Κωστής Γκιμοσούλης - Όλες μια

Page 1

GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 5

ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

ΟΛΕΣ ΜΙΑ ‫ﱣﱢ‬

Σαν μυθιστόρημα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 6

©

Copyright Κωστής Γκιμοσούλης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2018

Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.

ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6346-3


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 7

Στον Φεντερίκο, στον Σωτήρη, στη μαύρη γάτα με το μισόκλειστο μάτι


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 8


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 9

Στον παρόντα χρόνο στον ενεστώτα χρόνο. Όλα παρόντα. Και τα παρελθόντα και τα παρόντα και τ ’απόντα. ΤΑΚΗΣ Σ ΙΝΟΠΟυΛΟΣ , «Σημειώσεις Ι», Συλλογή ΙΙ (1965-1980)


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 10


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 11

Σταγόνα πρώτη ≥

Έ΄ χω γίνει πια φακίρης

του εαυτού μου νοικοκύρης έχω γίνει σαμουράι και το φως με κατουράει.




GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 12

Σταγόνα δεύτερη ≥

του Περικλή υπάρχει η φράση «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας». Διάσημη φράση. Άρα η λέξη «μαλάκας» είναι αρχαία, όσο κι αν δεν της φαίνεται, έτσι που κατάντησε τσίχλα στο στόμα κάθε εφήβου, προεφήβου και φτωχού γλωσσικά ενήλικα. Μόνο που για τους αρχαίους σήμαινε μαλθακότητα και αδυναμία, ενώ στους καιρούς μας η σημασία της ποικίλλει· ανάλογα με τη χρήση της σημαίνει τον απαράδεκτο, τον κρετίνο, τον μινάρα, τον ηλίθιο και βάλε, μέχρι τον γνωστό, τον φίλο, τον κοντινό. Πάντως «μαλάκας», όπως και να το κάνουμε, αστεία ή σοβαρά, σημαίνει αυτό που πάντα σήμαινε. Εκείνος ο καθηγητής των Αρχαίων ήταν μαλάκας; Ήταν! Με μι κεφαλαίο. Μαλάκας με περικεφαλαία. Είχε τικ μάλιστα, όταν μίλαγε έκλεινε μερικές φορές (όχι με νόημα) το μάτι. Και οι φήμες έλεγαν ότι, αν και είχε πα-

Σ

τον «Επιτάφιο»




GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 13

ΟΛΕΣ ΜΙΑ

ντρευτεί πρόσφατα, η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει. Προφανώς λόγω της χοντρομαλακίας του. Ο τόπος είχε βουίξει κι όλοι τον φώναζαν «μαλάκα». Πηγαίναμε Πρώτη Γυμνασίου, ήταν ο πρώτος μήνας αλλά παρ’ όλα αυτά οι ώρες του είχαν γίνει οι ώρες του παιδιού. Άλλωστε παιδιά ήμασταν κι ως γνωστόν τα παιδιά γίνονται κάποτε αφόρητα σκληρά και σε βαράνε εκεί που πονάς. Αυτό, βέβαια, διαφέρει από το να πεις έναν καθηγητή «μαλάκα» μπροστά στα μάτια και στ’ αυτιά όλων των άλλων. Και ποιων άλλων! Παιδιών της Πρώτης Γυμνασίου, και μάλιστα τις πρώτες μέρες και σε τέτοιο αυστηρό σχολείο. Ιδιωτικό. «Λεόντειος» σου λέει ο άλλος. Εγώ δεν ήθελα ν’ αφήσω τους φίλους μου που θα πήγαιναν στο δημόσιο, αλλά ο πατέρας μου ήταν απόλυτος (άλλωστε αυτός θα πλήρωνε) επειδή τον ίδιο τον είχαν πάρει δωρεάν ως ορφανό. Είχε και φιλανθρωπική δράση αυτό το κωλοσχολείο και τώρα ήθελε να στείλει το γιο του με τα λεφτά του. — Γιατί γελάτε εκεί πίσω, παιδί μου; Η ερώτηση σ’ ένα βουτυρόπαιδο με κοριτσίστικη (ακόμα) φωνή. — Γελάνε επειδή σας λένε... «μαλάκα», κύριε. Εδώ έπεσε νεκρική σιωπή. Μια μύγα που πετούσε ακούστηκε και κρύφτηκε βιαστικά κάπου. — «Μαλάκα»;... 


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 14

ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

Του ξεκίνησε το τικ. Έκλεισε το ένα μάτι. Ήταν αναμενόμενο. — Ποιος με λέει «μαλάκα»; — Ο Γκιμοσούλης, κύριε. Δεν υπήρχε κανένας που να μην τον έλεγε, αλλά ο συμμαθητής μου εμένα διάλεξε έτσι ψυχρά να δώσει. Γιατί το έκανε; Ακόμα και σήμερα αμφιβάλλω αν θα έβρισκε απάντηση. Πνίγομαι απ ’αυτό, πνίγομαι από τ ’άλλο ποθώ κάτι πιο μικρό ή κάτι πιο μεγάλο ας το πάρω πια απόφαση για όλα πάντα θ ’αμφιβάλλω.

Θυμάμαι ένα αποτυχημένο, άνευρο σκαμπίλι εκμέρους του καθηγητή, που μ’ έβαλε τιμωρία να κοιτάω τον τοίχο όρθιος μέχρι να τελειώσει η ώρα του – έμενε κάνα τέταρτο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα αυτό που λένε «το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου». Ακόμα κι ένα φτερό ζύγιζε τόνους. Τότε ήρθε και στάθηκε μπροστά μου το ανθρωπάκι και μου είπε: «Μην απελπίζεσαι. Αφού έχασες ένα φτερό, θα σου φέρω το πουλί ολόκληρο. Μαύρο πουλί με πορτοκαλί ράμφος, να σου τραγουδάει μέσα στο μυαλό· κι όταν χάνεις, προσπάθησε να μη φοβάσαι και να χάνεις την επόμενη φορά καλύτερα». 


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 15

ΟΛΕΣ ΜΙΑ

Αυτά μου είπε το ανθρωπάκι μέσα μου. Και σ’ αυτό το τέταρτο έκλαιγα βουβά για την κακή μου τύχη και βρήκα τον καλύτερό μου φίλο για τα επόμενα χρόνια, τον Νικόλα, που καθόταν στο τελευταίο θρανίο και μου ψιθύριζε ακατάπαυστα προσπαθώντας να μου δώσει κουράγιο. Στο διάλειμμα ο καθηγητής τούς έβγαλε όλους έξω εκτός από μένα. Φώναξε τον Frère μέσα και του δήλωσε ότι: — Ή αυτός ή εγώ. — Μπορώ να σας ρωτήσω γιατί; υπέβαλε την απορία του ο Frère. — Γιατί με αποκάλεσε «μαλάκα», είπε δυνατά ο καθηγητής χωρίς ίχνος χιούμορ. Στήλη άλατος ο Frère. Καλά, ήταν πολύ μαλάκας ο άνθρωπος. Τελικά δεν μ’ έδιωξαν – πάλι λόγω του πατέρα μου. Ο τότε καθηγητής του (που τον συμπαθούσε ιδιαίτερα) είχε ήδη γίνει διευθυντής. Από τότε όλοι οι καθηγητές που έμπαιναν στην τάξη ρωτούσαν ποιος ήταν ο μαθητής που είχε βρίσει. Όλοι έστρεφαν τα κεφάλια και με κοίταζαν. Έφτασα να σηκώνω μόνος το χέρι. Ακόμα κι έξω στην αυλή ο κοντόχοντρος καθηγητής Φυσικής Αγωγής και υγιεινής με τη βραχνή φωνή, ο κύριος Τερζάκης, αυτό ρώτησε. Μερικοί καθηγητές με θεωρούσαν σύμμαχο κι άλλοι κωλό


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 16

ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

παιδο. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι δεν έφταιγα εγώ. Όλοι έτσι δεν λέμε; Η τύχη όμως το ήθελε να ονομαστώ «αλήτης». Και η ζωή «καθοίκι άπλυτο». Κυρίως με τις γυναίκες. Επειδή σ’ αυτό τον τομέα μ’ έπαιρνε.




GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 17

Σταγόνα τρίτη ≥

κατάλαβα την εντύπωση που προκαλούσα στις γυναίκες. Την έλξη που τις έδενε σ’ εμένα. Αστείο πράγμα, γιατί εγώ ένιωθα άσχημος. Τέρας σωστό. Γι’ αυτό κοντά τους δεν χαλάρωνα ποτέ. Αυτή η, ας την πούμε, έλξη ήταν η ευχή αλλά και η κατάρα μου. Η μάνα μου με έπλενε μικρούλη και γυμνό μέσα στο μπάνιο, κοιτούσε το πουλάκι μου κι εκείνο κελαηδούσε. Καταλάβαινε πολύ καλά (το πουλάκι μου) ποια θα ήταν η συνέχεια. Και το νερό σαν τρελό τραγούδαγε κι αυτό:

Α

πό νωρίς

Μια φορά μέσα στο μπάνιο βρήκα ένα πλάσμα ουράνιο έκανε «σκρατς» σαν χαλασμένος δίσκος μα είχε χρώμα έντονο όπως ο ιβίσκος στο τέλος γέλασε σαν δελφίνι έγινε φώκια πήδηξε στη λίμνη.  o


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 18

Σταγόνα τέταρτη ≥

τρεις σπιθαμές απ’ την κόλαση. Η κόλαση είναι τα μπουρδέλα; Όχι φυσικά. Η οδός Φυλής βρισκόταν πιο κάτω και ήταν πήχτρα απ’ αυτά. Παλιά, αττικά, συνήθως ανέβαινες σκαλοπάτια, μύριζαν φτηνό άρωμα και ιδρώτα, το χειμώνα σόμπες γκαζιού. Μπουρδελιάρα. Μπουρδελιάρης. Κοπάνα και μπουρδελότσαρκα. Οι τσατσές (καμιά φορά η τσατσά ήταν κάποιος λαϊκός πούστης) φώναζαν τους προέφηβους «τσόνια» (είδος πουλιού, μάλλον σπουργίτι). Ήξεραν πως τα τσόνια περίμεναν να δουν τη γυμνόστηθη «κοπέλα» και μετά θα έφευγαν όλοι μαζί. «Άντε, τσόνια, έξω». Η Αφροδίτη, ο Σάτυρος κι ο Έρωτας. Εκεί έμαθα τράπουλα και έρωτα. Ήταν κρυφό μέρος κι αυτό μου άρεσε. Δεν μπορείς ποτέ, λόγου χάρη, να είσαι σίγουρος πως δεν σε παίρνουν μάτι ενώ το κάνεις.

Γ

εννήθηκα




GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 19

ΟΛΕΣ ΜΙΑ

Να μπορούσα να γράψω μια ωδή στα σεντόνια. Δεν ξέρω κάθε πότε τ’ αλλάζουνε. Δεν είναι άσπρα. Είναι χρωματιστά. Και παίρνουν το σχήμα του προηγούμενου πελάτη. Την ουσία του, την ποδαρίλα του. Αυτά που δεν μπορείς να δεις επειδή ο φωτισμός είναι χαμηλός. Και γίνεσαι στα χέρια της «κοπέλας» ένας ακόμα. Μερικές φορές αυτό είναι ανακουφιστικό. «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Τα μπουρδέλα μοιάζουν με τα νεκροταφεία. Δεν παύεις να είσαι ακόμα ένας. Και η ανοχή όπως και τα πιασίματα είναι ελεύθερα. Ελεύθερα και άγνωστα όπως ο θάνατος. Στα μπουρδέλα η ζωή παραμονεύει. Η ζωή τακτοποιείται. Η βασίλισσα είναι γυναίκα, αλλά είναι τόπος των αντρών. Παίζει μια μουσική – λαϊκά, σκυλάδικα. Κι όταν η «κοπέλα» είναι τρανσέξουαλ, ξενικά ντάπα ντούπα. Πολλές φορές κρύφτηκα εκεί μέσα. Είδα φάτσες σκοτεινές σε μια ιδιότυπη λούμπεν δημοκρατία. Ο καθένας με τη σειρά του. Τρία δωμάτια και περνάς στον αριθμό σου. Γδύνεσαι και περιμένεις. Την «κοπέλα» περιμένεις, αφού πρώτα δώσεις τα λεφτά. Την «κοπέλα» που μπαίνει σιγοτραγουδώντας με την καπότα στο χέρι. Τι περιμένεις; Γιατί δεν πας στη δικιά σου; Μπορεί να μην έχεις δικιά σου, κι άμα έχεις να βαριέσαι τα ίδια και τα ίδια. Περιμένεις το άγνωστο με τα μάτια της «κοπέλας». Περιμένεις τη ζωή σου να περάσει. Τι περιμένεις; 


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 20


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 21

ΟΛΕΣ ΜΙΑ

Αυτή η αναμονή σού σκίζει το μυαλό σαν σουγιάς. Κι όταν δεν έχεις τίποτε άλλο να περιμένεις, ο χρόνος γίνεται μια μικρή φλόγα, λαμπυρίζει και σβήνει, και μαζί κι εσύ. Λόγια, λόγια. Καλύτερα σιωπές των μπουρδέλων παρά τα λόγια των πολιτικών. Καλύτερα πράξεις των μπουρδέλων παρά το μπλα-μπλα των διανοούμενων. Καμιά φορά η «κοπέλα» είναι παγερά αδιάφορη και άλλοτε δεν θες να φύγεις απ’ τα χέρια και τα μπούτια της. Από τα μάτια της. Έτσι είναι. Γιατί τελικά αυτό που μετράει είναι η αύρα του ανθρώπου. Είτε στα γράμματα, είτε στο εμπόριο, είτε στο μουνί. Παντού ο άνθρωπος μετράει. Κι ο άνθρωπος πού να στραφεί; Ψηλά ή χαμηλά; Ένα πουλί κρατάει το χρυσό κλειδί Αθήνα τόσο ξεφτιλισμένη όσο και μαγική πού θα με πας, θα με ξεκάνεις δηλαδή θα δείξει, είπε – όχι το πουλί αλλά το κλειδί.

Λένε πως η Αθήνα είναι το πιο υπέροχο μπουρδέλο. Τι μας φταίνε όμως τα μπουρδέλα;




GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 22

Σταγόνα πέμπτη ≥

δεν είναι δικό μας, μα κλείνουμε τα μάτια και παριστάνουμε πως δεν το βλέπουμε. Δεν μου ανήκε το βουνό και ας την είχα πάει εγώ. Μια απ’ τις μορφές που παίρνει ο έρωτας είναι και ο οίκτος. Ο έρωτας περιέχει εγωισμό. Η αγάπη τον ηρεμεί, με μια κίνηση τον βάζει στην κατάψυξη. Η παρουσία της τον αποδιώχνει. Πιστεύετε στο «μάτι»; Επειδή εγώ μάλλον δεν πιστεύω. Τι σημαίνει «μάλλον»; Άμα κάποιος πιστεύει στο μάτι, μάτι του συμβαίνει. Πέρα από θρησκευτική πλευρά, είναι μια ενέργεια αποσταθεροποιητική –έστω κι αν είναι θετική– που μπαίνει μέσα σου και σε κουνάει συθέμελα. Σε διασπά. Συνήθως σέρνεσαι. Δεν αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. Χρειάζεται όμως κι εσένα κάτι να σε τρώει. Εγώ ήμουν που την είχα πάει σ’ εκείνο το βουνό, όταν νοίκιασε σπίτι στο παραπάνω χωριό απ’ αυτό που πή-

Τ

ίποτα




GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 23

ΟΛΕΣ ΜΙΑ

γαινα. Δεν την εμπόδισα να μείνει εκεί, της έδωσα και το πενηντάρι μου, το παπί μου –γιατί δεν έχει λεωφορεία τακτικά–, για να κινείται πιο εύκολα. Είχαμε διακόψει οριστικά. Το ανθρωπάκι μέσα μου μου έλεγε... και τι δεν μου έλεγε. Όλα καλά μέχρις εδώ. Όμως εμένα ακόμα κάτι μ’ έτρωγε. Ο οίκτος που λέγαμε. Πήγα στο βουνό και αμέσως εκείνη έτρεξα να βρω. Δεν τη βρήκα στο σπίτι της. Παρότι ήταν μεσοκαλόκαιρο ο καιρός φαινόταν βροχερός. Μετά από ώρα την είδα από μακριά να έρχεται με μια γριά. Φίδια στον ουρανό, ασημιές αστραπές. Με περίμενε – ήξερε ότι θα πήγαινα. Κατηφόριζε αργά με τη μαυροντυμένη γυναίκα στηριγμένη στο χέρι της. Το πρόσωπο της γριάς ήταν ζαρωμένο και σκούρο σαν ελιά θρούμπα, μου φάνηκε σατανική και διακοσίων χρονών. Κοίταξε προς τη μεριά μου, ήξερε πως ήμουν εκεί αλλά με αγνόησε τελείως. Μιλούσε μονάχα μ’ εκείνη, με μια φωνή σαν σύρμα σκουριασμένο. Η φωνή της έδειχνε ότι ήξερε πολλά. Δυσοίωνη. Όλα εναντίον μου. Δεν είπε τίποτα κακό για μένα, αλλά ήταν σαν να με κατηγορούσε συνέχεια. Όταν βράδιασε, την επιστρέψαμε πίσω στο τσαρδί της. Παντού ήταν σαν ν’ άφηνε μια μαύρη καπνιά, μύριζε σαν κούτσουρο που μόλις είχε σβήσει. Τη συνόδεψε μέσα κι εκείνη έβρισκε ψαχουλευτά το δρόμο της. — Βλέπει καθόλου ή είναι εντελώς τυφλή; ρώτησα μετά. 


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 24

ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

Αισθανόμουν, χωρίς να ξέρω γιατί, χάλια. — Βλέπει μόνο όγκους. Δηλαδή ελάχιστα. Τις γιαγιές τις αγαπούσα, όμως εκείνη τη φοβόμουνα γιατί έμοιαζε με λυκόρνιο έτοιμο να με καταβροχθίσει. Αράχνη, αράχνη, αράχνη που όλο φέρνεις γύρες στου θανάτου το στεφάνι ένα σπίτι με στροφές κι ένας ιστός με άχνη είναι αυτό που θες πας ψάχνοντας, αράχνη πρόσεξε όμως μη με φας που όλο φέρνεις γύρες τα όνειρα χτίζονται για μας.

Έμοιαζα με ημίνεκρο, με ζόμπι, αλλά δεν ήμουν. Μ’ έβαλε να κοιμηθώ στο υπόγειο και δέχτηκα αυτή την άκρα «ταπείνωση» με ευγνωμοσύνη. Τόσο ανίσχυρος ένιωθα. Πριν αποκοιμηθώ βγήκα μια βόλτα έξω. Είδα το ξανθό της κεφάλι να με κοιτάζει από ψηλά σαν φεγγάρι. Δεν είχα κάνει αυτό που ήθελε και τώρα με τιμωρούσε. Όλες οι πόρτες μέχρι τον επάνω όροφο ήταν κλειδωμένες. 


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 25

ΟΛΕΣ ΜΙΑ

— Δεν είσαι ούτε όμορφος, ούτε μπορείς να ξετρελάνεις τα κορίτσια. Ξέρεις ποιο είναι το μόνο σου χάρισμα; με ρώτησε. Πως κάνεις τους άλλους να μιλάνε για τον εαυτό τους. — Θυμάσαι εκείνο το φιλί; της είπα. — Θα προτιμούσα να πεθάνω απ’ το να σ’ το ξαναδώσω. «Κι εγώ να μην ξανακοιτάξω πίσω», σκέφτηκα, «με κίνδυνο να χάσω την ψυχή μου». — Σ’ το στέλνω με τον αέρα, της είπα και ξανασύρθηκα μέσα στο υπόγειο. Έσβησα το φως και το σκοτάδι έγινε απόλυτο. Έξω η νύχτα έτριζε. Όλα σου τ ’αστέρια, νύχτα στο μαύρο μου καπέλο ρίξ ’τα νύχτα, εσύ που όλα καλά τα ξέρεις το χρυσό της το κεφάλι να μου φέρεις όλα έχουν γίνει και κανένας δεν το ξέρει σ ’τ ’ορκίζομαι, μονάκριβό μου ταίρι.

Την επομένη με ξύπνησε ο παχουλούτσικος Έρωτας χτυπώντας τα φτερά του μέσα από δύο ασπρουλιάρικα σύννεφα. Το καδράκι αυτό δεν το είχα δει το προηγούμενο βράδυ. Βγήκα στο δυνατό φως του ήλιου με το σώ


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 26


GIMOSOULIS_OLES sel_Final.qxp_Layout 1 16/03/2018 15:26 Page 27

ΟΛΕΣ ΜΙΑ

βρακο. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου απ’ τη βρύση παρακάτω. Στάθηκα στη σκιά της πρασινάδας. Αγνάντευα τη θάλασσα μέχρι το Άγιον Όρος όταν η μαυροντυμένη ξαναπέρασε. Αυτή τη φορά δεν κοίταξε καν προς το μέρος μου. Ανέβηκε με κόπο πιάνοντας την κουπαστή της σκάλας. Έμοιαζε με αράχνη που είχε έρθει να με αιχμαλωτίσει, κι όπως την κοίταζα να παλαντζάρει από πίσω, είδα τη μακριά αλατοπίπερη πλεξούδα της που σχεδόν άγγιζε το έδαφος. Την ώρα που εκείνη της άνοιγε, έβγαλε το σκούρο μαντίλι της και τα απλανή μάτια της κοίταζαν το τίποτα. Παγωμένα μού φάνηκαν και κάτασπρα όπως το χιόνι. Αυτό ήταν. Ντύθηκα βιαστικά, ανέβηκα στη μηχανή κι άνοιξα γκάζι. Οδηγούσα τόσο άσχημα που κόντεψα να σκοτωθώ. Φρέναρα και προσπάθησα να θυμηθώ κάποια προσευχή. Τζίφος. Άσπρο σεντόνι και λευκή κιμωλία. Έκλεισα τα μάτια κι έφτιαξα μία δικής μου επινόησης (προσευχή ή βλαστήμια; – σημασία δεν έχει, υπήρχε πάντως σιωπή για να διαλυθούν τα μάγια). Ο Χρήστος, που παραμένει φίλος μου, είχε πει: «Μην τις αφήσεις να σε φάνε». Χασμουριόμουν συνεχώς και απ’ τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Ξεματιαζόμουν απ’ αυτή τη γριά καρακάξα που –ευτυχώς!– με είχε διώξει. 


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.