TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 5
ΡΑΜΠΙΕ ΤΖΑΜΠΙΡ
ΟΙ ΔΡΟΥΖΟΙ ΤΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ c Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΑΒΙΚΑ
ΕΛΕΝΗ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 6
Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. Εκκρεμεί.Εκκρεμεί.Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. Εκκρεμεί .Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. Εκκρεμεί. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: #&,4!!3-&#!,
2$10-!!,/*!!.-,+*!")#('&!!%$#"!!
Copyright 2010 Rabee Jaber Originally published as Duruz Bilghrad. Hikayat Hanna Yaqub and published by arrangement with the author © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2018 ©
1η έκδοση: Μάρτιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6435-4
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 7
Στη Ρενέ και στη Μάρουα
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 8
Αυτό το μυθιστόρημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και μέρη είναι τυχαία και ανεξάρτητη από τη θέλησή μου.
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 9
Μαυροβούνιο, 1872
Μσκόμουν; Στη φυλακή της Ερζεγοβίνης ή στην ακρόπολη βοή με ξύπνησε, και μαζί η γη που σειόταν. Πού βρι-
του Βελιγραδίου; Τα σιδερένια μου δεσμά με εμπόδιζαν να σταθώ όρθιος, αλλά τέντωσα τον λαιμό μου και, ασυναίσθητα, λίγο και θα φώναζα – έτσι όπως συνήθιζα σε χρόνους μακρινούς, στη μακρινή πατρίδα μου: “Αυγά, αυγά, σφιχτά αυγά!” Κραυγές και ποδοβολητά έφτασαν στ’ αυτιά μου κι ύστερα γδούποι εκκωφαντικοί πάνω απ’ το κεφάλι μου, λες χτύποι πάνω στη γη την ίδια, σαν από καλπασμό μυθολογικών τεράτων που κάποια στιγμή σωριάζονταν καταγής κι ύστερα πέθαιναν. Βογκητό φοβερό απλώθηκε στον αέρα και μυρωδιά καμένης σάρκας. Τρόμος, όμοιος με την κόψη ενός σπαθιού, τρύπησε το μυαλό μου. Κρύος ιδρώτας πότισε το κορμί μου. Πέτρωσα σαν να ’βλεπα εφιάλτη –εκείνη ακριβώς τη στιγμή πριν από το κροτάλισμα των τουφεκιών και το σώριασμα του Κάσιμ και των αδερφών του πάνω στη βρεγμένη άμμο– παρόλο που ήξερα με βεβαιότητα πως δεν θα έβγαινα ποτέ από εδώ. Γιατί να πεθάνω εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, χωρίς να ξαναδώ τη γυναίκα μου, την κόρη μου, το σπίτι μου; Βγήκα κάποιο πρωί για να πουλήσω αυγά ενώ ο ήλιος δεν είχε ακόμη ανατείλει πίσω από το όρος Σανίν.1 Έχουν περάσει δέκα, έντεκα, δώδεκα χρόνια; Το χώμα πέφτει πάνω στο κεφάλι μου. Αυτό είναι το γραμμένο μου πάνω στην πλάκα την καλά φυλαγμένη;2 Να είμαι θαμμένος ζωντανός, δίχως έγκλημα φυλακισμένος σε τούτη τη γη την παράξενη;
9
ια
«
10
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 10
»Πού είναι η δικαιοσύνη; Πώς μου το κάνει αυτό ο Κύριος; Και η Χιλάνα; Και η μικρή μου; Πόσο θα έχει μεγαλώσει, χωρίς να την έχω δει, χωρίς να έχω ακούσει τη φωνή της! Φωτιά, καπνός, αναταραχή πίσω απ’ τους τοίχους. Ουρλιαχτά πάνω, ουρλιαχτά κάτω, φτάνουν στ’ αυτιά μου από παντού. Όχι, δεν ήμουν σίγουρος πριν, τώρα όμως ξέρω: εκεί υπάρχουν κι άλλοι φυλακισμένοι, σ’ ένα δεύτερο πάτωμα κάτω απ’ το δικό μας. »Το μυαλό μου, χωρισμένο στα δύο. Το μισό, τρομαγμένο, βλέπει μέσα στο σκοτάδι εκείνα τα χέρια και τα πόδια να αγωνίζονται μάταια να πετάξουν από πάνω τους τις αλυσίδες. Το άλλο μισό, γαληνεμένο, αδιαφορεί για το παρόν και δραπετεύει μακριά: αν αυτή ήταν η τελευταία μου ώρα, το μόνο που θα ζητούσα θα ήταν να δω μπροστά μου τα πρόσωπα τα γνωστά από παλιά, τα πρόσωπα που αγαπώ, κι όχι αυτά που βλέπω τώρα. Πάνε επτά μήνες που μ’ έριξαν εδώ μέσα, κι όμως όλον αυτόν τον καιρό δεν κατόρθωσα να γίνω φίλος με κανέναν συγκρατούμενό μου. Μ’ έδεσαν σ’ έναν πάσσαλο που τον κατατρώει η σκουριά, σ’ αυτή τη γωνιά την άδεια, εκεί που τα νερά της βροχής μαζεύονται και μουλιάζουν τη γη. “Δεν θα διψάσεις”, μου είπε ο κοκκινομάλλης δεσμοφύλακας χαμογελώντας ενώ έβγαινε έξω κι η αρμαθιά απ’ τα κλειδιά κουδούνιζε στην τσέπη του. “Μα θα πεινάσεις”, συμπλήρωσε μια φωνή μες στο σκοτάδι και γέμισε ο τόπος γέλια παρόμοια με ξεφωνητά. Άκουσα δόντια να τρίζουν, αλυσίδες να βροντούν, κι όπως συνέβαινε κάθε φορά που με μετακινούσαν, έχασα τον έλεγχο του κορμιού μου και λερώθηκα. Σήκωσα το κεφάλι μου προς τα πάνω χωρίς να με νοιάζει για τους άλλους, αφού το σκοτάδι κυριαρχούσε. Πίστευα ότι μιλούσαν τη γλώσσα των φρουρών αυτής της επαρχίας – μια γλώσσα με την οποία είχα έρθει σε επαφή στη λευκή ακρόπολη. Κι ενόσω βρισιές εξαπολύονταν καταπάνω μου, κατάλαβα πως οι άνθρωποι προέρχονταν από διαφορετικούς τόπους και μιλούσαν πάνω από μία γλώσσα. Ρωτούσαν να μάθουν το όνομά μου, από πού είχα έρθει και
γιατί με είχαν φυλακίσει. Δεν απάντησα, από φόβο μήπως η πνιχτή μου φωνή προδώσει το κλάμα μου και με καταλάβουν. Την ώρα του φαγητού μισάνοιξαν την πόρτα κι έβαλαν φαγητό στο σκεύος που είχαν αφήσει δίπλα της. Δεν μπόρεσα να φάω, ήμουν δεμένος στην πιο απόμακρη γωνιά. »Τα κόκαλά μου είναι βαριά μες στο δερμάτινο περίβλημά τους κι εγώ προσπαθώ να τα σηκώσω. Όμως δεν έχω δύναμη. Ακούω τα σώματα να συγκρούονται, τις αλυσίδες, τα κεφάλια –δεμένα το ένα με το άλλο– κι έπειτα εκείνη τη στριγκή φωνή να φωνάζει και να καλεί τους φύλακες. Ο καπνός γλιστράει ως εδώ. Βήχω όπως κάνουν όλοι, κι έτσι όπως ένας τους πέφτει πάνω μου, συνειδητοποιώ ότι η σωτηρία είναι δυνατή. Απλώνω το χέρι μου κι αρπάζω ένα πόδι, ένα μπράτσο. Η φύση των ήχων μεταβάλλεται μες στο μπουντρούμι και παρατηρώ ότι η πόρτα είναι ανοιχτή, το σκοτάδι ωστόσο παραμένει το ίδιο. Φαίνεται πως έχει νυχτώσει έξω. Ένα κόκαλο με χτυπά στο πρόσωπο, πέφτω πίσω και χτυπώ το κεφάλι μου. Αίμα πλημμυρίζει το στόμα και τον λαιμό μου, όπως τότε στο λιμάνι της Βηρυτού, πριν από δώδεκα χρόνια. Αγνοώ πού βρήκε τη δύναμη το λιμασμένο, ρημαγμένο μου σώμα, μα απλώνω το μπράτσο ακόμα μία φορά και, σαν ζώο σε απόγνωση, γραπώνω τον πανικόβλητο άντρα που προσπαθεί να το σκάσει. Βυθίζω τα δάχτυλά μου στο δέρμα του. Παράξενο, το μόριό μου ορθώνεται. Με χτυπάει πάλι κι αυτή τη φορά χρησιμοποιώ τα δόντια μου. Τα καρφώνω στη σάρκα και τα κόκαλα, αρνούμαι να εγκαταλείψω τον εαυτό μου και να πεθάνω από ασφυξία. Τα κλειδιά χτυπούν μεταξύ τους αναδύοντας μια έντονη μυρωδιά, η πιο δυνατή οσμή ωστόσο βγαίνει από τα ρούχα του άντρα που έρχεται απ’ έξω. Κάποιος με τραβάει και πέφτω. Το ξέρω, θα πεθάνω. Μέχρι και τα δόντια μου πέφτουν από τα άρρωστα ούλα μου. Το κεφάλι μου κρεμάει, γέρνει πάνω στον σβέρκο μου. Νερό που λιμνάζει μπαίνει στη μύτη και στα μάτια μου. Τα ρούχα του άντρα που άνοιξε την πόρτα αποπνέουν
11
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 11
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 12
12
μυρωδιά ψωμιού, ζάχαρης, μήλου. Καταπίνω το αίμα και σηκώνω το κεφάλι μου. Η μυρωδιά του μήλου με σπρώχνει να το κάνω. Χωρίς να ελπίζω σε κάτι, ανοίγω το στόμα και φωνάζω: Είμαι ο Χάνα Γιακούμπ!»
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 13
Βηρυτός, 1860
ΑΧιλάνα Κοσταντίν Γιακούμπ και της κόρης τους Μπαρ-
είναι η ιστορία του Χάνα Γιακούμπ, της γυναίκας του
μπάρα. Είναι τα βάσανα αυτής της μικρής οικογένειας από τη Βηρυτό και όσα άσχημα της συνέβησαν εξαιτίας της κακοτυχίας εκείνου του άντρα με το μέτριο ανάστημα και το σταρένιο πρόσωπο, τα μαύρα μάτια και μαλλιά – εκείνου που βρέθηκε να πουλά τα αυγά του στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Η Χιλάνα φοβόταν για τον άντρα της όταν έβγαινε καθημερινά νωρίς το πρωί, τις μέρες εκείνες που στην πόλη κυκλοφορούσαν πολλοί στρατιώτες και ξένοι. Εμφύλιος πόλεμος είχε ξεσπάσει στο βουνό που σκίαζε τη Βηρυτό. Μετά από μάχες και σφαγές που διήρκεσαν τρεις βδομάδες οι Δρούζοι νίκησαν τους χριστιανούς και κατέλαβαν το όρος Λίβανος. Τα γεγονότα διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα και ο απόηχός τους έφτασε μέχρι τη Δαμασκό. Επιτέθηκαν κι εκεί οι μουσουλμάνοι με μπαρούτι στους μαχαλάδες των χριστιανών και τους κατάκαψαν, το αίμα έτρεξε στα χαντάκια των ζώων καταμεσής των δρόμων. Όσοι γλίτωσαν το τομάρι τους αναχώρησαν για τη Βηρυτό. Κατέβηκαν μέσ’ από βράχους και αγκάθια, σαν αγέλες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από λύκους. Περικύκλωσαν τα τείχη της παλιάς πόλης και μετά ξεχύθηκαν στο κέντρο της. Ήταν περισσότεροι από τους ντόπιους, και η Χιλάνα φοβήθηκε όταν είδε αυτά τα παιδιά – όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν. Ήταν ψηλά σαν καλάμια, μισόγυμνα, με κόκα-
13
υτή
14
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 14
λα που πετάγονταν κάτω απ’ το δέρμα. Πηδούσαν στον τοίχο πίσω από το σπίτι και πλησίαζαν από τη μεριά που ήταν το κοτέτσι. Έβγαζε έξω το κεφάλι της κι εκείνα το έσκαγαν στη στιγμή. Το βράδυ που γύρισε ο άντρας της του είπε τι συνέβη κι εκείνος τη ρώτησε από πού ακριβώς είχαν πηδήσει. Το πρωί βγήκε χωρίς το καλάθι του με τα αυγά, άρχισε να φέρνει πέτρες και να ξαναχτίζει τον τοίχο. Η Χιλάνα τον βοήθησε, ενώ η Μπαρμπάρα μπουσουλούσε στο κατώφλι της πόρτας κι έπαιζε με τις χρωματιστές πεταλούδες. Οι μυρωδιές της άνοιξης ταξίδευαν από τα μποστάνια με την αύρα, εκείνη όμως τη χρονιά δεν ήταν καθόλου μεθυστικές. Η Χιλάνα πήγε στο παζάρι για ν’ αγοράσει αλάτι κι εκεί βρήκε τα στενοσόκακα που στεγάζονταν ανάμεσα στην εκκλησία Σαγιέντατ ελ Νουρίγια και τον μαχαλά των Εβραίων, τον κατάμεστο με οικογένειες που η μοίρα τις έφερε να κοιμούνται στον δρόμο. Φοβήθηκε καθώς προσπαθούσε να βρει πού να βάλει τα πόδια της. Πάτησε πάνω σ’ ένα τσουβάλι άχυρο κι αμέσως ένα χέρι που πρόβαλε απ’ το έδαφος την άρπαξε απ’ τον αστράγαλο. Δεν ούρλιαξε ωστόσο όταν ένα πρόσωπο κάτασπρο, απαράμιλλης ομορφιάς, ακολούθησε το χέρι και μετά η λαβή χαλάρωσε. Ένα μικρό κορίτσι, που δεν είχε περάσει τα έξι, σηκώθηκε προσπαθώντας να ξορκίσει τον ύπνο από τα βλέφαρά της με τα μικροσκοπικά άσπρα δαχτυλάκια της. «Καλημέρα», ψέλλισε, κι από τον τόνο της φωνής της η Χιλάνα κατάλαβε πόσο πολύ πεινούσε. Το βράδυ ο Χάνα επέστρεψε λουσμένος στον ιδρώτα. Ενώ πλενόταν κι εκείνη του έριχνε νερό, της είπε τα νέα: πολεμικά πλοία κατέκλυσαν το λιμάνι, έφτασαν από την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι και κανένας δεν γνώριζε για ποιο λόγο ήρθαν. Με τη σειρά της του μίλησε για τις γυναίκες με τη δαμασκηνή διάλεκτο, αυτές που είχε δει να σπρώχνονται για ένα πανέρι ψωμί μπροστά στο τζαμί αλ Ομαρί,3 κι εκείνος είπε: «Ο Κύριος να τις ελεεί!» Ντράπηκε ωστόσο να της πει πόσα κα-
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 15
15
λάθια αυγά είχε πουλήσει εκείνη τη μέρα. Την είχε ήδη ενημερώσει πόσα επρόκειτο να πουλήσει, αλλά από τότε που η πόλη γέμιζε με κόσμο, ο Χάνα πήγαινε μέχρι τα αγροκτήματα αλ Μοσάιτμπα, αλ Ρας και αλ Ασραφίγια για να αγοράσει αυγά από εκεί. Οι κότες που είχε στο κοτέτσι πίσω από το σπίτι του δεν γεννούσαν αρκετά. Ένα καλάθι επαρκούσε για ένα πρωινό και υπήρχαν φορές που γυρνούσε σπίτι με το καλάθι μισογεμάτο. Ο Χάνα δεν δέχτηκε να κάνει αυτό που του ζήτησε η Χιλάνα. Εκείνη κρεμάστηκε απ’ τον λαιμό του και τον ικέτευσε να μείνει στο κρεβάτι το ζοφερό εκείνο τελευταίο ξημέρωμα. «Είδα στον ύπνο μου ότι το καλάθι έπεσε κι έσπασαν όλα τα μπαϊντάτ!» του είπε. Εκείνος έβαλε τα γέλια, όπως έκανε κάθε φορά που η γυναίκα του πρόφερε μπαϊντάτ αντί για μπάιντ.4 «Μην ανησυχείς», της είπε, «αυτά τα αυγά είναι σφιχτά και, αν σπάσουν, θα είναι πιο εύκολο να τα καθαρίσουμε». Αντίθετα με τη γυναίκα του, εκείνο το τελευταίο πρωινό ο Χάνα ήταν ευδιάθετος και χαμογελαστός. Με το μακρύ νύχι του μικρού του δαχτύλου σήκωσε ένα τσουλούφι που έπεφτε στο πρόσωπό της και η Χιλάνα γαλήνεψε, τόσο που έθαψε βαθιά τις εμμονές της. Έτσι ο Χάνα έφυγε από το σπίτι με δύο καλάθια αυγά, χωρίς να υποψιάζεται πως δεν θα ξαναγύριζε.
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 16
Έκκληση στις αρχές
Ήσπρο θηλυκό μουλάρι και ρωτούσε για το σπίτι του Ι-
16
ρθε
στην πόλη ο σεΐχης Γαφάρ Εζεντίν καβάλα σ’ ένα ά-
σμαήλ πασά του Ούγγρου. Ήταν πνιγμένος μες στη σκόνη και ο ήλιος της μακριάς μέρας τον έκανε να παραμένει σιωπηλός. Παρ’ όλα αυτά, οι φρουροί μπροστά στην πόρτα του προθάλαμου τον αντίκρισαν με δέος. Πίσω από το άσπρο θηλυκό μουλάρι, από το οποίο δεν είχε ξεπεζέψει ακόμα, έρχονταν δύο άλλα στο χρώμα της τέφρας, μικρότερα αυτά, ή ίσως τα βάραιναν τα φορτία τους και φαίνονταν έτσι κοντύτερα στη γη. Ο ένας από τους φρουρούς εγκατέλειψε τη θέση του και προχώρησε μπροστά στον σεΐχη με την άσπρη γενειάδα και το στρογγυλό τουρμπάνι, διασχίζοντας ένα πλήθος από ανθρώπους, γαϊδούρια κι εμπορεύματα. Άνοιξε ένα μονοπάτι για να περάσει ο σεΐχης και τα τρία μουλάρια, που έφτανε μέχρι την πλατεία Ααλσούρ, όπου ένα οθωμανικό απόσπασμα είχε στήσει τις πρόχειρες σκηνές του. Ο σεΐχης Γαφάρ Εζεντίν ταλαντευόταν εξαντλημένος πάνω στο μουλάρι κι ένιωθε τον αέρα να εγκαταλείπει το στήθος του ανεπιστρεπτί. Σε όλη του τη ζωή δεν είχε επισκεφθεί τη Βηρυτό παρά μονάχα δύο φορές: τη μία φορά μ’ ένα καραβάνι απ’ το Χουράν5 που κατέβηκε μέχρι την αλ Σουφ6 για να συλλυπηθεί για τον θάνατο του Σάιχ Ακλ7 κι έπειτα συνέχισε τον δρόμο του μέχρι τα παράλια για να εμπορευτεί την πραμάτεια του· κι αυτήν εδώ τη φορά. Μπορεί άραγε να υπολογίσει τα χρόνια που παρεμβλήθηκαν; Ίσως να
φτάνουν και τα πενήντα ακόμα! Μα αυτή είναι μια πόλη διαφορετική: τα σπίτια το ένα πάνω στ’ άλλο, τα μαγαζιά το ίδιο, μέχρι και ο κόσμος. Η οχλαγωγία ήταν τρομερή. Χαλκός να σφυρηλατείται, στόματα να μιλούν ταυτοχρόνως χωρίς κανείς να τα ακούει. Ο φρουρός στάθηκε στο κάτω μέρος του δρόμου που ανέβαινε στο ύψωμα. Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο και το κεφάλι του κι ύστερα έτριψε τα δάχτυλά του πάνω στο χώμα. Αυτή η κίνηση εκνεύρισε τον σεΐχη. «Ρώτησε στην πύλη του στρατώνα, καλέ μας σεΐχη», είπε ο φρουρός δείχνοντας με το κεφάλι του τον μεγάλο στρατώνα που στεφάνωνε το ύψωμα. Πήρε τα δύο γρόσια του, τον ευχαρίστησε, ύστερα του ευχήθηκε καλοτυχία κι ευημερία και χάθηκε στο πλήθος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διαδόθηκε στον αέρα το κάλεσμα στην προσευχή. Το φως του δύοντος ήλιου ζωγράφιζε τα πρόσωπα μ’ ένα κόκκινο χρώμα. Μπροστά στα ραφτάδικα τα υφάσματα ανέμιζαν κρεμασμένα. Στην κορυφή του βουνού όπου ήταν το χωριό του, ο σεΐχης Γαφάρ δεν άκουγε ποτέ το κάλεσμα στην προσευχή. Κι ενόσω ανέβαινε το ύψωμα που οδηγούσε στον στρατώνα, τα χείλη του σάλεψαν ασυναίσθητα και είπε: «Θεέ μου Γενναιόδωρε, Θεέ μου Ελεήμονα». Εκείνο το ξημέρωμα, ενώ φόρτωνε μαζί με τις νύφες του τα μουλάρια, του ξέφυγε μια λοξή ματιά προς την Ουμ Άλι –γυναίκα και ξαδέρφη του– που έμοιαζε διπλωμένη στα δύο στο κατώφλι, με το ένα της χέρι ν’ ακουμπά στην πόρτα. Τότε φοβήθηκε ότι θα έπεφτε με το πρόσωπο στο χώμα. Είχε φτάσει σ’ αυτή την ηλικία λοιπόν για να του λείπουν τα παιδιά του; Κάποια εγγόνια του κοιμόντουσαν, κάποια άλλα είχαν κιόλας ξυπνήσει, μα ακόμα και τα μικρότερα κατανοούσαν πως εκείνο το ξημέρωμα απαγορεύονταν όλα: το τρέξιμο, το χοροπηδητό, οι φωνές. Ενώ έδενε τα σχοινιά γύρω από τις δύο κανάτες, τον πλησίασε η κόρη του Μπαχίγια για να τον βοηθήσει. Ήταν πιο δυνατή από έναν άντρα, γερό κόκαλο στ’ αλήθεια. Αφού έδεσε τις κανάτες, έδωσε ένα ελαφρό χτύπημα στη ράχη
17
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 17
18
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 18
του μουλαριού και κάτι του ψιθύρισε. Δεν άκουσε το κάλεσμα, επειδή οι νύφες του έκλαιγαν: ένας λυγμός φυλακισμένος που γλίστρησε απότομα από τα τρίσβαθα κι ύστερα ξανακύλησε, λες κι ήταν σάλιο, προς τα μέσα πάλι. Η Μπαχίγια έκανε κύκλους γύρω απ’ το μουλάρι που μασούσε κριθάρι, για να φτάσει κοντά στον πατέρα της. Φίλησε τα χέρια του, εκείνος την έσφιξε πάνω του και η κοπέλα τού έδωσε ένα φιλί στον ώμο. Δεν έκλαψε. Τα δάκρυά της στέρεψαν τη μέρα που είχε χηρέψει. Ύστερα από τη μάχη του Άιν Ντάρα8 δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Η Μπαχίγια ίσιωσε το κορμί της κι εκείνος διέκρινε στο πρόσωπό της τη συγκίνηση. Θέλησε να της πει μερικές γλυκές λέξεις παρηγοριάς, μα η κατάστασή της δεν του το επέτρεπε: φαινόταν κάτισχνη, άνευρη, στεγνή σαν πέτρα. Απέστρεψε το πρόσωπό του. Η μικρότερη από τις νύφες του, η γυναίκα του Σουλεϊμάν, έφτασε κουτρουβαλώντας κι έπεσε στην αγκαλιά του. Την προτιμούσε απ’ όλες και την αγαπούσε περισσότερο κι από την ίδια του την κόρη. Εκείνη πάλι, όταν αρρώσταινε, έτρωγε μόνο από το δικό του χέρι. Κανενός άλλου. Μια μυρωδιά γλυκιά και ζεστή διαχύθηκε από τον σταρένιο της λαιμό και πλημμύρισε τη μύτη του. Τον αγκάλιασε για να τον χαιρετήσει, έπειτα έφτασαν και οι υπόλοιπες με τα μικρά τους να τις ακολουθούν. Μπήκαν όλες στη σειρά, λες κι ήταν στρατιώτες παραταγμένοι πάνω σε πέτρινο πεζούλι. Ήταν τότε που λίγο και θα παρατούσε το σχέδιό του για να πάει κατάκοπος κι εξαντλημένος να πέσει για ύπνο. Ωστόσο πήρε μια ανάσα και κοίταξε την Ουμ Άλι λέγοντας: «Προσευχήσου για τα παιδιά, Ουμ Άλι, να επιστρέψουν μαζί μου. Ο Θεός αγαπά τις προσευχές των μανάδων». Έπειτα ανέβηκε στο μουλάρι του και, κοιτώντας την Μπαχίγια από ψηλά, είπε: «Προσευχήσου για τον πατέρα σου ταπεινά, Μπαχίγια. Κάνε μια προσευχή για μένα». Είχε μάθει ότι ήταν θυμωμένη και δεν αποδεχόταν την επίσκεψή του στον Ισμαήλ πασά. Χθες, μόλις το έμαθε, ύψωσε τη φωνή της: «Πώς μας ταπεινώνεις έτσι, πατέρα;» Προσπάθησε να
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 19
19
την κάνει να σωπάσει με μια βίαιη κίνηση του χεριού του, σαν να επρόκειτο να τη χτυπήσει, μα εκείνη οπισθοχώρησε. Είχαν την ίδια ιδιοσυγκρασία, αλλά η κοπέλα δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Ενώ εκείνος απομακρυνόταν πάνω στο άσπρο μουλάρι του εκείνο εκεί το χάραμα, η Μπαχίγια συνειδητοποιούσε πια ότι όλα είχαν γίνει για το χατίρι της Ουμ Άλι. Στο τελείωμα της νύχτας, ο άνεμος φυσούσε παγωμένος απ’ το βουνό, ακόμα και το καλοκαίρι. Μάζεψε την αμπάγια9 πάνω στο κορμί του κι άρχισε να κατεβαίνει, προσευχόμενος, τον δρόμο που οδηγούσε στο ποτάμι. Με την ανατολή του ήλιου το ένα μουλάρι σκόνταψε, κι άκουσε τα αυγά να σπάνε μέσα στο καλάθι. Ξεπέζεψε κι έριξε τα σπασμένα αυγά πάνω στα ποταμίσια βράχια. Κι ενώ το έκανε, θυμήθηκε την Ουμ Άλι, νεότερη, να γελά και να του λέει ότι τα σπασμένα αυγά ήταν καλός οιωνός.
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 20
Έκκληση στις αρχές – 2
Ο ξω από το Ντέιρ αλ Κάμαρ.
του ο Άλι είχε σκοτωθεί σε μια ενέδρα έ10 Ο Μπαχά αλ Ντιν τραυματίστηκε από ξίφος στη μάχη της Ζάχλε11 και άφησε την τελευταία του πνοή δίπλα στην ακρόπολη Χάσμπαγια. Πέντε γιοι είχαν απομείνει στον σεΐχη Γαφάρ κι ήταν όλοι τους φυλακισμένοι στα μπουντρούμια του Ισμαήλ πασά του Ούγγρου, περιμένοντας μαζί με πεντακόσιους πενήντα άλλους Δρούζους τα πλοία που θα τους μετέφεραν στον τόπο εξορίας τους, που ήταν η Τρίπολη στα δυτικά και ακολούθως το Βελιγράδι. Είχαν πληροφορήσει τον σεΐχη ότι ο Ισμαήλ πασάς είχε αποδεχτεί την έκκλησή του και για τούτο ήρθε. Ενώ όμως ανέβαινε για να πάει στον στρατώνα, την ώρα που έδυε ο ήλιος, τα πράγματα περιπλέχτηκαν. Ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του όταν αντίκρισε τα μάτια των φρουρών να τον παρατηρούν εξεταστικά. Η μεγάλη πύλη ήταν κλειστή κι έτσι κατέβηκε μπροστά στη μικρή. Έσφιξε το χαλινάρι ενώ πρόφερε το όνομα του πασά. Του είπαν ότι ο πασάς γευμάτιζε, και έμεινε να περιμένει όρθιος κάτω από τη συκομουριά στην αυλή του στρατώνα, ενώ στο μεταξύ οι σκλάβοι μετέφεραν τα φορτώματα των μουλαριών στις κουζίνες. Ο σεΐχης Γαφάρ τούς έδωσε συνοπτικές οδηγίες κουνώντας το μπαστούνι του το σμιλεμένο, το φτιαγμένο από ξύλο καρυδιάς. Ένας από τους γραμματείς βγήκε και τον προσκάλεσε να μπει μέσα να ξεκουραστεί. Τότε παρουσιάστηκε ένα νεαρό αγόρι, άγνωστο από πού είχε βγει· άφησε μπροστά στα μουλά-
20
πρωτότοκός
ρια κουβάδες με νερό και σκόρπισε κριθάρι στο χώμα. Ο σεΐχης τού έδωσε μερικά γρόσια από το πουγκί του, όπως είχε κάνει με τους σκλάβους της κουζίνας νωρίτερα, μα δεν μπήκε μέσα και συνέχισε να περιμένει όρθιος κάτω απ’ το δέντρο. Έπλυνε τα χέρια του, το πρόσωπο και τον λαιμό του, ύστερα ήπιε αλμυρό νερό κι έφαγε σύκα, που του είχε βάλει σ’ ένα σάκο μία από τις νύφες του. Είχε πέσει σκοτάδι, είχαν ανάψει και κρεμάσει τους λύχνους όταν τελικά τον φώναξαν. Τη στιγμή κατά την οποία έμπαινε στο μεγάλο πέτρινο οικοδόμημα, εξαφανίστηκε ο βόμβος απ’ τα αυτιά του και διαισθάνθηκε πώς τα παιδιά του ήταν εκεί, στο μπουντρούμι του σαραγιού. Φίλησε το χέρι του πασά και το δαχτυλίδι από πολύτιμες πέτρες. «Παρακαλώ, σεΐχη Γαφάρ», του είπε ο Ισμαήλ πασάς και του έδειξε τα καθίσματα με τις μαξιλάρες δίπλα του. Του προκάλεσε κατάπληξη που ο πασάς μπορούσε να προφέρει το όνομά του. Επρόκειτο για έναν άντρα με παράξενο πρόσωπο, ο οποίος μιλούσε τόσο χαμηλόφωνα που ο σεΐχης Γαφάρ έπρεπε, παρά την άριστη ακοή του, να καταβάλλει προσπάθεια για να τον ακούσει. Το πιο αλλόκοτο πράγμα στο πρόσωπο εκείνου του άντρα ήταν το αριστερό του μάτι, που έμοιαζε διαρκώς κοιμισμένο, καθώς το βλέφαρο, ζαρωμένο, το σκέπαζε απαλά. Φαινόταν ήρεμος άνθρωπος, με καθαρό μυαλό, έβαζε το στόμιο του ναργιλέ στο στόμα του και τραβούσε βαθιές ρουφηξιές. Λαδοφάναρα κρέμονταν φωτίζοντας τους θόλους, με τη λάμψη τους να καθρεφτίζεται πάνω στο μάρμαρο κάθε γωνίας. «Ποιες ήταν οι σκέψεις σου τώρα, κάτω απ’ τη συκομουριά;» τον ρώτησε ο Ισμαήλ πασάς. Ο σεΐχης Γαφάρ έκανε ένα βήμα πίσω προβληματισμένος. Έγειρε το κεφάλι του μόλις τα χείλη του πασά άρχισαν να κινούνται, για να πλησιάσει κοντά και ν’ ακούει καλύτερα, αλλά μάταια: είχε ακούσει λάθος; Ο Ισμαήλ πασάς μιλούσε πάλι δείχνοντας με το φιλντισένιο στόμιο του ναργιλέ ένα μακρινό παράθυρο βυθισμένο στο σκοτάδι: «Θα ήθελα να δω τι κάνει ένας σεΐχης σαν εσένα όταν είναι μόνος του».
21
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 21
22
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 22
Προτού ο σεΐχης προλάβει ν’ απαντήσει, ο πασάς κούνησε πάλι το χέρι του κι ένας από τους φρουρούς που στέκονταν στην είσοδο έτρεξε να χαμηλώσει το φως των λύχνων. Το φιτίλι ολοένα κόνταινε και η φλόγα εξασθενούσε μέσα στο γυαλί, στον ένα λύχνο μετά τον άλλο. Ο πασάς διέταξε, στα τουρκικά αυτή τη φορά: «Μίλα!» Ο σεΐχης αγωνίστηκε να σχηματίσει τις φράσεις μέσα στο κεφάλι του. Ο πασάς χαμογέλασε και το χέρι του το καλυμμένο από το ύφασμα της αμπάγιας κινήθηκε νευρικά, ενώ εκείνος συνέχισε στα αραβικά: «Πες μου λοιπόν τι τρέχει!» Μηχανικά ο σεΐχης κοίταξε τις δύο κανάτες που είχε φέρει μαζί του. Ήταν η οικογενειακή του περιουσία. Δύο κανάτες με χρυσό, χρυσές οθωμανικές λίρες που δεν σταματούσαν να κουδουνίζουν μες στο κεφάλι του, λες κι ήταν συναγερμός που τον συνόδευε σε όλη του τη διαδρομή από την κορυφή των βουνών μέχρι τούτη δω την υγρή πόλη. Και τώρα πώς ν’ αρχίσει; Ο Ισμαήλ πασάς γέλασε και τον πρόλαβε για άλλη μία φορά: «Ξέρεις ότι οι κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί από τους χριστιανούς εναντίον των γιων σου είναι πιο πολλές ακόμα κι από εκείνες που βαραίνουν τον ίδιο τον Σαΐντ μπέη Τζουμπλάτ; Οι οθωμανικές σου λίρες δεν επαρκούν για να πληρώσεις την αποζημίωση ούτε για τις μισές από τις κατηγορίες αυτές, σεΐχη Γαφάρ. Εξάλλου ο σεΐχης Σαΐντ είναι άρρωστος, ενώ οι γιοι σου είναι στο άνθος της ηλικίας τους, πώς λοιπόν να τους ελευθερώσω; Αν το ζητούσες από τον Φουάντ πασά, ξέρεις τι θα έκανε; Δεν θα τους εξόριζε, μα θα τους περνούσε την αγχόνη κάτω απ’ αυτήν εδώ τη συκομουριά όπου στέκεσαι εσύ τώρα». Με μια καινούργια κίνηση του χεριού του οι σκλάβοι ξαναμπήκαν φέρνοντας καφέ, γλυκά, νερό και φρούτα. Ο πασάς κάρφωσε το βλέμμα του στον σεΐχη κοιτώντας τον εξεταστικά. Άνοιξε ο σεΐχης Γαφάρ το στόμα του, μα δεν ήξερε τι να πει. Η έκφραση στο πρόσωπο του πασά άλλαξε, έγινε στενόχωρη. Κούνησε το κεφάλι του και ρούφηξε τον ναργιλέ του σαν να αναστέναζε.
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 23
Έκκληση στις αρχές – 3
Ξχωριό στις όχθες του Δούναβη. Ο πατέρας μου καλλιερ-
Έχω παιδιά και ξέρω. Γεννήθηκα σ’ ένα σέρβικο
γούσε δαμάσκηνα και παρήγε εκείνο το φημισμένο μπράντι που βγαίνει στη χώρα των Μαγυάρων. Εκείνον τον καιρό το χωριό μας βρισκόταν στα σύνορα, κι όταν το έκαψε ο Μουσταφά πασάς, δεύτερος πατέρας κι ευεργέτης μου, εγώ ήμουν μόλις τεσσάρων ετών. »Ο πατέρας μου έπινε το μισό από το μπράντι που έβγαζε και μεταχειριζόταν τις αδερφές και τη μητέρα μου όπως εγώ τώρα τις Κιρκάσιες σκλάβες. Δεν πρόφταιναν να φύγουν οι μαύροι μώλωπες από τη μία κι αμέσως μαύριζε μια άλλη. Υπάρχουν φορές που μου περνά απ’ το μυαλό ότι του μοιάζω. Τον έσφαξαν με το σπαθί μπροστά στα μάτια μου. Το κεφάλι του κύλησε με τα μάτια ανοιχτά πάνω στο πράσινο, κοντό χορτάρι, μια εποχή σαν ετούτη που τα νερά του Δούναβη δεν είχαν ακόμα κατέβει. Το αίμα του πετάχτηκε κατάμαυρο από τις φλέβες του λαιμού του. Το άλογο του Μουσταφά πασά στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι μου κι ο ήλιος κρύφτηκε. Κλότσησα το κεφάλι και το παρακολούθησα να κυλά προς το ποτάμι. Το χωριό μας ήταν στο ψηλότερο σημείο του Δούναβη. »Ο Μουσταφά πασάς με πήρε σπίτι του στην Ιστανμπούλ και με ανάθρεψε μαζί με τα παιδιά του. Το καλοκαίρι μ’ έπαιρνε μαζί του για κυνήγι στα κτήματα που είχε στη Βοσνία, το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία. Μου φερόταν λες κι ήμουν
23
έρω .
«
24
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 24
σάρκα από τη σάρκα του και αίμα από το αίμα του. Όταν τραυματίστηκα στον Μοριά κι έπεσα από το άλογό μου, εκείνος έτρωγε, έχοντας πυρετό, στο παλάτι του στην Άγκυρα, προτού ακόμα φτάσουν τα νέα μου στ’ αυτιά του. Λένε πως ένας πατέρας μπορεί να ξεριζώσει τα μάτια του για χάρη των παιδιών του. Οι Βεδουίνοι έχουν μια παροιμία: το αίμα είναι κόκκινο χρυσάφι. Εγώ όμως, σεΐχη Γαφάρ, δεν κατέχω το αίμα των παιδιών σου για να σ’ το πουλήσω». Ο κουρασμένος ογδοντάρης σεΐχης σκυθρώπιασε και δεν άρθρωσε λέξη μόλις ο πασάς σιώπησε. Από το παράθυρο τρύπωναν φωνές που έφταναν από μακριά. Λες κι ολόκληρη η πόλη ταξίδευε διά θαλάσσης κι ολοένα χανόταν στο πέλαγο. Η οχλαγωγία εξασθένησε, ενώ δυνάμωσαν τα γαβγίσματα των σκύλων και τα αλυχτίσματα των τσακαλιών. Πύκνωσε το σκοτάδι. Ο ναργιλές γουργούρισε. Ο κορμός του σεΐχη Γαφάρ έγειρε μπρος, σαν πεσμένο δέντρο. Τύλιξε ο πασάς τον σωλήνα γύρω απ’ τον λαιμό του μπουκαλιού και έγνεψε σηκώνοντας το δάχτυλό του. Ένας γραμματέας πλησίασε και του έδωσε ένα χαρτί. Ο πασάς διάβασε αυτό που ήταν γραμμένο και τα αυτιά του σεΐχη κοκκίνισαν απ’ το αίμα: «Μαχμούντ Γαφάρ Εζεντίν: 37 κατηγορίες για φόνους, τραυματισμούς και εμπρησμούς. Μπασίρ Γαφάρ Εζεντίν: 34 κατηγορίες για φόνους, τραυματισμούς και εμπρησμούς. Νουαμάν Γαφάρ Εζεντίν: 31 κατηγορίες για φόνους, τραυματισμούς, εμπρησμούς και πλιάτσικο. Σουλεϊμάν Γαφάρ Εζεντίν: 14 κατηγορίες για φόνους, τραυματισμούς και εμπρησμούς. Κάσιμ Γαφάρ Εζεντίν: 12 κατηγορίες για φόνους, τραυματισμούς και εμπρησμούς». Ο σεΐχης μόνο μία φορά σήκωσε δύσπιστα το κεφάλι του: όταν άκουσε τις κατηγορίες εναντίον του γιου του του Νουαμάν. Το πολύ πολύ να είχε αρπάξει κανένα σπαθί πάνω στη μάχη και να είχε ξεχάσει να το επιστρέψει! Όμως «πλιάτσικο»; «Κλοπές»; Η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος, είχε μείνει άφω-
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 25
25
νος. Είχε έρθει εκεί για να ζητήσει βοήθεια και ορίστε τώρα που είχε χάσει τη μιλιά του! «Θα σας κάνω μία χάρη, σεΐχη Γαφάρ. Κατανοώντας τη θέση που έχετε ανάμεσα στους δικούς σας καθώς και τον βαθμό σας μεταξύ των κορυφαίων γερόντων που δεν αντιτάχθηκαν στον πατέρα μου, τον βεζίρη Μουσταφά πασά, όταν πολέμησε τον επαναστάτη Αιγύπτιο Ιμπραχίμ πασά, αλλά και χάρη στα χρόνια σας και τα άσπρα σας μαλλιά, όχι χάρη στις λίρες που μου φέρνετε, θα σας κάνω την παραχώρηση τούτη. Θα μοιράσουμε το χρυσάφι σας για ν’ αγοράσουμε φαγητό και ρούχα στις χήρες και τα ορφανά των χριστιανών. Γνωρίζουμε ότι αυτό θα σας ευχαριστήσει. Για να μην επιστρέψετε μόνος στο σπίτι, θα σας δώσουμε κάποιον να σας συνοδεύσει. Διαλέξτε έναν από τους πέντε γιους σας, πάρτε τον απ’ το χέρι και φύγετε. Κάντε γρήγορα, σεΐχη Γαφάρ, προτού αλλάξω γνώμη και το μετανιώσω. Ο Θεός μαζί σας».
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 26
Στην είσοδο του λιμανιού
Ο σαραγιού με γρήγορα βήματα, παρατηρώντας με την ά-
26
αυγοπώλης
Χάνα Γιακούμπ προσπέρασε το τζαμί του
κρη του ματιού του τα ξύλινα τσόκαρα και τα παπούτσια από δέρμα μαροκινό, όλα ευθυγραμμισμένα μπροστά στην είσοδο του τζαμιού. Τα καντήλια στο εσωτερικό του ήταν αναμμένα και τη στιγμή κατά την οποία όσοι προσεύχονταν σηκώνονταν από τη γονυκλισία τους, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, οι σκιές απρόσμενα μάκραιναν κι έμοιαζαν να κουτρουβαλούν στο δρομάκι που κατηφόριζε μέχρι τη θάλασσα. Συνάντησε τότε τους πωλητές των γλυκισμάτων και τους σαλεπιτζήδες στο τέρμα σχεδόν της σκεπαστής αγοράς του βαμβακιού, αντάλλαξε μαζί τους μια καλημέρα και τους συμβούλευσε να βιαστούν. Ήταν συνήθεια πια να τους συναντά μπροστά στο τζαμί του σαραγιού. Όταν εκείνοι άνοιξαν το βήμα τους στην ανηφόρα, ευωδία από ζεστό σαλέπι τύλιξε το πρόσωπό του. Περνώντας μπροστά από το τζαμί αλ Νταμπάγα, είδε τον καφεπώλη Μανσούρ Μουράτ να αναπηδά προς τα πίσω, αφήνοντας να πέσει από το χέρι του ένα φλιτζάνι που του έκαιγε τα δάχτυλα. Τον χαιρέτησε και άκουσε μια άγνωστη φωνή να του αντιγυρίζει τον χαιρετισμό από το βάθος ενός από τα σπίτια που δεν είχαν ακόμα ξυπνήσει. Προτού σχηματιστεί το χαμόγελο στο πρόσωπό του, μια δεύτερη φωνή, πίσω από ένα παράθυρο πνιγμένο στο σκοτάδι, άρχισε να τον βλαστημάει. Ανταπάντησε ψιθυριστά και έσπευσε να διασχίσει εκείνο το καταχωνιασμένο
στη γη μέρος με την ανυπόφορη κακοσμία. Από τη μεριά του σφαγείου ακούγονταν δυνατά μουγκανητά, συνοδευόμενα, λες, από κραυγές. Μέσα στο αχνό σκοτάδι ένιωσε τις καμήλες και τους γαϊδάρους να σαλεύουν πίσω απ’ τις συκομουριές. Περπατούσε προσέχοντας μη γλιστρήσει πάνω στις πλάκες του σοκακιού που εκτεινόταν πίσω από το καινούργιο παραθαλάσσιο χάνι. Προτού αφήσει αυτό το σοκάκι με τις αψίδες και τους θόλους, που έμοιαζε με τούνελ ανοιχτό κι από τις δύο πλευρές, άκουσε βαθιά γυναικεία αναφιλητά να φτάνουν πίσω από μια μισάνοιχτη ξύλινη πόρτα. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή με μάτια διάπλατα ανοιχτά κι έπειτα κατέφυγε στο καθησυχαστικό φως των πυρσών στην είσοδο της αποβάθρας. Τα τελευταία χρόνια η πύλη του λιμανιού είχε γίνει η αγαπημένη πρωινή του τοποθεσία. Πριν ωστόσο φτάσει στο συνηθισμένο του σημείο, ένιωσε έναν έντονο αναβρασμό πίσω απ’ τα υπόστεγα και άκουσε φωνές. Χωρίς να δει την αόρατη σχεδόν αποβάθρα της φόρτωσης με τις αποθήκες όπου φυλάσσονταν κρεμμύδια και καρπούζια, υπολόγισε ότι μέχρι το μεσημέρι θα είχε πουλήσει το περιεχόμενο και των δύο καλαθιών του. Παρατήρησε μια θεόρατη στοίβα από τσουβάλια με αλεύρι, ογκώδη και βαριά όσο ένα βουνό. Ένας στρατιώτης στεκόταν μπροστά της. Ο νυχτερινός φρουρός ήταν στη θέση του, στητός σαν ακόντιο, έτοιμος για όλα. Ο αυγοπώλης ωστόσο το έβρισκε παράξενο, καθώς ήταν νωρίς και οι αξιωματικοί δεν είχαν βγει ακόμα έξω. Σταμάτησε όταν πρόσεξε καταμεσής του δρόμου ένα λεκέ από κατάμαυρο αίμα πασπαλισμένο με αλευρόσκονη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε μια φωνή πίσω απ’ την πλάτη του. Γύρισε το κεφάλι του και αντίκρισε τους άντρες ενός φράγκικου πληρώματος, ντυμένους με παράξενα ρούχα. Του μίλησαν με χειρονομίες και, όταν έβγαλαν από τις τσέπες τους γρόσια που εκείνος μπορούσε ν’ αναγνωρίσει, αποφάσισε να πουλήσει τα αυγά του. Ξεφλούδιζε το αυγό σε ένα μονάχα ανοιγόκλεισμα του ματιού και το τσόφλι έμενε ολό-
27
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 27
28
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 28
κληρο μέσα στα δάχτυλά του, ανέπαφο και άδειο. Τους ξάφνιασε αυτό. Ήταν επτά ναύτες που αγόρασαν και έφαγαν πάνω από μισό καλάθι. Κάθε φορά που κοίταζαν το χέρι του, γελώντας, έβρισκαν ένα καινούργιο αυγό να περιμένει ξεφλουδισμένο στη στιγμή. Γελούσε μαζί τους κι εκείνος, ενώ τα δόντια τους βάφονταν σιγά-σιγά στο χρώμα του κρόκου. Όσο διαρκούσαν αυτά, ξημέρωνε και φαίνονταν πια τα πλοία διάσπαρτα στην επιφάνεια της θάλασσας. Κάποιος ναύτης, χαρούμενος, του έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο κι έπειτα απομακρύνθηκαν. Τη στιγμή που όλοι οι πυρσοί έσβησαν στην πύλη του λιμανιού, ο Χάνα Γιακούμπ σήκωσε το κεφάλι βγάζοντας δυνατή φωνή: «Αυγά, αυγά, σφιχτά αυγά!» Ένιωθε πως θα είχε ένα ευλογημένο πρωινό. Έγλειψε τα δάχτυλά του σαν να έγλειφε τα κόκαλα ενός πουλιού, ύστερα κούνησε τη γλώσσα του για να καθαρίσει τον ουρανίσκο και τα μάγουλά του από τα λιπαρά υπολείμματα του αυγού. Ενώ σκούπιζε το χέρι του στο πουκάμισό του, η θάλασσα άρχισε να αγριεύει και τα πλοιάρια να προσκρούουν πάνω στην πέτρινη προβλήτα. Σήκωσε ξανά τα δύο του καλάθια και προχώρησε διαλαλώντας την πραμάτεια του. Διέσχισε τον δρόμο, κρατώντας απόσταση από τον στρατιώτη που στεκόταν ακίνητος σαν σκιάχτρο για κοράκια. Πλησίασε στην αποβάθρα της φόρτωσης και πάγωσε από το τρομακτικό θέαμα που αντίκρισε: αμέτρητοι άντρες, σε μια ατέλειωτη σειρά, ήταν γονατισμένοι καταγής με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ την πλάτη. Από τις φορεσιές τους και το άσπρο βαμβακερό φέσι που φορούσαν στο κεφάλι κατάλαβε πως ήταν Δρούζοι. Ένας απ’ αυτούς παραπάτησε, ύστερα ξαναστάθηκε στα πόδια του κι έπειτα γονάτισε καταγής για να ισορροπήσει. Όταν έπεσε μπροστά και χτύπησε με το μέτωπό του το πεζοδρόμιο, οι υπόλοιποι παραπάτησαν με τη σειρά τους και τρέμοντας σχεδόν έπαθαν το ίδιο. Ήταν όλοι δεμένοι ο ένας με τον άλλον. Ο αυγοπώλης επιθυμούσε να τους παρακάμψει και να τρέ-
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 29
29
ξει στο καταφύγιο του σπιτιού του. Λύθηκαν τα γόνατά του στη θέα αυτών των ορεσίβιων που ήταν δεμένοι με σχοινιά, λες κι ήταν ζώα, γονατισμένοι στο χείλος της θάλασσας. Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια του, μα ο φόβος τα είχε παραλύσει. Τα κεφάλια των Δρούζων στράφηκαν προς το μέρος του κι ο αυγοπώλης είδε στρατιώτες να πλησιάζουν. Ένας αξιωματικός, με το χέρι να σκιάζει το μέτωπό του, χαμογέλασε και τον ρώτησε το όνομά του.
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 30
Στην είσοδο του λιμανιού – 2
Έτοί οι φυλακισμένοι πολέμησαν στα βουνά και εκδόθηκε φτασες
30
«
στην ώρα σου, καλέ μου Χάνα. Μη φοβάσαι. Αυ-
το μεγάλο διάταγμα για την εξορία τους στη Σερβία, μια χώρα πίσω από τη θάλασσα. Δες αυτό το τεράστιο καράβι, μεγάλο όσο τρία μαγαζιά· έφτασε τη νύχτα από τη Σμύρνη για να τους πάρει. Περιμένουμε τώρα τον εντιμότατο Γάλλο πρόξενο να σηκωθεί από τον ύπνο του για να έρθει και να τους μετρήσει. Αν ο αριθμός τους υπολείπεται, θα θεωρήσει ότι εμείς διευκολύναμε τους κρατούμενους να το σκάσουν και θα σπεύσει να διαμαρτυρηθεί στον πασά. Καθοριστικής σημασίας είναι ο αριθμός των κεφαλιών. Γνωρίζεις την Άκρα; Τέλεια! Η Άκρα είναι μια όμορφη πόλη. Από εδώ έως το λιμάνι της Άκρας το ταξίδι παίρνει δύο μέρες, μπορεί και λιγότερο μ’ αυτό εδώ το πλοίο. Ήρθες την κατάλληλη στιγμή, καλέ μου Χάνα. Πόσο κοστίζουν αυτά τα αυγά που σου έχουν μείνει; Θα σου δώσω την τιμή τους πολλαπλάσια και θα προσθέσω τρεις χρυσές λίρες, που θα τις πάρεις από μένα μετά την επιστροφή σου από την Άκρα. Το καράβι θα σταματήσει στην Άκρα για να εφοδιαστεί με κάρβουνο. Θα κατέβεις εκεί και θα πάρεις τον δρόμο του γυρισμού, ενώ εκείνοι θα συνεχίσουν το ταξίδι τους μέχρι το Βελιγράδι. Όταν έρθει ο Γάλλος πρόξενος σε λίγο, μην ανοίξεις το στόμα σου. Κάνε ό,τι και οι υπόλοιποι, ώστε να σε νομίσει έναν απ’ αυτούς. Είναι πανεύκολο. Να, πάρε αυτό και τύλιξε το κεφάλι σου. Μη μιλήσεις παρά μόνο αν ο πρόξενος
σε ρωτήσει το όνομά σου. Μάθε το όνομα απ’ έξω: Σουλεϊμάν Γαφάρ Εζεντίν. Δες εκείνους τους τέσσερις που κοιτάζουν προς τα εδώ, είναι τα αδέρφια σου. Συμπεριφέρσου λοιπόν σαν να είναι πραγματικά σου αδέρφια. Πήγαινε τώρα να σταθείς πλάι τους γονατιστός κι εσύ και εναπόθεσε την πίστη σου στον Κύριο και Θεό σου. Αποβιβάσου στην Άκρα, δες την πόλη κι έπειτα ξαναγύρισε κοντά μας. Εμείς θα σου δώσουμε τις τρεις οθωμανικές λίρες και τα έξοδα του ταξιδιού. Κατάλαβες; Θυμήσου το όνομα: Σουλεϊμάν Γαφάρ Εζεντίν». Ο Χάνα Γιακούμπ δεν ένιωθε τον ήλιο που έψηνε τον σβέρκο του ενόσω μιλούσε με τον αξιωματικό. Παρέμεινε σιωπηλός και ξαφνιασμένος μπροστά στο μακρύ πρόσωπο, το σημαδεμένο με φακίδες που έμοιαζαν παιδικές. Τους άφησε να του πάρουν τα δύο καλάθια. Ένα σκελετωμένο χέρι τού έδωσε να φορέσει στο κεφάλι ένα δρουζικό φέσι κι εκείνος το πήρε ανόρεχτα. Η ξενική φωνή τον ρώτησε αν απομνημόνευσε το όνομα κι ο Χάνα πρόφερε τις συλλαβές με τρεμάμενη φωνή, λες και τώρα μάθαινε να μιλά: «Σουλεϊμάν Γαφάρ Εζεντίν». Οι στρατιώτες τον έσπρωξαν προς τη μεριά των κρατουμένων κι εκείνη μόνο τη στιγμή ήταν που βγήκε από τον λήθαργό του. Στράφηκε απότομα και έπεσε στα πόδια του αξιωματικού: «Σας ικετεύω πασά μου, φιλώ τα πόδια σας, μη μου το κάνετε αυτό. Η γυναίκα μου είναι μικρή, μόλις δεκαεπτά ετών, και δεν έχει κανέναν άλλον εκτός από μένα. Η κόρη μου είναι μωρό, βυζαίνει ακόμα. Σας ικετεύω, πάρτε κάποιον άλλον. Εγώ δεν μπορώ να έλθω». Άκουσε μια τουρκική λέξη και δεν κατάλαβε πώς, μέσα σε μία στιγμή, βρέθηκε ακινητοποιημένος με την πλάτη στο χώμα, λες κι είχαν καρφώσει τα μέλη του πάνω σε σταυρό. Τρομερός πόνος τού έκαψε το στόμα, μα ακόμα κι όταν είδε το μαχαίρι, δεν κατάλαβε. Ο αξιωματικός τον είχε χτυπήσει με τη λαβή της χατζάρας του και όχι με την κόψη. Του απευθύνθηκε στα αραβικά και τον διέταξε ν’ ανοίξει το στόμα του και να βγάλει τη
31
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 31
32
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 32
γλώσσα. Έπειτα έγειρε το κεφάλι και είπε βιαστικά «Εντάξει, εντάξει», ξανακλείνοντάς του το στόμα για να μην του κόψουν τη γλώσσα. Σηκώθηκε χαμογελώντας: «Άφεριμ, άφεριμ.12 Μόλις γυρίσεις από την Άκρα, θα έχεις τρεις χρυσές λίρες». Τον έδεσαν κι έσφιξαν το σχοινί τόσο που οι καρποί του μάτωσαν. Σε ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού το φέσι που φορούσε μούσκεψε στον ιδρώτα. Είχε βαρύνει κι άλλο στο γονάτισμά του και ο πόνος τού τρυπούσε τις αρθρώσεις. Όταν παρατήρησε την αηδία στα σκοτεινά πρόσωπα των γύρω του, κατάλαβε πως το υγρό που έτρεχε ανάμεσα στους μηρούς του δεν ήταν ιδρώτας. Ζαλίστηκε, κολύμπησε σε μια ομίχλη. Τότε, προς στιγμήν, έγινε όμηρος μιας παράξενης σιωπής· ένιωσε τα νεφρά του να καίγονται και πίστεψε πως τον είχαν τραυματίσει χωρίς να το καταλάβει. Έπειτα είδε έναν άντρα με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια να σκύβει πάνω του και να του λέει κάτι. Στην αρχή δεν κατάλαβε. Μετά, εντελώς ξαφνικά κι ενώ ο ξένος απομακρυνόταν, συνήλθε και απέκτησε πάλι τη διαύγεια του μυαλού του. Δεν θα του παρουσιαζόταν δεύτερη ευκαιρία, αυτός ο άντρας μόνο μπορούσε να τον σώσει: ο Γάλλος πρόξενος. Ο Χάνα σήκωσε το κεφάλι του, τέντωσε τον λαιμό του και φώναξε λες και πνιγόταν: «Είμαι ο Χάνα Γιακούμπ, χριστιανός από τη Βηρυτό, το σπίτι μου είναι κολλητά στον τοίχο του καθολικού ναού Μαρ Ελιάς». Αν και ο πρόξενος ήταν μακριά, άκουσε τη φωνή του. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του. Ρώτησε τότε τον δραγουμάνο να του εξηγήσει τι έλεγε ο φυλακισμένος. Ο δραγουμάνος, σε άπταιστα γαλλικά και χωρίς κανένα δισταγμό, απάντησε: «Λέει: σκότωσα τον Χάνα Γιακούμπ, χριστιανό από τη Βηρυτό, που το σπίτι του βρίσκεται κολλητά στον τοίχο του καθολικού ναού Μαρ Ελιάς». Το πρόσωπο του Γάλλου πρόξενου κοκκίνισε από οργή. Ο αξιωματικός που ήταν υπεύθυνος για την απέλαση πλησίασε λέγοντας: «Αν επιθυμεί η εξοχότητά σας, του κόβουμε τη γλώσσα». Ο πρόξενος
TZABIR_DROUZOI ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ_sel_Final.qxp_Layout 1 08/03/2019 13:19 Page 33
33
αποκρίθηκε ολόψυχα: «Όχι, δεν είμαστε βάρβαροι, αλλά κάντε τον εγκληματία να σωπάσει». Ο αξιωματικός άρπαξε το τουφέκι ενός από τους στρατιώτες, το στριφογύρισε στον αέρα λες κι ήταν τσεκούρι και κοπάνησε με την ξύλινη λαβή του το σαγόνι του κρατούμενου. Κρατούσε το τουφέκι από τον σιδερένιο σωλήνα του και, πριν το επιστρέψει, το τίναξε για να διαπιστώσει μέχρι ποιο σημείο είχε διαλυθεί. Ύστερα σκούπισε το χέρι του πάνω στην πλάτη του στρατιώτη.
2 – Οι Δρούζοι του Βελιγραδίου