Λεονάρδο Παδούρα «Η διαφάνεια του χρόνου»

Page 1

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 5

ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ

Η ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ

ΚΩΣΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 6

Cet ouvrage a bénéficié du soutien des Programmes d’aide à la publication de l’Institut Français | Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε με την υποστήριξη των Προγραμμάτων βοήθειας για εκδότες του Γαλλικού Ινστιτούτου. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Leonardo Padura, La transparencia del tiempo

Copyright Leonardo Padura, 2018 Published by agreement with Tusquets Editores, Barcelona, Spain © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017 ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6413-2


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 7

Για τη Λουσία, όλοι ξέρουν πια το πώς και το γιατί.


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 8


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 9

Λέει τώρα, σε όποιον θα ήθελε να τον ακούσει, ότι επιστρέφει από κει όπου ποτέ δεν είχε πάει. Α ΛEΧΟ Κ ΑΡΠΕΝΤΙEΡ , «Ο δρόμος του Σαντιάγο»


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 10


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 11

1

4 Σεπτεμβρίου 2014

Τζόταν μέσα από το παράθυρο, έπεφτε σαν θεατρικός προέντονο φως της τροπικής χαραυγής, έτσι όπως φιλτραρι-

βολέας που έστελνε τις ακτίνες του στον τοίχο όπου ήταν κρεμασμένο το ημερολόγιο με τα δώδεκα τέλεια τετραγωνάκια του, μοιρασμένα σε τέσσερις σειρές με τρία τετραγωνάκια η καθεμία. Τα κενά του ημερολογίου ήταν χρωματισμένα αρχικά με διαφορετικές αποχρώσεις, από το νεανικό πράσινο της άνοιξης μέχρι ένα γεροντίστικο γκρίζο του χειμώνα, ένα παιχνίδι που μόνο κάποιος σχεδιαστής με πολύ πλούσια φαντασία θα μπορούσε να συνδέσει με κάτι τόσο ανύπαρκτο σε ένα νησί της Καραϊβικής όσο οι τέσσερις εποχές του χρόνου. Καθώς οι μήνες περνούσαν, οι ακαθαρσίες από τις μύγες είχαν προσθέτει το δικό τους μερίδιο στον διάκοσμο του χαρτονένιου πίνακα με ακανόνιστα αποσιωπητικά· διάφορα σβησίματα και τα ξεθωριασμένα χρώματα πρόδιδαν την καθημερινή χρήση του εντύπου και την έκθεσή του στο σμυριδένιο φως που κάθε μέρα το σάρωνε. Πολυποίκιλα και ιδιότροπα γεωμετρικά σχήματα, χαραγμένα γύρω ή στην άκρη ή ακόμα και πάνω σε κάποιους αριθμούς, παρέπεμπαν σε υπενθυμίσεις βοηθητικές την εποχή που είχαν γραφτεί, λησμονημένες ίσως μετά και ουδέποτε πραγματοποιημένες. Σημάδια από το πέρασμα του χρόνου και προειδοποιήσεις για μια μνήμη σε φάση σκλήρυνσης.

11

ο


12

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 12

Τα νούμερα που όφειλαν να προσδιορίζουν τη χρονιά που έτρεχε, στην επάνω άκρη του ημερολογίου, είχαν τύχει πολύ ιδιαίτερης φροντίδας, με διάφορα κρυπτικά σημάδια, και ο συγκεκριμένος αριθμός που υποδείκνυε την ενάτη Οκτωβρίου ήταν κλεισμένος ανάμεσα σε διάφορα σύμβολα αμηχανίας, μάλλον, παρά θαυμασμού, χαραγμένα με μανία, με ένα στιλό με μαύρο μελάνι ελάχιστα πιο άτονο από κείνο που είχαν χρησιμοποιήσει οι τυπογράφοι για να αποτυπώσουν τα γράμματα και τους αριθμούς πάνω στο χαρτόνι. Και μαζί με τα θαυμαστικά, ο μαγικός αριθμός με τον αριθμολογικό απόηχο και την τέλεια επαναληπτικότητα, τον οποίο ποτέ στο παρελθόν δεν είχε παρατηρήσει: 9-9-9. Από τη στιγμή που είχε αρχίσει εκείνη η αργή, θαμπή, λιγδιάρικη χρονιά, ο Μάριο Κόντε είχε αποκτήσει μια θυελλώδη σχέση με τις τρέχουσες ημερομηνίες. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και παρότι ήταν πάντα τόσο μνήμων, ιστορικός και εμμονικός, σε γενικές γραμμές είχε δώσει μικρή σημασία στη σύνδεση ανάμεσα στα ίχνη και στις επιταχύνσεις του χρόνου με ό,τι τα ορόσημα και οι ταχύτητες αυτές συνεπάγονταν, σαν ακριβείς τομές, για τη ζωή τη δική του και των γύρω του. Με υπερβολικά μεγάλη και αξιοθρήνητη συχνότητα ξεχνούσε ηλικίες και γενέθλια, επετείους γάμου, ημερομηνίες συμβάντων ασήμαντων ή σημαντικών που για άλλους ανθρώπους θα ήταν (ή ήταν) αξιομνημόνευτα: ως γιορτή, ως πένθος ή ως απλό σημείο στις κυκλικές ολοκληρώσεις των εξελίξεων της ζωής. Όμως το ανησυχητικό προφανές γεγονός ότι ανάμεσα στις τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες, τις οποίες οριοθετούσαν τα τετραγωνάκια εκείνου του φτηνού ημερολογίου, ενέδρευε η –ακόμη αδιανόητη γι’ αυτόν, αν και απειλητικά αμετάκλητη και πραγματική– μέρα στην οποία θα συμπλήρωνε τα εξήντα του χρόνια, είχε προκαλέσει μέσα του μια επίμονη ταραχή που μεγάλωνε όσο πλησίαζε η επέτειος: 9-9-9. Το ολοφάνερο γεγονός ότι ήταν ένας αριθμός-τομή, που ακόμα και ήχο είχε πρόστυχο (εξήντα,


εξήντα, κάτι ξεφουσκώνει και σκάει, ε-κσσσσσ-ήντα), εμφανιζόταν μπροστά στα μάτια του ως μια αδιαμφισβήτητη επιβεβαίωση αυτού που το σώμα του (γόνατα, μέση και ώμοι σκουριασμένοι· συκώτι τυλιγμένο στο λίπος· πέος κάθε μέρα και πιο οκνηρό) και το πνεύμα του (όνειρα, σχέδια, επιθυμίες αμβλυμένες ή εγκαταλειμμένες για πάντα) είχαν αρχίσει να νιώθουν εδώ και κάμποσο καιρό: την απεχθή έλευση των γερατειών... Στ’ αλήθεια ήταν πια ένας γέρος; Προσπαθώντας να το μάθει, όρθιος μπροστά στο ημερολόγιο που το διακοσμούσε ένα θολό τοπίο και το σταύρωναν ένα δυο καρφιά βυθισμένα στον τοίχο του δωματίου του, ο Κόντε απαντούσε στα ερωτήματά του με καινούργιες ερωτήσεις: μήπως ο παππούς του, ο Ρουφίνο, δεν ήταν ένας γέρος όταν, στα εξήντα του, τον πήγαινε στα εκτροφεία κοκοριών μάχης όχι μόνο σε όλη την πόλη αλλά και στα περίχωρά της και του έδειχνε την τέχνη και τα κόλπα της κοκορομαχίας; Μήπως τον Χέμινγουεϊ δεν τον έλεγαν Γέρο ήδη κάμποσα χρόνια πριν από την αυτοκτονία του, στα εξήντα τρία του; Και ο Τρότσκι; Δεν ήταν Ο Γέρος όταν, στα εξήντα δύο του, ο Ραμόν Μερκαντέρ τού άνοιξε το κρανίο στα δύο με ένα σταλινικό και προλεταριακό χτύπημα με πιολέ; Κατ’ αρχάς, ο Κόντε γνώριζε τα όριά του και ήξερε πως απείχε πολύ από τον πραγματιστή παππού του, τον Χέμινγουεϊ, τον Τρότσκι ή άλλους ηλικιωμένους, διάσημους για λόγους δίκαιους ή κίβδηλους. Γι’ αυτό ένιωθε πως, παρόλο που πλησίαζε στο οδυνηρό, στρογγυλό και παρακμιακό νούμερο, είχε και με το παραπάνω λόγους να μη φιλοδοξεί να γίνει Γέρος, με δικαίωμα στο κεφαλαίο πρώτο γράμμα, αφού μετατρεπόταν απλώς και μόνο σε έναν σκατόγερο, κατηγορία την οποία άξιζε και με το παραπάνω η περίπτωσή του στην κλίμακα με τα πιθανά γεράματα, τα ταξινομημένα με ακαδημαϊκό ζήλο από την πολύ σοβαρή γηριατρική επιστήμη και την εμπειρική σοφία της φιλοσοφίας του δρόμου. Πρωινά όπως αυτό, πνιγηρά από το χάραμα, τα οποία ξεκίναγε με την προσοχή του να καρφώνεται στο ημερολόγιο, τέ-

13

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 13


14

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 14

τοιου είδους διεστραμμένες διασταυρώσεις αριθμητικής, στατιστικών, μνήμης και βιολογίας συνήθιζαν να τον κατακυριεύουν σαν μια αγωνία που διαρκώς μεγάλωνε. Το νοητικό αποτέλεσμα αυτής της σχέσης εκφραζόταν με μια διαβρωτική βεβαιότητα. Διότι, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση (που όσον αφορούσε αυτόν σήμαινε απλώς και μόνο να συνεχίζει να ζει, αν το συκώτι και οι πνεύμονές του εξακολουθούσαν να τον συντροφεύουν), μπροστά του ορθωνόταν το προφανές αριθμητικό γεγονός ότι είχε ήδη ξοδέψει τα τρία τέταρτα (ίσως και περισσότερο, κανείς δεν ξέρει) του μέγιστου χρόνου του στη γη καθώς και η σταθερή πεποίθηση ότι το ενδεχόμενο τελευταίο διάστημα δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση το καλύτερο. Ήξερε πολύ καλά ότι το να είναι κανείς γέρος –ακόμη και χωρίς να καταντήσει ένας σκατόγερος– αποτελεί μια κατάσταση τρομακτική για όλα όσα συνεπάγεται αλλά, πάνω απ’ όλα, επειδή κουβαλάει μαζί της μια άφθαρτη απειλή: την αριθμητική και βιολογική εγγύτητα του θανάτου. Γιατί δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Ή, μάλλον, τέσσερα μείον τρία κάνουν ένα... μόνο ένα, ένα τέταρτο της ζωής, Μάριο Κόντε. Αφήνοντας κατά μέρος σωματικούς πόνους και υπαρξιακές διαψεύσεις, η ορατή κόκκινη σημαία κινδύνου σε έναν ορίζοντα που μπορεί να πλησίαζε ή να απομακρυνόταν, ποτέ όμως δεν εξαφανιζόταν, τον έσφιγγε σαν τανάλια ακόμη πιο άγρια εκείνο το πρωί. Σπρωγμένος επειγόντως από την ανάγκη του για ούρηση και επιβίωση, αναμετρήθηκε με την απόφαση να εγκαταλείψει το κρεβάτι και να διώξει μακριά τη λαχτάρα να βυθιστεί στην ανάγνωση κάποιου καλού βιβλίου (του έμεναν ακόμα τόσο πολλά να διαβάσει και όλο και λιγότερος χρόνος για να τα καταφέρει!), ακόμα ακόμα και την επίμονη όρεξη να στρωθεί να γράψει τα δικά του πράγματα. Έτσι, αφού απέβαλε τα άφθονα και δύσοσμα πρωινά ούρα, ξεκίνησε την όλο και πιο επίπονη διαδικασία να θωρακίσει την ψυχή του για να ετοιμαστεί, ακόμα μια φορά, να καταβάλει τη μεγαλύτερή του


προσπάθεια για να αποτρέψει την αναπόδραστη έλευση του θανάτου να επέλθει νωρίτερα από το αναμενόμενο διά της απλής οδού της ασιτίας. Εν ολίγοις: έπρεπε να βγει στον γαμημένο τον δρόμο, τον πραγματικό, για να αναζητήσει τα απαραίτητα προς το όποιο ζην του απέμενε, ώστε να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο το μοιραίο κάλεσμα και να ξεχάσει τις νοερές ψευτοφιλοσοφικές ή λογοτεχνικές μαλακίες του. Ενόσω έπινε τον καφέ του και κοιτούσε με μίσος το κακόβουλο πακέτο με τα τσιγάρα τα οποία ποτέ δεν μπόρεσε ούτε θέλησε να κόψει, παρατήρησε τον γαλήνιο ύπνο του σκύλου του, του κάποτε θυελλώδους Σκουπίδια του 2ου τον οποίο τα χρόνια που είχε ζήσει τον είχαν επίσης κάνει βραδυκίνητο, ακόμα και πιο σπιτόγατο. Τον τελευταίο καιρό, το ζώο, πάντα ερωτιάρικο και πάντα του δρόμου, έκανε ατελείωτες σιέστες και έτρωγε με λιγότερη μανία, κάνοντας εμφανή και τα δικά του γεράματα, που μπορούσε να τα διακρίνει κανείς στο γκριζάρισμα της μουσούδας του, στο απαιτητικό του βλέμμα, που είχε θολώσει, και στα δόντια του, που είχαν σκουρύνει... Τι καταστροφή! μονολόγησε και, χαϊδεύοντας το κεφάλι και τ’ αυτιά του σκύλου του, προσπάθησε χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό ν’ αρχίσει να σχεδιάζει τη μέρα του. Η άσκηση αποδείχτηκε τόσο εύκολη που του περίσσεψε χρόνος για να συνεχίσει να φιλοσοφεί ενώ ταυτόχρονα ρουφούσε ήδη την πρώτη ημερήσια δόση νικοτίνης. Διότι, όπως και κάθε πρωί, θα διέσχιζε περπατώντας την πόλη ψάχνοντας ν’ αγοράσει παλιά βιβλία, μετά θα έτρωγε κάτι ελαφρύ στον δρόμο ή κάτι πολύ πιο θρεπτικό αν αποφάσιζε να περάσει μια βόλτα από το σπίτι του Γιόγι του Περιστέρη, του επαγγελματικού του συνεταίρου. Αργότερα, φέρνοντας μαζί του είτε ρούμι είτε εγκράτεια, θα περνούσε από το σπίτι του φίλου του, του Κάρλος του Κοκαλιάρη, για να κλείσει τη μέρα του διανυκτερεύοντας στα δώματα της Ταμάρα, την οποία είχε φιλοδωρήσει με δύο μέρες αδικαιολόγητης απουσίας. Το πανόραμα δεν έμοιαζε ιδιαίτερα πρωτότυπο ούτε

15

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 15


16

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 16

όμως και αξιοθρήνητο: δουλειά, φιλία, έρωτας, όλα λίγο φθαρμένα, αλλά και γερασμένα, όμως ακόμη ακλόνητα και πραγματικά. Το χειρότερο απ’ όλα, παραδέχτηκε μέσα του, ήταν η ψυχική του κατάσταση, που τη σημάδευαν όλο και περισσότερο η θλίψη και η μελαγχολία, όχι μόνο λόγω του βάρους της βιολογικής του ηλικίας ή της εγγύτητας μιας επετείου με κακό ήχο και ακόμη χειρότερες συνέπειες την οποία περίμενε με φόβο, αλλά λόγω της βεβαιότητας για την κραυγαλέα ζωτική του απογοήτευση. Στο χείλος των εξήντα του χρόνων, τι είχε; τι θα άφηνε πίσω του; Τίποτα, απολύτως τίποτα. Και τι τον περίμενε; Το ίδιο τίποτα στο τετράγωνο ή κάτι ακόμα χειρότερο. Αυτές ήταν οι μοναδικές απαντήσεις που είχε στη διάθεσή του για το καθένα από τα τόσο απλά και επίμονα ερωτήματα. Και, προς ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία του, ήταν και οι μοναδικές που μπορούσε να προσφέρει στον εαυτό του τόσος κόσμος, γνωστός και άγνωστος, που ήταν στην ίδια ηλικία με τη δική του και ζούσε τακτοποιημένος στον χρόνο και τον χώρο του. Ντυμένος πια, αφού είχε δώσει μερικά περισσέματα φαγητού στον Σκουπίδια τον 2ο αλλά και άλλη μια σειρά από χρήσιμα χάδια για να του βγάλει ένα δυο τσιμπούρια, και καθώς έβαζε την τρίτη και τελευταία κούπα από το ρόφημα που είχε κυλήσει από την ιταλική του καφετιέρα, και με τη διάθεση κάπως βελτιωμένη, ξαφνιάστηκε από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ήταν κάμποσος καιρός που τα τηλεφωνήματα πολύ νωρίς το πρωί ή πολύ αργά το βράδυ έθεταν σε λειτουργία τα συστήματα συναγερμού του. Με τόσους γέρους όπως κι ο ίδιος ολόγυρα, κάθε τηλεφώνημα μπορεί να ερχόταν για να αναγγείλει κάποιο τέλος ή προμήνυμα τέλους. «Ναι;» ρώτησε, περιμένοντας και έχοντας πάντα τον φόβο για το χειρότερο. «Εκεί είναι το σπίτι του Μάριο Κόντε;» είπε μια φωνή αργόσυρτη, διερευνητική, δύσκολο να την προσδιορίσει κανείς, άγνωστη, σκέφτηκε.


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 17

Ο Ρομπέρτο Ρόκε Ροσέλ. Ρο-Ρο-Ρο... Τη συρροή των δύο επιθέτων του ερχόταν να ολοκληρώσει το όνομά του, Ρομπέρτο, έτσι ώστε με όλα εκείνα τα εμφατικά, στιβαρά, βραχνά ρω και όμικρον να εκφράζεται η αρρενωπότητά του, απαστράπτουσα από τη στιγμή της ονοματοδοσίας του, που θα τον συνόδευε σε ολόκληρη τη ζωή του, βάσει του επισφαλούς κανόνα ότι και το όνομα, επίσης, κάνει τον άνδρα. Ίσως γι’ αυτό –ή μάλλον: με στόχο αυτό– οι γονείς αρνήθηκαν να τον πουν Ρομπερτίκο, Ρόμπερτ, Ρόμπι, αλλά πάντοτε, από την κούνια, όταν ήταν ένα στρουμπουλό μωρό, τον φώναζαν Ρομπερτόν,2 ευελπιστώντας ότι το διάβα του από τη ζωή και το αποτύπωμά του, το οποίο θεωρούσαν δεδομένο πως θα ήταν επιβλητικό, θα τιμούσε την προσαγόρευση και θα δικαίωνε όλες τις προσδοκίες των γεννητόρων του... Δεκαπέντε χρόνια μετά τη βά-

17

«Αχά», επιβεβαίωσε, δείχνοντας πιο έντονα την ανυπομονησία του, και απαίτησε: «Πείτε μου». «Λοιπόν, πας στοίχημα ότι δεν ξέρεις ποιος είναι;» Η ένταση ξεφούσκωσε. Αυτή ακριβώς η τηλεφωνική ερώτηση κατάφερνε πάντα να του ταράζει τα νεύρα τόσο πολύ που μερικές φορές τον έφερνε κοντά στη δολοφονική βία. Κι εκείνη τη μέρα, αφού είχε απολαύσει ένα ξημέρωμα τόσο σαρτρικό, τον κέντρισε σαν διάβολος. «Πώς στον διάβολο θέλετε...;» «Αχ, μικρέ μου, συγγνώμη», παρακάλεσε η φωνή, τώρα γρήγορη και αποφασιστική, σπεύδοντας να προσθέσει: «Είμαι ο Μπόμπι, ο Μπόμπι Ρόκε, από το Προ...1 θυμάσαι;» Ο Κόντε έκλεισε τα μάτια, έγνεψε καταφατικά, χαμογέλασε, έγνεψε αρνητικά, καθώς οι νευρώνες του συλλάμβαναν το καθάριο φτεροκόπημα από νοσταλγίες μακρινές, σχεδόν χαμένες, αρωματισμένες με τη θαμπή και συνάμα ευγενική ευωδιά του παρελθόντος. Ναι, προφανώς, θυμόταν.


18

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 18

φτισή του, όταν ο Κόντε συνέπεσε μαζί του σε κάποια από τις αίθουσες του προπανεπιστημιακού της Λα Βίμπορα –τις ίδιες στις οποίες είχε γνωρίσει τον Κοκαλιάρη Κάρλος, τον Αντρές, τον Κούνελο, τον Κόκκινο Κάντιτο και, ασφαλώς, την Ταμάρα, ακόμα και τον Ραφαέλ Μορίν–3 εκείνο το ντελικάτο και λιπόσαρκο αγόρι, δυο τρία δάχτυλα πιο ψηλό από τους υπόλοιπους συμμαθητές του (αν και με λιγότερα κιλά από τα απαραίτητα για να εξισορροπεί την άχαρη εμφάνισή του) στο οποίο είχε μετατραπεί ο Ρομπέρτο Ρόκε Ροσέλ, δεν ήταν γνωστό ως Ρομπερτόν, προς απογοήτευση των γονιών του, αλλά ως Μπόμπι. Και όχι επειδή το Μπόμπι ήταν ένα από τα πιθανά υποκοριστικά της αγγλομανίας, που ήταν τόσο στη μόδα εκείνα τα χρόνια, ούτε επειδή ήταν η εποχή που η εκκεντρική αίγλη του Μπόμπι Φίσερ ήταν στο απόγειό της. Ο Μπόμπι έπρεπε να είναι Μπόμπι διότι το παρωνύμιο είχε το σημασιολογικό άρωμα που ταίριαζε καλύτερα στα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του κατόχου του: στα δεκαπέντε, δεκαέξι χρόνια του, ο άλλοτε επίδοξος Ρομπερτόν ήταν λίγο αφελής και κάπως υπερβολικά άβουλος – ή, με άλλα λόγια, μισοαδερφή, για τους τραχείς γλωσσολογικούς και πολιτισμικούς κώδικες του Κόντε και της φυλής του. Παρότι δεν είχαν υπάρξει ποτέ αυτό που λένε φίλοι, η συγκυρία της συνύπαρξής τους για ένα δυο χρόνια στην ίδια αίθουσα δημιούργησε κάποια εγγύτητα μεταξύ των Κόντε, Κάρλος, Κούνελου και Αντρές και του αέρινου Μπόμπι, με τον οποίο στην πραγματικότητα δεν είχαν πολλά κοινά. Και μάλιστα στον Μπόμπι δεν άρεσε καν να μιλάει για μπέιζ μπολ και στα μαθήματα που ήταν αφιερωμένα στη μελέτη των πολιτικών υλικών συμπεριφερόταν σαν ιδεολογικός κέρβερος που παπαγάλιζε συνθήματα και στα ζητήματα της μουσικής ήταν τόσο ανώμαλος, ώστε να προτιμάει κάποια Μαρία Κάλας από τους Beatles, ακόμα και από τους Creedence. Ωστόσο, η ικανότητα του αγοριού στα μαθήματα των θετικών επιστημών


τον μετέτρεψε σε πολύτιμο θησαυρό στον οποίο προσέτρεχαν οι συμμαθητές του στις βιαστικές επαναλήψεις εκείνων των δύσβατων μαθημάτων τη μέρα πριν από τις εξετάσεις. Ο Κόντε και οι φίλοι του τον είχαν περιθάλψει τότε σαν ένα είδος εκπαιδευτικού συμβούλου, σχέση που σε αντάλλαγμά της πρόσφεραν στον Μπόμπι κάποια προστασία από τις πιθανές και συχνές αγριότητες και τους χλευασμούς των άλλων συμμαθητών, που ήταν γενικά έτοιμοι να πολτοποιήσουν οποιαδήποτε έκφραση αδυναμίας ή... προτίμησης για τη Μαρία Κάλας! Εκείνη την εποχή ο Κόντε και οι φίλοι του πολλές φορές το συζήτησαν, το ανασκεύασαν, το ανέλυσαν συλλογικά και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Μπόμπι δεν ήταν ακόμα ομοφυλόφιλος, αλλά ότι με το πρώτο παραπάτημα που θα έκανε θα κατέληγε σουβλισμένος. Και όχι από κάποιο βέλος που θα είχε ρίξει ο Πάρις ή ο Πάνδαρος, όπως λέγονταν οι Έλληνες ήρωες της Ιλιάδας για τους οποίους ο Μπόμπι συνήθιζε να μιλάει σαν να τους είχε γνωρίσει προσωπικά. «Δεν σας φαίνεται κάπως παράξενο που του αρέσει τόσο πολύ ο Αχιλλέας;» ρωτούσε συνήθως ο Κούνελος, που θαύμαζε περισσότερο τους Τρώες παρά τους κερατάδες τους Αχαιούς. Από την πλευρά του, ο Κοκαλιάρης Κάρλος, που εκείνη την εποχή ήταν πολύ κοκαλιάρης και επιπλέον ένας τόσο καλός σαμαρείτης όσο θα ήταν και σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, προσπάθησε ακόμα και να απομακρύνει τον Μπόμπι από το μοιραίο ολίσθημα. Ανέλαβε ως καθήκον να του βρει μια σωτήρια γυναίκα ανάμεσα στις φίλες της Ντουλσίτα, της αγαπημένης του εκείνη την εποχή αλλά και άλλες εποχές, αν και η κίνησή του δεν είχε επιτυχία: ούτε οι μεν (οι φίλες της Ντουλσίτα) ούτε ο δε (ο Μπόμπι) φάνηκαν διατεθειμένοι να προτιμήσουν εκείνη τη σαρκική λύση και σύντομα ο Μπόμπι και τα κορίτσια κατέληξαν να γίνουν φίλοι, και μάλιστα εμπιστοσύνης, απ’ αυτούς που μιλάνε με ψιθυρίσματα, γελάκια και πιασμένοι από το χέρι. Όταν τελείωσαν το Προ και σκορπίστηκαν στις διάφορες

19

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 19


20

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 20

πανεπιστημιακές σχολές, ο Κόντε συνέχισε να βλέπει τον Μπόμπι, αν και λιγότερο συχνά πλέον. Κάπου κάπου έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο στην τραπεζαρία του πανεπιστημίου, κάποια φορά συνέπεσαν σε μία από τις περιοδικές πολιτικές συναντήσεις με υποχρεωτική παρουσία που διοργάνωνε η Ομοσπονδία των Φοιτητών, περιστασιακά έπαιρναν το ίδιο λεωφορείο. Σε κάθε συνάντηση χαιρετιούνταν με συμπάθεια, σχεδόν με χαρά εκ μέρους του Μπόμπι, χωρίς να μιλούν πολύ, ίσως επειδή οι προσωπικοί τους κόσμοι είχαν απομακρυνθεί και αισθάνονταν και οι δύο ότι είχαν λιγότερα πράγματα για τα οποία μπορούσαν να μιλήσουν. Προς έκπληξη του Κόντε –που την ίδια μακρινή νύχτα είχε αποκαλύψει την ανακάλυψή του στους φίλους του–, κάποιο βράδυ είχε πέσει πάνω στον Μπόμπι σε ένα μπαρ κοντά στο πανεπιστήμιο όπου τα βράδια μπορούσε να συμβεί το αβανέζικο θαύμα να βρει κανείς μπίρα. Και ο Μπόμπι όχι μόνο βρισκόταν εκεί πίνοντας τις λαχταριστές λάγκερ, αλλά το έκανε αυτό συνοδευόμενος από μια γυναίκα, την οποία του σύστησε ως αρραβωνιαστικιά του. Παρόλο που κατά την άποψη του Κόντε η κοπέλα δεν ήταν ακριβώς καλλονή –πολύ πιο κοντή από τον Μπόμπι, κάπως παχουλούλα, με όψη και κινήσεις που στον πρώην του συμμαθητή, ίσως λόγω των προκαταλήψεών του, φάνηκαν κάπως άξεστες–, οι παλιοί φίλοι του Ρομπέρτο Ρόκε Ροσέλ χάρηκαν για την κατάκτηση του Μπόμπι. Μόνο ο Κούνελος, πάντα διαλεκτικός και ιστορικός, εξέφρασε τη γνώμη ότι αυτό το γεγονός στην πραγματικότητα δεν σήμαινε τίποτα τελεσίδικο: ο γεροΜπόμπι μπορεί κάλλιστα να ήταν αμφιδέξιος, έτσι δεν είναι; Όπως ο Αχιλλέας, ο γοργοπόδης! Στη διάρκεια της συνάντησης, που θα κατέληγε αξιομνημόνευτη, ο Μπόμπι έδειχνε περιχαρής και ευτυχισμένος, αφού γιόρταζε την είσοδό του στην επιλεκτική και αξιοσέβαστη Κομμουνιστική Νεολαία. Για τον λόγο αυτό κάλεσε τον πρώην συμμαθητή του στο Προ να πιει μια δυο μπίρες μαζί του, μαζί


με την κόκκινή του ταυτότητα του μέλους (Μελέτη, δουλειά, καραμπίνα!)4 και μαζί με την αρραβωνιαστικιά του (Γιουμίλκα; Κατιούσκα; Ματριόσκα;), την οποία φιλούσε με υπερβολική συχνότητα και σάλιο... Και μετά ο τύπος είχε χαθεί, σαν το φάντασμα μιας όπερας... Μπορεί να ήταν το 1978, την ίδια χρονιά που ο Κόντε, έχοντας τελειώσει το τρίτο έτος της σχολής του, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και, για να μην πεθάνει από την πείνα, και με τρόπο απροσδόκητο (αλλά και απρόβλεπτο), αναγκάστηκε να αποδεχθεί την πρόκληση να εισαχθεί στην αστυνομική ακαδημία και να κάνει μια ριζική στροφή σ’ αυτό που (πάντα θα το σκεφτόταν) μπορούσε να έχει υπάρξει η ζωή του. Έκτοτε ο Μπόμπι είχε εξαφανιστεί σχεδόν εντελώς ακόμα και από το μυαλό του Κόντε, όπου επέστρεφε μόνον όταν σε κάποια συνάθροιση, στην οποία αυτός και οι φίλοι του βούλιαζαν στη νοσταλγία, μπορεί να επανερχόταν η φασματική μορφή εκείνου του αταξινόμητου ανθρώπου. Τι διάβολο να έχει γίνει ο Μπόμπι;... Να έχει φύγει κατά τα βόρεια, όπως τόσος και τόσος κόσμος; Μπα, όχι ο Μπόμπι, ο ερυθροφρουρός, όχι... Ή μήπως ναι, μήπως κι αυτός τα ίδια, όπως και τόσοι άλλοι υποτιθέμενοι ορθόδοξοι που μεταλλάσσονταν από την ορθοδοξία; Γι’ αυτό, όταν η εικόνα ενός πλάσματος ανδρόγυνου, με το μαλλί βαμμένο ξανθό και σταχτί, ένα σκουλαρίκι στον λοβό του αριστερού αυτιού, τα φρύδια γραμμένα με μολύβι και το αστραφτερό χαμόγελο να φωτίζει ένα πρόσωπο ήδη σημαδεμένο από μερικές απείθαρχες ρυτίδες, έφτασε στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του Κόντε, ο εγκέφαλός του δεν στάθηκε ικανός να κάνει τη σύνδεση με την τελευταία εικόνα που είχε αποθηκευμένη στη μνήμη του για τον Μπόμπι: μια μπίρα στο ένα χέρι, μάτια γουρλωμένα από χαρά και περηφάνια στρατευμένη και αρρενωπή, το ένα μπράτσο στους ώμους της Γιουμίλκα; Σβετλάνα; – ο Κόντε ήξερε πως έπρεπε να ήταν αυτός, δεν μπορεί να μην ήταν αυτός, γιατί, αφού είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο, είχαν κανονίσει να συναντηθούν εκείνη την ώρα («τέ-

21

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 21


22

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 22

λεια, στις πέντε το απόγευμα») στο σπίτι του Κόντε («ναι, το ίδιο σπίτι όπως πάντα... πιο παλιό και πιο διαλυμένο... όπως όλα, όπως όλοι»). «Α, μα εσύ είσαι ίδιος!..» άρχισε να λέει ο νεοφερμένος, ενώ ο αμφιτρύωνάς του εξακολουθούσε να κρατάει το πόμολο της πόρτας, μοστράροντας την καλύτερη φάτσα του έκπληκτου μαλάκα που διέθετε. «Μη με προσβάλλεις, Μπόμπι», απάντησε όταν μπόρεσε να συνέλθει από το οπτικό σοκ. «Αν πριν από σαράντα χρόνια είχα αυτή τη μούρη που έχω τώρα... θα την είχα γαμήσει... Εσύ όμως έχεις όντως αλλάξει». «Αλήθεια, ε; Για πες, πώς σου φαίνεται το look μου;» ρώτησε και μετά πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Made in Miami, φίλε μου!... Η αλήθεια είναι ότι τώρα τα βάφω για να κρύψω τις γκρίζες τρίχες... Γεράματα... Vade retro!»5 Ο Κόντε ένιωσε πως είχε επέλθει μεγάλη αλλαγή, και όχι μόνο στο look του Μπόμπι, τόσο εκκεντρικό και συνάμα απίστευτα πιο αρμονικό. Η προσωπικότητά του είχε αλλάξει κι αυτή και αρκούσαν οι δύο φράσεις που είχαν ανταλλάξει και η θηλυπρεπής σωματική άνεση του νεοφερμένου για να τον προειδοποιήσουν με σαφήνεια. Και δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πως το γεγονός ότι είχε αποδεχτεί αυτό που πάντα ήταν ή ήθελε να είναι έμοιαζε να έχει απελευθερώσει τον Μπόμπι από την ακλόνητη δειλία του, αφού το πρόσωπο στο οποίο είχε μετατραπεί έδειχνε μια ανεμελιά εντελώς ξένη προς την εικόνα του κλεισμένου στον εαυτό του νέου που είναι καταπιεσμένος, σχεδόν συμπιεσμένος, θα έλεγε κανείς: σαν να είχε κόψει τους κάβους και να είχε γίνει πραγματικά άλλος άνθρωπος. Τα καλά της ελευθερίας. «Καλά σε βλέπω», παραδέχτηκε ο Κόντε, ακόμα υπό την επήρεια της ταραχής, και έκανε στο πλάι για να αφήσει χώρο να περάσει ο επισκέπτης. «Έλα, μπες μέσα. Ώστε τώρα ζεις στο Μαϊάμι;» «Όχι, όχι», διευκρίνισε ο άλλος. «Το look και η βαφή είναι α-


πό το Μαϊάμι... τα υπόλοιπα, εκατό τοις εκατό, κουβανικά... Και μια που λέμε για βαφές, κι εσένα θα σου έκανε καλό κάποια... Κοίτα αυτές τις γκρίζες τρίχες... Ένα σκούρο καστανό!» Πριν κλείσει την πόρτα, ο Κόντε κοίταξε από τη μια και από την άλλη πλευρά του δρόμου του. Δεν του άρεσε πολύ η ιδέα οι άνθρωποι της γειτονιάς να τον δουν να μπάζει στο σπίτι του έναν τέτοιο τύπο, αν και στην ηλικία που είχε φτάσει πια κανένας δεν θα μπορούσε να σκεφτεί γι’ αυτόν κάτι χειρότερο απ’ αυτά που ήδη σκέφτονταν. Προχώρησε προς την κουζίνα, πρόσφερε μια καρέκλα στον Μπόμπι και ο ίδιος πλησίασε στον πάγκο για να ανάψει το μάτι πάνω στο οποίο αναπαυόταν η ήδη έτοιμη καφετιέρα. «Θέλεις νερό;» ρώτησε τον Μπόμπι, που έκανε έναν μορφασμό κούρασης καθώς σκούπιζε τον ιδρώτα του. «Είναι μεταλλικό; Είναι βρασμένο;» «Μεταλλικό; Βρασμένο; Το νερό;» ρώτησε ο Κόντε. «Άσ’ το, άσ’ το... Έχω εδώ το δικό μου» – και ο Μπόμπι άνοιξε την πολύχρωμη τσάντα που κουβαλούσε περασμένη στο πλάι σαν φυσιγγιοθήκη, για να βγάλει ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό και έναν μεγάλο καφετή φάκελο από χοντρό χαρτί που τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. «Πρέπει να προσέχει κανείς... τα ζωύφια, τους ιούς, όλα αυτά τα σκουπίδια που κυκλοφορούν στο περιβάλλον. Χολέρα! Έμπολα! Τσικουνγκούνια!6 Και μόνο το όνομα από όλα αυτά τα σκατά είναι τρομακτικό. Νιώθω σουβλιές στην παρεγκεφαλίδα...» «Έχεις δίκιο», είπε ο Κόντε. «Από του χρόνου αρχίζω κι εγώ να βράζω το νερό...» «Αχ, μικρέ μου, εσύ ίδιος πάντα... πιο...» «Πιο τι;» Ο Μπόμπι το σκέφτηκε για μια στιγμή πριν απαντήσει. «Πιο μάτσο...» «Γαμώτο, ρε Μπόμπι, ούτε καν αυτό δεν είμαι πια... Τώρα

23

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 23


24

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 24

είμαι υπερτασικός και, εφόσον δεν βράζω το νερό, πρέπει να έχω και τάσεις αυτοκτονίας...» Πλησίασε το μάτι και βεβαιώθηκε ότι η καφετιέρα τελείωνε το φιλτράρισμα. «Τον δικό μου χωρίς ζάχαρη!» τον προειδοποίησε ο Μπόμπι όταν κατέβασε τη συσκευή από τη φωτιά. «Καφές χωρίς ζάχαρη;» «Πρέπει να προσέχουμε... Γερνάμε...» «Μη μου μιλάς γι’ αυτό το θέμα», είπε ο Κόντε και πρόσφερε την κούπα στον οικολόγο επισκέπτη του και έβαλε ζάχαρη στη δική του. Καθώς έπιναν τον καφέ, τόλμησε να κάνει μια πιο λεπτομερή εξέταση του παλιού του συμμαθητή. Ο Μπόμπι εξακολουθούσε να του φαίνεται διαφορετικός άνθρωπος από εκείνον που είχε γνωρίσει πριν από τόσα χρόνια. Ήταν και δεν ήταν ο Μπόμπι. Είχε κάπως παχύνει, όχι πολύ, μόνο όσο χρειαζόταν για να δείχνει πιο καλοφτιαγμένος, αν και το πρόσωπό του είχε χαλαρώσει, εν μέρει από τα χρόνια αλλά, υπέθεσε, και από μια διαφορετική ψυχική διάθεση. Και ήταν ακόμα ικανός να εκπλήσσει τον Κόντε: εκτός από το σκουλαρίκι, το ξεβαμμένο και ξαναβαμμένο μαλλί, τα ζωγραφισμένα φρύδια, ο πρώην συμμαθητής επεδείκνυε στον έναν του καρπό το βραχιόλι με τις γαλάζιες χάντρες και τα διάφανα γυαλάκια με το οποίο διακήρυσσε τη μύησή του στη σαντερία, την πραγματιστική αφρικανική θρησκεία που είχε καταφέρει να αντισταθεί σε όλα τα χτυπήματα από τον αποικιακό χριστιανισμό, τη ρεπουμπλικανική αστική ηθική και, τις τελευταίες δεκαετίες, από τη μαρξιστική-αθεϊστική επίθεση. Έτσι λοιπόν, ο Μπόμπι από κομματικό μέλος είχε γίνει ιερέας της σαντερία... «Πες μου κάτι για τη ζωή σου», ζήτησε από τον Μπόμπι. Παραβιάζοντας σίγουρα κάποιον κανόνα υγιεινής του επισκέπτη του, ο Κόντε άναψε τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό και ετοιμάστηκε ν’ ακούσει. «Έχουν συμβεί τόσα πράγματα, Κόντε!...» είπε ο άλλος και


κούνησε το ένα του χέρι με την πιο θηλυπρεπή από τις χειρονομίες. «Δεν ξέρω καν από πού ν’ αρχίσω, αγόρι μου...» «Απ’ όπου σε καίει περισσότερο», του πρότεινε και πρόσθεσε: «Από τούτο δω το σκουλαρίκι και το μαλλί το ξανθό και δεν ξέρω τι άλλο...» Ο Μπόμπι χαμογέλασε κάπως θλιμμένα. «Σταχτόξανθο... Είναι ιστορία πολύυυυ πολύυυυυ μεγάλη, αλλά θα σ’ τα πω με λίγα λόγια... Παντρεύτηκα, απόκτησα δύο γιους που είναι πια άντρες, άντρες άντρες, ασφαλώς...» «Τι καλά!...» – ο Κόντε δεν μπορούσε να συνέλθει από την έκπληξή του. «Παντρεύτηκες μ’ εκείνη την κοπέλα από το πανεπιστήμιο; Γιουμίλκα τη λέγανε;» «Κατιούσκα!» αναφώνησε ο Μπόμπι και αμέσως πρόσθεσε: «Η καργιόλα η Κατιούσκα! Πώς και τη θυμάσαι εσύ αυτή;» «Τι σου έκανε η Κατιούσκα; Τόσο άσχημη και σε κεράτωσε;» ρώτησε ο Κόντε για να αποφύγει να απαντήσει. Ο Μπόμπι τον κοίταξε με μια τέτοια ανημπόρια στα μάτια που, για πρώτη φορά, επέτρεψε στον πρώην αστυνομικό να βρει στην εικόνα που είχε μπροστά του το φάντασμα του γλιτσερού νεαρού που είχε γνωρίσει πριν από πολλά χρόνια: ένα ύφος απελπισίας με λίγη θλίψη και πολλή ευθραυστότητα και αρκετό φόβο. «Όχι, δεν με κεράτωσε ούτε καν παντρεύτηκα με την Κατιούσκα. Η Κατιούσκα μού γάμησε τη ζωή... ή μου την έσωσε, δεν ξέρω... Δεν είναι αυτή όμως η ιστορία που ήθελα να σου διηγηθώ... Τέλος πάντων, σου συνοψίζω το βιογραφικό μου: όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο παντρεύτηκα την Εστέλα, την Εστελίτα, τη μητέρα των δύο παιδιών μου. Και όλα κυλούσαν πολύ ήρεμα μέχρι που γνώρισα τον Ισραέλ σε μια εμπορική επιχείρηση με την οποία ασχολιόμουνα και... έγινε η έκρηξη! Ερωτεύτηκα σαν σκυλί, όχι, σαν σκύλα λυσσασμένη!» Ο Κόντε σκέφτηκε: ίσως όλη αυτή η σπουδαία ιστορία του

25

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 25


26

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 26

Μπόμπι συνοψιζόταν σε μια απελευθερωτική έξοδο από την ντουλάπα. Ο επισκέπτης ρούφηξε από την κούπα του τον καφέ που είχε απομείνει και έδειξε στον Κόντε το πακέτο με τα τσιγάρα. «Αυτό δεν βλάπτει;» «Βλάπτει», είπε ο Μπόμπι, «αλλά τώρα το κάνω τόσο πολύ κέφι!...» Ο Μπόμπι άναψε το τσιγάρο που του πρόσφερε ο Κόντε και ξεφύσηξε τον καπνό, δείχνοντας ολοφάνερα την απόλαυσή του. «Δεν μου λες, Κόντε... τελικά έγραψες τίποτα;» «Ναι, έχω κάπου μερικά πραγματάκια», είπε, επειδή ήταν αλήθεια, αλλά, χωρίς να ξέρει τον λόγο, γαρνίρισε τη δήλωση με ψεύτικα χρώματα, λες και χρειαζόταν μια δικαιολογία στα μάτια του κόσμου. «Τώρα κοιτάω μήπως ετοιμάσω ένα βιβλίο... Αλλά άσ’ τα αυτά, συνέχισε την ιστορία σου». «Ε, αυτά... χώρισα με την Εστελίτα, πήγα να ζήσω με τον Ισραέλ και μείναμε μαζί γύρω στα δέκα χρόνια, μέχρι που έφυγε για το Μαϊάμι, γιατί δεν άντεχε άλλο τη ζέστη...» «Λένε ότι και στο Μαϊάμι κάνει μια ζέστη κολασμένη... Δεν είναι αλήθεια;» «Αχ, μικρέ μου, αυτό για τη ζέστη είναι τρόπος του λέγειν... Ο Ισραέλ δεν άντεχε άλλο... ξέρεις εσύ, την κατάσταση, τούτο δω το πράγμα...» – και έκανε μια χειρονομία σαν να έδινε μορφή σε μια τεράστια σφαίρα ικανή να χωρέσει τα πάντα. «Αχά, τούτο δω το πράγμα», παραδέχτηκε ο Κόντε. «Και;» «Και τίποτα, ό,τι γίνεται πάντα... είχα διάφορες σχέσεις, μέχρι που πριν από περίπου δύο χρόνια γνώρισα τον Ραϊντέλ και... ερωτεύτηκα ξανά σαν σκύλα λυσσασμένη, τρελή και, από πάνω, γέρικη!» «Είναι καλό να είσαι ερωτευμένος», παραδέχτηκε ο Κόντε, τόσο επιρρεπής πάντα να πέσει σ’ εκείνη την κατάσταση χάρης και έλλειψης κάθε άμυνας... αν και στην περίπτωσή του α-


φορούσε μόνο γυναίκες και, τα τελευταία πολλά χρόνια, την ίδια γυναίκα. «Αλλά επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο... Γι’ αυτό είμαι εδώ». «Επειδή είσαι ερωτευμένος;» «Λόγω των συνεπειών...» «Αρχίζω να καταλαβαίνω όλο και λιγότερο». Ο Μπόμπι συνέθλιψε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο στο τασάκι, αφού πρώτα τράβηξε μια τελευταία και λαίμαργη ρουφηξιά, ακριβώς τη στιγμή που ο Κόντε έπαιρνε άλλο και το άναβε. «Λοιπόν, για να δούμε πώς θα σου το εξηγήσω...» – ο Μπόμπι πέρασε το χέρι από τα ξεβαμμένα μαλλιά του και βλεφάρισε μερικές φορές. «Το θέμα είναι ότι όλο αυτό είναι τρομακτικό, μικρέ μου! Τον Ραϊντέλ τον γνώρισα στο σπίτι του νονού μου»,7 ξεκίνησε, και άγγιξε το βραχιόλι με τις αστραφτερές χάντρες που ήταν δεμένο στον καρπό του και μετά έσκυψε προς τη μια πλευρά και ακούμπησε τις άκρες των δακτύλων του στο πάτωμα και στο τέλος τις έφερε στα χείλη του. «Εδώ και δεκαοχτώ χρόνια έχω γίνει άγιος...8 Γεμαγιά...»9 «Μα εσύ δεν ήσουν υλιστής, και μάλιστα από τους ιστορικούς και διαλεκτικούς;» τον ρώτησε ο Κόντε, που είχε παρακολουθήσει μέσα σε μια εξεταστική σιωπή το τελετουργικό του Μπόμπι και κάτι τέτοιες στιγμές δεν μπορούσε να μην ξεσπάει: να σφυροκοπάει λίγο εκείνους που παλιά παπαγάλιζαν συνθήματα και τσιτάτα από τα εγχειρίδια του μαρξισμού και οι οποίοι μετά κατέληγαν οπαδοί θρησκειών αφροκουβανικών, πρωτόγονων και, ασφαλώς, οπιούχων, όπως είναι όλες οι θρησκείες, έτσι λένε πως Μαρξ dixit. «Κόντε, εγώ ζούσα μεταμφιεσμένος... όπως όλοι σχεδόν. Εμένα μου έλαχε να κρύβω όλη μου τη ζωή πως ήμουν αδερφή από την κορυφή μέχρι τα νύχια και πως πίστευα στον Θεό και την Παρθένο Μαρία... Και πέρασα τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής μου να υποκρίνομαι, να καταπιέζω τον εαυτό μου,

27

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 27


28

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 28

να βασανίζομαι, έτσι ώστε οι γονείς μου, εσείς, οι συμμαθητές μου, όλος ο κόσμος σε τούτη εδώ τη φαλλοκρατική-σοσιαλιστική πατρίδα να πιστεύει πως εγώ ήμουν αυτό που όφειλα να είμαι και να μη μου τσακίσει τη ζωή: ένας νέος υποδειγματικός, αρρενωπός και στρατευμένος, άθεος και υπάκουος... Εσύ δεν μπορείς καν να φανταστείς πώς ήταν η ζωή μου, σε καμία περίπτωση...» Ο Κόντε δεν τόλμησε να κάνει κανένα σχόλιο. Γνώριζε πολλά για τις αποκρύψεις και τις πιέσεις που είχε αναγκαστεί να υποστεί τόσος κόσμος για να μπορέσει να ζήσει σε μια κοινωνία που είχε βαλθεί πεισματικά να ελέγχει κάθε ηθική, πολιτική, κοινωνική συμπεριφορά και να καταπνίγει, με αυστηρότητα, ακόμα και με μανία, οποιαδήποτε έκφραση διαφοράς. Και ο Μπόμπι έμοιαζε να έχει υπάρξει ένα τέλειο θύμα. «Τέλος πάντων, τι σου έλεγα... γνώρισα τον Ραϊντέλ στο σπίτι του νονού μου. Ο Ραϊντέλ είχε μόλις έρθει από το Πάλμα Σοριάνο, εκεί κάτω, κοντά στο Σαντιάγο δε Κούμπα, και ασχολιόταν με το εμπόριο, πουλούσε ζώα στους σαντέρος...10 Έπρεπε να τον έβλεπες: ένας μικρούλης σταρένιος, με κάτι ματάρες, κάτι τεράστιες βλεφαρίδες, ένα στόμα...» «Μη συνεχίζεις», παρενέβη ο Κόντε, «φτάνουν αυτά. Μάλιστα, ερωτεύτηκες. Και;» «Τον έκανα ένα γερό μπάνιο για να του βγάλω την τραγίσια δυσωδία του και πιάστηκα στα δίχτυα εκείνης της ομορφιάς. Μετά τον πήρα στο σπίτι μου. Ζήσαμε μαζί τα τελευταία δύο χρόνια σαν σε όνειρο... και, τέλος πάντων, τότε ο Ισραέλ με κάλεσε να πάω στο Μαϊάμι και οι κύριοι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές τρελάθηκαν και μου έδωσαν τη βίζα. Πήγα εκεί για δύο μήνες, να δω τον Ισραέλ και επί τη ευκαιρία να προσπαθήσω να ρυθμίσω κάποιες υποθέσεις της επιχείρησής μου...» «Γιατί, έχεις επιχείρηση;» – ο Κόντε σήκωσε το ένα φρύδι: ο παλιός του συμμαθητής αποδεικνυόταν ασύλληπτος. Και έμπορος.


«Ναι, αγοραπωλησίες πολύτιμων αντικειμένων, έργων τέχνης, κοσμημάτων, ακριβών πραγμάτων...» «Και όταν γύρισες είδες ότι ο Ραϊντέλ είχε πετάξει παίρνοντας μαζί του ό,τι μπόρεσε να πάρει...» Η έκπληξη του Μπόμπι ήταν ολοφάνερη. Βλεφάρισε πολλές φορές, σαν να μην πίστευε αυτό που είχε ακούσει. «Γαμώτο, Μπόμπι» –ο άλλος επανήλθε για να τον βοηθήσει–, «εγώ δεν είμαι σαντέρο, αλλά θυμήσου ότι ήμουν δέκα χρόνια αστυνομικός... Είμαι σίγουρος ότι αν με αναζήτησες και αν βρίσκεσαι εδώ είναι επειδή έχεις πάθει κάποιο μεγάλο στραπάτσο...» Ο Μπόμπι κατένευσε, με το πρόσωπό του να αντανακλά μια τεράστια θλίψη. «Τα πήρε όλα, Κόντε, όλα... Κοσμήματα, την τηλεόραση, τους γλόμπους και τις κατσαρόλες!» «Άι στον διάβολο!» «Ευτυχώς, πριν φύγω είχα πουλήσει πάρα πολλά πράγματα για να πάρω μαζί μου στο Μαϊάμι δολάρια και να προετοιμάσω κάποιες δουλειές που τώρα έχω αφήσει στημένες εκεί... Όμως ο Ραϊντέλ έφερε φορτηγό και έκανε μετακόμιση... Το στρώμα! Το δοχείο που βράζουμε το νερό για να σκοτωθούν τα ζωύφια!» «Κι εσύ; Τον κατάγγειλες στην αστυνομία;» Ο Μπόμπι άρχισε να κάνει αρνητικές κινήσεις με το κεφάλι, σαν να αντιτασσόταν σε κάτι πολύ μύχιο. «Είμαι ακόμα ερωτευμένος, αγόρι μου!.. Αν τον καταγγείλω θα τον βάλουν φυλακή και...» Ο Κόντε εκσφενδόνισε από το παράθυρο τη γόπα του τσιγάρου του. Επιβλήθηκε στον εαυτό του, ώστε να μην κρίνει τον Μπόμπι και τις ερωτικές του αδυναμίες, αφού και ο ίδιος είχε κάνει κάμποσες ανοησίες με τις δικές του. Ή και όλες τις ανοησίες... αν και πάντα με γυναίκες, επισήμανε –ο φαλλοκράτης– για άλλη μια φορά στον εαυτό του.

29

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 29


30

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 30

«Και πότε γύρισες από το Μαϊάμι;» «Πριν από... οχτώ μέρες», υπολόγισε ο Μπόμπι. «Ουφ, οχτώ μέρες είναι ένας αιώνας!.. Και... και τι θέλεις, εγώ...;» ξεκίνησε ο Κόντε αλλά σταμάτησε, με τους συναγερμούς του να χτυπάνε, καταλαβαίνοντας επιτέλους τι συνέβαινε, και άλλαξε ρότα. «Γαμώτο, Μπόμπι, πώς μ’ εντόπισες;» «Από τον Γιόγι τον Περιστέρη, προφανώς... Του ζήτησα να μη σου πει τίποτα, για να σου κάνω έκπληξη...» Ο Κόντε κοίταξε τώρα τον πρώην συμμαθητή του σαν να ήταν όχι ένας γκέι βαμμένος και αποτριχωμένος ή ένας άνθρωπος θρήσκος ή ακόμα και ένας έμπορος με πλοκάμια στην Αβάνα και το Μαϊάμι, αλλά ένας εξωγήινος. «Και από πού τον ξέρεις εσύ τον Περιστέρη;» «Από τις δουλειές...» Τώρα ήταν ο Κόντε εκείνος που έκανε αρνητικές κινήσεις με το κεφάλι. Κάθε στιγμή καταλάβαινε όλο και λιγότερα. Ή περισσότερα. «Περίμενε, Κόντε», προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει ο Μπόμπι. «Με τον Γιόγι έχω κάνει δουλειές δυο τρεις φορές με πολύτιμα βιβλία και μερικούς πίνακες Κουβανών ζωγράφων. Και όταν αυτός έμαθε τι μου είχε συμβεί και αφού ήξερε ήδη ότι εσύ κι εγώ γνωριζόμασταν από το Προ, ότι ήμασταν φίλοι..., μου πρότεινε να έρθω να σε δω. Λέει πως, παρόλο που δεν είσαι πια αστυνομικός, μερικές φορές αναλαμβάνεις να βρεις ανθρώπους και πράγματα... Και αφού εγώ σ’ εμπιστεύομαι...» Ο Κόντε δεν είχε άλλη επιλογή από το να χαμογελάσει: για το πόσο μικρός ήταν ο κόσμος, ώστε ο Μπόμπι να καταλήξει να είναι, διά μέσου του συνεταίρου του, του Περιστέρη, ο αγοραστής κάποιων πολύτιμων βιβλίων που αυτός ο ίδιος είχε καταφέρει να εντοπίσει στα κυνήγια του στην Αβάνα· γιατί ο επαγγελματικός του συνεταίρος λειτουργούσε και ως διαφημιστικός του πράκτορας για τη δουλειά του ως ιδιωτικού ντετέκτιβ και γιατί, προς τιμήν των παλιών καλών καιρών, τον κο-


λάκευε να ακούει τον Μπόμπι να δηλώνει πως ήταν φίλοι και να εξομολογείται πως τον εμπιστευόταν. «Γαμώτο, Μπόμπι, είσαι τρελός άμα παίρνεις σοβαρά τον Περιστέρη...» «Αχ, φίλε μου, πρέπει να με βοηθήσεις», τον διέκοψε ο Μπόμπι πιάνοντάς του το ένα χέρι με τα δυο τα δικά του. «Εγώ δεν θέλω να καταγγείλω τον Ραϊντέλ ούτε κι ελπίζω ότι θα μου επιστρέψει κάποια πολύτιμα πράγματα... αλλά η Παρθένος μου της Ρέγλα...» «Ο τύπος βούτηξε ακόμα και τα αγάλματα των αγίων;» «Σου είπα όλα, Κόντε, τα πάντα... Εκτός από τα κολιέ και τους μανδύες της Γεμαγιά. Φαίνεται πως φοβήθηκε κι αυτά ούτε καν τα άγγιξε... Όμως το άγαλμα της Παρθένου της Ρέγλα το πήρε». «Κι εσύ θέλεις να πάρεις πίσω μια Παρθένο που μπορείς να αγοράσεις σε οποιοδήποτε μαγαζί...» «Δεν είναι μια οποιαδήποτε Παρθένος, Κόντε! Είναι η δική μου, η δική μου! Είναι η μητέρα μου!..» – ο Μπόμπι αναστέναξε, σαν να ήταν πολύ συγκινημένος. «Φαντάσου, αυτή η Παρθένος της Ρέγλα ήταν της γιαγιάς μου και της την είχε χαρίσει ο μπαμπάς της όταν ήταν μικρούλα. Και όταν πήγα να γίνω άγιος και βγήκε πως έπρεπε να δεχτώ τη Γεμαγιά, η οποία επίσης είναι η Παρθένος της Ρέγλα, το ξέρεις, έτσι δεν είναι; εκείνη μου τη χάρισε... Όχι, αγόρι μου, δεν είναι μια οποιαδήποτε Παρθένος... Κοίτα, κοίτα ομορφιά». Ο Μπόμπι, με ένα ελαφρό τρέμουλο στα χέρια μάλιστα, άρπαξε τον μεγάλο φάκελο που είχε αφήσει στο τραπέζι και έβγαλε δύο έγχρωμες φωτογραφίες 5 επί 7 εκατοστά. Στη μία φαινόταν ο ίδιος, μερικά χρόνια νεότερος, ντυμένος στα ασημόλευκο και με τον λαιμό φορτωμένο με τελετουργικά κολιέ, μπροστά σε έναν μικρό εντοιχισμένο βωμό όπου ξεχώριζε το ομοίωμα μιας Παρθένου, με πρόσωπο και άκρα μαύρα, καθισμένη σε μια καρέκλα που θύμιζε θρόνο, σε στάση μεγαλοπρε-

31

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 31


32

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 32

πή, και ντυμένη με μια γαλάζια κάπα με μπορντούρα σε χρώμα ασημόλευκο. Πάνω στο κεφάλι, μια μικρή χρυσή κορόνα, ακουμπισμένη σε κάτι που έμοιαζε με κάτι σαν καλύπτρα με όψη βασιλική. Όρθιος πάνω στον δεξιό μηρό της, με το μπράτσο της να τον περιβάλλει, ένας μικρός Ιησούς, εξίσου μαύρος όπως κι εκείνη, φαινόταν να σκύβει προς το μητρικό στήθος, ενώ κρατούσε μια σφαίρα στο αριστερό του χέρι και ύψωνε το δεξί. Το δεξί μπράτσο της Παρθένου, από την άλλη, έμοιαζε να εκτείνεται προς τα εμπρός, αλλά ο Κόντε δεν είδε το χέρι της φιγούρας. Παίρνοντας ως μέτρο το σώμα του Μπόμπι, υπολόγισε πως το ομοίωμα έπρεπε να ήταν γύρω στα σαράντα ή πενήντα εκατοστά, γεγονός που το έκανε κάπως μεγαλύτερο από πολλά αγάλματα μαζικής παραγωγής που προορίζονταν να γεμίζουν τα εικονοστάσια των σπιτιών. «Στην Παρθένο λείπει το δεξί χέρι;» «Ναι, φαίνεται πως έσπασε κάποια στιγμή. Εγώ τη θυμάμαι πάντα έτσι, χωρίς αυτό το χέρι... Για πες μου, όμως, αγάπη μου, δεν είναι πανέμορφη;» Η άλλη φωτογραφία της Παρθένου ήταν ένα πορτρέτο τριών τετάρτων: τώρα ο Κόντε παρατήρησε καλύτερα τα χαρακτηριστικά της, αναμφίβολα πιο μεσογειακά παρά αφρικανικά, παρόλο το μαύρο της χρώμα, με μια ανταύγεια αρκετά χλομή, πράσινη ή γαλαζωπή, στα, κάπως σκιστά ίσως, μάτια. Το πρόσωπό της ήταν μια ομορφιά ήρεμη και βαθιά που μέσα από το μαύρο και γυαλιστερό ξύλο κατόρθωνε να μεταδίδει μια ολοφάνερη αίσθηση καλοσύνης και, ταυτόχρονα, ιερατικής αποφασιστικότητας, που την ενίσχυε η βασιλική στάση του σώματός της. «Ναι, για να πούμε την αλήθεια είναι πανέμορφη... Και παράξενη, έτσι δεν είναι;» παραδέχτηκε ο Κόντε και έφτιαξε ξανά τα γυαλιά του στα οποία είχε καταφύγει για να παρατηρήσει τις φωτογραφίες αν και, ακόμα κι έτσι, έκλεισε λίγο τα βλέφαρα για να βοηθήσει τις ξοδεμένες από τα χρόνια κόρες των


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 33

Μόλις ο Μπόμπι χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, ο Κόντε τηλεφώνησε στον φίλο του, τον Κάρλος, και του διηγήθηκε την παράξενη συνάντηση που είχε πριν από λίγο. Ο Μπόμπι Ρόκε αυτοπροσώπως! Ο Μπόμπι που είχε πια αποκαλυφθεί! Σαντέρο και έμπορος! Να του έχει κλέψει την ψυχή και τα πράγματα ένας Άδωνις από το Σαντιάγο. Και ο Κάρλος τον έβαλε να του υποσχεθεί πως, μόλις ευκαιρούσε, θα πήγαινε να τον δει για να του διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια τη μυθική επανεμφάνιση του Μπόμπι Ρόκε Ροσέλ. Και ότι καθ’ οδόν θα αγόραζε ένα μπουκάλι ρούμι, βέβαια. Και να μην ξεχάσει ότι σε έναν μήνα ήταν τα γενέθλιά του και αυτοί... Ο Κόντε τον αποχαιρέτησε. Νιώθοντας την ανάγκη για απαντήσεις και για ανακούφιση στις εκπλήξεις του, πήρε ένα ταξί από τη λεωφόρο της γειτονιάς του. Στη διαδρομή προς το σπίτι του Γιόγι του Περιστέρη, συλλογιζόταν αυτά που είχαν συμβεί. Ο παλιός του συμμαθητής ήθελε να τον προσλάβει: η φιλία ήταν φιλία· όμως οι δουλειές ήταν δουλειές, είπε ο Μπόμπι, και προσφέρθηκε να τον πληρώνει εξήντα δολάρια την ημέρα (η λέξη εξήντα άρχιζε να βελτιώνεται από τη φωνητική και κυρίως από τη σημασιολογική πλευρά της) και άλλα χίλια αν του έφερνε πίσω την Παρ-

2 – Η διαφάνεια του χρόνου

33

ματιών του να μελετήσουν άλλη μια φορά τις εικόνες. «Εγώ δεν ξέρω πολλά απ’ αυτά, αλλά νομίζω πως δεν έχω ξαναδεί ποτέ μια Παρθένο της Ρέγλα έτσι, καθιστή... Επιπλέον, έχει κάτι...» «Μα γι’ αυτό είμαι εδώ, γέρο μου. Επειδή έχει κάτι... Αυτή η Παρθένος είναι κειμήλιο, βρίσκεται στα χέρια της οικογένειάς μου ούτε ξέρω πόσα χρόνια... Και έχει μεγάλη δύναμη! Στ’ αλήθεια έχει μεγάλη δύναμη! Κόντε, πρέπει να με βοηθήσεις να βρω τον Ραϊντέλ για να μου επιστρέψει την αγαπημένη μου Παρθένο. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν άλλο εκτός από σένα, μικρέ μου. Πρέπει να με βοηθήσεις για χάρη των παλιών καιρών, για χάρη της φιλίας μας, έτσι δεν είναι;»


34

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 34

θένο. Τόσο ισχυρή ήταν τελικά η αφοσίωσή του σε εκείνο το συγκεκριμένο ομοίωμα; Δεν ήταν, άραγε, όπως τόσα και τόσα άλλα, ένα κομμάτι σκαλισμένου ξύλου ή γύψου στο οποίο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά (ρούχα, κορόνες, μπογιές) του έδιναν την οριστική φυσική μορφή του; Το γεγονός ότι αποτελούσε ένα είδος οικογενειακού κειμήλιου ήταν τελικά τόσο σημαντικό για τον καινούργιο και πιο αυθεντικό Μπόμπι; Και τι σήμαινε η διαβεβαίωση πως είχε μεγάλη δύναμη; Ο Κόντε, ο οποίος παρά τον λανθάνοντα μυστικισμό του θεωρούσε τον εαυτό του ένα μείγμα αγνωστικιστή και άθεου, δεν αισθανόταν ικανός να κατανοήσει μια τέτοια σχέση μυστικιστικής, σχεδόν ερωτικής, εξάρτησης από μια μικρή φιγούρα της οποίας η πνευματική αξία οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στο τι πρόβαλλαν επάνω της οι πιστοί και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε μια πιο χειροπιαστή και βαθιά οικογενειακή σχέση. Ο Γιόγι τον περίμενε στην είσοδο του σπιτιού του, φορώντας ένα λινό λευκό παντελόνι και ένα άσπιλο μακό φανελάκι πάνω στο ύφασμα του οποίου διαγραφόταν η τρόπιδα του περιστερίσιου στέρνου του. Πάνω στο οστικό εξόγκωμα άστραφτε ένα βαρύ μενταγιόν, κρεμασμένο από μια χοντρή χρυσή αλυσίδα... ένα μενταγιόν με την εικόνα της Παρθένου, στην κουβανική εκδοχή της Παναγίας του Ελέους του Κόμπρε. Δίπλα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, με τη μούρη να σημαδεύει το κέντρο της πόλης, ήταν παρκαρισμένη η καμπριολέ Σεβρολέτ Μπελ Ερ του 1956, πιο αστραφτερή από ποτέ χάρη στο βερνίκι της λάκας που, η Παρθένος ίσως ήξερε από ποιες οδούς, είχε φτάσει στον Γιόγι από το ίδιο το εργοστάσιο της Φεράρι. Οι δύο άνδρες έδωσαν τα χέρια και ο νεοφερμένος σωριάστηκε σε μία από τις πολυθρόνες της βεράντας στην είσοδο, αφού πρώτα τη μετακίνησε για να έρθει απέναντι από τον αμφιτρύωνά του. «Ώστε ήρθε ήδη να σε δει ο πελάτης;» ρώτησε ο Γιόγι, με το καλύτερο περιπαικτικό του ύφος.


«Πριν από μία ώρα έφυγε από το σπίτι μου...» «Και πώς σου φάνηκε ο Μπόμπι; Είναι τύπος... και όταν μου διηγήθηκε τι του είχε συμβεί, είπα μέσα μου: δουλειά για τον Κόντε!» «Και γιατί δεν μίλησες πρώτα μαζί μου, ρε φίλε;» «Γαμώτο, man, γιατί ο Μπόμπι μού είχε πει πως ήσασταν φίλοι και γιατί εγώ ξέρω πως οτιδήποτε έχει σχέση με το Προ της Λα Βίμπορα εσένα σ’ ενδιαφέρει... α, προφανώς, και επειδή είμαι ο εμπορικός σου ατζέντης, ξέρω ότι θα σου καλόπεφτε να βγάλεις αυτά τα εκατό πράσινα την ημέρα που...» Ο Κόντε ύψωσε το ένα χέρι για να διακόψει τον λόγο που έβγαζε ο άλλος. «Πόσα είπες;» Ο Γιόγι τον κοίταξε έντονα και έμεινε σιωπηλός, σαν να παραμόνευε σε ενέδρα. Είχε κάτι μυριστεί. Αν ο Γιόγι είχε κάποιο προσόν αξιοσημείωτο αυτό ήταν η εμπορική και οικονομική του όσφρηση. Και αν είχε ακόμα ένα ήταν ότι, παρόλο που στις δουλειές συμπεριφερόταν σαν θηρίο, τις έκανε με εντιμότητα και με καθαρό τρόπο. Και αν τυχόν χρειαζόταν να έχει ακόμα ένα προσόν, ιδού η αδυναμία του για τον Κόντε: διότι, παρόλο που ήταν περίπου είκοσι πέντε χρόνια νεότερος από τον συνεταίρο του στις αγοραπωλησίες των παλαιών βιβλίων, ο Γιόγι έτρεφε μια αμετακίνητη φιλία για τον πρώην αστυνομικό, όχι μόνο επειδή κάποτε τον είχε σώσει από μια ληστεία, συμπεριλαμβανομένου ενός ξυλοδαρμού που θα μπορούσε να έχει αποδειχθεί ακόμα και μοιραίος, αλλά και επειδή οι δυο τους αισθάνονταν άνετα μεταξύ τους όταν έκαναν δουλειές, χωρίς φόβους για πιθανές προδοσίες. Ο Γιόγι εκδήλωνε επί χρόνια αυτή την αδυναμία προστατεύοντας τον Κόντε: καθώς κέρδιζε τόσα χρήματα από τις ποικιλόμορφες εμπορικές του επιχειρήσεις –το φάσμα τους ήταν άπειρο, όχι απλώς ευρύ–, αποζημίωνε τον φίλο του που ήταν λιγότερο επιδέξιος στην αναζήτηση του επιούσιου και, από καιρού εις καιρόν, με τρόπους που δεν ήταν επώ-

35

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 35


36

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 36

δυνοι, τον έσωζε από την εξαθλίωση· από το να είναι ταπί, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν την κατάσταση της ένδειας στην οποία σχεδόν πάντα ζούσε ο αποστάτης αστυνομικός. «Είπα εκατό, man» – ο Γιόγι μίλησε μισοκλείνοντας τα μάτια, σαν να προσπαθούσε να εστιάσει καλύτερα στον Κόντε, που κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά. «Εξήντα τη μέρα και χίλια άμα ξαναβρώ την Παρθένο...» «Τον κερατά!» – ο Γιόγι πετάχτηκε όρθιος. «Είχαμε συμφωνήσει εκατό την ημέρα, συν τα έξοδα, και δύο χιλιάδες για την Παρθένο...» Ο Κόντε αισθάνθηκε την καρδιά του να χοροπηδάει στο στήθος του. «Μα, Γιόγι, τόσο πολλά!.. Για μια Παρθένο της Ρέγλα;» «Πού τα είδες τα πολλά, Κόντε... Αυτή η Παρθένος της Ρέγλα είναι ένα ξυλόγλυπτο του 19ου αιώνα που το έφεραν από την Ανδαλουσία και σίγουρα κοστίζει κάμποσο χρήμα... Και ο Μπόμπι είναι χεσμένος στο χρήμα! Ξέρεις πόσα έβγαλε από τους δύο πίνακες του Πορτοκαρέρο, έναν της Αμέλια Πελάες και έναν του Μοντότο και μερικά σχέδια του Μπέδια που πήρε μαζί του στο Μαϊάμι;... Μετά την επένδυση και αφού πλήρωσε όσους έπρεπε να πληρώσει για να βγάλει τους πίνακες από δω, του έμειναν εβδομήντα χιλιαρικάκια καθαρά ολοκάθαρα σαν κρύσταλλο, man. Έτσι, εύκολα κι απλά. Εβδομήντα χιλιάδες δολάρια! Και δεν μπορείς καν να φανταστείς ποιοι είναι κάποιοι από τους πελάτες του εδώ στην Κούβα και τι πράγματα τους έχει πουλήσει ο Μπόμπι!.. Δεν έχεις ακούσει να μιλάνε για κάτι πλαστά τοπία του Τομάς Σάντσες που κυκλοφορούσαν στο Μαϊάμι;» Τώρα η καρδιά του Κόντε σταμάτησε εντελώς: εβδομήντα χιλιάδες δολάρια κέρδος σε μια δουλειά και πλαστοί πίνακες στην αγορά! Και όλοι τους κάποτε νόμιζαν ότι ο Μπόμπι ήταν ένας μαλάκας;... «Άσ’ το αυτό για τα χρήματα σε μένα. Δική σου δουλειά εί-


ναι να ψάξεις αυτόν τον πουστάκο και να βρεις πού στον διάβολο είναι κρυμμένη αυτή η ευλογημένη Παρθένος... και να κερδίσεις αυτά τα λεφτά». Υπό την επήρεια της ταραχής, ο Κόντε κατένευσε αρκετές φορές, ενώ είχε βαλθεί να ψάχνει σε όλες τις τσέπες του αναζητώντας το πακέτο των τσιγάρων του, χωρίς να θυμάται ότι το είχε αφήσει, μαζί με τον αναπτήρα, στο τραπεζάκι από σίδερο και κρύσταλλο της βεράντας. Όταν επιτέλους ανακάλυψε πού βρίσκονταν τα τσιγάρα, άναψε ένα για να ηρεμήσει με τη νικοτίνη. «Εμείς στο Προ πιστεύαμε πάντα ότι ο τύπος ήταν χαζός... εκτός από μισοαδερφή». Ο Περιστέρης επιτέλους χαμογέλασε. «Ε, λοιπόν, αν ήταν χαζός, θεραπεύτηκε πλήρως, γιατί τώρα είναι αετός στο να πουλάει και να αγοράζει πίνακες και να τους βγάζει από την Κούβα όποτε χρειάζεται... Όσον αφορά το άλλο, τον υποτιμήσατε. Γιατί είναι μια αδερφή και μισή, όπως θα είδες, έτσι δεν είναι; Και πώς το χαίρεται!» Ο Κόντε μόλις και μετά βίας είχε ακούσει τις εκτιμήσεις του Γιόγι, αφού το μυαλό του είχε βυθιστεί στους υπολογισμούς. Εκατό δολάρια την ημέρα! Είχαν περάσει ήδη τέσσερα ή πέντε χρόνια από τότε που είχε εμφανιστεί στην Αβάνα ο ζωγράφος Ελίας Καμίνσκι αναζητώντας βοήθεια για να συμπληρώσει την ιστορία του πατέρα του, του Εβραίου Ντανιέλ, και για τις υπηρεσίες του στην έρευνα ο Κόντε είχε εισπράξει ένα γενναίο ποσό σε δολάρια.11 Από τότε και ύστερα, όμως, είχε περάσει μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ, αφού η επιχείρηση της αγοραπωλησίας βιβλίων αποδεικνυόταν κάθε φορά και λιγότερο αποδοτική, τόσο πολύ που έφτανε να σκέφτεται να ανακυκλώσει με κάποιον τρόπο τον εαυτό του και να βρει άλλη οδό επιβίωσης, όπως κάποιοι από τους συναδέλφους του. «Λοιπόν, man, μη νοιάζεσαι για το χρήμα... Γιατί, θα την κάνεις αυτή τη δουλειά, έτσι δεν είναι;»

37

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 37


38

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 38

Τώρα ο Κόντε χάθηκε σε άλλους νοερούς υπολογισμούς: πώς στον διάβολο θα έβρισκε στην Αβάνα ή Κύριος οίδε πού έναν τύπο που δεν θέλει να τον βρουν; Μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας, απάντησε στον εαυτό του. «Δεν θα είναι εύκολο», παραδέχτηκε και έσβησε το τσιγάρο. «Γι’ αυτό σε πληρώνουν, man... Λοιπόν, τώρα σε προσκαλώ σε δείπνο... Στις εννιά πρέπει να είμαι στο Βεδάδο για να δω μια γκομενίτσα εκεί...» είπε και έδειξε την Μπελ Ερ του. «Και ποιο είναι το μενού της ημέρας;» ρώτησε ο Κόντε, πάντα πρόθυμος να εκπλαγεί από τα πιάτα που συνήθιζε να χαρίζει στον εαυτό του ο συνεταίρος του. Για να ικανοποιεί τα γκουρμέ γούστα του, ο πρώην μηχανικός Χόρχε Ρεουτίλιο Κασαμαγιόρ Ρικέλμες ή αλλιώς Γιόγι ο Περιστέρης, είχε βρει μια μαγείρισσα (η γυναίκα φορούσε λευκά και μάλιστα κάλυπτε μέχρι και το κεφάλι της με έναν σκούφο σεφ) ικανή να του ετοιμάζει κάθε θεσπέσια λιχουδιά που του έκανε όρεξη και επιπλέον (μιας και ήταν για τον Γιόγι, έλεγε) φρόντιζε να του σιδερώνει τα βαμβακερά ή λινά παντελόνια και πουκάμισά του με μια τέχνη επίσης θεσπέσια, κληρονομημένη, καταπώς έλεγε η ίδια, από τον Φιλιππινέζο παππού της που είχε στεγνοκαθαριστήριο. «Είπα στην Εστέρ να φτιάξει κάτι ελαφρύ, μιας και θα πάω να δω αυτή την γκομενίτσα... ξέρεις... Και, τίποτα, έριξε στο νερό λίγο ρύζι με λαχανικά και έφτιαξε μια σαλάτα με πολλά χορταρικά και ένα γκασπάτσο. Είναι καλό με τέτοια ζέστη...» Ο Κόντε σιγά σιγά ανέβαινε με την απαρίθμηση και, με την αποκλιμάκωση στο τέλος της, ένιωσε σαν να πέφτει σε βάραθρο. Τέρμα; Αυτό ήταν όλο; Ρύζι και χορταρικά; Οι δίαιτες που τον καταδίωκαν ήταν μια συνωμοσία εναντίον της όρεξής του; Βλέποντας το ύφος του Κόντε, ο Περιστέρης χαμογέλασε. «Και δύο μοσχαρίσια φιλέτα ολόκληρα, Κόντε... αλά ολλανδικά, με πολλή πράσινη πιπεριά... Γιατί εγώ το ’ξερα ότι ερχόσουν κατά δω! Κοίτα να δεις, man, ήταν ένα προαίσθημα


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 39

Αισθάνθηκε, με εντεινόμενη ανησυχία, πως άρχιζαν να τον περικυκλώνουν, ακόμα και να του επιτίθενται, αποφασισμένοι να τον λυγίσουν. Του φαινόταν μια χαρά που όλοι ήθελαν να σωθούν, αλλά το επικίνδυνο ήταν ότι, παρεμπιπτόντως, φιλοδοξούσαν να τον σώσουν κι αυτόν. Χαμομήλι αντί για καφέ!.. Και από πάνω χωρίς ζάχαρη! Τόσο γέρο και στραπατσαρισμένο τον έβλεπαν; Ο Κόντε παρατήρησε την Ταμάρα καθώς, συγκρατώντας το καπάκι της πορσελάνινης τσαγιέρας, έχυνε το πρασινωπό υγρό στις κούπες με τη χρυσαφιά μπορντούρα. Όπως πάντα, θαύμασε την κομψότητα και την ακρίβεια που είχαν οι κινήσεις της, αρμονικές και αριστοκρατικές, τόσο διαφορετικές από τους δικούς του βάρβαρους τρόπους του αποτυχημένου μπεϊζμπολίστα. Γιατί άραγε αυτή η γυναίκα με αντέχει... και μάλιστα πλαγιάζει μαζί μου; Στα πενήντα επτά της, η Ταμάρα έμοιαζε να είναι δέκα χρόνια μικρότερη. Οι δίαιτες, οι ασκήσεις, οι βαφές και οι κρέμες της (ιταλικές, ακριβές και αποτελεσματικές, σταλμένες από το υπερπέραν από τη δίδυμη αδελφή της, Αϊμάρα) είχαν τόσο ισχυρά θετικά αποτελέσματα όσο αρνητικά ήταν για τον Κόντε η παράλογη διατροφή του, η κατανάλωση τσιγάρων και αλκοόλ και η έκθεσή του στον λυσσασμένο ήλιο του νησιού στις καθημερινές του περιπλανήσεις, όταν αναζητούσε βιβλία που θα μπορούσε να αγοράσει. Εκείνο το βράδυ, επιπλέον, σαν να ήθελε

39

και το ένιωσα εδώ» – ο Γιόγι κάρφωσε τα δάχτυλά του κάτω από την αριστερή θηλή, που ακουμπούσε στην πλαγιά του περιστερίσιου στέρνου του. «Γιόγι, κόφ’ την πλάκα, αυτός που έχει τα επώδυνα προαισθήματα εδώ είμαι εγώ...» διεκδίκησε ο Κόντε την πατέντα του στα προαισθήματα. «Και, επί τη ευκαιρία, υπάρχουν ακόμα μοσχάρια; Και έχουν φιλέτα;»


40

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 40

να του δείξει με τον πιο ολοφάνερο τρόπο τι έχανε με τις απουσίες του, η Ταμάρα τον περίμενε φορώντας μόνο ένα νυχτικό σχεδόν διάφανο, χωρίς σουτιέν, και με ένα μαύρο τάνγκα που μόλις και μετά βίας κάλυπτε τη χαράδρα των αιώνια τουρλωτών γλουτών της, σφιχτών και ανθεκτικών στο πέρασμα του χρόνου. Μόλις έφτασε, ο άνδρας την παρατήρησε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, από μπροστά και από πίσω, και συγχάρηκε τον εαυτό του όταν αισθάνθηκε μια ελαφρά σύσπαση στο όσχεό του και μια πολλά υποσχόμενη αγαλλίαση στο πέος του. Ενόσω έπιναν το χαμομήλι –εκείνος αρνήθηκε να το πιει χωρίς ζάχαρη–, ο Κόντε της διηγήθηκε την είδηση της ημέρας: την εμφάνιση του Μπόμπι με σάρκα και οστά μέσα από τη λήθη. Εκείνης της φάνηκε απίστευτο ότι ο πρώην συμμαθητής ήταν σαντέρο και έμπορος, αν και δεν την εξέπληξε ιδιαίτερα η επαλήθευση της σεξουαλικής του προτίμησης και χαμογέλασε κεφάτα όταν είδε τη φωτογραφία που της έδειξε ο Κόντε. «Δεν παθαίνεις πια αλλεργία όταν έχεις πάρε-δώσε με γκέι;» τον τσίγκλησε η Ταμάρα, που ήξερε όλες και την καθεμία ξεχωριστά από τις πολλές προκαταλήψεις του εραστή της. «Το ξέρεις πως έχω θεραπευτεί εδώ και λίγο καιρό... Ή τουλάχιστον έχω βελτιωθεί αρκετά». Η γυναίκα κατένευσε. Αυτός την παρατήρησε ξανά: ναι, εξακολουθούσε να είναι όμορφη. «Και τι θα κάνεις για να βρεις αυτόν τον Ραϊντέλ;» ρώτησε και αυτός ένιωσε εκείνη τη στιγμή τη βεβαιότητα ότι οι ικανότητές του ως ανιχνευτή εξασθενούσαν με μια ταχύτητα τόσο τρομακτική όσο κι εκείνη του χρόνου που κυλούσε προς τη φθορά. «Γίνομαι μαλάκας... Δεν ρώτησα καν τον Μπόμπι αν έχει μια φωτογραφία του νεαρού. Ελπίζω να έχει καμία...» «Και αν επέστρεψε στο Σαντιάγο, τι θα κάνεις, Μάριο;» Η Ταμάρα έμοιαζε στ’ αλήθεια να της έχει ερεθιστεί η περιέργεια. Ήξερε ότι ο Κόντε ήταν ικανός να πάει μέχρι το Σα-


ντιάγο δε Κούμπα και να μείνει εκεί για βδομάδες και μήνες, χαμένος σε ένα δάσος από μπουκάλια ρούμι. «Ο Μπόμπι πιστεύει πως βρίσκεται εδώ, στην Αβάνα. Για να πουλήσει καλύτερα όλα όσα του έκλεψε. Φαίνεται πως ο κόσμος στο Σαντιάγο είναι ταπί. Ακόμα χειρότερα από δω...» Πειθαρχημένος, ο Κόντε τελείωσε το αφέψημά του και άναψε τσιγάρο. Δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί έχοντας μπροστά του τη διάφανη γύμνια της Ταμάρα. Παρόλο που βρισκόταν στο κατώφλι της τρίτης ή της τέταρτης ηλικίας ή μπορεί επειδή αυτό ακριβώς το γεγονός έκανε τα πράγματα χειρότερα, η έλξη του από τη γυναικεία γοητεία συνέχιζε να είναι ζωντανή και, επιπλέον, πολύ αλλαγμένη: ίσως ακόμα πιο έντονη απ’ ό,τι σε προηγούμενους καιρούς, με μεγαλύτερο φυσικό σφρίγος. Λες και το κεφάλι του κουνιόταν ανεξάρτητα ή μαγνητιζόταν, ο Κόντε συνήθως το έστρεφε κάθε φορά που περνούσε δίπλα του μια καλοφτιαγμένη γυναίκα (οι αισθητικοί και γεωμετρικοί του κανόνες για την ορθή αρμονία περιλάμβαναν ένα ζευγάρι πεταχτούς γλουτούς) και το βλέμμα του κυνηγούσε ένα ανοιγμένο κουμπί σε μια μπλούζα ή απολάμβανε ένα γυναικείο πρόσωπο που του φαινόταν ελκυστικό. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, η απόλαυση του κοιτάγματος –και, αν ήταν εφικτή, η αντικειμενική, υλική δοκιμή– της γυναικείας ομορφιάς τον είχε καταδιώξει και είχε εξελιχθεί σε χαρακτηριστικό ταλέντο ενός ιχνηλάτη με προπονημένη όσφρηση: όταν ανέβαινε σε κάποιο λεωφορείο, τα μάτια του έβρισκαν το πιο όμορφο κορίτσι, αν διασταυρωνόταν με μια γυναίκα προικισμένη και μάλιστα ένστολη ένιωθε μια ορμονική αναστάτωση· αν έβλεπε μια κινηματογραφική ταινία, ταραζόταν με τις απολαύσεις που υποσχόταν ή που έδειχνε (πόσο του είχε αρέσει η Στεφανία Σαντρέλι στο Είχαμε αγαπηθεί τόσο, η Κάντις Μπέργκεν στο Ζήσε για τη ζωή, πώς του είχαν αρέσει οι φορές που αυνανίστηκε καθώς θυμόταν τη γύμνια της Σόνια Μπράγκα στο Η ντόνα Φλορ και οι άντρες της!.. και πόσο κακές και κοκαλιάρες

41

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 41


42

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 42

ήταν οι σημερινές ηθοποιοί, για όνομα του Θεού!). Και παρόλο που ήξερε ότι οι διεγέρσεις του ήταν πλέον περισσότερο αισθητικές παρά σωματικές, δεν μπορούσε να τις ελέγξει και συνήθιζε να τις αφήνει ελεύθερες σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία. Έστω και μόνο οπτική, η απόλαυση των γυναικείων θελγήτρων τον έτρεφε: ρουφούσε ομορφιά, σεξουαλικό μαγνητισμό, γευόταν την περιέργεια να ανακαλύπτει τα άπειρα σωματικά και πνευματικά μυστήρια των γυναικών και, σαν το βαμπίρ, έγλειφε τα χείλη του όταν πια είχε απομυζήσει ό,τι μπορούσε και ξανάνιωνε. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε υπάρξει ούτε θα ήταν ποτέ ικανός να κατανοήσει τον Μπόμπι και την παρέα του: πώς είναι δυνατόν κάποιος να αισθάνεται έλξη για ένα ον τριχωτό, χοντροκομμένο, με εκείνα τα άσχημα πράγματα που του κρέμονται ανάμεσα στα πόδια, όταν υπήρχε η άλλη δυνατότητα, γεμάτη από ντελικάτα εξογκώματα, τέλειες απολήξεις, φιλικές κοιλότητες για να σε τυλίγουν;... Το μεγάλο βραβείο που είχε πάρει στην ερωτική και σεξουαλική ζωή του και κυρίως στην αισθητική κατανάλωση και από τις πέντε του αισθήσεις ήταν η δυνατότητα να αγαπήσει την Ταμάρα, το πιο όμορφο κορίτσι του Προ της Λα Βίμπορα. Την ίδια Ταμάρα που, όταν ήταν πολύ νέοι, συμμαθητές στο σχολείο, και εκείνου του έτρεχαν τα σάλια μόνο που την έβλεπε, τον κοίταζε συνήθως σαν να ήταν κάποιο έντομο με ελάχιστο ενδιαφέρον. Μετά από χρόνια, όταν αποκατέστησε την επαφή μαζί της, ούτε λίγο ούτε πολύ επειδή είχε αναλάβει την αστυνομική αποστολή να βρει τον σύζυγό της που είχε εξαφανιστεί την τελευταία μέρα του 1988 (τον μέγιστο καργιόλη Ραφαέλ Μορίν, οπορτουνιστή και διεφθαρμένο) και επιστέγασε το καθήκον του πλαγιάζοντας μαζί της, ο Κόντε μπήκε σε μια διαφορετική φάση της ύπαρξής του: τη φάση όπου δεν πίστευε αυτό που είχε και ρουφούσε, όπου αναρωτιόταν ξανά και ξανά πώς ήταν δυνατόν εκείνο το υπέροχο πλάσμα να μπορεί να νιώθει κάποια έλξη για ένα ναυάγιο όπως αυτός. Μετά από πολλά χρόνια ακόμη,


η σχέση του με αυτή τη γυναίκα είχε σταθεροποιηθεί τόσο πολύ που δεν θεωρούσαν απαραίτητο να της δώσουν τυπικό χαρακτήρα με νομικό τρόπο, αφού ένιωθαν ικανοποιημένοι ζώντας σε ένα είδος αιώνιου αρραβώνα, σε μια ανθρώπινη κατάσταση αλληλοσυμπλήρωσης, πιο ευχάριστη αφού δεν κουβαλούσε τα βάρη μιας συμβίωσης που έφθειρε. Παρ’ όλα αυτά, ο Μάριο Κόντε συνέχιζε να κοιτάζει την Ταμάρα, κάποιες νύχτες σαν αυτή, και να αναρωτιέται: είναι άραγε αλήθεια; Και μετά, μεγαλόφωνα: «Αλήθεια, ποιος σου χάρισε αυτό το τόσο όμορφο δαχτυλίδι αρραβώνων που φοράς;» ξεκίνησε το τελετουργικό που τόσο του άρεσε και το οποίο επαναλάμβανε σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία. Η Ταμάρα τον ικανοποίησε με την αναμενόμενη απάντηση. «Μου το χάρισε ο άντρας μου», ψιθύρισε ευχαριστημένη. «Γιατί, είσαι παντρεμένη;» «Όχι... αλλά περίπου», συνέχισε εκείνη επαναλαμβάνοντας το σενάριο και έδειξε επιδεικτικά το μεσαίο της δάχτυλο. «Γι’ αυτό μου χάρισαν αυτό το δαχτυλίδι». Ο Κόντε σκέφτηκε ότι μπορούσε να επιταχύνει τη δράση. «Και πού είναι η γιορτή;» Η Ταμάρα χαμογέλασε. «Νομίζω κάπου εδώ γύρω». «Και πρέπει να είναι κανείς ντυμένος έτσι;» – περιπλανήθηκε στο κορμί της με το βλέμμα και με την άκρη του δαχτύλου του. «Σ’ αρέσει;» «Με τρελαίνει». «Ακόμα;» «Περισσότερο από ποτέ». «Ναι αλλά είχες δύο μέρες να ’ρθεις...» «Έκανα γυμναστική... Για να μαζέψω δυνάμεις... Στην ηλικία μου...» «Και μάζεψες δυνάμεις;»

43

PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 43


PADURA_DIAFANIA_SKLHRO DD.qxp_Layout 1 05/06/2018 19:12 Page 44

44

Ο Κόντε έκανε πως σκεφτόταν πριν απαντήσει. «Κάνουμε μια δοκιμή να δούμε;» – και σηκωνόταν όρθιος, ερχόταν πίσω από τη γυναίκα και άρχιζε να τη φιλάει στον λαιμό, να της χαϊδεύει τα στήθη, για να την κάνει να νιώσει στη χαράδρα των γλουτών της την παρουσία του μέλους του που είχε ήδη ξυπνήσει, έτοιμο να δοκιμάσει τις δυνάμεις του: κόντρα στη βαρύτητα και στα χρόνια, χάρη στη βοήθεια από την ομορφιά εκείνου του θηλυκού, από την ευωδιά καθαρού δέρματος που ανέδιδε και από τη γεύση γλυκών φρούτων που πάντα, πάντα, πλανιόταν στο σάλιο και στην ανάσα της.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.