Αντώνης Σουρούνης «Ένα αγόρι γελάει και κλαίει»

Page 1

SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 5

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΓΕΛΑΕΙ ΚΑΙ ΚΛΑΙΕΙ 10 + 1 ιστορίες

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 6

©

Copyright Χρήστος Αποστολίδης, Απόστολος Αποστολίδης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2019

1η έκδοση: Απρίλιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.

ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6575-7


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Όνειρα και προδότες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Κεφαλάκιας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πώς πέθανε το Κουλέ Καφέ . . . . . . . . . . . . . . . . . Η πρώτη αποτυχία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι μεγάλες Κυριακές των μικρών ανθρώπων . . . . Στην αγαπημένη κάποιου καλοκαιριού . . . . . . . . . Η κοκκαλόπροκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επιστρέφοντας στον κόσμο μου . . . . . . . . . . . . . . Τα γενέθλια του πανεπιστημίου . . . . . . . . . . . . . . Ο κένταυρος (Εγώ κι ο εαυτούλης μου) . . . . . . . . . ΕΠΙΜΕΤΡΟ

11 17 27 33 41 49 53 61 67 77

Ο στρατιώτης Παπούλιας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 145

7


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 8


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 9

Τα κομμάτια αυτά, γραμμένα σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, με την επίδραση διαφόρων ανθρώπων και καταστάσεων, ίσως να φανούν σε πολλούς σαν τ’ αδέλφια που μεγαλώνουν μακριά το ένα από το άλλο και που σε ελάχιστα σημεία μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι όλα γραμμένα στη στιγμή, όλα για ορισμένους ανθρώπους, σε ώρες γλυκές, συντροφευμένες από τη μοναξιά, τη γυναίκα ή αγαπημένους φίλους. Οι χρόνοι εκείνοι φύγανε εδώ και καιρό. Οι άνθρωποι που έρχονταν κάποτε μέσα στη νύχτα σπίτι μου με το κρασί τους, το γέλιο τους και το δάκρυ τους χάθηκαν. Τα μεγάλα όνειρα παραμερίστηκαν επειδή ακριβώς ήταν μεγάλα. Οι παλιοί σύντροφοι χτίσανε σπίτια, φτιάξανε οικογένειες, αγόρασαν χρηματοκιβώτια. Μα εγώ, που δεν έκτισα κανένα σπίτι για να θάψω 9


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 10

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ

κάτω από τα θεμέλιά του τους ανθρώπους που αγάπησα, εγώ που απαρνήθηκα την οικογένεια για να μείνω πιστός στο ομαδικό όνειρο, νιώθω πως έχω ένα χρέος απέναντι στο προδομένο μας παρελθόν και στον εαυτό μου, εκείνον που άφησα χωρίς συλλογή στα γερμανικά πανεπιστήμια και στις τυρολέζικες σοφίτες. Τώρα που οι θύμησες έχουνε πια κατασταλάξει, τώρα που οι άνθρωποι έχουν γράψει με το χέρι τους το «ΤΕΛΟΣ» στην ιστορία μου, τώρα που νομίζω πως μπορώ επιτέλους να γράψω, ακριβώς τώρα, παλιοί αγαπημένοι φίλοι, και προτού καταπιαστώ μ’ εσάς τους ίδιους, σας στέλνω από την ερημιά μου την καλημέρα μου μα και την καληνύχτα μου μαζί. ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ 1969

10


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 11

Όνειρα και προδότες

Μ μάνα της μάνας μου «μη στάξει και μη βρέξει». Με πλέναν και με σιδέρωναν και μ’ αρωμάτιζαν κι ύΙΚΡΟΣ πολύ σαν ήμουνα μ’ είχε η μάνα μου κι η

στερα με ξωπόρτιζαν, να με δούνε, λέει, οι άλλες οι μανάδες, που ήτανε τα παιδιά τους βρόμικα και ξυπόλητα, και να με δει κι η δασκάλισσά μου η κυραΛένη, που κάθονταν στην κάτω γειτονιά, πάνω απ’ το μπακαλομάγαζο του κυρ-Νικόλα του Ξηνταβελόνη και παραμόνευε πίσω απ’ την νταντελιά κουρτίνα, κουτσή, ροδομαγουλούσα, πεντακάθαρη και παρθένα, πότε και να περάσει κάνας ξυπόλητος αληταράς, να τον μαυρίσει την αύριο στο σκολειό, να ’χει κι αυτή η καψερή κάτι τι να κάνει. Και σουλατσάριζα εγώ την κατηφοριά σουνάμενος κουνάμενος, κι ήξερα ότι η μάνα κι η προμάνα στέκο11


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 12

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ

νταν στην ξώπορτα, που ’μοιαζε και με θυμιατήρι από τα πολλά κουδούνια και γρουσουζοπέταλα, και με καμάρωναν και με θαμάζανε και ψιλοβελόνιαζαν την πλάτη μου με κάθε λογής όνειρα κι ελπίδες. Και σαν χανόμουνα πίσω από τον «καμένο φούρνο», γύρναγαν οι δυο γυναίκες στις δουλειές τους, η μάνα η μικρή να μου φτιάξει ταχινόπιτες, να ’χω να φάω αυτό που μ’ άρεζε σαν γύριζα απ’ το παιγνίδι, κι η μάνα η μεγάλη να «σώσει», λέει, την άσπρη ποδιά, να την φοράω στο «μεσοκομείο» σαν μεγαλώσω. Και φώναζε και τον Τρελογιωργάκη, που ήταν όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα μεθυσμένος και πούλαγε Παναγιές και Χριστούς ζωγραφιστούς, του ’δινε ψωμί και κρασί και του ’παιρνε τα μέτρα, «έτσι ψηλός και όμορφος θα γίνω μαθές σαν μεγαλώσω, μα όχι μπεκρούλιακας κι αληταράς και άθεος». Οι δυο γυναίκες χαϊδεύοντας και γλυκοτραγουδώντας είχαν κυλήσει τη γη ολόκληρη, την είχαν αμπαρώσει στη φτωχοκάμαρα και με άξονα εμένα την γύρναγαν... και την γύρναγαν... και την γύρναγαν... Την γυρόφερναν μες στα χέρια τους και με σεργιάνιζαν πάνω της καβαλάρη ανίκητο με περικεφαλαίες και όμορφα στολίδια. Εδώ μέσα αρχίναγε και τέλειωνε ο κόσμος τους. 12


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 13

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΓΕΛΑΕΙ ΚΑΙ ΚΛΑΙΕΙ

Όχι όμως και για μένα. Για μένα αρχίναγε από τον «καμένο φούρνο». Μόλις τον πέρναγα, πήγαινα ξυστά τον τοίχο της γριάς Κυριακούλας, που ήτανε από τις βροχές και την πολυκαιροσύνη φουσκωτός κι έτοιμος να ξεγεννήσει βρομιές και φτώχια, γλίστραγα στην αυλή του μπαρμπα-Αρτέμη του ασπριτζή, έκρυβα τα παπούτσια μου κάτω από το σκουπιδοβάρελο, έτριβα το κεφάλι μου μ’ ασβέστη, τα μούτρα μου με λάσπη, κυλιόμουν πάνω στα βρομόνερα, κι έπειτα ικανοποιημένος όσο δεν γίνεται τράβαγα να σμίξω με την αληταριά. Σαν ανταμώναμε, βάζαμε στο σημάδι τα τζάμια της εκκλησιάς, κι όταν δεν απόμενε κανένα γερό, βάζαμε στο σημάδι τα κεφάλια μας. Όταν τα σπάγαμε κι αυτά, πολεμούσαμε να σπάσουμε την καμπάνα της εκκλησιάς, που κρεμασμένη από τον γεροπλάτανο ήτανε πρώτης γραμμής στόχος. Κι ανηφορίζανε οι χριστιανοί σταυροκοπούμενοι κι απορημένοι, «ποιος πάλι να μας άφησε χρόνους;» Και κάποτε κάποτε εμφανίζονταν κι ο γερο-σκύλος μου, σταλμένος από τη μάνα μου, με κρεμασμένες από τον λαιμό τις ταχινόπιτες, και στρωνόμασταν όλοι κατάχαμα και τις καταβροχθίζαμε καταστρώνοντας καινούργια σχέδια. 13


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 14

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ

Όμορφη, ανέμελη και προδότρα παιδική ζωή που μας άφησες... Τα χρόνια έκαναν να περάσουν από κάτω μου, μετάνιωναν και στέκονταν και στοιβάζονταν κάτω απ’ τα πόδια μου, σωρός γιομάτος αμαρτίες, καλοσύνες, αποτυχίες και πείρα, και με θέριευαν. Σεργιάνιζα στον κόσμο ψάχνοντας και γυρεύοντας και τίποτα μη βρίσκοντας. Χτυπιόμουν και με χτυπούσανε και χτυπούσα και δεν κατάφερα να πεθάνω. Πήγα στην κόλαση και στον παράδεισο και πέτυχα να ξαναγυρίσω στη γη. Πλημμύρισα τους ξένους δρόμους με δάκρυα και μελάνια, μέχρι που μου στέγνωσαν όλα και δεν είχα πια ούτε λύπες να κλάψω άλλο, ούτε λεφτά ν’ αγοράσω μελάνι. Και τότε ήταν που αποφάσισα να γυρίσω στα νερά τα ήσυχα, στον κόλπο τον αγαπημένο, στον κόλπο της μάνας μου. Τα παιδιά είναι τώρα καθαρά κι αποδιώχνουν το βρόμικο. Κι η εκκλησιά έχει όλα της τα τζάμια. Η καμπάνα απογοητευμένη έφυγε από τον πλάτανο και πήγε και κρύφτηκε μέσα σ’ ένα καινουργιοφτιαγμένο καμπαναριό. Όλα αλλάξανε. Και τα σπίτια· κι οι δρόμοι. Θαρρείς κι οι άνθρωποι... Και μοναχά το σπίτι το δικό 14


SOUROUNHS_ENA AGORI GELAEI KAI KLAIEI SKLHRO sel_Final.qxp_Layout 1 01/04/2019 13:26 Page 15

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΓΕΛΑΕΙ ΚΑΙ ΚΛΑΙΕΙ

μου δεν άλλαξε. Φρεσκοασβεστωμένο και μακρόστενο μοιάζει σαν τον σιδηρόδρομο όταν παίρνει στροφή για να πάει κι εγώ δεν ξέρω πού. Και μοναχά οι δυο οι γριές δεν άλλαξαν. Και καμαρώνουν ακόμα τον γιο τον ταξιδιάρη, που γυρνάει, γυρνάει και σταματημό δεν έχει. Η μάνα η μικρή φτιάχνει ακόμα ταχινόπιτες και παρακαλάει κάθε τόσο την κοπελιά τη γραμματιζούμενη, που ’ρχεται στην πόλη να «σπουδάξει», να γράψει πάνω στο πακέτο τ’ αλλόθρησκα γράμματα, «γιατί μαθές ο σκύλος έχει πια πεθάνει και δεν έχω κανένα να του τις στείλω». Κι η μάνα η μεγάλη δεν βλέπει πια καλά και δεν ακούει, και τα χέρια της έχουν βγάλει πληγές που δεν γιαίνουν. Η άσπρη ποδιά όμως «τέλεψε» και κάθε που ανοίγει την ξεθωριασμένη ντουλάπα του μικρού παλιού αλήτη, κάτω από τόπια και σφεντόνες, κάτω από αναγνωστάρια και μαυροπίνακες, το ροζιασμένο γέρικο χέρι περνάει απαλά πάνω από την άσπρη φορεσιά, το λευκό σάβανο του χαμένου ονείρου, προσμένοντας καρτερικά να γίνει πραγματικότητα, να ζωντανέψουν επιτέλους τα όνειρα, για να πεθάνουν οι άνθρωποι. 15


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.