Ντράγκο Γιάντσαρ - «Αυτή τη νύχτα την είδα»

Page 1

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 5

ΝΤΡΑΓΚΟ ΓΙΑΝΤΣΑΡ

ΑΥΤη τη νυχτα την ειδα c Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΛΟΒΕΝΙΚΑ

ΛΟΪΣΚΑ ΑΒΑΓΙΑΝΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 6

Το βιβλίο εκδόθηκε με την αρωγή του Ιδρύματος Trubar και της Ένωσης Σλοβένων Συγγραφέων, που εδρεύει στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας. | Ta knjiga je bila objavlje-

na s pomočjo Trubarjevega sklada pri Društvu slovenskih pisateljev, Ljubljana, Slovenija. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Drago Jančar, To noč sem jo videl © Copyright by Drago Jančar © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε.,

Αθήνα 2017 Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6309-8


GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 7

«... οι φανταστικές μας ιστορίες, φτιαγμένες από πραγματικότητα...» Χ. Κ. ΑΝΤΕΡΣΕΝ


GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 16/02/2018 14:18 Page 8


GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 9

ô1ò

A το διάδρομο ανάμεσα στα ξυλοκρέβατα όπου ανάσαιναν

τη νύχτα την είδα, σαν να ήταν ζωντανή. Ήρθε από

ήρεμα μες στον ύπνο τους οι σύντροφοί μου. Στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι μου, με κοίταξε για λίγο σκεφτική, κάπως αφηρημένη, όπως πάντα όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί και κλωθογύριζε στο διαμέρισμά μας στο Μάριμπορ, κοντοστεκόταν στο παράθυρο, καθόταν στο κρεβάτι και μετά πήγαινε και πάλι στο παράθυρο. Τι είναι, Στέβο, είπε, μήτε κι εσύ μπορείς να κοιμηθείς; Η φωνή της ήταν σιγανή, βαθιά, σχεδόν αντρική αλλά κάπως πνιχτή, κενή όπως και το βλέμμα της. Ξαφνιάστηκα που την αναγνώρισα, ήταν τόσο χαρακτηριστικά δική της εκείνη η φωνή που με τα χρόνια είχε χαθεί κάπου μακριά. Τη μορφή της μπορούσα να την ανακαλέσω στη μνήμη μου οποτεδήποτε, τα μάτια, τα μαλλιά, τα χείλη, ναι, και το κορμί που τόσες φορές είχε ξαπλώσει λαχανιασμένο δίπλα μου, όμως δεν μπορούσα ν’ ακούσω τη φωνή της· όταν έχεις πολύν καιρό να δεις κάποιον, το πρώτο που χάνεται είναι η φωνή του, ο ήχος της, το χρώμα και η δύναμή της. Έχω πάρα πολύν καιρό να τη δω, πόσον; σκέφτηκα, τουλάχιστον εφτά χρόνια. Ένιωσα ένα παγερό ρίγος. Μόλο που ήταν η τελευταία μαγιάτικη νύχτα και η άνοιξη έφτανε στο τέλος της, η άνοιξη της φοβερής χρονιάς του 1945, και μόλο που τα πάντα πήγαιναν προς το καλοκαίρι, έξω έκανε ζέστη και μες στην παράγκα η ατμόσφαιρα ήταν σχεδόν πνιγηρή από τις ανάσες και τις απόπνοιες των αντρικών κορμιών, εκεί-

9

υτή


10

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 10

νη η σκέψη με πάγωσε. Εφτά χρόνια. Σαν περάσουν χρόνια εφτά, τραγουδούσε η Βερόνικά μου, θα ιδωθούμε ξανά, τραγουδούσε εκείνο το σλοβένικο δημοτικό τραγούδι που το αγαπούσε ιδιαίτερα όταν ήταν λυπημένη και κοιτούσε μ’ εκείνο το απλανές βλέμμα, έτσι όπως με κοίταζε και τώρα, ο Θεός, ο Θεός μοναχά ξέρει πότε τα χρόνια αυτά θα φύγουν μακριά. Ήθελα να της πω τι ωραία που ήρθες, έστω και μετά από εφτά χρόνια, ο Μαύρος είναι ακόμα μαζί μου, αν θες να τον δεις, ήθελα να της πω, είναι εκεί πέρα, πίσω από το φράχτη μαζί με τα άλλα άλογα των αξιωματικών, περνάει καλά, μπορεί να τρέχει στο λιβάδι, δεν χρειάζεται να μένει στο στάβλο, έχει καλή παρέα, μόλο που κι αυτός νοσταλγεί το χέρι σου... καθώς το νοσταλγώ κι εγώ, ήθελα να πω, αλλά η φωνή μού σκάλωνε στο λαιμό, αντί για τις λέξεις που ήθελα να αρθρώσω από το στόμα μου έβγαινε κάτι γλουγλουκιστό και υπόκωφο. Νόμιζα πως ζούσες στον πύργο κάτω από τα σλοβένικα βουνά, ήθελα να πω, κάνεις ακόμα ιππασία εκεί γύρω; Άπλωσα το χέρι για να αγγίξω τα μαλλιά της, μα εκείνη πισωπάτησε, εγώ φεύγω τώρα, είπε, αφού, Στέβο, το ξέρεις, δεν μπορώ να μείνω. Το ήξερα πως δεν μπορούσε να μείνει, όπως δεν μπορούσε να μείνει και πριν από εφτά χρόνια, όταν έφυγε για πάντα από το διαμέρισμά μας στο Μάριμπορ· αφού δεν μπορούσε να μείνει εκεί, πώς θα μπορούσε να μείνει εδώ πέρα, στην παράγκα του στρατοπέδου αιχμαλώτων, ανάμεσα στους κοιμισμένους αξιωματικούς του βασιλικού στρατού, που από πάνω τους αγρυπνά, κρεμασμένη στον τοίχο της παράγκας, πλάι στην πόρτα, η φωτογραφία του νεαρού βασιλιά με στολή υπολοχαγού της φρουράς, η φωτογραφία του βασιλιά που απόμεινε δίχως βασίλειο, ανάμεσα στους πιστούς του που απόμειναν δίχως πατρίδα. Τότε ακούστηκε ένα δυνατό χρεμέτισμα, θα έπαιρνα όρκο πως ήταν ο Μαύρος, ίσως να τον επισκέφτηκε κι αυτόν προτού φύγει για πάντα, ίσως ο Μαύρος να χρεμέτισε από χαρά σαν την ένιωσε κοντά του, ίσως να έβαλε το χέρι της στα ρουθού-


νια του όπως έκανε πάντα παλιά και να είπε: Μαύρε, τώρα θα σε σελώσω. Αυτό συνέβη τη νύχτα, τώρα είναι πρωί και σε όλο το τεράστιο στρατόπεδο οι στρατιώτες συγκεντρώνονται για τον πρωινό χαιρετισμό στη σημαία, εξακολουθούμε να κάνουμε έπαρση της σημαίας κάθε πρωί, ένας στρατός δίχως όπλα, στην είσοδο οι Άγγλοι στρατιώτες περπατούν άσκοπα πάνω κάτω και παρατηρούν βαριεστημένοι την πρωινή μυρμηγκιά, τους αφοπλισμένους στρατιώτες του βασιλικού στρατού που βγαίνουν από τα αντίσκηνα, τους αξιωματικούς που είναι εγκατεστημένοι στις παράγκες, πάντα έτοιμοι να αντεπιτεθούν στην περιοχή πέρα από τα σλοβένικα βουνά, στην ενδοχώρα, στα δάση της Βοσνίας όπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες που λαβαίνουμε, δυναμώνει το αντάρτικο ενάντια στην κομμουνιστική εξουσία. Κι εγώ κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και ξέρω πως δεν υπάρχει πια τίποτα, μήτε η Βερόνικα, μήτε ο βασιλιάς, μήτε η Γιουγκοσλαβία, ο κόσμος έχει γίνει κομμάτια, όπως αυτός ο ραγισμένος καθρέφτης απ’ όπου με κοιτάζουν τμήματα του αξύριστου προσώπου μου. Δεν έχω διάθεση να σαπουνιστώ και να ξυριστώ και να σφίξω το ζωστήρα και να συγυριστώ και να πάω στο χώρο συγκέντρωσης, κοιτάζω αυτό το πρόσωπο που από πάνω του έγειρε αυτή τη νύχτα η Βερόνικα κι αναρωτιέμαι αν μπόρεσε καν να με αναγνωρίσει. Άραγε αυτός είμαι ακόμα εγώ, ο Στέβαν Ραντοβάνοβιτς, ταγματάρχης, διοικητής μιας ίλης ιππικού της 1ης Μεραρχίας, εκείνος ο πρώην ίλαρχος της Μεραρχίας του Ντράβα που στο Μάριμπορ τον εγκατέλειψε η γυναίκα του και οι στρατιώτες του τον περιγελούσαν πίσω από την πλάτη του; Τώρα δεν τον περιγελά κανείς, κανείς πια δεν γελά με κανέναν και με τίποτα επειδή κανείς δεν έχει διάθεση για γέλια, τώρα είναι όλοι τους αξιολύπητοι, ένας νικημένος στρατός που τον έδιωξαν από την πατρίδα οι κομμουνιστές, αυτοί οι αγριάνθρωποι που δεν ξέρουν από πολεμικές τακτικές και όπλα, μα είναι ακόμα αυτό το πρόσωπό μου, αυτά

11

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 11


12

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 12

τα μάτια, αυτή η μύτη, αυτά τα μάγουλα τα κατακερματισμένα από τις ραγισματιές του καθρέφτη που κρέμεται πάνω από το νιπτήρα της παράγκας! Αυτοί οι μαύροι κύκλοι στα μάτια που φαίνονται σαν μελανιές, μαύροι κύκλοι από τόσες άυπνες νύχτες, οι γκριζαρισμένοι κρόταφοι, τα χαρακωμένα χείλη και η μαύρη τρύπα ανάμεσα στα κιτρινισμένα δόντια! Αυτή η τρύπα, εκεί υπήρχε κάποτε ένα δόντι, μόλις ένα μήνα πριν, τότε μια οβίδα ολμοβόλου έσκασε στον τοίχο ενός χωριατόσπιτου κι ένα θραύσμα πέτρας ή σίδερου με βρήκε κατευθείαν στο στόμα, έτσι που στη στιγμή γέμισα αίματα, αλλά σαν συνήλθα και ξέπλυνα το αίμα αποδείχτηκε, δόξα τω Θεώ, πως είχα χάσει μόνο ένα μπροστινό δόντι, τα χείλη μου ήταν καταξεσκισμένα, τώρα είναι απλώς χαρακωμένα, έχασα μονάχα ένα δόντι εκεί, κάπου κοντά στα ιταλικά σύνορα όπου υποχωρούσαμε για να ανασυνταχτούμε καθώς μας είπαν, να περάσουμε στην αντεπίθεση καθώς μας είπαν, και κατόπιν, μπροστά στην Παλμανόβα, δίχως πολλά πολλά, παραδοθήκαμε. Παραδοθήκαμε, μάλιστα, μόλο που μας είχαν πει πως οι Άγγλοι είναι σύμμαχοί μας και μαζί τους θα χτυπούσαμε τους κομμουνιστές. Για μερικές μέρες είχαμε ακόμα τα όπλα μας, μετά ήρθε διαταγή να τα παραδώσουμε, δηλαδή αφήσαμε τους Άγγλους στρατιώτες να μας αφοπλίσουν επονείδιστα, επέτρεψαν στους αξιωματικούς να κρατήσουν τιμής ένεκεν τα περίστροφά τους, δίχως σφαίρες, πριν από μερικές μέρες μάς τα πήραν κι αυτά, το τελευταίο σημάδι αξιοπρέπειας, δεν είμαστε πια στρατός, αυτό είναι το τέλος, finis του βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας, το τέλος του κόσμου. Πριν από εφτά χρόνια, όταν η Βερόνικα έφυγε από το Μάριμπορ, σκέφτηκα για πρώτη φορά ότι για μένα ήρθε το τέλος του κόσμου. Αλλά τώρα βλέπω πως αυτό ήταν ένας μικρός ατομικός πόνος, η ζωή συνεχίστηκε και ο στρατός που του ανήκα ψυχή τε και σώματι ήταν πάντα εκεί, η τάξη και η πειθαρχία του, το ένδοξο πυροβολικό και το ένδοξο ιππικό του, το


πεζικό, όλα τα όπλα που τα δαφνοστεφάνωναν οι μάχες του Κολούμπαρα και του Τσερ, ήμασταν οι συνεχιστές και οι κληρονόμοι της σέρβικης νίκης, μιας από τις πιο μεγάλες στην ευρωπαϊκή ιστορία, οι αξιωματικοί ήμασταν τιμημένοι και σεβαστοί, ο κόσμος παρέμενε ακόμα ολόκληρος, και η ζωή, παρά τη φυγή της Βερόνικας, είχε ένα νόημα. Ο στρατώνας, τα γυμνάσια... η εκτέλεση των καθηκόντων από μόνη της ήδη καλύπτει την προσωπική θλίψη, δίνει στον άνθρωπο την αίσθηση της τιμής, και η υπεράσπιση της πατρίδας, το αίσθημα μιας ανώτερης αποστολής, η ατομική απώλεια πρέπει να υποχωρεί μπροστά της. Ήμουν ένας υποδειγματικός αξιωματικός, αυτό μπορώ να το πω για μένα, στην ακαδημία πέρασα με άριστα τις γενικές και ειδικές εξετάσεις, σε όλα τα γυμνάσια, που εκείνα τα χρόνια γίνονταν όλο και συχνότερα, η μονάδα μου έδρεπε επαίνους. Την άνοιξη του ’37 μετέθεσαν την ίλη μου από τη Νις στη Λιουμπλιάνα. Απ’ ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, επρόκειτο για μια τακτική ενίσχυσης της Μεραρχίας του Ντράβα, που, λόγω των πολιτικών γεγονότων στη Γερμανία, έγινε η βασική αμυντική δύναμη στα βόρεια και δυτικά σύνορα του βασιλείου. Όπως παντού αλλού, έτσι κι εδώ εγκλιματίστηκα εύκολα. Η ζωή του στρατιώτη δεν είναι οι πόλεις όπου πρέπει να μείνει για ένα διάστημα, αλλά ο στρατώνας, ο χώρος ασκήσεων, ο στρατός, η ζωή μου ήταν ο στρατός και... τα άλογα. Ήμουν, αυτό πρέπει να το πω, ο καλύτερος ιππέας στη μονάδα που διοικούσα. Δεν είναι το ίδιο αν ο αρχηγός δίνει εντολές από το γραφείο του ή από ένα τζιπ στα γυμνάσια, ο αρχηγός που ιππεύει επικεφαλής της μονάδας του, αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Από τους στρατιώτες μου απαιτούσα ό,τι στο κάτω κάτω απαιτούσα κι από εμένα τον ίδιο, συνεχείς ασκήσεις στο ιππευτήριο, κινητικότητα, επιδεξιότητα, περιποίηση των αλόγων, καθαριότητα, φρέσκο νερό, το ξυστρί στο χέρι ήταν για μένα το ίδιο σημαντικό όσο και το ξεθηκαρωμένο σπαθί όταν επιτίθεσαι έφιπ-

13

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 13


14

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 14

πος ή η καραμπίνα στον ώμο, που πρέπει να μπορείς να την πιάνεις και να την οπλίζεις καθώς ιππεύεις. Το ιππικό είναι το ευγενέστερο όπλο του στρατού. Το ιππικό φτύνει τους πεζικάριους, έλεγε ο ταγματάρχης Ίλιτς όταν ήταν σε καλή διάθεση. Όταν ήταν σε καλή διάθεση κι έλεγε πως το ιππικό φτύνει τους πεζικάριους, πάντα βρισκόταν κάποιος που πρόσθετε: Μπορεί και να τους κατουράει... Ήμασταν σε καλή διάθεση, ήμασταν περήφανοι σαν Πολωνοί ουλάνοι, το πιο θαρραλέο ελαφρύ ιππικό που υπήρχε στον κόσμο. Πέρα από αυτά, αγαπούσα τα άλογα, έμαθα να ιππεύω από τα εφτά μου χρόνια, ο πατέρας μου ήταν έμπορος αλόγων, τα φρόντιζα και κουβέντιαζα μαζί τους από παιδί, δεν βρέθηκα τυχαία στο ιππικό. Και χάρη στο ιππικό, τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν βρέθηκα τυχαία και στη Λιουμπλιάνα. Εκεί συνάντησα τη Βερόνικα. Σε αυτήν με οδήγησε... ο άντρας της. Και στον άντρα της ο διοικητής μου, ο ταγματάρχης Ίλιτς. Θυμάμαι με ακρίβεια εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα: Έκανε ζέστη, με το πουκάμισο και τα μανίκια ανασηκωμένα επέβλεπα στο ιππευτήριο την άσκηση της στροφής επιτόπου. Ύστερα άφησα τους νεοσύλλεκτους να ιππεύσουν σε κύκλο και, τα τελευταία λεπτά, με αφημένα τα χαλινάρια, προς το στάβλο. Και τώρα, είπα, εκεί όπου το δέρμα στην πλάτη του αλόγου είναι υγρό, κυρίως κάτω από τη σέλα, να το πλύνετε με καθαρό νερό. Και μετά ξύστρισμα, ακούτε; Ποτέ δεν ξεχνούσα να δώσω αυτή τη διαταγή γιατί ήξερα πως ήταν τεμπέληδες, όλοι οι νεοσύλλεκτοι είναι τεμπέληδες, θα παρατούσαν τα άλογα στο στάβλο και θα πήγαιναν να την αράξουν στο κοντινό χορτολίβαδο, στη σκιά που ρίχνει ο τοίχος του στάβλου, ακόμα και πάνω σε κοπριά, οπουδήποτε. Ήμουν έτοιμος να τους εξηγήσω για ποιο λόγο η φροντίδα του αλόγου είναι τόσο σημαντική, αλλά εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ένας αγγελιοφόρος, χαιρέτισε και είπε πως ο ταγματάρχης Ίλιτς με καλούσε στο επιτελείο.


Με ρώτησε με σοβαρό ύφος αν ήμουν έτοιμος να αναλάβω μια ιδιαίτερη αποστολή. Εγώ ήμουν πάντα έτοιμος για κάθε αποστολή. Η γυναίκα ενός φίλου του, ενός ψηλού ως εκεί πάνω κι εξαίρετου κυρίου, μια νεαρή κυρία, δέχτηκε για δώρο ένα εγγλέζικο χάκνεϊ και τώρα ήθελε να μάθει και ιππασία. Είδα ότι η ορντινάτσα και ο γραφέας, που με κοίταζαν προσεκτικά, σαν να κρυφογελούσαν. Αντί να παιδεύεσαι με χαζούς νεοσύλλεκτους, είπε ο ταγματάρχης Ίλιτς, θα γίνεις για λίγο δάσκαλος ιππασίας. Δεν με ενοχλούσε η δουλειά με χαζούς νεοσύλλεκτους που με την καθοδήγησή μου στο τέλος μεταμορφώνονταν σχεδόν όλοι σε τέλειους ιππείς, με ενοχλούσε η σκέψη πως θα έπρεπε να διδάξω ιππασία σε κάποια κακομαθημένη και πλούσια δεσποσύνη, στο κάτω κάτω στην ακαδημία είχα περάσει με άριστα όλες τις γενικές και ειδικές εξετάσεις για να υπηρετήσω το βασιλιά και την πατρίδα. Κι έτσι επίσης υπηρετεί κανείς το βασιλιά και την πατρίδα, είπε ο Ίλιτς λες και διάβασε τη σκέψη μου, πάντως πρόκειται μόνο για δύο μήνες, στα φθινοπωρινά γυμνάσια θα διοικείς και πάλι την ίλη. Είπα πως ήμουν υπό τις διαταγές του, τι άλλο να πει ένας στρατιώτης; Ύστερα ο Ίλιτς με κοίταξε για λίγο κατάματα, παιδί μου, είπε με πατρική φωνή σαν να με έστελνε στη μάχη, θέλω να σου τονίσω κάτι ιδιαιτέρως. Η τιμή του αξιωματικού, είπε. Ξέρεις τι είναι η τιμή του αξιωματικού; Κατάλαβα τι σκεφτόταν. Ότι όφειλα να αντιμετωπίζω την κυρία με το δέοντα σεβασμό. Ξέρω, είπα. Τότε λοιπόν είναι όλα εντάξει, γέλασε χαρούμενα ο ταγματάρχης Ίλιτς. Και η ορντινάτσα, που είδε πως το επίσημο μέρος της συζήτησης είχε λήξει και πως ο ταγματάρχης ήταν ευδιάθετος, συμπλήρωσε: Πρόσεξε μη σε δαγκώσει ο κροκόδειλός της. Τώρα γέλασαν και οι τρεις τους. Τι κροκόδειλος; Θα δεις, είπε ο Ίλιτς, ελεύθερος, μπορείς να πηγαίνεις. Προτού αρχίσω να εκτελώ την ιδιαίτερη αποστολή μου, δη-

15

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 15


16

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 16

λαδή να υπηρετήσω το βασιλιά και την πατρίδα με έναν ιδιαίτερο τρόπο, έπρεπε να συναντηθώ και με το σύζυγο της μέλλουσας μαθήτριάς μου. Βρεθήκαμε στο καφέ «Ουνιόν», θα με καλούσε σπίτι, είπε, αλλά ήθελε να με γνωρίσει πρώτα μόνος του. Ήταν αδύνατος, ψηλός, με ξανθά ίσια μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και ντυμένος άψογα, λες κι είχε βγει από περιοδικό μόδας για Άγγλους δανδήδες. Εγώ ήμουν με τη στρατιωτική στολή και, μόλο που τότε η στολή του αξιωματικού προκαλούσε παντού την επιδοκιμασία και το θαυμασμό, σε σύγκριση μ’ εκείνον ένιωσα κάπως άβολα. Ο κομψός κύριος φορούσε άσπρο κοστούμι και άσπρα παπούτσια, ήταν προφανώς άνθρωπος συνηθισμένος να δημιουργεί αμέσως μια ιδιαίτερη εντύπωση στον κόσμο με τον οποίο συναλλασσόταν. Κατέφθασε με ένα μεγάλο αυτοκίνητο, ήπιαμε δυο κονιάκ, είπε πως τα μαθήματα θα πληρωθούν καλά, πράγμα που απέρριψα. Είχα πάρει διαταγή, αυτό ήταν υπηρεσιακό καθήκον. Γέλασε. Αχ, αυτός ο ταγματάρχης Ίλιτς, γι’ αυτόν το καθετί είναι υπηρεσιακό καθήκον. Δεν ήταν και πολύ ομιλητικός, συνέχισε με μιαν ανάσα ό,τι είχε να πει: Στην αρχή θα ασκείστε στο ιππευτήριο στη Στεπάνια Βας, και κατόπιν θα ήταν καλό να αρχίσει όσο το δυνατόν συντομότερα να ιππεύει λιγάκι πιο πέρα, στα λιβάδια και στα δάση, η Βερόνικα το θέλει πολύ αυτό, είπε, θα έρχομαι κι εγώ μαζί σας όταν το πράγμα προχωρήσει, όταν η Βερόνικα θα μπορεί πια να ιππεύει. Αυτό είναι όλο, με παρακάλεσε να φροντίζω για την ασφάλειά της, μερικές φορές είναι κάπως απρόβλεπτη, μάλλον θα θέλει να μάθει αμέσως τα πάντα, είπε. Ήθελα πρώτα να σας γνωρίσω, συνέχισε, ο φίλος μου ο Ίλιτς λέει πως είστε ο καλύτερος αξιωματικός του, βλέπω πως δεν κάνει λάθος. Πώς το βλέπει αυτό, σκέφτηκα, αφού όλη την ώρα μιλούσε μονάχα αυτός, όσο από στρατό δεν έχει την παραμικρή ιδέα, καθώς το παραδέχτηκε ο ίδιος. Ε, βέβαια, οι άνθρωποι του είδους του ξέρουν από χρηματιστήρια, κομψά ρούχα και μεγάλα αυτοκίνητα, α, ναι, κι από αεροπλάνα, είπε ότι


εκτός από τα άλογα και τα αυτοκίνητα το μεγάλο του πάθος ήταν τα σπορ αεροπλάνα, ίσως μια φορά θα με πάρει μαζί του να πετάξουμε πάνω από τα γύρω βουνά, θα δω τι ωραία χώρα είναι η Σλοβενία, ναι, είναι και η Σερβία επίσης, εσείς είστε από το Βάλιεβο, έτσι; Ναι, είμαι από το Βάλιεβο, ο πατέρας μου εμπορευόταν άλογα, είπα και σκέφτηκα πως ο πατέρας μου γνώριζε τέτοιους πλούσιους ανθρώπους, ήξερε πως ο γιος του δεν θα γινόταν ποτέ του πλούσιος, γι’ αυτό θα γινόταν αξιωματικός, πράγμα που στη Σερβία αξίζει το ίδιο, αν όχι και πολύ παραπάνω. Δεν έχω πάει ποτέ μου στο Βάλιεβο, είπε, εκεί καλλιεργείτε δαμασκηνιές και παράγετε σλιβοβίτσα, έτσι; Όχι, είπα, εκεί παράγουμε τους καλύτερους στρατιωτικούς, γελάσαμε, ήμουν ευχαριστημένος που όλα τακτοποιήθηκαν πολύ γρήγορα. Την επόμενη μέρα –τη νύχτα είχε βρέξει, ήταν ένα φρέσκο και καθάριο πρωινό– την έφερε με το αυτοκίνητο, μια νεαρή κυρία με παντελόνι ιππασίας. Μας σύστησε, εξετάσαμε το άλογο, ένα εγγλέζικο χάκνεϊ με μακριά πόδια, ύστερα εκείνος είπε κάτι σαν: Την παραδίδω στην προστασία σας. Τη φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε ολοταχώς με το ανοιχτό του αυτοκίνητο, στη στροφή μάς έγνεψε, χαιρετώντας μας και πάλι. Το άλογο ονομαζόταν Λόρδος, τι άλλο, σκέφτηκα, τι άλλο όνομα θα μπορούσε να του δώσει μια πλούσια νεαρή κυρία; Ήταν ωραίο άλογο, απόστρεψε λιγάκι το κεφάλι όταν το χάιδεψα, αλλά πολύ γρήγορα κέρδισα την εμπιστοσύνη του, είχε ψηλό βηματισμό και ωραία στάση κεφαλιού και ουράς. Είπα πως το πρώτο που λέω στους νεοσύλλεκτους που θέλουν να γίνουν ιππείς είναι πως η εκμάθηση της ιππασίας δεν αρχίζει με ιππασία αλλά με το ξυστρί, τη βούρτσα και την αγκύλη για το καθάρισμα της οπλής. Είπε πως εκείνη δεν ήταν νεοσύλλεκτός μου. Σώπασα για λίγο, εκείνη τη στιγμή μετάνιωσα που είχα δεχτεί αυτήν την «ιδιαίτερη αποστολή». Ναι, μπορεί, είπα, αλλά πάντα πριν σελώσουμε το άλογο πρέπει να το καθαρίσουμε.

17

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 17


18

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 18

Στα άλογα που μένουν τον περισσότερο καιρό στο στάβλο, όπου δεν δέχονται αρκετό φως, πρέπει να περιποιόμαστε το τρίχωμά τους κάθε μέρα, ακόμα κι όταν δεν τα ιππεύουμε. Γιατί είναι στο στάβλο, ρώτησε, γιατί δεν τρέχουν ελεύθερα έξω; Γιατί είναι στο στάβλο; Αυτό δεν με είχε ακόμα ρωτήσει κανείς. Τα άλογα είναι ελεύθερα πλάσματα, είπε, πιο ελεύθερα από τους ανθρώπους, θα έπρεπε να τα αφήναμε να τρέχουν στα λιβάδια και τα δάση. Όμως μετά δεν θα τα ιππεύαμε, είπα, θα τραβούσαμε μόνοι μας τις άμαξες, τα κάρα και τα κανόνια, και στο στρατό δεν θα υπήρχε καν το ευγενές και παλαιό όπλο που λέγεται ιππικό και στο οποίο είμαι περήφανος που ανήκω. Αυτό είναι το περήφανο όπλο του στρατού που σε πολυάριθμες μάχες δοξάστηκε από το αγγλικό και γαλλικό ελαφρύ ιππικό, και προπάντων από τους ατρόμητους Πολωνούς ουλάνους. Οι ουλάνοι δεν της έκαναν την παραμικρή εντύπωση. Αυτό, το να σέρνετε τα άλογα στις μάχες, είναι κάτι το απαράδεκτο, αντίλεξε και πάλι, για την ακρίβεια κάτι το ανεύθυνο, μπορεί να τα χτυπήσει κάποια βόμβα. Όχι βόμβα, της είπα, οβίδα. Τις βόμβες τις ρίχνουν από αεροπλάνα πάνω σε οχυρά, με τις οβίδες χτυπούν το πεζικό και το ιππικό. Και γιατί; πέταξε θυμωμένα, τι παραλογισμός! Με το που αρχίσαμε, μπλέξαμε σε συζήτηση σχετικά με τα άλογα και το ιππικό. Είδα πως αυτό δεν οδηγούσε πουθενά, δεν άκουγα πια τις παρατηρήσεις της, έδειξα πώς φοράμε στον Λόρδο τη σαγή, μετά πώς βουρτσίζουμε προσεκτικά το κεφάλι του ανάμεσα στ’ αυτιά και κατά μήκος της γραμμής του μετώπου, και κατόπιν πώς καθαρίζουμε με το ξυστρί το τρίχωμά του. Άρχισε να πλήττει. Και πότε θα το καβαλήσω; είπε. Κατάπια το σχόλιο πως ακριβώς αυτό ρωτάει ο κάθε χαζός νεοσύλλεκτος. Είπα πως θα σταματήσω τα μαθήματα αν δεν σκοπεύει να συνεργαστεί. Με κοίταξε εξοργισμένη και κατάπιε κι εκείνη κάποιο σχόλιο, εντάξει, είπε, δείξτε μου πώς καθαρίζουμε τις οπλές. Αλλά μη νομίζετε πως θα τις καθαρίζω η ίδια!


Χάιδεψε το άλογο, κατά τη γνώμη της τα άλογα ήταν για θωπείες, σαν τις γάτες. Ο Λόρδος την κοίταξε με ευγνωμοσύνη, εγώ έσφιξα τα δόντια και συνέχισα. Με παρατηρούσε με σταυρωμένα τα χέρια. Βλέπω, είπε ύστερα από λίγο, πως φέρεστε ωραία στα άλογα. Της εξήγησα πως αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα, το άλογο νιώθει και ξέρει αν του φέρεσαι σωστά, όταν αυτό δεν συμβαίνει σου αντιστέκεται. Φανταστείτε, κυρία, είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα, φανταστείτε αν το άλογο αρνηθεί να προχωρήσει τη στιγμή της επίθεσης! Αυτά λέτε στους νεοσύλλεκτους; είπε. Ναι, αυτά τους λέω. Δηλαδή τους φέρεστε ωραία μόνο και μόνο για να μπορείτε να τα στέλνετε κάτω από εκείνες τις βόμβες, ή μάλλον τις οβίδες. Της είπα θυμωμένα πως εκεί στέλνουμε και τον εαυτό μας επίσης, η μάχη του Κολούμπαρα είχε χίλιους νεκρούς. Μα γιατί; είπε με αθώα, φαρμακερή φωνή. Για το βασιλιά, είπα, για το βασιλιά και την πατρίδα. Ρουθούνισε σαν άλογο και γέλασε δυνατά και κακιασμένα. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκα για αναφορά στον ταγματάρχη Ίλιτς. Τον παρακάλεσα να με απαλλάξει από αυτήν την υποχρέωση. Με ρώτησε τι με ενοχλούσε. Είπα πως η αξιότιμη κυρία νομίζει πως το στρατιωτικό ιππικό είναι, μετά συγχωρήσεως, ένας παραλογισμός. Α, έτσι νομίζει; είπε ο Ίλιτς. Ναι, και εκτός αυτού λέει πως εκείνη δεν είναι νεοσύλλεκτός μου. Ο Ίλιτς ξέσπασε σε γέλια. Και όντως δεν είναι νεοσύλλεκτός σου, αγαπητέ μου Ραντοβάνοβιτς, με τις αξιότιμες κυρίες πρέπει να συμπεριφέρεσαι αλλιώς, όχι όπως με τους νεοσύλλεκτους, χμ, δηλαδή με τις γυναίκες γενικώς. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σου είπε, ρώτησε ύστερα από λίγο, πως σπούδασε στο Βερολίνο; Αυτό δεν μου το ανέφερε. Είναι μορφωμένη, είπε, μπορεί και να μάθεις κάτι από αυτήν. Πάντως είναι αλήθεια –σώπασε λιγάκι, σαν να σκεφτόταν αν έπρεπε να μου το πει– πως η νεαρή κυρία είναι κάπως... πώς να το πω, ασυνήθιστη. Ο φίλος μου ο Λέο Ζάρνικ, ο άντρας της, μου είπε πως πριν από

19

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 19


20

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 20

μερικές μέρες πήγε με το τρένο στο Σουσάκ. Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν, κι όταν γύρισε είπε πως είχε πάει για μπάνια. Το φαντάζεσαι; Ανασήκωσα τους ώμους, αυτό δεν μου φαινόταν σημαντικό, με την κυρία θα ασχολούμουν τόσο μόνο όσο με είχαν διατάξει. Αλλά δεν ήταν εύκολο. Λένε, είπε ο Ίλιτς, πως ο παππούς της έκτισε τη μισή Ριέκα, έχεις πάει ποτέ στη Ριέκα; Πώς; είπα, εκεί είναι Ιταλοί. Ναι, είπε ο Ίλιτς, αλλά κάποτε θα είμαστε και πάλι εμείς. Όταν μπεις με το καράβι στο λιμάνι, εκείνα τα μεγάλα κτίρια στην παραλία, τα καφέ, όλα αυτά ήταν δικά του. Ετούτοι οι άνθρωποι, αγαπητέ μου, είναι αφάνταστα πλούσιοι. Αφάνταστα. Και ο στρατός θέλει να έχει καλές σχέσεις μαζί τους, κατάλαβες; Είπα πως κατάλαβα, αλλά φοβάμαι, πρόσθεσα, πως η αξιότιμη κυρία αδιαφορεί παντελώς για όλα αυτά. Δεν πρόκειται να συνεργαστεί, πώς να τη μάθω να ιππεύει όταν μου δίνει διαταγές εκείνη; Κι εκτός αυτού δεν έχει ιδέα μήτε και τι είναι οι ουλάνοι. Οι ουλάνοι; ρώτησε ο Ίλιτς, τι σχέση έχουν οι ουλάνοι με το μάθημα ιππασίας; Σώπασε για λίγο. Αυτό δεν την ενδιαφέρει, αυτήν την ενδιαφέρουν άλλα πράγματα. Είναι λιγάκι, όχι μόνο ασυνήθιστη, πώς να το πω, είναι... εκκεντρική. Άκουσα, πρόσθεσε, ότι είχε για οικιακό ζώο έναν αλιγάτορα. Τον έπαιρνε μαζί της στον περίπατο. Το φαντάζεσαι; Κοντολογίς, είπε ο ταγματάρχης και με κοίταξε στα μάτια, τώρα τα ξέρεις όλα. Ευχαριστώ, είπα, αλλά αυτό δεν με βοηθά καθόλου. Δάγκωσα τη γλώσσα μου, είχα μιλήσει ασυλλόγιστα στον ταγματάρχη, δεν έπρεπε να του πω κάτι τέτοιο. Σοβάρεψε. Τι να πω στο φίλο μου τον Ζάρνικ; Πως ο αξιωματικός μου, ο καλύτερος αξιωματικός μου, τα παράτησε επειδή η γυναίκα σου νομίζει πως το στρατιωτικό ιππικό είναι ένας παραλογισμός; Δεν ξέρω, είπα, μπορείτε να πείτε πως δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά και πως ξαναγυρίζω στην ίλη μου. Ο Ίλιτς σοβάρεψε. Ακούστε, κύριε υπολοχαγέ, είπε με τον επίσημο τόνο που χρησιμοποιούσε στις υπηρεσιακές υποθέ-


σεις. Δεν θα μου επιβάλετε εσείς, ο Ραντοβάνοβιτς, τι να πω σε κάποιον. Και δεν σας έστειλα εκεί για να συζητήσετε με την κυρία σχετικά με το στρατιωτικό ιππικό, να της μιλήσετε για τους Πολωνούς ουλάνους και τη μάχη του Κολούμπαρα, αλλά για να τη μάθετε να ιππεύει. Καταλάβατε; Είπα πως κατάλαβα. Και θα εμφανιστείτε για την επόμενη αναφορά όταν αυτό θα έχει λήξει. Θα αναφέρετε πως η αποστολή εξετελέσθη και πως η κυρία ιππεύει άριστα. Καταλάβατε; Κατάλαβα, κύριε ταγματάρχα. Έφυγα κάπως ταπεινωμένος, αλλά και παραδομένος στη μοίρα μου. Με τη σκέψη μου στη νεαρή γυναίκα που φεύγει μόνη της για το Σουσάκ και κάνει τον περίπατό της στη Λιουμπλιάνα με έναν αλιγάτορα δεμένο με σκοινί. Και πιο πολύ με τη σκέψη μου στον ταγματάρχη Ίλιτς. Από εκείνον εξαρτιόταν η σταδιοδρομία μου. Μερικές φορές ήταν πολύ πατρικός, με αποκαλούσε: Στέβο, γιε μου. Όταν άρχιζε να μου μιλάει στον πληθυντικό, το πράγμα γινόταν επικίνδυνο. Σκέφτηκα πως μπορεί να πάθαινα ακόμα χειρότερα. Τον ήξερα καλά, αυτό που συνέβη πριν από λίγο ήταν ένας θυμός μεσαίας βαθμίδας, αν ήταν μια βαθμίδα παραπάνω θα έλεγε με σιγανή φωνή: Εμπρός μαρς, στο ιππευτήριο, τη μάνα σου! Πήγα στο ιππευτήριο καβάλα στον Μαύρο και συνεννοήθηκα να μείνει στον εκεί στάβλο όσο θα κρατούσαν τα μαθήματα. Αποφάσισα να επιταχύνω τα πράγματα όσο ήταν δυνατόν, όσο πιο γρήγορα τέλειωναν όλα τόσο το καλύτερο. Εκείνο το πρωί την περίμενα μάταια. Είχε κι εκείνη παραπονεθεί. Στον άντρα της. Δίχως να βγει από το αυτοκίνητό του, μου είπε πως η κυρία του απαιτεί έναν πολιτισμένο δάσκαλο. Δεν ήθελε να τα βάλει με τον ταγματάρχη Ίλιτς που του είχε στείλει τον καλύτερο αξιωματικό του, και από μένα περίμενε να φερθώ σαν τζέντλεμαν, να ζητήσω συγγνώμη και να φέρω σε πέρας τα μαθήματα ιππασίας με τρόπους τζέντλεμαν. Αύριο συνεχίζετε, είπε κι έφυγε ολοταχώς με το χέρι ακουμπισμένο στην πόρτα του αυτοκινήτου, με τον αέρα να του ανακατεύει τα ξανθά μαλλιά.

21

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 21


22

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 22

Έτσι λοιπόν στην αρχή θελήσαμε και οι δύο να παραιτηθούμε. Όμως ίσως γι’ αυτό ακριβώς η συνέχεια ήταν πιο εύκολη. Ζήτησα συγγνώμη: ... αν κατάλαβε λάθος που είπα πως το πρώτο που λέω στους νεοσύλλεκτούς μου είναι να... και μετά η αξιότιμη κυρία νόμισε πως την αντιμετωπίζω σαν κάνα νεοσύλλεκτο... αλλά στην πραγματικότητα... Αχ, δεν τρέχει τίποτα, είπε και ξέσπασε σε γέλια, δώστε μου εκείνο το ξυστρί. Τέτοια ήταν η Βερόνικα. Έτσι στα ξαφνικά η διάθεσή της μπορούσε να αλλάξει εντελώς. Της έδωσα το ξυστρί. Γέλασε κι άρχισε να περιποιείται με ζήλο το τρίχωμα του αλόγου. Στο εξής αποφεύγαμε τις συζητήσεις για νεοσύλλεκτους, επιθέσεις του ιππικού, για βόμβες και μάχες του Κολούμπαρα, σύντομα ασχοληθήκαμε με το σέλωμα, και σε λίγες μέρες κιόλας με τη σωστή στάση του σώματος στη σέλα, την κινητικότητα του αναβάτη, τη σταθερή ένταση των γοφών και τη χαλαρότητα των ώμων, τα χαλινάρια και σύντομα τα πρώτα βήματα. Η νεαρή κυρία προόδευε πολύ γρήγορα. Μου φαινόταν ότι καταλάβαινε πως η ιππασία είναι μια πλήρης σχέση ανάμεσα στο άλογο και τον ιππέα, και πιο πριν ανάμεσα στο μαθητή και το δάσκαλο. Το να μαθαίνεις πώς να χειρίζεσαι το άλογο δεν είναι μόνο θέμα τεχνικής, πρέπει να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του, και πριν απ’ αυτό πρέπει να εμπιστευτείς το δάσκαλο αν θέλεις να σε εμπιστευτεί το άλογο. Δεν της είπα αυτό που λέω στους νεοσύλλεκτους, ότι δηλαδή πρέπει να σέβονται και να εκτελούν δίχως όρους τις διαταγές του δασκάλου αν θέλουν και το άλογο να σέβεται και να εκτελεί τις δικές τους. Έδειχνε να κατανοεί σιγά σιγά αυτή την τριπλή σχέση υποταγής. Ευτυχώς δεν θέλησε να συζητήσουμε γι’ αυτό το θέμα, επειδή μια τέτοια συζήτηση θα κατέληγε σίγουρα σε καινούργιο καβγά. Κι εγώ ένιωσα πιο άνετα ένα πρωί που καθίσαμε στο χορτάρι και μου είπε να της μιλήσω για άλογα. Τι να της πω; Όλα όσα ξέρω. Αυτό θα είναι πολύ μεγάλη ιστορία, είπα, ξέρω πολλά. Τότε πέστε πολλά, είπε, είναι αλήθεια πως κάποτε, στα


προϊστορικά χρόνια, το άλογο ήταν μικρό όσο ο σκύλος; Ναι, αλήθεια, τότε ήταν ένα τόσο μικρό ζώο και ζούσε στα δάση της Σιβηρίας και της κεντρικής Ευρώπης, τώρα είναι μεγάλο και όμορφο όπως είναι ο Μαύρος και ο Λόρδος. Της μίλησα για τα αραβικά άλογα και τα λιπιτσάνερ, για τα χάφλινγκερ και για την ποικιλία του Ανόβερου, της διηγήθηκα πώς ζούσα με τα άλογα από τα παιδικά μου χρόνια, με τα άλογα του πατέρα μου που έρχονταν και έφευγαν, εκπαίδευσα μόνος μου τον Μαύρο, κατάφερα να τον εντάξω στο στρατό και να τον φέρω μαζί μου από το Βάλιεβο στη Λιουμπλιάνα... Δεν της ξαναμίλησα για ουλάνους και για μάχες όπου σκοτώνονται και άλογα, όχι μόνο καβαλάρηδες. Πιστεύετε πως καταλαβαίνουν στ’ αλήθεια; ρώτησε, κοιτάζουν λες και καταλαβαίνουν τον άνθρωπο, πρόσθεσε. Αν τον άνθρωπο τον καταλαβαίνει ο αλιγάτορας... είπα διστακτικά, τότε μπορεί και το άλογο. Γέλασε. Τ’ ακούσατε κι εσείς; Βέβαια, όπως όλος ο κόσμος. Ήταν ένας πολύ γλυκούλης αλιγατοράκος, είπε. Δεν μπορούσα να τον αφήνω σπίτι μόνο του, κι έτσι τον έβγαζα πότε πότε για μια βόλτα στην πόλη. Γέλασε και πάλι, σίγουρα αναθυμούμενη τι ατραξιόν ήταν το θηριάκι για τους σαστισμένους περιπατητές. Αλλά δεν τους καταλάβαινε όλους, όχι πάντως τον άντρα μου. Το ξέρετε κι αυτό επίσης, ότι τον δάγκωσε μες στην μπανιέρα καθώς έκανε μπάνιο; Ύστερα έπρεπε να φύγει από το σπίτι, ο αλιγάτορας δηλαδή. Γέλασε. Κι αμέσως σοβάρεψε. Ο Λέο τον πήγε στον κτηνίατρο. Τώρα είναι βαλσαμωμένος. Κρίμα, δεν γινόταν αλλιώς. Δεν ρώτησα πού τον δάγκωσε τον άντρα της ο αλιγάτορας. Ένιωσα μια έντονη αποστροφή στη σκέψη εκείνου του ζώου μες στην μπανιέρα τους. Ακόμα και αν μπορούσα να φανταστώ την κυρία να κάνει τον περίπατό της τραβώντας με το σκοινί έναν αλιγατοράκο, κι εκείνο το ζώο, το συνηθισμένο σε ένα άλλο περιβάλλον, να σέρνεται πίσω της... και το πλήθος να τους

23

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 23


24

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 24

χαζεύει, η εικόνα του ελόβιου θηρίου μες στην μπανιέρα μού ήταν ανυπόφορη. Δεν καταλαβαίνω αυτού του είδους τον κόσμο και αυτούς τους ανθρώπους. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα τότε. Μιλούσε για εκείνο το μικρό θηρίο σαν να μιλούσε για τη γάτα του σπιτιού. Φαινόταν λυπημένη επειδή έπρεπε να το σκοτώσουν. Και πάντως τα σχόλιά της για τα άλογα, τα ελεύθερα ζώα, δεν συμφωνούσαν με τον αλιγάτορα που ήταν αναγκασμένος να ζει στο πολυτελές διαμέρισμά τους. Αυτό δεν της το είπα, δεν ήθελα κανέναν καινούργιο καβγά, εξοικειώθηκα με τη σκέψη πως η νεαρή κυρία ήταν κάπως ασυνήθιστη, καθώς είπε ο ταγματάρχης Ίλιτς, και, όπως συμβαίνει συχνά με τους πλούσιους ανθρώπους, ήταν αρκετά εκκεντρική επίσης. Έβλεπες σε αυτήν κάποιες αντιφάσεις, αυτό φαινόταν κι από τη διάθεσή της που άλλαζε σαν τον καιρό του Απρίλη, τη μια ερχόταν καταχαρούμενη και γελαστή και την άλλη μελαγχολική κι εντελώς απούσα, δεν άκουγε καν κάποιες φράσεις μου. Αλλά δεν μπορούσα να ασχοληθώ και μ’ αυτό, τουλάχιστον τότε όχι ακόμα. Ανήκαμε σε διαφορετικούς κόσμους, δυο άτομα που συναντήθηκαν τυχαία, σε ένα μήνα ή και νωρίτερα εκείνη θα έφευγε με τον άντρα της κι εγώ θα γύριζα στο στρατώνα, στην ίλη μου. Μόλο που τώρα τα μαθήματα γίνονταν κανονικά και συνεννοούμασταν πολύ καλύτερα, μόλο που κάποια πρωινά έπιασα τον εαυτό μου να χαίρεται που θα την ξανάβλεπε, ήθελα το όλο πράγμα να τέλειωνε όσο το δυνατόν συντομότερα. Αλλά τα άλογα τα αγαπούσε στ’ αλήθεια. Ίσως περισσότερο από τους ανθρώπους. Με τον καιρό άρχισα να καταλαβαίνω γιατί την αναστάτωνε τόσο πολύ που εμείς οι στρατιώτες στέλνουμε τα άλογα κάτω από τις βόμβες, δηλαδή κάτω από τις οβίδες. Ήταν οι τελευταίες αυγουστιάτικες ημέρες, σιγά σιγά έμπαινε το φθινόπωρο. Τα ξημερώματα παρουσιαζόμουν στο στρατώνα, όπου οι αξιωματικοί με πείραζαν με κάποιες διφορούμενες παρατηρήσεις σχετικά με τη διπλή ζωή μου, και όλο το υπόλοιπο πρωινό το περνούσα στο ιππευτήριο μαζί με


εκείνην και τα δύο άλογα, με τον άντρα της μόλις που αντάλλασσα καμιά λέξη όταν ερχόταν να την πάρει. Αυτό γινόταν όλο και σπανιότερα, όλο και πιο συχνά την έφερνε και την έπαιρνε ο σοφέρ τους. Προφανώς ο Λέο Ζάρνικ ήταν πολύ απασχολημένος, όχι μόνο με τις δουλειές του, αλλά και με το κυνήγι αγριογούρουνων και ελαφιών. Η μαθήτριά μου δεν έδειχνε να ενοχλείται απ’ αυτούς τους σκοτωμούς. Την ενοχλούσε που σέρναμε τα άλογα στον πόλεμο, όπου μπορούν να τα χτυπήσουν βόμβες, δηλαδή οβίδες. Είδα πως ο άντρας της μετέφερε κυνηγετικά όπλα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Κάποτε, είπε, θα με προσκαλούσε να κάνουμε μαζί σκοποβολή. Αλλά φάνηκε να ξέχασε στη στιγμή την πρόσκλησή του. Την πρώτη φορά που κάναμε και οι δυο μαζί μερικούς γύρους στο ιππευτήριο, εκείνη καβάλα στον Λόρδο κι εγώ στον Μαύρο, και ξεπέζεψε αρκετά επιδέξια, τη χειροκρότησα. Ομολογώ, αγαπητή κυρία, πως δεν το περίμενα να προοδεύσετε τόσο γρήγορα. Μπορούμε να πούμε πως ξέρετε πια να ιππεύετε. Και εκτός απ’ αυτό... ο Λόρδος σάς αποδέχεται πολύ καλά. Νομίζω καλύτερα απ’ όσο εσείς, είπε. Συγγνώμη, ήθελα να πω πως σας αποδέχεται ήδη σαν αφέντρα του. Αφέντρα, είπε, τι ανόητη λέξη! Πάντως έτσι είναι, είπα, όταν θα υπακούει στις διαταγές σας, όταν θα καταλαβαίνει τι του λέτε, τότε δεν θα σας μένουν ακόμα πολλά να μάθετε. Και πώς θα το καταφέρω αυτό; ρώτησε. Πρέπει να του μιλάτε, είπα, και να τον αγγίζετε, μετά καταλαβαίνει, ανάμεσα στον άνθρωπο και το άλογο δημιουργείται ένας ισχυρός δεσμός... Με κοίταξε για λίγο, κατόπιν ρώτησε: Όπως ανάμεσα σε δύο ανθρώπους; Ναι, απάντησα. Σχεδόν έτσι. Το επόμενο πρωί ήρθε με μια περίεργη διάθεση. Σκέφτηκα μήπως είχε περάσει μια δύσκολη συζυγική νύχτα λόγω καμιάς εκδρομής στο Σουσάκ ή εξαιτίας ενός καινούργιου αλιγάτορα, ή ποιος ξέρει γιατί, αλλά επρόκειτο για κάτι το τελείως διαφορετικό. Σκέφτηκα, είπε, τι μου λέγατε χτες για τα άλογα και τους

25

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 25


26

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 26

ανθρώπους και πώς πρέπει να κουβεντιάζουμε. Εμείς οι δύο στην ουσία κουβεντιάζουμε πολύ λίγο, είπε. Αλήθεια είναι, αξιότιμη κυρία, είπα. Με εξαίρεση τα άλογα, γι’ αυτά μιλήσαμε πάρα πολύ. Γέλασε. Πάψτε πια με αυτό το αξιότιμη κυρία, Στέβαν, είπε. Ύστερα κοίταξε κάπως αφηρημένα πέρα από τον Σάβα, τις πράσινες βουνοπλαγιές. Δεν έχετε κανένα κορίτσι, Στέβαν; Έχω, είπα. Κι αμέσως σκέφτηκα πως μήτε που ξέρω καλά καλά αν έχω ακόμα. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω, είπα, είχα ένα κορίτσι στο Βάλιεβο, καμιά φορά μού γράφει κανένα γράμμα. Πώς τη λένε; ρώτησε. Γιέλιτσα, απάντησα. Είναι όμορφη; Ανασήκωσα τους ώμους, εμένα μου φαινόταν όμορφη. Έχει καστανά μαλλιά, είπα αμήχανα. Και πώς σε φωνάζει η Γιέλιτσα; Στέβο. Ε λοιπόν είσαι ο Στέβο. Μπορώ να σε φωνάζω όπως η Γιέλιτσά σου; Τα έχασα λιγάκι. Εγώ είμαι η Βερόνικα, είπε, μπορείς να με φωνάζεις έτσι. Καταλαβαίνω, κυρία, είπα σαν να απαντούσα στον ταγματάρχη Ίλιτς. Όχι κυρία, μόνο Βερόνικα. Καταλαβαίνω, Βερόνικα. Πάλι καλά που καταλαβαίνεις, είπε. Δεν είχα καταλάβει τελείως, τότε όχι ακόμα. Ίσως μήτε κι εκείνη να είχε καταλάβει. Όμως κάτι άρχισε να δημιουργείται. Αρχίσαμε να μιλάμε και γι’ άλλα πράγματα, όχι μόνο για άλογα. Εγώ της μιλούσα για τη Σουμάντια για τις πλατιές πράσινες πλαγιές της, για τα χωριά με τα ξύλινα σπίτια, για δεισιδαιμονίες και γάμους. Για τους χωρικούς που επέζησαν από το μέτωπο της Θεσσαλονίκης. Για τη στρατιωτική ακαδημία. Εκείνη μου μιλούσε για το Βερολίνο, όπου σπούδασε για δύο χρόνια, αλληλογραφεί με φίλες που της γράφουν για θέατρα και καφέ, για καράβια και ιστιοφόρα στη λίμνη. Την αγαπά εκείνη τη μεγάλη πολιτεία, την ευρύχωρη και ευάερη. Η ζωή στη Λιουμπλιάνα την πλήττει. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν χωνεύει ο ένας τον άλλον. Έτσι κι εκείνη το σκάει πότε πότε, πη-


γαίνει με το τρένο στη θάλασσα. Δεν μου είπε τι λέει γι’ αυτό ο Λέο της. Για την οικογένειά της επίσης δεν μου είπε τίποτα, μόνο για τη μητέρα της, που ζει μονάχη σε ένα μεγάλο διαμέρισμα αφότου εκείνη μετακόμισε στου Λέο. Η μητέρα, ονομάζεται Γιοσιπίνα, είναι γεμάτη αναμνήσεις από τη ζωή της στη Ριέκα, εκεί πέθανε ο άντρας της, ο πατέρας της Βερόνικας, τον λέγανε Πέτερ όπως το νεαρό μας βασιλιά. Η μητέρα έχει ξανθά μαλλιά όπως κι εκείνη, η Βερόνικα, αν κι έχουν αρχίσει να γκριζάρουν λιγάκι. Όταν ζούσε στη Ριέκα, της άρεσε να χορεύει. Τη φωνάζανε bionda. Κάποτε θα μου τη συστήσει, πιστεύει πως θα της αρέσω. Δύο άνθρωποι που περνούν τόσον καιρό μαζί πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, ίσως και να αλληλομισηθούν, τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην αρχή, αλλά το πιο πιθανό είναι να έρθουν κοντά. Εμείς οι δυο ήρθαμε κοντά. Πολύ κοντά. Τώρα βρίσκομαι στην Παλμανόβα. Κοιτάζω το πρόσωπό μου στο ραγισμένο καθρέφτη, κομμάτια του προσώπου μου. Στους κροτάφους έχω γκρίζα μαλλιά, πολύ πρόωρα για την ηλικία μου. Μου λείπει ένα μπροστινό δόντι, είναι πολύ άσχημη εκείνη η τρύπα και τα χαρακωμένα χείλη γύρω της. Είναι πραγματικό θαύμα πως τραυματίστηκα για πρώτη μου φορά ακριβώς πριν από το τέλος, κάπου πάνω από την Ίντρια, λίγο προτού υποχωρήσουμε προς τα πεδινά του Φριούλι. Προτού βρεθούμε σε αυτό το στρατόπεδο αιχμαλώτων, ο ένας πλάι στον άλλον, οι χθεσινοί συμπολεμιστές, σήμερα είμαστε μονάχα αιχμάλωτοι, ένα τεράστιο πλήθος από είκοσι χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικούς που χθες ακόμη πολεμούσαν και σήμερα περιφέρονται άσκοπα γύρω από τις παράγκες και ανάμεσα στα αντίσκηνα. Ηττημένος στρατός. Στρατός συντριμμένος. Στρατός δίχως κράτος. Με τη φωτογραφία του νεαρού βασιλιά στον τοίχο της παράγκας, του βασιλιά που δεν υπήρχε πουθενά όταν εμείς πολεμούσαμε για το βασίλειό του, και τώρα που ο στρατός του είναι αιχμάλωτος αυτός βολτάρει σε κάποιο λονδρέζι-

27

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 27


28

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 28

κο πάρκο με τα σκυλιά του. Ή πίνει τσάι. Ή ακούει τα ραδιοφωνικά νέα σχετικά με την τελευταία ομιλία εκείνου του Ρώσου κατάσκοπου με το περίεργο όνομα Τίτο, του πρώην Αυστριακού δεκανέα, εκείνου του Κροάτη μουζίκου που εγκαταστάθηκε στη βασιλική κατοικία στο Ντέντινιε. Όταν περνάω μπροστά από τη φωτογραφία του βασιλιά, κοιτάζω το πάτωμα. Αν τον κοίταζα στα μάτια, θα έπρεπε να τον ρωτήσω πού ήταν αυτός όταν εμείς οι στρατιώτες του πορευόμασταν μες στις λάσπες και τα αίματα. Ο παππούς του, ο πατέρας του, και οι δύο ήταν με το στρατό τους όταν χρειαζόταν, τυλιγμένοι στις χλαίνες τους μες στο βαλκανικό χειμώνα, ανάμεσα στα κανόνια και τα άλογα. Εκείνος πέρασε όλον τον πόλεμο βολτάροντας στο λονδρέζικο πάρκο, ακόμα και τώρα βολτάρει. Δεν μπορώ να τον κοιτάξω στα μάτια δίχως να νιώσω θυμό, μέχρι και περιφρόνηση. Κοιτάζω καλύτερα το πάτωμα. Μερικές φορές μού φαίνεται πως όλοι μας κοιτάζουμε το πάτωμα, και οι είκοσι χιλιάδες άντρες που βρεθήκαμε ντροπιασμένοι και ταπεινωμένοι στην Παλμανόβα. Και τις νύχτες κοιτάζουμε τ’ αστέρια. Και δεν καταλαβαίνουμε τι μας συνέβη. Όταν τη νύχτα κοιτάζω τον έναστρο μαγιάτικο ουρανό, συχνά αναρωτιέμαι αν κι εκείνη κοιτάζει αυτά τα αστέρια. Αν ζει ακόμα σ’ εκείνον τον πύργο που της αγόρασε ο άντρας της, άρα κοιτάζει τον ίδιο ουρανό μόλις καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα μακριά από δω. Σε μια στιγμή με τύλιξε κάτι σαν μαύρη σκιά: Τι σήμαινε η τόσο ζωντανή επίσκεψή της αυτή τη νύχτα; Στα μέρη μου οι άνθρωποι πιστεύουν πως οι ψυχές των πεθαμένων περιφέρονται γύρω μας. Μήπως έπαθε κάτι; Πόλεμος γινόταν. Αλλά στη στιγμή απόδιωξα αυτή τη σκέψη, εκείνη σίγουρα τα είχε καταφέρει, κι αν όχι εκείνη τότε ο άντρας της. Εκείνος τα καταφέρνει πάντα. Μπορεί να μη μένουν πια στον πύργο επειδή οι κομμουνιστές που κυβερνούν τώρα εκεί, από την άλλη πλευρά των συνόρων, δεν συμπαθούν και πολύ τους πυργοδεσπότες, αλλά αγαπούν την περιουσία τους. Τις προάλ-


λες βρισκόμουν στο γειτονικό στρατόπεδο, εκεί έχουν τους Σλοβένους Λευκούς. Ρώτησα αν γνώριζε κανείς τον Λέο Ζάρνικ, φυσικά δεν με ενδιέφερε αυτός, ήθελα να μάθω πώς ήταν εκείνη. Ένας αξιωματικός μού είπε πως τώρα βρισκόταν σίγουρα στην αυστριακή Καρινθία. Τον Μάιο πάρα πολλοί άνθρωποι έφυγαν από τη Σλοβενία για εκεί, ανάμεσά τους θα πρέπει να ήταν και ο Ζάρνικ, δεν ήταν ανόητος να περιμένει τους κομμουνιστές. Αν ο Ζάρνικ, ο άντρας της, βρίσκεται στην Αυστρία, τότε οπωσδήποτε θα είναι και η Βερόνικα εκεί. Αυτό με καθησύχασε. Και η νυχτερινή της επίσκεψη μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο: Αν οι ψυχές των νεκρών περιπλανιόνται εδώ κι εκεί, γιατί να μην περιπλανιόνται και οι ψυχές των ζωντανών; Οι ψυχές εκείνων που ήταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και μετά χώρισαν. Ίσως και η δική μου ψυχή να σιγανοπερπατάει προς το κρεβάτι της, την ώρα που κοιτάζω τα σμήνη των αστεριών πάνω από τη φριουλάνικη πεδιάδα και σκέφτομαι εκείνην να κοιτάζει τα αστέρια πάνω από τις αλπικές κορυφές. Από το παράθυρο του πύργου στην Άνω Καρνιόλα ή, αν δεν μένει πια εκεί, ίσως από την άλλη πλευρά των Καραβάνκε. Άραγε θυμάται καμιά φορά εκείνες τις αυγουστιάτικες μέρες, όταν μαζί με το δάσκαλο της ιππασίας πήγαινε καβάλα πλάι στον Σάβα; Είχαμε πλησιάσει πολύ ο ένας τον άλλο εκείνον τον Αύγουστο του ’37. Την ημέρα που με ρώτησε πώς έλεγαν το κορίτσι μου, είχαμε έρθει πια τόσο κοντά, ώστε αυτό δεν θα μπορούσε να οδηγήσει πουθενά αλλού. Στην αρχή περνούσαμε μαζί τα πρωινά, κατόπιν ολόκληρη τη μέρα. Η μαθήτριά μου ενθουσιαζόταν όλο και περισσότερο. Έτσι όπως ενθουσιάζονται –αυτό δεν θέλησα να της το πω– και οι νεοσύλλεκτοί μου όταν διαπιστώνουν πως με τον καλπασμό δεν έπεσαν από την πλάτη του αλόγου και –ακόμα περισσότερο– πως το άλογο τους υπακούει, σταματά αμέσως μόλις το διατάξουν. Το σωστό κάθισμα

29

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 29


30

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 30

στη σέλα, το χειρισμό των χαλινών, τις στροφές, πώς να μετατοπίζει το βάρος της, κάθε καινούργια γνώση την κατακτούσε παίζοντας. Επειδή τη συνεπήρε ο ενθουσιασμός, έμαθε εύκολα και πώς να συνεννοείται καλύτερα με το άλογο: «βααά-δην», «τροχασμο-οός», «στο-οοπ». Μόνο στη χρήση των σπιρουνιών και του μαστίγιου τη συνήθισα με δυσκολία, το να χειρίζεσαι βοηθήματα, της εξήγησα, είναι στην ιππασία το ίδιο αναγκαίο όσο και το να επικοινωνείς με το άλογο χρησιμοποιώντας το σώμα και τη φωνή σου. Ο Λόρδος της είχε ήδη εκπαιδευτεί στα βασικά, κι αυτό μας διευκόλυνε πολύ. Όταν είδε πως την υπακούει και, ύστερα από μια άσκηση, τη σκούντησε παιχνιδιάρικα κι αγαπησιάρικα στον ώμο με το κεφάλι του, συγκινήθηκε αφάνταστα. Είναι δυνατόν; είπε, με καταλαβαίνει στ’ αλήθεια! Με τον Μαύρο τής έδειξα πώς γίνεται η επίθεση με σπαθί, που φυσικά δεν κρατούσα στο χέρι για να μην της θυμίσω πως ο σκοπός του είναι να σκοτώνει, κι όταν ξεπέζεψα με χειροκρότησε. Τι ωραία, είπε, οι δυο σας είστε σαν ένα πλάσμα! Ολόκληρη η ημέρα ήταν δική μας, μέχρι και γευματίζαμε μαζί σε μια ταβέρνα της περιοχής, λεγόταν «Κάτω από τις Καστανιές». Τον άντρα της τον έβλεπα καμιά φορά το πρωί, όταν την έφερνε με το αυτοκίνητο, αργά το απόγευμα ερχόταν να την παραλάβει ο σοφέρ τους, που κοιτούσε ανέκφραστα κάπου προς τα βουνά όταν στεκόμασταν πλάι στο αυτοκίνητο και δεν λέγαμε να χωριστούμε, φλυαρώντας για τα γεγονότα της ημέρας, για ασκήσεις και για άλογα. Έτσι, εκείνη την ημέρα που με ρώτησε πώς λεγόταν το κορίτσι μου, δεν ξαφνιάστηκα καν. Γιέλιτσα. Και πώς σε φωνάζει η Γιέλιτσα; Στέβο. Στέβο λοιπόν. Εγώ είμαι η Βερόνικα, σταμάτα το κυρία, μονάχα Βερόνικα, κατάλαβες; Πάλι καλά που κατάλαβες. Κατάλαβα πως άρχισε κάτι που όλον αυτόν τον καιρό είχε γίνει αναπόφευκτο. Όταν πηγαίναμε καβάλα πλάι στον Σάβα και περπατούσαμε στις παρυφές του δάσους κρατώντας τα άλογα από τα χαλινάρια. Όταν καθόμασταν στο χορ-


τάρι και κουβεντιάζαμε για τα άλογα που κάποτε ήταν μικρά όπως οι σκύλοι και τώρα είναι μεγάλα, έξυπνα και πιο ελεύθερα από τον άνθρωπο. Ενώ ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, είπε, εγώ δεν είμαι ακόμα. Σηκώθηκε και περπάτησε νευρικά πάνω κάτω στο χορτάρι. Κι εσύ είσαι ακόμα λιγότερο, είπε, εσύ είσαι ακόμα λιγότερο εκεί, μέσα στο στρατώνα σου. Να και πάλι κάτι που δεν το κατάλαβα. Γιατί ο άνθρωπος δεν ήταν, λέει, ελεύθερος; Και γιατί δεν είναι ελεύθερη εκείνη; Και μιλούσε για το στρατώνα λες κι ήταν καμιά φυλακή. Εγώ ποτέ δεν θεώρησα το στρατιωτικό μου επάγγελμα σαν κάτι που συνεπάγεται την ανελευθερία. Της εξήγησα αυτό που πίστευα ειλικρινά και που το πιστεύω και σήμερα: Κατά τη γνώμη μου, εντός των κανόνων που πρέπει να τηρούνται, υπάρχει υπεραρκετή ελευθερία για έναν άνθρωπο που σκέφτεται, διαβάζει, μελετάει τη στρατιωτική ιστορία και κάνει ιππασία στα λιβάδια. Το σκέφτηκε. Ναι, ίσως να είναι πράγματι έτσι, είπε, αν βάλεις κάποια όρια που είναι δικά σου και που μέσα τους νιώθεις καλά. Αλλά εμένα μου βάζουν συνέχεια κάποιους φραγμούς, κάποιες αόρατες γραμμές, ως εδώ κι όχι πιο πέρα, εκεί δεν είναι πια ο κόσμος σου. Σκέφτηκα πως μήτε κι ο δικός μου κόσμος ήταν εκεί όπου βρισκόταν ο δικός της. Κι άκουσα τη φωνή του ταγματάρχη Ίλιτς να μιλά για την τιμή του αξιωματικού. Ένα απόγευμα μπήκε στον κόσμο που δεν ήταν πια δικός της. Στο δικό μου κόσμο. Παρόλο που θα μπορούσα να πω στο δικό μας, πως πάτησε στο δικό μας κόσμο. Εκείνη η στιγμή, που έκανε το βήμα πέρα από τη γραμμή που χώριζε τη ζωή της με τον Λέο Ζάρνικ από τη ζωή ενός αξιωματικού του ιππικού, σήμαινε πως τα πάντα θα άλλαζαν. Αυτό δεν μπορούσαμε να το ξέρουμε, δεν ξέραμε απολύτως τίποτα, επειδή τότε μήτε εκείνη μήτε εγώ σκεφτόμασταν το μέλλον. Τη ζωή σε ένα στρατιωτικό διαμέρισμα κοντά σε κάποιο στρατώνα στη νότια Σερβία.

31

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 31


32

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 32

Μετά το μεσημεριανό γεύμα κάναμε μια αργή βόλτα με τα άλογα, στις παρυφές του δάσους. Δεν πάμε λίγο πιο γρήγορα; είπε ξαφνικά και χτύπησε με το μαστίγιο τα καπούλια του Λόρδου. Το άλογο αναρίγησε σαν να ξυπνούσε κι αμέσως άρχισε να καλπάζει. Εκείνη ανασηκώθηκε στη σέλα της και με την κίνησή της το ενθάρρυνε με το σωστό τρόπο να τρέχει όλο και πιο γρήγορα. Όρμησα πίσω της και την πρόφτασα στο πλατύ λιβάδι. Φώναξα όλο θαυμασμό: Μα εσύ ιππεύεις σαν Πολωνός ουλάνος. Γέλασε. Σαν ουλάνα, φώναξε, σαν Πολωνέζα ουλάνα. Έστριψε στο σκιερό χωματόδρομο και χώθηκε μέσα στο δάσος, φοβήθηκα λιγάκι για λογαριασμό της, μπορεί κάνα κλαδί να την έριχνε από το άλογο, αλλά εκείνη ήξερε να το κουμαντάρει τέλεια, στο ξέφωτο το καλμάρισε με χάδια και μικρά χτυπηματάκια, και πήδηξε επιδέξια από τη ράχη του. Αν ήσουν νεοσύλλεκτός μου, είπα, τώρα θα ήμουν περήφανος για σένα. Και για μένα επίσης. Λίγες εβδομάδες πριν είχε θυμώσει σαν ανέφερα τους νεοσύλλεκτους. Τώρα χαμογέλασε μονάχα. Αυτό σημαίνει, είπε, πως ο νεοσύλλεκτός σου τέλειωσε την εκμάθηση. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ναι. Εκτός αν θέλεις να μάθεις και να τουφεκίζεις. Της εξήγησα πως σε αυτό το στάδιο οι νεοσύλλεκτοι μπορούν να αρχίσουν τις πολεμικές ασκήσεις: να τουφεκίζουν έφιπποι, τη χρήση του σπαθιού, την έφοδο και την υποχώρηση. Αλλά, όσον αφορά τα δικά μας μαθήματα, αυτά τέλειωσαν. Τέλειωσαν; ρώτησε, σχεδόν παραξενεμένη. Κατόπιν καθίσαμε στο χορτάρι. Νόμισα πως θα άρχιζε μια από τις κουβέντες της περί αλόγων και ελευθερίας, αλλά εκείνο το απόγευμα κοιτούσε μακριά, κάπως απούσα, πέρα από τον Σάβα, προς τις απόμακρες σκιές που έπεφταν στην απαλή χλοερή πλαγιά. Ξαφνικά έγειρε στην αγκαλιά μου και με κοίταξε στα μάτια. Με την άδειά σου, είπε όταν ήταν ήδη γερμένη


στην αγκαλιά μου. Λες και, σε μια τέτοια περίσταση, θα μπορούσα να δώσω κάποια άδεια. Ή να μην τη δώσω. Τι θα έλεγε τώρα η Γιέλιτσα; ρώτησε. Θα έκανε καλύτερα, σκέφτηκα, να ρωτούσε τι θα έλεγε τώρα ο Λέο, ο άντρας της. Η Γιέλιτσα βρισκόταν μακριά, στο Βάλιεβο, είχε περάσει ήδη ένας μήνας από το τελευταίο της γράμμα, όπου δεν υπήρχε πια κανένα «αχ, τι μακριά που είσαι, πόσο μου λείπεις», αλλά μονάχα «ελπίζω να περνάς καλά στη Σλοβενία, ελπίζω ακόμα να προοδεύσεις γρήγορα και να μας έρθεις με τα αστέρια του ιππάρχου β΄ τάξεως, ο πατέρας σου θα είναι πολύ περήφανος». Η Γιέλιτσα ήταν μακριά, αλλά ο άντρας της κοντά, ίσως απόψε κιόλας να καταφθάσει με το σπορ αμάξι του και με άσπρο κοστούμι, ίσως απόψε κιόλας να ρωτήσει: Λοιπόν, πώς προοδεύει η αμαζόνα μας; Χάιδεψέ μου τα μαλλιά, διέταξε. Ξέρω πως το λαχταράς, είπε όταν δίστασα για μια στιγμή. Είδα μπροστά μου τον ταγματάρχη Ίλιτς, η τιμή του αξιωματικού, είχε πει, η τιμή του αξιωματικού. Αλλά η αυτόματη και ακατανίκητη κίνηση του χεριού μου ήταν ισχυρότερη από την τιμή του αξιωματικού που δεν πρέπει να εκμεταλλεύεται για προσωπικούς σκοπούς μήτε τον πιο πειθήνιο και ανόητο νεοσύλλεκτο, πόσω μάλλον τη μαθήτρια που του εμπιστεύτηκαν, πόσω μάλλον μια παντρεμένη γυναίκα, παντρεμένη με το φίλο του ταγματάρχη, που είναι ένας από τους στύλους της τοπικής κοινωνίας η οποία χάραξε τα αόρατα σύνορα που έκαναν τη Βερόνικα να νιώθει αιχμάλωτη και ανελεύθερη. Ευτυχώς εκείνο το βράδυ ο άντρας της δεν ήρθε. Δεν θα μπορούσαμε να κρύψουμε αυτό που συνέβη. Εκείνο το απόγευμα λες και μας μέθυσε, μας έκανε κάπως αλλιώτικους. Ακόμα και στο σοφέρ, που έκανε σημειωτόν πλάι στην ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου και κοίταζε έντονα κάποιο άγνωστο σημείο στο βουνό, ενώ εμείς αποχαιρετιζόμασταν ατέλειωτα, ήταν ολοφάνερο το τι συνέβαινε. Όταν τελικά το αυτοκίνητο ξεκίνησε, μου ανέμισε το άσπρο μαντίλι της, και μετά στη στροφή, προτού

2 – Αυτή τη νύχτα την είδα

33

GIANTSAR NYXTA sel_Final_Layout 1 08/02/2018 6:10 ΜΜ Page 33


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.