ΦΙΣΤΟΝ ΜΟΥΑΝΤΖΑ ΜΟΥΖΙΛΑ
ΤΡΑΜ 83 c
Μυθιστόρημα ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΑΛEΝ ΜΑΜΠΑΝΚΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ
ΡΙΤΑ ΚΟΛΑΪΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Cet ouvrage a bénéficié du soutien des Programmes d’aide à la publication de l’Institut Français | Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε με την υποστήριξη των Προγραμμάτων βοήθειας για εκδότες του Γαλλικού Ινστιτούτου. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Fiston Mwanza Mujila, Tram 83
Copyright by Fiston Mwanza Mujila, 2014 By Agreement with Pontas Literary & Film Agency © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6402-6
Εσένα, τα ιδρωμένα σου στήθια θα σε τρέφουν
Οι σημειώσεις είναι όλες της μεταφράστριας, εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά.
Αγαπητέ Φιστόν Μουαντζά Μουζιλά, Πριν από κάποια χρόνια, βρισκόμουν στο Γκρατς της Αυστρίας για να παρουσιάσω τη γερμανική έκδοση ενός μυθιστορήματός μου, όταν στο τέλος της εκδήλωσης με πλησίασε ένας νεαρός: ήσουν εσύ... Μου είπες ότι ζούσες εδώ και, το βράδυ, με ξενάγησες στην πόλη που επισκεπτόμουν για πρώτη φορά. «Γράφεις συχνά για μπαρ, έλα να σου δείξω μερικά. Προσοχή όμως, τα βιεννέζικα μπαρ δεν είναι τόσο περίεργα όσο εκείνο που περιγράφεις στο Σπασμένο ποτήρι, εδώ υπάρχει τάξη, ακόμα κι όταν τσουγκρίζεις το ποτήρι σου», πρόσθεσες... Σε ένα από εκείνα τα «πειθαρχημένα» μπαρ του Γκρατς, ανάμεσα σε Αυστριακούς που μας χαμογελούσαν παρακολουθώντας ταυτόχρονα τις κινήσεις μας, μιλήσαμε για Κονγκολέζους μουσικούς, Λουτούμπα Σιμάρο, Τάμπου Λέι, Φράνκο Λουάμπο Μακιάντι, Γιούλου Μαμπιάλα, Κόφι Ολόμιντε. Πιάσαμε τη λογοτεχνία ακριβώς τη στιγμή που έκλεινε το μαγαζί. Τα ονόματα διαδέχονταν το ένα το άλλο: Σόνι Λάμπου Τανσί, Αχμάντου Κουρούμα, Μόνγκο Μπετί, Ζαν Μποφάν Ιν Κολί... Δεν είχες εκδώσει ακόμα τίποτα και δεν άφησες να διαφανεί το παραμικρό από τη συγγραφική σου κλίση μέχρι την επομένη, λίγες ώρες προτού επιστρέψω στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν μου έδωσες ένα χειρόγραφο: «Ιδού, μεγάλε αδερφέ, μη
9
Πρόλογος
10
ζοριστείς να το διαβάσεις, καταλαβαίνω...» είπες με ύφος απαισιόδοξο. Παίρνοντας το χειρόγραφο, με κυρίεψε αμέσως ένας φόβος κι ευχήθηκα μέσα μου η αβρότητα και η ευγένεια που μου έδειξες να μη μετατραπούν σε απογοήτευση όταν θα το διαβάσω.
Στο αεροπλάνο, καταβρόχθισα το κείμενο. Είναι το ίδιο που θα εξέδιδες αργότερα με τον τίτλο Τραμ 83. Και κάθε φορά που αναπολώ το Γκρατς, μου ’ρχεται στο νου αυτό το κείμενο... Εμφανίστηκες στη λογοτεχνική σκηνή σαν αληθινή έκπληξη. Η πατρίδα σου, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό –μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες της Αφρικής–, περίμενε καιρό τον «μεγάλο μυθιστοριογράφο» της, μετά τον Βαλεντέν Μουντιμπέ και τον Ασίλ Νγκόγιε, ένα μυθιστοριογράφο βγαλμένο απ’ το λαό, που θα μιλούσε τη γλώσσα του λαού και θα κουβαλούσε στους ώμους του τα λιγοστά κειμήλια που διαφυλάχτηκαν την εποχή όπου οι «ήλιοι της ανεξαρτησίας» έκαιγαν τα περισσότερα όνειρά μας για την οικοδόμηση μιας ελεύθερης Αφρικής, μακριά από την απληστία των τυράννων που κατέχουν διά βίου την εξουσία και καταπιέζουν αδιάκοπα τους λαούς. Το Τραμ 83 είναι ένας ύμνος στην ελευθερία. Είναι ένα μυθιστόρημα για τη μαγεία του λόγου πλασμένο από ένα συγγραφέα που έχει τις αρετές του μεγάλου αφηγητή, παρατηρητή της καθημερινής ζωής και φιλόσοφου της γραφής. Η κονγκολέζικη πόλη Λουμπουμπάσι περιγράφεται με τους ήρωές της, απόκληρους, συγγραφείς, ονειροπόλους, μέθυσους, έμπορους ναρκωτικών στις λαϊκές γειτονιές όπου οι ηδονές προσφέρονται επί χρήμασι. Τούτος ο ρεαλισμός της κατάπτωσης δεν φείδεται κανενός κακού από κείνα που μαστίζουν σήμερα τις αφρικανικές πρωτεύουσες, τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ επί παραδείγματι, θέματα που δείχνουν πόσο ουσιαστικά, και χωρίς ταμπού,
το βλέμμα σου διεισδύει σε ορισμένες παρεκτροπές της ηπείρου μας, μακριά από τις ειδυλλιακές εικόνες των καρτ ποστάλ που προορίζονται για αδαείς τουρίστες και λάτρεις του εξωτισμού.
Ναι, εισάγεις έναν καινούριο ρεαλισμό στο λογοτεχνικό ορίζοντα της μαύρης Αφρικής. Τώρα, η ήπειρός μας έχει πετάξει από πάνω της το αδιαφανές πέπλο των εποχών όπου μας θεωρούσαν «την καρδιά του ερέβους», και προπάντων, τη μυστηριώδη και συνάμα καταγέλαστη επιρροή των κυρίαρχων. Τα πάντα λεηλατήθηκαν στο Σπίτι μας, εκτός απ’ το λόγο που τον φυλάγαμε ζηλότυπα μέσα σε τούτο το πατρογονικό ιερό, μακριά απ’ τον άποικο. Η πυκνότητα και η «θεατρική» πνοή του μυθιστορήματός σου σε τοποθετούν πάραυτα ανάμεσα στις ελπιδοφόρες καινούριες φωνές της αφρικανικής λογοτεχνίας. Κι όμως, το Τραμ 83 είναι ένα πρώτο μυθιστόρημα. Και τι δύναμη! Τι γλωσσική ευφορία! Τι αναγνωστική απόλαυση!
11
ΑΛΕΝ ΜΑΜΠΑΝΚΟΥ
1
στην αρχή ήταν η πέτρα και η πέτρα έφερε την ιδιοκτησία και η ιδιοκτησία τον πυρετό της μεταλλοθηρίας, και η μεταλλοθηρία
μια πλημμυρίδα ετερόκλητων ανθρώπων που κατασκεύασαν σιδηροδρομικές γραμμές στο βράχο, έπλασαν μια ζωή από φοινικόκρασο, επι-
Σταθμός του Βορρά. Παρασκευή, εφτά μ’ εννιά το βράδυ. «Υπομονή, φίλε μου, τα τρένα μας έχουν χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου, το ξέρεις». Ο Σταθμός του Βορρά πήγαινε κατά διαόλου... Βασικά ήταν μια σιδηροκατασκευή που δεν τέλειωσε ποτέ κι έμεινε έτσι, διαλυμένη από τις οβίδες, ράγες, βαγόνια και ατμομηχανές που θύμιζαν τους σιδηροδρόμους του Στάνλεϊ, χωράφια μανιόκας, φτηνοκαταλύματα, λιγδιασμένα μαγέρικα, μπορντέλα, εκκλησίες της Πεντηκοστής, φουρνάρικα και θόρυβοι ενορχηστρωμένοι από ανθρώπους κάθε λογής γενιάς κι εθνικότητας, όλα ανάκατα. Ήταν το μοναδικό μέρος της γης όπου μπορούσες να κρεμαστείς, να αφοδεύσεις, να βλαστημήσεις, να ξεμυαλιστείς και να ξεγλιστρήσεις χωρίς να σε νοιάζει το παραμικρό. Άλλωστε, ένας αέρας συνενοχής φυσούσε διαρκώς δω πέρα. Τα τσακάλια δεν τρώνε ποτέ τσακάλια. Ορμάνε σε γάλους και πέρδικες, και τα κατασπαράζουν. Ο θρύλος, που συχνά μας ξεγελάει, αναμασούσε διαρκώς ότι όλα τ’ αντιστασιακά κινήματα και οι
13
νόησαν ένα σύστημα, ένα κράμα από ορυχεία κι εμπόριο.
14
απελευθερωτικοί πόλεμοι εδώ γεννήθηκαν, ανάμεσα σε δυο ατμομηχανές. Ο ίδιος θρύλος, θαρρείς κι αυτό δεν αρκούσε, έλεγε πως η κατασκευή του σιδηροδρόμου είχε προκαλέσει πολλούς θανάτους που αποδίδονταν σε τροπικές ασθένειες, τεχνικά σφάλματα, κάκιστες συνθήκες εργασίας που επέβαλε η αποικιακή διοίκηση, κοντολογίς, το γνωστό σενάριο. «Σταθμός του Βορρά. Παρασκευή. Εφτά μ’ εννιά το βράδυ».
Ήταν εκεί σχεδόν τρεις ώρες, μες στο σπρωξίδι των περαστικών που περιμένουν την άφιξη του τρένου. Ο Λισιέν είχε εμμονή με την αίσθηση του χρόνου και τούτα δω τα τρένα έσπαγαν όλα τα ρεκόρ: εκτροχιασμοί, καθυστερήσεις, συνωστισμός... Ο Ρέκβιεμ δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει απ’ το να περιμένει το άτομο που, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο ασήμαντο στα μάτια του. Αφότου γύρισε την πλάτη στο μαρξισμό, ο Ρέκβιεμ αποκαλούσε κομμουνιστές του καναπέ κι εξαθλιωμένους ιδεολόγους όλους εκείνους που του στερούσαν την ελευθερία σκέψης και δράσης. Έπρεπε να παραδώσει το εμπόρευμά του, η ζωή του απ’ αυτό εξαρτιόταν. Αλλά το τρένο που έφερνε το καθοίκι τον Λισιέν αργούσε. Σταθμός του Βορρά. Παρασκευή. Ώρα... «Κύριος θέλει συντροφιά;» Ένα κορίτσι, ντυμένο όπως κάθε Παρασκευή βράδυ σ’ ένα σταθμό του οποίου η σιδηροκατασκευή δεν τέλειωσε ποτέ, τον πλησίασε. Μια στιγμή για να ζυγίσει το εμπόρευμα, ένας πνιχτός κρότος, ένα πανδαιμόνιο που σήμαινε την είσοδο του θηρίου. «Έχετε ώρα;» Είχε αναλύσει επαρκώς την πιτσιρίκα, τη φαντάστηκε μάλιστα ξαπλωμένη στο παλιοκρέβατό της παρ’ όλο το μισοσκόταδο. Την τράβηξε πάνω του, ρώτησε τ’ όνομά της, «λέγε με Ρέκβιεμ», περιέφερε τα δάχτυλά του πάνω στα άγουρα στήθια
15
της, άλλη μια φράση: «Τα μπούτια σου μοιάζουν με μπουκάλι βότκας...» προτού εξαφανιστεί μες στο λιγδιασμένο, ζοφερό, θλιβερό πλήθος... Χρειάζονταν οδηγίες. Να υποδείξει ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να κουβεντιάσουν απερίσπαστοι. Καθώς το κορίτσι επέμενε, εκείνος στέναξε, δάγκωσε το χείλος του και ψέλλισε: «Ραντεβού στο Τραμ 83». Άστοχο, βέβαια, αφού έπρεπε να πάει τον Λισιέν στο σπίτι. Ο Ρέκβιεμ κούνησε το κεφάλι του στην ιδέα. Άλλωστε ήταν και το εμπόρευμα που έπρεπε να το παραδώσει στους νεοφερμένους από την Ανατολική Ευρώπη τουρίστες.1 Στο μεταξύ, το πανδαιμόνιο δεκαπλασιαζόταν. Η κατάρα των τρένων που έφταναν νυχτιάτικα ήταν ότι κουβαλούσαν όλο το συρφετό, είτε φοιτητές είτε εργάτες ορυχείων, που δεν είχαν δικό τους μεταφορικό μέσο για να γυρίσουν στην πόλη. Για λόγους άγνωστους μέχρι τώρα, ο σιδηρόδρομος έκοβε στα δύο το μοναδικό πανεπιστήμιο της περιοχής. Τα απογευματινά μαθήματα διακόπτονταν όχι απ’ το σαματά της μηχανής αλλά απ’ τους σπουδαστές που μάζευαν τα μπογαλάκια τους κι έφευγαν τρέχοντας, γιατί αν έχανες το τρένο, την έβαψες, αγαπητέ κουλτουριάρη. Οι λιγοστοί καθηγητές που κατοικοέδρευαν στα προάστια της Πόλης-Χώρα2 ξαμολιούνταν μαζί με τους φοιτητές τους. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι κάτι που δεν διδάσκεται. Είναι έμφυτο. Διαφορετικά, θα είχαν ήδη βάλει μάθημα ενστίκτου στα πανεπιστήμια. Τα τρένα περνούσαν χωρίς να σταματάνε, πράγμα που σήμαινε ότι οι πιο σβέλτοι έπρεπε να γραπωθούν από τα σαραβαλιασμένα βαγόνια, στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται! Στον αντίποδα των παρορμητικών φοιτητών που πίστευαν ότι όλα τούς επιτρέπονται βρίσκονταν οι άξεστοι σκαφτιάδες που πηγαινοέρχονταν με τις ίδιες μηχανές. Οι πρώτοι καταλόγιζαν στους τελευταίους ότι ξεπουλούσαν την αξιοπρέπειά τους σε ξένους εκμεταλλευτές του ορυκτού πλούτου και σε κάθε λογής μεσάζοντες. Οι τελευταίοι τους χλεύαζαν, δείχνοντας, με την γκίνια τους και τα σα-
16
κατεμένα από τη ραδιενέργεια κορμιά τους, ότι δεν χρειάζεται να περάσεις από τα θρανία για να γαμάς και να τσουγκρίζεις ποτήρια με παγωμένη μπίρα. Άλλωστε, αρκετοί φοιτητές περνούσαν από τα ορυχεία για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Ο Ρέκβιεμ γύρευε ψύλλους στ’ άχυρα. Οι φοιτητές, κοκαλιάρηδες, ξεπερασμένοι από τα γεγονότα και οργισμένοι, κράδαιναν θεωρίες σαν λάφυρα πολέμου. Οι μεταλλωρύχοι-σκαφτιάδες ή σκαφτιάδες-μεταλλωρύχοι, ανάλογα, πετούσαν κατάρες που κανονικά δεν θα ’πρεπε να βγαίνουν απ’ το στόμα τους. Κάθε βράδυ, η ίδια όπερα. Λοξοκοιτάγαν ο ένας τον άλλον, στραβομουτσουνιάζαν, βρίζαν, πιάνονταν ακόμα και στα χέρια. Λέγεται πως οι νεκροί στις τελευταίες συγκρούσεις έφτασαν τους εφτά χιλιάδες, δίχως να λογαριάσουν όσους πέθαναν από ασφυξία και άλλους βαριά τραυματισμένους. Αποκαμωμένος απ’ το θόρυβο και το πιόμα, ο Ρέκβιεμ ακούμπησε σε μια κολόνα, περιμένοντας να του αδειάσουν τη γωνιά. Σέρνονταν στις αποβάθρες μέχρι αργά τη νύχτα, οι φοιτητές με την απεργία τους, οι μεταλλωρύχοι-σκαφτιάδες με την ανάσα τους που έζεχνε την τελευταία σκουριά. «Είμαι μια ανύπαντρη γυναίκα που ψάχνει τον άντρα των ονείρων της». Σκεφτόταν κιόλας τα σιλικονούχα βυζιά του κοριτσιού που τον περίμενε στο Τραμ 83. Μετά από τόσα χρόνια που είχε να τον δει, πώς να παρατήσει τον Λισιέν και να χαθεί μες στους μαιάνδρους της νύχτας παρέα με το γκομενάκι; Οι σκαφτιάδες των ορυχείων και οι φοιτητές συνέχιζαν την κόντρα τους. Μέσα σε μια αποθέωση από βρισιές που εκτοξεύονταν πανταχόθεν, έπαιρναν το ίδιο δρομολόγιο για το πουθενά. Ο Ρέκβιεμ ένιωσε μια παρουσία. Σήκωσε τα φρύδια του: ο Λισιέν ζωντανός αλλά σκελετωμένος... Ο Ρέκβιεμ προχώρησε προς το μέρος του. Συνειδητοποίησε ότι ο φίλος του είχε χάσει τελείως το γόητρό του... Ότι μια εποχή έδυε, ένας άλλος πολιτισμός αδημονούσε... Ο Λισιέν ήταν ντυμένος στα ολόμαυρα, ένα κόκκι-
17
νο κασκόλ κι ένα μάτσο χαρτιά παραμάσχαλα έσπαγαν την αρμονία. Μια ψευτοδερμάτινη τσάντα, χιλιοτριμμένη, κρεμόταν απ’ τον ώμο του. Μαλλιά ανάκατα. Πρόσωπο τσακισμένο. Μουστάκι άθικτο. Βλέμμα παγερό. Φωνή βραχνή. Αγκαλιάστηκαν χωρίς πολύ ενθουσιασμό. «Τα καθοίκια, μη μου πεις ότι σου τορπιλίσαν το μυαλό...» «Κι εσύ, τι χαμπάρια;» «Η Ζακλίν;» «Άσε, μεγάλη ιστορία». «Πώς καθάρισες;» «Θα σου πω...» «Τα καθοίκια, τα καθοίκια...» «Πάμε;...» «Ναι», αποκρίθηκε ο Ρέκβιεμ, ψυχρά, σίγουρα στοιχειωμένος απ’ το κορίτσι που ήταν ντυμένο όπως κάθε Παρασκευή βράδυ σ’ ένα σταθμό του οποίου η σιδηροκατασκευή δεν τέλειωσε ποτέ, όπου χαρμανιασμένοι για γαμήσι αποστάτες3 αντάρτες, φοιτητές και σκαφτιάδες παίρνουν το ίδιο δρομολόγιο. «Είμαι ένα πολύ, πάρα πολύ ευαίσθητο κορίτσι». Δυο χοντρά δάκρυα έτρεξαν στο πρόσωπο του άντρα που έφτασε με το τρένο στο σταθμό του οποίου η σιδηροκατασκευή... Διέσχισαν σιωπηλοί την κεντρική αίθουσα και τους άλλους χώρους του σταθμού όπου παρατημένες ανύπαντρες μανάδες περιφέρονταν μαζί με καθηγητάδες που πουλούσαν σημειώσεις μαθημάτων, κουλτουριάρηδες που βρομοκοπούσαν παστό ψάρι, Κουβανούς καλλιτέχνες που έπαιζαν σάλσα, φλαμένκο και μερένγκε, έτσι χωρίς λόγο.
2 – Τραμ 83
2
πρώτη νύχτα στο τραμ 83: νύχτα ακολασίας, νύχτα μεθοκοπήματος, νύχτα επαιτείας, νύχτα πρόωρης εκσπερμάτωσης, νύχτα σύ-
φιλης και άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, νύχτα πορνείας, νύχτα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών, νύχτα χορού, ατέλειωτου χορού, νύχτα γεμάτη θάματα που υπάρχουν μονάχα ανάμεσα σε κραιπάλη μπίρας και στην επιθυμία να αδειάσεις την τσέπη σου που αναδίδει τη μυρωδιά ματωμένων ορυκτών, τούτη η κοπριά που ανέβηκε
18
στην κατηγορία των πρώτων υλών, στην αρχή ήταν η πέτρα...
«Βαδίζαμε μες στα σκοτάδια της Ιστορίας. Ήμασταν οι γαλακτοφόρες αγελάδες ενός συστήματος σκέψης που επωφελήθηκε από τα τρυφερά μας χρόνια, που μας συνέθλιψε εντελώς. Ήμασταν ένα σκατό». «Είχαμε ένα ιδανικό, αθωότητα...» «Αθωότητα», επανέλαβε ο Ρέκβιεμ, ξεσπώντας σε γέλια. «Εννοείς στ’ αλήθεια αθωότητα; Η αθωότητα είναι δειλία. Πρέπει να συμβαδίζεις με την εποχή σου, αδερφέ». «Δεν άλλαξες καθόλου». «Εδώ, δε γερνάς, απλώς υπάρχεις». «Ρέκβιεμ...» «Εδώ, το Νέο Μεξικό, ο καθένας για την πάρτη του, και τα σκατά για όλους». Το Τραμ 83 ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή μπαρ-εστιατόρια με πουτάνες. Η φήμη του εξαπλωνόταν πέρα από τα σύ-
19
νορα της Πόλης-Χώρα. Ας δω το Τραμ 83 κι ας πεθάνω, ήταν η συνηθισμένη επωδός των τουριστών που συνέρρεαν από κάθε γωνιά της γης για την μπίζνα. Τη μέρα περιφέρονταν σαν ζόμπι στα ορυχεία που εκμεταλλεύονταν κατά δεκάδες και τη νύχτα κατέληγαν στο Τραμ 83 για να φρεσκάρουν το μνημονικό τους. Έτσι, το μέρος έμοιαζε με αληθινό θέατρο, αν όχι με μεγάλο τσίρκο. Να τι άκουγες ως ηχητικό φόντο: «Γουστάρω να σε τρίψω για τα προκαταρκτικά, ύστερα να σε γλείψω αργά αργά, να γλείψω όλο σου το κορμί, να σε γλείφω μέχρι να ξεραθεί το στόμα μου». Όχι μόνο στο Τραμ 83, αλλά και στο πανεπιστήμιο και στα ορυχεία, ανύπαντρες γυναίκες δεν έχαναν την ευκαιρία να πλευρίσουν πιθανούς πελάτες με το ίδιο τροπάρι. Ατάλαντοι μουσικοί και πόρνες τρίτης ηλικίας και ταχυδακτυλουργοί και πεντηκοστιανοί πάστορες και φοιτητές με όψη γκαραζιέρη και γιατροί που κάνουν διάγνωση στα νυχτερινά κέντρα και νεαροί δημοσιογράφοι ήδη αποσυρμένοι και τραβεστί και γυρολόγοι που πουλάνε μεταχειρισμένα παπούτσια και λάτρεις πορνοταινιών και ληστές και μαστροποί και ξοφλημένοι δικηγόροι και άνθρωποι για όλες τις δουλειές και πρώην τρανσέξουαλ και χορευτές της πόλκας και πειρατές της ανοιχτής θάλασσας και αιτούντες πολιτικό άσυλο και οργανωμένοι απατεώνες και αρχαιολόγοι και επίδοξοι κυνηγοί επικηρυγμένων και σύγχρονοι τυχοδιώκτες και εξερευνητές που ψάχνουν να βρουν ένα χαμένο πολιτισμό και πωλητές οργάνων και αμπελοφιλόσοφοι και πλανόδιοι νερουλάδες και κομμωτές και λούστροι και επισκευαστές ανταλλακτικών και χήρες στρατιωτικών και σεξομανιακοί και παθιασμένοι με δακρύβρεχτα μυθιστορήματα και αποστάτες αντάρτες και αδελφοί εν Χριστώ και δρουίδες και σαμάνοι και πωλητές αφροδισιακών και γραμματικοί και προμηθευτές πλαστών διαβατηρίων και λαθρέμποροι όπλων και χαμάληδες και παλιατζήδες και μεταλλοθήρες που έχουν ξεμείνει από ρευστό και Σιαμέζοι και Μα-
20
μελούκοι και αυτοκινητοπειρατές και στρατιώτες του αποικιακού στρατού και σπλαχνοσκόποι και παραχαράκτες και στρατιώτες που τρελαίνονται για βιασμούς και άνθρωποι που πίνουν νοθευμένο γάλα και αυτοδίδακτοι φουρναραίοι και μαραμπού4 και μισθοφόροι που λένε πως ήταν στην ομάδα του Μπομπ Ντενάρ5 και αθεράπευτοι αλκοολικοί και σκαφτιάδες και πολιτοφύλακες αυτοανακηρυσσόμενοι «αφέντες του κόσμου» και φιγουρατζήδες πολιτικοί και παιδιά-στρατιώτες και ακτιβιστές ειρηνευτικών οργανώσεων που καταπιάνονται παθιασμένα με χίλια εφιαλτικά σχέδια κατασκευής σιδηροδρομικών γραμμών ή με μικρής κλίμακας εξόρυξη χαλκού και μαγγανίου και κορίτσια-πιτσούνια και βαποράκια και σερβιτόρες-βοηθοί και ντελιβεράδες πίτσας και πωλητές αυξητικών ορμονών, κάθε λογής φυλές κατέκλυζαν το Τραμ 83, αναζητώντας μια φτηνή ευτυχία. «Μήπως οι κύριοι επιθυμούν συντροφιά;» Με το ζόρι δεκάξι, φασκιωμένες σε δυο θεόστενα μπλουζάκια, δυο πιτσιρίκες τους υποδέχτηκαν με αξεδιάλυτα χαμόγελα. Ο Ρέκβιεμ στάθηκε σε κείνη που τα μαλλιά της έμοιαζαν με δασώδη σαβάνα. «Θέλω τα βυζιά σου να σβήνουν τη δίψα μου...» «Κύριε...» «Το μασάζ, πόσο πάει;» Το κορίτσι είπε ένα ποσό. «Ξέρεις ότι σήμερα το χρηματιστήριο του Τόκιο κατρακυλάει;» Τον έπιασε απ’ τους καρπούς... «Το κέρδος ισούται με την τιμή πώλησης συν την τιμή αγοράς μείον τη συσκευασία...» Στην πρόσοψη του Τραμ, μια μεγάλη ταμπέλα έγραφε: «Δεν ενδείκνυται η είσοδος στους φτωχούς, τους φουκαράδες, τους απερίτμητους, τους ιστορικούς, τους αρχαιολόγους, τους δειλούς, τους ψυχολόγους, τους σφιχτοχέρηδες, τους διανοητικώς
21
καθυστερημένους, τους αφερέγγυους και όλους εσάς που έχετε την ατυχία να είστε κάτω των δεκατεσσάρων, δίχως να λησμονούμε τα εκλεγμένα μέλη του δωδέκατου οίκου, τους άφραγκους σκαφτιάδες, τους σαδιστές φοιτητές, τους πολιτικούς της Δεύτερης Δημοκρατίας, τους καθηγητάδες, τους ηθικοπλάστες, τους καταδότες...» Ο Ρέκβιεμ πήρε τον αριθμό τηλεφώνου του κοριτσιού. Μπήκαν στο μαγαζί. Τίποτα το ιδιαίτερο στο Τραμ 83. Σκοτάδι παντού, όπως στο σπήλαιο του Λασκό. Άντρες. Γυναίκες. Παιδιά. Όλοι μ’ ένα ποτήρι κι ένα τσιγάρο στο χέρι. Στο βάθος, ένα μουσικό γκρουπ μακέλευε αδιάντροπα ένα κομμάτι του Κολτρέιν, σίγουρα το Summertime. Τράβηξαν προς το μπαρ. Δυο κορίτσια με στήθια-μεγάλα-σαν-πεπόνια τους ακολούθησαν αμέσως· αυτό το λένε «γίνομαι κολλητσίδα». «Έχετε ώρα;» Τίποτε. Τα μάτια του Ρέκβιεμ περιπολούσαν τα σουτιέν. Το ένα από τα κορίτσια ήταν εκείνο που τον είχε πλευρίσει στο σταθμό του οποίου η σιδηροκατασκευή... «Έχετε ώρα;» ρωτούσαν διαρκώς τα κορίτσια, με ύφος τραχύ κι αποφασιστικό. Έπρεπε να κόβει το μάτι σου για να καταλάβεις ποια θηλυκά έμπαιναν στο Τραμ 83. Πάλευαν με λύσσα ενάντια στα γηρατειά. Δύσκολο ν’ αποτολμήσεις μια διάκριση ανάμεσα στα κορίτσια κάτω των δεκαέξι, τα λεγόμενα πιτσούνια, στα κορίτσια-μάνες ή σε κείνα που ήταν μεταξύ είκοσι και σαράντα και χαρακτηρίζονταν κορίτσια-μάνες ακόμα κι αν δεν είχαν παιδιά, και στις γυναίκες-χωρίς-ηλικία των οποίων η καθορισμένη ηλικία αρχίζει στα σαράντα ένα. Όλες τους έτρεμαν τις ρυτίδες. Φτιασιδώνονταν απ’ το πρωί ως το βράδυ, έβαζαν ψεύτικα βυζιά, χρησιμοποιούσαν απίστευτους τρόπους για να ξελογιάζουν τους πελάτες και χρησιμοποιούσαν ξενικά ονόματα, όπως Μέριλιν Μονρόε, Σιλβί Βαρτάν, Ρόμι Σνάιντερ, Μπέσι Σμιθ, Μάρλεν Ντίτριχ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, ίσα για να τονίσουν την παρουσία τους στον κόσμο.
22
«Τράβα κοίτα το ρολόι του μπαμπάκα σου!» αποκρίθηκε ο Ρέκβιεμ. Κάθισαν στο τρίτο τραπέζι αριστερά στη γωνία του μπαρ, το οποίο προσφέρει ανεμπόδιστη θέα και στις εξώπορτες και στους τζαζίστες που συνεχίζουν να εκπορνεύουν τη μουσική και στις τουαλέτες και στον πάγκο και σε μια σειρά από αντιπαθητικά, επιθετικά, ανύπαντρα και κάπως σιτεμένα κορίτσια-μάνες... Στις στιγμές της τρέλας του, ο Ρέκβιεμ έλεγε σε όποιον είχε όρεξη να τον ακούσει ότι για να ελέγχεις τα πηγαινέλα και τ’ αλισβερίσια είναι προτιμότερο να διαλέξεις ένα τραπέζι που προσφέρει πανοραμική θέα στους προαναφερόμενους χώρους, ας ανακεφαλαιώσουμε: τον πάγκο του μπαρ, τις εγκαταστάσεις υγιεινής, τις μοναχικές γυναίκες, τις εξώπορτες, τους μουσικούς, ακόμα κι όταν ορμάνε στα καμαρίνια για να φουμάρουν τη μαριχουάνα τους, τις σερβιτόρες, τις σερβιτόρες-βοηθούς... Έμειναν για λίγο δίχως να μιλάει ο ένας στον άλλον. Ήταν πραγματικός άθλος το να επιχειρήσεις ένα διάλογο μες στο πανδαιμόνιο που δημιουργεί μια έκτροπη μουσική, τα γιουχαΐσματα των τουριστών και άλλων τυχάρπαστων που ταυτίζονταν με την ατμόσφαιρα, εκστασιασμένοι, χοροπηδώντας, μουρμουρίζοντας, κλαψουρίζοντας και βγάζοντας από τις τσέπες τους λεφτά που τα πετούσαν προς τη μεριά των μουσικών. «Χάιδεψέ με...», «Έχετε ώρα;», «Σου δίνω το κορμί μου, δέσε με, κάνε με σκλάβα σου, κτήμα σου, χωράφι να μ’ οργώσεις...» Κι όλο αυτό τροφοδοτούσε το ζήλο της ορχήστρας και επομένως το λιντσάρισμα της ωραίας μελωδίας... Στους λαβύρινθους της Πόλης-Χώρα, δεν ακούς τζαζ για να ρουφήξεις τη μυρωδιά του ζαχαροκάλαμου μήτε για να ξαναβρείς τη νέγρικη συνείδηση ή για ν’ απολαύσεις την ομορφιά της κάθε νότας: ακούς τζαζ γιατί πρέπει ν’ ακούς τζαζ όταν κοιμάσαι πάνω σε χαρτονομίσματα, όταν παραδίδεις καθημερινά το εμπόρευμά σου, όταν δουλεύεις σε μια εγκατάσταση εξόρυξης, όταν είσαι ξάδερφος του αποστάτη Στρατηγού, όταν συντηρείς μια γκο-
23
μενίτσα που σε καρφώνει στο κρεβάτι με απίθανα κόλπα. Η τζαζ είναι ένδειξη αρχοντιάς, είναι η μουσική των πλούσιων και των νεόπλουτων, όλων εκείνων που χτίζουν τούτο τον όμορφο ψεύτικο κόσμο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ακούνε ρούμπα που τη θεωρούν βρόμικη, πρωτόγονη, βάρβαρη για το αυτί. Τη ρούμπα και την τζαζ τις χωρίζει ο ωκεανός, λένε. Δεν ακούς τζαζ όπως θα βυθιζόσουν σε μια ρούμπα με ζαϊρινή γαρνιτούρα. Η τζαζ είναι προπάντων μια απότομη πλαγιά, ένας απόκρημνος βράχος στον οποίο σκαρφαλώνεις μονάχα αν έχεις μια ιδέα για τις απαρχές της, την εξέλιξή της, τις μεγάλες μορφές της... Η τζαζ δεν είναι πια η ιστορία των νέγρων. Μονάχα οι τουρίστες και αυτοί που ελέγχουν το χρήμα γνωρίζουν το υπόβαθρο αυτής της μουσικής. Είναι η μόνη αναγνώριση για μια κάποια μπουρζουαζία, την μπουρζουαζία της ενδεκάτης ώρας. Επομένως, όταν οι μουσικοί τζαζάρουν, όλο το Τραμ 83 συνέρχεται από τη νόσο του ύπνου. Με το που ηχεί το σαξόφωνο, η μεγάλη μεταμφίεση. Οι σκαφτιάδες και οι φοιτητές υιοθετούν τους τρόπους των τουριστών. Κοιτάνε, χαμογελάνε, σηκώνουν τα ποτήρια τους με την μπίρα, περπατάνε, ανοίγουν πέρασμα για την πίστα, φωνάζουν τις σερβιτόρες και τις σερβιτόρες-βοηθούς με τον τρόπο που το κάνουν οι τουρίστες, παίρνουν το αγέρωχο ύφος των σαμουράι, τις κινήσεις και τις στάσεις ενός μαχαραγιά, την αυτοκυριαρχία του δαλάι λάμα. Οι γλύκες, οι σερβιτόρες και οι σερβιτόρες-βοηθοί, δεν πτοούνται. Χαμογελώντας σαν τη βασίλισσα της Αγγλίας, μιμούνται φανταστικές αυτοκράτειρες. Η τζαζ είναι ο μοναδικός μοχλός που χρησιμοποιεί όλη η σάρα και η μάρα του Τραμ 83 για ν’ αλλάξει κοινωνική τάξη όπως θ’ άλλαζε κανείς βαγόνι του μετρό. «Εγώ, εσείς, έρωτας, ναι εγώ, έρωτα κάντε μου, εσύ κι εγώ, έρωτα κάνουμε...» Οι δυο φίλοι κοιτάζονταν δίχως να ξεστομίζουν λέξη. Ο Λισιέν παραξενευόταν από τη γραφειοκρατική βραδύτητα του
24
σερβιρίσματος. Ο Ρέκβιεμ ήξερε το συνθηματικό, τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, το συνημμένο, το γρίφο. Οι σερβιτόρες και οι σερβιτόρες-βοηθοί, θέλοντας να παραστήσουν τις σπουδαίες, έσερναν τα πόδια τους, μούτρωναν, εκνεύριζαν τους πελάτες. «Έχετε ώρα;» επέμεναν κάτι άλλες κοπέλες, όρθιες, για να σιγοντάρουν τις δύο πρώτες, με τα βυζιά τούρλα, έτοιμες για μασάζ, χαϊδολογήματα και άλλα συστατικά της νύχτας. Ένα αυθεντικό ζευγάρι, μετααποικιακό, κάθεται σιμά τους. Ο άντρας, εικοσάρη θα τον έκανες, πασπάτευε το μπούστο της συντρόφου του, μιας εβδομηνταοχτάχρονης κυρίας, όπως το επιβεβαίωσε ο Ρέκβιεμ, που έλεγε μεγαλόφωνα το τροπάρι του. «Το χαμόγελό σου μ’ αναστατώνει, σ’ αγαπώ μέρα και νύχτα, σ’ αγαπώ Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη...» Σίγουρα ήταν φοιτητής ή δημόσιος υπάλληλος σε μικρή κρατική εταιρεία έτοιμη για φαλιμέντο. Σε τούτη τη γωνιά της ισημερινής Αφρικής, τα νιάτα πάνε στράφι. Οι κάτω των τριάντα πέντε είναι ενδεχομένως μνησίκακοι, ξενόφοβοι, λωποδύτες, γυρολόγοι, ικανοί να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε τέχνασμα, την τζαζ ή ένα γάμο ισορροπίας, για να το σκάσουν απ’ τη φυλακή που είναι η φτώχεια. «Το φαινόμενο της εξισορρόπησης, της ανταπόκρισης και της σωματικής ολοκλήρωσης σχετίζεται με αμφότερες τις περιπτώσεις», συνεχίζει ο Ρέκβιεμ ανάμεσα σε δυο τζούρες. «Για κάνα εξάμηνο διεύθυνα ένα γραφείο που διευκόλυνε τις γνωριμίες νεαρών αντρών με ενήλικες γυναίκες και τουριστών με πιτσούνια». «Έχετε ώρα;» «Τράβα κοίτα το ρολόι του μπαμπάκα σου...» Οι πελάτες φούμαραν σαν τρελοί. Ταυτίζονταν με την τζαζ. Χαμουρεύονταν στα σκοτεινά. Πλησίαζαν τα κορίτσια-μάνες... Επιτέλους, ήρθε μια κατσουφιασμένη σερβιτόρα. Απίθωσε μηχανικά στο τραπέζι τα δυο μπουκάλια μπίρα που υποτί-
25
θεται ότι θα τους σέρβιρε πριν από μία ώρα κι ένα τέταρτο. Πλήρωσαν το λογαριασμό αλλά αυτή στεκόταν εκεί περιμένοντας το πουρμπουάρ της. Εκείνοι έκαναν σαν να μην έτρεχε τίποτα. Η κοπέλα κατάλαβε τη στρατηγική, αντεπιτέθηκε επιδέξια. Δεν τους άνοιγε τα μπουκάλια. Ο Λισιέν έβγαλε ένα κέρμα, αλλά ο Ρέκβιεμ του άρπαξε το χέρι: «Κανόνας αριθμός 1: μην αφήνεσαι ποτέ να σε φοβερίσει μια υστερική σερβιτόρα. Δεν είμαστε στη Μόσχα. Εδώ, το πουρμπουάρ είναι υποχρεωτικό. Αλλά εμείς που είμαστε εξοικειωμένοι με το Νέο Κόσμο, αποτελούμε εξαίρεση. Αρνιόμαστε οποιοδήποτε πουρμπουάρ απαιτητό με το ζόρι. Ας πάει να κάνει τα παράπονά της η σερβιτόρα! Τα ορυχεία και οι τουρίστες τους με ξέρουν, ναι, με ξέρουν καλά εμένα οι τουρίστες και τα ορυχεία». Η κοπέλα δεν το ’πιασε. «Ζιγκολό!» «Το πουρμπουάρ είναι αρχαϊσμός, το δίνω όποτε γουστάρω». Για να τελειώνουν, αποφάσισαν ν’ ανοίξουν τα μπουκάλια με τα δόντια τους. Η σερβιτόρα, θιγμένη, πέταξε μια βρισιά, απείλησε μ’ ένα σουγιά, μάζεψε τα ποτήρια κι εξαφανίστηκε. Άρχισαν να πίνουν απ’ το μπουκάλι. Οι μουσικοί συνέχισαν το σεργιάνι τους, οι τουρίστες το ίδιο, ο νεαρός και η χωρίς-ηλικίαγυναίκα του, τα κορίτσια με τα ολοστρόγγυλα ζουμερά στήθια το ένα και μοναδικό τροπάρι τους: «Έχετε ώρα;» «Ίσως...» Ο Λισιέν έβγαλε το σημειωματάριό του, έγραψε: «Αυτό δεν είναι μπαρ. Πού θα πηγαίνουν να ξεδίνουν όταν δε θα υπάρχουν πια γυναίκες ταιριαστές με τις φαντασιώσεις τους; Πού θα πηγαίνουν ν’ αποθέτουν το σπέρμα τους; Πού θα πηγαίνουν να πνίγουν τις πίκρες τους όταν δε θα υπάρχει πια ένα μέρος για να μπεκροπίνουν...; Πού θα πηγαίνουν να ξεγοφιάζονται όταν
26
δε θα υπάρχει πια σάλσα; Η σάλσα και η τζαζ δεν είναι αιώνιες, τι θα κάνουν για να μοιάζουν με Αζέρους τουρίστες;» Ο Ρέκβιεμ δεχόταν τηλεφωνήματα στα οποία απαντούσε και μετά συνέχιζε: «Καλησπέρα, κύριε... καλησπέρα, υπολοχαγέ... η Κυρία επιθυμεί... καλησπέρα, φίλε... κανόνας αριθμός 10: ακουμπάς-παίζεις σκάκι, διπλά ή πάτσι, ο χαμένος κερδίζει, ο θρύλος λέει ότι η Πόλη-Χώρα πεθαίνει όρθια, Βέλγος ο κύριος;» Καθώς η μια μπίρα διαδεχόταν την άλλη, κατέληξαν γρήγορα στο προφανές. Τα απόνερα τους άνοιξαν το δρόμο. Δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν το ίδιο τροπάρι. Δεν ήταν παρά δυο ζωντανές φιγούρες σερνάμενες σε μια πόλη που έγινε χώρα με την ισχύ των Καλάσνικοφ. «Πουρμπουάρ!» Ο κυβερνητικός στρατός και οι αποστάτες αντάρτες πολεμούσαν ολημερίς. Για να ξαναβάλει τα πράγματα σε τάξη, η διεθνής κοινότητα υποστήριξε δεκαεννιά κυρίαρχες εθνικές διασκέψεις με μηδενικό αποτέλεσμα. Παρά τους εκπαιδευμένους στην Κίνα, στο Σουδάν, στην Ανγκόλα και στην Κούβα στρατιώτες της, η κεντρική κυβέρνηση δεν κατάφερε να τσακίσει τους αντάρτες. Αυτοί την κατηγορούσαν ότι κρατούσε για πάρτη της τη μερίδα του λέοντος. Χωρίς την επαρχία μας, η χώρα είναι μια μασκαράτα, άστραφτε και βρόνταγε ο αποστάτης Στρατηγός. Δεν θ’ αρκεστούμε στα ψίχουλα αφού εμείς σας ταΐζουμε. Οι αντάρτες πολεμούσαν με βέλη, ματσέτες, σφεντόνες. Είχαν βάλει ένα μάγο φετιχιστή στην πρώτη γραμμή και τηρούσαν απαγορεύσεις παντός είδους που υποτίθεται ότι τους έκαναν άτρωτους: σεξουαλική αποχή επ’ αόριστον, όχι μπάνιο, όχι βοδινό κρέας, όχι παπούτσια κ.λπ. Εξοργισμένοι από τη διάρκεια της σύγκρουσης, οι αντάρτες αποτραβήχτηκαν σε μια μικρή λωρίδα γης της πολύ πλούσιας επαρχίας, που πολλοί την εποφθαλμιούσαν, την οποία ονόμασαν ΠόληΧώρα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έδωσαν στην πρώην εθνι-
27
κή επικράτεια, που ήταν άσκοπα αχανής, άγονη όσο δεν παίρνει, και τη διέσχιζε ένα μεγάλο ποτάμι που κατ’ ουσίαν δεν χρησίμευε σε τίποτα πέρα απ’ το να οδεύει προς την ωκεάνια αυτοκτονία του, τ’ όνομα Ενδοχώρα. Φυλές, με διαφορετικά βαλάντια, κυρίεψαν την πρωτεύουσα της Πόλης-Χώρα, τη μικρότερη πρωτεύουσα του κόσμου, που είχε μονάχα ένα μπαρ, το ξακουστό Τραμ, και το σταθμό του οποίου η σιδηροκατασκευή δεν τέλειωσε ποτέ, που θύμιζε τον Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ. Ο θρύλος συγκεντρώνει αυτές τις φυλές σε τρεις κατηγορίες. Κατηγορία πρώτη: άτομα που ζουν τη μέρα, κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι που κουβαλάνε μπόλικους απλήρωτους μήνες, πνιγμένοι ως το λαιμό, και είναι οι μόνοι που ξέρουν πραγματικά τι γίνεται. Ακόμα και πριν από την απόσχιση, ζούσαν μες στην εξαθλίωση. «Έχετε ώρα;» Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από υπνοβάτες. Φοβούνται, καταπώς φαίνεται, μήπως τα τινάξουν στον ύπνο τους. Γι’ αυτό το λόγο κατεβάζουν ένα φαρμάκι που τους κρατάει σ’ εγρήγορση, μέρα-νύχτα. Τούτη η ομάδα περιλαμβάνει τους φοιτητές, τους σκαφτιάδες, τα πιτσούνια, τους κερδοσκόπους τουρίστες, τους φίλους και στενούς συνεργάτες του καθεστώτος της Αποστασίας. Τέλος, η πιο ξεροκέφαλη κατηγορία, στην οποία βρίσκεις τα κορίτσια-μάνες, τους πωλητές οργάνων, τα παιδιά-στρατιώτες με τα Καλάσνικοφ, τους ιεραπόστολους, τις σερβιτόρες και τις σερβιτόρες-βοηθούς, τους φερμένους απ’ το πρώην Ζαΐρ μουσικούς, τους απατεώνες και τους διαρρήκτες. Κοιμούνται στη διάρκεια της μέρας. Ξέρουν, όσο κανείς άλλος, να συνταιριάζουν την αρχή με το τέλος της βδομάδας. Επίτιμοι διδάκτορες σ’ όλους τους τομείς (διαφθορά, ναρκωτικά, σεξ, πλιάτσικο, ορυκτά, υπεξαιρέσεις, μεθοκόπημα...), η νύχτα είναι το βασικό εμπορεύσιμο αγαθό τους.
28
Οι τζαζίστες αποσύρονται μ’ ένα κομμάτι του Γκιλέσπι, A night in Tunisia. Τρεις Νιγηριανοί, χύμα, γυαλιά με χοντρούς φακούς, μαλλιά άφρο, παντελόνια καμπάνα, ριγωτά πουκάμισα, πήραν τη σκυτάλη. Δέντρο που κρύβει το δάσος, το μοναδικό τους τραγούδι, Life cries out, when will you wipe my tears?, τράβηξε σε δεκατρείς στροφές μέχρι το ξημέρωμα. «Είσαι για τετράωρο σουλάτσο;» είπε ψιθυριστά ο Ρέκβιεμ καρφώνοντας την πιτσιρίκα που τους κιαλάριζε απ’ τον εξώστη. Οι Νιγηριανοί, που κατάγονταν απ’ τ’ Ογκμπομόσο, εξιστορούσαν τις περιπέτειες μιας πριγκίπισσας «που έφτασε στην Πόλη-Χώρα μια νύχτα του Γενάρη κι ενέδωσε στα θέλγητρα ενός σκαφτιά παντρεμένου με δυο παιδιά. Έγινε φίλη με τη γυναίκα του αγαπητικού της που τη γέμισε δώρα...» Η συνέχεια της σάγκα έμεινε μυστήριο για όλους, καθώς οι τελευταίες έξι στροφές ήταν στα ίγκμπο, γιορούμπα και χάουσα. «Πουρμπουάρ;» «Γιατί πας συνέχεια στην τουαλέτα; Θα κατουρήσεις και το μυαλό σου ακόμα». «Έχετε ώρα;» Το δεύτερο μέρος των τραγουδιών προκάλεσε κλάμα και τρίξιμο δοντιών. Ένας απ’ το τρίο γκρέμισε το ταβάνι με τη φωνή του, φωνή βραχνιασμένη από τσιγαριλίκια, ηλεκτρίζοντας έτσι ολόκληρο το Τραμ. Όσο κλαψούριζαν οι Νιγηριανοί, ένα κορίτσι-μάνα-με-τα-βυζιά-φόρα-παρτίδα, κρατώντας ένα πανέρι, περνούσε ανάμεσα από τα τραπέζια. Οι κερδοσκόποι τουρίστες, οι μεταλλωρύχοι, οι φοιτητές, οι σερβιτόρες, οι σερβιτόρες-βοηθοί, οι περιφερόμενοι πεντηκοστιανοί ιεροκήρυκες, οι αρχιερείς της Δεύτερης Δημοκρατίας αποδιωγμένοι από τη χρυσή εξορία τους, καθώς και τ’ άλλα ναυάγια της ζωής έδειχναν τη μεταμέλειά τους, άνοιγαν τις καρδιές τους κι έριχναν κέρματα.
29
«Έχετε ώρα;» Ο Ρέκβιεμ σιγόπινε απ’ το μπουκάλι, με το αριστερό του χέρι χωμένο στο παντελόνι του. «Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε φαρμακώσουν», έλεγε με στόμφο θαρρείς και ήθελε να καταγγείλει τη στυγνή συμπεριφορά των σερβιτόρων και των σερβιτόρων-βοηθών. Ο Ρέκβιεμ και ο Λισιέν συνέχιζαν να κατεβάζουν τις μπίρες τους, ανταλλάσσοντας ματιές, κοφτές φράσεις, ψεύτικα γέλια. Δεν είχαν τίποτα, ή σχεδόν πια τίποτα, να κουβεντιάσουν μετά από δέκα χρόνια αποξένωση. Αποφεύγαν ν’ αναφερθούν στη Ζακλίν... Περίεργο βέβαια. Ο άλλοτε φλύαρος Λισιέν, κόμπιαζε. Πότε πότε, έβγαζε απ’ την τσάντα του ένα σημειωματάριο. Έγραφε για το Τραμ 83 και τα κορίτσια του με τα λαστιχένια στήθια. Έγραφε για την μπόχα των σκαφτιάδων που γουστάριζαν πήδημα από πίσω. Έγραφε για την τρέλα των καμικάζι.... Έγραφε για την αγωνία των τουριστών. Έγραφε για τους τεμενάδες που έκαναν τα πιτσούνια. «Έχετε ώρα;» Έγραφε για τους τζαζίστες, τους Νιγηριανούς τζαζίστες που κατάγονταν απ’ τ’ Ογκμπομόσο. Ο Λισιέν πάσχιζε απεγνωσμένα ν’ ανοίξει διάλογο. «Πώς περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου;» «Θυμάσαι την πρώτη μας εμφάνιση, φίσκα ήταν η αίθουσα...» Ο Ρέκβιεμ εξακολουθούσε να είναι ασαφής, συγκρατημένος και τραχύς. «Δε μ’ ενδιαφέρει το παρελθόν μου...» «Φιλενάδα έχεις;» «Μπορεί...» «Ο καιρός περνάει γρήγορα». «Αγαπώ το χρήμα...» «Δουλεύεις σκληρά, απ’ ό,τι βλέπω». «Μπαίνεις στα χωράφια μου...»
30
«Εσύ...» «Δε μ’ αρέσει τούτ’ η τζαζ». «Παλεύω μ’ ένα θεατρικό έργο». «Ο Νέος Κόσμος, τα πιτσούνια που τα ταΐζουν τα ιδρωμένα τους στήθια...» «Χαίρομαι που σε ξαναβρίσκω» «Με πρήζεις...» Στο μεταξύ, περιεργαζόταν τις καμπύλες που περιφέρονταν τριγύρω. Η στεατοπυγία παρέμενε η επιτομή της ομορφιάς. Όλες οι γλύκες ορκίζονταν στα βραζιλιάνικα καπούλια. Έπρεπε ή να ’χουν τέτοια ή τίποτα. Έπιναν απελπισμένα ένα σκεύασμα με βάση τη σόγια, έπαιρναν χάπια, κατάπιναν τροφή για γουρούνια μόνο και μόνο για να φαρδύνουν τα οπίσθιά τους. Το αποτέλεσμα απείχε πολύ απ’ το επιθυμητό: καπούλια σε σχήμα ανανά, αβοκάντο, μπαλονιού ή μπάλας του μπέιζμπολ· καπούλια υπερβολικά τουρλωτά, καπούλια λοξά, τετράγωνα, ορθογώνια· καπούλια που σφυρίζουν από μόνα τους κ.ο.κ. Μια πιτσιρίκα τους πλησίασε. Συνεννοήθηκαν με σήματα Μορς, σίγουρα για την ταρίφα. Η πιτσιρίκα τράβηξε για τις τουαλέτες. Ο Ρέκβιεμ σηκώθηκε, ακολούθησε τη λεία του... Οι τουαλέτες στο Τραμ 83 δεν κατηγοριοποιούνταν ανάλογα με το φύλο μήτε με την προέλευση των τουριστών. Δεν είχαν φωτισμό, τόσο το καλύτερο για το χορό των σωμάτων. Ο Ρέκβιεμ και το κορίτσι μπαίνουν στη σπηλιά, ξαναβγαίνουν με τα πρόσωπα να γυαλίζουν απ’ τον ιδρώτα. Η κοπέλα, με κολλητό τζιν, πασχίζει να κλείσει το φερμουάρ της. Ύστερα, ο Ρέκβιεμ δέχεται ένα τηλεφώνημα, λέει επιτακτικά «πάρε τ’ αμάξι και φέρε πίσω το πράμα, παλιοκαριόλη!» «Πουρμπουάρ...» «Έχετε ώρα;» «Πώς περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου;» «Ο Νέος Κόσμος...» «Πισωκολλητό, και τσιμπούκι».
31
«Το τσιμπούκι είναι το πάθος μου». Ένας μισομεθυσμένος τουρίστας μπήκε σαν σίφουνας μες στο Τραμ. «Τον βλέπεις αυτόνανε, στο τσεπάκι μου τον έχω», είπε ο Ρέκβιεμ κοιτώντας ειρωνικά τον τύπο. «Είναι πάντα χρήσιμο να κρατάς τις φωτογραφίες κάποιου. Πάνε δυο χρόνια που έχω τις φωτογραφίες του, και δυο χρόνια είναι σκλάβος μου. Αν θέλω, ακόμα και το καυλί μού γλείφει». «Τι φωτογραφίες;» «Θα σου εξηγήσω. Εξάλλου, θα φροντίσω να ’χω και δικές σου». Ο τουρίστας κατευθύνθηκε προς τον Ρέκβιεμ και τον Λισιέν μόλις τους είδε και τους χαιρέτησε πολύ διαχυτικά. «Ντερλικώστε, φάτε όσο θέλετε, πιείτε όσο γουστάρετε, όλα κερασμένα από μένα. Πάω κιόλας να το πω στ’ αφεντικό». Ο Ρέκβιεμ έσκασε στα γέλια. Ο Λισιέν, με τα νεύρα τσατάλια, είχε πόνους στην κοιλιά. Το ταξίδι με το τρένο τον είχε διαλύσει. Προσπαθούσε με το ζόρι να σταθεί για να μην κακοκαρδίσει τον Ρέκβιεμ ο οποίος δεν είχε διάθεση για πολλές κουβέντες. Σηκώθηκαν κι έφυγαν μόλις αντήχησε η καμπάνα του Αγγέλου.6 Έξω, όλος ο καλός ο κόσμος. Δυο ομορφούλες παζαρεύουν. «Μπουρλότο θα σε κάνουμε!» Ο Λισιέν ψέλλισε κάτι, προφασιζόμενος κούραση. Ο Ρέκβιεμ του σύστησε ένα γιατρικό. Ο Ρέκβιεμ γλυκομιλούσε στα κορίτσια που ζητούσαν ήδη προκαταβολή για το χρόνο που χάσανε, «τι το παιδεύουμε, αφού είναι φως φανάρι ότι μας γουστάρετε...» Ο Ρέκβιεμ κάλμαρε τον Λισιέν που συνέχισε να παραπονιέται. Ο Ρέκβιεμ έλεγχε την κατάσταση... «Ο Νέος Κόσμος, το Νέο Μεξικό, η σύγχρονη εποχή...» «Είμαι παντρεμένος». «Άντρας πιστός δεν υπάρχει». «Μα, Ρέκβιεμ...» «Δε θέλω να φανώ αγενής».
32
«Σκέψου τη Ζακλίν...» «Ας χουφτώσει όποιον βρει». Το ένα από τα δυο κορίτσια: στο τσιμπούκι είμαστε άπαιχτες. Ένα αγόρι με μια λεκάνη έτρεξε προς τη μεριά τους. Πήραν φιστίκια, λεμόνια, σουβλάκια, καρύδια κόλας και άλλα αφροδισιακά. Πιο πέρα, ανάμεσα σε δυο μελαγχολικά «Έχετε ώρα;», οι κατάρες των σκαφτιάδων· ένας φετφάς, που αντήχησε από ένα μιναρέ, ζητούσε την εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες του ιδιοκτήτη του Τραμ 83· ένας κουλοχέρης στο ύπαιθρο, που τον λειτουργούν Μοζαμβικανοί· μαρσαρίσματα από σακαράκες, μονόλογοι ενός Καλάσνικοφ· ο λυπητερός και νοσταλγικός θρήνος μιας ξαναμμένης σκύλας. «Έχετε ώρα;»