ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 5
ΛΙΟΥΝΤΜΙΛΑ ΟΥΛΙΤΣΚΑΓΙΑ
ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΑΝΤΙΣΚΗΝΟ c Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Людмила Улицкая,
Зеленый шатер
Copyright by Ludmila Ulitskaya, 2010 Published by arrangement with ELKOST lntl. Literary Agency © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 ©
1η έκδοση: Μάρτιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6407-1
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝA
ΠΡΟΛΟΓΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
11
Τα σχολικά χρόνια, τα υπέροχα... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο καινούργιος δάσκαλος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα παιδιά του υπογείου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι Λιούρσι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο τελευταίος χορός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η φιλία των λαών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το πράσινο αντίσκηνο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Απόστρατος έρωτας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όλα τα ορφανά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο γάμος του Βασιλιά Αρθούρου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα στενά παπούτσια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Υψηλές προδιαγραφές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι συμμαθήτριες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το δίχτυ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο άγγελος με το μεγάλο κεφάλι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το σπίτι με τον ιππότη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένας λεκές από καφέ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο φυγάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κατακλυσμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο ίσκιος του Άμλετ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ωραίο λαχείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το φτωχό κουνέλι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ταξίδι χωρίς επιστροφή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
14 49 81 93 128 145 158 204 214 229 259 267 301 352 367 376 381 392 423 442 458 504
7
471
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 8
Δαίμονες κωφάλαλοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το πάρκο Μιλιούτιν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στην πρώτη γραμμή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένα παρασημοφορημένο παντελόνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Imago . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια ρωσική ιστορία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ende gut . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το τέλος μιας ωραίας εποχής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
510 545 596 623 636 673 687 715
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 729
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 731 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 735
8
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 9
Ας μη σας παρηγορεί η αδικία των καιρών μας. Η ηθική τους αδικία και πάλι δεν καθιστά εμάς δίκαιους, η απανθρωπιά τους δεν αρκεί ώστε, διαφωνώντας μαζί της, να γινόμαστε εξ αυτού και μόνον άνθρωποι. Επιστολή του Μπoρίς Παστερνάκ προς τον Βαρλάμ Σαλάμοφ 9 Ιουλίου 1952
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 10
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 11
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
11
Κ
μπροστά στο πιάτο με την ομελέτα, η Ταμάρα έτρωγε και εξακολουθούσε να ονειρεύεται. Η μαμά Ραΐσα Ιλίνιτσνα περνούσε με μια πολύ απαλή κίνηση το χτένι ανάμεσα στα μαλλιά της, προσπαθώντας να μην τραβήξει πολύ αυτόν τον ζωντανό κετσέ. Από το ραδιόφωνο ξεχυνόταν εορταστική μουσική, όχι πολύ δυνατά όμως, μια που πίσω από το χώρισμα κοιμόταν η γιαγιά. Έπειτα η μουσική σταμάτησε. Η παύση ήταν πολύ μεγάλη, και μάλλον όχι τυχαία. Ύστερα αντήχησε η γνωστή σε όλους φωνή: «Προσοχή! Σας μιλά η Μόσχα. Λειτουργούν όλοι οι ραδιοσταθμοί της Σοβιετικής Ένωσης. Μεταδίδουμε το κυβερνητικό ανακοινωθέν...» Το χτένι κοκάλωσε μέσα στα μαλλιά της Ταμάρας, κι αυτή ξύπνησε αμέσως, καταβρόχθισε την ομελέτα και είπε με τη βραχνιασμένη φωνή που είχε κάθε πρωί: «Μαμά, ίσως είναι κανένα γελοίο συνάχι, κι αμέσως σ’ όλη τη χώρα...» Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια της, και η Ραΐσα Ιλίνιτσνα τράβηξε μ’ όλη της τη δύναμη το χτένι, έτσι που το κεφάλι της Ταμάρας έγειρε απότομα προς τα πίσω και τα δόντια της κροτάλισαν. «Σώπα» σφύριξε πνιχτά η Ραΐσα Ιλίνιτσνα. Στην πόρτα στεκόταν η γιαγιά φορώντας μια ρόμπα παλιά όσο και το Σινικό Τείχος. Άκουσε το ραδιοφωνικό ανακοινωθέν με πρόσωπο που άστραφτε και είπε: αθισμένη
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 12
12
«Ράγετσκα, πάρε κανένα γλυκό από του Ελισέγεφ.1 Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, σήμερα έχουμε και το Πουρίμ.2 Εγώ πάντως νομίζω ότι ο Σάμεχ ψόφησε». Εκείνο τον καιρό η Ταμάρα δεν ήξερε τι σήμαινε Πουρίμ, γιατί έπρεπε να αγοράσουν κάτι γλυκό και, πολύ περισσότερο, ποιος ήταν αυτός ο Σάμεχ που ψόφησε. Άλλωστε, πού να ξέρει ότι, για συνωμοτικούς λόγους, στην οικογένειά της αποκαλούσαν από αμνημονεύτων χρόνων τον Στάλιν και τον Λένιν με τα αρχικά των κομματικών τους ψευδωνύμων, «Σ» και «Λ», και τούτο στην κρυφή αρχαία γλώσσα – «Σάμεχ» και «Λάμεντ».3 Εντωμεταξύ η φωνή του εκφωνητή που λάτρευε ολόκληρη η χώρα ανακοίνωσε ότι η αρρώστια ήταν κάθε άλλο παρά ένα απλό συνάχι.
Η Γκάλια είχε κιόλας φορέσει τη στολή του σχολείου και τώρα γύρευε την ποδιά της.4 Πού είχε πάει; Τρύπωσε κάτω από το ξύλινο κρεβάτι· μήπως είχε πέσει εκεί; Ξάφνου η μητέρα όρμησε από την κουζίνα κρατώντας στο ένα χέρι το μαχαίρι και στο άλλο χέρι μια πατάτα. Ξεφώνιζε με φωνή αγνώριστη, έτσι που η Γκάλια σκέφτηκε ότι η μάνα της έκοψε το χέρι της. Δεν φαινόταν όμως πουθενά αίμα. Ο πατέρας της, βαρύθυμος τα πρωινά, σήκωσε το κεφάλι από το μαξιλάρι του: «Γιατί ξεφωνίζεις, Νίνκα; Γιατί ξεφωνίζεις μέσα στ’ άγρια χαράματα;» Η μητέρα όμως τσίριζε όλο και δυνατότερα, και δεν έβγαινε νόημα από τις σπασμωδικές κραυγές της: «Πέθανε! Τι κοιμάσαι, βλάκα; Σήκω! Ο Στάλιν πέθανε!» «Το ανακοίνωσαν, τι τρέχει;» Ο πατέρας σήκωσε το μεγάλο κεφάλι του με το τσουλούφι το κολλημένο στο μέτωπό του. «Είπαν ότι αρρώστησε. Μα αυτός πέθανε, στον σταυρό που σου κάνω, πέθανε! Το νιώθει εμένα η καρδιά μου!»
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 13
Ακολούθησαν πάλι ακατάληπτοι θρήνοι, από τους οποίους αναδυόταν το δραματικό ερώτημα: «Όι, όι, όι! Και τώρα τι θα γίνει; Τι θα γίνει τώρα μ’ όλους εμάς; Θα γίνει κάτι;» Ο πατέρας κατσούφιασε και είπε απότομα: «Τι ξεφωνίζεις, ηλίθια; Τι ξεφωνίζεις; Χειρότερα δεν θα ’ναι!» Η Γκάλια ξετρύπωσε επιτέλους την ποδιά· πράγματι είχε πέσει κάτω από το κρεβάτι. «Δεν πά’ να ’ναι τσαλακωμένη! Δεν θα τη σιδερώσω!» αποφάσισε.
13
Εκεί κατά το πρωί ο πυρετός έπεσε, και η Όλια κοιμήθηκε καλά, δίχως ιδρώτα και βήχα. Και κοιμόταν σχεδόν ως την ώρα του γεύματος. Ξύπνησε επειδή στο δωμάτιο μπήκε η μητέρα της και φώναξε δυνατά, με ύφος επίσημο: «Όλγα, σήκω! Μας βρήκε συμφορά». Δίχως ακόμα ν’ ανοίξει τα μάτια της, κρυμμένη ακόμα στο μαξιλάρι με την ελπίδα πως αυτό ήταν όνειρο αλλά νιώθοντας ήδη ένα φοβερό σφίξιμο στον λαιμό της, η Όλια σκέφτηκε: Πόλεμος! Μας χτύπησαν οι φασίστες! Άρχισε ο πόλεμος! «Όλγα, σήκω!» Τι κακό! Φασιστικά στρατεύματα πατούν την άγια γη μας, κι όλοι θα πάνε στον πόλεμο κι αυτή δεν θα την πάρουν... «Ο Στάλιν πέθανε!» Η καρδιά της σφυροκοπούσε μέσα στον λαιμό της, δεν άνοιξε όμως τα μάτια της· δόξα τω Θεώ, δεν ήταν πόλεμος. Κι όταν αρχίσει ο πόλεμος, αυτή θα είναι πια μεγάλη, και τότε θα την πάρουν. Και σκέπασε με το πάπλωμα το κεφάλι της, και σαν μέσα σ’ όνειρο ψέλλισε: Και τότε θα με πάρουν, κι αποκοιμήθηκε μ’ αυτή την ευχάριστη σκέψη. Η μητέρα της την άφησε στην ησυχία της.
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 14
Τα σχολικά χρόνια, τα υπέροχα...
Ένησης η οποία οδηγεί στην αναπόφευκτη συνάντηση αν-
14
χει
ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την τροχιά της κί-
θρώπων που προορίζονται ο ένας για τον άλλον. Μερικές φορές, θαρρείς πως μια τέτοια συνάντηση γίνεται χωρίς ιδιαίτερες προσπάθειες εκ μέρους της μοίρας, χωρίς την πανούργα προετοιμασία της υπόθεσης, ακολουθώντας τη φυσιολογική πορεία των γεγονότων· οι άνθρωποι, ας πούμε, κατοικούν στην ίδια πολυκατοικία ή πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο. Αυτά τα τρία αγόρια πήγαιναν μαζί στο σχολείο. Ο Ιλιά και ο Σάνια ήταν μαζί από την πρώτη τάξη. Ο Μίχα τους αντάμωσε αργότερα. Σύμφωνα με την ιεραρχία η οποία καθορίζεται αυθαίρετα σε κάθε αγέλη, οι τρεις τους κατείχαν τις κατώτερες θέσεις, και τούτο επειδή δεν τα κατάφερναν στους καβγάδες ούτε παρίσταναν τους σκληρούς. Ο Ιλιά ήταν ψηλός και αδύνατος, τα χέρια και τα πόδια του ξεπετάγονταν μέσα από τα κοντά μανίκια των ρούχων του και τα παντελόνια του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, δεν υπήρχε καρφί ή σιδερικό που να μην πιαστεί και να μη σκιστεί ένα κομμάτι από τα ρούχα του. Η μάνα του, η μοναχική και μελαγχολική Μαρία Φιόντοροβνα, έκανε τα αδύνατα δυνατά με τα τελείως στρεβλωμένα χέρια της για να καλύψει τα σκισίματα με στραβά μπαλώματα. Δεν τα κατάφερνε με την τέχνη της ραπτικής. Ο Ιλιά, μονίμως ντυμένος χειρότερα από άλλα, επίσης κακοντυμένα παιδιά, έκανε πάντα καραγκιοζιλίκια και κορόιδευε, διακωμωδούσε τη
φτώχεια του, κι αυτός ήταν ένας πολύ εμπνευσμένος τρόπος για να την ξεπερνάει. Ακόμα χειρότερη ήταν η θέση του Σάνια. Το σακάκι με το φερμουάρ, οι κοριτσίστικες βλεφαρίδες του, η εκνευριστική χάρη του προσώπου του και οι λινές πετσέτες με τις οποίες ήταν τυλιγμένα τα σπιτικά σάντουιτς προκαλούσαν τη ζήλια και την απέχθεια των συμμαθητών του. Και εκτός απ’ όλα αυτά, μάθαινε να παίζει πιάνο, και πολλοί τον έβλεπαν να κρατάει τη γιαγιά του με το ένα χέρι, ενώ στο άλλο κρατούσε το βιβλίο με τις νότες, και να διασχίζει την οδό Τσερνισέφσκι –την αλλοτινή και μελλοντική οδό Πακρόφκα– και να πηγαίνει στη Μουσική Σχολή Ιγκούμνοφ· μερικές φορές, μάλιστα, αυτό συνέβαινε τις μέρες που περνούσε διάφορες αρρώστιες, που ναι μεν δεν ήταν βαριές, ήταν όμως παρατεταμένες. Η γιαγιά –αυτή την έβλεπαν πάντα προφίλ– άπλωνε μπροστά τα λεπτά ποδαράκια της σαν άλογο του τσίρκου και κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι της καθώς περπατούσε. Ο Σάνια πήγαινε στο πλάι και λίγο πιο πίσω, όπως άρμοζε σε έναν ακόλουθο. Στη μουσική σχολή –πράγμα που δεν συνέβαινε στο σχολείο γενικής εκπαίδευσης– τον Σάνια τον εκτιμούσαν· στη δευτέρα τάξη έπαιξε στις εξετάσεις τέτοιες συνθέσεις του Γκριγκ,5 με τις οποίες κανένας μαθητής της πέμπτης τάξης δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Στη γενική συγκίνηση συνέβαλλε και το μικρό ανάστημα του ερμηνευτή· στα οχτώ του χρόνια τον περνούσαν για παιδί προσχολικής ηλικίας, και στα δώδεκα για οχτάχρονο. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, στο σχολείο γενικής εκπαίδευσης ο Σάνια είχε το παρατσούκλι Νάνος. Και εκεί δεν προκαλούσε καμιά συγκίνηση, μονάχα μοχθηρές κοροϊδίες. Ο Σάνια απέφευγε συνειδητά τον Ιλιά, όχι τόσο εξαιτίας της αυθόρμητης δηκτικότητας που, έστω κι αν δεν είχε στόχο ειδικά τον Σάνια, ωστόσο τον έθιγε κατά διαστήματα, όσο για την εξευτελιστική διαφορά ύψους ανάμεσά τους. Ο Μίχα ήταν αυτός που ένωσε τον Ιλιά και τον Σάνια, ό-
15
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 15
16
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 16
ταν, με τον ερχομό του στην πέμπτη τάξη, προκάλεσε τον γενικό ενθουσιασμό· ήταν ο κλασικός κοκκινομάλλης, ιδανικός στόχος για όποιον ήθελε ν’ ασχοληθεί μαζί του. Κεφάλι κουρεμένο γουλί, που ξεχώριζε με το χρυσοκόκκινο, στραβό τσουλούφι του, διάφανα ολοπόρφυρα αυτιά σαν ιστία καραβιού, που ξεπετάγονταν στο λάθος μέρος στο κεφάλι του, πολύ κοντά, θα έλεγες, στα μάγουλα, δέρμα κάτασπρο και πολλές φακίδες, ακόμα και μάτια με μια πορτοκαλιά απόχρωση. Και, συν τοις άλλοις, γυαλάκιας και Εβραίος. Τον Μίχα τον έδειραν για πρώτη φορά την 1η Σεπτεμβρίου κιόλας6 –το ξυλοφόρτωμα ήταν ελαφρύ και για παραδειγματισμό– στη διάρκεια του μεγάλου διαλείμματος στα αποχωρητήρια. Και μάλιστα δεν το έκαναν ο Μουρίγκιν με τον Μουτιούκιν αυτοπροσώπως – όχι, δεν καταδέχτηκαν να τον δείρουν αυτοί, αλλά τα τσιράκια τους και οι υποτακτικοί τους. Ο Μίχα έφαγε στωικά μια δόση ξύλο, άνοιξε τον χαρτοφύλακά του, έβγαλε το μαντίλι του για να σκουπίσει τα σάλια που έτρεχαν από το στόμα του, κι εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε μέσα από τον χαρτοφύλακα ένα γατάκι. Οι άλλοι άρπαξαν το γατάκι κι άρχισαν να το πετούν από χέρι σε χέρι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Ιλιά –ο ψηλότερος στην τάξη!–, άρπαξε το γατάκι πάνω από τα κεφάλια των βολεϊμπολιστών, και το κουδούνι που χτύπησε διέκοψε την ενδιαφέρουσα αυτή απασχόληση. Μπαίνοντας στην τάξη, ο Ιλιά πάσαρε το γατάκι στον Σάνια, που έτυχε να βρεθεί δίπλα του, κι αυτός το έκρυψε στον χαρτοφύλακά του. Στο επόμενο διάλειμμα, οι κυριότεροι εχθροί του ανθρώπινου γένους, τα ονόματα των οποίων, Μουρίγκιν και Μουτιούκιν, θα χρησιμεύσουν ως βάση ενός φιλολογικού παιχνιδιού στο μέλλον, και αξίζουν να μνημονεύονται για πολλούς ακόμα λόγους, αναζήτησαν για λίγο το γατάκι αλλά σύντομα το ξέχασαν. Μετά το τέταρτο μάθημα τους άφησαν όλους να φύγουν και, με αλαλαγμούς και ουρλιαχτά, τα αγόρια πετάχτη-
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 17
καν έξω από το σχολείο, παρατώντας τούς άλλους τρεις στην άδεια τάξη τη στολισμένη με πολύχρωμα αστέρια, δίχως να τους δώσουν καμιά σημασία. Ο Σάνια έβγαλε από τον χαρτοφύλακά του το γατάκι που κόντευε να σκάσει και το έδωσε στον Ιλιά. Αυτός το έδωσε στον Μίχα. Ο Σάνια χαμογέλασε στον Ιλιά, ο Ιλιά στον Μίχα, ο Μίχα στον Σάνια. «Έγραψα ένα ποίημα, για το γατάκι» είπε ντροπαλά ο Μίχα. «Να το».
«Ε, εντάξει. Δεν είναι, βέβαια, Πούσκιν» σχολίασε ο Ιλιά. «Αυτό το “Τώρα, τώρα δα” δεν πάει» παρατήρησε ο Σάνια, και ο Μίχα συμφώνησε κάνοντας την αυτοκριτική του: «Ναι, σωστά. “Κι είναι μαζί μας τώρα πια”. Ακούγεται καλύτερα χωρίς το “τώρα δα”!» Ο Μίχα τους διηγήθηκε με λεπτομέρειες με ποιον τρόπο το πρωί, εκεί που πήγαινε στο σχολείο, άρπαξε το αδέσποτο γατάκι σχεδόν μέσα από το στόμα ενός σκυλιού που ετοιμαζόταν να το κάνει κομμάτια. Δεν μπορούσε όμως να το πάει στο σπίτι του, επειδή ήταν άγνωστο πώς θα το αντιμετώπιζε η θεία του, με την οποία συγκατοικούσε από την περασμένη Δευτέρα. Ο Σάνια χάιδεψε την πλάτη του γατιού και αναστέναξε: «Εγώ δεν μπορώ να το πάρω· στο σπίτι μας έχουμε κιόλας έναν γάτο. Και σίγουρα αυτό δεν θα του αρέσει». «Εντάξει, θα το πάρω εγώ». Και ο Ιλιά πήρε ανέμελα το γατάκι. «Και στο σπίτι σου δεν τρέχει τίποτα;» ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον ο Σάνια.
17
Ήταν το ωραιότερο μέσα στο γατομάνι, και πάνω που κόντευε να πεθάνει, απ’ το θάνατο το γλίτωσε ο Ιλιά Κι είναι μαζί μας τώρα, τώρα δα.
18
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 18
Ο Ιλιά χαμογέλασε: «Στο σπίτι γίνεται ό,τι πω εγώ. Τα πάω καλά με τη μάνα μου. Με ακούει». Αυτός είναι πια ενήλικος, εγώ ποτέ δεν θα γίνω τέτοιος, δεν θα μπορέσω ούτε καν να πω: τα πάω καλά με τη μάνα μου. Σωστά, εγώ είμαι παιδί της μαμάς. Έστω κι αν η μαμά μου μ’ ακούει. Και η γιαγιά μου μ’ ακούει. Ω, με ακούει και με το παραπάνω! Όπως και να ’χει όμως, είναι διαφορετικά, σκέφτηκε μελαγχολικά ο Σάνια. Κοιτούσε τα κοκαλιάρικα χέρια του Ιλιά, τα γεμάτα με σκουροκίτρινους λεκέδες, με γρατσουνιές. Μακριά δάχτυλα, δυο οκτάβες θα πιάνει μ’ αυτά. Εντωμεταξύ, ο Μίχα προσπαθούσε να καθίσει το γατάκι πάνω στο κεφάλι του, πάνω στο κόκκινο βελούδινο τσουλούφι που χθες ένας μεγαλόψυχος κουρέας στην πλατεία Πακρόβσκιε Βαρότα το άφησε απείραχτο. Το γατάκι κουλουριαζόταν κι ο Μίχα ολοένα το κάθιζε στην κορφή του κεφαλιού του. Βγήκαν κι οι τρεις μαζί απ’ το σχολείο. Το γατάκι το τάισαν με λιωμένο παγωτό. Είχε λεφτά ο Σάνια. Τους έφταναν για τέσσερις μερίδες. Όπως αποσαφηνίστηκε αργότερα, ο Σάνια είχε σχεδόν πάντα λεφτά... Πρώτη φορά στη ζωή του ο Σάνια έφαγε παγωτό στον δρόμο μέσα από το κουτί· όποτε η γιαγιά αγόραζε παγωτό, το πήγαιναν στο σπίτι, έβαζαν το βουναλάκι που είχε αρχίσει να λιώνει μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο μπολ με χαμηλό ποδαράκι και το περιέλουζαν με γλυκό βύσσινο – και μόνο έτσι το έτρωγαν! Όλο ζωντάνια ο Ιλιά τους αφηγούνταν ποια φωτογραφική μηχανή θα αγόραζε με τα πρώτα λεφτά που θα έβγαζε και ταυτόχρονα τους εξέθεσε και το σχέδιο με το οποίο θα κέρδιζε αυτά τα λεφτά. Στα καλά καθούμενα, ο Σάνια τους αποκάλυψε ξαφνικά το μυστικό του· είχε χέρια μικρά, «που δεν έκαναν για πιάνο», κι αυτό για έναν ερμηνευτή ήταν μεγάλο μειονέκτημα.
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 19
Τα αγόρια σουλατσάριζαν και φλυαρούσαν, φλυαρούσαν και σουλατσάριζαν, κι έπειτα σταμάτησαν πλάι στη Γιάουζα7 και σώπασαν. Ένιωθαν και τα τρία ταυτόχρονα πόσο όμορφα είναι όταν υπάρχει εμπιστοσύνη, φιλία, ισότητα. Και ούτε καν σκέφτονταν ποιος ήταν o σημαντικότερος ανάμεσά τους, αντιθέτως ο καθένας ήταν για τους άλλους εξίσου ενδιαφέρων. Κι ακόμα δεν ήξεραν τίποτα για τον Σάσα και τον Νικ και τον όρκο στα Βαραμπιόβιε Γκόρι,8 ούτε καν ο Σάνια που ήταν πολυδιαβασμένος δεν είχε ανοίξει ακόμα κάποιο βιβλίο του Γκέρτσεν. Άλλωστε αυτά τα μέρη τα γεμάτα σαπίλα – η Χιτρόφκα, τα Γκοντσάρι, τα Κοτέλνικι– αιώνες τώρα θεωρούνταν τα πιο βρομερά της πόλης και δεν ήταν φτιαγμένα για ρομαντικούς όρκους. Να όμως που είχε συμβεί κάτι σημαντικό· τέτοιο δέσιμο ανάμεσα στους ανθρώπους μπορεί να συμβεί μόνο σε νεαρή ηλι-
19
Ο Μίχα, που είχε προσαρμοστεί στην καινούργια –τρίτη κατά σειρά– συγγενική οικογένεια μέσα στα τελευταία εφτά χρόνια, ανήγγειλε σ’ αυτά τα σχεδόν άγνωστα αγόρια ότι οι συγγενείς τελειώνουν πια, κι αν αυτή η θεία δεν τον κρατήσει κοντά της, τότε θα πρέπει να ξαναγυρίσει στο ορφανοτροφείο... Η καινούργια θεία, η Γκένια, ήταν ανήμπορη. Δεν είχε κάποια συγκεκριμένη αρρώστια, αλλά μιλώντας για τον εαυτό της έλεγε με ύφος θλιβερό και γεμάτο νόημα: «Είμαι άρρωστη απ’ την κορφή ως τα νύχια» και συνεχώς παραπονούνταν για πόνους στα πόδια, στην πλάτη, στο στήθος και στα νεφρά. Χώρια που είχε και μια κόρη ανάπηρη, και το γεγονός αυτό είχε άσχημο αντίκτυπο στην υγεία της. Η οποιαδήποτε δουλειά τής έπεφτε βαριά, και στο τέλος η οικογένεια πήρε την απόφαση ότι ο ορφανός ανιψιός θα εγκατασταθεί στο σπίτι της και οι συγγενείς θα μαζέψουν λεφτά και θα τα δώσουν στη θεία για τη συντήρησή του. Είτε το ήθελαν είτε όχι, ο Μίχα ήταν ο γιος του αδελφού τους που χάθηκε στον πόλεμο.
20
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 20
κία. Ο γάντζος χώνεται στην ίδια την καρδιά, και το νήμα που ενώνει τους ανθρώπους με φιλία από τα παιδικά τους χρόνια δεν σπάει για μια ολόκληρη ζωή. Λίγο αργότερα, έπειτα από ατέλειωτες λογομαχίες, και αφού απέρριψαν τις ονομασίες «Αγία Τριάδα» και «Τρίο», θα αποκαλέσουν αυτή την ένωση καρδιών «Τριανόν». Δεν είχαν ιδέα για τη διαίρεση της Αυστροουγγαρίας,9 και τη λέξη την επέλεξαν απλώς και μόνο για την ομορφιά της. Ύστερα από είκοσι χρόνια, αυτό το Τριανόν θα κάνει την εμφάνισή του στην καταθλιπτική συζήτηση του Ιλιά με τον υψηλόβαθμο αλλά ακαθόριστου βαθμού συνεργάτη της κρατικής ασφάλειας που έφερε το όχι απόλυτα εξακριβωμένο όνομα Ανατόλι Αλεξάντροβιτς Τσίμπικοφ. Ακόμα και τα πιο καπάτσα στελέχη από τον συρφετό των καγκεμπιτών που μάχονταν τους αντιφρονούντες εκείνου του καιρού θα δίσταζαν να πλασάρουν το Τριανόν σαν νεολαιίστικη αντισοβιετική οργάνωση. Θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι με τον Ιλιά: με το που εμφανίστηκε η πρώτη φωτογραφική μηχανή, αυτός άρχισε να δημιουργεί ένα πραγματικό φωτογραφικό αρχείο, το οποίο διασώθηκε ακέραιο ως τις μέρες μας. Η αλήθεια είναι ότι ο πρώτος φάκελος των σχολικών τους χρόνων είχε διαφορετική ονομασία, εξίσου αινιγματική με το Τριανόν· λεγόταν ΛΙΟΥΡΣΙ. Κι έτσι τα αγόρια τα ένωσε –και αυτό τεκμηριώθηκε στη συνέχεια– όχι το υψηλό ιδανικό της ελευθερίας, για το οποίο είτε θα έπρεπε σύντομα να θυσιάσουν τη ζωή τους είτε –πράγμα ακόμα πιο βαρετό– να αφιερώσουν όλη τους τη ζωή, από χρόνο σε χρόνο, στην υπηρεσία του αγνώμονα λαού, όπως συνέβη με τον Σάσα και τον Νικ πριν από εκατό και παραπάνω χρόνια, αλλά το καχεκτικό γατάκι, που δεν ήταν γραφτό του να ξεπεράσει τις δοκιμασίες της 1ης Σεπτεμβρίου 1951. Το κακόμοιρο πέθανε ύστερα από δυο μέρες στα χέρια του Ιλιά και θάφτηκε κρυφά μεν, αλλά με κάθε επισημότητα, κάτω από το παγκάκι του κήπου, στην αυλή του σπιτιού της οδού Πακρόφ-
κα 22 (που εκείνη την εποχή λεγόταν οδός Τσερνισέφσκι,10 ο οποίος επίσης ανάλωσε τη ζωή του υπέρ των ευγενών ιδεών). Το σπίτι είχε κάποτε το παρατσούκλι Κομόντ,11 από τους τωρινούς κατοίκους του όμως είναι ζήτημα αν κάποιος είχε ακούσει κάτι σχετικά. Το γατάκι αναπαυόταν κάτω από το παγκάκι στο οποίο, υποτίθεται, κάποτε καθόταν ο νεαρός Πούσκιν με τις ξαδέρφες του και τις διασκέδαζε με τα ρυθμικά στιχάκια του. Η γιαγιά του Σάσα διαρκώς το υπενθύμιζε· το σπίτι στο οποίο έμεναν γνώρισε και καλύτερες μέρες. Αρκετά γρήγορα –μέσα σε δυο βδομάδες ή έναν μήνα– κάτι άλλαξε στην τάξη κατά τρόπο εκπληκτικό. Ο Μίχα, φυσικά, δεν το πήρε είδηση· πώς να το ξέρει άλλωστε, αφού ήταν καινουργιοφερμένος. Ο Σάνια με τον Ιλιά όμως το ένιωσαν· όπως και παλιά, στην τάξη βρίσκονταν στο κατώτερο σημείο της ιεραρχίας, τώρα όμως όχι χωριστά αλλά όλοι μαζί. Και η πλειοψηφία των συμμαθητών τούς έβλεπε έτσι, χάρη σ’ εκείνο το απροσδιόριστο χαρακτηριστικό που εξαιτίας του δεν κατάφερναν να εισχωρήσουν στον κοινό μικρόκοσμο. Οι δυο αρχηγοί, ο Μουτιούκιν και ο Μουρίγκιν, είχαν όλους τους άλλους υποχείριά τους, όταν όμως καβγάδιζαν μεταξύ τους, τότε η τάξη χωριζόταν σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις, στις οποίες δεν εισχωρούσαν ποτέ παρίες, ούτε κι εκείνοι θα τους δέχονταν ποτέ. Γίνονταν τότε συρράξεις εύθυμες, μοχθηρές, αιματηρές και μη, και όλοι τούς ξεχνούσαν. Κι έπειτα, όταν ο Μουτιούκιν και ο Μουρίγκιν φίλιωναν, άρχιζαν πάλι να βάζουν στο σημάδι αυτούς τους αταίριαστους, ασυντρόφευτους ξένους, που ναι μεν δεν τους έκανε κόπο να τους ξυλοφορτώσουν δεόντως, το έβρισκαν όμως πιο ενδιαφέρον να τους τρομοκρατούν και να τους αναστατώνουν και να τους υπενθυμίζουν συνεχώς ποιος είχε εδώ το πάνω χέρι: ο εβραίος γυαλάκιας, ο μουζικάντης, ο παλιάτσος του σχολείου, ή τα «φυσιολογικά παιδιά» όπως ο Μουτιούκιν και ο Μουρίγκιν;
21
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 21
22
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 22
Στην πέμπτη τάξη άρχιζε το λύκειο, και τώρα, αντί μόνο της Ναταλίας Ιβάνοβνα, της καλόκαρδης γυναικούλας που τους δίδασκε γραμματική και αριθμητική κι έμαθε το αλφάβητο ακόμα και στον Μουτιούκιν και τον Μουρίγκιν τους οποίους αποκαλούσε χαϊδευτικά με τα ονόματά τους, Τόλιενκα και Σλάβοτσκα, ήρθαν οι εξειδικευμένοι καθηγητές των μαθηματικών, των ρωσικών, της βοτανικής, της ιστορίας, των γερμανικών και της γεωγραφίας. Οι εξειδικευμένοι καθηγητές ανέλαβαν ο καθένας το αντικείμενό του, τους ανέθεταν μεγάλες εργασίες και ήταν σαφές πως τα «φυσιολογικά παιδιά» δεν τα έβγαζαν πέρα. Ο Ιλιά, ο οποίος στο δημοτικό δεν ήταν και κανένας λαμπρός μαθητής, βελτιωνόταν τώρα ανάμεσα στους νέους τους φίλους, και στο τέλος του δεύτερου τριμήνου, δηλαδή εκεί γύρω στην Πρωτοχρονιά, έγινε φανερό ότι οι δεύτερης διαλογής γυαλάκηδες και οι καχεκτικοί τύποι τα πάνε μια χαρά στα μαθήματά τους, ενώ ο Μουτιούκιν με τον Μουρίγκιν με το ζόρι τα βγάζουν πέρα. Η σύγκρουση, που οι μεγάλοι θα αποκαλούσαν κοινωνική, οξυνόταν, γινόταν όλο και πιο αισθητή, εκ μέρους τουλάχιστον της καταπιεσμένης «μειονότητας». Τότε ακριβώς ο Ιλιά καθιέρωσε για πρώτη φορά τον όρο που διατηρήθηκε στην παρέα τους για πολλά χρόνια – «οι Μουτιούκινες και οι Μουρίγκινες». Ο όρος αυτός ήταν σχεδόν συνώνυμος με τον πολύ μεταγενέστερο Homo sovieticus,12 αλλά η γοητεία του βρισκόταν ακριβώς στο ότι ήταν αυτοσχέδιος. Ακόμα μεγαλύτερο εκνευρισμό στους «Μουτιούκινες και τους Μουρίγκινες» προκαλούσε ο Μίχα, ο οποίος τις έτρωγε συχνότερα απ’ όλους· έχοντας όμως την πείρα του ορφανοτροφείου, ο Μίχα αντιμετώπιζε εύκολα τα ξυλοφορτώματα στο σχολείο, δεν παραπονιόταν ποτέ, τιναζόταν, μάζευε τον σκούφο του και το έβαζε στα πόδια εν μέσω των αλαλαγμών των εχθρών του. Ο Ιλιά τούς έκανε διάφορα καραγκιοζιλίκια, έτσι ώστε συχνά οι εχθροί του σάστιζαν με τις κοροϊδίες του ή έμε-
ναν να χάσκουν με κάποιο αναπάντεχο κόλπο. Πιο ευαίσθητος απ’ όλους βγήκε ο Σάνια. Ωστόσο αυτή ακριβώς η άτοπη ευαισθησία τον βοηθούσε τελικά στην άμυνά του. Κάποτε, εκεί που ο Σάνια έπλενε τα χέρια του στον νιπτήρα του σχολικού αποχωρητηρίου –που θύμιζε κάτι μεταξύ βουλής και σύναξης ληστών–, ο Μουτιούκιν κυριεύτηκε από βαθύτατη απέχθεια γι’ αυτή την αθώα απασχόληση και πρότεινε στον Σάνια να πλύνει ταυτόχρονα και το πρόσωπό του. Λόγω της φιλειρηνικής του διάθεσης από τη μια και λόγω της δειλίας του από την άλλη, ο Σάνια πλύθηκε, και τότε ο Μουτιούκιν πήρε το σφουγγαρόπανο και έτριψε μ’ αυτό το βρεγμένο πρόσωπο του Σάνια. Εκείνη τη στιγμή τους περιτριγύριζε ήδη ένας κύκλος περίεργων που περίμεναν να το διασκεδάσουν. Έλα όμως που δεν το διασκέδασαν. Ο Σάνια άρχισε να τρέμει, χλώμιασε και, χάνοντας τις αισθήσεις του, έπεσε στο πλακόστρωτο πάτωμα. Ο θλιβερός αντίπαλος κατατροπώθηκε βεβαίως, όχι όμως ικανοποιητικά. Ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, σε μια περίεργη στάση, με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω. Ο Μουρίγκιν τον κλότσησε σιγανά στο πλευρό με το πόδι του, απλώς και μόνο για να διαπιστώσει γιατί αυτός κειτόταν ασάλευτος. Του φώναξε χωρίς καμιά κακία: «Έι, Σανιόκ, τι ξάπλωσες έτσι;» Ο Μουτιούκιν κοιτούσε σαν χαζός τον ακίνητο Σάνια. Ωστόσο, παρά τα φιλικά χτυπήματα, ο Σάνια δεν έλεγε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Τότε μπήκε στο αποχωρητήριο ο Μίχα, κοίταξε τη βουβή εικόνα και έτρεξε στη γιατρό του σχολείου. Μια εισπνοή αμμωνίας ξανάφερε τον Σάνια στη ζωή, και ο γυμναστής τον πήγε στο ιατρείο. Η γιατρός τού μέτρησε την πίεση. «Πώς αισθάνεσαι;» τον ρώτησε. Αυτός απάντησε ότι ένιωθε απολύτως καλά, αλλά δεν θυμήθηκε με την πρώτη τι είχε συμβεί. Όταν όμως θυμήθηκε το βρομερό σφουγγαρόπανο με το οποίο του έτριψαν το πρόσωπο, του ήρθε να ξεράσει. Ζήτησε σαπούνι και πλύθηκε προσε-
23
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 23
24
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 24
κτικά. Η γιατρός ήθελε να καλέσει τους γονείς του. Μετά δυσκολίας ο Σάνια την έπεισε να μην τηλεφωνήσει. Έτσι κι αλλιώς, η μητέρα του θα ήταν στη δουλειά, ενώ τη γιαγιά του φρόντιζε να την προστατεύει από δυσάρεστες ιστορίες. Κάλεσαν τον Ιλιά να συνοδέψει στο σπίτι του τον φίλο του που δεν είχε δυνάμεις, και η γιατρός τούς έδωσε ένα σημείωμα ότι τους επέτρεπε να φύγουν από το μάθημα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το κύρος του Σάνια από εκείνη την ημέρα αυξήθηκε. Για να πούμε την αλήθεια, τώρα τον φώναζαν «ο επιληπτικός νάνος», έπαψαν όμως να τον πειράζουν, γιατί τι θα γινόταν αν ξανάπεφτε ξερός; Στις 31 Δεκεμβρίου έκλεισε το σχολείο· ξεκινούσαν οι χειμερινές διακοπές, έντεκα μέρες ευτυχίας. Ο Μίχα θυμόταν χωριστά καθεμία από εκείνες τις ημέρες. Την Πρωτοχρονιά του έκαναν ένα παραμυθένιο δώρο. Ύστερα από μυστικές διαβουλεύσεις με τον γιο της, και αφού έλαβε εκ μέρους του τη διαβεβαίωση ότι το βλαστάρι της απαρνιέται αυτό το τμήμα της οικογενειακής κληρονομιάς και ότι ο ίδιος δεν έχει καμιά αντίρρηση, η θεία Γκένια έδωσε στον Μίχα ένα ζευγάρι πατίνια. Ήταν ένα αμερικάνικο υβρίδιο, που είχε πάψει να χρησιμοποιείται εδώ και πολύ καιρό, με διπλές λάμες και οδοντωτή μύτη. Τα πατίνια ήταν ενσωματωμένα σε ένα ζευγάρι φθαρμένα μποτίνια που είχαν κάποτε κόκκινο χρώμα και χοντρά πριτσίνια σε σχήμα άστρων. Πάνω στο μεταλλικό έλασμα που ένωνε τις λάμες με τα μποτίνια διάβαζες «Einstein» και μια σειρά ακατανόητων αριθμών και γραμμάτων... Τα μποτίνια είχαν ταλαιπωρηθεί πολύ από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους, οι λάμες όμως γυάλιζαν σαν καινούργιες. Η θεία Γκένια αντιμετώπιζε τα πατίνια σαν οικογενειακά κειμήλια. Σε άλλες οικογένειες μ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετώπιζαν τα διαμαντικά της γιαγιάς. Στην ιστορία αυτών των πατινιών έμπαιναν εμμέσως και τα διαμαντικά. Το 1919, ο μεγαλύτερος αδελφός της θείας Γκένιας,
ο Σαμουήλ, στάλθηκε από τον ίδιο τον Λένιν στις ΗΠΑ για να οργανώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αμερικής. Σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του ο Σαμουήλ καμάρωνε γι’ αυτή την αποστολή και μιλούσε με λεπτομέρειες για το ταξίδι του στους στενούς συγγενείς και τους κοντινούς τους φίλους που ήταν μερικές εκατοντάδες, ώσπου τον συνέλαβαν το 1937. Έφαγε δέκα χρόνια φυλακή χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας και εξαφανίστηκε μια για πάντα, αλλά η μεγάλη ιστορία του έγινε ο μύθος της οικογένειας. Τον Ιούλιο του 1919 ο Σαμουήλ έφυγε από τη Μόσχα και, λοξοδρομώντας μέσω Βόρειας Ευρώπης, έφτασε στη Νέα Υόρκη και βγήκε στην προκυμαία ως ναύτης που ερχόταν με ένα εμπορικό καράβι από την Ολλανδία. Κατέβηκε την ανεμόσκαλα του καραβιού βροντοχτυπώντας τα τακούνια από τα μποτίνια του που ήταν ραμμένα από τον υποδηματοποιό του Κρεμλίνου και στο ένα τακούνι τους ήταν κρυμμένο ένα τεράστιας αξίας διαμάντι. Εκείνος εκτέλεσε την αποστολή του· ως εκπρόσωπος της Κομιντέρν, κήρυξε την έναρξη του πρώτου παράνομου συνεδρίου του κομμουνιστικού κόμματος. Ύστερα από κάμποσους μήνες, ο Σαμουήλ επέστρεψε και ανέφερε προσωπικά στον σύντροφο Λένιν ότι η αποστολή του εξετελέσθη. Τα λιγοστά οδοιπορικά του, εκτός από δώδεκα δολάρια που ξοδεύτηκαν για το φαγητό του, πήγαν για δώρα. Έφερε στη γυναίκα του ένα κόκκινο μάλλινο φόρεμα με φράουλες πλεγμένες στον γιακά και στους ώμους, και κόκκινα σκαρπίνια τρία νούμερα μικρότερα απ’ ό,τι έπρεπε. Τα πατίνια ήταν το τρίτο και το ακριβότερο αμερικάνικο δώρο στις αποσκευές του, και αγοράστηκαν για να τα φορέσει ο μικρός του γιος μόλις μεγαλώσει· αυτός όμως πέθανε σύντομα. Κάλλιο να τ’ αγόραζε για τον εαυτό του. Σαν ήταν παιδί, ο Σαμουήλ ονειρευόταν να βγει καταμεσής στο παγοδρόμιο και να πατινάρει γρήγορα, γέρνοντας πάνω στον λείο πάγο, προσπερνώντας όλους αυτούς που ήθελαν το κακό του, προσπερ-
25
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 25
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 26
νώντας τις κυρίες με τα μανσόν, τα γυμνασιόπαιδα και τις δεσποινίδες, ανάμεσα στις οποίες θα πρέπει οπωσδήποτε να βρισκόταν η Μαρούσια Γκαλπέρινα... Τα πατίνια έμειναν για πολύ καιρό μέσα σ’ ένα σεντούκι, περιμένοντας τον ερχομό του νέου κληρονόμου. Ο Σαμουήλ όμως δεν απέκτησε άλλα παιδιά, και τα πατίνια, αφού έμειναν δέκα χρόνια αχρησιμοποίητα, έφτασαν στα χέρια του γιου της Γκένιας, της νεότερης αδελφής. Τώρα, ύστερα από άλλα είκοσι χρόνια, έφτασαν στα χέρια –για την ακρίβεια, στα πόδια– ενός άλλου συγγενή του ηρωικού Σαμουήλ. Με ένα τέτοιο απρόσμενο δώρο, που υπερέβαινε όλα όσα ο Μίχα προσδοκούσε για να γίνει ευτυχισμένος, έληξε γι’ αυτόν η πρώτη μέρα των διακοπών. Και τίποτε δεν προμήνυε τη συμφορά που σύντομα θα ακολουθούσε εξαιτίας αυτού του δώρου...
26
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς το μεγάλο σόι της θείας Γκένιας συγκεντρώθηκε γύρω από το τραπέζι, το οποίο, με την άδεια των γειτόνων, στρώθηκε στη μεγάλη κοινόχρηστη κουζίνα του σπιτιού, και όχι στο δεκατεσσάρων μέτρων δωμάτιο όπου έμενε η ίδια η θεία Γκένια, η ανύπαντρη και άτυχη στον ενδοκρινολογικό τομέα κόρη της, η Μίνα, και εδώ και λίγο καιρό ο Μίχα. Η θεία Γκένια ετοίμασε μπόλικο φαΐ· πουλερικά και ψάρια μαζί. Το βράδυ, μετά το μνημειώδες τραπέζωμα, ο Μίχα έγραψε ένα ποίημα στο οποίο απεικονίζονταν οι αλησμόνητες εντυπώσεις εκείνης της μέρας. Τα πατίνια είναι τα ωραιότερα απ’ όσα Στη ζωή μου έχω δει, Ωραιότερα απ’ τον ήλιο και τα νερά, Ωραιότερα κι απ’ τη φωτιά. Πάνω τους, το ομορφότερο πλάσμα
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 27
Όλη τη βδομάδα ο Μίχα σηκωνόταν πριν ακόμα φέξει και έβγαινε στην αυλή, στη γεμάτη νερά έκταση που χρησιμοποιούσαν για παγοδρόμιο, πατινάριζε μόνος του κι έφευγε μόλις εμφανίζονταν εκεί τα παιδιά που είχαν χορτάσει ύπνο στις μέρες των διακοπών. Δεν ισορροπούσε καλά πάνω στα πατίνια και φοβόταν μήπως δεν μπορέσει να τα αντιμετωπίσει αν αυτά του ρίχνονταν. Σ’ εκείνες τις διακοπές τα πατίνια υπήρξαν το υπ’ αριθμόν ένα γεγονός. Το υπ’ αριθμόν δύο ήταν η γιαγιά του Σάνια, η Άννα Αλεξάντροβνα. Αυτή πήγαινε τα παιδιά στα μουσεία. Το γεγονός επηρέασε όχι μόνο τον Μίχα, ο οποίος από τη φύση του χαρακτηριζόταν κατά το ήμισυ από μια δίψα για γνώσεις, επιστημονική και γενικότερη περιέργεια και ενθουσιασμό, και κατά το ήμισυ από έναν απροσδιόριστο δημιουργικό ζήλο. Οι εκστρατείες στα μουσεία εντυπωσίασαν βαθύτατα ακόμα και τον Ιλιά, ο οποίος δεν διακρινόταν για τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, αλλά μάλλον για την κλίση του προς την τεχνολογία. Μονάχα ο Σάνιετσκα, που είχε αυτή τη συγκλονιστική γιαγιά, περιφερόταν ως συνήθως από αίθουσα σε αίθουσα και, κατά διαστήματα, έκανε παρατηρήσεις –όχι στους φίλους του, αλλά στη γιαγιά!– από τις οποίες προέκυπτε ότι τόσο εδώ, στα μουσεία, όσο και στα ωδεία, ήταν στο στοιχείο του. Ο Μίχα ερωτεύτηκε την Άννα Αλεξάντροβνα. Για όλη του τη ζωή, μέχρι τον θάνατό της. Κι εκείνη όμως διέκρινε στο πρόσωπό του τον μελλοντικό εκπρόσωπο του αντρικού τύπου που πάντα της άρεσε. Ο μικρός ήταν κοκκινομάλλης, ήταν ποιη-
27
Που πατινάρισε ποτέ. Και το τραπέζι είναι στρωμένο σαν σε χορό, Να μετρήσω πάνω του τα φαγητά δεν το μπορώ, Μπορώ μονάχα στην οικογένεια να ευχηθώ Νίκες μεγάλες, ένα σωρό.
28
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 28
τής, εκείνη τη βδομάδα μάλιστα κούτσαινε καθώς είχε φάει μια τούμπα με τα καινούργια πατίνια – όπως ακριβώς εκείνος ο ποιητής, ο σχεδόν μεγάλος, τον οποίο η Άννα Αλεξάντροβνα ερωτεύτηκε κρυφά όντας δεκατριάχρονο κορίτσι...13 Το ίδιο το πρότυπο, σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή... ο μεγάλος άντρας με το φωτοστέφανο του αγωνιστή, του μάρτυρα σχεδόν, ο οποίος στις αρχές του εικοστού αιώνα έκανε θραύση, δεν πήρε είδηση την ερωτευμένη δεσποινίδα, άφησε όμως ένα βαθύ αποτύπωμα στο φροϊδικό υπόστρωμα του ψυχισμού της· κάτι τέτοιοι κοκκινομάλληδες, ζωηροί, ευαίσθητοι άντρες τής άρεσαν σε όλη την πολύχρονη ζωή της. Χαμογέλαγε κοιτάζοντας τον Μίχα, έναν μικρό ακριβώς αυτού του στιλ, οι δρόμοι τους όμως με τον καιρό χωρίστηκαν... Και της ήταν ευχάριστο να συλλαμβάνει το δικό του ενθουσιασμένο βλέμμα. Με τον ίδιο τρόπο, χωρίς κι ο ίδιος να το αντιληφθεί, ο Μίχα επωφελήθηκε από την αμοιβαιότητα. Από εκείνο τον χειμώνα, έγινε συχνός επισκέπτης στο σπίτι των Στεκλόφ. Στο μεγάλο δωμάτιο με τα τρία παράθυρα και το τέταρτο που το έκοβε στα δύο το χώρισμα, κάτω από το πανύψηλο ταβάνι με τα γύψινα, χωρισμένο κι αυτό στα δύο, φώλιαζαν κάποια σπουδαία βιβλία, και μάλιστα σε ξένες γλώσσες. Μονίμως έτοιμο για μάχη στεκόταν το πιάνο με τη μουσική κρυμμένη μέσα του. Από καιρό σε καιρό γίνονταν αισθητές οι ασυνήθιστες αλλά μαγευτικές οσμές του αληθινού καφέ, της μαστίχας, των αρωμάτων. Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν και στο σπίτι των γονιών μου, συλλογιζόταν ο Μίχα. Τους γονείς του δεν τους θυμόταν. Η μάνα του πέθανε όταν βομβαρδίστηκε ο τελευταίος συρμός που έφευγε από το Κίεβο προς τα ανατολικά, στις 18 Σεπτεμβρίου 1941, όταν πια οι Γερμανοί πλησίαζαν το Ποντόλ. Ο πατέρας του πέθανε στο μέτωπο, κι έτσι δεν έμαθε για τον θάνατο της γυναίκας του και τη διάσωση του γιου του. Στην πραγματικότητα στο σπίτι των γονιών του Μίχα τα
πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι στο σπίτι του Σάνια Στεκλόφ, και τις φωτογραφίες των δικών του, οι οποίες διασώθηκαν εκ θαύματος μετά τον πόλεμο, εκείνος τις είδε για πρώτη φορά όταν είχε πια κλείσει τα είκοσι. Σ’ αυτές απεικονίζονταν κάποιοι φτωχοί και άσχημοι άνθρωποι που τον απογοήτευσαν έντονα· η μάνα του είχε ένα προσποιητό χαμόγελο στα λεπτά μελανά χείλη της και ένα τεράστιο ξεδιάντροπο μπούστο, ενώ ο πατέρας του ήταν χοντρός και κοντοπίθαρος, με πρόσωπο ασυνήθιστα σοβαρό. Πίσω τους υψώνονταν σπαράγματα μιας ζωής που δεν θύμιζαν σε τίποτα το κομμάτι της μικρής σάλας στο πρώην αρχοντικό Απρακσίν-Τρουμπετσκόι, στο οποίο κατοικούσε η οικογένεια του Σάνια. Στις 9 Ιανουαρίου, προς το τέλος των διακοπών, γιόρταζαν τα γενέθλια του Σάνια. Πριν από αυτά έρχονταν τα Χριστούγεννα, σ’ εκείνη τη γιορτή όμως καλούσαν μόνο ενήλικες. Πέρασαν μερικά χρόνια ακόμα, προτού αρχίσουν να δέχονται και παιδιά στις 7 Ιανουαρίου.14 Στη γιορτή του Σάνια όμως πάντα ξέμεναν από πριν διάφορα χριστουγεννιάτικα γλυκά· ζαχαρωμένα μήλα, βύσσινα, ακόμα και πορτοκαλόφλουδες, που η Άννα Αλεξάντροβνα τις έφτιαχνε όπως κανείς άλλος στον κόσμο. Επιπλέον, δίπλωναν το παραβάν, τραβούσαν κοντύτερα στην πόρτα το τραπέζι όπου γευμάτιζαν και, ανάμεσα στα δυο μεγάλα παράθυρα, έστηναν ένα μεγάλο έλατο, στολισμένο με ασυνήθιστα παιχνιδάκια, βγαλμένα από τα κουτιά που φύλαγαν ολοχρονίς στη σοφίτα. Πάντα γινόταν μια ωραία γιορτή προς τιμήν του Σάνια, όπου έρχονταν ακόμα και κορίτσια. Εκείνη τη φορά ήρθαν δυο φίλες του Σάνια από τη μουσική σχολή, η Λίζα και η Σόνια, και η Ταμάρα, η εγγονή μιας φίλης της γιαγιάς, με τη φίλη της την Όλια. Αυτές όμως ήταν πολύ μικρές, ήταν πρωτάκια, και δεν προκαλούσαν κανένα ενδιαφέρον στ’ αγόρια. Άλλωστε κι η ίδια η φίλη της γιαγιάς ήταν ένα ανέκφραστο και ασήμαντο πλάσμα. Ο παππούς όμως της Λίζας, ο Βασίλι Ινοκέντιεβιτς,
29
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 29
30
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 30
με τη στρατιωτική στολή και τα μουστάκια του, τριγυρισμένος από μια οσμή που συνέθεταν η κολόνια, τα φάρμακα και ο πόλεμος, ήταν μεγαλειώδης. Μεταξύ αστείου και σοβαρού, στην εγγονή του μιλούσε στον πληθυντικό, ενώ στην Άννα Αλεξάντροβνα έλεγε: «Νιούτα,15 εσύ...». Ήταν ξάδερφός της, άρα η Λίζα έβγαινε μακρινή ξαδέρφη του Σάνια. Ακούγονταν μάλιστα οι προεπαναστατικές λέξεις «cousin», «cousine»16 βγαλμένες προφανώς κι αυτές από εκείνο το κουτί στη σοφίτα. Η Άννα Αλεξάντροβνα αποκαλούσε τα κορίτσια δεσποινίδες, τα αγόρια νεαρούς, και ο Μίχα έμεινε έκθαμβος με όλη αυτή την αριστοκρατική συμπεριφορά, σάστισε ολότελα, και ηρέμησε μονάχα όταν ο Ιλιά τού έκλεισε από μακριά το μάτι, με μια τέτοια έκφραση στην όψη του, σαν να ήθελε να του πει: έλα τώρα, μη φοβάσαι, δεν θα σε προσβάλουν! Η Άννα Αλεξάντροβνα οργάνωσε τα πάντα κατά τρόπο αλησμόνητο. Στην αρχή τούς παρουσίασαν κουκλοθέατρο με αληθινή αυλαία, με τον Πετρούσκα, τη Βάνκα,17 και την παχιά κούκλα Ρόζα. Οι κούκλες τσακώνονταν πολύ αστεία κι έβριζαν η μια την άλλη σε κάποια ξένη γλώσσα. Έπειτα έπαιξαν για λίγο το παιχνίδι των λέξεων. Τα κοριτσάκια, η Ταμάρα και η Όλγα, δεν υστέρησαν σε τίποτα έναντι των μεγαλυτέρων και αποδείχτηκαν πολύ πιο ανεπτυγμένα από την ηλικία τους. Η Άννα Αλεξάντροβνα κάλεσε τα παιδιά να καθίσουν στο οβάλ τραπέζι, και στη συνέχεια οι μεγάλοι πέρασαν για τσάι πίσω από τη βιβλιοθήκη. Καθισμένος σε μια πολυθρόνα, ο Βασίλι Ινοκέντιεβιτς κάπνιζε ένα τσιγάρο. Μετά το τέλος της ερασιτεχνικής παράστασης, η Άννα Αλεξάντροβνα πήρε ένα χοντρό τσιγάρο από την ασημένια ταμπακέρα που ήταν ανοιγμένη μπροστά στον Βασίλι Ινοκέντιεβιτς πάνω σε ένα τραπεζάκι. Άρχισε να το καπνίζει, αλλά αμέσως την έπιασε βήχας. «Πολύ βαριά τσιγάρα, Μπαζίλ!» «Γι’ αυτό κι εγώ δεν τα προσφέρω σε κανέναν, Νιούτα!»
«Φου, φου!» ξεφύσησε τον αρωματικό καπνό η Άννα Αλεξάντροβνα. «Από πού τα παίρνεις;» «Εγώ αγοράζω τον ταμπάκο και η Λίζα τους βάζει τα επιστόμια». Η γιορτή όμως δεν τελείωνε εδώ. Μετά το κουκλοθέατρο έστρωσαν ένα τραπέζι με γλυκά για τα παιδιά, που ο Μίχα θα το θυμόταν σ’ όλη του τη ζωή, ξεκινώντας από το αυτοσχέδιο κριουσόν18 και φτάνοντας μέχρι τους κίτρινους κοκάλινους κρίκους που μέσα τους ήταν βαλμένες πετσέτες από σκληρό λευκό ύφασμα. Ο Ιλιά και ο Μίχα αλληλοκοιτάζονταν. Ήταν μια στιγμή όπου ο Σάνια βρισκόταν μόνος του κάπου ψηλά, κι εκείνοι οι δυο χώρια, λίγο χαμηλότερα απ’ αυτόν. Μια φιλία για τρεις, όπως κάθε τρίγωνο άλλωστε, δεν είναι απλό πράγμα. Υπεισέρχονται κάθε είδους εμπόδια και πειρασμοί· ζήλια, φθόνος, που μερικές φορές φτάνουν μέχρι την ελάχιστη, συγχωρητέα έστω ποταπότητα. Δικαιολογείται άραγε η ποταπότητα από την αφόρητα μεγάλη αγάπη; Από την αφόρητα μεγάλη ζήλια και τον πόνο; Για να το καταλάβουν, η μοίρα πρόσφερε και στους τρεις μια απόλυτα ταιριαστή εποχή και μια ολόκληρη ζωή, για άλλον πιο σύντομη και γι’ άλλον πολύχρονη... Εκείνο το βράδυ όχι μόνον ο συγκρατημένος Μίχα αλλά ακόμα κι ο ζωηρός Ιλιά ένιωθαν κάπως ταπεινωμένοι από τη μεγαλοπρέπεια του σπιτιού. Ο Σάνια, απορροφημένος κυρίως από τη Λίζα με το μακρουλό πρόσωπο και τα λυτά μαλλιά που τα στόλιζε μια γαλάζια κορδέλα, κάτι μυρίστηκε, πήρε κατά μέρος τον Μίχα, κουβέντιασαν ψιθυριστά για πολλή ώρα κι έπειτα φώναξαν κοντά τους την Άννα Αλεξάντροβνα. Περίμεναν για λίγη ώρα και μετά ανακοίνωσαν ότι θα παίξουν γρίφους. Έπειτα ο Σάνια αναποδογύρισε μια καρέκλα σε παράξενο σχήμα κι εκείνη μεταβλήθηκε σε χαμηλή σκαλίτσα. Ο Σάνια ανέβηκε στην κορφή της, έτσι που βρέθηκε ψηλότερα από τον Μίχα, αυτός στάθηκε ένα σκαλάκι πιο κάτω, και άρχισαν να δια-
31
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 31
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 32
βάζουν πρίμο σεκόντο, σκουντώντας ο ένας τον άλλον, τραβώντας ο ένας τον άλλον από τ’ αυτιά, μουγκανίζοντας και βγάζοντας διάφορους ακατανόητους ήχους, το παρακάτω –ας το πούμε– ποίημα:
32
Το πρώτο μου είναι και στα δύο κοινό κουβέντα στο λιβάδι δυο σεβάσμιων ατόμων, το δεύτερό μου –φορτίο στη μια περίπτωση– ωχ, τι βάρος είναι αυτό! στην άλλη ένας ήχος διόλου καθωσπρέπει, που τον βγάζουμε μετά το φαγητό, το τρίτο μου, πάλι και στα δυο κοινό, σύνδεσμος είναι στα γερμανικά. Και τα δυο μαζί είναι ονόματα δύο πλασμάτων που στο είδος του Homo sapiens ανήκουν τυπικά.
Οι επισκέπτες έβαλαν τα γέλια, κανείς όμως, όπως ήταν φυσικό, δεν μπορούσε να λύσει τον γρίφο. Μεταξύ των επισκεπτών, υπήρχε ένας μονάχα άνθρωπος ικανός να λύσει αυτό το γλωσσικό αίνιγμα, ο Ιλιά. Κι αυτός δεν δίστασε. Αφού οι επισκέπτες πείστηκαν ότι δεν θα έβρισκαν τη λύση, αυτός ανήγγειλε με τη δέουσα περηφάνια: «Εγώ ξέρω, αυτά τα πλάσματα ονομάζονται Μουτιούκιν και Μουρίγκιν!» Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έπρεπε να σκαρώσουν αυτόν τον γρίφο, αφού κανείς από τους επισκέπτες δεν είχε ακούσει ποτέ το παραμικρό για τον Μουτιούκιν και τον Μουρίγκιν, ωστόσο ούτε ένας δεν τους έψεξε. Όλοι διασκέδασαν, τι άλλο ήθελαν; Μέσα στη μικρή παρέα όμως κάτι αντιστράφηκε: Ο Μίχα, συμμετέχοντας στο σκάρωμα του γρίφου, ανέβηκε στο επίπεδο του Σάνια, ο Ιλιά μάλιστα τους ξεπέρασε, αφού αυτός είχε λύσει το αίνιγμα, αυτός στήριξε το παιχνίδι. Το παιχνίδι θα μπο-
ρούσε να θεωρηθεί αποτυχημένο αν κανείς δεν έλυνε τον γρίφο. Μπράβο, Ιλιά! Τα αγόρια αγκαλιάστηκαν και ο Βασίλι Ινοκέντιεβιτς τα φωτογράφισε και τα τρία μαζί. Αυτή ήταν η πρώτη κοινή φωτογραφία τους. Η φωτογραφική μηχανή του Βασίλι Ινοκέντιεβιτς ήταν λάφυρο πολέμου, ένα εξαιρετικό μηχάνημα· αυτό το πρόσεξε ο Ιλιά. Πρόσεξε επίσης τις επωμίδες του συνταγματάρχη με τα χαρακτηριστικά φίδια. Ήταν στρατιωτικός γιατρός... Στις 10 Ιανουαρίου η Άννα Αλεξάντροβνα πήγε τα αγόρια στη συναυλία για πιάνο που δινόταν στο Μέγαρο Μουσικής Τσαϊκόφσκι, για να ακούσουν Μότσαρτ. Ο Ιλιά βαρέθηκε αφάνταστα, πήρε μάλιστα κι έναν υπνάκο· ο Μίχα αναστατώθηκε επειδή η μουσική αυτή του προκάλεσε τόσο έντονο ενθουσιασμό και τόσο δυνατή συγκίνηση, που θα μπορούσε με αυτή την αφορμή να γράψει ποιήματα. Ο Σάνια, άγνωστο γιατί, ταράχτηκε και μόνο που δεν τον πήραν τα κλάματα. Η Άννα Αλεξάντροβνα ήξερε το γιατί: Έτσι θα ήθελε να παίζει κι αυτός τα έργα του Μότσαρτ... Στις 11 Ιανουαρίου γύρισαν στο σχολείο και, από την πρώτη κιόλας μέρα, και τους τρεις μαζί με έναν άλλον ακόμα, τον Ίγκορ Τσετβερικόφ, τους έκαναν τ’ αλατιού στο προαύλιο του σχολείου. Το πράγμα ξεκίνησε με αθώες καταιγιστικές χιονιές και κατέληξε σε μεγάλη συντριβή. Ο Μίχα χτυπήθηκε στο μάτι και του έσπασαν τα γυαλιά, τον Ιλιά τον χτύπησαν στο χείλι. Το προσβλητικό ήταν ότι οι επιτιθέμενοι ήταν όλοι κι όλοι δύο κι αυτοί τέσσερις. Ο Σάνια, ως συνήθως, έμεινε παράμερα· από διακριτικότητα μάλλον κι όχι από δειλία. Ο Μουρίγκιν και ο Μουτιούκιν του προκαλούσαν τόση απέχθεια, όση και το αξέχαστο σφουγγαρόπανο που του έτριψαν στα μούτρα. Οι εχθροί δεν έδιναν καμιά σημασία στον Σάνια· ο κοκκινομάλλης Μίχα, που πέταξε μια χιονιά βαριά σαν πέτρα ίσια στη μύτη του Μουρίγκιν, τους ενδιέφερε πολύ περισσότερο. Ο Ιλιά έφτυνε
2 – Το πράσινο αντίσκηνο
33
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 33
34
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 34
αίμα πλάι στη μάντρα, ο Τσετβερικόφ αναρωτιόταν μήπως ήταν ώρα να την κοπανήσει, ενώ ο Μίχα, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, προετοιμαζόταν με τις κόκκινες γροθιές του μπροστά στο πρόσωπό του. Οι γροθιές του Μίχα ήταν μεγάλες, σχεδόν όσο κι ενός άντρα. Και τότε ο Μουτιούκιν τράβηξε έναν σουγιά που έμοιαζε με μαχαιράκι απ’ αυτά που έξυναν τις πένες, αλλά προοριζόταν, καταπώς φαίνεται, για πολύ μεγάλες πένες, κι απ’ τον οποίο πεταγόταν μια λεπτή λεπίδα, και πλησίασε τρεκλίζοντας τον Μίχα με τις γελοίες γροθιές του. Την ίδια στιγμή ο Σάνια έβγαλε μια τσιρίδα, πετάχτηκε, έκανε δυο αδέξια πηδήματα κι άρπαξε με το χέρι του τη λεπίδα. Το αίμα ανάβλυσε με απίθανη ταχύτητα, ο Σάνια κούνησε πέρα δώθε το χέρι του και ένα κόκκινο ρυάκι περιέλουσε όλο το πρόσωπο του Μουτιούκιν. Ο Μουτιούκιν έβγαλε ένα ουρλιαχτό λες κι είχε φάει αυτός τη μαχαιριά και το έβαλε στα πόδια συνοδευόμενος από τον Μουρίγκιν. Κανείς τους όμως δεν σκέφτηκε τη νίκη. Ο Μίχα δεν καλόβλεπε τι είχε συμβεί, καθώς είχε μείνει χωρίς γυαλιά. Ο Τσετβερικόφ κινήθηκε αργοπορημένα κατά του Μουρίγκιν, χωρίς καν να σκεφτεί να τον κυνηγήσει. Ο Ιλιά τύλιξε το χέρι του Σάνια με το μαντίλι του, αλλά το αίμα έτρεχε κρουνηδόν. «Τρέχα γρήγορα στην Άννα Αλεξάντροβνα!» φώναξε ο Ιλιά στον Μίχα. «Κι εσύ τράβα στο σχολείο, στη γιατρό». Ο Σάνια ήταν αναίσθητος, θες από την τρομάρα του, θες από την αιμορραγία. Μέσα σε εικοσιπέντε λεπτά τον μετέφεραν στο Ινστιτούτο Σκλιφοσόφσκι. Του σταμάτησαν στα γρήγορα την αιμορραγία, του έραψαν την πληγή. Μέσα σε μια βδομάδα έγινε σαφές ότι το τέταρτο και το πέμπτο δάχτυλο δεν λύγιζαν. Ήρθε ένας καθηγητής, ξετύλιξε τον μικροσκοπικό καρπό του Σάνια, χάρηκε με τη γρήγορη αποθεραπεία του, και δήλωσε ότι αυτό το διαολεμένο μαχαίρι έκοψε σε βάθος τον εγκάρσιο σύνδεσμο του καρπού απορώντας που μόνο δυο δάχτυλα έμειναν αλύγιστα και δεν έμειναν και τα τέσσερα.
«Μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε αυτό; Μασάζ; Ηλεκτροφόρηση; Κάποιες νέες θεραπείες ίσως;» ρώτησε η Άννα Αλεξάντροβνα τον καθηγητή που την κοιτούσε γεμάτος σεβασμό. «Οπωσδήποτε. Μετά την πλήρη ίαση. Θα υπάρξει μερική αποκατάσταση της κινητικότητας. Βλέπετε όμως, οι τένοντες δεν είναι μύες». «Και για να παίξει κάποιο μουσικό όργανο;» Ο καθηγητής χαμογέλασε με συμπόνια: «Μάλλον απίθανο». Δεν ήξερε ότι υπέγραφε μια καταδίκη. Η Άννα Αλεξάντροβνα δεν είπε τίποτα απ’ όλα αυτά στον Σάνια και, επί έξι μήνες μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, πήγαιναν για θεραπείες. Αμέσως μετά την εγχείρηση, η διευθύντρια του σχολείου έσπευσε στο νοσοκομείο να επισκεφτεί τον Σάνια, μια που οι συζητήσεις για τον σουγιά έφτασαν στ’ αυτιά της και τρομοκρατήθηκε. Στην ανάκριση της Λαρίσας Στεπάνοβνα, ο Σάνια κρατούσε το στόμα του κλειστό και επέμενε· πέντε φορές επανέλαβε ότι βρήκε τον σουγιά στην αυλή του σχολείου, πάτησε το πλήκτρο και η λεπίδα πετάχτηκε σκίζοντάς του την παλάμη. Όσο για το ποιανού ήταν ο σουγιάς, δεν είχε ιδέα. Την επομένη του συμβάντος ανακαλύφθηκε το «πειστήριο». Ο σουγιάς, όπως γίνεται στο σινεμά, ήταν πεταμένος σε μια νησίδα χιονιού που είχε ποτίσει από το αίμα. Τον πήγαν στη διευθύντρια κι αυτή τον τοποθέτησε στο πάνω συρτάρι του γραφείου της. Η θεία Γκένια γκρίνιαζε μέρες για τα σπασμένα γυαλιά του Μίχα, η μάνα του Ιλιά του τα έψαλε λιγάκι για την εριστικότητά του, ενώ ο Ίγκορ Τσετβερικόφ κατάφερε να κρύψει το συμβάν από τους γονείς του. Από τότε, έστω κι αν δεν εντάχτηκε στο Τριανόν ως πλήρες μέλος, θεωρούνταν συμπαθών. Η περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων η οποία, για να πούμε την αλήθεια, επεκτάθηκε σε ένα τέταρτο του αιώνα, επιβεβαίωσε την άποψη ότι όλα στον κόσμο είναι νομοτελειακά· δεν ξυλοφόρτωσαν άδικα αυτόν τον
35
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 35
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 36
36
μελλοντικό αντιφρονούντα οι υπερφυσικά διορατικοί μικροί αλήτες. Όταν η υπόθεση για το μακελειό που αναστάτωσε όλο το σχολείο κουκουλώθηκε με τις προσπάθειες της διευθύντριας, τα παιδιά απομακρύνθηκαν για ένα διάστημα από τον Μουτιούκιν και τον Μουρίγκιν, και τώρα καβγάδιζαν και δέρνονταν μεταξύ τους. Η τάξη χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα κι όλοι ζούσαν μια ζωή γεμάτη ενδιαφέροντα, με ανιχνευτές του εχθρού, με λιποτάκτες, με διαπραγματεύσεις και συμπλοκές. Μαχητικό πνεύμα κατέλαβε την πλειοψηφία, ενώ η μειοψηφία εξαντλήθηκε και έγινε μαλθακή.
Ο Σάνια γύρισε στο σχολείο τρεις βδομάδες αργότερα με το χέρι του δεμένο με επιδέσμους, πήγε για μερικές μέρες στα μαθήματα, κι έπειτα αρρώστησε με στηθάγχη και δεν ξαναφάνηκε στο σχολείο ως το τέλος του τρίτου τριμήνου. Ο Ιλιά με τον Μίχα τον επισκέπτονταν σχεδόν καθημερινά, του πήγαιναν τα μαθήματα. Η Άννα Αλεξάντροβνα τους κερνούσε τσάι με μηλόπιτα, την οποία αποκαλούσε pie. Αυτή ήταν η πρώτη αγγλική λέξη που έμαθε ο Μίχα. Ο Σάνια μάθαινε από παιδί αγγλικά και γαλλικά. Στο σχολείο από την πέμπτη τάξη διδάσκονταν τα αηδιαστικά γερμανικά. Σε σχέση όμως με τα γερμανικά, η Άννα Αλεξάντροβνα αποδείχτηκε αναπάντεχα απαιτητική και άρχισε να κάνει συμπληρωματικά μαθήματα στον Σάνια, καλώντας και τους φίλους του για παρέα. Ο Ιλιά τα απόφευγε, ενώ ο Μίχα έτρεχε στα μαθήματα λες και πήγαινε σε γιορτή. Ταυτόχρονα η Άννα Αλεξάντροβνα χάρισε στον Μίχα ένα παλιό εγχειρίδιο αγγλικών για αρχάριους. «Μελέτα, Μίχα, με τις ικανότητες που έχεις εσύ, θα τα μάθεις όλα μόνος σου. Εγώ θα σου κάνω μερικά μαθήματα για να φτιάξεις την προφορά σου».
Κι έτσι από το τραπέζι των αφεντικών έπεφταν για τον Μίχα γενναιόδωρα τα δώρα. Η διάθεση του Σάνια ήταν παράξενη: δεν τον εμπόδιζαν σε τίποτα τα δύο ακριανά δάχτυλα που λύγιζαν λιγάκι προς τα μέσα· αυτό μάλιστα περνούσε απαρατήρητο επειδή συνήθως οι άνθρωποι δεν κρατούν τα δάχτυλά τους τεντωμένα και πάντα τα σφίγγουν λίγο προς τα μέσα. Αυτά όμως σηματοδότησαν την πλήρη αλλαγή της ζωής του, την πλήρη αλλαγή των σχεδίων του. Μέρες ολόκληρες άκουγε μουσική και την απολάμβανε όσο ποτέ στο παρελθόν· δεν ανησυχούσε πια ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να παίξει όπως παίζουν οι μεγάλοι μουσικοί... Το σαράκι της αμφιβολίας για το ταλέντο του δεν τον τυραννούσε πια. Η Λίζα –αυτή μονάχα!– το κατάλαβε: «Τώρα εσύ είσαι πιο ελεύθερος από αυτούς που παλεύουν να γίνουν μουσικοί. Σε ζηλεύω λιγάκι...» «Κι εγώ ζηλεύω εσένα» ομολόγησε ο Σάνια. Πήγαιναν μαζί στο ωδείο: Η Άννα Αλεξάντροβνα με τον Σάνια, η Λίζα με τον παππού της, και μαζί τους έσμιγε και καμιά φίλη της γιαγιάς, καμιά ανιψιά, συγγένισσα. Μερικές φορές, αν τύχαινε να έχει διάλειμμα στη δουλειά του, ερχόταν ο πατέρας της Λίζας, ο Αλεξέι Βασίλιεβιτς, χειρουργός κι αυτός όπως ο Βασίλι Ινοκέντιεβιτς, και ήταν ολοφάνερη ανάμεσά τους η ομοιότητα του σογιού: μακρουλά πρόσωπα, ψηλά μέτωπα, λεπτές μύτες με την καυκασιανή καμπούρα. Εκείνο τον καιρό φαινόταν πως όλοι οι επισκέπτες του ωδείου συγγένευαν μεταξύ τους ή, τουλάχιστον, ήταν όλοι τους γνωστοί. Ήταν ένας ξεχωριστός, μικρός πληθυσμός, χαμένος μέσα στην τεράστια πολυκοσμία της πόλης, κάτι σαν θρησκευτικό τάγμα, κρυφή κάστα ίσως, ή ακόμα και μυστική εταιρεία... Στην αρχή του χρόνου συνέβησαν πολλά γεγονότα. Ήρθε από το Λένινγκραντ ο πατέρας του Ιλιά, ο Ισάι Σεμιόνοβιτς. Ερχόταν μια δυο φορές τον χρόνο, πάντα με δώρα. Πέρυσι ο πατέρας τού έφερε επίσης ένα ωραίο δώρο –μια γερμα-
37
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 37
38
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 38
νική θήκη με σύνεργα σχεδίου– αλλά πέρα από την ομορφιά της δεν υπήρχε κανένα άλλο όφελος. Αυτή τη φορά όμως έφερε μια φωτογραφική μηχανή FED-C, προπολεμική, φτιαγμένη από τα χέρια μικρών παιδιών που δούλευαν στην εργατική κομμούνα Τζερζίνσκι και ήταν ακριβές αντίγραφο της γερμανικής Leika. Ο πατέρας του αγαπούσε αυτή την παλιά μηχανή –στον πόλεμο ήταν ανταποκριτής και τρία χρόνια την έσερνε μαζί του–, και τώρα τη χάρισε στον μοναχογιό του, που γεννήθηκε από το ειδύλλιο που έζησε στα νιάτα του με την ασχημούλα μεγαλοκοπέλα, τη Μάσα.19 Η Μάσα δεν είχε κανενός είδους βλέψεις, δεν διεκδικούσε το παραμικρό, αγαπούσε σιωπηλά τον γιο της, χαιρόταν που ο Ισάι δεν τον παρατάει, δίνει κάπου κάπου λεφτά, άλλοτε πολλά στα ξαφνικά, κι άλλοτε πάλι τίποτα απολύτως για μεγάλο διάστημα. Όπως ήταν λογικό, η Μάσα αρνιόταν τα χάδια του παλιού της εραστή, κάνοντας έτσι το ενδιαφέρον του γι’ αυτή να φουντώνει. Χαμογελούσε, τον κερνούσε πίτες, έστρωνε σεντόνια που τριζοβολούσαν από την κόλλα, κι έπειτα πήγαινε στον γιο της στο καναπεδάκι, όπου κοιμόταν μαζί του «πόδια με κεφάλι». Ο Ισάι τη θαύμαζε όλο και περισσότερο, τη συλλογιζόταν όλο και περισσότερο. Λυπήθηκε λιγάκι για τη μηχανή, ξεπέρασε όμως την προσκόλλησή του στο πιστό και απαραίτητο αντικείμενο, καθώς υπερίσχυσε το αίσθημα της ενοχής απέναντι στον εγκαταλελειμμένο μικρό. Είχε και καλύτερες φωτογραφικές μηχανές. Είχε επίσης μια οικογένεια και δυο αγαπημένες κόρες, οι οποίες αδιαφορούσαν εντελώς για την τέχνη της φωτογραφίας. Τον μικρό όμως τον συγκλόνισε αυτό το δώρο, κι ο πατέρας του λυπήθηκε για τη ζωή που δεν του ήρθε όπως έπρεπε, κι αντί της ήσυχης Μάσας, που η ασχήμια της είχε κάτι το χαριτωμένο, του έλαχε η άξεστη και φωνακλού Σίμα, και τώρα πια ούτε μπορούσε να θυμηθεί πώς και γιατί κατάντησε γι’ αυτήν ένας σύζυγος που τον είχε του χεριού της. Αφηγήθηκε στον γιο του τι σήμαινε camera obscura,20 του
είπε ότι το σκοτεινό κουτί με τη μικρή σχισμή και ο δίσκος ο καλυμμένος με μια ουσία ευαίσθητη στο φως αρκούν για να βγάλει φωτογραφίες, για να αιχμαλωτίσει μια στιγμή ζωής. Η Μαρία Φιόντοροβνα καθόταν κι αυτή εκεί, με το μάγουλο ακουμπισμένο στο χέρι της, και χαμογελούσε με την απειροελάχιστη ευτυχία της. Αυτή άλλο δεν χρειαζόταν παρά ένα σποράκι, όπως το πουλάκι, η παπαδίτσα... Ο Ισάι το κατάλαβε, κατάλαβε επίσης πόσο γρήγορα αντιλαμβανόταν τα πάντα ο Ιλιά, πώς έπιαναν τα χέρια του –του έμοιαζε σ’ αυτό, του έμοιαζε!– κι έφυγε έχοντας πάρει οριστικά την απόφαση να αλλάξει τη ζωή του, να συναντιέται συχνότερα με τον γιο του. Και η Μάσα, η Μάσα τώρα τον τραβούσε περισσότερο απ’ όσο τότε, το καλοκαίρι του ’38, όταν την πήρε περισσότερο γιατί το θεωρούσε χρέος του σαν νέος και ώριμος άντρας που ήταν, παρά από συνειδητή έλξη. Όμως ήταν αργά πια για ν’ αλλάξει τη ζωή του. Ωστόσο, μπορούσε να κάνει κάτι, να ομολογήσει επιτέλους στη Σίμα ότι, πριν από τον πόλεμο, απέκτησε ένα βλαστάρι που καλό θα ήταν να το δεχτούν στο σπίτι τους και να το γνωρίσουν στις νεότερες αδελφές του... Αυτή όμως στάθηκε η τελευταία συνάντηση του πατέρα με τον γιο: έπειτα από δύο μήνες ο Ισάι Σεμιόνοβιτς πέθανε από έμφραγμα, όταν έχασε τη δουλειά του στη Λενφίλμ.21 Εκείνη την τελευταία φορά ο πατέρας έμεινε μαζί τους δυο μέρες. Όπως πάντα μετά την αναχώρηση του πατέρα, η μητέρα του έκλαψε μερικές μέρες στα κρυφά, κι έπειτα σταμάτησε. Ήταν σαφές ότι η ζωή του Ιλιά χωρίστηκε στα δύο – στην περίοδο που προηγήθηκε της FED και σ’ αυτήν που ακολούθησε. Αυτή η έξυπνη μηχανή αφύπνισε σιγά σιγά το βαθιά κρυμμένο ταλέντο. Και παλιότερα ο Ιλιά μάζευε ό,τι έβλεπε μπροστά του· από τη δευτέρα τάξη έκανε συλλογή από πένες, έπειτα μάζευε σπιρτόκουτα και γραμματόσημα. Αυτό όμως ήταν κάτι περαστικό και ασήμαντο. Τώρα όμως, αφού πια αφομοίωσε όλη την τεχνική διαδικασία –από την επιλογή έκθεσης στο φως
39
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 39
40
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 40
μέχρι την επίστρωση του φωτογραφικού χαρτιού στο κρύσταλλο– άρχισε να συλλέγει στιγμές ζωής. Μέσα του ξύπνησε το πραγματικό πάθος του συλλέκτη και δεν καταλάγιασε ποτέ πια. Προς το τέλος των σχολικών χρόνων είχε μαζευτεί ένα πραγματικό αρχείο, αρκετά υψηλού επιπέδου: κάθε φωτογραφία είχε στο πίσω μέρος μια σημείωση με μολύβι, όπου αναφερόταν πότε και πού τραβήχτηκε, ποια πρόσωπα εμφανίζονταν σ’ αυτήν, όλα τα αρνητικά ταξινομούνταν σε φακέλους... Η φωτογραφική μηχανή τού άλλαξε τη ζωή και για έναν ακόμα λόγο· σύντομα αποδείχτηκε ότι εκτός της μηχανής απαιτούνταν πολλά πράγματα που στοίχιζαν έναν σωρό λεφτά. Ο Ιλιά το σκεφτόταν και το ξανασκεφτόταν, και τότε ξύπνησε μέσα του ένα ακόμα ταλέντο: το επιχειρηματικό. Ποτέ δεν ζήτησε λεφτά από τη μητέρα του, έμαθε να τα βγάζει μόνος του. Η πρώτη του ανοιξιάτικη πρωτοβουλία εκείνο τον καιρό ήταν η ρασιμπάλοτσκα. Στο σχολείο έπαιζε καλύτερα απ’ όλους αυτό το παιδικό παιχνίδι, κι έπειτα έμαθε να παίζει κι άλλα. Αυτό του έφερνε κέρδη. Ο Σάνια Στεκλόφ δεν ενέκρινε το κυνήγι των χρημάτων στο οποίο επιδιδόταν ο Ιλιά, αυτός όμως σήκωνε απλά τους ώμους: «Ξέρεις πόσο πάει ένα πάκο φωτογραφικό χαρτί 18×24; Και το εμφανιστήριο; Από ποιον να πάρω αυτά τα λεφτά;» Κι ο Σάνια σώπαινε. Αυτός ήξερε ότι τα λεφτά τα παίρνεις από τη μαμά και τη γιαγιά, και μάντευε πως αυτός δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος. Η παλιά φωτογραφική μηχανή έκανε φωτογράφο τον Ιλιά. Σύντομα κατάλαβε ότι του χρειαζόταν ένα δικό του φωτογραφικό εργαστήριο. Τέτοια οικιακά εργαστήρια οι ερασιτέχνες φωτογράφοι τα έστηναν στα μπάνια των σπιτιών, όπου υπήρχε τρεχούμενο νερό για το πλύσιμο του φιλμ. Στη δική τους κομουνάλκα22 όμως δεν υπήρχε κανένα μπάνιο. Υπήρχε μια αποθήκη, όπου τρεις οικογένειες φύλαγαν λεκάνες για το μπάνιο και σκάφες για την μπουγάδα, καθώς κι άλλα απαραίτητα πράγ-
ματα. Η αποθήκη είχε μεσοτοιχία με το αποχωρητήριο όπου υπήρχε υδραυλική εγκατάσταση, κι ο Ιλιά άρχισε αμέσως να σκαρώνει ένα σχέδιο για να διοχετεύει νερό στην αποθήκη και να το αποχετεύει. Τους γείτονες που είχαν κι αυτοί τα ίδια δικαιώματα στην αποθήκη ο Ιλιά δεν τους σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Στο διαμέρισμα, εκτός από τον Ιλιά με τη μητέρα του, ζούσε και μια άκακη, μοναχική γριούλα, η Όλγα Ματβέγεβνα και η χήρα Γκράνια Λοσκαριόβα με τα τρία παιδιά της, από τα οποία τα δύο μικρότερα η Μαρία Φιόντοροβνα τα πήγαινε συχνά στον παιδικό σταθμό όπου δούλευε. Και γενικά η Μαρία Φιόντοροβνα βοηθούσε πολύ την ίδια την Γκράνια. Για να μην πολυλογούμε, η Μαρία Φιόντοροβνα παρακάλεσε τις γειτόνισσες κι αυτές δεν της το αρνήθηκαν· έβγαλαν από την αποθήκη τις σκάφες τους και τώρα όλα εξαρτιόνταν από τον Ιλιά. Αυτός κατάφερε να γράψει στον πατέρα του, ζητώντας τη βοήθειά του για να στήσει ένα «μικρό εμφανιστήριο». Ο πατέρας του συγκινήθηκε, του έστειλε εκατόν πενήντα ρούβλια με δυο γραμμές στο έμβασμα: «Θα έρθω τη γιορτή της Πρωτομαγιάς, θα τα φτιάξουμε όλα». Αυτό στάθηκε και το τελευταίο του γράμμα· μέχρι την Πρωτομαγιά δεν ζούσε. Η αποθήκη του σπιτιού δεν υδροδοτήθηκε αμέσως, αλλά έπειτα από ενάμιση χρόνο· για τον Ιλιά όμως βρέθηκε η δική του γωνιά όπου τώρα περνούσε πολλές ώρες. Κουβάλησε εκεί μια βιβλιοθήκη που μάζεψε από τα σκουπίδια και πάνω της τακτοποίησε τον φωτογραφικό του εξοπλισμό. Η πέμπτη τάξη στάθηκε ατέλειωτη. Ήταν ο δέκατος τρίτος χρόνος της ζωής τους· τ’ αγόρια γέμιζαν σιγά σιγά τεστοστερόνη, όσα είχαν πιο πρώιμη ανάπτυξη μάλλιαζαν στα απόκρυφά τους, σπυράκια έσκαγαν στο μέτωπό τους, είχαν συνέχεια φαγούρα σ’ όλο τους το σώμα, συνέχεια πόνο, όλο καβγάδες γίνονταν και συμπλοκές, κι όλο τους ερχόταν ν’ αγγίζουν το κορμί τους για να απαλύνουν το απροσδιόριστο μαρτύριο της σάρκας.
41
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 41
42
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 42
Ο Μίχα ταλαιπωρούνταν με τα πατίνια. Χάρη στις κρυφές πρωινές προπονήσεις του, άρχισε να πατινάρει καλά. Απέκτησε επίσης πάθος με την ανάγνωση. Από παλιά διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του, τώρα όμως η Άννα Αλεξάντροβνα του έδινε κάποια θαυμάσια βιβλία, του Ντίκενς και του Τζακ Λόντον. Η θεία Γκένια στις δέκα ακριβώς το βράδυ ροχάλιζε μια φορά δυνατά σαν άλογο κι έπειτα κοιμόταν ως το πρωί ροχαλίζοντας σιγανά και ρυθμικά. Η Μίνα πλάγιαζε ακόμα πιο νωρίς και, αφού στριφογύριζε για λίγο, αποκοιμιόταν γρήγορα. Τότε ο Μίχα τρύπωνε στην κουζίνα, κι εκεί, με αναμμένη την κοινόχρηστη λάμπα, διάβαζε όσο τραβούσε η ψυχή του, κι ούτε μια φορά δεν τον κάνανε τσακωτό. Καθόταν ξύνοντας τα χοντρά σπυριά του, εφοδιασμένος με ένα λογοτεχνικό βιβλίο για νέους, που δεν είχε τίποτα κοινό με την ανησυχία του κορμιού του. Ο Σάνια θα έλεγε κανείς πως έμενε πίσω από τους συντρόφους του όχι μόνο ως προς το ύψος· είχε καθαρό μέτωπο, καθαρό γιακαδάκι, ήταν ένα τρυφερό αγοράκι. Ωστόσο μέσα του αντρωνόταν κι αυτός. Δήλωσε στη μαμά και στη γιαγιά του ότι θα σταματούσε τη φυσιοθεραπεία· όλοι είχαν πάρει είδηση πως το χέρι του δεν θα έστρωνε και μουσικός δεν θα γινόταν ποτέ. Η μαμά και η γιαγιά του είχαν και οι δύο διδαχτεί μουσική κατ’ οίκον, ονειρεύονταν κι οι δύο καριέρα στη μουσική, αλλά κι οι δύο αναγκάστηκαν να παρατήσουν τα μαθήματα· ήταν μια τελείως αντιμουσική εποχή, ούρλιαζαν σάλπιγγες, αχολογούσαν ταμπούρλα, ακούγονταν εμβατήρια και ύμνοι, καμουφλαρισμένοι σαν τραγούδια των δρόμων. Ο Σάνια ήταν ό,τι καλύτερο είχαν οι δύο γυναίκες· τους υποσχέθηκε να γίνει μουσικός, κι όλα πήγαιναν περίφημα, κι ο δάσκαλός του ήταν θαυμάσιος, και το μέλλον προδιαγραφόταν λαμπρό... Τώρα, μετά το ατυχές συμβάν με τον σουγιά, ο Σάνια δεν πήγαινε πια στη μουσική σχολή. Η Άννα Αλεξάντροβνα και η Ναντιέζντα Μπορίσοβνα προετοιμάστηκαν για μια υπεύθυνη συζήτηση. Η Άννα Αλεξάντροβνα του είπε ότι,
αφού διέθετε τέτοιο μουσικό ταλέντο, δεν έπρεπε να διακόψει οριστικά τις σχέσεις του με τη μουσική. Επαγγελματίας δεν θα γινόταν, αλλά τι τον εμπόδιζε να ασχολείται με το παίξιμο του πιάνου στο σπίτι, αφού η κατ’ οίκον ενασχόληση με τη μουσική έχει μια ιδιαίτερη γοητεία. Ο Σάνια πεισμάτωσε λιγάκι, αρνήθηκε, αλλά δυο βδομάδες αργότερα συμφώνησε. Άρχισε να μελετάει στο σπίτι με τη φίλη της γιαγιάς του, τη Γεβγκένια Ντανίλοβνα. Έπαιζε με τα δίχως προοπτικές, σακατεμένα χέρια του στο αγαπημένο του πιάνο από σημύδα της Καρελίας. Θαμπωνόταν από τα βαλς του Σοπέν όπως θαμπώνονταν οι συνομήλικοί του από τα κορίτσια της αυλής που μπορούσαν να τ’ αγγίξουν μέσα στον σαματά των παιχνιδιών και των τρεχαλητών. Διάβαζε, έπαιζε και, κάπου κάπου, έκανε αυτό που τα παιδιά της ηλικίας του μπορούσαν να κάνουν μόνο υπό μορφή τιμωρίας· έκανε περιπάτους με τη γιαγιά του στα κοντινά βουλεβάρτα. Δυο χρόνια πήγαινε στο σπίτι τους η Γεβγκένια Ντανίλοβνα, κι έπειτα τα μαθήματα αυτά διακόπηκαν. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στη Λίζα. Ήταν τόσο μεγάλες οι επιτυχίες της και τόσο ασήμαντες αυτές του Σάνια, ώστε εκείνος άρχισε να αποφεύγει τα μαθήματα. Η Άννα Αλεξάντροβνα ήταν καθηγήτρια της ρωσικής γλώσσας, με μια ιδιαίτερη ειδικότητα όμως· δίδασκε ρωσικά σε ξένους. Και τι ξένοι ήταν αυτοί! Ήταν νεαροί από την κομμουνιστική Κίνα οι οποίοι έρχονταν να σπουδάσουν στη Στρατιωτική Ακαδημία. Αυτό ήταν το όγδοο ή ένατο επάγγελμα από αυτά που η Άννα Αλεξάντροβνα έμαθε να κάνει αφότου τελείωσε το γυμνάσιο, και τούτη τη φορά όλα τής ήρθαν βολικά: και η στάση της διεύθυνσης απέναντί της, και μισή εργάσιμη μέρα, και πολύ καλός μισθός με διάφορες προσαυξήσεις και προνόμια, μεταξύ των οποίων ήταν και το θαυμάσιο στρατιωτικό σανα-
43
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 43
44
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 44
τόριο το οποίο μπορούσε μια φορά τον χρόνο να χρησιμοποιεί δωρεάν. Η Ναντιέζντα Μπορίσοβνα, η μητέρα του Σάνια, ήταν ακτινολόγος. Επάγγελμα σπάνιο, επιβλαβές, με λίγες όμως ώρες εργασίας μέσα στην ημέρα και με δωρεάν γάλα για την προστασία της υγείας της. Η ζωή τους, όσο κι αν θεωρούσε κανείς την οικογένεια καλά βολεμένη, δεν ήταν απλή: ανάμεσα στη μάνα και την κόρη κόχλαζε μπόλικη κρυμμένη δυσαρέσκεια. Ήταν κι οι δυο τους δίχως άντρες, έχασαν και τους άντρες που υπήρξαν σύζυγοί τους κι άλλους που δεν έγιναν σύζυγοί τους. Κανείς όμως δεν έκανε την αδιάκριτη ερώτηση για το πού βρίσκονταν οι άντρες τους. Αυτοί που έπρεπε να το ξέρουν το ήξεραν. Και ευτυχώς, τις άφηναν στην ησυχία τους. Ο Μίχα περνούσε πολύ καιρό στο σπίτι των Στεκλόφ. Ο Σάνια άγγιζε με τα δάχτυλά του τα πλήκτρα του πιάνου κι αυτά ανταποκρίνονταν. Είχες την εντύπωση πως ανάμεσα στο αγόρι και το μουσικό όργανο γίνονταν κάποιες διαπραγματεύσεις, ο Μίχα όμως, μαντεύοντας το κρυφό νόημα των όσων συνέβαιναν, αδυνατούσε να τα κατανοήσει ολοκληρωτικά. Καθόταν σε μια γωνίτσα, ξεφύλλιζε τις σελίδες, περίμενε τον ερχομό της Άννας Αλεξάντροβνα για να πιάσει την κουβέντα. Εκείνη τον κερνούσε μπισκότα, τσάι με γάλα, και καθόταν πλάι του, με ένα τσιγάρο που δεν το κάπνιζε, αλλά μάλλον το κρατούσε στα ωραία λυγισμένα δάχτυλά της. Μερικές φορές κι ο Σάνια άφηνε το πιάνο κι ερχόταν να καθίσει στην άκρη μιας καρέκλας. Η παρουσία του όμως τους ενοχλούσε κάπως. Ο Μίχα ξεπέρασε στα γρήγορα τον Ντίκενς και, χωρίς να διστάσει, η Άννα Αλεξάντροβνα του έφερε ένα βιβλίο του Πούσκιν. «Μα το διάβασα κιόλας!» αντέτεινε ο Μίχα. «Αυτό είναι κάτι σαν το Ευαγγέλιο· μια ζωή το διαβάζουν». «Δώστε μου καλύτερα το Ευαγγέλιο, Άννα Αλεξάντροβνα, αυτό δεν το διάβασα...»
Η Άννα Αλεξάντροβνα έβαλε τα γέλια και κούνησε το κεφάλι της: «Θα με σκοτώσουν οι συγγενείς σου. Αλλά, για να μιλήσουμε ειλικρινά, κανένα ευρωπαϊκό βιβλίο δεν μπορείς να καταλάβεις αν δεν γνωρίζεις το Ευαγγέλιο. Για να μη μιλήσω για ρώσικο. Σάνια, φέρε, φιλαράκο μου, το Ευαγγέλιο. Στα ρώσικα». «Νιούτα» πείραξε αυτός μ’ έναν τόνο οικειότητας τη γιαγιά του «κατά τη γνώμη μου, είσαι διαφθορέας ανηλίκων». Το βιβλίο όμως με το μαύρο δέσιμο το έφερε. Συμφώνησαν να διαβάσει ο Μίχα το Ευαγγέλιο χωρίς να το βγάλει από το σπίτι τους και να μη μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό. Πόσα πράγματα είχε τώρα ο Μίχα! Ένα σπίτι με δικό του ράντζο, τη θεία Γκένια με τη σούπα, την παχιά, χαζή Μίνα που τον άγγιζε συνέχεια πότε με τον γοφό της και πότε με το τροφαντό της μπούστο, τους φίλους του τον Σάνια και τον Ιλιά, την Άννα Αλεξάντροβνα, πατίνια, βιβλία... Στα μέσα του Μάρτη άρχισαν να λιώνουν τα χιόνια, ο πάγος στο παγοδρόμιο της αυλής άρχισε κι αυτός να λιώνει, και ο Μίχα άλειψε τα πατίνια με μηχανόλαδο για να τα διατηρεί σε καλή κατάσταση, όπως του έμαθε να κάνει ο Μαρλέν.23 Βιάστηκε όμως· ξανάρχισαν τα κρύα, το παγοδρόμιο έπιασε πάλι να παγώνει, και ο Μίχα ξαναφόρεσε τα πατίνια. Ήταν φανερό πως ο χειμώνας σύντομα θα τέλειωνε. Τώρα πια έβγαινε στην αυλή και μετά το μεσημεριανό. Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, είδαν όλοι τον θησαυρό του. Κανείς δεν είχε τέτοια πατίνια, όλοι έδεναν κάτι αηδίες στις τσόχινες μπότες τους, και μονάχα του Μίχα ήταν κανονικά, με μποτίνια. Η φήμη γι’ αυτά κυκλοφόρησε στη στιγμή στις αυλές των σπιτιών. Πέρασαν δυο μέρες κι ο Μουρίγκιν ήρθε να τα δει. Στάθηκε, τα κοίταξε κι έφυγε. Την επομένη, καθώς ο Μίχα γυρνούσε από το παγοδρόμιο της αυλής, ο Μουρίγκιν κι ο Μουτιούκιν τον στρίμωξαν στην κύρια είσοδο του σπιτιού και τον κόλλησαν στον τοίχο. Ήταν φως φανάρι· τους γυάλισαν τα πατίνια.
45
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 45
46
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 46
«Βγάλ’ τα!» απαίτησε ο Μουτιούκιν. Ο Μουρίγκιν έστριψε τα χέρια του Μίχα, ο Μουτιούκιν του έριξε μια γονατιά, ο Μίχα σωριάστηκε καταγής. Αυτοί του έβγαλαν εύκολα τα πατίνια από τα πόδια κι έφυγαν τρέχοντας. Μένοντας με τις μάλλινες κάλτσες του, ο Μίχα όρμησε ξοπίσω τους τρέχοντας σαν τρελός. Τους πρόφτασε στην πόρτα, άρπαξε τον Μουρίγκιν. Αυτός πέταξε τα πατίνια στον Μουτιούκιν. Ο Μουτιούκιν κατηφόρισε με τα πατίνια την οδό Πακρόφκα. Ο Μίχα κυνηγούσε τα πατίνια του ουρλιάζοντας και τρέχοντας προς την πλατεία Πακρόφσκιε Βαρότα. Οι άλλοι, βέβαια, πήγαιναν προς το πάρκο Μιλιούτιν, όπου υπήρχε ένα παγοδρόμιο. Από τη λεωφόρο Τσιστοπρούντνι αργοσερνόταν ένα τραμ. Ο Μίχα πρόλαβε σχεδόν τον Μουτιούκιν, αυτός πέταξε τα πατίνια στον Μουρίγκιν, του Μουρίγκιν όμως του ξέφυγαν κι έπεσαν ανάμεσα στις ράγες. Όρμησαν και οι τρεις να πιάσουν τα πατίνια. Το τραμ άρχισε να ουρλιάζει φριχτά, έπειτα έσκουξε, ο ήχος πνίγηκε, το τραμ κροτάλισε. Ο Μίχα έπεσε. Όταν άνοιξε τα μάτια του, είχε τα πατίνια μπροστά στη μύτη του. Ο Μουτιούκιν είχε γίνει άφαντος. Μπροστά στο τραμ άχνιζε ένας σωρός. Κουρέλια, αίμα, ένα εξαρθρωμένο πόδι. Αυτά ήταν τα απομεινάρια του Μουρίγκιν. Μαζεύτηκε ένα πλήθος που ούρλιαζε. Από πίσω τριζοβολούσε το τραμ. Ο Μίχα σηκώθηκε, πήρε τα πατίνια... Όχι, μονάχα το ένα πατίνι υπήρχε. Γύρισε σκυφτός στο σπίτι. Περπάταγε ξυπόλυτος πάνω στο παγωμένο χώμα, οι κάλτσες του κάπου του έφυγαν, αλλά αυτός δεν έπαιρνε είδηση τίποτα. Πλάι στο κατώφλι πέταξε το πατίνι προς τη μεριά του παγοδρόμιου και, χτυπώντας τα δόντια του, δρασκέλισε το κατώφλι από το οποίο βγήκε τρέχοντας πριν από πέντε ακριβώς λεπτά. Στο κατώφλι μάζεψε τα άρβυλά του, έχωσε μέσα σ’ αυτά τις γυμνές πατούσες του και πήγε στην Άννα Αλεξάντροβνα. Αυτή τον άκουσε, δεν του είπε τίποτα, αλλά γέμισε ένα πιάτο με μανιταρόσουπα και το έβαλε μπροστά του.
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 47
Ο Μίχα έφαγε τη σούπα, η Άννα Αλεξάντροβνα πήγε στην κουζίνα με το λερωμένο πιάτο. «Δεν το ’θελα, σ’ τ’ ορκίζομαι!» είπε σιγανά ο Μίχα στον Σάνια. «Μα ποιος να θέλει τέτοιο πράγμα;» κούνησε το κεφάλι του ο Σάνια.
Αυτό το ποίημα το έγραψε ο Μίχα την ημέρα της κηδείας του Μουρίγκιν. Τον Σλάβα Μουρίγκιν τον έθαψε σύσσωμο το σχολείο, λες κι ήταν εθνικός ήρωας. Ο υποδιευθυντής και δυο μαθητές των τελευταίων τάξεων κατέθεσαν στο μνήμα του ένα στεφάνι αγορασμένο με τα χρήματα όλων των παιδιών, και μια επιγραφή με χρυσά γράμματα σε κόκκινο φόντο στήθηκε πάνω στο μνήμα. Ο Μίχα, μάρτυρας και, κατά την άποψή του, ένοχος για τον θάνατο αυτόν, διαρκώς ξαναζούσε εκείνη τη στιγμή, εκείνο το κεραυνοβόλο συμβάν: τα πατίνια που διαγράφονταν στον αέρα, το μεταλλικό ούρλιασμα του τραμ και ο αποκρουστικός σωρός κάτω από τις ρόδες του τραμ στη θέση του άθλιου και επικίνδυνου παιδιού, που ένα λεπτό νωρίτερα έκανε μορφασμούς και πηδούσε τρέχοντας στον δρόμο. Τον σκέπασε οίκτος απροσμέτρητος, ένας οίκτος που ξεπερνούσε το μυαλό και την καρδιά κι ολάκερο το κορμί του Μίχα, κι ήταν οίκτος για όλους τους ανθρώπους, και καλούς και κακούς, απλώς και μόνο επειδή είναι τόσο ανυπεράσπιστοι και μαλακοί, τόσο εύθραυστοι, που μόλις τους αγγίξει ένα ανόητο σιδερικό τα κόκαλά τους σπάνε στη στιγμή, το κεφάλι τους γίνεται χίλια κομμάτια, το αίμα τους
47
Ο ήχος ο φριχτός του τραμ όλα τα τσάκισε, τον κόσμο άλλαξε ολάκερο και τον κομμάτιασε. Κι ό,τι υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει κι αύριο, μονάχα ο Μουρίγκιν κάποτε ΥΠΗΡΞΕ.
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 48
48
κυλά κι απομένει μονάχα ένας αηδιαστικός σωρός από σάρκες. Καημένε, άμοιρε Μουρίγκιν! Κανείς δεν είχε μια φωτογραφία της τάξης από το ’52, εκτός από τον Ιλιά. Στο φωτογραφικό του αρχείο όλες οι φωτογραφίες ήταν δικό του έργο, μόνο τις δύο πρώτες δεν τις είχε τραβήξει ο ίδιος. Τη μία την τράβηξε ο Βασίλι Ινοκέντιεβιτς την ημέρα που γεννήθηκε ο Σάνια. Την άλλη την έβγαλε ένας επαγγελματίας φωτογράφος: Σ’ αυτή τα κακοταϊσμένα παιδιά των μεταπολεμικών χρόνων είναι στημένα σε τέσσερις σειρές. Στις κάτω σειρές τα παιδιά είναι καθιστά, στις πάνω είναι ανεβασμένα σε καρέκλες, κι ολόγυρά τους έχουν ώριμα στάχυα, σημαίες που σχηματίζουν πτυχές και φουσκωτούς θυρεούς· όλο τούτο το διακοσμητικό πλαίσιο αποτελούσε τη βάση, ενώ η κουρεμένη γουλί πιτσιρικαρία με τη γουρλομάτα δασκαλίτσα στη μέση, αποτελούσε το εποικοδόμημα πάνω στις καρέκλες της αίθουσας τελετών. Ο Μουρίγκιν και ο Μουτιούκιν στέκονται ο ένας πλάι στον άλλον, αριστερά στην πάνω σειρά. Ο Μουρίγκιν λοξοκοιτάζει· είναι ένα αγοράκι κουρεμένο γουλί, ασήμαντο και ακίνδυνο. Ο Στεκλόφ λείπει από τη φωτογραφία· τότε ήταν άρρωστος. Ο Μίχα βρίσκεται κάτω στη γωνία. Στο κέντρο βρίσκεται η υπεύθυνη της τάξης, η καθηγήτρια των ρωσικών το όνομα της οποίας το ξέχασαν όλοι επειδή μετά την πέμπτη τάξη έφυγε μια για πάντα με άδεια εγκυμοσύνης. Ο Μουτιούκιν έμεινε για δεύτερη χρονιά στην πέμπτη τάξη, σύντομα όμως εξαφανίστηκε. Συνέχισε την καριέρα του στο τεχνικό λύκειο κι έπειτα στη φυλακή. Ο Μουρίγκιν δεν υπήρχε πια πουθενά.
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 49
Ο καινούργιος δάσκαλος
Σνείς πια δεν τη θυμόταν, ήρθε νέος υπεύθυνος της τάξης, ο
Βίκτορ Γιούλιεβιτς Σενγκέλι, φιλόλογος. Όλο το σχολείο τον πρόσεξε από την πρώτη κιόλας μέρα. Διέσχιζε με γρήγορα βήματα τον διάδρομο, με το δεξί μανίκι του γκρι ριγέ σακακιού του στερεωμένο λίγο κάτω από τον αγκώνα ενώ το υπόλοιπο κομμάτι του μανικιού ταλαντευόταν ελαφρά. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε έναν παλιομοδίτικο χαρτοφύλακα με δυο τσίγκινα κουμπώματα που τα χρόνια του ξεπερνούσαν κατά πολύ τα χρόνια του ίδιου του καθηγητή. Από την πρώτη κιόλας βδομάδα τού κόλλησαν το παρατσούκλι Χέρι. Ήταν μάλλον νέος, με πρόσωπο όμορφο, σχεδόν σαν πρόσωπο κινηματογραφικού αστέρα, που όμως ήταν αεικίνητο: πότε χαμογελούσε ποιος ξέρει γιατί, πότε κατσούφιαζε, πότε ζάρωνε τη μύτη ή τα χείλη του. Απίθανα ευγενής, μιλούσε σ’ όλους στον πληθυντικό, ήταν όμως απίστευτα κακεντρεχής. Για αρχή, είπε στον Ιλιά, ενώ αυτός προχωρούσε ανάμεσα στις σειρές των θρανίων με το αβέβαιο βήμα του: «Κι εσείς εκεί πέρα γιατί παραπατάτε;» και προς στιγμήν ο Ιλιά τον αντιπάθησε σφόδρα. Έπειτα πήρε τον κατάλογο και άρχισε να καλεί ονομαστικά τους μαθητές. Στο επίθετο Σβινίν24 –υπήρχε κάποιος τέτοιος κακότυχος μαθητής– έκανε μια παύση, κοίταξε προσεκτικά τον Σβινίν με το φτενό μουτράκι του και είπε με
49
την έκτη τάξη, αντί της δασκαλίτσας των ρωσικών που κα-
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 50
50
τόνο παράξενο, κάτι ανάμεσα σε σεβασμό και κοροϊδία: «Ωραίο επίθετο!». Οι μαθητές γρύλισαν έτοιμοι για καζούρα, ο Σένκα Σβινίν έγινε κατακόκκινος. Ο δάσκαλος σήκωσε αμήχανος τα φρύδια του: «Μα γιατί γελάτε; Εδώ πρόκειται για επίθετο άξιο σεβασμού! Υπήρχε κάποτε η παλιά γενιά των βογιάρων Σβινίν! Ο Πέτρος Α΄ έστειλε κάποιον Σβινίν –δεν θυμάμαι το όνομά του– για σπουδές στην Ολλανδία. Άλλωστε δεν διαβάσατε τον Πρίγκιπα Σερέμπριανι;25 Εκεί αναφέρεται ο Σβινίν. Μεταξύ μας, πρόκειται για πολύ ενδιαφέρον βιβλίο...» Μέσα σε τρεις μήνες, όλοι οι μαθητές, και μεταξύ αυτών ο Ιλιά, ο Σένια Σβινίν, και ιδίως ο Μίχα, κρέμονταν από το στόμα του καθηγητή, ζύγιζαν κάθε του λέξη και ζάρωναν τα χείλη τους και τα φρύδια τους ακριβώς σαν κι αυτόν. Το Χέρι διάβαζε και στίχους. Μόλις κάθονταν όλοι κι έβγαζαν τα τετράδιά τους, αυτός άρχιζε το κάθε μάθημα με κάποιο ποίημα, και ποτέ δεν έλεγε ποιος ακριβώς το έγραψε. Οι επιλογές του ήταν αλλόκοτες· πότε ήταν το γνωστό στους πάντες «Ασπρίζει το μοναχικό πανί»,26 πότε εκείνο το ακατανόητο που όμως αποτυπώθηκε στη μνήμη τους «[...] κι η ατμόσφαιρα γαλάζια, όπως ο μπόγος με τ’ ασπρόρουχα του ανθρώπου που βγαίνει από το νοσοκομείο»,27 ή έτσι, στα καλά καθούμενα, κάτι ακαταλαβίστικο: Έπιασαν τα κρύα και παιζόταν ο Τριστάνος. Στην ορχήστρα τραγουδούσε το λαβωμένο πέλαγος. Μια πράσινη ακρούλα πίσω από τον γαλάζιο ατμό. Πάγωσε απότομα η καρδιά. Κανείς δεν είδε πώς μπήκε στο θέατρο αυτή και βρέθηκε στο θεωρείο καθισμένη, μια καλλονή θαρρείς βγαλμένη από πίνακα του Μπριουλόφ. Γυναίκες σαν κι αυτή ζουν στα ρομάντζα Και στην οθόνη θα τις συναντήσεις...
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 51
Για χάρη τους κλεψιές γίνονται κι εγκλήματα, τις άμαξές τους οι άντρες παραφυλάνε και στις σοφίτες φαρμακώνονται...28
Του Μίχα του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι με κάτι τέτοιους στίχους, μολονότι οι άλλοι τους υποδέχονταν τελείως αδιάφορα. Ο καθηγητής όμως είχε προσέξει τον Μίχα. Ο Μίχα ήταν ο μόνος σχεδόν που ρουφούσε τη ρίμα των στίχων σαν γλυκό του κουταλιού. Ο Σάνια χαμογελούσε συγκαταβατικά με την αδυναμία του καθηγητή· κάποιοι από τους στίχους ήταν ολόιδιοι μ’ αυτούς που διάβαζε η γιαγιά του. Άλλα παιδιά συγχωρούσαν στον καθηγητή αυτή την εμμονή του. Γι’ αυτά οι στίχοι ήταν δουλειά των γυναικών, και αποτελούσαν αδυναμία για έναν μαχητή του μετώπου. Μερικές φορές όμως αυτός διάβαζε κάποιο ποίημα απόλυτα ταιριαστό με το θέμα που τους απασχολούσε· όταν άρχισαν να μελετούν το θέμα Ταράς Μπούλμπα,29 ο καθηγητής μπήκε στην τάξη και τους διάβασε ένα ποίημα που ήταν ολοφάνερο πως αφορούσε τον Γκόγκολ: Σαν αίνιγμα αλλόκοτο Διάβηκες από τη γη εσύ, Διασκεδαστικέ μας σαρκαστή, Με το μέτωπο το σκεφτικό και πονεμένο
Τη δόξα να λατρεύεις κι απ’ αυτή να τυραννιέσαι κι ας σου στάθηκε εκείνη τόσο στοργική, της ζωής αγωνιστής, να περιπλανιέσαι, παλεύοντας με μια θύελλα μέσα στην ψυχή.
51
Άμλετ μας εσύ! Γέλιου και δακρύων κράμα Γέλιο στην όψη σου αντάμα μ’ ένα μύχιο κλάμα, Εσύ που δυστύχησες με την επιτυχία Όπως άλλος δυστυχεί με την αποτυχία.
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 52
52
Στο πνεύμα μοναχός συντετριμμένος Και Αριστοφάνης στη γραφή. Θεραπευτής κι επικριτής μανιασμένος της αδυναμίας και των τραυμάτων μας μαζί!
Για κάθε περίσταση της ζωής, μα κυριολεκτικά για κάθε περίσταση, είχε έτοιμο κι από ένα στιχάκι! «Μελετάμε τη λογοτεχνία!» δήλωνε συνεχώς, σαν να τους έλεγε κάτι τελείως καινούργιο. «Η λογοτεχνία είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η ανθρωπότητα. Η ποίηση είναι η καρδιά της λογοτεχνίας, η ύψιστη συμπύκνωση των καλύτερων στοιχείων που κλείνουν μέσα τους ο κόσμος και ο άνθρωπος. Είναι τροφή μοναδική για την ψυχή. Κι από σας εξαρτάται αν θα αναπτυχθείτε και θα γίνετε άνθρωποι ή αν θα παραμείνετε στο επίπεδο των ζώων». Αργότερα, όταν γνώριζε πια τα παιδιά με τα ονόματά τους και τα τοποθέτησε σε σειρές –όχι όπως στην ετήσια φωτογραφία της τάξης, ούτε αλφαβητικά, αλλά μ’ έναν δικό του χαρακτηριστικό τρόπο–, όταν είχαν πια προσεγγίσει οι μεν τους δε μέσα από συζητήσεις για τον πολυμήχανο Οδυσσέα, για τον μυστηριώδη χρονικογράφο Ποιμένα,30 για τον άτυχο γιο του Ταράς Μπούλμπα, για τον τίμιο χαζούλη Αλεξέι Μπερεστόφ και την πανέξυπνη μελαχρινή Ακουλίνα31 –όλα αυτά, βεβαίως, σύμφωνα με το σχολικό πρόγραμμα–, τα παιδιά άρχισαν να ρωτούν πώς ήταν ο πόλεμος. Κι αμέσως έγινε ξεκάθαρο πως ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς αγαπάει τη λογοτεχνία, αλλά τον πόλεμο δεν τον αγαπάει. Αλλόκοτος άνθρωπος! Εκείνη την εποχή, όλος ο νεανικός αρσενικός πληθυσμός που δεν είχε προλάβει να πυροβολήσει τους φασίστες ήταν λάτρης του πολέμου. «Ο πόλεμος είναι η μεγαλύτερη αθλιότητα που επινόησαν οι άνθρωποι» έλεγε ο καθηγητής κι έκοβε μαχαίρι όλες τις ερωτήσεις που έκαιγαν τα χείλη των παιδιών: Πού πολέμησε; Ποια παράσημα πήρε; Πώς τραυματίστηκε; Πόσους φασίστες σκότωσε;
Κάποτε τους διηγήθηκε τούτα: «Τελείωνα το δεύτερο έτος όταν άρχισε ο πόλεμος. Όλα τα παιδιά πέρασαν αμέσως από το στρατολογικό γραφείο και στάλθηκαν στο μέτωπο. Από το δικό μου τμήμα μονάχα εγώ επέζησα. Όλοι σκοτώθηκαν. Σκοτώθηκαν και δυο κοπέλες. Γι’ αυτό κι εγώ ψηφίζω και με τα δυο χέρια κατά του πολέμου». Σήκωσε ψηλά το αριστερό του χέρι και το μισό δεξί του χέρι ταλαντεύτηκε μα δεν μπόρεσε να σηκωθεί. Τις Τετάρτες η λογοτεχνία ήταν το τελευταίο μάθημα και, τελειώνοντας μια Τετάρτη, ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς πρότεινε: «Τι λέτε, πάμε μια βόλτα;» Ο πρώτος τέτοιος περίπατος έγινε τον Οκτώβρη. Πήγαν έξι άτομα. Ο Ιλιά έσπευσε, όπως πάντα, να γυρίσει στο σπίτι, ο Σάνια εκείνη την ημέρα απουσίαζε, κάτι που έκανε συχνά με την άδεια της γιαγιάς του, κι έτσι την παρέα την εκπροσωπούσε μονάχα ο Μίχα, που αργότερα αφηγήθηκε στα παιδιά σχεδόν κατά λέξη όλες τις εκπληκτικές ιστορίες που άκουσε από τον δάσκαλο στον δρόμο από το σχολείο μέχρι την πάροδο Κριβοκολένι. Εκείνη την ημέρα, η κουβέντα αφορούσε τον Πούσκιν. Ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς όμως μιλούσε με τέτοιον τρόπο για τον ποιητή, ώστε τους γεννήθηκε η υποψία μήπως δεν φοιτούσαν όλοι μαζί στην ίδια τάξη. Όπως προέκυψε, ο Πούσκιν ήταν μεγάλο χαρτόμουτρο! Όπως προέκυψε, κυνηγούσε μετά μανίας τις κυρίες! Δηλαδή δεν ήταν παρά ένας γυναικάς! Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν και μεγάλο ζιζάνιο, δεν συγχωρούσε τίποτα σε κανέναν και ήταν πάντα έτοιμος να δημιουργήσει σκάνδαλα, να κάνει φασαρίες, να μονομαχεί. «Ναι» είπε θλιμμένος ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς «αυτή η συμπεριφορά του έκανε τους πάντες να τον θεωρούν bretteur».32 Κανείς δεν ρώτησε τι σήμαινε αυτή η ξενική λέξη, επειδή έτσι κι αλλιώς ήταν σαφές τι σήμαινε: ζιζάνιο. Έπειτα τους πήγε σε ένα ρημαγμένο σπίτι στην πρώτη στροφή που έκανε η πάροδος Κριβοκολένι από την οδό Κίροφ και,
53
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 53
54
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 54
με μια πλατιά χειρονομία του αριστερού χεριού του, τους έδειξε το σπίτι και είπε: «Ορίστε λοιπόν, και τώρα φανταστείτε! Εδώ, φυσικά, δεν υπάρχει καθόλου άσφαλτος, ο δρόμος είναι λιθόστρωτος, κι από το σημείο αυτό βγαίνει από την οδό Μιασνίτσκαγια ένα αμάξι. Ή μάλλον όχι αμάξι, αλλά ένα μικρό κάρο με αμαξά. Ο Πούσκιν ερχόταν στη Μόσχα πότε για να κάνει επισκέψεις και πότε για τις δουλειές του, είχε εδώ πολλούς συγγενείς και φίλους, δικό του σπίτι όμως δεν απέκτησε ποτέ στη Μόσχα, ούτε και άμαξα. Αν δεν λάβουμε υπόψη μας το διαμέρισμα στο Αρμπάτ που νοίκιασε για ένα μικρό διάστημα μετά τον γάμο του, και το γεγονός ότι μετά έφυγε για την Πετρούπολη. Δεν αγαπούσε τη Μόσχα, έλεγε ότι εδώ «μαζεύτηκαν πολλές θείτσες». Φανταστείτε, λοιπόν, εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του Πούσκιν να περνά μια κυρία –το γεγονός συνέβη μετά την επανάσταση–, και ξαφνικά από την οδό Μιασνίτσκαγια –τσακ, τσακ, τσακ– στρίβει ένα αμάξι, σταματά εδώ, από το αμάξι πηδά ο Πούσκιν, χτυπά τις μπότες του στο λιθόστρωτο και χάνεται σ’ αυτό το σπίτι. Αχ! κάνει η κυρία. Και στη στιγμή εξαφανίστηκαν τα πάντα· και το λιθόστρωτο, και το αμαξάκι, και ο αμαξάς και τα αλογάκια. Ο κόσμος άρχισε να λέει ότι το σπίτι ήταν στοιχειωμένο. Εμείς τώρα δεν θα διευκρινίσουμε αν ίσχυε ή όχι αυτό. Αυτό όμως που συνέβη σε τούτο το σπίτι –εδώ έμενε τότε ο ποιητής Βενεβίτινοφ– τον Οκτώβριο του 1826 επιβεβαιώνεται από πολλούς μάρτυρες: στο σαλόνι αυτού του σπιτιού ο Πούσκιν διάβασε την τραγωδία του Μπορίς Γκοντουνόφ. Παραβρίσκονταν σαράντα επισκέπτες, και οι μισοί περίπου από αυτούς περιέγραψαν το γεγονός είτε σε επιστολές προς συγγενείς τους αμέσως, είτε στα απομνημονεύματά τους πολλά χρόνια μετά. Άλλωστε εσείς διαβάσατε τον Μπορίς Γκοντουνόφ, έτσι δεν είναι; Ποιος θα μας πει στα γρήγορα το περιεχόμενό του;» Ο Μίχα προσφερόταν πάντα να βοηθήσει, εκείνη τη στιγμή
όμως ξέχασε ξαφνικά την υπόθεση του έργου και φοβήθηκε μην ντροπιαστεί. Οι άλλοι τηρούσαν αιδήμονα σιγή. Στο τέλος, ο Ίγκορ Τσετβερικόφ είπε αβέβαια: «Σκότωσε τον διάδοχο Ψευδοδημήτριο». «Συγχαρητήρια, Ίγκορ. Η επιστήμη της ιστορίας είναι κάτι αρκετά σκοτεινό. Σε γενικές γραμμές, δύο εκδοχές υπήρξαν. Η μία: ο Μπορίς Γκοντουνόφ σκότωσε τον διάδοχο Δημήτριο. Η δεύτερη: δεν σκότωσε τον διάδοχο Δημήτριο και, γενικά, υπήρξε ένας ευπρεπής άνθρωπος. Η δική σας εκδοχή με τη δολοφονία ενός άλλου ανθρώπου –του Ψευδοδημήτριου– αλλάζει εντελώς τις απόψεις των ιστορικών. Μη θυμώνετε, η ιστορία δεν είναι άλγεβρα. Δεν θα την εντάξεις στις ακριβείς επιστήμες. Κατά κάποια έννοια, η λογοτεχνία είναι ακριβέστερη. Ό,τι λέει ένας μεγάλος συγγραφέας θα αποτελέσει την ιστορική αλήθεια. Οι στρατιωτικοί ιστορικοί βρήκαν πολλά λάθη στην περιγραφή της μάχης του Μποροντινό33 από τον Τολστόι, κι όμως όλος ο κόσμος βλέπει τη μάχη όπως ακριβώς την περιέγραψε ο Τολστόι στο Πόλεμος και Ειρήνη. Ούτε ο Πούσκιν στεκόταν στην πίσω αυλή του ανακτόρου της μητέρας του ανήλικου διαδόχου, της Μαρίας Νάγκαγια, όπου έγινε –ή δεν έγινε!– ή δολοφονία του Δημήτριου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την ιστορία με τον Μότσαρτ. Διαβάσατε ελπίζω τις Μικρές Τραγωδίες».34 «Ναι, φυσικά. Η μεγαλοφυΐα και η το έγκλημα δεν συνυπάρχουν!» ξεστόμισε ο Μίχα. «Ναι, αυτό πιστεύω κι εγώ. Και για τον Σαλιέρι επίσης δεν έχει ξεκαθαριστεί αν δηλητηρίασε ή όχι τον Μότσαρτ. Αυτή δεν είναι παρά μια ιστορική εκδοχή. Το έργο του Πούσκιν όμως, καταλαβαίνετε, είναι ένα γεγονός. Ένα κολοσσιαίο γεγονός της ρωσικής λογοτεχνίας. Οι ιστορικοί μπορούν να αποδείξουν ότι ο Σαλιέρι δεν δηλητηρίασε τον Μότσαρτ, τους είναι όμως αδύνατον να διαφωνήσουν με τις Μικρές τραγωδίες.
55
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 55
56
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 56
Ο Πούσκιν εξέφρασε τη μεγάλη ιδέα: δεν συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο η μεγαλοφυΐα και το έγκλημα». Άρχιζε να σουρουπώνει, ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς αποχαιρέτησε τα παιδιά κι αυτά πήγαν στα σπίτια τους, σε διαφορετικά σημεία της περιοχής Κιτάι-γκόροντ.35 Αυτός ο πρώτος περίπατος σε λογοτεχνικά στέκια υπήρξε το πρότυπο του ομίλου ο οποίος στα τέλη του χρόνου απέκτησε την ονομασία ΛΙΟΥΡΣ.36 Όταν έμαθε τι συνέβη την πρώτη φορά, ο Ιλιά δεν έχασε πλέον ούτε μια τέτοια «έξοδο στη φύση», όπως αποκαλούσε ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς τις λογοτεχνικές τους περιπλανήσεις κάθε Τετάρτη. Ο Ιλιά κρατούσε πρακτικά για τις συγκεντρώσεις του ομίλου, ήταν ο γραμματέας, και μάλιστα ένας γραμματέας ιδιαίτερα υπεύθυνος. Τα πρωτόκολλα του ΛΙΟΥΡΣ μαζί με φωτογραφίες τα φύλαγε στη βιβλιοθήκη στην αγαπημένη του αποθήκη.Όσο περισσότερο προσέγγιζαν τη ρωσική λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα, τα μέλη του ομίλου, οι ΛΙΟΥΡΣΙ, μάθαιναν σιγά σιγά κάποιες λεπτομέρειες της στρατιωτικής βιογραφίας του δάσκαλου. Ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς, κουνώντας τα ρουθούνια και τα μάγουλά του –τώρα εκείνοι ήξεραν ότι αυτό οφειλόταν σ’ ένα τραύμα– τους εξιστορούσε πώς πήγε στο στρατολογικό γραφείο μαζί με τους συμμαθητές του τη δεύτερη μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου. Τον έστειλαν στη Σχολή Πυροβολικού της Τούλας. Τα παιδιά ενδιαφέρονταν για συγκεκριμένα θέματα, για τη μάχη, την υποχώρηση, την επίθεση, τον τραυματισμό του... Κι από όπλα τι είχαν; Από βλήματα; Οι Γερμανοί τι διέθεταν; Ο καθηγητής απαντούσε κοφτά. Οι αναμνήσεις ήταν επώδυνες... Η εκπαίδευση στη σχολή γινόταν με ταχύτατο ρυθμό, η επέλαση των Γερμανών όμως αποδείχτηκε κατά πολύ ταχύτερη. Στο τέλος Οκτωβρίου οι Γερμανοί πλησίαζαν στην Τούλα.
Έριξαν τους μαθητές της στρατιωτικής σχολής στην άμυνα της πόλης, δίνοντας στον καθέναν μια διμοιρία εθελοντών, και τα πολυβολεία τα χειρίζονταν μαθητές-διοικητές και εθελοντέςοπλίτες. Το πράγμα θα θύμιζε ενήλικες να παίζουν πόλεμο αν μέσα σε είκοσι ώρες δεν τους είχαν σαρώσει όλους τα πυρά των φασιστών. Τον Βίκτορα τον έσωσε το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο το οποίο, γενικά, δεν έσωζε κανέναν σε τέτοιες περιπτώσεις. Διέταξε έναν οπλίτη, το επίθετο του οποίου δεν θυμόταν πια, να φέρει ένα κιβώτιο με βλήματα. Ο μεσόκοπος παχύς εθελοντής περιέλουσε με βρισιές τον διοικητή: «Ποιον διατάζεις, βρε αρχηγάκο; Εγώ είμαι πενηντάρης κι εσύ δεκαοχτάχρονο. Τράβα εσύ να κουβαλάς κιβώτια». Ένας μαθητής της σχολής που ήταν ήδη δεκαεννιά ετών, δίχως να πει λέξη, έτρεξε να κουβαλήσει αυτός τα βλήματα. Εκατό μέτρα χωρίς φορτίο μέχρι το σημείο όπου βρίσκονταν τα βλήματα, εκατό μέτρα πίσω, φορτωμένος με ένα κιβώτιο βάρους πενήντα κιλών. Ο λαχανιασμένος διοικητής δεν πρόλαβε να φτάσει μέχρι το προσωπικό του πολυβολείου· ένας τεράστιος κρατήρας άχνιζε ακριβώς στο σημείο όπου ήταν στημένο το πολυβόλο. Και δεν απόμενε ούτε ένας ζωντανός. Δεν βρέθηκαν κανενός τα λείψανα για να τα θάψουν· η βολή ήταν πολύ εύστοχη. Ο μαθητής της σχολής κάθισε πάνω στο κιβώτιο, δίχως να σκέφτεται το παραμικρό, νιώθοντας πως ήταν ο ίδιος το καψαλισμένο χώμα, πως τον χτυπούσε το πυρωμένο μέταλλο, το αίμα που κόχλαζε και τα καμένα κουρέλια... Έπειτα, παρατώντας το άχρηστο κιβώτιο, πήρε δρόμο κι έγινε άφαντος μέσα στα σφυρίγματα και στις εκρήξεις, που ούτε και τα άκουγε πια. Όταν λύθηκε η πολιορκία της Τούλας, μετέφεραν στο Τομσκ τη σχολή, ή τουλάχιστον όσους επέζησαν μετά την άμυνα της πόλης. Ο Βίκτωρ έβλεπε για πολύ καιρό στον ύπνο του το προσωπικό του πολυβολείου, και ο παχύς μπάρμπας τον έβριζε κατσουφιασμένος· και δεν τον έβριζε για το κιβώτιο, αλλά
57
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 57
58
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 58
για κάτι άλλο, πολύ πιο σοβαρό. Ο Βίκτωρ επέστρεψε πολλές φορές νοερά σ’ εκείνο το μέρος· τι ήταν το σωστό... τι έπρεπε να γίνει; Αν, όπως άρμοζε σε έναν διοικητή, του έβαζε τις φωνές, ίσως να είχε μείνει ζωντανός εκείνος ο χοντρός... Θεώρησε ότι δεν μπορούσε να γίνει διοικητής. Μονάχα οπλίτης. Υπέβαλε αίτηση για να τον στείλουν στις μάχιμες δυνάμεις. Η αίτηση απορρίφθηκε· του έμενε ενάμισης μήνας για να απολυθεί. Ένα μικρό παράπτωμα, να τι χρειαζόταν. Για να μην τον στείλουν στο στρατοδικείο, για να μην τον στείλουν σε μεραρχία τιμωρημένων, αλλά για να περιοριστούν στην αποστολή του στο μέτωπο με την ιδιότητα του οπλίτη, χωρίς να του απονεμηθεί βαθμός αξιωματικού. Κι αυτός βρήκε το ανάλογου μεγέθους παράπτωμα. Την παραμονή της απονομής των βαθμών, το έσκασε χωρίς άδεια, πήγε στην πόλη και τα κοπάνισε, τρύπωσε σε μια εργατική εστία όπου έμεναν γυναίκες και πέρασε τη νύχτα στην αίθουσα εκδηλώσεων της εστίας παρέα με μια κοπέλα, η οποία το πρωί, κατ’ απαίτησή του, παρέδωσε στη στρατιωτική περίπολο τον σπουδαστή πυροβολικάριο που το ’ριξε στο γλέντι. Κι όλα έγιναν όπως ακριβώς τα σχεδίασε εκείνος: κάθισε δέκα μέρες στο κρατητήριο κι έπειτα τον έστειλαν στις μάχιμες δυνάμεις. Έτσι, μέχρι το τέλος του πολέμου –που γι’ αυτόν τελείωσε το ’44, μετά τον τραυματισμό του– ούτε μια φορά δεν χρειάστηκε να δώσει διαταγές. Μόνο να τις εκτελεί. Μία ήταν πάντα η αποστολή του· να φτάσει ζωντανός από το σημείο Α στο σημείο Β. Κι ένας σωρός άλλες μικροέγνοιες· να τρώει, να πίνει, να κοιμάται, να μην κάνουν φουσκάλες τα πόδια του, και, αν μπορεί, να πλένεται... Αν τον διέταζαν, πυροβολούσε. Όχι· όχι, δεν έκανε κουβέντα γι’ αυτό. Γι’ αυτό σώπαινε. «Και που τραυματιστήκατε;» ρωτούσαν τα παιδιά. «Στην Πολωνία, όταν πια προελαύναμε. Να, μου ακρωτηρίασαν το χέρι». Τα όσα ακολούθησαν δεν τα διηγήθηκε στους μαθητές.
Πώς έμαθε να γράφει με το αριστερό του χέρι, με στρογγυλεμένο, κυρτό γραφικό χαρακτήρα, που δεν του έλειπε μάλιστα κάποια κομψότητα. Το ακρωτηριασμένο δεξί του χέρι τον βοηθούσε κάπως, κι έτσι δεν χρησιμοποίησε το ψεύτικο μέλος από ροζ σελιλόιντ. Έμαθε εύκολα να φορά το σακίδιό του· πρώτα τραβούσε με το αριστερό του χέρι τον ιμάντα πάνω στο κούτσουρο του δεξιού χεριού του κι έπειτα το περνούσε μέσα στη θηλιά. Από το νοσοκομείο πήγε στη Μόσχα. Το ινστιτούτο στο οποίο σπούδαζε πριν από τον πόλεμο είχε εντωμεταξύ διαλυθεί και ό,τι απέμεινε απ’ αυτό ενσωματώθηκε στη σχολή φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Εκεί γύρισε κι αυτός ντυμένος με μια χλαίνη που διατηρούσε την οσμή του πολέμου και φορώντας μπότες αξιωματικού που δεν τις δικαιούνταν. Το πανεπιστήμιο στην οδό Μαχαβάγια! Τι ευτυχία ήταν αυτή! Εκεί για τρία χρόνια συνήλθε, έκανε αιμοκάθαρση με Πούσκιν, Τολστόι, Γκέρτσεν... Το ’48, λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές του, του πρότειναν μια διατριβή. Και ο επιβλέπων καθηγητής ήταν θαυμάσιος, μελετητής του Μεσαίωνα και βαθύς γνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, και το θέμα ενδιαφέρον, με μια ιδιαίτερη ρομανογερμανική τάση· αφορούσε τις σχέσεις του Πούσκιν με αυτήν ακριβώς την ξένη λογοτεχνία. Ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς δίσταζε· ακόμα ήθελε να διδάξει σε παιδιά, και τώρα του φαινόταν πως ήξερε τι έπρεπε να τους διδάξει. Την επιλογή, την επιλογή... Μα πού βρισκόταν εκείνη η φωνή η οποία στις κρίσιμες στιγμές σού υπαγορεύει τι να κάνεις; Έλα όμως που δεν χρειαζόταν καμιά φωνή· ο παραλίγο επιβλέπων καθηγητής υπέστη διώξεις κατηγορούμενος για δουλοπρέπεια έναντι της Δύσης και για κοσμοπολιτισμό, και ύστερα από λίγο καιρό βρέθηκε στη φυλακή... Δεν τα κατάφερε με τη διατριβή. Με τους διορισμούς των καθηγητών τον έστειλαν να διδάξει ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία στο λύκειο του οικισμού Καλίνοβο στη Βόλογκντα. Του παραχώρησαν σπίτι κοντά στο σχολείο. Ένα δωμάτιο
59
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 59
60
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 60
με χολ, όπου έκαιγε μια σόμπα. Του εξασφάλισαν ξύλα. Στο τοπικό μαγαζί πουλούσαν καβούρια από την Άπω Ανατολή και καραμέλες, ελεεινής ποιότητας κρασί και βότκα. Ψωμί έφερναν δυο φορές την εβδομάδα και οι ουρές σχηματίζονταν από τα άγρια χαράματα, αλλά το μαγαζί άνοιγε κατά τις εννιά, όταν η πρώτη διδακτική ώρα κόντευε να τελειώσει. Ακολουθώντας την πανάρχαιη χωριάτικη συνήθεια, οι μανάδες του κουβαλούσαν πότε αυγά, πότε μυζήθρα, πότε καμία χωριάτικη πίτα που είχε ένα εκπληκτικό χαρακτηριστικό: Όταν ήταν ζεστή σε τρέλαινε με τη γεύση της, έτσι και πάγωνε όμως δεν τρωγόταν με τίποτα... Από αμνημονεύτων χρόνων είχε καθιερωθεί αυτή η πληρωμή σε είδος για τους κόπους των παπάδων, των γιατρών και των δασκάλων. Τα κεράσματα εκείνος τα μοιραζόταν με την παραδουλεύτρα τη Μαρφούσια, μια ακοινώνητη χήρα μ’ έναν σωρό παραξενιές, έπινε όμως μόνος του. Ούτε λίγο ούτε πολύ, μια μπουκάλα κάθε απόγευμα. Πριν τον πάρει ο ύπνος, διάβαζε τον μοναδικό συγγραφέα που δεν τον βαριόταν ποτέ. Εκτός από λογοτεχνία, έπρεπε να διδάσκει γεωγραφία και ιστορία. Μαθηματικά και φυσική δίδασκε ο διευθυντής του σχολείου, μαζί με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες, έστω κι αν είχαν μετονομαστεί, ήταν όλες η ιστορία του κόμματος. Τα υπόλοιπα μαθήματα –βιολογία και γερμανικά– τα δίδασκε μια εξόριστη Φινλανδέζα από την Πετρούπολη. Εκτός από την καταγωγή της, το βιογραφικό της είχε μια ακόμα κηλίδα· πριν από τον πόλεμο συνεργαζόταν με τον ακαδημαϊκό Βαβίλοφ, έναν αμετανόητο οπαδό των Βάισμαν και Μόργκαν.37 Τα πάντα στο Καλίνοβο ήταν φτωχικά, σε αφθονία υπήρχε μονάχα η παρθένα δειλή φύση. Και ίσως κι οι άνθρωποι να ήταν καλύτεροι από τους ανθρώπους των πόλεων, αφού ήταν κι αυτοί σχεδόν ανέγγιχτοι από την ψυχική διαφθορά της πόλης. Η συναναστροφή με τα παιδιά του χωριού διέλυσε τις φοιτητικές ψευδαισθήσεις του: το αγαθό και το αιώνιο, βεβαίως,
δεν ακυρώνονταν, αλλά ήταν τέτοια η ωμότητα της καθημερινής ζωής, ώστε τα κορίτσια τα κουκουλωμένα με μπαλωμένα μαντίλια που πριν να πάνε στο σχολείο είχαν προλάβει να ασχοληθούν με τα ζώα και τα μικρά τους αδέλφια, και τα αγόρια που το καλοκαίρι έβγαζαν όλη τη βαριά δουλειά των αντρών στα χωράφια να έχουν άραγε ανάγκη αυτές τις πολιτιστικές αξίες; Να σπουδάζουν με άδειο στομάχι και να χάνουν τον καιρό τους με γνώσεις που ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν θα τους ήταν απαραίτητες; Τα παιδικά τους χρόνια είχαν προ πολλού τελειώσει, ήταν όλα τους άντρες και γυναίκες προτού ενηλικιωθούν, και μάλιστα ακόμα κι αυτά που οι μανάδες τους τα έστελναν πρόθυμα στο σχολείο –κι αυτά ήταν αναμφίβολα η μειονότητα– ένιωθαν θαρρείς κάπως άβολα στη σκέψη ότι ασχολούνται με σαχλαμάρες αντί να κάνουν μια πραγματική, σοβαρή δουλειά. Ακριβώς γι’ αυτό κι ο νεαρός δάσκαλος είχε κάποιους ενδοιασμούς και αναρωτιόταν μήπως τα αποσπούσε από την ουσιαστική δουλειά χάριν μιας περιττής πολυτέλειας. Ποιος Ραντίσεφ,38 ποιος Γκόγκολ και ποιος Πούσκιν στο κάτω κάτω; Να τους μάθει γραφή κι ανάγνωση και να τ’ αφήσει στα γρήγορα να γυρίσουν στα σπίτια τους για να δουλέψουν. Αυτό μονάχα λαχταρούσαν και τα ίδια τα παιδιά. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή του, συλλογίστηκε το φαινόμενο της παιδικής ηλικίας. Κατά την έναρξή του, δεν εγείρει ερωτήματα. Πότε όμως τελειώνει; Πού βρίσκεται το όριο εκείνο από το οποίο ξεκινάει η ενηλικίωση του ανθρώπου; Ήταν ηλίου φαεινότερον· τα παιδικά χρόνια των χωριατόπαιδων τελείωναν νωρίτερα από αυτά των παιδιών της πόλης. Αυτό το χωριό του Βορρά πάντα λιμοκτονούσε, και μετά τον πόλεμο όλοι φτώχυναν ολότελα, δούλευαν τα γυναικόπαιδα. Από τους τριάντα ντόπιους που έφυγαν για το μέτωπο, γύρισαν από τον πόλεμο μονάχα δύο, ο ένας δίχως πόδια, ο άλλος φθισικός, κι εκείνος πέθανε μέσα σ’ έναν χρόνο. Τα παι-
61
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 61
62
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 62
διά, οι μικροί άντρες-μαθητές, άρχιζαν νωρίς τη ζωή του δουλευτή και τα παιδικά τους χρόνια ήταν κλεμμένα. Αλλά τι να κάθεσαι τώρα να μετράς· από άλλους ήταν κλεμμένα τα παιδικά τους χρόνια, από άλλους τα νιάτα τους, από άλλους ήταν κλεμμένη η ελευθερία τους. Όσο για τον ίδιο τον Βίκτορα Γιούλιεβιτς, απ’ αυτόν ήταν κλεμμένο το πιο ασήμαντο: μια διατριβή. Ύστερα από μια τρίχρονη καταδίκη σε ημιεξορία –τα μέρη ήταν ακριβώς εκείνα όπου τον καιρό των τσάρων εξόριζαν ανθρώπους σαν κι αυτόν, νεαρούς έξυπνους ανθρώπους με την αίσθηση της προσωπικής τους αξιοπρέπειας– και μετά την αποφοίτηση των μαθητών της έβδομης τάξης, ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς επέστρεψε στη Μόσχα, στη μητέρα του, στην πάροδο Μπολσεβίστσκι, στο σπίτι με τον ιππότη σε μια προεξοχή πάνω από την είσοδο.39 Η πρώτη θέση που πρότειναν στη Μόσχα στον καθηγητή της λογοτεχνίας βρισκόταν –ω, του θαύματος!– σε απόσταση δέκα λεπτών από το σπίτι του, κοντά στην Ιστορική Βιβλιοθήκη,40 η οποία, αυτόν που νοσταλγούσε την κουλτούρα της ανάγνωσης, τον έλκυε περισσότερο από τα θέατρα και τα μουσεία της πρωτεύουσας. Προσπάθησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του από το πανεπιστήμιο, αναζητούσε τρόπους επικοινωνίας. Συναντήθηκε με τη Λένα Κούρτσερ, η οποία στον πόλεμο ήταν διερμηνέας του στρατού, αλλά δεν κατάφεραν να έχουν μια ειλικρινή συζήτηση. Αναζήτησε δύο ακόμα συμφοιτήτριές του, και πάλι όμως δεν προέκυψε τίποτα καλό. Ήταν ο καιρός της σιωπής, που δεν σε προδιέθετε να ξανοιχτείς. Οι άνθρωποι άρχισαν να συζητούν μερικά χρόνια αργότερα. Από τους τρεις συμφοιτητές του που επέζησαν από τον πόλεμο ο ένας δούλευε για το κόμμα, ο δεύτερος δίδασκε σε κάποιο σχολείο. Η επαφή μαζί τους περιορίστηκε στο να πιουν ένα μπουκάλι κρασί και τέλειωσε εκεί. Τον τρίτο, τον Στας Κομαρνίτσκι, στάθηκε αδύνατον να
τον βρει. Τον είχαν κλείσει στη φυλακή είτε για κάποιο ανέκδοτο είτε γιατί απλώς φλυάρησε. Ο μόνος από τους φίλους του με τον οποίο θα χαιρόταν να επικοινωνήσει ήταν ο παλιός του γείτονας ο Μίσκα Κολέσνικ, με τον οποίο έφτιαχναν ένα κεφάτο, μεταπολεμικό ζευγαράκι: ο Μίσκα μ’ ένα πόδι, ο Βίκτορ μ’ ένα χέρι, αυτοαποκαλούνταν «τρία χέρια, τρία πόδια». Εντωμεταξύ ο Μίσκα είχε γίνει βιολόγος και παντρεύτηκε μια καλή κοπελίτσα, γειτόνισσα κι αυτή, αλλά μικρότερή του. Αυτή ήταν γιατρός, δούλευε σε ένα νοσοκομείο της πόλης και λαχταρούσε να παντρέψει τον Βίκτορα. Όλο και κοίταζε να του πασάρει καμιά από τις ανύπαντρες συναδέλφους της. Ο Βίκτωρ όμως δεν λογάριαζε να παντρευτεί. Γυρνώντας από το Καλίνοβο, ερωτεύτηκε αμέσως δυο μορφονιές μαζί· με τη μία γνωρίστηκε στη βιβλιοθήκη, η άλλη τού κόλλησε στο μουσείο όπου είχε πάει τους μαθητές του. «Είσαι τυχεράκιας, Βίκα, εσένα οι γυναίκες σού την πέφτουν δυο δυο, αλλά να βρισκόταν και καμιά να σε κουκουλώσει» αστειευόταν ο Μίσκα. Αυτόν όμως τον είχε κυριολεκτικά κουκουλώσει η δουλειά του. Εκείνο που ενδιέφερε πάνω απ’ όλα τον Βίκτορα ήταν η επαφή του με τα δεκατριάχρονα παιδιά. Δεν είχαν τίποτα κοινό με τα συνομήλικά τους χωριατόπαιδα. Αυτά τα παιδιά της Μόσχας δεν όργωναν, δεν έσπερναν, δεν επισκεύαζαν ιπποσκευές, και τους ήταν άγνωστη η ευθύνη των χωρικών απέναντι στην οικογένεια. Ήταν φυσιολογικά παιδιά· έκαναν σκανταλιές την ώρα των μαθημάτων, πετούσαν το ένα στο άλλο μπαλάκια από μασημένο χαρτί, πιτσιλίζονταν με νερά, έκρυβαν χαρτοφύλακες και βιβλία, ήταν άπληστα, δέρνονταν, σπρώχνονταν σαν κουτάβια, κι έπειτα κοκάλωναν κι έκαναν έξοχες ερωτήσεις. Σε αντίθεση με τα συνομήλικά τους χωριατόπαιδα, αυτά ζούσαν την παιδική τους ηλικία από την οποία έβγαιναν ανεπιστρεπτί. Πλάι στα σπυράκια υπήρχαν και άλλες ενδείξεις της ενηλικίωσής τους που συνδέονταν με εντονότερη νευρική δραστηριότητα:
63
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 63
64
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 64
έκαναν «καταραμένες ερωτήσεις, τα βασάνιζε η αδικία του κόσμου, άκουγαν ποιήματα, και μάλιστα ένας δυο μαθητές έγραφαν κάτι που έμοιαζε με στίχους. Ο πρώτος που έφερε στον δάσκαλο μια καθαρογραμμένη σελίδα με ομοιοκατάληκτα στιχάκια ήταν ο Μίχα Μελαμίντ. «Κατάλαβα, κατάλαβα» είπε φωναχτά ο Βίκτωρ και χαμογέλασε. Και μέσα του μονολόγησε: «Οι Εβραίοι πιτσιρικάδες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι απέναντι στη ρωσική λογοτεχνία». Η μισή τάξη δεν καταλάβαινε το παραμικρό απ’ ό,τι τους γύρευε ο φιλόλογος. Η άλλη μισή ακολουθούσε κατά πόδας τον δάσκαλο. Ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς προσπαθούσε να τους αντιμετωπίζει όλους ως ίσους, είχε όμως κι αυτός τις συμπάθειές του· ο ευαίσθητος, τίμιος μέχρι βλακείας Μίχα, ο αεικίνητος και ικανός για πολλά Ιλιά, και ο εσωστρεφής διανοούμενος Σάνια. Η αχώριστη τριάδα. Έναν καιρό ανήκε κι ο ίδιος σε μια τέτοια τριάδα, και συχνά θυμόταν δυο αγαπημένους φίλους από το ΙΦΛΙ,41 τον Ζένια και τον Μαρκ, που πέθαναν τις πρώτες βδομάδες του πολέμου. Δεν έπαψαν να είναι παιδιά, γεμάτα από έναν απατηλό ρομαντισμό, με παιδιάστικα στιχάκια –«μπριγκαντίνι, μπριγκαντίνι!»42–, πώς να ’ταν άραγε τώρα... Αυτός ο κοκκινομάλλης Μίχα τούς έμοιαζε λες κι ήταν ο μικρότερος αδελφός τους και, με μια προσεκτική ματιά, διέκρινε κανείς τη στραβή κι ανάποδη μοίρα που τον περίμενε. Όχι, όχι, δεν έτρεφε φιλοδοξίες προφήτη, ήταν απλώς ανησυχία... Ενώ διανύανε το ’53 και ο Μάρτιος δεν είχε μπει ακόμα, η αντισημιτική εκστρατεία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Εκείνους τους άθλιους καιρούς, το εβραίικο ένα όγδοο που είχε μέσα του ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς βογκούσε κι έφριττε, ενώ το γεωργιανό ένα τέταρτο του εαυτού του ντρεπόταν και υπέφερε... Ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς είχε μέσα του αίμα από πολλές ράτσες, είχε γεωργιανό επίθετο, ήταν καταγεγραμμένος ως Ρώ-
σος, αλλά το ρώσικο αίμα μέσα του ήταν λιγοστό. Ο Γεωργιανός παππούς του παντρεύτηκε μια Γερμανίδα στην Ελβετία όπου σπούδαζαν μαζί κι εκεί απέκτησαν τον πατέρα του, τον Γιούλιους. Η γενεαλογία της Ξένιας Νικολάγεβνα, της μητέρας του Βίκτορα, δεν ήταν λιγότερο εξωτική. Ο πατέρας της, καρπός της σχέσης ενός εξόριστου Πολωνού με μια Εβραία κοπέλα, από τις πρώτες εκπαιδευμένες νοσοκόμες, παντρεύτηκε την κόρη ενός παπά, κι αυτό ακριβώς το παπαδίστικο αίμα αποτελούσε και το ρώσικο κομμάτι του. Από τον Γεωργιανό παππού του κληρονόμησε την αγάπη για τη μουσική, από τη Γερμανίδα γιαγιά, που έκρυβε προσεκτικά την καταγωγή της και, φρονίμως ποιούσα, αμέσως μόλις έφτασε στην Τιφλίδα το 1912, δήλωσε ότι ήταν Ελβετίδα, ο Βίκτωρ πήρε την ορθολογιστική διάθεση και μια μνήμη που κατέγραφε τα πάντα, από τον Εβραίο προπάππο τα πλούσια μαλλιά και τα λεπτά κόκαλα, ενώ από τη γιαγιά που βαστούσε από τη Βόλογκντα πήρε τα φωτεινά μάτια των ανθρώπων του Βορρά. Η Ξένια Νικολάγεβνα, η μητέρα του Βίκτορα, η οποία χήρεψε νωρίς, μοναδική εν ζωή απόγονος δύο οικογενειών που ξεκληρίστηκαν στα χρόνια της επανάστασης, σκούπιζε προσεκτικά τη σκόνη από τα ράφια της βιβλιοθήκης, πάλευε με τον σκόρο και πότιζε τις πορτοκαλί καλέντουλες που όλο σχεδόν τον χρόνο άνθιζαν στο περβάζι της. Δυο πράγματα απόμειναν στη ζωή της για ν’ αγαπάει – να φροντίζει τον γιο της και να ζωγραφίζει μεταξωτά μαντίλια για το εργαστήριο των αναπήρων. Ήξερε επίσης να ψήνει κοτολέτες και να φτιάχνει φρυγανιές με γάλα. Όταν ο γιος της επέστρεψε από το μέτωπο, έμαθε στα γρήγορα να κάνει για λογαριασμό του Βίκα (από τότε που ήταν παιδί τον φώναζε χαϊδευτικά με το σχεδόν γυναικείο όνομα Βίκα, κι αυτό του έμεινε, ρίζωσε θαρρείς πάνω του αυτό το όνομα) όλα όσα ήταν άβολο να κάνει κανείς μ’ ένα χέρι: αυτή έκοβε ψωμί, το άλειβε με
3 – Το πράσινο αντίσκηνο
65
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 65
66
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 66
βούτυρο, όποτε τους βρισκόταν αυτό, τα πρωινά τού ανακάτωνε τη σαπουνάδα για το ξύρισμα... Αυτό που κατηγορηματικά δεν είχε μέσα του ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς ήταν η περήφανη αίσθηση ότι ανήκε σε οποιονδήποτε λαό· ένιωθε ταυτόχρονα παρίας και αριστοκράτης, και οι εβραιοφάγοι εκείνοι καιροί τον αηδίαζαν κυρίως από αισθητικής απόψεως: άσχημοι άνθρωποι, που ντύνονταν με άσχημα ρούχα και είχαν άσχημη συμπεριφορά. Η ζωή εκτός των ορίων των βιβλίων ήταν κατά κάποιον τρόπο προσβλητική, ενώ μέσα στα βιβλία παλλόταν το ουσιαστικό νόημα και το αίσθημα και η γνώση. Το χάσμα ήταν αφόρητο κι αυτός βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη λογοτεχνία. Μονάχα τα παιδιά που δίδασκε τον έκαναν να συμφιλιώνεται με την αηδιαστική πραγματικότητα. Το ίδιο και οι γυναίκες. Του άρεσαν οι ωραίες γυναίκες. Περνούσαν από τη ζωή του πανηγυρικά, για ένα σύντομο διάστημα, συχνά η μια μετά την άλλη ή και παράλληλα μερικές φορές, και όλες τού φαίνονταν εξίσου όμορφες. Θα πρέπει να πούμε ότι κι αυτός άρεσε στις γυναίκες. Ήταν ωραίος, και μάλιστα το σωματικό του μειονέκτημα –κάτι που άργησε να το μαντέψει– γινόταν ελκυστικό. Οι ομορφονιές αποδέχονταν τον ανάπηρο, όχι μόνο επειδή ολοφάνερα τη μεταπολεμική περίοδο οι άντρες ήταν λιγότεροι απ’ όσους θα χρειάζονταν για την αναπαραγωγή, όπως θα έλεγε ένας κτηνίατρος. Αυτός ήταν ιδιαίτερα ελκυστικός, επειδή οι γυναίκες εσφαλμένα υπέθεταν ότι αυτός, με το μειονέκτημά του, θα τους ανήκει πλήρως και εξ αδιαιρέτου. Μάταια. Εκείνος δεν σκόπευε να παραχωρήσει σε καμιά δικαιώματα επάνω του, κάτι που εμμέσως προϋπέθετε η γαμήλια ένωση. Ο Μπούνιν, ο Κουπρίν και ο Τσέχοφ με την «Κυρία με το σκυλάκι» ανέπτυξαν μέσα στη ρωσική λογοτεχνία τον άγνωστο ως τις αρχές του εικοστού αιώνα χώρο του «ανίερου» έρωτα, του πάθους που ξεσπά ξαφνικά, της μοιχείας, της αλλη-
λουχίας όλων εκείνων των πραγμάτων που ο δέκατος ένατος αιώνας αποκαλούσε «βρόμικα». Ούτε ένας από τους συγγραφείς αυτούς δεν γνώριζε το πρόβλημα της δικής μας μεταπολεμικής περιόδου, το πρόβλημα του χώρου, που αφορούσε τόσο τους οπαδούς του ιερού έρωτα όσο και τους εραστές με πιο πρωτόγονους στόχους. Πού; Πού μπορεί να δοθεί το ερωτικό ραντεβού ενός ανθρώπου που μένει στο ίδιο δωμάτιο με τη μητέρα του, σε μια πόλη όπου δεν υπάρχουν ξενοδοχεία, όπου να μπορεί αυτός να πάει μια κυρία για να πάθει μαζί της «ηλίαση»,43 όπου ούτε καν καμπίνες για να απομονωθείς δεν βρίσκονται; Ίσως κάτι θα μπορούσε να γίνει καλοκαίρι στη φύση, αλλά στο δικό μας κλίμα το καλοκαίρι είναι τόσο σύντομο... Να πάει την κοπέλα στο σπίτι του, πίσω από το γκομπλέν παραπέτασμα που χώριζε το δωμάτιο στο ένα μισό το αντρικό, για τον γιο, και στο άλλο μισό το γυναικείο, για τη μητέρα, ήταν αδύνατον. Να νοικιάζει δωμάτιο για τα ραντεβού του ήταν αποκρουστικό αλλά και ακριβό, να ζητά τα κλειδιά του διαμερίσματος από κάποιο μοναχικό φίλο ήταν, όπως και να το κάνεις, άβολο... Η αηδία του Βίκτορα Γιούλιεβιτς γινόταν φρουρός της ηθικής του. Ωστόσο στάθηκε τυχερός, καθώς όλες του οι φιλενάδες είχαν το δικό τους κατάλυμα. Η χωρισμένη Λίντοτσκα με τον ωραίο λαιμό και το εξαίσιο στήθος, που την επισκεπτόταν συχνά, έμενε σε χωριστό δωμάτιο· έπειτα συνάντησε την Τάνια το αγοροκόριτσο, μικρόσωμη, με κορμί σαν ελατήριο, που χοροπηδούσε ακόμα και στον δρόμο. Ο άντρας της δούλευε ηθοποιός κάπου στο Σαράτοφ, κι αυτή νοίκιαζε ένα δωμάτιο στην οδό Σρέτενκα, σε μια απόσταση που τον βόλευε να την κάνει πεζός. Υπήρχε επίσης κι η Βέροτσκα, μια διερμηνέας της γαλλικής, πανέξυπνη και μορφωμένη, με την οποία πήγαινε στο άδειο εξοχικό των γονιών της. Καμιά από αυτές τις γυναίκες δεν τον επισκεπτόταν στο
67
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 67
68
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 68
σπίτι του· η Ξένια Νικολάγεβνα δεν άντεχε τις ξένες γυναίκες. Η μάνα με τον γιο ζούσαν ειρηνικά οι δυο τους, κι ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς δεν διανοούνταν να κάνει την παραμικρή αλλαγή. Στις 2 Μαρτίου το πρωί πήραν το πρωινό τους που ήταν φρυγανισμένα φραντζολάκια, μαλακά στο εσωτερικό τους και πολύ ξεροψημένα εξωτερικά. Η Ξένια Νικολάγεβνα τα έκοψε σε κομματάκια που βόλευαν τον Βίκα. Αυτή η ασήμαντη, η τελείως περιττή μερικές φορές φροντίδα, τη γύριζε πίσω στην εποχή που ο Βίκα ήταν αγοράκι, αυτή νέα κι όμορφη κι ο άντρας της ζούσε ακόμα. Το τσάι ήταν δυνατό όπως άρεσε στον μακαρίτη τον άντρα της. Το γαλήνιο πρωινό τους ήρθε να το διακόψει το κυβερνητικό ανακοινωθέν για την ασθένεια του Στάλιν. Η Ξένια Νικολάγεβνα χτύπησε απελπισμένη τα χέρια της, το πρόσωπο του Βίκτορα συσπάστηκε. Σώπασε κι ύστερα είπε: «Τίναξε τα πέταλα. Αυτό ακριβώς. Θα μας πάρουν το κεφάλι για καμιά βδομάδα κι έπειτα θα το ανακοινώσουν». «Δεν γίνεται αυτό». «Και γιατί όχι; Αφού έγινε κιόλας. Όταν ο Αλέξανδρος Α΄ πέθανε στο Ταγκανρόκ, ο αγγελιοφόρος με το μήνυμα για τον θάνατό του πήγαινε στην Πετρούπολη. Και μόνο αφού πέρασε από τη Μόσχα, ο Γκολίτσιν διέταξε να διανεμηθούν δελτία για την κατάσταση της υγείας του αυτοκράτορα. Για μια βδομάδα οι αστυνόμοι διένειμαν στα σπίτια τέτοια δελτία». «Μα τι λες; Πού το βρήκες τέτοιο πράγμα;» «Ε, στην αρχή έπεσα πάνω στις αναφορές του πρίγκιπα Κροπότκιν σ’ αυτά τα δελτία, κι έπειτα στην Ιστορική Βιβλιοθήκη βρήκα και τα δελτία. Ελάτε, μαντάμ, πάρτε το ανάλογο ύφος, παραστήστε ότι λυπάστε. Έρχονται αλλαγές». «Φοβερό» ψιθύρισε εκείνη. «Φοβερό, Βίκα». «Δεν τρέχει τίποτα. Χειρότερα δεν θα ’ναι». Και έφυγε για το σχολείο. Στην αίθουσα των δασκάλων απλωνόταν μια βαριά, ανήσυχη σιωπή. Κι αν κάποιος μιλούσε,
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 69
το έκανε ψιθυριστά. Τους χαιρέτησε, πήρε τον κατάλογο και πήγε στους μαθητές του. Καθώς άνοιξε την πόρτα για να μπει στην τάξη, το Χέρι άρχισε αμέσως να διαβάζει μέσα στο βουητό που σιγά σιγά καταλάγιαζε:
«Ποιος θα μου πει λοιπόν τι σημαίνει λυρική ποίηση;» ρώτησε ο δάσκαλος όταν έπαψαν να χτυπούν τα καπάκια των θρανίων. Η τάξη πάγωσε. Ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς απολάμβανε εκείνη τη στιγμή· ήξερε πώς να δημιουργεί αυτή τη γεμάτη σκέψεις σιωπή. «Έχει να κάνει με τον έρωτα» είπε κάποιος τολμηρός. «Σωστά, κάτι όμως λείπει από αυτή την απάντηση. Η λυρική ποίηση σχετίζεται με όλες τις δοκιμασίες των ανθρώπων, με την εσωτερική ζωή των ανθρώπων. Και φυσικά, και με τον έρωτα. Καθώς και με τη θλίψη, με τη μοναξιά, με τον χωρισμό από τον άνθρωπο που αγαπάς. Ή ακόμα τον χωρισμό κι από κάτι άλλο, όχι από άνθρωπο... Υπάρχει ένα πολύ γνωστό ποίημα, που γράφτηκε κι αυτό προ Χριστού, για τον θάνατο ενός σπουργίτη. Δεν αστειεύομαι...
69
Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται. Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της. Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό.44
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 70
70
Θρηνήστε, Αφροδίτη κι εσείς Ερωτιδείς, ας λυπηθούν όσοι καρδιά έχουν τρυφερή. Πέθανε της λατρεμένης μου Λεσβίας ο σπουργίτης, πέθανε της αγάπης μου ο σπουργίτης. Πιο πολύ κι απ’ τα μάτια της τον αγαπούσε εκείνη, πιο γλυκός κι από το μέλι ήταν αυτός, γνώριζε της κυράς του τη φωνή, και κόλλαγε απάνω της ωσάν στη μάνα η θυγατέρα. Από τα γόνατά της δεν έφευγε, μοναχά χοροπηδούσε πέρα δώθε πάνω στην ποδιά της, τιτιβίζοντας για χάρη της μονάχα. Τώρα στα ερέβη τριγυρνά, στον άγριο κόσμο των νεκρών, απ’ όπου δεν υπάρχει ποτέ γυρισμός.45
»Κι αυτό παράδειγμα της λυρικής ποίησης είναι... »Έχουμε ήδη μιλήσει για τον Όμηρο, διαβάσαμε κάποια πράγματα από την Ιλιάδα, ξέρουμε για τον Οδυσσέα. Και ήδη γνωρίζουμε τι σημαίνει έπος. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι τα επικά ποιήματα εμφανίστηκαν νωρίτερα από τα λυρικά. Στο πρώτο ποίημα που διάβασα, το οποίο γράφτηκε τον έβδομο αιώνα προ Χριστού, αναφέρεται η Ελένη. Μαντέψατε ότι πρόκειται για την ίδια Ελένη για χάρη της οποίας, όπως λέει ο μύθος, ξέσπασε ο Τρωικός πόλεμος; Μ’ αυτή συγκρίνει ο συγγραφέας την αγαπημένη του. Αυτή την «Ωραία Ελένη», τη σύζυγο του βασιλιά Μενέλαου, την οποία απήγαγε ο Πάρις, τη συναντάμε ακόμα και σε σύγχρονους ποιητές. Έτσι αυτή από το έπος μεταπήδησε στη λυρική ποίηση, ως εικόνα της καλλονής που κατακτά τις καρδιές των αντρών... »Στα βάθη της αρχαιότητας, τότε που μόλις έκανε την εμφάνισή του ο ανθρώπινος πολιτισμός, ο λόγος συνδεόταν πολύ στενότερα με τη μουσική. Η ανάγνωση των στίχων γινόταν μεγαλόφωνα, με τη συνοδεία ενός μουσικού οργάνου που ονομαζόταν λύρα. Εξού και η ονομασία «λυρική ποίηση». Μέσα
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 71
Στο σχολείο αναβλήθηκαν τα μαθήματα, συγκεντρώθηκαν οι μαθητές. Ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς οδήγησε τους μαθητές της έκτης
71
σε δυόμισι χιλιάδες χρόνια πολλά άλλαξαν. Τώρα σπανίως διαβάζονται στίχοι συνοδεία μουσικής, εμφανίστηκαν όμως νέα είδη, στα οποία ο λόγος και η μουσική είναι αξεχώριστοι... Δώστε μου, παρακαλώ, παραδείγματα...» Χτυπούσε το κουδούνι και τα παιδιά κάθονταν σαν ναρκωμένα από τα λόγια του. Γιατί δεν χτυπούσαν τα καπάκια των θρανίων, δεν πετάγονταν ουρλιάζοντας από τις θέσεις τους, δεν ορμούσαν βιαστικά προς την πόρτα, φράζοντας με τα κορμιά τους την έξοδο της τάξης· γρήγορα, έξω! Στον διάδρομο, στα αποδυτήρια, στον δρόμο! Γιατί τον άκουγαν; Γιατί και ο ίδιος ενδιαφερόταν σε τέτοιο βαθμό να τους φυτέψει στο μυαλό πράγματα που τους ήταν τελείως άχρηστα; Και τον συγκινούσε η αίσθηση της λεπτότατης εξουσίας που ασκούσε πάνω τους· μπροστά στα μάτια του τα παιδιά μάθαιναν να σκέφτονται και να αισθάνονται. Τι όαση ήταν αυτή μέσα στην καταθλιπτική ασχήμια! Ύστερα από τρεις μέρες ανακοινώθηκε ο θάνατος του Στάλιν, και ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς δοκίμασε την κάπως μικροπρεπή αίσθηση της ικανοποίησης· αυτός το μάντεψε νωρίτερα απ’ όλους. Άλλωστε ανήκε σ’ εκείνη την απόλυτη μειοψηφία που δεν σκόπευε να θρηνήσει για τη μεγάλη απώλεια. Οι γονείς του τον έστελναν στη Γεωργία για όλο το καλοκαίρι και, για τελευταία φορά, βρέθηκαν οικογενειακώς στο Τμπιλίσι λίγο πριν πεθάνει ο πατέρας του, το 1933. Από τον πατέρα του ήξερε πώς όλο τους το σόι στη Γεωργία περιφρονούσε, μισούσε και φοβόταν τον Τζουγκασβίλι. Πέθανε ο τύραννος. Πέθανε ο τιτάνας. Ένα πλάσμα από μιαν αρχαία ράτσα, υποχθόνιο, φοβερό· ένας Εκατόγχειρας, με εκατό κεφάλια. Με μουστάκια.
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 72
τάξης, δυο δυο στη σειρά, στο τέταρτο πάτωμα, κι ο Μίχα που ολοένα τον γυρόφερνε μ’ ένα χαρτάκι, του έβαλε στο χέρι ένα φύλλο τετραδίου κατάστικτο από χοντρά, βιολετιά γράμματα. Είχε γράψει κάποιους στίχους. Οι λέξεις «Ο Θάνατος του Στάλιν» ήταν βαλμένες σε πλαίσιο.
72
Θρηνήστε όλοι εσείς, όσοι ζείτε εδώ και σ’ όλη τη γη, Θρηνήστε δακτυλογράφοι, γιατροί κι άνθρωποι μ’ άλλη δουλειά. Πέθανε ο Στάλιν μας, και σαν κι αυτόν άλλος Ποτέ δεν θα ξαναφανεί πια πουθενά. Χαίρε, ω, Κάτουλε! κάγχασε νοερά ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς και είπε σιγανά: «Για τους γιατρούς, ας πούμε πως είναι κατανοητό. Αλλά για τις δακτυλογράφους γιατί;» «Ε, να, η θεία μου η Γκένια ήταν δακτυλογράφος» είπε ο Μίχα. «Εντάξει, θα μπορούσα να αναφερθώ και στους μηχανικούς» διόρθωσε βιαστικά ο Μίχα. «Μπορώ να το διαβάσω;» Μάλιστα... δεν θα βγάλει σε καλό αυτή η δραστηριότητα. «Όχι, Μίχα, δεν σας το συνιστώ. Παρακαλώ, κατηγορηματικά δεν σας το συνιστώ». Ο Μίχα ήθελε να πάρει το χαρτί, αλλά ο δάσκαλος το δίπλωσε επιδέξια και το έσφιξε στο στήθος του: «Μπορώ να το κρατήσω για ενθύμιο;» «Φυσικά» άστραψε από χαρά ο Μίχα. Η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Από το ραδιόφωνο μεταδιδόταν Μπετόβεν. Κλαμένες δασκάλες παρατάχτηκαν πλάι στη γύψινη προτομή. Η σημαία του σχολείου από πορφυρό βελούδο έπεφτε με πτυχές στο πάτωμα. Ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς στεκόταν πλάι της με μια έκφραση γεμάτη ευπρέπεια στο πρόσωπό του. Πλάι στο παράθυρο, με τους συμμαθητές του να τον
έχουν στριμώξει στο περβάζι, δεινοπαθούσε ο μαθητής της έβδομης τάξης, ο Μπόρια Ραχμάνοφ. Το περβάζι τού τρυπούσε οδυνηρά το δεξί πλευρό, αυτός όμως δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Επρόκειτο για την επανάληψη σε μικρογραφία αυτού που θα του συνέβαινε έπειτα από τρεις μέρες. Μετά την πανηγυρική συγκέντρωση και τον παλλαϊκό θρήνο –με τους δασκάλους να δίνουν το παράδειγμα της ειλικρινούς θλίψης και τα παιδιά να ελκύονται από την τραγική νότα της ατμόσφαιρας– οδήγησαν τα παιδιά στις τάξεις και τα έβαλαν να καθίσουν. Η διευθύντρια προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την περιφερειακή διεύθυνση λαϊκής εκπαίδευσης για να επιβεβαιώσει αν έπρεπε να αναβληθούν τα μαθήματα και για πόσες μέρες. Το τηλέφωνο όμως βούιζε συνεχώς. Μόλις γύρω στη μία το μεσημέρι ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να αφήσουν τους μαθητές να φύγουν λόγω πένθους, ενώ για την έναρξη των μαθημάτων θα έβγαινε συμπληρωματική ανακοίνωση. Την ώρα που άφηνε τα παιδιά του να φύγουν για τα σπίτια τους, ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς ζήτησε απ’ όλους να μείνουν στα σπίτια τους, να μην τριγυρνάνε στους δρόμους –και το καλύτερο!– να διαβάσουν μερικά καλά βιβλία. Ο Σάνια Στεκλόφ ακολούθησε ευχαρίστως τη συμβουλή του δασκάλου. Όπως φαίνεται, ήταν ο μοναδικός ο οποίος στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του είχε τα άπαντα του Τολστόι και, μέσα στις τέσσερις μέρες του πένθους, ο Σάνια καταβρόχθισε και τους τέσσερις τόμους του Πόλεμος και Ειρήνη, αν και, για να πούμε την αλήθεια, μερικές σελίδες απλώς τις ξεφύλλισε. Αφού διάβασε τον πρώτο τόμο, τον έδωσε στον Μίχα, αλλά εκείνος ούτε που τον άνοιξε. Εκείνες τις μέρες ο Μίχα είχε άλλες σκοτούρες· η θεία Γκένια κατέρρευσε με καρδιακή κρίση, η Μίνα, όπως πάντα στις δύσκολες περιστάσεις, αρρώστησε με την κοιλιά της και, για τρία μερόνυχτα, ο Μίχα εκτελούσε τις εντολές που του έδινε κάθε λεπτό η θεία Γκένια, την οποία ο πόνος την είχε αποτρελάνει μάλλον υπερβολικά.
73
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 73
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 74
74
Ο Ιλιά έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια και τις συστάσεις του δασκάλου και τις παρακλήσεις της μάνας του. Αυτόν τον τραβούσε στον δρόμο η αναστάτωση που προκαλούσε η σημασία του συμβάντος. Νωρίς το πρωί της 7ης Μαρτίου, αφού άρπαξε τη φωτογραφική μηχανή του, βγήκε από το σπίτι σαν κυνηγός που νιώθει την πρόγευση μιας μεγάλης επιτυχίας. Τρία μερόνυχτα ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς δεν έλεγε να βγει από το σπίτι του και δεν άφηνε ούτε τη μάνα του να βγει. Δεν είχαν ψωμί, αυτός όμως της έλεγε: «Μαμά, τι ψωμί μου λες; Εδώ ούτε βότκα δεν έχουμε». Και πράγματι, το μπουκάλι της βότκας που φύλαγε η μάνα του, το είχε ήδη πιει από το βράδυ της 5ης Μαρτίου. Αποφάσισε ότι, ώσπου να κουβαλήσουν και να θάψουν κάπου τον Μεγάλο Ηγέτη, αυτός δεν θα ξεμυτίσει από το σπίτι. Τυλίχτηκε με μια ριγέ πιτζάμα, πήρε μια στοίβα βιβλία και ξάπλωσε στον καναπέ πίσω από την γκομπλέν κουρτίνα. Το αποκορύφωμα της ευτυχίας. Στις δέκα το πρωί της 9ης Μαρτίου έγινε η εκφορά της σορού από την Αίθουσα των Κιόνων· άνθρωποι του λαού που φορούσαν χοντρά παλτά με γιακάδες από αστρακάν, και η ηγεσία του κράτους κουβάλησαν στα χέρια το φέρετρο.46 Τότε βγήκε κι ο Βίκτωρ από το σπίτι, για να πάρει ψωμί και βότκα. Έξω δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου κόσμος. Τα φορτηγά ήταν ακόμα παραταγμένα κατά μήκος του δρόμου κι όλα θύμιζαν τοπίο αφού τραβήχτηκαν τα νερά μιας πλημμύρας· ποδοπατημένα παπούτσια, καπέλα, χαρτοφύλακες που αποχωρίστηκαν για πάντα τους ιδιοκτήτες τους, σπασμένοι φανοστάτες, σπασμένα τζάμια στα παράθυρα των ισογείων. Στην αψίδα που υπήρχε στην είσοδο του σπιτιού, ο τοίχος ήταν ματωμένος. Ένα ποδοπατημένο σκυλί κειτόταν στη σανίδα κάτω από την αυλόπορτα. Θυμήθηκε τον Πούσκιν:
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 75
... Ο δύσμοιρος από τον δρόμο τρέχει τον γνωστό σε μέρη οικεία. Κοιτά, τίποτα δεν αναγνωρίζει. Το θέαμα φρικτό!
Απάγγειλε νοερά τον «Μπρούντζινο Καβαλάρη» ως το τέλος:
Κι άξαφνα εκεί, αρκετά μακριά από το σπίτι, σε μια πάροδο βρήκε ανοιχτό ένα μαγαζάκι. Η σκάλα έβγαζε σε ένα ημιυπόγειο. Εκεί μέσα κάμποσες γυναίκες κουβέντιαζαν σιγανά με την πωλήτρια και, μόλις μπήκε αυτός, σώπασαν. Λες και μιλούσαν για μένα, χαμογέλασε ο Βίκτωρ Γιούλιεβιτς. Μια από τις γυναίκες αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον δάσκαλο και κινήθηκε προς το μέρος του με την ερώτηση: «Βίκτωρ Γιούριεβιτς, τι είναι πάλι αυτό που γίνηκε; Ο κόσμος λέει πως οι Εβραίοι σκάρωσαν αυτόν τον συνωστισμό. Μήπως εσείς ακούσατε τίποτα;» Ήταν η μητέρα ενός μαθητή της δέκατης τάξης, εκείνος όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιου ακριβώς. Οι απλοϊκές γυναικούλες συχνά τον αποκαλούσαν «Γιούριεβιτς» κι αυτό τον εκνεύριζε. Εκείνη τη στιγμή όμως τον κυρίεψε μια παράξενη ταπεινοφροσύνη, κι αυτό ήταν κάτι που δεν τον χαρακτήριζε. «Όχι, καλή μου, δεν άκουσα τίποτα τέτοιο. Σήμερα θα πιούμε μεταξύ μας ένα δυο ποτηράκια για να συγχωρέσουμε μια ψυχή και θα συνεχίσουμε να ζούμε όπως ζούσαμε. Κι οι Εβραίοι, τι έχουν να κερδίσουν; Κι αυτοί άνθρωποι είναι σαν κι
75
... στο κατώφλι βρήκαν τον τρελό μου. Και στη στιγμή το παγωμένο του κουφάρι θάψανε, δόξα τω Θεώ...
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 76
76
εμάς. Δυο μπουκάλια βότκα, παρακαλώ, μια φραντζόλα άσπρο ψωμί και μισή μαύρο. Α, ναι, και δυο πακέτα πελμένι...»47 Πήρε τα πράγματα, τα πλήρωσε κι έφυγε, αφήνοντας τις γυναικούλες κάπως αμήχανες. Ίσως να μην το έκαναν οι Εβραίοι αλλά κάποιοι άλλοι... Ο κόσμος ολόγυρα είναι γιομάτος εχθρούς. Όλοι μας ζηλεύουν, όλοι μας φοβούνται. Κι η κουβέντα τους πήρε άλλη τροπή, γεμάτη περηφάνια.
Καθόταν με τη μητέρα του στο στρογγυλό, λεκιασμένο από τα καψίματα τραπεζάκι, έχοντας ανάμεσά τους ένα καραφάκι. Η Ξένια Νικολάγεβνα έφερε από την κουζίνα τα πελμένι, παραβρασμένα όπως πάντα. Ακούμπησε την κατσαρόλα σε μια σιδερένια βάση. Ο Βίκτωρ έβαλε βότκα στα ποτηράκια. Κι εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Τρία κουδουνίσματα – ήταν για τους Σενγκέλι. Ο Βίκτωρ πήγε ν’ ανοίξει. Έξω από την πόρτα στεκόταν ένα θαύμα· τυλιγμένη μέσα σ’ ένα μαύρο νταντελένιο σάλι πάνω από το γούνινο καπέλο της, φορώντας ένα αντρικό παλτό με γιακά από ζιμπελίνα, μέσα σε ένα σύννεφο από γατίλα και μυρωδιά ναφθαλίνης που ερχόταν από ένα μακρινό παρελθόν, ξεπρόβαλε η ξαδέρφη του μακαρίτη του πατέρα του, η μακρυπόδαρη καλλονή, η τραγουδίστρια, η κεντίστρα, η ατυχήσασα μοναχή που ακτινοβολούσε ζεστασιά και γέλιο, η Νινό. «Εσύ είσαι; Είναι δυνατόν;» Πάνε είκοσι χρόνια από τότε που την είδε τελευταία φορά. Έμενε στο σπίτι της στο Τμπιλίσι, το σπίτι το οποίο στις παιδικές αναμνήσεις του το συνόδευε πάντα μια υποψία: υπήρξε στ’ αλήθεια εκείνο το σπίτι ή μήπως τ’ ονειρεύτηκε; Εκείνη όμως ήταν ίδια κι απαράλλαχτη, χωρίς μάλιστα να έχει γεράσει πολύ, η αγαπημένη Νινό, η γλυκιά Νινικό... «Βίκα, μικρούλη μου, δεν άλλαξες καθόλου! Θα σε γνώριζα ακόμα και μέσα στο πλήθος!»
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 77
77
«Θεέ μου, Νίνα, πώς κι ήρθες; Από πού;» «Βάλε με μέσα, μη με κρατάς στο κατώφλι!» Φιλήθηκαν, κρατούσαν ο ένας το κεφάλι του άλλου, αποτραβιόντουσαν λίγο για να αλληλοκοιταχτούν καλά. Αμήχανη η Ξένια Νικολάγεβνα στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας· με ποια φιλιόταν εκεί ο Βίκα; Θεέ μου, η Νινό! Το σόι από τη Γεωργία, τα αγαπημένα ξαδέλφια του μακαρίτη του άντρα της, από το παρελθόν, από το μακρινό παρελθόν... «Μα είναι δυνατόν; Πέρνα λοιπόν! Στο τραπέζι, στο τραπέζι! Έλα, πλύνε τα χέρια σου!» «Αμ πώς! Μόλις γυρίσει κανείς απ’ το νεκροταφείο, πρώτη του δουλειά είναι να πλύνει τα χέρια του!» Προφορά γεωργιανή, ακόμα πιο βαριά απ’ ό,τι στο παρελθόν· στη φωνή της έπιανες το γέλιο, τον θρίαμβο. Έπλυνε τα χέρια της, κι έπειτα πήγε στο αποχωρητήριο και τα έπλυνε ακόμα μια φορά. Η Ξένια Νικολάγεβνα είχε ήδη βάλει στο τραπέζι το τρίτο σερβίτσιο· όλα τα πιάτα ήταν παλιά, με γδαρσίματα και ραγισματιές. Ο Βίκτωρ τις κέρασε βότκα. «Πρώτα πρώτα, στην απελευθέρωσή μας! Αυτό το πράγμα ήταν σαν τα σαράντα χρόνια στην έρημο... Ψόφησε! Τη σκαπουλάραμε!» είπε αυτή παρά την εθιμοτυπία του τραπεζιού η οποία στη Γεωργία τηρούνταν πάντα. Η φιλοξενούμενη δεν μιλάει πρώτη! Ήπιαν. Η Νινό κάρφωσε με το πιρούνι το ένα τέταρτο από ένα πελμένι και, με ιδιαίτερη λεπτότητα, το έφερε στο σχεδόν κλειστό στόμα της. Και ο Βίκτωρ θυμήθηκε πώς τον μάθαινε να τρώει, να πίνει, να μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο, να κάθεται, να χαιρετά. Τα είχε ξεχάσει όλα. Κι όλα τα έκανε όπως του τα έμαθε κάποτε εκείνη, ξεχνώντας τα ίδια τα μαθήματα.
78
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 78
«Μα τι σ’ έφερε κατά δω; Για πες μας, Νίνοτσκα». Εκείνη έγειρε στην πλάτη της καρέκλας, έδεσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι και γέλασε μ’ ένα νεανικό γέλιο. Έπειτα άφησε κατά μέρος τα χαμόγελα, τράβηξε από τους ώμους της το νταντελένιο σάλι, τύλιξε μ’ αυτό το κεφάλι της, σηκώθηκε, ύψωσε τα εκπληκτικά, αγέραστα χέρια της κι έβγαλε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό που όλο δυνάμωνε. Έπειτα ο ήχος χαμήλωσε, χωρίς σχεδόν καθόλου λόγια, επειδή ήταν θρήνος για νεκρό – ένας αρχαίος λυπητερός θρήνος που δεν είχε καμιά ανάγκη τα λόγια, επειδή μέσα του έκρυβε και θλίψη και οδύνη και θρίαμβο. Η Νινό ολοκλήρωσε αυτό το αρχαίο, δίχως λόγια τυπικό και έπιασε πάλι να γελά. Το ’τσουξε η καημενούλα, σκέφτηκε η Ξένια Νικολάγεβνα. Όταν η Νινό έπαψε πια να γελά, τους διηγήθηκε μια ιστορία που, για πολλά χρόνια αργότερα, θα αποτελούσε την αγαπημένη της αφήγηση για τους κοντινούς της ανθρώπους. Στις 5 Μαρτίου, όταν δεν είχαν ακόμα ανακοινώσει τον θάνατο του Στάλιν, ήρθαν στο σπίτι δυο άντρες της ΕΝΚΑΒΕΝΤΕ48 και την πήραν. Ήθελαν να πάρουν μαζί και την αδελφή της τη Μανάνα, αλλά αυτή είχε φύγει για το Κουτάισι από την περασμένη βδομάδα και δεν βρισκόταν στο σπίτι. «Η μαμά μαζεύει τα πράγματα, κλαίει και ψιθυρίζει: Δεν θέλει ο σατανάς, δεν θέλει να μας αφήσει ησύχους! »Ο ασφαλίτης όμως, κοιτάζοντας τις προετοιμασίες της μαμάς, κάτι κατάλαβε και λέει: Σε τρεις, άντε σε πέντε μέρες, η κόρη σας θα βρίσκεται στο σπίτι. Σας δίνω τον λόγο μου. »Θυμάσαι τη μαμά, Βίκα; Η Ξένια φυσικά θα τη θυμάται! Είναι ενενήντα χρόνων, από τα νιάτα της δεν φοβόταν τίποτα και τώρα τι να φοβηθεί πια. »Ω, τα λόγια σου είναι σαν το χρυσάφι, μα τα χέρια σου είναι σαν σίδερο. »Αδίκως λυπάστε, Λαμάρα Νόγεβνα, λέει ένα απ’ αυτά τα φίδια τα κολοβά. Μεγάλη τιμή επιφυλάχτηκε στην κόρη σας.
»Αυτός με πήγε στην επιτροπή πόλης του κόμματος. Ναι, μεγάλη τιμή. Εκεί είναι παντού αναμμένα τα φώτα, ο κόσμος στον διάδρομο πάει κι έρχεται χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, όπως στη Ρουσταβέλι σε μέρα γιορτής.49 Με οδηγούν στην αίθουσα. Η αίθουσα είναι γεμάτη με γυναίκες που κάθονται· είναι λογής λογής γυναίκες, βρίσκονται εκεί κάποιες τελείως χωριάτισσες, κάθεται όμως εκεί κι η Βέρικο, και η Ταμάρα, και οι αδελφές Μεναμπντιέ, οι τραγουδίστριες. »Μπαίνουν δυο τύποι· στην αρχή μιλάει ο ένας: χάσαμε, λέει, τον πατέρα μας, ο λαός είναι απαρηγόρητος, είναι παλλαϊκή η θλίψη... Με κουβάλησαν εδώ πέρα για ν’ ακούσω αυτά τα λόγια; αναρωτιέμαι. Έπειτα ο δεύτερος μας λέει: Σας συγκεντρώσαμε εδώ, επειδή, σύμφωνα με το παλιό έθιμο της Γεωργίας, οι γυναίκες μοιρολογούν τους αγαπημένους νεκρούς. Μόνο γυναίκες μπορούν να το κάνουν αυτό. Εσάς σας συγκεντρώσαμε εδώ για να κάνετε ένα ωραίο μοιρολόι. »Βίκα, Ξένια, παραλίγο ν’ αρχίσω να ψέλνω το “Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί Αὐτοῦ”! »Όλες σας, όπως ξέρουμε, μας λέει αυτός ο καραφλός τυφλοπόντικας, ψέλνατε στις κηδείες, ξέρετε το γεωργιανό μοιρολόι. Από τη Μόσχα μάς είπαν πως η ηγεσία επιθυμεί να μοιρολογήσετε εσείς τον μεγάλο μας ηγέτη. »Μα αυτά τα μοιρολόγια εγώ δεν τα έμαθα ποτέ, πολλές φορές είχα ψάλει σε ολονυκτίες, οι χριστιανοί όμως τέτοια ειδωλολατρικά μοιρολόγια δεν τα τραγουδάνε. Αυτό το πράγμα είναι ουρλιαχτό, όχι τραγούδι. Όπως και να ’χει, είπα, θα πάω! Δεν μπορώ να αρνηθώ τέτοια ευχαρίστηση στον εαυτό μου. »Δεν θα σας πω πόσες γυναίκες βρισκόντουσαν εκεί. Πάρα πολλές, το αεροπλάνο ήταν γεμάτο. Άλλη κλαίει, άλλη καμαρώνει, όλες όμως τρέμουν από τον φόβο τους. Ομολογώ ότι ποτέ δεν είχα πετάξει με αεροπλάνο και για τίποτα στον κόσμο δεν θα πετούσα, παρά μόνο σε μια τέτοια περίπτωση. »Πετάξαμε νύχτα, μας μεταφέρανε με λεωφορεία έξω από
79
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 79
ULITSKAGIA_ANTISKHNO DDD Final SKLYRO.qxp_Layout 1 26/02/2019 15:53 Page 80
80
την πόλη, σε κάτι σαν ξενοδοχείο. Δεν μας άφησαν να κοιμηθούμε, ήρθε ένας Γεωργιανός που μας μάζεψε. Είναι, λέει, μουσικός. Αυτός θα μας καθοδηγεί. Γνωστό το πρόσωπό του, πού τον έχω δει... Να τον κοιτάζω συνέχεια, να τον κοιτάζω, αυτός όμως με φώναξε κοντά του και μου ψιθύρισε στ’ αυτί: Ο αδελφός του Μικελάτζε είμαι... Ω, τον σατανά! Πόσο κόσμο ξεπάστρεψε. »Με λίγα λόγια, μοιρολογάμε μια μέρα, μοιρολογάμε μια νύχτα, μοιρολογάμε άλλη μια μέρα, εγώ είχα μπουχτίσει πια. Κάνουμε πρόβες! »Το βράδυ της 8ης Μαρτίου όμως μας ανακοινώνουν ότι το μοιρολόι ακυρώνεται. Τι έγινε και τη μια το ήθελαν και την άλλη δεν το ’θελαν πια, μονάχα ο διάολος το ξέρει! Μας φόρτωσαν πάλι όλες στα λεωφορεία, μας κουβάλησαν ούτε ξέρω πού. Ξαπλώνω κι εγώ σ’ ένα κρεβάτι και βάζω τις φωνές: Ωχ, έπαθα κρίση, ωχ, τι πόνος! Όχι, σκέφτομαι, δεν φεύγω αν δεν σε δω. Μετά θα πρέπει να βγάλεις μόνη σου το εισιτήριο, μου λέει κάποιος από τους επικεφαλής. Ωχ, ξεφωνίζω, τι πόνοι είν’ τούτοι! Θα το βγάλω εγώ το εισιτήριο. »Βάλε μου κι άλλη βότκα, Βίτκα! Πρώτη φορά στη ζωή μου πίνω βότκα, πρώτη φορά στη ζωή μου είπα ψέματα, πρώτη φορά στη ζωή μου κηδεύουμε έναν τρανό κακούργο!» «Πιο σιγά, Νινό, πιο σιγά» της άγγιξε τον ώμο η Ξένια Νικολάγεβνα. Αυτή κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έφερε τα ωραία χέρια της στα χείλη της. Ο Βίκτωρ πήρε το δεξί της χέρι στο δικό του αριστερό χέρι και το φίλησε. Κάτι άλλαζε στη ζωή τους. Προς το καλύτερο...