CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 5
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 6
©
Copyright Νίκος Χρυσός – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017
1η έκδοση: Οκτώβριος 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6357-9
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 7
Στην Πόλυ
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 8
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 9
Να μη σου τα πολυλογώ, πες μου αν μπορείς πες μου εσύ που ξέρεις απ ’ αυτά, τώρα τι κάνουμε μ ’ αυτήν εδώ την Πρέβεζα στο κέντρο της Αθήνας; ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ, «Θάνατος»
Σε συνάντησα διανύοντας αιώνες Καινούργια Μέρα ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΟΤΑΚΟΣ, «Φωνήματα»
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 10
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 11
Α
ΥΤΟ
το βιβλίο ανήκει στους πολύ λίγους· έτσι θα έγραφε στην πρώτη σελίδα, μια αναιμική αλληλουχία γραμμάτων χωρίς φαντασία. Τα τυπωμένα φύλλα σχηματίζουν ένα χάρτινο παραλληλεπίπεδο, το ατελές κομμάτι ενός άρτιου κύβου· αφημένο σε ράφια βιβλιοθηκών και βιβλιοπωλείων, έκθετο, ανοιχτό, προσιτό σε όλους, όχι σ’ εκείνον. Το βιβλίο είναι εδώ, αυτός λείπει. Αυτό το βιβλίο, αυτό το γαμημένο βιβλίο που δεν πρόφτασε να πέσει στα χέρια μου. Αυτό δεν θα το ’γραφε – όχι από ντροπή ή από φόβο· όταν μιλούσε εκεί έξω, βαριές βρισιές για καλησπέρα, κομμάτι του δρόμου, τους άλλους δεν τους υπολόγιζε. Ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους· δεκάρα δεν έδινε για όσους κρατούσαν προφυλαγμένα τα αυτιά τους, τους καθωσπρέπει, τις μιξοπαρθένες και τους πουριτανούς. Από παιδί έτρεφε βαθιά αγάπη για τις λέξεις, σε κάθε μια έδινε τον δικό της ρόλο, έτσι όπως έκανε και με τα γυαλιά του· είχε δυο ζευγάρια, κανένα από τα δύο δεν τον βοηθούσε να βλέπει καλύτερα, άχρηστα και τα δύο, τα βρήκε στα σκουπίδια αλλά λυπήθηκε να τα πετάξει. Τις Κυριακές, έξω από τον κεντρικό σταθμό του Μετρό φορούσε εκείνα με τον βαρύ κοκάλινο σκελετό, ένα γλυκό καφέ χρώμα –σχεδόν καινούργια–, τις υπόλοιπες μέρες έβαζε τα άλλα, τα τσίγκινα, έτσι τα ’λεγε. Και τα δυο θόλωναν το ίδιο την όρασή του. Να αλλάζεις πού και πού προοπτική, βάθος, γωνία, ν’ αλλάζεις πλάνο. Κάτω από ουράνιους
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 12
12
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
οιωνούς μακάριοι όσοι δεν έχουν μπράτσα, ότι αυτοί έχουν χέρια παστρικά. Και καθώς το άψυχο πνεύμα μένει άτρωτο στη μοναξιά του, του τυφλού το μάτι βέλτιστα βλέπει! Ούτε ο Μαρκόνης, ούτε ο Λάκυ τον καταλάβαιναν, κουνούσαν το κεφάλι κι εκείνος τους έδινε τα γυαλιά του για λίγο, τα τσίγκινα στον Λάκυ και τα άλλα, τα κυριακάτικα, στον Μαρκόνη. Του τυφλού το μάτι βέλτιστα βλέπει! Πριν από τον τυπωμένο ψευδότιτλο θα χάραζε τη φράση αντί για καλωσόρισμα. Σκυφτός πάνω από πάγκους και προθήκες βιβλιοπωλείων θα μάρκαρε τα αντίτυπα, με το ένα μάτι στραμμένο στους ανυποψίαστους υπαλλήλους (τριάντα τρία γράμματα και μια άνω τελεία). Στην αδειανή σελίδα θα στήριζε τη μύτη του μαρκαδόρου κι έπειτα μια μονοκοντυλιά· μια στιγμή θα στεκόταν, να δέσει σε πρόταση τις ευάρμοστες λέξεις. Αυτό το βιβλίο ανήκει στους πολύ λίγους· μια έρημη φράση, μια σύντομη ετυμηγορία, η πρώτη και οριστική σκέψη αρθρωμένη σε δεκατέσσερις συλλαβές. n
Σαρκαστικός και μεθυσμένος ο επονομαζόμενος Χόρορ έστησε το ένα πόδι δίπλα στο άλλο πάνω στο ιδρωμένο τσιμέντο. Ήρθαν οι καλοζυγισμένες σόλες σε επαφή με τη λιγδιασμένη επιφάνεια, ίσιωσε τα γόνατα κι ορθώθηκαν εκατό κιλά οστά και κρέας· έτριξαν οι αρθρώσεις να ψιθυρίσουν την αναπόφευκτη φθορά τους – ένας τριγμός ελαφρύς κι άηχος, δεν είχε περάσει ο Χόρορ τα τριάντα. Η λάμπα του δρόμου αναβόσβηνε υπακούοντας σε ένα τέμπο ξεκούρδιστο. Δυο βήματα παραέξω ήταν το όριο, το σύνορο, η νοητή γραμμή που χώριζε κι ένωνε την πόλη με τον σκουπιδότοπο. Λάδι ταγκό και πυρωμένο ξύλο, οξειδωμένος χυτοσίδηρος κι αμμωνία, κάπνα και βρώμα, χώμα νωπό στα παρτέρια –δεν το άφηναν να στεγνώσει τα μουχλιασμένα φύλλα–, πό-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 13
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
13
δια σε κάλτσες νοτισμένες κι απλυσιά. Μύριζε πάντα χειμώνας. Τα γερασμένα λεωφορεία άπλωναν τις σκιές τους σαν παράλυτα κήτη, η μυρουδιά του πετρελαίου και της βενζίνης πότιζε κτήρια, αυτοκίνητα κι ανθρώπους, μα η όσφρηση, πεισματάρα, ερεθίζεται ακόμα. Τα σκουπίδια σαπίζουν ξεχασμένα κάτω από τις καρότσες, τα λάστιχα λιωμένα από την αδράνεια και οι ζάντες φορτωμένες το βάρος της μηχανής και του αμαξώματος, τσακισμένες κι ακίνητες, έχασαν τη λάμψη τους· παλιόχαρτα που τα παρέσυρε ως εδώ η βρώμικη ανάσα της πόλης, τσακισμένοι τενεκέδες, κουρελιασμένα αποφόρια, κουτιά τσαλακωμένα, άδεια μπουκάλια με μισοσβησμένες ετικέτες. Στο παλιό αμαξοστάσιο έβρισκαν καταφύγιο δεκάδες άστεγοι, σφράγιζαν με χαρτόκουτες τα σπασμένα τζάμια των λεωφορείων φτιάχνοντας ο καθένας την κάμαρά του για μια νύχτα. Κουβέρτες, κιλίμια, κουρελούδες κι υγρά σεντόνια (κρυσταλλωμένες οι ακμές τους από το κρύο), επίδοξα ξυράφια που φάνταζαν μια λύση μέσα στον ταραγμένο ύπνο. Ο ίδιος γκρίζος εφιάλτης και με κλειστά και μ’ ανοιχτά τα μάτια, ο ένας δίπλα στον άλλον κι όμως καθένας μονάχος δίχως διάθεση να μοιραστεί· ανάσες ασυντόνιστες, βαριές από το κρύο και την πείνα, τις διακόπτει κάθε τόσο άγριος βήχας, κατάρες και βρισιές. Κοιμήσου και παράγγειλα παπούτσια στον τσαγκάρη, να σου τα κάνει κόκκινα με το μαργαριτάρι.
Στα άδεια βαρέλια άναβαν φωτιές. Τους ζέσταινε η εικόνα της φωτιάς καθώς την κοίταζαν κουκουλωμένοι τα σκεπάσματά τους, λερά και τρύπια κι αυτά σαν τη φωτιά, ανάμνηση μονάχα ζεστασιάς. Τριμμένα γόνατα, τρύπια μανίκια, λιωμένοι αγκώνες, εφημερίδες κάτω από τα ρούχα για να φυλάσσουν τον κορμό λιγάκι πιο ζεστό απ’ τα πόδια, λιγάκι πιο στητό από το κεφάλι που το έχει γείρει η άβουλη γνώση και η αδιάκοπη βροχή.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 14
14
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Νaνανά και σουσουσού τήρα κι από πίσω σου τι κουρέλια κρέμονται τι πομπές σε δέρνουνε.
Ο Χόρορ άπλωσε τα χέρια, έβγαλε μια κραυγή, ο αέρας τη σάρωσε. Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου, δίπλα του στάθηκαν δυο νεότεροι άντρες, άνοιξε ο πιο κοντός ένα μπουκάλι ουίσκι. «Να καθαρίσει ο τόπος», ευχήθηκε. Ήπιε μια γουλιά και ο Χόρορ του το άρπαξε από τα χέρια, σβέρκωσε έπειτα τον Παύλο, τον τρίτο της παρέας, κι έσπρωξε την μποτίλια στο στόμα του. «Μικρέ, πιες». Πόνεσαν τα δόντια του, πνίγηκε, διπλώθηκε στα δυο και ξέρασε χολή κι οινόπνευμα. Ο Νάνος κακάρισε – άσχημο γέλιο, ένρινο και μακρόσυρτο. Ύψωσε ο Χόρορ το μπουκάλι, «Να ξεβρωμίσει ο τόπος», είπε και με δυο γουλιές το ’φτασε στα μισά. Ο μικρός ξερόβηξε, έφτυσε δυο φορές, πήρε μιαν ανάσα· τα χέρια τρέμουν, τα χώνει βιαστικά στις τσέπες για να μην τα δουν οι άλλοι, εύχεται να άρχιζε μια δυνατή βροχή, αλλά όπως συμβαίνει τακτικά οι ευχές δεν εισακούονται. Τα πόδια του λύθηκαν, γονάτισε στη λάσπη, τον άρπαξε ο ψηλός απ’ τον γιακά και τον σήκωσε, στάθηκαν σιωπηλοί για μια στιγμή ο ένας πλάι στον άλλον και κοίταζαν την αλάνα με μάτια κόκκινα απ’ το πιοτό και το ξενύχτι. n
Ο Λάκυ κονόμησε μια καβάτζα για δύο – ένα δωμάτιο σε κάποιο λαϊκό ξενοδοχείο στους σκοτεινούς παράδρομους πίσω από τον κεντρικό σταθμό των τρένων, πουτάνες κι αλητεία οι πελά-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 15
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
15
τες του. Άδειασε μια υπόγεια αποθήκη, έβγαλε τη μουχλιασμένη πραμάτεια στον δρόμο, σανίδες από σπασμένα έπιπλα, κουβέρτες μαδημένες, παλιές εφημερίδες (η υγρασία μετέτρεψε τα λεπτά τους φύλλα σε μιαν άμορφη μάζα)· μια κατσαρίδα μπλέχτηκε στον γιακά του, την έλιωσε με το χέρι. Οκτώ ώρες μες στη βρώμα και η αμοιβή του, μια διανυκτέρευση για δύο – όρος απαράβατος. Μονόκλινο δωμάτιο και ο ξενοδόχος επέτρεπε να το μοιραστεί μ’ άλλον έναν· στεγνή πετσέτα, ζεστό νερό, τρύπια σεντόνια, παράθυρα κλειστά κι αδιάκοπη φασαρία. Άγριες φωνές των νταβατζήδων, βρισιές των πελατών, φτιασιδωμένα ερωτόλογα, κάλπικοι αναστεναγμοί των κοριτσιών, κόρνες, τραγούδια μεθυσμένων, η μόνιμη βοή του Λιμανιού, νύχτα θρυμματισμένη στα δυο, στα τρία, μα είναι σπουδαίο πράγμα να έχεις μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι. Το καταφύγιό τους για απόψε, μια κάμαρα κι ένα μπουκάλι φτηνό κρασί, για δύο. Τον Μαρκόνη τον βασάνιζε ένας βήχας τραχύς· τα βράδια δυνάμωνε. Ζητιάνευε ζεστό νερό να τον γιατρέψει, αλλά δεν είναι εύκολο να βρεις ζεστό νερό. Δυο μέρες πριν, ανακάλυψε ο Λάκυ στα σκουπίδια ένα βάζο, είχε ξεμείνει μέλι στα τοιχώματά του, μάζεψε λίγο με τον μαυρισμένο δείκτη του και το ’φερε στο στόμα· νόστιμο, θυμαρίσιο, δεν έφτιαχναν τέτοιο μέλι στον τόπο του. Γύρεψε από τον καφετζή τον Θύμιο λίγο ρακί. «Αφεντικό, γέμισε ένα μπουκαλάκι απόσταγμα». Ο καφετζής χάθηκε σε μια τρύπα του τοίχου πίσω απ’ τον πάγκο. «Τι χαμπάρια, căpitan;» χαιρέτισε έναν γέρο που καθόταν σε μια γωνιά βυθισμένος στις σκέψεις του. Εκείνος έμεινε αμίλητος. Δεν πτοήθηκε ο Λάκυ, έφερε μια βόλτα τη σάλα σφυρίζοντας, τέσσερα τραπέζια και μια ντουζίνα καρέκλες, οι έντεκα έρημες. Ο Θύμιος βγήκε από την τρύπα με ένα άδειο μισόλιτρο μπουκάλι στα χέρια. «Το ξέπλυνα, κάτσε να το γεμίσω».
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 16
16
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Κοίταξε ο Λάκυ έξω από την τζαμαρία, δυο νέες γυναίκες διέσχιζαν χαζογελώντας το βρωμόστενο. «Γίναμε μόδα, μπαρμπα-Θύμιο. Αλλάζει η γειτονιά μας πρόσωπο». Δώδεκα χρόνια στους ίδιους δρόμους κι είχανε γίνει συντοπίτες με τον καφετζή· κούνησε εκείνος το κεφάλι, βαρύ από τους χειμώνες. «Φκιασιδώθηκε η πουτάνα, ξανάδεσε η παρθενιά της, καημένε», απάντησε. Κοίταζε ο Λάκυ τις νεαρές να απομακρύνονται, τις γάμπες τους στιλπνές, τις μικροσκοπικές φούστες τους που πήγαιναν κι έρχονταν σε κάθε βήμα, μια υπόσχεση πως κάτι κρυφό θα φανερώσουν. «Φύσα, αεράκι, να φανούνε τα καπούλια τους. Έτσι, Λάκυ;» Του έδωσε την μπουκάλα στα χέρια. «Mulţumesc. Για τον Μαρκόνη είναι», είπε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. «Τράβα, ρε μούλε. Πρώτη φορά ζητάς πιοτό;» του φώναξε στο έβγα του. Γέμισε το βάζο ρακί και το ζέστανε. «Λίγες γουλιές ρακόμελο, να σου γιατρέψουν τον βήχα». Ο Μαρκόνης κοιμήθηκε καλά εκείνο το βράδυ, όμως το επόμενο μεσημέρι μια δυνατή βροχή τον βρήκε στο πάρκο και ξύπνησε ξανά το θηρίο που ’χε αποκοιμηθεί μες στα στήθια του. «Έχω καβάτζα για απόψε», είπε ο Λάκυ, μια πρόσκληση για έναν μόνο – δεν δυσκολεύτηκαν να αποφασίσουν. Ο Γιάννης και ο Τέως έλειπαν μια βδομάδα. Αραιά και πού άφηναν το Λιμάνι και με σκυμμένα τα κεφάλια επέστρεφαν στους δικούς τους, τα αδέρφια τους τους έδιναν μισό μήνα πίστωση τον χρόνο, μια κάμαρα, μια αλλαξιά καινούργια, σαπούνι και νερό, ζεστό φαΐ, κι εκείνοι δεν γύρευαν παραπάνω. Δεν γούσταραν στο χωριό, όποιον και να συναντούσες στον δρόμο, σε γνώριζε.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 17
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
17
Αυτή είναι η πιο δυσβάσταχτη ντροπή, όχι η ίδια η φτώχεια, μα εκείνη η έκφραση στα μάτια των ανθρώπων. «Κάλλιο όγδοος στην πόλη, παρά τρίτος στο χωριό», είπε ένα βράδυ ο Γιάννης· ήταν πιωμένος κι είχε λυθεί η γλώσσα του. Το είπε για καλαμπούρι, αλλά κανείς τους δεν γέλασε. «Έπρεπε να σας είχα πριν δέκα χρόνια, στα πάνω μου, πριν τα ρημάξει η γκαντεμιά μου όλα συθέμελα», απάντησε ο Τέως. Παλιός επιχειρηματίας, πρώην σύζυγος, έμπορος κάποτε, λεφτάς, γεράκι, βασιλιάς. Να κουβαλάς τις μνήμες σου σαν τσακισμένο αραμπά. Άιντε, γαϊδούρι, τράβα, ακαμάτη, ζώο του δρόμου, παλιόσκυλο. Τέως ευτυχής. «Να πας εσύ. Για μένα, μια ακόμα νύχτα στον δρόμο, το ίδιο μου κάνει», είπε στον Μαρκόνη μην αφήνοντας περιθώρια για αντιρρήσεις κι εκείνος υπάκουσε· έπνιξε τον βήχα σ’ ένα πανί που είχε για μαντίλι και με ένα νεύμα συμφώνησε. Δεν τους άρεσε που θα τον άφηναν μονάχο, είχανε μάθει πια καλά το μάθημά τους, δυο ή τρεις μαζί κι ας είχαν ζυμωθεί σε άλλους τόπους, ο δρόμος τους έκανε αδέρφια. Ήταν που έλειπαν ο Τέως κι ο Γιάννης. Δυο ή τρεις μαζί. Κι αυτό το «μαζί» εκείνος τους το έμαθε. Μεγάλη δουλειά το «μαζί», υπέρβαση το ’λεγε ο Τέως, λέξη κληρονομιά από την άλλη ζωή. Έξω στον δρόμο δεν είχαν θέση τέτοιες λέξεις. «Υπέρβαση», τι να την κάνεις μια χειμωνιάτικη βραδιά που τα κουρέλια σου μουλιάζουν στη βροχή; Αυτοί ήξεραν τη «διάβαση», λούφαζαν στις υπόγειες διαβάσεις ολόκληρης της πολιτείας πριν βέβαια αποφασίσουν οι τοπικοί άρχοντες να τις σφραγίζουν με σιδερένιες αμπάρες μετά τη δωδεκάτη βραδινή για να μην τις μαγαρίζουν τα πεινασμένα χνότα των αστέγων. Κανείς από τους δυο δεν ήθελε να τον αφήσει μονάχο, αλλά μια κόκκινη κηλίδα που έμεινε στο παλιόπανο του Μαρκόνη τους έπεισε. Μόλις σκοτείνιασε, χώθηκαν στην καβάτζα και ζαλισμένοι απ’ το κρασί αποκοιμήθηκαν.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 18
18
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Με απέκαμε ο στεναγμός μου· κάθε νύκτα τα δάκρυά μου λούζουν την κλίνη και βρέχουν το στρώμα μου. Ο θυμός θάμπωσε πια τα μάτια μου κι οι εχθροί μου τα γέρασαν. Ο Μαρκόνης ξύπνησε ιδρωμένος προτού ξημερώσει· μια ξαφνική αγωνία τού έκοψε την αναπνοή. Ο Λάκυ δίπλα του, γερμένος στο ίδιο στρώμα, άλλαξε πλευρό. Θυμήθηκε ο θαλασσινός τις κουκέτες στα πρώτα μπάρκα, τα ζωηρά χάχανα της νιότης, τις βαριές ανάσες του κάματου, το μπότζι, την άπνοια που καμώνεται μιαν αμφίβολη υπόσχεση ηρεμίας, την πόρτα της καμπίνας πιασμένη στον γάντζο. Γύρισε η σκέψη του στον τρόμο που του προκαλούσε η θάλασσα στο παρθενικό ταξίδι, κι έπειτα, εκείνο το πρωί, στυφός καφές κι υγρό τσιγάρο, και όπως την κοίταξε από τη γέφυρα ξάνοιξαν μπρος στα μάτια του οι ιστορίες που έκρυβαν τα πολύχρωμα νερά, το πράσινο του ζαφειριού, το βυσσινί της προσμονής, το σκούρο μπλε –όμοιο με μαύρο– των απύθμενων βυθών· και αυτό το αγάπησε. Κι έτσι καθώς ο καθρέφτης των ωκεανών δεν είχε άλλο είδωλο να προβάλει, πρόβαλε το δικό του, το δικό τους, το μπουχτισμένο σκαρί που αγκομαχούσε να τους βγάλει από τη μια στεριά στην άλλη, αγάντα κι αμόλα, θάλασσα κι ουρανός δυο κάτοπτρα που τα πολλαπλά είδωλά τους, το ένα μέσα στο άλλο, άλλαζαν διάσταση στα πράγματα κι η ανάσα του παλλόταν και ξεχείλιζε. Πάει πια. Πώς να χωρέσουν τέτοια παραμύθια στη μισερή σκιά των πεζοδρομίων; Μια δαγκάνα τού είχε μαγκώσει τα στήθια, η ενσαρκωμένη απελπισία χωρίς λόγο μπροστά του. Δεν ήταν για τη φτώχεια, δεν ήταν για τη μοναξιά, κάτι άλλο φταίει, ένας κρυφός καημός, χρόνια είχε να του φανερωθεί. Αύγουστος ήταν, τη βραδιά που βούτηξε ο Τζίμμυ στο άδειο αμπάρι, στις 4 του Δριμάρη· η μάνα του που δούλευε τη γη Συκολόγο τον ήξερε. Τα σύκα ώριμα κι οι μύγες παχιές, ευτυχισμένος μήνας. «Εσύ ’σαι μαθημένος στο χώμα και στα ζωντανά, τι πα’ να βρεις στη θάλασσα;» τον αποχαιρέτισε η γριά.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 19
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
19
Δεν τη ματαείδε, την παράχωσαν στο χωριό τα αδέρφια της, δεν τον ειδοποίησαν, ούτε γράμμα ούτε τηλεγράφημα, το ’μαθε από έναν συγχωριανό στο λιμάνι όταν ξεμπαρκάρισε. Άρπαξαν τα χτήματά της και την κηδέψανε στα βιαστικά. Δεν πήγε να προσκυνήσει το μνήμα· φοβήθηκε μήπως τους απαντήσει και λιανίσει κανέναν τους. Η ίδια δαγκάνα και τότε· καρδιά του Ειρηνικού, μεσονύχτι, σηκώθηκε ο Τζίμμυ απ’ την κουκέτα και βγήκε στο κατάστρωμα. Κοιμόταν αυτός με το ένα μάτι ανοιχτό (χούι θαλασσινό) κι είδε τη γυαλιστερή μαύρη πλάτη καθώς γλιστρούσε έξω από την καμπίνα. Είχε ο λοστρόμος γιορτή, έκλεινε είκοσι χρόνια στη θάλασσα – ήπιαν κάμποσα μπουκάλια ουίσκι, έχασαν το μέτρημα· κρατούσε ακόμα το μεθύσι, όμοιο με μπότζι, ύπνος ανήσυχος και ιδρωμένος κι άξαφνα ένα σφίξιμο, μια αγκούσα, ένας πόνος δυσβάσταχτος. Ο Τζίμμυ από την Γκάνα, αλέγρος και χωρατατζής, γκαρδιακοί φίλοι στο πόρτο και στη βάρδια· τον βρήκαν το πρωί στον πάτο του αμπαριού με τον σβέρκο τσακισμένο. Κανείς δεν τον διάβασε –δυο νοματαίοι, τρία δόγματα, κι ας έτρωγαν τον ίδιον άνοστο χυλό, κι ας κάπνιζαν τα ίδια αλμυρά τσιγάρα στην κουβέρτα–, τον φούνταραν στη θάλασσα και ήπιαν δυο δάχτυλα κονιάκ ανόρεχτα. Τη μούρη του Τζίμμυ κανείς πια δεν τη θυμάται. Ανασηκώθηκε ο Μαρκόνης, έτριξε το κρεβάτι, πήρε με δυσκολία μιαν ανάσα, έμεινε ο ύπνος του μισός. n
«Σκορπίζετε τη ζωή σας σε ανούσιες διασκεδάσεις κι εκεί έξω φουντώνει η φωτιά του πιο ύπουλου πολέμου. Άρπαξαν την πόλη μέσα από τα χέρια μας». Οι λέξεις του δαγκώνουν, βγάζουν δόντια και νύχια, ο μικρός αποφεύγει να τον κοιτάξει στα μάτια, φοβάται, δεν γνωρίζει κανέναν εκτός από τον Χόρορ και τον Νάνο. Ξέρει πως οι συνδαιτυ-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 20
20
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
μόνες τον παρατηρούν καχύποπτοι, αισθάνεται άβολα ανάμεσά τους κι έχει καρφώσει το βλέμμα στην επιφάνεια του τραπεζιού. Εκείνος που μιλά, ψηλός, ευθυτενής, με άσπρα μαλλιά και δέρμα αφύσικα λευκό· οι άλλοι ακούν με προσοχή κάθε του λέξη. Ο διπλανός του υψώνει το ποτήρι, απλώνει ο Παύλος μηχανικά το χέρι και διαγράφει με τον δείκτη το υγρό αποτύπωμα που απόμεινε στη λακαρισμένη επιφάνεια, ένα δροσερό μηδενικό. Ο ομιλητής κάνει μια θεατρική παύση, χειροκροτούν. Ο μικρός τραντάζεται αλλά δεν σηκώνει το κεφάλι, ο Χόρορ τον κοιτά επιτιμητικά. «Δεν σας καλώ να ασπαστείτε παρά μονάχα την πιο αυθεντική επιταγή της αλήθειας, εκείνο που προστάζει η ίδια η φύση· δεν έχει θέση ο κόσμος για απόβλητους, για αδύναμους, για πονηρούς, κι αν εκεί έξω οι νοικοκυραίοι αρκούνται να κρύβουν τα απορρίμματα στις σκοτεινές γωνίες, εσείς πρέπει να βρείτε μέσα σας το θάρρος της αληθινής ζωής και να λυτρώσετε την πόλη από τα σκουπίδια». Ο τόνος της φωνής του αλλάζει σε κάθε λέξη, πίσω όμως από τις διαλεγμένες αποχρώσεις μένει πάντα άκαμπτος, κοφτερός, ατσάλινος. Ένα αλλόκοτο ρεύμα διατρέχει το σώμα του, σαν να τον διαπερνούν οι συλλαβές πριν ακόμα γεννηθεί ο αέρας στα πνευμόνια του και θέσει σε κίνηση τις φωνητικές χορδές. Να, το λαρύγγι του ξαφνιάζεται από τις παλλόμενες λέξεις και κάθε ελαφρότητα ξαφνικά εξαφανίζεται. «Ας είναι αυτή η πρώτη νύχτα μιας νέας ζωής. Είστε υγιείς, είστε δυνατοί, είστε νέοι, μην επιτρέψετε σε τίποτα να σας ξεστρατίσει από τον στόχο σας. Φταίει, τάχα, το θαλερό λιοντάρι με τη γυαλιστερή χαίτη που αποδιώχνει το ασθενικό και το ξεδοντιασμένο, λεία στα δόντια των εχθρών; Το ζώο, λυτρωμένο από την υποκρισία των ανθρώπων, διώχνει αυτόν που θα σταθεί αύριο η σίγουρη καταστροφή της αγέλης. Αυτός είναι ο βασιλιάς του δάσους, ο καθαρόμυαλος, ο ευγενής, ο ισχυρός».
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 21
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
21
Παίρνουν όλοι διαδοχικά τον λόγο, μιλούν, μουγκρίζουν, βρυχώνται, τσουγκρίζουν τα ποτήρια, η μουσική από τη διπλανή σάλα –ένα τέμπο μονότονο– τον χτυπά ψηλά στο στομάχι και δεν μπορεί ν’ ανασάνει. Τινάζεται απ’ την καρέκλα και κατευθύνεται προς την τουαλέτα, ενώ τα λόγια τους γυρίζουν στο κεφάλι του. «Υπάρχει ανάμεσά μας μια ομάδα ανθρώπων, οι πρακτικές των οποίων μόνον απέχθεια μπορούν να προκαλέσουν στους άλλους. Ο κόσμος τούς αποκαλεί άστεγους ή κλοσάρ και είναι σαφές πως το όνομα προκύπτει από την επιλογή τους να ζουν χωρίς μόνιμη στέγη, μια θέση που άλλο δεν δηλώνει παρά την άρνηση να αποδεχθούν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει μια οργανωμένη κοινωνία. Η επιβίωσή τους εξαρτάται από άνομες πράξεις, μικροκλοπές και ζητιανιά, ενώ συχνά καταλήγουν θύματα εξαρτήσεων, όχι από κάποια αυτοκαταστροφική παρόρμηση, όπως ίσως οι υπερασπιστές τους θα ισχυριστούν, μα από τυφλή υπακοή στις ζωώδεις τάσεις τους για άκρατη ηδονή την οποία αναζητούν στην πιο ακραία κραιπάλη. Δεν έχουν αρχηγό, αν και κατά καιρούς είναι σαφές ότι στους κόλπους τους αναπτύσσονται ηγετικές ομάδες που τους καθοδηγούν. Ακόμα και τότε η οργάνωσή τους παραμένει μυστική για να διαφυλάξουν ακέραιη την εικόνα που προβάλλουν στην κοινωνία: τους φανατικούς αρνητές κάθε αρχής». «Μοιάζουν με βρωμερές κάμπιες που συναγμένες γύρω από το χωράφι, περιμένουν την αφελή απόφαση του αγρότη να αφήσει τα σπαρτά αψέκαστα για να επιτύχει μια φυσική σοδειά». «Έχουν τη συνήθεια να συγκεντρώνονται έξω από τις εκκλησίες μετά τη λειτουργία, στα πάρκα τις ηλιόλουστες μέρες, στους φωτεινούς πεζόδρομους τα σαββατιάτικα βράδια και να εκβιάζουν με την κακομοιριά τους τους διαβάτες, οι οποίοι αφημένοι στη χαλαρότητα της βόλτας τους μετατρέπονται σε θύματα. Εξασκούν την επαιτεία με σοφό σχεδιασμό κι αυτό φαίνεται από το ύφος του πρόχειρου λογυδρίου που επαναλαμβάνουν με τα μάτια αδειανά. Το δηλητήριό τους, το οποίο εξαπλώ-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 22
22
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
νεται χάρη στη σιωπηλή ανοχή μας, μπορεί να βρει αντίδοτο, αρκεί να αφυπνιστεί η συνείδησή μας απέναντι στη διαβρωτική δράση τους». Κοιτά ο μικρός το πρόσωπό του στον καθρέφτη, νέος (δεν έχει κλείσει τα είκοσι πέντε), καθαρός (κοιτά το ατσαλάκωτο πουκάμισο κι αντιλαμβάνεται πως μιλούν για μια άλλη καθαρότητα), υγιής (σχεδόν παιδί, δεν τον τρομάζει ακόμα ο θάνατος), σφίγγει τα δόντια, πνίγεται, δεν συνειδητοποιεί το γιατί. Όταν επιστρέφει ύστερα από ώρα στην πριβέ σάλα, βρίσκει μόνο τον Χόρορ και τον Νάνο. «Μην κάθεσαι, έχουμε δουλειά να κάνουμε». Τον αρπάζουν, ένας από κάθε μπράτσο, διασχίζουν τον φαρδύ διάδρομο, περνούν μπροστά από έναν καθρέφτη, ο ένας τού ρίχνει δυο κεφάλια κι ο άλλος (το λέει και το όνομά του), νάνος· αστεία εικόνα, σκέφτεται σέρνοντας τα πόδια του, αλλά δεν έχει κουράγιο να γελάσει. Ο μπράβος στην πόρτα τούς αποχαιρετά αδιάφορα. n
Τράβηξε μια εφημερίδα μέσα από τη σακούλα, τη χώρισε φύλλο φύλλο κι έδωσε στον καθένα τρία τετρασέλιδα. «Πάρτε να ζεσταθείτε». Ο Μαρκόνης πήρε το ένθετο για τις τέχνες, σήκωσε το πουκάμισο και το ζώστηκε κατάσαρκα, ο Τέως τυλίχτηκε τα οικονομικά φύλλα, ο Γιάννης τα αθλητικά, ο Λάκυ δεν έριξε ούτε ματιά και το ’χωσε βιαστικά κάτω από το τρύπιο πουλόβερ. «Βρωμόκρυο. Από παντού μπάζει», είπε αντί για ευχαριστώ. Τους κοίταξε, έπιασε το ψωμί, το χώρισε στα πέντε κι άφησε τα κομμάτια στην κουβέρτα. «Καλή μας όρεξη». Τον φώναζαν Σεβαστιανό. Τους έμοιαζε αστείο όνομα, δεν ήξεραν όμως το άλλο, το πραγματικό, εκείνο που του έδωσαν
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 23
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
23
κάποτε στα χαρτιά. Σεβαστιανός. Είχαν από καιρό χαμένη την ταυτότητά τους τη χάρτινη, ξεχάστηκε σ’ ένα σπίτι ή ξέμεινε σε κάποιο ξενοδοχείο. Έξω στον δρόμο απέκτησαν καινούργιες ταυτότητες· ο Μαρκόνης, ο Λάκυ, ο Τέως, ο Γιάννης –πιο νέος στην παρέα–, με το ένα πόδι στην παλιά ζωή που μέρα τη μέρα ξεθώριαζε. Μπουκώθηκαν το ξεροκόμματο κι εκείνος ήρεμα, σχεδόν συνεσταλμένα, άρχισε να μιλά. Δεν είχα ακόμα κλείσει τα είκοσι έξι κι ήμουν πέντε μήνες στους δρόμους με μια παράξενη διάθεση που σκέφτομαι πως θα έχουν τα νεογέννητα καθώς ξεπροβάλλουν, λουσμένα τα σωματικά υγρά της μάνας, απ ’ την πρώτη πόρτα που ανοίγεται μπρος στα μάτια τους. Μια άγρια δυνατή βροχή με είχε μουσκέψει ως το κόκαλο κι ήμουν κι εγώ σαν τα νεογνά, υγρός και τρομοκρατημένος. Σε μια από τις βόλτες μου είχα ανακαλύψει μια ρημαγμένη αποθήκη στο Λιμάνι και τρία βράδια στη σειρά επέστρεφα στη φιλόξενη σιωπή της. Βαρύς χειμώνας, φίλους δεν είχα, κανέναν δεν εμπιστευόμουν, σαν έφευγε η μέρα τρύπωνα στην παλιά αποθήκη παραμερίζοντας ένα ξεχαρβαλωμένο παραθυρόφυλλο που το τοποθετούσα με περίσσια προσοχή κάθε φορά μετά το έμπα ή το έβγα μου, ώστε να μην είναι ορατό σε άλλους το μυστικό πέρασμα. Ήλπιζα έτσι να φυλάξω κρυφό το άσυλό μου. Έφτανα πάντα αφού είχε πέσει το σκοτάδι, έμπαινα στα τυφλά, άραζα σε μια γωνιά κι άναβα ένα καμινέτο που ’χα βουτήξει από κάποιο πολυκατάστημα. Έτσι προφυλαγμένος, ευχόμουν η φλόγα να μην ήταν ορατή από τον δρόμο. Τον είδα μπροστά μου ξαφνικά κι όμως δεν τρόμαξα. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, αξύριστος και κακοντυμένος όπως κι εγώ. Έδινε την εντύπωση πειρατή, όχι το πρόσωπο ή η συμπεριφορά του, μα κάτι στο σουλούπι, στα ταλαιπωρημένα ρούχα, κάτι που μου ξέφευγε. Μια χαρακιά ξεκινούσε απ ’ το μέτωπό
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 24
24
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
του, πάνω από το αριστερό φρύδι, κι έφτανε μέχρι τη ρυτίδα που είχε σκαλίσει το χαμόγελό του, αφήνοντας το μάτι ακέραιο. Στα χέρια έπαιζε ένα κομμάτι σκοινί γεμάτο κόμπους και το κορμί του ακτινοβολούσε μια κουρασμένη ηρεμία, μια αταίριαστη για την κατάστασή μας νωχελικότητα. Με κοίταξε με σταθερό βλέμμα και με χαιρέτισε: «Buenas, capitán, que tiempo de perros esta noche. Venga, dame un cigarro?» Δεν καταλάβαινα στην αρχή, μα έπειτα από το πρώτο ξάφνιασμα είτε αυτός άρχισε να μιλά τη γλώσσα μου ή εγώ, χωρίς να ξέρω πώς, σε μια στιγμή έμαθα τη δική του. «Άγριος καιρός, κέρνα τσιγάρο». Έβγαλα το τσαλακωμένο πακέτο, δυο είχαν απομείνει, ένα για τον καθένα, το τελευταίο για απόψε. Εμφάνισε μέσα από το πανωφόρι ένα παράξενο αυτοσχέδιο τσακμάκι, έκανε δυο προσπάθειες κι άναψε το δικό του, τράβηξε μια ρουφηξιά βαθιά βγάζοντας τον καπνό τούφα τούφα σε μικρά σύννεφα που έφτιαχναν στον παγωμένο αέρα αδιόρατα σχήματα. «Αληθινή απόλαυση. Θα ’ταν αλλιώς τα μπάρκα μας αν το είχαμε για συντροφιά εκείνα τα χρόνια», ψιθύρισε, «εκεί πλάι στον πρωραίο ιστό, ξημέρωμα έπειτα από φουρτούνα, να ’χει καλμάρει η θάλασσα, να φτάνει ο καπνός ως το μεδούλι και να ξεχνάς τη βαπορίλα, είκοσι άπλυτα κορμιά σε μια βρώμικη τρύπα μες στο νερό. Θα έβγαινε η βραδιά πιο εύκολα, θα είχε η γαλέτα άλλη γεύση. Σαν τέλειωνε η βάρδια, τις νύχτες με μπονάτσα, με ένα τσιγάρο στα χείλη θα ’ριχνες καθετή κι ό,τι σου δώσει η θάλασσα καλοδεχούμενο». Αν και φαινόταν πιο σκληρός από μένα, πιο τραχύς, δεν φοβήθηκα. Καθόμουν στο τρυπημένο στρώμα που είχα για κρεβάτι κι εκείνος όρθιος δέκα βήματα μακριά, δίπλα σ ’ ένα παράθυρο, το έτριψε με το μανίκι να φύγει η λέρα κι άφησε τη ματιά του στον σκοτεινιασμένο ορίζοντα.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 25
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
25
«Αχ, θάλασσα», είπε και σταύρωσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Όπως ανασηκώθηκε το πανωφόρι του, είδα στη ζώνη του ένα μαχαίρι με κοκάλινη λαβή και μαζεύτηκα. Αντιλήφθηκε την ανησυχία μου και με μικρά καθησυχαστικά βήματα ήρθε, κάθισε δίπλα μου, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη και μου το πρόσφερε. «Μου το ’δωσε ο Μάρτιν Αλόνσο στο Πάλος, δυο νύχτες πριν αρχινήσει το ταξίδι. Ήταν ο κυβερνήτης της “Πίντα”, κουρσάρικο ξακουστό σ ’ εκείνα τα μέρη, κι εγώ ένας απλός ναύτης, μα είχα σταθεί στο πλάι του σ ’ έναν καβγά και μου ’δωσε το μαχαίρι, δώρο τιμής. Η “Πίντα” ήταν το καλύτερο από τα τρία ιστιοφόρα κι ας πήρε όλη τη δόξα η Ερωτιάρα η Μαρία· ήταν, βλέπεις, η καραβέλα του ναυάρχου». Το κράτησα στα χέρια, κοίταξα τη λαβή κιτρινισμένη από τα χρόνια, ασύμμετρες σκούρες κηλίδες έστηναν πάνω της έναν αλλόκοτο χάρτη σαν να ήταν η Γη μια τράπουλα κι είχαν μοιραστεί οι θάλασσες και οι στεριές στην τύχη, η Αφρική πάνω από την Ευρώπη και η Αυστραλία καβάλα στην Αμερική. Η βάση της λάμας σκουριασμένη, ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, λες κι έμεινε σε στιβάδες αίμα ξεραμένο από χρόνια. Δεν έβγαζα μιλιά, φοβόμουνα μήπως δεν έβρισκα τον τρόπο να με καταλάβει. Θα σας φαίνεται παράξενο, μα αν και κατανοούσα κάθε του λέξη, ήξερα πως δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. «Από πού έρχεσαι;» τόλμησα να ρωτήσω. «Περιπλανιέμαι τόσα χρόνια, που έχω ξεχάσει την αφετηρία. Καλύτερα όμως να σου συστηθώ». Σηκώθηκε απ ’ το στρώμα κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση λιγάκι κωμική. «Ροντρίγκο ντε Τριάνα, πειρατής, σαλτιμπάγκος, μέθυσος, καβγατζής, ναύτης σε καραβέλα, δεινός παραμυθάς, ο πρώτος άντρας του παλιού κόσμου που αντίκρισε τη νέα ήπειρο». Είχα γνωρίσει ένα σωρό τρελούς στους δρόμους, όμως ετούτος
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 26
26
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
ήταν απ ’ τους πιο ωραίους. Είχε ταιριάξει το ντύσιμο με τα φερσίματά του σαν να ’χε στήσει την παράστασή του με επιμονή αριστοτέχνη ηθοποιού. Χαμογέλασα, στάθηκα όρθιος απέναντί του, υποκλίθηκα, έβγαλα από το κεφάλι ένα φανταστικό καπέλο και συστήθηκα με το πιο παράταιρο όνομα που μου ’ρθε στο μυαλό. «Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ». Δεν φάνηκε να παραξενεύεται. «Θα σε φωνάζω Σεβαστιανό», απάντησε. «Μου φέρνει στον νου το παραμύθι που άκουσα παιδί από έναν Mαυριτανό, μιλούσε για τις περιπέτειες ενός θαλασσινού της Ανατολής, κάποιου Σεβάχ». Καθίσαμε ξανά. «Θέλεις να σου διηγηθώ μια ιστορία;» Πετάρισε το αριστερό του μάτι, σαν να έλαμψε η γραμμή που χάραζε το πρόσωπό του, και δίχως να περιμένει απάντηση άρχισε να μιλά. «Έχεις σταθεί ποτέ σου κάτω από τα ψηλά καιόμενα βουνά της Τενερίφης, είδες ποτέ τις συστοιχίες των φυκών στη Θάλασσα των Σαργασσών; Ξεκίνησες ποτέ σου μπάρκο για την άκρη του κόσμου, χωρίς να ξέρεις αν υπάρχει άκρη;» Τράβηξε τζούρα κι έσβησε το τσιγάρο. «Από το Πάλος κινήσαμε τρεις καραβέλες καλά αρματωμένες, φτάσαμε ύστερα από μικροπεριπέτειες στα Κανάρια, μα το πραγματικό ταξίδι αρχίνησε από το λιμάνι της Γκομέρας. Δεν ξέραμε αν θα ξαναντικρίσουν στεριά τα μάτια μας, τριάντα μέρες στον ωκεανό κι ο ναύαρχος έκλεβε συστηματικά τα μίλια. Οι ναύτες βαλαντωμένοι, έτοιμοι ήταν να αγριέψουν· φοβόταν ο Κολόμβος την απογοήτευσή μας, κάναμε είκοσι πέντε λεύγες τη μια μέρα, έγραφε εκείνος τις είκοσι για να μην αποθαρρυνθούμε. Δεν ξέραμε, βλέπεις, πόσο θα κρατούσε το ταξίδι κι αν θα ’φτανε στο τέρμα του. Προσπαθούσε να μας ψυχώσει με υποσχέσεις για αμύθητα πλούτη που μας περίμεναν στο τέλος του μπάρκου. Στον άντρα που θα έβλεπε πρώτος τη στεριά, οι βασιλιάδες είχαν τάξει ετή-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 27
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
27
σιο εισόδημα δέκα χιλιάδες μαραβέδια. Τα βράδια πλάι στην τιμονιέρα καθώς με δρόσιζε ο σιρόκος σκάλιζα με τη φαλτσέτα ένα κομμάτι ξύλο που ’παιρνε κάθε φορά άλλο σχήμα και ονειρευόμουν πώς θα γινόταν η ζωή μου αν έβαζα τέτοιο ρεγάλο στην τσέπη». Ο Ροντρίγκο συμμετείχε στην ανακάλυψη της Αμερικής και πέντε αιώνες μετά, κάθισε δίπλα μου και φούμαρε το τελευταίο μου τσιγάρο. Τον κοίταξα με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και συμπόνια για την ιδιότυπη παράνοιά του που είχε τόσο στέρεες μνήμες. «Εσύ έχεις ζήσει σ ’ έναν κόσμο αλλιώτικο», απάντησε στο βλέμμα μου, «η Γη έγινε ένα ενιαίο όλο, η ανθρωπότητα τακτοποιήθηκε σε χάρτες και πια κανείς σας δεν μπορεί να διαφύγει. Θα με περνάς για τρελό, ίσως για συμπαθή τρελό, μα αν αφήσεις την γκλάβα σου ν ’ ανοίξει, θα διαπιστώσεις πως εκεί βρίσκεται το μοναδικό αχαρτογράφητο κομμάτι του πλανήτη». Μάταια προσπαθούσα να χωρέσω στο μυαλό μου όσα άκουγα· με τυραννούσε ο φόβος μήπως η μοναξιά και η ερημιά της ρημαγμένης αποθήκης είχαν σκαρώσει το επεισόδιο. «Έζησες πριν από πεντακόσια χρόνια. Πώς γίνεται να είσαι ακόμα ζωντανός;» τον ρώτησα. Έβγαλε από το παλτό του έναν χάρτη διπλωμένο στα τέσσερα και τον άνοιξε. «Η χάρτα του Τοσκανέλι, άγγιξέ τη, είναι πέντε αιώνες παλιά κι όμως μοιάζει σχεδόν καινούργια γιατί την κρατώ πάντα πάνω μου κι έτσι γερνάει παρέα με μένα. Βλέπεις, ο χρόνος έχει διαστάσεις που δεν ανακαλύψατε ακόμα και ολόκληρο το φάσμα των επιστημών που με επιμονή αναπτύξατε δεν κατάφερε παρά να συρρικνώσει τον κόσμο, να τον στριμώξει στον ρόλο μιας φθαρτής μπάλας, της οποίας η επιμελής μαθηματική διερεύνηση απέκλεισε από τον στενό ορίζοντά σας τον άπειρο κόσμο της πραγματικής ζωής. Όμως στάσου λίγο και θα δεις πόσο παρηγορητική θα βρεις τη σκέψη μου. Έτσι, καθώς αδυνατείς να συλλάβεις
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 28
28
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
στο δευτερόλεπτο του “τώρα” τους ήχους, τις μυρωδιές και τις εικόνες που σε περικλείουν, είσαι διαρκώς σ ’ ένα κυνήγι για να προλάβεις να γευτείς όσα φυλάει η παρούσα στιγμή. Ωστόσο αν, λέω, αν αποφάσιζες να την αφήσεις να ανοίξει έτσι που να χωρά κι άλλες στιγμές, όχι το “πριν” ή το “μετά”, αυτό θα ήταν αδύνατο (χαχάνισε παράφωνα), μα ας πούμε μια φέτα ζωής που θα έμοιαζε απίθανο να συναντήσει τη δική σου, ένα άλλο “εδώ” σε νέα διάσταση, ίσως αυτή η διαστολή του διαρκώς χαμένου χρόνου να έδινε ένα νόημα...» Αν και η σκέψη του μου φάνηκε περίπλοκη κι ακατανόητη, κατένευσα κι εκείνος συνέχισε την αφήγησή του: «Στις 11 του Οκτώβρη είχαμε συμπληρώσει τριάντα μέρες στο πέλαγο, η θάλασσα είχε αγριέψει και οι στοιβαδόροι έδεναν στ ’ αμπάρια τα στόρια, οι ναύτες έτρεχαν πάνω κάτω, τεζάραν τα σκοινιά κι αρπαγμένοι στα ρέλια στέκονταν με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα. Το πλοίο στη ρότα του. Βλέπαμε δυο τρεις μέρες στη σειρά σημάδια της στεριάς, καλάμια να επιπλέουν και πουλιά αμάθητα σε μεγάλα ταξίδια. Καθένας ευχόταν να αντικρίσει πρώτος γη για να τσεπώσει τα δέκα χιλιάδες μαραβέδια και με μια ματιά να γίνει η ζωή του καλύτερη. Οι ψίθυροι είχαν πάψει και το τσούρμο για πρώτη φορά πίστεψε πως όσα υποσχέθηκε ο ναύαρχος θα βγαίναν αληθινά. Σαν έπεσε ο ήλιος, κόπασε κι ο καιρός. Καθόμουν πλάι στο παραπέτο τυλιγμένος μια μάλλινη βελέντζα κι έκαμα όνειρα από κείνα που ξέρεις πως δεν θα επαληθευτούν· φαντάσου, λέει, να ’μουν ο τυχερός και ν ’ άραζα στη Μάλαγα με το πουγκί γεμάτο, μια βάρκα ολοδικιά μου και μια όμορφη σενιορίτα στο στρώμα... »Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα κι είχαμε καβατζάρει την καινούργια μέρα. Ξημέρωνε Παρασκευή. Πρώτος απ ’ όλους αντίκρισα τη στεριά, είδα το φως του φεγγαριού να αντανακλά στη λευκή άμμο κι έβαλα τις φωνές. Το έμαθε ο ναύαρχος, πήραν κουράγιο οι άντρες, άρπαξαν τα σκοινιά και με φρέσκια ορμή
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 29
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
29
φόρτσαραν τα καράβια να αγγίξουν την άγνωστη γη. Ως το πρωί μείναμε άυπνοι. Έκαμα ένα σωρό σχέδια, μέχρι όνομα για το πλεούμενο διάλεξα, “Φόρτσα”, έτσι θα το βάφτιζα. Για μένα εκείνα τα δέκα χιλιάδες μαραβέδια ήτανε μια περιουσία». Η βροχή είχε σταματήσει από ώρα, κόπασε ο αέρας και ο ουρανός ξαστέρωσε. «Τώρα πού μένεις;» τον ρώτησα, λες κι είχε καμία σημασία. Χαμογέλασε συγκαταβατικά. «Αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνεις ότι μοιραζόμαστε ένα διαφορετικό τώρα. Βλέπεις, εγώ εδώ κι αιώνες δεν νοιάζομαι ούτε για το παρόν, ούτε για το παρελθόν ή το μέλλον». Ο παράξενος φίλος γύρισε ξανά το βλέμμα προς τη θάλασσα. Έξω από το παράθυρο η πόλη ξαγρυπνούσε σκεπασμένη τη θλίψη της μέρας, το φως του καμινέτου τρεμόσβηνε, σημάδι πως το γκάζι θα τέλειωνε. Έψαξα σε μια παλιά βαλίτσα που είχα για ντουλάπι και βρήκα μια σακούλα παξιμάδια – τρεις μέρες ξεγελούσαν την πείνα μου, απόμεναν λιγοστά, μα αποφάσισα να τα μοιραστώ μαζί του. «Δεν πεινώ πια», αρνήθηκε ευγενικά. Θα έμεναν ένα ή δύο για την επόμενη μέρα. Έπρεπε να βρω χρήματα για να αντικαταστήσω τη φιάλη του γκαζιού, χρειαζόμουν φαγητό, ζεστά ρούχα, μια ασφαλή στέγη για να βγάλω τον χειμώνα. Ξαφνικά, η προοπτική του κοντινού μέλλοντος έμοιαζε δυσοίωνη. Κρατούσα το βλέμμα καρφωμένο στο αυτοσχέδιο κομποσκοίνι που έπαιζε στα χέρια του. «Αν θες, μπορείς να το κρατήσεις. Εμένα πια δεν με ωφελεί». Τον ευχαρίστησα. Η υφή του, τραχιά, μου έγδαρε τις παλάμες αλλά ντράπηκα να το αφήσω. «Τι έγινε με τα λεφτά που υποσχέθηκαν οι βασιλιάδες;» δοκίμασα να τον επαναφέρω στην ιστορία. Χάιδεψε την ουλή στο πρόσωπό του, ένα ψηλάφισμα αργό σαν να έψαχνε εκεί την απάντηση.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 30
30
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
«Ποτέ μου δεν απέκτησα τη “Φόρτσα” κι ούτε κατάφερα να στήσω καλύβι στη Μάλαγα. Γνώρισα βέβαια αρκετές σενιορίτες αλλά καμιά δεν έγινε δική μου. Θες να σου πω τι απέγιναν τα δέκα χιλιάδες μαραβέδια;» Γέλασε μ ’ ένα τρανταχτό χάχανο, που αν δεν κουβαλούσε τη γνώση πέντε αιώνων ίσως να ακουγόταν πικρό. «Ο ναύαρχος ισχυρίστηκε ότι είδε μιαν αναλαμπή –κάποια φωτιά στην παραλία– το προηγούμενο βράδυ και τσέπωσε το έπαθλο. Ο Γκουτιέρεθ κι ο Σάντσεθ ντε Σεγκόβια, ο επόπτης του βασιλιά, το επιβεβαίωσαν. Αργότερα έμαθα πως δεν την είδαν τη φωτιά με τα μάτια τους, μα τους έφτανε ο λόγος του Κολόμβου».
Πήρε ο Σεβαστιανός ανάσα, σταμάτησε την αφήγηση μα οριστική τελεία δεν έβαλε. Το κατάλαβαν οι σύντροφοί του, δεν έβγαλαν μιλιά, περίμεναν. Κατάπιε την τελευταία μπουκιά κι έδωσε στην ιστορία ένα τέλος. Θα ’πρεπε να σας έδειχνα το κομποσκοίνι που μου χάρισε, όμως το ίδιο κιόλας βράδυ σαν έφυγε ο Ροντρίγκο, ξάφνου, σε μια στιγμή οι πέντε αιώνες περάσαν πάνω από το ευτελές ενθύμιο της παράξενης συνάντησής μας και το διέλυσαν.
Κάθονταν γύρω του σιωπηλοί, είχαν ξεχάσει το κρύο και την πείνα, απόφαγαν το ξεροκόμματο, έκλεισαν τα βλέφαρα κι αφέθηκαν να ξαναζήσουν την περιπέτεια του Σεβαστιανού σαν να ήταν μελωδικό μοτίβο που θα τους βοηθούσε να αποκοιμηθούν. n
Βουβές σκιές κρύβονται στην πάχνη καθώς το αυτοκίνητο διασχίζει τους νυχτερινούς δρόμους. Ο Παύλος στο πίσω κάθισμα δεν έχει βγάλει κουβέντα, κοιτάζει έξω απ’ το τζάμι τις φωτισμένες βιτρίνες, ο λαμπερός καθρέφτης της πόλης επιστρέφει τα
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 31
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
31
πολύχρωμα φώτα σαν μια αναλαμπή παρελθόντων εκρήξεων που δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο. Οι λιγοστοί πεζοί στριμώχνονται για να χωρέσουν στην άχαρη εικόνα των δρόμων, μια μάταιη προσπάθεια να δώσουν ζωή σε αυτό που δεν υπάρχει πια, στη μέρα που έκλεισε τα μάτια παραχωρώντας τη θέση της στο πιο βαθύ σκοτάδι. Μια νταλίκα σταματά δίπλα από το παράθυρο, του κρύβει τη θέα. Το αυτοκίνητο γκαζώνει, ξεφεύγει από την νταλίκα κι από τα άλλα τροχοφόρα και χώνεται σ’ ένα στενό, στα τριάντα μέτρα το φανάρι αλλάζει το πορτοκαλί του φως σε ένα επιτακτικό κόκκινο και ο οδηγός φρενάρει απότομα. Οι λιγοστές λάμπες αδυνατούν να φωτίσουν τις βρώμικες προσόψεις των πολυκατοικιών, ο Παύλος κατεβάζει το τζάμι, το βραδινό ψύχος τρυπώνει στην καμπίνα ενώ ένας γέρος σκύβει προς το μέρος του μέσα από το παράθυρο. Μαζεύεται ο μικρός στη γωνιά του καθώς η βαριά μυρουδιά του ζητιάνου ποτίζει τα ρουθούνια του. Ο Χόρορ τραβά χειρόφρενο και βγαίνει από το αμάξι. Ο γέρος δεν έχει κουράγιο ν’ ανοίξει το στόμα και να γυρέψει βοήθεια, απλώνει μονάχα το χέρι, τα δάχτυλά του χαλασμένα κι έτσι όπως έχει καβαλήσει ο δείκτης τον μέσο κι ο παράμεσος τον μικρό έγιναν δυο, σαν σάρκινες δαγκάνες καβουριού, πλάσμα μιας ξεχασμένης μυθολογίας. Ο Χόρορ τον πλησιάζει, αρπάζει το κεφάλι του και το κοπανά με ορμή μια, δυο, τρεις φορές πάνω στο αμάξωμα, μέχρι που θρυψαλιάζεται η στραβή του μύτη. Ο Νάνος παρακολουθεί τη σκηνή από τον καθρέφτη χαχανίζοντας. «Μου ήρθε κατούρημα», λέει και πετάγεται έξω απ’ το αυτοκίνητο. Ο γέρος σωριάζεται αναίσθητος στην άκρη του δρόμου κι ο Νάνος στέκεται από πάνω του κι αδειάζει τη φορτωμένη κύστη του. «Πάρε να ζεσταθείς», λέει γελώντας. Ο γέρος δεν αντιδρά. Το φανάρι έχει απ’ ώρα αλλάξει χρώ-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 32
32
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
μα· πράσινο φωτεινό. Το μόνο φωτεινό πράγμα σε αυτή τη γειτονιά. n
Καθισμένοι σε μια κουβέρτα άκουγαν ένα ακόμα βράδυ τις ιστορίες του Σεβαστιανού. Αντάμωσαν σε μια μισοτελειωμένη οικοδομή πλάι στο Λιμάνι, στο νοτιότερο άκρο της πόλης, μεγάλο πόρτο του Νότου. Η υγρασία της θάλασσας είχε ποτίσει το τσιμέντο και τα σίδερα, μα εκείνοι, καθισμένοι στο κέντρο του δεύτερου ορόφου, προφυλαγμένοι από τα καπρίτσια του καιρού, έτρωγαν ελιές, τυρί, μπαγιάτικο ψωμί κι έπιναν χύμα ρετσίνα που είχε γυρέψει ο Λάκυ στο καφενείο του Λιμανιού. Τέτοιος ήταν ο Λάκυ, καταφερτζής, καπάτσος, έβρισκε κάποιο μικροθέλημα να κάνει κι έπειτα ο άλλος, ο καφετζής, ο ταβερνιάρης, δύσκολα του αρνιόταν ένα κιλό κρασί ή λίγα ψιλά. «Μεγάλη τύχη απόψε. Αρρώστησε ο παραγιός του Αρμένη, θα έμεναν τα κιβώτια με τις μπίρες και τα αναψυκτικά στον δρόμο αν δεν περνούσα να βάλω ένα χεράκι. Δέκα λεπτά δουλειά και να το το κρασάκι μας. Mulţumesc, Domnului». Τυχερός, καπάτσος, γουρλής, lucky· καινούργια ταυτότητα. Έβρεχε, τρύπωνε το νερό από τα ανοίγματα του τοίχου που είχαν φτιαχτεί για πόρτες και παράθυρα, αλλά εκείνοι στο κέντρο του δωματίου κάθονταν στα στεγνά. Κρατούσαν κάθε ελιά στο στόμα για ώρα και την πιπιλούσαν, να της ρουφήξουν το μεδούλι. «Φαντάσου, εγώ ο λιγόφαος, ο εκλεκτικός, κατέληξα αιώνια πεινασμένος», μονολογούσε ο Τέως κι οι φίλοι του κουνούσαν το κεφάλι. Η πείνα είχε πια απομείνει η μοναδική του αγωνία σαρώνοντας κάθε προηγούμενη επιθυμία κι ωστόσο σαν να τον αλάφραινε αυτή η γνώση, γιατί πριν από την πείνα μια άλλη εμμονή τον είχε κυριεύσει παρά τη θέλησή του, αφού είχε ξεγελαστεί νομίζοντας πως αποτελούσε ένδειξη της ενήλικης ζωής. Κυνήγη-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 33
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
33
σε για χρόνια ένα ευγενές δίπτυχο: πετυχημένος έμπορος κι άξιος οικογενειάρχης. Καμιά φορά σκεφτόταν ότι αυτή ήταν η κληρονομιά του πατέρα ή των αγαπητών κι ερίτιμων θείων, η υποχρέωση να υπακούει πιστά έναν κανόνα ζωής ξένο. Αυτό ήταν το σχέδιο, ένα σκαρίφημα που έμοιαζε απλό στην αρχή αλλά ύστερα από λίγο έβγαζε κλαδιά και ρίζες κι αναπτυσσόταν σε κάτι εξαιρετικά περίπλοκο, μια ακολουθία ιδανικών εικόνων για τις οποίες δεν ήταν βέβαιος πως του ταίριαζαν ή τους ταίριαζε. Με λίγα λόγια, «καλός σύζυγος και πατέρας», σαν την ευχή της μάνας· έπαιρνε εκείνη πάντα μια ανάσα ανάμεσα στις δυο πρώτες λέξεις ώστε να χωρέσουν κι άλλες, εργατικός, φιλόδοξος, κουβαλητής, τίμιος, ειλικρινής, ένα σωρό τέτοιες μεγάλες κουβέντες που δεν τις καταλάβαινε, όπως συχνά δυσκολευόταν να κατανοήσει τις ιστορίες του Σεβαστιανού ή άλλων χάρτινων παραμυθάδων τους οποίους δεν αντάμωσε ποτέ του και δεν μοιράστηκαν ψωμί και κουβέρτα. Ένα βράδυ, ψάχνοντας στα σκουπίδια βρήκε ένα λευκό κρανίο –κάποιος το είχε ολοφάνερα γυαλίσει με περισσή φροντίδα–, ένα κρανίο όχι βέβαια ανθρώπινο, το καύκαλο κάποιου τετράποδου· χωρίς καμία γνώση ανατομίας ή ζωολογίας, του ήταν αδύνατο να το ταυτοποιήσει. Στεκόταν και το κοίταζε δίπλα στον κάδο, κάτω από τη λάμπα της κολόνας, και του ’ρθε στο μυαλό ο πρίγκιπας της Δανιμαρκίας (τον είχε δει στο θέατρο με τη Λένα – φανατική εκείνη των ερμηνευτικών τεχνών, ιδίως τα απογεύματα της Κυριακής). Το κοίταζε, έτσι λευκό, το κοίταζε κι έμενε σιωπηλός μπροστά στα περίφημα μυστήριά του κι έπειτα το επέστρεψε στον κάδο. Το απίθωσε μαλακά στον σωρό με τα σκουπίδια χωρίς καμιά σπουδαία ιδέα στο κεφάλι. «Το κρανίο ενός σκύλου», ναι, αυτό πρέπει να σκέφτηκε, ή «Κοίτα τι απέμεινε από το έρημο το ζώο», ίσως αυτό. Ο πρίγκιπας, θυμόταν, είχε κάνει μια πιο σπουδαία σκέψη αλλά εκείνος ήταν χορτάτος, ενώ ο Τέως ολόκληρη τη μέρα είχε 2o
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 34
34
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
ροκανίσει ένα μπαγιάτικο κουλούρι κι όμως ακόμα κι έτσι ξενηστικωμένος ένιωθε το πετσί να στέκεται σφιχτά πάνω στο κρανίο του. Καθισμένοι στην κουβέρτα κατάπιναν με βουλιμία την τροφή όπως βουτούσαν και στις ιστορίες του Σεβαστιανού και μόνο ο Γιάννης, σαν να ήταν μηρυκαστικό, τις έφερνε ξανά στον νου του και τον συντρόφευαν ολόκληρη τη νύχτα ή δυο και τρεις νύχτες στη σειρά. Μια ακόμα αφήγησή του τέλειωσε μαζί με το φτωχό τους γεύμα, ο Τέως κι ο Λάκυ γέρνουν στη γωνιά τους, σηκώνεται ο Σεβαστιανός να ξεμουδιάσει ενώ ο Μαρκόνης ψιθυρίζει έναν παλιό σκοπό· ο Γιάννης κλείνει τα μάτια. Τρίτη ή Τετάρτη ξημερώνει; Οι ναυτεργάτες θα ξυπνήσουν πριν από το πρώτο φως και κακοχτενισμένοι θα κινήσουν για τη βάρδια τους. Βερνίκι και σαπίλα, ψάρια που θόλωσε το μάτι τους, κηλίδες πετρελαίου, πίσσα και σκόνη από τσιμέντο, πράσινο πουθενά, τα βρύα εξορίστηκαν από αυτά τα χώματα. Ο αέρας αγριεύει όσο πλησιάζεις τη θάλασσα, πηχτές ριπές κάθονται στη γλώσσα καθώς βαριανασαίνεις στον ανήφορο. Πόρτες, παράθυρα κλειστά, αμπαρωμένα, ελέγχεις δυο και τρεις φορές την κλειδαριά προτού κάνεις βήμα. Στα πεζοδρόμια σκουπίδια, κομμάτια από αφίσες που διαλαλούσαν κάθε λογής εμπόρευμα στα νιάτα τους, καπότες κι αποτσίγαρα. Το μάτι ακολουθεί τους αρμούς, γραμμή, γωνία, γραμμή, μια μέσα μια έξω, Λάχεσις, Άτροπος, Κλωθώ, μετράς τις πλάκες, μετράς τα μεροκάματα, δεν βγαίνουν. Εξώθυρες από αλουμίνιο, ντουβάρια που στηρίζουν το ένα το άλλο, μικρές ιδιοκτησίες επτά επί δέκα επί τρία, οι ένοικοί τους επιστρέφουν κάθε βράδυ στα ίδια. Πώς θα ’θελαν να ήταν χελώνες, θαλάσσιες χελώνες από εκείνες τις υπεραιωνόβιες, να βολτάρουν στη στεριά και στα κύματα κουβαλώντας το τσαρδί τους στην πλάτη. Τρίτη ή Τετάρτη ξημερώνει; Μια μουσική που δυναμώνει σε
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 35
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
35
επισκέπτεται· ένα τέμπο μονότονο, από μακριά, λιγάκι πιο κοντά, κοντά, δίπλα από τα ανοιχτά παράθυρα, εκκωφαντική. Σφίξε τα μάτια, μην τα ανοίγεις, θα φύγει, φεύγει. Το πόδι άθελά του μένει στον ρυθμό, μια κίνηση αδιόρατη, κανένας δεν τη βλέπει, μα εσένα σε τραντάζει σύγκορμο. Η μια είναι ξανθιά, κοντεύει τα τριάντα, η άλλη μελαχρινή, γλυκιά, πολύ γλυκιά, σ’ έχει λιγώσει, περνούν από μπροστά σου, σε κοιτούν, βράδυ Σαββάτου, οι κεντρικοί δρόμοι κατάφωτοι μα στο στενό δεν περπατά άλλος κανείς, τα ρούχα σου είναι ακόμα καινούργια, είσαι ξανά στον δρόμο, δεν πέρασε βδομάδα που έμεινες δίχως στέγη κι όμως ούτε κρυώνεις, ούτε πεινάς, νύχτα καλοκαιριού είναι όλα πιο εύκολα. Σε προσπερνούν χωρίς να σταματήσουν, ούτε ένα κόμπιασμα, μονάχα μια ματιά, στιγμιαίος δισταγμός, ίσως φόβος, νομίζουν πως δεν πρόλαβες να τον διαβάσεις, γελούν, κομπάζουν, επιστρέφουν στα δικά τους· δεν σε λυπούνται, δεν σε τρέμουν, δεν σε λογαριάζουν. Έχουν όσα δεν έχεις, όσα έχεις χάσει. Σε πιάνει λύσσα, κατεβάζεις το κεφάλι και βλέπεις τα δάχτυλά σου μαύρα μες στα φθαρμένα πέδιλα, πόδια ζητιάνου. Ζήλια κι οργή, είναι έξι βήματα μακριά, εφτά, οκτώ, δεν θα προλάβει να φουντώσει η λύσσα, τώρα εννιά, θα είναι μακριά πολύ μακριά κι ίσως καλύτερα έτσι, γιατί ωραίες, ανίδεες και μόνες, βάζεις το χέρι στην τσέπη, πιάνεις τον σουγιά. Κάνουν ένα ακόμα βήμα και σταματούν δίπλα από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Η ξανθιά ψάχνει στην τσάντα τα κλειδιά, χαζογελά, καθυστερεί κι εσύ, πρώτο, δεύτερο βήμα, δεν έχεις βγάλει το οπλισμένο χέρι από την τσέπη, γελούν, δεν βρίσκουν τα κλειδιά του αυτοκινήτου, ζήλια κι οργή, κάνεις το τρίτο βήμα κι ένα ακόμα, η μια γυρνώντας το κεφάλι σε βλέπει, σε κοιτάζει τρομαγμένη, ο δρόμος άδειος κι από μακριά ένα τέμπο μονότονο, μια μουσική, πέμπτο, έκτο βήμα, τραβάει την άλλη από τον ώμο, έτοιμες είναι να αρχίσουν να στριγκλίζουν, κάνεις ακόμα ένα βήμα, αν άπλωνες το χέρι θα άγγιζες τα μαλλιά της.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 36
36
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Αρπάζει το αριστερό σου μπράτσο, σε τραβά, ξαφνιάζεσαι, έρχεστε πρόσωπο με πρόσωπο, σφίγγεις στο άλλο χέρι το μαχαίρι, μα εκείνος σου χαμογελά κι είναι φτωχότερος, πιο άθλιος από σένα. Τα δυο κορίτσια βρίσκουν τα κλειδιά του αυτοκινήτου, ξεκλειδώνουν, γυρνά και τις κοιτά, σαν να φλερτάρει, «Κορίτσια, καληνύχτα». Μένεις ακίνητος, το χέρι αφήνει τον σουγιά, το πόδι άθελά σου τρέμει, μια κίνηση αδιόρατη, ίσως εκείνος δεν τη βλέπει κι εσύ σε λίγο την ξεχνάς. «Σεβαστιανός», συστήνεται. «Γιάννης», απαντάς μηχανικά. Θυμάσαι ακόμα την εντύπωση που σου έκανε η φωνή του το πρώτο εκείνο βράδυ. Ήπιατε δυο κουτάκια μπίρα που αγόρασε από ένα διανυκτερεύον καφενείο, άκουγες μαγεμένος κι όμως μίλησε ελάχιστα, εσύ φλυαρούσες κι όμως οι λέξεις του είναι χρώματα ανεξίτηλα, σε μαστιγώνουν, σε ματώνουν, τακτοποιούν τις πιο κρυφές σου σκέψεις και σε πετούν στο φως. Ένα άγριο ρεύμα αέρα σάρωσε το δωμάτιο, τυλίχτηκαν σφιχτά στα πανωφόρια τους, ο Μαρκόνης άρχισε να βήχει. Άνοιξε ο Λάκυ τα μάτια, πετάχτηκε από τον λήθαργό του, τον κοίταξε ανήσυχος. «Καλά είμαι», έγνεψε εκείνος, έσφιξε τα δόντια να καταπιεί τον βήχα που έσκιζε τον λαιμό του, σηκώθηκε κι αποτραβήχτηκε στο διπλανό δωμάτιο. n
«Πού πάμε;» ρώτησε ο μικρός. Φοβόταν μα αποφάσισε να μην κάνει πίσω. Ό,τι πρόσταζαν οι άλλοι θα το ’κανε. «Να καθαρίσουμε την πόλη από τα σκουπίδια», απάντησε ο Χόρορ. «Για κάθε πούστη σκοινί και κλαδί, για κάθε πουτάνα μια φυλακή», τραγούδησε ο Νάνος.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 37
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
37
Ο Χόρορ αμίλητος έβαλε μπρος τη μηχανή, «Χρειαζόμαστε βενζίνα», είπε κι έλυσε το χειρόφρενο. n
Έξω από το παράθυρο, το πέλαγο μαβί κι αφρισμένο. Τον γδέρνει ο θαλασσινός αέρας, παιδί στα δεκαοχτώ σάλταρε σ’ ένα πλοίο κι άρχισε να γυρνά τις θάλασσες, αλλά ήρθε η εξέλιξη κι έφυγαν οι ασύρματοι από τα καράβια, βγήκαν οι μαρκόνηδες στα αζήτητα· δεν είχε φτιάξει οικογένεια, είχε περάσει τα σαράντα κι απόμεινε ξερό κορμί, κοιμόταν και ξυπνούσε με τη βοή του τηλέγραφου στ’ αυτιά, δεν έμαθε κάτω από τα πόδια του άλλο από λαμαρίνες και τώρα, μια εικοσαετία στη στεριά και η αναδοσιά της γης μετά τη βροχή τού φέρνει πάντα μια αλαφριά ναυτία. Αυτά τα τελευταία χρόνια, πρώτη φορά φοβήθηκε τον θάνατο. Ακόμα και νεκρό η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στα ρουθούνια, κάτω από το μνήμα, και τότε ακόμα δεν θα τον αφήσει να ησυχάσει. Θυμήθηκε έναν τρελόγερο που γνώρισε σ’ ένα ερειπωμένο εργοστάσιο μαλλιού· είχε δεν είχε δυο μήνες στον δρόμο κι έψαχνε καταφύγιο για τη νύχτα. Στα νιάτα του είχε αλωνίσει όλα τα καταγώγια Ανατολής και Δύσης, ήρθε στα χέρια με άντρες από όλες τις φυλές, δεν ήταν ήρεμο παιδί, νευρικός κι αράθυμος, πρώτη φορά λιγοψύχησε εκεί έξω γνωρίζοντας πως δεν τον περιμένει μια αδειανή καμπίνα στο τέλος της βόλτας του. Τρύπωσε στο εργοστάσιο και είδε στην πιο στεγνή γωνιά έναν παράξενο βωμό· ο γέρος είχε συγκεντρώσει παλιόπανα, χαρτόκουτα κι όσα υπολείμματα κλωστής απόμεναν στις μηχανές φτιάχνοντας ένα ψηλό κι άτσαλο στρώμα. Κοιτάχτηκαν για λίγο, ο μπάρμπας φώναξε: «Μακριά», κι ο Μαρκόνης έστρωσε τον υπνόσακό του στην απέναντι γωνία. Ο τρελόγερος μέρα νύχτα ξαπλωμένος βλαστημούσε και βόγκαγε. Δυο κατσούφηδες πιτσιρικάδες του έφερναν φαγητό αμίλητοι κι έφευγαν βιαστικά
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 38
38
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
ενώ εκείνος τους στόλιζε κατάρες και βρισιές στο έβγα τους. Παιδιά, εγγόνια ή ανίψια; Ποτέ δεν έμαθε ο Μαρκόνης. «Πονάς;» τον ρώτησε ένα απόγευμα που τον βρήκε στις καλές του. «Όχι», γάβγισε ο γέρος. «Για δε σηκώνεσαι;» «Ξέρω πως θα ’ρθει και τον περιμένω», του αποκρίθηκε. n
Άγρια νύχτα απόψε, τον βασάνιζε η αγρύπνια, καθόταν στο γυάλινο κουβούκλιο και παρατηρούσε έξω από την τζαμαρία τις φωτεινές γραμμές που άφηναν τα διερχόμενα τροχοφόρα, όταν άκουσε την κόρνα. Ο άντρας που πρόβαλε από τη θέση του οδηγού παραήταν ψηλός για τα μέτρα του. Πριν βγει στις αντλίες, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου κι έχωσε στην κωλότσεπη ένα στιλέτο, για καλό και για κακό. «Γέμισέ το», του έδωσε ο Χόρορ το μπιτόνι. Ντόπιοι ήταν, κρίμα τόση αγωνία. Ντόπιοι, ξεντόπιοι, σκατόφατσες μια φορά· ιδίως ο οδηγός, τους άλλους δεν τους καλοείδε. Έβγαλε ο Χόρορ από τη δεξιά τσέπη ένα μάτσο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα και του τα πρότεινε, κράτησε εκείνος το αντίτιμο για τη βενζίνη. Βάνε με το μυαλό σου τι σκατά έχουνε ετούτοι οι τρεις αλήτες στο κεφάλι τους· τη βενζίνα πάντως δεν τη θέλουν για χιλιόμετρα. Δεν ανταλλάξανε άλλα λόγια, σαν να είχε χτυπήσει επιδημία την πόλη κι έχαναν οι άνθρωποι τη λαλιά τους. Έχωσε ο Χόρορ το μπιτόνι στο πορτμπαγκάζ και μπήκε στο αυτοκίνητο. Οι μπίρες είχαν τελειώσει, έπιναν ουίσκι από το μπουκάλι ενώ διέσχιζαν τη μεγάλη λεωφόρο· στο ύψος του παλιού Νομισματοκοπείου έστριψαν δεξιά και βγήκαν στον παράδρομο. Η ακριβή πιάτσα της πόλης, γυναίκες όλων των χρωμάτων, κώ-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 39
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
39
λοι στητοί, γεμάτα στήθη, δόντια σφιγμένα απ’ το κρύο, χαμόγελα που τίποτα δεν υπόσχονταν. Το αμάξι έκοψε ταχύτητα κι από τα κλειστά τζάμια εξέταζαν την πραμάτεια, το μεγάλο ξεπούλημα, καμιά δεκαριά πουτάνες, νεαρές όλες –δυο τρεις, σχεδόν παιδιά–, στέκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους για να διεκδικήσουν τον πελάτη. Η τελευταία στη σειρά, μόνη, μακριά από τις άλλες, τα πόδια της γυμνά γυάλιζαν κάτω από τη λάμπα του δρόμου· δυνατά πόδια, είχαν διασχίσει τη μισή ήπειρο για να καταλήξουν σ’ αυτό το πεζοδρόμιο. Ο Νάνος άνοιξε το παράθυρο, το αυτοκίνητο κοκάλωσε δίπλα της κι εκείνη έσκυψε και τους μόστραρε δυο μεγάλα βυζιά στριμωγμένα σ’ ένα κόκκινο μπλουζάκι. Το κρύο είχε σκληρύνει τις ρώγες της και νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα έσκιζαν το ύφασμα και θα ελευθερώνονταν. «Μπες μέσα», πρόσταξε ο Νάνος. Οι άλλοι δυο αμίλητοι. Τους χαμογέλασε, βρωμούσε η ανάσα τους οινόπνευμα, τραβήχτηκε ένα βήμα παραπίσω. «Δεν πάω με τρεις». «Μπες, μωρή παλιοπουτάνα», έβρισε αυτός μέσα απ’ τα δόντια. Η γυναίκα τους γύρισε την πλάτη με τις αισθήσεις σε επιφυλακή κι απομακρύνθηκε από το σταματημένο αυτοκίνητο. Η θέα του σφιχτού κώλου τον άναψε, άνοιξε απότομα την πόρτα, βγήκε στο πεζοδρόμιο και παραπάτησε. «Τράβα, μωρό μου, σπίτι να ξενερώσεις», του είπε. Την άρπαξε απ’ το χέρι. «Μπες μέσα». Της έφτανε μέχρι τον ώμο, η μυρωδιά της τρύπωσε στα ρουθούνια του, μια δυνατή κολόνια κάλυπτε το άρωμα του φόβου και της σιχασιάς. Τα μέλη της σε επιφυλακή. Τα δάχτυλά του την κρατούσαν σφιχτά, με τέτοια ζωώδη επιμονή που αν δεν αντιδρούσε, το βραχιόνιο οστό της θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 40
40
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
«Παράτα με», του φώναξε και του έχωσε μια δυνατή κλοτσιά ανάμεσα στα πόδια διπλώνοντάς τον στα δύο. Ο Νάνος οπισθοχώρησε ντροπιασμένος κι έπεσε στη θέση του συνοδηγού, ενώ εκείνη έφευγε τρέχοντας προς τα άλλα κορίτσια. «Κλείσε την πόρτα, μαλάκα. Και νάνος και σακάτης», τον περιγέλασε ο Χόρορ και γκάζωσε το αμάξι στο μισοσκόταδο. n
Κοιτάζεις τα γόνατά σου να έρχονται και να φεύγουν, στυλώνεις τα μάτια, δεν βρίσκεις άλλο τρόπο για να σμικρύνεις τον χρόνο παρά να παρατηρείς τα γυμνά γόνατα, τα πόδια σου που λειτουργούν σαν μαλακοί μοχλοί, το τριχωτό στήθος του να πλησιάζει και να απομακρύνεται με μια περιοδικότητα ασθμαίνουσα. Το ένα του χέρι έχει αρπαχτεί από το βυζί σου και τα μούτρα του ιδρώνουν παραμορφωμένα από την προσπάθεια, μια γκροτέσκα γκριμάτσα αστείας συγκέντρωσης σβήνει σε τέτοιο βαθμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου, ώστε φτάνεις να πιστεύεις ότι τόσα χρόνια σε καβαλά η ίδια κακοσχηματισμένη μάσκα. Ο ιδρώτας του στάζει στα μάγουλά σου αλλά δεν αηδιάζεις – ετούτος εδώ είναι από τους τακτικούς και τον έχεις μαθημένο να πλένεται καλά πριν αρχίσει τα αγκαλιάσματα· υπάκουος σαν παιδί, καμιά φορά τον λυπάσαι. Ο τελευταίος για απόψε. Στη βιτρίνα του αντικρινού φαρμακείου το θερμόμετρο έδειχνε δύο βαθμούς Κελσίου την ώρα που η Μάμα έμπαινε στο παλιό αμαξοστάσιο τυλιγμένη στο παλιό της μοντγκόμερι. Είχε ένα καινούργιο μάλλινο παλτό στην ντουλάπα, δώρο κάποιου ευχαριστημένου πελάτη, δεν ήθελε όμως να αποχωριστεί το μοντγκόμερι. Δεν ήταν πάνω από σαράντα, αλλά η αγριάδα στο βλέμμα της δυσκόλευε τον ακριβή προσδιορισμό της ηλικίας της· δυο μάτια μογγολικά, μακριά μαύρα μαλλιά που ’χε αποφασίσει να μην τ’ αφήσει να γκριζάρουν, σκληρά ζυγωματικά, μονάχα λιγοστές γραμμές θα χρειαζόταν ένας σκιτσογράφος για να τη
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 41
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
41
ζωντανέψει στο χαρτί, κι έστω έτσι πρόχειρα σχεδιασμένο το μούτρο της δεν θα έμοιαζε με άλλο κανένα. Μια μικρή ουλή κατέβαινε από την άκρη των χειλιών ως το πιγούνι, μια τρίχα μελιά που θαρρείς πως από στιγμή σε στιγμή θα την εξαφάνιζε με τη γλώσσα. Δεν ήταν αδύνατη, όμως ένιωθες ότι κάτω από τα ρούχα ολόκληρο το σώμα παλλόταν και κάθε κομμάτι της σάρκας είχε ξεφορτωθεί τα περιττά πετυχαίνοντας μια σύνθεση σοφή. Η Μάμα. Δεν ήταν το πραγματικό όνομά της, έτσι τη γνώριζε η πιάτσα. Είκοσι δύο χρόνια στο πεζοδρόμιο είχε μελετήσει με τέτοια θαυμαστή ακρίβεια τα ανθρώπινα σακατιλίκια, κι εκείνα που φαίνονται μα και τ’ άλλα τα αόρατα στο γυμνό μάτι, ώστε πια δεν ήταν μονάχα ένα κορμί για νοίκιασμα, είχε εξελιχτεί σε κάτι καλύτερο, μια τρυφερή αγκαλιά για να απαλύνει τον πόνο του περαστικού, ένας ώμος για να αφεθείς, ένα κουκούλι στο οποίο ένιωθες προφυλαγμένος και μπορούσες ασφαλής να αντικρίσεις τα μέσα σου. Έτσι της κόλλησε η πιάτσα το παρανόμι· μια τρυφερή Μάμα δικιά σου με ένα ελάχιστο τίμημα. Γελούσε πικρά σαν το άκουγε. Είχε αποβάλει τρεις φορές και πια το ήξερε πως Μάμα, ναι, αλλά μάνα ποτέ δεν θα γινόταν κι ας το ’θελε. Η βάρδια της τέλειωσε για απόψε. Νισάφι. Είχε στην τσέπη λεφτά για καμιά δεκαριά μέρες, μα δεν άντεχε να κλειστεί μονάχη στους τέσσερις τοίχους· είχε όρεξη να ακούσει τις ιστορίες του Σεβαστιανού. Πολλές φορές του ζήτησε να μείνει ολόκληρο το βράδυ μαζί της, όμως εκείνος, σαν να τον έπνιγε η θαλπωρή του διαμερίσματος, μάζευε τα λιγοστά υπάρχοντά του κι έβγαινε έξω στη νύχτα πριν ξημερώσει. Συχνά αντάμωναν στο ίδιο κρεβάτι κι αλληλογλείφαν τις πληγές τους, ωστόσο ζευγάρι δεν μπορούσαν να γίνουν, καταδικασμένοι και οι δυο να συνεχίζουν ανέστιοι τον δρόμο τους. Δέκα μέρες δεν είχαν βρεθεί και βγήκε να τον γυρέψει, δυο τρία ήταν τα σημεία όπου άραζε με την παρέα του, τους ήξερε όλους απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη· μο-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 42
42
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
νάχα ο Μαρκόνης δεν πλάγιασε ποτέ μαζί της κι εκείνος ο παλαβιάρης ο Τέως μια μόνο φορά πήγε στην κάμαρά της και φρόντισε φεύγοντας να αφήσει το ακριβές αντίτιμο. Μυστήριο τρένο. Αποχαιρέτισε τον τελευταίο πελάτη, έναν εξηντάρη χήρο που δεν του είχε απομείνει παρά η μισθωμένη συντροφιά της, και κατέβηκε στον κεντρικό σταθμό του Μετρό, αλλά δεν τους βρήκε εκεί. Ο δήμαρχος είχε βαλθεί να καθαρίσει την πόλη από τους άστεγους κι ένα τσούρμο κακοπληρωμένα καρακόλια με γκρι στολές περιπολούσαν τις υπόγειες κι επίγειες στοές. Αποφάσισε να κάνει μια βόλτα μέχρι το ρημαγμένο αμαξοστάσιο· από εκεί κανείς δεν τους έδιωχνε. Δεν έψαχνε η Μάμα συντροφιά για να περάσει το βράδυ – είχε αποκάμει από τα αγοραία αγκαλιάσματα κι ήθελε να κουρνιάσει στην αγκαλιά του Σεβαστιανού, παρέα με τα παραμύθια του. «Σαν λείψω μια μέρα, η απουσία μου θα κάμει τον πιο αμυδρό, τον πιο ανώδυνο κρότο», σκεφτόταν ο γερο-Γράσος, απόμαχος μπαλωματής κι ερασιτέχνης ρακοσυλλέκτης, ενώ άδειαζε ένα βαρέλι που η γειτονιά χρησιμοποιούσε για να μαζεύει τα σκουπίδια της. Στοίβαζε με επιμέλεια τα περιεχόμενά του, παρατηρώντας τον ήχο που έκαναν καθώς έσκαγαν στο έδαφος. Αυτό ακριβώς σκεφτόταν τη στιγμή που ανακάλυψε στο άδειο μπιτόνι το στρογγυλό μανικετόκουμπο. Παράξενο να σχετιστούν δυο τόσο αταίριαστα μεταξύ τους αντικείμενα. Ήταν ένα επίχρυσο μανικετόκουμπο που είχε μια αφηρημένη παράσταση από σμάλτο κλουαζονέ στην επιφάνειά του, ένα σχήμα ακαθόριστα όμοιο με μαραμένο φύλλο ή με κακοσχηματισμένο αλογάκι ορθό στα δυο του πόδια, έτοιμο για εφόρμηση. Ο χτύπος που έκανε το μεταλλικό στολίδι κάθε φορά που ακουμπούσε στα τοιχώματα του πλαστικού του καταλύματος, αποκάλυψε την ύπαρξή του κι ο γέρος αναποδογυρίζοντας το μπιτόνι το είδε να πέφτει μπρος στα πόδια του. Το έπιασε προσεκτικά και το ’φερε κοντά
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 43
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
43
στη μύτη του, μα αυτό δεν είχε κανένα άρωμα. Ο Γράσος παραξενεύτηκε. Μύρισε το ανοιχτό μπιτόνι, ταγκίλα κακής ποιότητας λαδιού, κι έπειτα έφερε ξανά στα ρουθούνια του το παρδαλό μπιχλιμπίδι που δεν είχε, αλήθεια, καμία μυρωδιά. «Να κι ένα πράγμα δίχως μνήμη!» σκέφτηκε και βάλθηκε να το περιεργάζεται, για να καταλήξει πως είχε μάλλον κάνει μια μεγάλη ανακάλυψη, ίσως είχε φέρει στο φως κάποιο μυστικό μηχανισμό, έναν καινούργιο Δίσκο της Φαιστού, που αν αποκάλυπτε τις μυστικές ιδιότητές του η ζωή του θα άλλαζε μεμιάς. Μη φανταστεί κανείς πως ο Γράσος είχε παράπονα απ ’ τη ζωή. Στα νιάτα του έτρωγε, έπινε και κοιμόταν όπου έβρισκε, γερό σκαρί, φτιαγμένο για τον δρόμο, και πίστευε ότι οι άνθρωποι ήταν πλασμένοι να ζουν έτσι, ελεύθεροι. Μια δυο φορές είχε κλειστεί σε τέσσερα ντουβάρια, δοκίμασε ν ’ αλλάξει ζωή, μάλιστα κάποτε δοκίμασε και να αρραβωνιαστεί, μα σαν κατάλαβε πως η συγκατοίκηση με την Αφρούλα αυτόματα του έκλεβε το δικαίωμα να χαρεί την αδερφή της τη Ζωή –που η αλήθεια είναι ότι τον γλυκοκοίταζε–, μάζεψε τα μπογαλάκια του σ ’ ένα σακίδιο και ξαναβγήκε στους δρόμους. «Τα καλοκαίρια ο δρόμος είναι παιχνίδι», έλεγε στα νιάτα του, «θα σε ταΐσει, θα σε ποτίσει, θα σε κοιμίσει χορτασμένο», και γελούσε κάθε που έβρισκε κάποιο χρήσιμο σκουπίδι, αλλά τώρα, φορτωμένος πάνω από μισόν αιώνα στους ώμους, αποχαιρετούσε τα λιγοστά υπάρχοντά του και κουβαλούσε πια μονάχα όσα χωρούσαν στις τσέπες και σ ’ ένα παλιακό ταγάρι που ’χε μαζέψει από ένα μαδημένο πάρκο στις παρυφές της πολιτείας. Κι αν τον ρωτούσες, κι αν ήξερε με ακρίβεια να βάζει τις σκέψεις του σε λέξεις, θα σου απαντούσε: «Στερνό μου μπάρκο χωρίς μπαγκάζια», όμως ο Γράσος τρεις τάξεις όλες κι όλες είχε πάει στο σχολείο. «Αν ήξερα πέντε κολλυβογράμματα, τα πράματα θα ’σαν καλύτερα», σκεφτόταν, μα ύστερα πάλι άλλαζε γνώμη· είχε δει εκεί έξω, στα διπλανά παγκάκια, άστεγους με απολυτήρια και
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 44
44
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
πτυχία, διπλά δυστυχισμένους, πλήθαιναν μάλιστα τα τελευταία χρόνια. Απ ’ τη στιγμή που κράτησε στα χέρια του το μανικετόκουμπο, ένιωσε μια αλλαγή, ευχάριστη στην αρχή, που όμως σιγά σιγά θόλωνε αυτή τη μονοκόμματη διαύγεια που οδηγούσε ως τότε τα βήματά του. Έφταιγε όμως και κάτι άλλο γι ’ αυτό του το ξεστράτισμα. Ο δρόμος, οι ανοιχτοί ορίζοντες, τόσα χρόνια πουθενά δεν τον έβγαλαν. Κι ο χρόνος, πηχτός σαν μελάσα, δεν του επιφύλασσε πια καμιά έκπληξη για την επόμενη μέρα. Κι ίσως γι ’ αυτό, το κόσμημα-κουμπί είχε μαγνητίσει με τέτοια δύναμη το βλέμμα του, τη σκέψη του, όλη του τη φροντίδα. Σαν να ήταν ένα μυστικό σύμβολο που δεν έπρεπε να το αποχωριστεί προτού του αποκαλύψει τη βαθύτερη ουσία του. Δεν είχε ακόμα νυχτώσει και μια δυνατή καλοκαιρινή μπόρα μούσκεψε ολόκληρη την πολιτεία. Ο Γράσος κουρασμένος χώθηκε σε μια σκοτεινή στοά, άπλωσε δυο χαρτόκουτες και στρώθηκε για να περάσει τη νύχτα. Ύπνος ανήσυχος, το πολύτιμο εύρημα στην τσέπη του πουκάμισου του έκαιγε τη σάρκα καθώς άλλαζε πλευρό προσπαθώντας να βολευτεί. Τόσες ώρες στους δρόμους, με μάτια ορθάνοιχτα, δεν είχε συναντήσει κανέναν άλλον να κουβαλάει κάτι τόσο εξαιρετικά ξεχωριστό πάνω του. Πρώτα ένιωσε τα πεινασμένα χνότα πάνω απ ’ το κεφάλι του. Μισάνοιξε τα μάτια, δυο αλήτες είχαν αδειάσει το ταγάρι του κι έψαχναν μήπως βρουν κάτι πολύτιμο. Ο γέρος δεν αντέδρασε, δεν είχε τίποτα αξίας να του πάρουν. Ό,τι είχε δικό του του το ’χε φέρει ο δρόμος κι ο δρόμος το ’παιρνε πίσω. Ο ένας – ψηλός, ξερακιανός, του έλειπαν τα μισά του δόντια και τα άλλα σάπιζαν, βρωμούσε η ανάσα του μια πείνα ακόρεστη– πετάχτηκε απάνω σαν τον είδε να τον κοιτά με τέτοια ηρεμία. «Πού έχεις τα φράγκα, βρωμόγερε;» φώναξε και ρίχνοντάς του μια δυνατή κλοτσιά στην κοιλιά τον δίπλωσε στα δυο. Ο Γράσος, μαθημένος, λούφαξε στη γωνιά του, ήτανε δύο,
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 45
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
45
τουλάχιστον είκοσι χρόνια νεότεροί του. Ο άλλος, ένας κοντός με αστείο σουλούπι, ξεθάρρεψε και του ’ριξε δυο κοριτσίστικα σκαμπίλια. Αρχίσανε να τον τραβολογάνε κι εκείνος, καθώς ήταν ζαλισμένος απ ’ τον ύπνο, δεν αντέδρασε, ώσπου έπιασαν να σκίζουν τις τσέπες του για να αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους. Φοβισμένος, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος για να προφυλάξει το πολύτιμο εύρημά του. Σύντομα απογοητεύτηκαν από την άκαρπη προσπάθεια και στάθηκαν διπλά απειλητικοί από πάνω του. Ο Γράσος πήρε μια δειλή ανάσα, μα πριν προλάβει να βγάλει όλον τον αέρα απ ’ τα πνευμόνια του, ξανάρχισαν να τον κλοτσούν κι έπειτα, μόλις τράβηξε τα χέρια του από το στήθος για να προστατεύσει το πρόσωπό του, με μιαν απότομη κίνηση ο πιο ψηλός σκίζοντάς του την τσέπη άρπαξε το μανικετόκουμπο. Το πρόσωπο της λύσσας έκανε την εμφάνισή του. Ο γέρος, σαν να έδιωξε τα χρόνια από πάνω του, μ ’ ένα μούγκρισμα χίμηξε στους διώκτες του κι άρχισε να τους χτυπά σαν μανιασμένος. Όταν κάποια στιγμή ο πιο μεγαλόσωμος κατάφερε να τον ακινητοποιήσει με την πλάτη στον τοίχο, ο Γράσος τον δάγκωσε στη μύτη κι έφτυσε ένα κομμάτι της στο λερωμένο πεζοδρόμιο. Ο άλλος άρχισε να τρέχει κουτσαίνοντας, ενώ ο πληγωμένος σερνόταν ανήμπορος στο έδαφος με τα μούτρα γεμάτα αίμα και δάκρυα. Ο γερο-Γράσος, με κόρες διεσταλμένες, πήρε ξανά το μανικετόκουμπο στα χέρια, ενώ έγλειφε ακόμα το αίμα στα χείλη του. Ξημέρωσε καινούργια μέρα. Με το μυαλό συγχυσμένο, το ξημέρωμα τον βρήκε χωρίς ταγάρι, με τσέπες σκισμένες και το μανικετόκουμπο σφιχτά φυλαγμένο στη χούφτα του. Μπροστά του μια μικρή πλατεία, δυο παγκάκια κάτω από αχαμνά δέντρα, προφυλαγμένα από τον αυγουστιάτικο ήλιο, αδειανά, τον προσκαλούσαν. Ξάπλωσε κουρασμένος στο ένα κλείνοντας ανόρεχτα τα μάτια. Ποιος ήταν τάχα εκείνος ο άλλος που ’χε χιμήξει από τα μέσα του χτες βράδυ με τέτοιο ασυλλόγιστο μένος;
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 46
46
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Τον ξύπνησαν φωνές και κλάματα. Τρεις άγουροι μαντραχαλάδες είχαν στριμώξει ένα κοριτσάκι, είχαν αρπάξει το λούτρινό της αρκουδάκι και το πετούσαν ο ένας στον άλλο, ενώ εκείνη έτρεχε κλαίγοντας με τα χέρια υψωμένα ανάμεσά τους. Αγνοώντας τις ικεσίες της, την έσπρωχναν τραβολογώντας το ξεχειλωμένο φόρεμα και τα άταχτα κατσαρά μαλλιά της με μια σκληράδα που δεν ταίριαζε στην ηλικία τους, εκείνη έξι εφτά χρονών κι αυτοί τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτεροι. Πετάχτηκε από το παγκάκι κι έβαλε τις φωνές, κλειστός ο λαιμός του από τη δίψα κι απ ’ τη ζέστη, η γεύση από το ξένο αίμα κρατούσε ακόμα βαριά, μεταλλική, κι ακούστηκε η φωνή του σαν άναρθρη κραυγή. Οι πιτσιρικάδες τρόμαξαν, σταμάτησαν την κοροϊδία. Ο πιο νταής από τους τρεις έτεινε το αρκουδάκι στα διψασμένα χέρια της μικρής, μα πριν το αφήσει, με τα δυο δάχτυλα, απότομα, ξερίζωσε το ένα μάτι του αρκούδου και το πέταξε με δύναμη έξω από την πλατεία. Ο Γράσος έκανε ένα απειλητικό βήμα κι η συμμορία το ’βαλε στα πόδια, ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση. Τα μάτια της γυάλιζαν από το κλάμα καθώς έσφιγγε το ανάπηρο παιχνίδι στα χέρια. Στη θέση του αριστερού ματιού έχασκε τώρα μια τρύπα που ξερνούσε μικρά κομμάτια αφρολέξ. Ο Γράσος την πλησίασε, άλλαξε η γεύση μες στο στόμα του, τράβηξε με μια κίνηση τη διαλυμένη τσέπη του πουκαμίσου του και με το πανάκι τής σκούπισε τα δάκρυα. «Τα άλλα παιδιά θα τον κοροϊδεύουν», είπε η μικρή χαϊδεύοντας τον πάνινο φίλο της. «Η δυστυχία μας είναι οι άλλοι... Νωρίς το κατάλαβες», σκέφτηκε ο γέρος. Έπειτα κοίταξε τη χούφτα του, πάντα σφιχτά σφαλισμένη, και χαμογέλασε. Έπιασε τρυφερά τον μονόφθαλμο αρκούδο και η μικρή τού τον άφησε χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Τον κοιτούσε με τα μεγάλα δακρυσμένα μάτια της, κοιτούσε το βρώ-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 47
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
47
μικο χέρι του όπως άνοιξε και της αποκάλυψε τον μικρό θησαυρό, κι ύστερα είδε το πολύχρωμο αντικείμενο να γίνεται ένα καινούργιο λαμπερό μάτι για το πάνινο ζώο, ένα μάτι παράταιρο, που του ’δινε όμως μια παράξενη επισημότητα. Τον ακούμπησε μαλακά στα χέρια της, έλαμπε ολόκληρη, ίσως να ’ταν κι ο ήλιος που είχε από ώρα ανέβει στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού. Από ένα αντικρινό μπαλκόνι μια ιδρωμένη μεσόκοπη έβγαλε μια φωνή, «Ελένη!», κι η μικρή άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. «Αχ, κακομοίρα μου! Όλη τη μέρα στους δρόμους...» συνέχιζε να της φωνάζει εκείνη, που μάλλον ήταν η γιαγιά της. Η μικρή σταμάτησε προτού διασχίσει τον δρόμο που χώριζε την πλατεία απ ’ το απέναντι σπίτι, στράφηκε και τον κοίταξε. Τον κοίταξαν κι οι δυο. «Ένας αρκούδος με αστραφτερό μονόκλ», σκέφτηκε ο γεροΓράσος και συνέχισε χωρίς περιττά μπαγκάζια τη βόλτα του.
Αληθινά την απολάμβανε αυτήν την ιστορία ο Τέως κι αυτός ήταν ο λόγος που την έφερνε διαρκώς στον νου του, πασχίζοντας να μην αλλάξει ούτε ένα κόμμα, ούτε μια λέξη, αν ήταν ασφαλώς δυνατόν κάτι τέτοιο μετά τη μία και μοναδική φορά που άκουσε τον Σεβαστιανό να τη διηγείται. Εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν αυτή η μαγική λέξη: μανικετόκουμπο. Σαν αντικείμενο το γνώριζε καλά, αξεσουάρ απαραίτητο στην ένδυση και του πατέρα και του παππού του και αρκετών από τους ευειδείς πελάτες τους, ωστόσο τώρα δεν τον απασχολούσε η σημασία της. Ένας ρυθμός μελωδικός, μα-νικε-τό-κου-μπο, τόνιζε κάθε συλλαβή καθώς χοροπηδούσε στο οδόστρωμα, (τραγουδιστά:) μα-νι-κε-τό-κου-μπο, μια επαναλαμβανόμενη ακολουθία βημάτων, νά-να-να-νά-να-νά, σαν παιχνίδι, ένα άλμα στα δυο πόδια, ένα άλμα στο ένα, στα δυο ξανά, στο ένα, στα δυο κι έξω από το πλαίσιο, πάλι από την αρχή. Άλλη λέξη εξασύλλαβη έμπαινε κάθε φορά στη σειρά για να διατηρηθεί ο ρυθμός, μα-νι-κε-τό-κου-μπο, α-λε-ξι-κέ-ραυ-νο, με-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 48
48
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
γα-λο-πρέ-πει-α, λες κι ήταν ο δρόμος στρωμένος τετράγωνα όμοια μ’ εκείνα που ζωγράφιζαν τα πιτσιρίκια για να παίξουν «κουτσό» στην παιδική του γειτονιά. Ο Ε-75 κατάπινε το τελευταίο φως της ημέρας κι ένα ξεθωριασμένο γκρίζο έβαφε τον ορίζοντα, ο θόλος είχε κατέβει βαρύς κι αν άφηνες τη ματιά σου να ακολουθεί τη γραμμή της ασφάλτου, στο βάθος έβλεπες γη κι ουρανό να τρίβονται σαν τσακισμένες λαμαρίνες. Αν συγκέντρωνε το βλέμμα ίσως κατάφερνε να ξεχωρίσει μια ασυνεχή δέσμη αδύναμων σπινθήρων που άδικα πάσχιζαν να φωτίσουν τον κόσμο. Ο Τέως περπάτησε για ώρα απ’ την πλατεία του χωριού μέσα από τα χωράφια ώσπου να συναντήσει τον αυτοκινητόδρομο. Αν κάποιος τον παρακολουθούσε έτσι φρεσκοσιδερωμένο και χορτάτο, σχεδόν χαρούμενο με τα αστεία χοροπηδήματά του, ούτε που θα φανταζόταν πως μέχρι το βράδυ θα έψαχνε ένα ήσυχο λαγούμι να ξαποστάσει. Για μια ακόμη φορά έφευγε όπως είχε έρθει, μονάχος· ο αδερφός του δεν μπορούσε να τον κρατήσει στο σπίτι. Είχε γυναίκα, τρία παιδιά και τα πεθερικά, έξι στόματα ορθάνοιχτα που ζητούσαν, ζητούσαν, ζητούσαν και παρέμεναν ανοιχτά. Το πιο μεγάλο από τα ανίψια τον περιγελούσε, έτσι του φάνηκε. Ετούτη τη φορά οι διακοπές του κράτησαν λιγότερο. Στις τρεις μέρες απάνω δεν τον χωρούσε ο τόπος, ούτε η ζεστή κουζίνα της νύφης του, ούτε η αδιάφορη συγκατάβαση των γέρων, ούτε το μαλακό ντιβάνι που του έστρωναν για να πλαγιάσει. Ίσως να ήταν το μυαλό του πειραγμένο πια κι είχε ξεμάθει να αγαπά ή ίσως, πάλι, η απλυσιά του δρόμου, η λιγδερή ταγκίλα του εγκαταλειμμένου αμαξοστασίου, όλες αυτές οι μυρουδιές γίνονταν πιο έντονες μέσα στην τακτική καθαριότητα του χωριατόσπιτου και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Ένα αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα αλλά δεν σταμάτησε. Ο δρόμος αδειανός και η θερμοκρασία έπεφτε διαρκώς καθώς πύκνωνε το σκοτάδι, έπρεπε να βρει κάποιον να τον πάει μέχρι τη
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 49
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
49
διπλανή πολίχνη, εκεί θα τρύπωνε σε μια ξεχασμένη οικοδομή ή σε κανένα ξενυχτάδικο μαγέρικο να βγάλει τη νύχτα και το πρωί θα βρισκόταν κάποιος βολικός φορτηγατζής να τον πάρει μέχρι το Λιμάνι. Είχε λεφτά για εισιτήριο λεωφορείου, όμως προτιμούσε να τα κρατήσει στην τσέπη. n
Τυχαίες κουβέντες σε περιπάτους αίθριων ημερών. — Ποιο ήταν το αγαπημένο σου παιχνίδι; — Μαζεύαμε τα καύκαλα απ’ τα σαλιγκάρια και φτιάχναμε κοπάδια. Τον χειμώνα σκαλίζαμε την καινούργια γκλίτσα κι όταν έπιανε η άνοιξη στήναμε σε διπλή ή τριπλή σειρά τα καύκαλα. Ο πιο άξιος ήταν εκείνος με το μεγαλύτερο κοπάδι και τα πιο τροφαντά ζώα, πρόβατα και γελάδια. Δεν είχαμε άλλα παιχνίδια. — Με πόσες γυναίκες έχεις κοιμηθεί; — Μία σε κάθε λιμάνι. — Μία πριν και μία μετά τη Λένα κι έπειτα μια φορά με τη Μάμα. — Ένα κορίτσι κι ένα αγόρι χωρίζουν. Εκείνος ορκιζόταν «για πάντα» μα τον πρόλαβε ο πόθος για μιαν άλλη. Βολική απόφαση και για εκείνη, που ένιωσε να πνίγεται στην ίδια αγκαλιά τόσο νέα. Ωστόσο κι οι δυο θα κλάψουν για λίγο. Τους πόνεσε η άστοχη χρήση της λέξης. — Το κρασί το ρετσινάτο πώς τραβιέται, ανάθεμά το. Όλο πίνω κι όλο θέλω, θα το πιω με το μαστέλο! — Θα ’θελες να φεύγαμε από δω; — Δεν έχει πιο κάτω, μικρέ. Πιο κάτω είναι μονάχα η θάλασσα.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 50
50
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
— Πώς λένε τη Μεσόγειο στη γλώσσα σου; — La Marea Mediterană. — Γαλάζια απέραντη Μεσόγειο σε καταντήσανε μικρή. Καρβουνιασμένες άφυτες αραβικές ακτές, ξεκούρδιστα πνευστά των Βαλκανίων, Ιβηρική Χερσόνησος που ανοίγεις ξεδιάντροπα τις πόρτες. Να η δική μας ευκαιρία να αντικρίσουμε τις Ηράκλειες Στήλες σαν να ’ναι η πρώτη, η μοναδική φορά. — Έχω να κάνω μπάνιο δυο μήνες, πεινάω και κρυώνω. — Γιατί δεν πας μια βόλτα απ’ την Εθνική Εταιρεία του Λαού; — Την ΕΘ.Ε.Λ.; Εκεί σου δίνουν μια χλιαρή σούπα και σε αναγκάζουν να κάτσεις στριμωγμένος σ’ έναν πάγκο και να τη ρουφάς ακούγοντας ένα σωρό ανιαρά κηρύγματα. — Μα αφού πεινάς... — ΕΘ.Ε.Λ.; Ε, δεν θελ! Αυτό έχω να πω! — Προχθές στο πάρκο, δυο μπαστάρδια απ’ την παρέα του Σόνυ έκλεψαν μια γυναίκα μπροστά στα μάτια μου. Ο ένας της άρπαξε την τσάντα κι ο άλλος άρχισε να τη χτυπά μ’ ένα κλαδί, ώσπου συγχυσμένη έχασε την ισορροπία της κι έπεσε στα γόνατα. Φεύγοντας, ο ξεδοντιάρης ο αλμπίνος γύρισε και την κλότσησε με μανία. Δεν πήγα να τη βοηθήσω. Φοβήθηκα μην την τρομάξω χειρότερα. — Όμορφη ήταν; — Στην αρχή ήταν όμορφη. Μετά, δεν ξέρω, τη λυπόμουν. — Πόσω χρονώ είσαι, Μαρκόνη; — Έχασα πια το μέτρημα. — Δεν θες να ξέρεις; — Παράξενο άθροισμα, μικρέ. Όσο μεγαλώνεις, σε αφήνει φτωχότερο.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 51
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
51
— Ακόμα και σήμερα, αν ακουμπήσω το χέρι σ’ έναν πάγκο, σε ένα τραπέζι ή σε οποιαδήποτε επιφάνεια, τα δάχτυλα χτυπούν κάποιο μήνυμα, έτσι όπως είχαν συνηθίσει να γράφουν στον τηλέγραφο. Μόνο που πια, δεν έχω καμία όρεξη να το αποκωδικοποιήσω. — Κι εγώ αν ξεχαστώ, μετράω τους δρόμους με μεζούρες. — Μ’ αρέσουν τα καλοκαίρια! — Καημένε Γιάννη, έχεις πολλούς χειμώνες μπροστά σου... n
Της χαμογέλασε με τα μάτια καρφωμένα στα ίχνη που άφηναν τα φθαρμένα του παπούτσια στα πεζοδρόμια και στις λεωφόρους του Λιμανιού. Θα μπορούσε να του προσφέρει ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι αλλά δεν θα το δεχόταν, ήταν η σιωπηλή τους συμφωνία, το ήξερε η Μάμα, όπως το γνώριζε κι ο ίδιος πως αυτή θα ’ταν πια η ζωή του, να στέκεται με πληγωμένα παπούτσια έξω από τα μαγαζιά των κεντρικών λεωφόρων και να κοιτάζει μέσα από τα νοτισμένα τζάμια τους θαμώνες, που κάτω από άλλες συνθήκες ίσως και να ήταν η συντροφιά του, να ανοίγουν ένα μπουκάλι ιρλανδέζικο ουίσκι υπό τους ήχους κάποιου τζαζ κουιντέτου που προσπαθεί να μιμηθεί τη θλίψη του Μάιλς Ντέιβις. Τον κοίταζε λυπημένη. «Θέλεις να σου διηγηθώ μια ιστορία;» της είπε. Το ήξερε πως αυτό περίμενε από εκείνον, να τη νανουρίσει με τα παραμύθια του, μα δεν τολμούσε να το ζητήσει. «Οι ιστορίες κι ο έρωτας πρέπει να σου χαρίζονται. Καμιά αξία δεν έχουν αν τα αποχτάς με άλλους τρόπους», του είχε πει ένα βράδυ και η Μάμα ήξερε από αγκαλιάσματα που διεκδικήθηκαν με βία ή με φτηνό αντίτιμο. Φίλησε την παλιά πληγή δίπλα στα χείλη της κι άρχισε να μιλά.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 52
52
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
Είχα βέβαια ακούσει για την Άρπυια Αελλώ, για τον γίγαντα Φόρνγετρ και τον γιο του Εγκίρ, για την αιμοδιψή μαυρομαλλούσα Ψεζπόλνικα, για τη Γοργώ, για τη Βαυβώ, για τη Λάμια, για τη δράκαινα Μπάμπα Γιάγκα και για τον Κέρβερο, αλλά δεν είχα συναντήσει ποτέ μου κανένα τόσο παράξενο πλάσμα, ποτέ πριν συναντήσω την «κυρά του ρετιρέ της πλατείας». Δεν θα ’ταν πάνω από εκατόν σαράντα πόντους ψηλή κι αδύνατη τόσο ώστε το δέρμα κολλούσε στα κόκαλά της. Θα ’χε περάσει τα εξήντα, είχε αραιά κοντά μαύρα μαλλιά κι ένα αυστηρά σουφρωμένο μούτρο και μονάχα τις λιγοστές φορές που την είδα να χαμογελά, μπόρεσα να αντιληφθώ τι εννοούσε ο Ντόβας, όταν με διαβεβαίωνε πως είναι «το γλυκύτερο κορίτσι του κόσμου». Κάθε δεύτερο απόγευμα τον επισκεπτόταν στο παγκάκι, κάθονταν ο ένας πλάι στον άλλον χωρίς να ανταλλάσσουν κουβέντα και μόνο μισή ώρα αργότερα, όταν σηκωνόταν μουδιασμένη απ ’ την ακινησία, άφηνε στα χέρια του ένα πακέτο που περιείχε λίγο ψωμί, ένα μπιφτέκι, δυο πορτοκάλια και μια σοκολάτα, πάντα μια σοκολάτα – τα υπόλοιπα συστατικά του δέματος άλλαζαν κάθε φορά. Τότε μόνο, καθώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον στα μάτια, ψιθύριζε με μια φωνή αμάθητη στις πολλές κουβέντες: «Καληνύχτα». Αυτά που θα σου διηγηθώ δεν τα έζησα ένα προς ένα, τα περισσότερα μου τα είπε ο Ντόβας, μα το τέλος της ιστορίας το πληροφορήθηκα από μισόλογα της γειτονιάς όταν εκείνος και το ξωτικό του είχαν πια φύγει. Ωστόσο, δεν έμαθα ποτέ το όνομά της – κανείς δεν το γνώριζε. Ήρθε σε αυτή την πόλη ψυχοκόρη στο σπίτι ενός δεύτερου θείου της που είχε υποσχεθεί στη χήρα μάνα της να την παντρέψει και να την προικίσει όταν θα ερχόταν η ώρα. Είχε μια ανήμπορη γυναίκα και μια κακομαθημένη κόρη και χρειάζονταν δυο άξια χέρια. Δεν ξέρω αν ο θειος της είχε σκοπό να κρατήσει τον λόγο του, δεν του δόθηκε η ευκαιρία, πέθανε δυο χρόνια πριν κλείσει εκείνη τα δεκαοχτώ –η γυναίκα του είχε σβήσει λίγους μήνες
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 53
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
53
νωρίτερα– κι έτσι απόμεινε με την ξαδέρφη που ήταν μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερη. Καμιά τους δεν παντρεύτηκε. Το φιλαράκι μου ο Ντόβας ήταν σκάρτος στο μυαλό από μικρός, το ’λεγε κι ο ίδιος, δεν ντρεπόταν, τα ’ξερε τα χαΐρια του. «Φαντάσου πόσο όμορφη θα ’ταν στα νιάτα της», έλεγε. Τα μάτια της τρομαγμένα στις κόγχες, τα χείλη στεγνά, η μύτη εξείχε από το πρόσωπο σαν λόγχη, δεν ήξερα τι να απαντήσω. Η ομορφιά θρυμματίζεται κι αυτό που μένει δεν είναι αυτό που ήταν, είχα ακούσει να λένε, μπορεί και για παρηγοριά. «Κι ακόμα παραμένει τόσο όμορφη, έτσι δεν είναι, φίλε μου;» έλεγε κι εγώ κουνούσα το κεφάλι κι ούτε που σκεφτόμουν να του αποκριθώ πως αν δεν την είχα δει να χαμογελάει και τη συναντούσα ξαφνικά σε κανένα κακοφωτισμένο σοκάκι, θα τρόμαζα. Τη δεύτερη φορά που την είδα, πήγαινα στο παγκάκι να επισκεφτώ τον Ντόβα και τους βρήκα καθισμένους δίπλα δίπλα, εκείνον να τσακίζει και να διπλώνει ένα χαρτί με τα δάχτυλά του κι αυτήν να τον κοιτά προσεκτικά. Κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο και τους παρατηρούσα. Όταν ο φίλος μου άνοιξε τα χέρια, κρατούσε μια χάρτινη πεταλούδα και τη στόλισε στα μαλλιά της. Εκείνη του πρόσφερε το πακέτο της και τον αποχαιρέτισε. Την παρακολούθησα να φεύγει κι ορκίζομαι πως είδα την πεταλούδα να ζωντανεύει και να χώνεται στα κλαδιά μιας νεραντζιάς. Οι δυο γριές είχαν ζήσει μια ολόκληρη ζωή στο ρετιρέ της πλατείας, σχεδόν απομονωμένες, η μια, δράκαινα, και η άλλη, σκιά της. Η μόνη πράξη ελευθερίας για τη μικροκαμωμένη γυναίκα ήταν να επισκέπτεται κάθε τόσο τον Ντόβα στο παγκάκι και να του προσφέρει τη σιωπηλή συντροφιά της – ακόμα αναρωτιέμαι πώς κατάφερνε να ξεφεύγει από την επιτήρηση της αυστηρής ξαδέρφης. Τη φανταζόμουν μ ’ ένα ξόρκι να παγώνει τον χρόνο, όχι μονάχα μέσα στο διαμέρισμα, μα σε ολόκληρη την πολυκατοικία ή και στους γύρω δρόμους και να γλιστρά δίπλα από τα πετρωμένα σώματα των γειτόνων, σίγουρη ότι δεν θα την πάρουνε χα-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 54
54
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
μπάρι. Κι έπειτα η φαντασία μου κάλπαζε κι έλεγα πως τάχα το τίμημα γι ’ αυτή τη μαγική διεργασία θα ’ταν βαρύ, κι ίσως γι ’ αυτό δεν αποφάσιζε να μας πετρώσει όλους για πάντα – όλους εκτός από τον Ντόβα. Υπέθετα πως κάθε ξόρκι τής κλέβει λίγο κουράγιο ή ένα κομμάτι δύναμης κι ομορφιάς ή πως την καθηλώνει στη μοναξιά για ώρες· γι ’ αυτό και δεν επισκεπτόταν συχνότερα τον φίλο μου. Θυμάμαι ένα πρωινό που τη συνάντησα στο ταχυδρομείο περιμένοντας τη σειρά μου για να παραλάβω ένα πακέτο βοήθειας από την Πρόνοια. Εκείνη ήταν στην ουρά πριν από μένα, κοίταζε με αγωνία το ρολόι του τοίχου, τραβολογούσε τα ρούχα της, ξεχείλωνε με μανία τον γιακά της και μονολογούσε. Το παραμιλητό της δεν έβγαζε νόημα: «Έλα, Αρετή, τρέξε, Αρετή! Πάντα στην ώρα. Θεέ και κύριοι, πώς τρέχουν έτσι οι λεπτοδείκτες; Τρέξε, Αρετή, βιάσου, Αρετή, σκέπασε την κατσαρόλα, ξεκοκάλισε τα ψάρια, πύρωσε καλά τον φούρνο, μια ώρα η πίτα, τρία τέταρτα οι μπάμιες, είκοσι λεπτά ο γαύρος». Λίγο πριν φτάσει η σειρά της, όρμηξε κλαίγοντας έξω απ ’ το ταχυδρομείο κι απομακρύνθηκε τρέχοντας. Μιαν άλλη φορά, την πέτυχα στο καφενείο του Λάμπρου. Κρατούσε μια πάνινη σακούλα γεμάτη ξυπνητήρια, στεκόταν μπροστά από τον Τάκη τον σερβιτόρο, τον κοίταζε ακίνητη και παρακαλούσε με τη στριγκιά φωνή της: «Φτιάξ’ τα, φτιάξ’ τα, φτιάξ’ τα», ασταμάτητα. Εκείνος έκανε πως δεν καταλάβαινε και την μπέρδευε μ ’ ένα σωρό ερωτήσεις, μα αυτή έλεγε μόνο: «Φτιάξ’ τα, φτιάξ’ τα», κι όσο η ώρα περνούσε αγχωνόταν, και πάλι με το ένα χέρι τραβούσε τον γιακά της μπλούζας κι ίσιωνε τα λιγοστά μαλλιά της στο μέτωπο σαστισμένη. Όταν ο Τάκης κουράστηκε να τη βασανίζει, έβγαλε ένα ένα τα ρολόγια απ ’ τη σακούλα, ρύθμισε την ώρα, ίδια ακριβώς σε όλα, και τα κούρδισε. Τη στιγμή που εκείνη έβγαινε από το καφενείο, ο Τάκης είπε γελώντας σε μια παρέα που παρακολουθούσε το επεισόδιο:
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 55
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
55
«Τέσσερις το πρωί θα αρχίσουν όλα να βαράνε. Κρίμα που δεν θα ’μαστε εκεί να δούμε τέτοιο πανηγύρι...» Αν έτρεχα ξοπίσω της, θα την προλάβαινα, μα εγώ κοίταξα να ζητιανέψω δυο τρία κέρματα από τον Λάμπρο και μέχρι το βράδυ το είχα ξεχάσει. Την άλλη μέρα την είδα ξανά έξω από το καφενείο. Στεκόταν αμίλητη στο απέναντι πεζοδρόμιο με το αριστερό της μάτι μελανιασμένο και κοιτούσε μέσα από την τζαμαρία τις παρέες που έδιωχναν ξένοιαστα τον χρόνο. Κατάλαβα τότε πως είχε δίκιο ο Ντόβας όταν με διαβεβαίωνε πως «η κυρά της κυράς τη δέρνει την κυρά». Μιαν άλλη πάλι φορά την είδα να φεύγει από το μαγαζί του μαστρο-Σάμι με μια καινούργια σκούπα στα χέρια. Περνώντας από μπροστά του τον άκουσα να αναρωτιέται: «Μα, μία τη βδομάδα; Τι τις κάνει;» και τη φαντάστηκα να συγκεντρώνει σκούπες στο ρετιρέ της πολυκατοικίας για να τις μετατρέψει σ ’ έναν στρατό αχυράνθρωπων που θα συλλάβουν τη μάγισσα ξαδέρφη, τον Τάκη, και κάτι πιτσιρικάδες που άραζαν στα σκαλάκια της πολυκατοικίας και της πετούσαν στρακαστρούκες στα πόδια για να τη βλέπουν να τρέχει φοβισμένη να κρυφτεί απ ’ τα χαχανητά τους. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει πώς ζούσανε οι δυο γριές πίσω από την κλειστή πόρτα του ρετιρέ της πλατείας, ο φίλος μου όμως, αγαθός καθώς ήταν, καταλάβαινε περισσότερα απ ’ όσα έβλεπε ή άκουγε. Το ξωτικό περπατούσε με σκυφτό το κεφάλι. Η άλλη τής φώναζε για να μαγειρέψει ή για να σταματήσει να μαγειρεύει, για να τακτοποιεί τα φουστάνια στις ντουλάπες ώστε να μένουν ατσαλάκωτα, για να κατεβάζει τα σκουπίδια, να ανεβάζει τα ψώνια, να ανεβοκατεβάζει τα λουλούδια από τα πρεβάζια, της φώναζε για να της κάνει συντροφιά, να της μεταφέρει όσα συνέβαιναν έξω από το κάστρο, κι αν αποφάσιζε να πει δυο λέξεις, την πρόσταζε να σταματήσει να «κουτσομπολεύει σαν καμιά λαϊκιά» – πάντα υπήρχε μια νύξη για την καταγωγή της κι ας ήταν
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 56
56
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
τα εξήντα χρόνια που ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη πολύ περισσότερα από τα εννιά χρόνια που είχε περάσει στο ευήλιο καλύβι της μάνας της. Το 1933 ένας άντρας γεννημένος για να πεθάνει, όπως όλοι, έγραψε τον «Άνθρωπο που τα δέχονταν όλα...», μια ιστορία που ελάχιστοι γνωρίζουν, ελάχιστοι έχουν ακούσει κι ακόμα λιγότεροι έχουν διαβάσει. Θα με κοιτάξεις μ ’ ένα μισοχαμόγελο και θα πεις: «Ε, και;» Έζησε πριν από μένα κι από σένα, μα ένιωσα τώρα, έτσι χωρίς άλλη φροντίδα, πως ακόμα κι αν δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, κι ας μην είχα την ευκαιρία να κάνω μαζί του έναν περίπατο στο θλιβερό προαύλιο του σανατορίου, του αξίζει μια θέση μέσα στην ιστορία, ένα ακόμα όνομα που δεν θα θυμάσαι με την καινούργια μέρα. Ένα βράδυ το ξωτικό αρρώστησε βαριά κι έπεσε στο κρεβάτι ανήμπορο. Η ξαδέρφη σπάραζε στο προσκέφαλό της, έφερνε γιατρούς, πρακτικούς, νοσοκόμους, μπαινόβγαινε στην κάμαρά της κι ωρυόταν: «Πού φεύγεις; Πού μ ’ αφήνεις μονάχη; Θεέ μου, δεν έπαιρνες εμένα καλύτερα». Παράγγελνε ζεστές σούπες και δροσερές νυχτικιές, άναβε ιαματικά κεριά κι αγόραζε ακριβά φάρμακα, ξενυχτούσε και τη νανούριζε κι ένα πρωί βαρέθηκε κι είπε: «Ώρα σου! Μου παρακάθισες στον σβέρκο, αναίσθητη». Δεν ξέρω αν η «κυρά του ρετιρέ της πλατείας» το άκουσε ή το αντιλήφθηκε, μα το ίδιο απόγευμα πέθανε. «Στο διάολο», της ευχήθηκε η συντρόφισσά της κι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. «Θα ’ρθε για να σε παραλάβει», αστειεύτηκε χωρίς να αναρωτηθεί ποιος χτυπούσε, ύστερα από μισόν αιώνα, το κουδούνι ακάλεστος. Όλες εκείνες τις μέρες ο Ντόβας τριγυρνούσε γύρω από το παγκάκι ανήσυχος. Σκεφτόταν να πάρει τους δρόμους για να την αναζητήσει, μα φοβόταν μήπως ερχόταν να τον βρει κι αυτός έ-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 57
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
57
λειπε. Στο τέλος το αποφάσισε, δίπλωσε τον υπνόσακό του, μάζεψε σε δυο σακούλες τα λιγοστά υπάρχοντά του, εγκατέλειψε το στέκι του κι αποφάσισε να τη γυρέψει στο ρετιρέ της πλατείας. Την είχε ακολουθήσει μέχρι εκεί τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, την είχε παρακολουθήσει χωρίς να τον πάρει χαμπάρι, ίσως για να ικανοποιήσει την περιέργειά του, μα πιο πολύ γιατί γνωρίζοντας το άνετο κατάλυμά της ένιωθε κι ο ίδιος ασφάλεια. Βρήκε ανοιχτή την πόρτα της πολυκατοικίας, αψήφησε την πινακίδα που απαγόρευε την είσοδο σε ζητιάνους, διανομείς διαφημιστικού υλικού και «πάσα έναν μη έχοντα εργασία», ανέβηκε αργά τους έξι ορόφους και στάθηκε έξω από το μοναδικό διαμέρισμα του τελευταίου προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του. Σκέφτηκε για μια στιγμή να φύγει, αναρωτήθηκε μήπως η επίσκεψή του προκαλούσε πρόσθετα βάσανα στην κυρά του, αλλά τελικά πάτησε το κουδούνι. Δευτερόλεπτα μετά, μια αναμαλλιασμένη γριά φάνηκε πίσω από την πόρτα, τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια κι έτρεξε έξω από το διαμέρισμα αλαλάζοντας, αφήνοντας την πόρτα ορθάνοιχτη. Η γριά κατέβηκε στον πέμπτο, όμως δεν βρήκε κανέναν να τη βοηθήσει, κατέβηκε έναν ακόμα όροφο κι είδε μια πόρτα να ανοίγει κι έναν εύρωστο άντρα να την κοιτά ανήσυχος. «Ένας αλήτης είναι στο σπίτι μου, βοηθήστε με, η καημένη η άρρωστη εξαδέλφη μου κινδυνεύει». Άρπαξε αυτός έναν σιδερένιο λοστό που είχε πάντα δίπλα στην πόρτα κι έτρεξε ξοπίσω της. Ανέβαινε τα σκαλιά δυο δυο, «Μπράβο η γριά», σκέφτηκε ο άντρας. Ένιωθε ανάλαφρη, σαν να είχε ρουφήξει όλη την ενέργεια από το σώμα της πεθαμένης. «Μου ’κλεβες τη ζωή τόσα χρόνια, πουτανοθήλυκο», ψιθύρισε μέσα απ ’ τα δόντια της. Ρίγησε από τη νέα της δύναμη κι από μια δίψα πρωτόγνωρη που φούντωνε στο κορμί της. Ο Ντόβας καθισμένος στο κρεβάτι της νεκρής χάιδευε με τα
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 58
58
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
δυο του χέρια τα λιγοστά μαλλιά της – πλησίασε τόσο το πρόσωπό του στο δικό της, που αν είχε δάκρυα θα ’χαν να διανύσουν ελάχιστη απόσταση. Σε αυτή τη στάση τούς βρήκαν μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Την πνίγει, τη σκοτώνει», ούρλιαξε η γριά κι ο υπερασπιστής της, χωρίς δεύτερη σκέψη, έσπασε, με το σιδερένιο μπαστούνι, το κεφάλι του καημένου του Ντόβα, που δεν καταδέχτηκε ούτε να σηκώσει τα μάτια του.
«Θα προτιμούσα μια χαρούμενη ιστορία απόψε», του είπε. «Είμαι θλιμμένος κι άρρωστος», της απάντησε με το βλέμμα αδειανό. Ήξερε η Μάμα πως δεν μίλησε σ’ εκείνη, κατάλαβε ότι στον εαυτό του απευθυνόταν. Ξαπλωμένοι στην καρότσα ενός παροπλισμένου φορτηγού κάτω από έναν μουσαμά, προφυλαγμένοι από το κρύο κι αόρατοι στα μάτια της πόλης, παρατηρούσαν τα ακανόνιστα τοπία που έφτιαχνε η ανάσα τους. Γύρισε το κεφάλι κι ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του ανησυχώντας μήπως ο ερωτικός πόθος που ένιωθε να ανάβει μέσα της δεν είχε επιλέξει κατάλληλο τόπο και χρόνο για να εκδηλωθεί. Ενώθηκαν σε ένα αγκάλιασμα που είχε για τον καθένα άλλη σημασία· για αυτήν ήταν μια προσευχή να λυτρωθεί από τον θάνατο που θέριευε μπροστά στα μάτια της, μια ελπίδα να ευλογηθεί το σμίξιμό τους με τον στέρεο καρπό που χρόνια ευχόταν στα σπλάχνα της· εκείνος, για άλλη μια φορά, αναζητούσε ένα συνταίριασμα που θα μπορούσε έστω για λίγο να τον εκμηδενίσει. Φούντωσε η προσδοκία στα στήθη, μέλωσαν οι χυμοί, λησμόνησε τα άγνωστα μέλη που σβάρνιζαν το κορμί της. Ανταποκρίθηκε αυτός με συστολή στην αρχή, μα έπειτα άρπαξε με το δεξί του χέρι το μικροσκοπικό εσώρουχό της και το τράβηξε να κατέβει ως τα γόνατα. Ταίριαξε το στήθος του στην πλάτη της, χάιδεψε τον δροσερό κώλο κι έπειτα με μια κίνηση τρυφερή κι άγρια μπήκε μέ-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 59
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
59
σα της. Έτριξε η καρότσα από το ρυθμικό πάλεμα, ο αέρας λυσσομανούσε μα εκείνοι κάτω από τον ξεθωριασμένο μουσαμά, στο μικροκλίμα της ένωσής τους, λησμόνησαν για λίγο την αφιλόξενη πολιτεία, την άγρια εποχή, τη μοναξιά που τους περιγελούσε με αναίδεια. n
Ο Χόρορ τεντώθηκε κι άφησε ένα ρέψιμο σκέτο οινόπνευμα. Στάθηκε στην πύλη και κοίταξε παραμέσα στο σκοτεινό αμαξοστάσιο. Οι λάμπες στις κολόνες έριχναν κίτρινο φως στα παροπλισμένα λεωφορεία, μα κανέναν, ούτε τους τρεις άντρες στον δρόμο, ούτε τους άστεγους που κρύβονταν κουλουριασμένοι στις ρημαγμένες καμπίνες, δεν φώτισε. n
Η Μάμα τράβηξε το εσώρουχο κι έγειρε το σώμα της στην αγκαλιά του Σεβαστιανού. Παρά την απλυσιά, το δέρμα του είχε μιαν απαλότητα απόκοσμη. Αφέθηκε στα χάδια του κι έπειτα από λίγο τον ένιωσε να επιστρέφει στη θλίψη. «Είναι όπως εκείνες τις φορές που μόλις καταφέρεις να βάλεις στο χέρι τα φράγκα για ένα ζουμερό λουκάνικο κι ένα μισόλιτρο κρασί κι ενώ στα είκοσι μέτρα είναι η καντίνα του Σαχίν, αποφασίζεις να περπατήσεις ένα χιλιόμετρο –κι έξω απ’ τα νερά σου– για να αγοράσεις το φαΐ σου από το μπιστρό της Πλατείας Θεάτρου, εκείνο το μικρό καφέ που τα πρωινά φιλοξενεί μουσικούς και θεατρίνους κι η σερβιτόρα με τα πορτοκαλί μαλλιά χαμογελά διαρκώς. Λίγο πριν φτάσεις στην πόρτα του μπιστρό, πέφτεις πάνω σε κάποιον που είναι πιο φτωχός, πιο πεινασμένος από σένα και σε τραβάει μαλακά από το μανίκι κι εσύ πρέπει να πεις: “Πεινάς;” ενώ αν ήταν αλλιώς τα πράγματα και για τους δυο σας, θα έλεγες ευγενικά χαμογελώντας: “Πώς κι από αυτή τη γειτονιά;” ή ίσως πάλι: “Γέννησε η Άννα; Να σας
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 60
60
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
ζήσει”, ή: “Έμαθα, πήρες την καινούργια Σεβρολέτ, σκέφτομαι να αγοράσω κι εγώ μία”. Μα εσύ στέκεσαι, τον κοιτάς στα μάτια, τρέμει το χέρι του, το νιώθεις, κι αν είναι να μιλήσεις, πρέπει να πεις: “Πεινάς;” γιατί όλα τα άλλα για σένα και γι’ αυτόν δεν έχουν καμία σημασία». Η Μάμα είχε χρόνια να νιώσει πείνα, όμως αυτό που ήθελε να πει ο Σεβαστιανός το καταλάβαινε. n
Μπήκαν με σαματά στο αμαξοστάσιο, έπιασαν έναν σακάτη που ρέμβαζε δίπλα στη φωτιά κι αποτέλειωνε μια μπουκάλα φτηνό κονιάκ, ο Νάνος τον άρπαξε από το πανωφόρι κι ο Χόρορ του έριξε μια γροθιά στα μούτρα. Τον πέταξαν σε έναν σωρό σκουπίδια που είχαν ξεμείνει σε μια γωνιά για προσάναμμα, έσκασε με έναν υγρό ήχο κι ένα σπασμένο σανίδι χώθηκε στα πλευρά του, ο φόβος και ο πόνος έλυσαν την κύστη του κι έβρεξε το παντελόνι του. Το όργανό του τον έτσουξε, το κρύο είχε δυναμώσει, τα πόδια πάγωσαν, έμεινε ακίνητος. Ο Χόρορ δεν γύρισε να τον ξανακοιτάξει, με μια κλοτσιά έστειλε την άδεια μπουκάλα του κονιάκ σε μια κολόνα πλάι στη φωτιά κι όπως διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια, φωτίστηκε για μια στιγμή η αλάνα απ’ τις ξανθές αναλαμπές. Βρήκε ευκαιρία ο σακάτης, έσφιξε τα δόντια και σύρθηκε αθόρυβα, στα τέσσερα, έξω από το αμαξοστάσιο. Μια λιπαρή κόκκινη γραμμή απόμεινε στο έδαφος. Χωρίστηκαν κι άρχισαν να χτυπούν με λοστούς και κλοτσιές τα παρατημένα λεωφορεία. Οι άστεγοι τινάχτηκαν απ’ τον ύπνο και χώθηκαν στην πιο σκοτεινή γωνιά της τρύπας τους. Κρότοι, σάρκα που σπαράζει και ουρλιαχτά, δόντια που τρίζουν κι έπειτα δόντια που χτυπάνε, εν δυο, εν δυο, πόδια ατσάλινα παρελαύνουν αγέρωχα, εν δυο, στο βάδισμα της χήνας. Αιφνίδια σιωπή, σιγή αφύσικη κι έπειτα λάμψεις, λόγχες που αντλούν χυμούς από τα βάθη των ιστών και οιμωγές. Η γυναίκα
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 61
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
61
έτρεμε δίπλα του. Ήρθαν στον νου του Σεβαστιανού λεπτοδουλεμένες ξυλογραφίες από βιβλία που είχε λησμονήσει τους τίτλους τους, ο Homo ο λύκος κι ο Ursus ο σύντροφός του· έσφιξε τα δόντια να συγκρατήσει ένα βάρβαρο γέλιο που το ένιωσε να εφορμά κι αν το άφηνε να ξεφύγει, θα του έσκιζε το πρόσωπο από το ένα αυτί ίσαμε το άλλο. Η Μάμα έτρεξε αλαφιασμένη προς τον δρόμο. Ο Νάνος την άρπαξε από το χέρι λίγα βήματα πριν βγει από τη μισοφωτισμένη αλάνα, την ταρακούνησε, μα μαθημένη εκείνη στη φτηνή αγριάδα των αντρών, του γύρισε ένα δυνατό σκαμπίλι. Ξαφνιάστηκε, της άφησε το χέρι, οι σύντροφοί του γέλασαν κοροϊδευτικά. Δεν πρόφτασε η Μάμα να κάνει δυο βήματα κι ο κοντός με μια κλοτσιά την έριξε στα βρωμόνερα. Ο Σεβαστιανός βγήκε από τα σκοτάδια και στάθηκε δίπλα της. Ανάμεσα από τις σκουριασμένες καρότσες πρόβαλε ένας ξεμαλλιασμένος γέρος χωρίς πρόσωπο. Μια βρώμικη μαντίλα γύρω από το κεφάλι άφηνε να φανούν μονάχα τα μάτια, ένα γαλάζιο ξεβαμμένο χρώμα. Βρώμικες τούφες λευκόξανθα μαλλιά όμοιες με δεμάτια στάχυα που άρχισαν να σαπίζουν από τις φθινοπωρινές βροχές πετάγονταν έξω από τη μαντίλα, στην κορυφή του κεφαλιού, κι ανάμεσά τους γυάλιζε ένα λιγδιασμένο κρανίο. Κουνούσε ένα μπαστούνι στο ένα χέρι σαν να ήταν φραγγέλιο κι έσερνε με το άλλο ένα τετράτροχο παιδικό καρότσι που του έλειπε μια ρόδα. Περπατούσε μια κυκλική τροχιά γύρω από τους τέσσερις άντρες και τη Μάμα, είχε στυλώσει τα μάτια στον Σεβαστιανό και με φωνή, παράταιρα βροντερή για το μισερό του σώμα, φώναξε: «Ἑτοιμάσατε εὐρεῖα ὁδόν, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ». Ο Νάνος έπιασε μια άδεια κονσέρβα και του την πέταξε, αλλά αστόχησε. Ο άντρας συνέχισε στην τροχιά του μακριά από τους τρεις εισβολείς, σταματούσε κάθε τόσο, στεκόταν απέναντί τους, ύψωνε το μπαστούνι και φώναζε. Το στόμα του, φτω-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 62
62
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
χό σε δόντια, βαθύ και σκοτεινό σαν να ’χε καταπιεί τη νύχτα, χαχάνιζε κι έκραζε σαν παλαβός. «Φευγάτε, έξω, έξω από τον περίβολό μου. Δυο, πολλοί, και τρεις, πολλοί, δεν θα φτάσει η πίτα για όλους. Δρόμο, γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;» Ο Σεβαστιανός τον ήξερε καλά· κι άλλες φορές είχε σταθεί στο πλάι του με τον παράξενό του τρόπο, πεισματάρης και φωνακλάς, με εκείνη την αψάδα που δείχνουν οι τρελοί, λες και ήταν καθήκον του να τον φυλά, έστω κι από μακριά, κι ας μην αντάλλασσαν πολλές κουβέντες. «Πίσω, εμπρός, βήμα ταχύ να μη σβήσει το καντήλι. Δρόμο, θεριό, απ’ το σκουπιδαριό, δρόμο, θεριό, απ’ το σκουπιδαριό», συνέχιζε να φωνάζει εκτελώντας ακούραστα την ίδια ελλειπτική τροχιά. Ο Χόρορ χασκογέλασε. Οι τρεις εισβολείς ξέχασαν τη λασπωμένη Μάμα και πλησίασαν τον Σεβαστιανό που στεκόταν στη μέση της αλάνας. Ο Νάνος σήκωσε τον λοστό και τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη, κάμποσες φορές, ώσπου έπεσε στα γόνατα. Έσκυψε ο Χόρορ, τον άρπαξε απ’ τον σβέρκο και του έφερε το μισοάδειο μπουκάλι στο στόμα. Η γυναίκα σηκώθηκε χωρίς να την αντιληφθούν κι έτρεξε έξω στον δρόμο. Ο Νάνος άρχισε να χοροπηδά με ασύμμετρα βήματα κι ακατάληπτες ιαχές, σαν να τελούσε κάποιον αρχαίο χορό μύησης. Ο μικρός βογκούσε σαν πληγωμένο ζώο και ξέρναγε σε κάθε γωνιά της αλάνας. Ο Σεβαστιανός, χωρίς να δείξει φόβο ή σιχασιά, ήπιε μια γουλιά κι ο Χόρορ έσφιξε το αγκάλιασμα. «Ρούφα, σκουπίδι». Από τις ρημαγμένες καρότσες, δεκάδες ζευγάρια μάτια παρακολουθούσαν το επεισόδιο· δεν ξεχώριζαν στο σκοτάδι. Οι άστεγοι, φοβισμένοι, δεν τολμούσαν να κινήσουν ούτε το μουδιασμένο τους πλευρό – ντρέπονταν γιατί ένιωθαν ευγνώμονες και
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 63
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
63
τυχεροί που δεν ήταν στη θέση του Σεβαστιανού. Ο Νάνος γυρνούσε στην αλάνα χορεύοντας, ο μικρός βημάτιζε ανήσυχα. «Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνό ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας», έκραξε ο αναμαλλιασμένος άντρας με το καρότσι. Αυτή τη φορά ο λοστός που έφυγε από το χέρι του Νάνου βρήκε στόχο κι έσκασε λίγους πόντους πάνω από το αυτί του τρελού. Ζαλίστηκε εκείνος για μια στιγμή και κάθισε μ’ έναν γδούπο στο βρώμικο έδαφος. Το καροτσάκι παρασυρμένο άδειασε το περιεχόμενό του, κουτιά τενεκεδένια, βιβλία και κουρελόπανα. Το δέρμα του σκίστηκε εκεί που αρχίζει το τριχωτό της κεφαλής και το αίμα πλημμύρισε τον μαυρισμένο λαιμό. Ο Νάνος έκανε να τον κυνηγήσει, όμως ο γέρος πρόλαβε και χώθηκε παραπατώντας ανάμεσα στα παροπλισμένα λεωφορεία στο πιο σκοτεινό σημείο του αμαξοστασίου. Ο βήχας του μπλέχτηκε με το μεθυσμένο γέλιο του διώκτη του, ο οποίος τρέμοντας το σκοτάδι –κι ας μην τολμούσε να το παραδεχτεί– διέκοψε την καταδίωξη κι επέστρεψε δίπλα στον Χόρορ και τον Σεβαστιανό. Ο γέρος μακριά από το κέντρο της αλάνας, ανήμπορος σαν παιδί, ξέσπασε σε λυγμούς· μια ξαφνική διαύγεια φώτισε το μυαλό του, ο πατριός φευγάτος χρόνια και η μάνα χαροπαλεύει στο ιδρωμένο στρώμα τρία μερόνυχτα· πατέρα δεν γνώρισε, το ρεύμα κομμένο, οι γειτόνοι διπλοκλειδωμένοι πίσω από κλειστά πορτοπαράθυρα, εννιάχρονο παιδί, δεν ξέρει πώς να απαλύνει την αγωνία της γριάς του, τραβάει τον κουβά από το πηγάδι, ματώνουν οι παλάμες κι έπειτα στρώνει στο μέτωπό της κουρέλια ποτισμένα στο κρύο νερό και στο αίμα για να της αλαφρώσει την κάψα. Νηστικός κι άυπνος προσπαθεί με το υγρό πανί να παραμείνουν ξυπνητοί. Τα βλέφαρα βαραίνουν, γέρνει το κεφάλι. Όταν ανοίγει ξανά τα μάτια (έχει πια νυχτώσει), πόση χαρά, η γριά του δεν είναι πια ζεστή, κοιμάται ασάλευτη, πιάνει και της φιλά το χέρι –δροσερό–, χαϊδεύει τα μαλλιά της, φτάνει η πα-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 64
64
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
λάμη του στο μέτωπό της, το νιώθει κρύο· έξω βρέχει, χαμογελάει ανακουφισμένος που νίκησε τον πυρετό, κλείνει και πάλι τα μάτια και γέρνει να αποκοιμηθεί δίπλα στο προσκεφάλι της παγωμένης μάνας. Ο Σεβαστιανός, γονατισμένος κι ακίνητος, ανασαίνει τη σκόνη που σήκωσαν οι ξαφνικές ριπές του ανέμου. Ανοίγει τα ρουθούνια ρουφώντας τη μυρωδιά που αφήνει η ζωή καθώς διαλύεται. Για σκέψου, ποιος θα μας μιλήσει για τη σκόνη που κάθεται στ’ αραγμένα αυτοκίνητα, που διαρκώς τρυπώνει στα διπλοκλειδωμένα διαμερίσματα κι ανακατεύει στο άχαρο σώμα της άλλης κάθε φορά σύστασης σωματίδια; Άλλοτε χώμα και τσιμέντο κι άλλοτε σταχτιά άμμο από μακριά φερμένη με τους αγέρηδες, γύρη την άνοιξη κι απειροελάχιστα κομμάτια από γυαλί το καλοκαίρι, φτερά σπασμένα από έντομα που έχασαν κάθε ικανότητα για πτήση το φθινόπωρο, και τον χειμώνα ίχνη από χείλη που ξεραίνονται και πούδρα που μαδάει από τα πυρωμένα πρόσωπα των γυναικών. Ποιος θα μας περιγράψει τις μυρωδιές που κουβαλάει, συχνά ανεπαίσθητες, καθώς την παραβγαίνουμε σε κίνηση και μόνο πολύ αργά, κάποιοι από εμάς, όταν η όσφρηση έχει πια εξασθενίσει, μένουν ακίνητοι στο δώμα τους και η σκόνη τότε, σαν να τους προλαβαίνει, κολλάει στα βλέφαρα τις στιγμές που γέρνουν στην καρέκλα για τον μεσημεριανό ύπνο – που δεν τον παραδέχονται– και μπαίνει στα ρουθούνια ώσπου να γίνει αντιληπτή. Κι ίσως η επιμονή της να γίνει αντιληπτή, να αναλυθεί στις χίλιες μνήμες που συγκρατεί στο σώμα της, δεν είναι παρά ένα θρόισμα, ένας αδύναμος ψίθυρος που μας καλωσορίζει στα μελλούμενα. «Τράβα φέρε το μπιτόνι από το αυτοκίνητο», πρόσταξε τον Παύλο ο Χόρορ, «ο φίλος μας πεθαίνει για μια γερή εντριβή με βενζίνα. Μην του χαλάσουμε το χατίρι». n
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 65
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
65
Ο Γιάννης τρέμει κάτω από τη μάλλινη κουβέρτα, τριακόσια χιλιόμετρα μακριά από το αμαξοστάσιο, στριφογυρνά με μάτια ορθάνοιχτα στα καθαρά σεντόνια που έστρωσε η αδερφή του, στην ησυχία του χωριατόσπιτου και δεν μπορεί να αποκοιμηθεί. Σαπουνισμένος και χορτάτος κι όμως ένας χώρος στα σπλάχνα του μένει αδειανός. «Μερικοί νομίζουν ότι το κρύο κι η πείνα είναι σωματικές αντιδράσεις σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, πιστεύουν πως φτάνει να τυλιχτείς ένα ζεστό πανωφόρι και να γεμίσεις το στομάχι μυρωδικό βραστό και θα ’ναι όλα εντάξει. Για πες μου, γνώρισες ποτέ κανέναν που είχε πραγματικά τελειώσει μ’ αυτά; Ξυπνάς, κοιμάσαι κι όλο κάτι σε τρώει αφήνοντάς σου μια τρύπα στο κέντρο· δεν θα καταφέρεις να τη γεμίσεις. Κι αν η κοιλιά τεντώσει απ’ το φαΐ, κάτι άλλο, ίσως η γνώση πως θα ξαναπεινάσεις, πως πάλι θα κρυώσεις, πως θα πλαγιάσεις στο κρεβάτι μονάχος, η γνώση πως οι φίλοι κάποια στιγμή θα λείψουν, δεν σε αφήνει να ησυχάσεις», θυμήθηκε την τελευταία του κουβέντα με τον Σεβαστιανό. Ο άντρας της αδερφής του, αποκαμωμένος από τα χωράφια και τα ζωντανά, ροχαλίζει μακάριος στο διπλανό δωμάτιο. Καλό παλικάρι, δεν διστάζει να του δώσει το χέρι κι ας τρέμει τα χνότα του που μυρίζουν τρέλα κι ας βλαστημά την επιμονή του να γυρνάει κουρελής και πεινασμένος. «Το λάθος σου συχωρεμένο. Το χρέος σου στην πολιτεία το πλήρωσες». Λίγα λόγια, μετρημένα. Μονάχα στο καφενείο δεν θέλει να τον βλέπει, δεν έχει απάντηση να δώσει στους συγχωριανούς για την κατάντια του. Νέο παιδί, σπουδαγμένο και να διαλέξει τέτοια ζωή. Έτσι το ’χουν αυτοί· θαρρούν ακόμα πως τη ζωή σου τη διαλέγεις κι όχι πως σε διαλέγει εκείνη. Περπατούσαν με τον Σεβαστιανό δίπλα δίπλα, απόγευμα Σαββάτου, την ώρα που οι νοικοκυραίοι έβγαζαν τα σκουπίδια 3o
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 66
66
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
στους κάδους. Σταμάτησαν μπροστά από έναν τενεκέ στο πεζοδρόμιο δίπλα από το γαλατάδικο. Μέσα από μια σακούλα μισάνοιχτη κρεμόταν ένα μάλλινο γάντι χωρίς ταίρι, ένα πορτοκαλί γάντι με κόκκινες εξωτερικές ραφές, σχεδόν καινούργιο. Έψαξε ο Γιάννης τη σακούλα, την έβγαλε από τον κάδο και την ακούμπησε πλάι στα πόδια του. Βρήκε και το άλλο γάντι, σκισμένος ο αντίχειρας, μύριζαν και τα δυο πετρέλαιο. Τα φόρεσε στα χέρια και τα κοίταζε. «Σκέψου μονάχα πόσα διαφορετικά αντικείμενα χωρούν σε μια σκουπιδοσακούλα. Να, δες εδώ στον πάτο, μια ρημαγμένη κούκλα κι απάνω της στουπιά, ένα ημερολόγιο τοίχου –μόνο ο τελευταίος μήνας–, ένα τενεκεδάκι από σαρδέλες, μια ανθοδέσμη μαραμένα τριαντάφυλλα, ένα εισιτήριο πλοίου με περασμένη ημερομηνία», απαριθμούσε ο Σεβαστιανός τα περιεχόμενα της σακούλας, «καμιά φορά νομίζω ότι θα ανοίξω καμιά και θα πεταχτεί από μέσα η ζωή ενός ανθρώπου που θα μου χωράει. Ο κάτοχός της θα την έχει βαρεθεί, θα την έχει μπουχτίσει κι όμως εμένα θα μου ’ρχεται γάντι». Η γριά ιδιοκτήτρια του γαλακτοπωλείου έβγαλε το κεφάλι από την πόρτα και τους πρόσταξε αυστηρά να μαζέψουν τη σαβούρα απ’ το πεζοδρόμιο και να την ξαναβάλουν στον κάδο. Χώθηκε έπειτα στο μαγαζί της και τους παρακολουθούσε πίσω από τα σκονισμένα ράφια. Ο Γιάννης έβρισε μέσα από τα δόντια. Ο φίλος του χαμογέλασε. «Θυμάσαι ένα πρωί πριν από δυο ή τρεις μήνες, που τη συναντήσαμε την ώρα που άνοιγε την πόρτα του μικρομάγαζου; Στάθηκε ξαφνιασμένη, μας κοίταξε για μια στιγμή μέσα από την αχλή του ύπνου, μειδίασε κι έσφιξε τα χείλη για να μη φύγει η μασέλα, όχι από τσιγκουνιά αλλά από καθυστερημένη κοκεταρία, κι είπε: “Μοιάζετε με κείνους τους γιεγιέδες στα τέλη του ’60”.
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 67
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
67
»Πέρασε όλη τη ζωή της μονάχη σ’ αυτή τη γειτονιά, ο μπαρμπα-Νίκος ο Φανέλας την ήξερε από παιδί – δεν τον πρόφτασες. Εκείνη τη μέρα κατάλαβα πως, εκεί κάπου στα τριάντα πέντε ή στα σαράντα, τότε που οι συγγενείς κι οι φίλοι την αποκαλούσαν “μεγαλοκοπέλα” στις μεταξύ τους συζητήσεις, εκείνη πίσω από τα φορτωμένα ράφια έβλεπε τους μαλλιάδες να περνούν, έστεκε και τους κοίταζε με τα ξεχειλωμένα ρούχα τους, με τα λαμπρά χαμόγελα, χορτάτους από μουσική κι από πήδημα, τους λαχταρούσε, τους λιμπιζόταν αλλά δεν το πήρε απόφαση να τους μιλήσει, να ξεσφαλίσει την κάμαρά της και να τους προσκαλέσει να περάσουν το κατώφλι». Ο αντίχειρας του Γιάννη ξεπρόβαλε γυμνός από το σκισμένο γάντι, σαν να τον περιγελούσε· το έβγαλε κι έχωσε το χέρι στην τσέπη. Κοιτάζει από το παράθυρο της κάμαράς του το φύλλωμα των δέντρων, την απότομη γραμμή που κατεβαίνει απ’ την κορυφή του απέναντι βουνού, τις χιονισμένες πλαγιές. Τίποτα δεν αλλάζει κι ας λείπω. Κι αν δεν ξαναγυρίσω, τίποτα δεν θα αλλάξει. Κάθονταν με τον Σεβαστιανό σ’ ένα παγκάκι στην είσοδο του Λιμανιού. Λίγες φορές είχαν ξεμείνει οι δυο τους μονάχοι. Μια γυναίκα πέρασε από μπροστά τους, κρατούσε στην αγκαλιά ένα αγοράκι για να το προφυλάξει από το κρύο, δεν έμοιαζαν ντόπιοι, το δέρμα της λευκό, ξανθά μαλλιά, ένα κορμί μονοκόμματο, δεν άξιζε δεύτερη ματιά, μα σκέφτηκε με τι αθώο πόθο την αντικρίζει το αγόρι κάθε πρωί. Γύρισε και κοίταξε τον φίλο του, μεγαλύτερος από εκείνον, πιο κουρασμένος κι όμως με πόση φροντίδα στεκόταν δίπλα τους, με πόση υπομονή μιλούσε κι ας ήξερε φορές φορές πως δεν τον καταλάβαιναν. Όφειλε ένα ευχαριστώ αλλά ντρεπόταν. Χαμήλωσε ο Σεβαστιανός τα μάτια, βγήκε η φωνή του κουρασμένη. «Κι αν άφησα τις ζωές σας να χύνονται μες στη δική μου, έτσι που να αποκτώ ξεδιάντροπα όλες τις εμπειρίες, τις απολαύ-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 68
68
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
σεις και τις απογοητεύσεις σας, τις προσμονές και τις διαψεύσεις, βλέπεις τι έχω καταφέρει; Έχω φορέσει ένα φαρδύ αρχαίο ράσο και υποφέρω, ο δυστυχής, μια ανεπανόρθωτη διαύγεια». n
Τέτοια ώρα, λίγο πριν χαράξει, φτάνουν στ’ αυτιά οι μακρινοί ήχοι από τα λικνίσματα των γερανών του Λιμανιού. Στο πρώτο φως η σκιά τους θα καλύψει τις στέγες των σπιτιών κι ας μην το αντιλαμβάνεται κανείς, θύματα όλοι της αέναης επανάληψης. Ό,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί κι έπειτα η πόλη θα βυθιστεί ξανά στο βουητό των καλωδίων και στα αλυχτίσματα των σκυλιών που ακούγονται σαν βυζαντινό ίσο. Σε λιγότερο από δυο ώρες θα ηχήσει και πάλι η μουσική στις στοές του υπογείου και θα μαλακώσει τον θόρυβο των διερχόμενων συρμών. Τα λεωφορεία θα βγουν μουγκρίζοντας στους δρόμους, στα τζάμια τους θα καθρεφτίζονται τα πρώτα πορτοπαράθυρα που ανοίγουν να καλωσορίσουν την καινούργια μέρα. Έξι χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα υπάρχει μια ερειπωμένη μονοκατοικία στην κατοχή κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, ένα ισόγειο σπίτι που φιλοξένησε τα παιδικά χρόνια του Σεβαστιανού. Τα παράθυρα έχουν φουσκώσει, δεν ανοίγουν, τα κάγκελα σκουριάζουν, οι τοίχοι θ’ αρχίσουν να πέφτουν, η πόρτα χάσκει ορθάνοιχτη. Στον κήπο ζουν εφτά ποντίκια, τρεις γάτες, μια χελώνα, δύο αλογάκια της Παναγιάς, τέσσερις πασχαλίτσες, οκτώ χρυσόμυγες, εννιά ακρίδες, έντεκα σαλιγκάρια, τριάντα δύο κατσαρίδες, εβδομήντα τρία άσπρα μυγάκια, εκατόν τέσσερις κάμπιες, τετρακόσια εννιά μυρμήγκια, επτακόσιοι θρίπες, μερικές χιλιάδες αφίδες· κυνηγούν το ένα το άλλο, αλληλοτρώγονται κι ωστόσο ο αριθμός τους παραμένει αμετάβλητος. Οι γείτονες έχουν ξεχάσει τους περασμένους ιδιοκτήτες. Στις παρυφές της πολιτείας, στους ανοιχτούς δρόμους, με-
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 69
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
69
γάλα φορτηγά κινούνται βαρύθυμα μεταφέροντας πολύτιμα εμπορεύματα ενώ οι οδηγοί ταλαντεύονται μετέωροι στο χείλος του ύπνου. Οι όγκοι θ’ αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν σε λίγο, σχήματα αφύσικα, κύβοι και κώνοι που καμιά σχέση δεν έχουν με τις ασύμμετρες καμπύλες και τις γραμμές τις τεθλασμένες που σχηματίζουν την αληθινή ζωή. Όμως, ό,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί κι η πόλη θα επιστρέψει στο βουητό των καλωδίων και στα σκυλίσια αλυχτίσματα μέχρι να ξημερώσει. n
Φούντωσαν τα μαλλιά του, άρπαξαν τα γένια του, στεκόταν αμίλητος. Βρώμισε ο αέρας καμένη σάρκα, μια μυρουδιά όξινη και στυφή, έτρεξαν οι τρεις θύτες προς την έξοδο του αμαξοστασίου να της ξεφύγουν. Στάθηκε ο μικρός λαχανιασμένος και γύρισε μια τελευταία φορά το κεφάλι προς το καιόμενο σώμα. Κατάπινε η φλόγα τα βλέφαρα, τα τσίνορα, έλιωνε πίσω από την πύρινη γλώσσα η ευγενική μορφή, φάνηκαν τα οστά του κρανίου να μαυρίζουν κι έλαμψε η ματιά αδειανή. «Πάμε», φώναξε ο Χόρορ κι άρπαξε τον Παύλο απ’ το μπράτσο. Εκείνος παρακολουθούσε παραλυμένος. «Τρέχα, θα μπλέξουμε», είπε και χώθηκε στην ασφάλεια της γυαλιστερής του κούρσας. Οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν. Στα τζάμια του αυτοκινήτου καθρεφτιζόταν ορθή η πύρινη φιγούρα και οι αντανακλάσεις σαν να εικονοποιούσαν μια προφητεία βαριά. Άνοιξε ο Σεβαστιανός τα χέρια κι απλώθηκε η φωτιά, έγινε το πυκνό σκοτάδι μέρα, ξημέρωσε στο αμαξοστάσιο. Μια γερασμένη σερβιτόρα, δυο δρόμους μακριά, έβγαζε τα σκουπίδια έξω στον κάδο. Ο βενζινάς τρίβει τα μάτια του με ζέση για να τα σιγουρέψει ανοιχτά. Η μάνα του μικρού άυπνη τον περιμένει στο σπίτι, η μάνα του Νάνου κοιμάται, χίλιες μανάδες και γέροι
CHRYSOS_MERA DDDD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 13:21 Page 70
70
ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ
και παιδιά δεν θα θυμούνται τις εικόνες του ύπνου σαν θα ξημερώσει. Ο Χόρορ μεθυσμένος, τα μούτρα του γελάνε, σαρκάζουν, παραμορφώνονται κι έπειτα η τσίκνα τρυπώνει στα ρουθούνια και ζωντανεύουν στο κεφάλι του ο γέρος κι η γριά του κι ο φόβος. Καμένη σάρκα. Μια μόνο στιγμή πριν τελειώσει κι ενώ η φλόγα έσβηνε τα δυο του χείλη, άνοιξε ο Σεβαστιανός τα μαυρισμένα δόντια, έβγαλε μια κραυγή, κατάπιε τη φωτιά και ξεψύχησε. Η πόλη πάντα κοιμάται. Μονάχα οι γριές μαινάδες των λαϊκών πολυκατοικιών, διπλά σκληρές απ’ τη μιζέρια και τον χρόνο, αφήνουν τα κεφάλια τους να γέρνουν έξω από τα σκουριασμένα κάγκελα σαν να διαβάζουν στον δρόμο κάποιον κρυφό καημό, ενώ οι ξαναμμένοι νεολαίοι, πολύχρωμοι κι ανέμελοι, τελειώνουν τη νύχτα τους με εκείνα τα χαχανητά που μοιάζουνε με ποδοβολητό και πετροπόλεμο. Κι όμως, εκείνος που μέχρι χτες υπήρξε ένα άθλιο νούμερο στα ράφια των στατιστικών, αύριο με νέο φως θα ξαναρθεί. Είναι φαίνεται αλήθεια πως μερικοί γεννιούνται μετά θάνατον.