WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 41
Η Λίλι Ντο και οι τρεις κυρίες
Ηοι δυο στο ταχυδρομείο του Βίκτορι, σαν έφτασε το γράμκυρία
Γουότς και η κυρία κάρσον έτυχε να βρίσκονται κι
μα από το Ίδρυμα Έλισβιλ για τους Διανοητικά καθυστερημένους. κρατώντας ακόμη ένα πάκο γράμματα στο χέρι, η Έιμι Σλόκουμ βγήκε τρεχάτη από το γκισέ της και το έδωσε κατευθείαν στην κυρία Γουότς, μετά κάθισαν κι οι τρεις παρέα και το διάβασαν. Η κυρία Γουότς το κρατούσε τεντωμένο στα ροδαλά χεράκια της και η κυρία κάρσον παρακολουθούσε αργά, αράδα την αράδα, με το δάχτυλο όπου φορούσε τη δαχτυλήθρα. Όλοι οι υπόλοιποι μέσα στο ταχυδρομείο αναρωτιούνταν σαν τι να ’γινε. «Τι θα πει άραγε η Λίλι», ρώτησε η κυρία κάρσον λάμποντας ολόκληρη, «άμα της ανακοινώσουμε ότι θα την στείλουμε στο Έλισβιλ;» «Θα κατουρηθεί απ’ τη χαρά της», είπε η κυρία Γουότς, και με φωνή διαπεραστική εξήγησε σε μια κουφή κυρία δίπλα της, «Τη Λίλι Ντο την δέχτηκαν στο Έλισβιλ!» «Μη διανοηθείτε να πάτε να της το πείτε χωρίς να ’μαι κι εγώ μπροστά!» φώναξε η Έιμι Σλόκουμ κι έπιασε να μοιράζει τα υπόλοιπα γράμματα. «Θα την φροντίζουν, άραγε, όπως πρέπει εκεί;» Η κυρία κάρσον έπιασε ψιλή κουβέντα με μια ομάδα κυριών της Εκκλησίας των Βαπτιστών, που περίμεναν κι αυτές στο ταχυδρομείο. ο σύζυγός της ήταν ο παπάς των Βαπτιστών.
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 42
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
«Ανέκαθεν άκουγα ότι είναι πολύ όμορφα εκεί, αλλά και ότι είναι ο ένας πάνω στον άλλον», είπε η μία. «Η Λίλι αφήνει τους άλλους να την πατάνε κάτω, πολύ, λέω», είπε η άλλη. «Χτες βράδυ στο πανηγύρι», άρχισε να λέει η τρίτη και στη στιγμή έφερε την παλάμη στα χείλη. «Μην ανησυχείς, το ξέρω πως γίνονται τέτοια πράγματα στον κόσμο», είπε η κυρία κάρσον χαμηλώνοντας τα μάτια και παίζοντας με τη μεζούρα που κρεμόταν στο στήθος της. «Αχ, κυρία κάρσον. Τέλος πάντων, χτες το βράδυ στο πανηγύρι, τι να πω, αυτός ο χριστιανός ήτανε στο τσακ να βάλει τη Λίλι να πληρώσει εισιτήριο, για να την αφήσει να μπει. «Εισιτήριο!» «Ώσπου μπήκε στη μέση ο σύζυγος και του εξήγησε ότι δεν της κόβει, μπήκαν στη μέση κι άλλοι κι είπαν το ίδιο». οι κυρίες, σύσσωμες, εκδήλωσαν την απαρέσκειά τους πλαταγίζοντας τη γλώσσα τους. «Αχ, τι ωραία εκδήλωση που ήτανε», είπε η κυρία που είχε πάει. «και η Λίλι τι καλά που συμπεριφέρθηκε. κυρία με τα όλα της – καθόταν ήσυχη στη θέση της και κοίταζε καλά καλά». «Α, άμα θέλει, είναι κυρία με τα όλα της – φτάνει να το θέλει», είπε η κυρία κάρσον και κούνησε το κεφάλι σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό. «Να τι σε κάνει κομμάτια». «Όπως σας τα είπα, κοίταζε καλά καλά –πώς το λένε αυτό το πράμα που χαλάει τον κόσμο;– το ξυλόφωνο», είπε η κυρία. «Δεν έστριψε το κεφάλι της ούτε δεξιά ούτε αριστερά, όση ώρα βάστηξε η εκδήλωση. Την είχα ακριβώς μπροστά μου». «Το ζήτημα είναι, μετά την εκδήλωση τι έκανε;» ρώτησε, πρακτική όπως πάντα, η κυρία Γουότς. «Η Λίλι, βλέπετε, ξεπετάχτηκε, είναι πολύ γυναίκα για την ηλικία της». «Αμάν, Έτα», διαμαρτυρήθηκε η κυρία κάρσον αγριοκοιτάζοντάς την.
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 43
Η ΛιΛι ΝΤο κΑι οι ΤΡΕιΣ κυΡιΕΣ
«Να γιατί την στέλνουμε στο Έλισβιλ», απόσωσε την κουβέντα της η κυρία Γουότς. «Εγώ είμ’ έτοιμη, κυρίες μου», βγήκε φουριόζα η Έιμι Σλόκουμ, που είχε παστώσει τη μούρη της με άσπρη πούδρα. «Η αλληλογραφία είναι στη θέση της. Τώρα πόσο στη θέση της είναι, θα σας γελάσω». «Τέλος πάντων, τι να πω, σε καλό να της βγει», είπαν κάποιες άλλες κυρίες. Δεν σκοτώθηκαν να πάρουν την αλληλογραφία τους από το κουτί της η καθεμία· ένιωθαν κομμάτι παραγκωνισμένες.
οι τρεις γυναίκες στέκονταν μπροστά στο ντεπόζιτο με το νερό. «Άντε, τρέχα τώρα, βρες τη Λίλι», είπε η Έιμι Σλόκουμ. «Πού να ’ναι αυτό το ευλογημένο;» Το γράμμα το κρατούσε η κυρία Γουότς. «Δεν την βλέπω στον δρόμο ούτε δώθε ούτε κείθε», δήλωσε η κυρία κάρσον καθώς προχωρούσαν. ο Εντ Νιούτον κρεμούσε τετράδια στο σύρμα, από τη μια άκρη του μαγαζιού μέχρι την άλλη. «Αν γυρεύετε τη Λίλι, εδώ ήταν πριν λίγο, μου ’πε πως ’τοιμάζεται να στεφανωθεί», τους είπε. «Εντ Νιούτον!» αναφώνησαν εν χορώ οι κυρίες, σφίγγοντας η μια το χέρι της άλλης. Η κυρία Γουότς άρχισε να κάνει αέρα με το γράμμα του Έλισβιλ. Ντυμένη με τα μαύρα της χηρείας, με το παραμικρό ίδρωνε. «ούτε λόγος να γίνεται. Θα πάει στο Έλισβιλ, Εντ», του είπε η κυρία κάρσον. «Η κυρία Γουότς κι εγώ και η Έιμι Σλόκουμ θα της κάνουμε τα ναύλα από την τσέπη μας. Άλλωστε τ’ αγόρια του Βίκτορι έχουν δώσει τον λόγο της τιμής τους. Δεν πρόκειται να παντρευτεί η Λίλι, απλά εκεινής της έχει καθίσει». «Ό,τι πείτε εσείς, κυρίες μου», είπε ο Εντ Νιούτον, κι άρχισε να κοπανιέται μ’ ένα τετράδιο.
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 44
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
Μόλις έφτασαν στη γέφυρα πάνω από τις γραμμές του τρένου, είδαν την Εστέλ Μέιμπερς να κάθεται στην κουπαστή και να πίνει με το πάσο της μια πορτοκαλάδα. «Μπας κι είδες τη Λίλι;» την ρώτησαν. «κανονικά θα έπρεπε να ’μαι εδώ και να την έχω στον νου μου», απάντησε το κοριτσόπουλο, σαν να μην είχε φτάσει ακόμη στον προορισμό του. «Αλλά η Τζούελ – η Τζούελ λέει ότι η Λίλι πέρασε πριν λίγο από το μαγαζί της, διάλεξε ένα καπέλο των δύο κι ενενήντα οκτώ και εξαφανίστηκε. Η Τζούελ θέλει να το ανταλλάξει μ’ ένα άλλο». «Αχ, Εστέλ, η Λίλι λέει ότι θα στεφανωθεί», κραύγασε η Έιμι Σλόκουμ. «Μη μου πεις!» έκανε η Εστέλ· ανάθεμα κι αν καταλάβαινε ποτέ της τίποτα. Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε και η Λόραλι Άντκινς καβάλα στην κουρσάρα της, κορνάροντας με μανία, ήθελε να μάθει τι λέγανε. Η Έιμι σήκωσε τα χέρια ψηλά και όρμησε στον δρόμο. «Λόραλι, Λόραλι, πρέπει να μας πετάξεις μέχρι της Λίλι Ντο. Ετοιμάζεται, λέει, για γάμο!» «Έλα, Θεέ μου! Μπείτε μέσα!» «Ε, ήρθε η ώρα να πάρεις κι εσύ μιαν ιδέα», είπε η κυρία Γουότς, αγκομαχώντας καθώς της έδιναν ένα χέρι να καθίσει πίσω. «Πρέπει πάση θυσία να πείσουμε τη Λίλι ότι θα περάσει καλύτερα στο Έλισβιλ». «Για φαντάσου!» Πάνω που έπαιρναν τη στροφή, η κυρία κάρσον άρχισε να διηγείται με φωνή θλιμμένη, τόσο θλιμμένη όσο και οι μουλωχτοί ήχοι στο κοτέτσι το σούρουπο. «Τη θάψαμε την κακομοίρα τη μάνα της Λίλι, δεν είχε στον ήλιο μοίρα η έρμη. Όσο για τη Λίλι, εμείς την ταΐζαμε, φροντίζαμε να ’ναι το σπίτι της ζεστό, κι ό,τι ρούχο φόρεσε πάνω της, εμείς της το δώσαμε. Τη στέλναμε και στο κατηχητικό, να μάθει του κυρίου τις διδα-
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 45
Η ΛιΛι ΝΤο κΑι οι ΤΡΕιΣ κυΡιΕΣ
χές, τη βαφτίσαμε κιόλας, ανήκει στους Βαπτιστές η Λίλι. κι όταν ο γερο-πατέρας της άρχισε να την δέρνει και πήγε να της κόψει το κεφάλι με το χασαπομάχαιρο, τι να λέω τώρα, πήγαμε και του την πήραμε και της εξασφαλίσαμε στέγη». Το αμπογιάτιστο ξύλινο σπίτι με τ’ αμέτρητα ανεμοδούρια ήταν σε κάποιες πλευρές τρία πατώματα ψηλό κι είχε μπροστά παράθυρα με βιτρό σε κίτρινη και βιολετί απόχρωση, και μελένια ένα γύρο στα τζάμια της βεράντας. Έγερνε πολύ στη μια πλευρά, προς τη σιδηροδρομική γραμμή, και τα μπροστινά σκαλιά λείπανε. Το αυτοκίνητο, ξέχειλο από κυρίες, πάρκαρε κάτω από τον κέδρο. «Τώρα πια η Λίλι κοντεύει να γίνει γυναίκα», συνέχιζε η κυρία κάρσον. «Ή, μάλλον, για να κυριολεκτώ, είναι γυναίκα», κατέληξε, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. «και συζητάει να παντρευτεί», πρόσθεσε μετά βδελυγμίας η κυρία Γουότς. «Ευχαριστούμε, Λόραλι, τράβα τώρα σπίτι σου». Ανέβηκαν στη βεράντα καβαλώντας τα κατασκονισμένα τζινιά, βρήκαν την πόρτα ανοιχτή και μπήκαν χωρίς να χτυπήσουν. «Τελικά έχει μια περίεργη μυρωδιά αυτό το σπίτι. Το λέω και το ξαναλέω κάθε φορά που έρχομαι», είπε η Έιμι Σλόκουμ. Η Λίλι ήταν εκεί, στον σκοτεινό διάδρομο, γονατισμένη δίπλα σ’ ένα μικρό, ανοιχτό μπαούλο. Με το που τις είδε, έβαλε ένα τζινί στο στόμα κι έμεινε ακίνητη. «Γεια σου, Λίλι», της είπε η κυρία κάρσον σαν να την μάλωνε. «Γεια», έκανε η Λίλι. κι αμέσως τράβηξε μια ρουφηξιά στο κοτσάνι του τζινιού βγάζοντας έναν ήχο ολόιδιο με της καρακάξας. καθόταν με όλη της την άνεση, φορώντας μόνον ένα μισοφόρι αντί για φουστάνι, κάτι για το οποίο η κυρία κάρσον την τιμωρούσε συνέχεια. Τα ξανθά, αχυρένια σχεδόν, μαλλιά
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 46
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
της ξεχύνονταν λεύτερα κάτω από ένα καινούργιο καπέλο. Την κυματιστή ουλή στον λαιμό της την πρόσεχες μόνον αν ήξερες ότι ήταν εκεί. Η κυρία κάρσον και η κυρία Γουότς, ως πιο παχιές, κάθισαν στη διθέσια κουνιστή πολυθρόνα. Η Έιμι Σλόκουμ κάθισε σε μια συρμάτινη καρέκλα, δώρο από το φαρμακείο αφότου κάηκε. «Πώς τα πας, λοιπόν, Λίλι;» ρώτησε η κυρία Γουότς που έδινε τον ρυθμό στο λίκνισμα. Η Λίλι χαμογέλασε. Το μπαούλο ήταν παλιό, φοδραρισμένο με κίτρινο και καφετί χαρτί, που ’χε σχέδιο έναν αστερίσκο σε πιο σκουρόχρωμους κύκλους. Στα μουγγά οι κυρίες έδωσαν η μία στην άλλη να καταλάβει ότι ιδέα δεν είχαν πώς βρέθηκε εδώ αυτό το πράμα. Ήταν άδειο μ’ εξαίρεση δυο μπάρες σαπούνι κι ένα πράσινο πεσκίρι, που τώρα η Λίλι προσπαθούσε να τακτοποιήσει στον πάτο. «Για πες μας τι φτιάχνεις, Λίλι», είπε η Έιμι Σλόκουμ. «Μαζεύω τα πράματά μου, ρεζίλι». «Για πού το ’βαλες;» «Λέω να στεφανωθώ. Πάω στοίχημα πως και τι δεν θα ’δινες να ’σουνα εσύ στη θέση μου τώρα», είπε η Λίλι. Ξαφνικά όμως την έπιασαν οι ντροπές της και ξανάχωσε το τζινί στο στόμα της. «Μίλησέ μου, καλή μου», της είπε η κυρία κάρσον. «Πες στην καλή κυρία κάρσον γιατί θέλεις να παντρευτείς». «Όχι», είπε η Λίλι κομπιάζοντας για μια στιγμή. «Ξέρεις, έχουμε μια πιο καλή ιδέα», είπε η κυρία κάρσον. «Γιατί δεν πας στο Έλισβιλ;» «Θα ’ναι υπέροχα», είπε η κυρία Γουότς. «Αμφιβάλλεις;» «Είναι θαύμα εκεί», είπε κάπως αβέβαια η Έιμι Σλόκουμ. «Η μούρη σου είναι όλο καρούμπαλα», της είπε η Λίλι. «καλή μου Έιμι, αν δεν σε πειράζει, μην ανακατεύεσαι»,
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 47
Η ΛιΛι ΝΤο κΑι οι ΤΡΕιΣ κυΡιΕΣ
της είπε θορυβημένη η κυρία κάρσον. «Δεν ξέρω τι την πιάνει τη Λίλι όταν προσπαθείς εσύ να της αλλάξεις γνώμη». Η Λίλι κοίταζε την Έιμι Σλόκουμ σκεφτική. «Για να δούμε τώρα! Δεν θα ’θελες, λοιπόν, να πας στο Έλισβιλ;» την ρώτησε η κυρία κάρσον. «Ό-οχι», έκανε η Λίλι. «Γιατί όχι;» και οι τρεις κυρίες έσκυψαν προς το μέρος της κάνοντας τις έκπληκτες. «Γιατί λέω να στεφανωθώ», είπε η Λίλι. «καλά, και ποιον θα στεφανωθείς, κορίτσι μου;» την ρώτησε η κυρία Γουότς. Ήταν άσος στο να κολλάει τον άλλον στον τοίχο, να τον κάνει ν’ απαρνιέται ό,τι είχε μόλις ξεστομίσει. Η Λίλι δάγκωσε το χείλι της, ένα χαμόγελο έσκασε στο πρόσωπό της. Έχωσε το χέρι της στο μπαούλο, έπιασε και τις δύο πλάκες το σαπούνι και τις κούνησε παιχνιδιάρικα. «Έλα, πες μας», την τσίγκλησε η κυρία Γουότς. «Λέγε, ποιον θα παντρευτείς». «Έναν άντρα χτες το βράδυ». Η κάθε κυρία έβγαλε κι από μια κραυγούλα. Η πιθανότητα να υπάρχει πράγματι ένας εραστής τους ήρθε κατακούτελα σαν καλοκαιριάτικο χαλάζι. Η κυρία Γουότς σηκώθηκε και πάτησε γερά κάτω. «κάποιος από το πανηγύρι θα ’ναι. κανένας μουζικάντης!» φώναξε. Η Λίλι την κοίταξε όλο θαυμασμό. «Έκανε – σου έκανε τίποτα;» Τελικά μόνον η κυρία Γουότς ήταν σε θέση να ελέγχει την κατάσταση. «Ω, ναι», είπε η Λίλι. Χάιδεψε τα σαπούνια απαλά και προσεκτικά με τα δαχτυλάκια της, μετά τα έχωσε μέσα στο πεσκίρι. «Τι;» ρώτησε επιτακτικά η Έιμι Σλόκουμ, κι ώσπου να βγάλει φωνή είχε σηκωθεί και τρέκλιζε «Τι;» και αντιλάλησε ο διάδρομος. «Μην την ρωτάς τι», είπε η κυρία κάρσον ξοπίσω της. «Για
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 48
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
πες μου, Λίλι –απάντησέ μου μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι–, είσαι το ίδιο όπως ήσουνα;» «Είχε ένα κόκκινο πανωφόρι», είπε η Λίλι όλο χάρη. «Έπαιρνε κάτι ξυλαράκια κι έκανε πινγκ-πονγκ! – ντινγκ-ντονγκ!» «Αχ, θα λιποθυμήσω», έκανε η Έιμι Σλόκουμ, όμως οι άλλες της είπαν, «ούτε να το σκέφτεσαι». «Το ξυλόφωνο!» κραύγασε η κυρία Γουότς. «Αυτός με το ξυλόφωνο! Αχ, τον άνανδρο, παλουκωμένος πρέπει να φύγει από δω!» «Να φύγει; Μα έχει ήδη φύγει!» φώναξε η Έιμι. «Γράμματα δεν ξέρεις; Δεν διάβασες την ανακοίνωση στο καφενείο; Βίκτορι στις εννέα του μηνός, κόμο στις δέκα. Στο κόμο βρίσκεται αυτή τη στιγμή. Ακούς, στο κόμο!» «Εντάξει! Θα τον φέρουμε πίσω!» ξεφώνισε η κυρία Γουότς. «Δεν θα μου τη γλιτώσει εμένα αυτός!» «Σώπαινε», έκανε η κυρία κάρσον. «Δεν βγάζουμε τίποτα μ’ αυτή τη λογική. Τελικά, αν το σκεφτείτε μακροπρόθεσμα, καλύτερα που έφυγε και βγήκε μια για πάντα από τη ζωή μας. Τέτοιο κουμάσι. Αυτός είχε βάλει στο μάτι μόνο το κορμί της Λίλι, με τίποτα στον κόσμο δεν επρόκειτο να το κάνει ευτυχισμένο το καημένο το κοριτσάκι, ακόμη κι αν τον βρίσκαμε και τον αναγκάζαμε να την παντρευτεί, όπως είχε την υποχρέωση – με το πιστόλι στον κρόταφο». «Παρ’ όλα αυτά –» άρχισε να λέει η Έιμι, γουρλώνοντας τα μάτια. «κόφ’ το», είπε η κυρία Γουότς. «Νομίζω πως έχετε δίκιο, κυρία κάρσον». «Βλέπετε; Αυτό εδώ είναι το μπαούλο με τα προικιά μου», είπε ευγενικά η Λίλι στην παύση που μεσολάβησε. «ούτε που γυρίσατε να το δείτε. Έχω και σαπούνι, έχω και πεσκίρι. Έχω και το καπέλο μου – το φοράω. Εσείς όλες τι θα μου δώσετε;» «Λίλι», ξανάπιασε το θέμα εξαρχής η κυρία Γουότς, «εμείς
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 49
Η ΛιΛι ΝΤο κΑι οι ΤΡΕιΣ κυΡιΕΣ
θα σου δώσουμε του κόσμου τα καλούδια, αρκεί να μην παντρευτείς και να πας στο Έλισβιλ». «Σαν τι θα μου δώσετε;» τις ρώτησε η Λίλι. «Εγώ θα σου δώσω ένα ζευγάρι μαξιλαροθήκες με αζούρ», είπε η κυρία κάρσον. «κι εγώ ένα μεγάλο κέικ με γλάσο καραμέλας», είπε η κυρία Γουότς. «Εγώ ένα σουβενίρ από το Τζάκσον – μια τράπεζα μινιατούρα», είπε η Έιμι Σλόκουμ. «Λοιπόν, θα πας;» «Όχι», είπε η Λίλι. «Θα σου δώσω μια όμορφη, μικρή Βίβλο, με τ’ όνομά σου γραμμένο με αληθινά χρυσά γράμματα», είπε η κυρία κάρσον. «κι αν σου δώσω ένα ροζ κρεπ-ντε-σιν στηθόδεσμο με μπρετέλες που τις ρυθμίζεις όπως θέλεις;» την ρώτησε βλοσυρά η κυρία Γουότς. «Τι της λες, Έτα;» «Όπως και να το κάνουμε, της χρειάζεται», είπε η κυρία Γουότς. «Τι θα πουν στο Έλισβιλ, αν γυρίζει δεξιά κι αριστερά με το μισοφόρι σαν να ’ναι καμιά φίτζι;» «Μακάρι να πήγαινα κι εγώ στο Έλισβιλ», είπε η Έιμι Σλόκουμ για να την δελεάσει. «Τι θα κάνω εγώ εκεί;» ρώτησε η Λίλι σιγανά. «Α, ένα σωρό πράγματα. Θα πλέκεις καλάθια, φαντάζομαι...» Η κυρία κάρσον κοίταξε αόριστα τις άλλες. «Α, βέβαια, θα μπορείς να φτιάξεις ό,τι καλάθι θέλεις», είπε η κυρία Γουότς· και η δική της η φωνή έμεινε μετέωρη. «Όχι, καλύτερα να στεφανωθώ», είπε η Λίλι. «Αυτό είναι σκέτη ξεροκεφαλιά, Λίλι Ντο!» αναφώνησε η κυρία Γουότς. «κόντευες να δεχτείς να πας και μετά το πήρες πίσω!» «Να ξέρεις, Λίλι, ρωτήσαμε όλες τον Θεό», δήλωσε εντέλει η κυρία κάρσον, «και απ’ όσα καταλάβαμε, ο Θεός μας είπε
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 50
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
–και ο κύριος κάρσον επίσης– ότι το μέρος όπου θα πρέπει να βρίσκεσαι για να είσαι ευτυχισμένη είναι το Έλισβιλ». Η Λίλι άκουγε ευλαβικά, αλλά το πείσμα πείσμα. «Αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να την πάμε τώρα αμέσως εκεί!» στρίγκλισε στα καλά καθούμενα η Έιμι Σλόκουμ. «Για σκεφθείτε –! Δεν γίνεται να μείνει εδώ!» «Α, όχι, όχι, όχι», έσπευσε να πει η κυρία κάρσον. «ούτε να το σκέφτεστε». κάθονταν κι οι τρεις μες στη μαύρη απελπισία. «Μπορώ να πάρω μαζί μου το μπαούλο με τα προικιά μου – άμα πάω στο Έλισβιλ;» τις ρώτησε η Λίλι ντροπαλά, κοιτάζοντάς τες με την άκρη του ματιού της. «Μα βέβαια», απάντησε σαν χαμένη η κυρία κάρσον. Για μια ακόμη φορά σηκώθηκαν όρθιες, χωρίς να λένε κουβέντα. «Αχ, αφού μπορώ να πάρω το μπαούλο με τα προικιά μου!» «Τόση ώρα το ζήτημα ήταν το μπαούλο με τα προικιά της», ψιθύρισε η Έιμι. Η κυρία Γουότς χτύπησε παλαμάκια. «Εντάξει, λοιπόν, τα κανονίσαμε!» «Ευλογημένο το όνομα του κυρίου», μουρμούρισε η κυρία κάρσον. Η Λίλι τις κοίταξε με μάτια που άστραφταν. Τέντωσε μπροστά το κεφάλι της και είπε θαρρετά, μιμούμενη όλο καμάρι κάποιον – κάποιον εντελώς άγνωστο. «ο.κ. – κούκλα!» οι κυρίες ήδη κατευθύνονταν προς την πόρτα κουνώντας τα κεφάλια και χαμογελώντας μεταξύ τους. Η κυρία κάρσον έμεινε στήλη άλατος. «Εγώ λέω καλύτερα να μείνω», έκανε. «Πού – πού στην ευχή την έμαθε αυτή τη φοβερή έκφραση;» «Να τα μαζέψει αμέσως», είπε η κυρία Γουότς. «Η Λίλι Ντο φεύγει για το Έλισβιλ με το πρώτο πρωινό τρένο».
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 51
Η ΛιΛι ΝΤο κΑι οι ΤΡΕιΣ κυΡιΕΣ
Στον σταθμό το τρένο αγκομαχούσε. Όλο σχεδόν το Βίκτορι είχε μαζευτεί και περίμενε να το δει να φεύγει. κατέφτασε και η κοινοτική Μπάντα του Βίκτορι χωρίς να την έχει καλέσει κανείς, τα μέλη της σκορπίστηκαν ανάμεσα στο πλήθος. ο Εντ Νιούτον με το κόρνο του αμολούσε κάθε λίγο κι από ένα ψεύτικο σφύριγμα αναχώρησης. Ένα καφάσι τίγκα στα κοτοπουλάκια άδειασε στην πλατφόρμα. Όλοι θέλανε να δούνε τη Λίλι Ντο ντυμένη με τα καλά της, όμως η κυρία κάρσον και η κυρία Γουότς την είχαν μπάσει κρυφά στο τρένο από την άλλη μεριά. οι δύο κυρίες θα ταξίδευαν μαζί με τη Λίλι μέχρι το Τζάκσον για να την βοηθήσουν ν’ αλλάξει τρένο και να βεβαιωθούν ότι πήγαινε στη σωστή κατεύθυνση. Η Λίλι κάθισε ανάμεσά τους στο βελούδινο κάθισμα, τα μαλλιά της χτενισμένα προς τα πίσω και πιασμένα κότσο κάτω από το μικρό μπλε καπέλο που είχε ανταλλάξει η Τζούελ με το πρώτο, το χαριτωμένο. φορούσε ένδυμα ταξιδίου, εν μέρει φτιαγμένο από το περσινό φόρεμα της χηρείας της κυρίας Γουότς. Από κάτω γυάλιζαν οι ροζ τιράντες. Είχε ένα πορτοφόλι και μια Βίβλο κι ένα ζεστό κέικ σε κουτί και τα κρατούσε όλα στην ποδιά της. Η Έιμι Σλόκουμ σφράγιζε κι έδενε σε πάκα την αλληλογραφία που ήταν για να φύγει. Ήρθε και στάθηκε στον διάδρομο του βαγονιού, με τα δάκρυα να τρεμοπαίζουν στα μάτια της. «Αντίο, Λίλι», είπε. Ήταν η ευαίσθητη της παρέας. «Αντίο, ρεζίλι», της είπε η Λίλι. «Αχ, Θεέ μου, ελπίζω να το πάρουν το τηλεγράφημά μας στο Έλισβιλ και να ’ρθουν να την παραλάβουν!» Η Έιμι έκλαιγε περίλυπη όσο σκεφτόταν πόσο μακριά έπεφτε το Έλισβιλ. «Άσε που είδα κι έπαθα να τα γράψω όλα με δέκα λέξεις». «κατέβα, Έιμι, μην τύχει και ξεκινήσει το τρένο και σπάσεις κανένα σβέρκο», της είπε η κυρία Γουότς, που είχε βολευτεί μια χαρά στη θέση της και κουνούσε χαρωπά τη σικάτη βε-
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 52
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
ντάλια της. «Σας δηλώνω προκαταβολικά ότι με τέτοια ζέστη, μόλις βγούμε λίγο έξω από την πόλη, σκοπεύω να βγάλω τον κορσέ μου». «Αχ, Λίλι, κοίτα μην αρχίσεις τα κλάματα εκεί που πας. Να είσαι καλό κορίτσι και να κάνεις ό,τι σου λένε – να ξέρεις ότι θα σου τα λένε επειδή σ’ αγαπάνε». Η Έιμι σούφρωσε λυπητερά το στόμα της. Είχε ήδη αρχίσει να κάνει βήματα προς τα πίσω στον διάδρομο. Η Λίλι γέλασε. Τέντωσε το χέρι της πάνω από το στήθος της κυρίας κάρσον κι έδειξε έναν άντρα που στεκόταν απέξω. Είχε κατέβει από το τρένο και στεκόταν εκεί δα, μόνος του. Ήταν ξένος και φορούσε κασκέτο. «κοίτα», είπε γελώντας σιγαλά μέσα απ’ τα δάχτυλά της. «Μην – κοιτάς», της είπε η κυρία κάρσον ρητά και κατηγορηματικά, λες και απ’ όσα είχε πει ως τώρα, ήθελε τούτες οι δυο περισπούδαστες λέξεις να εντυπωθούν στο τρυφερό μυαλουδάκι της Λίλι. «Να μην κοιτάζεις τίποτε ώσπου να φτάσεις στο Έλισβιλ». Απέξω η Έιμι Σλόκουμ έκλαιγε τόσο γοερά, ώστε παραλίγο να πέσει πάνω στον ξένο. ο άντρας φορούσε κασκέτο, ήταν κοντός και μάλλον είχε βάλει άρωμα – αν είναι δυνατόν. «Μήπως μπορείτε να μου πείτε, μαντάμ», τη ρώτησε ο άντρας, «πού κατοικεί μια νεαρή κυρία ονόματι Λίλι Ντο;» Έβγαλε το κασκέτο του – ήτανε και κοκκινομάλλης. «Γιατί ρωτάς;» έκανε η Έιμι αυθόρμητα. «Μιλήστε πιο δυνατά», της είπε ο ξένος. ο ίδιος σχεδόν ψιθύριζε. «Έφυγε – πάει στο Έλισβιλ!» «Έφυγε;» «Πάει στο Έλισβιλ!» «Α, γουστάρω!» ο άντρας πέταξε έξω το κάτω χείλι και άρχισε να ξεφυσάει, ώσπου σηκώθηκαν οι τρίχες του όρθιες. «Τι δουλειά έχεις εσύ με τη Λίλι;» φώναξε ξαφνικά η Έιμι.
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 53
Η ΛιΛι ΝΤο κΑι οι ΤΡΕιΣ κυΡιΕΣ
«Τίποτα, μόνο να, λέγαμε να στεφανωθούμε», της απάντησε. Η Έιμι Σλόκουμ άρχισε να τσιρίζει μπροστά σ’ όλον τον κόσμο. και σαν να έδειχνε το μακρουλό μαύρο κουτί που ήταν αφημένο καταγής δίπλα στα πόδια του άντρα. Ύστερα σάλταρε κατά πίσω τρομαγμένη. «Το ξυλόφωνο! Το ξυλόφωνο!» κραύγαζε κοιτάζοντας μια τον άντρα και μια το τρένο που σφύριζε. Ποιο από τα δυο ήταν το χειρότερο; Το καμπανάκι άρχισε να χτυπάει μ’ εκείνον τον κούφιο ήχο του, κι ο άντρας συνέχιζε να μιλάει. «Έλισβιλ, είπατε; Στην πολιτεία του Μισισίπι είν’ αυτό;» Αστραπιαία έβγαλε στην επιφάνεια ένα κόκκινο σημειωματάριο που έγραφε απέξω, «Αμετάβλητα γεγονότα και στοιχεία», και κάτι σημείωσε. «Δεν ακούω καλά». Η Έιμι κουνούσε πάνω κάτω το κεφάλι της και τον έφερνε βόλτα. κάτω από το «Έλισ-Βιλ Μισ» ο άντρας τράβηξε μια γραμμή· μετά πρόσθεσε στα γρήγορα δυο σημαδάκια. «Ίσως δεν είπε ναι. Ίσως είπε όχι». Ξαφνικά γέλασε πολύ δυνατά, επειδή είχε ψιθυρίσει. Η Έιμι τινάχτηκε τρομαγμένη. «Γυναίκες! – Το λοιπόν, αν μας λάχει να παίξουμε κάπου κοντά στο Έλισβιλ, του Μισ., στο μέλλον, μπορεί να την αναζητήσω, μπορεί και όχι», είπε. Το κόρνο τούτη τη φορά έδωσε το κανονικό σήμα για ν’ αρχίσει η μπάντα. Από την ατμομηχανή ξεχύθηκε λευκός καπνός. Συνήθως το τρένο σταματούσε μόνον για ένα λεπτό στο Βίκτορι, όμως ο μηχανοδηγός την ήξερε τη Λίλι, επειδή την χαιρετούσε, κι έτσι ήξερε πως σήμερα ήταν η ημέρα της. «Περίμενε!» Η Έιμι Σλόκουμ στρίγκλισε με την ψυχή της. «Περίμενε, μίστερ! Θα πάω να σου τη φέρω. Περίμενε, κύριε μηχανοδηγέ! Μη φεύγεις!» και να σου την πάλι, μέσα στο τρένο, να τσιρίζει στα μούτρα της κυρίας κάρσον και της κυρίας Γουότς. «Αυτός με το ξυλόφωνο! Αυτός με το ξυλόφωνο θα τηνε παντρευτεί! Εκεί πέρα είναι!»
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 54
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
«Ανοησίες», μουρμούρισε η κυρία Γουότς ρίχνοντας μια ματιά πάνω από τις άλλες δύο, προς τα κει που έδειχνε η Έιμι. «Αν είναι εκεί, γιατί δεν τον βλέπω; Πού είναι; Τον μονόφθαλμο τον Μπίσλεϊ κοιτάζεις». «ο κοντός με το κασκέτο – όχι, με το κόκκινο μαλλί! κάντε γρήγορα!» «Λες να ’ναι στ’ αλήθεια αυτός;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα η κυρία κάρσον. «Έλεος! Παραείναι μπασμένος, ε;» «Πρώτη φορά στη ζωή μου τον βλέπω!» φώναξε η κυρία Γουότς. Όμως ξαφνικά έκλεισε τη βεντάλια της. «κάντε γρήγορα. Σε τρένο βρισκόμαστε!» τσίριξε η Έιμι Σλόκουμ. Της είχανε σπάσει τα νεύρα. «καλά, καλά, μη σε πιάνει υστερία, κοπέλα μου», της είπε η κυρία Γουότς. «Έλα, πάμε», είπε βραχνά στην κυρία κάρσον. «Τώρα πού πάμε;» ρώτησε η Λίλι, καθώς προχωρούσαν βιαστικές στον διάδρομο. «Πάμε να σε παντρέψουμε», της είπε η κυρία Γουότς. «κυρία κάρσον, προτείνω να τηλεφωνήσεις στον άντρα σου από δω, από τον σταθμό». «Αλλά εγώ δεν θέλω να παντρευτώ», άρχισε να κλαψουρίζει η Λίλι. «Αφού θα πάω στο Έλισβιλ». «Σουτ, και μετά θα πάμε όλοι να φάμε παγωτό χωνάκι», της ψιθύρισε η κυρία κάρσον. Τη στιγμή που κατέβαιναν τα σκαλιά στην πίσω άκρη του τρένου, η μπάντα άρχισε να παίζει το «Εμβατήριο της Ανεξαρτησίας». Αυτός με το ξυλόφωνο ήταν ακόμη εκεί, χάιδευε το πόδι του. Τις πλησίασε και είπε, «Γεια σου, κούκλα. Τι τρέχει – κολπάκια;» κι έδωσε στη Λίλι ένα σκαστό φιλί, κι εκείνη κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι. «Ώστε εσύ είσαι ο νεαρός για τον οποίο έχουμε ακούσει τόσα πολλά», είπε η κυρία Γουότς. Το χαμόγελό της ήταν εκτυφλωτικό. «ιδού, λοιπόν, η μικρή σου Λίλι».
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 55
Η ΛιΛι ΝΤο κΑι οι ΤΡΕιΣ κυΡιΕΣ
«Πώς το ’πες αυτό;» τη ρώτησε ο άντρας. «ο σύζυγός μου τυγχάνει να είναι ο παπάς στην εκκλησία των Βαπτιστών στο Βίκτορι», είπε η κυρία κάρσον καθαρά και δυνατά. «Μεγάλη τύχη, ε; Μπορώ να τον φέρω σε πέντε λεπτά: ξέρω ακριβώς πού βρίσκεται». Είχαν κυκλώσει τον άντρα με το ξυλόφωνο και κατευθύνονταν όλοι μαζί προς την κάτασπρη αίθουσα αναμονής. «Αχ, κάτι τέτοιες στγμές μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα», είπε η Έιμι Σλόκουμ. Έριξε μια ματιά προς τα πίσω και είδε το τρένο να απομακρύνεται αργά από τον σταθμό, να περνάει κάτω από τη γέφυρα της Μέιν Στριτ. Ύστερα χάθηκε στη στροφή. «Αχ, το μπαούλο με τα προικιά!» αναφώνησε η Έιμι με τρεμάμενη φωνή. «και με ποιον έχουμε την ευχαρίστηση να μιλάμε;» ρώτησε όξω φωνή η κυρία Γουότς, ενόσω η κυρία κάρσον είχε πιάσει το τηλέφωνο. Η μπάντα συνέχιζε να παίζει. Μερικοί νόμιζαν ότι η Λίλι ήταν στο τρένο, κάποιοι άλλοι έπαιρναν όρκο ότι δεν ήταν. Όλοι πάντως ζητωκραύγαζαν κι ένα ψαθάκι εκτοξεύτηκε ίσαμε τα καλώδια του τηλεφώνου.
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 56
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 57
Μια είδηση
Εκι της χαμοκέλας, με τα πόδια ορθάνοιχτα, τίναζε όλο νεύίχε
βγει έξω, στη βροχή. Σκυμμένη τώρα μπροστά στο τζά-
ρο το βρεγμένο, αχυρένιο κεφάλι της, σαν τη γάτα που τα βάζει με τον εαυτό της γιατί ήταν απρόσεχτη. Μιλούσε μόνη της – ίσα ένα πνιχτό φτεροκόπημα, μέσα στο μισοάδειο δωμάτιο, με το ζόρι το ’πιανες. «Η βροχή πέφτει τουλούμι, η βροχή πέφτει τουλούμι» – αυτό δεν έλεγε και ξανάλεγε σαν τραγουδάκι; Έτσι όπως στεκόταν, έκανε κάθε τόσο από ένα τεταρτάκι της στροφής, ώστε να στεγνώνει παντού, το κεφάλι της γερμένο μπροστά, τ’ αχυρένιο μαλλί λυτό, κουβάρι. Βαστούσε τη φούστα της τσιτωμένη προς τα έξω, όσο πιο σεμνά μπορούσε, να μπάζει μέσα τη ζέστα. Μετά, ροδαλή ροδαλή, πήγε στο τραπέζι κι έπιασε ένα δεματάκι. Ήταν ένα τσουβαλάκι καφές, με την ένδειξη «Δείγμα» γραμμένη με κόκκινα γράμματα, που το ξετύλιξε από μια βρεγμένη εφημερίδα. Μα το βαστούσε τόσο τρυφερά. «Μπα, τι του ’ρθε να το τυλίξει σ’ εφημερίδα!» είπε με κομμένη ανάσα, κοιτάζοντας πότε το ένα της χέρι, πότε το άλλο. Θα ’ταν μια ζωή μονάχη της και χαζή, όλα της προκαλούσαν έκπληξη. Έβαλε τον καφέ στο τραπέζι, ακριβώς στη μέση. Μετά έπιασε την εφημερίδα από τη μιαν άκρη και, σαν να υπνοβατούσε, την έσυρε στο πάτωμα, την άνοιξε και ξάπλωσε πάνω της μπροστά στη φωτιά. Το τραγουδάκι της για τη βροχή, οι
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 58
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
φωνίτσες της έκπληξης, δεν ήταν άλλο από ένα προκαταρκτικό νάζι, που την διασκέδαζε όταν ήταν μοναχή της. Τώρα ήταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει φαρδιά πλατιά δίπλα στη φωτιά, το υγρό κουβάρι των μαλλιών της πήρε να λασκάρει, απλώθηκε αργά στη ράχη της σαν φτηνό μετάξι. Έκλεισε τα μάτια. Το στόμα της βούλιαξε σ’ ένα χάος, σε μιαν έκφραση ασυνείδητης πονηριάς. κι όμως, μ’ αυτήν ακριβώς την ακινησία της και τη χαρά της έδινε την εντύπωση ότι εκεί μέσα ήταν το κρησφύγετό της, κι ότι ζούσε ολομόναχη. Όταν κάπου κάπου η φωτιά αναδευόταν και κατρακυλούσε στη σχάρα, το κορίτσι τρεμούλιαζε, το χέρι της τιναζόταν μπροστά, θαρρείς ανυπόμονα, μπορεί κι απελπισμένα. Σε μια στιγμή σάλεψε, άπλωσε το χέρι κι έπιασε την εφημερίδα κάτω από την πλάτη της. κάθισε στις φτέρνες, άγγιζε την τυπωμένη σελίδα σαν να ’ταν κάτι εύθραυστο. Δεν την κοίταζε απλά – την παρακολουθούσε, λες κι είχε να κάνει με κάτι απρόβλεπτο, πώς παρακολουθεί το κορίτσι ένα μωρό. Το χαρτί ήταν τόπους τόπους ακόμη βρεγμένο στα σημεία όπου πριν από λίγο ακουμπούσε το κορμί της. Μπουσουλώντας όλο νεύρο, έπιασε να στρώνει τα τσαλακωμένα σημεία με τα κόκκινα, σκασμένα δαχτυλάκια της, κάπου κάπου κατσούφιαζε μπροστά σε μια μουντζουρωμένη εικόνα και στα μεγάλα στοιχεία που σχημάτιζαν μια λέξη αποκάτω. Τα χείλη της έτρεμαν, λες κι όλη αυτή η προσπάθεια να κοιτάζει και να συλλαβίζει την συγκινούσε μέχρι τα τρίσβαθα της καρδιάς της. Ξαφνικά γέλασε. Σήκωσε το κεφάλι. «Ρούμπι φίσερ!» ψιθύρισε. Μια έκφραση άφατης συστολής χύθηκε στα μουντά, γαλάζια μάτια και στο τρυφερό στόμα. Μετά έγινε τρόμος. Άρχισε να κοιτάζει γύρω γύρω... Ποιο μάτι να ’νιωθε καρφωμένο πάνω της; Τράβηξε το φουστάνι της όσο πιο κάτω έπαιρνε κι άρχισε να συλλαβίζει καμιά δεκαριά λέξεις από την εφημερίδα.
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 59
ΜιΑ ΕιΔΗΣΗ
Η ειδησούλα έλεγε: «Την εβδομάδα που μας πέρασε η κυρία Ρούμπι φίσερ είχε ένα δυσάρεστο συμβάν: ο σύζυγός της την πυροβόλησε στο πόδι». Πήγαινε λέξη λέξη, μόνο ψιθύριζε· άφησε τη μεγάλη λέξη, το «δυσάρεστο» να την διαβάσει τελευταία, ξαναγύρισε σ’ αυτήν, ύστερα την επανέλαβε δυνατά, σαν να κουβέντιαζε. «Εγώ είμαι αυτή», είπε σιγανά, σεβαστικά, μ’ επισημότητα. Η φωτιά ξέφυγε κι άξαφνα βρυχήθηκε μέσ’ στο δωμάτιο, που πια αντιβούιζε κι από τη βροχή, έτσι όπως σφυροκοπούσε τη στέγη και παράδερνε με αστραπές και κεραυνούς απέξω. «Εσύ κλάιντ!» ούρλιαξε η Ρούμπι φίσερ επιτέλους. Τινάχτηκε όρθια. «Πού είσαι, κλάιντ φίσερ;» Χίμηξε στην πόρτα και την άνοιξε με βιάση. Μια παγωμένη ανατριχίλα πέρασε ξυστά πάνω από τη ζέστα της, κι ήταν θαρρείς και την αυλάκωναν λουρίδες λουρίδες ο θυμός και η παραζάλη. Μετά ήρθε η αστραπή, κι εκείνη να στέκεται εκεί δα και να περιμένει, λες και το ψιλοπερίμενε ότι έτσι δα θα τον έκανε να μπει μέσα, να σημαδεύει με το τουφέκι στο χέρι. Δεν είπε τίποτε άλλο, έκανε πίσω κι έκλεισε την πόρτα σπρώχνοντάς την με τον γοφό της. ο θυμός τής πέρασε σαν αλαργινή αναλαμπή αγαλλίασης. φροντίζοντας να αποφεύγει συστηματικά το τραπέζι, όπου βρισκόταν το πακέτο με τον καφέ, άρχισε να κόβει βόλτες νευρικά στο δωμάτιο, λες και κάποιος δισταγμός που την τριβέλιζε, κάποιο μυστήριο που είχε μείνει ανέπαφο την τραβούσαν τώρα από το χέρι. Η κάμαρα είχε ένα παράθυρο, κάθε λίγο και λιγάκι κοντοστεκόταν, κοίταζε έξω, τη βροχή. Όταν σταματούσε το πέρα δώθε, είχε πάνω της μια παθητικότητα ή έστω μιαν απατηλή παθητικότητα, που δεν είχε ίχνος παθητικότητας. κάτι μέσα της δεν σταματούσε ποτέ. Στο τέλος ρίχτηκε ξανά στο πάτωμα, πάλι λοξά πάνω στην εφημερίδα, κι έμεινε να κοιτάζει τη φωτιά. Σαν να υπήρχε ένας καθρέφτης στη χαμοκέλα, και να κοιταζόταν εκεί μέσα, βαθιά, όλο και πιο βαθιά, έτσι όπως περνούσε τα δάχτυλά της μέσα
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 60
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
από τα μαλλιά της και προσπαθούσε να δει τον εαυτό της, και τον κλάιντ να πλησιάζει από πίσω της. «κλάιντ;» Αλλά, βέβαια, ο άντρας της, ο κλάιντ, ήταν ακόμη στο δάσος. Είχε φτιάξει μια χοντρή στέγη με χαμόκλαδα πάνω από το αυτοσχέδιο αποστακτήριο ουίσκι και κάτι τέτοιες αστραπές τις φοβόταν σαν και τι, ο κόσμος να χαλούσε, δεν πήγαινε εκεί πέρα. και τότε, σχεδόν με κατάπληξη, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάπου τα είχε μπλέξει: δεν ήταν άνθρωπος που θα ’παιρνε όπλο και θα της έριχνε ο κλάιντ. Έγειρε το κεφάλι της κατά κει που πύρωνε η φωτιά, το ακούμπησε στα ροδαλά της μπράτσα κι άρχισε να μιλάει μόνη της. Την έπιασε ακατάσχετη φλυαρία. Ακόμη και να ’φτανε στ’ αυτιά του κλάιντ κατιτί για τον πλασιέ του καφέ και την Πόντιακ, απίθανο ήταν να την πυροβολούσε. Αν έκανε πως τη μαύριζε στο ξύλο, θα ’βγαινε κι αυτή στον δρόμο, όλο και κάποιο αμάξι θα σταματούσε, κι αν είχε πινακίδες του Τενεσί, τόσο το καλύτερο, το πιθανότερο να πέρναγε τ’ απόγεμά της στην αποθήκη με τ’ αδειανά μπουκάλια του τζιν. (Στο σημείο αυτό στριφογύρισε το κεφάλι της πάνω στα μπράτσα της και τέντωσε αργά τα πόδια της προς τα πίσω, σαν γάτα.) Αν έφτανε τίποτα στ’ αυτιά του κλάιντ, θα την σκαμπίλιζε. Πάντως η είδηση στην εφημερίδα δεν ήταν σωστή. Ποτέ δεν την πυροβόλησε ο κλάιντ ούτε μια φορά. κάποιο λάθος είχε γίνει. Μια σπίθα τινάχτηκε, παραλίγο να κάψει την εφημερίδα. Το κορίτσι λίγο τρόμαξε, την έσβησε χτυπώντας την με τα δάχτυλά του. Μετά κάτι μουρμούρισε και ξανάσκυψε πιο αποφασιστικά πάνω απ’ το φύλλο. Άρχισε να τεντώνεται, έτσι όπως ζεσταινόταν όλο και πιο πολύ, νύσταζε όλο και πιο πολύ. Έπιασε ν’ αναρωτιέται μεγαλόφωνα πώς θα ’ταν αν την πυροβολούσε στο πόδι ο κλάιντ... κι αν ήτανε στ’ αλήθεια θυμωμένος, λες να την πυροβολούσε ίσια στην καρδιά;
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 61
ΜιΑ ΕιΔΗΣΗ
Στη στιγμή φαντάστηκε τον εαυτό της να πεθαίνει. Θα ήταν πλαγιασμένη με τη νυχτικιά της και με μια σφαίρα στην καρδιά. κι όποιος την αντίκριζε έτσι δα, μ’ εκείνη την ανεξιχνίαστη έκφραση στο στόμα της, θα καταλάβαινε αμέσως τι παράξενο, τι φοβερό ήταν αυτό το πράμα. κάτω από την ολοκαίνουργια νυχτικιά της η καρδιά της θα πονούσε στον κάθε χτύπο, πολύ, πολύ πιο πολύ απ’ ό,τι το αργασμένο δέρμα της, όταν την σκαμπίλιζε ο κλάιντ. Η Ρούμπι άρχισε να κλαίει σιγανά, όπως θα έκλαιγε σε αβάσταχτο πόνο· τα δάκρυα ποτάμι στο πάπλωμα. ο κλάιντ θα στεκόταν εκεί δα, από πάνω της, όπως ήταν κάποτε, με το ατίθασο κορακάτο μαλλί να του φτάνει στους ώμους. Τι κούκλος, τι άντρακλας ήταν κάποτε! «Εγώ σου το ’κανα αυτό, Ρούμπι», θα ’λεγε. κι εκείνη θα του ’λεγε –ψιθυρίζοντας, βέβαια– «Για να λέμε την αλήθεια, κλάιντ – ναι, εσύ μου το ’κανες αυτό». και μετά θα πέθαινε· σ’ αυτό το σημείο ακριβώς η ζωή της θα σταματούσε. Έμεινε για μια στιγμή σιωπηλή, φροντίζοντας να δώσει στο πρόσωπό της μιαν όψη όμορφη, ποθητή και νεκρική. Θα ’πρεπε να της αγοράσει φουστάνι ο κλάιντ για να την θάψει. Θα ’πρεπε να σκάψει βαθύ λάκκο πίσω από το σπίτι, κάτω από τον κέδρο, έναν τάφο. Θα ’πρεπε να της φτιάξει με τα χέρια του κάσα από πεύκο και να την βάλει μέσα. Μετά θα ’πρεπε να την πάει ίσαμε τον τάφο, να την βάλει μέσα και να την σκεπάσει. κι όλη την ώρα θα ’κανε σαν τρελός, θα έσκουζε, θα του ’χε στρίψει, όσο θα σκεφτόταν ότι ποτέ ξανά δεν θ’ άπλωνε χέρι πάνω της. Σάλεψε, τα μάτια της στράφηκαν κατά το παράθυρο. Η βροχή, διάφανη, πλατάγιζε στο χώμα. Ανάσα δεν έπαιρνε όσο σκεφτόταν ότι έτσι θα ’πεφτε η βροχή και στον τάφο της, εκεί που θα ’ρχόταν και θα στεκόταν ο κλάιντ, με το κεφάλι κάτω, με τα δάκρυα μιας κάποιας μετάνοιας. Δέντρο ολάκερο η αστραπή ορθώθηκε στον ουρανό. Η
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 62
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
Ρούμπι όλο και κοίταζε από το παράθυρο, νιώθοντας να την κατακλύζει η ζέστα της φωτιάς κι η λύπηση κι η ομορφιά και η δύναμη του θανάτου της. ο κεραυνός αντιβούιξε.
κι ύστερα, να σου ο κλάιντ, σκοτεινά ρυάκια να κυλούν στο διάβα του στο πάτωμα. Σκούντησε τη Ρούμπι με το κοντάκι του τουφεκιού, λες κι ήταν κοιμισμένη. «Ακόμα δεν είν’ έτοιμο το φαΐ;» γρύλισε. Τινάχτηκε όρθια και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε μακριά του. Πιο γρήγορη κι απ’ την αστραπή εξαφάνισε την εφημερίδα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, μ’ εξαίρεση το τζάκι. Τού μίλησε μελιστάλαχτα από την άκρη της μακρουλής σκιάς που σκάρωνε η αχνιστή παρουσία του και άναψε τη λάμπα. Εκείνος είχε μείνει όρθιος, άναυδος, αλλά οπωσδήποτε με μια έκφραση καλοπροαίρετη, σαν να ’χε αποφασίσει να περιμένει και να κάνει υπομονή, οπότε συνέχιζε να στέκεται. κοπάνησε ζωηρά το πάτωμα με τις μπότες του, που ’ταν μες το κοκκινόχωμα και τη λάσπη, τα τεράστια χέρια του θαρρείς και βάραιναν από τη βροχή που κυλούσε από πάνω του κι έσταζε από την κάννη του όπλου του. Τελικά κάθισε μ’ έναν αέρα αξιοπρέπειας σε μια καρέκλα μπροστά στο τραπέζι, κάνοντας, δικαίως, μια σχετική φασαρία, και για το ότι ήταν μούσκεμα και για το ότι πεινούσε. Τα ρυάκια κυλούσαν από πάνω του, παντού. Η Ρούμπι άρχισε τις ετοιμασίες για το φαγητό κάνοντας όσο πιο λίγο θόρυβο μπορούσε. Τα γυμνά, ζεστά της πόδια πατούσαν σχεδόν στις μύτες. Σε μια στιγμή εκεί που γονάτισε στο κελάρι για να πάρει τα παξιμάδια, έπιασε τον κλάιντ να την κοιτάζει, οπότε χαμογέλασε κι έγειρε αγαπησιάρικα το κεφάλι της. Είχε έναν τρόπο που κουνούσε τα μπράτσα της ανεξήγητα γλυκό και συνάμα απότομο και αβέβαιο, έναν τρόπο τρυφερό και ευάλωτο, λες και τα στήθια της τής προκαλούσαν πόνο. Έκανε κάμποσα αχρείαστα πηγαινέλα στο δωμάτιο, κόβο-
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 63
ΜιΑ ΕιΔΗΣΗ
ντας βόλτες γύρω από τον κλάιντ που καθόταν μέσα σε μια σιωπή που έβραζε, κρατώντας το μαχαίρι και το πιρούνι στις γροθιές του. «Το λοιπόν, πού ’χες πάει, τέλος πάντων;» μούγκρισε τελικά, βλέποντάς την ν’ αφήνει το πρώτο πιάτο στο τραπέζι. «Ε, δεν πήγα και πουθενά που ν’ αξίζει δα τον κόπο να σε ζαλίζω». «Μη μου αντιμιλάς εμένα. οτοστόπ θα ’κανες πάλι, έτσι;» και σαν να κρυφογέλασε. Τον κοίταξε για μια στιγμή κατάματα. ούτε που άκουσε τι της είπε. Ξεχείλιζε χαρά. Το χέρι της έτρεμε καθώς σερβίριζε τον καφέ. Μάλιστα λίγος της χύθηκε στον καρπό του. οπότε κι αυτός άφησε το χέρι του να πέσει βαρύ στο τραπέζι κάνοντας τα πιάτα ν’ αναπηδήσουν. «καμιά μέρα θα σου ρίξω τέτοιες μπούφλες που θα τον ξεράσεις αυτόν τον διάολο που κουβαλάς μέσα σου», της είπε. Η Ρούμπι τραβήχτηκε μηχανικά. Τον άφησε να φάει. Μετά, αφού είχε πια βάλει σταυρωτά το μαχαίρι και το πιρούνι στο πιάτο του, του έφερε την εφημερίδα. και πάλι τον κοίταξε καταχαρούμενη. και μόνο που άγγιζε με το χέρι της την εφημερίδα, που άκουγε τον σιγανό κρυφό ήχο καθώς την έφερνε –αυτό το θρόισμα της έκπληξης–, ξεσηκωνόταν. «Εφημερίδα!» ο κλάιντ της την άρπαξε σαν λυσσασμένος, με μια έκφραση όλο καταφρόνια. «Πού στο διάολο τη βρήκες; Τσουλάκι». «Για δες αυτό εδώ», του είπε η Ρούμπι με σιγανή τραγουδιστή φωνίτσα. Του άνοιξε την εφημερίδα, ενόσω αυτός τη βαστούσε στο χέρι του, και σοβαρή του υπέδειξε την είδηση. ο κλάιντ θέλοντας και μη έπιασε να διαβάζει. Η Ρούμπι κοίταζε το βρεγμένο φαλακρό κεφάλι, πώς έσκυψε αργά, πώς άρχισε να στρίβει. και τότε ο κλάιντ έβγαλε έναν ήχο μέσα απ’ το λαρύγγι του κι είπε, «Ψέματα λέει».
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 64
ΓιουΝΤοΡΑ ΓουΕΛΤυ
«Αυτά γράφει για μένα η ’φημερίδα», είπε η Ρούμπι ισιώνοντας τη ράχη της. και σήκωσε το πιάτο του ρίχνοντάς του ένα βλέμμα μέσ’ στην τρελή χαρά. ο κλάιντ ακούμπησε το χοντρό του δάχτυλο, λυγισμένο, στην παράγραφο και το πίεσε πάνω σε μια λέξη. «Ένα πράμα θέλω να δω, πού σ’ την έριξα τη σφαίρα!» ξέσπασε. Σήκωσε το κεφάλι, το πρόσωπό του πέτρινο, ανέκφραστο. Όμως μπήκε κι αυτή στο κόλπο και, κρατώντας ακόμη το άδειο πιάτο, τον αντιμετώπισε στητή και σκληρή, κι έμειναν να κοιτάζονται. Η στιγμή ξεχείλισε από την ανημπόρια τους. Σιγά σιγά άρχισαν κι οι δυο να κοκκινίζουν, θαρρείς και η ντροπή ήταν διπλή, διπλή και η απόλαυση. Ήτανε λες κι ο κλάιντ είχε στ’ αλήθεια σκοτώσει τη Ρούμπι κι η Ρούμπι είχε στ’ αλήθεια πεθάνει από το χέρι του. Σπάνια και διστακτική, μια πιθανότητα κοντοστεκόταν δειλά, όπως ένας ξένος ανάμεσά τους, κάνοντάς τους και τους δυο να κατεβάσουν τα κεφάλια. Μετά ο κλάιντ διέσχισε το δωμάτιο με τις μουσκεμένες μπότες του κι άφησε την εφημερίδα πάνω από τη φωτιά που είχε πάρει να σβήνει. Η εφημερίδα κυμάτισε για ένα λεπτό, μετά φούντωσε. Στέκονταν ακίνητοι και την κοίταζαν να καίγεται. Το δωμάτιο φωτίστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη. «Για δες», είπε ξαφνικά ο κλάιντ. «Είν’ εφημερίδα του Τενεσί. κοίτα, γράφει “Τενεσί”. Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτά που γράφει;» Γέλασε, για να της δώσει να καταλάβει πως εξαρχής εκείνος είχε δίκιο. «Αφού γράφει Ρούμπι φίσερ!» φώναξε η Ρούμπι. «Εμένα λένε Ρούμπι φίσερ!» δήλωσε με πάθος. «Εεε, άλλη Ρούμπι φίσερ είν’ αυτή – στο Τενεσί», της φώναξε ο άντρας της. «Πας να μου ρίξεις στάχτη στα μάτια, έτσι; Πού τη βρήκες την εφημερίδα;» Της έριξε μια χαϊδευτικά στον πισινό. Η Ρούμπι σταύρωσε τα χέρια της, που ακόμη έτρεμαν, μέσα στη φούστα της. Απόμεινε σκυφτή δίπλα στο παράθυρο ώ-
WELTY DDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:00 μ.μ. Page 65
ΜιΑ ΕιΔΗΣΗ
σπου όλα, και έξω και μέσα, καταλάγιασαν, ώσπου έκατσε να φάει κι αυτή το βραδινό της. Έξω ήταν σκοτεινά και θαμπά. Η καταιγίδα είχε τσουλήσει μέσ’ στην αχλή σαν το κάρο πάνω στη γέφυρα.
– Το μεγάλο δίχτυ