε μια ταφόπλακα ακόμη ανεπίγραφη. Κατόπιν μπήκε στο νεκροταφείο και τράβηξε προς το σπιτάκι του φύλακα. Ο φύλακας δεν ήταν εκεί. Ο ταξιδιώτης περίμενε στο μικρό, φτωχικά επιπλωμένο γραφείο, ύστερα πρόσεξε ένα σχεδιάγραμμα και, καθώς προσπαθούσε να το αποκρυπτογραφήσει, εμφανίστηκε ο φύλακας. Ήταν ένας ψηλός ζαρωμένος άντρας με μεγάλη μύτη, που μύριζε έ-


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 32



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

ντονα ιδρωτίλα κάτω απ’ το χοντρό του σακάκι, το οποίο τού ανέβαινε μέχρι πάνω στο λαιμό. Ο ταξιδιώτης ρώτησε πού βρίσκονταν οι νεκροί του πολέμου του 1914. «Μάλιστα», είπε ο άλλος. «Στην πλατεία Γαλλικής Μνήμης. Ποιο όνομα ψάχνετε;» «Ανρί Κορμερί», αποκρίθηκε ο ταξιδιώτης. Ο φύλακας άνοιξε ένα χοντρό κιτάπι ντυμένο με χαρτί περιτυλίγματος κι έσυρε το λασπωμένο δάχτυλό του πάνω σε μια λίστα ονομάτων. Ύστερα από λίγο, το δάχτυλό του σταμάτησε. «Ανρί Κορμερί», είπε, «τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη του Μάρνη, πέθανε στο Σεν Μπριέ στις 11 Οκτωβρίου 1914». «Σωστά», είπε ο ταξιδιώτης. Ο φύλακας έκλεισε το κιτάπι. «Ελάτε», είπε. Τράβηξε μπροστά για τις πρώτες σειρές των τάφων· κάποιοι ήταν φτωχικοί, άλλοι επιτηδευμένοι και άσχημοι, όλοι καλυμμένοι με εκείνο το συνονθύλευμα από μάρμαρο και φτηνομπιχλιμπίδια, που ευτελίζει οποιοδήποτε μέρος επί γης. «Συγγενής σας είναι;» ρώτησε αφηρημένα ο φύλακας. «Ο πατέρας μου». «Πολύ σκληρό», είπε ο άλλος. «Όχι, δεν ήμουν καν ενός έτους όταν πέθανε. Καταλαβαίνετε, λοιπόν». «Ναι», είπε ο φύλακας, «αλλά όπως και να ’χει... Πέθανε πολύς κόσμος τότε». Ο Ζακ Κορμερί δεν αποκρίθηκε. Και βέβαια είχε πεθάνει πολύς κόσμος, αλλά για τον πατέρα του δεν μπορούσε να σοφιστεί μια ευλάβεια που δεν την ένιωθε. Όλα τούτα τα χρόνια που ζούσε στη Γαλλία, υποσχόταν στον εαυτό του να κάνει αυτό που η μητέρα του, η οποία είχε μείνει στην Αλγερία, αυτό λοιπόν που εκείνη1 του ζητούσε εδώ και τόσο καιρό: Να πάει 1. Sic.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 33

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



στον τάφο του πατέρα του, που η ίδια δεν είχε δει ποτέ. Εκείνος πίστευε πως μια τέτοια επίσκεψη δεν είχε κανένα νόημα, πρωτίστως για αυτό τον ίδιο που δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του, αγνοούσε σχεδόν τα πάντα για κείνον και απεχθανόταν συμβατικές χειρονομίες και συμπεριφορές, και κατόπιν για τη μητέρα του, η οποία δεν μιλούσε ποτέ για τον πεθαμένο και δεν μπορούσε να φανταστεί το παραμικρό απ’ όσα θα έβλεπε ο γιος της. Όμως, καθώς ο παλιός του δάσκαλος είχε αποσυρθεί στο Σεν Μπριέ κι έτσι του δινόταν η ευκαιρία να τον ξαναδεί, αποφάσισε να επισκεφτεί τον άγνωστο νεκρό και θέλησε μάλιστα να το κάνει προτού συναντήσει τον ηλικιωμένο φίλο του, ώστε μετά να νιώθει ολότελα ελεύθερος. «Εδώ είναι», είπε ο φύλακας. Βρίσκονταν μπροστά σ’ ένα τετράγωνο περιστοιχισμένο από χαμηλούς γκρίζους πέτρινους στύλους, οι οποίοι ενώνονταν με μια βαριά, περασμένη με μαύρο χρώμα αλυσίδα. Οι ταφόπλακες –όλες πανομοιότυπες– ήταν πολλές, απλά ορθογώνια εγχάρακτα, βαλμένα σε ίση απόσταση μεταξύ τους κατά σειρές. Η καθεμιά τους ήταν στολισμένη μ’ ένα μπουκετάκι φρέσκα λουλούδια. «Η “Γαλλική Μνήμη” έχει αναλάβει, εδώ και σαράντα χρόνια, τη συντήρησή τους. Ελάτε, εδώ είναι». Έδειχνε μια ταφόπλακα στην πρώτη σειρά. Ο Ζακ Κορμερί κοντοστάθηκε σε κάποια απόσταση απ’ τον τάφο. «Σας αφήνω», είπε ο φύλακας. Ο Κορμερί πλησίασε στην ταφόπλακα και την κοίταξε αφηρημένα. Ναι, ήταν πράγματι τ’ όνομά του. Σήκωσε τα μάτια του. Πάνω ψηλά, στον ουρανό που είχε γίνει πιο ωχρός τώρα, αργοπερνούσαν μικρά άσπρα και γκρίζα σύννεφα, κι έπεφτε ένα φως που μια έλαμπε αμυδρά, μια σκοτείνιαζε. Τριγύρω, μες στο αχανές πεδίο των νεκρών, βασίλευε σιωπή. Τίποτα δεν ακουγόταν, πέρα από ένα πνιχτό μουρμουρητό φερμένο απ’ την πόλη πάνω απ’ τους ψηλούς τοίχους. Πού και πού, μια μαυo


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 34



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

ροντυμένη φιγούρα περνούσε ανάμεσα απ’ τους μακρινούς τάφους. Ο Ζακ Κορμερί, με το βλέμμα προσηλωμένο στο αργόσυρτο ταξίδι που έκαναν τα σύννεφα στον ουρανό, προσπαθούσε να διακρίνει, πέρα απ’ το άρωμα των νοτερών λουλουδιών, τη μυρωδιά της αρμύρας που έφερνε εκείνη τη στιγμή η μακρινή και ασάλευτη θάλασσα, όταν το ελαφρύ χτύπημα ενός τσίγκινου κουβά στο μάρμαρο ενός τάφου τον έβγαλε από την ονειροπόλησή του. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάβασε πάνω στον τάφο την ημερομηνία γέννησης του πατέρα του, ανακαλύπτοντας έτσι ότι την αγνοούσε. Ύστερα διάβασε τις δύο ημερομηνίες, «1885-1914», και μηχανικά λογάριασε: Είκοσι εννιά χρόνων. Αίφνης μια ιδέα τον κατακεραύνωσε και τον κλόνισε μέχρι τα τρίσβαθά του. Ο ίδιος ήταν σαράντα χρόνων. Ο θαμμένος κάτω από τη μαρμαρόπλακα άντρας, που ήταν ο πατέρας του, ήταν νεότερός του.α Το κύμα τρυφερότητας και οίκτου, που γέμισε μεμιάς την καρδιά του, δεν ήταν η αντάρα της ψυχής που φέρνει στον γιο η θύμηση του χαμένου πατέρα, αλλά η συντετριμμένη συμπόνια που ένας φτασμένος άντρας νιώθει μπροστά στο αδικοσκοτωμένο παιδί – πράγμα που εδώ δεν ακολουθούσε τη φυσική τάξη των πραγμάτων και, για να πούμε την αλήθεια, δεν υπήρχε τάξη παρά μόνο τρέλα και χάος εκεί όπου ο γιος ήταν πιο μεγάλος απ’ τον πατέρα. Η ακολουθία του χρόνου αυτή καθαυτήν σμπαραλιαζόταν γύρω του, έτσι όπως έμενε ακίνητος, ανάμεσα στους τάφους που δεν τους έβλεπε πια, και τα χρόνια δεν έμπαιναν πλέον σε τάξη ακολουθώντας το μεγάλο ποτάμι της ζωής που κυλάει προς τις εκβολές του. Δεν ήταν πια παρά μόνο ρόχθος, αντιμάμαλο και δίνη εκεί όπου ο Ζακ Κορμερί πάλευε τώρα με την οδύνη και τον οίκτο.β Παρατηρούσε τις άλλες επιγραφές γύρω του και από τις ημερομηνίες συνειδητοα. Αλλαγή θέματος. β. Ανάπτυξη του πολέμου του ’14.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 35

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



ποίησε ότι τούτη η γη ήταν διάσπαρτη από παιδιά τα οποία ήταν οι πατεράδες ψαρομάλληδων αντρών που νόμιζαν πως ζούσαν αυτή τη στιγμή. Γιατί κι αυτός ο ίδιος νόμιζε πως ζούσε, είχε διαπλαστεί μοναχός του, γνώριζε το σθένος του, τα έβγαζε πέρα και είχε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του. Όμως, μες στην αλλόκοτη ζάλη όπου βρισκόταν τώρα, το άγαλμα που κάθε άνθρωπος υψώνει τελικά και που ατσαλώνει στη φωτιά των χρόνων, μέσα στο οποίο λουφάζει και περιμένει την έσχατη κονιορτοποίηση, αυτό το άγαλμα ράγισε γρήγορα και ήδη κατέρρεε. Τώρα, το μόνο που απέμενε ήταν τούτη η γεμάτη οδύνη καρδιά, άπληστη για ζωή, εξεγερμένη ενάντια στη θανατερή τάξη του κόσμου που τον συνόδευε για σαράντα χρόνια και που πάλευε πάντα με την ίδια δύναμη ενάντια στο τείχος το οποίο τον χώριζε απ’ το μυστικό όλης του της ζωής, θέλοντας να πάει πιο μακριά, πιο πέρα, και να μάθει, να μάθει προτού πεθάνει, να μάθει επιτέλους προκειμένου να υπάρξει, μία και μόνη φορά, ένα και μόνο δευτερόλεπτο, για πάντα, όμως. Αναθυμόταν τη ζωή του, απερίσκεπτη, θαρραλέα, δειλή, πεισματάρικη, στραμμένη πάντα προς εκείνον το σκοπό για τον οποίο αγνοούσε τα πάντα, μια ζωή που στην πραγματικότητα πέρασε ολάκερη δίχως εκείνος να έχει προσπαθήσει να φανταστεί ποιος ήταν ο συγκεκριμένος άνθρωπος που του έδωσε τούτη ακριβώς τη ζωή και αμέσως μετά έφυγε για να πάει να πεθάνει σε μια άγνωστη γη, απ’ την άλλη μεριά της θάλασσας. Στα είκοσι εννιά του, κι αυτός ο ίδιος δεν ήταν άραγε εύθραυστος, φιλάσθενος, σφιγμένος, ισχυρογνώμων, φιλήδονος, ονειροπόλος, κυνικός και θαρραλέος; Ναι, ήταν όλα αυτά και πολλά άλλα ακόμα, ήταν ζωντανός, ένας άνθρωπος εν ολίγοις, κι όμως, δεν είχε σκεφτεί ποτέ τον άντρα που αναπαυόταν εδώ σαν ένα ζωντανό πλάσμα, παρά μόνο σαν έναν άγνωστο που είχε περάσει άλλοτε από τη γη όπου γεννήθηκε, για τον οποίο η μητέρα του του έλεγε ότι του έμοιαζε και ότι πέθανε στο πεδίο της τιμής. Κι όμως, το μυστικό που έψαχνε με πάθος να μάθει


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 36



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

από τα βιβλία και τους ανθρώπους τού φαινόταν τώρα ότι συνδεόταν στενά με αυτόν εδώ τον νεκρό, αυτό τον νεότερό του πατέρα, με αυτό που ήταν και αυτό που είχε γίνει, και του φαινόταν ακόμα ότι αυτός ο ίδιος είχε φύγει πολύ μακριά ψάχνοντας κάτι που ήταν σιμά του στο χρόνο και στο αίμα. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν τον βοήθησε. Οικογένεια όπου οι κουβέντες ήταν λιγοστές, όπου δεν διάβαζαν ούτε έγραφαν, μάνα δυστυχισμένη και ξεψυχισμένη, ποιος λοιπόν θα του μιλούσε για τον νεαρό και αξιολύπητο πατέρα; Κανείς δεν τον είχε γνωρίσει πέρα από τη μάνα του, που τον είχε ξεχάσει. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Κι εκείνος πέθανε άγνωστος σε τούτη τη γη απ’ όπου πέρασε φευγαλέα, σαν ένας άγνωστος. Αναμφίβολα, αυτός έπρεπε να ενημερωθεί, να μάθει. Αλλά για κάποιον σαν κι αυτόν, που δεν έχει τίποτα και θέλει τον κόσμο ολάκερο, όλο του το σφρίγος δεν φτάνει για να πλάσει τον εαυτό του και να κατακτήσει ή να κατανοήσει τον κόσμο. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν πολύ αργά, μπορούσε ακόμα να ψάξει, να μάθει ποιος ήταν τούτος ο άνθρωπος που τώρα του φαινόταν πιο κοντινός απ’ οποιοδήποτε πλάσμα στον κόσμο. Μπορούσε... Το απόγευμα έφτανε στο τέλος του. Το θρόισμα μιας φούστας πλάι του, μια μαύρη σκιά, τον επανέφερε στο τοπίο των τάφων και τ’ ουρανού που τον περιέβαλλε. Έπρεπε να φύγει, δεν είχε πια τίποτε άλλο να κάνει εδώ. Αλλά δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ’ αυτό τ’ όνομα, απ’ αυτές τις ημερομηνίες. Κάτω από την ταφόπλακα δεν υπήρχαν παρά μόνο στάχτες και σκόνες. Όμως, για αυτόν, ο πατέρας του ήταν και πάλι ζωντανός, με μια αλλόκοτη σιωπηλή ζωή, και του φαινόταν ότι θα τον παρατούσε πάλι, θα τον άφηνε ν’ ακολουθήσει κι απόψε την ατέλειωτη μοναξιά όπου τον είχαν ρίξει και στη συνέχεια τον είχαν εγκαταλείψει. Ο έρημος ουρανός αντήχησε από μια ξαφνική δυνατή έκρηξη. Ένα αόρατο αεροπλάνο είχε σπάσει το φράγμα του ήχου. Γυρίζοντας την πλάτη του στον τάφο, ο Ζακ Κορμερί εγκατέλειψε τον πατέρα του.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 37

3

Σεν Μπριέ και Μαλάν (Ζ. Γκ.)α

Τ

Ο βΡάδΥ,

στο δείπνο, ο Ζ. Κ. κοιτούσε τον ηλικιωμένο φίλο του καθώς ορμούσε με μια ανησυχητική λαιμαργία στο δεύτερο κομμάτι ψητού κρέατος· ο αγέρας που είχε σηκωθεί βοούσε σιγανά γύρω απ’ το μικρό χαμηλό σπίτι που βρισκόταν σε μια γειτονιά κοντά στο δρόμο για την παραλία. Φτάνοντας, ο Ζ. Κ. είχε προσέξει μες στο κατάξερο ρείθρο, κατά μήκος του πεζοδρομίου, απομεινάρια από ξεραμένα φύκια που, μαζί με τη μυρωδιά της αρμύρας, του θύμιζαν ότι η θάλασσα ήταν κάπου εκεί γύρω. Ο Βικτόρ Μαλάν, που είχε περάσει όλη του τη σταδιοδρομία σε διοικητικές θέσεις στα τελωνεία, αποσύρθηκε ως συνταξιούχος σε τούτη τη μικρή πόλη, που δεν την είχε επιλέξει, αλλά δικαιολογούσε την επιλογή του εκ των υστέρων λέγοντας ότι εδώ τίποτα δεν τον αποσπούσε από τη μοναχική περισυλλογή του, ούτε η υπερβολική ομορφιά ούτε η υπερβολική ασχήμια ούτε και η μοναξιά αυτή καθαυτήν. Η διευθέτηση υποθέσεων και ο συντονισμός ανθρώπων τού είχαν μάθει πολλά, πρωτίστως, όμως, ότι ξέρουμε ελάχιστα. Ωστόσο, ήταν βαθιά καλλιεργημένος και ο Ζ. Κ. τον θαύμαζε ανεπιφύλακτα, γιατί ο Μαλάν, σε μια εποχή κατά την οποία οι διαπρεπείς άνθρωποι είναι τόσο κοινότοποι, ήταν το μόνο άτομο που είχε τη δική του προσωπική σκέψη, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, και επιπλέον, πίσω απ’ τους φαινομενικά ψευτοδιαλλακτια. Κεφάλαιο που πρέπει να ξαναγραφτεί ή ν’ απαλειφθεί.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 38



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

κούς τρόπους, είχε μια τέτοια ελευθερία απόψεων, που συνέπιπτε με την πλέον ανυπέρβλητη πρωτοτυπία. «Έτσι είναι, γιε μου», είπε ο Μαλάν. «Αφού θα πάτε να δείτε τη μητέρα σας, προσπαθήστε να μάθετε κάτι για τον πατέρα σας. Κι ελάτε πίσω ολοταχώς να μου αφηγηθείτε τη συνέχεια. Γελάω τόσο σπάνια πια». «Ναι, είναι γελοίο. Εφόσον όμως τώρα με κυρίεψε η περιέργεια, μπορώ τουλάχιστον να προσπαθήσω να μαζέψω κάποια επιπλέον στοιχεία. Το γεγονός ότι αυτό δε με απασχόλησε ποτέ είναι κάπως παθολογικό». «Όχι, όχι, φρονιμάδα είναι. Εγώ ήμουν τριάντα χρόνια παντρεμένος με τη Μάρθα, την είχατε γνωρίσει. Μια τέλεια γυναίκα που μου λείπει ακόμα και σήμερα. Πάντα πίστευα πως αγαπούσε το σπιτικό της».1 «Δίκιο έχετε, σίγουρα», είπε ο Μαλάν αποστρέφοντας το βλέμμα του και ο Κορμερί περίμενε τον αντίλογο που ήξερε καλά ότι θα επακολουθούσε της επιδοκιμασίας. «Ωστόσο», συνέχισε ο Μαλάν, «εγώ –και ασφαλώς θα ’χω άδικο– δε θα επιδίωκα να μάθω περισσότερα απ’ όσα με δίδαξε η ζωή. Είμαι όμως κακό παράδειγμα εν προκειμένω, έτσι δεν είναι; Τελικά, έχω, φαίνεται, κάποιο κουσούρι που δε μ’ άφηνε να πάρω καμιά πρωτοβουλία. Ενώ εσείς», κατέληξε και τα μάτια του φωτίστηκαν από κάτι που έμοιαζε με πονηριά, «είστε άνθρωπος της δράσης». Ο Μαλάν ήταν φεγγαροπρόσωπος και, με την κάπως πλακουτσωτή μύτη του, τα σχεδόν ανύπαρκτα φρύδια του, τα κουρεμένα «καπελάκι» μαλλιά του και το πλούσιο μουστάκι του που δεν κάλυπτε όμως τα παχιά και φιλήδονα χείλη του, έμοιαζε με Κινέζο. Το απαλό και παχουλό σώμα του, τ’ αφράτα χέρια του με δάχτυλα μάλλον εύσαρκα, θύμιζαν μανδαρίνο που απεχθανόταν το περπάτημα. Όταν μισόκλεινε τα μάτια καθώς 1. Αυτές οι τρεις παράγραφοι έχουν διαγραφεί.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 39

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



έτρωγε πάντα με όρεξη, δεν μπορούσες να μην τον φανταστείς με ολομέταξη φορεσιά και κινέζικα ξυλάκια ανάμεσα στα δάχτυλα. Όμως, το βλέμμα του τ’ άλλαζε όλα. Τα σκουροκάστανα μάτια του, πυρετώδη, ανήσυχα ή ξάφνου προσηλωμένα, θαρρείς και η ευφυΐα είχε εστιαστεί σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, ήταν μάτια Δυτικού με ιδιαίτερη ευαισθησία και μεγάλη κουλτούρα. Η ηλικιωμένη υπηρέτρια έφερε τα τυριά και ο Μαλάν τα γλυκοκοίταξε. «Είχα γνωρίσει έναν άντρα», είπε, «ο οποίος, αφού έζησε τριάντα χρόνια με τη γυναίκα του...» Ο Κορμερί έγινε πιο προσεχτικός. Κάθε φορά που ο Μαλάν άρχιζε με: «Είχα γνωρίσει έναν άντρα ο οποίος... ή έναν φίλο... ή έναν Άγγλο που ταξίδευε μαζί μου...» ήσουν σίγουρος ότι επρόκειτο για τον ίδιο «... που δεν του άρεσαν τα γλυκίσματα, ούτε και η γυναίκα του τα ’τρωγε ποτέ. Ε, λοιπόν, έπειτα από είκοσι χρόνια κοινής ζωής, τσάκωσε τη γυναίκα του στο ζαχαροπλαστείο και, κοιτάζοντάς την, κατάλαβε ότι το επισκεπτόταν πολλές φορές την εβδομάδα για να περιδρομιάσει εκλέρ με καφέ. Μάλιστα, πίστευε πως δεν της άρεσαν τα γλυκά, ενώ, στην πραγματικότητα, εκείνη λάτρευε τα εκλέρ με καφέ». «Επομένως», είπε ο Κορμερί, «δε γνωρίζουμε ποτέ κανέναν σε βάθος». «Μάλλον. Όμως, κατ’ εμέ, θα ήταν πιο σωστό ίσως, τελικά, αλλά συγχωρέστε την αδυναμία μου να μιλάω με σιγουριά για το παραμικρό, ναι, αρκεί να πω ότι, αν είκοσι χρόνια κοινής ζωής δε φτάνουν για να γνωρίσεις ένα ανθρώπινο πλάσμα, τότε μια έρευνα κατ’ ανάγκην επιφανειακή, σαράντα χρόνια μετά το θάνατο ενός ανθρώπου, ενέχει τον κίνδυνο να σας προσφέρει μονάχα ελάχιστα στοιχεία, ναι, και ίσως περιορισμένης σημασίας για τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Μολονότι, από μια άλλη άποψη...» Σήκωσε το μαχαίρι του και, με μια μοιρολατρική κίνηση, το κάρφωσε στο κατσικίσιο τυρί.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 40



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

«Συγγνώμη, θέλετε λίγο τυρί; Όχι; Πάντα το ίδιο εγκρατής! Σκληρή δουλειά το ν’ αρέσει κανείς!» Και πάλι, μια πονηρή λάμψη πέρασε ανάμεσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά του. Ο Κορμερί γνώριζε τον παλιό του φίλο εδώ και είκοσι χρόνια (εδώ να προσθέσω γιατί και πώς) και δεχόταν καλοπροαίρετα τις ειρωνείες του. «Δεν το κάνω για ν’ αρέσω. Το πολύ φαγητό με βαραίνει. Βουλιάζω». «Ναι, βέβαια, έτσι δεν υπερίπτασθε πια πάνω απ’ τους άλλους». Ο Κορμερί περιεργαζόταν τα όμορφα ρουστίκ έπιπλα που γέμιζαν τη χαμηλοτάβανη τραπεζαρία με τ’ ασβεστωμένα δοκάρια. «Φίλε μου», είπε, «ανέκαθεν πιστεύατε πως ήμουν υπερόπτης. Είμαι. Αλλά όχι πάντα, ούτε με όλους. Με εσάς, για παράδειγμα, αδύνατο να δείξω την παραμικρή υπεροψία». Ο Μαλάν απέστρεψε το βλέμμα του, σημάδι συγκίνησης σ’ αυτόν. «Το ξέρω», είπε, « γιατί, όμως;» «Γιατί σας αγαπώ», αποκρίθηκε ήρεμα ο Κορμερί. Ο Μαλάν τράβηξε προς το μέρος του τη γαβάθα με τα δροσερά φρούτα και δεν απάντησε. «Γιατί», συνέχισε ο Κορμερί, «όταν ήμουν πολύ νέος, πολύ ανόητος και πολύ μόνος (θυμάστε, στο Αλγέρι;) εσείς με κοιτάξατε και μου ανοίξατε διακριτικά την πόρτα σε ό,τι αγαπώ σε τούτο τον κόσμο». «Ω, είστε τόσο χαρισματικός!» «Σίγουρα. Όμως, και οι πιο προικισμένοι χρειάζονται κάποιον για να τους μυήσει. Αυτόν που η ζωή βάζει μια μέρα στο δρόμο μας, αυτόν πρέπει πάντα να τον αγαπάμε και να τον σεβόμαστε, ακόμα κι αν δεν είναι υπαίτιος. Αυτή είναι η δική μου πίστη!»


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 41

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



«Ναι, ναι», είπε μειλίχια ο Μαλάν. «Αμφιβάλλετε, ξέρω. Ε, λοιπόν, μη νομίζετε πως η στοργή μου απέναντί σας είναι τυφλή. Έχετε μεγάλα, πολύ μεγάλα ελαττώματα. Κατ’ εμέ, τουλάχιστον». Ο Μαλάν έγλειψε τα παχιά του χείλη. Αίφνης έδειξε να ενδιαφέρεται. «Τι ελαττώματα;» «Για παράδειγμα, είστε, ας πούμε, σφιχτοχέρης. Όχι από φιλαργυρία, βέβαια, αλλά από πανικό, απ’ το φόβο της ένδειας, και ούτω καθεξής. Όπως και να ’χει, είναι μεγάλο ελάττωμα, χαρακτηριστικό που γενικά απεχθάνομαι. Και το κυριότερο, δεν μπορείτε να μην υποπτεύεστε τους άλλους για υστεροβουλία. Ενστικτωδώς, δεν πιστεύετε σε απολύτως ανιδιοτελή αισθήματα». «Παραδεχτείτε», είπε ο Μαλάν τελειώνοντας το κρασί του, «κανονικά, δε θα ’πρεπε να πιω καφέ. Κι όμως...» Αλλά ο Κορμερί δεν έχανε την αταραξία του.α «Είμαι σίγουρος, για παράδειγμα, ότι δε θα με πιστεύατε, αν σας έλεγα ότι, εφόσον μου το ζητούσατε, θα σας χάριζα επιτόπου όλα μου τα υπάρχοντα». Ο Μαλάν δίστασε και, αυτή τη φορά, κοίταξε τον φίλο του. «Ω, ξέρω. Είστε γενναιόδωρος». «Όχι, δεν είμαι γενναιόδωρος. Είμαι φειδωλός με το χρόνο μου, με τις προσπάθειές μου, με την κούραση μου, κι αυτό με αηδιάζει. Όμως, αυτό που είπα είναι αλήθεια. Εσείς δε με πιστεύετε, ιδού λοιπόν το ελάττωμά σας και η πραγματική σας αδυναμία, μολονότι είστε ανώτερος άνθρωπος. Γιατί έχετε άδικο. Με μια σας λέξη, τώρα που μιλάμε, όλα μου τα υπάρχοντα είναι δικά σας. Δεν τα χρειάζεστε, κι αυτό είναι απλώς ένα α. Δανείζω συχνά χρήματα, που ξέρω ότι ποτέ δε θα πάρω πίσω, σε ανθρώπους που μου είναι παντελώς αδιάφοροι. Το κάνω απλούστατα γιατί δεν ξέρω να λέω «όχι» και, την ίδια στιγμή, αυτό μ’ εξοργίζει.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 42



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

παράδειγμα, που δεν επιλέχτηκε όμως αυθαίρετα. Ειλικρινά, όλα μου τα υπάρχοντα είναι δικά σας». «Σας ευχαριστώ, πραγματικά», είπε ο Μαλάν με μισόκλειστα μάτια, «αυτό με συγκινεί ιδιαιτέρως». «Το καταλαβαίνω, σας φέρνω σε δύσκολη θέση. Μήτε και σας αρέσει να μιλάμε πολύ ανοιχτά. Θα ’θελα να σας πω μονάχα ότι σας αγαπώ με όλα σας τα ελαττώματα. Αγαπώ ή σέβομαι ελάχιστους ανθρώπους. Όσο για τους υπολοίπους, ντρέπομαι για την αδιαφορία μου. Όμως, εκείνους που αγαπώ, τίποτα και κανείς –ούτε εγώ ο ίδιος, ούτε προπαντός αυτοί οι ίδιοι– δε θα με κάνουν ποτέ να πάψω να τους αγαπώ. Μου πήρε πολύ χρόνο για να το μάθω· τώρα ξέρω. Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, την κουβέντα μας: Δεν επικροτείτε την προσπάθειά μου να μάθω ποιος ήταν ο πατέρας μου». «Όχι, δηλαδή, την επικροτώ, απλώς φοβάμαι ότι θα απογοητευτείτε. Ένας φίλος μου, που ήταν πολύ δεμένος με μια κοπέλα και ήθελε να την παντρευτεί, έκανε το λάθος να ρωτήσει άλλους για αυτή». «Ένας αστός», είπε ο Κορμερί. «Ναι», αποκρίθηκε ο Μαλάν, «εγώ ήμουν». Έβαλαν τα γέλια. «Ήμουν νέος. Μάζεψα τόσο αντιφατικές γνώμες, ώστε η δική μου θόλωσε. Δεν ήμουν σίγουρος αν την αγαπούσα ή όχι. Εν ολίγοις, παντρεύτηκα μια άλλη». «Εγώ δεν μπορώ να βρω έναν δεύτερο πατέρα». «Ευτυχώς, όχι. Ένας αρκεί, αν κρίνω από τη δική μου εμπειρία». «Μάλιστα», είπε ο Κορμερί. «Άλλωστε, θα πάω να δω τη μητέρα μου σε λίγες βδομάδες. Είναι ευκαιρία. Σας μίλησα γι’ αυτό επειδή, πριν από λίγο, ταράχτηκα από εκείνη τη διαφορά ηλικίας υπέρ μου. Υπέρ μου, ναι». «Ναι, καταλαβαίνω». Κοίταξε τον Μαλάν.


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 43

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



«Πείτε στον εαυτό σας ότι εκείνος δε γέρασε ποτέ. Γλύτωσε από τούτο το βάσανο, που κρατάει πολύ». «Κι από κάποιες απολαύσεις». «Ναι. Αγαπάτε τη ζωή. Έτσι πρέπει, μόνο σ’ αυτή να πιστεύετε». Ο Μαλάν κάθισε βαριά σε μια μπερζέρα με κρετόν κάλυμμα, κι αίφνης μια έκφραση άφατης μελαγχολίας αλλοίωσε το πρόσωπό του. «Δίκιο έχετε. Την αγάπησα τη ζωή, την αγαπώ άπληστα. Και συνάμα, μου φαίνεται φριχτή, απρόσιτη. Να, λοιπόν, γιατί πιστεύω σ’ αυτήν, από σκεπτικισμό. Ναι, θέλω να πιστεύω, θέλω να ζω, για πάντα». Ο Κορμερί σώπασε. «Στα εξήντα πέντε σου, κάθε χρόνος είναι άλλη μια παράταση. Θα ’θελα να πεθάνω γαλήνια, και η στιγμή του θανάτου με τρομάζει. Τίποτα το σπουδαίο δεν έκανα». «Υπάρχουν άνθρωποι που δικαιώνουν τον κόσμο, που βοηθούν τους άλλους να ζήσουν, μόνο και μόνο με την παρουσία τους». «Ναι, και πεθαίνουν». Σώπασαν, ο αγέρας φύσηξε λίγο πιο δυνατά γύρω απ’ το σπίτι. «Δίκιο έχετε, Ζακ», είπε ο Μαλάν. «Μάθετε τι συνέβη. Δεν έχετε πια ανάγκη από πατέρα. Μεγαλώσατε ολομόναχος. Τώρα, θα μπορέσετε να τον αγαπήσετε, όπως ξέρετε ν’ αγαπάτε. Όμως...» είπε κομπιάζοντας «... ελάτε πάλι να με δείτε. Δε μου απομένει πια πολύς χρόνος. Και συγχωρέστε με...» «Να σας συγχωρέσω;» είπε ο Κορμερί. «Σας οφείλω τα πάντα». «Όχι, δε μου οφείλετε τίποτα το σπουδαίο. Συγχωρέστε με μόνο, γιατί κάποιες φορές δεν ήξερα πώς ν’ ανταποκριθώ στη στοργή σας...» Ο Μαλάν κοιτούσε το παλιομοδίτικο πολύφωτο που κρε-


KAMY_PROTOS ANTROPOS D Final_Layout 1 27/11/17 1:25 μ.μ. Page 44



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ

μόταν πάνω απ’ το τραπέζι, και η φωνή του έγινε πιο πνιχτή όταν είπε αυτό που, λίγα λεπτά αργότερα, ο Κορμερί, μόνος μες στον αγέρα και στην ερημική γειτονιά, συνέχιζε ν’ ακούει χωρίς σταματημό: «Υπάρχει μέσα μου ένα τρομαχτικό κενό, μια αδιαφορία που με πονάει...»α

α. Ζακ / Προσπάθησα να βρω μόνος μου, από την αρχή, από πολύ μικρός, τι ήταν καλό και τι κακό – αφού κανείς γύρω μου δεν μπορούσε να μου το πει. Και τώρα, που όλα μ’ εγκαταλείπουν, συνειδητοποιώ ότι χρειάζομαι κάποιον για να μου δείξει το δρόμο, να μ’ επικρίνει και να μ’ επαινέσει, με το δικαίωμα όχι της εξουσίας, αλλά της αυθεντίας, χρειάζομαι τον πατέρα μου. Νόμιζα ότι το ήξερα, ότι ήμουν κύριος του εαυτού μου, δεν [ξέρω;] πια.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.