AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 9
* Οι αποσκευές των παραθεριστών. (Σ.τ.Μ.)
9
Τον Σεπτέμβρη ο ήλιος ανατέλλει μαζί με τους ανέμους... Tο φθινόπωρο αρχίζουν να κυματίζουν τα κιτρινισμένα μαλλιά του. Ένα ζεστό τρεμούλιασμα αγκαλιάζει τα πάντα γύρω. Την εποχή αυτή ο άνθρωπος ταλαντεύεται ανάμεσα στη δροσιά και στον ήλιο. Άλλοτε τρεμουλιάζει και άλλοτε ζεσταίνεται. Τα δέντρα υποκλίνονται με σεβασμό μπρος στον άνεμο. Ετοιμάζονται να υποδεχθούν ολόγυμνα το χειμώνα με τις κραυγές που βγάζουν τα κλαδιά τους, κινδυνεύοντας να σπάσουν. Μόνο η καστανιά αντιστέκεται. Για να μη ρίξει τα κάστανά της, τα κρυμμένα μέσα στα πράσινα αγκαθωτά σακούλια, διαρκώς παρακαλεί τη μάνα φύση. Προς το τέλος του Σεπτέμβρη η αντοχή και τα παρακάλια δεν φθάνουν για να αλλάξει το πεπρωμένο. Τα ολοστρόγγυλα, πράσινα και αγκαθωτά μπαλάκια ετοιμάζονται σιγά σιγά να εγκαταλείψουν το δώρο της ζωής. Αυτή η τελετουργία ξεκινάει με τη φουρτούνα της καστανιάς. Η μεγάλη οργή του Ποσειδώνα, του θεού της Θάλασσας, ξεσπάει πάνω στ’ αφρισμένα κύματα. Μαζεύονται πάνω από το νησί τα γκριζόμαυρα σύννεφα. Ο αέρας φυσάει δυνατά, σαν να παίζει την ατέλειωτη συμφωνία μιας τεράστιας ορχήστρας. Το άλλο όνομα της φουρτούνας της καστανιάς είναι «αυτή που διώχνει τα γκιότσια».* Οι παραθεριστές χάνονται ανάμεσα στους πολύχρωμους γυλιούς. Μόλις φύγουν, το νησί αρχίζει να μελαγχολεί.
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 10
10
Η ερημιά βαραίνει τα σοκάκια. Μια βουβή ηρεμία επικρατεί παντού. Ο χειμώνας αρχίζει σιγά σιγά να διαλαλεί την κυριαρχία του. Η Αντιγόνη είναι ψαροχώρι. Το χωριό των δύστυχων εκείνων που βγάζουν το ψωμί τους απ’ τη θάλασσα. Έχουν σκουρύνει τα σώματά τους από τον ήλιο και το αλάτι που τους δέρνει. Τα βάσανά τους κρύβονται μες στις βαθιά χαραγμένες ρυτίδες των προσώπων τους. Μοιάζουν με τις ελιές. Μόλις φάνε το αλάτι, ξερνάνε τους πόνους τους...
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 11
[
Ο
1 \
ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΤΕΛΙΟΣ ΕΣΤΡΕψΕ ΤΗΝ ΠΛΩΡΗ ΤΟΥ ΚΑϊΚΙΟΥ ΤΟΥ
* Η πρώτη πρωινή προσευχή που ακούγεται από το τζαμί. (Σ.τ.Μ.)
11
προς το ταραγμένο σημείο της θάλασσας. Το νοτιά που φυσούσε εδώ και δυο μέρες τον είχε διαδεχθεί ηρεμία. Ο καπετάνιος είχε ανοιχτεί στο πέλαγος νωρίς το πρωί, πριν ακόμη ακουστεί το εζάνι.* Είχε ρίξει τα δίχτυα του στη θάλασσα πριν από δύο μέρες. Στο μεταξύ δεν μπόρεσε ν’ ανοιχτεί στο πέλαγος, επειδή ο νοτιάς διαρκώς δυνάμωνε, αυτός και το καΐκι του είχαν γεράσει πια. Ήδη στα νησιά δεν υπήρχε άλλο καΐκι με καμπυλωτή πλώρη όπως το δικό του. Ακολουθώντας τον πατέρα του είχε γίνει κι αυτός ψαράς, όπως όλοι στην οικογένειά του εδώ και τέσσερις γενιές. Γνώριζε απέξω κι ανακατωτά όλους τους ψαρότοπους του νησιού. δεν του είχε συμβεί ποτέ να επιστρέψει με άδεια χέρια απ’ τη θάλασσα. Στη χειρότερη περίπτωση θα επέστρεφε με μια ποσότητα ικανή για να βγάλει το μεροκάματο. Εκτός από το ψάρεμα με τα δίχτυα ήταν άσος και στο ψάρεμα με βόλτα. Έφτιαχνε τις βόλτες του πλέκοντας τις τρίχες που συγκέντρωνε από τις ουρές αλόγων, όπως έκαναν από παλιά οι πρόγονοί του. Ετοίμαζε το παραγάδι του σαν να κεντούσε μια δαντέλα με χίλιες πεντακόσιες βελόνες. Απέφευγε συστηματικά να δείχνει τις βόλτες του στους συναδέλφους του, τις έκρυβε σαν μεγάλο μυστικό. Όσο να ’ναι, ήταν το μόνο κεφάλαιο που διέθετε. Μόνος ανοίγονταν στη θάλασσα, για να μη μάθει κανείς τα σημεία όπου ψάρευε. Μέχρι και δύο χρόνια πριν...
12
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 12
Ο Σαμί είχε έρθει στο νησί δυο χρόνια πριν. Ήταν ένα απλοϊκό παιδί της Ανατολίας, μελαχρινό, μελαψό και με αθλητικό παράστημα. Είχε μείνει έκπληκτος όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τη θάλασσα. Ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα συσσωρευόταν σε ένα χώρο τόσο μεγάλη ποσότητα νερού. Ήταν κι εκείνο το σιδερένιο κήτος, που κολυμπούσε με τους τεράστιους τροχούς του που τραβούσαν νερό από τη θάλασσα. Πώς και δεν βούλιαζε όταν στοιβάζονταν πάνω του τόσοι άνθρωποι; Την ώρα που επιβιβάστηκε στο πλοίο, με εκείνους τους τεράστιους τροχούς στα πλαϊνά του, από την αποβάθρα των νησιών στη γέφυρα του Γαλατά, ήταν φοβισμένος, είν’ η αλήθεια. Ήταν δεκαοχτώ χρονών όταν ήρθε στο νησί. Κάποια στιγμή, έτσι όπως χάζευε βολτάροντας στα καφενεία του νησιού, είδε τα ψάρια που έβαζε στα πανέρια ο καπετάν Στέλιος για να τα πουλήσει. Ήταν κάτι τεράστια ψάρια. Οι ασημένιες ράχες με τις κοκκινωπές ραβδώσεις αστράφτανε στον ήλιο, άλλα κουνούσαν τα κεφάλια τους δεξιά κι αριστερά και άλλα χτυπούσαν τις ουρές τους στα τοιχώματα του καλαθιού, θαρρείς και θα βγαίνανε στο δρόμο να σωθούν απ’ τη σκλαβιά. Πώς τα πιάνουν άραγε όλα τούτα; αναρωτήθηκε ο Σαμί. Ένας τρόπος υπήρχε για να μάθει: να γίνει βοηθός αυτού που τα ψάρευε. Ο καπετάν Στέλιος καθόταν στο καΐκι του και καθάριζε τα δίχτυα του όταν πρόσεξε τον νεαρό που παρατηρούσε έκπληκτος τα ψάρια στο πανέρι του. δεν έδωσε σημασία όμως. Όλοι όσοι περνούσαν από κει ρίχνανε και από μια ματιά στα ψάρια. Κανένας όμως δεν αγόραζε. Ξαφνικά ο Σαμί στράφηκε προς τα καφενεία και άρχισε να φωνάζει: «Φρέσκα ψάριααα!... Ολοζώντανα και λαχταριστά! Χορεύουνε, χορεύουνεεε». Ούτε κι ο ίδιος κατάλαβε γιατί το έκανε. Έτσι του ’ρθε, να φωνάξει για να πουληθούν τα ψάρια. Ήταν φανερό ότι τα ψάρια ήταν του ανθρώπου που καθόταν μέσα στο καΐκι. Όμως εκείνος δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον. Ο Σαμί έδειξε το πανέρι και φώναξε πάλι: «Είναι ολοζώντανα! Χορεύουνε, χορεύουνε...»
Όσο φώναζε ο Σαμί τόσο περισσότερος κόσμος μαζευόταν, κι όσο περισσότεροι μαζεύονταν τόσο περισσότερο φώναζε ο Σαμί. Αυτό κράτησε ώσπου πουλήθηκαν όλα τα ψάρια. Ο καπετάν Στέλιος το χάρηκε αυτό. Ένας νεαρός που δεν τον γνώριζε καθόλου, που δεν τον είχε δει ποτέ του, βοήθησε να πουληθούν τα ψάρια του. Ούτε του είχε ζητήσει λεφτά γι’ αυτή τη δουλειά. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να είχε πουλήσει έτσι την πραμάτεια του. Ποτέ του δεν είχε πουλήσει τα ψάρια του διαλαλώντας τα. Ο Σαμί, πολύ περήφανος για την επιτυχία του, έχωσε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του και προχώρησε προς τα καφενεία. Είχε κάνει μόλις δυο βήματα όταν άκουσε πίσω του μια φωνή. «Για στάσου λίγο! Πού πας;» Κατάλαβε ότι τον φώναζε ο άνθρωπος από το καΐκι. Γύρισε το κεφάλι του. «Ευχαριστώ πολύ!» του είπε ο άνθρωπος στα ελληνικά. Ο Σαμί κούνησε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, για να δείξει ότι δεν κατάλαβε τι του είπε. Ο άνθρωπος επανέλαβε υψώνοντας λίγο τον τόνο της φωνής του: «Ευχαριστώ πάρα πολύ, δηλαδή τσοκ τεσεκιούρ... νόμισα πως ήσουνα Ρωμιός, γι’ αυτό και σου μίλησα ελληνικά. Είσαι καινούργιος στο νησί;» Φαινόταν λεβέντης ο άνθρωπος. «Πολύ καινούργιος, μπάρμπα. Μόλις χθες ήρθα», του απάντησε ο Σαμί στα τουρκικά. Ο άντρας του έκανε νόημα με το χέρι να πλησιάσει. «Βρε αγόρι μου, έλα στο καΐκι να μιλήσουμε λιγάκι». Ο Σαμί τράβηξε με όλη του τη δύναμη τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένο το πλεούμενο στην αποβάθρα και πήδηξε μέσα. Ο λεβεντάνθρωπος, βλέποντας αυτή την κίνηση του Σαμί, σούφρωσε τα χείλη. «Σε καλό σου, αγόρι μου! Μάθημα πρώτο: δεν πηδούν έτσι σε καΐκι. Πρώτα θα απλώσεις το πόδι σου και μετά το σώμα σου. Αν πεταχτείς έτσι απότομα, μπορεί να χτυπήσεις το πόδι σου σε κάνα ξύλο και να το σπάσεις. Μη βιάζεσαι. δεν χρειάζονται βιασύνες».
13
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 13
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 14
Ο Σαμί κατάλαβε αμέσως πως με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος του πρότεινε συνεργασία. «Εντάξει, μάστορα!» είπε πάλι στα τουρκικά, μην μπορώντας να κρύψει την ικανοποίησή του. Ο Στέλιος έσμιξε τα φρύδια. «δεν θα με λες μάστορα! Τι είμαι εγώ, μαραγκός για να με λες μάστορα; Στη θάλασσα δεν υπάρχει μάστορας. Καπετάνιος, μόνο καπετάνιος!» «Εντάξει, καπετάνιε!» είπε ο Σαμί και θέλησε ν’ αρπάξει το χέρι του Στέλιου να το φιλήσει. «Βρε, παπάς είμαι εγώ και θα μου φιλήσεις το χέρι;» είπε ο καπετάν Στέλιος και τράβηξε απότομα το χέρι του. «Λοιπόν, αυτό που θα σου πω τώρα να το βάλεις καλά στο μυαλό σου. Είσαι καινούργιος και πρέπει να το ακούσεις. Άκου, αγόρι μου. Σ’ αυτό το νησί υπάρχουν τρία πράγματα: το ψάρι, το ψάρεμα και ο ψαράς. Αν θέλεις να γίνεις ψαράς, πρέπει να μάθεις πολύ καλά τα ψάρια και το ψάρεμα. Αυτά θα τα μάθεις από μένα. Γιατί κι ο πατέρας μου ήταν ψαράς, κι ο πατέρας του πατέρα μου. Και το δεύτερο μάθημα που μου έδωσε ο πατέρας μου ήταν αυτό...» Από την ημέρα εκείνη ο Σαμί μοιραζόταν το ίδιο καΐκι με τον καπετάν Στέλιο.
14
Ο καπετάν Στέλιος σηκώθηκε όρθιος στην πρύμνη του καϊκιού και άρχισε να αγναντεύει το πέλαγος. Έψαχνε να βρει τη σημαδούρα των διχτυών του. Ίσως το δυνατό ρεύμα που είχε φέρει ο νοτιάς να την είχε βυθίσει στο νερό. Έκανε έναν κύκλο γύρω από την πέτρα που ήταν η Καινούργια Βολή. Η σημαδούρα, που την είχε φτιάξει γεμίζοντας με φελλούς ένα σακί για ζάχαρη, ήταν άφαντη. Αποφάσισε να την ψάξει χρησιμοποιώντας τη σιδερένια μάλια,* που είχε γάντζους στις τέσσερις άκρες της. Έριξε τη μάλια από την πρύμνη και πέταξε τέσσερις οργιές σχοινί. Όμως με τον πρώτο γύρο που έκανε το σχοινί τεντώθηκε. Η μάλια σκάλωσε στη σημαδούρα. Την τράβηξε πάνω. Ύστερα άρχισε να μαζεύει τα δίχτυα μέσα στο καΐκι. Όσο ανέβαινε ο ήλιος, τόσο τα κύματα μικραίνανε. * Σύνεργο ψαρικής. (Σ.τ.Μ.)
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 15
* Μπακαλιάροι. (Σ.τ.Μ.) ** Λυθρίνια. (Σ.τ.Μ.) *** Τουρκική λέξη, σημαίνει πολύ παραγωγική. (Σ.τ.Μ.) **** Οξιά και Πίτα, ξερονήσια της Προποντίδας. (Σ.τ.Μ.) ***** Πανέμορφος λόφος στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου. (Σ.τ.Μ.)
15
Ο καιρός ήταν καλός και η ψαριά πολύ καλή. Ήταν πολλά τα μεγάλα μεζγκίτια,* τα χελιδονόψαρα, οι χάννοι, τα μερτζάνια.** Η μέρα ήταν μπερεκετλίδικη.*** Είναι πολύ ωραίο να χαζεύεις τα ψάρια που λαμπυρίζουν στο νερό την ώρα που τραβάς τα δίχτυα πάνω στην κουπαστή. Μερικά ψάρια βγαίνουν κομματιασμένα από τα δίχτυα. Ο καπετάνιος άρχισε να πετάει στους γλάρους τα ψάρια που είχαν φαγωθεί από τα καβούρια και τα άλλα ψάρια. Ξαφνικά τον περικύκλωσε ένα σμήνος από γλάρους. Άρχισαν να απολαμβάνουν το μεγάλο φαγοπότι κρώζοντας. Ο πρωινός ήλιος αντανακλούσε στην επιφάνεια της θάλασσας απροσδιόριστα χρώματα ανάμεσα στο κίτρινο και το χαλκοπράσινο. Απέναντι, η Οξιά και η Πίτα**** είχαν πλησιάσει τόσο πολύ, που νόμιζες ότι θα τις άγγιζες αν άπλωνες το χέρι σου. Ο Στέλιος έκανε σία με τα κουπιά του, για να ξαναφέρει στη ρότα του το καΐκι, που είχε αλλάξει κατεύθυνση λόγω του ρεύματος. Όταν ξαναμπήκε στη ρότα του, πρόσεξε τα σύννεφα που μαζεύονταν απέναντι στο λόφο της Τσάμλιτζας.***** Σχημάτιζαν φάλαγγα. δεν ήταν καθόλου καλό σημάδι αυτό. Κάθε φορά που συγκεντρώνονταν σύννεφα στο σημείο εκείνο έπιανε αέρας. Και είχε αρκετή δουλειά ακόμη. Παράτησε τα κουπιά. Προχώρησε στην πρύμνη του καϊκιού και συνέχισε να μαζεύει τα δίχτυα. Πολύ τον ανησυχούσαν τα σύννεφα. Άρχισε να ψιλοτραγουδάει ένα ελληνικό τραγούδι για να απασχολήσει το μυαλό του. Τη γαλήνια θάλασσα, που απλώνονταν σαν ασημένιος δίσκος, ήδη είχαν αρχίσει να την ταράζουν ριπές αέρος. Όση ώρα μάζευε τα δίχτυα, παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του τα σύννεφα απέναντι στο λόφο της Τσάμλιτζας, που όλο και πύκνωναν. Ένας γλάρος ήρθε και κάθισε πάνω στο κατάρτι, αφού έκα-
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 16
16
νε έναν κύκλο γύρω απ’ το κεφάλι του. Μάζεψε τα φτερά του και κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο του Στέλιου, με εκείνα τα μελιά του μάτια που δεν μπορεί να τα ζωγραφίσει κανένας ζωγράφος. Όμως αυτού του γλάρου τα μάτια ήταν διαφορετικά από των άλλων. Μάλιστα το ένα του πόδι ήταν κοντύτερο από το άλλο και μερικές από τις μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλά του ήταν σκισμένες. Κοίταζε επίμονα τον Στέλιο χωρίς να ανοιγοκλείνει καθόλου τα μάτια του. Ήταν ολοφάνερο ότι πεινούσε. Ο Ρεΐζ* έβγαλε από τα δίχτυα μερικά από τα κομματιασμένα ψάρια και τα πέταξε προς την πλώρη όπου καθόταν ο γλάρος. Πεινούσε τόσο πολύ, που τα άρπαζε στον αέρα πριν πέσουν καταγής με μια απλή κίνηση του λαιμού του. Όταν οι ριπές του ανέμου άρχισαν να γίνονται πιο δυνατές, ο Στέλιος επιτάχυνε το ρυθμό του. δεν είχε καταφέρει να μαζέψει ούτε τα μισά δίχτυα. Παρ’ όλα αυτά η πρύμνη του καϊκιού είχε βυθιστεί στο νερό. Ο γλάρος, που είχε χορτάσει πια, άρχισε να πετάει βγάζοντας κραυγές. Πέταξε ψηλά πάνω απ’ το καΐκι, ψηλά, πιο ψηλά. Ο Στέλιος τον παρακολουθούσε με το βλέμμα του. Το πουλί, αφού υψώθηκε αρκετά, άρχισε να χτυπάει τα φτερά του. Κάποια στιγμή σταμάτησε και άπλωσε τα φτερά του ακίνητα. Ο Ρεΐζ ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό. Όταν ο γλάρος πετάει χωρίς να χρησιμοποιεί τα φτερά του, αυτό σημαίνει ότι στο σημείο εκείνο υπάρχει αέρας που οπωσδήποτε θα κατέβει σε λίγο και στα χαμηλά. Απέναντι, στην παραλία του Καντίκιοϊ,** είχε σχηματιστεί μια λεπτή γαλάζια λωρίδα. «Έρχεται μπουρίνι», σιγοψιθύρισε. Τα λευκά σύννεφα που είχαν στοιβαχτεί στον ουρανό άρχισαν να μαυρίζουν. Ο ήλιος πήρε ένα χρώμα θολό, σαν να είχε κρυφτεί πίσω από πέπλο. Οι κυματισμοί της θάλασσας μεγάλωσαν και άρχισαν να ταράζουν το καΐκι. Η λεπτή γαλάζια λωρίδα που είχε σχηματιστεί στο Καντίκιοϊ άρχισε να πλαταίνει πολύ γρήγορα και οι αφροί των κυ* Καπετάνιος, αρχηγός. (Σ.τ.Μ.) ** Η γνωστή Χαλκηδόνα, στην ασιατική ακτή της Προποντίδας, κωμόπολη. (Σ.τ.Μ.)
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 17
μάτων φαίνονταν τώρα από μακριά. Το καΐκι άρχισε να γέρνει για τα καλά. δυσκολευότανε πολύ ο Στέλιος να κρατηθεί όρθιος. Έτσι όπως ήταν τα πράγματα, δεν θα κατάφερνε να μαζέψει τα δίχτυα. Από την ψύχρα που έφερνε ο αέρας καταλάβαινε ότι κάπου εκεί κοντά έβρεχε. Θα έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό του το γρηγορότερο. Να ξεκινήσει πριν τον προλάβει η φουρτούνα, που πλησίαζε πολύ γρήγορα. Του χρειάζονταν σαράντα πέντε λεπτά το λιγότερο για να μπει στο λιμάνι. Ώσπου να φθάσει στον Καλπουζάνκαγια,* θα είχε να παλέψει με τα κύματα. Έσκυψε και προσπάθησε να βρει το μαχαίρι του. Θα έπρεπε να κόψει τα υπόλοιπα δίχτυα. δεν είχε άλλη λύση. Ο καιρός είχε χειροτερέψει για τα καλά. Όσο περνούσε η ώρα τα κύματα θέριευαν, κι ο ουρανός σκοτείνιαζε καταμεσήμερο. Άρχισε να κόβει γρήγορα γρήγορα τα δίχτυα. Όταν άφησε να πέσουν στο νερό τα κομμένα, πόνεσε η ψυχή του. Είχε κοπιάσει πολύ και είχε ξοδέψει πολλά γι’ αυτά τα δίχτυα. Τώρα του είχαν απομείνει λιγότερα από τα μισά. Ας είναι. δεν ήταν ώρα για τέτοιους δισταγμούς. Πώς θα επέστρεφε όμως στο λιμάνι με το τόσο φορτωμένο και γερασμένο καΐκι του; Ακόμη κι οι γλάροι είχαν εγκαταλείψει τη θάλασσα. Είχαν πετάξει προς την κατεύθυνση της Οξιάς. Έλυσε το σχοινί από τη σημαδούρα, που την είχε φτιάξει γεμίζοντας με φελλούς ένα σακί για ζάχαρη, και το τύλιξε στη μέση του. Τα νησιά άρχισαν να κρύβονται για τα καλά στον ορίζοντα πίσω από ένα πέπλο. Τύλιξε το γαϊτάνι της μηχανής. Ένιωσε μια στάλα βροχής στο μάγουλό του. Όταν σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ολόγυρα, όλα τα χρώματα είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα σκούρο ασημί, που είχε εξαφανίσει όλα τα νησιά. Ο κατακλυσμός και η καταιγίδα είχαν προλάβει τον Ρεΐζ Στέλιο...
* Βραχώδης όρμος του νησιού Αντιγόνη. (Σ.τ.Μ.)
17
Ο Σαμί ξύπνησε από αλλεπάλληλα χτυπήματα στην πόρτα του. Εδώ και δυο μέρες δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Εί-
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 18
18
χε ανεβάσει υψηλό πυρετό, όλο του το σώμα τον πονούσε. Τα χτυπήματα στην πόρτα έγιναν τόσο δυνατά, που κόντευαν να τη σπάσουν. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και άρχισε να τρίβει τα μάτια του. Αφουγκράστηκε το σύριγμα του αέρα στο περβάζι του παραθύρου. Τεντώθηκε και παραμέρισε την κουρτίνα. διέκρινε τις διαδρομές της βροχής πάνω στο θαμπό τζάμι. Ρίγησε ακούγοντας το θόρυβο του ανέμου στα κλαδιά των δέντρων. Έτσι ξυπόλυτος και ημίγυμνος όπως ήταν έτρεξε προς την πόρτα. Ήταν ο καντηλανάφτης ο Θοδωρής που του χτυπούσε. Ακόμη και η τραγιάσκα των ναυτικών που φορούσε για να προστατέψει το φαλακρό κεφάλι του από τη βροχή ήταν μούσκεμα. Νερά τρέχανε στα πόδια του γλιστρώντας πάνω από το κίτρινο αδιάβροχο που φορούσε. Κοίταξε τον Σαμί μ’ ένα βλέμμα γεμάτο έκπληξη και απελπισία και του είπε: «Βρε Σαμί, δεν είδα το καΐκι του Ρεΐζ στο λιμάνι». Η φωνή του έτρεμε από την ανησυχία και το φόβο. «Ποιος ξέρει πού διάολο βρίσκεται», απάντησε ο Σαμί. Ο Θοδωρής ήταν κουνιάδος του καπετάν Στέλιου και καντηλανάφτης της μεγαλύτερης εκκλησίας του νησιού. Στην πραγματικότητα κατάγονταν από το Ορτάκιοϊ.* Πριν εγκατασταθεί στο νησί, ή μάλλον πριν η αδελφή του η δέσποινα παντρευτεί τον καπετάν Στέλιο, όλη η οικογένειά του καθόταν στο Ορτάκιοϊ. Στο περιβάλλον του τον φωνάζανε «ο Θοδωρής με το κομμένο αυτί». Στα νιάτα του είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι. Όταν όμως άρχισε να υπηρετεί την εκκλησία, σοβάρεψε. Άσχετο αν δεν το πολυκατάφερνε αυτό. «Βρε, τι στεκόμαστε; Να βγούμε να τον ψάξουμε. Μη χαζεύουμε έτσι, πάμε να βρούμε τον Στέλιο», φώναξε ο Θοδωρής. Ο Σαμί έριξε κάτι πάνω του στα βιαστικά, πήρε και το αδιάβροχό του και βγήκε τρεχάτος από την πόρτα. Ο Θοδωρής, κλείνοντας την πόρτα, φώναξε πάλι: «Βρε, πού πας έτσι;» «Πάμε στη μαμά, ίσως της έχει πει εκεινής κάτι», είπε ο Σαμί. «Μ’ αυτόν τον καιρό πού να τον βρούμε μέσα στην απέρα* Παραθαλάσσιο θέρετρο του Βοσπόρου, στην ευρωπαϊκή ακτή. Το ελληνικό Μεσαχώρι. (Σ.τ.Μ.)
ντη θάλασσα; Αν μάθουμε πού πήγε, θα κερδίσουμε πολύτιμο χρόνο». Ο Σαμί έλεγε «μαμά» τη γυναίκα του Στέλιου. Κι η δέσποινα του συμπεριφερόταν σαν πραγματική μητέρα. Του καθάριζε το σπίτι, του έφτιαχνε φαγητό, του έπλενε τα ρούχα. δεν ξεχώριζε τον Σαμί από την Ελπίδα, την κόρη της. Έδειχνε μικρότερη από την ηλικία της. Ήταν μια γυναίκα ζωντανή, γεροδεμένη και πολύ συμπαθητική. Κάθε πρωί σκαρφάλωνε στην παλιά εκκλησία, που βρισκόταν στην κορυφή του βουνού, άναβε ένα κερί και προσευχόταν. Ντύνονταν πάντα στα μαύρα επειδή πενθούσε τον γιο της, που σε πολύ μικρή ηλικία είχε πνιγεί στη θάλασσα. Έκρυβε τον βαθύ της πόνο στις βαθιές ρυτίδες του προσώπου της. Είχε ξεχάσει εδώ και καιρό να χαμογελάει. Ίσως δεν επέτρεπε στον εαυτό της το παραμικρό γέλιο λόγω του πένθους της. Για κείνη, η κάθε μέρα ξημέρωνε με ένα κερί για τον μονάκριβο γιο της τον Μιχάλη και με μια προσευχή γι’ αυτόν. Έμενε στα κελιά της μονής που βρισκόταν στη θέση Παράδεισος του νησιού. Στο σπίτι τούς προϋπάντησε η Ελπίδα. «Πού είναι η μαμά;» τη ρώτησε ο Σαμί. Η Ελπίδα, κοιτάζοντας τον ανήσυχη, τον ρώτησε: «Τι συμβαίνει, Σαμί; Έπαθε κανένα κακό ο πατέρας;» «Το καΐκι δεν είναι στο λιμάνι. Πού μπορεί να βρίσκεται ο Ρεΐζ; Σου έχει πει τίποτε εσένα;» «Ο πατέρας ξεκίνησε πολύ νωρίς το πρωί. Εγώ κοιμόμουνα. Όμως χθες το βράδυ στο φαγητό μάς έλεγε ότι εδώ και δυο μέρες τα δίχτυα του τα είχε αφήσει στην Καινούργια Βολή. Ίσως να πήγε εκεί». Με το που είπε η Ελπίδα «Καινούργια Βολή», ο καντηλανάφτης και ο Σαμί κοιταχτήκανε με νόημα. Η Ελπίδα διέκρινε την απελπισία στο βλέμμα τους. «Αχ, θείε Θοδωρή, δεν μπορεί να έπαθε τίποτε ο πατέρας, έτσι δεν είναι;» Ο Θοδωρής κούνησε το κεφάλι του απαισιόδοξα. «Μακάρι, παιδί μου... Μακάρι...» Ο δυνατός αέρας που φυσούσε χτυπώντας τη μεγάλη μπρούντζινη καμπάνα της αυλής ήταν σαν να κρατούσε το ρυθμό για
19
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 19
AKTEL-FOURTOUNA - D_Layout 1 13/05/2010 2:32 μ.μ. Page 20
20
το κακό μαντάτο. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, σαν να ήθελε να εκδικηθεί τη γη. Το σκοτάδι που φέρνανε τα σύννεφα απλώνονταν παντού, ύπουλα. Τα φώτα των δρόμων αρχίσανε σιγά σιγά να ανάβουν. Ζούσαν μια νύχτα μέσα στη μέρα. Όταν φθάσανε στα καφενεία συναντήσανε τον Σανσάρ Νουρί και την παρέα του. Καμιά δεκαριά άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι κάτω από το τσίγκινο υπόστεγο και κουβεντιάζανε. Ο Σανσάρ Νουρί ήταν ο μόνος εχθρός που είχε ο Στέλιος στο νησί. Ήταν μαλωμένοι και δεν μιλιόντουσαν. Ο Στέλιος κατάφερνε πάντα να ψαρεύει περισσότερα ψάρια από τον Σανσάρ και να τα πουλάει φθηνότερα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Σανσάρ ήταν εξοργισμένος με τον Ρεΐζ. Σαν να μην έφθανε αυτό, ήταν και ερωτευμένος με την Ελπίδα. Όμως με κανέναν τρόπο δεν του έδιναν θάρρος κι εκείνος τρελαινόταν με τη συμπεριφορά τους. Πάντοτε προσπαθούσε να παρακολουθήσει στα κρυφά τον Στέλιο στη θάλασσα για να μάθει τις βολές του. Γι’ αυτό άλλωστε του είχαν δώσει το παρατσούκλι Σανσάρ.* Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό δεν το έκανε μόνο ο Σανσάρ, αλλά όλοι οι ψαράδες του νησιού. «Τι έγινε, ρε Σαμί, χάσατε τον Ρεΐζ;» ήταν η πρώτη κουβέντα του Σανσάρ. Ο καντηλανάφτης το ’χε μυριστεί πως θα αντιμετώπιζαν μια τέτοια συμπεριφορά, γι’ αυτό και είχε φροντίσει να κρατάει τον Σαμί από το μπράτσο. «... Με τέτοιον καιρό κανένας δεν γυρνάει ζωντανός από τη θάλασσα. Και το αφεντικό σου δεν πρόκειται να γυρίσει. Τώρα πια θα αλωνίζουμε μόνοι μας. Ανοίξου στο πέλαγος να βρεις το πτώμα του γερο-γκιαούρη. Να τον θάψουμε όλοι μαζί...» Ο Σαμί ένιωσε να τον πνίγει η οργή. Έκανε ένα βήμα μπροστά για να αρπάξει τον Σανσάρ απ’ το λαιμό. Ο καντηλανάφτης τον τράβηξε πίσω λέγοντάς του ψιθυριστά: «Άσ’ τονε να πάει στο διάολο...» Οι θαμώνες του καφενείου κάτι κατάλαβαν ότι συμβαίνει έ* Σανσάρ, που θα πει «νυφίτσα», πονηρός σαν τη νυφίτσα. (Σ.τ.Μ.)