Άμος Οζ - «Μεταξύ φίλων»

Page 1

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 5

ΑΜΟΣ ΟΖ

ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΩΝ c

Διηγήματα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΕΒΡΑΪΚΑ

ΜΑΓΚΥ ΚΟΕΝ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Amos %#!!$#"O!,! Between +'*&)!('friends &! © ©

Copyright 2012, Amos Oz. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

1η έκδοση: Ιούνιος 2019 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6598-6


OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ο βασιλιάς της Νορβηγίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δυο γυναίκες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μεταξύ φίλων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μπαμπάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αγοράκι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η νύχτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ντιρ Αζλούν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Εσπεράντο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9 25 35 55 77 97 119 145


OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 8


OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 9

Ο βασιλιάς της Νορβηγίας

Σ

μας, το κιμπούτς Iκάτ, ζούσε ένας άντρας, ο Τσβι Προβίζορ, ένα κοντό γεροντοπαλίκαρο γύρω στα πενήντα πέντε, με ένα νευρικό τικ στα μάτια. Ήταν άγγελος κακών από τους λίγους: μιλούσε μόνο για σεισμούς, συντριβές αεροπλάνων, κτίρια που καταπλάκωσαν τους ενοίκους τους, πυρκαγιές, πλημμύρες και τα τοιαύτα. Ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες και άκουγε ανελλιπώς όλα τα δελτία ειδήσεων νωρίς νωρίς το πρωί, για να μπορεί να μας καταπλήξει στην είσοδο της τραπεζαρίας με τους διακόσιους πενήντα ανθρακωρύχους που παγιδεύτηκαν σε ένα ορυχείο στην Κίνα ή τους εξακόσιους επιβάτες που θαλασσοπνίγηκαν όταν ναυάγησε ένα φεριμπότ στην Καραϊβική. Μάθαινε απ’ έξω ως και τις αγγελίες θανάτου και ήξερε, πρώτος απ’ όλους, ποιος διάσημος πέθανε, για να ενημερώσει κατόπιν δεόντως όλο το κιμπούτς. Ένα πρωί με σταμάτησε στην αλέα μπροστά από το ιατρείο: «Έχεις ακουστά για κάποιον συγγραφέα, ονόματι Βαϊσλάβσκι;»

9

το κιμπούτς


10

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 10

«Ναι. Γιατί;» «Πέθανε». «Λυπάμαι που τ’ ακούω». «Και οι συγγραφείς πεθαίνουν». Μια άλλη φορά μ’ έπιασε ενώ έκανα τη βάρδια μου στην τραπεζαρία. «Είδα σε μια αγγελία θανάτου ότι πέθανε ο παππούς σου». «Ναι». «Και πριν από τρία χρόνια είχε πεθάνει ο άλλος σου παππούς». «Ναι». «Άρα αυτός ήταν ο τελευταίος». Ο Τσβι Προβίζορ ήταν ο κηπουρός του κιμπούτς. Σηκωνόταν κάθε πρωί στις πέντε για να αλλάξει θέση στα ποτιστικά, να σκαλίσει τα παρτέρια, να φυτέψει, να κλαδέψει, να ποτίσει, να κουρέψει το γκαζόν με την παλιά και εκκωφαντική μηχανή, να ραντίσει για τα ζωύφια, να ρίξει οργανικό και χημικό λίπασμα. Τον αποφεύγαμε σαν τον διάολο. Στην τραπεζαρία σπάνια καθόμασταν μαζί του στο ίδιο τραπέζι. Τα καλοκαιρινά βράδια καθόταν ολομόναχος στο πράσινο παγκάκι στην άκρη της μεγάλης πελούζας μπροστά από την τραπεζαρία και παρατηρούσε τα παιδιά που κυλιόνταν στο γρασίδι. Το βραδινό αεράκι φούσκωνε το πουκάμισό του, δροσίζοντας το ιδρωμένο του δέρμα, ενώ ένα κατακόκκινο, πυρακτωμένο φεγγάρι ανέτειλε πάνω από τις κορυφές των κυπαρισσιών. Μια μέρα, ο Τσβι


Προβίζορ χαιρέτησε μια γυναίκα, τη Λούνα Μπλανκ, που έτυχε να κάθεται στο διπλανό παγκάκι –μια χήρα γύρω στα σαράντα πέντε, δασκάλα το επάγγελμα– λέγοντάς της λυπημένα: «Τα έμαθες; Στην Ισπανία έπιασε φωτιά ένα ορφανοτροφείο. Ογδόντα ορφανά πέθαναν από ασφυξία». «Είναι φοβερό», είπε εκείνη σφουγγίζοντας το μέτωπό της με το μαντίλι της. «Μόνο τρία σώθηκαν, κι αυτά σε κρίσιμη κατάσταση». Όλοι τον σεβόμασταν για την αφοσίωσή του στη δουλειά: Δεν είχε πάρει ούτε μια μέρα άδεια μέσα στα είκοσι πέντε χρόνια που ζούσε στο κιμπούτς. Χάρη σ’ αυτόν το κιμπούτς ήταν ολάνθιστο. Είχε φυτέψει κάθε σπιθαμή χέρσας γης με εποχικά λουλούδια. Εδώ, είχε διαμορφώσει έναν βραχόκηπο με διάφορα κακτοειδή, πιο πέρα, είχε στήσει μια ξύλινη κρεβατίνα για την κληματαριά, παρακάτω, είχε φτιάξει ένα κελαρυστό σιντριβάνι γεμάτο με χρυσόψαρα και υδρόβια φυτά. Είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση της καλαισθησίας – περί αυτού ουδείς διαφωνούσε. Πίσω από την πλάτη του όμως τον φωνάζαμε Άγγελο του Θανάτου, και τα κουτσομπολιά έλεγαν πως δεν τον ενδιέφεραν ποτέ οι γυναίκες ούτε και οι άντρες, άλλωστε. Ένας νεαρός, ο Ρόνι Σίντλιν, μας έκανε να κυλιόμαστε κάτω από τα γέλια όταν τον μιμούταν. Το απόγευμα, όταν τα μέλη του κιμπούτς κάθονταν με την οικογένειά τους στη βεράντα ή στο κηπάκι μπροστά απ’ τα σπίτια τους για να πιουν καφέ ή να παίξουν με

11

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 11


12

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 12

τα παιδιά τους, ο Τσβι Προβίζορ πήγαινε στο εντευκτήριο να διαβάσει τις εφημερίδες, συντροφιά με πεντέξι μονόχνοτους σαν αυτόν – εφημεριδοφάγοι ολκής, πολιτικολογούντες με πατέντα, γεροντοπαλίκαρα, χήροι ή χωρισμένοι. Ο Ρούβκε Ροτ, ένα κοντό φαλακρό ανθρωπάκι με αυτιά νυχτερίδας, μουρμούριζε στη γωνιά του ότι το μόνο που έκαναν τα αντίποινα ήταν να κλιμακώνουν τον κύκλο της βίας, διότι η εκδίκηση έφερνε εκδίκηση και τα αντίποινα έφερναν αντίποινα. Οι άλλοι αμέσως τον απόπαιρναν: «Τι είναι αυτά που λες; Δεν μπορούμε να τους τη χαρίσουμε! Η αυτοσυγκράτηση και ο κατευνασμός το μόνο που κάνουν είναι να αποθρασύνουν τους Άραβες». «Στο τέλος, το πράγμα θα καταλήξει σε πόλεμο. Σε έναν φοβερό πόλεμο», αποφαινόταν ο Τσβι Προβίζορ, με τα μάτια να πεταρίζουν ανεξέλεγκτα. Ο Εμάνουελ Γκλούζμαν τραύλιζε όλος έξαψη: «Π...π...πόλεμος. Π...π...πολύ κ...κ...καλά. Θα τους ν...ν...νικήσουμε και θα τους π...π...πάρουμε τη γ...γη ίσ...σ...ίσαμε τον Ιορδάνη». Ο Ρούβκε Ροτ σκεφτόταν μεγαλόφωνα: «Ο Μπεν Γκουριόν είναι άσος στο σκάκι. Πάντα βλέπει τουλάχιστον πέντε κινήσεις μπροστά. Το πρόβλημα είναι πως γι’ αυτόν το μόνο που μετράει είναι η ισχύς». «Άμα χάσουμε, θα έρθουν οι Άραβες και θα μας σφάξουν. Άμα νικήσουμε, θα έρθουν οι Ρώσοι και θα μας ανατινάξουν», προφήτευε θλιμμένα ο Τσβι Προβίζορ.


OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 13

Ο Τσβι Προβίζορ και η Λούνα Μπλανκ απέκτησαν τη συνήθεια να ψιλοκουβεντιάζουν λιγάκι το απόβραδο. Ο Τσβι καθόταν άκρη άκρη δεξιά στο αριστερό παγκάκι, μπροστά στην πελούζα, και η Λούνα καθόταν κοντά του, άκρη άκρη αριστερά στο δεξί παγκάκι. Εκείνος της μιλούσε πεταρίζοντας τα μάτια, ενώ εκείνη, ντυμένη μ’ ένα χαριτωμένο καλοκαιρινό φόρεμα με τιράντες, τσαλάκωνε το μαντίλι της ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τον επαινούσε για την ομορφιά των κήπων, έργο των χεριών του: χάρη σ’ αυτόν ζούσαν μέσα σε μια όαση πράσινου, τριγυρισμένοι από ολάνθιστους οπωρώνες, ανάμεσα σε θελξικάρδια παρτέρια – η Λούνα είχε την τάση να χρησιμοποιεί ωραίες λέξεις. Ήταν δασκάλα στην τρίτη τάξη του δημοτικού και ζωγράφιζε υπέροχα λεπτά σχέδια με μολύβι που στόλιζαν τους τοίχους των ταπεινών μας διαμε-

13

«Α...α...αρκετά, σ...σ...σύντροφοι, σ...σ...σταματήστε. Αφήστε με να δ...δ...διαβάσω την ε..ε...εφημερίδα μου η...η...ήσυχα», παρακαλούσε ο Εμάνουελ Γκλούζμαν. «Τα μάθατε;» ξανάρχιζε ο Τσβι μετά από μερικά λεπτά σιωπής. «Εδώ γράφει πως ο βασιλιάς της Νορβηγίας έχει καρκίνο στο συκώτι. Και ο πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου μας έχει καρκίνο». «Λοιπόν, ω Άγγελε του Θανάτου, ποιο αεροπλάνο έπεσε σήμερα;» του πέταγε ο Ρόνι Σίντλιν, το πειραχτήρι, όποτε τον συναντούσε στο τσαγκάρικο ή μπροστά από την αποθήκη ιματισμού.


OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 14

14

ρισμάτων. Είχε στρογγυλό, χαμογελαστό πρόσωπο και μακριές βλεφαρίδες, πλην όμως ελαφρώς ρυτιδιασμένο λαιμό, πολύ λεπτά πόδια και στήθος σχεδόν ανύπαρκτο. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί πριν από μερικά χρόνια όταν υπηρετούσε ως έφεδρος στα σύνορα της Γάζας· δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Όλοι εδώ στο κιμπούτς τη θεωρούσαμε μια αξιοθαύμαστη γυναίκα που είχε καταφέρει να ξεπεράσει αυτή τη συμφορά, για να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στη διδασκαλία. Ο Τσβι της μιλούσε για τις διάφορες ποικιλίες τριανταφυλλιών κι αυτή ρουφούσε τα λόγια του κουνώντας ζωηρά το κεφάλι. Της περιέγραψε λεπτομερώς τις τρομερές ζημιές που προκλήθηκαν από μια επιδρομή ακρίδων στο Σουδάν. «Είσαι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος», είπε η Λούνα. Ο Τσβι ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Σαν να μην έφτανε η ξηρασία που μαστίζει αυτή τη χώρα», συνέχισε. «Γιατί θέλεις να σηκώνεις όλη τη δυστυχία του κόσμου στους ώμους σου;» «Να κλείνεις τα μάτια μπροστά στη σκληρότητα της ζωής, είναι κατά τη γνώμη μου όχι μόνο ανοησία αλλά και αμαρτία. Δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα, όμως αυτό δεν είναι λόγος για να μη μιλάμε».

Ένα καλοκαιρινό βράδυ, η Λούνα Μπλανκ κάλεσε τον Τσβι στο σπίτι της να πιουν έναν παγωμένο καφέ. Ήρθε ντυμένος με τα καλά του –μακρύ χακί παντελόνι και


γαλάζιο πουκάμισο με κοντά μανίκια– και στις οκτώ ζήτησε μια στιγμή συγγνώμη για ν’ ακούσει τις ειδήσεις στο τρανζίστορ που είχε κρεμασμένο στη ζώνη του. Κάμποσες από τις ιχνογραφίες της Λούνα, κορνιζαρισμένες λιτά, κοσμούσαν τους τοίχους: ονειροπόλες νεαρές κοπέλες ή τοπία με κακοτράχαλους λόφους και λιόδενδρα. Κάτω από το παράθυρο έστεκε ένα διπλό κρεβάτι καλυμμένο μ’ ένα υφαντό και στολισμένο με ανατολίτικα κεντητά μαξιλαράκια. Πάνω σ’ ένα λευκοβαμμένο ράφι ήταν τακτοποιημένοι τόμοι βιβλίων κατά σειρά ύψους: άλμπουμ τέχνης αφιερωμένα στον Βαν Γκογκ, τον Σεζάν και τον Γκογκέν, μια πολύτομη Βίβλος με σχόλια του Κασούτο, και τέλος μια σειρά από μυθιστορήματα σε έκδοση της Σιφριά λα’ Αμ. Ένα μικρό στρογγυλό τραπεζάκι πλαισιωμένο από δυο απλές πολυθρόνες δέσποζε στη μέση του δωματίου· πάνω στο κεντητό πετσετάκι του ήταν ακουμπισμένο ένα σερβίτσιο του καφέ και ένα πιατάκι με μπισκότα. «Είναι πολύ ευχάριστα εδώ», είπε ο Τσβι. «Όλα καθαρά και τακτοποιημένα». «Ευχαριστώ, χαίρομαι που σου αρέσει», είπε η Λούνα. Όμως δεν υπήρχε καμιά χαρά στη φωνή της, μονάχα μια αμήχανη ταραχή. Ήπιαν καφέ και έφαγαν μπισκότα συζητώντας για τα καλλωπιστικά και τα οπωροφόρα δένδρα, για τα προβλήματα πειθαρχίας στο σχολείο, στις μέρες μας, όπου, φευ, όλα επιτρέπονται, για την αποδημία των πουλιών.

15

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 15


OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 16

16

Ο Τσβι ανοιγόκλεισε τα μάτια και είπε: «Στη Χιροσίμα, διάβασα στην εφημερίδα, μια δεκαετία μετά τη βόμβα ακόμα δεν υπάρχουν πουλιά». «Σηκώνεις όλη τη δυστυχία του κόσμου στους ώμους σου», επανέλαβε η Λούνα. Και μετά πρόσθεσε: «Προχθές, είδα έναν τσαλαπετεινό πάνω σ’ ένα χαμηλό κλαδί, μπροστά απ’ το παράθυρό μου».

Συναντιόνταν το σούρουπο σε ένα παγκάκι στον κήπο, στη σκιά μιας πυκνής μπουκαμβίλιας, ή για έναν καφέ στης Λούνα. Με το που γύριζε από τη δουλειά στις τέσσερις το απόγευμα, ο Τσβι έκανε ντους, χτενιζόταν μπροστά στον καθρέφτη, φορούσε ένα χακί καλοσιδερωμένο παντελόνι και γαλάζιο πουκάμισο, κι έβαζε πλώρη για τη Λούνα. Καμιά φορά της έφερνε φιντάνια από εποχικά άνθη για τον κηπάκο της. Μια μέρα, της χάρισε μια συλλογή με ποιήματα του Γιαακόβ Φίχμαν. Εκείνη, από τη μεριά της, του έδωσε ένα σακουλάκι μπισκότα με παπαρουνόσπορο και μια ζωγραφιά της που απεικόνιζε δυο κυπαρίσσια κι ένα παγκάκι. Χώριζαν γύρω στις οκτώ ή στις οκτώμισι, και ο Τσβι γύριζε στο ασκητικό του δωμάτιο, όπου λίμναζε στον αέρα η στυφή μυρωδιά του εργένη. Ο Ρόνι Σίντλιν, ο χωρατατζής, δήλωσε στην τραπεζαρία ότι ο Άγγελος του Θανάτου είχε απλώσει τα φτερά του πάνω από τη Μαύρη χήρα. «Ώστε το χέρι βρήκε το γάντι του, ε;» τον πείραξε με


τρυφερότητα ο Ρούβκε Ροτ στο εντευκτήριο, λίγο αργότερα το απόγευμα. Ο Τσβι και η Λούνα αδιαφορούσαν για τα κουτσομπολιά και τις ειρωνείες. Η σχέση ανάμεσά τους μέρα με την ημέρα γινόταν όλο και πιο δυνατή. Στον ελεύθερο χρόνο του, της εκμυστηρεύτηκε, μετέφραζε στα εβραϊκά ένα μυθιστόρημα του Ιβάσκεβιτς, του φημισμένου Πολωνού συγγραφέα. Ένα έργο γεμάτο τρυφερότητα και βάσανα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ανθρώπινη κατάσταση ήταν παράλογη όσο και συγκινητική. Η Λούνα τον άκουγε με το κεφάλι ελαφρώς γερτό και τα χείλη μισάνοιχτα, ενώ του γέμιζε το φλιτζάνι, σαν να του πρόσφερε την παρηγοριά που ζητούσαν τα λόγια του ή, σάμπως, ο καφές να ήταν κάποιο βάλσαμο για τη θλίψη τόσο του Ιβάσκεβιτς, όσο και τη δική του. Η σχέση τους της ήταν πολύτιμη και γέμιζε τις μέρες της, που έως τώρα ήταν άχαρες και μονότονες. Μια νύχτα, είδε στο όνειρό της ότι κάλπαζαν οι δυο τους πάνω στο ίδιο άλογο, με τα στήθη της κολλημένα στη ράχη του και τα μπράτσα της γύρω από τη μέση του, σε μια κοιλάδα κυκλωμένη από ψηλά βουνά, που τη διέσχιζε ένας ορμητικός ποταμός. Απέφυγε να του μιλήσει για το συγκεκριμένο όνειρο, ενώ δεν δίσταζε να του διηγηθεί με το νι και με το σίγμα κάποια άλλα όνειρά της. Ο Τσβι, από τη μεριά του, της ομολόγησε, πεταρίζοντας τα μάτια, πως στα νιάτα του, στο Γιάνοβ, στην Πολωνία, έκανε σχέδια να γίνει φοιτητής, τον κέρδισε όμως η νεανική κίνηση των Εβραίων πιονιέρων και απαρνήθη-

2 – Μεταξύ φίλων

17

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 17


18

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 18

κε τις σπουδές. Κάτι που δεν τον εμπόδιζε να εντρυφεί όλη του τη ζωή στα βιβλία. Μαζεύοντας προσεκτικά μερικά ψίχουλα μπισκότο από το πετσετάκι, η Λούνα παρατήρησε: «Ήσουν πολύ ντροπαλός τότε. Και τώρα είσαι λιγάκι, εξάλλου». «Δεν με ξέρεις πραγματικά». «Μίλα μου. Σ’ ακούω». «Πριν από λίγο άκουσα στο ραδιόφωνο ότι εξερράγη ένα ηφαίστειο στη Χιλή. Τέσσερα χωριά θάφτηκαν εντελώς κάτω από τη λάβα. Οι περισσότεροι κάτοικοι δεν πρόλαβαν να φύγουν για να σωθούν». Ένα βράδυ, ενώ της έκανε διάλεξη για την πείνα στη Σομαλία, η Λούνα ένιωσε τέτοια λύπηση που του πήρε ξαφνικά το χέρι και το ακούμπησε πάνω στο στήθος της. Ο Τσβι ταράχτηκε και το τράβηξε με μια κίνηση απότομη, βίαιη σχεδόν, ανοιγοκλείνοντας νευρικά τα μάτια. Ποτέ του δεν άγγιζε τους άλλους ηθελημένα και τον έπιανε παγωμάρα με την παραμικρή επαφή. Του άρεσε η αίσθηση απ’ το φρεσκοσκαμμένο χώμα ανάμεσα στα δάχτυλά του και η τρυφεράδα απ’ τα φιντάνια, αλλά το άγγιγμα του άλλου, άντρα ή γυναίκας, τον έκανε να αποτραβιέται σαν να τσουρουφλίστηκε. Απέφευγε συστηματικά τις χειραψίες, τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη ή τα τυχαία αγγίγματα στο τραπέζι. Μετά από λίγο σηκώθηκε κι έφυγε. Την επομένη δεν πήγε να τη βρει, φοβούμενος, προφανώς, πως η σχέση τους θα τους οδηγούσε σε καταστροφικές ατραπούς – ατραπούς που


του προκαλούσαν δέος και τον απωθούσαν. Η Λούνα δεν καταλάβαινε, αλλά, με τη χαρακτηριστική της ευαισθησία, διαισθανόταν πως τον είχε προσβάλει με κάποιον τρόπο. Αποφάσισε λοιπόν να του ζητήσει συγγνώμη, χωρίς να ξέρει γιατί. Μήπως του είχε κάνει κάποια ερώτηση που δεν έπρεπε; Ή μήπως δεν είχε πιάσει κάποια σημαντική νύξη στα λεγόμενα του; Δυο μέρες αργότερα, όταν αυτός απουσίαζε, άφησε ένα μπιλιετάκι κάτω από την πόρτα του, γραμμένο με τον ωραίο, στρογγυλό χαρακτήρα της: «Συγγνώμη αν σε πρόσβαλα. Μπορούμε να μιλήσουμε;» «Καλύτερα όχι», απάντησε ο Τσβι με ένα λακωνικό σημείωμα. «Θα έχει άσχημο τέλος». Ωστόσο, αυτή τον περίμενε κάτω από τη μελία μπροστά από την τραπεζαρία μετά το δείπνο. «Μπορείς να μου πεις τι έκανα;» «Τίποτα». «Τότε γιατί με αποφεύγεις;» «Προσπάθησε να καταλάβεις... είναι ανώφελο». Έπαψαν να βλέπονται, και αν τύχαινε να διασταυρωθούν στην αλέα ή στο μικρό μπακάλικο, χαιρετιόνταν μ’ ένα νεύμα, έμεναν για λίγο δισταχτικοί και συνέχιζαν ο καθένας τον δρόμο του. «Παίδες, καλυφθείτε, τώρα κινδυνεύουμε όλοι, ο Άγγελος του Θανάτου διέκοψε τον μήνα του μέλιτός του», ανακοίνωσε ο Ρόνι Σίντλιν στους ομοτράπεζούς του, την ώρα του μεσημεριανού.

19

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 19


20

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 20

Και πραγματικά, ο Τσβι πληροφόρησε τα εφημεριδόπληκτα γεροντοπαλίκαρα στο εντευκτήριο πως είχε καταρρεύσει μια μεγάλη γέφυρα στην Τουρκία και, μάλιστα, σε ώρα αιχμής. Δυο τρεις μήνες αργότερα, παρατηρήσαμε ότι η Λούνα Μπλανκ έπαψε να έρχεται στη λέσχη κλασικής μουσικής και ακόμα χειρότερα απουσίαζε από αρκετές συνεδριάσεις των δασκάλων. Είχε βάψει τα μαλλιά της χαλκοκόκκινα και φορούσε έντονο κόκκινο κραγιόν. Ενίοτε δε παρέλειπε να έρθει και για βραδινό. Στις διακοπές του Σουκότ1 πήγε να μείνει μερικές μέρες στην πόλη και γύρισε ντυμένη με ένα φόρεμα με βαθύ σκίσιμο στο πλάι – κάπως τολμηρό για τα γούστα μας. Στις αρχές του φθινοπώρου, την είδαμε αρκετές φορές ξεμοναχιασμένη στο παγκάκι μπροστά από τη μεγάλη πελούζα με τον προπονητή του μπάσκετ – έναν τύπο δέκα χρόνια νεότερό της που ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα στο κιμπούτς από τη Νατάνια. Σίγουρα τη μάθαινε να κάνει ντρίμπλες τη νύχτα, σάρκασε ο Ρόνι Σίντλιν. Δυο τρεις εβδομάδες αργότερα, σχόλασε τον προπονητή του μπάσκετ και εθεάθη παρέα με τον διοικητή της μονάδας Νάχαλ2 που είχε τη βάση της στο κιμπούτς, έναν εικοσιδυάχρονο αξιωματικό. Αυτό πια δεν μπορούσε να περάσει έτσι, οπότε η επιτροπή εκπαίδευσης συνεδρίασε διακριτικά προκειμένου να συζητήσει για τις παιδαγωγικές συνέπειες. Κάθε βράδυ ο Τσβι Προβίζορ καθόταν μόνος κι έρημος στο παγκάκι, κοντά στο διακοσμητικό σιντριβάνι που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια


και, ασάλευτος σαν άγαλμα, κοίταζε τα παιδιά να παίζουν στην πελούζα. Αν περνώντας από κει, τον καλησπέριζες, σου ανταπέδιδε την καλησπέρα κι έπιανε να σου μιλάει όλος κατήφεια για τις πλημμύρες στη Νοτιοανατολική Κίνα. Στις αρχές του χειμώνα, χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς καν να ζητήσει την άδεια του γραμματέα, η Λούνα Μπλανκ αναχώρησε για την Αμερική να επισκεφθεί την αδελφή της, που της είχε στείλει ένα αεροπορικό εισιτήριο. Την είδαμε μια ωραία πρωία στη στάση του λεωφορείου, ντυμένη με το τολμηρό της φόρεμα, με μια μεγάλη βαλίτσα, πολύχρωμο φουλάρι στον λαιμό και ψηλοτάκουνα παπούτσια. «Ντυμένη κατευθείαν για το Χόλιγουντ», είπε ο Ρόνι Σίντλιν. Η γραμματεία αποφάσισε να αναβάλει προσωρινά τη διαγραφή της από μέλος του κιμπούτς εν αναμονή περαιτέρω εξηγήσεων. «Η Μαύρη χήρα το ’σκασε, άφησε σύξυλο τον Άγγελο του Θανάτου», είπε ο Ρόνι Σίντλιν στο τραπέζι. Στο μεταξύ, το δωμάτιο της Λούνα Μπλανκ έμενε κλειδωμένο και σκοτεινό, παρόλο που πολλά μέλη της επιτροπής στέγασης το είχαν βάλει στο μάτι, επειδή υπήρχε έλλειψη κατοικιών. Ο Τσβι Προβίζορ φρόντιζε να ποτίζει και να σκαλίζει τα φυλλόδενδρα, τα γεράνια και τους κάκτους που είχαν απομείνει στη μικρή βεράντα. Ήρθε ο χειμώνας. Χαμηλά σύννεφα κρέμονταν πάνω από τις κορυφές των δέντρων. Παχιά λάσπη σκέπαζε τους αγρούς και τα περιβόλια, αναγκάζοντας όσους

21

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 21


22

OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 22

δούλευαν στη συγκομιδή φρούτων και στα χωράφια να δουλεύουν στο εργοστάσιο. Γκρίζες κουρτίνες βροχής έπεφταν δίχως σταματημό. Τη νύχτα οι υδρορροές κροτάλιζαν κι ένας παγωμένος αέρας έμπαινε μέσα από τις χαραμάδες των παραθύρων. Ο Τσβι Προβίζορ έμενε ξάγρυπνος κάθε βράδυ μέχρι τις δέκα και μισή για να ακούσει όλα τα δελτία ειδήσεων. Στα ενδιάμεσα, καθισμένος στο ασκητικό του τραπέζι, κάτω από το φως μιας καμπουριαστής λάμπας, μετέφραζε στα εβραϊκά μερικές αράδες από το γεμάτο βάσανα μυθιστόρημα του Ιβάσκεβιτς. Η ζωγραφιά που απεικόνιζε δυο κυπαρίσσια κι ένα παγκάκι, δώρο της Λούνα, κρεμόταν ακόμα πάνω απ’ το κρεβάτι του. Τα δέντρα φάνταζαν μελαγχολικά και το παγκάκι παντέρημο. Στις δέκα και μισή, ο Τσβι έριχνε ένα ρούχο πάνω του και έβγαινε στη βεράντα να κοιτάξει τα σύννεφα και τα έρημα τσιμεντένια δρομάκια, που γυάλιζαν από τη βροχή κάτω από το κίτρινο φως της λάμπας. Ανάμεσα στη μια μπόρα και την επόμενη έκανε μια μικρή νυχτερινή βόλτα για να δει πώς πάνε τα φυτά της Λούνα. Πεσμένα φύλλα σκέπαζαν τώρα πια τα σκαλοπάτια, και του φαινόταν πως διέκρινε μια ελαφριά μυρωδιά από σαπούνι ή σαμπουάν μέσα από τη σφαλιστή πόρτα. Περιπλανιόταν για λίγο στα έρημα δρομάκια, στάλες βροχής έπεφταν από τα κλαδιά στο γυμνό του κεφάλι, και μετά γύριζε πάλι στο δωμάτιό του, για να ακούσει στα σκοτεινά, με τα μάτια να πεταρίζουν, το τελευταίο δελτίο ειδήσεων της ημέρας. Ένα πρωί, πριν από τα χαράματα, ενώ όλα


OZ_FILOI_SKLHRO_Final.qxp_Layout 1 03/06/2019 13:17 Page 23

23

τα τύλιγε ακόμα ένα υγρό, παγερό σκοτάδι, σταμάτησε έναν αγελαδοτρόφο που είχε σηκωθεί αξημέρωτα για να αρμέξει τις αγελάδες. «Τα ’μαθες; Ο βασιλιάς της Νορβηγίας πέθανε εχτές τη νύχτα», του ανάγγειλε πένθιμα. «Καρκίνος στο συκώτι».


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.