FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 5
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 6
©
Copyright Ευγενία Φακίνου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2018
Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6348-7
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 7
Αυτή, τώρα
τις νύχτες ζοριζόταν, ανέβαινε στη στέγη και φύλαγε το σπίτι. Έπαιρνε τη μορφή πουλιού για να μην τρομάζει τα ζωντανά. Στεκόταν πάνω στον καβαλάρη και παρατηρούσε τις μάχες που δίνονταν σε έδαφος και αέρα. Η νύχτα ήταν γεμάτη τέτοιες μάχες, ζωής και θανάτου. Με τη γατίσια όρασή της διέκρινε τα πάντα σε μεγάλη απόσταση, μέσα στο σκοτάδι, τόσο καλά όσο και με το μονοκιάλι που είχε αγοράσει από τους Πόντιους στη λαϊκή, ρισκάροντας αν έλεγαν την αλήθεια –πως ήταν του ρώσικου στρατού κι έβλεπε μυρμήγκι στα δέκα χιλιόμετρα–, αφού ήταν μέρα και δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του πωλητή. Εκείνη πάντως μ’ αυτό το κιάλι είχε δει στο απέναντι βουνό, απόσταση εφτά αντιλάλων, κάποιον που έκλεβε νυχτιάτικα μήλα από έναν οπωρώνα –σίγουρος ότι δεν τον έβλεπε κανείς– κι ένα ζευγάρι που ερωτοτροπούσε
Ο
ΤΑΝ
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 8
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
με πάθος, μάλλον παράνομα, αλλιώς τι χρεία είχε να φιλιέται και να χαϊδολογιέται νύχτα πάνω στα πούσια. Παινεύτηκε στο καφενείο του χωριού γι’ αυτό το κιάλι και τιμωρήθηκε, αφού μπήκαν στο σπίτι, άνοιξαν με μια γερή κλοτσιά με άρβυλο, το λαστιχένιο αποτύπωμα-γραμματόσημο στους καπλαμάδες της πόρτας –που αν καλούσαν τον Σέρλοκ Χολμς, αν, θα μπορούσε να βρει σε ποιον ανήκε–, και πήραν μόνο το κιάλι κι ένα παλιό κασετόφωνο για ξεκάρφωμα. Από τότε τις νύχτες ανέβαινε στη στέγη και φύλαγε το σπίτι. Έπαιρνε τη μορφή λευκής κουκουβάγιας, για να μην τη φοβούνται τ’ άλλα πουλιά. Τα τσακάλια δεν ξεγελιούνταν, αλλά δεν της έδιναν σημασία. Πατούσαν απαλά, κι αν είχε χιονίσει άφηναν όμορφα ίχνη στο χιόνι, κι ανταγωνίζονταν τις αλεπούδες και τα κουνάβια, κι όλα μαζί έψαχναν για τις φωλιές των μικρών ποντικών των αγρών, έσκαβαν για να ξεσκεπάσουν τα λαγούμια τους και να βουτήξουν τα ποντικάκια. Οι άνθρωποι έβρισκαν το πρωί σκαμμένες γούβες στα χωράφια τους σαν τρύπες του γκολφ, μόνο που αυτές έκρυβαν δράματα. Τώρα, εδώ στην πόλη, δεν έχει στέγη για ν’ ανέβει, διατηρεί όμως τη νυχτερινή γατίσια όρασή της και τη σκυλίσια ακοή της, που διακρίνει τους ήχους και τους ξεχωρίζει με αξιοσημείωτη ευκρίνεια. Μπορεί να κινείται με άνεση μέσα στο σκοτάδι, ν’ αποφεύγει τις γωνίες των
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 9
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
επίπλων, το πρέκι της πόρτας, τα πόδια της πολυθρόνας που εξέχουν. Έχει όλα τα φώτα του σπιτιού σβηστά, μόνο ο δημοτικός φωτισμός γλιστράει μέσα από τα κενά που αφήνουν τα ξύλινα ρολά των παραθύρων. Παντζούρια ερμητικά κλειστά, διπλοκλειδωμένη η εξώπορτα, η αλυσίδα σφιχτά στη θέση της, δυο αμπάρες ασφαλίζουν όσο καλύτερα γίνεται, εδώ δεν έχει να φοβάται τις αλεπούδες, τα τσακάλια, τα φίδια ή τα φαντάσματα της εξοχής, εδώ φοβάται τους ανθρώπους. Επικίνδυνη περιοχή, κλοπές και λεηλασίες κάθε τόσο, συμμορίες που μπουκάρουν στα σπίτια κι απειλούν ανήμπορους γέροντες για δυο ευρώ. Έχει κάνει από ανάγκη τη νύχτα μέρα, από υπερβολικό φόβο, από εμμονή που αγγίζει τον πανικό, ότι το βράδυ κάποιος θα μπει για να κλέψει ή και να τη σκοτώσει. Μεσάνυχτα περασμένα, κι αυτή, η Ελένη, κάθεται στη φθαρμένη μπερζέρα, που ανήκε στον προηγούμενο ιδιοκτήτη του διαμερίσματος, όπως και αρκετά από τα παλιομοδίτικα έπιπλα – τα είχε αφήσει ο γιος του συχωρεμένου, και πωλητής του διαμερίσματος, με την παράκληση να τα πετάξει εκείνη, επειδή αυτός είχε έρθει από το εξωτερικό μόνο και μόνο για την πώληση, κι έπρεπε επειγόντως να επιστρέψει.
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 10
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
Λυπήθηκε τα ωραία έπιπλα η Ελένη, τον μπουφέ με τα γυαλικά και τις πορσελάνες, τα βιβλία με τα ωραία χρωματιστά καλύμματα, όμορφα τακτοποιημένα οριζόντια και κάθετα σε μια βιβλιοθήκη με τζαμένιες πόρτες, τον πολυέλαιο από πράσινη οπαλίνα, την μπερζέρα με την γκρενά ταπετσαρία, και τα κράτησε. Δεν το ομολόγησε στον εαυτό της, αλλά αυτά τα έπιπλα, σύμβολα μιας μεγαλοαστικής τάξης, ήταν σαν να την αναβάθμιζαν κοινωνικά. Στενοχωρέθηκε που κατέβασε, με τη βοήθεια των μεταφορέων, το ωραίο διπλό κρεβάτι από καρυδιά –με τίποτα δε θα κοιμόταν στο κρεβάτι όπου είχε ξεψυχήσει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης–, τον καναπέ και το στρογγυλό τραπέζι, επειδή έπιαναν πολύ χώρο. Ούτε ώρα δεν πέρασε μέχρι να εξαφανιστούν απ’ το πεζοδρόμιο τα έπιπλα, μάλιστα είχε την εντύπωση ότι ορισμένα από αυτά τα είχαν πάρει οι ίδιοι οι μεταφορείς, αλλά δεν ήταν βέβαιη, επειδή εκείνη την ώρα αυτή τακτοποιούσε τα δικά της φτωχικά και λιτά υπάρχοντα. Ξαγρυπνά ακούγοντας ραδιόφωνο, αρκετά δυνατά, ώστε ο ήχος του να φτάνει ως το διάδρομο της πολυκατοικίας, αν κάποιος έχει στήσει αφτί στην εξώπορτα και κρυφακούει. Γνωρίζει την μπάντα του τρανζίστορ απ’ έξω και βρίσκει τους σταθμούς στα σκοτεινά, σαν μονοπάτι με σημαδεμένες τις στάσεις που πρέπει να κάνει. Ξεκινάει το
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 11
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
ψάξιμο από τ’ αριστερά, άκρη άκρη, πιο αριστερά δεν πάει η βελόνα. Λαϊκό τραγούδι, ξένο τραγούδι, ο σταθμός της καλής εκκλησίας, που δεν τρομάζει με κηρύγματα για θανάσιμες αμαρτίες κι αντίστοιχες ποινές, για βδελυρές πράξεις, για ένα θεό τιμωρό κι άσπλαχνο, όχι, όχι τέτοια, δεν τ’ αντέχει, και γρήγορα προσπερνάει τον επόμενο σταθμό, της σκληρόκαρδης εκκλησίας, αλλά και τον κυβερνητικό σταθμό –εκεί όλα βαίνουν καλώς πάντα, η οικονομία έχει ανακάμψει, η ανεργία μειώνεται, η εγκληματικότητα έχει παταχθεί–, μουσική, μουσική, μουσική, κι επιτέλους φτάνει εκεί που ήθελε εξαρχής, εκεί που θα μπορούσε να έχει πάει απ’ την αρχή χωρίς να ψάχνει στα τυφλά, αλλά είναι πάντα ανοιχτή σε μια έκπληξη, σε κάτι αναπάντεχο, που δεν περιμένει αλλά μπορεί να της αρέσει, και είναι η μοναδική έκπληξη που αντέχει, επειδή γενικώς απεχθάνεται το απρόσμενο. Η αγαπημένη της εκπομπή «άνοιγε» τα μικρόφωνα, όπως έλεγε ο ταλαντούχος παραγωγός – αν και δεν του ταίριαζε αυτός ο προσδιορισμός, αφού στην πραγματικότητα τσίγκλιζε και ωθούσε τους ακροατές του σε κάτι που ήταν από σουρεαλιστικό έως παράλογο θεατρικό παιχνίδι. Δεν ήταν η μοναδική εκπομπή που έδινε λόγο στους ακροατές· υπήρχαν και δυο τρεις αθλητικού περιεχομένου –όπου γίνονταν καβγάδες ολκής, και οι άνθρωποι θυμόντουσαν πάσες, γκολ και πέναλτι, ονόματα παικτών
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 12
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
και διαιτητών, φάσεις που είχαν συμβεί πριν από δεκαετίες–, μία πολιτικού ενδιαφέροντος με άλλου είδους διαξιφισμούς και ακόμα δύο με ρομαντική διάθεση και αφιερώσεις παλαιών τραγουδιών. Αυτή όμως, η Ελένη, είχε αγκιστρωθεί στη συγκεκριμένη εκπομπή. Την ξάφνιαζε ο μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων, που τηλεφωνούσαν απ’ όλες τις άκρες της χώρας, αντάλλασσαν χαιρετίσματα, είχαν δημιουργήσει φιλίες μεταξύ τους και με τον παραγωγό, που ήξερε όχι μόνο τους ίδιους αλλά και το σόι τους και ρωτούσε: «Τι κάνει η κυρά;», «Το παιδί πέρασε στις πανελλαδικές;», «Βγήκε απ’ το νοσοκομείο ο πατέρας;» Η Ελένη, που δεν άκουγε παθητικά την εκπομπή, είχε διαχωρίσει τους ακροατές σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στους επαγγελματίες, που το ’χε φέρει η ανάγκη να δουλεύουν νύχτα –ταξιτζήδες, νταλικέρηδες, σεκιουριτάδες, φουρνάρηδες, ναυτικούς και νοσοκόμες–, κι απ’ την άλλη, σ’ αυτούς που αποκαλούσε «μοναχικές ψυχές», κατηγορία στην οποία έβαζε και τον εαυτό της. Της άρεσαν τα ευφάνταστα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσαν κι έδειχναν χιούμορ, αυτοσαρκασμό και ειρωνεία, γοητευόταν από μια αυθεντική λαϊκότητα, από ένα είδος ανθρώπων που δεν είχε σχεδόν ποτέ τη δυνατότητα να συναντήσει. Με το σκυλίσιο αφτί της, το τόσο ασκημένο, ξεχώριζε τις φωνές πριν καν προλάβουν να δώσουν το ψευδώνυμό τους. Η χροιά, ο τόνος, η ένταση, της
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 13
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
το μαρτυρούσαν από τις πρώτες συλλαβές. Ξεχώριζε τις αποχρώσεις και τη φθαρμένη ντοπιολαλιά, τα βαριά λάμδα του βορρά, το παχιά χι της Κρήτης, τις ναζιάρικες ή τις λαϊκές ακατέργαστες φωνές. Ήταν φανατική ακροάτρια της εκπομπής η Ελένη, την παρακολουθούσε ανελλιπώς εδώ κι ενάμιση χρόνο, χωρίς να λείψει καμιά νύχτα, και δεν άλλαζε σταθμό ούτε στα δελτία ειδήσεων ή στις διαφημίσεις που μεσολαβούσαν, εκεί, πιστή και διαρκώς συντονισμένη. Δεν είχε μπει όμως ποτέ στον πειρασμό να τηλεφωνήσει και να συμμετάσχει ενεργά, όπως τόσοι άλλοι, κι ούτε λόγος για ηλεκτρονικά μηνύματα, αφού δεν είχε και μεγάλη σχέση με τις νέες τεχνολογίες. Αυτή ανήκε στη σιωπηλή πλειοψηφία, στους χιλιάδες –όπως υπέθετε– ακροατές που άκουγαν μόνο ή απαντούσαν νοερά. Εκείνη τη βραδιά είχαν βγει οι τακτικοί ακροατές, αυτοί που τηλεφωνούσαν μέρα παρά μέρα, κι έστελναν χαιρετίσματα στους ραδιοφωνικούς τους φίλους. Είχε βγει η «Πρασινομάτα», μια νέα γυναίκα, όπως μαρτυρούσε η φωνή της, που ακκιζόταν, έκανε τσαλίμια, έδειχνε ότι ήταν διαθέσιμη –περιέγραφε τι φορούσε, πότε μια ρόμπα και πασουμάκια, και πότε το μπουρνούζι της, αφού είχε μόλις μπανιαριστεί–, έστελνε φιλιά και
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 14
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
υποσχέσεις στους πολυπληθείς θαυμαστές της, οι περισσότεροι απ’ αυτούς νταλικέρηδες, που οδηγούσαν νυχτιάτικα και φαντασιώνονταν την «Πρασινομάτα» δίπλα τους ή ξαπλωμένη πίσω στην καμπίνα. Κι αν περνούσαν μερικές νύχτες χωρίς να κάνει την εμφάνισή της, έπεφταν βροχή τα τηλεφωνήματα απ’ όλες τις άκρες της χώρας, που την αναζητούσαν και ρωτούσαν προς τι η απουσία της, αν ήταν καλά στην υγεία της ή αν την είχε πειράξει κανείς. Είχαν βγει κι οι γνωστοί φουρνάρηδες από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, βορράς και Αλεξανδρούπολη, νότος και Ρέθυμνο, ανατολή και Πλωμάρι, δύση και Αργοστόλι, που, καθώς περίμεναν ν’ ανέβει το ζυμάρι και ν’ αρχίσουν τη σκληρή δουλειά, αντάλλασσαν πειράγματα κι ευχές. Είχε ακουστεί και η «Θεούσα», που καταράστηκε όσους έπαιρναν μέρος στα καρναβάλια, που είναι του Σατανά, αλλά με την ευκαιρία καταράστηκε και τους Γερμανούς, τους Αμερικάνους και τους Γάλλους, όλοι, όλοι του Σατανά. Ξυπνήστε, ξυπνήστε, ξυπνήστε. Ταράχτηκε η Ελένη όταν άκουσε τη μισοσβησμένη φωνή μιας γερόντισσας που εκλιπαρούσε για λίγη βοήθεια, αφού ολομόναχη αγωνιούσε, ήθελε επειγόντως κάποιον να πάει κοντά της, να διώξει τους αγγέλους που είχαν γεμίσει το δωμάτιό της, δεν ήθελε να πεθάνει, δεν ήθελε να πεθάνει μόνη.
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 15
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
Ο παραγωγός της εκπομπής –ικανότατος στο να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του αναλόγως με τους ακροατές του και την περίσταση, και να γίνεται πότε μάγκας και αλάνης, πότε σοβαρός και καθησυχαστικός– προσπάθησε να την ηρεμήσει, υποσχόμενος ότι, μόλις έκλεινε το τηλέφωνο, θα της έστελνε μια φίλη κοντά της, μια καλή κυρία, να τη φροντίσει και να τη συντροφέψει. «Πώς θα με βρείτε;» απόρησε η γερόντισσα, κι αυτός της εξήγησε ότι έβλεπε τον αριθμό του τηλεφώνου της κι ήταν εύκολο να βρουν τη διεύθυνση. Η επικοινωνία τελείωσε μ’ ένα σπαρακτικό κι επαναλαμβανόμενο ερώτημα της γηραιάς κυρίας: «Πότε, κύριε; Πότε;» Η Ελένη σηκώθηκε πολύ συγχυσμένη –η μοναξιά κι η απελπισία στη φωνή της γριούλας την είχε χτυπήσει καίρια, κι είχε φέρει τον εαυτό της στη θέση της, μόνη με τα φαντάσματα γύρω της– και πήγε στην κουζίνα να πάρει ένα ποτήρι νερό. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν ένα λαϊκό τραγούδι, για μια άπιστη, παραγγελιά κάποιου σεκιουριτά από τη Λιβαδειά, κι η Ελένη καθυστέρησε τακτοποιώντας τα τρία πλυμένα πιάτα στη θέση τους, γέμισε το ποτήρι της με νερό, έσφιξε λίγο παραπάνω τη βρύση που τις τελευταίες μέρες είχε αρχίσει να στάζει, και γύριζε στη θέση της όταν άκουσε τον παραγωγό να χαιρετά εγκαρδίως
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 16
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
τον επόμενο ακροατή: «Καλώς τον Μάξιμο το φαροφύλακα». Γλίστρησε το ποτήρι απ’ τα χέρια της, έπεσε κι έσπασε κομμάτια πάνω στα πλακάκια, το νερό πετάχτηκε παντού, και στα πόδια της, που τα έβρεξε ως τα νύχια.
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 17
Μάξιμος ή Μαξ
ΟΝ ΕΙΧΑΝ βαφτίσει Μάξιμο, όνομα που δεν είχε ξα-
Τ– μιανακουστεί στα μέρη αυτά, στο άθλιο καμποχώρι τους θλιβερή ισάδα με μοναδικό ύψωμα το λεγόμενο
«βουνό», μια καμπούρα χώματος σαν φτυσιά του Θεού. Τέταρτο στη σειρά αγόρι, γεννημένο στη Γερμανία –όπου η οικογένεια είχε μεταναστεύσει απ’ τους πρώτους τη δεκαετία του ’50, όταν τα πολιτικά πάθη του εμφυλίου και η τραγική φτώχια είχαν αδειάσει τα χωριά–, έδωσε στον πατέρα του την ευκαιρία να τον βαφτίσει μ’ ένα αυτοκρατορικό όνομα, διόλου συμβατό με την κατάστασή τους. Λες κι ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, λες και μόνο αυτός δε χωρούσε στο δοσμένο από την εταιρεία μονόχωρο διαμέρισμα, τον έστειλαν νωρίς νωρίς πίσω στο χωριό, στον παππού και στη γιαγιά απ’ τη μεριά της μάνας του. Τον είχαν βαφτίσει Μάξιμο αλλά όλοι στο χωριό τον o
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 18
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
φώναζαν Μαξ, κάτι σαν σκυλίσιο όνομα, που οι συνομήλικοί του αληταράδες το συνόδευαν από επιφωνήματα «μουτς-μουτς», ακριβώς σαν να καλούσαν αδέσποτο σκύλο. Αυτός δεν έδειχνε την ενόχλησή του, είχε καταλάβει ότι θα ήταν τροφή για περαιτέρω πειράγματα, τέντωνε το κορμί του να ψηλώνει όσο έπαιρνε, τίναζε τη φράντζα απ’ το μαλλί του που έπεφτε ωραία στο μέτωπο και με υπερήφανα βήματα κατευθυνόταν στο μπακάλικο όπου δούλευε. «Μπακαλόγατο» τον έλεγαν οι άλλοι, «Υπεύθυνος στα εδώδιμα-αποικιακά» ψιθύριζε αυτός στον εαυτό του, σάμπως να βελτίωνε έτσι τη θέση του και να την έκανε πιο ταιριαστή με τ’ όνομά του. Με τους «Γερμανούς», όπως αποκαλούσε την οικογένειά του, είχαν χαθεί. Τα γράμματα, στα οποία ήταν κρυμμένα λίγα μάρκα, έρχονταν με ωραία πολύχρωμα γραμματόσημα τα πρώτα χρόνια, αλλά μετά σταμάτησαν, δεν ήξερε πού ζούσαν, αν ζούσαν, οι δικοί του, κι ούτε που τον ένοιαζε άλλωστε. Μετά το θάνατο του παππού του, έφηβος πια, είχε να νοιαστεί τη φουκαριάρα τη γιαγιά του, κερί αναμμένο του είχε σταθεί η γριούλα, κι έπιασε δουλειά χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά στο μπακάλικο. Μεγάλο μαγαζί για τα μέτρα του χωριού, αλλά κατέβαιναν κι από τα γύρω ορεινά για προμήθειες, οπότε έπρεπε να έχουν επάρκεια προϊόντων. Σακιά με όσπρια, ρύζι, ζάχαρη, καλαμπόκι, μακαρόνια χύμα σε κιβώτια,
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 19
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
παστούς μπακαλιάρους, ξερά χταπόδια σαν μπουνιά, που όταν τα έβαζες αποβραδίς στο νερό φούσκωναν κι έπαιρναν τη γνωστή μορφή τους – τα έφτιαχναν με ρύζι κι ήταν το παραδοσιακό φαγητό στα χωριά των τρυγητών, υποχρέωση του αφεντικού, αν ήθελε να κρατήσει το καλό του όνομα. Ο Μάξιμος, που όλοι τον φώναζαν Μαξ λες κι ήταν σκύλος, άνοιγε το μαγαζί, σκούπιζε, ξεσκόνιζε με το φτερό, συμπλήρωνε ό,τι έλειπε από τα σακιά, να δείχνουν πάντα γεμάτα, άνοιγε με το εργαλείο καινούργια στρογγυλά δοχεία με παστές σαρδέλες ή σκουμπρί, έκοβε τετράγωνα κομμάτια λαδόκολλας για τον χύμα πελτέ ή τη μαρμελάδα βερίκοκο, άλεθε στο χερόμυλο πιπέρι ή καβουρδισμένο καφέ, στοίβαζε όμορφα τα μεγάλα κουτιά σπίρτων του μονοπωλίου, άλλαζε τα κολλώδη χαρτιά όταν γέμιζαν μύγες, πετούσε στις γάτες τα ποντίκια που είχαν πιαστεί τη νύχτα στις φάκες, μ’ άλλα λόγια νοικοκύρευε το μαγαζί πριν αρχίσουν να καταφθάνουν οι πρώτοι πελάτες. Οπότε μετατρεπόταν σε πωλητή. Το αφεντικό ερχόταν κατά τις δέκα και θρονιαζόταν πίσω από ένα τραπεζάκι στη γωνία, που το ονόμαζε «γραφείο», όπου διάβαζε και ξαναδιάβαζε την τοπική εφημερίδα, για να δείχνει και καλά ότι ήταν απασχολημένος, και ταυτόχρονα ενήμερος για τα γεγονότα που συνέβαιναν στην περιοχή.
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 20
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
Μόλις το ρολόι της εκκλησίας χτυπούσε δώδεκα, ο Μάξιμος πετούσε την αλατζαδένια ποδιά του, έλεγε ένα απλό «Πάω για το καθήκον» κι έφευγε. Ήταν η συμφωνία που είχε κάνει με το αφεντικό: να πετάγεται το μεσημέρι μέχρι το σπίτι της γιαγιάς του και να φτιάχνει το μοναδικό φαγάκι που μπορούσε εκείνη να καταπιεί, χυλό από αλεύρι, λίγο λάδι και δυο στάλες λεμόνι, όποτε υπήρχε, ανάλατο βεβαίως, λόγω της αυξημένης πίεσης της γιαγιάς. Την ανασήκωνε στα μαξιλάρια, της άπλωνε μια χιλιολερωμένη πετσέτα της κουζίνας και την τάιζε κουταλιά κουταλιά, με υπομονή, προσπαθώντας να μαζεύει το χυλό απ’ το σαγόνι της γιαγιάς πριν πέσει στην πετσέτα, που είχε σχέδια σαν γεωγραφικός χάρτης, με βουνά από ξεραμένο χυλό και λίμνες από πρόσφατα χυμένο. Το τάισμα της γιαγιάς ήταν η εύκολη, η ανώδυνη δουλειά. Το άλλο ήταν Το Καθήκον: το άλλαγμα των κατουρημένων κι ενίοτε χεσμένων πανιών. Θωρακιζόταν πίσω από μια απώλεια αισθήσεων ο Μάξιμος. Πώς είχε καταφέρει να μη μυρίζει την τσίκνα των κατρουλιών ή την μπόχα των σκατών, να μη βλέπει σχεδόν –το βλέμμα καρφωμένο στην άκρη των πανιών, εκεί που ήταν αλέρωτα–, δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Του έφτανε που το είχε κατορθώσει. Η γιαγιά, ανήμπορη να μιλήσει ή να κινηθεί ώστε να
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 21
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
βοηθήσει στο άλλαγμα, χτυπημένη από εγκεφαλικό, κοιτούσε το ταβάνι αμέτοχη σε ό,τι συνέβαινε. Ίσως όχι τόσο αμέτοχη όσο πίστευε ο Μάξιμος, αφού κάποιοι ανεπαίσθητοι αναστεναγμοί έβγαιναν από καιρού εις καιρόν από το στόμα της, για να επιβεβαιώσουν τη θεωρία της Μαρίτσας –φίλης και γειτόνισσας της γιαγιάς, που είχε αναλάβει και το πλύσιμο των πανιών για ν’ ανακουφίζει το έρμο το αγόρι απ’ αυτήν έστω την αγγαρεία– ότι οι βουβαμένοι από εγκεφαλικό καταλαβαίνουν, αλλά δε γίνεται να το πουν με λόγια επειδή είναι δεμένη κόμπο η γλώσσα τους. Ο Μάξιμος, εκτός από την άκρη των πανιών –παλιά σεντόνια ή νυχτικά της γιαγιάς, κομμένα σε μεγάλα κομμάτια και γαζωμένα γύρω γύρω για να μην ξεφτίζουν–, έβλεπε και το υπόλοιπο κορμί της γριούλας· στήθη σαν άδειες κρεμασμένες κάλτσες, εφήβαιο με αραιές άσπρες τρίχες, κόκκινες ή μπλε φλεβίτσες στα μπούτια, σαν ποτάμια που σχηματίζουν ατελείωτα Δέλτα, μώλωπες σε σχήματα άγνωστα, κι ένιωθε μια βαθιά απέχθεια και μια σιχασιά για το γυναικείο σώμα, τόσο αφύσικη κι επικίνδυνη για ένα αγόρι δεκαοχτώ χρονών.
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 22
Θλιβερό χωριό
ΕΝ ΕΙΝΑΙ μυστικό ότι η εσωστρέφεια και το λιγο-
Δρικλείουν μίλητο των ορεσίβιων οφείλεται στα βουνά που πετον ορίζοντα και δεν αφήνουν το μάτι να πλα-
νηθεί και ν’ απλωθεί πέρα από τις επάλληλες κορυφογραμμές, σκεπασμένες τον περισσότερο καιρό από βαριά σύννεφα, ομίχλες ή χιόνια. Αντιθέτως η εξωστρέφεια, η κοινωνικότητα κι η αγάπη των νησιωτών για το εμπόριο και την επικοινωνία είναι χάρισμα της θάλασσας, του ανοιχτού ορίζοντα με τις ωραίες ανατολές και τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα, με το κάλεσμα των αντικρινών μικρών νησιών, που πιστεύεις ότι βρίσκονται πολύ κοντά σου και σε καλούν, πέντε κουπιές απόσταση λες, γνωρίζοντας ενδόμυχα ότι σε ξεγελάνε επίτηδες, για να μπεις στον πειρασμό να τα ανακαλύψεις. Οι καμπίσιοι, πάλι, έχουν μια στωικότητα και μια επίπλαστη ηρεμία, απαραίτητη όμως για ν’ αντέξουν τη μονοτονία, τη στατικότητα, το τίποτα του κάμπου, που
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 23
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
αλλάζει μόνο χρώμα, από μαύρο το χειμώνα σε πράσινο την άνοιξη, κίτρινο το καλοκαίρι, κι ένα ψόφιο καφέ το φθινόπωρο, πριν αρχίσουν τα οργώματα. Οι καμπίσιοι παιδεύονται με ψοφόκρυο το χειμώνα, οι άνεμοι γδέρνουν το παγωμένο χώμα και το σκληραίνουν, το χιόνι τούς πλακώνει συχνά, η παγωνιά κοκκαλώνει τ’ απλωμένα ρούχα και σκάει το δέρμα των χεριών και του προσώπου των γυναικών, ενώ τα καλοκαίρια ψήνονται από καύσωνες που ξεραίνουν τα χωράφια και τους ανοίγουν χαρακιές σαν μαχαιρώματα, ενόσω η σκόνη σκεπάζει τα πάντα, τις σκεπές, τα δέντρα, τους ανθρώπους, που κλείνονται στα σπίτια τους περιμένοντας να περάσει κι αυτό. Κι αυτό, όπως και τ’ άλλα. Υπάρχουν κι ευλογημένοι κάμποι, που τους διατρέχουν ζωηρά ποτάμια με καταπράσινες όχθες, πλατάνια και μοσχοϊτιές που γέρνουν και καθρεφτίζονται τσαχπίνικα στα νερά τους, αμπολές που φεύγουν σαν ζωοδότριες αρτηρίες κι αρδεύουν χωράφια με καλλιέργειες καλαμποκιού, μπαμπακιού, καπνού ή λαχανικών. Και τούτος ο κάμπος είχε κάποτε ένα ωραίο ποτάμι, που έρρεε ανδροπρεπώς, βούιζε κατεβάζοντας πέτρες, τις λείαινε σε μεγάλες κροκάλες, είχε ρουφήχτρες, μικρές λίμνες όπου κολυμπούσαν νερόφιδα και πλατσούριζαν παιδιά ξεφωνίζοντας, ενώ ταυτόχρονα πότιζε τα γύρω χωράφια, κάνοντας τους χωρικούς ευτυχισμένους και χαμογελαστούς. Όμως πριν από κάμποσα χρόνια το
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 24
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
δέσανε το ποτάμι, το κόψανε ψηλά ψηλά για να κάνουνε το φράγμα που έφερε το ηλεκτρικό και στα καμπίσια χωριά, μαζί με τη φτώχια και τη μιζέρια, αφού εκεί που έτρεχε το ποτάμι τώρα ήταν μόνο η κοίτη του, με ξασπρισμένα βότσαλα και μια κλωστή νεράκι να θυμίζει τις παλιές δόξες. Δεν υπήρξε υποψήφιος βουλευτής, δήμαρχος, κοινοτάρχης, ακόμα κι ένας εν δυνάμει πρωθυπουργός που καταγόταν από τα μέρη τους, που να μην τους υποσχεθεί ότι «θα ξανάφερνε το ποτάμι». Τον άκουγαν οι κάτοικοι όλο προσδοκία, τον πίστευαν τυφλά και τον ψήφιζαν, έστω κι αν ο αντίπαλός του φώναζε ότι «Αυτά δε γίνονται. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Μην τον πιστεύετε». Όχι, εκείνοι τον πίστευαν, όπως πίστευαν και τον αντίπαλο όταν με τη σειρά του έταζε τα ίδια. Πάντα πίστευαν τα ωραία λόγια και τις υποσχέσεις οι άνθρωποι. Οι περισσότεροι. Χωρίς το ποτάμι, πάνε οι ποτιστικές καλλιέργειες, μόνο στάρια βάζανε πια, που μεγάλωναν με τη βροχή του Θεού, ξεράθηκαν οι λιμνούλες, χάθηκαν τα νερόφιδα, οι νεροχελώνες και τα βατράχια μετακόμισαν –όσα τα κατάφεραν– γι’ αλλού, τα παιδιά κατάπληκτα άκουγαν από τους παππούδες τους ότι εκείνοι κολυμπούσαν και ψάρευαν με τα χέρια πέστροφες και γκαβόχελα, και κατά βάθος δεν τους πίστευαν, παρά τα θεωρούσαν όλ’ αυτά παραμύθια.
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 25
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
Ξεράθηκε και το χωριό με τα χρόνια, στέγνωσαν κι οι κάτοικοι, μαράθηκαν θα ’λεγε κανείς. Πρώτο έκλεισε το κουρείο, αφού οι βδέλλες ψόφησαν, τα ξυράφια σκούριασαν, η κολόνια ξεθύμανε κι έχασε τη μυρωδιά της, ο μπαρμπέρης μελαγχόλησε και πέθανε από αποπληξία, τον βρήκαν καθισμένο να κοιτιέται έκπληκτος στον μεγάλο καθρέφτη. Από τα παλιά μαγαζιά έμεινε μόνο ο καφενές, επειδή ο καφετζής, για προσωπική του κυρίως απασχόληση, τον κρατούσε ανοιχτό – τι κέρδος να ’χει απ’ τους καφέδες των γερόντων, μ’ έναν καφέ έβγαζαν όλο το πρωινό ή το βραδάκι, κουβεντιάζοντας ανόρεχτα. Ούτε ούζα ούτε λουκούμια, που ξεράθηκαν στη γυάλα τους κι έχασαν το ρόδινο χρώμα τους, ούτε γκαζόζες σκέτες ή με κίνα όπως παλιά, δε χαλάλιζαν μήτε δεκάρα παραπάνω από τις πενιχρές συντάξεις τους. Έμεινε κι ο ξυλουργός, να διορθώνει κανένα παντζούρι και κυρίως να φτιάχνει τα φέρετρα, μιας και ο πληθυσμός του χωριού αποτελούνταν πια σχεδόν αποκλειστικά από γέροντες και γερόντισσες, αφού οι νέοι, οι περισσότεροι, είχαν μεταναστεύσει. Το χωριό ζούσε από τις συντάξεις και κυρίως από τα εμβάσματα, σε μάρκα, βέλγικα φράγκα ή δολάρια αμερικάνικα, καναδέζικα ή Αυστραλίας, που έφταναν τακτικά, κι όλοι περίμεναν με αδημονία ν’ ακούσουν τ’ όνομά τους από τον ταχυδρομικό διανομέα, για να τα
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 26
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
κτοποιήσουν αμέσως μετά τους ανοιχτούς λογαριασμούς που είχαν στο «μαγαζί», να σβηστούν τα βερεσέδια απ’ το κιτάπι του μπακάλη, που έκανε και χρέη τραπεζίτη, αφού κανόνιζε η ισοτιμία των ξένων νομισμάτων και της δραχμής να είναι πάντα προς όφελός του. Θησαύριζε ο επιτήδειος κι έπιανε με λαστιχάκι, αφού πρώτα τα είχε ξεχωρίσει, τα χαρτονομίσματα και τα κατέθετε στην τράπεζα της κοντινής κωμόπολης, αβγατίζοντας τον πλούτο του. Το άλλο θλιβερό του χωριού ήταν τα εγγόνια των γερόντων, τα παιδιά που δεν μπορούσαν να κρατήσουν οι γονείς τους στις χώρες όπου δούλευαν από νύχτα σε νύχτα, αφού σ’ εκείνα τα μέρη οι μέρες είναι μικρές και δεν προλάβαιναν να δουν τον ήλιο – αξημέρωτα έφευγαν, βράδυ γύριζαν. Κι αντί να συμβεί το φυσιολογικό, το αναμενόμενο, να μεταδώσουν δηλαδή τα εγγόνια τη χαρά της ηλικίας τους στους παππούδες και στις γιαγιάδες τους, κόλλησαν απ’ αυτούς τη μελαγχολία. Διότι ως γνωστόν η μελαγχολία και η λύπη είναι μεταδοτικές. Έτρωγαν σιωπηλά δίπλα στους γέρους, γεροντικά φαγητά, ανάλατα και άνοστα, σουπίτσες με αστράκι, όσπρια, κοφτό μακαρονάκι με ίχνη μυζήθρας από πάνω και νερόβραστα λαχανικά. Οι τηγανητές πατάτες, τόσο αγαπημένο φαγάκι των παιδιών, ήταν μόνο για τις
FAKINOU_AKROASH DDDDDD Final_Layout 1 1/3/18 3:13 μ.μ. Page 27
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
γιορτές και τις σπάνιες κρεοφαγίες, όταν έσφαζαν κάναν γηραιό κόκορα ή καμιά στέρφα κατσίκα. Γέρασαν πριν την ώρα τους τα παιδιά, έγιναν μουρτζούφλικα και εριστικά, έπαιζαν άγρια παιχνίδια με σπρωξιές και τρικλοποδιές, δεν άφηναν κανένα κουσούρι συμπαίκτη τους να πέσει κάτω, αδιάφορα στο σχολείο, άντε να τελειώσουν κι αυτό το βάσανο, να πάνε στα ξένα να συναντήσουν τους γονείς τους, που θα τους έβρισκαν ξένους κι αυτούς. Πάντα θα ήταν μετέωρα, θα είχαν τον αβόλευτο στην ξενιτειά, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα και τις συνήθειες των άλλων, χωρίς να θυμούνται στην πραγματικότητα τον πατέρα, τη μάνα ή τ’ αδέλφια τους που είχαν μεγαλώσει αλλιώς, αλλά δε θα χωρούσαν ούτε στο χωριό όταν θα επέστρεφαν μετά από χρόνια. Μια γενιά που μεγάλωσε με γέρους κι ενηλικιώθηκε με ξένους, αν και συγγενείς πρώτου βαθμού.