Ντμίτρι Γκλουχόφσκι «Metro 2035»

Page 1

! Μυθιστόρηµα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΚΑΣ ΤΑΝΙΩΤΗ


H παρο?σα @κδοση πραγµατοποιDθηκε µε την οικονοµικD ενGσχυση του Ιντιτο?του ΓκαGτε που χρηµατοδοτεGται από το Γερµανικό ΥπουργεGο ΕξωτερικKν Υποθ@σεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Дмитрий Глуховский, Метро 2035

Copyright Dmitry Glukhovsky. Agreement via Wiedling Literary Agency www.wiedling-litag.com in cooperation with IRIS Literary Agency Greece www.irisliteraryagency.com © Copyright για την ελληνικD γλKσσα Εκδόσεις ΚαστανιKτη Α.Ε., ΑθDνα 2017 ©

Nτος 1ης @κδοσης: 2018 Aπαγορε?εται η αναδηµοσGευση D αναπαραγωγD του παρόντος @ργου στο σ?νολό του D τµηµOτων του µε οποιονδDποτε τρόπο, καθKς και η µετOφραση D διασκευD του D εκµετOλλευσD του µε οποιονδDποτε τρόπο αναπαραγωγDς @ργου λόγου D τ@χνης, σ?µφωνα µε τις διατOξεις του ν. 2121/1993 και της ∆ιεθνο?ς Σ?µβασης Β@ρνης-Παρισιο?, που κυρKθηκε µε το ν. 100/1975. ΕπGσης απαγορε?εται η αναπαραγωγD της στοιχειοθεσGας, σελιδοποGησης, εξωφ?λλου και γενικότερα της όλης αισθητικDς εµφOνισης του βιβλGου, µε φωτοτυπικ@ς, ηλεκτρονικ@ς D οποιεσδDποτε Oλλες µεθόδους, σ?µφωνα µε το Oρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεµιστοκλ@ους 104, 106 81 ΑθDνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 ΑθDνα ☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6342-5


Κεφάλαια

11. ΕδK Μόσχα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 12. Μετρό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13. Ο αγωγός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14. Η πληρωµD . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15. ΕχθροG . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 16. ΟχτK µ@τρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17. Τσβετνόι ΜπουλβOρ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 18. Το θ@ατρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19. Κόκκινο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 10. ΚατακOθια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11. Το ΤOγµα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 12. Ζωτικός χKρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13. Ξ@νοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14. Ο Αυτοκινητόδροµος των ΕνθουσιαστKν . . . . . . . . . . . . . . . . . 15. Η τελευταGα εκποµπD . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 16. Όλα καλO . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17. ΘητεGα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 18. Τι να γρOψεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19. Θα?µατα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 20. Σ?ντροφοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 21. Η αλDθεια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 22. Οι δικοG του . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΕπGλογος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9 25 41 56 73 93 111 158 179 202 225 246 277 294 320 346 371 397 412 436 461 482 506

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 507


Ο ΡKσος συγγραφ@ας ΝτµGτρι Αλεξ@γεβιτς Γκλουχόφσκι, µυθιστοριογρOφος και διηγηµατογρOφος, @χει γGνει παγκοσµGως διOσηµος για @ργα που συνδυOζουν την επιστηµονικD φαντασGα µε τη δυστοπικD αφDγηση και σκοπό @χουν να διερευνDσουν τις κοινωνικ@ς και πολιτικ@ς δοµ@ς του σ?γχρονου κόσµου. ΓεννDθηκε το 1979 και µεγOλωσε στη Μόσχα. Σπο?δασε δηµοσιογραφGα και διεθνεGς σχ@σεις στο Εβραϊκό ΠανεπιστDµιο της ΙερουσαλDµ. Για αρκετO χρόνια εργOστηκε ως ανταποκριτDς. Nχει ζDσει στο ΙσραDλ, στη ΓερµανGα και στη ΓαλλGα. ΜιλOει π@ντε γλKσσες. Σε ηλικGα 18 ετKν Oρχισε να γρOφει το πρKτο του µυθιστόρηµα, µε τGτλο METRO 2033. Αργότερα, µ@σω του ελε?θερου διαδικτ?ου, το κεGµενό του σηµεGωσε µια τερOστια διαδραστικD επιτυχGα, συγκ@ντρωσε σταδιακO το ενδιαφ@ρον εκατοµµυρGων φανατικKν αναγνωστKν και @γινε ηλεκτρονικό παιχνGδι. Ως βιβλGο κυκλοφόρησε το 2005, επανεκδόθηκε το 2007 και την Gδια χρονιO απ@σπασε το ΒραβεGο Eurocon. Ακολο?θησαν το METRO 2034 (2009) και το METRO 2035 (2015) που κλεGνει µια συναρπαστικD τριλογGα. Zλλα @ργα του: ∆ειλινO (2007), Το µ@λλον (2013), ΚεGµενο (2017).


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εδώ Μόσχα

εν γίνεται,

Αρτιόµ». «Zνοιξε, Oνοιξε σου λ@ω». «Ο διοικητDς του σταθµο? εGπε... ΕGπε να µην αφDσω καν@ναν να βγει». «Τι τρ@χει, για ηλGθιο µε περνOς; Τι θα πει καν@ναν; Ποιος εGναι αυτός ο καν@νας;» «ΕγK @χω εντολ@ς. Για λόγους προστασGας του σταθµο?... από την ακτινοβολGα... Να µην ανοGξω... Nχω εντολD. ΚαταλαβαGνεις;» «Σου @δωσε εντολD ο Σουχόι; Σου @δωσε τ@τοια εντολD ο πατριός µου; Zντε Oνοιξε». «Θα µε τιµωρDσουν εξαιτGας σου, Αρτιόµ...» «Ε, τότε θ’ ανοGξω µόνος µου αν δεν µπορεGς εσ?». «Εµπρός... Σανσ@ιτς... Ναι, στο φυλOκιο... ΕGναι ο Αρτιόµ εδK... Ο δικός σας. Τι να τον κOνω; Ναι. Περιµ@νουµε». «Με κOρφωσες, ε; ΜπρOβο, ΝικGτσκα. Με κOρφωσες! Zι χOσου απ’ τα µOτια µου! ΕγK θ’ ανοGξω οπωσδDποτε. Θα φ?γω οπωσδDποτε!» Από τη σκοπιO όµως πετOχτηκαν Oλλοι δ?ο που τρ?πωσαν ανOµεσα στην π?λη και τον Αρτιόµ και, παραπονο?µενοι, Oρχισαν να τον σπρKχνουν ελαφρO. Ο Αρτιόµ –κουρασµ@νος Dδη, µε µα?ρους κ?κλους κOτω από τα µOτια του, καθKς δεν εGχε συν@λθει από χτες που ξαναβγDκε στην επιφOνεια– δεν µπορο?σε να τα βγOλει π@ρα µε τους σκοπο?ς, αν και κανεGς δεν σκόπευε να παGξει ξ?λο µαζG του. Zρχισαν να µαζε?ονται οι περGεργοι: λερωµ@να παιδιO µε µαλλιO διOφανα σαν κρ?σταλλο, παχι@ς νοικοκυρ@ς µε χ@ρια µελανιασµ@να και ατσαλωµ@να από τις ατ@λειωτες µπουγOδες µε παγωµ@νο νερό, αγρότες από τη δεξιO σDραγγα, αποκαµωµ@νοι και @τοιµοι να πOρουν φωτιO χωρGς να το πολυσκεφτο?ν. ΚOτι ψιθ?ριζαν αναµεταξ? τους. Κοιτο?σαν τον Αρτιόµ κι Dταν σαν να µην τον @βλεπαν. ΚOτι υπDρχε στην όψη τους που µόνο ο διOολος Dξερε τι σDµαινε.

9

«


10

«Όλο πOει και ξαναπOει εκεG π@ρα. Τι θ@λει και πηγαGνει;» «ΑχO! Και κOθε φορO η π?λη µ@νει ορθOνοιχτη! Και µ@σα σ’ όλα τ’ Oλλα, @ρχεται και ρε?µα από πOνω!... Ο καταραµ@νος...» «Zκου, δεν κOνει να µιλOς @τσι... ∆εν κOνει να µιλOς @τσι γι’ αυτόν... Nτσι κι αλλιKς αυτός... µας @σωσε όλους. Και τα παιδιO σου µαζG». «Μας @σωσε, αχO! Και τKρα τι γGνεται; Γι’ αυτό τα @σωσε, ε; Και τον Gδιο τον ροκανGζει η ακτινοβολGα... κι όλους εµOς εδK κOτω... @τσι, για παρ@α». «Τι θ@λει να πηγαGνει εκεG πOνω, ρε γαµKτο; Ας εGχε τουλOχιστον @ναν λόγο να το κOνει! Μιαν αιτGα!» Να όµως που ανOµεσα σ’ αυτO τα πρόσωπα ξεπρόβαλε @να· το σηµαντικότερο. ΚρεµαστO µουστOκια, µαλλιO αραιO πια και γκριζαρισµ@να, τραβηγµ@να @τσι που να σκεπOζουν τη φαλOκρα του. Κι όλα τ’ Oλλα πOνω του Dταν σκληρO, αλ?γιστα, αχKνευτα, σαν να ’χαν πOρει αυτόν τον Oνθρωπο και τον ξ@ραναν ζωντανό. Η φωνD του Dταν κι αυτD ξερD. «ΠOρτε δρόµο, όλοι σας. Ακο?σατε;» «Να τος κι ο Σουχόι. \ρθε ο Σουχόι. Ας µαζ@ψει αυτός τον δικό του». «ΘεGε ΣOσα...» «ΠOλι εσ?, Αρτιόµ; Αφο? τα εGπαµε εµεGς οι δ?ο...» «Zνοιξε, θεGε ΣOσα». «ΠOρτε δρόµο, σε ποιους µιλOω! ∆εν @χετε να δεGτε τGποτα εδK! Κι εσ?, @λα µαζG µου». ΑντG γι’ αυτό ο Αρτιόµ κOθισε στο πOτωµα, στον γυαλισµ@νο παγωµ@νο γρανGτη. Ακο?µπησε την πλOτη του στον τοGχο. «Ως εδK» του δDλωσε ο Σουχόι, κουνKντας µοναχO τα χεGλια του, δGχως να βγOλει καν@ναν Dχο. «Nτσι κι αλλιKς, ο κόσµος µουρµουρGζει». «Πρ@πει. ΕGµαι υποχρεωµ@νος». «∆εν υπOρχει τGποτα εκεG! ΤGποτα! ∆εν @χει τGποτα να ψOξεις εκεG!» «Μα σου εGπα Dδη, θεGε ΣOσα». «ΝικGτα! Τι κOθεσαι και χασµουρι@σαι; Zντε, συνόδεψε τους πολGτες!» «Nγινε, Σανσ@ιτς. Μου θ@λετε και ιδιαGτερες προσκλDσεις; Μπρος, κουνηθεGτε, κουνηθεGτε!» φKναζε ο ΝικGτσκα µαζε?οντας το πλDθος. «ΒλακεGες @λεγες. Zκου...» Ο Σουχόι ξεφ?σησε τον α@ρα που τον @πνιγε, µαλOκωσε, κατσο?φιασε, κOθισε πλOι στον Αρτιόµ. «ΣκοτKνεσαι µόνος σου. ΦαντOζεσαι πως αυτD η στολD θα σε σKσει από τη ρα-


11

διεν@ργεια; Ως κι @να τσGτινο φουστανOκι µεγαλ?τερη αξGα θα εGχε απ’ αυτDνε». «Και λοιπόν;» «Ο?τε οι στOλκερ δεν ανεβαGνουν τόσο συχνO όσο εσ?... ΒOλθηκες να µετρDσεις τη δόση της ραδιεν@ργειας; Θες να ζDσεις D µπας και θες να ψοφDσεις;» «ΕGµαι σGγουρος ότι το Oκουσα». «Κι εγK εGµαι σGγουρος πως το φαντOστηκες. ΚανεGς εκεG δεν µπορεG να στεGλει σDµατα. ΚανεGς, Αρτιόµ! Πόσες φορ@ς πρ@πει να σ’ το πω; ∆εν @µεινε κανεGς. ∆εν @µεινε τGποτ’ Oλλο εκτός από τη Μόσχα. Εκτός από µας εδK π@ρα». «∆εν το πιστε?ω». «Και θαρρεGς πως µε νοιOζει τι πιστε?εις εσ? και τι όχι; Αν όµως εσ@να σου π@σουν τα µαλλιO, αυτό µε νοιOζει. Αν αρχGσεις να κατουρOς αGµα, αυτό µε νοιOζει. Θες να σου ξεραθεG το πουλG σου;!» Ο Αρτιόµ σDκωσε τους Kµους του. ΣKπαινε σταθµGζοντας τα όσα Oκουσε. Ο Σουχόι περGµενε. «Το Oκουσα αυτό. Τότε, στον π?ργο. Στον ασ?ρµατο του Ο?λµαν». «Κι εκτός από σ@να δεν το Oκουσε Oλλος κανεGς. Όλο αυτόν τον καιρό, τόσοι Oνθρωποι δεν το Oκουσαν. Ο ραδιοφωνικός α@ρας εGναι κενός. Και λοιπόν τι @γινε;» «Κι εγK πDγα εκεG πOνω, να τι @γινε. Αυτό εGναι όλο». Ο Αρτιόµ σηκKθηκε, τ@ντωσε την πλOτη του. «Θ@λω εγγόνια» του εGπε ο Σουχόι που ακόµα καθόταν στο πOτωµα. «Για να ζDσουν εδK; Στο υπόγειο;» «Στο Μετρό» τον διόρθωσε ο Σουχόι. «Στο Μετρό» συµφKνησε ο Αρτιόµ. «Και θα ζDσουν µια φυσιολογικD ζωD εδK. ΦτOνει µονOχα να γεννηθο?ν. ΕνK @τσι...» «Πες τους ν’ ανοGξουν, θεGε ΣOσα». Ο Σουχόι κοGταξε το πOτωµα. Τον µα?ρο γυαλιστερό γρανGτη. ΚOτι φαινόταν εκεG. «Zκουσες τι λ@ει ο κόσµος; Ότι σου ’στριψε. Τότε στον π?ργο». Ο Αρτιόµ χαµογ@λασε µε το ζόρι. ΠDρε µια βαθιO εισπνοD. «Για να @χεις εγγόνια, ξ@ρεις τι χρειαζόταν, θεGε ΣOσα; Nπρεπε να γεννDσεις δικO σου παιδιO. ΑυτO θα µπορο?σες να τα διατOζεις. Και τότε τα εγγόνια θα ’µοιαζαν σ’ εσ@να, κι όχι ο διOολος ξ@ρει σε ποιον». Ο Σουχόι κατσο?φιασε. Π@ρασε @να δευτερόλεπτο.


12

«ΝικGτα, Oνοιξ@ του. Ας ξεκουµπιστεG. Ας πOει να ψοφDσει. Χ@στηκα». Ο ΝικGτσκα Oκουγε αµGλητος. Ο Αρτιόµ κο?νησε µε ικανοποGηση το κεφOλι του. «Σ?ντοµα θα γυρGσω» εGπε στον Σουχόι ενK Dδη βρισκόταν στην ουδ@τερη ζKνη µεταξ? τοGχου και π?λης ασφαλεGας. ΕκεGνος σηκKθηκε, γ?ρισε στον Αρτιόµ την καµπουριασµ@νη ρOχη του και @φυγε γυαλGζοντας το γρανιτ@νιο πOτωµα µε τα σερνOµενα πόδια του. Η π?λη της ουδ@τερης ζKνης βρόντηξε κλεGνοντας. Στο ταβOνι Oναψε µια λαµπGτσα µε @ντονο λευκό φως, η οποGα εGχε εγγ?ηση εGκοσι π@ντε χρόνια, και, όµοια µε το καχεκτικό ηλιακό φως της γης, καθρεφτGστηκε στα λερωµ@να πλακOκια µε τα οποGα Dταν επενδυµ@νη ολόκληρη η ουδ@τερη ζKνη εκτός από @ναν σιδερ@νιο τοGχο. Η πλαστικD καρ@κλα Dταν χτυπηµ@νη· µπορο?σε να καθGσει κανεGς στον χKρο εκεGνο, να πOρει µιαν ανOσα D να δ@σει τις αρβ?λες του, στον γOντζο κρεµόταν µια στολD προστασGας, στο πOτωµα υπDρχε @να φρεOτιο και προεξεGχε το καουτσουκ@νιο λOστιχο που χρησιµοποιο?νταν για την απολ?µανση. Σε µια γωνιO βρισκόταν και @να στρατιωτικό σακGδιο. Και @να γαλOζιο ακουστικό κρεµόταν από τον τοGχο όπως στους παλιο?ς τηλεφωνικο?ς θαλOµους. Ο Αρτιόµ χKθηκε στη στολD που του @πεφτε φαρδιO σαν να Dταν ξ@νη. Nβγαλε από τον σOκο του την αντιασφυξιογόνα µOσκα. ΧαλOρωσε το λOστιχο, τη φόρεσε, τρεµόπαιξε τα µOτια του για να συνηθGσει να κοιτOζει µ@σα από τα στρογγυλO νοτισµ@να παραθυρOκια. ΣDκωσε το ακουστικό. «Nτοιµος». Ακο?στηκε @να διαπεραστικό τρGξιµο, και ο σιδερ@νιος τοGχος, D µOλλον όχι ο τοGχος αλλO η π?λη ασφαλεGας σηκKθηκε προς τα πOνω. Από την επιφOνεια ερχόταν @νας παγερός και υγρός α@ρας. Ο Αρτιόµ ζOρωσε ξεπαγιασµ@νος. Nριξε στους Kµους του το σακGδιο, βαρ? λες κι εGχε ζαλωθεG Oνθρωπο. Τα φαγωµ@να και γλιστερO σκαλοπOτια της ατ@λειωτης σκOλας τον οδηγο?σαν στην επιφOνεια της γης. Ο σταθµός του Μετρό ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ βρισκόταν εξDντα µ@τρα κOτω από τη γη. Το βOθος Dταν αρκετό Kστε να µην τραντOζεται από τις βόµβες των αεροπλOνων. Αν β@βαια µια πυρηνικD κεφαλD χτυπο?σε τη Μόσχα, τότε εδK θα σχηµατιζόταν @νας κρατDρας πληµµυρισµ@νος µε γυαλιO. Οι πυρηνικ@ς κεφαλ@ς όµως αναχαιτGστηκαν από την αντιπυραυλικD Oµυνα ψηλO πOνω από


Η βροχD χτυπο?σε το σιδερ@νιο κρOνος του, χτυπο?σε υπόκωφα, και ο Αρτιόµ εGχε την εντ?πωση πως χτυπο?σε το Gδιο του το κεφOλι. Οι µπότες του βυθGζονταν στη λOσπη, από κOπου ψηλO η σκουριO κυλο?σε σε αυλOκια προς τα κOτω, ο ουρανός Dταν γεµOτος σ?ννεφα, κι εκεGνος δεν µπορο?σε να ανασOνει, κι ολόγυρO του ορθKνονταν Oδεια σπGτια, όλα ροκανισµ@να απ’ τον χρόνο. Σε το?τη την πόλη δεν υπDρχε ο?τε ψυχD ζKσα. Nτσι Dταν εGκοσι π@ντε χρόνια τKρα· ο?τε ψυχD πουθενO. Μ@σα από µια αλ@α δηµιουργηµ@νη από υγρO γυµνO κο?τσουρα διαγραφόταν η πελKρια αψιδωτD εGσοδος της Nκθεσης ΕπιτευγµOτων ΛαϊκDς ΟικονοµGας. Nνα µουσεGο µε παρOδοξα εκθ@µατα· σε αποµιµDσεις αρχαGων ναKν µεταφυτε?τηκαν οι σπόροι των προσδοκιKν για το µελλο?µενο µεγαλεGο. Το µεγαλεGο θα ερχόταν, λ@ει, σ?ντοµα· α?ριο κιόλας. Μόνο που αυτό το α?ριο δεν Dρθε ποτ@. Η ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ Dταν τόπος θανOτου. ΚOµποσα χρόνια πριν, ζο?σαν εδK κOθε λογDς βροµερO πλOσµατα, τKρα όµως ο?τε καν αυτO δεν απόµεναν. Τους ανακοινKθηκε ότι θα µειωθεG το επGπεδο της ραδιεν@ργειας και σιγO σιγO θα µπορ@σουν να επιστρ@ψουν στη γη, να όµως που µαζε?τηκαν εδK πOνω µιλιο?νια οι µεταλλαγµ@νοι που κι αυτοG ζωντανO πλOσµατα εGναι, @στω και παραµορφωµ@να... Και συν@βη το αντGθετο: @φυγε από τη γη η κρο?στα του πOγου, ανOσανε και Oχνισε το χKµα, αυξDθηκε το επGπεδο της ραδιεν@ργειας. Οι µεταλλαγµ@νοι γαντζKθηκαν από τη ζωD µε ν?χια και µε δόντια, κι όποιος δεν πρόλαβε να το σκOσει πOει, ψόφησε. Οι Oνθρωποι κOθισαν κOτω από τη γη, ζο?σαν στους σταθµο?ς του Μετρό και δεν σκόπευαν να πεθOνουν αλλο?. ∆εν χρειOζεται πολλO ο Oνθρωπος. Ο Oνθρωπος βOζει κOτω το οποιοδDποτε ποντGκι. Ο µετρητDς @τριξε υπολογGζοντας τη δόση ραδιεν@ργειας που δεχό-

13

την πόλη. Στη γη @πεσαν σαν βροχD µονOχα τα θρα?σµατO τους που εξ@πεµπαν ακτινοβολGα, Dταν όµως αδ?νατον να εκραγο?ν. Γι’ αυτό και η Μόσχα @µεινε σχεδόν Oθικτη, @µοιαζε µOλιστα στον παλιό εαυτό της, όπως η µο?µια µοιOζει µε τον ζωντανό βασιλιO. Τα χ@ρια στη θ@ση τους, τα πόδια στη θ@ση τους, το χαµόγελο... Zλλες πόλεις όµως δεν δι@θεταν αντιπυραυλικD Oµυνα. Ο Αρτιόµ γρ?λισε στερεKνοντας καλ?τερα το σακGδιο, σταυροκοπDθηκε στα κλεφτO, @χωσε τους αντGχειρες κOτω από τους λασκαρισµ@νους ιµOντες για να τους σφGξει και βγDκε στην επιφOνεια.


14

ταν ο Αρτιόµ. ∆εν θα τον ξαναπOρω µαζG µου, σκ@φτηκε ο Αρτιόµ, το µόνο που κOνει εGναι να µε δαιµονGζει. Τι σηµασGα @χει στα πόσα χτυπOει; Τι αλλOζει αυτό; Όσο δεν γGνεται δουλειO, δεν πO’ να διαλυθεG! «Zσ’ τους να λ@νε, Ζεν. Ας νοµGζουν ότι µου ’στριψε. Αφο? αυτοG δεν βρ@θηκαν τότε εκεG... στον π?ργο. ΑυτοG δεν εννοο?ν να βγουν από το Μετρό τους. ΠKς να ξ@ρουν, ε; Μου ’στριψε, λ@ει. ΕγK τους βοµβOρδισα τότε στο... Σου εξηγK, Dταν ακριβKς τη στιγµD που ο Ο?λµαν αν@βαζε την κεραGα στον π?ργο... Μ@χρι να συντονιστεG... ΚOτι @γινε. Το Oκουσα εγK... Κι όχι, γαµKτο, δεν το φαντOστηκα. Κι αυτοG δεν µε πιστε?ουν!» Ο ανισόπεδος αυτοκινητόδροµος υψKθηκε πOνω από το κεφOλι του, οι κορδ@λες της ασφOλτου κυµOτισαν και πOγωσαν, τινOζοντας από πOνω τους τα αυτοκGνητα κι αυτO @πεσαν όπως @τυχε, Oλλο στα τ@σσερα κι Oλλο @µεινε όρθιο και µαρµOρωσαν σ’ αυτ@ς τις θ@σεις. Ο Αρτιόµ @ριξε µια γρDγορη µατιO ολόγυρα και ανηφόρισε στην τραχιO προεξ@χουσα γλKσσα της εξόδου που οδηγο?σε προς τον ανισόπεδο δρόµο. ∆εν εGχε µεγOλη απόσταση να διασχGσει, ενOµισι χιλιόµετρο Gσως. Στο ?ψος της επόµενης ρOµπας ξεπετOγονταν οι ουρανοξ?στες Τρικολόρ, βαµµ@νοι στο παρελθόν εορταστικO σε Oσπρο, µπλε και κόκκινο χρKµα. Nπειτα ο χρόνος το?ς @βαψε µε τον δικό του τρόπο όλους γκρGζους. «Και γιατG δεν µε πιστε?ουν; ΑπλO δεν µε πιστε?ουν, αυτό εGναι όλο. Ε, ναι, κανεGς δεν Oκουσε τα σDµατα. ΑυτοG όµως από πο? ν’ ακο?σουν τα σDµατα; ΚOτω από τη γη; ΚανεGς τους δεν θ’ αν@βει στην επιφOνεια γι’ αυτO και µόνο... ΣωστO; Μα σκ@ψου και µόνος σου· µπορεG να γGνει αυτό το πρOγµα, κανεGς εκτός από µας να µην @χει επιζDσει; ΚανεGς, σ’ ολόκληρο τον κόσµο; Μα αυτό εGναι βλακεGα, δεν εGναι βλακεGα;» ∆εν Dθελε να κοιτOξει τον π?ργο του ΑστOνκινο, δεν γινόταν όµως και να µην τον δει. ΕGτε γ?ριζε αλλο? το πρόσωπό του εGτε όχι, πOντα εκεGνος πρόβαλλε στην Oκρη του οπτικο? του πεδGου σαν γρατζουνιO πOνω στο τζOµι της αντιασφυξιογόνας µOσκας. Μα?ρος, υγρός, τσακισµ@νος στο ?ψος του παρατηρητηρGου. Λες και κOποιο χ@ρι µε τη γροθιO σφιγµ@νη ξεπετOχτηκε από τη γη, λες κι @να πελKριο πλOσµα Dθελε να αναδυθεG από τα @γκατα της γης στην επιφOνεια. Κόλλησε όµως στην κοκκινGλα της µοσχοβGτικης λOσπης, παγιδε?τηκε µ@σα στο βαρ? υγρό χKµα, παγιδε?τηκε και συντρGφτηκε. «Όταν βρ@θηκα εκεGνη τη φορO στον π?ργο...» κι ο Αρτιόµ κο?νησε το κεφOλι προς το µ@ρος του «ενK εκεGνοι αφουγκρOζονταν τον ρα-


15

διοφωνικό α@ρα προσπαθKντας να πιOσουν τα σDµατα του Μ@λνικ... ΕκεG, µ@σα σ’ αυτό το θρόισµα... Σ’ τ’ ορκGζοµαι σ’ ό,τι θες... ΚOτι υπDρχε!». ΠOνω από το φαλακρό δOσος µετεωρGζονταν δυο κολοσσοG· ο ΕργOτης και η Κολχόζνιτσα,1 ακινητοποιηµ@νοι στην παρOξενη στOση τους, λες και γλιστρο?σαν πOνω στον πOγο D σαν να στριφογ?ριζαν χορε?οντας τανγκό, χωρGς όµως να κοιτOζονται µεταξ? τους, σαν να Dταν Oφυλα όντα. Τότε λοιπόν κατO πο? κοιτο?σαν; Zραγε να @βλεπαν κOτι στον ορGζοντα αποκεG ψηλO όπου βρGσκονταν; ΑριστερO του απόµενε ο διαολεµ@νος τροχός της ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ, τερOστιος σαν γρανOζι του µηχανισµο? εκεGνου που κOνει τη Γη να περιστρ@φεται. ΠOνε εGκοσι χρόνια τKρα που ο τροχός πOγωσε και σκο?ριασε, αθόρυβα τKρα πια, µαζG µ’ όλο τον µηχανισµό. ΧOλασε το κουρδιστDρι του. ΠOνω στον τροχό Dταν γραµµ@νος ο αριθµός 850. Τόσα χρόνια γιόρταζε η Μόσχα όταν τον @στησαν. Ο Αρτιόµ σκ@φτηκε ότι δεν εGχε νόηµα να διορθωθεG αυτός ο αριθµός. Αν κανεGς δεν χρειOζεται να υπολογGσει τον χρόνο, τότε αυτός σταµατOει. Zχαροι και µελαγχολικοG ουρανοξ?στες που παλιότερα φαGνονταν Oσπροι, µπλε, κόκκινοι, ξεφ?τρωναν στη µ@ση του κόσµου· πολ? κοντO. Τα ψηλότερα κτGρια στην περιοχD, αν δεν συνυπολογGζες και τον κατεστραµµ@νο π?ργο. Ό,τι @πρεπε. Ο Αρτιόµ @γειρε πGσω το κεφOλι, το βλ@µµα του @φτασε ως την κορυφD. Αυτό του προκOλεσε αµ@σως @ναν πόνο στα γόνατα. «^σως σDµερα...» ρKτησε χωρGς ερωτηµατικό ο Αρτιόµ, αν και θυµόταν ότι τα αυτιO του ουρανο? εGναι βουλωµ@να µε το βαµβOκι από τα σ?ννεφα. ΕκεG πOνω β@βαια δεν τον Oκουσαν. Nνα κατKφλι. Μια εGσοδος σαν όλες τις εισόδους . ΟρφOνεψε το θυροτηλ@φωνο και @µεινε χωρGς ρε?µα η πόρτα της εισόδου, στο κουβο?κλιο του θυρωρο? κεGτεται @να ψόφιο σκυλG, τα γραµµατοκιβKτια βροντοχτυπOνε σαν τενεκ@δες καθKς γGνεται ρε?µα, µ@σα τους δεν υπOρχουν ο?τε γρOµµατα ο?τε το σκουπιδαριό των διαφηµιστικKν φυλλαδGων. ΠOει καιρός που κOποιοι τα µOζεψαν και τα @καψαν για να ζεστOνουν τουλOχιστον τα χ@ρια τους. ΚOτω υπDρχαν τρεις στιλπνοG γερµανικοG ανελκυστDρες· Dταν ορθOνοιχτοι, µε το εσωτερικό τους να γυαλGζει, σαν να µπορο?σε κανεGς να πOρει οποιονδDποτε από αυτο?ς και να φτOσει ως την κορυφD του ουρανοξ?στη. Γι’ αυτό και τους µισο?σε ο Αρτιόµ. Και πλOι στην πόρ-


16

τα βρισκόταν η @ξοδος κινδ?νου. Ο Αρτιόµ Dξερε τι υπDρχε πGσω της. Το υπολόγιζε Dδη: σαρOντα @ξι πατKµατα µε τα πόδια. Στον ΓολγοθO ανεβαGνεις πOντα µε τα πόδια. «ΠOντα... Με τα πόδια...» Το σακGδιο ζ?γιζε τKρα @ναν ολόκληρο τόνο. Κι αυτό το βOρος πGεζε τον Αρτιόµ πOνω στο µπετόν, τον εµπόδιζε να προχωρDσει, @κανε τα βDµατO του να µπερδε?ονται. Ο Αρτιόµ όµως προχωρο?σε @τσι κι αλλιKς, σαν κουρδισµ@νος. Και σαν κουρδισµ@νος µιλο?σε: «Ε, και τι σηµασGα @χει που δεν υπDρχαν αντιπυραυλικO... Όπως και να ’χει... Θα πρ@πει... Θα πρ@πει να υπOρχουν και κOπου αλλο?... Zνθρωποι... ∆εν γGνεται να @µειναν µονOχα εδK... ΜονOχα στη Μόσχα... ΜονOχα στο Μετρό... Αφο? η Γη... αντ@χει... ∆εν @γινε κοµµOτια... Ο ουρανός... ΚαθαρGζει ξανO... ∆εν µπορεG να γGνει αυτό... Όλη η χKρα... Και η ΑµερικD... Και η ΓαλλGα... και η ΚGνα... ΑλλO µια ΤαϊλOνδη... ΑυτD δεν @κανε τGποτα σε καν@ναν... ∆εν εGχε καν@ναν λόγο...» Και β@βαια, µ@σα στα εGκοσι @ξι χρόνια της ζωDς του, ο Αρτιόµ δεν βρ@θηκε ο?τε στη ΓαλλGα ο?τε στην ΤαϊλOνδη. Αυτός σχεδόν δεν πρόλαβε τον παλιό κόσµο· Oργησε να γεννηθεG. Και η γεωγραφGα του ν@ου κόσµου εGναι πολ? πιο φειδωλD· οι σταθµοG του Μετρό, η ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ, η ΛουµπιOνκα, η ΑρµπOτσκαγια, η γραµµD ΚαλτσεβOγια. Ο ∆ακτ?λιος. ΚοιτOζοντας όµως στα σπOνια τουριστικO περιοδικO τις φωτογραφGες του Παρισιο? και της Ν@ας Υόρκης φιλτραρισµ@νες από τη µο?χλα, ο Αρτιόµ @νιωθε στα µ?χια της καρδιOς του πως οι πόλεις αυτ@ς ακόµα υπOρχουν κOπου, κOπου ορθKνονται, δεν αφανGστηκαν. Και Gσως τον περιµ@νουν. «ΓιατG... ΓιατG να µεGνει µονOχα η Μόσχα; ∆εν εGναι λογικό, Ζεν! ΚαταλαβαGνεις; ∆εν εGναι λογικό! Zρα... Oρα, εµεGς απλο?στατα, δεν µπορο?µε να τους πιOσουµε... να πιOσουµε τα σDµατO τους... ∆εν µπορο?µε... Για την Kρα... Πρ@πει να συνεχGσουµε. ∆εν πρ@πει να τα παρατDσουµε. ∆εν πρ@πει». Ο ουρανοξ?στης Dταν Oδειος, ωστόσο εξακολουθο?σε να ηχεG, να ζει· από το µπαλκόνια @µπαινε ο Oνεµος, χτυπο?σε τα θυρόφυλλα, ανOσαινε σφυριχτO µ@σα από τα ορ?γµατα των ανελκυστDρων, θρόιζε µ@σα στις ξ@νες κρεβατοκOµαρες και στις κουζGνες, παριστOνοντας τους οικοδεσπότες που επιστρ@φανε. Ο Αρτιόµ όµως δεν τον πGστευε πια, ο?τε καν γυρνο?σε να κοιτOξει πGσω του και δεν ερχόταν για επGσκεψη. ΠGσω από τις πόρτες που χτυπο?σαν ανDσυχα Dταν γνωστό τι υπDρχε: λεηλατηµ@να διαµερGσµατα. Απόµεναν µονOχα φωτογραφGες σκορπισµ@νες στο πOτωµα, ξ@νοι νεκροG που φωτογραφDθηκαν για να


17

µην τους θυµOται καν@νας, µα και τερOστια @πιπλα που δεν µπορο?σες να τα σ?ρεις ο?τε στο Μετρό ο?τε στον Oλλο κόσµο. Σε Oλλα σπGτια τα τζOµια ανατινOχτηκαν από την @κρηξη, εδK τα διπλO τζOµια Oντεξαν. Μ@σα σε δ?ο δεκαετGες όµως τα πOντα σκεπOστηκαν µε σκόνη σαν να τυφλKθηκαν από καταρρOκτη. Παλιότερα µπορο?σε κανεGς να συναντDσει σε κOποιο διαµ@ρισµα τον παλιό οικοδεσπότη: µε την προβοσκGδα της αντιασφυξιογόνας µOσκας χωµ@νη σε κOποιο παιχνιδOκι, @κλαιγε ρουθουνGζοντας και δεν Oκουγε αυτο?ς που τον πλησGαζαν από πGσω. ΤKρα όµως δεν συναντο?σες πια καν@ναν. ΚOποιος απόµεινε να κεGτεται µε µια τρ?πα στην πλOτη πλOι σ’ ετο?το το ηλGθιο παιχνιδOκι του, κι οι Oλλοι τον κοιτο?σαν και καταλOβαιναν: δεν υπOρχει εκεG πOνω καν@να σπGτι, δεν υπOρχει τGποτα εκεG. Μπετόν, το?βλα, βροµιO, σκασµ@νη Oσφαλτος, κGτρινα οστO, σκόνη από τα πOντα, µα και ραδιεν@ργεια. Αυτό Gσχυε για τη Μόσχα, αυτό Gσχυε για ολόκληρο τον κόσµο. ΖωD δεν υπOρχει πουθενO εκτός από το Μετρό. Γεγονός. Γνωστό στους πOντες. Γνωστό στους πOντες εκτός του Αρτιόµ. Αν όµως πOνω στην απ@ραντη γη υπOρχει ακόµα κOποιο µ@ρος κατOλληλο για τον Oνθρωπο; Για τον Αρτιόµ και την Zννα; Για όλους όσοι βρGσκονται στον σταθµό; Nνα µ@ρος όπου να µην @χεις πOνω από το κεφOλι σου το σιδερ@νιο ταβOνι και να µπορεGς να φτOσεις µ@χρι τα ουρOνια; Να χτGσεις το σπιτικό σου, τη ζωD σου, κι από το µ@ρος αυτό να ξαναδKσεις σιγO σιγO ζωD σ’ ολόκληρη την κατακαµ@νη γη; «Όλους τους δικο?ς µας... θα τους εγκαθιστο?σα... στον α@ρα... θα ζο?σαν...» ΣαρOντα @ξι πατKµατα. Θα µπορο?σε να σταµατDσει στο τεσσαρακοστό, D και στο τριακοστό. ΚανεGς Oλλωστε δεν εGχε πει στον Αρτιόµ ότι @πρεπε οπωσδDποτε να σκαρφαλKσει µ@χρι την κορυφD. Ποιος ξ@ρει γιατG όµως του εGχε καρφωθεG στο µυαλό η ιδ@α ότι, αν κOτι µπορεG να καταφ@ρει, µόνο εκεG πOνω στη σκεπD θα το καταφ@ρει. «ΦυσικO... Όχι... όχι @τσι... ΨηλO... Όπως τότε στον π?ργο... Τότε... όµως... όµως...» Τα παραθυρOκια της µOσκας εGχαν νοτGσει, η καρδιO του κόντευε να πεταχτεG @ξω από το στDθος του και θαρρεGς πως κOποιος ψαχο?λευε πKς θα µπορο?σε να χKσει στο πλευρό του Αρτιόµ @να µαχαGρι. Μ@σα από τα φGλτρα της µOσκας η αναπνοD γινόταν φειδωλD και δ?σκολη, η ζωD δεν @φτανε, και ο Αρτιόµ, φτOνοντας στο τεσσαρακοστό π@µπτο πOτωµα όπως εκεGνη τη φορO στον π?ργο, δεν Oντεξε και π@-


18

ταξε από πOνω του το εφαρµοστό καουτσουκ@νιο δ@ρµα. Ρο?φηξε τον γλυκόπικρο α@ρα. Α@ρα ολότελα διαφορετικό από εκεGνον του Μετρό. Α@ρα δροσερό. «ΨηλO... Gσως... Κι εκεG... τριακόσια µ@τρα... ψηλO... Γι’ αυτό Gσως... γι’ αυτό σGγουρα... από ψηλO... ΠιOνει...» Π@ταξε από πOνω του το σακGδιό του και Oρχισε να το σ@ρνει πGσω του. Ακο?µπησε την πλOτη του που εGχε πιαστεG στο κOλυµµα της καταπακτDς, το @σπρωξε προς τα @ξω και βγDκε στην ταρOτσα. Και µόνο εκεG σωριOστηκε κατOχαµα. \ταν ξαπλωµ@νος ανOσκελα, αγνOντευε τα σ?ννεφα που @φτανε να τα αγγGξει µε το χ@ρι του. Προσπαθο?σε να µεταπεGσει την καρδιO του, να ηρεµDσει την ανOσα του. Nπειτα σηκKθηκε. Η θ@α αποδK Dταν... Σαν να εGχε πεθOνει και πετο?σε κιόλας προς τον ΠαρOδεισο, ξOφνου Dταν σαν να ακο?µπησε στο γυOλινο ταβOνι και να κρεµOστηκε αποκεG και πηγαινοερχόταν κOτω από αυτό το ταβOνι χωρGς να κινεGται προς κOποια κατε?θυνση. ΚαταλOβαινε όµως ότι από αυτO τα ?ψη δεν µπορο?σε να ξαναγυρGσει στα χαµηλO. Όταν @χεις δει από ψηλO πως στην πραγµατικότητα τα πOντα στη γη εGναι σαν παιχνGδια, τότε πKς θα µπορ@σεις µετO να τα ξαναπOρεις όλα αυτO στα σοβαρO; ΠλOι σ’ αυτόν τον ουρανοξ?στη υψKνονταν Oλλοι δ?ο παρόµοιοι, Oλλοτε πολ?χρωµοι µα τKρα γκρGζοι. Ο Αρτιόµ όµως πOντα σ’ αυτόν αν@βαινε. Nτσι τον βόλευε περισσότερο. ΑνOµεσα στα σ?ννεφα σχηµατGστηκε για @να δευτερόλεπτο µια πολεµGστρα, και µ@σα απ’ αυτDν @ριξε τα β@λη του ο Dλιος. Και ξOφνου του φOνηκε πως κOτι @λαµψε από τον γειτονικό ουρανοξ?στη, εGτε από τη σκεπD εGτε από το σκονισµ@νο παρOθυρο ενός από τα πOνω διαµερGσµατα. Λες και κOποιος @πιανε τις ηλιαχτGδες µε @να καθρεφτOκι. Μ@χρι όµως να γυρGσει να κοιτOξει, ο Dλιος κρ?φτηκε πOλι πGσω από τα κτGρια και η λOµψη χOθηκε. ∆εν ξαναφOνηκε. Όλη την Kρα τα µOτια του γυρνο?σαν µόνα τους προς το µεταλλαγµ@νο δOσος που εGχε πOρει τη θ@ση του Βοτανικο? ΚDπου, όσο κι αν ο Αρτιόµ πOσχιζε να τραβDξει το βλ@µµα του αποκεG. Και προσηλωνόταν στο µα?ρο φαλακρό κενό ακριβKς στο κ@ντρο του. Nνα τόσο Oψυχο µ@ρος, λες κι ο Θεός @φτυσε πOνω του αποµεινOρια από καυτό θειOφι. Όχι, όµως, δεν Dταν ο Θεός. Ο Βοτανικός ΚDπος. ΑλλιKτικο τον θυµόταν ο Αρτιόµ. ΜονOχα αυτόν θυµόταν απ’ όλο τον αφανισµ@νο προπολεµικό κόσµο. Τι παρOξενο! Όλη σου η ζωD να αποτελεGται από πλακOκια, αγω-


19

γο?ς, ταβOνια που στOζουν, και ρυOκια στο @δαφος κατO µDκος των σιδηροτροχιKν, από γρανGτη και µOρµαρο, από πνιγηρD ατµόσφαιρα και ηλεκτρικό φως. Κι Oξαφνα να προβOλλει µ@σα της µια σπιθαµD από κOτι διαφορετικό: @να δροσερό πρωινό του ΜOη, η φρ@σκια πρασινOδα µε την παιδιOστικη τρυφερότητO της πOνω στα λυγερόκορµα δ@ντρα, σχεδιασµ@να µε χρωµατιστ@ς κιµωλGες τα δροµOκια του πOρκου, η βασανιστικD σειρO εκεG που πουλο?σαν παγωτό κρ@µα, και το Gδιο το παγωτό µ@σα στο κυπελλOκι, όχι µονOχα γλυκό, αλλO απλKς αιθ@ριο. Και η φωνD της µητ@ρας του· αδυνατισµ@νη και αλλοιωµ@νη απ’ τον χρόνο, σαν να ακουγόταν µ@σα από χOλκινο τηλεφωνικό καλKδιο. Κι η ζεστασιO του χεριο? της από το οποGο προσπαθεGς να µην ξεκολλDσεις για να µη χαθεGς, και κρατι@σαι απ’ αυτό µ’ όλη σου τη δ?ναµη. Μα µπορο?σε να θυµOται κOτι τ@τοιο; ΣGγουρα όχι. Και όλο αυτό το διαφορετικό πρOγµα εGναι τόσο Oτοπο και απGθανο, που δεν καταλαβαGνεις πια αν σου συν@βη στον ξ?πνο σου D αν απλKς το εGδες στον ?πνο σου. ΠKς όµως γGνεται να το ονειρε?εσαι, αν δεν εGδες και δεν γνKρισες ποτ@ κOτι τ@τοιο; Εµπρός στα µOτια του ο Αρτιόµ εGχε τα σχ@δια µε κιµωλGα στα δροµOκια και τον Dλιο µε τις χρυσ@ς βελόνες του να περνOει από τα διOτρητα φυλλKµατα, και το παγωτό στο χ@ρι του και τις αστεGες, πορτοκαλG πOπιες πOνω στον καφ@ καθρ@φτη της λιµνο?λας, και τις γ@φυρες που κουνιόντουσαν πOνω απ’ αυτD τη φθινοπωριOτικη λιµνο?λα· κι Dταν τόσο φοβερό να π@σει κανεGς στο νερό, κι ακόµα φοβερότερο να του π@σει εκεG µ@σα το κυπελλOκι του παγωτο?! Να όµως που το πρόσωπο της, το πρόσωπο της µαµOς του ο Αρτιόµ δεν µπορο?σε να το θυµηθεG. ΠOσχιζε να το ανακαλ@σει στη µνDµη, τις ν?χτες παρακαλο?σε να το δει ακόµα και στον ?πνο του, @στω κι αν Dταν να το ξεχOσει πOλι µόλις @ρθει το πρωG, µα τGποτα δεν γινόταν. Zραγε δεν βρισκόταν στο µυαλό του µια τοσηδO γωνGτσα όπου η µητ@ρα του µπορο?σε να κρυφτεG και να περιµ@νει να περOσουν ο θOνατος κι η µαυρGλα; ΦαGνεται πως δεν βρισκόταν. Μα πKς γGνεται να υπOρχει @νας Oνθρωπος και να χOνεται ολότελα; Και η µ@ρα εκεGνη, ο κόσµος εκεGνος πο? µπορεG να σβDστηκαν; Αφο? υπDρξαν, να εκεG, πλOι του, φτOνει να κλεGσει τα µOτια του. ΒεβαGως και µπορεG να ξαναγυρGσει σ’ αυτO. ΚOπου πOνω στη γη θα πρ@πει να @χουν διασωθεG, θα πρ@πει να αποµ@νουν και να καλο?ν όλους αυτο?ς που χOθηκαν: εµεGς εGµαστε εδK, εσεGς πο? εGστε; ΜονOχα που θα πρ@πει να τους ακο?σει κανεGς. Πρ@πει να ξ@ρει πKς να τους ακο?σει.


20

Ο Αρτιόµ ανοιγόκλεισε τα µOτια του, @τριψε τα βλ@φαρO του Kστε τα µOτια του ν’ αντικρGσουν ξανO το σDµερα κι όχι εGκοσι χρόνια πριν. ΚOθισε, Oνοιξε το σακGδιό του. ΕκεG µ@σα βρισκόταν @νας ασ?ρµατος – στρατιωτικός, βαρ?ς, πρασινωπός και γρατσουνισµ@νος, κι @να ακόµα τερOστιο µαραφ@τι: @να πρOσινο κουτG µε µανιβ@λα. Nνα αυτοσχ@διο δυναµό. Και στον πOτο του σακιδGου, σαρOντα µ@τρα καλKδιο, η αντ@να του ασυρµOτου. Ο Αρτιόµ σ?νδεσε όλα τα καλKδια, @φερε βόλτα τη σκεπD ξετυλGγοντας το καλKδιο, σκο?πισε τον ιδρKτα από το πρόσωπό του και, θ@λοντας και µη, ξαναφόρεσε την αντιασφυξιογόνα µOσκα. Φόρεσε σφιχτO στο κεφOλι του τα ακουστικO. ΧOιδεψε µε τα δOχτυλO του τα πλDκτρα. Γ?ρισε τη µανιβ@λα του δυναµό. Τρεµόσβησε η δGοδος, βο?ιξε, κOτι δονDθηκε σαν ζωντανό µ@σα στην παλOµη του. ΚροτOλισε ο διακόπτης. Nκλεισε τα µOτια του επειδD φοβDθηκε µDπως αυτO τον εµποδGσουν να πιOσει µ@σα στον ρόχθο των ραδιοκυµOτων την µποτGλια µε το γρOµµα από εκεGνη τη µακρινD Dπειρο όπου κOποιος επιζο?σε ακόµα. Ταλαντε?τηκε πOνω στα κ?µατα. Και το δυναµό γ?ριζε, Dταν σαν να κωπηλατο?σε µε το χ@ρι του µια φουσκωτD λ@µβο. Τα ακουστικO σφ?ριζαν, @βγαζαν @να διαπεραστικό «^ιιιου...» µε θορ?βους, ξεροβDχανε σαν φυµατικO. ΣKπαιναν κι @πιαναν πOλι να σφυρGζουν. Λες κι ο Αρτιόµ τριγυρνο?σε µ@σα σε @ναν θOλαµο αποµόνωσης φυµατικKν ψOχνοντας µε ποιον να µιλDσει, αλλO κανεGς από τους αρρKστους δεν εGχε τις αισθDσεις του. ΜονOχα οι νοσοκόµες @βαζαν το δOχτυλο στα χεGλια τους και του @καναν αυστηρO «σσσσς...». ΚανεGς εδK δεν Dθελε να απαντDσει στον Αρτιόµ, κανεGς δεν σκόπευε να ζDσει. ΤGποτα από την Πετρο?πολη. ΤGποτα από το Εκατερινµπο?ργκ. ΣKπαινε το ΛονδGνο. ΣKπαινε το ΠαρGσι. ΣKπαιναν η Μπανγκόκ και η Ν@α Υόρκη. ΠOει καιρός που δεν εGχε πια σηµασGα ποιος ξεκGνησε εκεGνον τον πόλεµο. Ο?τε µε ποια αφορµD ξεκGνησε εGχε πια σηµασGα. Για τι; Για την ιστορGα; Μα την ιστορGα τη γρOφουνε οι νικητ@ς, κι εδK δεν βρισκόταν κανεGς για να τη γρOψει, και σ?ντοµα δεν θα υπOρχει και κανεGς να τη διαβOσει. «Σσσσς...» ΕρηµιO στον ραδιοφωνικό α@ρα. Ατ@λειωτη ερηµιO. «^ιιιου...» Περιφ@ρονταν Oσκοπα στις τροχι@ς τους οι ανDσυχοι δορυφόροι· κανεGς δεν τους καλο?σε κι αυτοG τρελαGνονταν από τη µοναξιO, και


21

π@φτανε στη Γη, γιατG καλ?τερα Dταν να πOρουν φωτιO στον α@ρα παρO να γυρνο?νε @τσι. Ο?τε λ@ξη από το ΠεκGνο. Και το Τόκιο, τOφος κι αυτό. Κι ο Αρτιόµ συν@χιζε να γυρνOει εκεGνη την καταραµ@νη µανιβ@λα, γυρνο?σε, κωπηλατο?σε, κωπηλατο?σε, γυρνο?σε. Τι Dσυχα που Dταν. ΑφOνταστα Dσυχα. Αφόρητα. «ΕδK Μόσχα! ΕδK Μόσχα! ΑπαντDστε!» ΕGναι η φωνD του, η φωνD του Αρτιόµ. Όπως πOντα, δεν περGµενε, δεν το Oντεξε. «ΕδK Μόσχα! Εµπρός! ΑπαντDστε!» «^ιιιου...» Να µη σταµατDσει. Να µην υποκ?ψει. «Πετρο?πολη! ΑπαντDστε! Βλαδιβοστόκ! ΑπαντDστε στη Μόσχα! Ροστόφ! ΑπαντDστε! Τι @παθες, Πετρο?πολη; ΦOνηκες Oραγε τόσο αδ?ναµη, πιο αδ?ναµη από τη Μόσχα; Τι να υπOρχει εκεG αντG για σ@να; Μια λGµνη από γυαλG; \ µDπως σε κατOφαγε η µο?χλα; ΓιατG δεν απαντOς; Ε;» Πο? πDγες, Βλαδιβοστόκ, πόλη εσ? περDφανη στην Oλλη Oκρη του κόσµου; Εσ? ορθωνόσουν τόσο µακριO από µας, σε µόλυναν Oραγε κι εσ@να; ΜDπως ο?τε εσ@να λυπηθDκανε; Κχχ. Κχχ. «ΑπαντDστε, Βλαδιβοστόκ! ΕδK Μόσχα!» Όλος ο κόσµος εGναι πεσµ@νος µπρο?µυτα, µε το πρόσωπο χωµ@νο στη λOσπη, και δεν ακο?ει αυτD την αδιOκοπη βροχD που του χτυπOει µε τις σταγόνες της την πλOτη, και δεν νιKθει πως και το στόµα του και η µ?τη του γεµGσανε µε σκουριασµ@νο νερό. Η Μόσχα όµως... Να τη. Στ@κεται στα πόδια της. Σαν να ’ναι ζωντανD. «Μα τι διOολο, ψοφDσατε όλοι σας κει π@ρα;» Σσσσς... ΜDπως @τσι του απαντο?σαν οι ψυχ@ς τους τρυπKνοντας στον α@ρα του ασυρµOτου; ΜDπως @τσι ηχο?σε η ραδιεν@ργεια; Zλλωστε κι ο θOνατος πρ@πει να @χει τη δικD του φωνD. ^σως @τσι ακριβKς· @να ψιθ?ρισµα... Τσσς... Nλα, @λα. Μην κOνεις φασαρGα. Ηρ@µησε. ΓαλDνεψε. «ΕδK Μόσχα, απαντDστε!» ΜDπως τον ακο?σουν τKρα; Να, τKρα θα ξεροβDξει κOποιος στο ακουστικό, θα ξεσπOσει ανDσυχος µ@σα από τα σφυρGγµατα, θα φωνOξει από πολ? µακριO: «ΕδK εGµαστε! Μόσχα! Σας ακο?ω! ΜιλDστε! Μόσχα! Μόνο µη διακόψετε! Σας ακο?ω! Θε@ µου! Η Μόσχα! ΠιOσαµε επαφD µε Μό-


22

σχα! Πόσοι επιζDσατε εκεG; ΕµεGς εδK φτιOξαµε αποικGα, εGµαστε εGκοσι π@ντε χιλιOδες Oνθρωποι! Το χKµα εGναι καθαρό! Η ραδιεν@ργεια µηδενικD! Το νερό καθαρό, χωρGς µόλυνση! Τρόφιµα; ΦυσικO! ΦOρµακα @χουµε, @χουµε! Σας στ@λνουµε µια αποστολD διOσωσης! ΑρκεG ν’ αντ@ξετε! Ακο?τε, Μόσχα! Το κυριότερο εGναι ν’ αντ@ξετε!» ^ιιιου. ΕρηµιO. ΑυτD δεν Dταν προσπOθεια επικοινωνGας, αλλO πνευµατιστικD συνεδρGα. Και ο Αρτιόµ απ@τυχε εντελKς. Τα πνε?µατα που επικαλο?νταν δεν Dθελαν καµGα επικοινωνGα µαζG του. ΚαλO Dταν και στον Oλλο κόσµο. Κοιτο?σαν από ψηλO τη φιγο?ρα του Αρτιόµ καµπουριασµ@νη µ@σα στα σπOνια ανοGγµατα ανOµεσα στα σ?ννεφα και απλKς χαµογελο?σαν ειρωνικO: ΕκεG, κοντO σας; Ε, όχι και τ@τοιες αρλο?µπες! Κχχχχχ. ΣταµOτησε να γυρGζει την καταραµ@νη µανιβ@λα. Π@ταξε τα ακουστικO. ΣηκKθηκε, µOζεψε αργO το καλKδιο της κεραGας σε µια προσεγµ@νη κουλο?ρα, αναγκOζοντας τον εαυτό του να δεGξει προσοχD, επειδD του ερχόταν να το κOνει κοµµOτια και να το πετOξει από το τεσσαρακοστό @κτο πOτωµα στην Oβυσσο. Nβαλε τα πOντα στο σακGδιό του. Στερ@ωσε στους Kµους του τον δαGµονα του πειρασµο?. Τα µετ@φερε κOτω. Στο Μετρό. Α?ριο πOλι.

«Nκανες απολ?µανση;» ακο?στηκε µια δυσOρεστη @νρινη φωνD από το γαλOζιο ακουστικό. «Nκανα». «Πιο καθαρO!» «Nκανα!» «Nκανε, αχO...» γρ?λισε µε δυσπιστGα το ακουστικό και ο Αρτιόµ το π@ταξε µε µGσος στον τοGχο. Από την εσωτερικD πλευρO της πόρτας τριζοβόλησε το λουκ@το, τραβDχτηκαν τα γλωσσGδια. Nπειτα η πόρτα @βγαλε @να παρατεταµ@νο τρGξιµο, Oνοιξε, και το Μετρό ξεφ?σησε πOνω στον Αρτιόµ την πνιγηρD βαριO ανOσα του. Ο Σουχόι τον υποδ@χτηκε στο κατKφλι. ΕGτε το @νιωσε πως ο Αρτιόµ θα γυρGσει, εGτε στην πραγµατικότητα δεν εGχε πOει πουθενO. ΜOλλον το @νιωσε. «ΠKς εGσαι;» τον ρKτησε κουρασµ@νος, χωρGς κακGα. Ο Αρτιόµ σDκωσε τους Kµους του. Ο Σουχόι τον ψηλαφο?σε µε τα µOτια. ΑπαλO, σαν παιδGατρος.


ΕκεGνη ο?τε που σOλεψε. ΚοιµOται D δεν κοιµOται; αναρωτDθηκε ο Αρτιόµ. Nτσι µηχανικO το σκ@φτηκε, επειδD δεν του καιγόταν καρφOκι αν εκεGνη κοιµόταν D @κανε πως κοιµOται. Π@ταξε τα ρο?χα του @να κουβOρι στην εGσοδο, κι @πειτα @τριψε ριγKντας τους Kµους του, µαζε?τηκε στο πλOι της Zνιας, τρOβηξε πOνω του το πOπλωµα. Αν υπDρχε δε?τερο πOπλωµα, ο?τε που θα µπερδευόταν σ’ αυτD την ιστορGα. Το ρολόι του σταθµο? @δειχνε εφτO το απόγευµα, @τσι δεν Dταν; Η Zνια όµως @πρεπε να σηκωθεG στις δ@κα και να πOει στα µανιτOρια. ΕνK τον Αρτιόµ, ως Dρωα, τον εGχαν απαλλOξει από τη φροντGδα των µανιταριKν. \ ως ανOπηρο; Και µε όλα τα υπόλοιπα καθDκοντO του ασχολο?νταν όποτε Dθελε ο Gδιος. Ξυπνο?σε όταν εκεGνη επ@στρεφε από τη βOρδια της και αν@βαινε στην επιφOνεια. Zρχιζε να τον παGρνει ο ?πνος ενK εκεGνη παρGστανε ακόµα ότι κοιµOται. Nτσι ζο?σαν· σε αντGθετες φOσεις. Στο Gδιο κρεβOτι, σε διαφορετικ@ς διαστOσεις. ΠροσεκτικO, για να µην την ξυπνDσει, ο Αρτιόµ Oρχισε να τραβOει προς το µ@ρος του το κόκκινο πOπλωµα. Η Zνια το κατOλαβε και δGχως να πει λ@ξη τρOβηξε οργισµ@νη το πOπλωµα προς την αντGθετη πλευρO. `στερα από ηλGθια µOχη ενός λεπτο?, ο Αρτιόµ συνθηκολόγησε και απόµεινε στην Oκρη του κρεβατιο? γυµνός. «Υπ@ροχα» εGπε. ΕκεGνη σKπαινε. ΓιατG στην αρχD η λαµπGτσα φ@γγει κι @πειτα το φως της αρχGζει να σβDνει; Τότε κι εκεGνος ξOπλωσε µε το πρόσωπο κρυµµ@νο στο µαξιλOρι – δόξα τω ΘεK, απ’ αυτO εGχαν δ?ο–, το ζ@στανε µε την ανOσα του κι @τσι

23

«Σε γ?ρευε κOποιος. \ρθε από Oλλο σταθµό». Ο Αρτιόµ τεντKθηκε. «ΜDπως εGναι από τον Μ@λνικ;» ΚOτι κουδο?νισε στη φωνD του σαν να @πεφτε στο πOτωµα @νας κOλυκας. ΕλπGδα; \ µDπως δειλGα; \ τι Oλλο; «Όχι. ΚOποιος γ@ρος εGναι». «Τι λογDς γ@ρος;» όλες οι προηγο?µενες δυνOµεις που τις εGχε µαζ@ψει για την περGπτωση που ο πατριός του απαντο?σε θετικO στ@ρεψαν θαρρεGς αµ@σως, χOθηκαν σ’ @να φρεOτιο, και τKρα το µόνο που Dθελε Dτανε να πOει για ?πνο. «Όµηρος. Όµηρος λεγόταν. \ξερες εσ? καν@ναν τ@τοιον;» «Όχι. ΠOω για ?πνο, θεGε ΣOσα».


24

αποκοιµDθηκε. Και στο Oτιµο το όνειρό του εGδε µιαν Oλλη Zνια – γελαστD, τολµηρD, να τον πειρOζει χαρο?µενα, µια πολ? ν@α κοπ@λα. Μα πόσος καιρός π@ρασε από τότε; ∆?ο χρόνια; ∆?ο µ@ρες; Ο διOολος µονOχα ξ@ρει πότε µπορεG να συν@βη αυτό. Τότε κι οι δυο θαρρο?σαν πως εGχαν µπροστO τους µια ολόκληρη αιωνιότητα. Zρα, όλα αυτO @γιναν µια αιωνιότητα πριν. Και στο όνειρό του επικρατο?σε παγωνιO, εκεG όµως Dταν η Zνια που τον @κανε να παγKνει· τον κυνηγο?σε, λ@ει, γυµνό µ@σα στον σταθµό, @τσι για το κ@φι της, κι όχι γιατG τον απεχθανόταν. Κι όταν ο Αρτιόµ ξ?πνησε, µ@σα στην αδρOνεια του ονεGρου, πGστευε για @να ακόµα ολόκληρο λεπτό πως η αιωνιότητα δεν τελεGωσε, ότι αυτός κι η Zνια βρGσκονται ακόµα στη µ@ση της. \θελε να τη φωνOξει, να της ζητDσει συγνKµη, να τα γυρGσει όλα στο αστεGο. Nπειτα θυµDθηκε.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Μετρό

Θ

τουλOχιστον να µας ακο?σεις;» ρKτησε την Zνια. Μα εκεGνη δεν βρισκόταν πια στη σκηνD. Τα ρο?χα του βρGσκονταν ακριβKς στο σηµεGο όπου τα εGχε πετOξει· στην εGσοδο. Η Zνια δεν τα µOζεψε, δεν τα σκόρπισε. Τα δρασκ@λισε µονOχα, σαν να φοβόταν να τ’ αγγGξει. Μη µολυνθεG. ^σως και να φοβόταν στ’ αλDθεια. ΣGγουρα το πOπλωµα Dταν πOντα πιο απαραGτητο σ’ εκεGνη. Αυτός θα ζεσταινόταν όπως όπως. ΕυτυχKς που @φυγε. Σ’ ευχαριστK, Zνια. Σ’ ευχαριστK που δεν @πιασες κουβ@ντα µαζG µου. Που δεν βOλθηκες να µου απαντDσεις. «ΕυχαριστK, διOολε!» εGπε φωναχτO. «Επιτρ@πεται;» απOντησε κOποιος πGσω από το καραβόπανο της σκηνDς και ακριβKς πOνω στο αυτG του. «Αρτιόµ; ∆εν κοιµOστε;» Ο Αρτιόµ φόρεσε το παντελόνι του. Απ@ξω, καθισµ@νος σε @να πτυσσόµενο σκαµνOκι, τον περGµενε @νας γ@ροντας µε πρόσωπο υπερβολικO τρυφερό για την ηλικGα του. Καθόταν Oνετα, βολικO, ισορροπηµ@να, και Dταν φανερό ότι εGχε βολευτεG εκεG από Kρα και δεν το ’χε σκοπό να φ?γει. Ο γ@ρος Dταν ξ@νος, δεν Dταν από τον σταθµό. Μόρφασε καθKς εισ@πνευσε απρόσεχτα µε τη µ?τη. Τους ξ@νους προφανKς. Ο Αρτιόµ @φερε τα δOχτυλα πOνω από τα µOτια του και πGσω από αυτό το γεGσο καλ?φθηκε από το Oλικο φως που κατ@κλυζε τον σταθµό ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ και κοGταξε τον επισκ@πτη. «Τι θ@λεις, γ@ροντα;» «ΕGστε ο Αρτιόµ;» «Ας πο?µε» ανOσανε βαθιO µε τη µ?τη ο Αρτιόµ τον α@ρα. «ΕξαρτOται». α προσπαθήσεις

25

«


26

«ΕγK εGµαι ο Όµηρος» δDλωσε ο γ@ροντας. «Nτσι µε λ@νε». «ΑλDθεια;» «ΓρOφω βιβλGα. Nνα βιβλGο». «Ενδιαφ@ρον» εGπε ο Αρτιόµ µε τη φωνD ανθρKπου που το ν@ο τον αφDνει αδιOφορο. «Ιστορικό. ΚOτι τ@τοιο. Όχι όµως για την εποχD µας». «Ιστορικό» επαν@λαβε επιφυλακτικO ο Αρτιόµ κοιτOζοντας ολόγυρα. «Προς τι; Η ιστορGα, λ@ει ο κόσµος, πOει! ΤελεGωσε». «ΕµεGς όµως; ΚOποιος πρ@πει για όλα αυτO µ’ εµOς εδK... για όλα αυτO που µας συµβαGνουν εδK, κOποιος πρ@πει να µιλDσει στους απογόνους». Αν δεν εGναι σταλµ@νος από τον Μ@λνικ, σκ@φτηκε ο Αρτιόµ, τότε ποιος εGναι; Ποιος τον στ@λνει; ΓιατG; «Στους απογόνους. ΙερD υπόθεση». «Και αφενός πρ@πει να ιστορDσει το κυριότερο... Αυτό που ζο?µε εµεGς εδK. Να απεικονGσει, ας πο?µε, όλα τα σηµαδιακO γεγονότα και όλες τις περιπ@τειες. Αφετ@ρου πKς να το κOνει; Τα ξερO γεγονότα ξεχνιο?νται. Για να θυµο?νται οι Oνθρωποι, χρειOζεται η ζωντανD ιστορGα. ΧρειOζεται @νας Dρωας. ΑναζDτησα υλικό. Όλα τα δοκGµασα. Και µου φαινόταν πως κOτι εGχα βρει. ΜετO όµως καταπιOστηκα µε το γρOψιµο... Και δεν λειτο?ργησε. ∆εν µου @βγαινε. Κι @πειτα Oκουσα για τη ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ και...» \ταν φανερό πKς ο γ@ρος δυσκολευόταν να του εξηγDσει, αλλO ο Αρτιόµ δεν σκόπευε να τον βοηθDσει. Μπορο?σε όµως να καταλOβει τι θα συν@βαινε τKρα. Ο γ@ρος δεν @βγαζε κακGα, µονOχα την αGσθηση πως Dταν αταGριαστος εδK π@ρα· κOτι όµως συσσωρευόταν στην ατµόσφαιρα, κOτι δηµιουργο?νταν ανOµεσα στον Αρτιόµ κι αυτόν, κOτι που θα ’λεγες πως όπου να ’ναι θα εκραγεG, θα πOρει φωτιO και θα γGνει χGλια κοµµOτια. «Μου µGλησαν για τη ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ... για τους Μα?ρους και για σας. Κι εγK κατOλαβα πως ακριβKς εσOς @πρεπε να βρω, Kστε αυτD...» Ο Αρτιόµ κο?νησε το κεφOλι του· επιτ@λους κατOλαβε. «ΘαυµOσια ιστορGα». Και δGχως να χαιρετGσει προχKρησε χKνοντας τα αιKνια παγωµ@να χ@ρια του στις τσ@πες του. Κολληµ@νος πGσω του στο Oνετο σκαµνOκι του, ο γ@ρος προσπαθο?σε ακόµα κOτι να εξηγDσει πGσω από την πλOτη του Αρτιόµ. ΕκεGνος όµως εGχε αποφασGσει να κουφαθεG. Ανοιγόκλεισε τα µOτια του· αυτO εGχαν συνηθGσει, µπορο?σε να µην τα µισοκλεGνει πια.


27

Περισσότερο χρόνο το? πDρε να συνηθGσει τον Oλλο κόσµο, εκεGνον που βρισκόταν στην επιφOνεια. Nναν χρόνο. Τόσο γρDγορα! Η πλειοψηφGα των κατοGκων του Μετρό σGγουρα θα τυφλωνόταν για πOντα απ’ το φως του Dλιου, ακόµα κι αυτο? του πνιγµ@νου από τα σ?ννεφα Dλιου. Zλλωστε όλη τους τη ζωD την π@ρασαν στα σκοτOδια. Ο Αρτιόµ όµως υποχρ@ωσε τον εαυτό του να δει την επιφOνεια της γης. Να δει τον κόσµο εκεGνο στον οποGο γεννDθηκε. ΓιατG, αν δεν µπορεGς ν’ αντ@ξεις τον Dλιο, πKς θα επιστρ@ψεις στην επιφOνεια όταν @ρθει το πλDρωµα του χρόνου; Όλοι όσοι γεννDθηκαν στο Μετρό µεγOλωναν πια δGχως Dλιο, σαν τα µανιτOρια. Φυσικό Dταν· φαGνεται πως οι Oνθρωποι δεν χρειOζονται τον Dλιο αλλO τη βιταµGνη D. ΦαGνεται πως το φως του Dλιου µπορεG να το καταβροχθGσεις µε τη µορφD καραµ@λας. Και µπορεGς να ζDσεις ψηλαφητO. Στο Μετρό δεν υπDρχε φωτισµός για όλους. ∆εν υπDρχε ηλεκτρισµός για όλους. Κοινό δεν υπDρχε απολ?τως τGποτα· ο καθ@νας για την πOρτη του. Σε µερικο?ς σταθµο?ς κατOφεραν να παρOγουν φως τόσο Kστε η κατOσταση να εGναι σχεδόν όπως παλιO. Σε Oλλους το φως @φτανε µονOχα για µια λαµπGτσα που @καιγε στη µ@ση της αποβOθρας. Zλλοι Dταν βυθισµ@νοι σε πηχτό σκοτOδι, όπως οι σDραγγες. Αν κOποιος @φερνε εκεG φως µ@σα στην τσ@πη του, αυτός µπορο?σε να ψαρ@ψει µ@σα από το τGποτα κοµµOτια του πατKµατος, του ταβανιο?, µια µαρµOρινη κολόνα. Και µ@σα από το σκοτOδι σ@ρνονταν στις αχτGδες του φακο? του οι κOτοικοι του σταθµο? που Dθελαν να κοιτOξουν λιγOκι. Καλ?τερα όµως Dταν να µην εµφανιστεG µπροστO τους· Dταν µαθηµ@νοι στην εντ@λεια να ζουν χωρGς µOτια, αλλO τα στόµατO τους δεν εGχαν αχρηστευτεG. Η ζωD στη ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ Dταν αυστηρO κανονισµ@νη και ο κόσµος Dταν καλοµαθηµ@νος. Στις σκην@ς µεµονωµ@νων ανθρKπων @καιγαν µικρ@ς δGοδοι κλεµµ@νες από την επιφOνεια της γης, ενK για τους κοινόχρηστους χKρους υπDρχε ακόµα ο παλιός φωτισµός ασφαλεGας· λOµπες µε κόκκινα γυOλινα καλ?µµατα. Nτσι λοιπόν εµφανιζόταν αργO µ@σα σ’ αυτό το κόκκινο φως η ψυχD του Αρτιόµ, @βγαινε από το υγρό του εµφανιστDριου και γινόταν ολοφOνερο ότι φωτογραφDθηκε εκεG, στην επιφOνεια της γης, µια φωτεινD µ@ρα του ΜOη. Και µιαν Oλλη µ@ρα, µια µελαγχολικD µ@ρα του ΟκτKβρη, πDρε φως. «ΘαυµOσια ιστορGα, ε, Ζεν; ΘυµOσαι τους Μα?ρους;» ψιθ?ρισε ο Αρτιόµ. ΠOντα όµως του απαντο?σαν Oλλοι. ΠOντα του απαντο?σαν οι λOθος Oνθρωποι.


28

«Γεια σου, Αρτιόµ!» «Ω, Αρτιόµ!» Χαιρετο?σαν όλοι. ΚOποιος χαµογελο?σε, Oλλος κατσο?φιαζε, όλοι όµως χαιρετο?σαν. ΕπειδD όλοι θυµόντουσαν τους Μα?ρους κι όχι τον Ζ@νκα µε τον Αρτιόµ. Όλοι θυµόντουσαν αυτD την ιστορGα, @στω κι αν δεν τη γνKριζε κανεGς. Ο σταθµός της ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ Dταν τερµατικός. Το σπGτι του. ∆ιακόσια µ@τρα µDκος, και σ’ αυτO διακόσιοι Oνθρωποι. Οι θ@σεις Dταν ακριβKς όσες @πρεπε· αν Dταν λιγότερες ο κόσµος δεν θα µπορο?σε ν’ ανασOνει, αν Dταν περισσότερες δεν θα µπορο?σε να ζεσταθεG. Ο σταθµός χτGστηκε εκατό χρόνια πριν, τον καιρό της προηγο?µενης αυτοκρατορGας, από το συνηθισµ@νο αυτοκρατορικό υλικό: το µOρµαρο και τον γρανGτη. ΣχεδιOστηκε σε στιλ επGσηµο, σαν ανOκτορο, εννοεGται όµως ότι Dταν σκαµµ@νος µ@σα στη γη, µε αποτ@λεσµα να θυµGζει κOτι µεταξ? µουσεGου και κρ?πτης. Όπως και σε όλους τους υπόλοιπους σταθµο?ς, το πνε?µα των προγόνων υπDρχε εδK εντελKς Oθικτο. Σαν να µεγOλωσαν ξαφνικO οι κOτοικοι του Μετρό, σαν να συν@χιζαν να κOθονται στα πόδια κOποιων αρχαGων γερόντων και δεν µπορο?σαν να κατ@βουν αποκεG· δεν τους Oφηναν να φ?γουν. Καπνισµ@νες κυρτ@ς κολόνες, στις αψGδες ανOµεσO τους εGναι στηµ@νες παλι@ς και φθαρµ@νες στρατιωτικ@ς σκην@ς· στην καθεµιO τους µ@νει κι από µια οικογ@νεια, σε κOποιες σκην@ς µ@νουν δ?ο. Αυτ@ς τις οικογ@νειες µπορεG κανεGς απλο?στατα να τις ανακατ@ψει και κανεGς να µην πOρει εGδηση τη διαφορO. ΣυµβαGνει αυτό όταν ζεις µε τους Oλλους εGκοσι χρόνια στον Gδιο σταθµό, όταν ανOµεσα στα δικO σου µυστικO και σ’ αυτO των γειτόνων, ανOµεσα σ’ όλα τα βογκητO κι όλες τις κραυγ@ς υπOρχει µονOχα @να στρKµα καραβόπανου. ΚOπου αλλο? Gσως οι Oνθρωποι να εGχαν κιόλας αλληλοφαγωθεG· το µGσος, βλ@πεις, και η ζDλια για τον Θεό που αγαπOει περισσότερο τα ξ@να παιδιO, και η αδυναµGα να µοιραστεGς µε τους Oλλους τον Oντρα D τη γυναGκα σου, και το σπGτι σου που αξGζει τόσο Kστε για χOρη του να στραγγαλGσεις τους Oλλους. Αυτό όµως δεν Gσχυσε εδK, στη ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ. ΕδK τα πρOγµατα @γιναν απλO, µε τον δικό τους ιδιαGτερο τρόπο. Όπως σ’ @να χωριό D σε µια κοινότητα. ∆εν υπOρχουν εδK ξ@να παιδιO· γεννDθηκε γερό παιδG στο σπGτι των γειτόνων; ΓιορτD για όλους. ΑρρKστησε το δικό σου παιδG; Θα τρ@ξουν όλοι να βοηθDσουν, ο καθ@νας όπως µπορεG. Εσ? δεν θα µετακοµGσεις πουθενO· οι Oλλοι θα µετακινηθο?ν. ΤσακKθηκες µε κOποιον; Θα φιλιKσετε λόγω στενότητας του χKρου. Nφυγε η γυναGκα σου; ΑργO D γρDγορα θα τη συγχωρDσεις.


29

Zλλωστε στην πραγµατικότητα εκεGνη δεν πDγε πουθενO, εδK @µεινε, µ@σα σε το?τη τη µαρµOρινη αGθουσα, που πOνω της @πεσαν από την επιφOνεια της γης εκατοµµ?ρια τόνοι χKµα. ^σως τKρα να κοιµOται κOτω από @να Oλλο κοµµOτι καραβόπανου. ΚαθηµερινO όµως θα τη συναντOς όχι µια, αλλO εκατό φορ@ς. Θα πρ@πει να τα βρεGτε. Εσ? δεν θα καταφ@ρεις να φανταστεGς ότι εκεGνη δεν υπOρχει πια και δεν υπDρξε ποτ@. Το σπουδαιότερο εGναι ότι όλοι εGναι ζωντανοG κι εκεG πια... Όπως συµβαGνει σε µια κοινότητα D σε µια σπηλιO. ΥπDρχε αποδK κOποιος δρόµος – η νότια σDραγγα η οποGα @βγαζε στην Αλεξ@γεφσκαγια, και παρακOτω στο ΜεγOλο Μετρό, αλλO... ^σως το θ@µα Dταν ότι η ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ Dταν τερµατικός σταθµός. Κι εδK ζο?σαν όσοι δεν Dθελαν πια και δεν µπορο?σαν να πOνε πουθενO. ΑυτοG που τους Dταν χρDσιµα τα σπGτια τους. Ο Αρτιόµ σταµOτησε κοντO σε µια σκηνD, κοκOλωσε εκεG. Στεκόταν και την εξ@ταζε µ@σα από το τριµµ@νο καραβόπανο, µ@χρι να βγει @ξω µια γυναGκα µε πρησµ@νο πρόσωπο. «Γεια σου, Αρτιόµ». «Γεια σας, ΓεκατερGνα Σεργκ@γεβνα». «Ο Ζ@νια δεν εGναι µ@σα, Αρτιόµ». ΕκεGνος της κο?νησε το κεφOλι. \θελε να της χαϊδ@ψει τα µαλλιO, να της πιOσει το χ@ρι. Μα το ξ@ρω, το ξ@ρω, να της πει. ΑλDθεια, τα ξ@ρω όλα, ΓεκατερGνα Σεργκ@γεβνα. \ µDπως αυτό το λ@τε στον εαυτό σας; «Nλα, Αρτιόµ, @λα. Μη στ@κεσαι εκεG. Nλα δω, να πιεις @να τσαγOκι». «ΕντOξει». Κι από τις δυο µερι@ς η αGθουσα του σταθµο? Dταν αποκοµµ@νη από τις κυλιόµενες σκOλες· οι κOτοικοι εGχαν υψKσει τοGχους και τους εGχαν κλεGσει ερµητικO, @τσι Kστε να µην @ρχεται από την επιφOνεια της γης ο δηλητηριασµ@νος α@ρας... Ο?τε και οι κOθε λογDς επισκ@πτες. Από τη µια µεριO, εκεG όπου φτιOχτηκε η ν@α εGσοδος ο τοGχος εGναι τυφλός. Από την Oλλη µεριO, εκεG όπου βρισκόταν η παλιO εGσοδος, Oφησαν @να Oνοιγµα για να µπορο?ν να ανεβαGνουν στην πόλη. ΕκεG όπου βρGσκεται ο τυφλός τοGχος εGναι στηµ@νες η κουζGνα και η λ@σχη. ΕκεG υπOρχουν κουζGνες για το µαγεGρεµα, νοικοκυρ@ς µε ποδι@ς πηγαινο@ρχονται, ετοιµOζουν το φαγητό για τα παιδιO και τους Oντρες τους, µ@σα από σωληνKσεις µε φGλτρα Oνθρακα @ρχεται νερό που κελαρ?ζει και, σχεδόν διOφανο, χ?νεται σε δεξαµεν@ς. ΚOθε τόσο το τσαγερό αρχGζει να σφυρGζει· µε την αλλαγD βOρδιας στα αγροκτDµατα τρ@χει καταδK @νας µαντατοφόρος για ζεστό νερό, σκουπGζει τα χ@ρια του στο παντελόνι του, αναζητOει ανOµεσα στις µαγεGρισσες τη γυναGκα


30

του για να τη χουφτKσει στα µαλακO, να της θυµGσει τον @ρωτα, και ταυτόχρονα ν’ αρπOξει και καν@να κοµµατOκι από τα µισοµαγειρεµ@να φαγητO. Από τις κουζGνες, τα τσαγερO, τα πιατικO, τα τραπ@ζια και τα καθGσµατα, δεν Dταν τGποτα δικO τους, όλα ανDκαν στο κολχόζ· οι Oνθρωποι όµως τα µεταχειρGζονταν µε προσοχD, δεν τα καταστρ@φανε. Εκτός από το φαγητό, τα πOντα @ρχονταν από την επιφOνεια της γης: στο Μετρό δεν µπορεG να φτιαχτεG τGποτα. ΕυτυχKς που οι νεκροG, τότε που σκόπευαν να ζDσουν, µOζεψαν όλα τα αγαθO· λOµπες, γεννDτριες ντGζελ, καλKδια, όπλα, σφαGρες, πιατικO, @πιπλα, κι από ρο?χα @ραψαν σωρο?ς. ΤKρα εκεGνοι µπορο?ν να φορο?ν αυτO τα ρο?χα όπως φορο?ν τα παιδιO τα ρο?χα των µεγαλ?τερων αδελφKν τους. Θα τους κρατDσουν για καιρό. Σε όλο το Μετρό δεν µ@νουν πOνω από πενDντα χιλιOδες Oνθρωποι, ενK παλιO στη Μόσχα ζο?σαν δεκαπ@ντε εκατοµµ?ρια. Zρα, ο καθ@νας @χει καµιO τρακοσαριO τ@τοιους συγγενεGς. Μαζε?ονται αθόρυβα, απλKνουν βουβO τα κουρ@λια τους: «ΠOρε τα δικO µου» λ@νε «πOρ’ τα, πOρ’ τα, εGναι σχεδόν καινο?ργια, εγK µεγOλωσα πια για να τα φορ@σω». Το µόνο που πρ@πει να κOνουν εGναι να τα ελ@γξουν µε τον µετρητD µην τ?χει κι αυτός δKσει σDµα, να ευχαριστDσουν, και µετO µπορο?ν να τα φορ@σουν. Ο Αρτιόµ βρDκε την ουρO για το τσOι, πDγε και στDθηκε στο τ@λος της. «Αρτιόµ, µα τι κOνεις, λες και δεν εGσαι δικός µας! Να πOει να στηθεG στην ουρO! ΚOτσε να ξεκουρOσεις τα πόδια σου... Να σου βOλω καν@να ζεστό;» ΕδK κουµOντο @κανε η ΝτOσκα-Γο?να, µια γυναGκα που φαινόταν γ?ρω στα πενDντα, αλλO δεν εGχε καµιO διOθεση να σκ@φτεται τα χρόνια της. \ρθε στη Μόσχα από µια τρ?πα εκεG κοντO στο ΓιαροσλOβλ, τρεις µ@ρες πριν καταστραφο?ν τα πOντα. Για να αγορOσει µια γο?να. Την αγόρασε. Κι από τότε δεν την @βγαζε από πOνω της ο?τε µ@ρα ο?τε ν?χτα, ο?τε καν για να πOει στην τουαλ@τα. Ο Αρτιόµ δεν την κορόιδευε ποτ@. Κι αν απ’ όλη την περασµ@νη του ζωD του @µενε κι εκεGνου @να τ@τοιο κοµµατOκι; Ο ΜOης, D το παγωτό κρ@µα, D ο Gσκιος από τις λε?κες D µDπως το χαµόγελο της µOνας του; «Ναι. Σ’ ευχαριστK, θεGα ΝτOσα». «Όλο θεGα και θεGα µε λες!» του αποκρGθηκε επιτιµητικO και κοκ@τικα εκεGνη. «Τι γGνεται εκεG πOνω, στην επιφOνεια; ΠKς πOει ο καιρός;» «Βροχο?λα».


31

«Τι θα γGνει, θα µας πνGξει πOλι; Ακο?ς, Αϊγκο?λ; ΒροχD, λ@ει». «Μας τιµωρεG ο ΑλλOχ. Για τα κρGµατO µας. Για ρGξε καµιO µατιO µη σου καεG το χοιρινό σου. «Αντε πOλι µε τον ΑλλOχ σου εσ?! Αµ@σως τον ΑλλOχ της κοπανOει αυτD! Ε, ναι, η αλDθεια εGναι ότι το φαG Oρπαξε λιγOκι... Τι γGνεται, γ?ρισε από τη ΧOνσα ο Μεχµ@τ σου;» «Από προχτ@ς @χει να φανεG. Από προχτ@ς!» «Μη στενοχωρι@σαι...» «Όρκο µ@σα απ’ την καρδιO µου σου κOνω, ΝτOσα, κOποια βρDκε εκεG π@ρα! ΚOποια απ’ τις δικ@ς σας! Για ν’ αµαρτDσει...» «Ποιες δικ@ς µας και δικ@ς σας... Τι µου κοπανOς... Όλοι εδK εGµαστε... Αϊγκο?λιουσκα... Όλοι µαζG». «ΒρDκε κOποια ξεπαρταλωµ@νη, όρκο σου κOνω στον ΑλλOχ...» «Ε, ας του ’δινες κι εσ? συχνότερα ό,τι γ?ρευε... Οι Oντρες εGναι σαν τους γOτους... τριγυρνOνε µ@χρι να βρουν αυτό που θ@λουν...» «Μα τι κOθεστε και λ@τε; Για εµπόριο πDγε εκεG!» πετOχτηκε @νας ανθρωπOκος που εGχε το ?ψος ενός παιδιο? και @να πρόσωπο σχεδόν παιδιOστικο αλλO καχεκτικό επειδD δεν εGχε αναπτυχθεG όπως @πρεπε. «ΕντOξει, εντOξει. Εσ?, Κόλια, κοGτα να µην καλ?πτεις τους συνενόχους σου! Κι εσ?, Αρτιόµ, µην ακο?ς εµOς τις γυναGκες! Nλα, πOρε. Φ?σα το, γιατG καGει». «ΕυχαριστK». ΠλησGασε @νας Oνθρωπος χαρακωµ@νος από παλι@ς λευκ@ς ουλ@ς και τελεGως φαλακρός που όµως τα φουντωτO του φρ?δια και τα διφορο?µενα λόγια του δεν τον @καναν να φαGνεται Oγριος. «ΧαιρετK όλους τους παρόντες και τις κυρGες χωριστO! Ποιος µας Dρθε εδK για τσαγOκι; Σε γ?ρευα τότε, Κολιο?ν. Ακο?σατε τι @γινε µε τη ΧOνσα;» «Τι τρ@χει µε τη ΧOνσα;» «Λουκ@το στα σ?νορα. Όπως εGπε @νας σοφός, το κόκκινο φως αναµµ@νο, το π@ρασµα κλεισµ@νο. Π@ντε δικοG µας ξεροσταλιOζουν εκεG». «ΠOρ’ τα τKρα, Αϊγκο?λ. Τα µανιτOρια σου ανακOτευε εσ?, τα µανιταρOκια!» «Κι ο δικός µου εGναι εκεG! Αχ, τι @παθα! ΑλλOχ... ΠKς @κλεισαν τα σ?νορα; Ε, ΚονσταντGν;» «Τα @κλεισαν κι αυτό Dταν όλο. ∆εν εGναι δικιO µας δουλειO αυτό. Η εντολD εGναι εντολD». «ΠOλι πόλεµο @χουν! ΠOλι πόλεµο @χουν µε την Κόκκινη ΓραµµD, ε; Βρε δεν πOνε να ψοφDσουν όλοι τους εκεG π@ρα!»


32

«Και ποιος ξ@ρει τι γGνεται, ε, ΚονσταντGν; Κι εγK σε ποιον να πOω; Ο Μεχµ@τ µου...» «Για λόγους προφ?λαξης το κOνουν. Μόλις τKρα Dρθα αποκεG. Μια καραντGνα για το εµπόριο κηρ?ξανε. Σ?ντοµα θ’ ανοGξουν. Γεια σας». «Όι, γεια σου, κ?ριος. Επισκ@πτης µας Dρθες; Ποιος εGσαι κι από πο?;» «Από τη Σεβαστόπολσκαγια @ρχοµαι. ΜπορK να καθGσω εδK;» Ο Αρτιόµ σταµOτησε να ρουφOει τον καυτό ατµό, αποτρOβηξε το βλ@µµα του από το λευκό χτυπηµ@νο κ?πελλο µε το χρυσό σιρGτι. Ο γ@ρος εGχε @ρθει κουτσαGνοντας Gσαµε δω, τον γ?ρευε, και τKρα τον παρακολουθο?σε κλεφτO, µε τη γωνιO του µατιο? του. ΕντOξει. ∆εν γινόταν να του το σκOσει. «Κι εσ? πKς @φτασες στα µ@ρη µας, παππο?λη; Αφο? @κλεισαν τα πOντα;» Ο Αρτιόµ προκOλεσε ευθ@ως µε το βλ@µµα του τον πονηρό γ@ρο. «Π@ρασα τελευταGος» απOντησε αυτός· τα µOτια του δεν τρεµόπαιζαν και δεν προσπαθο?σε να του ξεφ?γει. «Αµ@σως µόλις π@ρασα εγK, τα σ?νορα @κλεισαν». «Εκατό χρόνια ζο?σαµε εµεGς δGχως αυτο?ς, δGχως τη ΧOνσα! Ας δοκιµOσουν όµως αυτοG να κOνουν δGχως το τσαγOκι µας, δGχως τα µανιταρOκια µας, οι χαραµοφOηδες! ΕµεGς θ’ αντ@ξουµε µε τη βοDθεια του Θεο?!» «Θ’ ανοGξουν! Και σα δεν ανοGξουν; Κι ο Μεχµ@τ µου;» «Αϊγκο?, τρOβα να βρεις τον Σουχόι. Αυτός θα σου φ@ρει τον Μεχµ@τ σου όσο να πεις κ?µινο. ∆εν θα τον παρατDσει. ΤσαγOκι, θ@λετε; Το δικό µας το @χετε δοκιµOσει;» «∆εν θα πω όχι» κο?νησε µε αξιοπρ@πεια τη γενειOδα του ο µουσOτος που αυτοαποκαλο?νταν Όµηρος. Καθόταν απ@ναντι από τον Αρτιόµ, @πινε το τοπικό αφ@ψηµα από µανιτOρια, το οποGο µε υπερηφOνεια µεν αναGτια δε αποκαλο?νταν τσOι –το αληθινό τσOι, φυσικO, το εGχαν πιει όλο εδK και δ@κα χρόνια– και περGµενε. Και ο Αρτιόµ επGσης περGµενε. «Ποιος περιµ@νει εδK για ζεστό νερό;» Ο Αρτιόµ ανασκGρτησε· πλησGασε η Zνια. ΣηκKθηκε, χωρGς να τον προσ@ξει, µε την πλOτη στραµµ@νη προς το µ@ρος του. «Nχεις δουλειO σDµερα, Ανιο?τα;» την @µπασε αµ@σως στη συζDτηση η Γο?να, σκουπGζοντας τα χ@ρια της στις µαδηµ@νες τσ@πες του παλτο? της. «Στα µανιταρOκια;» «Στα µανιταρOκια» απOντησε εκεGνη @χοντας γυρισµ@νη την πλOτη, χωρGς να γυρGσει να κοιτOξει πGσω της. Zρα, εGχε πOρει εGδηση τα πOντα.


2 – Μετρό 2035

33

«ΠονOει η µ@ση σου, ε; Από το σκ?ψιµο». «ΚοµµOτια θα γGνει, θεGα ΝτOσα». «Τα µανιτOρια δεν εGναι γουρο?νια!» δDλωσε επικριτικO η αλλDθωρη, φωνακλο? Αϊγκο?λ. «ΑυτD πρ@πει να σκ?βει. Για δοκGµασε να καταπιαστεGς εσ? µε τα σκατO!» «Μ’ αυτO να καταπιαστεGς εσ?. Ο καθ@νας διαλ@γει τη δουλειO που τον ευχαριστεG» αντιµGλησε Dρεµα η Zνια. ΑντιµGλησε Dρεµα· ο Αρτιόµ όµως Dξερε ότι ακριβKς τη στιγµD που µιλOει µε τ@τοια Dρεµη φωνD µπορεG να χτυπDσει. Και γενικO µπορεG τα πOντα, @τσι εGναι µαθηµ@νη. Με τ@τοιον πατ@ρα που εGχε. «Μη µαλKνετε, κορGτσια» γουργο?ρισε ο χαρακωµ@νος ΚονσταντGν. «Όλα τα επαγγ@λµατα χρειOζονται, όλα τα επαγγ@λµατα εGναι σηµαντικO όπως εGπε @νας σοφός. ΧωρGς µανιτOρια, µε τι θα θρ@ψουµε τα γουρο?νια;» Τα µανιτOρια καλλιεργο?νταν στη φραγµ@νη βόρεια σDραγγα, τη µGα από τις δυο σDραγγες που @βγαζαν κOποτε στον σταθµό Βοτανικός ΚDπος. Τριακόσια µ@τρα µε φυτεGες µανιταριKν και πιο π@ρα @να χοιροτροφεGο. Τα γουρο?νια τα εGχαν µεταφ@ρει µακρ?τερα Kστε να βροµOνε λιγότερο. Λες και µπορο?σαν να τους σKσουν τα τριακόσια µ@τρα. Zλλο Dταν αυτό που τους @σωσε· ο µηχανισµός των ανθρKπινων αισθDσεων. Οι νεοφερµ@νοι @νιωθαν τη σιχαµερD µυρωδιO των γουρουνιKν για µια δυο µ@ρες. Nπειτα συνDθιζαν. Η Zνια τη συνDθισε σιγO σιγO. Οι ντόπιοι από καιρό δεν @πιαναν καµιO µυρωδιO. Zλλωστε δεν εGχαν και µε τι να τη συγκρGνουν. Ο Αρτιόµ όµως εGχε. «ΕGναι ωραGο να σου αρ@σουν τα µανιτOρια» πρόφερε καθαρO, µε το βλ@µµα του καρφωµ@νο στον αυχ@να της Zνιας. «Με τα µανιτOρια συνεννοεGσαι απλο?στερα απ’ ό,τι µε τους ανθρKπους». «ΜOταια κOποιοι αντιµετωπGζουν µε τ@τοια περιφρόνηση τα µανιτOρια» εGπε εκεGνη. «ΥπOρχουν Oνθρωποι που µε την πρKτη µατιO δεν τους ξεχωρGζεις από τα µανιτOρια. Ακόµα και οι αρρKστιες τους εGναι κοιν@ς» και η Zνια γ?ρισε επιτ@λους προς το µ@ρος του. «ΣDµερα, για παρOδειγµα, να τι µου @τυχε. Στα µισO µανιτOρια βγDκε µο?χλα. ΕµφανGστηκε µια αρρKστια, καταλαβαGνεις; Από πο? τα βρDκε;» «Τι εGναι πOλι αυτD η µο?χλα;» ανησ?χησε η Αϊγκο?λ. «Η µο?χλα µOς @λειπε, ο ΑλλOχ να µας σKσει!» «ΜDπως θ@λει κανεGς τσOι;» επεν@βη η Γο?να. «ΜOζεψα @να κιβKτιο µε µανιτOρια που εGχαν µο?χλα» εGπε η Zνια κοιτOζοντας κατOµατα τον Αρτιόµ. «Κι όµως, λGγο καιρό πριν Dταν φυσιολογικO µανιτOρια. ΓερO».


34

«ΑυτD εGναι σκ@τη συµφορO!» κο?νησε το κεφOλι του ο Αρτιόµ. «Τα µανιτOρια χOλασαν». «Κι εµεGς τι θα τρKµε;» παρατDρησε πολ? λογικO η Γο?να. «Ε, β@βαια· αλλO εGναι αυτό συµφορO;» της απOντησε η Zνια µε ?φος Dρεµο και σκληρό. «Όταν όµως τον µεγOλο Dρωα και σωτDρα ολόκληρου του Μετρό κανεGς δεν τον παGρνει πια στα σοβαρO, ε, αυτό εGναι συµφορO!» «ΕµεGς, Αϊγκο?λ, πOµε να πOρουµε καµιOν ανOσα» σDκωσε το ζωγραφισµ@νο φρ?δι της η Γο?να. «Σαν πολλD ζ@στη κOνει εδK µ@σα». «Χµµµ...» Ο Όµηρος σηκKθηκε ακολουθKντας όλους τους Oλλους. «Όχι» τον σταµOτησε ο Αρτιόµ. «ΟρGστε. Εσ? δεν Dθελες ν’ ακο?σεις για τον Dρωα; Για τον Αρτιόµ που @σωσε όλο το Μετρό; Zκου λοιπόν. Zκου την αλDθεια. Εσ? νοµGζεις πως οι Oνθρωποι νοιOζονται γι’ αυτDν;» «ΕπειδD οι Oνθρωποι @χουν τις δικ@ς τους υποθ@σεις. Πραγµατικ@ς υποθ@σεις. Να δουλ@ψουν. Να θρ@ψουν την οικογ@νειO τους. Να µεγαλKσουν τα παιδιO τους. Κι όταν κOποιος τυραννι@ται και δεν βρGσκει µια δουλειO να κOνει, και σκαρφGζεται κOθε λογDς αρλο?µπες, ε, ναι, αυτό εGναι συµφορO». Η Zνια πDρε θ@ση και Oρχισε να του ρGχνει κατO ριπOς: µια σ?ντοµη, µια σ?ντοµη, µια παρατεταµ@νη ριπD. «Όχι, συµφορO εGναι να µη θ@λει ο Oνθρωπος να ζDσει σαν Oνθρωπος, αλλO να θ@λει να ζDσει σαν γουρο?νι D σαν µανιτOρι» απOντησε ο Αρτιόµ. «Όταν αυτό εGναι το µόνο που τον απασχολεG...» «ΣυµφορO εGναι ν’ αποφασGσει το µανιτOρι πως εGναι Oνθρωπος» εGπε η Zνια χωρGς να κρ?βει την απ@χθειO της. «Και κανεGς να µην του λ@ει την αλDθεια για να µην τον εκνευρGζει». «ΕGναι αλDθεια πως @πιασαν µο?χλα τα µανιτOρια;» ρKτησε η ΝτOσα η Γο?να που εGχε κιόλας πOρει δρόµο. «ΑλDθεια». «Φτου, καταστροφD». «Ο ΑλλOχ µOς τιµωρεG!» δDλωσε φωναχτO η Αϊγκο?λ από µακριO. «Για τα κρGµατα µας! ΕπειδD τρKµε χοιρινό, γι’ αυτό!» «Zντε πDγαινε κι εσ?... ΠDγαινε... Σε φωνOζουν τα µανιτOρια...» παρακGνησε ο Αρτιόµ την απολιθωµ@νη Zνια. «ΒDχουν, φτερνGζονται... Πο? εGσαι µαµO, λ@νε...» «Zχρηστο σκυλG, εσ?». «ΤρOβα!» «Απ’ τα µανιτOρια θα τό βρεις». «ΠDγαινε! Zντε, τρOβα!»


35

«Εσ? να πας. ∆Gνε του. ΤρOβα να σ@ρνεσαι κει πOνω. ∆εν πας να ξεδιπλKσεις την αντ@να σου σ’ ολόκληρη την πόλη; Στον λαιµό να σου καθGσουν οι κλOψες σου. ∆εν υπOρχει κανεGς εκεG, κατOλαβες; ΚανεGς. Όλοι ψοφDσανε. Ραδιοερασιτ@χνη. ΗλGθιε». «ΜετO όµως κι εσ? η Gδια...» «∆εν θα υπOρξει καν@να µετO, Αρτιόµ. ∆εν θα υπOρξει». Τα µOτια της Dταν στεγνO. Την εGχε δασκαλ@ψει ο πατ@ρας της να µην κλαGει. ΕGχε κι αυτD πατ@ρα. Τον δικό της αγαπηµ@νο πατ@ρα. Του γ?ρισε την πλOτη, @φυγε. Ο Αρτιόµ απόµεινε σκυµµ@νος πOνω από το φλιτζOνι µε το ρόφηµα από µανιτOρια. Ο Όµηρος καθόταν πλOι του σωπαGνοντας επιφυλακτικO. Ο κόσµος Oρχισε να επιστρ@φει στην κουζGνα. Όλοι λ@γανε ότι µια Oσπρη µο?χλα χτ?πησε τα µανιτOρια, αναστενOζανε ευχόµενοι να µην ξαναγGνει πόλεµος, κουτσοµπόλευαν ποιαν Oρπαξε κι από πο? ο Oντρας κOποιας στο χοιροτροφεGο. Από δGπλα τους π@ρασε τρ@χοντας @να ρόδινο γουρουνOκι που @σκουζε, πGσω του @τρεχε µια χλωµD φυµατικD κοπ@λα, µια γOτα @φερε βόλτα το τραπ@ζι µε την ουρO της σηκωµ@νη σαν κατOρτι, τρGφτηκε στο γόνατο του Αρτιόµ, τον κοGταζε στο στόµα. Ο ατµός πOγωσε πOνω από το φλιτζOνι, το τσOι σκεπOστηκε µε κρο?στα. Και µ@σα στον Αρτιόµ Oρχισε ν’ απλKνεται µια κρο?στα. Π@ταξε το φλιτζOνι, κοGταξε µπροστO του. ΕκεG βρισκόταν ακόµα το?τος ο γ@ρος. «Να πKς @χει η ιστορGα, παππο?λη». «Εµ@να... ΕγK... Με συγχωρεGτε». «Zδικα Dρθες, ε; ∆εν θα χαρο?ν µε κOτι τ@τοιο οι απόγονοι. Όποιου κι αν εGναι αυτοG». «Όχι Oδικα». Ο Αρτιόµ σφ?ριξε µ@σα από τα δόντια του. Τι πεισµατOρικο γερόντιο! ΣDκωσε τον πισινό του από το σκαµνOκι, τον @συρε @ξω από την κουζGνα. Τ@λειωσε το πρωινό, τKρα @πρεπε να εκτελ@σει τα εργασιακO του καθDκοντα. Ο Όµηρος τον πDρε στο κατόπι. «Για τι όµως, µε συγχωρεGτε... εσεGς εκεG... Τι @λεγε εκεGνη η κοπ@λα; Μια αντ@να... ραδιοερασιτ@χνης... ∆εν εGναι δικD µου δουλειO, εννοεGται, αλλO... ανεβαGνετε στην επιφOνεια, ε; Ακο?τε τον ασ?ρµατο;» «ΑνεβαGνω και ακο?ω». «ΕλπGζετε να ανακαλ?ψετε Oλλους επιζKντες;» «ΕλπGζω να ανακαλ?ψω Oλλους επιζKντες». «Και εGχατε κOποια επιτυχGα;»


36

Ο Αρτιόµ δεν @πιασε καν@να χλευασµό στη φωνD του. ΑπλKς ο Oνθρωπος ενδιαφερόταν να µOθει, λες και ο Αρτιόµ ασχολο?νταν µε κOτι τελεGως συνηθισµ@νο. Σαν να µετ@φερε, ας πο?µε, ζαµπόν στη ΧOνσα. «ΚαµGα». Ο Όµηρος κο?νησε το κεφOλι του, κατσο?φιασε. ΚOτι πDγε να του αφηγηθεG αλλO το ξανασκ@φτηκε. Θα του εκφρOσει τη λ?πη του; Θα προσπαθDσει να του βOλει µυαλό; Θα παραστDσει ότι ενδιαφ@ρεται; ΚαρφOκι δεν του καιγόταν του Αρτιόµ. Nφτασαν µε τα ποδDλατα ως το χοιροτροφεGο. Ο Αρτιόµ απεχθανόταν τα µανιτOρια επειδD αυτO Oρεσαν στην Zνια· τα γουρο?νια τα απεχθανόταν για τη βρόµα τους, επειδD µονOχα αυτός εδK π@ρα την @νιωθε. Και το διαπραγµατε?τηκε· πDρε απαλλαγD απ’ αυτO ως Dρωας. Στη ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ όµως δεν τOιζαν τα παρOσιτα. Nκανες τη βOρδια σου στο φυλOκιο της σDραγγας; ΚOνε Oλλη µια βOρδια στον σταθµό. Και ο Αρτιόµ διOλεξε τα ποδDλατα. \ταν δεκατ@σσερα ποδDλατα στη σειρO, µε το τιµόνι γυρισµ@νο προς τον τοGχο, και στον τοGχο κρ@µονταν πλακOτ. Στο @να πλακOτ @βλεπες τη Μόσχα µε το ποτOµι της τον Μόσχοβα, στο Oλλο µια ξεθωριασµ@νη καλλονD µε ροζ µαγιό, στο τρGτο τους ουρανοξ?στες της Ν@ας Υόρκης, στο τ@ταρτο @να χιονισµ@νο µοναστDρι και τις γιορτ@ς της ΟρθοδοξGας στο ηµερολόγιο. ∆ιOλεξε διOθεση, γ?ρνα τα πεντOλ. Τα ποδDλατα εGναι τοποθετηµ@να σε διαχωριστικO, ιµOντες ξεκινο?ν από τους τροχο?ς τους και φτOνουν σε δυναµό. Στο κOθε ποδDλατο εGναι στερεωµ@νος @νας µικρός φακός που φωτGζει αδ?ναµα το σηµερινό σου όνειρο στο πλακOτ. Όλος ο υπόλοιπος ηλεκτρισµός καταλDγει σε συσσωρευτ@ς για την τροφοδοσGα του σταθµο?. Τα ποδDλατα βρGσκονταν στη φραγµ@νη νότια σDραγγα, η πρόσβαση σ’ αυτO Dταν απαγορευµ@νη στους ξ@νους. Αποτελο?σαν στρατηγικό στόχο. ΦαGνεται πως ο γ@ρος δεν εGχε ξαναρGξει µια µατιO εδK. «ΕGναι µαζG µου» @γνεψε, Oγνωστο γιατG, ο Αρτιόµ στον φρουρό κι @τσι επιτρ@ψανε στον Όµηρο να περOσει. Ο Αρτιόµ καβOλησε τον σκουριασµ@νο σκελετό του ποδηλOτου, @πιασε τις καουτσουκ@νιες χειρολαβ@ς. ΜπροστO του διαγραφόταν το ΒερολGνο, αποσπασµ@νο µε παρακOλια από τους βιβλιοπKλες της ΧOνσας: Η Π?λη του Βρανδεµβο?ργου, ο π?ργος της τηλεόρασης, και @να µα?ρο Oγαλµα που απεικόνιζε µια γυναGκα µε τα χ@ρια να υψKνονται προς το κεφOλι της. Η π?λη αυτD, όπως κατOλαβε ο Αρτιόµ, @µοιαζε πολ? µε την εGσοδο της ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ, ενK ο π?ργος της τηλεόρασης, αν και εGχε στο κ@ντρο του @να σφαιροειδ@ς γροµπαλOκι, θ?µιζε τον ανO-


37

λογο π?ργο του ΑστOνκινο. Κι αυτό το Oγαλµα της γυναGκας που @µοιαζε να φωνOζει D να βουλKνει τ’ αυτιO της... Σαν να µην εGχε φ?γει για πουθενO. «∆εν θες να κOνεις @ναν γ?ρο, παππο?;» στρOφηκε στον Όµηρο ο Αρτιόµ. «ΕGναι καλό για την καρδιO. Θ’ αντ@ξεις περισσότερο. ΕδK». Ο γ@ρος όµως δεν απOντησε· κοιτο?σε µε βλ@µµα γυOλινο πKς γ?ριζαν οι βγαλµ@νες ρόδες προσπαθKντας να γαντζωθο?ν στον α@ρα. Το πρόσωπό του συσπOτο όπως του παραλυτικο?· το µισό χαµογελOει, το µισό @χει νεκρωθεG. «ΕGσαι καλO, µπOρµπα;» ρKτησε ο Αρτιόµ. «Ναι. ΚOτι θυµDθηκα... ΚOποιον...» Ο Όµηρος ξερόβηξε βραχνO, καθOρισε τον λαιµό του, τεντKθηκε. «Α». Όλο και κOποιον @χει ο καθ@νας να θυµηθεG. Τριακόσιες σκι@ς κυνηγο?ν τον καθ@ναν. ΑπλKς περιµ@νουν να τις σκεφτεGς. ΑπλKνουν τα δGχτυα τους, στDνουν στηρGγµατα, ετοιµOζουν γOντζους, ιστο?ς αρOχνης και περιµ@νουν. Σ’ Oλλον το δGχως ρόδες ποδDλατο θ?µιζε πKς µOθαινε στα παιδιO να κOνουν ποδDλατο στην αυλD της πολυκατοικGας, γι’ Oλλον το τσαγερό σφυρGζει όπως ακριβKς στην κουζGνα στο σπGτι των γονιKν του όταν πDγαινε στις αργGες να τους επισκεφτεG, να φOει µαζG τους και να µοιραστο?ν τη ζωD τους. ΑνοιγοκλεGνεις τα µOτια σου και σ’ αυτDν ακριβKς τη στιγµD ανOµεσα στο τKρα και το τKρα, αµ@σως τα µOτια σου βλ@πουν τα περασµ@να, βλ@πουν τα πρόσωπO τους. Η αλDθεια εGναι ότι µε τα χρόνια βλ@πεις όλο και χειρότερα. ΕυτυχKς. «Από πο? @µαθες για µ@να;» «Η δόξα» χαµογ@λασε ο Όµηρος. «Όλοι το ξ@ρουν». Ο Αρτιόµ @κανε @ναν µορφασµό. «Η δόξα» π@ταξε περιφρονητικO αυτD τη λ@ξη. «Μα εσεGς σKσατε το Μετρό. Τους ανθρKπους. Αν τότε, αυτO τα κτDνη µε τους πυρα?λους δεν τα... Για να εGµαι ειλικρινDς, δεν καταλαβαGνω. ΓιατG δεν θ@λετε να µιλDσετε γι’ αυτό;» Απ@ναντG τους βρισκόταν ο π?ργος της τηλεόρασης, η π?λη της @κθεσης ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ, η µα?ρη γυναGκα µε τα υψωµ@να χ@ρια. Nπρεπε ν’ αν@βει σε Oλλο ποδDλατο, αλλO όλα τα Oλλα Dταν κατειληµµ@να και για τον Αρτιόµ απόµεινε µονOχα αυτό. Ο Αρτιόµ θα Dθελε να γυρGσει τα πεντOλ στην αντGθετη κατε?θυνση, ανOποδα, µακριO από τον π?ργο της τηλεόρασης· @τσι όµως δεν θα παραγόταν ηλεκτρισµός. «Zκουσα για σας από τον Μ@λνικ». «Τι;»


38

«Ο Μ@λνικ. Τον γνωρGζετε; ΕGναι ο διοικητDς του ΤOγµατος. Nχετε ακο?σει, β@βαια, για το ΤOγµα, @τσι; Για τους ΣπαρτιOτες... Κι εσεGς ο Gδιος, απ’ ό,τι καταλαβαGνω, δεν Dσασταν µ@λος του... παλιότερα;» «Ο Μ@λνικ σας @στειλε σ’ εµ@να;» «Όχι. Ο Μ@λνικ απλO µου διηγDθηκε κOποια πρOγµατα. Όσα του γνωστοποιDσατε εσεGς. Για τους Μα?ρους. Όσα περOσατε διασχGζοντας το Μετρό... ΜετO όµως κι εγK... Oρχισα κι εγK να ξετρυπKνω διOφορα. Ό,τι µπορο?σα. ΕδK όµως, όπως και να το κOνουµε, εGναι πολλ@ς οι ασOφειες. ΚατOλαβα ότι δGχως εσOς δεν θα βρω Oκρη κι @τσι αποφOσισα...» «ΕGπε τGποτ’ Oλλο για µ@να;» «Ε; Ποιος;» «Ο Μ@λνικ. ΕGπε τGποτ’ Oλλο για µ@να;» «ΕGπε». Ο Αρτιόµ σταµOτησε να γυρGζει τα πεντOλ. Με @να σOλτο από τον σκελετό του ποδηλOτου πDδηξε στο πOτωµα. Στα?ρωσε τα χ@ρια του στο στDθος. «Λοιπόν;» «Ότι... ότι παντρευτDκατε. Ότι αρχGσατε να ζεGτε µια φυσιολογικD ανθρKπινη ζωD». «Nτσι εGπε;» «Nτσι εGπε». «ΦυσιολογικD ανθρKπινη ζωD» χαµογ@λασε ο Αρτιόµ. «Αν κOτι δεν µπερδε?ω». «Και δεν σας διευκρGνισε ότι παντρε?τηκα την κόρη του;» Ο Όµηρος κο?νησε το κεφOλι του. «Αυτό Dταν όλο;» Ο γ@ρος Oρχισε να τα µασOει. Αναστ@ναξε. Το οµολόγησε. «ΕGπε ότι σας @πιασε τρ@λα». «Ε, β@βαια. Εµ@να @πιασε η τρ@λα». «Σας µεταφ@ρω απλO ό,τι Oκουσα...» «ΤGποτ’ Oλλο;» «∆εν νοµGζω...» «Ότι ετοιµOζεται να µε σκοτKσει, ας πο?µε; ΕξαιτGας της κόρης του...» «Όχι, τGποτα τ@τοιο!» «\ µε περιµ@νει να γυρGσω πGσω... Στο ΤOγµα;» «∆εν θυµOµαι...»


39

Ο Αρτιόµ σKπαινε, χKνευε τα όσα Oκουσε. Θυµόταν πως ο Όµηρος εξακολουθο?σε να βρGσκεται εδK, τον µελετο?σε. «Τρ@λα!» Ο Αρτιόµ βOλθηκε να γελOει όσο τον @παιρνε. «ΕγK δεν το βλ@πω @τσι» τον προειδοποGησε ο Όµηρος. «Ό,τι και να @λεγε εκεGνος, εγK εGµαι απολ?τως πεισµ@νος ότι...» «Κι εσεGς από πο? το ξ@ρετε; Από µόνος σας;» «Να σας θεωρDσω τρελό απλO και µόνο επειδD εξακολουθεGτε να αναζητOτε επιζKντες, απλO και µόνο επειδD δεν θ@λετε να ενδKσετε; Ακο?στε...» και ο γ@ρος κοGταξε µε ?φος σοβαρό τον Αρτιόµ. «ΕσεGς αυτοκαταστρ@φεστε για χOρη των ανθρKπων και, ειλικρινO, δεν καταλαβαGνω γιατG αυτοG σας φ@ρονται @τσι». «ΒγαGνω καθηµερινO». «Στην επιφOνεια της γης;» «ΚαθηµερινO· ανεβαGνω τις κυλιόµενες σκOλες και βγαGνω στην επιφOνεια. Κι @πειτα πηγαGνω ως εκεGνον τον ουρανοξ?στη. ΑνεβαGνω µε τα πόδια τη σκOλα και φτOνω στη στ@γη. Με το σακGδιό µου». Οι γεGτον@ς του ποδηλOτες εGχανε στDσει αυτG και κόβανε ταχ?τητα. «Ε, ναι! Και ο?τε µια φορO δεν Oκουσα να µου απαντOνε! Και λοιπόν; Τι αποδεικν?ει αυτό;» Ο Αρτιόµ δεν ξεφKνιζε πια προς τον Όµηρο αλλO προς όλους αυτο?ς τους καταραµ@νους ποδηλOτες που κινο?νταν µε ταχ?τητα καρφωµ@νοι στον τοGχο, στη γη. «ΤGποτα δεν αποδεικν?ει! ΠKς δεν το νιKθετε; Πρ@πει να υπOρχουν ακόµα Oνθρωποι! Πρ@πει να υπOρχουν ακόµα πόλεις! ∆εν γGνεται να εGµαστε εµεGς οι µοναδικοG µ@σα σ’ ετο?τη την τρ?πα, σ’ ετο?τες τις σπηλι@ς!» «Καλός εGσαι και του λόγου σου, Αρτιόµ! Μας παριστOνεις τον καµπόσο!» δεν Oντεξε Oλλο @νας νεαρός µε µακριO µ?τη και µικρO µατOκια. «Όλους µας βοµβOρδισαν τα ΑµερικανOκια! ∆εν @µεινε τGποτα! Τι θες και τραβολογι@σαι συν@χεια; ΑυτοG χτ?πησαν εµOς, εµεGς αυτο?ς, τελεGα και πα?λα!» «Κι αν εµεGς δεν εGµαστε οι µοναδικοG;» εGπε ο Όµηρος σαν να αναρωτιόταν µόνος του. «Αν σας πω ότι...» «ΣκαρφαλKνει κει π@ρα λες και πOει στη δουλειO του! Ο Gδιος µολ?νεται µε τη ραδιεν@ργεια και µεταδGδει και στους Oλλους την ακτινοβολGα! Nνα περιφερόµενο πτKµα!» δεν @λεγε να σταµατDσει ο νεαρός. «Πρ@πει τKρα να µας δηλητηριOσει όλους εδK π@ρα;» «Κι αν σας πω ότι υπOρχουν... επιζKντες; Αν σας πω ότι υπDρξαν σDµατα από Oλλες πόλεις; Και κOποιοι τα @πιασαν;» «Για ξαναπ@ς το».


40

«ΥπDρξαν σDµατα από Oλλες πόλεις» εGπε σταθερO ο Όµηρος. ΚOποιοι τα @πιασαν. ΜGλησαν µαζG τους». «Ψ@µατα λες». «ΕγK προσωπικO γνωρGζω τον Oνθρωπο που αντOλλαξε τα σDµατα...» «Ψ@µατα λες». «Κι αν αυτός στ@κεται τKρα µπροστO σας; Τότε τι θα πεGτε;» Ο Όµηρος @κλεισε το µOτι στον Αρτιόµ. «Ε;» «Ότι παλOβωσες, παππο?. \ ότι λες ψ@µατα επGτηδες. Λες ψ@µατα, @τσι δεν εGναι; Λες ψ@µατα;!»


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ο αγωγός

ΤσDραγγες όµως µεταξ? των σταθµKν δεν τις @φτιαχναν στα µ@τρα

των ανθρKπων· εκεG η απόσταση από τον @ναν τοGχο στον Oλλον Dταν π@ντε µ@τρα, κι Oλλα τόσα από το πOτωµα µ@χρι το ταβOνι. ΜακριO, στην Oλλη Oκρη του Μετρό, κατοικο?σαν κOποιοι αγριOνθρωποι που πGστευαν ότι οι σDραγγες Dταν περOσµατα σκαµµ@να στη γη από το ΜεγOλο ΣκουλDκι, τον Θεό που δηµιο?ργησε τη Γη και γ@ννησε από την κοιλιO του τους ανθρKπους. Και µόνον αφο? οι Oνθρωποι απαρνDθηκαν τον ∆ηµιουργό τους, προσOρµοσαν τα περOσµατα αυτO στις ανOγκες τους και, αντG του Σκουληκιο?, @φτιαξαν σιδερ@νια τρ@να και Oρχισαν να λ@νε ψ@µατα στους εαυτο?ς τους ότι αυτοG υπDρξαν εξαρχDς και δεν υπDρξε καν@να ΣκουλDκι. ΓιατG όµως να µην πιστ@ψουν σ’ @ναν τ@τοιο θεό; Αυτός εGναι πιο προσαρµοσµ@νος στην υπόγεια ζωD. Οι σDραγγες Dταν σκοτειν@ς, τροµακτικ@ς, µ@σα τους σταλOζανε σε ρυOκια τα νερO του εδOφους, που µπορο?σαν ανO πOσα στιγµD να διαπερOσουν τα σιδερ@νια λ@πια της επ@νδυσης των σηρOγγων και να καταπιο?ν ολόκληρες γραµµ@ς. Ατµός @βγαινε από τα ρυOκια και µια παγερD καταχνιO δεν Oφηνε το φως των φακKν να φτOσει µακριO. Οι σDραγγες δεν Dταν φτιαγµ@νες για τον Oνθρωπο, αυτό Dταν σGγουρο· όπως και ο Oνθρωπος δεν Dταν φτιαγµ@νος για τις σDραγγες. Ακόµα κι εδK, στα τριακόσια µ@τρα από τον σταθµό, αγριευόσουν. Οι Oνθρωποι φλυαρο?σαν για να πνGξουν αυτD την ψιθυριστD φρGκη. Η φωτιO από τα κο?τσουρα που Dταν ακόµα χλωρO Oρχισε να βγOζει κOπνα. Η σDραγγα, φυσικO, Dταν ζωντανD. ΑνOσαινε µε @ναν συριγµό, µε τα διOτρητα πνευµόνια της ρουφο?σε µε απόλαυση τον καπνό της φωτιOς σαν να κOπνιζε. Ο καπνός στριφογ?ριζε, αν@βαινε ψηλO και @πεφτε στις χορταριασµ@νες τραχεGες των ορυγµOτων εξαερισµο?.

41

α ταβάνια στον σταθµό Dταν χαµηλO, στο ?ψος των ανθρKπων. Τις


42

Μακρ?τερα, πιο χαµηλO Dταν σταµατηµ@νη µια χειροκGνητη ντρεζGνα µε την οποGα @ρχονταν εδK οι Oντρες της βOρδιας. Μ@χρι τον σταθµό η απόσταση Dταν τριακόσια µ@τρα. Αν κOποιοι @καναν επGθεση στη ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ µ@σα από τη µαυρGλα του ΒορρO, οι Oντρες της περιπόλου θα @πρεπε να αντιµετωπGσουν το χτ?πηµα και, αν τ?χαινε να χτυπηθο?ν, να στεGλουν στον σταθµό @ναν Oντρα, @ναν «διασωθ@ντα». Να προειδοποιDσει. aστε να προφτOσουν τα παιδιO να κρυφτο?ν, και οι γυναGκες να προφτOσουν να πOρουν τα όπλα και, από κοινο? µε τους Oντρες, να αποκλεGσουν µε τα κορµιO τους την εGσοδο στον σταθµό. Αυτό το κόλπο λειτουργο?σε πOντα· γι’ αυτό και µ@χρι σDµερα η ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ κατοικεGται. Τα τελευταGα δ?ο χρόνια όµως, όποιος ερχόταν εδK θα ερχόταν µOλλον από παρεξDγηση. Οι Μα?ροι, η τελευταGα φοβερD απειλD, τόσο για το Μετρό ολόκληρο όσο και για τον σταθµό, αφανGστηκαν εξοντωµ@νοι από µια @φοδο µε πυρα?λους, πριν από δ?ο χρόνια ακριβKς. Και ο καθ@νας στη ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ θυµόταν ποιος @σωσε τους ανθρKπους από αυτO τα κτDνη: ο Αρτιόµ. ΤKρα, στα βόρεια της ΒΕΝΤΕΕΝΧΑ απλωνόταν µονOχα µια σειρO από νεκρο?ς @ρηµους σταθµο?ς, πρKτος από τους οποGους Dταν ο Βοτανικός ΚDπος. Ο σταθµός εκτεινόταν πολ? κοντO στην επιφOνεια της γης και οι π?λες ασφαλεGας, οι οποGες @πρεπε να αποκόπτουν τον επOνω από τον κOτω κόσµο, εκεG Dταν ορθOνοιχτες και σπασµ@νες. \ταν αδ?νατον να ζDσει κανεGς στον Βοτανικό ΚDπο και οι Oνθρωποι αδιαφορο?σαν για ό,τι Oρχιζε π@ρα από αυτόν. Γι’ αυτό και η Oκρη του κόσµου βρισκόταν ακριβKς στο σηµεGο όπου @φτανε το φως της φωτιOς. Και παραπ@ρα ξεκινο?σε το ∆ιOστηµα. Προστατευµ@νοι από το κενό µε σOκους γεµOτους Oµµο ριγµ@νους πOνω στις επOλξεις, κOθονταν τα µ@λη της περιπόλου. ΚOµποσα καλOσνικοφ Dταν ακουµπισµ@να το @να πOνω στ’ Oλλο σχηµατGζοντας πυραµGδα. ΠOνω στη φωτιO ζ@σταινε την κοιλιO του @να χτυπηµ@νο καπνισµ@νο τσαγερό. Ο Αρτιόµ κOθισε µε το πρόσωπο στραµµ@νο προς τη φωτιO και τον αυχ@να του στραµµ@νο προς την ερηµιO της σDραγγας. ΠλOι του @βαλε να καθGσει τον Όµηρο, που τον @φερε επGτηδες σε το?τη την Dσυχη ερηµιO. ∆εν Dθελε ν’ ακο?σει την εξιστόρησD του εκεG, ανOµεσα στα ποδDλατα, παρουσGα όλων. Μια που δεν γινόταν να µην @χουν καθόλου µOρτυρες, τουλOχιστον ας εGναι αυτοG όσο γGνεται λιγότεροι. «∆εν @πρεπε να γυρGσεις την πλOτη σου στον αγωγό!» του σφ?ριξε ο Λεβασόφ.


43

ΤKρα όµως ο Αρτιόµ εµπιστευόταν αυτD τη σDραγγα. ΕGχε µOθει να τη νιKθει. Οι υπόλοιποι κOθισαν µε τ@τοιον τρόπο Kστε να µη χOνουν από τα µOτια τους το στόµιο της σDραγγας. Στον Όµηρο εGπε να µιλOει σιγανO για να µην ενοχλεG τους υπόλοιπους, αλλO ο Όµηρος δεν µπορο?σε να µιλOει σιγO. «Πολικ@ς Αυγ@ς ονοµOζεται εκεGνη η πολιτειο?λα. ΒρGσκεται στη χερσόνησο Κόλα. ∆Gπλα της @χει @ναν πυρηνικό σταθµό ηλεκτροπαραγωγDς, και να σκεφτεGτε ότι αυτός λειτουργεG. Εκατό χρόνια ακόµα µπορεG να λειτουργεG ο σταθµός! Κι αυτό επειδD τροφοδοτεG µGα και µοναδικD πόλη. Και την πόλη οι κOτοικοG της τη µετ@τρεψαν σε φρο?ριο. Nφτιαξαν @ναν φρOχτη από κο?τσουρα και Oλλες ενισχ?σεις. Τα ζητDµατα της Oµυνας τα διευθ@τησαν δεόντως. ΚοντO τους εGχαν στρατιωτικ@ς µονOδες, κι από αυτ@ς σχηµOτισαν τη φρουρO τους στις Πολικ@ς Αυγ@ς. Ολόγυρα τα µ@ρη εGναι απαGσια· ΒορρOς βλ@πετε. ΑυτοG όµως αντ@χουν. Ο σταθµός το?ς παρ@χει και φως και ζεστασιO για το νοικοκυριό τους. Nτσι...» «Τι κOθεσαι και σκαρKνεις;» του φKναξε από την Oλλη Oκρη ο Λεβασόφ. ΜOτια κόκκινα, παχιO αυτιO, και τα µουστOκια του, που φυτρKνουν όπως όπως, γυρνOνε προς τα επOνω. «Για ποιες γαµηµ@νες αυγ@ς µOς λες; Π@ρα από τον Βοτανικό ΚDπο, µ@σα στον αγωγό, δεν κυκλοφορεG κανεGς παρO µόνο αδ@σποτα σκυλιO! ∆εν µας @φτανε ο @νας τρελαµ@νος, µας @σκασε µ?τη και δε?τερος!» «Θα φτιOξουν τKρα τη λ@σχη τους» του @κλεισε το µOτι ο Αρµ@ντσικ, βγOζοντας µε το ν?χι του µια Gνα από το χοιρινό που κόλλησε στα δόντια του. «Λ@σχη ονειροπόλων και ροµαντικKν “Τα ΠορφυρO ΠανιO”».2 «Ποιος @λαβε αυτό το σDµα; Ποιος µGλησε µαζG τους;» Ο Αρτιόµ κοGταζε τη γενειOδα, τα χεGλη του γ@ρου που σOλευαν, διαβOζοντας τα λόγια του σαν κουφός. «ΕγK...» Oρχισε πOλι ο Όµηρος. «Κι εγK από εκεGνα τα µ@ρη κατOγοµαι. Από τον ΑρχOγγελο εGµαι. Nτσι, λοιπόν, όλο @λπιζα να βρω µDπως επ@ζησε κOποιος από τους δικο?ς µου. Zκουγα... Nψαχνα. ΚOτι βρDκα τελοσπOντων. Η αλDθεια εGναι ότι ο ΑρχOγγελός µου σωπαGνει. Οι Πολικ@ς Αυγ@ς όµως! Ολόκληρη πόλη, το φαντOζεστε; Στην επιφOνεια της γης! Ζεστό νερό, φωτισµός... Το πιο ενδιαφ@ρον όµως εGναι ότι διασKθηκε εκεG µια υπ@ροχη ηλεκτρονικD βιβλιοθDκη. Σε µαγνητικO µ@σα αποθDκευσης, σε CD. Ολόκληρη η παγκόσµια λογοτεχνGα, ο κινηµατογρOφος... ΚαταλαβαGνετε; Ηλεκτρισµό διαθ@τουν όσο τραβOει η ψυχD τους...»


44

«Ποια κ?µατα; Ποια συχνότητα;» επεν@βη στην Oνετη αφDγησD του ο Αρτιόµ. «∆ηλαδD, πρόκειται για µια ιδιόµορφη Κιβωτό του ΝKε. Στην οποGα, για την ακρGβεια, δεν διασKθηκε από @να ζευγOρι ζKων, αλλO ολόκληρος ο πνευµατικός πολιτισµός µας...» συν@χισε να αφηγεGται ο γ@ρος σαν να µην τον Oκουσε. «Πότε γινόταν η επαφD; Πόσο συχνO; Σε ποιο σηµεGο βρισκόσουν εσ?; Τι εξοπλισµό εGχες; Από ποιο ?ψος κατOφερες να πιOσεις το σDµα; ΓιατG εγK τότε δεν τα κατOφερα;» ΣυζDτηση περGµενε ο γ@ρος, όχι ανOκριση· µια Oνετη συζDτηση πλOι στη φωτιO. Ο Αρτιόµ όµως δεν περGµενε πKς και πKς αυτD τη στιγµD για να την καταστρ@ψει µε ρόδινες σαχλαµOρες. Το κυριότερο· Dθελε να πειστεG πως όλα αυτO Dταν αλDθεια. Ο Αρτιόµ Dξερε κι ο Gδιος τα πOντα για τους αντικατοπτρισµο?ς που εµφανGζονται σ’ εκεGνη την @ρηµο από πOνω τους. Όχι, δεν εGχε ανOγκη να τους αποθαυµOσει, αλλO να τους αγγGξει, να πιστ@ψει. «Λοιπόν!» ∆εν τον Oφηνε να ξεφ?γει, τον πGεζε. ∆εν @πρεπε να του ξεγλιστρDσει ο γ@ρος. «ΘυµDσου µε ακρGβεια! ΓιατG εγK δεν τα καταφ@ρνω πια;» «ΕγK...» Ο Όµηρος πλατOγισε τη γλKσσα του και σκεφτόταν, περι@φερε το βλ@µµα του µ@σα στα σκοτOδια. Στο τ@λος όµως υπ@κυψε. «∆εν ξ@ρω». «ΠKς δεν ξ@ρεις; ΠKς µπορεGς να µην το ξ@ρεις αυτό; Αν εσ? ο Gδιος @πιασες το σDµα τους». ΣτριµKχτηκε και οµολόγησε, το καθοGκι. «∆εν το @πιασα εγK. ΑπλO κOποιον συνOντησα. Nναν ασυρµατιστD. Αυτός µου το διηγDθηκε». «Πο?; Πο? τον συνOντησες; Σε ποιον σταθµό;» Ο γ@ρος αναστ@ναξε πOλι. «Στην ΤεατρOλναγια, µου φαGνεται. Στην ΤεατρOλναγια». «∆ηλαδD στην κόλαση, @τσι; ΘαρρεGς πως θα φοβηθK να πOω εκεG µόνος µου και να το διαπιστKσω, ε;» «∆εν σκ@φτοµαι τGποτα τ@τοιο, νεαρ@» @κανε ο Όµηρος µε ?φος γεµOτο αξιοπρ@πεια. «Πότε;» «Πριν από κOνα δυο χρόνια. ∆εν θυµOµαι». ∆εν θυµOται. Η µοναδικD φορO που, στα κενO µεταξ? των συριγµKν και των ουρλιαχτKν του ραδιοφωνικο? α@ρα, ο Αρτιόµ Oκουσε στον ασ?ρµατο


«ΥπOρχει µια επιβεβαιωµ@νη πληροφορGα. Nπιασαν @να σDµα από τη χερσόνησο Κόλα. ΥπOρχουν εκεG επιζKντες!» Ο Αρτιόµ κοGταξε τον ΚιρGλ µε ?φος που σDµαινε πολλO. «ΑλDθεια;» «ΑλDθεια!» Ο ΚιρGλ αναπDδησε, τόσο πολ? χOρηκε. ∆εν υπολόγισε σωστO τον

45

µια µακρινD και αδ?ναµη φωνD αποτυπKθηκε για πOντα µ@σα του· και η φωνD εκεGνη, ακόµα και τKρα, µόλις την αφουγκραστεG, ηχεG στ’ αυτιO του σαν θOλασσα που στ@γνωσε από καιρό µ@σα σ’ @να κοχ?λι. ΠKς να ξεχOσει τ@τοιο πρOγµα; ΠKς γGνεται σ’ όλόκληρη την υπόγεια ζωD του κOποιος να ονειρε?εται να γρOψει @να βιβλGο για τους απογόνους, για τις επόµενες γενι@ς, για να µOθουν αυτ@ς οι γενι@ς από πο? βαστOνε, για να µη χOσουν το όνειρο να ξαναγυρGσουν κOποτε στην επιφOνεια, και να µη θυµOται αυτό το πρOγµα ακόµα και µε τις παραµικρ@ς λεπτοµ@ρειες; Zντε πOλι η ΤεατρOλναγια. «Ψ@µατα λες» εGπε µε σιγουριO ο Αρτιόµ. «Θες να µου γGνεις αρεστός». «ΚOνετε λOθος. ΕγK απλKς...» «Θες να µου γGνεις αρεστός» για να σου αφηγηθK τα πOντα. Όλη τη γαµηµ@νη ιστορGα µου. ΑποφOσισες να µ’ εξαγορOσεις, ε; Zγγιξες το ευαGσθητο σηµεGο µου κι αµ@σως @ριξες το αγκGστρι... Nτσι;» «Καθόλου! Πρόκειται για απολ?τως πραγµατικό συµβOν...» «Βρε, Oντε πOγαινε!» «Ω» ρο?φηξε µε θόρυβο τις µ?ξες του ο καµπουροµ?της Αρµ@ντσικ. «Οι ονειροπόλοι βρGζονται αναµεταξ? τους ποιανο? το όνειρο εGναι πιο ονειρεµ@νο». Ο Αρτιόµ που τα εGχε µε τον εαυτό του και µ’ αυτόν τον ηλGθιο γερο-παρλαπGπα ακο?µπησε τον αυχ@να του στην τρυπηµ@νη από σφαGρες Oµµο και σφOλισε τα βλ@φαρO του. Καταραµ@νος παραµυθOς. Μόλις αρχGσει να πιOνει κOκαδο η ψυχD του, κOποιος θO ’ρθει και θ’ αρχGσει να το ξ?νει. Ο γ@ρος κατσο?φιασε και δεν επιχεGρησε να µεταπεGσει τον Αρτιόµ. ∆εν πOει στα κοµµOτια. Μ@χρι τη λDξη της βOρδιας δεν εGπαν πια ο?τε λ@ξη. ΒγαGνοντας στον σταθµό, ο Αρτιόµ δεν αντOλλαξε ο?τε µια µατιO αποχαιρετισµο? µε τον γ@ρο.


46

α@ρα και τον @πνιξε ο βDχας. Ξ@ροντας τι θα συµβεG, ο Αρτιόµ του @δωσε @να µαντGλι για να το φ@ρει στα χεGλια του. Μόλις σταµOτησε να βDχει, ο ΚιρGλ τρOβηξε το µαντGλι και τον κοGταξε µε ?φος φοβισµ@νο κι @νοχο. Η καρδιO του Αρτιόµ σφGχτηκε. «Θα περOσει κι αυτό. Θα ξαναρχGσεις να κυνηγOς ποντGκια! ∆εν εGναι τGποτα, λGγο αGµα µονOχα! «Η µαµO βρGζει. Μην της το δεGξεις. ∆εν θα της το δεGξεις, εντOξει;» «Μα τι λες τKρα; Εσ? κι εγK εGµαστε @να! ΟµOδα! Εσ? δεν θα προδKσεις εµ@να κι εγK δεν θα προδKσω εσ@να!» «ΟρκGσου στο ΤOγµα». «ΟρκGζοµαι στο ΤOγµα». «ΟρκGσου επGσηµα». «ΟρκGζοµαι επGσηµα στο ΤOγµα». Ο ΚιρGλ σκαρφOλωσε στα γόνατO του. «Zντε, λ@γε». «ΓενικO» Oρχισε ο Αρτιόµ «υπOρχει µια ακριβDς πληροφορGα. Nπιασαν @να σDµα από τον ΒορρO. Από τη χερσόνησο Κόλα. ΕκεG @µεινε εντελKς Oθικτος @νας πυρηνικός σταθµός ηλεκτροπαραγωγDς. Και κοντO σ’ αυτόν, µια πόλη. Λ@γεται Πολικ@ς Αυγ@ς. Τι όµορφο, ε; Κι @τσι δεν εGµαστε εδK µόνοι µας. ΚαταλαβαGνεις, Κιριο?χ; ∆εν εGµαστε µόνοι! ΥπOρχουν κι Oλλοι επιζKντες! Κι εµεGς τους βρDκαµε! Λοιπόν;» «Υπ@ροχο!» εGπε ο ΚιρGλ γουρλKνοντας κOτι πελKρια ξεθωριασµ@να µOτια. Κι αυτό εGναι πρOγµατι αλDθεια;» «ΕGναι πρOγµατι αλDθεια. Κι αυτός ο ηλεκτρικός σταθµός παρOγει τόσο ρε?µα που φτOνει για να κρατDσει ζεστD µια πόλη για @ναν ολόκληρο χρόνο. Και πOνω από την πόλη εGναι φτιαγµ@νος @νας τερOστιος γυOλινος θόλος. ΜπορεGς να το φανταστεGς;» «Ε, όχι». «ΚOτι σαν ποτDρι, αλλO µεγOλο». «ΓιατG;» «Για να µη φε?γει η ζ@στη. Nξω χιόνι και θ?ελλα, και µ@σα ζεστο?λα! ΑνθGζουν τα δ@ντρα. Όπως στο βιβλιαρOκι σου. Κι @χει και κDπους µε οπωροφόρα, @χει µDλα εκεG... ΝτοµOτες, µια που το ’φερε η κουβ@ντα. Οι Oνθρωποι κυκλοφορο?ν στους δρόµους µε τα φανελOκια. Παντο? @χει λουλο?δια. ΠλDθος φαγητO. ΚOθε λογDς γλυκO. ΠαιχνιδOκια... όχι σαν τα δικO σου εδK, που @χεις µονOχα Oδειους κOλυκες. ∆ιOφορα παιχνιδOκια». Ο Κιριο?χα µισόκλεισε τα µOτια του, προσπαθKντας να τα φανταστεG όλα αυτO µε επιµ@λεια. Nβηξε σπασµωδικO δυο φορ@ς µε ανοιχτό


47

το στόµα, σιγανO. ΣυγκρατDθηκε. ΑνOσανε παρατεταµ@να. ΣGγουρα δεν µπορο?σε να τα φανταστεG. Ο?τε κι ο Αρτιόµ µπορο?σε. «Και το καλοκαGρι ο θόλος αυτός ανοGγει και οι Oνθρωποι ζουν στον δροσερό α@ρα. Όχι κOτω από τη γη, αλλO στην επιφOνειO της, σε σπGτια µε παρOθυρα. Από τα παρOθυρα φαGνονται Oλλα σπGτια, D @να δOσος, για παρOδειγµα. Nτσι ζουν. Στην καθαρD, ξερD, δροσερD ατµόσφαιρα. ΑπευθεGας κOτω από τον Dλιο. Και µ@σα σε µια τ@τοια ατµόσφαιρα ο?τε @να µικρόβιο δεν γλιτKνει, όλα ψοφOνε. ΑλλO και οι Oνθρωποι περπατOνε στους δρόµους δGχως αντιασφυξιογόνες µOσκες». «Όλα τα µικρόβια; Κι η φυµατGωση θα ψοφDσει;» «Όλα. Με τη φυµατGωση πρKτη και καλ?τερη». «∆ηλαδD, για να γGνω καλO, πρ@πει απλO να πOω εκεG και να ανασαGνω χωρGς µOσκα;» «ΘαρρK πως ναι» εGπε ο Αρτιόµ. «Ναι. ΕδK, µ@σα στις σDραγγες, την αποπνικτικD ατµόσφαιρα, την υγρασGα, η φυµατGωση δουλε?ει µε την OνεσD της. ΕνK στον φρ@σκο α@ρα αµ@σως πεθαGνει». «ΟυOου!Πρ@πει να το πο?µε στη µαµO! ΧαρO που θα πOρει! Θα @ρθεις κι εσ? εκεG;» «Αυτ@ς όµως οι Πολικ@ς Αυγ@ς βρGσκονται πολ? µακριO. ∆εν εGναι τόσο απλό να πας ως εκεG. Πρ@πει να συγκεντρKσεις δυνOµεις». «Θα τις συγκεντρKσω! Και πόσες χρειOζονται;» Ο ΚιρGλ χοροπηδο?σε στα γόνατα του Αρτιόµ. «ΧρειOζονται πολλ@ς. Ξ@ρεις πόσο καιρό θ@λουµε για να φτOσουµε εκεG; Και σGγουρα µε τζιπ... Nξι µDνες. Κι ο δρόµος δεν εGναι ε?κολος. Τα εµπόδια εGναι κOθε λογDς. Τ@ρατα σε κOθε µας βDµα. Θα πρ@πει να περOσουµε κOµποσες περιπ@τειες. Κι πKς θα τις περOσεις εσ? αν δεν τρως τGποτα; Με την πρKτη κιόλας περιπ@τεια, εσ? δεν θ’ αντ@ξεις! Όχι, το ΤOγµα µας χρειOζεται πολεµιστ@ς και όχι ατροφικO πλOσµατα!» «∆εν αντ@χω πια να βλ@πω αυτO τα µανιτOρια, Αρτιόµ! ΜπλιOχ...» «Και τα λαχανικO; Η µαµO σου @φερε λαχανικO. ΕGδες τις ντοµOτες; ΑυτD η ντοµOτα Dρθε για σ@να από τον σταθµό Σεβαστόπολσκαγια, διασχGζοντας όλο το Μετρό». «Φτου». «ΕGναι Gδια µε τις ντοµOτες που φυτρKνουν στις Πολικ@ς Αυγ@ς στους κDπους των δρόµων. Nλα, δοκGµασε. Nνα σωρό βιταµGνες @χει». «ΕντOξει, θα τη φOω την ντοµOτα. Αν τ@τοιες ντοµOτες φυτρKνουν κι εκεG». «Nλα, τKρα, φα την. ΜπροστO µου».


48

«Τότε πες µου κι εσ? για εκεGνες τις αυγ@ς και τον θόλο που µοιOζει µε ποτDρι». Η µητ@ρα του ΚιρGλ, η ΝαταλGα, στεκόταν απ@ξω και πGσω από το καραβόπανο Oκουσε τα πOντα, την κOθε λ@ξη. Σκι@ς δι@τρεχαν το πρόσωπό της, τα δOχτυλO της σφGγγονταν µεταξ? τους. «Τον @βαλα να φOει µια ντοµOτα» της χαµογ@λασε ο Αρτιόµ. «ΓιατG του εGπες αυτD τη βλακεGα; ΤKρα θα κOτσει να µου τα πει» δεν ανταποκρGθηκε στο χαµόγελό του η ΝαταλGα. «ΓιατG αµ@σως βλακεGα; ^σως να υπOρχουν οι Πολικ@ς Αυγ@ς. Zσ’ τον να τις φαντOζεται». «Εχτ@ς Dρθε ο γιατρός. \ρθε από τη ΧOνσα». Ο Αρτιόµ ξ@χασε τι Dθελε να πει παρακOτω. ΦοβDθηκε να µαντ@ψει τι θα του @λεγε τKρα η ΝαταλGα και απλKς δεν σκ@φτηκε τGποτα. ΠροσπOθησε να µη σκεφτεG τGποτα για να µην πιOσει το κακό µOτι. «Τρεις µDνες του µ@νουν. Όλοι κι όλοι. Οι Πολικ@ς Αυγ@ς σου». Το στόµα της ΝαταλGας στρOβωσε. Ο Αρτιόµ κατOλαβε τι κρυβόταν στα µOτια της όση Kρα µιλο?σαν. «Και τι @γινε; ΤGποτα;» ΚOποιο υµ@νιο στο µOτι. ∆Oκρυα που στ@γνωσαν. «ΜαµOαααααα! Ο Αρτιόµ θα µε πOρει µαζG του στον ΒορρO µε το τζιπ. Θα µ’ αφDσεις;»

Σκεφτόταν αν η Zνια κοιµOται Dδη D, ως συνDθως, παριστOνει ότι κοιµOται µόνο και µόνο για να τον αποφ?γει. ΑυτD όµως Dταν καθισµ@νη οκλαδόν στο κρεβOτι και µε τα δυο χ@ρια της, σαν να φοβόταν πως θα της το πOρουν, κρατο?σε @να πλαστικό µπουκOλι του µισο? λGτρου µε θολό περιεχόµενο. Μ?ριζε οινόπνευµα. «Nλα» του το πρότεινε. «Πιες µια γουλιO». Ο Αρτιόµ υπOκουσε, τον @καψε η βότκα, κρOτησε την ανOσα του, ανοιγόκλεισε τα µOτια του. ΖαλGστηκε ελαφρO και ζεστOθηκε λιγOκι. ΤKρα τι γGνεται; «ΚOθισε» κι η Zνια χτ?πησε µε το χ@ρι της το πOπλωµα δGπλα της. «ΚOθισε, σε παρακαλK». ΕκεGνος κOθισε εκεG όπου του υπ@δειξε η Zνια. Την κοGταζε µισογυρισµ@νος; Προς το µ@ρος της. Nνα απλό φανελOκι µε µπρετ@λες. Στα µπρOτσα της σηκωνόταν το χνο?δι· να Dταν Oραγε από το κρ?ο; \ταν Gδια όπως και πριν από δ?ο χρόνια. Κοντοκοµµ@να µα?ρα


49

µαλλιO σαν αγορGστικα. ΧεGλη λεπτO, ωχρO. Μ?τη µεγαλο?τσικη γι’ αυτό το λεπτό πρόσωπο, µε µια καµπο?ρα, που όµως χωρGς αυτDν το πρόσωπο θα Dταν ανο?σιο και βαρετό. Χ@ρια πλεγµ@να από µ?ες, όπως στα προπλOσµατα ανατοµGας, χωρGς καµιO κοριτσGστικη τρυφερότητα πOνω τους. Οι Kµοι γεµOτοι µο?σκουλα σαν να φορOει επωµGδες. Ο λαιµός εGναι µακρ?ς, η αρτηρGα χτυπOει γρDγορα, κι αυτός εκεG ο σπόνδυλός της... Τα κλειδοκόκκαλO της προεξ@χουν· παλιότερα γι’ αυτO τα κλειδοκόκκαλα του ερχόταν και να την αγαπDσει, και να τη λυπηθεG, και να τη βασανGσει µ@χρις εξαντλDσεως. Μυτερ@ς ρKγες µ@σα από το λευκό ?φασµα. ΓιατG στην αρχD το λαµπOκι καGει και µετO σβDνεται; «ΑγκOλιασ@ µε». Ο Αρτιόµ Oπλωσε το χ@ρι του, το ακο?µπησε αδ@ξια στον Kµο της Zνιας. Η κGνησD του εGχε κOτι το αδελφικό, λες και αγκOλιαζε @να παιδG. ΕκεGνη αφ@θηκε στα χ@ρια του, σαν να Dθελε να σφιχτεG πOνω του. Μα όλοι της οι µ?ες @µειναν τεντωµ@νοι, στριµµ@νοι. Ο?τε ο Αρτιόµ µπορο?σε να χαλαρKσει. ΓεµOτος ελπGδα, κατOπιε µια γουλιO από το σOλιο του. ∆εν µπορο?σε όµως να πει τGποτα σωστό· εGχε ξεµOθει πια. Η Zνια κόλλησε πOνω του. Nπειτα π@ρασε τα χεGλη της πOνω στο µOγουλό του. «Αγκαθερό». Ο Αρτιόµ ανακOτωσε εκεGνο το θαµπό υγρό µ@σα στο πλαστικό µπουκOλι και Dπιε µονοκοπανιO µπόλικο. Στο µυαλό του γ?ριζαν ο ΒορρOς και το τζιπ. «Nλα, @λα, ας δοκιµOσουµε, Αρτιόµ. Ας δοκιµOσουµε ακόµα µια φορO. Πρ@πει. Ακόµα µια φορO. Όλα πOλι από την αρχD». Nχωσε τα µακριO, σκληρO δOχτυλO της στη ζKνη του. Ξεκο?µπωσε επιδ@ξια το κο?µπωµα. «ΦGλα µε. Nλα. ΦGλα µε». «Ναι. ΕγK...» «Nλα κοντO µου.» «ΠερGµενε... µια στιγµο?λα». «Μα τι @παθες; ΒγOλ’ το µου... ΕGναι στενό. Ναι. Κι αυτό βγOλε µου. Θ@λω να µε γδ?σεις. Εσ?». «Zνια». «Λοιπόν; Nλα... Σσσσς... ΚρυKνω». «Ναι. ΕγK...» «Nλα εδK... Να... Κι εσ?... Nλα... Nλα... Αυτό το σιχαµ@νο πουκOµισο...»


50

«ΤKρα. ΤKρα». «ΟρGστε. Θε@ µου. ∆Kσ’ µου µια γουλιO». «ΚρOτα». «Α, αχ, @λα... εδK... κι εδK... όπως @κανες παλιO... ΘυµOσαι; Το θυµOσαι ακόµα;» «Ανια, Zνιετσκα...» «Μα τι κOνεις εκεG; Λοιπόν;» «ΕGσαι... εGσαι τόσο...» «∆εν χρειOζεται τόση Kρα. Nλα». «Ξ@µαθα... συγχKρεσ@ µε...» «Nλα, θα σου... ΓιατG; ∆Kσε µου...» «Zνια...» «Nλα, @λα... εδK... Το νιKθεις;» «Ναι... ναι...» «ΠOει τόσος καιρός. ΕGσαι τελεGως... Μα γιατG;... ∆εν καταλαβαGνεις;... Σε χρειOζοµαι... εσ@να. Λοιπόν;» «Μια στιγµD. Μια στιγµD. ΑπλKς... ΑπλO η µ@ρα φταGει...» «ΣKπασε. ΣKπα. Zσε, να δοκιµOσω εγK... Εσ? ξOπλωσε µονOχα». «ΕγK σDµερα...» «ΣκεπOσου. ΚλεGστε τα µOτια και σκεπOσου. Nτσι. Nτσι... Και τKρα... ΤKρα απλO... Μα τι κOνεις; Τι;» «∆εν ξ@ρω. ∆εν τα καταφ@ρνω». «Να πOρει!» «Ο διOολος ξ@ρει τι τρ@χει. Όχι. Στο µυαλό µου κOθε...» «Τι κOθε; Τι @χεις στο µυαλό σου;» «Με συγχωρεGς». «Φε?γα. ∆Gνε του!» «Ανια...» «Πο? εGναι τι φανελOκι µου;» «ΣτOσου». «Το φανελOκι µου που εGναι; ΚρυKνω!» «Μα τι @παθες;... ΓιατG κOνεις @τσι; Αυτό δεν @χει να κOνει µ’ εσ@να, δεν οφεGλεται σ’ εσ@να...» «Τ@ρµα, ως εδK Dταν. Και δεν χρειOζεται να µου πουλOς και πOθος». «∆εν εGναι αλDθεια αυτό...» «ΧOσου αποδK, τ’ Oκουσες; ΧOσου από µπροστO µου!» «ΩραGα. ΕγK...» «Πο? εGναι αυτό το καταραµ@νο παντελόνι; Τ@ρµα. Όλο δεν θες και


51

δεν θες. \ µπας και σου ξερOθηκαν όλα εκεG π@ρα; Από την ακτινοβολGα;» «Όχι, β@βαια, τι λες...» «ΑπλO δεν θες µαζG µου... Από µ@να...» «Η µ@ρα φταGει, σου λ@ω...» «∆εν @χουµε παιδιO, γιατG εGναι γνωστό· δεν τα θες, δεν τα προσµ@νεις!» «∆εν εGναι αλDθεια!» «ΕγK... Αρτιόµ! Για χOρη σου @φυγα! Ξ@κοψα από τον πατ@ρα µου! ΜετO από εκεGνον τον πόλεµο, µετO τη µOχη... µε τους Κόκκινους... Βρ@θηκε στο καροτσOκι! ∆εν τον βαστOνε τα πόδια του... Του @κοψαν και το χ@ρι... ΚαταλαβαGνεις µDπως τι σηµαGνει αυτό για εκεGνον; Να µεGνει ανOπηρος! Κι από εκεGνον, από τον πατ@ρα µου, Dρθα σε εσ@να. Κόντρα σ’ εκεGνον! Κόντρα στο θ@ληµO του!» «Και τι κOνεις εδK; Αυτός δεν µε περνOει για Oνθρωπο... ΕγK Dθελα να του πω όλη την αλDθεια... Αυτός όµως... Αφο? δεν θ@λει εµεGς οι δυο να µεGνουµε µαζG, τότε τι κOνω εγK;» «Για να αποκτDσεις δικO σου παιδιO, καταλαβαGνεις, δικO σου! Τα παρOτησα όλα... ΣταµOτησα να ανεβαGνω στην επιφOνεια! Για να εGναι γερO... Όλα αυτO τα γυναικεGα όργανα... ΕGναι σαν σφουγγOρι... Η ραδιεν@ργεια... Αφο? το ξ@ρεις! ΑυτO τα καταραµ@να µανιτOρια... Για να προσαρµοστεGς εδK... Στον δικό σου σταθµό. ΘαρρεGς ότι @τσι βλ@πω εγK τον εαυτό µου;... Nτσι βλ@πω το µ@λλον µου; ΠαρOτησα την υπηρεσGα µου! Για να νανουρGζω τα γουρο?νια! ΓιατG; Για χOρη ποιανο? πρOγµατος; Εσ? όµως συνεχGζεις! Εσ? ο?τε µια µ@ρα δεν σταµOτησες! Nχεις κατακαεG πια! ΚαταλαβαGνεις; ^σως γι’ αυτό και δεν τα καταφ@ραµε! Και δεν τα καταφ@ρνουµε! Και πόσο σε παρακαλο?σα! Πόσο σε παρακαλο?σε ο πατ@ρας σου!» «Ο Σουχόι γενικO...» «ΓιατG το λες αυτό; ΑπλO δεν θ@λεις παιδιO, @τσι; ΑπλO δεν αγαπOς τα παιδιO, ε; ∆εν θες παιδιO από µ@να! ΓενικO, δεν θες παιδιO. Χ@στηκες εσ? για όλα αυτO, εσ? µονOχα να σKζεις τον κόσµο εGσαι ικανός! Κι εγK; Εµ@να! Να µε, εγK! Εµ@να µ’ αφDνεις να φ?γω! Με χOνεις! Και θ@λεις να µε χOσεις, ε;» «Zνια, γιατG...» «∆εν αντ@χω Oλλο. ∆εν θ@λω τGποτα παραπOνω. ∆εν θ@λω να περιµ@νω. ∆εν θ@λω να ζητιανε?ω το σεξ. ∆εν θ@λω να ονειρε?οµαι πως µ@νω @γκυος. ∆εν θ@λω να φοβOµαι πως, αν τελικO µεGνω @γκυος µαζG σου, θα γεννηθεG @να τ@ρας».


52

«ΑρκετO! ΣκεπOσου!» «Από σ@να, Αρτιόµ, θα γεννηθεG @να τ@ρας! ΕGσαι κι εσ? σαν σφουγγOρι! ΚOθε σου @ξοδος στην επιφOνεια σε επηρεOζει! ∆εν το καταλαβαGνεις αυτό;» «ΣκεπOσου, σκ?λα!» «Φ?γε. Φ?γε, Αρτιόµ. Φ?γε τελεGως». «Θα φ?γω». «Φ?γε». Όλα αυτO ψιθυριστO ειπωµ@να. Στα ψιθυριστO η κραυγD, στα ψιθυριστO και τα βογκητO. ΨιθυριστO τα δOκρυα. Αθόρυβα σαν τα µυρµDγκια. Κι όλοι οι γεGτονες παριστOνουν πως κοιµο?νται. Και οι πOντες ξ@ρουν τα πOντα.

Η στολD προστασGας χKρεσε Gσα Gσα µ@σα στο λουκOνικο. Από πOνω ο Αρτιόµ τοποθ@τησε το καλOσνικοφ που εGχε χρεωθεG και το οποGο απαγορευόταν να βγOλει από τον σταθµό, φυσGγγια, @ξι γεµιστDρες τυλιγµ@νους ανO δ?ο µε γαλOζια µονωτικD ταινGα, και @να πακ@το ξερO µανιτOρια. Η αντιασφυξιογόνα µOσκα τον κοGταζε µελαγχολικO, µ@χρις ότου ο Αρτιόµ κουµπKσει, τραβKντας απότοµα, βGαια το φερµουOρ του λουκOνικου, σαν να @κλεινε @ναν αποκρουστικό νεκρό µ@σα σε @να τσουβOλι. Nπειτα @ριξε στους Kµους του το σακGδιο· τον δικό του καταραµ@νο σισ?φειο βρOχο. «Παππο?! ΣDκω! ΕτοιµOσου! Μόνο µην κOνεις θόρυβο». Ο γ@ρος λες και κοιµόταν µ’ ανοιχτO τα µOτια· ξ?πνησε αµ@σως. «Για πο?;» «Μου εGπες αλDθεια για την ΤεατρOλναγια; Για τον ασυρµατιστD σου; Ότι βρGσκεται εκεG;» «Ναι... ναι». «Ε, λοιπόν... Θα µε πας εκεG;» «Στην ΤεατρOλναγια;» Ο Όµηρος Oρχισε να τα κλωθογυρGζει. «Μα τι νόµισες; Ότι εγK θα φοβηθK; ΒλακεGες, παππο?. Για κOποιον Oλλον Gσως αυτό να εGναι κόλαση. Για µας όµως εGναι τόποι πολεµικDς δόξας. Λοιπόν; \ µDπως όλα όσα εGπες Dταν ψ@µατα;» «∆εν @λεγα ψ@µατα». «ΠOµε µαζG στην ΤεατρOλναγια. Πρ@πει να δω τον Oνθρωπό σου. ΕγK προσωπικO. Και να του κOνω ερωτDσεις για τα πOντα. Θ@λω να µε διδOξει. Να µου δKσει, @στω, τον δ@κτη του. Για να τον πιστ@ψω».


53

«Μα αυτό @γινε δ?ο χρόνια πριν...» «ΣτOσου να συνεννοηθο?µε. Εσ? θα µε πας σ’ αυτόν τον ασυρµατιστD κι εγK θα σου πω όλα όσα θ@λεις να µε ρωτDσεις. ΕντελKς ειλικρινO. Για µα?ρους, κGτρινους, πρOσινους, κατO τα κ@φια σου. Για την ιστορGα του ηρωικο? µου κατορθKµατος. Σ’ εσ@να θα διηγηθK όσα δεν @χω πει στους Oλλους. Ολόκληρη την καταραµ@νη ελληνικD τραγωδGα από το Oλφα ως το ωµ@γα. Nγινε; Στον λόγο της τιµDς µου. Nλα, κόλλα το». Ο Όµηρος του Oπλωσε το χ@ρι του και το @κανε αργO, γεµOτος αµφιβολGες, σαν να σκεφτόταν αν θα @φτυνε D όχι ο Αρτιόµ στην παλOµη του·3 ωστόσο του @σφιξε δυνατO το χ@ρι. Όσο ο γ@ρος @βαζε τα εσKρουχα µ@σα στο ταξιδιωτικό του σακGδιο, ο Αρτιόµ διασκ@δαζε µε τον αυτοφορτιζόµενο φακό: @σφιγγε και χαλOρωνε τη χειρολαβD, Oκουγε το βουητό του µηχανισµο? που γ@µιζε τον συσσωρευτD. ΜονOχα αυτό τον ενδι@φερε. Nπειτα σταµOτησε. «ΕξDγησ@ µου. Για εκεGνο το βιβλGο σου. ΠερG τGνος πρόκειται;» «Το βιβλGο; Να, υπOρχει η εντ?πωση ότι εµεGς ζο?µε εδK και ο χρόνος @χει σταµατDσει, καταλαβαGνετε; ∆εν υπOρχουν ιστορικοG, και κανεGς δεν αναλαµβOνει να γρOψει ότι ζDσαµε κι εµεGς και µε ποιον τρόπο, και δGνεται η εντ?πωση πως η δικD µας ζωD κ?λησε Oσκοπα. Αυτό όµως δεν εGναι αλDθεια» και ο Όµηρος κοκOλωσε σφGγγοντας στα χ@ρια του µια τσαλακωµ@νη γκρGζα µαξιλαροθDκη. «Θα µας ξεθOψουν σε δ@κα χιλιOδες χρόνια κι εµεGς δεν γρOψαµε ο?τε µια αρOδα. Θα µαντ@ψουν από τα κόκαλα, από τα κ?πελλα σε ποιον πιστε?αµε και τι ονειρευόµασταν. Και όλοι θα λ@νε ψ@µατα». «Ποιοι θα µας ξεθOψουν, παππο?;» «Οι αρχαιολόγοι. Οι απόγονοG µας». Ο Αρτιόµ κο?νησε το κεφOλι του. Nγλειψε τα χεGλη του, δοκGµασε να συγκρατDσει τον θυµό που κόχλαζε µ@σα του, τα λόγια όµως ξ@φυγαν σαν χολD και κατOκαψαν και τον Gδιο: «^σως εγK να µη θ@λω να µας ξεθOψουν αποδK µ@σα. ∆εν θ@λω να γGνουµε κόκαλα και κ?πελλα µ@σα σ’ @ναν οµαδικό τOφο. Ας εGµαι εγK εκεGνος που θα τα ξεθOψει όλα αυτO, κι όχι Oλλοι εµ@να. Nτσι κι αλλιKς, αρκετοG εδK µ@σα επιθυµο?ν να περOσουν όλη τους τη ζωD σ’ @ναν τ?µβο. ΕγK καλ?τερα να τα τινOξω στην επιφOνεια από υπερβολικD δόση ραδιεν@ργειας παρO να ζDσω µ@σα στο Μετρό µ@χρι ν’ ασπρGσουν τα µαλλιO µου. ∆εν εGναι αυτD η µοGρα του ανθρKπου, παππο?. ∆εν εGναι ανθρKπινο αυτό. Το Μετρό. Απόγονοι, γαµKτο! Απόγονοι! ΕγK δεν θ@λω οι απόγονοG µου να σ@ρνονται µια ζωD κOτω απ’ τη γη. ∆εν θ@λω οι απόγονοG µου να τροφοδοτο?ν τους βOκιλους της φυµατGωσης! ∆εν το


54

θ@λω! Να κόβουν ο @νας το λαρ?γγι του Oλλου µε το τελευταGο κονσερβοκο?τι; ∆εν το θ@λω! Να κυλιο?νται και να γρυλGζουν µαζG µε τα γουρο?νια; Εσ? παππο?, γρOφεις βιβλGο για λόγου τους κι αυτοG δεν θα µπορ@σουν να το διαβOσουν! Τα µOτια τους θα στεγνKσουν από την αχρησGα, το καταλαβαGνεις; Θα @χουν όµως όσφρηση, σαν τους ποντικο?ς! ∆εν θα εGναι Oνθρωποι αυτοG! Τ@τοιους να γεννDσεις; Μα @στω και µGα πιθανότητα στο εκατοµµ?ριο να υπOρχει πως κOπου εκεG, @στω κOπου ακόµα µπορεG κανεGς να ζDσει στην επιφOνεια της γης, κOτω από τον @ναστρο ουρανό, κOτω από τον Dλιο, πKς κOπου µ@σα σ’ αυτόν τον καταραµ@νο κόσµο µπορεG κανεGς να ανασαGνει όχι µε την προβοσκGδα της µOσκας αλλO απλO µε το στόµα του, τότε εγK αυτό το µ@ρος θα το βρω, κατOλαβες; Αν υπOρχει @να τ@τοιο µ@ρος, τότε ναι! ΕκεG θα µπορο?µε να χτGσουµε µια καινο?ργια ζωD! Να γεννDσουµε εκεG παιδιO! aστε αυτO να µη µεγαλKσουν σαν ποντικοG και σαν Μόρλοκ, αλλO σαν Oνθρωποι! Γι’ αυτό θα πρ@πει να πολεµDσουµε! Κι όχι πριν της Kρας µας να χωθο?µε ζωντανοG ακόµα µ@σα στη γη, να γGνουµε @να κουβOρι και να ψοφDσουµε Dσυχα και ταπεινO!» Ο Όµηρος, επηρεασµ@νος από τη λOµψη του, σαστισµ@νος, δεν @λεγε το παραµικρό. Ο Αρτιόµ όµως Dθελε να του φ@ρει αντGρρηση ο γ@ρος, το εGχε ανOγκη να µπορ@σει, @στω για µGα ακόµα φορO, να µιλDσει σκληρO και απότοµα. ΑντG γι’ αυτό, ο γ@ρος βOλθηκε να του χαµογελOει µε ειλικρGνεια και θ@ρµη, κι @να χαµόγελο σχεδόν φαφο?τικο. «∆εν Dρθα Oδικα. Το @νιωσα εγK· δεν Dρθα Oδικα». Το µόνο που @κανε ο Αρτιόµ Dταν να φτ?σει. Nφτυσε όµως φαρµOκι, χολD. Ποιος ξ@ρει γιατG, µε το φαφο?τικο χαµόγελο του γ@ρου ξαλOφρωσε, χαλOρωσε. Ο ανόητος, αδ@ξιος γ@ρος... και ξαφνικO η αGσθηση πως αυτός κι ο Αρτιόµ εGναι @να. Κι εκεGνος επGσης @νιωσε κOτι παρόµοιο και µε ?φος που θ?µιζε παλικαρOκι κο?νησε ζωηρO το χ@ρι του στον Αρτιόµ: «Nτοιµος». ∆ι@σχισαν στα κλεφτO τον σταθµό. Το ρολόι του σταθµο?, κρεµασµ@νο πOνω από το κενό της σDραγγας, τα Oγια των αγGων του σταθµο?, @δειχνε ότι Dταν ν?χτα. ∆ηλαδD για όλους Dταν ν?χτα. Μ’ όλους εδK µονOχα ο Αρτιόµ θα µπορο?σε να διαφωνDσει, ο Αρτιόµ όµως @φευγε κιόλας από τον σταθµό. Η αGθουσα εGχε σχεδόν ερηµKσει, µόνο στην κουζGνα κOποιος @πινε @να τελευταGο ποτDρι τσOι. Ο κοινός πορφυρός φωτισµός εGχε σβDσει, οι Oνθρωποι σκορπGστηκαν στις σκην@ς τους, Oναψαν στο εσωτερικό τους µικρ@ς λαµπGτσες και µετ@τρεψαν το καραβόπανο σε θ@ατρο σκιKν. Σε κOθε σκηνD @διναν την παρOστασD


55

τους. Προσπ@ρασαν τη σκηνD του Σουχόι· πOνω στο τραπ@ζι Dταν σκυµµ@νη µια σιλου@τα. Π@ρασαν εκεGνη όπου καθόταν η Zνια µε το πρόσωπό της κρυµµ@νο στα γόνατO της. Ο γ@ρος ρKτησε επιφυλακτικO: «Τι τρ@χει, δεν θες να τους αποχαιρετGσεις;» «Καν@ναν, παππο?». Ο Όµηρος δεν @φερε αντGρρηση. «Για την Αλεξ@γεφσκαγια!» δDλωσε ο Αρτιόµ στους φρουρο?ς στην @ξοδο της νότιας σDραγγας. «Ο Σουχόι εGναι ενDµερος». ΕκεGνοι τον χαιρ@τησαν στρατιωτικO: αφο? εGναι ενDµερος, εντOξει. ΕυτυχKς που δεν θα ξανOβγαινε στην επιφOνεια. Από τη στερεωµ@νη στον τοGχο σιδερ@νια σκαλGτσα κατ@βηκαν στις γραµµ@ς του Μετρό. O αγωγός, σκ@φτηκε ο Αρτιόµ καθKς χωνόταν µ@σα στο σκοτOδι αγγGζοντας απαλO το τραχ? και µουχλιασµ@νο σGδερο της επ@νδυσης της σDραγγας, υπολογGζοντας µε το βλ@µµα του τα π@ντε µ@τρα ως το ταβOνι της σDραγγας και το αµ@τρητο βOθος της. Ο αγωγός µας καλεG.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.