GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 5
ΑΜΠΥ ΤΖΙΝΙ
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ c Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΤΟΝΙΑ ΚΟΒΑΛΕΝΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Abby Geni, The Lightkeepers
Copyright Abby Geni, 2016. Originally published in English by Counterpoint under the title The Lightkeepers by Abby Geni © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6332-6
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 7
για τον Σκοτ
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 8
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τβλέπει ένα σμήνος από γλάρους να πετά προς το μέρος της.
βγάζουν την πολεμική κραυγή τους. Η Μιράντα
Κάτασπρα φτερά. Αστραφτερά ράμφη. Παρανοϊκά μάτια. Έχει αρκετή πείρα από τη βία που κρύβουν ώστε να αναγνωρίζει αμέσως τις προθέσεις τους. Κινούνται σε σχηματισμό επίθεσης, κυκλώνοντάς τη σαν βομβαρδιστικά πάνω από τον στόχο. Η Μιράντα κατευθύνεται προς το σημείο απ’ όπου θα την πάρει το φέρι. Καθώς ανεβαίνει τον λόφο επιταχύνει το βήμα, και το σακίδιό της ταλαντεύεται στους ώμους της πέρα δώθε. Το ποστάλι έχει αργήσει, αλλά δεν της κάνει εντύπωση. Το ποστάλι πάντοτε αργεί. Αυτή είναι μια από τις ελάχιστες σταθερές στα νησιά. Ο παφλασμός των κυμάτων δονεί τον αέρα. Το αρχιπέλαγος είναι σήμερα βουτηγμένο στην καταχνιά. Τους καλοκαιρινούς μήνες έχει συχνά ομίχλη. Δεν υπάρχουν εδώ ζεστά, χρυσαφένια μεσημέρια, για ηλιοθεραπεία ούτε λόγος. Ο ορίζοντας είναι θαμπός, ο ήλιος ένας υγρός ακίνητος τροχός. Η Μιράντα γλιστράει και σκοντάφτει σε κάτι πέτρες που θρυμματίζονται κάτω απ’ τα πόδια της. Όσο κι αν βιάζεται να φύγει, θα πρέπει να περπατάει προσεκτικά, να ’χει διαρκώς τον νου της. Την πορεία της εμποδίζουν κάθε τόσο φωλιές και νεοσσοί. Οι γλάροι έχουν καλύψει το έδαφος σαν χιόνι, αξιοποιώντας κάθε χιλιοστό γρασιδιού και γρανίτη. Ανάμεσά τους η Μιράντα ξεχωρίζει, ένα μοναχικό κυπαρίσσι σε λευκό τοπίο.
9
α πουλιά
10
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 10
Δεν είναι βουβή η παρουσία των πουλιών. Οι φτερούγες τους θροΐζουν. Τα μικρά τους τσιρίζουν περιμένοντας να ταϊστούν. Οι γονείς αποκρίνονται με αγανακτισμένα κρωξίματα. Πότε πότε εκδηλώνεται κάποια συμπλοκή, κάποια διαμάχη διεκδίκησης του χώρου – φτερά ραπίζουν τον αέρα, βγαίνει αίμα. Η Μιράντα δεν είναι απρόσβλητη στην κτητική, φανατική τους υπερένταση. Μερικοί γλάροι την έχουν πάρει στο κατόπι από την ώρα που άφησε το σπίτι πίσω της. Ανά πάσα στιγμή θα επιτεθούν. Φτερούγες διάπλατα ανοιχτές, μάτια που γυαλίζουν. Όλο και πιο κοντά της. Εκείνη όμως έχει έρθει προετοιμασμένη. Φοράει χοντρά δερμάτινα γάντια, αφήνοντάς έτσι όσο το δυνατό λιγότερη σάρκα εκτεθειμένη σε πιθανά τσιμπήματα. Γύρω από κάθε αστράγαλο έχει δέσει ένα αντιπαρασιτικό κολάρο για να μην μπορούν οι ψείρες των πουλιών να αναρριχηθούν στο δέρμα της. Το στόμα της καλύπτει μια μάσκα, για ν’ αντέχει τη διαπεραστική αποφορά της αμμωνίας από τα περιττώματα. Στο κεφάλι της είναι άτσαλα στερεωμένο ένα κράνος κι από κάτω φοράει σκούφο, για πρόσθετη ασφάλεια. Είναι επίσης κουκουλωμένη μ’ ένα αδιάβροχο πόντσο, που το αυλακώνουν ήδη γλίσχρες κουτσουλιές από τις στοχευμένες καταρρίψεις των γλάρων. Όταν έρθει το φέρι, η Μιράντα θα τα βγάλει όλα αυτά από πάνω της. Θα απομακρύνει την προστατευτική στολή σαν κατάσκοπος που αλλάζει κοστούμι, βγάζει την περούκα και τα ψεύτικα δόντια, πετάει το πιστόλι κι εγκαταλείπει τη σκηνή του εγκλήματος – για να αναμιχθεί αμέσως μετά με το ανώνυμο πλήθος. Το σακίδιό της περιέχει όλα της τα υπάρχοντα. Δεν της έχουν απομείνει και πολλά. Μια συλλογή από κοχύλια. Ένα τυχερό φτερό από θαλασσοψιττακό. Ένα δόντι καρχαρία, μικρό και κοφτερό. Είναι περίεργο που ύστερα από τόσο καιρό κάνει την έξοδό της απ’ αυτό το μέρος μ’ ένα σακίδιο πλάτης όλο κι όλο. Όμως τίποτα δεν αντέχει εδώ. Τα μπλουτζίν που είχε φέρει μαζί της η Μιράντα έχουν γίνει κουρέλια. Τα βιβλία της τα
έφαγε η μούχλα. Το εργονομικό της μαξιλάρι είναι γεμάτο από καβαλίνες ποντικών. Τα μόνα αντικείμενα που κατάφερε να περισώσει –με μεγάλη προσπάθεια, η οποία απαιτούσε τη χρήση αεροστεγών θηκών και όλη τη φροντίδα και την επαγρύπνησή της– είναι τρεις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και μια συμβατική μεγάλου φορμά, και άφθονα ρολά ανεμφάνιστου φιλμ. Αυτά είναι ο θησαυρός της. Έχει φωτογραφίσει τα νησιά σε όλες τις διαθέσεις τους, από την κρυστάλλινη ηλιοφάνεια του χειμώνα ως τις άγριες φθινοπωρινές καταιγίδες. Υπάρχουν πάνω από δώδεκα νησιά. Η Μιράντα τα έχει απαθανατίσει όλα. Τη Σοκολατονιφάδα με φόντο τη μαρμαρυγή του ωκεανού. Το Ζαχαρόβουνο, ένα στρουμπουλό ύψωμα. Τις Νησίδες του Μεθυσμένου Θείου με τα καραφλά κεφάλια τους να ξεπροβάλλουν μέσ’ από το κύμα. Και τους ανθρώπους εδώ. Τους ελάχιστους που έχουν απομείνει. Έχει και δικές τους φωτογραφίες. Το χτύπημα έρχεται απροειδοποίητα. Ένας γλάρος τη χτυπάει στον κρόταφο, κάνοντάς τη να χάσει την ισορροπία της. Βγάζει μια φωνή και της πέφτει το κράνος στα μάτια. Φτεροκοπήματα γύρω από τους ώμους της. Ούτε ο γλάρος τη γλιτώνει αλώβητος· σωριάζεται στη γη, φανερά ζαλισμένος. Η Μιράντα δεν σταματάει. Παρά το τράνταγμα και την αναστάτωσή της, συνεχίζει να οδεύει προς το νερό. Ξέρει καλά ότι δεν γίνεται να σταθεί εκεί, σε πλήρη έκθεση. Σκαρφαλώνει τον λόφο αγκομαχώντας και φτάνει επιτέλους στην κορυφή. Δέκα-δώδεκα μέτρα απ’ την ακτή υψώνεται ένα τείχος πυκνής ομίχλης. Η επιφάνεια της θάλασσας είναι διάστικτη από τολύπες πάχνης σαν σβησμένα κάρβουνα που καπνίζουν ακόμα. Η Μιράντα ισιώνει το κράνος στο κεφάλι της. Τα πουλιά κρατιούνται σε απόσταση τώρα, ανασυντάσσονται, συσκέπτονται. Βγάζουν τρομακτικούς προειδοποιητικούς κρωγμούς. Τα βλέπει να κόβουν κύκλους, να πραγματοποιούν κάθετες εφορμήσεις – απειλητικές σκιές στην περιφερειακή της όραση. Κι έπειτα αντηχεί από το πέλαγο ο θόρυβος μιας μηχανής.
11
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 11
12
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 12
Μόλις που ακούγεται μες στην οχλοβοή των γλάρων. Καθώς η Μιράντα προσηλώνει προς τα κει το βλέμμα, ξεμυτίζει μέσ’ από το πούσι η πλώρη του φεριμπότ. Ο τρόπος που εμφανίζεται έχει κάτι το εξωφρενικό, σαν να είναι νούμερο σε παράσταση ταχυδακτυλουργού. Λες και το πλοίο απέκτησε υπόσταση με το έτσι θέλω, λες και παρουσιάστηκε από το πουθενά, μέσ’ από την αχλή, μέσ’ από ένα όνειρο. Σχεδόν παρά τη θέλησή της, η Μιράντα σηκώνει και τα δυο χέρια ψηλά, γνέφοντας απελπισμένα. Το φέρι είναι ακόμα πολύ μακριά ώστε να μπορεί να διακρίνει αν της αντιγύρισε ο Κάπτεν Τζο τον χαιρετισμό. Μένει να παρακολουθεί ενώ το βαπόρι ανοίγει δρόμο στο κύμα. Οι γλάροι πετούν ολόγυρά της αλαλάζοντας. Δεν έχουν καταθέσει τα όπλα. Θα παραμείνουν μοχθηροί μέχρι τέλους. Η Μιράντα ξέρει τι θα της έκαναν αν μπορούσαν. Ξέρει πόσο επικίνδυνα μπορούν να γίνουν τα νησιά. Το ξέρει καλύτερα απ’ τον καθένα. Μισή ώρα αργότερα έχει πια επιβιβαστεί. Επειδή την πειράζει η θάλασσα, είναι γερμένη στην κουπαστή, νιώθοντας κιόλας τα σωθικά της να συγχρονίζονται με την ταλάντευση της πλώρης. Από λεπτό σε λεπτό φεύγει, αφήνει πίσω της τα νησιά για πρώτη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο. Τη χωρίζουν δέκα μέτρα κι ένας κόσμος ολόκληρος από την ακτή. Ο Κάπτεν Τζο πηγαινοέρχεται πάνω στο φέρι εκτελώντας διάφορα μυστήρια ναυτικά καθήκοντα: ξετυλίγει ένα σκοινί, τραβάει κάποιο μοχλό, δοκιμάζει την αντοχή ενός άλλου. Καθώς το σκάφος αρχίζει ν’ απομακρύνεται από τη στεριά, ο ωκεανός περιστρέφεται αργά γύρω από τον άξονά του. Τα πάντα στο τοπίο φαίνονται διαφορετικά από αυτή τη νέα οπτική γωνία – τα νησιά μικρά, η ομίχλη μια λεπτή κουρτίνα, τα πουλιά μονοδιάστατα και ακίνδυνα σαν φτιαγμένα από χαρτόνι. Η Μιράντα κρατάει την αναπνοή της, ασυνήθιστη στην αίσθηση της ασφάλειας. Έχει βγάλει ήδη τα κολάρα για τους ψύλλους, το πόντσο, το κράνος και τη μάσκα. Παρ’ όλα αυτά, έχει επίγνωση ότι και τώρα ακόμα το ντύσιμό της –οι γαλότσες εργασίας με τις μεταλ-
λικές μύτες, το σκουφί, το αντρικό μπουφάν που σούφρωσε για ενθύμιο– δεν θα το έλεγες με τίποτα φυσιολογικό. Η αμφίεσή της θα ήταν ακατάλληλη για οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός από τα Νησιά Φάραλον. Μόλις πατήσει το πόδι της στην Καλιφόρνια, μάλλον θα την περάσουν για άστεγη. Μπορεί να τη λυπηθούν οι περαστικοί και να την ελεήσουν με τα ψιλά τους. Πού να ’ξεραν. Το φέρι σκίζει το νερό. Η πλεύση του διαγράφει ένα αφρισμένο μονοπάτι που φτάνει ως πίσω, στην ακρογιαλιά. Η Μιράντα σκοπεύει να κοιτάζει τα νησιά μέχρις ότου τα καταπιεί η ομίχλη. Το αρχιπέλαγος αποτελείται από μερικά τόσα δα νησάκια, δεν είναι παρά ένα μικροσκοπικό νησιωτικό σύμπλεγμα, μια κουκκίδα στον χάρτη. Το Νοτιοανατολικό Φάραλον είναι το μόνο κατοικήσιμο. Έχει ένα πράσινο ύψωμα, όπου βρίσκονται η καλύβα, ο φάρος, οι λέμβοι και δυο μικρά δέντρα που στέκουν περήφανα κόντρα στον άνεμο και μπλέκουν τα κλαριά τους κρατώντας συντροφιά το ένα στο άλλο. Στο κεντρικό αυτό νησί βλέπεις να ορθώνονται εδώ κι εκεί πέτρινα γλυπτά της φύσης που δεν μπορούν να υποστηρίξουν κανενός είδους βλάστηση, μιας και τα χτυπάει αδιάκοπα ο αφρός των κυμάτων, κι είναι διάστικτα με πεταλίδες. Καθώς το φέρι ξεμακραίνει ολοένα από την ακτή, η Μιράντα δαγκώνει το χείλι της. Ελπίζει ίσως να δει για τελευταία φορά μια άλλη ανθρώπινη φιγούρα – σκαρφαλωμένη στην κορυφή του λόφου, να περιμένει εκεί να την ξεπροβοδίσει, γνέφοντας αντίο. Μετά όμως απ’ όλα όσα συνέβησαν δεν θα έπρεπε να τρέφει τέτοιες ελπίδες. Κανείς δεν στέκεται εκεί. Τα νησιά δείχνουν εντελώς έρημα. Ο σκούρος όγκος του φάρου υψώνεται μοναχικός με φόντο έναν τοίχο από σύννεφα. Η καλύβα μόλις που διακρίνεται, την κρύβει ο λόφος. Τα κύματα μεγαλώνουν ολοένα, φουσκώνουν κάτω από το κύτος. Τώρα κάνει την εμφάνισή της η Σέλα, κατάμεστη από θαλάσσιους λέοντες, κάποιοι να κοιμούνται ο ένας πάνω στον
13
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 13
14
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 14
άλλο, κάποιοι να σουλατσάρουν κωμικά στην παραλία. Το φέρι εισβάλλει στην ομίχλη. Μέσα στο υπερστέγασμα ο Κάπτεν Τζο τραγουδάει έναν χαρωπό σκοπό που τον φέρνει ως τα αυτιά της η αύρα. Καθώς η Μιράντα κοιτάζει, τα νησιά αποκτούν μια αιθέρια, ασαφή όψη. Το πούσι απαλύνει τις γωνίες τους, θολώνει τα περιγράμματά τους. Σμίγει τα μάτια της να διακρίνει μέσα στην καταχνιά, να δει για τελευταία φορά την ακτή. Για μια στιγμή νιώθει και η ίδια σαν καράβι, νιώθει ότι παλεύει να σηκώσει την άγκυρά της απ’ τον πυθμένα. Οι δώδεκα τελευταίοι μήνες την έδεσαν με το αρχιπέλαγος όπως οι ατσάλινοι κρίκοι μιας αλυσίδας. Η διαμονή της σ’ αυτόν τον τόπο την άλλαξε όπως αλλάζει ένα πλοιάριο αγκυροβολημένο για πολύ καιρό σε λιμάνι – να το κατατρώει η παλίρροια, να το δέρνουν τα κύματα σκάβοντας τρύπες στο κύτος του, να βρομίζεται και να γίνεται σιγά σιγά αγνώριστο από τα χτυπήματα. Νιώθει τώρα την αλυσίδα να διαστέλλεται. Να τεντώνεται επώδυνα πέρα από τα όρια της αντοχής της. Μ’ ένα τελειωτικό τράβηγμα σπάει οριστικά στα δύο. Το απότομο λασκάρισμά της φέρνει στη Μιράντα κάτι σαν λιγοθυμιά. Επί έναν ολόκληρο χρόνο άκουγε ανελλιπώς το πρωί τον Γκέιλεν να φτύνει διακριτικά στον νιπτήρα. Στεκόταν μαζί με τη Σαρλίν μπροστά στο μάτι της κουζίνας και χαχάνιζαν οι δυο τους ρίχνοντας στο τηγάνι με την ομελέτα από αυγά λεπτοραμφόκεπφων όποιο καρύκευμα υπήρχε στο ντουλάπι, μπας και καταφέρουν ν’ απαλλάξουν το πρωινό τους από τη γεύση της ψαρίλας. Είχε κάνει αμέτρητες φορές τον γύρο του νησιού με τα πόδια, συντροφιά με τον Μικ. Είχε περιμένει τον Φόρεστ στην εξώπορτα, παρακολουθώντας τον να δένει επιμελώς τις μπότες του και να του παίρνει δέκα λεπτά περισσότερο απ’ τους υπόλοιπους, λες κι η τύχη του κόσμου εξαρτιόταν από την τελειότητα του κάθε κόμπου. Η Μιράντα γνωρίζει πια όλα τους τα χούγια. Ξέρει ότι όταν ο Γκέιλεν γελάει, κλείνει τελείως τα μάτια κι ανοίγει το στόμα τόσο διάπλατα που φαίνονται όλα
του τα σφραγίσματα. Ξέρει πώς μουρμουρίζει στον ύπνο της η Λούσι δίχως σταματημό κι ακούγεται ολοκάθαρα μες στη σιγαλιά της νύχτας. Ξέρει πώς μυρίζει ο ιδρώτας του Άντριου, έχει μια χωμάτινη, διαπεραστική μυρωδιά. Ξέρει σπιθαμή προς σπιθαμή τα μεγάλα λευκά χέρια του Μικ. Ποτέ δεν θα ξαναδεί κανέναν τους. Από μια μεριά, αυτό τη χαροποιεί. Κρατάει πολλή ώρα ο διάπλους – στη διάρκειά του βγάζει τον σκούφο και προσπαθεί να χτενίσει όπως όπως τα μπλεγμένα μαλλιά της. Επισκέπτεται το τρομακτικό αποχωρητήριο του φέρι. Μετά επιθεωρεί τον φωτογραφικό της εξοπλισμό. Πολλοί άνθρωποι δίνουν ονόματα στα αυτοκίνητά τους, προσωποποιώντας έτσι τα αντικείμενα που τόσο αγαπούν. Η Μιράντα έχει τη συνήθεια να βαφτίζει τις φωτογραφικές της μηχανές. Την καλύτερή της τη φωνάζει Κόσμημα. Είναι ογκώδης και τα πολλά της κουμπιά εντυπωσίαζαν πάντα τον Γκέιλεν και τον Φόρεστ, που είχαν την τάση να την παίρνουν στα χέρια τους και να την πασπατεύουν κάθε φορά που γυρνούσε η Μιράντα την πλάτη της. Το Κόσμημα είναι το τέρας που, σαν υπερδραστήρια βασίλισσα του μελισσιού, έχει γεννήσει εκατό ρολά φιλμ, ανεμφάνιστα ακόμα, τα οποία περιμένουν την εκκόλαψή τους στον σκοτεινό θάλαμο. Η δεύτερη φωτογραφική μηχανή είναι ο Τσαρλς, μια ψηφιακή-αντίκα. Οι καλύτερες ώρες για τον Τσαρλς είναι οι πρωινές και οι απογευματινές, όταν χρυσίζει ο ουρανός και ο αέρας σφύζει από φως. Ο Τσαρλς επιβάλλει τη δική του ματιά στον κόσμο. Οι άλλες δύο (ο Γκρέμλιν και ο Ψαρομούρης) είναι ψηφιακές μονοοπτικές μηχανές: απλές, κομψές, πανάκριβες. Η Μιράντα τις προσέχει όλες με τρυφερότητα, σαν καλοκάγαθη μητέρα. Θυμάται τα γενέθλιά τους, τη σημαντική εκείνη μέρα που πρωτοαγόρασε την κάθε μία. Έχασε και δυο από τα μωρά της μέσα στη χρονιά. Θύματα πολέμου των νησιών. Το ένα το φώναζε Αλάνι, το άλλο Κακοποιό. Χάθηκαν για πάντα.
15
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 15
16
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 16
Η Μιράντα πηγαίνει τώρα να βρει καταφύγιο στο δώμα του καταστρώματος. Βολεύεται σ’ έναν πάγκο. Έξω απ’ το παράθυρο η ομίχλη είναι αδιάλυτη, περιζώνει το πλοίο σαν τούφα βαμβακιού. Ο κόσμος πέρα από το κύτος του φέρι περιορίζεται σε ακουστικές μόνο εντυπώσεις: η κόρνα από την μπουρού, ο παφλασμός των κυμάτων, η κραυγή ενός γλάρου. Μακρινή τώρα αυτή. Μελωδική σχεδόν. Ψαχουλεύει το σακίδιό της και βγάζει έναν ταχυδρομικό φάκελο. Είναι μεγάλος και παραφουσκωμένος με διάφορα χαρτιά. Τον στηρίζει όρθιο στα γόνατά της και τα βγάζει από μέσα ένα ένα. Σελίδες σκισμένες από τετράδιο. Φύλλα από χαρτί Α4, που τα καλύπτουν κι από τις δυο πλευρές τα γράμματά της. Αλλά και χαρτί μιλιμετρέ, χαρτομάντιλα, κηρόχαρτο κλεμμένο απ’ την κουζίνα. Τα κυρτά της γράμματα είναι στριμωγμένα σε κάθε δυνατή επιφάνεια, σαν μυρμήγκια που προελαύνουν εν σειρά. Το χαρτί σε οποιαδήποτε μορφή του ήταν σπάνιο είδος στα νησιά. Γι’ αυτό κι εκείνη αναγκαζόταν να αξιοποιεί όποιο έπεφτε στα χέρια της. Στη διάρκεια των χειμερινών μηνών, που ήταν πολύς ο ελεύθερος χρόνος, έκοβε σελίδες από περιοδικά κι έγραφε στα περιθώριά τους. Παλιές αποδείξεις, που η αρχική τους εκτύπωση είχε πια ξεθωριάσει, καλύπτονταν τώρα από τα γράμματά της. Έγραφε ακόμα και πάνω σε χαρτί τουαλέτας. Τα περιεχόμενα του καφετιού φακέλου αντιπροσωπεύουν έναν ολόκληρο χρόνο δουλειάς. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις η Μιράντα απλώνει τα χαρτιά πάνω στα γόνατά της. Έχουν μεταξύ τους συνοχή, έστω κι αν μονάχα η ίδια μπορεί να τη διακρίνει. Κάποιοι θα τα έβλεπαν ίσως σαν τα γραπτά παραληρήματα μιας τρελής. Ή σαν ποιήματα που της ενέπνευσε αυτός ο τόπος. Βρίσκει μια σημείωση από ένα ηλιόλουστο απομεσήμερο του Σεπτεμβρίου. Έπειτα τη μακροσκελή, φρενιασμένη εκείνη επιστολή από το περασμένο φθινόπωρο, οι φράσεις γραμμένες με τόση απόγνωση που δεν διαβάζονται. Οι σελίδες από τη βροχερή εβδομάδα
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 17
17
των Ευχαριστιών κουβαλούν ακόμα στο τσαλάκωμά τους τη μνήμη του νοτισμένου αέρα. Υπάρχουν σημειώσεις από τον Δεκέμβριο, τον Μάρτιο, την άνοιξη, το καλοκαίρι. Μπορεί να μη βρει καμιά απάντηση εκεί. Μπορεί να μην υπάρξει ποτέ καμιά εξήγηση για όλα όσα της συνέβησαν. Αυτή όμως είναι η τελευταία της ευκαιρία να καταλάβει. Ο κινητήρας του φέρι μουγκρίζει αδιάκοπα. Ένας μακρινός γλάρος τσιρίζει σαν ανήσυχο βρέφος. Η Μιράντα μένει για μια στιγμή ακίνητη, με το κεφάλι σκυφτό. Ύστερα αρχίζει να διαβάζει.
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 18
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 19
εποχη του καρχαρια ji
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 20
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 21
ô1ò
Δσιά Φάραλον δεν ήταν αυτό που περίμενα. Ήταν και πιο μι-
κρά και πιο παράξενα απ’ ό,τι τα είχα φανταστεί. Μια τόση δα οροσειρά στο μέσο του πελάγους. Ένα ψηλό και σφοδρό κύμα να σηκωνόταν, θα μπορούσε, λες, να τα καταπιεί. Στεκόμουν στο κατάστρωμα του φέρι. Κύματα ράπιζαν το κύτος ενώ ο Κάπτεν Τζο έριχνε άγκυρα. Ο ορίζοντας χόρευε ζαλισμένος στον ρυθμό του καραβιού. Σκίασα τα μάτια με την παλάμη για να ατενίσω τον καινούργιο μου τόπο διαμονής. Στο παρελθόν τα Νησιά Φάραλον ονομάζονταν Νησιά των Νεκρών. Τώρα καταλάβαινα γιατί. Το Νοτιοανατολικό Φάραλον δεν ήταν μεγαλύτερο από δυόμισι τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τα άλλα νησάκια ήταν γυμνά, φαλακρά, σπασμένα. Δεν υπήρχαν αμμουδιές. Τις παραλίες αυλάκωναν ξεβρασμένα φύκια, οι κορφές ήταν βραχώδεις, απόκρημνες. Τα νησιά ήταν παρατεταγμένα καθ’ ύψος, σαν καλεσμένοι σε γαμήλια φωτογραφία. Υπήρχε κάτι το ακατέργαστο στα περιγράμματά τους. Ο Θεός μπορεί να έπλασε ο ίδιος τον κόσμο, αλλά τα Φάραλον θα πρέπει να παράγγειλε σε κάποιον ανήλικο παραγιό του να τα φτιάξει από ένα ευτελέστερο είδος πηλού. Ο Κάπτεν Τζο δίπλα μου κάτι φώναζε σ’ ένα γουόκι τόκι. Του απαντούσε μια φωνή διακεκομμένη από τις παρεμβολές.
21
εν θα ξεχάσω ποτέ τα πρώτα λεπτά της άφιξής μου. Τα Νη-
22
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 22
Είχα περάσει πέντε ώρες πάνω στο φέρι. Ούτε ήξερα πού βρισκόμουν, και δεν έβλεπα την ώρα να κάνω ένα ντους. Το σκάφος σκαμπανέβαζε στο κύμα. Μισόκλεισα τα μάτια γιατί με τύφλωνε ο ήλιος. Είχαμε αγκυροβολήσει πλάι σ’ έναν απότομο γκρεμό. Βράχια και πίσω τους σύννεφα. Κάτι κατέβαινε από την κορυφή της πλαγιάς. Έμοιαζε με γιγάντιο κλουβί πουλιού. Είχε στρογγυλή, σιδερένια βάση. Τα τοιχώματά του ήταν σχοινιά και δίχτυα. Ήξερα ότι αυτό ήταν το Μπίλι Πιου. (Η προέλευση του ονόματος είναι άγνωστη. Ρώτησα και δεν πήρα απάντηση). Ο Κάπτεν Τζο έδινε οδηγίες. Κάποιος από την άλλη πλευρά του ασυρμάτου αποκρινόταν με διακοπές και παράσιτα. Η θάλασσα ήταν μελανώδης, με φυσαλίδες γλίτσας εδώ κι εκεί. Θα με κατέβαζαν στη στεριά με γερανό. Δεν υπήρχε αποβάθρα στα Νησιά Φάραλον. Ούτε φυσικό λιμανάκι. Τίποτα που να θυμίζει κάτι οικείο. Το φέρι είχε σταθεί καμιά δεκαριά μέτρα από την ακτή γιατί, αν ζύγωνε περισσότερο, θα το ’κοβαν στα δυο οι ύφαλοι κάτω από την επιφάνεια. Το Μπίλι Πιου προσγειώθηκε στο κατάστρωμα με πάταγο. Χωρίς πολλά πολλά ο Κάπτεν Τζο μ’ έβαλε μέσα στον κλωβό των σχοινιών. Μου έδειξε πού να τοποθετήσω τα πόδια μου πάνω στη βάση, έναν μεταλλικό δίσκο γρατζουνισμένο και φθαρμένο. Πάνω απ’ το κεφάλι μου το δίχτυ σούρωνε και μαζευόταν σ’ ένα γάντζο. Αυτός συνδεόταν μ’ ένα χαλύβδινο καλώδιο που ανέβαινε σαν φίδι προς τον γερανό που θα πρέπει να υπήρχε κάπου εκεί ψηλά. Φαινόταν μόνο η σκιά του στα σύννεφα. Στράφηκα στον Κάπτεν Τζο. «Είναι ασφαλές, έτσι δεν είναι;» «Θα στείλω τα πράγματά σου στην επόμενη βόλτα», μου είπε. Ένιωσα το δάπεδο να απομακρύνεται απότομα. Κράτησα την αναπνοή μου, σφίγγοντας τα δάχτυλα γύρω απ’ τα σχοινιά. Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη ότι το Μπίλι Πιου μπορούσε
ν’ αντέξει το βάρος μου. Στο μεταξύ ανυψωνόμουν ήδη με ταχύτητα. Τρία μέτρα. Πέντε μέτρα. Άκουγα το κλαψούρισμα του χαλύβδινου καλώδιου. Ο δίσκος μετατοπιζόταν κάτω απ’ τα πόδια μου. Προσπαθούσα να διατηρήσω την ισορροπία μου καθώς το Μπίλι Πιου πηγαινοερχόταν σαν εκκρεμές. Η θάλασσα ξεμάκραινε, το φέρι παραμορφωνόταν, ο Κάπτεν Τζο έμοιαζε με καρτούν που ολοένα μίκραινε. Μου φάνηκε ότι είδα στο βάθος ένα πτερύγιο. Μου φάνηκε ότι είδα τρία πτερύγια, να κινούνται συγχρονισμένα. Μου φάνηκε ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξερνούσα. Ακούστηκε ένας γδούπος. Το Μπίλι Πιου είχε προσεδαφιστεί. Παραμέρισα όπως όπως τα σχοινιά και σωριάστηκα στο γρανιτένιο έδαφος των Νησιών Φάραλον. Ό,τι ακολούθησε είναι θολό στη μνήμη μου. Έμεινα ξαπλωμένη ανάσκελα. Περήφανη που είχα περάσει την πρώτη μου δοκιμασία. Περιμένοντας να καταλαγιάσει η αναγούλα. Η πέτρα ήταν κρύα πάνω στο δέρμα μου, τραχιά κάτω από τη ραχοκοκαλιά μου. Τώρα έβλεπα καλύτερα τον γερανό – ένα σκουριασμένο αντενοκάταρτο που αιωρούνταν πάνω απ’ το νερό. Το Μπίλι Πιου κατέβαινε πάλι. Θα πρέπει να το χειριζόταν κάποιος εκεί κοντά. Δεν ήξερα ποιος είχε κάνει την αερομεταφορά μου, ποιος μιλούσε στην άλλη άκρη του ασυρμάτου του Κάπτεν Τζο. Έξι άτομα έμεναν μόνιμα εδώ. Έξι βιολόγοι ζούσαν στην απομόνωση και την απόλυτη ερημιά των Νησιών του Θανάτου. Το μηχάνημα του γερανού ήταν εγκατεστημένο στην κορυφή ενός κοντινού λόφου. Υπήρχε κάποιος μέσα στο κουβούκλιο, αλλά από αυτή την απόσταση δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του. Έβλεπα μόνο μια ανθρώπινη φιγούρα. Το βαρούλκο περιστρεφόταν, το καλώδιο ξετυλιγόταν. Το Μπίλι Πιου βούτηξε πίσω από τα σύννεφα. Κοίταξα ένα θαλασσοπούλι που περνούσε. Εισέπνευσα τη μυρωδιά της μούχλας και των περιττωμάτων. Η δυσοσμία των νησιών τσουρούφλισε τα πνευμόνια μου.
23
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 23
24
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 24
Οι αποσκευές μου πραγματοποίησαν κι αυτές την ίδια επισφαλή διαδρομή. Ώσπου να σηκωθώ όρθια, το Μπίλι Πιου βρισκόταν πάλι δίπλα μου, φορτωμένο με τις βαλίτσες μου. Το φέρι έφευγε κιόλας. Είχε βάλει πλώρη για την Καλιφόρνια, αφήνοντας πίσω του ένα γκριζωπό χνάρι λασπερού αφρού. Ο Κάπτεν Τζο δεν φαινόταν πουθενά. Είχε επιστρέψει στο τιμόνι δίχως ούτε ένα νεύμα αποχαιρετισμού. Αυτά τα νερά δεν σήκωναν πολύ χασομέρι. Έριξα μια ματιά ολόγυρα, αναζητώντας τον άγνωστο βοηθό μου. Μα τώρα είχε χαθεί και ο άνθρωπος πίσω από το τζάμι του γερανού. Όποιος ήταν εκεί και χειριζόταν το μηχάνημα δεν είχε θεωρήσει απαραίτητο να μου συστηθεί, να με βοηθήσει με τις βαλίτσες μου, να με καλωσορίσει στα νησιά. Ένιωσα έναν κόμπο στον λαιμό. Προς το παρόν ήμουν ολομόναχη. Μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να φτάσω στην καλύβα. Σέρνοντας τις αποσκευές μου. Αγκομαχώντας κάθιδρη. Ήταν απογευματάκι, έκανε ψύχρα. Στο βάθος φτερούγιζε ένα θαλασσοπούλι, βγάζοντας τη διαπεραστική κραυγή του. Ο ωκεανός έβγαζε το υπόκωφο μουγκρητό του. Λευκοί αφροί εκσφενδονίζονταν πάνω απ’ τα βράχια. Ο φάρος έστεκε φρουρός με φόντο έναν θαμπό ουρανό. Ανεβαίνοντας στην μπροστινή υπερυψωμένη βεράντα, αισθανόμουν πια σαν θύμα ναυαγίου. Η καλύβα έδειχνε εγκαταλειμμένη. Τα παράθυρα είχαν ραγισμένα τζάμια. Τα σανίδια υποχωρούσαν κάτω απ’ το βάρος μου. Κουδούνι δεν υπήρχε. Ήμουν ακόμα λαχανιασμένη από το περπάτημα. Κοντοστάθηκα με τα μπαγκάζια ριγμένα γύρω απ’ τα πόδια μου. Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να βρω κουράγιο να χτυπήσω. Θυμάμαι ότι φρόντισα πρώτα να φορέσω στο πρόσωπο μια ευχάριστη έκφραση που να λέει, «Ω, πόσο χαίρομαι που σας γνωρίζω». Αλλά πριν προλάβω ν’ απλώσω το χέρι –πριν καν το σηκώσω– η πόρτα άνοιξε διάπλατα από μέσα. Οπισθοχώρησα έκπληκτη. Δυο άντρες στέκονταν στο κατώφλι.
Ο ένας ήταν ηλικιωμένος, ο άλλος νεαρός. Ίσως βρισκόμουν ακόμα υπό την επήρεια της ναυτίας, όμως εκείνη την πρώτη στιγμή μού φάνηκαν κι οι δυο σαν πλάσματα από άλλο κόσμο. Ο μεγαλύτερος θα μπορούσε κάλλιστα να υποδύεται σε ταινία τον θεό Ποσειδώνα – ασημένια μαλλιά, πρόσωπο αυλακωμένο από ρυτίδες, μορφή σεβάσμια. Ο νεότερος ήταν λεπτός σαν καλάμι. Είχε ροζιασμένα, μυώδη χέρια. Μια κατώτερη θεότητα ίσως. Ένα δαιμόνιο με περιορισμένες αλλά εντυπωσιακές δυνάμεις. Τώρα, φυσικά, ξέρω πώς τους λένε: Γκέιλεν (ο μεγάλος) και Φόρεστ (ο νέος). Εκείνη την ώρα ωστόσο δεν είχα ιδέα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασα. «Γεια σας», είπα. «Τελείωνε με τη στολή σου, γιατί θα χάσουμε όλο το θέαμα», είπε ο Φόρεστ. Άργησα λίγο να καταλάβω ότι, παρόλο που κοιτούσε προς το μέρος μου, απευθυνόταν στον άντρα πίσω του. Εγώ έτυχε απλώς να βρίσκομαι ανάμεσα στο οπτικό του πεδίο και τη θάλασσα που τον ενδιέφερε. «Εντάξει, εντάξει», μουρμούρισε ο Γκέιλεν, φορώντας ένα καπέλο στο λευκόμαλλο κεφάλι του. «Γεια σας», είπα εγώ, πιο δυνατά. «Μόλις έφτασα με το φέρι. Είμαι...» Ο Φόρεστ έκανε απότομα μεταβολή, χτυπώντας την παλάμη του στο μέτωπο. «Ξέχασα την κάμερα, γαμώτο. Είναι δυνατόν; Να ξεχάσω τη γαμ...» «Πολύ αργά», είπε ο Γκέιλεν. «Πάμε τώρα». Βγήκαν με φούρια στη βεράντα, κι αν δεν είχα κάνει στην άκρη, ο Φόρεστ θα είχε πέσει πάνω μου. Ανέβαζε το φερμουάρ του πανωφοριού του. Ο Γκέιλεν επόπτευσε την ακτή μ’ ένα ζευγάρι κιάλια. Εγώ άνοιξα το στόμα κάτι να πω, μα το έκλεισα πάλι. Το θάρρος μου με είχε εγκαταλείψει. Δεν τόλμησα ν’ ανα-
25
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 25
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 26
26
κοινώσω για τρίτη φορά την παρουσία μου. Έμεινα να παρακολουθώ βουβή καθώς πηδούσαν πάνω απ’ τις βαλίτσες μου και κατέβαιναν ορμητικά τις σκάλες. Για ένα λεπτό ειλικρινά αναρωτήθηκα μήπως έβλεπα όνειρο. Έμοιαζε κάπως με αγχωτικό εφιάλτη όλο αυτό: το απαίσιο ταξίδι με το ποστάλι, τα θεόρατα κύματα, εκείνο το φριχτό διχτυωτό κλουβί, η παχύρρευστη θάλασσα, τα ραχιαία πτερύγια στο βάθος, οι μυστηριώδεις τύποι στη στεριά, ούτε μια υποδοχή ή κάποια βοήθεια με τις αποσκευές μου, η παραμικρή αίσθηση ασφάλειας. Οι δυο άντρες άρχισαν ν’ ανεβαίνουν την πλαγιά. Έβλεπα τις σιλουέτες τους ν’ απομακρύνονται. Είχαν φτάσει σχεδόν στην κορυφή του λόφου όταν ο Φόρεστ γύρισε επιτέλους προς το μέρος μου. «Α, ναι, βέβαια. Η Μελίσα πρέπει να είσαι!» φώναξε. «Καλώς όρισες! Θα μέναμε να τα πούμε λίγο, αλλά...» Ο Γκέιλεν ανέλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του και να συμπληρώσει τη φράση. «... γίνεται μακελειό στον Όρμο της Δυτικής Μεριάς», φώναξε. «Μπες στο σπίτι. Μη βγεις έξω. Είναι επικίνδυνα». Δεν βρήκα τη δύναμη ούτε τη φωνή ν’ απαντήσω ότι δεν με έλεγαν έτσι. Στο μεταξύ εκείνοι είχαν ήδη γίνει καπνός, τρέχοντας όπως τρέχουν τα παιδιά πίσω απ’ το φορτηγάκι του παγωτατζή.
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 27
ô2ò
Α ταχυδρομηθεί ποτέ. Έχω επινοήσει ως τώρα διάφορες δηυτό
το γράμμα, όπως όλα τα υπόλοιπα, δεν πρόκειται να
Να τι θυμάμαι: Η έξοδός σου απ’ αυτόν τον κόσμο ήταν αιφνίδια. Φίλησες τον μπαμπά στο μάγουλο, έφυγες για τη δουλειά, δεν ξαναγύρισες ποτέ σπίτι. Εγώ ήμουν στο σχολείο όταν συνέβη το δυστύχημα. Άκουσα τις σειρήνες. Ένα ασθενοφόρο πέρασε ουρλιάζοντας έξω απ’ τα παράθυρα της Β΄ Γυμνασίου την ώρα που κάναμε ιστορία, πνίγοντας τη φωνή της καθηγήτριας, που μας
27
μιουργικές λύσεις για τα γράμματα που σου γράφω. Τα έχω κάψει. Τα έχω θάψει στο χώμα. Τα έχω κόψει σε χίλια κομματάκια. Όταν ορειβατούσα στα ταξίδια μου, τα μετέτρεπα σε άνθη οριγκάμι και τα κρεμούσα στα δέντρα. Ένα ατέλειωτο καλοκαίρι που είχα πάει για ράφτινγκ στον Μισισιπή, έκανα τις σελίδες καραβάκια και τ’ άφηνα μετά στο ποτάμι, για να τα δω να παρασύρονται από το ρεύμα σαν νούφαρα, να βρέχονται σιγά σιγά και να βουλιάζουν μόλις γύριζα την πλάτη. Είκοσι χρόνια σχεδόν σου γράφω. Καμιά όμως απ’ αυτές τις επιστολές δεν έφτασε ποτέ στην παραλήπτριά του. Καμιά τους δεν έχει ποτέ διαβαστεί. Εξάλλου το πρώτο μου γράμμα σού το έγραψα μερικές μέρες αφότου είχες πεθάνει.
28
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 28
μιλούσε για τις εμπορικές οδούς της Ευρώπης. Λίγη ώρα αργότερα ακούστηκε το σύστημα ενδοεπικοινωνίας ν’ ανοίγει, το συριστικό του βουητό να πλημμυρίζει κάθε αίθουσα του κτηρίου με μια ηχητική προσομοίωση άμμου. Μετά, δυο-τρεις υπόκωφοι γδούποι καθώς ο διευθυντής έπιανε στο χέρι το μικρόφωνο. Θυμάμαι την καθηγήτριά μας να μορφάζει δυσαρεστημένη. Ύστερα ο διευθυντής είπε το όνομά μου. Το επανέλαβε άλλη μια φορά. Σηκώθηκα όρθια, νιώθοντας στραμμένα πάνω μου όλα τα βλέμματα, κι άρχισα να χώνω όπως όπως τα βιβλία μου στη σάκα. Δεν ήμουν ιδιαίτερα ανήσυχη. Εκείνη την ώρα δεν συνέδεσα τα δύο πράγματα – το πέρασμα του ασθενοφόρου και το κάλεσμα του ονόματός μου. Όπως αποδείχτηκε, το αυτοκίνητό σου είχε πάθει βλάβη. Έκανε φοβερό κρύο το πρωί, τέτοιο κρύο μόνο στη χειμωνιάτικη Ουάσιγκτον συναντάς, ο αέρας τόσο υγρός και βαρύς που σκέπαζε την πόλη σαν τουλπάνι. Εσύ δεν είχες ιδέα από επισκευές –σ’ αυτά ειδικός ήταν ο πατέρας μου– αλλά έκανες μηχανικά ό,τι κάνουν όλοι: βλαστήμησες, άνοιξες το καπό, κοίταξες ανήμπορη τον λαβύρινθο των καλωδίων. Τελικά παράτησες το αυτοκίνητο εκεί που είχε μείνει, στη γωνία των οδών 13ης και Τζ., και πήρες ν’ ανηφορίζεις προς το πλησιέστερο συνεργείο. Τα πεζοδρόμια ήταν βρεγμένα και γλιστερά. Το γαλάζιο αλάτι που είχαν σκορπίσει στο οδόστρωμα με τις χούφτες οι ιδιοκτήτες των σπιτιών και οι μαγαζάτορες δεν αρκούσε για να εξουδετερώσει τον πάγο. Σε φαντάζομαι, μια λεπτοκαμωμένη σιλουέτα με καφέ παλτό, το πρόσωπό σου καλυμμένο μέχρι το ύψος των ματιών μ’ ένα από τα δικά σου χειροποίητα κασκόλ. Κοντοστάθηκες σε μια διασταύρωση. Περίμενες ν’ ανάψει το πράσινο. Βρισκόσουν ήδη στη μέση του δρόμου όταν είδες ότι ένα φορτηγό γλιστρούσε ανεξέλεγκτα πάνω σ’ ένα κομμάτι μαυρισμένου πάγου. Αργότερα η αστυνομία θα το χαρακτήριζε ως Ατύχημα Άνευ Υπαιτιότητας. Εσύ νόμιμα είχες διασχίσει τη διασταύρω-
ση τη στιγμή εκείνη. Ο οδηγός του οχήματος είχε δει το κόκκινο και είχε προσπαθήσει να φρενάρει, αλλά η ολισθηρότητα του οδοστρώματος σε συνδυασμό με την αδράνεια του φορτίου του –δεκατρείς τόνοι χαλίκι– δεν του το είχε επιτρέψει. Κανείς δεν είχε παραβεί τον νόμο. Για κάποιο λόγο μ’ ενοχλούσε αυτό. Θα προτιμούσα ένα ατύχημα που να οφειλόταν σε κάποιου το σφάλμα. Μου ήταν δύσκολο να χωνέψω ότι δεν μπορούσε κανείς να κατηγορηθεί για την απώλεια της μητέρας μου – ούτε καν εσύ η ίδια. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από τη μέρα εκείνη είναι να κάθομαι έξω απ’ το γραφείο του διευθυντή, κλοτσώντας αμήχανα τα πόδια μου στη μοκέτα, και ν’ αναρωτιέμαι αν είχα πλύνει το πρωί τα δόντια μου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλο λόγο για να μ’ έχουν βγάλει απ’ το μάθημα εκτός του ότι εσύ, που πάντα έτρεχες και δεν έφτανες, είχες γι’ άλλη μια φορά ξεχάσει να έρθεις να με πάρεις έγκαιρα για το ραντεβού μου με τον οδοντίατρο. Ήξεραν πια όλοι στο ιατρείο του δρ. Γκρίνμπεργκ τις αργοπορίες σου. Φαντάστηκα λοιπόν ότι κάποια υπάλληλος εκεί σου είχε τηλεφωνήσει για να σου υπενθυμίσει ευγενικά το ραντεβού, κι εσύ είχες πεταχτεί όρθια κι είχες βγει ορμητικά απ’ το γραφείο σου, λερώνοντας με καφέ το μανίκι σου, σκορπίζοντας στο διάβα σου χαρτομάντιλα από κάποια θήκη της τσάντας σου που έχασκε. Έτσι συνέβαινε τις περισσότερες φορές. Ήμουν βέβαιη ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιζόσουν στον διάδρομο, ξέπνοη κι αλαφιασμένη. Αλλά όταν άνοιξε η πόρτα, δεν ήσουν εσύ. Ήταν η θεία Κιμ, άσπρη σαν το πανί. Η όψη της και μόνο μ’ έκανε να σηκωθώ αμέσως. Συνήθως το πρόσωπο της θείας Κιμ ήταν αδιαπέραστο, σαν από πέτρα. Και την ώρα εκείνη ακόμα δεν θα την έλεγες ταραγμένη. Απλώς ήταν πολύ ωχρή κι είχε στραβοκουμπώσει το παλτό της. Αντικρίζοντάς με μόρφασε. Μετά πλησίασε τη γραμματέα. Είχαν μια ψιθυριστή συνομιλία οι δυο τους, κοιτάζοντας προς το μέρος μου. Τρόμαξα όταν είδα την έκφρα-
29
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 29
30
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 30
ση της υπαλλήλου ν’ αλλάζει, το γνώριμο βαριεστημένο ύφος της να δίνει τη θέση του σ’ ένα βλέμμα γεμάτο συμπόνια. Ήσασταν τρεις οι αδελφές στην οικογένεια. Εσύ ήσουν η μεγαλύτερη και η καλύτερη. Η Κιμ και η Τζανίν ήταν δίδυμες, όμοιες σαν δυο σταγόνες νερό. Υπογράμμιζαν αυτή την ομοιότητα με το να ντύνονται πάντα στα γκρι, να έχουν τα μαλλιά τους κομμένα κοντά, να φορούν αιθέρια φουλάρια και σκουρόχρωμα κραγιόν. Η κάθε δίδυμη από μόνη της ήταν μια συντηρητική γυναίκα που περνούσε απαρατήρητη. Όταν όμως τις έβλεπες μαζί, αποτελούσαν ένα τελείως αλλόκοτο θέαμα, σαν κινούμενες αντανακλάσεις, σαν οφθαλμαπάτη. Ίδιες χειρονομίες, η ίδια πλάγια ματιά, η ίδια χροιά φωνής. Όταν δε βρισκόσασταν και οι τρεις παρέα, η εντύπωση αυτή εντεινόταν. Ήσουν κι εσύ αδύνατη, μικροκαμωμένη, σαν πουλάκι όπως αυτές. Εσύ ήσουν λίγο πιο ψηλή, λιγότερο συνεσταλμένη. Το γέλιο σου ηχούσε πιο καμπανιστό. Κι όμως, μοιάζατε εξωτερικά σε όλα τα άλλα: στο βάδισμα, στην κλίση του κεφαλιού, σ’ εκείνη τη βραχνή, τραχιά φωνή. Παραλληλισμοί περίεργοι, μυστηριώδεις. Από πλευράς ιδιοσυγκρασίας πάντως, εσύ ήσουν μοναδική. Ζούσες σε διαρκή εγρήγορση, εκπνέοντας συναίσθημα με κάθε αναπνοή. Για ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα ήσουν ικανή να διακόψεις ό,τι κι αν έκανες. Μια φιλική αντιπαράθεση σ’ ένα γιορταστικό τραπέζι μπορούσε να σε κάνει να ρητορεύεις με πάθος. Η Κιμ και η Τζανίν δεν είχαν τη δική σου σπίθα. Ήταν ήρεμες και στωικές – θεωρούσαν την κάθε εκδήλωση συναισθήματος σημάδι αδυναμίας. Η θεία Κιμ με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε έξω. Το στόμα της ήταν μια λεπτή γραμμή. Στο αυτοκίνητο περίμενε η θεία Τζανίν. Βλέποντάς την άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός του μυαλού μου. Οι δίδυμες αντιμετώπιζαν με μεγάλη υπευθυνότητα τις δουλειές τους. Δεν έπαιρναν ποτέ ρεπό. Δεν εξαντλούσαν ποτέ τις ημέρες των διακοπών τους. Να λείπουν τώρα και οι δυο μέρα μεσημέρι απ’
τα γραφεία τους, φορώντας ακόμα τα ρούχα της δουλειάς, με τα χείλη τους σφιγμένα, τα χέρια να τρέμουν – δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Δεν μου άρεσε καθόλου. Η θεία Τζανίν δεν έδωσε εξηγήσεις. Μου έκανε μόνο νόημα να μπω στο πίσω κάθισμα. Οδηγούσε η θεία Κιμ. Τα χέρια της έσφιγγαν τόσο το τιμόνι που είχαν ασπρίσει οι κλειδώσεις τους. Εξακολουθούσα να ελπίζω ότι όλο αυτό είχε κάτι να κάνει με τον οδοντογιατρό μου. Το παρμπρίζ το στόλιζαν παγωμένες νιφάδες. Έβλεπα πίσω απ’ το τζάμι την υπναλέα λάμψη του ποταμού Ποτόμακ ανάμεσα από τα κτήρια. Χτύπησε το κινητό τηλέφωνο της θείας Κιμ. Δεν το σήκωσε όσο οδηγούσε· δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Σταμάτησε πρώτα στην άκρη του δρόμου. Αναγνώρισα τη φωνή του θείου μου από την άλλη μεριά της γραμμής, παρόλο που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι έλεγε. «Ναι, ναι», είπε η θεία Κιμ με ύφος σαν να μη συμβαίνει τίποτα. «Εδώ. Ναι». Στράβωσα ενοχλημένη το στόμα. Ήταν ολοφάνερο ότι μιλούσαν για μένα. «Σε ποιο;» ρώτησε εκείνη. «Αυτό στη Μπεθέσντα; Α, κατάλαβα». Εγώ εξακολουθούσα να κοιτάζω το ποτάμι. «Ερχόμαστε», είπε η θεία Κιμ, στον ίδιο κοφτό, ανάλαφρο τόνο φωνής. Χωρίς να μου πει λέξη, έκανε αναστροφή. Αντάλλαξαν με τη θεία Τζανίν μια ματιά, επικοινωνώντας με την τηλεπάθεια των διδύμων. Η μία στένεψε τα μάτια, η άλλη συγκατένευσε, μετά κοίταξαν και οι δυο αλλού. Περάσαμε πάλι έξω απ’ το σχολείο μου. Μέσα στα λίγα λεπτά που είχαν παρεμβληθεί το πέτρινο κτίσμα σαν να είχε μικρύνει. Μέσ’ από το τζάμι φάνταζε παράδοξα μακρινό, ιδωμένο λες από τη λάθος πλευρά ενός τηλεσκοπίου. Είχε τρομερή κίνηση εκείνο το πρωί. Πάντα έχουν τρομερή κίνηση οι δρόμοι της Ουάσιγκτον. Συνεχίσαμε την πο-
31
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 31
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 32
32
ρεία μας μέσα σε μια σιωπή που έμοιαζε να υπογραμμίζει η παγωμένη εξωτερική ατμόσφαιρα. Έπιασα αρκετές φορές τη θεία Κιμ να κάνει ασυναίσθητα ν’ ανοίξει το ραδιόφωνο. Στο αυτοκίνητό της ήταν νόμος να παίζει διαρκώς ο σταθμός NPR στη διαπασών. Κάθε φορά όμως αποτραβούσε τα δάχτυλά της σαν να τα είχε κάτι τσουρουφλίσει. Το τηλέφωνό της ξαναχτύπησε. Εκείνη έκανε πάλι απότομα στην άκρη του δρόμου, εισπράττοντας το άγριο κορνάρισμα του ταξιτζή που ερχόταν πίσω μας. Ακούστηκε ξανά η φωνή του θείου μου, παρόλο που πάλι δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι έλεγε. «Φτάνουμε», είπε η θεία Κιμ. Μετά όμως το πρόσωπό της άδειασε. Σαν να πέρασε από πάνω του σφουγγάρι, όπως σε μαυροπίνακα, σβήνοντας κάθε έκφραση. Υπήρχαν μόνο δυο μάτια, μια μύτη κι ένα στόμα, ελαφρώς μισάνοιχτο. Τη στιγμή εκείνη σου έμοιαζε τόσο πολύ. Ο θείος μου συνέχιζε να μιλάει, άκουγα έναν ακατάληπτο χείμαρρο από λέξεις. «Κατάλαβα», είπε εκείνη. Γι’ άλλη μια φορά έκανε αναστροφή. Είδα το σχολείο μου στο βάθος να ζυγώνει ολοένα. Προφανώς θα περνούσαμε όλη τη μέρα πηγαίνοντας πέρα δώθε. Καθάρισα τον λαιμό μου, αλλά η θεία Κιμ δεν με κοίταξε. Δίπλα της η θεία Τζανίν σήκωσε το τρεμάμενο χέρι της και το έφερε στο στόμα. Εξακολουθούσαν να μην έχουν ανταλλάξει κουβέντα. Δεν χρειαζόταν. «Πού πάμε;» ρώτησα. Αυτή τη φορά απάντησε η θεία Τζανίν. «Σε γυρνάμε σπίτι», είπε.
Για τις δυο-τρεις μέρες που ακολουθήσαν επικρατεί στη μνήμη μου κενό. Κάποια άλλη παρευρέθηκε στην κηδεία, ντυμένη στα μαύρα. Κάποια άλλη υπέμεινε τα πνιγηρά αγκαλιάσματα
των συγγενών. Μόνο κάτι φευγαλέες, θολές εικόνες έχουν διατηρηθεί. Η παγερή βαρυχειμωνιά που έζωνε το σπίτι. Τα κόκκινα, πρησμένα μάτια του πατέρα μου. Η νύχτα της αγρυπνίας είναι μια θαμπή ανάμνηση με χαμηλωμένα φώτα, αθόρυβα βήματα στα χαλιά. Κάθε ενήλικας στο γνωστό μου σύμπαν αισθανόταν υποχρεωμένος να έρθει κοντά μου και να πει κάτι για τις άγνωστες βουλές του Κυρίου. «Συλλυπητήρια για την απώλειά σου», έλεγαν όλοι ανεξαιρέτως, λες και τους είχε ανατεθεί από τον σκηνοθέτη η ίδια ατάκα. Μονάχα ένα περιστατικό θυμάμαι ολοκάθαρα: μια μικρότερή μου εξαδέλφη να τραβάει το μανίκι της θείας Κιμ. Εγώ στεκόμουν παραδίπλα, νιώθοντας άβολα μες στο πένθιμο φουστάνι μου. Με ψιλή, διαπεραστική φωνή το κοριτσάκι ρωτούσε πού ήσουν. Ήθελε να μάθει πότε θα ερχόσουν κι αν μπορούσε να καθίσει δίπλα σου στο τραπέζι. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Στο μπροστινό μέρος του σαλονιού δέσποζε ένας αστραφτερός όγκος, φορτωμένος ανθοδέσμες – το φέρετρό σου. Γνώριζα τι ήταν μέσα σ’ εκείνο το φέρετρο. Γνώριζα την απάντηση στο ερώτημα της μικρής μου ξαδερφούλας. Και πάλι όμως η καρδιά μου σκίρτησε, κι έπιασα τον εαυτό μου να κρέμεται από τα χείλη της θείας Κιμ. «Μη λες χαζομάρες», της είπε αυστηρά. «Άντε να πάρεις ένα μπισκότο και κάτσε ήσυχη». Εγώ ανοιγόκλεισα τα μάτια. Πέρασε χρόνος. Τώρα στεκόμουν έξω, στο πεζοδρόμιο, στον καθαρό αέρα. Συνέβαινε συχνά αυτό για ένα διάστημα. Ανοιγόκλεινα τα μάτια κι είχε στο μεταξύ περάσει μια ώρα. Τα ανοιγόκλεινα πάλι και μπορεί να ’χε περάσει ολόκληρο απόγευμα. Ήταν λες και κάποιος είχε πάρει ένα ψαλίδι κι έκοβε αστραπιαία μέρες από το προσωπικό μου ημερολόγιο. Μερικά βράδια αργότερα συνήλθα. Καθόμουν στο δωμάτιό μου. Ο πατέρας μου ήταν κάτω· κι εκείνος βρισκόταν σ’ ένα εν κινήσει κώμα, τον συντηρούσαν οι σκέτοι καφέδες και τα ποδοσφαιρικά ματς στην τηλεόραση. Το δίχως άλλο θα χαιρό-
2 – Οι φύλακες του φωτός
33
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 33
34
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 34
ταν να μ’ έχει συντροφιά, αλλά εγώ τον απέφευγα. Απέφευγα τους πάντες. Η θεία Κιμ με είχε παροτρύνει να της τηλεφωνώ όποια ώρα της ημέρας ήθελα. Η θεία Τζανίν, σε άλλη στιγμή, μου είχε πει το ίδιο ακριβώς πράγμα και στον ίδιο ακριβώς τόνο. Μια συμμαθήτρια είχε έρθει να μου αφήσει τις σχολικές εργασίες της τελευταίας βδομάδας, που στοιβάζονταν τώρα πάνω στο γραφείο μου περιμένοντας ν’ ασχοληθώ μαζί τους. Υπήρχαν χιλιάδες πράγματα που θα μπορούσα να κάνω. Όμως ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα, και κανείς άλλος δεν έδειχνε να το έχει αντιληφθεί. Μου φαινόταν εκπληκτικό το γεγονός ότι το σχολείο μου συνέχιζε να λειτουργεί κανονικά, ότι θα επέστρεφα κι εγώ εκεί τη Δευτέρα. Ήταν απίστευτο ότι τα αυτοκίνητα συνέχιζαν να διασχίζουν τον δρόμο απ’ έξω. Κουλουριασμένη στο κρεβάτι μου, επαναλάμβανα από μέσα μου τη λέξη νεκρή, ψάχνοντας άλλες χρήσεις και παράγωγά της. Νεκρή φύση. Νεκρή ζώνη. Νεκρό σημείο. Η λέξη ήταν παντού, τώρα που το ξανασκεφτόμουν. Ξεφύτρωνε ακόμα και στις πιο καθημερινές κουβέντες, «μεγάλη νέκρα σήμερα», «νεκρική σιγή», «βάλε νεκρά» – σαν προειδοποιητικό σημάδι που εγώ, αφηρημένη, δεν είχα προσέξει ποτέ. Και τότε θυμήθηκα το Γραφείο Νεκρών Επιστολών. Πριν από μερικές βδομάδες –ή πριν χρόνια, έτσι μου φαινόταν– η τάξη μας είχε πραγματοποιήσει μια εκπαιδευτική βόλτα στο τοπικό ταχυδρομείο. Ήταν βαρετά, όπως βαρετές είναι όλες αυτές οι υποχρεωτικές σχολικές επισκέψεις σε κρατικές υπηρεσίες. Διάφορα δωμάτια γεμάτα αρχειοθήκες. Ένας ιδρωμένος υπάλληλος με μπλε στολή έκανε την ξενάγηση, επαναλαμβάνοντας χιλιοειπωμένες ατάκες και αξιολύπητα λογοπαίγνια. Κάτι στενόμακροι διάδρομοι. Ούτε ένα διάλειμμα για να τσιμπήσουμε κάτι. Το Γραφείο Νεκρών Επιστολών ήταν αυτό στο οποίο κατέληγαν όλα τα γράμματα που δεν έβρισκαν παραλήπτη. Μας το είχε δείξει περήφανος ο ξεναγός μας. Αυτό το γραφείο είναι πολύ ξεχωριστό, είχε πει. Μάλιστα το μεγαλοπρεπές
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 35
Υπάρχουν φάκελοι προς εσένα σε κάθε πολιτεία που έχω επισκεφθεί. Σου γράφω εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια. Είναι ίσως παράξενο που έχω ακόμα τόσα να σου πω. Συχνά πιάνω τον
35
αντίστοιχο Γραφείο Νεκρών Επιστολών της Νέας Υόρκης είχε πρωταγωνιστήσει και σε μια χριστουγεννιάτικη ταινία, αφού όλα τα γράμματα προς τον Άγιο Βασίλη, Βόρειος Πόλος έπεφταν εκεί μέσα σαν χιονοστιβάδα τις γιορτές. Μόνη στο δωμάτιό μου, έτρεξα στο γραφειάκι μου. Άρπαξα ένα στυλό –είχε ένα σιντριβάνι από φτερά στην άλλη άκρη, το θυμάμαι– κι ένα πάκο χαρτιά. Έγραψα δέκα φύλλα, κι από τις δυο πλευρές, δίχως σταματημό. Θα ’βαζες τα γέλια αν έβλεπες το κολιέ που φορούσε η θεία Κιμ στην κηδεία – το γούστο της είναι χάλια – κι η θεία Τζανίν είχε βάλει ίσια παπούτσια επειδή υποφέρει απ’ τους κάλους της – ήταν τόσο περίεργο να τις βλέπω εκεί χωρίς εσένα – δύο αδελφές αντί για τρεις – όλοι συζητούσαν κι έπιναν καφέδες, φίλοι και συγγενείς τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί κι αγκαλιάζονταν – αλλά οι δίδυμες όλο κοντοστέκονταν απορημένες κοιτώντας γύρω τους – σαν να περίμεναν εσένα – δεν σκεφτόμουν καθώς έγραφα. Κυλούσε το στυλό μου στο χαρτί και ξέχυνε λέξεις. Σου είχαν φορέσει ένα απαίσιο φόρεμα στην κηδεία – εγώ είχα πει ότι έπρεπε να φοράς το μπλουτζίν σου, αλλά η θεία Κιμ είπε Όχι, αποκλείεται – έβαλα μέσα στο φέρετρο ένα κουτάκι τσίχλες – δεν πιστεύω πως υπάρχει παράδεισος, αλλά εσύ το πιστεύεις σίγουρα – μπορεί αν μασάς τσίχλα να μη βουλώσουν τα αυτιά σου καθώς θ’ ανεβαίνεις – Ώσπου κάποια στιγμή τελείωσα. Δίπλωσα τα φύλλα, τα έβαλα σ’ ένα φάκελο. Κατέβηκα κάτω, πατώντας στις μύτες των ποδιών για να μην ξυπνήσω τον πατέρα μου, βρήκα ένα γραμματόσημο. Πάνω στον φάκελο έγραψα μία λέξη μόνο: ΜΑΜΑ. Μετά φόρεσα βιαστικά το παλτό μου και πήγα ως το τέρμα του δρόμου, όπου ήταν το γραμματοκιβώτιο.
36
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 36
εαυτό μου να στρέφεται αυτόματα σ’ εσένα, μ’ ένα ερώτημα στα χείλη· εξακολουθώ να εμπλέκομαι σε νοερούς καβγάδες μαζί σου. Έχω αποθηκευμένες όλες τις αναμνήσεις που απόμειναν –αυτές που δεν τις έχει καταπιεί η λήθη– και τις ανασύρω κάθε τόσο, επιθεωρώντας τες μία μία. Τον βραχνό ήχο του πηγαίου γέλιου σου. Τη μυρωδιά των μαλλιών σου, κάτι ανάμεσα σε μέλι και λεβάντα. Τη συνήθειά σου να μουρμουρίζεις μελωδικά κάποιο σκοπό στις πιο μακρινές διαδρομές με το αυτοκίνητο. Την εμμονή σου με τις λινές φούστες. Δεν έχει πάψει να με κατακλύζει πότε πότε εκείνη η απύθμενη θλίψη. Και σήμερα ακόμα συνέρχομαι μόνο αν καθίσω για λίγα λεπτά στο γραφείο μου, σκυμμένη πάνω απ’ τη σελίδα, γράφοντάς σου. Φυσικά, η συνήθεια αυτή έχει γίνει ακόμα πιο περίπλοκη λόγω του ότι ταξιδεύω συνέχεια. Έχω γυρίσει όλη την υφήλιο εξαιτίας της δουλειάς μου. Κατά κανόνα, οι φωτογράφοι της φύσης δεν μένουν ποτέ για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ίδιο μέρος. Αμέσως μόλις αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο, ανέλαβα να φωτογραφίσω ζώα της ερήμου, περιπλανώμενη για αρκετές βδομάδες στο Κέρας της Αφρικής. Κι έτσι «κόλλησα το μικρόβιο του ταξιδιού», όπως λέει ο πατέρας μου. Έκτοτε έχω αναρριχηθεί σε πολλές βουνοκορφές κι έχω εξερευνήσει δεκάδες σπήλαια. Έχω γίνει σαν αστακός απ’ τον ήλιο σε τροπικά κλίματα, έχω κοιμηθεί σε αυτοσχέδια ιγκλού. Έχω πατήσει το πόδι μου σε όλες τις ηπείρους. Έχω κολυμπήσει σε όλες σχεδόν τις θάλασσες. Πέρασα κάποτε έναν βασανιστικό μήνα στην Κένυα – μονίμως λαχανιασμένη από το υψόμετρο, μονίμως κάθιδρη από τον καύσωνα, που τον ένιωθα μέχρι τα κόκαλά μου. Πέρασα κάποτε μια βδομάδα στον ποταμό Ινδό για να φωτογραφίσω τα τυφλά δελφίνια (ζώντας επί αιώνες σε τέτοια βορβορώδη ύδατα, είχαν χάσει πια την όρασή τους). Μια φορά πήγα ως την Αυστραλία για μια φωτογραφική εξόρμηση τριών εβδομάδων, όπου απαθανάτισα κάθε πόντο και κάθε γωνία των μπαομπάμπ με τους απίθανους σαν χοντρά κεριά κορμούς τους.
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 37
37
Σε πολλά από αυτά τα μέρη δεν υπήρχε Γραφείο Νεκρών Επιστολών. Μερικές φορές δεν υπήρχε καν ταχυδρομείο. Δεν γινόταν να πιάσω τον βαρκάρη που με ταξίδευε στα λαμπυρίζοντα νερά του Ινδού, να του δώσω ένα φάκελο –με παραλήπτη απλώς τη ΜΑΜΑ– και να του πω: «Μπορείς σε παρακαλώ να μου το ταχυδρομήσεις αυτό;» Ούτε, βεβαίως, να ρίξω τα γράμματά μου στον κάδο ανακύκλωσης ή να τα πετάξω στα σκουπίδια. Ποτέ δεν θα τους επιφύλασσα τέτοια ποταπή κατάληξη. Αντ’ αυτού, τα έκρυβα κάτω από βράχια και ρίζες δέντρων. Τα στρίμωχνα σε ρωγμές τούβλινων τοίχων. Τα κολλούσα σε τηλεγραφικούς στύλους, πλάι σε αφίσες για χαμένα σκυλιά και αγγελίες για μαθήματα πιάνου. Τα κρεμούσα σε απλώστρες όπου στέγνωναν ξένα ρούχα. Τα μετέτρεπα σε χαρταετούς όταν φυσούσε, κι ύστερα τα αμολούσα κι έβλεπα τον άνεμο να τα παρασέρνει μακριά.
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 38
ô3ò
Εσου το πω με σιγουριά: απ’ όλους τους τόπους που έχω επι-
38
σύ
θα τα σιχαινόσουν τα Νησιά Φάραλον. Γιατί μπορώ να
σκεφθεί, αυτός εδώ είναι ο πιο άγριος, ο πιο απροσπέλαστος. Δεν βρίσκεις απάγκιο από το ουρλιαχτό του ανέμου κι από τον πάταγο των κυμάτων. Ο Μικ –ο συμπαθητικός– με διαβεβαίωσε ότι θα τον συνηθίσω τον θόρυβο, αφού όμως θα μ’ έχει πρώτα, απ’ ό,τι φαίνεται, αποτρελάνει. Τουρτουρίζω διαρκώς. Κυκλοφορώ θαμμένη κάτω από τόσα στρώματα ρούχων που μοιάζω με χιονάνθρωπο. Έφτασα πριν μια βδομάδα, αλλά ο χρόνος προχωράει πολύ περίεργα εδώ. Είναι εύκολο να χάσεις τις ώρες, να χάσεις τον εαυτό σου. Ήδη νιώθω σαν να βρίσκομαι στα νησιά αιώνες. Σε άλλους ταξιδιωτικούς μου προορισμούς είχα καταφέρει να φωτογραφίσω όλα όσα ήθελα μέσα σ’ έναν το πολύ μήνα. Αυτό το αρχιπέλαγος όμως είναι κάτι διαφορετικό. Τα νησάκια του είναι τα κεντρικά αστέρια σ’ ένα γαλαξία θαλάσσιας ζωής. Τα πουλιά και οι φώκιες είναι οι εσωτερικοί αστερισμοί – μόνιμοι κάτοικοι που τρώνε, ζευγαρώνουν και μεγαλώνουν τα μικρά τους πάνω στα γρανιτένια βράχια. Υπάρχουν οι περιστασιακοί επισκέπτες, οι μεγάλοι λευκοί καρχαρίες, που εγκαταλείπουν για λίγο τις μυστηριώδεις τροχιές τους για να βολτάρουν στ’ ανοιχτά. Φάλαινες όμοιες με τεράστιους κομήτες κάνουν κι αυτές το πέρασμά τους, αναζητώντας γαρίδες. Βλέπεις θαλασσοψιττακούς με θυσανωτά λοφία. Θαλάσσιες ενυδρίδες.
Ζελατινώδη κτενοφόρα. Έχω προγραμματίσει να μείνω στα νησιά για έναν ολόκληρο χρόνο. Θα τον χρειαστώ όλον για να μπορέσω να καλύψω φωτογραφικά αυτή την εσχατιά του κόσμου. Οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας μπορώ να χαζέψω φώκιες στην παραλία. Να δω πουλιά να μετεωρίζονται ανάλαφρα στον ουρανό. Να δω να ξεπροβάλλουν στον δυτικό ορίζοντα βουνά νεφών σαν να ετοιμάζονται να σχηματίσουν μια καινούργια ήπειρο. Η εμφάνιση κάποιου αεροπλάνου –μια μακρινή ασημένια λάμψη, ένας απεσταλμένος του πολιτισμένου κόσμου– ηχεί σαν παράταιρη νότα. Τέλος, υπάρχει η καλύβα. Ο νεροχύτης της κουζίνας έσπασε την πρώτη κιόλας βραδιά μου εκεί, και προς τεράστια έκπληξή μου βρέθηκα γονατιστή κάτω από τον πάγκο, μ’ ένα γαλλικό κλειδί ανά χείρας, να ακολουθώ οδηγίες, ενώ ο Μικ μού έριχνε κάθε τόσο στα μάτια τον φακό. Το καζανάκι της τουαλέτας δεν γίνεται να το τραβάμε πολύ συχνά. Η οθόνη της τηλεόρασης έχει τόσα χιόνια που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα μεγάλο τετράγωνο ραδιόφωνο, που μόνο ήχο έχει να προσφέρει. Η καλύβα είναι απ’ αυτές τις ξύλινες κατασκευές στις οποίες κάθε σανίδα του δαπέδου τρίζει δυνατά όταν κάποιος ανεβαίνει ή κατεβαίνει τις σκάλες. Τα τρόφιμα, ο φωτογραφικός εξοπλισμός και τα ρούχα πρέπει να αποθηκεύονται σε πλαστικά κουτιά για να προφυλάσσονται από τα τρωκτικά, τις ψείρες των πουλιών, την υγρασία. Η βδομάδα που πέρασε ήταν λιγάκι σαν μια επιστροφή στο παρελθόν. Στα νησιά δεν υπάρχει κεραία κινητής τηλεφωνίας, ούτε Ίντερνετ, ούτε τηλεφωνική γραμμή. Υπάρχει μόνο ένα ραδιοτηλέφωνο, με τη σαφή ένδειξη: Μόνο για επείγοντα. Μικ, εσένα αφορά αυτό!!! Για να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε στην ηπειρωτική χώρα, θα πρέπει να του στείλω γράμμα. Θα πρέπει να το γράψω με το χέρι, εφόσον το κομπιούτερ εδώ πότε λειτουργεί πότε όχι, ενώ ο εκτυπωτής, ένα παμπάλαιο σαράβαλο, έχει μονίμως χαμηλά επίπεδα μελανιού, κολλάει το χαρτί του
39
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 39
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 40
40
ή παθαίνει εμπλοκές λόγω της μεγάλης υγρασίας. Μόλις συμπληρώσω τη διεύθυνση και βάλω γραμματόσημο στο γράμμα μου, θα πρέπει μετά να περιμένω το ποστάλι. Μπορεί να περάσουν μέρες δίχως να φανεί, κατά τη διάρκεια των οποίων παλιώνουν σιγά σιγά όσα έχω γράψει. Όταν καταφτάσει επιτέλους ο Κάπτεν Τζο, θα πάρει τον φάκελό μου και γυρνώντας στην Καλιφόρνια θα τον ρίξει σ’ ένα γραμματοκιβώτιο. Προφανώς, μπορεί να χρειαστεί μέχρι και μήνας για να φτάσει το όποιο μήνυμά μου και να λάβω απάντηση. Τα γράμματα που γράφω σ’ εσένα θα πρέπει να τα φυλάω όσο καιρό βρίσκομαι στα Νησιά Φάραλον. Δεν θεωρώ σωστό να τα δίνω στον Κάπτεν Τζο, ζητώντας του να τα μεταφέρει τόσα μίλια ωκεανού μόνο και μόνο για να τα ταχυδρομήσει, ύστερα από τόσο κόπο και χρόνο, στον κανένα. Δεν γίνεται, επίσης, ούτε να τα θάβω ούτε να τα καίω· δεν ρυπαίνουμε το φυσικό περιβάλλον χώνοντας οτιδήποτε στη γη, ενώ οι φωτιές είναι σπατάλη πολύτιμου ξύλου και χαρτιού. Θα πρέπει να στοιβάζω τα γράμματα που σου γράφω κάτω απ’ το στρώμα μου, σαν πορνοπεριοδικά. Οι περισσότεροι επισκέπτες επιλέγουν να αποχωρήσουν το γρηγορότερο απ’ αυτό το μέρος. Το φέρι κάνει στάση εδώ βδομάδα παρά βδομάδα –αν το επιτρέπει ο καιρός– και οι νέες αφίξεις ορμάνε να το σκάσουν όπως οι νυχτερίδες απ’ την κόλαση μόλις εμφανιστεί ξανά το καράβι. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν έξι μόνιμοι κάτοικοι, εκτός από μένα. Όλοι τους –με πρώτη και καλύτερη μια γυναίκα ονόματι Λούσι– έχουν βάλει στοιχήματα πόσο θ’ αντέξω. Τους άκουσα που κρυφογελούσαν. Κανείς απ’ αυτούς δεν πιστεύει ότι θα βγάλω τον μήνα, πόσο μάλλον τον χρόνο.
Είναι Αύγουστος, η εποχή των ανέμων, των νεφών και των μεγάλων λευκών καρχαριών. Η θαλάσσια έκταση που περιβάλ-
λει τα Νησιά Φάραλον λέγεται Κόκκινο Τρίγωνο. Κάθε χρόνο σημειώνονται εδώ περισσότερες επιθέσεις από καρχαρίες απ’ ό,τι σε όλα τα υπόλοιπα μέρη της γης μαζί. Χθες βγήκα για πρώτη φορά έξω με τη φωτογραφική μου. Πήρα τον Κακοποιό, την πιο ελαφριά και εύκολη στη μετακίνηση μηχανή. Ήλπιζα να απαθανατίσω κάποιον από τους καρχαρίες. Καθώς περπατούσα στα βράχια, το έδαφος μετατοπιζόταν ή υποχωρούσε κάτω από τις μπότες μου. Μου είχαν πει να προσέχω πολύ όταν βγαίνω. Μου το είχαν πει αυτό ξανά και ξανά. Ο γρανίτης είναι ογδόντα εννέα εκατομμυρίων ετών και σαπισμένος – αν μπορεί κανείς να πει ότι η πέτρα σαπίζει. Τα νησιά έχουν μια παραπλανητικά εύθραυστη όψη, είναι φτιαγμένα από σαθρούς βράχους. Υπάρχουν σημεία τρύπια από κάτω, πετρώματα που θρυμματίζονται. Διέσχισα το ρυάκι, ένα ρυπαρό κίτρινο ρέμα. Έδειχνε δηλητηριώδες. Ήταν δηλητηριώδες. Υπήρχε ένα σύστημα από τσιμεντένιες βάσεις, χωνιά και φίλτρα διύλισης για τη συλλογή και τον καθαρισμό του βρόχινου νερού που πέφτει στο αρχιπέλαγος. Μόνο ένας τρελός θα έπινε απ’ αυτό το ρυάκι. Επιπλέον, κυκλοφορούσαν παντού ποντίκια. Το Νοτιοανατολικό Φάραλον είναι το πιο πυκνοκατοικημένο από τρωκτικά μέρος του κόσμου. Είναι χωροκατακτητικά είδη, που μεταφέρθηκαν εδώ πριν από δεκαετίες με πλοία. Έκτοτε αυξάνονται και πληθύνονται. Δεν έχουν φυσικούς εχθρούς. Οι γλάροι τα αγνοούν. Οι φώκιες δεν ενδιαφέρονται. Οι καρχαρίες δεν μπορούν να τα πλησιάσουν. Γνώριζα τους αριθμούς πριν έρθω στα νησιά, αλλά δεν είχα πραγματικά συνειδητοποιήσει το μέγεθος του πληθυσμού τους μέχρι που στάθηκα στην γκριζωπή πλαγιά και είδα κίνηση παντού. Μικροσκοπικά πλάσματα ελίσσονταν κι εφορμούσαν στην περιφερειακή μου όραση. Τα ποντίκια είχαν την απόχρωση του βράχου κι ήταν πολύ μικρά και γοργοπόδαρα για να τα ξεχωρίσεις. Η γενική εντύπωση ήταν αυτή μιας ζωντανής κινούμενης μάζας από πέτρα.
41
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 41
42
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 42
Σταμάτησα για να τραβήξω φωτογραφία. Ακολουθούσα στις φωτογραφίσεις μου τη μέθοδο της λοξής γωνίας λήψης – μετατοπίζοντας τη γραμμή του ορίζοντα, προσθέτοντας κλίσεις εκεί που στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν. Τα νησιά απέπνεαν ήδη απειλητικότητα, αλλά δεν πείραζε να τους προσθέσω κι εγώ λίγη ακόμα. Ήθελα οι φωτογραφίες μου να συλλάβουν απόλυτα την αίσθηση: κοφτερά βράχια, μελανά νερά, η αλμύρα, η πιθανότητα να φανεί καρχαρίας. Θυμάμαι έναν καθηγητή μου στη σχολή, που μου εξηγούσε την έννοια της λοξής γωνίας λήψης για πρώτη φορά. Χρησιμοποιείται για πιο δραματικό αποτέλεσμα. Είναι μια κλίση που βγάζει τον θεατή εκτός ισορροπίας. Μπορεί να αποδώσει το αίσθημα του αποπροσανατολισμού, της ανησυχίας, της μέθης, ακόμα και της παράνοιας. Γονάτισα προσπαθώντας να καδράρω τη Σέλα. Είναι μια στενόμακρη βραχονησίδα μεσοπέλαγα, που διαγράφεται στο φόντο του ουρανού σαν όπλο. Ένιωσα τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια μου. Έχασα την ισορροπία μου, άπλωσα το χέρι να κρατηθώ κι αναποδογύρισα μια κοτρόνα. Ήταν μια μεγάλη πέτρα. Άρχισα να πέφτω. Η πέτρα άρχισε να πέφτει κι αυτή μαζί μου. Λένε ότι σε στιγμές ακραίου στρες ο χρόνος επιβραδύνει τον ρυθμό του. Επειδή έχω κάνει μια μικρή έρευνα σχετικά, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι οξύνεται σε απίστευτο βαθμό η μνήμη. Συνήθως το μυαλό μας συγκρατεί μόνο τις εικόνες και τα γεγονότα που είναι σημαντικά. Θυμόμαστε τα μεγάλα και ξεχνάμε τα μικρά. Σε στιγμές έντασης ωστόσο ο νους τα καταγράφει όλα. Ο ίδιος ο χρόνος κινείται ακριβώς όπως πάντα, μετά όμως, όταν ανακαλείς το συμβάν, η ανάμνησή του είναι σχεδόν φωτογραφική. Εκ των υστέρων νιώθουμε σαν να είχε σταματήσει ο λεπτοδείκτης, σαν να ήμασταν σε θέση να δούμε κάθε τι που μας περιέβαλλε την ώρα εκείνη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Ο βράχος αναποδογύρισε. Αποκάλυψε έναν καφετί χεί-
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 43
Με έραψε ο Μικ στην κουζίνα. Βράδιαζε, ο ουρανός σκοτείνιαζε ολοένα, ο άνεμος λυσσομανούσε. Οι άλλοι ήταν ολόγυρά
43
μαρρο. Λάσπη, σκέφτηκα. Όμως όχι – ήταν ποντίκια. Δεκάδες, που κουτρουβαλούσαν το ένα πάνω στο άλλο σκληρίζοντας. Με τα ποδαράκια τους να παραπατάνε. Τα μουστάκια τους να τρεμουλιάζουν. Μια στρατιά από τρωκτικά. Κάτι ήρθε σε επαφή με τον αγκώνα μου. Είχε ξεκινήσει η διαδικασία προσγείωσής μου στο έδαφος. Η πρόσκρουση μου έκοψε την ανάσα. Ένιωσα σαν κάτι πάνω μου να σκίστηκε. Ήταν η σάρκα του κορμού μου. Μια αιχμηρή πέτρα. Πιτσιλισμένη με αίμα. Μια πληγή έχασκε στο πλευρό μου. Δεν μπορούσα να ξέρω το βάθος της. Ανέπνεα και πονούσα. Η κοτρόνα εξακολουθούσε να κατρακυλάει καταπάνω μου. Με χτύπησε στον μηρό. Μετά ακολούθησαν τα ποντίκια, πέφτοντας σαν τη βροχή. Τα κρύα τους πέλματα στην κοιλιά μου. Ένα ποδαράκι στο στόμα μου. Μια μουσούδα στο μάτι μου. Ουρές να σέρνονται σ’ όλο μου το δέρμα. Και συνέχιζαν να πέφτουν. Κατά δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες. Ήταν σαν να είχα ανοίξει άθελά μου το μπροστινό πορτάκι κάποιου λαγουμιού τους και τα είχα απελευθερώσει. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να υποστώ την επιδρομή τους – να με γρατζουνάνε, να με γεμίζουν με τις βρομιές τους, να κοπρίζουν τα μαλλιά μου. Ώσπου επιτέλους έφυγαν. Εγώ έμεινα σφιχτά κουλουριασμένη για λίγο ακόμα, με τα χέρια να καλύπτουν το κεφάλι μου. Ύστερα άνοιξα τα μάτια. Αντίκρισα ένα θέαμα φρικιαστικό. Η φωτογραφική μου μηχανή ήταν πεσμένη στο χώμα. Χτυπημένη, στρεβλωμένη. Σπασμένα γυαλιά παντού. Έβγαλα μια κραυγή. Αυτό με πόνεσε περισσότερο από το τραύμα στο πλευρό μου. Ο Κακοποιός είχε καταστραφεί ανεπανόρθωτα.
44
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:15 μ.μ. Page 44
μου. Μαγείρευαν. Κουβέντιαζαν τα καθέκαστα της ημέρας τους. Έξι άνθρωποι ελαφρώς εκτός εστίασης. Δεν έδειχναν να έχουν συγκινηθεί ιδιαίτερα με το πάθημά μου. Είχα χάσει μία από τις αγαπημένες μου φωτογραφικές μηχανές. Ο μηρός μου είχε μελανιάσει από την κοτρόνα που με χτύπησε. Είχα γρατζουνιές και μώλωπες παντού. Ο Μικ με έραβε με βελόνα και κλωστή κάτω απ’ τα πλευρά. Οι υπόλοιποι βιολόγοι όμως συμπεριφέρονταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Κανείς τους δεν ήρθε να με παρηγορήσει. Έδωσαν μόνο στον Μικ το κουτί πρώτων βοηθειών και συνέχισαν τις δουλειές τους, λες κι οι αιματηρές επιθέσεις ποντικών ήταν μέρος της καθημερινής ζωής. Ο Μικ μού είχε κάνει κάποια αναισθητική ένεση. Παρ’ όλα αυτά δεν κοιτούσα χαμηλά, καθώς εκείνος έχωνε τη βελόνα στο δέρμα μου. Ήταν ολοφάνερο ότι το είχε ξανακάνει αυτό. Το φαρμακείο πρώτων βοηθειών στην καλύβα ήταν εξίσου εφοδιασμένο όσο και το τμήμα επειγόντων περιστατικών ενός νοσοκομείου. Κοψίματα, θλάσεις, εξαρθρώσεις, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν εδώ μια χαρά. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Φυσικά, κάποιος σοβαρότερος τραυματισμός –ένα σπασμένο κόκαλο, ένα χτύπημα στο κεφάλι– θα απαιτούσε μια παρέμβαση από τον έξω κόσμο. Τον Κάπτεν Τζο. Ένα ελικόπτερο. Κανείς δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Στοίχιζε πολλά και σε χρόνο και σε χρήμα. Το τραύμα μου δεν άξιζε τόσο ακραία μέτρα. Ο Μικ πήρε ένα μικρό ψαλιδάκι. Έκοψε επιδέξια την κλωστή. «Θα επουλωθεί καλά», είπε. «Κι αν μολυνθεί και πεθάνω;» Χαμογέλασε. Τα γυαλιά μυωπίας που ήταν στηριγμένα στην άκρη της μύτης του έρχονταν σε αντίθεση με τη μυώδη σωματική του κατασκευή, τα ατίθασα μαλλιά του. «Θα σου μείνει σημάδι», είπε. «Όμως όλοι έχουμε τέτοια». «Σοβαρά;» ρώτησα. «Εγώ είχα κοπεί πολύ άσχημα στο πόδι πριν δυο-τρία χρό-
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:16 μ.μ. Page 45
Την επόμενη μέρα βγήκα κι έσκαψα έναν τάφο για τη φωτογραφική μου μηχανή. Βρήκα έναν κασμά σε μια παλιά αποθήκη. Χτύπησα κατευθείαν πάνω στον γρανίτη, η πέτρα υποχώρησε κάτω απ’ την αξίνα μου. Απόθεσα τον Κακοποιό στην τρύπα που είχα ανοίξει. Ήταν τρομερό να το βλέπεις – η οθόνη LCD θρυμματισμένη, ο φακός πουθενά, ο επιλογέας λειτουργίας σπασμένος, το σώμα τσακισμένο. Τον σκέπασα τον καημένο με χώμα. Ήξερα ότι δεν υπήρχε λόγος να φτιάξω ταφόπετρα. Αποκλείεται να άντεχε εδώ. Ένα ποντίκι με προσπέρασε βιαστικό κατηφορίζοντας τον
45
νια. Μια τεράστια πληγή. Απ’ το ισχίο μέχρι το γόνατο. Κι η Λούσι είχε κοντέψει να χάσει το αυτί της, όταν γκρεμοτσακίστηκε από τον Λόφο του Φάρου. Του δε Γκέιλεν και του Φόρεστ οι ουλές είναι αμέτρητες. Πρέπει να τους δεις γυμνούς». Σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του. «Σημάδια παντού. Σαν οδικός χάρτης». Κοίταξα προς τα κάτω και είδα ότι τα χέρια μου έτρεμαν. «Γιατί εξακολουθείτε να μένετε εδώ πέρα;» είπα. «Γιατί στην ευχή ήρθατε σ’ αυτό το μέρος;» Έπεσε σιωπή. Μια τεταμένη σιωπή. Η Λούσι, πηγαίνοντας προς την κουζίνα, κοντοστάθηκε. Ο Γκέιλεν, που καθόταν στο τραπέζι, πάγωσε. Εγώ όμως επέμεινα. «Ειλικρινά θα ήθελα να μάθω», είπα. «Γιατί ήρθατε εδώ πέρα;» Η σιωπή εντάθηκε. Ο Γκέιλεν σηκώθηκε, αφύσικα ψηλός, το κεφάλι του ν’ αγγίζει σχεδόν το ταβάνι. Κανείς δεν τον κοίταξε. Όπως κανείς δεν κοιτούσε ούτε εμένα. Γύρισε και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ο Μικ έψαξε μες στο κουτί κι έβγαλε έναν μεγάλο επίδεσμο. Άρχισε να τον κολλάει στο πλευρό μου. Μετά μου έκλεισε το μάτι.
GINI DD Final_Layout 1 5/3/18 1:16 μ.μ. Page 46
46
λόφο. Μεμιάς σήκωσα τον κασμά και τον κατέβασα με δύναμη. Ήθελα να το διαλύσω, να το κάνω κιμά. Στόχευσα στη χνουδωτή του ραχοκοκαλιά, αλλά ήταν πολύ πιο γρήγορο από μένα. Ο κασμάς βρήκε πέτρα, στέλνοντας έναν άγριο κραδασμό απ’ άκρη σ’ άκρη των χεριών μου.