ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ Μια ιστορία
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
©
Copyright Φωτεινή Τσαλίκογλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2018
Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6412-5
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
1980: O αυτόχειρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1820: Η ακρωτηριασμένη γυναίκα . . . . . . . . . . . . Είκοσι χρόνια μετά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1900: Το νανούρισμα του εγγονού . . . . . . . . . . . . Τα όνειρα λένε την αλήθεια. Είναι αθώος . . . . . . . Ο γητευτής και η μελαγχολία του πεντάχρονου εγγονού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1919-1922: Σώος από τον πόλεμο; . . . . . . . . . . . 1943: Το λιόκουρνο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έπειτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ντόρης, ο γιος του αυτόχειρα . . . . . . . . . . . . . . . Η κληρονομιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένα παραμύθι από τον πατέρα για το γιο . . . . . . Ελβετία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δωμάτιο 203, κλινική «Bel-Air», Chemin du Petit Bel-Air 2 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7
13 32 43 48 52 55 63 65 79 82 84 86 88 99
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Τι γνωρίζει για τον εαυτό του; Ποιος είναι στ’ αλήθεια; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γεννήθηκα γέρος, γι’ αυτό είμαι αθώος . . . . . . . . Το μάρμαρο είμαι εγώ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζοέλ, η ψυχολόγος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζαχαροπλαστείο «Moevenpick» . . . . . . . . . . . . . Τι ακριβώς ζητάτε από εμένα; . . . . . . . . . . . . . . Στο «Hotel de l’Ours», o γηραιός θυρωρός αναγνωρίζει τον Ντόρη . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο νησί: Η τέφρα του αυτόχειρα . . . . . . . . . . . .
8
105 117 120 128 132 141 146 155
Στον Κωνσταντίνο
Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ ’ ἀκουμπήσω. Ἔπεφτε τὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει... ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «Μυθιστόρημα»
«... ότι εκεί θα ήταν όλα όπως πριν ή, για να είμαι πιο ακριβής, ότι όλες οι στιγμές του χρόνου υπάρχουν ταυτόχρονα, η μια δίπλα στην άλλη, και ότι τίποτα από αυτά που λέει η ιστορία δεν είναι αλήθεια, ότι το συμβάν δεν έχει συμβεί, αλλά θα συμβεί τη στιγμή που θα το σκεφτούμε, πράγμα που φυσικά, απ’ την άλλη πλευρά, ανοίγει την απελπιστική προοπτική μιας διηνεκούς φρίκης και μιας αγωνίας δίχως τέλος...» W. S. SEBALD, Άουστερλιτς Λησμόνησε, μωρό μου, το θάνατο. Δεν υπάρχει. Να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο. Έλληνας ασθενής
1980: O αυτόχειρας
18 Α Π Ρ Ι Λ Ι ΟΥ 1980, Γενεύη, Vieille Ville. Το κεφάλι
του έγερνε αριστερά στο μέρος της καρδιάς. Οι αραιές τούφες των άσπρων μαλλιών άγγιζαν τους ώμους του. Μια ισχνή λωρίδα σάλιου λέρωνε το λαιμό. Τα χείλη στένευαν σε μια γκριμάτσα, κάτι σαν χαμόγελο. Ήταν νεκρός. Συνέβη στην παλιά πόλη σ’ ένα παγκάκι πλάι στο σιντριβάνι. Κανείς δεν απορεί. Κανείς δεν τρομάζει. Κι όμως, κάτι έγινε. Οι διαβάτες ανενόχλητοι συνεχίζουν το δρόμο τους. «Bon fin de l’après-midi», λένε αφηρημένα ο ένας στον άλλο καθώς η ώρα κοντεύει τρεις και το απόγευμα, απαράλλαχτα ίδιο, όπως κάθε μέρα, πλησιάζει. Θα ακολουθήσει το σούρουπο και τέλος η νύχτα, η μόνη βεβαιότητα που δεν διαψεύδεται. Ίσως γι’ αυτό όλοι προσπερνούν. Γι’ αυτό το σκο13
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
τάδι που ζυγώνει. Σαν να έχουν όλοι μαζί οι άγνωστοι διαβάτες στο πάρκο Μπερτράν συμφωνήσει μεταξύ τους να μη στρέψουν το βλέμμα στο ακίνητο σώμα. Να μην ανασύρουν στη μνήμη θραύσματα λησμονημένων προσώπων που ο καθένας μέσα του κουβαλά από τα παιδικά του χρόνια. H θέα του νεκρού, σαν ένα κλαράκι που τυχαία αποσπάστηκε από κάποιο δένδρο, να μείνει ανενεργή. Ο άγνωστος άντρας είναι νεκρός εδώ και μία, ίσως και δύο ώρες. Το όνομά του είναι Θεόδωρος Κεντρωτάς. Στην κλινική «Bel-Air» τον αποκαλούν Monsieur Doros. Έλληνας από ένα νησί σε σχήμα πετάλου, που βρέχεται από φωτεινές θάλασσες. Στο ψυχιατρείο νοσηλεύτηκε για πέντε χρόνια. Ίσως και έξι. Δεν γιατρεύτηκε ποτέ. Η αρρώστια του δεν είχε όνομα, δεν είχε ορατά αίτια, δεν είχε αποδέκτες. Ίσως και να μην ήταν καν άρρωστος, αλλά ένας απλός άνθρωπος της εποχής του. Ένας Έλληνας ασθενής. Προσπερνούν. Κανένας δεν αλλάζει το βηματισμό του. Ίσως αυτό που δεν αλλάζει να περιγράφει με ακρίβεια το συμβάν. Ίσως αυτό που συνέβη στο παγκάκι, πλάι στο σιντριβάνι, να μην είναι παρά ένα γέννημα αυτής της πόλης, αυτής της ώρας, αυτής της μέρας. Απρίλιος 1980. Γενεύη. Παρκ Μπερτράν. 14
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
Όταν το επιτρέπει ο καιρός, oι ηλικιωμένοι λιάζονται με τις ώρες και οι νεαροί μαθητές του lycée τρέχουν για να μην αργοπορήσουν στην τάξη. Όλα ήρεμα λάμπουν μέσα στην ευταξία τους. Στη θέση της ανταριασμένης θάλασσας μια ατάραχη λίμνη. Τον ειδοποίησαν τη στιγμή που έφτανε από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο. Τον ρώτησαν αν πράγματι είναι εκείνος. «Ναι, εγώ είμαι», είπε. «Ο γιος του». Του είπανε τη διεύθυνση. Το ταξί διέσχισε τη rue du Rhone, ανηφόρισε τη Florissant κι έφτασε στο πάρκο. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Το ακίνητο σώμα και το πρόσωπο, όπου έχει αρχίσει να απλώνεται το παγωμένο του θανάτου, μοιάζουν σχεδόν φυσιολογικά. Το ασθενοφόρο έχει φτάσει. Αν συνέβαινε στο νησί, θα ήταν ζωντανός. Θα είχε σωθεί. Είναι η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό του. Με το που θα σωριαζόταν στο πεζούλι μιας αυλής, στο προαύλιο κάποιας εκκλησίας, οι συγχωριανοί θα τον φρόντιζαν. «Εμείς, εδώ, Θοδωρή, μη σκιάζεσαι. Δεν σου ταιριάζει ο θάνατος, δάσκαλε. Ο θάνατος είναι για μας, όχι για σένα». Όμως, λέει ψέματα και το ξέρει. Κανείς δεν θα τον 15
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
βοηθούσε. Σαν άρρωστο σκυλί, ασυντρόφευτος θα άφηνε την τελευταία του πνοή. «Κόψε κι άλλο, πιο βαθιά τη φλέβα, να στραγγίξει το αίμα, να αδειάσουν οι αρτηρίες». Ο γιος από την ώρα που γεννήθηκε καταλαβαίνει. Δεν χρειάζονται τα λόγια, αρκούν τα βλέμματα, οι μυρωδιές, οι χειρονομίες. Ο γιος ακούει τις σιωπές. Δεν απορεί. Δεν αναρωτιέται γι’ αυτά που ήδη γνωρίζει. Ο πατέρας άφησε το νησί ή τo νησί άφησε τον πατέρα; Τι σημασία έχει; Μια μητρική αγκαλιά του ψιθυρίζει: «Είμαι εδώ για σένα. Δεν έχω πεθάνει». Κι εκείνος απαντά μ’ ένα συνωμοτικό μειδίαμα. Δεν είναι μόνο ο γιος του αυτόχειρα, αλλά και ο γιος μιας μικρής απέθαντης μαμάς. Μιας μαμάς που, αν και νεκρή, βρίσκει τον τρόπο να συνομιλεί μαζί του. Στο μυαλό του προβάλλει το πατρικό νησί, που δεν έχει ακόμα γνωρίσει, με τα ασβεστωμένα πεζούλια, τις αυλές, τις άψαχτες σπηλιές κατοικημένες από νεράιδες, τις κατακόμβες και το αρχαίο θέατρο. Το άγαλμα φυγαδεύτηκε κλεισμένο στα αμπάρια ενός ξένου πλοίου, τυλιγμένο σε λινάτσες και κουρέλια. Με χάνω. Άγγελοι χωρίς κεφάλι, με κομματιασμένα φτερά, γέμισαν το σώμα μου, μετανάστευσαν 16
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
στη χώρα μου, σαλτιμπάγκοι με λοιδορούν. «Φύγε», λένε, «έλα, σμίξε μαζί μας, γίνε μισός άγγελος μισός φίδι. Αγγελόφιδο είσαι, μην το ξεχνάς. Κι όλο σου το σόι είναι σαν εσένα». Στη Γενεύη, μακριά από το απαγορευμένο νησί, ο πατέρας του ξεψύχησε. Σε έναν ξένο τόπο όπου η έγνοια του θανάτου κρύβεται επιμελώς στο βυθό μιας ακύμαντης λίμνης. Αυτόχειρας. Ο κύριος Θόδωρος, ή Monsieur Doros, δεν είναι ένας συνηθισμένος νεκρός. Με αιχμηρό λεπίδι και συντονισμένες κινήσεις χάραξε τον καρπό στο αριστερό του χέρι, σταμάτησε για λίγο, αντίκρισε το αίμα, πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. Ο κόκκινος κύκλος που σχηματίστηκε ανάμεσα στα πόδια του θύμιζε μικρογραφία της λίμνης Λεμάν. Το συμβάν μένει απαρατήρητο. Είμαι εδώ κοντά σου, πατέρα, κοιτάζω τα επίσημα υποδήματά σου. Μαύρα γυαλιστερά λουστρίνια με άσπρες πινελιές. Τόσο αταίριαστα με τα αφρόντιστα ρούχα σου. Τα βλέπω να βηματίζουν ακατάπαυστα στην παραλία του νησιού, πέρα δώθε, πέρα δώθε, βουλιάζουν τώρα στην άμμο και να! τώρα εξαφανίζονται. Χάνονται. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ό,τι δεν ταιριάζει είναι προορισμένο να χαθεί. Σάλιο κυλάει 17 2o
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
από τα χείλη σου. Όχι, δεν κυλάει. Τίποτα δεν κυλάει πια. Παγωμένο ακίνητο πρόσωπο. Βγάζω από την τσέπη μου ένα χαρτομάντιλο να καθαρίσω το στόμα σου. Αίμα παντού κι εγώ νοιάζομαι για λίγο ξεραμένο σάλιο; Κλείνω τα μάτια κι όλα κοκκινίζουν. «Ακόμα μυρίζει αίμα εδώ, και όλα τα μυρωδικά της Αραβίας δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπλύνουν τούτο το χεράκι», τα λόγια από τον τελευταίο μου ρόλο. Η αιμοσταγής lady. Το θέατρο ήταν κατάμεστο και στο τέλος είχαν ξεσπάσει σε θερμά χειροκροτήματα. Τους άρεσε που ένας άντρας υποδύθηκε μια γυναίκα. Μια τέτοια γυναίκα. Στην πρώτη σειρά, η Αλίσια καμαρώνει – όπως θα καμάρωνε και η μαμά του, αν ζούσε. «Δείτε πόσο όμορφα, πόσο πειστικά ο γιος μου υποδύεται την λαίδη Μάκβεθ». Κάνω μια κίνηση με το χέρι να διώξω τη σκηνή από το μυαλό μου. Κλείνω τα μάτια μήπως όλα σαν σε όνειρο εξαφανιστούν. Τα ανοίγω. Είναι όλα εδώ. Εκτυφλωτικά παρόντα. Τι να κάνω; Δάνεισέ μου μια σκέψη καλή. Ποιος είναι ο αποδέκτης της ικεσίας; Ο γιος είναι μόνος. Μεταφέρουν το νεκρό στο φορείο. Διακρίνει τη βιασύνη πίσω από τις προσεχτικές κινήσεις των τραυματιοφορέων. Σκεπάζουν το σώμα με πράσινο μου18
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
σαμά. Αν υπήρχε υποψία ζωής, θα άφηναν το κεφάλι ακάλυπτο. Όχι το πρόσωπο, μην το σκεπάζετε, ίσως έγινε κάποιο λάθος, ίσως στη διαδρομή υπάρξει ανάσταση, ανάνηψη, επαναφορά, επιστροφή, ποια είναι η λέξη; Δεν υπάρχουν τα λόγια. Ο θάνατος έχει διαπιστωθεί. Ο θάνατος υφαρπάζει από τις λέξεις τη δύναμή τους. Κεφάλι, κορμός, χέρια, εξαφανίζονται μέσα στο πλαστικό περίβλημα. Η σορός παραδίδεται σε επαγγελματικά χέρια. Το ασθενοφόρο απομακρύνεται σιωπηλά, δίχως την περιττή πλέον σειρήνα. Όταν χάνεται στο βάθος του δρόμου, ο γιος προσπαθεί να ανακαλέσει στη μνήμη το πρόσωπό του. Πώς ήταν; Μήπως ήταν γελαστό; Υπήρχε πάνω του έστω και μια αδιόρατη σύσπαση χαμόγελου; Στο νησί λένε πως, αν το πρόσωπο του πεθαμένου είναι γελαστό, γρήγορα θα πεθάνει και κάποιος άλλος από την οικογένεια. Ήταν αγέλαστος. Κι αν κάνει λάθος; Η σύσπαση στην άκρη των χειλιών του ίσως και να φανέρωνε ένα ελαφρύ μειδίαμα. «Μαμά, φοβάμαι, θα πεθάνω κι εγώ, μαμά. Το θυμήθηκα το πρόσωπό του. Η αλήθεια είναι ότι, την ώρα που ξεψυχούσε, χαμογελούσε. Μήπως είμαι κι εγώ ήδη νεκρός;» 19
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Δεν υπάρχει φόβος, μωρό μου. Εσύ δεν θα πάθεις τίποτα. Άκουσέ με. Εσύ, μόλις γεννήθηκες, χαμογέλασες». «Τα νεογέννητα δεν χαμογελούν, γκριμάτσα ήταν». «Κι όμως, εσύ χαμογέλασες. Καλωσόρισες τη ζωή. Έτσι θα συνεχίσεις...» «Κι εκείνος;» «Εκείνος... μια ζεστή και πλήρη ανάπαυση... Εσύ δεν είσαι εκείνος».
™ Πού είμαι εγώ τώρα; αναρωτιέται. Βρίσκεται στην Ελβετία, στο καντόνι της Γενεύης, στις δυτικές όχθες της λίμνης Λεμάν. Ονομάζεται Θεόδωρος Κεντρωτάς. Έχει το ίδιο όνομα με τον πατέρα του. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του ήταν 51 χρόνων. Η μαμά μόλις 18. Τον φώναζε Ντόρη. Ήταν ο χρυσός της ο Ντόρης. «Θοδωρή, τον γιο μας θα τον φωνάζουμε Ντόρη για να μην τον μπερδεύουμε μ ’ εσένα... Ντόρη, έλα να δώσεις ένα μεγάλο φιλί στη μικρή μανούλα. Ντόρη, πού έκρυψες τα μολύβια σου; Έχει μυστικές κρύπτες μέσα στο σώμα της η μαμά, είναι όλες για σένα. Φύ20
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
λαξε όλα όσα θες μέσα εκεί. Θα μείνουν ανέγγιχτα. Προστατευμένα. Ντόρη, έλα να φιλήσεις τη μαμά για τελευταία φορά. Ντόοορηηη!» Η μαμά έφυγε πρώτη στα 28 της χρόνια. Ανακοπή καρδιάς. «Ντόρη, ο πατέρας σου είναι αθώος. Κάποτε θα σου μιλήσει. Θα μάθεις την ιστορία, θα καταλάβεις. Αθώος του αίματος. Ο πιο καθαρός άνθρωπος στον κόσμο. Να το θυμάσαι». «Τι θα πει αθώος, μαμά;» «Να είσαι άμαθος στην καταστροφή, να βλέπεις ένα πλάσμα της φύσης, ένα πουλί να πετάει στον ουρανό, ένα μοναχό πουλί, και να λες: “πρέπει να ζήσει, κι αν χαθούν τα φτερά του, αν χτυπηθεί και πέσει λαβωμένο στη γη, αν το σκεπάσει το χώμα κι είναι σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ, θα φταίω εγώ”, να λες, “εγώ και μόνο εγώ”». «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, μαμά;» «Θα γίνεις ηθοποιός. Και η μαμά με ένα κόκκινο φόρεμα θα ανεβαίνει στη σκηνή. “Αυτός είναι ο γιος μου, ο αγαπητός”, θα λέει στο κοινό. “Όποτε θλίβεται, θα ακούει τη φωνή μου... κι η θλίψη θα γίνεται αυταπάτη. Ο γιος μου έχει μητέρα μάγισσα...”» «Μαμά, γιατί το έκανε αυτό ο πατέρας;» 21
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Επειδή ήταν γέρος. Επειδή ήταν άρρωστος. Μόνος. Δεν είχε τίποτα να περιμένει, επειδή δεν ήθελε αναμνήσεις να τον παιδεύουν άλλο. Επειδή ήθελε να κρατήσει ανέπαφα όσα κομμάτια του μυαλού του είχαν μείνει απείραχτα από τη λήθη». «Όμως εσύ, μαμά, δεν με ξεγελάς, τίποτε από όλα αυτά δεν πιστεύεις». «Πέθανε επειδή... επειδή τον λέγανε Γεώργιο ή Θεόδωρο Κεντρωτά και την εγγονή του Δώρα, Θεοδώρα. Το όνομα ήταν κακό... το όνομα ήταν καλό, έδωσε ένα τέλος. Ησύχασε. Η ατέρμονη φριχτή ταλάντωση μεταξύ ελπίδας και απόγνωσης δεν θα τον τρελαίνει άλλο». «Και πάλι δεν με ξεγελάς, μαμά. Τίποτε από αυτά δεν αρκεί να λύσει το αίνιγμα». «Πέθανε επειδή ήθελε να ζήσει». Η λέξη «επειδή» του προκαλεί δυσφορία. Μια λέξη σκουπίδι. Ένας ψεύτικος κατευνασμός, ένα κουρέλι που δεν μπορεί να σκεπάσει το γυμνό κορμί του. Δεν γνωρίζει το «γιατί». Κι αυτό που δεν γνωρίζει, για την ώρα τού αρκεί. «Μαμά, θυμήσου, δεν ρωτούσα σχεδόν ποτέ, για τίποτα. Ήμουν εκεί. Αυτό μού έφτανε». «Ήσουν έξυπνο παιδί. Οι ερωτήσεις είναι για τους 22
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
αδαείς. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τίποτα. Αλλά μόνο να αναπαραστήσουμε το όριό μας». «Τι είναι το όριο;» «Τα πουλιά έπαψαν να φτερουγίζουν, πέφτουν στη γη χτυπημένα από σφεντόνα. Το όριο είναι η σφεντόνα. Το παιδί που θα υψώσει στα χέρια του τη σφεντόνα».
™ Και τώρα; Θα μιλήσουν οι σκιές. Κι αν τον καταπιούν; Η Ρουμπίνη. To φάντασμά της. Τα χλωμά της μάτια. Η αρρώστια της Ρουμπίνης. Ο ξεσηκωμός των κατοίκων στο νησί. Ο διωγμός του πατέρα του. Επειδή η Ρουμπίνη... Όλα ψέματα. Η ιστορία ήταν παραποιημένη. Ο πατέρας είναι αθώος. ™ Ήταν δέκα χρόνων όταν πέθανε η μαμά. Τρεις μέρες μετά, από τα χείλη του άκουσε για πρώτη φορά το όνομα «Ρουμπίνη Αγράμπελη». «Ήλθε η ώρα να σου μιλήσω, γιε μου». 23
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Σκόρπια λόγια, άγνωστα ονόματα ήλθαν στο προσκήνιο. Φράσεις ημιτελείς, παράξενες λέξεις: «Χαραλαμπής», «Μαριακώ», «Ρουμπίνη», «η καταγωγή είναι ο σκοπός», «η κόκκινη ζακέτα», «το φίδι», «η τύχη», «η ειρωνεία», «δεν με άφησαν να την αποχαιρετίσω», «ήταν ασάλευτη», «όταν χτυπούσαν οι καμπάνες», «είπαν πως εγώ...» Ο δεκάχρονος γιος δεν απορεί. Μέσα του έχει κρατήσει τα λόγια της μάνας του: «Ο πατέρας σου είναι αθώος. Αναζητούσε πρόσωπα στη θέση της μάσκας. Δεν το έβλαψε το κορίτσι. Ό,τι κι αν γίνει, να θυμάσαι, ήταν ένας άνθρωπος σπλαχνικός, κι εσύ είσαι ο γιος του». Ήταν ένα εκπαιδευμένο να αρκείται αγόρι. Ποτέ δεν ρώτησε: «Τι θα πει σπλαχνικός;» Καταλάβαινε ότι ήταν κάτι καλό που θυμίζει μαμά. Όταν η μητέρα του τον έκλεινε στην αγκαλιά της τον αποκαλούσε «σπλάχνο μου». Και τώρα; Τόσα χρόνια μετά; Γιατί δεν αρκείται σε όσα δεν γνωρίζει; Γιατί εκτίθεται στη γύμνια της απορίας; Όταν ο πατέρας ήταν δάσκαλος, ο γιος δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Πόσες ζωές έζησε ο άγνωστος γονιός του προτού ο ίδιος γεννηθεί; Θρηνεί έναν άγνωστο γονιό. 24
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
Στο άδειο παγκάκι έχει απομείνει ανοιγμένη η Tribune de Genève. Στο πρωτοσέλιδο με μεγάλα γράμματα η είδηση της ημέρας: Οι Γάλλοι Φρανσουάζ και Κλοντ Ερβέ ξεκινούν το γύρο του πλανήτη με ποδήλατο. Οκτώ Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώνονται στην Επιχείρηση «Νύχι του Αετού», καθώς προσπαθούν να δώσουν τέλος στην κρίση των ομήρων στο Ιράν.
Παίρνει τη εφημερίδα, την τσαλακώνει, την πετάει σε μια poubelle. Ο τόπος πρέπει να μείνει καθαρός. Δεν υπάρχει ούτε ένα σκουπίδι χάμω. Γιατί κάποιος που τερματίζει τη ζωή του ενδιαφέρεται για τα νέα της ημέρας; Γιατί αφήνει μια εφημερίδα σαν το ίχνος από τη ζωή του; Ο κόσμος με το αίμα, τον πόλεμο, το γύρο του πλανήτη με ποδήλατο, τους ομήρους, τα μαγαζιά, τα σινεμά, τα ρούχα. Ο πατέρας άφησε στο παγκάκι ένα τυχαίο αποτύπωμα της τελευταίας του μέρας. Γιατί δεν ξεκουράζεις το μυαλό σου, Ντόρη. Ντόορηηη, σε περιμένουν οχληρές διαδικασίες και χρονοβόρες διατυπώσεις. Άσε τα πράγματα να κυλήσουν από μόνα τους. Βρίσκεσαι στην Ελβετία, όλα εδώ λειτουργούν σαν ένα ρολόι ακριβείας. Ησύχασε. 25
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
15:20. Δυο αστυνομικοί της Police Cantonale, στη
rue Candolle, τον περιμένουν για να δώσει κατάθεση. Ο ένας βγάζει ευγενικά το πηλήκιό του. «C’est vous Mr. Kentrotas, le fils?» «Oui, c’est bien moi. Je suis Doris Theodore Kentrotas». Πρόγονος, πάππους, εγγονός, δισέγγονος έχουν το ίδιο όνομα: Θεόδωρος Κεντρωτάς. Η σορός θα παραμείνει σε ειδικό θάλαμο. Ο επαναπατρισμός του νεκρού δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Χρειάζονται έγγραφα και πιστοποιητικά. «Μόλις τακτοποιήσω τις εκκρεμότητες της μεταφοράς, θα επιστρέψω στον τόπο μας». «Μίλησέ μου, πες κάτι, μαμά. Τώρα είναι η στιγμή να ακούσω τη φωνή σου». Όμως, εκείνη τώρα σιωπά. Το εισιτήριο της επιστροφής είναι ανοιχτό. Πότε θα επιστρέψει; Ποιος θα τον περιμένει στο αεροδρόμιο; Κάποτε είχε μια γυναίκα και μια κόρη, πιο πριν μια μαμά. Τώρα βρίσκεται στη μέση του «πουθενά». Γιατί ο πατέρας διάλεξε να μετακομίσει σε αυτή την πόλη; Για να χτίσει μια πατρίδα στη μέση του «πουθενά»; Έναν τόπο που να μη θυμίζει τον τόπο του, για να μπορέσει να γίνει ο νέος τόπος του; Να εί26
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
ναι φειδωλός με τις αναμνήσεις του. Oι μνήμες καταστρέφουν τους τόπους καταγωγής. «Όμως, υπήρχα κι εγώ, πατέρα. Θα μπορούσα να... εγώ να αποτρέψω, εγώ, ένας γιος-πατρίδα». Ανοησίες, τίποτα δεν είναι αρκετό. Τίποτα δεν είναι ικανό να εμποδίσει την κατολίσθηση. Να ξαναγίνει παιδί. Ένα παιδί που δεν απορεί, ένα παιδί που γνωρίζει δίχως να ρωτά. Ένα παιδί χωρίς σφεντόνα, που κλαίει πάνω σ’ ένα σκοτωμένο πουλί. Μετά την κατάθεση στην αστυνομία, θα κατηφορίσει στην Place Claparède. Από εκεί θα πάρει το λεωφορείο για το Bel-Air. Θα συναντηθεί με την ψυχολόγο της κλινικής, τη συνεργάτιδα του διευθυντή, του Ισπανού ψυχιάτρου Julien Ajuriaguerra. Η Mademoiselle Joelle, η ψυχολόγος, είναι εκείνη που είδε για τελευταία φορά τον πατέρα του. Ήταν μαζί του όταν της είπε: «Je vais me promener en ville un peu. Έχει καλό καιρό, δεν θα αργήσω. Θα επιστρέψω σύντομα». ™ Είχανε 6 μήνες να ειδωθούν. Μιλούσανε στο τηλέφωνο. Σχεδόν κάθε μέρα. Συνήθως έπαιρνε εκείνος. «Πώς είσαι, πατέρα;» 27
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Μια χαρά». «Όλα καλά; Τρως; Πώς είναι η διάθεσή σου;» «Είναι καλά. Είμαι καλά». «Σε φροντίζουν;» «Nαι, με φροντίζουν. On me soigne bien». «Δεν έπαθες ξανά εκείνο;» «Όχι, όχι, παίρνω τα φάρμακα». «Να είμαι ήσυχος; Αν χρειαστείς κάτι, θα μου πεις;» Η τελευταία συνομιλία τους ήταν πριν από εφτά μέρες. «Τι κάνατε χθες;» «Πήγαμε εκδρομή στο Chambesy, το βράδυ ήλθε ο θίασος... είδαμε θέατρο... Πώς ήτανε να δεις το όνομα της κοπέλας; Λώρα, το όνομά της ήταν Λώρα. Είχε συλλογή από γυάλινα ζωάκια τόσο λεπτοκαμωμένα, ώστε, όταν ανάσαινες, σπάγανε... πραγματικά στολίδια ήταν που στραφτάλιζαν και ήταν όλα δικά της, ό,τι είχε και δεν είχε δηλαδή η Λώρα ήταν αυτά τα πραγματάκια... Κι ήταν μόνη της η κοπέλα για πολύ καιρό, ζούσε με τη μητέρα και τον αδερφό της, κι ο πατέρας έλειπε από πάντα, και μετά εμφανίστηκε ένας νεαρός άντρας, ένας φίλος του αδερφού της, ο Τζιμ, και χόρεψαν μαζί, ήταν ωραία που τους έβλεπα να χορεύουν... όμως, έτσι όπως την έβλεπα, φοβόμουν 28
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
για εκείνην, για τη Λώρα, γιατί δεν είχε συνηθίσει να είναι με κάποιον μαζί και τρέκλιζε στην αγκαλιά του... κι έλεγα: “τι θα γίνει τώρα;” ήταν άμαθο το κορίτσι στο χορό, κι οι προβολείς κάθε τόσο φώτιζαν και μετά λιγόστευαν τα φώτα κι εγώ είχα μια ανησυχία. Και στο τέλος, το αγαπημένο της ζωάκι, ο μονόκερος, έσπασε και του έφυγε το κερατάκι του, το χαϊδεμένο γυάλινο ζωάκι της... ήταν στα γαλλικά... δεν το κατάλαβα όλο... licorne, το στολίδι που έσπασε από τον μικρό μονόκερο... στο τέλος... ήθελα να κλάψω. Licorne, μου θύμισε μια ιστορία, μια δική μου ιστορία. Ήλθε ο γιατρός. Η μαντεμουαζέλ Ζοέλ έλειπε. Είπανε να προτιμώ τους περιπάτους στην εξοχή από το θέατρο. Μου κάνανε μια ένεση... ησύχασα... σταμάτησα να κλαίω». «Μη σε νοιάζει που έκλαψες, μπαμπά. Όσοι αγαπούν το θέατρο ταράζονται. Τα γυαλικά σπάνε τόσο εύκολα, όσο προσεχτικός και να είσαι. Η κίνηση τραντάζει τα ράφια και τα βάζα πέφτουνε. Ξέρεις, είναι από τους αγαπημένους μου ρόλους. Ο Γυάλινος Κόσμος. Ο Τομ... έχω παίξει τον Τομ, πατέρα, τον αδερφό της Λώρας. “Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πιο μακριά. Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση που χωρίζει δύο τόπους...”». 29
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Πώς είναι η Αλίσια;» «Πολύ καλά». «Και η μικρή Δώρα;» «Κι εκείνη καλά, περίφημα είναι η εγγονή σου, έγινε πέντε χρόνων, χθες είχε τα γενέθλιά της, θέλεις να την ακούσεις; Είναι εδώ κοντά μου και μου αρπάζει από τα χέρια το ακουστικό. Βιάζεται να σου μιλήσει. “Θέλω τον παππού”, μου λέει». «Allo, papou, allo, papou!» Ο παππούς νομίζει ότι ακούει στο τηλέφωνο την εγγονή του. Όμως, η φωνή είναι του γιου του. Στο σπίτι δεν υπάρχει παιδί. Η Αλίσια τον εγκατέλειψε. Μαμά και κόρη φύγανε. «Τελείωσε, Ντόρη... Δεν μου βγαίνει άλλο. Λυπάμαι». Εδώ κι έναν χρόνο ζει μόνος του. Οι νύχτες διαρκούν πολύ. Κάθε φορά που ξημερώνει, τα μάτια του είναι στεγνά. Ούτε ένα δάκρυ. «Τα αληθινά δάκρυα δεν μπορούμε να τα κλάψουμε και αυτά που χύνουμε κυλούν όλα επί ματαίω». Ποιανού είναι αυτά τα λόγια; Δικά του; Είναι από έναν ρόλο που κάποτε έπαιξε στη σκηνή και τώρα έχει λησμονήσει; Είναι δικά του, όμως όλα τα δικά του φαντάζουν τώρα ξένα. Το πρόσωπό του μια μάσκα. Όταν πάει να τη βγάλει, ξεκολλάει το δέρμα. «Allo, Δώρα μου, allo. Είσαι καλά;» 30
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
«Πολύ πολύ καλά, παππού, σε αγαπώ». Έπειτα είπαν καληνύχτα κι έκλεισαν το τηλέφωνο. Ήταν η τελευταία φορά.
31