Κλαούντιο Μάγκρις «Μια άλλη θάλασσα»

Page 1

ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΜΑΓΚΡΙΣ

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ

ΜΑΡΙΑ ΣΠΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Claudio Magris, Un altro mare © ©

Copyright by Claudio Magris, 1991. Αll rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017

Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6400-2


Στον Φραντσέσκο και τον Πάολο


Όλες οι σημειώσεις είναι της μεταφράστριας, εκτός εάν σημειώνεται διαφορετικά.


I

9

A

τιμὴν φέρει. Για την ακρίβεια, ακολουθώντας πιστά τους ορθούς κανόνες της φιλολογίας, Tugend bringt Ehre. Και πράγματι, ο καθηγητής Κόνραντ Νουσμπάουμερ, ο υπεύθυνος της τάξης, ήθελε τη μετάφραση στα γερμανικά, κι αυτό ήταν φυσικό μέσα σε εκείνες τις θαμπές αίθουσες του αυστροουγγρικού Σταατσγκιμνάζιουμ στην Γκορίτσια, ανάμεσα στα θρανία τα τοποθετημένα με τάξη και όμοια μεταξύ τους όπως τα φύλλα του επιτοίχιου ημερολογίου, που εξαφανίζονταν καθημερινά με ένα ελαφρύ θρόισμα κάτω από το χέρι του επιστάτη, και τους γκρίζους τοίχους, με ένα γκρίζο που δεν ήξερες αν είναι χρώμα κανονικό ή απομεινάρι από κάποιο χρώμα ξεβαμμένο. Ίσως εκεί να είχαν αρχίσει όλα, όταν μπαίνοντας στις αίθουσες εκείνες αισθανόταν ότι κάτι έλειπε· το καλαμάρι πάνω στο θρανίο ήταν το βαθύ και σκοτεινό μάτι ενός Κύκλωπα, αλλά το μελάνι αυλάκωνε το γυαλί του δοχείου με γαλάζιες ανταύγειες που ανακαλούσαν τη θάλασσα πέρα μακριά, ή, έστω, τους λόφους του Κόλιο, όπου τόσο εύκολα έφτανες μόλις έβγαινες από το σχολείο, και η επιθυμία να πας μέχρις εκείνο το γαλάζιο άδειαζε από νόημα τις ώρες μες στην τάξη καθώς ανυπομονούσες να περάσουν το ταχύτερο δυνατόν, ήταν ο πόνος για τη μηρετh


10

δαμινότητα των πραγμάτων, που πάντα θέλουν να έχουν ήδη υπάρξει. Τώρα, ολόγυρά του, τίποτε άλλο παρά η θάλασσα. Όχι πια η Αδριατική του Πιράνο και του Σαλβόρε, όπου λίγους μήνες πρωτύτερα είχαν ήδη συμβεί όλα, ούτε η Μεσόγειος που την εξουσιάζουν οι αόριστοι και η ακολουθία των χρόνων, πολύ πιο οικείοι σε αυτόν απ’ ό,τι τα ιταλικά, ακόμα και τα γερμανικά, αλλά ο ωκεανός, μονότονος και άπειρος. Μεγάλα κύματα μες στη σκοτεινιά, μια λευκή ψεκάδα, η φτερούγα ενός πουλιού που πέφτει με ορμή στο έρεβος. Ώρες ολόκληρες στέκεται στη γέφυρα, ακίνητος, ποτέ κουρασμένος από εκείνα τα πράγματα που δεν αλλάζουν. Η πλώρη κόβει το νερό και δεν το αγγίζει, γιατί μοιάζει να πέφτει στο κενό της σχισμής που ανοίγεται από κάτω της, ο υπόκωφος θόρυβος του κύματος σπάζει στο πλευρό του πλοίου. Τώρα είναι νύχτα και δεν φαίνεται τίποτα, αλλά και πρωτύτερα, με τα μάτια μισόκλειστα μες στον ανελέητο ήλιο και με βαθυκόκκινες κηλίδες κάτω από τα βλέφαρα, εκείνο το βαθύ μπλε του ουρανού και της θάλασσας έμοιαζε μαύρο· άλλωστε το σύμπαν είναι σκοτεινό, και μόνο το μάτι, γέρος φιλόλογος κι αυτό, έχει τη μανία να μεταφράζει αόρατες συχνότητες κυμάτων σε χρώματα και φώτα. Ακόμα και στην εκτυφλωτική αντανάκλαση της μεσημβρίας, όταν η θάλασσα λαμπυρίζει όλη, δεν βλέπεις τίποτα κι είναι μαγεία, η φανέρωση των θεών. Είναι αβέβαιο αν, με τη φυγή ετούτη, ξεκινάει ή ολοκληρώνει τη ζωή του· το βιογραφικό του λέει Ενρίκο Μρέουλε, γεννημένος στη Ρούμπια την 1η Ιουνίου 1886, από τον αποβιώσαντα Γκρεγκόριο και την Τζούλια Βενιέρ, κάτοικος Γκορίτσια, οδός Πετράρκα 3/1 από το 1898, απόφοιτος του αυστροουγγρικού γυμνασίου και ούτω καθεξής,


11

ακλόνητα δεδομένα που ίσως δεν είναι εύκολο να συνεχίσει κανείς την καταγραφή τους, όχι επειδή ο ίδιος φιλοδοξεί να διαγράψει τα ίχνη του ή να παραπλανήσει άγνωστο ποιον, αλλά επειδή από τη σκοτεινή εκείνη θάλασσα, που θορυβεί ομοιόμορφα εκεί κάτω, ανεβαίνει και τον τυλίγει μια ακαταμάχητη αδιαφορία για ό,τι κουβαλάει πάνω του. Νιώθει περήφανος· είναι μια ανώνυμη αρετή, που δεν του ανήκει αλλά με κάποιον τρόπο τού φέρει τιμή, όπως στο απόφθεγμα που προτιμούσε ο Νουσμπάουμερ στις μεταφραστικές ασκήσεις. Ο Ενρίκο έφυγε στις 28 Νοεμβρίου 1909 από την Τεργέστη, επιβιβάστηκε σε πλοίο για την Αργεντινή χωρίς να ειδοποιήσει σχεδόν κανέναν και λέγοντας στη μητέρα του ότι χρειαζόταν λίγα χρήματα για ένα ταξίδι στην Ελλάδα, προκειμένου να επιστέψει τις σπουδές κλασικής φιλολογίας που είχε ολοκληρώσει στο Ίνσμπρουκ και στο Γκρατς. Παρότι ο πατέρας είχε πεθάνει προ πολλού, η οικογένειά του, χάρη σε κάτι ανεμόμυλους στην Γκορίτσια, είχε διατηρήσει μια σχετική οικονομική άνεση, κι άλλωστε τα χρήματα ήταν το μόνο κατευόδιο που η μητέρα του ήταν σε θέση να του δώσει. Η μητέρα του προτιμάει τον αδελφό του, μόνο και μόνο επειδή είναι μικρότερος. Αλλά και για τους δύο, το ίδιο και για την αδελφή τους, είναι δύσκολο να φιλήσουν το πρόσωπό της, πιο πολύ στυφό παρά μητρικό· υπάρχει ένα οδυνηρό μυστήριο στη σκληρή πτυχή του στόματός της, όπως σε κάθε καρδιά που δυσκολεύεται να αγαπήσει. Είναι ένας πικρός πόνος χωρίς συμπόνια, όμως εκεί πάνω στη γέφυρα, κοιτάζοντας τα απόνερα που χάνονται αμέσως καθώς τα καταπίνει η νύχτα, ο Ενρίκο αποφασίζει να μην ξαναφέρει ποτέ στη σκέψη του το πρόσωπό της, το αμοιβαίο ανεξόφλητο χρέος τους και


12

τις παρανοήσεις που έχουν σκαλώσει τη σχέση τους. Αυτή η σκέψη χάνεται ανάμεσα στα κατάρτια του πλοίου και τα σκοτάδια, χάνεται κυριολεκτικά για πάντα, είναι παράξενο πόσο εύκολα την ξεφορτώνεσαι χωρίς να πληγωθείς· μία στιγμή αργότερα εξαφανίζεται κι αυτή η έκπληξη μαζί με την αιχμή της τύψης που κουβαλάει. Τώρα νιώθει μόνο νωθρός, νυσταγμένος από τον άνεμο της νύχτας και το θόρυβο της θάλασσας. Στην Τεργέστη, όταν έφευγε, τον κατευόδωσε μονάχα ο Νίνο. Στο θάλαμο διακυβέρνησης πρέπει να υπάρχει ο εξάντας, που βρίσκει το στίγμα του πλοίου μετρώντας σε τι ύψος βρίσκονται τα αστέρια στον ορίζοντα, ανεπαισθήτως χαμηλότερα όσο προχωρείς προς νότον. Ο Ενρίκο προσπαθεί να φανταστεί τον εξάντα και τα υπόλοιπα όργανα που χρησιμεύουν ώστε να κρατάς τη σωστή κατεύθυνση και να μη χάνεσαι, να ξέρεις πού και άρα ποιος είσαι σε αυτή την ομοιόμορφη έκταση των υδάτων· η ζωή του, οτιδήποτε συμβεί ένθεν κακείθεν του ωκεανού, θα είναι όλη μια τριγωνομετρία εκείνης της σοφίτας όπου συναντιούνταν κάθε μέρα και οι τρεις – ο Κάρλο, αυτός και ο Νίνο. Όταν γνωρίστηκαν, στο σχολείο, ο Κάρλο ήταν ακόμη καταγεγραμμένος στους καταλόγους ως Καρλ Μικελστέτερ, και ήταν, από την αρχή κιόλας, «ο φίλος που έμελλε να γεμίσει όλο το χώρο μου και να είναι ο κόσμος μου, ό,τι αναζητούσα» όπως του είχε γράψει ο Ενρίκο λίγο προτού φύγει· η κοινή τους αποτίμηση του κόσμου ήταν η μεγαλύτερη επιθυμία, ξάφνιασμα και απόλαυση. Στη σοφίτα του Νίνο, στην Γκορίτσια, είχαν διαβάσει και οι τρεις μαζί, στο πρωτότυπο, τον Όμηρο, τους τραγικούς, τους προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα και το Ευαγγέλιο, και τον Σοπενχάουερ, επίσης στο πρωτότυπο, εν-


13

νοείται, καθώς και τις Βέδες, τις Ουπανισάδες, την ομιλία στην Μπενάρες και τους άλλους λόγους του Βούδα, τον Ίψεν, τον Λεοπάρντι και τον Τολστόι· στα αρχαία ελληνικά είχαν περιγράψει ο ένας στον άλλον τα όσα σκέφτονταν και τα όσα τους συνέβαιναν καθημερινά, όπως εκείνη την ιστορία του Κάρλο με το σκύλο, μεταφράζοντάς τα ύστερα, χάριν γούστου, στα λατινικά. Σε εκείνη τη σοφίτα είχε συμβεί κάτι απλό και οριστικό, μια τελεσίδικη κλήση, καθαρή και ευάερη όπως εκείνες οι ημέρες όπου πήγαιναν να κολυμπήσουν και να κάνουν γκελ με τις πέτρες που πετούσαν στον ποταμό Ιζόντσο. Ο Κάρλο χαμογελάει, άσπρο κύμα αφρισμένο κάτω από τα μαύρα μάτια και τα μαύρα μαλλιά, και πηγαίνουν, έτσι όπως σηκώνεσαι από το τραπέζι και πλησιάζεις στην πίστα του χορού ή ανεβαίνεις στην κορυφή του Σαν Βαλεντίν ή στη σοφίτα, πηγαίνουν προς την πεποίθηση.1 Ο Νίνο Πατερνόλι τον είχε συνοδεύσει από την Γκορίτσια στην Τεργέστη, ένα σύντομο ταξίδι ανάμεσα σε τραχείς βράχους και λόχμες με σουμάκια κόκκινα της σκουριάς, αίμα γρομπιασμένο του φθινοπώρου κάτω από θολό ουρανό. Όταν έφτασαν στο λιμάνι είχε ήδη βραδιάσει, επάνω ψηλά διαλύονταν τείχη από σύννεφα σκούρα, ένας άνεμος μαλακός περνούσε από το πρόσωπό σου σαν κουρελόπανο. Κάτω από την πλώρη του Κολούμπια το φανάρι του πλοίου φώτιζε έναν πρασινωπό κύκλο· ανάμεσα σε φλούδες και άλλα απορρίμματα μια κολοκύθα κυμάτιζε και έσπαγε μες στις αναπηδήσεις του φωτός, φουσκωτό στήθος ακρόπρωρου που έχει πέσει από την πλώρη ιστιοφόρου και το έχει καταφάει η θάλασσα. Το φανάρι έριχνε ένα φως κωνικό πάνω στα νερά όπως ο φλωρεντινός λύχνος πάνω στα χαρτιά του τραπε-


14

ζιού, εκείνος με το ψηλό στέλεχος και τους κοντούς, αρπακτικούς και ιερατικούς βραχίονες, που φώτιζε τις σελίδες του Κάρλο καθώς εκείνος τις έγραφε με τα μεγάλα και ευκρινή του γράμματα – ευτυχισμένος που τις γράφει, ελεύθερος και σωστός καθώς ήταν, κι όχι αδημονώντας να τις δει ήδη γραμμένες, έτσι όπως κάνει ο θεατρικός δημιουργός που θέλει να δημιουργήσει το έργο αλλά δεν αγαπάει τη διαδικασία της δημιουργίας του, και δεν βλέπει την ώρα να το δει τελειωμένο και ωραία βιβλιοδετημένο. Τώρα ο λύχνος είναι πάνω στο γραφείο, στη σοφίτα του Νίνο, και στο κάλυμμά του απεικονίζονται αποφθέγματα των προσωκρατικών. Αντιθέτως, το πιστόλι πρέπει να είναι σε κάποιο συρτάρι, ο Ενρίκο ήθελε να το πάρει μαζί του, όμως κάτι τέτοιο πάνω στο πλοίο ήταν αδύνατον, οπότε το άφησε στον Κάρλο, σε ποιον άλλον μπορούσε να αφήσει οτιδήποτε δικό του. Ο Κάρλο του είχε πει ότι, την ώρα που το πλοίο έμελλε να σαλπάρει, θα ανέβαινε στη σοφίτα και θα έβγαινε στο παράθυρο για να κοιτάξει, μέσα στο βράδυ που έσβηνε, προς την κατεύθυνση της Τεργέστης, εκεί όπου αυτός, ο Ενρίκο, έφευγε ταξίδι, θαρρείς και τα μάτια του μπορούσαν να ανασκαλέψουν το σκοτάδι και να σώσουν τα πράγματα από τη σκοτεινιά, αυτός που είχε διδάξει ότι φιλοσοφία, αγάπη για την αδιαίρετη γνώση, σημαίνει να βλέπεις τα μακρινά πράγματα σαν να είναι κοντινά, να εξαλείφεις τη λαχτάρα να τα συλλάβεις, επειδή απλώς υπάρχουν, μέσα στη μεγάλη γαλήνη της ύπαρξης. Πώς ήταν άραγε το πρόσωπό του καθώς έσκυβε από το παράθυρο, τα μαύρα μάτια μες στη νύχτα, να υπήρχε τάχα μια σκιά αμετάπειστης μελαγχολίας για την αναχώρησή του και πικρής επιθυμίας να σταματήσει την τρεχάλα του, που όμως την είχε τόσο πολύ, ίσως υπερβολικά, θαυμάσει.


15

Πάνω σε αυτό το πλοίο που τώρα κυλάει στον Ατλαντικό, ο Ενρίκο τρέχει άραγε απλώς για να τρέξει ή μήπως για να φτάσει, επειδή έχει ήδη τρέξει και ζήσει; Ο ίδιος, στην πραγματικότητα, στέκει ακίνητος· ήδη τα λίγα βήματα ανάμεσα στην καμπίνα, τη γέφυρα και την τραπεζαρία τού φαίνονται αταίριαστα με τη μεγάλη ακινησία της θάλασσας, πάντα ίδιας στη θέση της γύρω από το πλοίο που αξιώνει να την αυλακώσει, ενώ τα νερά οπισθοχωρούν προς στιγμήν κι αμέσως ξανασμίγουν. Η γη αντέχει μητρικά το άροτρο που τη σκίζει, αλλά η θάλασσα είναι ένα πλατύ, ανέγγιχτο γέλιο, τίποτα δεν αφήνει σημάδι πάνω της· τα χέρια που κολυμπούν δεν την κρατούν σφιχτά, την αποδιώχνουν και τη χάνουν, η θάλασσα δεν παραδίνεται. Αυτό το είχε πει ο Κάρλο, ή μάλλον το είχε γράψει στην αρχή του αριστουργήματος που τώρα ολοκληρώνει, ίσως όμως αυτή την εικόνα να του την είχε προτείνει αυτός, ή πάλι ο Νίνο, ενδεχομένως έτσι, ασυναίσθητα, σε κάποια τους εκδρομή με τη βάρκα ή όταν ήταν ξαπλωμένοι στα λευκά βράχια του Σαλβόρε, μια εικόνα που περνάει από το μυαλό και πέφτει στο κενό, εάν δεν τη μαζέψει κάποιος που ξέρει πώς να τη βάλει στη σωστή θέση και να την κάνει να απαστράψει. Ίσως μάλιστα κι ένας απόστολος να έδειξε στον Ιησού, έτσι τυχαία και ανεπίγνωστα, ένα κρίνο στον κάμπο. Αυτός και ο Νίνο κουβαλούσαν ένα σωρό σημειώσεις στη σοφίτα εκείνη, τις κρατούσαν παντού, μέσα τους, από τα πρόσωπα των ανθρώπων, από τα κίτρινα φύλλα στις αγριοκαστανιές της Πιάτσα Τζινάστικα, αλλά μόνο ο Κάρλο ήξερε πώς με τις σκόρπιες εκείνες σημειώσεις να συνθέσει μια ενάτη συμφωνία. Εσύ ξέρεις πώς να συνίσταται στο παρόν η ύπαρξή


16

σου όλη, Ρίκο, του είχαν πει όταν έφευγε, αρμενίζεις στην ανοιχτή θάλασσα χωρίς να ψάχνεις φοβισμένος για λιμάνι και χωρίς να ευτελίζεις τη ζωή σου με το φόβο μήπως τη χάσεις. Ο Ενρίκο κοιτάζει μια κηλίδα νερού που σιγά σιγά στεγνώνει πάνω στη γέφυρα· η εξάτμιση είναι γρήγορη, το χρώμα του λεκέ ξανοίγει, ο διαχωρισμός των στοιχείων είναι σχεδόν ορατός, στεγνώνει και ο ιδρώτας πάνω στο δέρμα του. Η θέση σου, Ρίκο, είναι η μανία της θάλασσας. Ο Ενρίκο κοιτάζει τον ορίζοντα, θα έπρεπε να είναι ευτυχής με τα λόγια εκείνα, και μάλιστα είναι λιγάκι, αλλά σηκώνεται και πηγαίνει να πιει μια μπίρα, μόνο και μόνο για να κάνει κάτι. Πάντα του άρεσε η μπίρα, ιδίως η γερμανική· τότε που σπούδαζε στο Ίνσμπρουκ, διέσχιζε τα σύνορα και πήγαινε να την πιει στη Γερμανία, επειδή την αυστριακή μπίρα την έβρισκε άνοστη. Ίσως να μην είχε δώσει σαφείς εξηγήσεις, κι ωστόσο είχαν μιλήσει όλη νύχτα, πριν από την αναχώρησή του. Κατ’ αρχάς, έφυγε για μην υπηρετήσει στο στρατό. Όχι πως είναι εχθρικός προς τη διπλή μοναρχία, όπως τόσοι αλυτρωτιστές φίλοι του. Ίσα ίσα, του αρέσει που η Γκορίτσια είναι η Νίκαια των Αψβούργων. Ένας ήσυχος και κάθε τόσο πιο αργός και σύντομος περίπατος κάποιων απόστρατων συνταγματαρχών, τα φτερά του δικέφαλου αετού αρχίζουν ανεπαισθήτως να κλείνουν, και το μάτι που εποπτεύει τα πέρατα της αυτοκρατορίας είναι το γυάλινο κουμπί σε ένα πουλί βαλσαμωμένο. Το εθνοτικό κράμα και το ψυχορράγημα της πόλης είναι ένα μεγάλο σχολείο πολιτισμού και θανάτου· επίσης ένα μεγάλο σχολείο γενικής γλωσσολογίας, διότι ο θάνατος ειδικεύεται στον υπερσυντέλικο και τον συντελεσμένο μέλλοντα. Ο Γκρατσιαντίο Ιζαΐα Άσκολι, κορυφαίος γλωσσολόγος α-


2 – Μια άλλη θάλασσα

17

πό την Γκορίτσια, πέθανε στο Μιλάνο όταν εκείνοι είχαν μόλις αποφοιτήσει από το λύκειο. Γερουσιαστής του Ιταλικού Βασιλείου, όπως και ο Μαντσόνι· οι Εβραίοι στα μέρη τους ανέκαθεν είχαν αδυναμία στην Ιταλία, όμως στις όχθες του πολύγλωσσου Ιζόντσο ο Άσκολι είχε μάθει πως είναι μάταιο να ξεπλένεις τα ρούχα σου στον Άρνο2 ή σε οποιονδήποτε άλλο ποταμό. Ο Ενρίκο έχει φοβερή έφεση στις γλώσσες, μιλάει και γράφει στα αρχαία ελληνικά και στα λατινικά, όπως και στα γερμανικά ή σε διάλεκτο, και εξοικειώνεται ταχύτατα με τα ισπανικά, που τα κουτσομελετάει στο πλοίο που τον μεταφέρει στην Αργεντινή. Ο διευθυντής του Σταατσγκιμνάζιουμ, ο καθηγητής Φεντερίκο Σίμτζιγκ, θα τον θεωρούσε γνήσιο της Γκορίτσια τέκνο, που, κατά την άποψή του, για να φέρει αυτή την ιδιότητα και να διάγει βίο χαλαρό και φυσικό μέσα στον δικό του κόσμο, θα έπρεπε να γνωρίζει τα ιταλικά, τα γερμανικά, τα σλοβένικα, καθώς και τις διαλέκτους του Φριούλι, του Βένετο και της Τεργέστης. Και όντως, ο Ενρίκο ξέρει αρκετά καλά και τα σλοβένικα, τα έχει μάθει παίζοντας, παιδί, στους δρόμους της Ρούμπια· όταν στο λύκειο πήγαινε μαζί με μερικούς συμμαθητές του για μπάνιο στον Ιζόντσο, κι έβλεπε πως ο Κάρλο και ο Νίνο δεν καταλάβαιναν τι έλεγε ο Στάνε Γιαρτς, ο διπλανός του στο θρανίο, στον Γιόσιπ Πετερνέλ γελώντας και καταβρέχοντάς τον με τα νερά, σκεφτόταν πόσα ζωντανά και κοντινά πράγματα παραμένουν χωρίς αποκρυπτογράφηση και χωρίς ακροατές. Όμως ο Νουσμπάουμερ είχε δίκιο που απαιτούσε τη μετάφραση από τα αρχαία ελληνικά στα γερμανικά, τις δύο απαραίτητες γλώσσες, ίσως τις μόνες, όπου μπορείς να αναρωτηθείς πού γεννιούνται και πού εξαφανίζονται τα πράγματα. Με τα ιταλικά είναι αλλιώς, γι’ αυτόν η ι-


18

ταλική δεν είναι η γλώσσα για να ονομάσεις τα πράγματα, για να τα ορίσεις μένοντας έκθαμβος από το φως ή την κενότητά τους, παρά η γλώσσα της αναβολής και του συμβιβασμού με το αβάσταχτο, καλή για να απεραντολογείς και κάπως να μπερδεύεις το πεπρωμένο με τη φλυαρία. Η γλώσσα της ζωής, με δυο λόγια, και άρα συμφιλιωτική και αφερέγγυα όπως η ζωή, το πολύ πολύ ένα καθωσπρέπει κοστούμι. Τα ιταλικά του, άλλωστε, κάθε τόσο χωλαίνουν. Ακόμα και στα γράμματα. Επί τη ευκαιρία, πρέπει να γράψει στον Κάρλο, που σίγουρα θα αδημονεί να μάθει νέα του και να συνεχίσει το διάλογο μαζί του. Θέλει κι αυτός μονάχα να μιλήσει με τον Κάρλο. Στα σίγουρα ήδη ταξιδεύουν, με κάποιο άλλο πλοίο που ακολουθεί τα απόνερά τους, γράμματα του Κάρλο, μακροσκελή και εκτενή και γεμάτα με ένα σωρό πράγματα. Του έχει γράψει όμως και ο Ενρίκο. Στις 3 Δεκεμβρίου το Κολούμπια έπιασε σκάλα στην Αλμερία. Κατέβηκε στη στεριά, αγόρασε επιστολόχαρτο και τρύπωσε στο πρώτο καφενείο κοντά στο λιμάνι. Καθόταν εκεί και κοιτούσε το άσπρο χαρτί, μπροστά σε ένα ποτήρι πηχτό και κάπως υπερβολικά σιροπιαστό κρασί, αφήνοντας την πένα να κατρακυλήσει στην ελαφρώς κεκλιμένη επιφάνεια του τραπεζιού και πιάνοντάς την προτού πέσει. Ήθελε να γράψει για το ταξίδι του, για τα καλά και τα άσχημα της αναχώρησης, για εκείνον τον επικίνδυνο και ποταπό εγωισμό που υπάρχει στη νοσταλγία και στο νόστο, και που σε σκλαβώνει, όπως και κάθε αγάπη για τον εαυτό σου. Αυτό το ταξίδι δεν θα είναι μια φυγή, αναχώρηση που ισοδυναμεί με έναν μικρό θάνατο, αλλά ζωή, ύπαρξη, σταθερότητα. Ό,τι θα φύγει και θα χαθεί θα είναι οι φόβοι, οι φιλοδοξίες, οι στόχοι.


19

Είχε παίξει με την πένα, είχε πιει άλλο ένα ποτήρι κι είχε ξεκουμπώσει ένα κουμπί του πουκαμίσου. Κατά βάθος η στρατιωτική θητεία τού είναι ανυπόφορη μόνο για το σφιχτό κολάρο της στολής και ακόμα πιο πολύ για τις αρβύλες, αυτός κυκλοφορεί ξυπόλυτος με την πρώτη ευκαιρία, κι ούτε που θα του άρεσε να στρώνει κάθε πρωί το ράντζο του. Κατά τα άλλα, δεν εχθρεύεται το στρατό. Η τάξη χρειάζεται, αν και προσωπικά δεν του ταιριάζει, δεν είναι ικανός για δαύτην, αλλά στον κόσμο είναι απαραίτητη, το ίδιο και σε εκείνο το καφενείο της Αλμερίας, με τους ατίθασους και φασαριόζους ναύτες. Ακόμα και ο Σοπενχάουερ –το συνοφρυωμένο και σαρκαστικό πορτρέτο του ακουμπούσε πάνω στα βιβλία, στη σοφίτα– είχε καταρρίψει διά παντός κάθε βούληση ζωής και ισχύος, αλλά τον ικανοποιούσε που υπάρχουν ο στρατός και η αστυνομία, για να κρατάνε φρόνιμο το σκυλολόι. Γι’ αυτό το θέμα, όμως, δεν είχε ποτέ το θάρρος να μιλήσει με τον Κάρλο, είχε προτιμήσει τις αοριστολογίες. Στο τραπεζάκι του καφενείου εξακολουθούσε να σχεδιάζει αυτιά γαϊδάρου στα περιθώρια του επιστολόχαρτου. Σε κάποιο σημείο απηύδησε, πέταξε το χαρτί, αγόρασε μια καρτ ποστάλ κι έγραψε δυο αράδες με γράμματα λίγο μεγαλύτερα από τα κανονικά του. «Αγαπητέ Κάρλο, βρίσκομαι εν μέσω τέτοιας συγχύσεως κ.λπ., κι αυτό, εδώ και οχτώ μέρες, ώστε δεν μπορώ να σου γράψω ειλικρινά τίποτε άλλο εκτός από τον εγκάρδιο χαιρετισμό που σου στέλνω. Δικός σου, Ενρίκο». Θα γράψει περισσότερα όταν θα υπάρχει περισσότερη ηρεμία γύρω του, λιγότεροι άνθρωποι που κόβουν βόλτες κάθε τόσο στη γέφυρα τα μακρόσυρτα μεσημέρια στο ανοιχτό πέλαγος, λιγότερα πράγματα που αλλάζουν συνεχώς· κάποιες στιγμές, κοιτάζοντας τη θάλασ-


20

σα, ακόμα και η αλλαγή των χρωμάτων, με το πέρασμα των ωρών, του φαίνεται πολύ ενοχλητική. Ένα κύμα ψηλότερο από τα άλλα χτυπάει το πλοίο, μια ψεκάδα στραφταλίζει κιτρινωπή στην κίτρινη λωρίδα φωτός από ένα φινιστρίνι. Στο Πιράνο και στο Σαλβόρε, λίγους μήνες πρωτύτερα, τα κύματα, πολύ μικρότερα, χύνονταν εύκολα πάνω στη βάρκα, όταν επέστρεφαν αρμενίζοντας κόντρα στον άνεμο και δεν τέντωναν τη σκότα με αρκετή σβελτάδα. Η Πάουλα και η Φούλβια γελούσαν στην παραλία όταν εκείνοι δυσκολεύονταν, ή όταν ο Νίνο μπούχτιζε πια να τον βλέπει που καθόταν πάντα στην κουπαστή και κοίταζε μακριά όταν οι άλλοι έκαναν μπάνιο, και τον πετούσε στο νερό, κι εκείνος έπρεπε αναγκαστικά να κολυμπήσει, και κολυμπούσε καλύτερα από τους άλλους, πιο αποφασισμένος και σίγουρος καθώς έκοβε το κύμα που ερχόταν καταπάνω του ή καθώς βούταγε κάτω από αυτό. Μέσα σε εκείνο το βαθυκύανο, όλο και πιο ακίνητο όσο χαμηλότερα κατέβαινε κανείς, τα πράγματα διαστέλλονταν μέσα στη σταθερότητα, τα χρώματα των φυκιών, της πέτρας κι ενός ψαριού που έστριβε αργά κι εξαφανιζόταν ανάμεσα στις ποσειδωνίες ήταν η αναλαμπή της γαλήνης. Κολυμπούσε και η Πάουλα μαζί του, και στο βυθό τού έδινε το χέρι της, τα μαλλιά και τα μάτια της σκούρα σαν τα υποθαλάσσια λιβάδια, τα ίδια μάτια και τα ίδια μαλλιά με του Κάρλο. Εκεί κάτω έβλεπες ακόμα πιο πολύ το πόσο ο αδερφός και η αδερφή έμοιαζαν. Η Πάουλα χαμογελούσε γλυκά και ειρωνικά, χαμόγελο αμετάβλητο μες στη θαμπή υποβρύχια ακινησία, έκανε μια κίνηση με το πόδι της, που έλαμπε λευκό σαν ψάρι, και ξανανέβαινε. Την έβλεπε να εξαφανίζεται, το ανέβασμα ήταν επώδυνο, πονούσαν ως και τ’ αυτιά του.


21

Ο Κάρλο ήταν πολλές φορές στο σπίτι, το σπίτι κοντά στην ακτή, άκουγε την Αρτζία που έπαιζε πιάνο. Ίσως να είχε ερωτευτεί την Αρτζία συν τοις άλλοις επειδή είχε αυτό το όνομα που σημαίνει γαλήνη, την ανεμπόδιστη ειρήνη που κατακτάς όταν παύει κάθε σου αδημονία να πράττεις και να ζητάς. Διά της ενεργείας στην αργία, είχε γράψει ο Κάρλο κάτω από το πορτρέτο του Σοπενχάουερ – τη γαλήνη της ύπαρξης, της θάλασσας, ίσως μάλιστα και μιαν αδράνεια μεγαλύτερη, την οριστική, σκέφτεται ο Ενρίκο προς στιγμήν, αλλά κάνει λάθος, η σκέψη αυτή είναι ανάξια του Κάρλο, του ανά πάσα στιγμή τόσο ολόκληρου και ζωντανού, επειδή δεν ζητάει να είναι, σαν ζητιάνος, αλλά απλά είναι, σαν βασιλιάς. Τρεις ημέρες στο Πιράνο, στην παραλία να κοιτάζει τα κύματα, ή στη βάρκα μέχρι το Σαλβόρε, στο ακρωτήριο της Ίστριας μπροστά στον άσπρο φάρο και τα άσπρα βράχια, ξαπλωμένος με το πρόσωπο έξω από την κουπαστή, σχεδόν στο ύψος του νερού. Ό,τι είναι χαμηλά είναι καλό, να υψώνεσαι δηλώνει έπαρση, τη ματαιοδοξία όποιου σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του για να τον προσέξουν. Η γερμένη βάρκα κυλούσε μόνη της, το πρόσωπό του άγγιζε τη θάλασσα σαν ψάρι που πηδάει στην επιφάνεια του νερού, αυτός ήταν πεσμένος μπρούμυτα, όμως η Πάουλα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, έσκυβε προς τα πίσω το κεφάλι της, τα μαλλιά της κοντά κοντά στο πρόσωπό του, σκούρα, μαύρα στον άνεμο. Το γαλάζιο τρεμούλιαζε πίσω από τα μαύρα της μαλλιά, και πιο πίσω ακόμα η λωρίδα της κόκκινης στεριάς, το τρυφερό και μουντό πράσινο κυπαρισσιών και πεύκων· η κοιλιά ενός γλάρου έλαμπε πράσινο φίλντισι καθώς βουτούσε κατακόρυφα να περάσει ξυστά από το νερό, ένα λιόδεντρο άνοιγε διάπλατα στον ουρανό το


22

φύλλωμά του, εφήβαιο βίαιο και αθώο, αλλά η βάρκα είχε ήδη καβατζάρει το ακρωτήριο και ξεπρόβαλλε ο άσπρος φάρος. Η μυρωδιά του λιόδεντρου είχε ήδη χαθεί στη θάλασσα, η βάρκα γλιστρούσε ανάλαφρα και άσκοπα, μετέωρη στη μεσημβρία, χανόταν μες στην αντηλιά. Εκείνες τις σύντομες και ακίνητες ημέρες ο Ενρίκο είχε δει τα νήματα της ανάγκης του, το νόμισμα της ζωής του να πετιέται ψηλά και να στριφογυρίζει λάμποντας για μια στιγμή. Όταν η Αρτζία δεν ήταν στην ακρογιαλιά, ήταν στο σπίτι, έπαιζε πιάνο για τον Κάρλο. Έπαιζε Μπετόβεν, την άβυσσο ανάμεσα στο εγώ και το πεπρωμένο, και την τραγική χαρά να είσαι το σημείο εκείνο, που εκμηδενίζει το χρόνο και, συνεπώς, την ταλαίπωρη ζωή, που κυλάει και δεν είναι. Εκείνοι στο μεταξύ βρίσκονταν έξω, στην παραλία, γελούσαν ή σώπαιναν χωρίς να κάνουν τίποτα· ο Νίνο έψηνε ψάρια και η Φούλβια πετούσε την μπάλα να αναπηδήσει στα βράχια, κι όταν κουραζόταν της έδινε μια κλοτσιά με το χρυσομελάχρινο λεπτό της πόδι και την έστελνε να καταλήξει στα κύματα, που την έσπρωχναν πίσω στην παραλία. Η Φουλβιαρτζάουλα, όπως τα τρία κορίτσια υπέγραφαν καμιά φορά τις κάρτες τους, ήταν ένα και μόνο πράγμα, όπως και εκείνος με τον Κάρλο και τον Νίνο· η Φούλβια τους πιτσίλιζε με νερά γελώντας, η Αρτζία κοιτούσε ένα γλάρο με το πρόσωπό της ισκιωμένο από το καπέλο, η Πάουλα του χαμογελούσε με τα σκούρα μάτια του Κάρλο σερβίροντάς του καφέ, το λιγνό της πόδι έπαιζε με το νερό. Είχαν διαβάσει μαζί Ίψεν, τον Πέερ Γκυντ, που χάνει κομμάτια από τον εαυτό του καθ’ οδόν, όμως υπάρχει ολόκληρος στην καρδιά της Σόλβαϊγ· ίσως κι εκείνος, ο Ενρίκο, να υπάρχει μονάχα μέσα στη Φουλβιαρτζά-


23

ουλα και μέσα στον Κάρλο και τον Νίνο, μπορεί να έπεσε από το Κολούμπια χωρίς να το αντιληφθεί και να χάθηκε στη θάλασσα μέσα στη νύχτα, αλλά δεν έχει σημασία, είναι εκεί. Πολλές φορές έκαναν μπάνιο τη νύχτα, ακόμα κι όταν δεν είχε φεγγάρι. Η Πάουλα γλιστρούσε στο νερό ανάλαφρη σαν φύλλο και τον παρέσυρε πιάνοντάς τον από το χέρι, καμιά φορά ήταν η Φούλβια ή ο Νίνο ή ο Κάρλο, στεγνοί και φωτεινοί σαν χαρούμενη ριπή του ανέμου. Ο Ενρίκο δεν υπήρξε ποτέ τόσο ευτυχισμένος όπως όταν έβλεπε, τις μέρες εκείνες, πως ήταν ο Κάρλο ευτυχισμένος, σε εκείνη τη θάλασσα την ανεξήγητη αλλά και οικεία, διαφορετική από τον ωκεανό που τώρα περιβάλλει το Κολούμπια. Αυτή εδώ είναι η Mare Tenebrarum, το άμορφο και πικρό τίποτα όπου τίποτα δεν συμβαίνει. Ο Οδυσσέας και οι Αργοναύτες ταξιδεύουν στη Μεσόγειο και στην Αδριατική, πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες οι ιστορίες απλώς τελειώνουν, πέφτουν έξω από τον κόσμο. Στο λύκειο, ο Νουσμπάουμερ τους είχε βάλει να διαβάσουν τον Απολλώνιο τον Ρόδιο και ορισμένες διατριβές πάνω στην αμφιλεγόμενη διαδρομή του Ιάσονα και των συντρόφων του· ανάμεσά τους τη μελέτη του γεροΚάρλι, Περί της εκστρατείας των Αργοναυτών εις την Κολχίδα, βιβλία τέσσαρα, 1745, που ανασκεύαζε λυσσαλέα την υπόθεση πως ο Ιάσονας είχε περάσει από την Αδριατική, από το Κέρσο και το Λουσίνο, από τη θάλασσα της Ίστριας, από εκείνους τους τόπους της κάθε οδύσσειας και της κάθε αργοναυτικής εκστρατείας, τους τόπους της πεποίθησης. Στα πλοία που σπάζουν τον γκρίζο ωκεανό σαν κυματοθραύστες της λήθης δεν είχε χώρο για τη Φουλβιαρτζάουλα. Ίσως μερικά χρόνια νωρίτερα να είχε λίγο


24

παραπάνω, τουλάχιστον με βάση τα όσα λέει ο λοστρόμος του Κολούμπια, κάποιος Βίντουλιτς, με τον οποίο ο Ενρίκο παίζει πρέφα ορισμένα βράδια όπου ολόγυρά τους εκείνο το άπειρο και το σούρουπο που παρατείνεται χωρίς ποτέ να βασιλέψει μοιάζουν υπερβολικώς αδρανή και αδειανά ως και στον ίδιο. Ποιο Ακρωτήριο Χορν και ποιο της Καλής Ελπίδας, λέει ο Βίντουλιτς ανακατεύοντας την τράπουλα, είναι όλα φούμαρα, ακούστε που σας λέει κάποιος που το Ακρωτήριο Χορν το έχει φάει μια ζωή με το κουτάλι, μακάρι να βλέπατε από μια μεριά τι γίνεται στο αρχιπέλαγος Κουαρνέρο, εκεί μάλιστα, εκεί να πεις «βόηθα, Παναγιά». Με σκαριά μικρότερα, σύμφωνοι, αλλά τι σημασία έχει; Ο καπετάνιος Πετρίνα, φέρ’ ειπείν, από το Λουσίνο, ή μάλλον από το Λουσινγκράντε, που βουρλιζόταν έτσι και του λέγανε πως είναι από το Λουσινπίκολο, με το σκαρί του, την Κοντέσα Χίλντα, έτρωγε λάχανο τα πιο περίφημα εγγλέζικα άρμενα, τα εγγλέζικα λέμε, που αρμενίζουν τον ωκεανό λες κι είναι γάλα. «Η θάλασσα φουρτούνιασε, στη βάρκα παραδέρνω, πολλές κοπέλες παίρνω, κι όχι μονάχα εσέ», σιγοτραγουδούσε όταν το πλοίο ξανοιγόταν. Διπλωματούχος της Σχολής Εμποροπλοιάρχων του Λουσίνο, κανονικά και με το νόμο. Από εκεί είχε ξεκινήσει για να τρυπώσει, όπως στο τυρί το ποντίκι, σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, επί σαράντα χρόνια, και καβατζάριζε το Ακρωτήριο Χορν και το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας ήρεμος όπως ξέρουν οι ναυτικοί στα βαποράκια που, για να βγουν από το Λουσινπίκολο, δεν πρέπει να περάσουν από την Μποκαφάλσα. Στον καπετάνιο Αλντεμπράντο Πετρίνα ήταν αρκετό ένα ανατρίχιασμα στην επιφάνεια της θάλασσας ή ένα μόλις διαφορετικό πλατάγισμα ψηλά στα


25

ξάρτια, ώστε να καταλάβει πως, όπου να ’ναι, πιάνει φουρτούνα. Ο Ενρίκο βλέπει από το φινιστρίνι τα νερά σκοτεινά κι αγριεμένα, κύματα και ψεκάδες τού μοιάζουν όλα ίδια, δεν καταλαβαίνει το υπόγειο νόημά τους. Αλλά του αρέσει να ακούει τις ιστορίες του Βίντουλιτς, για τότε που μαζί με τον Πετρίνα διέσχιζαν τον Ατλαντικό κι έπιαναν στο νησί Ασένσιον, με όλα εκείνα τα μεγάλα πουλιά που αποτραβιούνταν στα δάση μόλις κατέπλεε το καράβι. Ή πάλι, σε τελείως άλλο μέρος, όταν περνούσαν μπροστά από τα Σίλι και ο καπετάνιος έλεγε να προσέχουνε μη μακρύνουν τον κατάλογο με τους εκατοντάδες που είχανε ναυαγήσει ανάμεσα σε εκείνα τα νησάκια. Όχι ανάμεσα στο Τρέσκο και το Σεντ Μέρι’ς, εκεί είναι παράδεισος με πουλιά και λουλούδια κι ανοιχτογάλαζο νερό που σπάζει άσπρο πάνω στη γρανιτική άμμο και λάμπει σαν χρυσόσκονη, αλλά από την άλλη μεριά, στην έξω θάλασσα, ένα από τα πιο καταραμένα μέρη στον κόσμο, όπου είχε βρει το θάνατο κι ένας προπάππος ή προπροπάππος του Πετρίνα, που κάθε φορά σταυροκοπιόταν κι έπινε κι ένα μπουκάλι στην ανάπαυση της ψυχούλας του. Και ποτέ δεν έφευγε ταξίδι χωρίς πρώτα πρώτα να φορτώσει το αρμόνιό του, εγώ χωρίς το αρμόνιο δεν πάω ούτε ίσαμε το φράγμα, ωρυόταν, άμα τον εφοπλιστή ή το λογιστή του πλοίου δεν τον βολεύει, χαίρετε και τα σέβη μου, ας πά’ να βρούνε άλλο τσακλοκούδουνο, ο τόπος είναι γεμάτος από δαύτα. Ο Ενρίκο παίζει με τα σπαθιά. Είναι καλός στην πρέφα, αλλά του αρέσουν πιο πολύ τα τραπουλόχαρτα από την Τεργέστη ή το Τρεβίζο, ίσως επειδή το δυνατότερο χαρτί είναι ο άσος μπαστούνι, στρογγυλός και στιλπνός κι αδειανός. Είχε πάθος να παίζει μουσική και να


26

τραγουδάει ο Πετρίνα, λέει και ξαναλέει ο Βίντουλιτς, ικανοποιημένος που κέρδισε την παρτίδα, να παίζει μουσική και να τραγουδάει. Ναι, ακόμα και παραδοσιακά τραγούδια, «χελιδονάκι μου, θαλασσοπούλι, στάσου και σου ’χω δυο λόγια να πω», αλλά κυρίως Βέρντι και Ντονιτσέτι. Περνούσε από το Ακρωτήριο Χορν μέσα σε πανδαιμόνιο από ριπές ανέμου και πελώρια κύματα και τείχη νερό ολούθε, από κάτω κι από πάνω, φορές φορές δεν καταλάβαινες πού είναι το κάτω και πού το πάνω. Κυβερνούσε το καράβι με αλάνθαστο χέρι, «χέζω καλά και κατουρώ, και χάρο δεν φοβάμαι», έλεγε σαν μπατάριζε το πλοίο, κι ύστερα έπιανε το τραγούδι μες στα σφυρίγματα, τους γδούπους και τα ουρλιαχτά: «οι αύρες θα σου φέρουνε τους φλογερούς στεναγμούς μου, το μούρμουρο της θάλασσας τον ήχο απ’ τους λυγμούς μου».3 Θεέ μου, τι μορφή, διεύθυνε όλη εκείνη την ορχήστρα και το χαλασμό, καλοσυνάτος με όλους, ως και με τα θυελλοπούλια, που τους πετούσε στον αέρα ψαροκόκαλα, έτοιμος ωστόσο να στρώσει για τα καλά τους δύο ωκεανούς που συγκρούονται, έτσι και το διανοούνταν να του κουνηθούν, εκεινού που, από μικρό παιδί, ήτανε μαθημένος στη θάλασσα ανάμεσα Λουσίνο και Σαν Πιέτρο ιν Νέμπι, όταν φυσούν μαζί ο μπόρα και η τραμουντάνα. Σε όλα τα κέντρα του νοτίου ημισφαιρίου γινότανε γλέντι ως τις πέντε τα χαράματα, όταν ξεμπαρκάριζε. Για νταβαντούρι στους καφενέδες ήτανε πρώτος και καλύτερος. Του Κάρλο θα του άρεσε αυτή η φωνή στην τρικυμία, που όλο ξανάρχιζε από την αρχή κι επαναλάμβανε την άρια χωρίς να αδημονεί πότε θα πάψει ο παλιόκαιρος· που τραγουδούσε μόνο και μόνο για να τραγουδάει, αυτό είν’ όλο, όπως στο Πιράνο και στο Σαλβόρε. Με τον


27

καπετάνιο Πετρίνα θα μπορούσανε να είναι όλοι μαζί ακόμα και πάνω στο Κολούμπια, και να περάσουν τη ζωή τους οργώνοντας τη θάλασσα πάνω κάτω χωρίς ποτέ να κατεβαίνουν στη στεριά, «οι αύρες θα σου φέρουνε τους φλογερούς στεναγμούς μου». Όμως ο καπετάνιος Πετρίνα πέθανε το 1906. Ο Βίντουλιτς τη θυμάται καλά τη μέρα εκείνη. Είχε μόλις διασχίσει τους τρεις ωκεανούς, Ατλαντικό, Ινδικό και Ειρηνικό, από την Τεργέστη ως τη Χιλή, λες κι έκανε περίπατο. Μια έκρηξη τον πέταξε ξαφνικά από τη γέφυρα, κι έχετε γεια βρυσούλες, τινάχτηκε η τάπα απ’ το μπουκάλι και το κρασί ξεχύθηκε αφρίζοντας χωρίς πολλά πολλά. Αργά ή γρήγορα όλοι πάνε στα θυμαράκια, το ίδιο κι αυτός. Μια κι ο χάρος μάς παίρνει όλους, εμείς χωρίς ντροπή τού δείχνουμε τους κώλους. Τον έθαψαν στη Χιλή, στο Ικίκε, λίγο-πολύ στην περιφέρεια του Λουσινγκράντε. Κρίμα που δεν μπόρεσε να δει την κηδεία του, θα του άρεσε, όμορφη κι αψεγάδιαστη όπως ήταν, όλος ο κόσμος συγκινημένος· ευχαρίστως πήγαινε στις κηδείες, εκτός των άλλων επειδή στη συνέχεια κατέληγαν σε κάποιο μαγαζί να τα πιούνε. Πολύ αργά πια, η φωνή εκείνη έχει σβήσει, παρότι κάπου πρέπει να ’ναι, σαν σκόρπια πνοή ανέμου, διότι τα πράγματα είναι. Nil de nilo fit et nil in nilum abit,4 έχει γράψει σε κάποιο του σημειωματάριο ο Ενρίκο. Εν πάση περιπτώσει, ποτέ δεν του άρεσε το μελόδραμα, ένας γλυκερός πολτός είναι, και κυρίως οι άνθρωποι φωνάζουν υπερβολικά· εκείνος προτιμάει τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, τα λίντερ όπου τα εγγύτερα πράγματα, ένα λουλούδι στο ποτήρι ή το δέντρο κάτω από το σπίτι, γίνονται τόσο απόμακρα. Ή πάλι, αν θέλουμε να γίνουμε συναισθηματικοί για λίγα λεπτά, ακόμα και το τρα-


28

γούδι «La paloma», una paloma blanca como la nieve, ή μάλλον όχι, ίσως λέει «ένα περιστέρι άσπρο σαν τη θάλασσα», το ίδιο είναι, μια θάλασσα κάτασπρη που στίλβει από αφρούς, η θάλασσα και το χιόνι είναι παντού όμοια. Μακάρι όλα τα πράγματα να ήταν όμοια, όπως όταν κοιτάζεις από το πλοίο ολόγυρα και το σκηνικό είναι παντού ολόιδιο. Άρεσε και στον Μαξιμιλιανό του Μεξικού η «Paloma». Εν πάση περιπτώσει, η φωνή αυτή δεν υπάρχει, κι είναι κρίμα, παρόλο που καθετί λιγότερο σε αλαφραίνει. Στο πλοίο είσαι ελαφρύς, έχεις λιγοστά πράγματα και δεν χρειάζεται να τα μετακινείς διαρκώς όπως στο τρένο· το ταξίδι στη δεύτερη θέση δεν είναι βεβαίως πολυτέλεια, όμως, καθώς αδυνατείς να κάνεις το οτιδήποτε, αυτή η αργία που σέρνει τις ώρες και τις αφήνει να χάνονται, είναι στ’ αλήθεια μεγαλείο. Μόλις βρει λίγο χρόνο θα γράψει στον Κάρλο και στους άλλους. Θα στείλει όλα μαζί τα γράμματα στον Πετερνέλ· ο Γιόσιπ είναι πιστός φίλος, θα φροντίσει αυτός για τη διαλογή τους, έτσι εξοικονομούνται και χρήμα και κόπος. Οι μέρες αλληλεπικαλύπτονται, συγχέονται και αλληλοδιαγράφονται. Ενίοτε μένει ώρα πολλή κοιτάζοντας την αύλακα του πλοίου, σε τούτα τα ταραγμένα νερά χάνεται γρηγορότερα απ’ ό,τι στην Αδριατική. Πότε πότε καμιά παρτίδα με τον Βίντουλιτς, αλλά και με τον Τζιτζέτο, έναν έμπορο που ταξιδεύει πρώτη θέση. Ο Ενρίκο τον γνωρίζει από την Γκορίτσια, ελάχιστα όμως. Είναι άνθρωπος που όλο τον καιρό γυρίζει τον κόσμο, ιδίως στην Αφρική, δεν είναι σαφές τι εμπορεύεται με τους Βέρβερους, και διασχίζει την οροσειρά του Άτλαντα λες κι είναι οι λόφοι του Κόλιο, πρέπει μάλιστα να μην τα περνάει κι άσχημα. Ο Βίντουλιτς τον ρωτάει αν


29

αληθεύει πως ένας έμπορος στην Καβυλία του έκανε δώρο μια δεκατετράχρονη σκλάβα. Την κουβάλησα μαζί μου από λύπηση, σαν θυγατέρα, απαντάει ο Τζιτζέτο, είναι τύπος καλοβαλμένος και πολύ καθωσπρέπει, έπειτα αλλάζει κουβέντα και μιλάει για τότε που τον ανέσυρε από τη θάλασσα, σε έναν όρμο της Μαδαγασκάρης, ένα αυστριακό πολεμικό πλοίο, όπου υπηρετούσε τότε ο ξάδερφός του ο Φραντσέσκο, που είχε μυαλό μόνο για τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία, και είχε προσπαθήσει να του εξηγήσει τη θεωρία του περί εννοιακού λογισμού,5 κοιτάζοντάς τον με μάτια απορροφημένα σε κάτι άλλο. Όταν περάσει η ώρα, ο Βίντουλιτς κερνάει ποτό, αλλά ο Ενρίκο πίνει ελάχιστα, μες στο σκοτάδι τα λόγια ολοένα και αραιώνουν, βυθίζονται σαν διάττοντες αστέρες. Το πλοίο πιάνει σκάλα για μιάμιση μέρα στη Λας Πάλμας. Ο Ενρίκο κατεβαίνει στη στεριά, παρότι ευχαρίστως θα έμενε καθισμένος στη γέφυρα να κοιτάζει την πόλη. Όμως του αρέσει να τριγυρίζει στα δρομάκια και στα μαγαζιά, να ακούει τις ισπανικές φωνές και να βλέπει εκείνα τα πρόσωπα από τερακότα, μείξεις διαφορετικές απ’ όσες βλέπεις στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας του Δούναβη, κατώτερες και μαζί ευγενέστερες, κουβαλούν αδιάφορα την κληρονομιά φυλών που συγκρούονται μέσα τους. Αν δεν είχαν καταφθάσει όλοι αυτοί οι λαοί, αν υπήρχαν εδώ μόνο οι Γκουάντσες, άνθρωποι ψηλού αναστήματος, με ανοιχτόχρωμο δέρμα και κόκκινα μαλλιά, θα μπορούσες κάλλιστα να σταματήσεις εδώ πέρα, στον κήπο των Εσπερίδων, να καθίσεις κάτω από ένα δέντρο και να κόβεις κάθε τόσο ένα χρυσό μήλο, αφήνοντας τον ήλιο να χάνεται σε μιαν ακόμα πιο μακρινή δύση.


30

Κατεβαίνει στην ακτή ανάμεσα στα κοκκινωπά βράχια, ξυπόλυτος και με τα μπατζάκια γυρισμένα ως πάνω από το γόνατο· κάθε τόσο ένα κύμα τον λούζει ολόκληρο, είναι ευχάριστο να νιώθεις στο δέρμα σου το πουκάμισο που στεγνώνει με τον ζεστό αέρα. Η ακρογιαλιά είναι μαύρη, πέτρες και άμμος σε χρώμα ανθρακί· ετούτο το σκοτάδι λαμπυρίζει μες στην αναρρούσα. Μεγαλείο παντός σκότους, ο Όμηρος λέει πως ο ωκεανός έχει μαύρα νερά. Αλλού πάλι η ακρογιαλιά είναι κόκκινη, εσπέρα πηχτή και παρατεταμένη. Ο Ενρίκο μπαίνει στις μικρές θαλασσινές σπηλιές, ξεκολλάει τα θαλάσσια σαλιγκάρια που έχουν γαντζωθεί στις σχισμάδες των βράχων. Μικροσκοπικά έντομα σκορπίζουν πάνω στην πέτρα σαν ανατριχίλα, στο βυθό κιτρινοπρασινωπά καβουράκια το βάζουν στα πόδια. Φτερούγες πλαταγίζουν στο σκοτάδι. Το κύμα καταφθάνει μακρύ και δυνατό. Στα ανοιχτά είναι μπλε μεταλλικό, στη σπηλιά ξεχύνεται μαυριδερό, μελάνι που παφλάζει μες στο μελανοδοχείο. Στις σπηλιές οι Γκουάντσες κρατούσαν τις ιερές τους παρθένες που προορίζονταν για το βασιλιά, τις λάτρευαν και τις μπούκωναν με φαγητό μέχρι που γίνονταν τρυφερές και ογκώδεις, μια επιβλητική πληθώρα όπου έλιωνε ο ηγεμόνας. Ούτε τον Ενρίκο τον δυσαρεστεί να βυθίζεται σε κόρφους αχανείς και υποχωρητικούς, κάθε σώμα διδάσκει την ταπεινότητα, κι αυτός δεν έχει ιδιοτροπίες. Ο έρωτας, τουλάχιστον αυτός που ο Ενρίκο τον διεκπεραιώνει απολαμβάνοντάς τον κι έπειτα ξεχνώντας τον, είναι μια φέτα νόστιμο ψωμί, όλες είναι ίδιες, όλες τους έχουν βέβαια μικροψεγάδια, όμως είναι νόστιμες, όπως η χτεσινή κοπέλα από τη Μαγιόρκα, που τη γνώρισε σε ένα καφενείο αμέσως μόλις κατέβηκε από το πλοίο, κι εκείνη τον οδήγησε σε ένα σπίτι με ξεφλουδισμένους σο-


31

βάδες, αλλά με ωραία γαλάζια λουλούδια γιακαράντας στα παράθυρα και με μια εσωτερική κλασικίζουσα αυλή. Στο Πιράνο, το δωμάτιο των τριών φιλενάδων, πλάι στο δικό τους, ήταν πιο μακρινό από εκείνο το σπίτι με τους κιονίσκους, όπου δεν θα ξαναπατήσει πια. Η κοπέλα θα ήταν ελεύθερη και σήμερα, όμως ο Ενρίκο έπειτα από ένα μισάωρο δεν θα ήξερε τι να κάνει μαζί της· βρίσκει μια ευγενική δικαιολογία και την αποχαιρετάει. Γυρνάει ώρα πολλή στις παραλίες, ποιος ξέρει πού να είναι το μέρος όπου οι δύο Γκουάντσες, όπως το θέλει η παράδοση, είχαν βρει αιώνες πριν μια ξύλινη Παναγία φερμένη από τη θάλασσα, την είχαν βάλει σε μια σπηλιά όπου τη λάτρευαν για χρόνους αμνημόνευτους, ώσπου η θάλασσα, μια θυελλώδη νύχτα, την ξαναπήρε. Ορισμένοι έλεγαν ότι δεν ήταν η Παρθένος Μαρία παρά το ακρόπρωρο ενός πειρατικού πλοίου, ο κορμός μιας γυναίκας που ένας πειρατής την είχε αρπάξει κι εκείνη ρίχτηκε στη θάλασσα για να του ξεφύγει. Τότε αυτός έβαλε να σκαλίσουν ένα ακρόπρωρο που της έμοιαζε, ένα πρόσωπο απόμακρο, γλυκό, πλην όμως ανένδοτο. Όταν το ιστιοφόρο βυθίστηκε σε ναυμαχία, ο πειρατής διέταξε να την πετάξουν στη θάλασσα, να μην πάει για φούντο μαζί με το καράβι. Τα κύματα την είχαν φέρει στη στεριά, όμως εκείνη, αιώνες αργότερα, νοστάλγησε το ανοιχτό πέλαγος και κάλεσε τα νερά να έρθουν και να την ξαναπάρουν. Άλλοι πάλι λένε πως ήταν όντως η Παρθένος Μαρία, το της θαλάσσης άστρον, κι ότι είχε φύγει μόλις είδε πως, ύστερα από αιώνες με προσευχές και αφιερώσεις, οι άνθρωποι ήταν χειρότεροι από πριν, οπότε ξαναγύρισε στ’ ανοιχτά, ανάμεσα στα ψάρια που αμαρτάνουν λιγότερο από τους ανθρώπους. Αυτές οι ιστορίες είναι κάπως υπερβολικά καθολικές,


32

έχει πιο πολύ ενδιαφέρον η υπόθεση ότι αυτά τα νησιά είναι κομμάτι της Ατλαντίδας. Ο Ενρίκο σταματάει μπροστά σε ένα παμπάλαιο δέντρο-δράκος, ίσως αρχαιότερο από τη λατρεία της Παναγίας. Το δέντρο υψώνεται, αλλά κυρίως φαρδαίνει και απλώνεται, οι κλάδοι τεντώνονται στα πλάγια μέτρα ολόκληρα, από στιγμή σε στιγμή θα πέσει από την πολλή του ενέργεια. Ουαί κι αλίμονο αν διαστέλλεσαι στον κόσμο. Στο αυστριακό του λύκειο έχει μάθει ότι πρέπει να περιστέλλεσαι, να περιορίζεσαι. Το έχει μάθει άπαξ διά παντός, και όχι μόνο χάρη στον καθηγητή του εκείνον που επιδίωκε τον υποβιβασμό αντί για την προαγωγή, καθηγητή της φιλοσοφίας, της αγάπης για τη γνώση. Πάνω στον κορμό του δέντρου και στα κλαδιά του το ξύλο σπάζει, λοξές τομές το οργώνουν με ρυτίδες, ξεφυτρώνουν σεβάσμιες γενειάδες και θαμνώδη φρύδια, άσεμνα εξογκώματα και ροζιασμένα χέρια, ανοίγονται τραύματα· μάτια περιγελούν αλλήθωρα, βουνά καταρρέουν και ορθώνονται ξανά, φαράγγια διατρέχουν βαθιά τις κοιλάδες του, σάλιο κυλάει από μια μακριά πρόστυχη σχισμάδα, φύτρα και υγρά κλαδιά ξεσκίζουν φλούδες ετοιμόρροπες. Με το τσαλακωμένο του καπέλο στο κεφάλι και το πουκάμισο έξω από το παντελόνι μες στον χλιαρό Δεκέμβρη, ο Ενρίκο κοιτάζει αυτόν τον Σειληνό που τρεκλίζει κάτω από το ίδιο του το σφρίγος και αναμένει ώσπου αυτό το ρυτιδωμένο κλαδί, που τεντώνεται κι απλώνεται τόσο μακριά, πέσει κάτω με πάταγο. Τα κλαδιά πρέπει να τα κλαδεύεις, η εξάπλωση είναι ένα ρητορικό απόστημα που θέλει τομή κι απολύμανση. Διαμόρφωση διά της μειώσεως. Στο σχολείο ο καθηγητής Ρίχαρντ φον Σούμπερτ-Ζόλντερν, ψηλός κι αδύνατος, μιλούσε στρίβοντας στα χέρια του ένα κίτρινο μολύβι και


3 – Μια άλλη θάλασσα

33

χωρίς να κοιτάζει κανέναν, μόνο το γκρίζο των τοίχων· ποτέ δεν θέλησε να πει σε κανέναν γιατί αποποιήθηκε την έδρα της θεωρητικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας, για να πάει αναπληρωτής αρχικά στο Μάριμπορ, κι έπειτα καθηγητής ιστορίας, γεωγραφίας και φιλοσοφίας στο λύκειο της Γκορίτσια. Αυτή είναι η οδός, κι όχι βέβαια η τροπική εξοίδηση του δέντρου. Η απαίτηση να ζεις, λέει ο Ίψεν, είναι χαρακτηριστικό των μεγαλομανών. Ακόμα και ο Βούδας άρχισε να ζει αληθινά όταν έπαψε να επιθυμεί, όταν αποστράγγισε τα άσεμνα λεμφικά υγρά που ραντίζουν, εκχειλίζουν, διογκώνουν την καρδιά και τους αδένες. Ωστόσο το χαμόγελο του Κάρλο είναι ένα δροσερό και λαγαρό νερό, η πεποίθηση θα έπρεπε να είναι το νερό αυτό να το πίνεις όπως ο Κάρλο από την κρήνη στην αυλή του σχολείου, χωρίς να φλέγεσαι από τη δίψα και χωρίς να τη χορταίνεις. Να το αφήνεις να κυλάει αυτό το νερό, να μη φράζεις την πηγή του. Ο Ενρίκο, αντίθετα, θα ήθελε τώρα να αποξηράνει το δέντρο-δράκος, να αποστεγνώσει τις φλέβες του. Ούτε ο Κάρλο θα αγαπούσε αυτή την οργιαστική προσωποποίηση, αλλά το όχι του θα ήταν διαφορετικό, δεν είναι σαφές πώς, αλλά πάντως θα ήταν κάτι άλλο. Καθώς στέκει μπροστά στο δέντρο, ο Ενρίκο νομίζει πως καταλαβαίνει την αιτία για την περίφημη εκείνη απόφαση του Σούμπερτ-Ζόλντερν, που τους είχε καταπλήξει όλους και είχε διαψεύσει τις προφανέστερες εξηγήσεις. Όταν τον ρωτούσαν ευθέως, ο Σούμπερτ-Ζόλντερν αποκρινόταν ευγενικά, με αόριστες και ανακόλουθες νύξεις σε λόγους υγείας. Καμιά φορά εξηγούσε στην τάξη τον γνωσεολογικό του σολιψισμό, κατατεθειμένο σε εκτενείς τόμους σε κάποιες βιβλιοθήκες, σύμφωνα με


34

τον οποίο η μόνη γνωρίσιμη αλήθεια είναι η γνώση όποιου γνωρίζει, και τον διαφοροποιούσε σχολαστικά από τον πρακτικό σολιψισμό, που του απέδιδαν με κακεντρέχεια ορισμένοι συνάδελφοι. Δεν πρέπει να τον αναστάτωνε που το ακροατήριο απέναντί του δεν τον καταλάβαινε κι ούτε πάσχιζε να τον καταλάβει, εφόσον υποστήριζε ότι τη ζωή τη ρυθμίζει η αμοιβαία παρανόηση. Ακόμα και τώρα, στην Γκορίτσια, ο καθηγητής Σούμπερτ-Ζόλντερν πηγαίνει ασφαλώς για περίπατο όπως πάντα πλάι στον Ιζόντσο μετά το μάθημα, κοιτάζει λίγο το ποτάμι, κι ύστερα πάει στο ζαχαροπλαστείο της οδού Μουνιτσίπιο να αγοράσει δυο πάστες για τη σύζυγό του. Να μειώνεις, να περιορίζεσαι, ο πολιτισμός είναι η τέχνη του κλαδέματος, όπως και η κηπουρική. Ο Ενρίκο στην πραγματικότητα δεν αγαπάει τον πολιτισμό, δεν πήγε φαντάρος συν τοις άλλοις επειδή εκεί πέρα σου ξυρίζουν το κεφάλι, του αρέσει να κυκλοφορεί όπως τύχει. Κάτι δεν κολλάει, πού χρειάζεται άραγε να πάει κανείς για να είναι σαν τον Σούμπερτ-Ζόλντερν, στην Γκορίτσια ή μήπως στην Παταγωνία, πού να είναι το μέρος όπου τα πράγματα δεν συμβαίνουν; Καλύτερα να γυρίσει στο πλοίο, στον ομοιόμορφο κλυδωνισμό του, που βοηθάει να σκέφτεσαι. Θα γράψει στον Κάρλο, επίσης στον Νίνο και στην Πάουλα, θα περιγράψει αυτό το απόγευμα στη Λας Πάλμας, θα μάθει τη γνώμη τους. Ξαπλώνει με ανακούφιση στην κουκέτα, κοιτάζει την οροφή και αναμένει τη σειρήνα της αναχώρησης, αναμένει πότε θα τον πάρει ο ύπνος. Το Κολούμπια γλιστράει ανάμεσα σε ψηλούς κυματισμούς, ο ήλιος ανατέλλει και τα άστρα βασιλεύουν, τα απόνερα δεν παύουν ποτέ να σβήνουν, ο εξάντας καθορίζει το στίγμα του πλοίου, καθώς αυτό εξακολουθεί να ξεμακραίνει από το αρχέ-


35

γονο χάος, ύστερα από δυο-τρεις σκάλες άφιξη και αναχώρηση συγχωνεύονται. Το πρώτο γράμμα, φυσικά στον Κάρλο, ο Ενρίκο το γράφει από το Νεουκέν στο Ρίο Νέγκρο, στα σύνορα της Παταγωνίας, ένα τραχύ χωριό στραμμένο προς τις Άνδεις. «Απλώς για να σε χαιρετήσω και για να σε παρακαλέσω να δώσεις τα χαιρετίσματά μου στους Δικούς σου. Σου σφίγγω το χέρι – Ενρίκο».


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.