BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 5
ΤΖΩΝ ΜΠΑΝΒΙΛ
Η ΚΥΡΙΑ ΟΣΜΟΝΤ c
Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΤΟΝΙΑ ΚΟΒΑΛΕΝΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 13:09 Page 6
Η μετάφραση του παρόντος έργου πραγματοποιήθηκε με την αρωγή του οργανισμού Literature Ireland. ❧
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: John Banville, Mrs Osmond © ©
Copyright by John Banville, 2017 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017
1η έκδοση: Μάρτιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6545-0
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 7
Βαθιά μες στην ψυχή της –βαθύτερα από κάθε τάση αυταπάρνησης– υπήρχε η αίσθηση πως η ζωή θα ήταν η κύρια ασχολία της για πολύ, πολύ καιρό. Χ Ε Ν Ρ Ι Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ , Το πορτρέτο μιας κυρίας
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 8
Η κυρία Όσμοντ διαβάζεται σαν ένα αυτόνομο μυθιστόρημα, έστω κι αν παρακολουθεί τα βήματα της Ίζαμπελ Όσμοντ από κει που τα άφησε ο Χένρι Τζέιμς στο περίφημο Πορτρέτο μιας κυρίας. Ο Μπάνβιλ, μέσα από δεξιοτεχνικές αναδρομές στο παρελθόν, βοηθά τον αναγνώστη να γνωρίσει την κεντρική ηρωίδα της ιστορίας του και να κατανοήσει τους λόγους που την οδήγησαν ως εδώ. Ωστόσο, όποιος θα ήθελε να ξέρει εκ των προτέρων λίγα πράγματα για το Πορτρέτο μιας κυρίας, θα βρει μια περίληψη της πλοκής στο τέλος του παρόντος βιβλίου.
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 9
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 10
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 11
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ήκαπνούς, ατμούς και σκόνη. Ακόμα ένιωθε η κυρία Ό-
μια μέρα γεμάτη εκνευρισμό και ανησυχίες, γεμάτη
σμοντ τον τρομερό, ρυθμικό παλμό των τροχών του τρένου – ένιωθε να δονεί το μέσα της. Στο βαγόνι, θα ’λεγες ότι εξακολουθούσε να κάθεται πλάι στο παράθυρο, όπως είχε πράγματι καθίσει αμέτρητες ώρες κοιτώντας τη γαλήνια αγγλική ύπαιθρο να γλιστράει ατέρμονα μπροστά από τα απλανή της μάτια μες στην ανοιχτοπράσινη αίγλη του καλοκαιρινού απογεύματος. Οι λογισμοί της έτρεχαν μαζί με το τρένο, αλλά, αντίθετα μ’ εκείνο, χωρίς κανέναν προορισμό. Ποτέ της δεν είχε διαπιστώσει τόσο έντονα την ασταμάτητη κι άσκοπη ορμητικότητα του μυαλού, όσο από την ώρα που άφησε το Γκάρντενκορτ πίσω της. Το θεόρατο βρυχώμενο θηρίο που είχε κάνει στάση καπνίζοντας με άτσαλη αδημονία στον μικρό ήσυχο σταθμό του χωριού και που της είχε παραχωρήσει ένα κάθισμα σε κάποιο από τα τελευταία του διαμερίσματα –τα ακροδάχτυλά της διατηρούσαν ακόμα την ανάμνηση του ζεστού βελούδου, του ρυπαρού δέρματος–, τώρα έστεκε ασθμαίνον, μετά το κοπιώδες ταξίδι του, κάτω από το ψηλό, μαυρισμένο από την καπνιά, γυάλινο στέγαστρο του πολύβουου τερματικού σταθμού, ξερνώντας στην πλατφόρμα μια μικρή στρατιά από ζαλισμένους, αναμαλλιασμένους ταξιδιώτες και τα ετερόκλητα μπαγκάζια τους. Τουλάχιστον, είπε στον εαυτό της, είχε φτάσει επιτέλους κάπου.
11
ταν
12
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 12
Η Στέινς, η υπηρέτριά της, δεν πρόλαβε να κατέβει από το τρένο κι αμέσως έπιασε τον καβγά μ’ έναν κοκκινοπρόσωπο αχθοφόρο. Αν η Στέινς δεν ανήκε στο θηλυκό γένος, θα μπορούσε κανείς να την περιγράψει σαν ένα παλικάρι με καρδιά λιονταριού. Ήταν ψηλή και κοκαλιάρα, όλο γωνίες, με μακριά χέρια, μεγάλες πατούσες κι ένα σαγόνι που θύμιζε λάμα προϊστορικού πέλεκυ. Από τότε που ήταν στη δούλεψη της κυρίας Όσμοντ ή, καλύτερα, δεδομένου του άρρηκτου δεσμού τους, από τότε που οι δυο τους ήταν μαζί, η αφοσίωση της Στέινς στην κυρία της δεν είχε ούτε στο ελάχιστο κλονιστεί. Στη διάρκεια της μακράς τους εξορίας στον Νότο, είχε ανεχθεί αδιαμαρτύρητα την ιταλική αγορά, την ιταλική κουζίνα, ακόμα και τις ιταλικές υδραυλικές εγκαταστάσεις – πράγμα που απαιτούσε σθένος οσιομάρτυρα. Ήταν τέτοια η προσήλωσή της που η κυρία Όσμοντ –η Ίζαμπελ– λαχταρούσε πότε πότε έστω και μισής μέρας ανάπαυλα από την αδιάκοπη κι επίμονη φροντίδα της υπηρέτριάς της. Στα πρόσφατα συντροφικά ταξίδια τους, το σήμα κατατεθέν και βασικό τεκμήριο πίστης της Στέινς ήταν μια μόνιμη ευερεθιστικότητα, την οποία δεν πυροδοτούσε μόνο η αυθάδεια αχθοφόρων, αμαξάδων, λούστρων και πάει λέγοντας, αλλά, επίσης, η αθεράπευτη επιείκεια και η ανεπίτρεπτη αφέλεια κι ευπιστία που σταθερά επιδείκνυε, όπως πίστευε, η κυρά της. Τώρα, ενώ η υπηρέτρια, με το καπελάκι της να σείεται πέρα δώθε από την παραφορά της αγανάκτησής της, κατσάδιαζε τον αχθοφόρο για κάποιο αδιευκρίνιστο παράπτωμα –καθότι Λονδρέζα, ασκούσε το δικαίωμά της να τσακώνεται με έναν όμοιό της στον τόπο της–, η Ίζαμπελ απομακρύνθηκε μ’ εκείνο το αόριστο, μειλίχιο βλέμμα που με τα χρόνια είχε τελειοποιήσει στις τόσες και τόσες παρεμφερείς αντιπαραθέσεις ανάμεσα στη θέληση της Στέινς και την ανυποταγή του κόσμου. Ανυπομονούσε να βρεθεί στις δροσερές, σκιερές αίθουσες του ξενοδοχείου, όπου θα μπορούσε να καθίσει εντελώς ακί-
νητη για ώρα πολλή και ν’ αφήσει το παραζαλισμένο μυαλό της να ησυχάσει με το δικό του τέμπο. Μονάχα αν έπαυε να σκέφτεται θα αναπαυόταν, πώς, όμως, θα κατόρθωνε αυτό το θαύμα; Ο πρόσφατος θάνατος του εξαδέλφου της Ραλφ Τάτσετ, στο σπίτι της μητέρας του, στο Γκάρντενκορτ –πόσο αδιανόητο το ότι είχε υπάρξει μια συγκεκριμένη, μετρήσιμη στιγμή, ένας τελεσίδικος χτύπος του ρολογιού, οπότε είχε αρχίσει γι’ αυτόν η αιωνιότητα–, της είχε θέσει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, σαν άσκηση γεωμετρίας ή άλγεβρας. Η λύση απαιτούσε από κείνην λίγο έως πολύ να βρει ποιος ήταν ο κατάλληλος τρόπος να πενθήσει την αποδημία του νέου. Η αλήθεια ήταν πως τον εξάδελφό της δεν θα τον έλεγες πια νέο, αλλά εκείνη έτσι τον είχε στον νου της κι έτσι θα τον είχε χωρίς αμφιβολία για πάντα. Ίσως αυτό να ήταν που περισσότερο τη δυσκόλευε, το ότι φάνταζε σκανδαλώδες να κλάψει για έναν άνθρωπο, η ζωή του οποίου ήταν τόσο ταυτισμένη με την αργή φθορά μιας ανίατης ασθένειας, που δεν θα την έλεγες καν ζωή. Μόλις έκανε αυτή τη σκέψη, μάλωσε ευθύς τον εαυτό της. Τι δικαίωμα είχε να κρίνει την ποιότητα οποιουδήποτε ανθρώπινου βίου, όσο σύντομος ή βεβαρημένος κι αν ήταν αυτός; Πίσω από την επίπληξη, ωστόσο, κρυβόταν ένας πιο σκοτεινός, ακατανίκητος συλλογισμός, ότι δηλαδή ο Ραλφ είχε ζήσει το εντονότερο κομμάτι της ζωής του μέσω εκείνης, χρησιμοποιώντας την παθιασμένα σαν υποκατάστατο, παρακολουθώντας με συνεπαρμένο χαμόγελο από την πρώτη σειρά των καθισμάτων και μες στο θαμπό από τη σκόνη φως τα δικά της θεαματικά άλματα, τις περίτεχνες ακροβασίες της εκεί πάνω, ψηλά, ω πόσο ψηλά, κάτω από τη φοβερή, τη δυσθεώρητη κορυφή. Το ότι είχε ζήσει μέσω ενός άλλου, έστω κι ενός άλλου που διακήρυττε πως λάτρευε, ήταν για τον Ραλφ το ζενίθ του θριάμβου του και ταυτόχρονα το ναδίρ της αποτυχίας του. Πόσο θα ήθελε η Ίζαμπελ να είχε ανταποκριθεί στα μεγέθη που οραματιζόταν εκείνος γι’ αυτήν, στα ονειρικά πετάγματα, στις χαριτωμένες εναέριες πιρουέτες,
13
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 13
14
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 14
τις αθόρυβες προσγειώσεις στις μύτες των δαχτύλων, τις βαθιές υποκλίσεις με ορθάνοιχτα τα όμοια με λαιμούς κύκνου χέρια. Του είχε χαρίσει ίσως την πτήση, του είχε δώσει, όμως, και την πτώση. Αυτό που ποτέ του δεν περίμενε, που δεν θα πρέπει να είχε καν φανταστεί για ένα πλάσμα τόσο ισορροπημένο όπως αυτή, ήταν η μεγάλη, η ολέθρια βουτιά που την είδε να εκτελεί από τα αιθέρια ύψη όταν πήγε και παντρεύτηκε τον εντελώς λάθος άνθρωπο. Άκουσε πίσω της το γνώριμο σταθερό βήμα και την επόμενη κιόλας στιγμή είδε πάνω απ’ τον ώμο της τη Στέινς, ανάστατη, οπότε προετοιμάστηκε για την αναπόφευκτη κατσάδα. «Α, εδώ είσαστε, κυρία!» είπε η υπηρέτρια δυνατά, γιατί είχε μια φωνή στεντόρεια κι εξίσου επιβλητική με όλο το υπόλοιπο παρουσιαστικό της. «Σας έψαχνα ολούθε μέσα σ’ αυτή την κοσμοπλημμύρα». «Απλώς προχώρησα λίγο», διαμαρτυρήθηκε ήπια η Ίζαμπελ, με κατευναστικό χαμόγελο. Η Στέινς, ωστόσο, δεν είχε καμιά διάθεση να κατευναστεί, και η κυρία της περίμενε, σχεδόν με ενδιαφέρον, να μάθει σε τι είχε φταίξει η ίδια για τη συμπλοκή στην αποβάθρα, απ’ την οποία εκείνη είχε αντιληφθεί μόνο ένα αγριοκοίταγμα του αχθοφόρου και μια πνιχτή βλαστήμια πίσω από την πλάτη της καθώς απομακρυνόταν. «Ακούς εκεί θράσος!» αναφώνησε η υπηρέτρια, ξεφυσώντας, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ήταν έξω φρενών. «Μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, ο άτιμος». Σ’ αυτό το σημείο έκανε μια παρατεταμένη παύση, καθώς όπλιζε το τόξο της, κι όταν ξαναμίλησε, ήταν μ’ έναν τόνο φαινομενικά περισσότερο θλιμμένο παρά επικριτικό. «Αν ήξερε, φυσικά, ότι έχετε πένθος, πάω στοίχημα ότι η συμπεριφορά του θα ήταν πολύ αλλιώτικη». Αυτή τη φορά, η Ίζαμπελ φύλαξε το χαμόγελό της για τον εαυτό της. Η συγκαλυμμένη μπηχτή της υπηρέτριας αφορούσε τη διαφωνία που είχε με την κυρία της για το μαύρο περιβραχιόνιο λίγο προτού αναχωρήσουν από το Γκάρντενκορτ, δια-
φωνία στην οποία, παραδόξως, η πιο δυναμική από τις δυο αντιπάλους είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει. Ήταν ένα ομολογουμένως ευπρεπέστατο περιβραχιόνιο από μαύρο κρέπι που η Στέινς της είχε παρουσιάσει με την ανάλογη επισημότητα, και, προς μεγάλη έκπληξη και των δύο, η Ίζαμπελ αρνήθηκε, ευγενικά αλλά σταθερά, να το καρφιτσώσει στο μανίκι του πανωφοριού που θα φορούσε στο ταξίδι. Ύστερα από ένα αποσβολωμένο δευτερόλεπτο, η υπηρέτρια είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται, μα οι διαμαρτυρίες της αποδείχτηκαν μάταιες· ήταν μια από εκείνες τις σπάνιες αλλά μνημειώδεις περιστάσεις που η κυρία πατούσε πόδι και η υπηρέτρια έκανε συνετά πίσω. Η κυρία Όσμοντ δεν σκόπευε να φορέσει περιβραχιόνιο πένθους, πάει και τελείωσε. Η Στέινς είχε, φυσικά, κατσουφιάσει και καιροφυλακτούσε μέχρι να επιστρέψει για τα καλά το ξιφίδιο της κυρίας της στο θηκάρι του, προτού διακινδυνεύσει ένα χτύπημα αντεκδίκησης. «Ναι, είμαι σίγουρη», είπε σε τόνο ισοδύναμο με θυμωμένο τίναγμα του κεφαλιού, «είμαι σίγουρη πως ακόμα κι ένα τέτοιο μούτρο θα έδειχνε λίγο σέβας για τον χαμό ενός ανθρώπου έτσι κι είχε δει πάνω σου κάποιο σημάδι του πένθους». Η Ίζαμπελ δεν απάντησε· είχε μάθει, με τα χρόνια, ότι μια ήρεμη, αποστασιοποιημένη σιωπή ήταν συχνά η πιο αποτελεσματική μέθοδος για να αντικρούει τους προκλητικούς υπαινιγμούς της υπηρέτριάς της. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε ούτε και η ίδια γιατί είχε αρνηθεί τόσο σθεναρά να φορέσει εκείνο το πράγμα στο μανίκι της. Ίσως επειδή της είχε φανεί ανάρμοστα υπερβολικό να διατυμπανίσει έτσι τη θλίψη της· επειδή είχε θεωρήσει ότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μια παραβίαση της αξιοπρέπειας – μια προσβολή του κοινού αισθήματος. Από την άλλη, ήξερε πόσο θα το απολάμβανε ο Ραλφ έτσι και μπορούσε να τη δει ντυμένη από την κορφή ως τα νύχια με μαύρα φουστάνια και πλερέζες, μόνο και μόνο, όμως, για να την πειράξει και να γελάσει μαζί της μ’ εκείνη την τρυφερή του ειρω-
15
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 15
16
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 16
νεία. Συλλογίστηκε, λοιπόν, ότι ίσως θα έπρεπε τελικά να έχει δεχτεί να φορέσει το αθώο περιβραχιόνιο, ώστε να ψυχαγωγήσει λιγάκι το πνεύμα του εκεί που βρισκόταν τώρα, σ’ εκείνο το βασίλειο των σκιών όπου το δίχως άλλο κάθε ευκαιρία και για ένα μικρό έστω μειδίαμα θα ήταν καλοδεχούμενη. Ο Ραλφ της είχε δώσει τόσα πολλά και είχε ζητήσει σε αντάλλαγμα τόσα λίγα. Βγαίνοντας επιτέλους από την πνιγηρή καπνίλα του σταθμού, ένιωσε λες και έκανε βουτιά σε μια διαυγή, ανάλαφρη, ατμώδη μάζα που ήταν κάτι αραιότερο και συνάμα πυκνότερο από αέρας. Είχε ζήσει τόσο καιρό μες στον σκληρό ήλιο του Νότου, που το Λονδίνο φάνταζε στα μάτια της σχεδόν άυλο, δίχως σαφή περιγράμματα. Αλλά και στη λιακάδα, όπως τώρα, η πόλη είχε μια μαργαριταρένια στίλβη, ενώ τα σκιασμένα σημεία της είχαν μια αμυδρή απόχρωση του μοβ. Όμως, και τα πλήθη ακόμα, που ύφαιναν αδιάκοπα πέρα δώθε το κινούμενο εργόχειρό τους, τα χαρακτήριζε μια ονειρική ασάφεια, σαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, παρά την αποφασιστικότητα των βημάτων τους και το σταθερά στραμμένο προς τα μπρος βλέμμα, δεν ήταν απόλυτα σίγουροι για τον προορισμό τους ούτε θυμούνταν από πού ακριβώς είχαν ξεκινήσει, μα δεν τους πείραζε και πολύ. Η Ίζαμπελ ένιωθε ήδη γαληνεμένη, καθησυχασμένη· δεν είχε συνειδητοποιήσει, ώσπου να φτάσει, πόσο σφοδρά είχε επιθυμήσει την παράδοξη σαγήνη ετούτης της δοξασμένης μητρόπολης του Βορρά. Δεν γνώριζε ιδιαίτερα καλά το Λονδίνο· μπορεί να το είχε επισκεφθεί αρκετές φορές, συνήθως, δεν το έβλεπε, όμως, με τα δικά της μάτια αλλά μέσα από τα μάτια άλλων: του συζύγου της, του Ραλφ Τάτσετ, και της μητέρας του, της φίλης της Χενριέτα Στάκποουλ· όπως και των ζωγράφων, των ποιητών, των μυθιστοριογράφων –ήταν τόσοι πολλοί!–, των Ντίκενς και των Θάκερεϊ, των Μπάιρον και των Μπράουνινγκ, όλων εκείνων των βάρδων που της εξυμνούσαν ετούτη τη μαγεμένα μακρινή Γη της Ανεμελιάς όταν μεγάλωνε στο απομακρυσμένο Όλμπανι.
Προτού δει τον άντρα, το αυτί της συνέλαβε τον ήχο του θρήνου του. Ήταν ένας ήχος παράξενος, διόλου ανθρώπινος, και στην αρχή κοίταξε γύρω της αναζητώντας κάποιο τραυματισμένο ζώο, ίσως κάποιο τολμηρό γλαροπούλι που είχε πέσει από κανένα ψηλό παραπέτο και τώρα κλαψούριζε γυρεύοντας τη μητέρα του. Όμως, όχι, ήταν ένας άνθρωπος. Αν κι ήταν εύσωμος, με φαρδιές πλάτες, δεν έδειχνε καθόλου ρωμαλέος, είχε ένα τετράγωνο κεφάλι, μαλλιά πυρόξανθα και βοστρυχωτές κοκκινωπές φαβορίτες. Στεκόταν σε μια γωνία στην πλατιά έξοδο του σιδηροδρομικού σταθμού. Ποτέ της δεν θα πρέπει να είχε ξαναδεί ή ξανακούσει ενήλικο άντρα να κλαίει έτσι, τόσο σπαρακτικά κι απαρηγόρητα, με τόση ανημποριά. Τα ξεπλυμένα γαλανά του μάτια ήταν κατακόκκινα, το πρησμένο, γυαλιστερό του κάτω χείλος τρεμούλιαζε σαν του μωρού. Φορούσε ένα πουκάμισο χωρίς γιακά, ένα παμπάλαιο καστόρινο παντελόνι που γυάλιζε πια από τη λίγδα, κι ένα υφασμάτινο σακάκι στο χρώμα της σκουριάς που του έπεφτε πολύ μικρό, τσίτωνε κάτω από τις μασχάλες του κι άφηνε τους αδύναμους λευκούς καρπούς του εκτεθειμένους. Παρόλο που έστεκε σε ένα σημείο, έστρεφε διαρκώς το σώμα του πότε από δω, πότε από κει, λες και είχε καταληφθεί από έναν παροξυσμό αναποφασιστικότητας. Πλάι του στο πεζοδρόμιο κειτόταν ένας άμορφος μπόγος, κάτι δεμένο μέσα σε πανί. Με την πρώτη ματιά νόμιζες ότι φορούσε παπούτσια, όταν, όμως, η Ίζαμπελ κοίταξε καλύτερα, είδε ότι τα πέλματά του ήταν γυμνά και τα κάλυπτε ένα στρώμα μαύρης σαν την πίσσα βρόμας. Οι στιλπνές ρούσες φαβορίτες του, που τις διέτρεχαν αστραφτερά ρυάκια δακρύων, και η ωχρή του επιδερμίδα, η διάστιχτη με αχνές φακίδες, περιέργως ενίσχυαν κι ενέτειναν, στα μάτια της, την οδύνη και την απόγνωσή του· έλεγες ότι είχε αποκολληθεί από πάνω του κάποιο προστατευτικό εξωτερικό περίβλημα κι ότι τα μαλλιά του είχαν κοκκινίσει έτσι από ντροπή γι’ αυτή την ταπεινωτική απογύμνωση.
17
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 17
18
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 18
«Αχ, δες αυτόν τον δυστυχισμένο!» ψιθύρισε, ακουμπώντας το χέρι στο μπράτσο της υπηρέτριάς της για να τη σταματήσει. «Πρέπει κάπως να τον βοηθήσουμε». Η Στέινς, ωστόσο, δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται και μόλις που έριξε μια ματιά στον άντρα που έκλαιγε με αναφιλητά κι έτρεμε σύγκορμος και γύρναγε πέρα δώθε. «Σ’ όποιον δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του πάει στράφι η βοήθεια», είπε μ’ ένα περιφρονητικό ρούφηγμα της μύτης και συνέχισε να περπατάει αγνοώντας το άγγιγμα της κυρίας της. Μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, η Ίζαμπελ δεν γινόταν παρά να την ακολουθήσει, αν και με βαριά καρδιά. Τι περίεργο – ενώ η Στέινς θα έπρεπε λογικά να είναι αυτή που θα ένιωθε πιο έντονα την παρόρμηση να ανακουφίσει τον βασανισμένο άντρα, μιας και προερχόταν κατά πάσα πιθανότητα από τα ίδια κατώτερα κοινωνικά στρώματα, εκείνη του είχε γυρίσει την πλάτη με σφιγμένα χείλια. Κι όμως, υπήρχε εντέλει εξήγηση: η υπηρέτρια λειτουργούσε με το ένστικτο του αμόλυντου ακόμη από την πανούκλα, που αποφεύγει τον ήδη μολυσμένο. Για την Ίζαμπελ, πάλι, που της εξασφάλιζαν ανοσία οι καταθέσεις της σε χρυσό στην τράπεζα, ήταν προφανές ότι είχε χρέος να συνδράμει τους άτυχους και τους κατατρεγμένους του κόσμου, όπως ήταν ο άνθρωπος αυτός. Αλλά οι νόμοι ήταν νόμοι, ίσχυαν εκατέρωθεν, και ήξερε πως ήταν πέρα για πέρα αδύνατο να παρακούσει την υπηρέτριά της και να πλησιάσει τον άντρα που έκλαιγε, έστω κι αν ήταν μόνο για να του χώσει αμήχανα ένα νόμισμα στη χούφτα. Μέσα στην άμαξα, την οποία είχε επιλέξει όπως πάντα η Στέινς, η Ίζαμπελ κάθισε πολύ κοντά στο ανοιχτό παράθυρο για να εισπνεύσει όσον καθαρό αέρα είχε να προσφέρει η πόλη. Μετά από κείνη τη στιγμή της μικρής ανάτασης που είχε συνοδεύσει την έξοδό της από τον σταθμό, είχε επανέλθει ξανά στην πρότερη κατάσταση της μουδιασμένης αδιαφορίας. Τον μονότονο ρυθμό του τρένου αντικατέστησε το ξύσιμο από
τα ατσάλινα στεφάνια των τροχών της άμαξας στο πλακόστρωτο. Παρακολουθούσε το πανόραμα της πολιτείας να περνάει απ’ το παράθυρο σαν να επρόκειτο για μια σειρά από κυλιόμενα εκθέματα πίσω από τζάμι. Ένιωθε νωθρή και ζαλισμένη, που την έβγαλαν για μια υποτιθέμενη αναζωογονητική «βολτούλα» ύστερα από μακρά αρρώστια. Στο μεταξύ, είχαν διασχίσει το πάρκο και τώρα τους υποδεχόταν η κακόφωνη οχλοβοή του Νάιτσμπριτζ. Κοίταξε τη Στέινς που καθόταν απέναντί της στητή σαν να κατάπιε μπαστούνι, με το φαρδύ σαγόνι της σφιγμένο και τη σκεπτική ματιά της στραμμένη στις εντυπωσιακές βιτρίνες των καταστημάτων που προσπερνούσαν. «Χαίρεσαι που βλέπεις γνώριμες εικόνες;» τη ρώτησε. «Εννοώ, χαίρεσαι που βρίσκεσαι πάλι στα μέρη σου, έστω και για λίγο;» Η υπηρέτρια γύρισε να την κοιτάξει με ανέκφραστο κι αυστηρό μαζί βλέμμα. «Τι, για το Λονδίνο λέτε;» Έδειξε την περιφρόνησή της με μια σύσπαση των κοκαλιάρικων ώμων της. «Τούτο δω», είπε, δείχνοντας με την άκρη της σουβλερής μύτης της προς την κομψή παρέλαση από ομπρελίνα και μεταξωτά καπέλα στο πολύβουο πεζοδρόμιο, «δεν είν’ το δικό μου Λονδίνο, κυρία». Η Ίζαμπελ απάντησε στο σχόλιο αυτό, με το εξασκημένο της αόριστο χαμόγελο, και υπαναχώρησε γι’ άλλη μια φορά μες στον εαυτό της, όπως θα κλεινόταν στις πτυχές μιας άνετης, μακριάς κάπας. Ήταν αδύνατο να ενοχληθεί πραγματικά με τη Στέινς· ήξερε ότι αυτή η μεγάλη, αμετακίνητη και οξύθυμη απαξίωση που επεδείκνυε η νεαρή γυναίκα δεν ήταν παρά μια μάσκα της αδυναμίας της να εκφράσει πόσο αξιοθαύμαστη έβρισκε την ανεκτικότητα και την πίστη της Ίζαμπελ. Γιατί η υπηρέτρια αγαπούσε την κυρά της τυφλά, απερίγραπτα, και θα ήταν πρόθυμη, όπως θα έλεγε ίσως και η ίδια, να περπατήσει ξυπόλυτη πάνω σε αναμμένα κάρβουνα αν ήταν να χαρίσει έτσι στην Ίζαμπελ μια σπίθα ζεστασιάς που θα είχε εκείνη ανάγκη. Θυμίζοντάς το αυτό για πολλοστή φορά στον ε-
19
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 19
20
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 20
αυτό της, η Ίζαμπελ άφησε τη σκέψη της να επιστρέψει στο σχετικό εν μέρει ζήτημα του άντρα που έκλαιγε. Στ’ αλήθεια δεν είχε ξαναδεί μεγάλο άνθρωπο να εκδηλώνει δημοσίως τόση απόγνωση, τόση δυστυχία, τόση ακατέργαστη σαν του παιδιού στενοχώρια, κι όμως τώρα, αναρωτήθηκε ξαφνικά, εκείνη που είχε πρόσφατα υποστεί κάμποσα ψυχικά πλήγματα, γιατί να μην ήταν κάτι τέτοιο πιο συνηθισμένο, γιατί να μην το έβλεπες να συμβαίνει συχνότερα έξω στον δρόμο – γιατί δεν ξεσπάγαμε όλοι μας καμιά φορά ενώπιον όλων σε λυγμούς; Διότι ήταν βέβαιη ότι στη μεγάλη πλάστιγγα, το βάρος της θλίψης του κόσμου θα βούλιαζε τόσο απότομα το ζύγι από τη μεριά εκείνη, που θα χτύπαγε με πάταγο ο δίσκος πάνω στον πάγκο. Η Ίζαμπελ ένιωσε μάλιστα τη στιγμή εκείνη την ανάγκη να σταματήσει την άμαξα, να κατέβει μ’ ένα πήδημα, και τρέχοντας πίσω να πάει να σταθεί στο πλευρό εκείνου του φουκαρά και ν’ αφήσει τα δάκρυά της να κυλήσουν σε κοινή θέα· αλλά φυσικά δεν το έκανε. Τι να τον είχε οδηγήσει άραγε σε ένα τέτοιο ξέσπασμα; Κρίνοντας από την ένταση των αναφιλητών του, θα έλεγε κανείς ότι είχε μόλις συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απελπιστικής του κατάστασης, από την άλλη, όμως, ήταν ολοφάνερο ότι ζούσε καιρό τώρα μέσα στην αθλιότητα. Μπορεί να τον είχε χτυπήσει μια ακόμα, καινούργια, ατυχία. Ωστόσο, είχε δημιουργηθεί στην Ίζαμπελ η εντύπωση πως ο άντρας δεν θρηνούσε το συγκεκριμένο αλλά το γενικό, λες και ξαφνικά σήμερα ολάκερη η καταραμένη, δύσμοιρη ζωή του –αν γινόταν να ονομαστεί ζωή αυτό που ζούσε– είχε αποφασίσει να τον καταπλακώσει πια μια και καλή. Μήπως έπρεπε να έχει αψηφήσει τη Στέινς και να του έχει προσφέρει, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον δυο τρία λόγια παρηγοριάς; Υποψιαζόταν ότι τίποτε δεν θα ανακούφιζε μια λύπη σαν τη δική του, όμως αυτή η υποψία, όσο ισχυρή κι αν ήταν, δεν την απάλλασσε των ευθυνών. Δεν ήταν υποχρέωσή της, από τη θέση στην οποία βρισκόταν, να σκύβει και
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 21
21
να απλώνει το χέρι στους συντετριμμένους κι αβοήθητους, σε εκείνους που ίσως, στην απόπειρά τους να πετάξουν, είχαν γκρεμιστεί από τον ουρανό και τώρα κείτονταν με σπασμένες φτερούγες, τρεμουλιάζοντας ξέπνοοι μπροστά στα πόδια της; Η καρδιά της, το καλύτερο κομμάτι του εαυτού της, συνέπασχε βαθιά με τον άντρα που έκλαιγε, ωστόσο σε μια άλλη περιοχή του συνειδητού της, ψυχρή και υπολογιστική, είχαν ορθωθεί κιόλας οι απαραίτητες άμυνες. Τι θα μπορούσε να είχε κάνει, εξάλλου, για εκείνο τον κακομοίρη, τι παρηγοριά θα του είχε προσφέρει μια δική της κουβέντα; Χρήματα – ναι, θα μπορούσε να του είχε δώσει χρήματα, και μάλιστα αρκετά· όμως ούτε τα ασημένια της νομίσματα θα μπορούσαν να τον σώσουν γιατί το δίχως άλλο δεν έπαιρνε πια σωτηρία. Όχι: θα ήταν το ίδιο όπως αν επιχειρούσε να βοηθήσει τις χαμένες ψυχές στον Άδη. Παρ’ όλα αυτά...
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 22
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σπου της είχαν ετοιμάσει και ζήτησε ένα μονό δωμάτιο και
22
το ξενοδοχείο
της οδού Ντόβερ αρνήθηκε τη σουίτα
ένα κρεβάτι για την υπηρέτριά της. Αυτό προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στη ρεσεψιόν και του θέματος κλήθηκε ο ίδιος ο διευθυντής να επιληφθεί. Ήταν ένας γλυκομίλητος παχουλός τύπος με κερωμένο μουστάκι, φορούσε ρεντιγκότα και μια πλούσια, σε απαλό γκρι, γραβάτα με διαμαντένια καρφίτσα. Διαβεβαίωσε την «αγαπητή κυρία» ότι του είχαν παραγγείλει σουίτα: η εντολή είχε έρθει το πρωί με ένα τηλεγράφημα από το Γκάρντενκορτ. Η Ίζαμπελ κατάλαβε ότι το είχε στείλει η μητέρα του Ραλφ –όσο πρακτικός άνθρωπος κι αν ήταν η κυρία Τάτσετ, θεωρούσε αδιανόητο να καταλύει κανείς οπουδήποτε χωρίς να έχει καμιά δεκαριά δωμάτια στη διάθεσή του–, επέμεινε, όμως, παρ’ όλα αυτά, στη δική της προτίμηση. Ακολούθησε ένα επιδεικτικό λογύδριο του ξενοδόχου, συνοδευμένο από συνοφρυώματα, στεναγμούς και ιλιγγιώδες στρίψιμο των μουστακιών, μα στο τέλος η Ίζαμπελ οδηγήθηκε σε μια όμορφη κάμαρα του πρώτου ορόφου, όπου τα κλινοσκεπάσματα έμοιαζαν με ανθισμένο κήπο, κι όπου δυο ψηλά παράθυρα με αραχνοΰφαντες κουρτίνες έβλεπαν στον στενό αλλά πολυσύχναστο δρόμο. Αγνοώντας το ελαφρώς θιγμένο ύφος του διευθυντή που στεκόταν πίσω της, η Ίζαμπελ είπε ότι της άρεσε πολύ και πήγε να σταθεί σε ένα από τα παράθυρα, με γυρισμένη την πλάτη, απολαμβάνοντας νοσταλγικά τη μυρωδιά της
σκονισμένης μουσελίνας, ώσπου ο άντρας αναγκάστηκε να αποχωρήσει με ευγενικά μουρμουρητά. Στο μεταξύ, η Στέινς είχε αναλάβει τη μεταφορά και την τακτοποίηση των «πραγμάτων» της κυρίας της – η ΄Ιζαμπελ παρατήρησε ότι τα μόνα ορατά σημάδια της αιτίας του τσακωμού με τον αχθοφόρο ήταν ένα σπασμένο χερούλι σε μια δερμάτινη κοσμηματοθήκη κι ένα μεγαλούτσικο βαθούλωμα σε μια καπελιέρα. Έξω στον δρόμο, ο ήλιος έλαμπε γιατί ήταν ακόμη απόγευμα – το φαινομενικά ατελείωτο ταξίδι από το Γκάρντενκορτ, στην αρχή κατά μήκος του Τάμεση με το αμαξάκι κι από πίσω να ακολουθεί το τετράτροχο κάρο με τις αποσκευές τους, κι ύστερα στο γοργό τρένο από το Πάνγκμπορν, είχε στην πραγματικότητα διαρκέσει συνολικά λιγότερο από δυο ώρες. Η Ίζαμπελ, παραμερίζοντας τις κουρτίνες που θρόισαν απαλά, προχώρησε στην εσωτερική εσοχή του παραθύρου κι ακούμπησε το μέτωπό της στο τζάμι για να απολαύσει για μια στιγμή τη λεία ψυχρότητά του. Η Στέινς ολοκληρώνοντας το ξεπακετάρισμα και την τακτοποίηση των ρούχων στις ντουλάπες, αποσύρθηκε στο δικό της καμαράκι και η σιωπή κατακάθισε στο δωμάτιο σαν πρωινή πάχνη. Αφήνοντας τα μάτια της να κλείσουν, η Ίζαμπελ βούτηξε στο σκοτάδι πίσω από τα βλέφαρα όπως θα βουτούσε στα κρύα μαύρα νερά μιας λίμνης στο δάσος. Δεν γινόταν, όμως, να παραμείνει εκεί για πολύ, μιας και στο σκοτάδι αυτό θα αντίκριζε το δίχως άλλο το βουβό άτεγκτο πλάσμα με τα κίτρινα μάτια που ήταν η συνείδησή της. Παράξενο: ενώ ήταν η ίδια που είχε αδικηθεί, σφοδρότατα αδικηθεί, από τον άντρα της, κι από μια γυναίκα την οποία θεωρούσε αν όχι σύμμαχο πάντως όχι κι εχθρό της, αυτή αισθανόταν τώρα το ντρόπιασμα. Ή μήπως το χνάρι που το ιχνηλατούσε το τέρας του δάσους ήταν εκείνο της αποτυχίας της να ανταποκριθεί στα όνειρα και στις προσδοκίες –λογικά όνειρα, εύλογες προσδοκίες– του εξαδέλφου Ραλφ; Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να σκεφτεί: ήταν τόσα τα πράγματα που διακλαδώνο-
23
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 23
24
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 24
νταν το ένα με το άλλο, ώστε της ήταν αδύνατο να τα ξεχωρίσει, να τα εξετάσει μεμονωμένα, με τα υπέρ και τα κατά τους. Ένιωθε να την πνίγουν όλες οι οδύνες του αμαρτωλού, μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο ήταν το αμάρτημά της. Κι όμως, ακόμη κι αν αδυνατούσε να το εντοπίσει, ήταν άφθονα τα αμαρτήματα που είχε πιθανότατα διαπράξει. Η υπερηφάνεια, παραδείγματος χάρη, ναι, η υπερηφάνεια, και η ματαιοδοξία, κι ένας αυτάρεσκος εγωκεντρισμός, παρόλο που ένας θεός ξέρει πόσο άγρια την είχαν απομακρύνει απ’ τον καθρέφτη της ο Γκίλμπερτ Όσμοντ και η Σερίνα Μερλ – δηλαδή, ο σύζυγός της και η... μα δυσκολευόταν να βρει τον χαρακτηρισμό που άρμοζε στην απερίγραπτη μαντάμ Μερλ. Η Ίζαμπελ γνώριζε καλά ότι κινδύνευε να υποπέσει στην κρυφή φιλαυτία στην οποία οδηγεί τον αμαρτωλό η μεταμέλειά του. Λατρεμένη: η τελευταία λέξη που είχε ακούσει τον Ραλφ Τάτσετ να αρθρώνει ψυχορραγώντας –και τώρα συνειδητοποίησε πως θεωρούσε δεδομένο ότι θα ήταν πάντα η λατρεμένη κάποιου, δίχως να οφείλει να ανταποδίδει τη λατρεία– ε, αυτό ήταν αυταρέσκεια, αυτό ήταν ματαιοδοξία, αυτό ήταν υπερηφάνεια, και τα τρία αυτά συναισθήματα είχαν κάνει ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους για να συντηρούν την πεποίθησή της πως ήταν μία και μοναδική, πως ασκούσε μια επιρροή στον κόσμο – ή τουλάχιστον στη δική της μικρογραφημένη εκδοχή του κόσμου. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο εξακολουθούσε να ζει, ευτυχισμένη, μέσα στο σπίτι του εαυτού της, το οποίο, όπως έβλεπε τώρα, δεν ήταν μεγαλύτερο σε διαστάσεις από ένα κουκλόσπιτο. Ευτυχισμένη; Η λέξη την έπιασε και την επανέφερε απότομα στη γύρω της πραγματικότητα, την πραγματικότητα της λιακάδας, του δρόμου, των περαστικών, όλου εκείνου του παράδοξου, δραστήριου πάρε δώσε που λέγεται ζωή. Είχε περάσει χρόνια ολόκληρα με τον άντρα της –τα χρόνια δεν ήταν πολλά σε αριθμό, είχαν, όμως, μεγάλη διάρκεια– καθισμένη ανακούρκουδα μες στο στενόχωρο μικροσκοπικό σπιτάκι που είχε φτιά-
ξει με μαστοριά. Ήταν ευτυχισμένη εκεί μέσα; Στην αρχή ίσως, αλλά η ευχάριστη αυτή αρχή είχε σύντομα δώσει τη θέση της σε μια αξιοθρήνητη συνέχεια, η οποία έλαβε τέλος τόσο ξαφνικά και βίαια, που το πλήγμα έκανε ακόμη τα νεύρα της Ίζαμπελ να πάλλονται σαν δονούμενο διαπασών. Έθεσε τώρα ξανά στον εαυτό της το ερώτημα που την απασχολούσε από τότε που είχε αφήσει πίσω της την Ιταλία για να βρεθεί στο νεκροκρέβατο του Ραλφ, το ερώτημα του αν γνώριζε εξαρχής ένα μέρος της αλήθειας για την αιτία και τις συνθήκες του γάμου της δίχως να παραδέχεται ότι τη γνωρίζει. Εάν είχε διαπράξει κάποιο μεγάλο κακό, ενάντια στον εαυτό της και στους άλλους, ίσως να ήταν αυτό ακριβώς, το ότι είχε εσκεμμένα παραμείνει στην άγνοια. Αλλά πώς, διαμαρτυρήθηκε βουβά, πώς γινόταν να το έχει αποτρέψει, όταν ο άντρας της και η μαντάμ Μερλ φρόντιζαν επιμελώς να την κρατούν μισότυφλη, καλύπτοντας σταθερά τα μάτια της με εκείνο το εξαίσια αρωματισμένο, μεταξένιο βέλο; Και, φυσικά, ο άντρας της δεν υπήρξε ουδέποτε συγκάτοικός της στο σπιτάκι, αλλά στεκόταν ανέκαθεν απέξω, χαλαρός, με τα χέρια του στις τσέπες και πού και πού μονάχα έσκυβε για να της ρίξει μια ματιά εκεί που καθόταν αυτή κουλουριασμένη, με τα μπράτσα τυλιγμένα γύρω από τα γόνατα και το κεφάλι τόσο γερτό, ώστε δεν μπορούσε να δει τίποτα πέρα από τις μύτες των παπουτσιών της. Άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός. Ήταν κουρασμένη. Πίεσε με τα ακροδάχτυλα το μέτωπό της. Η λέξη «πονοκέφαλος» έμοιαζε να χαρακτηρίζει μόνιμα τον τελευταίο καιρό την κατάστασή της. Γύρισε και προχώρησε προς το δωμάτιο μέχρι που στάθηκε σαν χαμένη στα πόδια του πελώριου, ψηλού και κάπως τρομακτικού κρεβατιού. Θα κατάφερνε ποτέ να κλείσει μάτι πλαγιασμένη σε μια τέτοια έκταση από πούπουλα και ελατήρια, μπαμπάκι και στρωματσόπανο, λινό και σατέν; Να φώναζε τη Στέινς να της φέρει ένα ηρεμιστικό; – όλο και κάποιο φαρμακείο θα ήταν ανοιχτό εκεί κοντά. Όμως, όχι,
25
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 25
26
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 26
δεν έπρεπε να μάθει να εξαρτάται από τεχνητά καταπραϋντικά, θα αντιμετώπιζε το πρόβλημα με τη δική της προσπάθεια και μόνο. Ακόμα κι αν δεν κατόρθωνε να αναγκάσει τον εαυτό της να αποκοιμηθεί, θα του επέβαλλε, τουλάχιστον, να αναπαυθεί. Ωστόσο, η σκέψη να είναι ξαπλωμένη εκεί πάνω, ατενίζοντας με τις ώρες ένα απύθμενο μαύρο σκοτάδι, της δημιούργησε ξάφνου ένα άγχος. Έφερε το χέρι στον στύλο του κρεβατιού, τον άδραξε σφιχτά και προσπάθησε να ηρεμήσει. Απόψε θα ήταν άλλη μια νύχτα ανάμεσα στις τόσες· θα περνούσε κι αυτή και θα ερχόταν μια ακόμα ημέρα. Πήγε κι άνοιξε την ντουλάπα, αποφεύγοντας να ανταμώσει το βλέμμα της στον καθρέφτη που έντυνε το εσωτερικό της πόρτας, και διάλεξε στην τύχη ένα βραδινό φόρεμα. Πέντε λεπτά αργότερα βρισκόταν ήδη κάτω και ρωτούσε πού ήταν η τραπεζαρία. Ναι, θα καθόταν για φαγητό· όχι, δεν θα είχε παρέα. Ήταν νωρίς και η μικρή μισοφωτισμένη αίθουσα της φάνηκε στην αρχή άδεια. Πόση προσδοκία ανέδιδαν τα τραπέζια, τα στολισμένα με ασημένια μαχαιροπίρουνα και κρυστάλλινα ποτήρια, τοποθετημένα στη σειρά σαν χορευτές που περιμένουν γεμάτοι υπερένταση να ηχήσει δυνατά η πρώτη νότα της ορχήστρας για ν’ αρχίσουν να βαλσάρουν. Εμφανίστηκε ο αρχισερβιτόρος –άλλη μια ρεντικότα, άλλη μια γκρίζα πλουμιστή γραβάτα σαν στήθος περιστεριού– και μουρμουρίζοντας ευγενικά την οδήγησε σε ένα τραπέζι στη γωνία, όπου την έβαλε να καθίσει, αν και, παρά την ιπποτική του αβρότητα, η Ίζαμπελ είχε φευγαλέα την αίσθηση πως στην πραγματικότητα τη βίδωσε στο κάθισμά της όπως θα σφήνωνε φελλό στον λαιμό ενός μπουκαλιού. Τα εστιατόρια πάντοτε της έφερναν λίγο στον νου σχολική τάξη, μια ασυνήθιστα πολιτισμένη και πλήρως εξοπλισμένη τάξη, όπου την είχαν στείλει –κάθε φορά– για να παρακολουθήσει μαθήματα σε κάποιον από τους πιο φίνους και αξιοσέβαστους κοινωνικούς τομείς. Μόλις της παραδόθηκε στα χέρια το μενού, έριξε πρώτα μια ματιά γύρω της,
όπως κάνουμε συνήθως όταν διαδραματίζεται η μικρή αυτή ιεροτελεστία, και είδε καθισμένο σ’ ένα τραπέζι στην ακριβώς απέναντι γωνία έναν κύριο, σχετικά ευτραφή, με μούσι και αρχή καράφλας, ο οποίος διάβαζε την εφημερίδα του φορώντας ένα ζευγάρι γυαλιά χωρίς βραχίονες. Υπολόγισε ότι θα πρέπει να βρισκόταν στο κατώφλι της μέσης ηλικίας, διατηρούσε, όμως, έναν αέρα νεανικού σφρίγους παρά την κοιλίτσα που τσίτωνε τα κουμπιά του γιλέκου του. Το γιλέκο αυτό ήταν το μοναδικό ελαφρώς αξιοπερίεργο πράγμα πάνω του που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή, γιατί ενώ το σακάκι και η μακριά του γραβάτα ήταν μαύρα και ο κολλαριστός του γιακάς υπόδειγμα λευκότητας, το χαρωπό του ζιλεδάκι –έτσι θα το έλεγαν στην πατρίδα– ήταν φτιαγμένο από εναλλασσόμενες οριζόντιες λωρίδες κίτρινου και ουρανί σατέν. Αυτή η χρωματική ζωηρότητα έκανε την Ίζαμπελ να αναρωτηθεί τι μπορεί να ήταν – θεατράνθρωπος ίσως, κανένας ατζέντης ηθοποιών ή μπορεί και θεατρικός συγγραφέας; Από τον επιδέξιο τρόπο με τον οποίο είχε ακουμπήσει τη διπλωμένη εφημερίδα του πάνω στην κανάτα του νερού, κατάλαβε ότι ήταν μαθημένος να τρώει μόνος. Νιώθοντας το διερευνητικό της βλέμμα, σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε με ήρεμη ευθύτητα πάνω από τους ατσάλινους σκελετούς των γυαλιών που ήταν στερεωμένα στην άκρη της μύτης του. Εκείνη του χάρισε ένα μικρό χαμόγελο το οποίο δεν της αντιγύρισε, όχι όμως, καθώς φαινόταν, από ψυχρή ή εχθρική διάθεση αλλά σαν να θεωρούσε ότι θα ήταν αχρείαστη μια τέτοια ευγενική ανταπόκριση εκ μέρους του. Εξακολούθησε να την παρατηρεί για λίγο ακόμα με αδιατάρακτο, ήσυχο και διόλου ενοχλητικό βλέμμα, όπως ήταν καθισμένη εκεί, απέναντί του. Μήπως την ήξερε, μήπως είχαν συναντηθεί κάπου, κάποτε; Της φαινόταν γνωστή φυσιογνωμία, αν και είχε φτάσει σε ένα στάδιο της ζωής της που θα μπορούσε να κάνει την ίδια ακριβώς σκέψη για οποιονδήποτε τύχαινε να ξεπροβάλει μέσα από ένα πλήθος περαστικών και να σταθεί
27
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 27
28
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 28
αποκομμένος από τους υπόλοιπους μέχρις ότου τον αντιληφθεί και τον κοιτάξει εκείνη. Κι όμως, ο τρόπος με τον οποίο είχαν στυλωθεί επάνω της εκείνα τα από τη φύση τους γουρλωτά σαν γκρίζες χάντρες κι ελαφρώς εξόφθαλμα μάτια δίχως λεπτό να ανοιγοκλείνουν, έκανε την Ίζαμπελ να νιώσει ότι γινόταν αντικείμενο επανεξέτασης και αξιολόγησης λες κι αυτή ήταν ένα πορτρέτο που εκείνος, ο ζωγράφος του, είχε απρόσμενα αντικρίσει κρεμασμένο στον τοίχο μιας γκαλερί, όπου είχε μπει τυχαία, και μπροστά στο οποίο στεκόταν τώρα, ελέγχοντας αν το έργο του είχε υποστεί φθορές κι αν είχε επηρεάσει ο χρόνος την ποιότητα των χρωμάτων. Στην πατρίδα – έτσι ακριβώς το είχε σκεφτεί, ότι το γιλέκο του άντρα θα το έλεγαν ζιλεδάκι στην πατρίδα. Έγειρε πίσω στην καρέκλα της, απορημένη με τον εαυτό της. Νόμιζε ότι είχε πάψει από καιρό να θεωρεί πατρίδα της εκείνο το σωριασμένο θηρίο στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Όμως εκεί, στην πατρική του εστία, δεν τρέχει πάντα να γυρέψει ασφάλεια και παρηγοριά το πληγωμένο παιδί; Κι εκείνη αυτό δεν είχε γίνει πάλι, ένα παιδί, και μάλιστα πληγωμένο; – όσο σθεναρά κι αν προσπαθούσε ίσως να το αρνηθεί η ενήλικη, η λογική πλευρά της. Ναι, ήταν πληγωμένη, και –όφειλε να το παραδεχτεί– ανέστια. Ήρθε ο σερβιτόρος, του έδωσε την παραγγελία της και πριν καλά καλά απομακρυνθεί ο νεαρός άντρας κρατώντας τον κατάλογο με το λευκό του γάντι, εκείνη είχε κιόλας ξεχάσει τι είχε παραγγείλει. Συλλογιζόταν την αυριανή μέρα και μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε αμελήσει να στείλει ένα τηλεγράφημα. Φώναξε τον πρώτο, όπως, νόμισε, σερβιτόρο, παρόλο που αποδείχτηκε διαφορετικός –έμοιαζαν να είναι τόσοι εκεί μέσα, και όλοι τους ίδιοι–, και του ζήτησε να της φέρει μια φόρμα τηλεγραφήματος κι ένα μολύβι. Το πρώτο της πρωινό ραντεβού ήταν στην τράπεζα και το μεσημέρι σκόπευε να επισκεφθεί τη φίλη της –ή, μάλλον, τη γνωστή της, εφόσον δεν είχε με την κυρία αυτή μεγάλη οικειότητα–, τη δεσποινίδα Φλόρενς Τζέιν-
γουεϊ, στο Φούλχαμ. Η επίσκεψη στην τράπεζα, όπου θα την υποδέχονταν με τις συνήθεις ρεβεράντζες, ήταν απλώς μια ανιαρή υποχρέωση, η άλλη, όμως, στο σπίτι της δεσποινίδας Τζέινγουεϊ ήταν μια τελείως διαφορετική υπόθεση, παρόλο που την είχε η ίδια προτείνει κι ετοιμαζόταν να την επικυρώσει με το τηλεγράφημα. Είχε, απ’ ό,τι φαίνεται, για πρώτη φορά στη ζωή της, την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, με την έννοια ότι ήθελε να εκθέσει γεγονότα και συναισθήματα ούτως ώστε να εξεταστούν από ένα άλλο ζευγάρι μάτια, να κριθούν και να αξιολογηθούν από έναν άλλο νου. Αυτό άραγε προσδοκούσε, αυτό ήλπιζε να βρει στο πρόσωπο της δεσποινίδας Τζέινγουεϊ; Υπήρχαν κι άλλα άτομα σ’ αυτή την πόλη στα οποία θα μπορούσε να στραφεί, όπως για παράδειγμα η φίλη της –κι αυτή ήταν στ’ αλήθεια φίλη της, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις–, η Χενριέτα Στάκποουλ, στα διαμερίσματα της οποίας, στην οδό Γουέλμπεκ, θα διανυκτέρευε την επομένη, πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη. Ωστόσο, η δεσποινίς Στάκποουλ, η καλή, η αξιοπρεπής, η πάντοτε εχέφρων Χενριέτα, της είχε πολλά και διάφορα μαζεμένα και η ΄Ιζαμπελ δεν θα διανοείτο να την επιλέξει ως αμερόληπτη ακροάτρια. Όχι, η Χενριέτα θα χρειαζόταν, τουλάχιστον, άλλη μια μέρα μέχρι να «αποφορτιστεί». Αυτό που επιζητούσε η Ίζαμπελ ήταν το αποστασιοποιημένο οπτικό πρίσμα της δεσποινίδας Τζέινγουεϊ που, όπως πίστευε, ούτε θα την κατηγορούσε ούτε θα της χαριζόταν. Όμως, παρ’ όλα αυτά, παρέμενε το ερώτημα τού γιατί είχε ανάγκη από κάποιον είτε για να της απαγγείλει κατηγορία είτε για να την αθωώσει. Αν ήθελε εξομολογητή, οι περισσότερες εκκλησίες του Λονδίνου διέθεταν στο εσωτερικό των ναών τους κουβούκλια εξομολογητηρίων. Ήξερε, βεβαίως, πολύ καλά ότι με τον εαυτό της ήταν που επιθυμούσε κατά βάθος να συνομιλήσει, όμως η φωνή της έβγαινε τόσο σιγανή κι ήταν τόσο αδύναμη η ακοή της, που χρειαζόταν τη διαμεσολάβηση ενός άλλου, ακόμα κι αν αυτός ο άλ-
29
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 29
30
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 30
λος ελάχιστα απείχε από το να της είναι παντελώς άγνωστος. Ήταν ένα εγχείρημα επικίνδυνο, ένα ρίσκο, αλλά έπρεπε να το αποτολμήσει. Οι δυο ίδιοι κι απαράλλακτοι σερβιτόροι κατέφθασαν τώρα ταυτόχρονα στο τραπέζι της, ο ένας με το χαρτί του τηλεγραφήματος, ο άλλος με το ψάρι της. Έγραψε βιαστικά ένα μήνυμα στη δεσποινίδα Τζέινγουεϊ κι ύστερα έστρεψε την προσοχή της στο πιάτο της. Πάνω του ήταν τοποθετημένο ένα γκριζωπό πράγμα, πασαλειμμένο με μια υπόλευκη σος στην επιφάνεια της οποίας είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται μια τρεμουλιαστή σφιχτή κρούστα. Οι αναχωρητές της ερήμου δεν θα πρέπει να ήταν λιγότερο γευσιγνώστες απ’ αυτήν, κι όμως η Ίζαμπελ Όσμοντ δεν έπαυε ποτέ να απορεί με την ικανότητα των Βρετανών μαγείρων να μεταμορφώνουν απολύτως ευπαρουσίαστες τροφές σε παρασκευάσματα που ακόμα κι ένα Γαλλάκι ή ένα Ιταλάκι δεν θα τα δοκίμαζε παρά μόνο αν το προκαλούσαν με στοίχημα. Σκάλισε επιφυλακτικά το ψάρι με το πιρούνι της, ξεχώρισε ένα ίχνος σάρκας ανέγγιχτο από τη σάλτσα κι άρχισε να το μασάει με την παραιτημένη κατήφεια μηρυκαστικού. Κοιτώντας προς το τραπέζι της απέναντι γωνίας, με την πρόθεση ίσως να ανταλλάξει μια ματιά αλληλοκατανόησης με τον έτερο σύντροφό της στην τραπεζαρία, διαπίστωσε έκπληκτη ότι ο ευτραφής κύριος είχε φύγει. Πώς ήταν δυνατόν εκείνη να μην έχει αντιληφθεί την αποχώρησή του; Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχε φάει τίποτα και το μοναδικό τεκμήριο της παρουσίας του ήταν η διπλωμένη εφημερίδα που είχε αφήσει πίσω του, στερεωμένη επιδέξια στην κανάτα του νερού. Η Ίζαμπελ ένιωσε μια αδιόρατη απογοήτευση που είχε απομείνει τόσο ξαφνικά μόνη σε αυτή τη μελαγχολική αίθουσα. Μα, από την άλλη, τι ακριβώς περίμενε απ’ αυτόν, τι θεωρούσε ότι είχε χάσει; Δεν θα μπορούσε φυσικά να έχει αποδεχτεί οποιαδήποτε φιλική προσέγγιση εκ μέρους ενός αγνώστου, όσο προσεκτικός κι ευγενικός κι αν αποδεικνυόταν εκείνος, καθι-
BANVILLE OSMOND_SKLHRO DDDD Final.qxp_Layout 1 13/03/2019 12:32 Page 31
31
σμένη ολομόναχη στην τραπεζαρία ενός ξενοδοχείου. Ωστόσο, ο τρόπος που την είχε κοιτάξει, μ’ εκείνο το ατάραχο, ευθύβολο και ειλικρινές βλέμμα, έμοιαζε να της προσφέρει – τι; Όχι συμπόνια, φυσικά, την οποία εξάλλου εκείνη θα απέκρουε· τότε μήπως κάποιου είδους στήριξη; Αυτή η λέξη της ήρθε στο μυαλό, μα δεν ήξερε καθόλου πού κολλούσε στη συγκεκριμένη περίσταση, αφού οι δυο τους κάθονταν μόνος του ο καθένας και τους χώριζε μια απόσταση που δεν θα επέτρεπε ούτε την άμεση επαφή ούτε τη συνομιλία. Και όμως, αναμφίβολα, της έλειπε μυστηριωδώς τώρα που είχε φύγει. Ήταν λες κι αυτή ήταν μια ανάπηρη που προχωρούσε αργά αργά σε κακοτράχαλο έδαφος και που είχε αίφνης διαπιστώσει ότι ένα χέρι που την κρατούσε επί τόσες πολλές ώρες, ώστε είχε πια πάψει να αντιλαμβάνεται το κράτημά του, είχε αίφνης αποτραβηχτεί, αφήνοντάς τη να συνεχίσει τον δρόμο της παραπαίοντας. Τρελό, τρελό, είπε στον εαυτό της. Τι φαντασιοκόπημα είχε πλέξει για έναν άνθρωπο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της και που δεν θα ξανάβλεπε πιθανότατα ποτέ! Ο σερβιτόρος ήρθε και πήρε το πιάτο της.