Γιάννης Η. Παππάς - «Θαμπές ζωές»

Page 1

PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 3

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

ΘΑΜΠΕΣ ΖΩΕΣ Πεζογραφήματα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 4

©

Copyright Γιάννης Η. Παππάς – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017

Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6316-6


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 15/2/18 1:34 μ.μ. Page 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ο αφορεσμένος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Βασίλω . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Νίτσα με τ’ όνομα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Τσόντα, Μάχο» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η δερμάτινη μπάλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δροσερά καλοκαίρια μιας δροσερής εποχής . . . . . . . . . . Οι φρακασάνες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι «καλοσύνες» του χωριού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η ουρά της αλεπούς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η μελικοκκιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο «Γερμανός» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο «Κορεάτης» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Πασχάλης ο καυλιάρης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια νύχτα μ’ έναν τραμπούκο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ακούς εκεί «παλιογυναίκα»! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο «Δεκατριάρης» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Όχι μπροστά στο παιδί» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Για χάρη των παιδιών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο τραβεστί με το σκυλί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

9 11 17 25 29 37 43 47 51 55 61 67 71 75 79 85 89 93 99


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 15/2/18 1:34 μ.μ. Page 6

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

Το ραντεβού που δεν έγινε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Μήτσος ο χασικλής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο δόκιμος και η «θείτσα» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η τελευταία συνάντηση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Δύο απ’ όλα» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λίγο πριν απ’ την αυγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «Πίσω θα μας πάνε καρφωμένους όταν κλείσομε τα μάτια» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λεμονιά η... ποιήτρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα μπλε παπούτσια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα λευκά δόντια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο σερβιτόρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι φίλοι μας τα ζώα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το χιτώνιο ή «Ποιος θα μου δώσει πίσω τα παιδικά μου χρόνια;» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η τελευταία φωτογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ . . . . . . . . . ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

105 113 119 123 127 131 141 147 153 155 157 161 165 179

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 193 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 197


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 7

Στη Ρούλα, στον Ηλία και στην Ειρήνη


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 8

Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 9

Ο αφορεσμένος

ji φτωχοί άνθρωποι, αδύναμοι. Πού ήταν το μεροκάματο, τρέχαμε. Στο χωριό μάς είχαν για τους πιο δουλευτάδες. Εγώ και ο θείος σου. Αξεχώριστοι. Οποιαδήποτε δουλειά. Ειδικά τις βαριές. Δεν ξέραμε από Πάσχα και γιορτάδες. Ακόμα και το Μέγα Σάββα δουλεύαμε. Θυμάμαι μια φορά να χτυπάει η καμπάνα κι εμείς να είμαστε με το υποσκάλιστρο στα χέρια. Λες και μας είχαν καταραστεί. Και μόλις παίρναμε τα λεφτά, τα πηγαίναμε στη μάνα μας. «Πάρ’ τα, μάνα». Αυτή έκανε κουμάντο. Όλα στη μάνα. Κι αυτή αργότερα μας πότισε μόνο φαρμάκι. Όλο κατάρες και αφορισμούς. Ποιον, τα παιδιά της. Αλλά αυτά δεν είναι για τώρα. Ήμασταν λοιπόν φτωχοί, δεν είχαμε δύναμη. Ο πάππους σου –ο πατέρας μου– είχε δέκα στόματα να θρέψει, τι να σου κάνει κι αυτός. Μυαλό για δουλειά δεν είχε. Δώσ’ του ούζο και άσ’ τον. Έτσι μπήκαμε κι εμείς από νωρίς στο μεριάτικο. Πού σχολεία και τέτοια τότε. Εμένα μου πήρε δέκα προβατίνες και έκανα τον τσομπάνο. Μια φορά πήγα στα Γιάννενα, με το ποδήλατο, για να

Η

ΜΑΣΤΑΝ


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 10

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

πιάσω δουλειά σε συνεργείο αυτοκινήτων. Δε μ’ άρεσε. Μεγάλη πόλη, πολύ αντράλα.* Ζαλίστηκα. Γύρισα πάλι στο χωριό, στα σίγουρα, στα δικά μου. Πρέπει να ’τανε το ‘47-‘48. Το ‘55 παντρευτήκαμε με τη μάνα σου. Αυτή είχε πιο πολλά. Κράταγε από σόι. Μου ’δωσε και χωράφια ο πάππους σου, και λίρες και πρόβατα. Τα ’χω γραμμένα στο καταστίχι. Το φυλάω ακόμα. Δεξιός ο πεθερός. Όπως και οι περισσότεροι στο χωριό. Μην κοιτάς που μετά έβγαιναν οι σοσιαλιστές. Τώρα, πώς έδωσε την κοπέλα του σ’ εμάς τους Αμίτες,** ένας Θεός ξέρει. Ήμασταν όμως ήσυχοι και δουλευτάδες. Στο χωριό δεν ακουγόμασταν. Είχαμε καλό όνομα. Δεν πίναμε, δεν επαίζαμε χαρτιά, δεν ξενυχτάγαμε, δεν κοιτάγαμε άλλες γυναίκες, δεν ασχολούμασταν με τα πολιτικά. Αν και όλοι στο χωριό μάς είχαν για αριστερούς. Σκληρός όμως άνθρωπος ο πάππους σου. Τον είχα μεγάλο άχτι. Μας άφησε το σπίτι λειψό όταν το χτίζαμε! Το θέλαμε, τρομάρα μας, και διώροφο. Έτσι όμως τα ’χτιζαν τα σπίτια τότε. Φτιάξαμε λοιπόν τον πρώτο όροφο και θέλαμε ακόμα να ρίξουμε μια πέτρα για να γίνει πιο ψηλό. Τέλειωσαν όμως τα λεφτά και ο μάστορας δεν έκανε πίσω με τίποτα. Πάω κι εγώ στον πεθερό μου τον αφορεσμένο και του λέω: «Δώσ’ μου λίγα λεφτά, δανεικά, για να ρίξω μια πέ** Η ζάλη, η σκοτοδίνη, ο ίλιγγος. ** ΕΑΜίτες. Οπαδοί του αριστερού Εθνικού Απελευθερωτικού

Μετώπου, που ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 στην κατεχόμενη τότε Αθήνα, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ. 


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 11

Ο ΑΦΟΡΕΣΜΕΝΟΣ

τρα ακόμα. Μη μείνει το σπίτι χαμηλό». «Δεν έχω», μου λέει ο πούστης. «Ό,τι σου ’δωσα σου ’δωσα. Ποιος σου είπε να φτιάξεις τόσο ψηλό σπίτι; Ν’ απλώνεις τα ποδάρια σου μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα». Μου ’ρθε να τον πιάσω απ’ το λαιμό και να τον καρυδώσω. Έτσι έγινε το κάτω σπίτι πιο χαμηλό. Ποτέ δεν είπε, στο καφενείο όπου με έβρισκε, να με κεράσει ένα ούζο. Έτρωγε τα κοκορέτσια και τα σκωτάκια μόνος του, σε μια γωνιά, να μην τον βλέπει κανένας. Ένα γαμπρό είχε στο χωριό, αλλά αυτός τίποτα. Δε με υπολόγιζε. Το ’παιζε καπετάνιος, αφεντικό. «Να ποιος είμαι εγώ». Εμένα με γέλαγε. Σαν να ’μουνα ρέτζελο.* Όταν ήταν να του κάνω καμιά δουλειά με φώναζε. Και σάμπως με πλήρωνε. Τέτοιος άτιμος ήταν. Πήρα όμως τα χάκια μου.** Πολλά χρόνια αφού είχε πεθάνει, μου ζήτησε ο κουνιάδος μου –συνταξιούχος αξιωματικός της αστυνομίας, που ζούσε στην Αθήνα– να τον ξεθάψω για να μπει σε άλλο τάφο, εκεί στο χωριό, αφού το νεκροταφείο θα μεταφερόταν αλλού. Εγώ τα κατάφερνα σ’ αυτά, δε φοβόμουνα. Πήγα λοιπόν, κι εκεί που έσκαβα, ξαφνικά το μπέλι*** *** Το κουρέλι, αλλά και ο τιποτένιος άνθρωπος. *** Παίρνω εκδίκηση. *** Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού

στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπέλ’. 


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 12

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

βρίσκει σε κάτι σκληρό. Αποκλείεται, λέω, να είναι πέτρα. Ο γιος του είχε πάει πιο πέρα, για να μη βλέπει. Ξαναχτυπάω. Το ίδιο «γκουπ». Τότε κοιτάω και τι να δω. Ο αφορεσμένος δεν είχε λιώσει. Ήταν σχεδόν όπως τον είχαμε βάλει. Μετά από τόσα χρόνια είχε μείνει άθικτος. Έκανα το σταυρό μου. Τι αμαρτίες, είπα, είχε ο άτιμος. Τότε δεν ξέρω πώς μου ’ρθε και άρχισα να τον βαράω για να τον κόψω κομμάτια, να τον βάλω στις σακούλες. Μία τον χτύπαγα στο σακάκι, μια στο παντελόνι. Μια στον γκριτζιλάγκο,* μια στην πλάτη· μια στην γκορίζα,** μια στα ποδάρια. Ο κουνιάδος κάτι κατάλαβε, αλλά δεν είπε τίποτα. Έτσι, κομματιασμένο μέσα στις σακούλες, τον θάψαμε στο καινούριο νεκροταφείο. Ποιος ξέρει. Να βρήκε τουλάχιστον εκεί την ησυχία του και να ’γινε πια χωματάκι;

** Λάρυγγας. ** Σπονδυλική στήλη. 


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 13

Η Βασίλω

ji μου ήμουνα ωραία. Μην κοιτάς τώρα. Πέρασαν και τα χρόνια. Καβατζάρισα τα ογδόντα. Τότε λοιπόν ήμουνα όμορφη. Λιανή, ξανθή, με γαλανά μάτια. Όλοι στο χωριό με θέλανε. Το έβλεπα στα μάτια τους, στον τρόπο που με κοιτάζανε. Αλλά τι να το κάνεις; Φτώχεια και κακομοιριά. Ο πατέρας είχε κάτι ζωντανά. Τι να βγει από κει; Εμείς τα κορίτσια, τέσσερα σε παρακαλώ, βοηθάγαμε όσο μπορούσαμε. Πώς να μας παντρέψει ο δόλιος. Η μάνα μας είχε πεθάνει στη γέννα της μικρότερης. Στον τόπο μας, ένα μικρό ορεινό χωριό της Πρέβεζας, οι άντρες της παντρειάς ήταν λίγοι. Φτωχοί κι αυτοί. Τι να λέει. Κάνεις χωριό έτσι; Γύρω στο ’50 θα ’ταν, ήρθε στο χωριό ένας ωραίος δάσκαλος. Μ’ άρεσε πολύ. Τι ήμουνα εγώ τότε; Κοπελίτσα δεκαέξι, δεκαεφτά χρόνων. Μια μέρα που πήγα στο σχολείο προσφάι στη μικρή μου αδερφή, τον είδα από κοντά. Ψηλός, μαυριδερός, με σγουρά κορακίσια μαλλιά. Άντρας σωστός. Στα ντουζένια μου κι εγώ τότε. Μια, δυο, τρεις, τα μιλήσαμε, τα φτιάξαμε. Έμενε στο χωριό κι αυτός, σ’ ένα χαμόσπιτο. Μου ’ταζε λαγούς

Σ

ΤΑ ΝΙΑΤΑ




PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 14

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

με πετραχήλια. «Θα σε πάρω να φύγεις από δω, θα σε πάω στην πόλη», μου ’λεγε. Πες το ένα, πες το άλλο, στο τέλος με κατάφερε. Με χάλασε ένα βράδυ που όλοι είχαν πάει σ’ ένα διπλανό χωριό σε κάτι συγγενείς. Προφασίστηκα ότι δεν είχα διάθεση. Έτσι έγινε το κακό. Τότε δεν ήταν όπως τώρα, που τους άντρες δεν τους νοιάζει αν είσαι χαλασμένη ή όχι. Τότε, αν δεν ήσουνα εντάξει, δε σ’ έπαιρνε κανένας. Έπρεπε να φύγεις. Να πας αλλού που να μη σε ξέρουν. Πέρασε ο καιρός και ο δάσκαλος έφυγε από το χωριό και πήγε να ξεκαλοκαιριάσει στο δικό του, πάνω ψηλά στη Μακεδονία. «Θα γυρίσω», μου ’λεγε, «μη φοβάσαι, θα γυρίσω και θα σε πάρω». Μου ’στειλε και κάνα δυο γράμματα όλο γλύκα. Τα ’χω κρατήσει από τότε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε ο Σεπτέμβριος. Τα σχολεία άνοιξαν, αλλά ο δάσκαλος άφαντος. Με ζώσανε τα φίδια. Όλοι στο χωριό ξέρανε για τη σχέση μας. Τίποτα, καμιά απάντηση. Τα γράμματα που του ’στελνα γύριζαν όλα πίσω. Κλείστηκα στο σπίτι. Πάθαν τα νεύρα μου. Δεν μπορούσα να δω άνθρωπο. Μου φταίγαν όλοι και όλα. Όμως ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Έτσι δε λένε; Τι να κάνεις; Άρχισα σιγά σιγά να το παίρνω απόφαση ότι ο δάσκαλος δεν πρόκειται να ξανάρθει. Άρχισαν να μου ’ρχονται και προξενιά από άλλα μέρη. Τίποτα εγώ. Δεν ήθελα. Φοβόμουνα και λιγάκι. Κάποια στιγμή κουράστηκα και είπα το «ναι». Έβλεπα και τον πατέρα να στεναχωριέται. Ο υποψήφιος γαμπρός ή


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:42 μ.μ. Page 15

Η ΒΑΣΙΛΩ

ταν πέρα από τα χωριά του κάμπου, λίγο λειψός στο μυαλό και κουτσός. Είχε όμως μεγάλη περιουσία. Δέχτηκα, τι να ’κανα; Ποιος θα με ’παιρνε εμένα τη χαλασμένη;. Πήγα στο νέο μου χωριό. Όμορφη και τσαχπίνα όπως ήμουνα, με λιγουρεύονταν όλοι οι άντρες. Σου λέει, χαζός είναι ο άντρας της, αυτή όμορφη, για τα λεφτά τον πήρε. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είχαν και άδικο. Και να σου τα κρυφοβλέμματα και να σου τα χαμόγελα. Στην αρχή τα ’φτιαξα μ’ ένα γείτονα, τον Σταύρο. Είχε κι αυτός λεφτά. Παντρεμένος. Τρελός και παλαβός μαζί μου. Τότε έπιασα το πρώτο παιδί, τον Μιχάλη. Στο χωριό λέγανε ότι του ’μοιαζε κιόλας. Όλοι ξέρανε ότι ο άντρας μου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τον Σταύρο τον παράτησα για τον Μηνά. Ωραίος άντρας. Κι αυτός παντρεμένος. Μαζί του έπιασα τη Βούλα. Ο άντρας μου χαμπάρι. Τι να ’κανα κι εγώ; Ήμουν γυναίκα, πάνω στις ορμές μου. Η μάνα του όμως ήταν έξυπνη. Καταλάβαινε. Αλλά τι να κάνει; Ποια θα τον έπαιρνε χαζό και κουτσό; Ήταν όμως ευτυχισμένος μέσα στη χαζομάρα του. Όταν τα ’φτιαξα με τον Μηνά, ο Σταύρος τρελάθηκε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει με τίποτα. Δεν ήθελε να με χάσει. Ήρθε στο σπίτι και χτυπιόταν. Φώναζε, έβριζε... Ξεσήκωσε όλο το χωριό. Μαζεύτηκε κόσμος για να κάνει χάζι. Από τον Μηνά πέρασα στον Ηλία. Ανύπαντρος αυτός. Γεροδεμένος. Τον είχαμε να βοηθάει στα χωράφια. Μ’ αυτόν έκανα το τρίτο παιδί, την Αφροδίτη. Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσα. Ησύχασα από τις αμαρτίες του κορμιού. Χόρτασα έρωτα και χάδια. Ο άντρας μου 


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:43 μ.μ. Page 16

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

αρρώστησε. Τον περιποιήθηκα κι ας μην τον αγαπούσα. Στο κρεβάτι ανήμπορος, να του αλλάζω πάνες και να τον ταΐζω στο στόμα. Όλο το χωριό είχε να το λέει για την περιποίηση που του ’κανα. Έμεινε στο κρεβάτι πέντε χρόνια. Εγώ από πάνω. Δεν τον άφησα στιγμή. Κι αυτός το φχαριστιότανε. Το ’δειχνε με τα μάτια του. Λίγο πριν πεθάνει, με φωνάζει στο προσκέφαλο. Ήθελε να μου πει κάτι κρυφά από τους άλλους. Πλησίασα. Έβαλε το στόμα του στο αυτί μου και μου ’πε ξεψυχισμένα: «Το ήξερα». Δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει. «Το ήξερα», μου ξαναλέει. «Το ήξερα. Τα παιδιά δεν είναι δικά μου...» Πριν να τελειώσει την τελευταία λέξη, ξεψύχησε. Δεν πρόλαβα να του πω ότι θα ήθελα πολύ τα παιδιά να είναι δικά του.




PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:43 μ.μ. Page 17

Η Νίτσα με τ’ όνομα

ji ΓΩ ΕΙΜΑΙ η Νίτσα με τ’ όνομα. Πέρναγα μπροστά από τα

Ε καφενεία στο χωριό και γινόταν χαμός. Με τρώγανε όλοι με τα μάτια τους. Μην κοιτάς τώρα. Πέρασαν τα χρό-

νια. Έφτασα τα ογδόντα. Στο χωριό, που λες, φτώχεια και κακομοιριά. Μικρός ο τόπος, ο ένας κουσκούσευε τον άλλον, αγράμματοι άνθρωποι, τι περιμένεις. Κουτοπόνηροι. Ήμουνα το τρίτο παιδί στην οικογένεια. Τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια. Κάνανε πολλά παιδιά τότε. Λες και ξέρανε να φυλαχτούνε οι άνθρωποι; Κάθε ενάμισι με δυο χρόνια ερχόταν και το άλλο παιδί. Λες και κοίταζαν να τα σπουδάσουν; Τ’ αμολάγανε και ό,τι γίνει. Τι θα φάνε, τι θα κάνουνε, δεν τους ένοιαζε. Τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα. Μην κοιτάς τώρα, που κάνουν ένα και με το ζόρι. Εγώ βοήθαγα σε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Αργότερα βοηθούσα και στα χωράφια. Τότε βάζανε ρύζια, καλαμπόκια, βαμπάκια. Πρόβατα εμείς δεν είχαμε. Τον είχε τον τρόπο του ο πατέρας. Είχε περιουσία. Ήταν και δουλευταράς. Όλη μέρα στα χωράφια. Σόδιαζε καλά. Δεν είχαμε πρόβλημα. Το σπίτι μας, δίπατο, ήταν από τα λίγα πέτρινα   – Θαμπές ζωές


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:43 μ.μ. Page 18

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

σπίτια του χωριού. Στην Κατοχή το είχαν επιτάξει οι Ιταλοί και μένανε μαζί μας. Πάνω αυτοί, κάτω εμείς. Σ’ εμάς τα μικρούλια μάς δίνανε και τρώγαμε σοκολάτες και καραμέλες. Ήταν καλοί οι Ιταλοί. Οι Γερμανοί όμως ήταν άγριοι και τους φοβόμασταν πολύ. Τα χρόνια περνούσαν. Μεγάλωσα κι εγώ. Έπρεπε να δούμε τι θα κάνω. Τότε τα κορίτσια δε σπουδάζανε. Τα παντρεύανε από μικρά. Δεκαέξι, δεκαεφτά. Μπορεί και μικρότερα. Ήταν βάρος για την οικογένεια. Έπρεπε να φύγουν. Ήμουνα όμορφη, όλοι με θέλανε. Μου άρεσε έτσι που με κοίταζαν οι άντρες στο χωριό. Το έβλεπα στα μάτια τους. Κάθε Κυριακή, στη βόλτα στον δημόσιο δρόμο, με κοίταζαν όλοι. Εμένα μου άρεσε ένα αγόρι, ο Βασίλης. Κάποιες φορές βρεθήκαμε στα κρυφά. Ένα βράδυ με φίλησε για πρώτη φορά πίσω από την εκκλησία, στα σκοτάδια. Δεν προχωρήσαμε. Δεν ήθελε να φύγει απ’ το χωριό. Σιγά σιγά άρχισαν και τα κουτσομπολιά. Αυτό η Νίτσα, το άλλο η Νίτσα. Κάποια στιγμή θα φτάνανε και στ’ αυτιά του πατέρα. Ο τόπος τι ήταν, μια πρασιά. Ήθελα να φύγω, αλλά πώς; Το χωριό δε με χώραγε. Μ’ έπνιγε. Τότε όλος ο κόσμος έφευγε. Άλλος για Γερμανία, άλλος για Αμερική, Καναδά, Αυστραλία. Πολλοί έφευγαν και για την Αθήνα. Να βρούνε μια δουλειά να έχουν ένα μεροκάματο. Ο πατέρας δεν ήθελε να φύγουμε, αλλά τι να ’κανε κι αυτός. Είχε τέσσερα κορίτσια να παντρέψει. Ώσπου ήρθε ένα προξενιό. Το παιδί ασχολούνταν με μωσαϊκά, μάρμαρα και τέτοια. Δούλευε στην Αθήνα. Βρεθήκαμε να κουβεντιάσουμε. Φαινόταν καλό παιδί. Θύμιο τον 


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:43 μ.μ. Page 19

Η ΝΙΤΣΑ ΜΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ

λέγανε. Δεν ήταν, βέβαια, όμορφος σαν τον Βασίλη, αλλά τι να κάνεις; Μου φάνηκε και λίγο αγαθιάρης. Σκέφτηκα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να μην είναι και πολύ καπάτσος. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Παντρευτήκαμε και φύγαμε για την Αθήνα. Νοικιάσαμε ένα μικρό σπίτι στο Κουκάκι. Ημιυπόγειο. Από την κουζίνα έβλεπες τα πόδια των ανθρώπων που περνούσαν στο πεζοδρόμιο και άκουγες τις κουβέντες τους. Όταν έβρεχε, γεμίζαμε νερά. Μέσα σε λίγα τετραγωνικά έκλεισα τη ζωή μου. Νοσταλγούσα το χωριό, τις φιλενάδες, τον Βασίλη, αλλά έκανα υπομονή. Δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Μετά από ένα χρόνο έκανα τον Διονυσάκη μου. Εγώ στο σπίτι, ο Θύμιος στη δουλειά. Έτρεχε ο κακομοίρης όλη τη μέρα για να μη μας λείψει τίποτα. Εμένα όμως κάτι μ’ έτρωγε. Δεν ήμουνα ευχαριστημένη ως γυναίκα. Ο Θύμιος, το βράδυ που γύριζε, έπεφτε ξερός για ύπνο. Τα Σαββατοκύριακα έκανε και άλλες δουλειές, πού καιρός για βόλτες και τέτοια. Εγώ κλείστηκα με το παιδί στο σπίτι. Τα χρειάστηκα. Νέα κοπέλα ήμουνα, ήθελα τα δικά μου. Η Αθήνα δεν ήταν σαν το χωριό. Δεν ήξερα κανέναν. Είχαμε κάτι συγγενείς, αλλά κι αυτοί μένανε μακριά. Πώς να πας; Βλεπόμασταν στις γιορτές και στα γενέθλια. Άντε και καμιά Κυριακή, όταν δε δούλευε ο Θύμιος. Περίμενα πώς και πώς να βρω ευκαιρία για καμιά βόλτα κι έτσι, μόλις ποδάρωσε* λίγο το παιδί, το έπαιρνα και πηγαίναμε στο παρκάκι να παίξει. * Μεγάλωσε. 


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:43 μ.μ. Page 20

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

Ώσπου ήρθε κι η ώρα να βαφτίσουμε τον Διονυσάκη. Νονός ήταν ένας ξάδερφος του Θύμιου, παντρεμένος. Η γυναίκα του μια χοντρή και άσχημη, όλο γκρίνιαζε. Κάναμε παρέα μ’ αυτούς. Ο κουμπάρος με γλυκοκοίταζε. Μου άρεσε αυτό. Είχε λεφτά και μας βοηθούσε. Όλο δώρα έφερνε, και στο παιδί και σ’ εμένα. Σιγά σιγά γίναμε μια οικογένεια. Το ξέρω ότι λέγανε κουβέντες για μένα και τον κουμπάρο. Νέα ήμουνα, όμορφη, ήθελα να ζήσω μια καλύτερη ζωή. Ο Θύμιος καλός ήταν αλλά αγαθιάρης. Έβλεπε ότι ο κουμπάρος με γλυκοκοίταζε μα δεν έλεγε τίποτα. Πολλές φορές ο κουμπάρος ερχόταν τα βράδια μόνος του και καθόμασταν οι τρεις μας. Ο Θύμιος πήγαινε από νωρίς για ύπνο. Εγώ με τον κουμπάρο καθόμασταν μέχρι αργά και κουβεντιάζαμε. Άλλοτε ερχόταν και το πρωί, που έφευγε ο Θύμιος. Το παιδί το πήγαινα σε μια γειτόνισσα που μου το κράταγε κάποιες φορές, όταν είχα ανάγκη. Ήταν από τα μέρη τα δικά μας και της είχα εμπιστοσύνη. Μέναμε τότε μόνοι μας με τον κουμπάρο και βγάζαμε τα μάτια μας. Το κορμί είναι σαν το λουλούδι. Αν δεν το ποτίσεις ξεραίνεται. Ο Θύμιος δεν είχε στο μυαλό του το πότισμα. Αυτός ήθελε δουλειά και τίποτε άλλο. Έμεινα έγκυος για δεύτερη φορά. Στη Βαγγελίτσα μου. Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά τίνος ήταν το παιδί, γιατί τις ίδιες πάνω κάτω μέρες είχα πάει και με τους δύο. Τότε δεν υπήρχαν αυτά που κάνουν σήμερα και βλέπουν τίνος είναι το παιδί και τέτοια. Δεν είχα πρόβλημα, δε μ’ ένοιαζε. Αλλά το σόι του Θύμιου όλο και μουρμούριζε και του βάζαν λόγια. Ερχόταν και 


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:43 μ.μ. Page 21

Η ΝΙΤΣΑ ΜΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ

μου τα ’λεγε απέξω απέξω ο κακομοίρης. «Κι εσύ τα πιστεύεις;» του ’λεγα. «Δε μου ’χεις εμπιστοσύνη; Κοίτα, κακομοίρη μου, θα σε παρατήσω και θα γυρίσω στο χωριό με τα παιδιά, να δω τότε τι θα κάνεις. Θα κάτσεις εδώ σαν το κούτσουρο». Κατέβαζε κάτω το κεφάλι και δεν έλεγε τίποτα. Σιγά μη μου πει εμένα ο Θύμιος κουβέντες. Βρε συ, εγώ σε περνάω άβρεχο απ’ το ποτάμι. Μην κοιτάς που δεν είχα λεφτά και αναγκάστηκα. Εγώ ήμουνα φτιαγμένη για μεγάλη ζωή. Δεν είχα όμως παράπονο. Ό,τι ήθελα μου το ’κανε ο κουμπάρος. Τι ρούχα, τι χρυσαφικά, τι βόλτες. Μέχρι και στα κλαρίνα και στα μπουζούκια μάς πήγαινε και γλεντάγαμε. Ήταν χουβαρντάς. Μαζί μου να ’τανε και τι στον κόσμο. Μόλις μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά, έπιασα δουλειά σε ιδιωτικό μαιευτήριο. Μαία. Βοηθός μαίας. Με τον καιρό τούς πήρα τον αέρα σ’ όλους εκεί μέσα. Πρώτη έπαιρνα τα νεογέννητα και τα πέρναγα απ’ τους συγγενεις. Μπαμπάδες, παππούδες, θείους, θείες. Και αυτοί με χαρτζιλικώνανε. Έβγαζα καλά λεφτά. Χεσμένοι όπως ήτανε από τη χαρά τους, είχα τα τυχερά μου. Δεν κόταγε καμία άλλη να πάρει τα παιδιά. Μια φορά πήγε κάποια να το κάνει και την έπιασα από το μαλλί. Άι στο διάολο, μωρέ σκατό, που θα μας πάρεις και τη δουλειά. Από τότε δεν ξαναπροσπάθησε καμιά τους. Εγώ ήμουνα η αρχηγός εκεί μέσα. Με τα λεφτά αυτά και με τη βοήθεια του κουμπάρου αγοράσαμε και σπίτι, πήραμε και δύο οικόπεδα στην Κινέτα και φτιάξαμε και εξοχικό. Τότε όλοι στην Αθήνα πήγαιναν και αγόραζαν μισοτιμής οικόπεδα, «εκτός σχεδίου», που λέ


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:43 μ.μ. Page 22

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ

γανε, για να χτίσουν ένα σπιτάκι. Όλα αυθαίρετα. Ούτε ρεύμα ούτε νερό ούτε τίποτα. Η αστυνομία μάς κυνηγούσε. Έπρεπε να λαδώσεις το χωροφύλακα που ερχόταν να κάνει τον έλεγχο ή να του κάνεις τα γλυκά μάτια για να σ’ αφήσει. Εμείς τα μπετά τα ρίξαμε σ’ ένα Σαββατοκύριακο. Ήταν οργανωμένο το συνεργείο. Ήξεραν απ’ αυτά. Μας είχαν πει και άλλοι που είχαν κάνει το ίδιο. «Άμα ρίξετε τις κολόνες, μετά είναι πολύ δύσκολο να τις χαλάσουν. Και σιγά σιγά μπορείς να χτίσεις», μας έλεγαν. Ήρθε τη Δευτέρα η αστυνομία να πιάσει τον Θύμιο, αλλά μας είχε ειδοποιήσει από πριν ο άνθρωπος που είχαμε λαδώσει και ο Θύμιος έγινε καπνός, για να γλιτώσει το αυτόφωρο. Έτσι κάνανε τότε όλοι. Η φτωχολογιά δηλαδή, γιατί οι πλούσιοι δεν είχαν ανάγκη, πηγαίνανε στη Μύκονο και χτίζανε τις βιλάρες τους και βγάζανε τον κώλο τους στα περιοδικά να τον βλέπει ο κόσμος. Μου ’ρχεται να πάω μια φορά εκεί και να τους βάλω βόμβα να τα γκρεμίσω όλα. Απ’ τον δικό μας τον ιδρώτα δεν τα βγάλανε; Και σου λένε μετά «Έχετε κι εσείς εξοχικά». Έχουμε, ρε, αλλά πώς τα φτιάξαμε. Με αίμα είναι φτιαγμένα αυτά τα σπιτάκια του κοσμάκη. Και τα φτιάξαμε μέσα σε τριάντα, σαράντα χρόνια πάνω στα βράχια και στην πέτρα. Μετά, σιγά σιγά, χτίσαμε το ένα σπίτι για να μένουμε με τα παιδιά και στη συνέχεια, όταν τα παιδιά μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν, φτιάξαμε και άλλα δύο δίπλα, για να είναι ανεξάρτητα. Όλα τα ’κανε ο κακομοίρης ο Θύμιος με τα χεράκια του. Σ’ αυτά ήταν καλός, σε άλλα δεν τα κατάφερνε. Έτσι, μ’ αυτά και μ’ εκείνα φτάσαμε μέχρι εδώ τη ζωή μας καλά κακά. Δεν έχω παράπονο. Αν σκεφτώ από πού 


PAPPAS_TAMPES ZOES DDDD Final_Layout 1 14/2/18 1:43 μ.μ. Page 23

Η ΝΙΤΣΑ ΜΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ

ξεκίνησα και πού έφτασα, δεν πρέπει να ’χω παράπονο. Την έζησα τη ζωή μου. Αν καθόμουνα στο χωριό, θα με δείχνανε με το δάχτυλο ο ένας και ο άλλος και θα με κουσκουσεύανε. Τουλάχιστον εδώ έζησα ό,τι μπόρεσα. Τώρα αυτό που θέλω είναι να έχουν υγεία τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και όλος ο κόσμος και να ’ρθει ο χάρος να με πάρει κάποια στιγμή στον ύπνο μου. Υπάρχει καλύτερος θάνατος απ’ αυτόν;




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.