SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 5
ΑΝΤΟΝ ΣΑΜΑΣ
ΑΡΑΜΠΕΣΚ c
Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΕΒΡΑΪΚΑ
ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: ערבסקות,אנטון שמאס © ©
Copyright by Anton Shammas Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6337-1
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 7
σΗμειΩμα τΗσ μεταφραστριασ
Ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι ( ערבסקותαραμπέσκοτ), «αραβουργήματα»: «διακοσμητικά σχέδια, ζωγραφικά ή γλυπτά, που αποτελούνται από ποικίλα γεωμετρικά σχήματα ή από τον συνδυασμό τους με άλλα διακοσμητικά στοιχεία» (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής). Τα εδάφια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι από τη μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας (Αθήνα, 1997). Οι λέξεις που αναφέρονται στα αραβικά στο πρωτότυπο παρατίθενται ως έχουν στην ελληνική μετάφραση κι επεξηγούνται στο κείμενο και τις σημειώσεις. Τα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Η Αντωνία μου της Γουίλα Κάθερ έχουν μεταφραστεί από τα αγγλικά. [Όλες οι σημειώσεις είναι της μεταφράστριας, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά.]
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 8
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 9
Το πρώτο μυθιστόρημα είναι συνήθως μια καμουφλαρισμένη αυτοβιογραφία. Αυτή η αυτοβιογραφία είναι ένα καμουφλαρισμένο μυθιστόρημα. Κ ΛΑΪΒ Τ ΖΕΪΜΣ , Αναξιόπιστα απομνημονεύματα
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 10
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 11
Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΠΡΩΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Μου ’χατε πει, ξέρετε, πως όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε μια ξένη χώρα, πιάνει τη γλώσσα μέσα σε λίγες βδομάδες και ξεχνά τη δική του. Λοιπόν, είμαι ένα παιδί στη χώρα σας.1 Τ ΖΟΡΤΖ Μ ΠEΡΝΑΡΝΤ Σ Ο , Πυγμαλίων
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 12
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ηκομμουνισμό, παρά το δρεπάνι που ακούμπησαν πάνω Άλια δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της για τον
στην κοιλιά της την Πέμπτη πρώτη Απριλίου του 1954. Από τις πρώτες ώρες εκείνου του παγωμένου πρωινού, του οποίου η μνήμη καίει ακόμη άσβεστη, ο Άμπου Τζαμίλ, ο ξυλουργός του χωριού, δούλευε πυρετωδώς μετατρέποντας τις σανίδες μιας παλιάς ντουλάπας σε φέρετρο. Το χιούμορ του συγκάλυπτε συνήθως τον αργό ρυθμό της δουλειάς του, αλλά τώρα ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο βουβός θρήνος της πλάνης έπεφτε πάνω στα κατσαρά ροκανίδια, που ξεπηδούσαν μέσα από το σκοτάδι του σπιτιού του θείου Γιούσεφ κι έρχονταν και τρίβονταν σαν εγκαταλειμμένα γατιά στα πόδια της γιαγιάς. Η γιαγιά κειτόταν ξαπλωμένη με σταυρωμένα τα χέρια στο στρώμα της που το είχαν τοποθετήσει πάνω σε ένα ψάθινο χαλί στο κρύο τσιμεντένιο πάτωμα. Η κοιλιά της γιαγιάς, που είχε πεθάνει το προηγούμενο βράδυ, είχε πρηστεί, κι ο πατέρας μου έφερε το σιδερένιο δρεπάνι και το ακούμπησε πάνω της. Ο Άμπου Τζαμίλ είπε κάτι για το μικροσκοπικό σώμα της νεκρής, πως δεν χρειάζονταν τόσο πολλές σανίδες και, γενικώς, κρίμα την ντουλάπα. Με μιαν από τις σανίδες που περίσσεψαν έφτιαξε ένα χαμηλό σκαμνί όπου θα καθόταν η μάνα μου να πλύνει τα ρούχα ή να ζυμώσει κι εμείς θα το χρησιμοποιούσαμε τα σαββατόβραδα για το χαμάμ, το εβδομαδιαίο λουτρό μας στην τσίγκινη λεκάνη, με νερό που το ζεσταίναμε στην εστία κηροζί-
13
γιαγιά
14
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 14
νης. Ήμουν τεσσάρων ετών όταν πέθανε η γιαγιά. Με απομάκρυναν από εκεί, όχι προς μεγάλη μου λύπη, και με έστειλαν να παρακολουθήσω την κατασκευή του φέρετρου. Μόνο η θέα του δρεπανιού στα χέρια του πατέρα μου απέσπασε τα μαγεμένα μάτια μου από την πλάνη του ξυλουργού. Ο Άμπου Τζαμίλ μου έκλεισε το μάτι και είπε: «Σας δουλεύει η γριά, πρωταπριλιά δεν είναι σήμερα;». Μια πεταλούδα στροβιλιζόταν πάνω από ένα άλλο ετοιμοθάνατο σώμα είκοσι τέσσερα χρόνια μετά από εκείνη την πρωταπριλιά. Μια λευκή μικροσκοπική πεταλούδα, από εκείνες που έλκονται από τα φώτα των σπιτιών τα καλοκαιρινά βράδια στη Χάιφα. Κάτω από άλλες συνθήκες, η μητέρα μου θα την αποκαλούσε μπασούρα, δηλαδή οιωνό καλών ή κακών. Η μητέρα μου δεν πρόσεξε την πεταλούδα, τα θολά της μάτια ήταν στυλωμένα στο στόμα που ανοιγόκλεινε κάθε λίγα δευτερόλεπτα κι ελευθέρωνε, ολοένα και πιο ξέπνοα, τα χρόνια που είχαν σωρευτεί μέσα στο σώμα που κειτόταν κάτω από το πέταγμα της πεταλούδας. Πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή, μερικές δεκάδες μέτρα μακριά από το σπίτι, έτρεχε μια εμπορική αμαξοστοιχία και οι τοίχοι σείστηκαν ελαφρά στο πέρασμά της. Το ρυθμικό κροτάλισμα των τροχών πάνω στις ράγες έδινε στη σκηνή μια απατηλή αίσθηση ακρίβειας. Κάτω από το δάπεδο που μετέδιδε τις δονήσεις της μηχανής στα πόδια μας, οι ρίζες του ευκάλυπτου συνέχιζαν να διαλύουν τις σωληνώσεις του υπονόμου. Ο παπάς έχασε τον ρυθμό της ψαλμωδίας, καθώς το χέρι του χτύπησε πάνω στην πεταλούδα, αλλά, συνηθισμένος σε τέτοιες καταστάσεις, εναρμονίστηκε με τον ελιγμό και ύψωσε τη φωνή του πάνω από τον θόρυβο του τρένου. Προς στιγμήν φάνηκε σαν να ’ταν όλη η σκηνή βγαλμένη από κάποιο όνειρο της αυγής, κι η πεταλούδα, που είχε εισβάλει με τόση λεπτότητα, είχε ανατρέψει τις ισορροπίες κι ολόκληρη η σκηνή επρόκειτο να διαλυθεί με το πρωινό ξύπνημα. Και παρόλο που είχε κοπάσει ο θόρυβος των τροχών, η φωνή συνέχισε σε τόνο
υψηλό προκειμένου να ενθαρρύνει το πνεύμα που δεν επιθυμούσε πλέον να κατοικεί στην αδύναμη σάρκα: «Της ευσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ημίν, ευλογημένη Θεοτόκε ». Επειδή όμως η ευλογημένη Θεοτόκος προτιμά τις ικεσίες αυτών που ψιθυρίζουν, ο παπάς επανέλαβε χαμηλόφωνα την ικεσία κι επικαλούμενος για τελευταία φορά την ευλογημένη Θεοτόκο, της ζήτησε να ανοίξει την πύλη της ευσπλαχνίας για τον μελλοθάνατο. H πόρτα ήταν ανοιχτή ούτως ή άλλως, όσο μια χαραμάδα, κι η πεταλούδα πέταξε. Το κεφάλι του πατέρα μου, συνηθισμένο για χρόνια σε μαξιλάρια παραγεμισμένα με πίτουρα, βούλιαζε τώρα σε ένα μαξιλάρι από βαμβάκι. Η γιαγιά Άλια ήταν αυτή που είχε πρώτη την ιδέα να παραγεμίσει τα μαξιλάρια με πίτουρα, τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, όταν ο άντρας της ο Τζουμπράν, του οποίου το όνομα φέρει ο μεγάλος μου αδελφός, κατοικούσε σε μια μακρινή ήπειρο. Ο πατέρας μου ακολούθησε το παράδειγμά της, όχι τόσο στη μνήμη της μητέρας του, όσο στη μνήμη ενός κόσμου που χάθηκε, όπως λέει κι o σοφός λαός, σαν το άχυρο που σκόρπιζε ο άνεμος στο αλώνι του χωριού που άφησε πίσω του για να πάει στην πόλη στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η γιαγιά κειτόταν κάτω από το δυτικό παράθυρο. Στο φαρδύ περβάζι του η μητέρα μου τοποθετούσε την τσαγιέρα, από όπου έχυνε νερό για να πλύνει το πρόσωπό της. Ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε το περβάζι για να αποσυναρμολογήσει την γκαζόλαμπα κάθε τέσσερις εβδομάδες, το απόγευμα της Κυριακής. Έκλεινε πρώτα καλά καλά το παράθυρο, γύριζε οριζόντια ένα σκαμνί κι ανάμεσα στα πλαϊνά στηρίγματά του στερέωνε την κεφαλή της λάμπας που στήριζε αυτή τη μαγική υποδοχή μέσα στην οποία η κηροζίνη μετατρεπόταν σε φως. Αυτή η υποδοχή προκαλούσε διαρκώς αγωνία στον πατέρα μου μήπως διαλυθεί, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Η επιχείρηση καθαρισμού ολοκληρωνόταν με την επιθεώρηση του πίδακα της κηροζίνης που εκτινασσόταν μέσα από μια μικροσκοπική τρύπα, για τον κα-
15
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 15
16
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 16
θαρισμό της οποίας υπεύθυνη ήταν μια λεπτή βελόνα. Ο πίδακας της κηροζίνης σχημάτιζε ένα χαρούμενο τόξο στον αέρα, χρωματίζοντας τις φωτεινές κηλίδες που έμπαιναν στο δωμάτιο μέσα από το φύλλωμα της βερικοκιάς που σκίαζε το πηγάδι. Το φως του ήλιου, διαπερνώντας το τζάμι, ύφαινε στο κρύο τσιμεντένιο πάτωμα, όπου κειτόταν τώρα η γιαγιά με το δρεπάνι πάνω στην κοιλιά της, ένα πιτσιλωτό χαλί που ξεθώριαζε κάθε φορά που ο πατέρας μου έσκυβε πάνω από την γκαζόλαμπα να εξετάσει τη βελόνα που είχε σπάσει μέσα στην τρύπα. Τώρα δεν υπήρχαν φωτεινές κηλίδες γύρω από τη γιαγιά μου. Ήταν νωρίς ακόμη κι ο ουρανός ήταν σκοτεινός. Θυμάμαι μόνο το δρεπάνι που χρησιμοποιούσαν στον θερισμό, τις μαυροφορεμένες γυναίκες που είχαν γονατίσει γύρω από το πτώμα και τον βουβό θρήνο της πλάνης του ξυλουργού που πάσχιζε να ετοιμάσει την τελευταία μαλακή κλίνη της γιαγιάς μου. Η σκληρή ζωή της είχε στραγγίσει μέσα από τις ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό της. Στεκόμουν σαν μαγεμένος δίπλα στο τραπέζι όπου δούλευε τώρα ο Άμπου Τζαμίλ και όπου άλλοτε στα τέλη του φθινοπώρου συσκεύαζαν τα αποξηραμένα φύλλα του καπνού, ραμμένα σε εκπληκτικά στοιχημένες σειρές, μέσα σε ένα ειδικό μεγάλο ξύλινο κιβώτιο. Όταν μου το επέτρεπαν, έφερνα στον θείο Γιούσεφ τις αρμαθιές του καπνού, κομμένες ήδη στη μέση, κι αυτός τις τοποθετούσε με τέχνη μέσα στο κιβώτιο. Όταν γέμιζε το κιβώτιο κι ο καπνός ξεχείλιζε σαν το γάλα που βράζει, ο θείος μου με τον γιο του τοποθετούσαν μια σανίδα κι έπειτα στέκονταν πάνω της για να συμπιέσουν τα αποξηραμένα φύλλα του καπνού και να δημιουργηθεί χώρος για νέες αρμαθιές. Η μυρωδιά της πρώτης βροχής ξυπνάει πάντα στον νου μου τη μυρωδιά από τα τριζάτα, συμπιεσμένα φύλλα του καπνού στο σπίτι του θείου μου. Η μυρωδιά αναδιδόταν κι απλωνόταν στη μικρή εσωτερική αυλή ανάμεσα στο σπίτι του θείου μου και το δικό μας. Η αυλή αυτή ήταν γεμάτη μοιρολογίστρες που είχαν έρθει να θρηνήσουν τη
γιαγιά που κειτόταν με σταυρωμένα τα χέρια· τα χέρια που κρατούσαν το ίδιο αυτό δρεπάνι στον θερισμό και κρατούσαν και τα δικά μου χέρια όταν τη συνόδευα στην επίσκεψη στη θεία Τζαλίλι που είχε απορρίψει την πρόταση γάμου του Άμπου Τζαμίλ, του ξυλουργού. Τόσο πολύ μου άρεσε το άγγιγμα του χεριού της γιαγιάς που δεν παραπονιόμουν που το κρατούσε πολλή ώρα με αποτέλεσμα να μουδιάζει το υψωμένο μου χέρι. Μόνο όταν φτάναμε μπροστά στην εκκλησία του χωριού, στα μισά της διαδρομής προς το σπίτι της θείας, άφηνε το χέρι μου για να κάνει τον σταυρό της κι εγώ έβρισκα την ευκαιρία να αλλάξω πλευρά και να της δώσω το άλλο μου χέρι. Το χέρι της θείας μου κρατούσε τώρα το χέρι του άντρα που ψυχορραγούσε, σφετεριζόμενη από τη μητέρα μου το άγγιγμα του χεριού που τόσο είχε αγαπήσει, με μια κίνηση που δήλωνε ότι ακόμη και σαράντα χρόνια γάμου δεν υπερέχουν των οικογενειακών δεσμών. Η γιαγιά γεννήθηκε τη χρονιά έκδοσης του οθωμανικού νόμου περί καλλιέργειας του καπνού. Ο πατέρας μου δεν ήξερε ακριβώς το έτος γέννησής της και υπολόγισε τη χρονολογία στο φθαρμένο δερματόδετο σημειωματάριό του βάσει άλλων σημαντικών γεγονότων στη ζωή του παππού Τζουμπράν. Αλλά, όπως είπα, η προφορική παράδοση τοποθετεί τη χρονολογία γέννησης της γιαγιάς κατά το έτος έκδοσης του οθωμανικού νόμου περί καπνού. Αν δεν είχα βρει τυχαία τον τόμο του 1874 της λιβανέζικης εφημερίδας Αλ-Τζινάν, δεν θα ήξερα πως ο πατέρας μου είχε δίκιο στους υπολογισμούς του. Το σπίτι μας στο χωριό ήταν σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων νότια της εκκλησίας. Έτσι, λόγω της εγγύτητας, αλλά και των θρησκευτικών πεποιθήσεων των γονιών μου, αναπτύχθηκε μια στενή σχέση ανάμεσα στην οικογένειά μου και τους ιερείς, που σε μένα και στον αδελφό μου στοίχισε τον πρωινό μας ύπνο αφού έπρεπε να βοηθάμε τον ιερέα κάθε πρωί στον όρθρο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ήρθε στο χω-
17
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 17
18
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 18
ριό ένας εκκεντρικός ιερέας και ήταν, προφανώς, ο πρώτος άντρας που κρατούσε ομπρέλα τις ζεστές μέρες της καλοκαιρινής ξηρασίας. Το λευκό παρασόλι προστάτευε τον ευαίσθητο ιερέα από τον ανήλεο ήλιο, αλλά τον άφηνε εκτεθειμένο σε πολλά, διακριτικά μεν χλευαστικά δε, χαμόγελα και του διασφάλισε μια εξέχουσα θέση στη λίστα των εκκεντρικών της συλλογικής μνήμης του χωριού. Μαζί με το παρασόλι του ο ιερέας έφερε μια συλλογή παλαιών βιβλίων και περιοδικών, τα οποία εποφθαλμιούσε ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Τζουμπράν. Σιγά σιγά αυτή η συλλογή βρήκε τον δρόμο προς τη βιβλιοθήκη μας, που ήταν εντοιχισμένη στον χοντρό τοίχο. Η πόρτα της στο χρώμα της ελιάς ήταν κλειδωμένη με το κίτρινο κλειδί που φυλασσόταν στο πιάτο με τα γλυκά, μέσα στην ντουλάπα που έφεραν αποσυναρμολογημένη με φορτηγό από τη Βηρυτό το 1940 και κατόπιν τη φόρτωσαν σε δυο καμήλες στο χωριό Ρμέις, κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο. Οι πόρτες, τα ράφια και τα συρτάρια ήταν καλυμμένα με έναν λεπτό καφέ καπλαμά, που είχε επιβιώσει από το ταξίδι, ενώ στη μεσαία πόρτα υπήρχε κι ένας βαρύς καθρέφτης. Πίσω από αυτόν τον καθρέφτη ήταν κλειδαμπαρωμένο το πιάτο, όταν ήταν γεμάτο γλυκά. Υπήρχε μια παράδοση στην οικογένειά μας: δεν μπορούσαμε να πάρουμε το κλειδί της βιβλιοθήκης αν δεν άδειαζε το πιάτο από τα κεράσματα για τους επισκέπτες. Ωστόσο όλοι ήξεραν πως ο μεγάλος μου αδελφός, ο βιβλιοφάγος, που έκανε συστηματικά επιδρομές στη βιβλιοθήκη του ιερέα, είχε βρει τρόπο να λασκάρει την κλειδαριά ανασηκώνοντας την κάτω αριστερή γωνία της πόρτας με τον καθρέφτη. Με τον καιρό έμαθα κι εγώ το εξαιρετικό αυτό κόλπο, που μου επέτρεπε όχι μόνο να κάνω επιδρομές στο πιάτο με τα γλυκά, αλλά και να αγγίζω ένα μαγικό ξύλινο σπαθί με βαμμένη κόκκινη λεπίδα, το οποίο ο αδελφός μου φύλαγε μέσα στην ντουλάπα. Δεν το επέστρεψε ποτέ στους κανονικούς του ιδιοκτήτες, αφότου τελείωσε η σχολική παράσταση που τόσο
είχε αγχώσει τους συμμετέχοντες. Για ένα ολόκληρο τρίμηνο οι μαθητές του σχολείου έκαναν πρόβες με τον φόβο για το βαρύ χέρι του καθηγητή των μαθηματικών και του διευθυντή, του προκατόχου του ιερέα με το παρασόλι. Οι ηθοποιοί της παράστασης, που έπρεπε ακόμη και να κοιμηθούν στο σχολείο τη νύχτα πριν την παράσταση για να φυλάνε τα σκηνικά, βρήκαν τρόπο να εκδικηθούν τον τυραννικό σκηνοθέτη και τον βοηθό του, ρίχνοντας μελάνι στους πολύχρωμους ηπειρωτικούς χάρτες και στους άσπρους τοίχους και αφήνοντας τον ιερέα με την υποψία πως το νερό της στέρνας κάτω από το πάτωμα της τάξης, το νερό που διοχετευόταν σε μια δεξαμενή στην οροφή κι από εκεί στο σπίτι του ιερέα στον δεύτερο όροφο του σχολείου, δεν ήταν πλέον καθαρό. Στην παράσταση ο αδελφός μου ήταν ξιφομάχος, και μολονότι ο ρόλος του δεν είχε ούτε μιαν ατάκα, ήταν ο μόνος μαθητής που είχε τυπωμένο το κείμενο του θεατρικού. Με τον καιρό, πολλά βιβλία το ακολούθησαν στην εντοιχισμένη βιβλιοθήκη. Αργότερα αυτά τα βιβλία άλλαξαν χέρια προκειμένου να μπερδέψουν τα ίχνη τους, αλλά τον έχω ακόμη τον τόμο της Αλ-Τζινάν του 1874, της χρονιάς που γεννήθηκε η γιαγιά μου, όπου βρήκα το πλήρες κείμενο του νόμου περί καλλιέργειας του καπνού. Η γιαγιά Άλια παραπονιόταν όλη της τη ζωή για τη στραβή της τη μοίρα που την πέταξε στα χέρια της οικογένειας των ξεροκέφαλων Σαμάς. Ο παππούς μου, μεγαλύτερός της κατά δεκατέσσερα χρόνια, την άφησε δυο φορές για να σαλπάρει μακριά. Την πρώτη φορά στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν έφυγε στη Βραζιλία για έναν χρόνο, αφήνοντάς την με τον θείο Γιούσεφ, βρέφος μόλις μερικών μηνών, να στριγκλίζει στην αγκαλιά της. Κι έπειτα, λίγο πριν ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, πήγε στην Αργεντινή, όπου κι εξαφανίστηκε για δέκα περίπου χρόνια, αφήνοντας πίσω του πεινασμένους τους τρεις γιους και τις τρεις κόρες του. Όταν επιτέλους επέστρεψε, έφερε ένα μεγάλο ξύλινο μπαούλο κι ένα ψα-
19
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 19
20
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 20
λίδι. Όταν οι γιοι του άνοιξαν το μπαούλο, είδαν πως περιείχε μερικά ρούχα με ίχνη σκουριάς. Ο παππούς, για κάποιο λόγο, είχε κρύψει το ψαλίδι ανάμεσα στα ρούχα κι αυτό σκούριασε στο διάρκειας τριών μηνών ταξίδι του στη θάλασσα κι άφησε πάνω στα ρούχα «τρελά σχέδια», όπως τα ’λεγε η γιαγιά. Επτά χρόνια αργότερα αποχαιρέτησε τον γιο της Τζίριες και δεν τον ξαναείδε ποτέ. Τον διατηρούσε στη μνήμη της, αφηγούμενη μια ιστορία με δύο δοχεία γάλα που της είχε αγοράσει κάποτε, κι αυτό την έκανε πάντα να γελάει, κρύβοντας το πρόσωπό της πίσω από το μαντίλι της. Τα χρόνια του πολέμου της πήραν, λόγω μιας ασθένειας, και το ένα της μάτι και σε αντάλλαγμα της χάρισαν την τέχνη να μένει στο σπίτι και να φυλάει τα αντικείμενα. Δεν πετούσε τίποτε κι ακολουθούσε τα αντικείμενα στα διάφορα στάδια της μεταμόρφωσής τους. Το πολυκαιρισμένο φόρεμά της έγινε κάρα, ένα στρογγυλό μαξιλάρι πάνω στο οποίο άπλωνε το φύλλο της ζύμης για να το ακουμπήσει στον καυτό τσίγκινο θόλο του φούρνου. Κι όταν αυτό είχε πλέον φθαρεί, έγινε τουράχα, μαξιλάρι καθίσματος των φτωχών, κι όταν κι αυτό πάλιωσε με τη σειρά του, έγινε κουρελόπανο για να γυαλίζουν τα παπούτσια στο τσαγκάρικο του πατέρα μου. Τα γράμματα του θείου Τζίριες, που δεν τον γνώρισα ποτέ, έφταναν αναπάντεχα από την Αργεντινή. Όλα τους, μέχρι και το τελευταίο που υπάρχει ακόμη ανάμεσα στις σελίδες του ευχολογίου του πατέρα μου, κατέληγαν ως εξής: «Και σε όποιον ισχυρίζεται πως δεν του έστειλα χαιρετισμούς, στέλνω διά του παρόντος χίλιους και έναν χαιρετισμούς». Αφότου πέθανε η γιαγιά, τα γράμματά του άφηναν για πρώτη φορά να διαφαίνεται μια χαραμάδα νοσταλγίας για την πατρίδα του. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Τζουμπράν, που τότε ήταν μαθητευόμενος στο τσαγκάρικο του πατέρα μου, προσπάθησε να τρυπώσει μέσα από αυτή τη χαραμάδα γράφοντάς του και ζητώντας να του στείλει δέρματα από την Αργεντινή. Κι ο θείος
Τζίριες όχι μόνο δεν έσπευσε να απαλύνει κατ’ αυτόν τον τρόπο τη νοσταλγία του, αλλά τυλίχτηκε σε ένα πέπλο σιωπής που διήρκεσε σχεδόν δέκα χρόνια, ώσπου η αδελφή μου αποκατέστησε την αλληλογραφία μαζί του στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Τα γράμματά του εκείνα ήταν σαν τα τελευταία σινιάλα ενός πλοίου που βυθίζεται. Αρκετούς μήνες μετά το τελευταίο του γράμμα, μάθαμε από ένα γράμμα που έστειλε στο χωριό ο φίλος του, ο οποίος είχε φύγει μαζί του το 1928, πως είχε πεθάνει απένταρος σε ένα γηροκομείο. Μαζί με τα υπέρογκα χρέη άφησε πίσω του και φήμες για την ύπαρξη ντόπιας συζύγου, άλλης από την πρώτη του σύζυγο την Αλμάζα που δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της στην Αργεντινή, αλλά είχε δει με τα μάτια της το πλοίο που απέπλευσε από το λιμάνι της Βηρυτού και μετέφερε τον θείο μου εκεί. Ο θείος Τζίριες ήταν ο μόνος από τους συνολικά έξι γιους και κόρες του παππού μου που κληρονόμησε αυτή τη «λόξα στο μυαλό», όπως την αποκαλούσε η γιαγιά μου, που μπορεί να ευθυνόταν για τις μεγάλες περιπλανήσεις του πατριάρχη της οικογένειας στις αρχές του περασμένου αιώνα. Από ένα απομακρυσμένο χωριό της νοτιοδυτικής Συρίας, που ονομαζόταν Χαμπάμπ, έφτασε κάποτε στο απομακρυσμένο χωριό Φασούτα της Γαλιλαίας, όπου έμελλε να γεννηθώ εγώ. Καθώς φαίνεται όμως, ο πρόγονός μας έφτασε εκεί όχι τόσο από την επιθυμία του για περιπλανήσεις, αλλά εξαιτίας του φόβου της οικογένειάς του για τη ζωή του, αφού τον καταζητούσαν με μανία τα μέλη της μουσουλμανικής φατρίας του χωριού. Ήταν ακόμη νεαρό αγόρι όταν ξεκίνησε τις πρώτες του περιπλανήσεις με τη συνοδεία του ιερωμένου πατέρα του, ο οποίος ήταν προικισμένος με μια ευχάριστη φωνή. Αυτή η φωνή προκάλεσε τελικά τον θάνατό του, τελείως αιφνίδια, σε ένα από τα πολυδογματικά χωριά της Κάτω Γαλιλαίας. Κάποιοι από τους κατοίκους του χωριού είχαν τόσο ενθουσιαστεί με την καθάρια φωνή του που προσπαθούσαν να τον πείσουν, αρχικά ή-
21
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 21
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 22
22
πια και στη συνέχεια διά της βίας, πως χαραμίζει το ταλέντο του στη μικρή εκκλησία του χωριού. Θα μπορούσε κάλλιστα να τέρψει με τη φωνή του ένα μεγαλύτερο κοινό ευσεβών και να τη στείλει ως την άλλη άκρη του χωριού και στους αιθέρες από τα ύψη του μιναρέ του τζαμιού. Κι αμέσως κίνησαν να τον ανεβάσουν στην κορυφή του μιναρέ, αλλά τελικά βρήκε τον θάνατο στη βάση του. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μαρτύρησε στο όνομά Του, όμως δεν έγινε ποτέ σαφές σε τίνος το όνομα. Ο θείος Γιούσεφ μου μετέφερε αυτή την ιστορία. Βέβαια, σε θέματα που αφορούν τα τζαμιά δεν πρέπει να του έχει κανείς απόλυτη εμπιστοσύνη. Στις αρχές του αιώνα αυτός και μερικοί άλλοι χωρικοί από τη Φασούτα διώχτηκαν και βασανίστηκαν από τους μουσουλμάνους κατοίκους του διπλανού χωριού, του Ντέιρ Ελ-Κάσι, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε στα εβραϊκά σε Μοσάβ Ελκός. Μπάλα τουλ σίρε, εν συντομία δηλαδή, όπως θα ’λεγε ο θείος μου, ο γιος σώθηκε πάλι την τελευταία στιγμή. Τον φυγάδεψαν από αυτό το χωριό της Κάτω Γαλιλαίας κι ήρθε να ζήσει στη Φασούτα, σε έναν ξάδερφό του. Το χωριό μας είναι χτισμένο πάνω στα ερείπια του Κάστρου Φασούβε της εποχής των Σταυροφόρων, το οποίο είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια της Μισφάτα, ενός εβραϊκού χωριού που ιδρύθηκε από τους ιερείς Χαρίμ,2 μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού.3 Λέγεται πως ακύρωσαν τις εντολές που αφορούσαν τη δεκάτη4 και το σαββατικό έτος της αγρανάπαυσης και γι’ αυτόν τον λόγο εισέπραξαν τέσσερις τιμωρίες: την πανώλη, το σπαθί, τον λιμό και την αιχμαλωσία. Και με τα λόγια του Εβραίου ποιητή του δεκάτου εβδόμου αιώνα Ελεαζάρ Μπεν Καλίρ: Εκδιώχθηκε από τη γη της η στολισμένη νύφη εξαιτίας των νόμων της αγρανάπαυσης και της δεκάτης: τετραπλά τιμωρήθηκε για τα κρίματά της,
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 23
Ο γιος δεν έκατσε να ξαποστάσει μέχρι να φτάσει στο μέρος που οι Σταυροφόροι αποκαλούσαν «το μέρος με την ωραία θέα» και που οι χωρικοί ονόμαζαν Φασούτα,5 σε μια προσπάθεια συμβιβασμού Εβραίων και Σταυροφόρων. Τελικά παντρεύτηκε εκεί κι έκανε οικογένεια. Η γιαγιά Άλια παντρεύτηκε τον γιο αυτού του περιπλανώμενου και δεν κατάφερε ποτέ να σβήσει το πάθος για περιπλανήσεις που σιγόκαιγε στα στήθη του Τζουμπράν, αυτό της επιφύλασσε η μοίρα, και του γιου της του Τζίριες, του μόνου από τα παιδιά της που είχε κληρονομήσει αυτή τη «λόξα στο μυαλό». Όποια παντρεύεται τσιγγάνο, όπως λέει κι η παροιμία, θα μάθει να του κρατάει και το ντέφι. Μα η γιαγιά δεν έμαθε ποτέ. Κι ούτε κατάφερε, όταν θήλαζε τον θείο Τζίριες, να του ποτίσει το κορμί με αυτή τη γαλήνη που απορρέει απ’ το να μένεις σπίτι. Ο θηλασμός έγινε θέμα όταν ο θείος Τζίριες αποφάσισε να φύγει για τη μακρινή Αργεντινή. Όταν όλα τα υπόλοιπα είχαν αποτύχει, του είπε πόσο είχε υποφέρει όταν τον θήλαζε και πως τελικά το γάλα που του έδωσε πήγε στράφι. Ο θείος μου τότε υπολόγισε πως η ποσότητα γάλακτος που είχε θηλάσει από τη γιαγιά ήταν ίση με δύο δοχεία. Μια εβδομάδα περίπου πριν απ’ την αναχώρησή του, σηκώθηκε πολύ νωρίς το πρωί, έλυσε το γαϊδουράκι του θείου Γιούσεφ και κίνησε για το χωριό. Μια ώρα αργότερα το γαϊδουράκι γύρισε μόνο του, κουβαλώντας δύο δοχεία γάλα. Η γιαγιά μου κάλυψε το πρόσωπό της με το μαντίλι της και δεν είπε τίποτε. Σαράντα χρόνια αργότερα η μικρότερη αδελφή του, η Τζαλίλι, που δεν παντρεύτηκε τον ξυλουργό, θα έλεγε: «Αγαπημένε μου αδελφέ Τζίριες, δεν ήταν κανείς πλάι σου να σου δώσει ένα ποτήρι νερό την ώρα που ψυχορραγούσες;». Η γυναίκα του θείου Τζίριες, η Αλμάζα, αποτραβήχτηκε ό-
23
την ξεγύμνωσαν οι Χαρίμ της Μισφάτα.
24
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 24
ταν είδε το νερό τον Νοέμβριο του 1928. Εξαρχής άλλωστε δεν της άρεσε η ιδέα της μετανάστευσης. Στάθηκε στην προβλήτα, στο λιμάνι της Βηρυτού, και είδε το πλοίο να απομακρύνεται, κρατώντας στην αγκαλιά της τον πρωτότοκο γιο του θείου μου, τον Αντόν, που ήταν εννέα μηνών. Έξι μήνες αργότερα ο θείος μου της έστειλε ένα εισιτήριο, αλλά και πάλι δεν ήθελε να πάει. Έμεινε στη Βηρυτό μαζί με κάποιους μακρινούς συγγενείς της και τα ’βγαζε πέρα καθαρίζοντας σπίτια πλούσιων οικογενειών. Έναν χρόνο αργότερα έφτασε το νέο στο χωριό, πως ο μικρός Αντόν είχε αρρωστήσει και τελικά πέθανε. Ο θάνατός του έκοψε και τον τελευταίο δεσμό της Αλμάζα με τον άντρα της και με την οικογένειά του στη Φασούτα, το χωριό στο οποίο είχε γεννηθεί. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η Αλμάζα αναθυμήθηκε αυτή τη μακρόσυρτη στιγμή στην προβλήτα. Είχε επιστρέψει τότε στο χωριό και της είχαν πει πως στο τελευταίο του γράμμα ο θείος μου την εκλιπαρούσε να τον συγχωρήσει, την αποκαλούσε «φως των ματιών μου» και υποσχόταν να επιστρέψει. Όταν η Αλμάζα περπατάει στους δρόμους του χωριού, κρατάει στα χέρια της το πουπουλένιο μαξιλάρι που κοιμόταν ο Αντόν. Σκαρφαλώνει στη συκιά της αυλής του σπιτιού όπου είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο. Αυτό της θυμίζει μια λωρίδα ύφασμα που είχε τυλίξει ο θείος γύρω από τη συκιά κοντά στο σπίτι μας πριν φύγει. Ήξερε πως αυτή δεν θα τον ακολουθούσε κι ήξερε πως αν στην επιστροφή του έβλεπε τη λωρίδα λυμένη, θα ήταν σημάδι πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει. Τώρα σκίζει λωρίδες από τα ρούχα της και τις τυλίγει γύρω από τα χέρια της κι εκλιπαρεί να της βάλουν μόνο ένα πράγμα μαζί της στο φέρετρο, το μαξιλάρι του Αντόν. Κι εγώ, που τα καταγράφω τώρα όλα αυτά, φέρω το όνομα αυτού του παιδιού. Όλα αυτά τα άκουσα για πρώτη φορά από τον θείο Γιούσεφ, καθώς στεκόμουν σε έναν βράχο στη μέση της ντουάρα, του πίσω κήπου του σπιτιού του, και τον κοίταζα να κλαδεύει
το αμπέλι. Σύμφωνα με τον θρύλο, αυτός ο βράχος φράζει μία από τις εισόδους της τεράστιας σπηλιάς που βρίσκεται κάτω από το κέντρο του χωριού. Αυτή η σπηλιά λέγεται πως άνοιξε μόνο μία φορά, για να κρυφτούν οι χωρικοί το 1860, όταν είχαν φτάσει στη Φασούτα φήμες για τους θρησκευτικούς πολέμους στον Λίβανο. Στη θέα των σωρών από χρυσάφι και των θησαυρών που είχαν θαφτεί εκεί κατά τις σταυροφορίες, οι χωρικοί έχασαν τον νου τους και σοκαρίστηκαν τόσο πολύ που δεν μπόρεσαν να πάρουν τίποτε μαζί τους. Κανείς δεν τους πίστεψε από τη στιγμή που σφραγίστηκε και πάλι η σπηλιά, εφόσον δεν είχαν καμία χειροπιαστή απόδειξη. Η ξαδέρφη μου είχε δει αρκετές φορές τον βράχο να λαμπυρίζει τις νύχτες με πανσέληνο. Κι είχε δει ακόμη και τον Αρ-Ρασάντ, τον πετεινό που είχαν επιτάξει τα τζίνια να φυλάει την είσοδο της σπηλιάς. Αλλά κανείς θνητός δεν είχε δει το φτερό που αφήνει πίσω του ο Αρ-Ρασάντ κάθε εβδομήντα χρόνια. Γιατί ποιος είναι αρκετά σοφός ώστε να ξέρει πώς μετρούν τον χρόνο τα τζίνια και ποιος είναι αρκετά σοφός ώστε να ξέρει το ημερολόγιό τους; Εκτός από αυτή τη λόξα στο μυαλό, ο θείος Τζίριες δεν είχε άλλα εφόδια για να τα βγάλει πέρα στην καινούρια του ζωή. Στα πρώτα του γράμματα, εκτός από τον θυμό του προς τη γυναίκα του την Αλμάζα που είχε αρνηθεί να τον ακολουθήσει, υπήρχαν μόνο οι συνήθεις εκφράσεις των μεταναστών. «Είμαι καλά και δεν μου λείπει τίποτε, μόνο τα φωτεινά σας πρόσωπα», αυτή ήταν πάντα η πρώτη πρόταση. Και στην κατακλείδα έστελνε πάντα χίλιους και έναν χαιρετισμούς σε όσους έλεγαν πως δεν τους είχε στείλει τους χαιρετισμούς του. Οι τωρινοί γέροντες του χωριού θυμούνται ακόμη τον ωραίο νέο που είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία ενός πολιτιστικού συλλόγου. Τον ενοχλούσε τον θείο Τζίριες που οι νέοι του χωριού δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για τη διατήρηση των εθίμων και της παράδοσης. Μετά από έναν γάμο στο χωριό Ικρίτ (το οποίο έμελλε να εκκενωθεί το 1948 και να γίνει πηγή πολλών
25
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 25
26
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 26
στεναγμών νοσταλγίας), είχε θυμώσει με τους άλλους νέους του χωριού που είχαν ντροπιάσει τη Φασούτα, επειδή δεν μπόρεσαν να συνοδεύσουν τους υπόλοιπους χορευτές στον χορό ντάμπκε σαμαλίγιε,6 στον θυελλώδη χορό του βορρά, και επέστρεψαν με την ουρά στα σκέλια στο χωριό μας. Εκείνο το βράδυ ανακοίνωσε την ίδρυση μιας ομάδας χορού. Θα δίδασκε ο ίδιος χορό όποιον ήθελε να μάθει να χορεύει ντάμπκε. Ήταν επίσης ο μόνος μουσικός της ομάδας, έπαιζε υπέροχα μιτζούεζ,7 τον διπλό αυλό των βοσκών, αραβική εκδοχή της γκάιντας. Κι ενώ η γκάιντα έχει ασκό, το μιτζούεζ χρησιμοποιεί αντ’ αυτού το στόμα του οργανοπαίχτη. Στα νιάτα του κι ο πατέρας μου επίσης είχε δώσει την ανάσα του στο μιτζούεζ. Μελετούσε ατέλειωτες ώρες κι η γιαγιά μου είχε απελπιστεί, όχι όμως από τον αναστενάρικο ήχο του μιτζούεζ. Για να παίξει κανείς μιτζούεζ, πρέπει πρώτα να βάλει ένα άχυρο σε ένα ποτήρι νερό και να φυσήξει μέσα από αυτό. Όσο περισσότερη ώρα μπορείς να κάνεις μπουρμπουλήθρες στο νερό, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να γίνεις ένας επιτυχημένος παίχτης μιτζούεζ. Η γιαγιά μου πίστευε πως το να φυσάει κανείς μπουρμπουλήθρες σε ένα ποτήρι νερό ήταν απλώς χάσιμο χρόνου. Αναμφίβολα ο θείος μου θα στενοχωριόταν πολύ αν άκουγε πως σήμερα έχει απομείνει μόνο ένας παίχτης μιτζούεζ στο χωριό, ενώ ακόμη κι αυτός είχε εκτοπιστεί από τα ηλεκτρικά μουσικά όργανα στους γάμους. Ο θείος Τζίριες άφησε πίσω του τον γιο του, αλλά μαζί του στην Αργεντινή πήρε το μιτζούεζ. Κι αν είχε βρεθεί τελικά κανείς να του δώσει ένα ποτήρι νερό όταν ψυχορραγούσε, αναδύθηκαν άραγε οι μπουρμπουλήθρες της μνήμης στον νου του; Το ψαλίδι που ανήκε στον πατέρα, ο οποίος ήταν κάποτε κουρέας, βρίσκεται τώρα μαζί με τα άλλα εργαλεία του μέσα στο δαμασκηνό ξύλινο κουτί με τα ένθετα σεντέφια που είχε αγοραστεί στη Βηρυτό το 1930 σαν δώρο αρραβώνων για τη μητέρα μου. Ο σουγιάς του πατέρα μου, με τη μαύρη λαβή α-
πό κέρατο, δεν ήταν μέσα στο κουτί, όπως το περίμενα. Αρκετές μέρες αργότερα τον βρήκα μέσα στον χαρτοφύλακά του. Αυτό το σουγιαδάκι που ποτέ δεν πίστευα πως θα έπαιζα με τόση χαρά μαζί του, το χρησιμοποιούσε στο παρελθόν ο θείος Γιούσεφ «για να δέσει τα στόματα των άγριων θηρίων». Κάθε φορά που ένας χωρικός έχανε μια αγελάδα ή ένα άλογο, πήγαινε το βράδυ, έπειτα από μια μέρα άκαρπης αναζήτησης, να βρει τον θείο Γιούσεφ και του ζητούσε να δέσει τα στόματα των άγριων θηρίων για να μπορέσει κι αυτός να ξεκουραστεί. Ο θείος δανειζόταν τον σουγιά του πατέρα μου, τραβούσε τη λεπίδα, ψέλλιζε ένα ακατάληπτο ξόρκι και ξανάβαζε τη λεπίδα στη θέση της, προειδοποιώντας πως ο σουγιάς δεν πρέπει να ξανανοίξει μέχρι να βρεθεί το ζώο που είχε χαθεί. Μετά από καιρό ανακάλυψα πως το ξόρκι δεν ήταν παρά το «Πιστεύω» που ψέλλιζε ο θείος μου ανάστροφα πάνω από τη λεπίδα του σουγιά. Τώρα ο παπάς το απήγγειλε σαν συγχώρεση, αλλά στο χέρι του κρατούσε το ευχολόγιο και ο λόγος του έρρεε από την αρχή προς το τέλος. Ο θείος Γιούσεφ δεν είχε δει την πεταλούδα, αφού είχε επιστρέψει στο χωριό την προηγούμενη μέρα. Ο σουγιάς δεν βρισκόταν μέσα στο δαμασκηνό κουτί με τα ένθετα σεντέφια, αλλά υπήρχε μια γκρίζα τούφα από τα μαλλιά της γιαγιάς Άλια, τυλιγμένη με μια σελίδα ενός χριστιανικού περιοδικού που είχε το τελευταίο μέρος ενός άρθρου που εξυμνούσε την Ιερά Εξέταση και την αρχή ενός άλλου για τη Χαναναία που πίστεψε στον Χριστό μετά τον εξορκισμό της κόρης της. Η διπλωμένη σελίδα είχε τοποθετηθεί στην εσωτερική τσέπη του φθαρμένου δερματόδετου σημειωματάριου του πατέρα μου. Δίπλα στο σημειωματάριο υπήρχαν δύο μικρά μπλε βελούδινα κουτιά, ό,τι είχε απομείνει από τα νυφικά κοσμήματα που είχαν κλαπεί τριάντα χρόνια πριν μέσα από το ίδιο αυτό δαμασκηνό κουτί όπου τα φύλαγε η μητέρα μου. Είχε έρθει στη Φασούτα στα τέλη της δεκαετίας του ’30 για να διδάξει
27
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 27
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 28
28
γαλλικά κι είχε ερωτευτεί τον άντρα που τώρα κειτόταν μπρος της. Για χατίρι του είχε αποχωριστεί την οικογένειά της στη Βηρυτό και τις αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας στα σοκάκια των ψαράδων της Τύρου. Και τώρα αυτός την εγκατέλειπε στη διασπορά της νοσταλγίας της. Σε μία από τις σελίδες του σημειωματάριου, ανάμεσα σε λίστες με τις ημέρες εργασίας του γιου της θείας Νατζίμπε στο τσαγκάρικο του πατέρα μου, το οποίο άνοιξε αφότου φαλίρισε το κουρείο, κι ανάμεσα σε υπολογισμούς των ποσών που του όφειλαν οι χωρικοί, ο πατέρας μου είχε γράψει με την κουμπία του, το ανεξίτηλο μολύβι του: «Η μητέρα μου πέθανε την Τετάρτη τριάντα μία Μαΐου του 1954, στις έξι παρά δέκα το βράδυ». Τώρα ο αδελφός μου πλησιάζει στην ντουλάπα, ανοίγει το δαμασκηνό κουτί με τα ένθετα σεντέφια, βγάζει το σημειωματάριο και στον χώρο που είχε αφήσει ο πατέρας μου κάτω από αυτές τις γραμμές, γράφει με στιλό διαρκείας: «Κι ο πατέρας μου πέθανε τη Δευτέρα δεκαεννιά Ιουνίου του 1978 στις δέκα παρά είκοσι το βράδυ. Ήταν εβδομήντα ετών». Πολλές σελίδες αυτού του σημειωματάριου παραμένουν ακόμη λευκές.
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 29
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Βδιά, κοντά στο μοναστήρι, και φυλάνε τον θησαυρό. Εκεί λέπω
τρία λευκά άλογα που στέκονται πλάι στη βελανι-
πρέπει να σκάψουμε. Τώρα όμως βλέπω μόνο λάδι». Με χαμηλωμένα τα μάτια, κοίταζε τον αδελφό της που συντόνιζε το μαντάλ.8 Την ικέτευσε να κοιτάξει άλλη μια φορά την κηλίδα του λαδιού που επέπλεε στο νερό μέσα στο πιατάκι μπροστά της. Καθώς κοιτούσε το λάδι, την κυρίευσε αίφνης η αίσθηση πως το μαντάλ είχε χαθεί και πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τους κόσμους που ξεδιπλώνονταν μπροστά στα μάτια της, σαν τη μεταξωτή βεντάλια στα χέρια της μητέρας της στην κυριακάτικη λειτουργία της εκκλησίας στον απέναντι δρόμο, του Αγίου Θωμά της Τύρου. Η μητέρα της είχε χηρέψει όταν ήταν έγκυος τεσσάρων μηνών σ’ εκείνη. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της μεταβίβασε τη διαχείριση του καταστήματος στον μεγαλύτερο αδελφό της τον Ελίας, που τώρα συντονίζει το μαντάλ. Τότε ήταν μόλις δώδεκα ετών και σύντομα έφερε το κατάστημα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Αμέσως μετά η μητέρα της ξεκίνησε να ράβει για να συντηρήσει τα τέσσερα παιδιά της. Ο νεότερος αδελφός της, ο Σουκραλλάχ, αποφάσισε να γίνει ιερέας και πήγε στο θρησκευτικό σεμινάριο Ας-Σαλαχίγε, στην Ιερουσαλήμ. Η δεύτερη κόρη της, η Ροζ, έγινε κι αυτή μοδίστρα, δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέθανε σε μέση ηλικία, από μια εξαντλητική ασθένεια. Είχε μια ουλή στο γόνατο που την ενοχλούσε κάθε χρόνο
29
«
30
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 30
την ίδια εποχή, αναμνηστικό από κάτι που συνέβη στην παιδική της ηλικία, όταν προσπαθούσε να πείσει τη μικρή της αδελφή, αυτήν που κοιτούσε τώρα το μαντάλ, να της δώσει λίγα καρύδια, απ’ αυτά που είχε στη χούφτα της. Η αδελφή της τσίριξε κι ίσως επειδή ήταν τόσο μικρή κι αβοήθητη, η μητέρα τους, σκυμμένη πάνω από τα ραψίματά της από τις πρώτες πρωινές ώρες, θύμωσε και πέταξε ένα ψαλίδι στη Ροζ, το οποίο διαπέρασε το γόνατό της. Κάθε χρόνο, στην επέτειο αυτού του συμβάντος, όταν ο πόνος σούβλιζε το γόνατό της, αναθυμόταν την αδελφή της, που έβλεπε ένα σωρό πράγματα στο πιατάκι, ώσπου μια μέρα έμεινε κενή η κηλίδα του λαδιού και σφραγίστηκαν οι αποκαλύψεις της. Είχε δει διάφορα πράγματα πριν από εκείνη τη μέρα με τον αδελφό της τον Ελίας, αλλά δεν είχε τολμήσει να τους επιτρέψει να διασχίσουν το κατώφλι των χειλιών της, ούτε καν της καρδιάς της. Τα έθαψε βαθιά μέσα της και τα φύλαξε τόσο προσεχτικά, όσο θα φυλούσε αργότερα το πιάτο με τα γλυκά πίσω από την κλειδωμένη πόρτα με τον καθρέφτη. Και μέχρι να γίνει δεκαεπτά ετών περίπου, δεν επέτρεπε καν στον εαυτό της να τα σκέφτεται. Κι όταν το επέτρεψε τελικά, δεν μπορούσε να συλλάβει το νόημά τους. Έβλεπε εικόνες να αναδύονται και να καταδύονται πάλι στην κηλίδα του λαδιού που τρεμόπαιζε στην επιφάνεια του πιάτου. Είχε δει κάποτε ένα παιδί να πεθαίνει. Το παιδί είναι ο γιος της και ταυτόχρονα το παιδί μιας άλλης γυναίκας της οικογένειας, που έρχεται να δει αν είναι καλά ο γιος της. Κι αυτό αλλάζει σχήμα και μεγαλώνει μέσα της, ένα νεκρό παιδί μεγαλώνει μέσα της, ένα πτώμα γαντζώνεται μέσα της και τα πάθη προσπαθούν να το εκριζώσουν, ώσπου υποκύπτουν κατευνασμένα. Όμως, είκοσι χρόνια αργότερα, βλέπει… «Πάρε μια βαθιά ανάσα, Ιλέιν, και κοίτα την κηλίδα του λαδιού, κοίτα καλά και συγκεντρώσου στην κηλίδα» της λέει τώρα ο αδελφός της. Κάνει ό,τι της λέει και προσπαθεί άλλη μια φορά να διεισδύσει στον σφραγισμένο κόσμο πίσω από την κηλίδα του λαδιού. Αλλά δεν βλέπει τίποτε, μόνο το πια-
τάκι πάνω στο κεντημένο τραπεζομάντιλο, την κηλίδα του λαδιού στην επιφάνεια του νερού και τον πεισματάρη αδελφό της, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε καλέσει μία επιτροπή από το μοναστήρι Χαρίσα που είναι χτισμένο πάνω από την πόλη Τζουνίγε,9 να έρθει στο σπίτι τους στην Τύρο και να δει με τα ίδια της τα μάτια τα θαύματα του εννιάχρονου κοριτσιού που διαβάζει το μαντάλ. Οι εντεταλμένοι είδαν με τα μάτια τους τα θαύματα και στη συνέχεια δημοσίευσαν ένα άρθρο στο περιοδικό του τάγματος, το οποίο μου δείχνει τώρα η μητέρα μου με περηφάνια, ένα συγκρατημένο, εκτενές άρθρο για το κορίτσι που μπορούσε να περιγράψει με λεπτομέρειες ολόκληρες σειρές βιβλίων, όπως ήταν ταξινομημένα στα ράφια της βιβλιοθήκης του μοναστηριού. Ακόμη και τότε όμως δεν τους είπε τίποτε παραπάνω. Δεν τους είπε πως έβλεπε μια εντοιχισμένη βιβλιοθήκη στο χρώμα της ελιάς ή πως έβλεπε αυτό το παιδί που πεθαίνει να παίρνει βιβλία από τη βιβλιοθήκη, να τα απλώνει πάνω στον καναπέ και να επιλέγει τον τόμο στον οποίο θα δημοσιευόταν το άρθρο με πρωτοβουλία του αδελφού της, του θυμωμένου κι απογοητευμένου αδελφού της, που άρπαξε το πιατάκι και το εκσφενδόνισε έξω από την πόρτα. Το πιατάκι στροβιλίστηκε πάνω από τα κάγκελα στην κορυφή της σκάλας με τα επτά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο και προσγειώθηκε σπάζοντας στο λευκό πλακόστρωτο από ασβεστόλιθο. Το νερό κύλησε στους πόρους της πέτρας, αλλά ο λεκές από το λάδι δεν βγήκε κι εμφανίστηκε εννιά χρόνια αργότερα σε μία από τις οικογενειακές φωτογραφίες που τόσο μου άρεσε να κοιτάζω όταν ήμουν παιδί. Τύρος, Λίβανος, 1936: τρία όμορφα κορίτσια κοιτούν απευθείας στον φακό. Πίσω τους ένα ετοιμόρροπο κιγκλίδωμα προστατεύει όποιον αποφασίσει να ανεβεί τα επτά σκαλοπάτια για να φτάσει στην πόρτα, που δεν φαίνεται στη φωτογραφία. Το κορίτσι αριστερά, η Μαρσέλ Φάραχ, η κόρη του αρχηγού του λιμενικού σώματος, θα παντρευτεί έναν Γάλλο που θα την εγκαταλείψει και θα επι-
31
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 31
32
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 32
στρέψει στην πατρίδα του. Η κοντούλα νεαρή στα δεξιά, η Λορίς Ριζκ, που είχε τυλιχτεί στον ώμο της μεσαίας για να μειώσει τη διαφορά ύψους, θα παντρευτεί και θα χηρέψει χωρίς να αποκτήσει παιδιά. Η μεσαία νεαρή, μπροστά στα πόδια της οποίας υπάρχει ένας ανεξήγητος λεκές, φοράει μαύρα και θα γίνει κάποτε η μητέρα μου. Τώρα όμως, στη φωτογραφία, σκέφτεται το λευκό της φόρεμα κι ένα ζευγάρι λευκά περιστέρια με κόκκινες κορδέλες δεμένες στον λαιμό τους μέσα σε ένα ψάθινο καλάθι με λευκή δαντέλα. Είναι μόλις τριών ετών, κρατά το καλάθι με τα μικροσκοπικά της χέρια κι απαγγέλλει στον Πατριάρχη Μάξιμο Δ΄ τους στίχους που είχε συνθέσει ο αδελφός της ο Ελίας γι’ αυτήν. Όταν τελειώνει, ο πατριάρχης σκύβει και τη φιλάει και στα δυο μάγουλα. Θυμάται ακόμη την αίσθηση της αγκαθωτής γενειάδας με εκείνο το ιδιαίτερο άρωμα των υψηλόβαθμων ιερέων. Ο ιερέας πίσω από τη γενειάδα δέχεται την προσφορά των δύο περιστεριών, που θα θυσιαστούν για το δείπνο του εκείνη την Κυριακή, και σε αντάλλαγμα γεμίζει το καλάθι με γλυκά. Όταν γυρίζουν στο σπίτι, η μητέρα καλωσορίζει το κοριτσάκι θυμιατίζοντας παντού γύρω της και πάνω από το κεφάλι της από φόβο για το κακό μάτι, που χρόνια πριν είχε πιάσει τον γιο της τον Ζοζέφ, που είχε γεννηθεί ανήμερα της Αναλήψεως και πέθανε την ίδια μέρα έναν χρόνο αργότερα. Ο Σουκραλλάχ, ο γιος που θα χειροτονηθεί ιερέας, θα διαλέξει το όνομα Ζοζέφ στη μνήμη του αδελφού του που ανήλθε στους ουρανούς, πλαισιωμένος από καλή παρέα, σε ηλικία μόλις ενός έτους. Και τότε μπαίνει στο δωμάτιο η δεσποινίς Σαάντα, μια καλόγρια ντυμένη με κοσμικά ρούχα, που διαχειριζόταν τα φιλανθρωπικά ιδρύματα του πατριάρχη και ζούσε μαζί με την οικογένεια της Ιλέιν. Επικρίνει τη μητέρα, επειδή, αν και πιστή χριστιανή, πιστεύει ακόμη στις μαγικές ιδιότητες του λιβανιού. Η δεσποινίς Σαάντα δεν έχει ιδέα ακόμη πως πρόκειται να καθορίσει τη μοίρα του λευκοντυμένου κοριτσιού.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, την Παρασκευή δεκατρείς Οκτωβρίου του 1936, στο κουρείο του πατέρα μου στο χωριό Φασούτα, κάθισε ένας άντρας και παραδόθηκε στην απόλαυση του ξυρίσματος με τα μάτια κλειστά, βυθίστηκε σε μια κατάσταση απόλυτης χαλάρωσης που θέτει τον νου σε υπερφυσική εγρήγορση. Μόλις ο πατέρας μου τελείωσε με τη σαπουνάδα, ο άντρας άνοιξε τα κοκκινισμένα του μάτια και κοίταξε έξω από το δυτικό παράθυρο. Το εκπαιδευμένο βλέμμα του είχε εστιάσει σε ένα σημείο στον ορίζοντα, εκεί όπου έστεκαν τρία λευκά άλογα, δεμένα στην πόρτα της στάνης, στη δυτική είσοδο του χωριού. Τα χέρια του άντρα σφίχτηκαν γύρω από την εγγλέζικη καραμπίνα ανάμεσα στα γόνατά του. Από αυτή την απόσταση κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει τα άλογα, ειδικά ο πατέρας μου, που παρά την ανατριχιαστική παρουσία της καραμπίνας, παρέμενε ψύχραιμος κι είχε επικεντρωθεί στο ακόνισμα της λεπίδας του πάνω στο τεντωμένο πέτσινο λουρί. Ο άντρας λαγοκοιμήθηκε. Όταν η λεπίδα άγγιξε τις φαβορίτες του, ξύπνησε με ένα τίναγμα του κεφαλιού. Από το λεπτό κόψιμο κοντά στ’ αυτί του ανάβλυσε ένας πίδακας αίματος. Κι όταν ο πατέρας μου πίεσε το αιμοστατικό πάνω στην πληγή για να σταματήσει τη ροή του αίματος, μια σουβλιά διαπέρασε τον άντρα, τα χέρια του σφίχτηκαν πάλι γύρω από την καραμπίνα και το βλέμμα του εστίασε στα τρία λευκά άλογα. Δεν ακουγόταν τίποτε μέσα στον μικρό χώρο του κουρείου, παρά μόνο το σύρσιμο της λεπίδας πάνω στη γενειάδα. Ο άντρας σκεφτόταν την πίτα,10 παραγεμισμένη με μτζάνταρα,11 που είχε φέρει ο ανιψιός του μπαμπά από το σπίτι της γιαγιάς Άλια. Τότε η σκιά μιας φιγούρας που περνούσε έξω από το δυτικό παράθυρο παραλίγο να κάνει το χέρι του πατέρα μου να σύρει κατά μήκος τη λεπίδα στο μάγουλο του πελάτη του. Κοιτώντας έξω κατάφερε να δει τον ποδόγυρο του φορέματος της Ιλέιν Μπιτάρ, της καινούριας δασκάλας, που είχε αρχίσει να εργάζεται στο χωριό δύο μήνες πριν. Κατευθύνεται προς το σχολείο θηλέων που
2 – Αραμπέσκ
33
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 33
34
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 34
στεγάζεται σε δύο δωμάτια νότια της εκκλησίας, όπου επρόκειτο να φοιτήσω κι εγώ είκοσι χρόνια αργότερα. Καθώς περπατάει, ονειρεύεται τον κουρέα που θα παντρευτεί, τον οποίο είχε δει έναν χρόνο νωρίτερα στη Βηρυτό. Η δεσποινίς Σαάντα, η κοσμοκαλόγρια, ήρθε στη Φασούτα το καλοκαίρι του 1933, αφότου η οικογένεια Μπιτάρ με την οποία συγκατοικούσε μετακόμισε από την Τύρο στη Βηρυτό κι έπειτα από σοβαρές διαφωνίες με τον πατριάρχη. Την είχαν στείλει να εργαστεί στην επισκοπή της Γαλιλαίας μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Χατζάρ. Συνέχισε να εργάζεται στην επισκοπή ακόμη και μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου στις αρχές της δεκαετίας του ’40 και την αντικατάστασή του από τον αρχιεπίσκοπο Χακίμ, έναν ωραίο άντρα με αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Κατά την επισκοπεία του Χακίμ η δεσποινίς Σαάντα μετατέθηκε από τη Φασούτα στη Ναζαρέτ, την πόλη όπου αποκαλύφθηκε στην Παρθένο πως επρόκειτο να γεννήσει τον Υιό του Θεού. Της ανέθεσαν να αναλάβει το ορφανοτροφείο θηλέων της περιοχής. Υπηρέτησε σε αυτή την ιεραποστολή δέκα χρόνια περίπου, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50, οπότε η αστυνομία ξεκίνησε έρευνα για τον θάνατο του βρέφους ενός κοριτσιού του ορφανοτροφείου, που είχε γεννηθεί υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Η έρευνα έλαβε τέλος απότομα, όταν τα ίχνη της έφτασαν σε ευαίσθητες περιοχές, που είναι καλύτερα να αποσιωπώνται. Αν και η υπόθεση είχε κλείσει, το ορφανοτροφείο έκλεισε κι αυτό. Τα κορίτσια τα έστειλαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στον κόσμο κι η δεσποινίς Σαάντα μετατέθηκε στον Λίβανο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν η οικογένειά μου μετακόμισε στη Χάιφα, έτυχε να αναφέρει το όνομά της μία από τις γυναίκες της γειτονιάς, η οποία είχε δραπετεύσει από το ορφανοτροφείο θηλέων της Ναζαρέτ, γιατί δεν άντεχε την αυστηρή του πειθαρχία και τις τιμωρίες. Αυτό που την παρακίνησε να το σκάσει ήταν ένα εξαιρετικά καυτό μπάνιο που της είχε ετοιμάσει η ίδια η δεσποινίς Σαάντα.
Η δεσποινίς Σαάντα ήταν αυτή που έστειλε τον πατέρα μου τον Ιανουάριο του 1936 στο σπίτι της οικογένειας Μπιτάρ στη Βηρυτό για να παραδώσει ένα δεκάχρονο κορίτσι από το χωριό, που είχε χάσει και τους δύο γονείς του και κανείς από τους συγγενείς δεν είχε προσφερθεί να το υιοθετήσει. Το κορίτσι, η Λάιλα Χούρι, που το ξανθό της κάλλος είχε τρομάξει τους συγγενείς, έμεινε εννιά μήνες στο σπίτι της οικογένειας Μπιτάρ. Μια βδομάδα αφότου εμφανίστηκε με το κορίτσι, το σπίτι είχε γεμίσει ψείρες και η Ροζ, η αδελφή με το σημάδι από το ψαλίδι στο γόνατο, έκοψε τα πλούσια ξανθά μαλλιά του κοριτσιού, έλουσε το κρανίο της με κηροζίνη κι έκαψε όλα της τα ρούχα. Εννιά μήνες αργότερα, υπό τις προσταγές της δεσποινίδας Σαάντα, το κορίτσι πήγε να εργαστεί σαν παραδουλεύτρα στο σπίτι μιας άλλης οικογένειας της Βηρυτού, αν και οι συγγενείς της στο χωριό είχαν ενημερωθεί πως πήγε να σπουδάσει σε ένα ευυπόληπτο οικοτροφείο θηλέων στη χώρα των κέδρων. Προς τα τέλη του 1948, λίγο μετά την ένταξη της Φασούτα στο νέο κράτος, η αδελφή της, που είχε παραμείνει στη Φασούτα και λαχταρούσε πάντα να φέρει πίσω τη Λάιλα, κατάφερε να την εντοπίσει στη Βηρυτό. Μόλις την έφερε όμως πίσω στο χωριό, κατέφθασε ο ισραηλινός στρατός και την απομάκρυνε στην περιοχή της Τζενίν.12 Εκτοπίστηκε εκεί όπως δεκάδες άλλοι σαν αυτή, που δεν είχαν τα κατάλληλα χαρτιά, στην άλλη πλευρά των συνόρων με την Ιορδανία. Μετά από αυτό, τα ίχνη της χάθηκαν πάλι για μια δεκαετία, ώσπου έφτασαν φήμες στο χωριό, από ανθρώπους που τους είχε επιτραπεί να περάσουν στην Ιορδανία από την Πύλη Μάντελμπαουμ για τα Χριστούγεννα, πως η Λάιλα είχε εξισλαμιστεί, είχε αλλάξει πλήρως το όνομά της κι είχε παντρευτεί έναν πρόσφυγα σε ένα χωριό κοντά στη Ραμάλα. Τώρα η Ιλέιν αναθυμάται τη Λάιλα καθώς περπατάει προς το μικρό της σχολείο και συναντά τον βιαστικό φύλακα του χωριού που της απευθύνει έναν σύντομο χαιρετισμό. Δύο
35
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 35
36
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 36
πράγματα έχει στον νου του: θα καταφέρει άραγε ο μουχτάρ, ο πρόεδρος της κοινότητας του χωριού, να καθυστερήσει τον Βρετανό αξιωματικό και τους στρατιώτες του και να τους πείσει να μείνουν για το μεσημεριανό γεύμα; Κι αν τα καταφέρει, θα τον προσκαλέσουν κι αυτόν να φάει στην κουζίνα; Πλημμυρισμένος από αγωνία, τρέχει προς το κουρείο, όπου η λεπίδα του πατέρα μου είχε φτάσει πια στο πιγούνι. Ο φύλακας μπουκάρει μέσα στο κουρείο κι απευθύνεται στον άντρα που κάθεται στην καρέκλα κι αφήνεται να τον νανουρίσουν τα χάδια του ξυρίσματος. «Κύριε Αλ-Άσμπα, ο μουχτάρ σας ενημερώνει πως Βρετανοί στρατιώτες έχουν έρθει στο χωριό και σας ψάχνουν». Ο άντρας αναπηδά, σκουπίζει τη σαπουνάδα από το μισό του πρόσωπο κι εκσφενδονίζεται σαν βέλος έξω από την πόρτα του κουρείου. Ο Αμπντάλλα Αλ-Άσμπα δέκα μέρες νωρίτερα είχε λάβει μέρος σε μια τελετή προς τιμήν του Φαούζι Αλ-Καουκτζί,13 που είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη χώρα μετά από πολλούς μήνες απογοητεύσεων. Ο Αλ-Άσμπα, γεννημένος στην Τζαουνέ, ήταν ο αρχηγός μιας μικρής ομάδας επαναστατών, που έναν χρόνο αργότερα θα έπεφτε σε ενέδρα των Βρετανών κοντά στο χωριό Άραμπε της Κάτω Γαλιλαίας. Η νεκροψία έδειξε πως οι περισσότεροι αντάρτες είχαν λιμοκτονήσει. Καθώς σκουπίζει τον αφρό από το μισό του πρόσωπο, θυμάται την έφοδο των Βρετανών στο χωριό του, πώς τσάκισαν τις γυάλες με το ελαιόλαδο κι έσυραν τις κουβέρτες μέσα στο λάδι που στάλαζε στη γη, έσφαξαν όλες τις κότες κι αυτό το αποκάλεσαν πράξη τιμωρίας. Δεν περιμένει να γυρίσει το παιδί με τις πίτες, γεμισμένες με μτζάνταρα, που συναντάει τώρα τον μικρό αδελφό του που φεύγει από το σχολείο. Οι δυο τους, οι γιοι της θείας Μαρί, στέκονται να μιλήσουν με την καινούρια δασκάλα των γαλλικών κι όταν αυτή τους ρωτάει, εκείνος της λέει πως τον είχαν στείλει να φέρει φαγητό από το σπίτι της γιαγιάς Άλια για τον Αλ-Άσμπα και τους δυο άντρες του. Καθώς το
παιδί στρίβει για να συνεχίσει τον δρόμο του, ακούν και οι τρεις πυροβολισμούς από τη στάνη στη δυτική είσοδο του χωριού και βλέπουν τα τρία λευκά άλογα να πέφτουν. Η καρδιά της Ιλέιν σπαράζει από την αιχμηρή-σαν-ξυράφι εικόνα των τριών λευκών αλόγων που φυλούσαν τον θησαυρό, όταν ο αδελφός της την εκλιπαρούσε να του πει κάτι παραπάνω εκείνη την ημέρα που σφραγίστηκε το μαντάλ. Στο κουρείο ο πατέρας μου κρατάει ακόμη το ξυράφι και κοιτάει προς το μέρος που κοιτούσε ο Αλ-Άσμπα όταν καθόταν εκεί, παραδομένος στην απόλαυση του ξυρίσματος, και όπου, αν είχε παραμείνει στη θέση του, θα είχε δει τα τρία λευκά άλογα να πέφτουν. Ο Αλ-Άσμπα και οι δύο σύντροφοί του κοίταζαν τα άλογά τους μέσα από μια κρυψώνα στη στάνη κι όταν οι Βρετανοί στρατιώτες μπήκαν μέσα, το μόνο που βρήκαν ήταν κηλίδες αίματος πάνω στη μαύρη κοπριά. Μόνο δεκαεφτά, περίπου, μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1938, ή έτσι έλεγαν τουλάχιστον οι φήμες που έφτασαν στο χωριό, οι Βρετανοί στρατιώτες κατάφεραν να βρουν και να σκοτώσουν τον Αμπντάλλα ΑλΆσμπα κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο. Ο ανιψιός του πατέρα μου, όταν είδε τι συνέβη, έβγαλε τις τρεις πίτες από τον σάκο και τις μοιράστηκε με τη δασκάλα και τον μικρό του αδελφό. Στέκονται κι οι τρεις τους εκεί, τρώνε κι ακούν τους τρεις τελευταίους πυροβολισμούς που έθεσαν τέλος στη ζωή των πληγωμένων αλόγων. Παρά τις μαντικές της ικανότητες, η Ιλέιν δεν ήξερε πως το οχτάχρονο αγόρι θα παντρευόταν μια μέρα την κόρη της ούτε πως το πόδι του μεγάλου του αδελφού θα ακρωτηριαζόταν σαράντα χρόνια αργότερα. Όμως αυτοί οι πυροβολισμοί θα εξοστρακίζονταν από τη μνήμη της καθώς θα άκουγε τους εορταστικούς πυροβολισμούς των αντρών του χωριού προς τιμήν της, όταν κατέφθασε σαν νύφη πάνω σε ένα άσπρο άλογο, κοντά σε ένα μέρος που λέγεται Αντ-Ντάραζε, η ταράτσα δηλαδή, κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο, τον Φεβρουάριο του 1940.
37
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 37
38
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 38
Οι βροχές που έπεφταν όλη εκείνη την εβδομάδα είχαν κάνει τη γιαγιά να ανησυχεί μήπως ήταν κακός οιωνός για τον γιο και τη νύφη της. Μια επιτροπή του χωριού πήγε να τους προϋπαντήσει, καθώς έρχονταν πεζοί από το χωριό Ρμέις κοντά στα σύνορα, μαζί με δυο καμήλες που κουβαλούσαν την ντουλάπα με τον καθρέφτη και το τζεχάζ,14 ό,τι θα μπορούσε δηλαδή να χρειαστεί η νύφη στον έγγαμο βίο της. Στο σχολείο της η δεσποινίς Σαάντα είχε τραβήξει τις κουρτίνες για να μη δουν τα κορίτσια της τάξης τον γαμπρό ή τη νύφη. Η Ιλέιν Μπιτάρ είχε τολμήσει να μην την υπακούσει και παντρεύτηκε τον Χάνα Σαμάς, τον οποίο είχε δει για πρώτη φορά στη ζωή της στο πατρικό της, όταν αυτός έφερε το ξανθό κορίτσι, τη Λάιλα Χούρι, κατ’ εντολήν της δεσποινίδας Σαάντα. Αυτό είχε συμβεί στις αρχές του 1936. Την επόμενη χρονιά η δεσποινίς Σαάντα έφερε την Ιλέιν στη Φασούτα για να διδάξει γαλλικά στο σχολείο θηλέων. Κατά τη διάρκεια της πρώτης σχολικής χρονιάς η νεαρή δασκάλα κοιμόταν στην τάξη της δευτέρας, όπου αρκετά χρόνια αργότερα φοίτησα κι εγώ. Από το παράθυρο της τάξης μπορούσε να δει κανείς το σπίτι της οικογένειας Σαμάς, στο νότιο τμήμα του χωριού. Η θεία Τζαλίλι, η θεία που δεν είχε παντρευτεί τον ξυλουργό, έγινε φίλη με την καινούρια δασκάλα και κοιμόταν κι αυτή μαζί της στην τάξη. Ο πατέρας μου στον δρόμο του για το κουρείο, που σύντομα θα γινόταν τσαγκάρικο, περνούσε καθημερινά έξω από το παράθυρο κι έριχνε βλέμματα γεμάτα λαχτάρα, διακριτικά ωστόσο, όπως άρμοζε στη φύση του, στην καινούρια δασκάλα, η οποία δεν απέστρεφε εντελώς το βλέμμα της. Κι αυτές ήταν οι μέρες της Αραβικής Εξέγερσης. Στις καλοκαιρινές διακοπές του 1937 η Ιλέιν επέστρεψε στη Βηρυτό. Ο αδελφός της ο Σουκραλλάχ, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε χειροτονηθεί ιερέας, είχε επιστρέψει επίσης στο σπίτι. Ήταν η τελευταία του επίσκεψη πριν εξαφανιστεί μέσα στα μαύρα ράσα. Όλη η οικογένεια πήγε μια εκδρομή στα αρχέγονα
δάση των κέδρων στα βουνά του Λιβάνου. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που η Ιλέιν είδε τους κέδρους κι η τελευταία φορά που ο ιερέας ανέπνεε αέρα ελευθερίας. Όταν η Ιλέιν επέστρεψε στη Φασούτα το φθινόπωρο, ο αδελφός της ο Ελίας άρχισε να αναρωτιέται σοβαρά τι μπορεί να βρίσκει εκεί, σε ένα σκοτεινό χωριό της Γαλιλαίας, μια νεαρή γυναίκα από τη Βηρυτό, και τι να λένε οι κάτοικοι αυτού του σκοτεινού χωριού για τα πολύχρωμα καπέλα της και τα βελούδινα φορέματά της που θροΐζουν στον κρύο αέρα της Γαλιλαίας. Δεν φανταζόταν ποτέ πως ο άντρας που είχε έρθει στο σπίτι τους δυο χρόνια νωρίτερα για να τους φέρει το ξανθό κορίτσι, με τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω και τις καλοκουρεμένες φαβορίτες του, με το καφέ κοστούμι και την εξαιρετική του ευγένεια, ήταν ο λόγος της επιστροφής της κι όχι η αγάπη για τη διδασκαλία. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χρονιάς της στο χωριό, η Ιλέιν Μπιτάρ έμενε στο σπίτι του Άμπου Χαμπίμπ, του κουνιάδου της θείας Μαρί, που ήταν ο διαχειριστής του βακουφιού της εκκλησίας. Εκείνη ήταν η χρονιά που ο πατέρας μου αποφάσισε να εγκαταλείψει το κεφάλι για τα πόδια και μετέτρεψε το κουρείο του σε τσαγκάρικο. Εξακολουθούσε ωστόσο να ασκεί την παλιά του τέχνη τα σαββατοκύριακα και δεχόταν τους πελάτες του στο δυτικό δωμάτιο του σπιτιού της θείας Μαρί, που ήταν απέναντι από το σπίτι του Άμπου Χαμπίμπ, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της νεαρής γυναίκας από τη Βηρυτό. Κι αυτές ήταν οι μέρες, όπως είπα, της Αραβικής Εξέγερσης. Ο Ελίας παντρεύτηκε την Εζενί την ίδια μέρα που ο βασιλιάς Φαρούκ της Αιγύπτου παντρεύτηκε τη βασίλισσα Φαρίντα, στις αρχές του 1938, και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένα καλά κρυμμένο βασιλικό θαύμα. Αργότερα οι δύο άντρες έγιναν γονείς την ίδια μέρα. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1938, όταν η Αραβική Εξέγερση ήταν στο αποκορύφωμά της, ο Ελίας πρόβαλε αντιρρήσεις για την τρίτη αναχώρηση της Ιλέιν για τη Φασούτα, αλλά δεν της το απαγόρευσε. Σε αντίθεση με τις
39
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 39
40
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 40
προηγούμενες φορές που είχε διασχίσει τα σύνορα από το Ρος Α-Νικρά χωρίς κανέναν έλεγχο, τώρα έπρεπε να πάει πρώτα στην Τύρο για την έκδοση διαβατηρίου. Εκεί καθυστέρησε εξαιτίας των συμπλοκών των ανταρτών με τον βρετανικό στρατό στην περιοχή της Αλ-Μπάσα, δυτικά του χωριού. Ο αδελφός της είχε αντιρρήσεις όχι τόσο εξαιτίας των κινδύνων του ταξιδιού, όσο εξαιτίας των κινδύνων της αγάπης. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, πράγμα που αποδεικνύει και η τελευταία σφραγίδα στο βρετανικό του διαβατήριο, ο πατέρας μου είχε έρθει στη Βηρυτό για να ζητήσει το χέρι της μητέρας μου και «να δώσει τέλος στις φήμες», όπως λένε. Ο Ελίας τον αποθάρρυνε ευγενικά και του υποσχέθηκε μία απάντηση όταν θα ηρεμούσαν λίγο τα πράγματα κι αποσαφηνιζόταν η κατάσταση στη Γαλιλαία. Η Ιλέιν επέστρεψε στη Βηρυτό εξαιτίας των κινδύνων του ταξιδιού στη Φασούτα. Κι αφότου έφτασε εκεί, δεν πήγε να διδάξει στο χωριό και δεν είδε τον Χάνα Σαμάς, ωσότου πήγε ο πατέρας μου τον Ιούλιο του 1939 στο σπίτι της οικογένειας Μπιτάρ με τον θείο του τον Μιχαήλ και δύο Λιβανέζους φίλους του. Αυτή τη φορά η επιτροπή ζήτησε το χέρι της Ιλέιν κι όταν δεν έλαβε άμεση απάντηση, ο πατέρας μου άρχισε να επισκέπτεται την οικογένεια καθημερινά, αποφασιστικά, όπως επίσης άρμοζε στη φύση του. Η προσωπική του εκστρατεία διήρκεσε μια ολόκληρη βδομάδα. Ο Ελίας που δίσταζε να αφήσει την αδελφή του να φύγει, ο Ελίας που η καρδιά του είχε σκληρύνει, συμφώνησε τελικά πως πρέπει να προχωρήσει στη ζωή της, να αφήσει το σπίτι του πατέρα της και την αγαπημένη της οικογένεια και την πόλη της και να ενώσει τη μοίρα της με τη μοίρα αυτού του ξεροκέφαλου κουρέα-τσαγκάρη από ένα χωριό στους λόφους της Γαλιλαίας, που μέχρι τότε κανείς δεν το είχε ακουστά. Η υπόθεση όμως δεν τελείωσε μια και καλή, αφού μία εβδομάδα αργότερα η μητέρα μου, που υπέφερε από πόνους στην πλάτη, πήγε, ακολουθώντας τις οδηγίες του γιατρού, στα λου-
τρά του χωριού Μαϊφούκ. Τελικά στις δεκαπέντε Αυγούστου του 1939, ανήμερα της Παναγίας, έγινε ο αρραβώνας στο Μαϊφούκ. Την ίδια ημέρα ο Λιβανέζος λαϊκός βάρδος Σαχρούρ ΕλΟυάντι, του οποίου η φήμη είχε εξαπλωθεί, τραγουδούσε στο καφέ δίπλα στις ιαματικές πηγές. Η νύφη έλαβε ως δώρο αρραβώνων το δαμασκηνό ξύλινο κουτί με τα ένθετα σεντέφια, το κουτί από το οποίο έμελλε να εξαφανιστούν τα κοσμήματα και να αντικατασταθούν από τα εργαλεία του κουρείου του πατέρα μου που δεν θα έβλεπε ξανά την αρραβωνιαστικιά του ως τη γιορτή του Ιωάννη του Προδρόμου, το Σάββατο έξι Ιανουαρίου του 1940. Είχε έρθει μαζί με την αδελφή του την Τζαλίλι για να αγοράσουν το τζεχάζ. Το νεαρό ζευγάρι καθολικών παντρεύτηκε σε ένα χωριό στα περίχωρα της Βηρυτού. Πήγαν εκεί, στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, σε μια μαρωνίτικη εκκλησία, επειδή ο ιερέας της καθολικής εκκλησίας της Βηρυτού αρνήθηκε να τελέσει το μυστήριο για έναν νεαρό από την Παλαιστίνη. Ο γάμος έγινε την Τρίτη τριάντα Ιανουαρίου του 1940. Τρεις μέρες αργότερα, την ημέρα της Υπαπαντής του Κυρίου, πήγαν στην πρώτη τους λειτουργία σαν παντρεμένο ζευγάρι. Την ίδια μέρα επέστρεψαν στη Βηρυτό. Είχε αρχίσει να βρέχει και η γέφυρα Αλ-Κασμίγε κατέρρευσε από τις πλημμύρες, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει το ταξίδι τους για τη Φασούτα. Τα ξημερώματα της επόμενης Δευτέρας, της πρώτης μέρας της Σαρακοστής, η γιαγιά Άλια κατέφθασε ανήσυχη, βρεγμένη ως το κόκαλο, στο σπίτι της θείας Μαρί, που ήταν άρρωστη, στο κρεβάτι. «Γιατί είσαι στο κρεβάτι;» τη ρώτησε η γιαγιά. «Δεν είχαμε κανένα νέο από τον Χάνα από τα Θεοφάνια κι από τότε δεν έχω φάει ούτε μια μπουκιά ψωμί». Την ημέρα των Θεοφανίων η γιαγιά, σύμφωνα με μια χριστιανική παράδοση, βάζει μια μπάλα ζύμης μέσα σε ένα τετράγωνο πανί και το κρεμάει σε ένα δέντρο όλο το βράδυ ώστε να γίνει η ζύμωση και να έχει προζύμι για όλο τον χρόνο. Οι στάλες της βροχής
41
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 41
42
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 42
ήταν μεγάλες σαν φλιτζανάκια του καφέ, όπως θα ’λεγε η θεία Μαρί, και το χωριό έμοιαζε με βάρκα καταμεσής στο πέλαγος. Σηκώθηκε όμως από το κρεβάτι και πήγε μαζί με τη γιαγιά μου στο χωριό Ρμέις για να μάθουν τι είχε συμβεί στον γαμπρό και τη νύφη. Διέσχισαν τα σύνορα από το φυλάκιο της Αλ-Μανσούρα, από τον φράχτη που είχαν υψώσει οι Βρετανοί στις αρχές της Αραβικής Εξέγερσης, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, και ο οποίος είχε γίνει συντρίμμια μέχρι την ίδρυση του κράτους. Αρκετά χρόνια αργότερα επανήλθε με τη μορφή του Καλού Φράχτη.15 Ως τις δέκα είχαν φτάσει στο Ρμέις, στο σπίτι του Σαΐντ ΕλΜατούκ, ενός συγγενούς του άντρα της θείας Μαρί. Σοκαρίστηκαν κι οι δυο τους όταν είδαν τον γιο του τον Φουάντ να τρώει το χορταστικό πρωινό του, σπάζοντας τη νηστεία. Ήταν εξαγριωμένος επειδή η αγελάδα του είχε τραυματιστεί και κειτόταν στην πύλη του σπιτιού. Η θεία Μαρί ζήτησε από τον Φουάντ να τη βοηθήσει να ψάξουν το ανδρόγυνο, αφήνοντας πίσω της στο Ρμέις τη γιαγιά Άλια. Κάτω από έναν ουρανό που είχε αρχίσει να ξανοίγει, έφτασαν στο χωριό Έιν Έμπελ, όπου υπήρχε το μοναδικό τηλέφωνο στην περιοχή, και κάλεσαν τον Δρ. Μέιζελ στο Μπιντ Ζμπέιλ για να μάθουν αν το λεωφορείο περνάει από την Τύρο, στα μισά περίπου της διαδρομής για τη Βηρυτό. Τους είπε πως δεν είχε νέα από την Τύρο. Παρ’ όλα αυτά η θεία Μαρί αποφάσισε να πάρει τον λιθόστρωτο δρόμο για το Μπιντ Ζμπέιλ. Υπήρχε ένας χωματόδρομος, τρεις φορές συντομότερος, αλλά εκείνοι ήλπιζαν να συναντήσουν τον γαμπρό και τη νύφη στον δρόμο τον καλό. Στο σταυροδρόμι του Μπιντ Ζμπέιλ πέτυχαν το λεωφορείο από την Τύρο, κι ο οδηγός, τον οποίο ήξερε ο Φουάντ, τους πληροφόρησε πως ο γαμπρός και η νύφη θα έφταναν την επομένη. «Ελάτε να τους προϋπαντήσετε στο Ρμέις». Κι έτσι έκαναν μεταστροφή και κίνησαν για το Ρμέις. Όταν έφτασαν εκεί ήταν η ώρα του εσπερινού κι η θεία μου πήγε
στην εκκλησία και προσευχήθηκε κι εκπλήρωσε το τάμα της να ανάψει δώδεκα κεριά στην Παναγία αφού ήταν πλέον σίγουρη πως ο γαμπρός κι η νύφη ήταν καλά. Το επόμενο πρωί, πριν κι από τον όρθρο ακόμη, πήγε μόνη της στο χωριό μας, φτάνοντας στο φυλάκιο Αλ-Μανσούρα προτού καν ανοίξει η πύλη. Όταν άνοιξε, έτρεξε να πει στους χωρικούς να βγουν να υποδεχτούν τον γαμπρό και τη νύφη που θα έφταναν αργότερα μέσα στη μέρα μαζί με τη γιαγιά Άλια και τη θεία Τζαλίλι, που όλον αυτόν τον καιρό ήταν μαζί με το ζευγάρι. Όταν ο γαμπρός κι η νύφη έφτασαν στο Αντ-Ντάραζε, την ταράτσα, έβαλαν τη νύφη πάνω σε ένα άσπρο άλογο κι ακούστηκε μια χαρμόσυνη ομοβροντία που αντήχησε στον καθαρό αέρα, μετά από μία εβδομάδα βροχών και καταιγίδων. Οι πυροβολισμοί αυτοί θύμισαν στη νύφη τους πυροβολισμούς που έβαλαν τέλος στη ζωή των τριών λευκών αλόγων στα τέλη του Οκτωβρίου του 1936. Θα ξαναθυμόταν αυτούς τους πυροβολισμούς δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1946, όταν θα είχε γίνει πλέον μητέρα τεσσάρων παιδιών. Ο Ελίας Μιχαήλ, ένας θείος της Αλμάζα, η οποία σε προχωρημένη ηλικία είχε σκαρφαλώσει στη συκιά, ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση. Του σάλεψε στα γεράματα κι έτρεχε ολόγυμνος στους δρόμους του χωριού ή έβγαζε το στρώμα του στον δρόμο, το λιθοβολούσε και το καταριόταν για όλες τις ώρες ύπνου που έχασε από τη ζωή του. Όμως το γεγονός για το οποίο μνημονεύεται συχνότερα στο χωριό σχετίζεται με τον γιο του τον Νάχλε που υπηρέτησε στη βρετανική αστυνομία στο τμήμα της Ταρμπίχα. Στα τέλη του 1946 ο πατέρας του είχε συγκεντρώσει όλους τους τενεκέδες που προορίζονταν για το ελαιόλαδο της σοδειάς του φθινοπώρου. Αφού τους έκοψε και τους ίσιωσε, εξήγησε στους έκπληκτους περαστικούς πως ήθελε να φτιάξει ένα τεθωρακισμένο όχημα για τον γιο του, για να μπορεί να φτάνει με ασφάλεια στο αστυνομικό τμήμα της Ταρμπίχα.
43
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 43
44
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 44
Ο αγαπημένος του γιος δολοφονήθηκε στον ύπνο του δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1946. Την επομένη, κατά τη διάρκεια της κηδείας, κάποιος μπήκε στο σπίτι μας και μας λήστεψε. Κατάφερε να ανοίξει με κάποιον τρόπο την πόρτα με τον καθρέφτη, ανασήκωσε το καπάκι του δαμασκηνού κουτιού με τα ένθετα σεντέφια και μέσα από τα μικρά μπλε βελούδινα κουτιά πήρε όλα τα κοσμήματα της μητέρας μου που της είχε χαρίσει στον γάμο της η δική της μητέρα. Ο πατέρας μου επέμενε να ρωτήσουμε κάποιον μάντη από την Ταρσίχα για την ταυτότητα του κλέφτη. Στο πιατάκι με το λάδι πάνω στο τραπέζι του μάντη η μαμά μου, που είχε εγκαταλείψει την πρακτική του μαντάλ, αναγνώρισε τη μορφή μιας γνώριμης γυναίκας, αλλά δεν αποκάλυψε ποια ήταν. Δέκα χρόνια αργότερα είδε τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια που της είχε χαρίσει η μητέρα της να κοσμούν τ’ αυτιά μιας φίλης αυτής της γυναίκας, που ήρθε από την πόλη όπου αποκαλύφθηκε στην Παρθένο ό,τι της αποκαλύφθηκε, αλλά η μητέρα μου σώπασε. Όπως σώπαινε και τέσσερα χρόνια μετά την κλοπή, όταν ο πατέρας μου επέμενε να μου δώσουν το όνομα αυτού του παιδιού που πέθανε στη Βηρυτό το 1929. Όμως θυμόταν το πιατάκι με το λάδι και το νεκρό παιδί που έβγαινε από μέσα της. Βγήκα από μέσα της ανάποδα, με τα πόδια, κι αν δεν ήταν τόσο έμπειρη η μαμή του χωριού, θα ερχόμουν στον κόσμο ορφανός από μητέρα. Στις τριάντα μία Οκτωβρίου του 1980 πήγαμε με το αυτοκίνητο του αδελφού μου από τη Χάιφα στη Φασούτα για να δώσουμε τις ελιές στο σύγχρονο ελαιοτριβείο του χωριού Χουρφέις. Η τελευταία φορά που επισκέφτηκα το ελαιοτριβείο ήταν είκοσι χρόνια νωρίτερα, μαζί με την ξαδέρφη μου την Ουάρντε, την αδελφή των δύο αγοριών με τα οποία η μαμά μου είχε δει τα λευκά άλογα να πέφτουν νεκρά. Εκείνη ήταν η χρονιά της παρακμής του παλιού ελαιοτριβείου της Φασούτα, που ανήκε στον Άμπου Σάκερ. Το λευκό του άλογο περπατούσε βαριά κάνοντας κύκλους κάτω από το φως μιας λάμπας πετρε-
λαίου. Το άλογο έθετε σε κίνηση το κοντάρι της μυλόπετρας που συνέθλιβε και πολτοποιούσε τις ελιές που βογκούσαν βουβά στην κάτω πέτρα. Ένας γέρος καθόταν εκεί όλη την ημέρα και κρατούσε έναν τενεκέ όπου οι ελαιοπαραγωγοί έχυναν τις προσφορές τους σε λάδι. Κι όπως καθόταν εκεί, μαδούσε τα φρύδια και τις βλεφαρίδες του κι έφτυνε στο πάτωμα, γεμάτο από φλούδια ελιάς, επαναλαμβάνοντας την ίδια κι απαράλλακτη κατάρα του ενάντια στην Αραβική Εξέγερση. Το φορτηγάκι που επρόκειτο να μεταφέρει την Ουάρντε κι εμένα εκείνο το απόγευμα δεν εμφανίστηκε παρά μόνο αργά το βράδυ, επειδή μία από τις κόρες του Ελίας Μιχαήλ είχε σπάσει το πόδι της κι έπρεπε να μεταφερθεί με το φορτηγάκι, το μόνο όχημα του χωριού, στο νοσοκομείο Μαλμπέν, έξω από τη Ναχαρία. Στο ίδιο νοσοκομείο μπαίναμε τώρα μαζί με τον αδελφό μου για να επισκεφτούμε τον γιο της θείας Μαρί, που του είχαν ακρωτηριάσει το πόδι λόγω σοβαρής επιπλοκής από τον διαβήτη. Όπως φεύγαμε από το νοσοκομείο, ένας μεσήλικας μας πλησίασε και μας ρώτησε αν πηγαίναμε προς τον βορρά κι αν θα μπορούσαμε να τον πάρουμε μαζί με τον ηλικιωμένο πατέρα του μέχρι την Ταρσίχα. Του αδελφού μου δεν του άρεσε συνήθως να παίρνει αγνώστους, κι έτσι ξαφνιάστηκα που συμφώνησε. Ο γέρος κάθισε στην πίσω θέση βυθισμένος στον δικό του κόσμο και σε όλη τη διαδρομή δεν έβγαλε μιλιά. Μόλις αισθάνθηκε ο γιος πως θα μπορούσε να πέσει το τείχος της σιωπής, μας είπε πως οι δυο τους είχαν περάσει από τη Γέφυρα Άλενμπι στη Δυτική Όχθη, για να επισκεφτούν τον αδελφό του στο χωριό Σιλουάντ, κοντά στη Ραμάλα. Κι εκεί άκουσαν πως ένας συγγενής τους από την Ταρσίχα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της Ναχαρία. Τώρα, είχαν αποφασίσει να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τον βορρά για να δουν και τους υπόλοιπους συγγενείς που είχαν εκτοπιστεί από την Τζαουνέ το 1948 κι είχαν εγκατασταθεί στην Ταρσίχα ως πρόσφυγες. Έξω
45
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 45
46
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 46
από την Ταρσίχα, όταν ο ηλικιωμένος άντρας άκουσε πως ήμασταν από τη Φασούτα, έσπασε τη σιωπή του και ρώτησε: «Τίνος γιοι είστε, ο Αλλάχ να σας φυλάει;». «Είμαστε οι γιοι του Χάνα Σαμάς», απάντησε ο αδελφός μου και σταμάτησε το αυτοκίνητο στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ο γιος έσκυψε μέσα από το παράθυρο από την πλευρά που καθόμουν για να ευχαριστήσει τον αδελφό μου και ο ηλικιωμένος άντρας παραμέρισε τον γιο του από τον ώμο κι έσκυψε το κεφάλι του μέσα από το παράθυρο. Με κοίταξε και είπε: «Πες στον πατέρα σου πως ο Αμπντάλλα Αλ-Άσμπα του στέλνει χαιρετισμούς και πως μου χρωστάει ακόμη μισό ξύρισμα». Ο αδελφός μου που δεν είχε ακούσει τα λόγια του γέρου εν μέσω του χειμάρρου των ευχαριστιών του γιου, έβαλε μπρος κι άρχισε να απομακρύνεται σιγά σιγά. Έβγαλα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο και είπα στον ηλικιωμένο άντρα πως ο πατέρας μου είχε πεθάνει περίπου δύο χρόνια πριν και πως οι φήμες έλεγαν πως κι αυτός ο ίδιος είχε πεθάνει. Ο γέρος, εμβρόντητος, κοκάλωσε προς στιγμήν κι έπειτα, με ένα απαξιωτικό νεύμα του χεριού του, έκανε μεταβολή και συνέχισε την πορεία του. Έναν μήνα αργότερα δημοσιεύτηκε σε κάποια εφημερίδα μια αναφορά σχετικά με την απαγόρευση κυκλοφορίας που επέβαλε ο ισραηλινός στρατός στο χωριό Σιλουάντ, βόρεια της Ραμάλα, μετά την τρίτη δολοφονία που είχε συμβεί εκεί για πολιτικούς λόγους. Ανάμεσα στις διάφορες μαρτυρίες των χωρικών ξεχώριζε η μαρτυρία μιας γυναίκας, της Σουραγιά Σαΐντ, της μητέρας των κωφών διδύμων. Είπε στον δημοσιογράφο πως μπήκαν στο σπίτι της καμιά δεκαριά στρατιώτες και τους διέταξαν να σηκώσουν όλοι ψηλά τα χέρια. Όταν άρχισε να τους εξηγεί πως τα δίδυμα ήταν κωφά και δεν μπορούσαν να ακούσουν τις διαταγές, της φώναξαν να σηκώσει ψηλά τα χέρια, να σταθεί με το πρόσωπο στον τοίχο και να βγάλει τον σκασμό. Τότε οι στρατιώτες έχυσαν στο πάτωμα δυο γυάλες λάδι. «Τους είπα πως ήταν κρίμα και μου απάντησαν “σκάσε και σήκωσε
SAMAS_ARABESQUE sel_DD.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:03 Page 47
47
ψηλά τα χέρια”». Είπε επίσης στον δημοσιογράφο, που του είχαν κινήσει την περιέργεια τα ξανθά της μαλλιά, πως ήταν χριστιανή που είχε ασπαστεί το Ισλάμ κι είχε παντρευτεί τον γιο ενός ήρωα της Αραβικής Εξέγερσης, του Αμπντάλλα Αλ-Άσμπα. Και τα δίδυμα στέκονταν στο πλάι, και σαν δυο περιστεράκια κοίταζαν το λάδι να σταλάζει πάνω στο χώμα.