Ντάνιελ Κέλμαν - Τυλ, ο σαλτιμπάγκος

Page 1

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 3

ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΕΛΜΑΝ

ΤΥΛ, Ο ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΟΣ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΣΜΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 4

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Daniel Kehlmann, Tyll

Copyright 2017 by Rowohlt Verlag GmbH, Reinbek bei Hamburg, Germany © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017 ©

1η έκδοση: Οκτώβριος 2018 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6417-0


KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Παπούτσια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο άρχοντας των αιθέρων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τσουσμαρχάουζεν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βασιλιάδες τον χειμώνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πείνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η μεγάλη τέχνη του φωτός και της σκιάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο λαγούμι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βεστφαλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

7 29 145 183 259 277 317 341


KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 6


KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 7

Παπούτσια


KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 8


KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 9

Οτον φόβο και με την ελπίδα, και είχαμε τον νου μας να μην

προκαλέσουμε τον Θεό και τον κάνουμε να στρέψει την οργή Του στα γερά τείχη της πολιτείας μας, με τα εκατόν πέντε σπίτια και την εκκλησία και το κοιμητήριο, εκεί όπου οι πρόγονοί μας περίμεναν την Αναστάσιμη Ημέρα. Προσευχόμασταν πολύ για να κρατήσουμε τον πόλεμο μακριά. Προσευχόμασταν στον Παντοδύναμο και στη μεγαλόψυχη Παναγία, προσευχόμασταν στην Κυρά του Δάσους και στα μικρά πλάσματα της νύχτας, στον άγιο Γκέρβιν, στον Πέτρο τον Κλειδοκράτορα, στον Ευαγγελιστή Ιωάννη και για να είμαστε σίγουροι προσευχόμασταν επίσης και στη γριά Μέλα, που τις άγριες νύχτες, όταν οι δαίμονες τριγυρνούν ελεύθεροι, σχίζει τον ουρανό πίσω από την ακολουθία της. Προσευχόμασταν στους κερασφόρους θεούς των παλαιών ημερών και στον επίσκοπο Μαρτίνο, που μοιράστηκε τον μανδύα του με τον ζητιάνο όταν τον είδε να τρέμει από το κρύο, κι έτσι μετά έτρεμαν και οι δύο από το κρύο –γιατί τι να σου κάνει μισός μανδύας μες στο καταχείμωνο– και φυσικά προσευχόμασταν και στον άγιο Μαυρίκιο, που προτίμησε τον θάνατο μαζί με μια ολόκληρη λεγεώνα για να μην προδώσει την πίστη του στον Έναν και Μοναδικό και Δίκαιο Θεό. Δύο φορές τον χρόνο ερχόταν ο τελώνης για να εισπράξει τους φόρους, και κάθε φορά έδειχνε να παραξενεύεται που α-

9

πόλεμος δεν είχε έρθει ακόμη στα μέρη μας. Ζούσαμε με


10

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 10

κόμη ζούσαμε. Πού και πού έρχονταν και τίποτα γυρολόγοι, επειδή όμως δεν αγοράζαμε και πολλά έπαιρναν γρήγορα και πάλι τον δρόμο τους, και πολύ καλά έκαναν. Δεν είχαμε τίποτε ανάγκη από τον κόσμο, ούτε καν τον σκεφτόμασταν, μέχρι που κάποιο πρωινό εμφανίστηκε στον κεντρικό μας δρόμο ένα κάρο που το έσερνε ένας γάιδαρος. Ήταν η μέρα Σάββατο και μόλις είχε μπει η άνοιξη· το ποτάμι είχε φουσκώσει από τα χιόνια που έλιωναν και τα χωράφια, όσα δεν είχαμε σε αγρανάπαυση, ήταν φρεσκοσπαρμένα. Η τέντα του κάρου ήταν από κόκκινο καραβόπανο. Μπροστά καθόταν κουλουριασμένη μια γριά. Το κορμί της έμοιαζε με σακί, το πρόσωπό της ήταν σαν από πετσί, τα μάτια της σαν δυο μικρούτσικα κουκούδια. Μια πιο νέα γυναίκα, με φακίδες και σκούρα μαλλιά, στεκόταν πίσω της. Όμως στον πάγκο του καροτσέρη καθόταν κάποιος που τον αναγνωρίσαμε αμέσως κι ας μην είχε έρθει ποτέ του μέχρι εδώ, και μόλις οι πρώτοι από εμάς θυμήθηκαν το όνομά του και άρχισαν να το φωνάζουν το θυμηθήκαμε και οι υπόλοιποι, έτσι που από παντού ακούγονταν φωνές: «Ο Τυλ», «Μας ήρθε ο Τυλ!», «Κοιτάξτε, να ο Τυλ!» Δεν μπορούσε να είναι άλλος. Τα χαρτιά είχανε φτάσει και στα μέρη μας. Έρχονταν από το δάσος, τα έφερνε ο αέρας, τα φέρνανε οι εμπόροι – έξω στον κόσμο τυπώνανε κι άλλα από δαύτα, περισσότερα κι απ’ όσα μπορούσες να βάλεις με τον νου σου. Λέγανε για το πλοίο των τρελών και για τη μεγάλη βλακεία που δέρνει το παπαδαριό και για τον κακούργο Πάπα στη Ρώμη και για τον διαβολικό Μαρτίνο Λούθηρο της Βιτεμβέργης και τον μάγο Χορίντους και τον δόκτορα Φάουστ και τον ήρωα Γκάγουεν της Στρογγυλής Τραπέζης, κι επίσης και γι’ αυτόν εδώ, τον Τυλ Ούλενσπιγκελ, που ήρθε αυτοπροσώπως μέχρι τα μέρη μας. Τον γνωρίσαμε από την παρδαλή του βέστα, ξέραμε τον χιλιομπαλωμένο του σκούφο και το παλτό του από τομάρι μοσχαριού, ξέραμε το ισχνό του πρόσωπο, τα μικρούτσικα ματάκια, τα


γουβιασμένα μάγουλα και τα λαγουδίσια δόντια. Το παντελόνι του ήταν από καλό ύφασμα, τα παπούτσια από φίνο δέρμα, τα χέρια του όμως ήτανε χέρια κλέφτη ή γραφιά που δεν είχανε δουλέψει ποτέ τους· το δεξί κρατούσε τα γκέμια, το αριστερό το καμτσίκι. Τα μάτια του γυάλιζαν, χαιρετούσε εδώ κι εκεί. «Κι εσένανε, πώς είπαμε πως σε λένε;» ρώτησε ένα κορίτσι. Η μικρή σώπαινε· δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ένας τόσο διάσημος θα μπορούσε να της απευθύνει τον λόγο. «Πες ντε!» Μόλις κατάφερε να ψελλίσει ότι τη λέγανε Μάρθα, εκείνος απλώς χαμογέλασε, λες και το ήξερε από καιρό. Και μετά τη ρώτησε σοβαρά, σαν να το θεωρούσε πολύ σημαντικό: «Και πόσω χρονών είσαι;» Εκείνη ξερόβηξε και του είπε. Στα δώδεκα χρόνια που ζούσε δεν είχε ξαναδεί μάτια σαν και τα δικά του. Τέτοια μάτια μπορεί να υπήρχαν στις ελεύθερες πόλεις του Ράιχ και στις αυλές των αρχόντων, όμως άνθρωπος με τέτοια μάτια δεν είχε ξαναφανεί στα μέρη μας. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί ότι μέσα από ένα πρόσωπο μπορούσε να μιλήσει μια τέτοια δύναμη, μια τέτοια καπατσοσύνη της ψυχής ενός ανθρώπου. Κάποια μέρα θα έλεγε στον άντρα της και πολύ αργότερα στα δύσπιστα εγγόνια της, που θα νόμιζαν πως ο Ούλενσπιγκελ ήταν μια μορφή βγαλμένη από παλιούς μύθους, ότι τον είχε δει με τα ίδια της τα μάτια. Με το που πήγε λίγο πιο πέρα το κάρο, το βλέμμα του στράφηκε αμέσως αλλού, στην άλλη μεριά του δρόμου. «Ήρθε ο Τυλ!» φώναζε ο κόσμος στον δρόμο και «Έφτασε ο Τυλ!» στα παράθυρα και «Να ο Τυλ!» στην πλατεία της εκκλησίας, όπου τώρα κυλούσε το κάρο του. Στάθηκε πάνω του όρθιος και έκανε μια στράκα με το μαστίγιό του. Σε δευτερόλεπτα το καρότσι μετατράπηκε σε σκηνή. Οι δύο γυναίκες έβγαλαν την τέντα και τη δίπλωσαν, η νεότερη έπιασε τα μαλλιά της κότσο, φόρεσε μια μικρή κορόνα, έριξε πάνω της

11

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 11


12

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 12

ένα κομμάτι πορφυρό ύφασμα, η γριά στάθηκε μπροστά στο καρότσι κι έπιασε να σέρνει το τραγούδι με μια λύρα. Η διάλεκτός της έδειχνε πως ήταν από τον νότο, από τις μεγάλες πολιτείες της Βαυαρίας, και δεν την καταλάβαινες εύκολα, όμως εμείς κάτι καταλαβαίναμε, έλεγε για μια κοπέλα και ένα παλικάρι που αγαπιούνταν και δεν μπορούσαν να ανταμώσουν επειδή τους χώριζε η θάλασσα. Ο Τυλ Ούλενσπιγκελ πήρε ένα μπλάβο πανί, γονάτισε και το τίναξε κρατώντας το από τη μία του άκρη, έτσι που το πανί ξεδιπλώθηκε μ’ ένα πλατάγισμα· το ξανατράβηξε πίσω και το τίναξε πάλι, το τράβηξε, το τίναξε, κι έτσι όπως εκείνος ήταν γονατισμένος στη μια μεριά και η γυναίκα στην άλλη και το μπλάβο κυμάτιζε ανάμεσά τους, έμοιαζε να είναι στ’ αλήθεια νερό και τα κύματα ανεβοκατέβαιναν τόσο αγριεμένα, που κανένα καράβι δεν μπορούσε να τα διασχίσει. Όταν η γυναίκα σηκώθηκε όρθια και κοίταξε με τρομαγμένο πρόσωπο τα κύματα, προσέξαμε ξαφνικά πόσο όμορφη ήταν. Κι έτσι όπως στεκόταν εδώ μπροστά μας με τα χέρια ανοιγμένα προς τον ουρανό, έμοιαζε σαν να μην ανήκε εδώ σ’ εμάς, και κανείς μας δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Μονάχα με την άκρη του ματιού μας βλέπαμε τον αγαπημένο της να πηδάει και να χορεύει και να κουνάει τα χέρια και να κραδαίνει το σπαθί του και να παλεύει με δράκους και με εχθρούς και με μάγισσες και με κακούς βασιλιάδες, προσπαθώντας να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και να βρεθεί κοντά της. Η παράσταση κράτησε μέχρι το απόγευμα. Ξέραμε ότι έπρεπε να αρμέξουμε τις αγελάδες, μάλλον τα μαστάρια τους θα είχαν αρχίσει να τις πονάνε, κι όμως κανείς μας δεν έδειχνε να βιάζεται. Η γριά τραγουδούσε επί ώρες. Φαινόταν απίστευτο ότι μπορεί κάποιος να θυμάται τόσους στίχους απέξω, και μερικοί από μας σκεφτήκαμε ότι μπορεί και να τους έφτιαχνε εκείνη τη στιγμή, καθώς τραγουδούσε. Στο μεταξύ, το κορμί του Τυλ Ούλενσπιγκελ δεν έμενε ούτε στιγμή ήσυχο, οι πα-


τούσες του ήταν σαν να μην άγγιζαν καθόλου το έδαφος· κάθε φορά τον βλέπαμε και σε ένα διαφορετικό σημείο πάνω στη μικρή σκηνή. Στο τέλος έγινε ένα μπέρδεμα: η όμορφη γυναίκα είχε βρει φαρμάκι για να παραστήσει την πεθαμένη κι έτσι να μην αναγκαστεί να παντρευτεί τον κακό κηδεμόνα, όμως το μήνυμα που εξηγούσε τα πάντα στον αγαπημένο της χάθηκε στον δρόμο, κι όταν πια εκείνος, ο πραγματικός γαμπρός, ο σύντροφος της ψυχής της, έφτασε επιτέλους στο ακίνητο κορμί της, ο τρόμος τον χτύπησε σαν κεραυνός. Έμεινε για πολλή ώρα έτσι, σαν μαρμαρωμένος. Η γριά βουβάθηκε. Ακούγαμε τον άνεμο και τις αγελάδες που μας καλούσαν. Και κρατούσαμε την ανάσα μας. Τελικά έβγαλε ένα μαχαίρι και το κάρφωσε στο στήθος του. Ήταν φοβερό, η λεπίδα εξαφανίστηκε μέσα στη σάρκα, ένα κόκκινο πανί τινάχτηκε από τον γιακά του σαν πίδακας από αίμα, έπεσε στο πλάι αργοπεθαίνοντας με ρόγχους, τον έπιασαν κάτι σπασμοί και μετά έμεινε ακίνητος. Είχε πεθάνει. Άλλος ένας σπασμός και ανακάθισε και ξαναβυθίστηκε. Άλλος ένας σπασμός κι έμεινε ακίνητος πάλι, τώρα πια για πάντα. Περιμέναμε. Πράγματι. Για πάντα. Λίγο αργότερα η γυναίκα ξύπνησε και αντίκρισε το πτώμα δίπλα της. Στην αρχή τα ’χε χαμένα, έπειτα άρχισε να τον κουνάει δυνατά, μετά κατάλαβε τι είχε γίνει και τα ’χασε πάλι, κι ύστερα έκλαψε σαν όλα πάνω στη γη να ’ταν από εδώ και πέρα μαύρα. Και στο τέλος πήρε το μαχαίρι του και αυτοκτόνησε κι εκείνη, και πάλι θαυμάσαμε το καλοστημένο τέχνασμα και πόσο βαθιά στη σάρκα της χώθηκε η λάμα. Τώρα πια είχε απομείνει μόνο η γριά και είπε μερικούς στίχους ακόμα, που σχεδόν δεν τους καταλάβαμε εξαιτίας της διαλέκτου της. Και μετά η παράσταση τελείωσε και πολλοί από μας συνέχιζαν να κλαίνε, ακόμη κι όταν οι νεκροί είχαν πια από ώρα σηκωθεί και υποκλίνονταν. Όμως ακόμη δεν είχε τελειώσει. Οι αγελάδες έπρεπε να πε-

13

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 13


14

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 14

ριμένουν κι άλλο, επειδή μετά την τραγωδία ακολούθησε η κωμωδία. Η γριά άρχισε να παίζει ένα ταμπουρίνο και ο Τυλ Ούλενσπιγκελ μια φλογέρα, χορεύοντας με την άλλη γυναίκα, που τώρα δεν φαινόταν και τόσο όμορφη, μια δεξιά και μια αριστερά, και μια μπροστά και πάλι πίσω. Σήκωναν και οι δυο τους τα χέρια ψηλά και οι κινήσεις τους ήταν τόσο συντονισμένες, λες και δεν ήταν δύο άνθρωποι, παρά ο ένας το είδωλο του άλλου. Κι εμείς τα καταφέρναμε κάπως στον χορό, είχαμε τακτικά γιορτές, κανείς μας όμως δεν μπορούσε να χορεύει σαν κι αυτούς· αν τους κοιτούσες, ήταν σαν το ανθρώπινο κορμί να μην είχε βάρος και η ζωή να μην ήταν τόσο στενάχωρη και σκληρή. Δεν μπορούσαμε πια ούτε κι εμείς να μείνουμε έτσι ακίνητοι κι αρχίσαμε να κουνιόμαστε δεξιά κι αριστερά, να χοροπηδάμε και να στριφογυρίζουμε. Και ξαφνικά ο χορός σταμάτησε. Κοιτάξαμε λαχανιασμένοι το κάρο όπου τώρα στεκόταν ο Τυλ Ούλενσπιγκελ μονάχος, οι δυο γυναίκες δεν φαίνονταν πουθενά. Τραγουδούσε μια σκωπτική μπαλάντα για τον φτωχούλη, τον βλαμμένο Χειμερινό Βασιλιά, τον εκλέκτορα του Παλατινάτου, που νόμιζε πως θα νικούσε τον Κάιζερ και θα στεφόταν βασιλιάς από τους προτεστάντες της Πράγας, όμως το βασίλειό του έλιωσε πριν ακόμη λιώσουν τα χιόνια. Τραγουδούσε και για τον Κάιζερ, που τουρτούριζε απ’ τις πολλές τις προσευχές, το ανθρωπάκι που είχε χωθεί στο Χόφμπουργκ της Βιέννης κι έτρεμε τους Σουηδούς, κι ύστερα τραγουδούσε για τον βασιλιά της Σουηδίας, το λιοντάρι του μεσονυκτίου, δυνατό σαν αρκούδα, όμως σε τι του χρησίμευσε όλη εκείνη η δύναμη όταν τον πέτυχε η σφαίρα στο Λούτσεν και του πήρε τη ζωή σαν να ’ταν κάνας ρογατόρος, και πάει το φως του, έσβησε, και πάει και η βασιλική του η ψυχούλα, πάει το λιοντάρι! Ο Τυλ Ούλενσπιγκελ γελούσε, και μαζί του γελούσαμε κι εμείς, επειδή δεν γινόταν να κάνεις αλλιώς κι επειδή έκανε καλό να σκέφτεσαι ότι οι μεγάλοι πέθαιναν ενώ εμείς ήμασταν ακόμη ζωντανοί, και


μετά τραγούδησε για τον βασιλιά της Ισπανίας με το φουσκωτό κάτω χείλι, που νόμιζε πως εξουσίαζε τον κόσμο ολόκληρο κι ας ήταν ξεπαραδιασμένος σαν μαδημένο κοτόπουλο. Από τα γέλια αργήσαμε να καταλάβουμε ότι η μουσική είχε τώρα αλλάξει, πως ξαφνικά δεν ακουγόταν πια σαν να κοροϊδεύει. Μια μπαλάντα για τον πόλεμο τραγουδούσε τώρα για τους ιππείς που καβαλίκευαν και την κλαγγή των όπλων και τη φιλία των ανθρώπων και τη δοκιμασία στον κίνδυνο και τον θρίαμβο της σφαίρας που σφυρίζει. Για τη ζωή του μισθοφόρου τραγουδούσε και την ωραιότητα του θανάτου, τραγουδούσε για την τρελή χαρά του καθενός που καβάλα στο άλογο ορμάει στον εχθρό, και όλοι νιώθαμε τις καρδιές μας να χτυπούν πιο γρήγορα. Οι άντρες χαμογελούσαν, οι γυναίκες κουνούσαν το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, οι πατεράδες σήκωναν τα παιδιά τους στους ώμους και οι μητέρες κοιτούσαν περήφανες τα παιδιά τους εκεί ψηλά. Μόνο η γριά Λουίζε χούγιαζε και κουνούσε το κεφάλι και μουρμούριζε τόσο δυνατά, που αυτοί που στέκονταν δίπλα της της έλεγαν να τραβήξει για το σπιτάκι της. Κι εκείνη τους άκουγε και φώναζε ακόμα πιο πολύ, μα κανείς μας δεν καταλαβαίνει τι σκαρώνει τούτος εδώ πέρα; Το ξορκίζει, το ξυπνάει, το φωνάζει να ’ρθει! Όταν όμως τη χουγιάξαμε κι εμείς και την κάναμε πέρα και τη φοβερίσαμε, έφυγε κούτσα κούτσα, δόξα τω Θεώ, και ο Τυλ ξανάπιασε τη φλογέρα και η γυναίκα στεκόταν δίπλα του και τώρα φαινόταν πολύ μεγαλοπρεπής, σαν αρχόντισσα. Τραγουδούσε με καθαρή φωνή για την αγάπη, που είναι δυνατότερη από τον θάνατο. Για την αγάπη των γονιών τραγουδούσε και για την αγάπη του Θεού και για την αγάπη ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, και τότε πάλι κάτι άλλαξε, τα χτυπήματα του ταμπουρίνου έγιναν πιο σβέλτα, ο ήχος της μουσικής οξύς και κοφτερός, και ξαφνικά το τραγούδι άρχισε να μιλάει για την αγάπη του κορμιού, για τα ζεστά σώματα, για το κύλι-

15

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 15


16

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 16

σμα στα χορτάρια, το άρωμα της γύμνιας σου και τον μεγάλο σου τον πισινό. Οι άντρες έπιασαν να γελάνε κι αμέσως άρχισαν και οι γυναίκες τα χάχανα, και πιο δυνατά απ’ όλους γελούσαν τα παιδιά. Μέχρι και η μικρούλα η Μάρθα γελούσε. Είχε φτάσει μέχρι μπροστά, και τα καταλάβαινε όλα όσα έλεγε το τραγούδι, γιατί είχε ακούσει συχνά τη μητέρα και τον πατέρα στο κρεβάτι και τους παραγιούς στον σανό και την αδελφή της με τον γιο του ξυλουργού πέρυσι – το είχαν σκάσει οι δυο τους τη νύχτα, όμως η Μάρθα τούς είχε πάρει στο κατόπι και τα είδε όλα. Στο πρόσωπο του διάσημου άντρα φάνηκε ένα λάγνο, πλατύ χαμόγελο. Και από αυτόν και από τη γυναίκα άρχισε να βγαίνει μια ένταση, εκείνος ήθελε να πάει προς το μέρος της κι εκείνη προς το δικό του, τα κορμιά τους πλησίαζαν το ένα το άλλο, και περίμενες πώς και πώς τη στιγμή που επιτέλους θα αγγίζονταν. Όμως η μουσική έμοιαζε να τους εμποδίζει, γιατί σαν κατά λάθος άρχισε και πάλι ν’ αλλάζει και η στιγμή είχε πια χαθεί, ο ήχος της μουσικής δεν το επέτρεπε πια. Τώρα ήταν το Agnus Dei. Η γυναίκα σταύρωσε ευλαβικά τα χέρια, qui tollis peccata mundi, εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω και οι δυο τους έμοιαζαν να έχουν τρομάξει με την ξετσιπωσιά που τους είχε καβαλήσει, όπως είχαμε τρομάξει κι εμείς και σταυροκοπιόμασταν, επειδή ξέραμε ότι ο Θεός όλα τα βλέπει μα λίγα Του αρέσουν. Γονάτισαν και οι δύο, κι εμείς τους μιμηθήκαμε. Ο Τυλ ακούμπησε κάτω τη φλογέρα του, σηκώθηκε, άνοιξε τα χέρια και ζήτησε λεφτά και φαγητό. Γιατί τώρα είχε διάλειμμα. Και τα καλύτερα θα ’ρχονταν σε λίγο, αν του δίναμε καλά λεφτά. Βάλαμε το χέρι στην τσέπη ζαλισμένοι. Οι δύο γυναίκες πηγαινοέρχονταν κρατώντας κάτι κούπες. Δώσαμε τόσα, που τα κέρματα κουδούνιζαν και αναπηδούσαν. Όλοι μας δώσαμε: ο Καρλ Σένκνεχτ έδωσε, και ο Μάλτε Σοπφ έδωσε, και η αδελφή του η ψευδή έδωσε, και η οικογένεια Μύλερ –που είναι τόσο τσιγκούνηδες– κι αυτή έδωσε, και ο ξεδοντιάρης ο Χάινριχ


Μάτερ και ο Ματίας Βόλζεγκεν έδωσαν κάμποσα, κι ας ήταν μάστορες και μας έβλεπαν αφ’ υψηλού. Η Μάρθα πήγε αργά γύρω από το κάρο. Ο Τυλ, γερμένος με την πλάτη στην άκρη, καθόταν κι έπινε από ένα καυκί. Δίπλα του στεκόταν ο γάιδαρος. «Έλα εδώ εσύ», της είπε. Πλησίασε, με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Της έτεινε το καυκί. «Πιες», είπε. Πήρε το καυκί στα χέρια της. Η μπίρα είχε πικρή και βαριά γεύση. «Όλοι αυτοί εδώ. Είναι καλοί άνθρωποι;» Του κούνησε το κεφάλι πως ναι. «Είναι φιλήσυχοι, βοηθάνε ο ένας τον άλλον, δείχνουν κατανόηση, αγαπούν ο ένας τον άλλον, είναι απ’ αυτούς τους ανθρώπους;» Ήπιε άλλη μία γουλιά. «Ναι». «Ε, τότε», είπε ο Τυλ. «Για να δούμε», είπε ο γάιδαρος. Από τον τρόμο της η Μάρθα πέταξε το καυκί κάτω. «Κρίμα την μπίρα», είπε ο γάιδαρος. «Βλαμμένο». «Αυτό το λένε εγγαστρίμυθο», είπε ο Τυλ Ούλενσπιγκελ. «Μπορείς να το μάθεις κι εσύ, αν θέλεις». «Μπορείς να το μάθεις κι εσύ», είπε ο γάιδαρος. Η Μάρθα σήκωσε από κάτω το καυκί κι έκανε ένα βήμα πίσω. Η λιμνούλα από την μπίρα μεγάλωσε και ύστερα άρχισε να μικραίνει και να μικραίνει, μέχρι που το στεγνό χώμα απορρόφησε όλο το υγρό. «Μιλάω σοβαρά», είπε. «Έλα μαζί μας. Εμένα με γνώρισες κιόλας. Είμαι ο Τυλ. Η αδελφή μου εκεί απέναντι είναι η Νέλε. Δεν είναι αδελφή μου. Το όνομα της γριάς δεν το ξέρω. Ο γάιδαρος είναι ο γάιδαρος». Η Μάρθα τον κοιτούσε ακίνητη. «Θα σου μάθουμε ό,τι θες», είπε ο γάιδαρος. «Εγώ και η Νέλε

17

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 17


18

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 18

και η γριά και ο Τυλ. Και θα φύγεις από δω. Ο κόσμος είναι μεγάλος. Μπορείς να τον δεις αν θέλεις. Κι εμένα δεν με λένε απλώς γάιδαρο, έχω κι εγώ όνομα, είμαι ο Ωριγένης». «Και γιατί ρωτάτε εμένα;» «Επειδή εσύ δεν είσαι σαν κι αυτούς», είπε ο Τυλ Ούλενσπιγκελ. «Είσαι σαν κι εμάς». Η Μάρθα τού έτεινε το καυκί, εκείνος όμως δεν το πήρε, οπότε κι αυτή το απόθεσε κάτω. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Σκέφτηκε τους γονείς της και την αδελφή της και το σπίτι όπου ζούσε, και τον λόφο έξω, πίσω από το δάσος, και τον ήχο του ανέμου στα δέντρα, και δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να είναι και αλλού ο ίδιος. Και σκέφτηκε τα φαγητά της κατσαρόλας που μαγείρευε η μητέρα της. Τα μάτια του διάσημου άντρα άστραψαν, όταν της είπε μ’ ένα χαμόγελο: «Σκέψου αυτό που λένε οι παλιοί: Κάτι καλύτερο απ’ τον θάνατο μπορείς παντού να το βρεις». Η Μάρθα κούνησε το κεφάλι. «Καλά, λοιπόν», είπε εκείνος. Η Μάρθα περίμενε, όμως ο Τυλ δεν είπε τίποτε άλλο, και της χρειάστηκε μια στιγμή για να συνειδητοποιήσει ότι το ενδιαφέρον που της έδειξε είχε πια εξαφανιστεί. Έτσι λοιπόν ξαναέκανε έναν κύκλο γύρω από το καρότσι και πήγε σ’ εκείνους που γνώριζε, σε μας. Τώρα πια εμείς ήμασταν η ζωή της, δεν υπήρχε άλλη ζωή γι’ αυτήν. Κάθισε στο χώμα. Ένιωθε άδεια. Όταν όμως κοιτάξαμε προς τα πάνω, κοίταξε κι εκείνη, γιατί ξαφνικά όλοι μας προσέξαμε ότι κάτι κρεμόταν στον ουρανό. Μια μαύρη γραμμή έσχιζε το γαλανό. Πεταρίσαμε τα μάτια μας. Ήταν ένα σκοινί. Από τη μια μεριά ήταν δεμένο στην κάσα του παραθύρου του καμπαναριού και από την άλλη στον ιστό μιας σημαίας, ο οποίος ήταν στερεωμένος στον τοίχο του Δημαρχείου όπου δούλευε ο βικάριος, πράγμα που δεν συνέβαινε και συχνά ε-


πειδή ήταν τεμπέλης. Στο παράθυρο στεκόταν η νεαρή γυναίκα, μάλλον εκείνη θα είχε μόλις δέσει το σκοινί· μα πώς, αναρωτιόμασταν, είχε καταφέρει να το τεντώσει; Μπορείς να σκαρφαλώσεις εδώ ή εκεί, σ’ αυτό ή στο άλλο παράθυρο, εύκολα μπορείς να δέσεις ένα σκοινί και να το αφήσεις να πέσει, αλλά πώς το ξαναφέρνεις μέχρι το άλλο παράθυρο για να δέσεις και την άλλη του άκρη; Τα στόματά μας έχασκαν. Για λίγο νομίσαμε ότι το σκοινί ήταν κόλπο και ότι δεν χρειαζόταν να κάνει κάτι άλλο. Ένα σπουργίτι πήγε και κάθισε πάνω, έκανε ένα μικρό πηδηματάκι, άνοιξε τα φτερά του, το ξανασκέφτηκε όμως και τελικά δεν πέταξε. Και τότε εμφανίστηκε ο Τυλ Ούλενσπιγκελ στο καμπαναριό. Έκανε ένα νόημα, πήδηξε πάνω στο περβάζι, πάτησε πάνω στο σκοινί. Το έκανε λες και δεν ήταν τίποτε. Το έκανε λες και ήταν ένα βήμα, ένα οποιοδήποτε βήμα. Κανείς μας δεν έβγαλε άχνα, κανείς δεν φώναξε, κανείς δεν κουνήθηκε, είχαμε σταματήσει να ανασαίνουμε. Εκείνος δεν ταλαντευόταν και δεν προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία του, απλώς περπατούσε. Τα χέρια του κουνιούνταν κανονικά, περπατούσε όπως περπατάει κανείς στον δρόμο, μόνο που ήταν κάπως πιο χαριτωμένο έτσι όπως έφερνε το ένα πόδι ακριβώς μπροστά από το άλλο. Έπρεπε να κοιτάξεις πολύ προσεκτικά για να δεις τις ελάχιστες κινήσεις της λεκάνης του, που εξισορροπούσαν την ταλάντωση του σκοινιού. Έκανε ένα σάλτο και για μια στιγμή γονάτισε, ύστερα στάθηκε πάλι. Έπειτα προχώρησε μέχρι τη μέση με τα χέρια στην πλάτη. Το σπουργίτι πέταξε, έκανε όμως μόνο μερικά φτερουγίσματα και ξανακάθισε και γύρισε το κεφάλι· είχε τόση ησυχία, που μπορούσαμε να το ακούμε να τιτιβίζει και να σφυρίζει. Και, φυσικά, ακούγαμε τις αγελάδες μας. Πάνω από τα κεφάλια μας ο Τυλ Ούλενσπιγκελ στράφηκε προς τα πίσω, αργά και άνετα – όχι όπως κάποιος που κινδυ-

19

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 19


20

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 20

νεύει, αλλά όπως κάποιος που κοιτάζει γύρω του με περιέργεια. Το δεξί του πόδι πατούσε κατά μήκος του σκοινιού, το αριστερό κάθετα, τα γόνατα ήταν ελαφρά λυγισμένα και είχε τις γροθιές στα πλευρά του. Και όλοι μας, όσοι κοιτούσαμε εκείνη τη στιγμή εκεί ψηλά, καταλάβαμε μεμιάς τι πάει να πει να είσαι ανάλαφρος. Καταλάβαμε πώς μπορεί να είναι η ζωή κάποιου που κάνει πραγματικά αυτό που θέλει και δεν πιστεύει σε τίποτα και δεν υπακούει σε κανέναν· πώς θα ήταν να είσαι ένας τέτοιος άνθρωπος καταλάβαμε, και καταλάβαμε ότι εμείς δεν θα γινόμασταν ποτέ έτσι. «Βγάλτε τα παπούτσια σας!» Δεν ήμασταν σίγουροι αν είχαμε καταλάβει καλά. «Βγάλτε τα», φώναξε. «Όλοι σας, το δεξί παπούτσι. Μη ρωτάτε, κάντε αυτό που σας λέω, θα έχει πολύ καλαμπούρι. Ακούστε με που σας λέω, βγάλτε τα. Γέροι και νέοι, γυναίκες και άντρες! Όλοι. Το δεξί παπούτσι». Τον κοιτούσαμε ακίνητοι. «Δεν περάσατε καλά μέχρι τώρα; Δεν θέλετε κι άλλο; Θα σας δείξω κι άλλα, βγάλτε όμως τα παπούτσια σας, ο καθένας το δεξί, εμπρός!» Χρειάστηκε κάμποση ώρα για να συνέλθουμε. Έτσι κάνουμε πάντα, είμαστε προσεκτικοί άνθρωποι. Ο πρώτος που τον άκουσε ήταν ο φούρναρης, αμέσως μετά ο Μάλτε Σοπφ και μετά ο Καρλ Λαμ και η γυναίκα του, και μετά τον άκουσαν οι μάστορες που πάντοτε μας έβλεπαν αφ’ υψηλού, και μετά κάναμε το ίδιο και όλοι οι υπόλοιποι, ο καθένας μας, εκτός από τη Μάρθα. Η Τίνε Κρούγκμαν δίπλα της τη σκούντησε με τον αγκώνα και της έκανε νόημα να σηκώσει κι αυτή το δεξί πόδι, όμως η Μάρθα κούνησε το κεφάλι, και ο Τυλ Ούλενσπιγκελ πάνω στο σκοινί ξανάκανε ένα σάλτο σταυρώνοντας τα πόδια. Είχε πηδήξει τόσο ψηλά, που φτάνοντας πάλι στο σκοινί χρειάστηκε να απλώσει τα χέρια για να ισορροπήσει – όμως μόνο για λίγο, αλλά αρκετά για να μας θυμίσει ότι είχε κι αυτός βάρος και δεν μπορούσε να πετάξει.


«Και τώρα πετάξτε τα», φώναξε με μια ψιλή, καθαρή φωνή. «Μη σκέφτεστε, μη ρωτάτε, μη διστάζετε, θα έχει απίστευτο καλαμπούρι. Κάντε αυτό που σας λέω. Πετάξτε τα!» Η Τίνε Κρούγκμαν ήταν η πρώτη. Τίναξε το παπούτσι της, το είδαμε να ανεβαίνει ψηλά και μετά να πέφτει και να χάνεται μέσα στο πλήθος. Αμέσως μετά τινάχτηκε το επόμενο παπούτσι, της Σουζάνε Σοπφ, και μετά το επόμενο, κι αμέσως μετά βλέπαμε δεκάδες παπούτσια στον αέρα και μετά ακόμα περισσότερα και μετά κι άλλα κι άλλα. Όλοι μας γελούσαμε και τσιρίζαμε και φωνάζαμε «πρόσεχε!» και «σκύψε» και «σου ’ρχεται ένα!». Είχε απίστευτη πλάκα και δεν πείραζε που μερικά παπούτσια έπεφταν πάνω σε κεφάλια. Ακούγονταν βλαστήμιες, μερικές γυναίκες έβριζαν, μερικά παιδιά έκλαιγαν, αλλά δεν πείραζε, μάλιστα η Μάρθα έβαλε τα γέλια όταν μια βαριά δερμάτινη μπότα λίγο έλειψε να την πετύχει, ενώ μια υφαντή παντόφλα σερνόταν μπροστά στα πόδια της. Είχε δίκιο τελικά, και σε μερικούς φάνηκε τόσο αστείο, που πέταξαν και το αριστερό τους παπούτσι. Άλλοι πάλι άρχισαν να πετάνε καπέλα και κουτάλια και κούπες που κάπου έσπαγαν, και φυσικά μερικοί πέταξαν και πέτρες. Όταν όμως ακούσαμε τη φωνή του, ο σαματάς κόπασε, και θέλαμε να ακούσουμε τι είχε να μας πει. «Ρε βλαμμένοι». Πεταρίσαμε τα μάτια, ο ήλιος είχε χαμηλώσει. Εκείνοι στην πίσω πλευρά της πλατείας τον έβλεπαν καθαρά, για τους υπόλοιπους ήταν μόνο ένα περίγραμμα. «Ρε τρελοί. Ρε ξεκούτηδες. Ρε ζαγάρια. Ρε άχρηστοι, ρε τυφλοπόντικες, ρε ηλίθιοι αρουραίοι. Μαζέψτε τα τώρα». Τον κοιτούσαμε ακίνητοι. «Ή μήπως το ’χετε ολότελα χαμένο; Δεν μπορείτε να τα μαζέψετε, ρε, μήπως δεν μπορείτε να πάρετε τα πόδια σας ή δεν σας κόβει η κούτρα σας;» Γελούσε σαν να βέλαζε. Το σπουργίτι πέταξε, ψηλότερα από τις στέγες, και πάει.

21

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 21


22

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 22

Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον. Μας είχε μιλήσει άσχημα· αλλά όχι και τόσο άσχημα που να μην μπορείς να το πεις και αστείο, ένα χοντροκομμένο δούλεμα, όπως το συνήθιζε. Γι’ αυτό ήτανε άλλωστε γνωστός, αυτός μπορούσε να μιλάει έτσι. «Τι κοιτάτε, ρε;» ρώτησε. «Δεν τα χρειάζεστε άλλο; Δεν τα θέλετε πια; Εμπρός, ρε βόδια, άιντε να μαζέψετε τα παπούτσια σας!» Ο Μάλτε Σοπφ ήταν ο πρώτος. Από την αρχή δεν το έβλεπε με καλό μάτι όλο αυτό, και τώρα έτρεχε προς τα εκεί που νόμιζε ότι είχε πέσει η μπότα του. Παραμέρισε κόσμο, χώθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους, έσκυψε και άρχισε να ψαχουλεύει ανάμεσα στα πόδια τους. Ο Καρλ Σένκνεχτ στην άλλη μεριά της πλατείας τον μιμήθηκε, ύστερα ακολούθησαν η Έλζμπεθ, η χήρα του σιδερά, όμως την πρόλαβε ο γερο-Λέμπκε και της φώναξε να εξαφανιστεί, αυτό ήταν το παπούτσι της κόρης του. Η Έλζμπεθ, που ακόμη την πονούσε το κούτελο επειδή την είχε πετύχει μια μπότα, του φώναξε να εξαφανιστεί αυτός, επειδή ήξερε καλά ποιο παπούτσι ήταν το δικό της, τόσο όμορφα κεντημένα παπούτσια αποκλείεται να είχε η κόρη του Λέμπκε, και τότε ο γερο-Λέμπκε τής φώναξε να εξαφανιστεί από μπροστά του και να μη βρίζει την κόρη του, οπότε κι αυτή ούρλιαξε ότι ήταν ένας βρωμιάρης που έκλεβε τα παπούτσια των ανθρώπων. Εκεί μπήκε στη μέση ο γιος του Λέμπκε: «Πρόσεξε καλά!» – και την ίδια ακριβώς στιγμή έστηναν καβγά η Λίζε Σοχ και η μυλωνού, επειδή τα παπούτσια τους έμοιαζαν πραγματικά πολύ και τα πόδια τους ήταν το ίδιο μεγάλα, ο Καρλ Λαμ και ο γαμπρός του αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, και ξάφνου η Μάρθα κατάλαβε τι γινόταν εδώ, κάθισε κάτω και σύρθηκε στα κρυφά. Από πάνω της άκουγε σκουντήματα, σπρωξίματα και βρισιές. Μερικοί που είχαν βρει γρήγορα τα παπούτσια τους πρόλαβαν κι έφυγαν, όμως ανάμεσα σ’ εμάς τους υπόλοιπους ξέσπασε μια τόσο μεγάλη οργή, σαν να ’ταν μαζεμένη από και-


ρό. Ο ξυλουργός Μόριτς Μπλατ και ο πεταλωτής Σίμον Κερν έριχναν ο ένας στον άλλον γροθιές, έτσι που, αν δεν ήξερες ότι ο καβγάς γινόταν για ένα ζευγάρι παπούτσια, δεν θα καταλάβαινες πώς είχαν καταλήξει μέχρι εκεί – κι αν επίσης δεν ήξερες ότι όταν η γυναίκα του Μόριτς ήταν ακόμη παιδί την είχαν τάξει στον Σίμον. Η μύτη και το στόμα τους είχαν ματώσει και είχαν λαχανιάσει σαν άλογα, κανείς δεν τολμούσε να τους χωρίσει· η Λόρε Πιλτς και η Έλσα Κόλσμιτ είχαν πιαστεί για τα καλά στα χέρια, ξέραμε όμως ότι το μίσος που έτρεφαν μεταξύ τους ήταν τόσο παλιό, που είχαν ξεχάσει και οι δύο το γιατί. Το γιατί όμως η οικογένεια Ζέμλερ και αυτοί από το σπίτι στην πλατεία είχαν πέσει ο ένας πάνω στον άλλον το ήξεραν πολύ καλά· ήταν για το χωράφι και τα κληρονομικά από την εποχή που ήταν πρεβεδούρος ο Πέτερ, κι επίσης για την κόρη των Ζέμλερ και του παιδιού της, που δεν ήτανε του άντρα της αλλά του Καρλ Σένκνεχτ. Η οργή είχε εξαπλωθεί παντού σαν πυρετός – όπου και να στρεφόσουν άκουγες φωνές κι έβλεπες γροθιές, κορμιά να κυλιούνται κάτω, και τώρα η Μάρθα έστρεψε το κεφάλι και κοίταξε ψηλά. Τον είδε να στέκεται και να γελάει. Το κορμί του ήταν γερμένο προς τα πίσω, το στόμα ορθάνοιχτο, οι ώμοι του τραντάζονταν. Μόνο τα πόδια του παρέμεναν ήρεμα, και οι γοφοί του ακολουθούσαν την ταλάντωση του σκοινιού. Είχε την εντύπωση ότι έπρεπε να κοιτάξει λίγο προσεκτικότερα, και τότε θα καταλάβαινε γιατί χαιρόταν τόσο πολύ – όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπεσε πάνω της ένας άντρας τρέχοντας χωρίς να τη δει και την πέτυχε με την μπότα του στο στήθος, το κεφάλι της χτύπησε στο χώμα, κι όταν ξαναβρήκε την ανάσα της, ένιωσε σαν να την τρυπούσαν βελόνες. Κύλησε ανάσκελα. Το σκοινί και ο ουρανός ήταν άδεια. Ο Τυλ Ούλενσπιγκελ είχε φύγει. Κατάφερε να σηκωθεί. Προσπέρασε κουτσαίνοντας τα κορμιά που χτυπιούνταν, κυλιούνταν, δαγκώνονταν, έκλαιγαν, γρονθοκοπιούνταν, κάπου κάπου μπορούσε να αναγνωρίσει

23

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 23


24

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 24

κάποιο πρόσωπο· διέσχισε τον δρόμο κουτσαίνοντας, σκυφτή και με το κεφάλι χαμηλωμένο, κι ακριβώς τη στιγμή που έφτανε στην πόρτα του σπιτιού της άκουσε πίσω της το τράνταγμα του κάρου. Στράφηκε να κοιτάξει. Στον πάγκο του αμαξά καθόταν η νεαρή γυναίκα που είχε πει πως την έλεγαν Νέλε, δίπλα της κουλουριασμένη και ακίνητη η γριά. Μα γιατί δεν τους σταματάει κανείς, γιατί δεν τρέχει κάποιος να τους πιάσει; Το κάρο προσπέρασε τη Μάρθα. Το ακολούθησε με το βλέμμα. Σε λίγο θα έφτανε στη φτελιά, έπειτα στην πύλη, και μετά θα εξαφανιζόταν. Και τότε, όταν πια το κάρο είχε φτάσει σχεδόν στα τελευταία σπίτια, είδε επιτέλους κάποιον που έτρεχε ξοπίσω της με μεγάλα βήματα, χωρίς να φαίνεται να κουράζεται. Το πανωφόρι του από μοσχαρίσιο τομάρι σπαρταρούσε στην πλάτη του σαν να ’ταν ζωντανό. «Εσένα θα σε έπαιρνα μαζί μας!» της φώναξε καθώς περνούσε δίπλα της. Λίγο πριν τη στροφή πρόλαβε το κάρο και πήδηξε πάνω. Ο φρουρός της πύλης ήταν μαζί με μας τους υπόλοιπους στην πλατεία, δεν υπήρχε κανείς να τον σταματήσει. Η Μάρθα μπήκε αργά στο σπίτι, έκλεισε πίσω της την πόρτα και την ασφάλισε με το μάνταλο. Ο τράγος ήταν ξαπλωμένος δίπλα στη στόφα και την κοιτούσε με ύφος ερωτηματικό. Οι αγελάδες μουγκάνιζαν, κι από την πλατεία ακούγονταν τα ξεφωνητά μας. Τελικά ησυχάσαμε. Πριν βραδιάσει αρμέξαμε τις αγελάδες. Η μητέρα της Μάρθας γύρισε στο σπίτι, κι εκτός από μερικές γρατζουνιές δεν είχε πάθει τίποτε σοβαρό, ο πατέρας της είχε χάσει ένα δόντι και είχε σκίσει το αυτί του, την αδελφή της την είχαν κλοτσήσει τόσο δυνατά στο πόδι, που κούτσαινε για εβδομάδες. Ήρθε όμως το επόμενο πρωινό και το επόμενο βράδυ και η ζωή συνεχίστηκε. Κάθε σπίτι είχε καρούμπαλα και κοψίματα και γρατζουνιές και στραμπουληγμένα χέρια και σπασμένα δόντια, αλλά την επόμενη κιόλας μέρα η πλατεία ήταν


πάλι νοικοκυρεμένη κι ο καθένας φορούσε τα παπούτσια του. Δεν μιλήσαμε ποτέ για ό,τι συνέβη. Και δεν μιλήσαμε ξανά για τον Ούλενσπιγκελ. Το κρατήσαμε κρυφό, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί· μέχρι και ο Χανς Ζέμλερ, που είχε πάθει μεγάλη ζημιά και από τότε έμενε μονίμως ξαπλωμένος στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να τρώει τίποτε άλλο εκτός από παχύρρευστη σούπα, μέχρι κι αυτός έκανε σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε στη ζωή του. Και η χήρα του Καρλ Σένκνεχτ, που τον θάψαμε την επομένη στο ταφειό, φερόταν σαν να ’τανε γραφτό της και σαν να μην ήξερε τίνος ήταν το μαχαίρι που είχαν καρφώσει στην πλάτη του. Μονάχα το σκοινί κρεμόταν ακόμη για μέρες πάνω απ’ την πλατεία, τρεμούλιαζε στον αέρα και κάθονταν πάνω του σπουργίτια και χελιδόνια, μέχρι που ο παπάς, που του είχαμε παίξει άσχημο παιχνίδι πάνω στον καβγά –επειδή δεν μας άρεσε καθόλου που είχε ύφος μεγάλου και τρανού και μας περιφρονούσε– έγιανε και μπόρεσε να σκαρφαλώσει στο καμπαναριό να το κόψει. Μα ούτε και ξεχνούσαμε. Ό,τι είχε συμβεί παρέμενε ανάμεσά μας. Υπήρχε όσο μαζεύαμε τη σοδειά, και υπήρχε στην αγοραπωλησία του σταριού ή στην εκκλησία, όπου η έκφραση στο πρόσωπο του παπά είχε αλλάξει, κάτι ανάμεσα σε έκπληξη και φόβο. Και, κυρίως, υπήρχε όταν γιορτάζαμε στην πλατεία και χορεύοντας κοιταζόμασταν στα μάτια. Τότε μας φαινόταν σαν ο αέρας να γινόταν βαρύτερος, το νερό να είχε άλλη γεύση, κι ο ουρανός, από τότε που μέσα του είχε κρεμαστεί εκείνο το σκοινί, να μην ήταν πια ο ίδιος. Περίπου έναν χρόνο αργότερα ήρθε τελικά και στα μέρη μας ο πόλεμος. Τον ακούσαμε μια νύχτα να χλιμιντρίζει και μετά να γελάει απ’ έξω με πολλές φωνές, και πριν καν προλάβουμε να βγούμε στον δρόμο, οπλισμένοι με άχρηστα δικράνια και μαχαίρια, μας είχαν ζώσει κιόλας οι φλόγες. Οι ρογατόροι ήταν πιο πεινασμένοι απ’ ό,τι συνήθως και είχαν πιει περισσότερο. Είχαν πολύ καιρό να μπουν σε πόλη που

25

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 25


26

KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 26

είχε να τους προσφέρει τόσα πολλά. Η γριά Λουίζε, που κοιμόταν βαθιά και αυτή τη φορά δεν είχε κάποια προαίσθηση, πέθανε στο κρεβάτι της. Ο παπάς πέθανε όταν στάθηκε μπροστά στην πύλη της εκκλησίας για να την προστατέψει. Η Λίζε Σοχ πέθανε καθώς προσπαθούσε να κρύψει κάτι χρυσά νομίσματα, ο φούρναρης και ο σιδεράς και ο γερο-Λέμπκε και ο Μόριτς Μπλατ και οι περισσότεροι άντρες πέθαναν προσπαθώντας να προστατέψουν τις γυναίκες τους, και οι γυναίκες πέθαναν όπως πεθαίνουν στον πόλεμο οι γυναίκες. Και η Μάρθα πέθανε. Πρόλαβε να δει την οροφή πάνω από το κεφάλι της να μετατρέπεται σε φωτιά και λάβρα, πρόλαβε να μυρίσει τον καπνό πριν την καταβάλει τόσο που να μην καταλαβαίνει τίποτε, και άκουσε την αδελφή της να φωνάζει βοήθεια, ενώ το μέλλον, που μέχρι μόλις πριν λίγο είχε ακόμη μπροστά της, αναλυόταν σ’ ένα τίποτα: ο άντρας που δεν θα είχε ποτέ της, και τα παιδιά που δεν θα μεγάλωνε, και τα εγγόνια στα οποία ποτέ της δεν θα μιλούσε για κάποιον διάσημο καλαμπουρτζή ένα πρωινό την άνοιξη, και τα παιδιά εκείνων των εγγονιών – όλοι εκείνοι οι άνθρωποι οι οποίοι δεν επρόκειτο να υπάρξουν ποτέ τους. Τόσο γρήγορα έρχεται, σκέφτηκε, σαν να είχε ανακαλύψει κάποιο μεγάλο μυστικό. Κι όταν άκουσε τα καδρόνια της οροφής να θρυμματίζονται, σκέφτηκε επίσης ότι ο Τυλ Ούλενσπιγκελ ίσως ήταν τελικά ο μοναδικός που θα θυμόταν τα πρόσωπά μας και θα ήξερε ότι κάποτε υπήρξαμε κι εμείς. Τελικά, οι μοναδικοί που επέζησαν ήταν ο ανάπηρος Χανς Ζέμλερ, που το σπίτι του δεν είχε πιάσει φωτιά και δεν τον είχε προσέξει κανείς επειδή δεν μπορούσε να κουνηθεί, καθώς και η Έλζα Τσίγκλερ και ο Πάουλ Γκρινάνγκερ, που είχαν συναντηθεί κρυφά στο δάσος. Όταν επέστρεψαν τα χαράματα, με τσαλακωμένα ρούχα και ανακατωμένα μαλλιά, αντικρίζοντας ερείπια και καπνό να βγαίνει τόπους τόπους, για μια στιγμή πίστεψαν ότι ο Παντοδύναμος τους είχε στείλει όραμα για να


KELMAN TYLL_SKLHRO DD Final.qxp_Layout 1 28/09/2018 12:34 Page 27

27

τους τιμωρήσει. Τράβηξαν και οι δύο προς τα δυτικά, και για κάποιο διάστημα ήταν ευτυχισμένοι. Όμως εμείς οι υπόλοιποι ακουγόμαστε εκεί που ζούσαμε κάποτε, και μερικές φορές μέσα στα δέντρα. Ακουγόμαστε στα χορτάρια και στο τερέτισμα των γρύλων, ακουγόμαστε αν βάλεις το αυτί σου στην κουφάλα της γριάς φτελιάς, και μερικές φορές τα παιδιά νομίζουν ότι βλέπουν τα πρόσωπά μας στο νερό του ρυακιού. Η εκκλησία μας δεν υπάρχει πια, όμως τα βότσαλα –που το νερό τα έχει λειάνει, τα έχει στρογγυλέψει και λευκάνει– παραμένουν ίδια, όπως και τα δέντρα: κι αυτά είναι ίδια. Και θυμόμαστε, κι ας μη μας θυμάται εμάς κανένας πια, επειδή δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι δεν υπάρχουμε. Ο θάνατος εξακολουθεί να είναι κάτι καινούργιο για μας και οι υποθέσεις των ζωντανών δεν μας είναι καθόλου αδιάφορες. Γιατί δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.