BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 5
ΤΖΩΝ ΜΠΑΝΒΙΛ
ΑΡΧΑΙΟ ΦΩΣ c
Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΤΟΝΙΑ ΚΟΒΑΛΕΝΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ireland Literature Exchange (Επιδότηση Μετάφρασης) Δουβλίνο, Ιρλανδία. ❧ www.irelandliterature.com | info@irelandliterature.com ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: John Banville, Ancient Light © ©
Copyright by John Banville, 2012 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2012
Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5559-8
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 7
στη μνήμη της Caroline Walsh
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 8
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 9
Το Μπουμπούκι Ανθίζει. Η Λάσπη είναι Καφετιά. Πετάω σαν ψύλλος εδώ κι εκεί. κάτι μπορεί να πάει στραβά. H Κάθριν Κλιβ, σε παιδική ηλικία
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 10
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 11
I zå
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 12
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 13
σα τη μητέρα του. Το αγάπησα μπορεί να είναι πολύ βαριά κουβέντα, μα δεν ξέρω κάποια ελαφρύτερη που να ταιριάζει στην περίσταση. Όλα αυτά συνέβησαν πριν από μισό αιώνα. Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών και η κυρία Γκρέι τριάντα πέντε. Κάτι τέτοια πράγματα εύκολα λέγονται, μιας και οι λέξεις δεν ξέρουν από ντροπές ούτε τις εκπλήσσει ποτέ τίποτα. Ίσως και να ζει ακόμα εκείνη. Πόσο θα είναι, ογδόντα τρία, ογδόντα τέσσερα; Στις μέρες μας δεν θεωρείται δα και τόσο προχωρημένη αυτή η ηλικία. Αν αποφάσιζα να την αναζητήσω; Αυτό κι αν θα ήταν στόχος ηρωικός. Θα μου άρεσε να νιώσω πάλι ερωτευμένος, θα μου άρεσε να ερωτευτώ ξανά, για μια τελευταία φορά. Θα μπορούσαμε να υποβληθούμε σε μεταμόσχευση αδένων πιθήκου, εκείνη κι εγώ, και να παραδοθούμε ανίσχυροι στην έκσταση, όπως πενήντα χρόνια πριν. Αναρωτιέμαι τι να κάνει, αν βρίσκεται ακόμα πάνω σ’ αυτή τη γη. Ήταν τόσο δυστυχισμένη τότε – ναι, παρά τη σθεναρή και αδιάλειπτη ευθυμία της, ήταν δυστυχισμένη, και ειλικρινά εύχομαι να μην έμεινε πάντα έτσι. Τι ανακαλώ από αυτήν, τώρα, σε ετούτες τις ήπιες, ωχρές μέρες καθώς η χρονιά εκπνέει; Εικόνες από το μακρινό παρελθόν συνωστίζονται στο μυαλό μου και τις περισσότερες φορές δεν είμαι βέβαιος αν πρόκειται για αναμνήσεις ή επινοήσεις. Όχι πως υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο, για να μην πω ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, όλα τα επινοούμε στην πορεία, εξωραΐζοντας, εξιδανικεύοντάς τα, και μάλλον τείνω να συμφωνήσω μαζί τους, διότι η Μαντάμ Μνήμη είναι πολυμήχανη ειδήμων της συ-
13
Ο
ΜΠΙΛΙ ΓΚΡΕϊ ΗΤΑΝ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΚΙ ΕΓώ ΑΓΑΠΗ-
14
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 14
γκάλυψης. Όποτε γυρνώ να κοιτάξω πίσω μου, βλέπω ένα χείμαρρο δίχως αρχή, που δεν οδεύει προς κανένα τέλος, ή τουλάχιστον κανένα τέλος που θα βιώσω εγώ παρά μόνο σαν οριστική τελεία. Τα επιπλέοντα αντικείμενα που επιλέγω να περισώσω από το γενικευμένο ναυάγιο –και τι άλλο είναι η ζωή από ένα αργό καραβοτσάκισμα;– αποκτούν ενδεχομένως μια όψη αναπόφευκτου μόλις τα τοποθετώ στις γυάλινες προθήκες τους, είναι, όμως, εντελώς τυχαία – αντιπροσωπευτικά, ίσως, μ’ έναν ακαταμάχητο τρόπο, μα, παρ’ όλα αυτά, τυχαία. Για μένα, υπήρξαν δύο ξεχωριστές αρχικές εμφανίσεις της κυρίας Γκρέι, με απόσταση αρκετών χρόνων. Η πρώτη γυναίκα μπορεί να μην ήταν καν εκείνη, μπορεί να ήταν μονάχα ένας ευαγγελισμός της, τρόπος του λέγειν, αν και με ευχαριστεί να πιστεύω ότι οι δυο τους ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Φυσικά, ήταν Απρίλης. Θυμάστε πώς ήταν ο Απρίλης στα παιδικά σας χρόνια, θυμάστε εκείνη την αίσθηση της ρευστής ορμής, τον άνεμο να σαρώνει με το φτυάρι τον γαλανό αέρα και τα πουλιά εκτός εαυτού πάνω στα ανθισμένα δέντρα; Ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών. Είχα μόλις διαβεί την πύλη της Εκκλησίας της Παρθένου Μαρίας της Ασπίλου Μητρός μας, με το κεφάλι κατεβασμένο ως συνήθως –η Λυδία λέει ότι βαδίζω μονίμως ως μετανοήσας αμαρτωλός– και το πρώτο προμήνυμα της γυναίκας με το ποδήλατο που υπέπεσε στην αντίληψή μου ήταν το σφύριγμα τροχών, ένας ήχος που, όταν ήμουν παιδί, έμοιαζε στα αυτιά μου συναρπαστικά ερωτικός, κι εξακολουθεί, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Η εκκλησία ήταν χτισμένη πάνω σε ύψωμα, κι όταν σήκωσα τα μάτια και την είδα που πλησίαζε, με το καμπαναριό να προεξέχει πίσω από την πλάτη της, μου δημιουργήθηκε η συγκλονιστική εντύπωση ότι είχε μόλις κατέλθει από τους ουρανούς κι ότι αυτό που είχα ακούσει δεν ήταν ο ήχος τροχών πάνω στην άσφαλτο, αλλά γοργών φτερών που ράπιζαν τον αέρα. Κόντευε να με φτάσει, τσουλώντας δίχως να κάνει πετάλι, γερμένη ξένοιαστα πίσω, κρατώντας μόνο με το ένα χέρι το τιμόνι. Φορούσε μια λεπτή καμπαρντίνα που οι άκρες της πετάριζαν από τα αριστερά κι από τα δεξιά της, ναι, σαν φτερά, κι ένα γαλάζιο πουλόβερ πάνω από μια μπλούζα με λευκό γιακαδάκι. Πόσο ολοκάθαρα τη βλέ-
πω! Θα πρέπει να την επινοώ εγώ, θέλω να πω ότι μάλλον τις κατεβάζω απ’ το μυαλό μου αυτές τις λεπτομέρειες. Η φούστα της ήταν χαλαρή και φαρδιά, και ξάφνου την άρπαξε το ανοιξιάτικο αεράκι και την ανασήκωσε, ξεγυμνώνοντάς την μέχρι επάνω, στη μέση της. Ω, ναι. Κατά την τρέχουσα άποψη, ελάχιστα διαφέρουν οι τρόποι μέσω των οποίων προσλαμβάνουν τον κόσμο τα δύο φύλα, όμως εγώ θα επιμείνω ότι καμιά γυναίκα δεν έχει ποτέ γνωρίσει την πλημμυρίδα της κρυφής ηδονής που διατρέχει τις φλέβες ενός αρσενικού ανεξαρτήτως ηλικίας, από το νήπιο ως τον ενενηντάρη, όταν αντικρίζει τα θηλυκά απόκρυφα, όπως τόσο γουστόζικα τα ονόμαζαν άλλοτε, εκτεθειμένα κατά λάθος, από τύχη δηλαδή, σε αναπάντεχη κοινή θέα. Αντίθετα με τις δοξασίες των γυναικών και προς μεγάλη τους, υποψιάζομαι, απογοήτευση, δεν είναι η θέα της ίδιας της σάρκας που μας κάνει εμάς τους άνδρες να κοκαλώνουμε, που μας στεγνώνει το στόμα και τινάζει τα μάτια μας έξω σαν ελατήρια, αλλά εκείνα ακριβώς τα μεταξένια ίχνη που αποτελούν το τελευταίο φράγμα ανάμεσα στη γύμνια μιας γυναίκας και το αποβλακωμένο βλέμμα μας. Δεν έχει λογική, το ξέρω, αλλά αν μια καλοκαιρινή μέρα σε πολυσύχναστη πλαζ κάποιος σατανικός μάγος μεταμόρφωνε όλα τα μαγιό των λουομένων θηλυκού γένους σε εσώρουχα, τότε όλοι οι παρόντες αρσενικοί, από τα γυμνά αγοράκια με τις πεταχτές κοιλιές και τα τσουτσούνια έξω μέχρι τους κορδωτούς, γεροδεμένους ναυαγοστώστες, αλλά και τους καταπιεσμένους συζύγους με τα ανεβασμένα μπατζάκια και τα δεμένα μαντίλια στο κεφάλι, όλοι ανεξαιρέτως, σας λέω, θα μεταμορφώνονταν εν ριπή οφθαλμού σε αγέλη αιμοδιψών, αλαλαζόντων σατύρων, έτοιμων να χιμήξουν στη λεία τους. Έχω κυρίως κατά νου εκείνες τις παλιές εποχές, τότε που εγώ ήμουν πιτσιρίκι και οι γυναίκες, κάτω από τα φουστάνια τους –και ποια δεν φορούσε τότε φουστάνι, εκτός κι αν ήταν αθλήτρια του γκολφ ή καμιά κακομαθημένη σταρ του σινεμά με κολάν παντελόνι;– θα ’λεγες ότι ήταν εξοπλισμένες από προμηθευτή πλοίου με όλων των ειδών και σχημάτων την αρματωσιά και τα ιστία, φλόκους και μπούμες, πλωτές σχεδίες και αντηρίδες. Η
15
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 15
16
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 16
Κυρά μου του Ποδηλάτου, παραδείγματος χάρη, με τις τεντωμένες ζαρτιέρες της και τη σατέν κιλότα στην απόχρωση του μαργαριταριού, διέθετε όλο τον αέρα και τη χάρη μιας σκούνας με υψωμένα πανιά που ατρόμητη αρμενίζει σε δυνατό μαΐστρο. Φάνηκε να ξαφνιάζεται όσο κι εγώ απ’ αυτό που έκανε το αγέρι στην αιδώ της. Κοίταξε προς τα κάτω, έπειτα κοίταξε εμένα κι ανασηκώνοντας τα φρύδια σχημάτισε με τα χείλη ένα Ο, για να ξεσπάσει μετά σ’ ένα γάργαρο γέλιο και να ισιώσει τη φούστα πάνω απ’ τα γόνατα με μια ανέμελη κίνηση του ελεύθερου χεριού της, καθώς αμέριμνα με προσπερνούσε. Σκέφτηκα πως ήταν μια οπτασία της ίδιας της θεάς, αλλά, όταν στράφηκα να δω, ήταν απλώς μια γυναίκα που έκανε πετάλι πάνω σ’ ένα ογκώδες μαύρο ποδήλατο, μια γυναίκα μ’ εκείνες τις επωμίδες, τις σπαλέτες στο αδιάβροχό της που ήταν τότε της μόδας, με στραβοφορεμένες τις νάιλον κάλτσες της, και με μαλλιά κομμένα καρέ ακριβώς σαν της μητέρας μου. Φρέναρε φιλότιμα στην πύλη, με μια ταλάντωση του μπροστινού της τροχού, και μόνο αφού χτύπησε την κόρνα της, βγήκε στο δρόμο και έστριψε αριστερά στην οδό Τσερτς. Δεν την ήξερα, ήμουν βέβαιος ότι δεν την είχα ξαναδεί, αν και σ’ εκείνη την ηλικία θα πρέπει πια να τους είχα δει τουλάχιστον μια φορά όλους στη μικρή, κλειστή μας πόλη. Και την είδα πράγματι ξανά; Είναι άραγε δυνατόν να ήταν στ’ αλήθεια η Κυρία Γκρέι, η ίδια εκείνη που τέσσερα πέντε χρόνια αργότερα έμελλε να εισβάλει τόσο εκρηκτικά στη ζωή μου; Η μνήμη μου αδυνατεί να ανακαλέσει ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά της γυναίκας με το ποδήλατο ούτως ώστε να είμαι βέβαιος ότι ήταν στ’ αλήθεια μια πρώιμη εμφάνιση της Εφέστιας Αφροδίτης μου, παρόλο που αγκιστρώνομαι από αυτή την πιθανότητα με διάπυρη επιμονή. Αυτό που κυρίως μου εντυπώθηκε από εκείνο το συναπάντημα στον περίβολο της εκκλησίας, ήταν η αίσθηση ότι μου είχε επιτραπεί να κρυφοκοιτάξω στα ενδότερα της ίδιας της γυναικείας φύσης, ότι μου είχε αποκαλυφθεί, έστω και για μερικά δευτερόλεπτα, το μέγα μυστήριο. Δεν ήταν μόνο το θέαμα των καλλίγραμμων ποδιών και των γοητευτικά περίπλοκων εσωρούχων
της γυναίκας που τόσο με μάγεψε και με συνεπήρε, αλλά και ο απλός, ευδιάθετος, γενναιόδωρος τρόπος που με κοίταξε, γελώντας βραχνά, καθώς και η ανέμελη χάρη με την οποία τιθάσευσε την ανασηκωμένη φούστα της. Αυτός θα πρέπει να είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο έχει ταυτιστεί στο μυαλό μου με την κυρία Γκρέι, ο λόγος για τον οποίο εκείνη και η κυρία Γκρέι αποτελούν για μένα τις δύο όψεις του ίδιου πολύτιμου νομίσματος, εφόσον η χάρη και η γενναιοδωρία ήταν τα στοιχεία που λάτρεψα ή που όφειλα να έχω λατρέψει, στον πρώτο και όπως προδοτικά σκέφτομαι ώρες ώρες –συγγνώμη, Λυδία–, μοναδικό αληθινό έρωτα της ζωής μου. Η τρυφερότητα, αυτό που ονομάζουμε επίσης αγάπη, ήταν το βασικό χαρακτηριστικό κάθε κίνησης που έκανε η κυρία Γκρέι απέναντί μου. Δεν θεωρώ ότι υπερβάλλω. Δεν ήμουν αντάξιός της, τώρα το ξέρω, μα πώς ήταν δυνατό να το γνώριζα τότε, αγόρι πρωτόβγαλτο και άμαθο; Τη στιγμή κιόλας που γράφω αυτές τις γραμμές, διακρίνω πίσω τους το δειλό κλαψούρισμα, τη μεμψίμοιρη απόπειρα να απαλλάξω εαυτόν από τις ενοχές. Η αλήθεια είναι ότι δεν την αγαπούσα αρκετά – θέλω να πω ότι, νέος καθώς ήμουν, δεν την αγαπούσα με όση δύναμη μπορούσα να την αγαπήσω, και πιστεύω ότι εκείνης της κόστιζε, και δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πω σχετικά με το θέμα, αν και είμαι σίγουρος ότι αυτό δεν θα με σταματήσει από το να πω πάρα πολλά ακόμα. Την έλεγαν Σίλια. Σίλια Γκρέι. Ο συνδυασμός δεν ακούγεται και τόσο σωστός, συμφωνείτε; Κατά τη γνώμη μου τα συζυγικά επίθετα των γυναικών ποτέ δεν ηχούν σωστά. Να φταίει, άραγε, το γεγονός ότι όλες τους παντρεύονται τους λάθος άντρες, ή, αν μη τι άλλο, άντρες με λάθος επώνυμα; Το Σίλια και το Γκρέι συνιστούν ένα κάπως νωθρό ζεύγος ονομάτων: ένας αργός συριγμός που ακολουθείται από έναν κοφτό, ανεπαίσθητο γδούπο, καθώς η δίφθογγος γκ στο Γκρέι δεν είναι όσο θα ’πρεπε τραχιά. Η ίδια δεν ήταν νωθρή, ούτε κατά διάνοια. Αν πω ότι ήταν χυμώδης, η ωραία αυτή παλιομοδίτικη λέξη θα παρεξηγηθεί, θα της δοθεί υπερβολικά μεγάλο βάρος και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν θεωρώ ότι ήταν όμορφη, τουλάχιστον όχι συμβατικά όμορφη, παρόλο που δεν νομίζω να ανέθετε ποτέ κανείς σε 2 – Αρχαίο φως
17
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 17
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 18
18
έναν δεκαπεντάχρονο να απονείμει το χρυσό μήλο. Δεν την είχα στο μυαλό μου ούτε για όμορφη ούτε για το αντίθετο. Φοβάμαι ότι, από τη στιγμή που θάμπωσε η αρχική λάμψη, δεν την είχα καθόλου στο μυαλό μου και παρότι της ήμουν ευγνώμων, τη θεωρούσα δεδομένη. Μια θύμησή της, μια άξαφνη εικόνα που επέστρεψε απροειδοποίητα, με έσπρωξε να βρεθώ ξανά στο Μονοπάτι της Μνήμης. Ήταν κάτι που συνήθιζε να φοράει, ένα μισοφόρι, θαρρώ –να τα πάλι τα εσώρουχα–, ένα στιλπνό ρούχο σε μήκος φούστας, από σομόν μετάξι ή νάιλον, που όταν το έβγαζε, άφηνε σαν αποτύπωμα ένα ροδαλό βραχιόλι μπροστά, εκεί που το ελαστικό του ζωνάρι πίεζε προηγουμένως τη μαλακή, γυαλιστερή σάρκα της κοιλιάς και των λαγόνων της, αλλά και πίσω, αν και λιγότερο ευδιάκριτο, πάνω από τον υπέροχα τουρλωτό της πισινό, με τα δυο βαθιά λακκάκια στην κορυφή, που κατέληγε στα δυο στρογγυλεμένα, με όψη γυαλόχαρτου, δίδυμα μαξιλαράκια όπου καθόταν. Αυτή η ροζ στεφάνη που κύκλωνε τη μέση της με αναστάτωνε βαθύτατα, έτσι όπως υπαινισσόταν τρυφερές τιμωρίες, εξαίσιους πόνους –συλλογιζόμουν το δίχως άλλο χαρέμια, ουρί που τα σημάδευαν με πυρακτωμένο σίδερο και ούτω καθεξής– και ξεκουράζοντας το μάγουλό μου πάνω στην κοιλιά της ιχνηλατούσα μ’ ένα αργό ακροδάχτυλο τον ακανόνιστο αυτό κύκλο, ενώ η ανάσα μου έκανε τις γυαλιστερές σκούρες τριχούλες της ήβης της να θροΐζουν και στο αυτί μου έρχονταν οι υπόκωφοι θόρυβοι των σωθικών της καθώς ακούραστα εργάζονταν μετουσιώνοντας την τροφή. Το δέρμα ήταν πάντα πιο καυτό κατά μήκος εκείνου του άνισου, στενού ίχνους που άφηνε το λάστιχο, από το αίμα που είχε ανέβει προστατευτικά στην επιφάνεια. Υποψιάζομαι ότι με διέγειρε και η υποβόσκουσα βλάσφημη νύξη του αγκάθινου στεφανιού. Βλέπετε, οι συνευρέσεις μας διαπνέονταν, πάντοτε, από μια αδιόρατη, πολύ αδιόρατη, μα νοσηρή θρησκευτικότητα.
Κάνω μία παύση για να καταγράψω ή τουλάχιστον να αναφέρω ένα χθεσινοβραδινό όνειρο, στο οποίο η γυναίκα μου με είχε πα-
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 19
Νομίζω ότι υπήρξα λίγο ερωτευμένος με τον Μπίλι Γκρέι προτού ερωτευτώ πολύ τη μητέρα του. Να τη πάλι η λέξη έρωτας –
19
ρατήσει για τα μάτια μιας άλλης γυναίκας. Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει αυτό, ή αν σημαίνει κάτι, αλλά μου έκανε, οπωσδήποτε, εντύπωση. Όπως σε όλα τα όνειρα, οι άνθρωποι στο συγκεκριμένο ήταν προφανέστατα αυτοί και ταυτόχρονα όχι – η πρωταγωνίστρια, ας πούμε, η γυναίκα μου, είχε την εμφάνιση μιας κοντής, αυταρχικής ξανθιάς. Πώς ήξερα ότι ήταν εκείνη, αφού είχε τόσο αλλιώτικη όψη; Ούτε εγώ ήμουν όπως είμαι, αλλά παχύσαρκος και βαρύς, με σακούλες κάτω απ’ τα μάτια, αργοκίνητος σαν γέρικη φώκια ή σαν κάποιο άλλο υδρόβιο θηλαστικό – σαν να θυμάμαι την εικόνα μιας κυρτής ράχης, δερματώδους και γκρίζας, να γλιστράει και να εξαφανίζεται πίσω από ένα βράχο. Ήμασταν, λοιπόν, στο όνειρο δύο άγνωστοι ο ένας για τον άλλο, εκείνη όχι εκείνη κι εγώ όχι εγώ. Η γυναίκα μου δεν είναι, απ’ όσο γνωρίζω, οπαδός της Σαπφώς –όμως, μέχρι πού φτάνει αυτή η γνώση;–, στο όνειρο, όμως, ήταν μια χαρωπή, δυναμική λεσβία. Το αντικείμενο στο οποίο είχε μετατοπίσει το ερωτικό της ενδιαφέρον ήταν ένα παράξενο ανδρόγυνο πλάσμα με αραιές φαβορίτες, αχνό μουστάκι και στενούς γοφούς, φτυστό, τώρα που το σκέφτομαι, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε. Όσο για την πλοκή του ονείρου, δεν θα κουράσω ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου με τις λεπτομέρειες. Εξάλλου, όπως νομίζω ότι ήδη είπα, δεν πιστεύω ότι συγκρατούμε λεπτομέρειες, ή, κι αν το κάνουμε, τις διορθώνουμε, τις λογοκρίνουμε και τις ωραιοποιούμε σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνιστούν ένα τελείως καινούργιο προϊόν, το όνειρο ενός ονείρου, όπου το πρωτότυπο εξιδανικεύεται, όπως ακριβώς και το ίδιο το όνειρο εξιδανικεύει την κατάσταση του ξύπνου. Αυτή μου η πεποίθηση δεν με σταματά από το να αποδίδω στα όνειρα λογής λογής θεϊκές και προφητικές σημασίες. Όμως, δεν είναι πια πολύ αργά για να με παρατήσει η Λυδία; Το βέβαιο είναι ότι σήμερα το πρωί ξύπνησα, λίγο πριν χαράξει, με ένα βαρύ αίσθημα απώλειας, εγκατάλειψης και άφατης θλίψης. Κάτι πρόκειται μάλλον να συμβεί.
20
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 20
πόσο εύκολα ξεγλιστράει από την πένα. Τι περίεργο, να σκέφτομαι τον Μπίλι υπό αυτό το πρίσμα. Τώρα θα πρέπει να είναι στην ηλικία μου. Μπορεί να μοιάζει ευνόητο αυτό –αφού και τότε συνομήλικός μου ήταν– κι όμως μου προξενεί ένα σοκ. Νιώθω σαν να πραγματοποίησα ξαφνικά ένα βήμα προς τα πάνω –ή μήπως προς τα κάτω;– και εισέβαλα σε μια άλλη φάση των γηρατειών. Θα τον αναγνώριζα αν τον έβλεπα; Εκείνος θα με αναγνώριζε; Είχε τόσο αναστατωθεί όταν ξέσπασε το σκάνδαλο. Είμαι βέβαιος ότι βίωσα κι εγώ εξίσου, για να μην πω περισσότερο, το πλήγμα της δημόσιας διαπόμπευσης, αλλά παρ’ όλα αυτά με είχε αιφνιδιάσει το μένος με το οποίο με αποκήρυξε. Άλλωστε, εμένα δεν θα με πείραζε αν μάθαινα ότι το έκανε εκείνος με τη μητέρα μου, όσο κι αν θα δυσκολευόμουν να φανταστώ κάτι τέτοιο – δυσκολευόμουν να φανταστώ οποιονδήποτε να το κάνει με τη Μαμά, τη γριά καημενούλα, την οποία ακριβώς έτσι την είχα στο μυαλό μου: σαν γριά και σαν καημενούλα. Το δίχως άλλο, αυτό προβλημάτιζε τόσο και τον Μπίλι, το ότι ήταν αναγκασμένος να χωνέψει πως η μητέρα του ήταν μια γυναίκα που κάποιος θεωρούσε επιθυμητή, και συν τοις άλλοις, ότι αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ. Ναι, θα πρέπει να υπέφερε τα πάνδεινα, καθώς θα φανταζόταν τις γυμνές μας περιπτύξεις πάνω σ’ εκείνο το βρόμικο στρώμα καταγής, στην αγροικία του Κότερ. Το πιθανότερο είναι να μην είχε δει ποτέ τη μητέρα του δίχως ρούχα, ή να μην μπορούσε τουλάχιστον να ανακαλέσει μια τέτοια εικόνα. Εκείνος ήταν που είχε ανακαλύψει πρώτος την αγροικία του Κότερ, και θυμάμαι πόσο ανησυχούσα ότι κάποια μέρα θα μας τσάκωνε, εμένα και τη μητέρα του, στα ερωτικά μας παιχνίδια εκεί. Ήξερε εκείνη ότι ο Μπίλι γνώριζε το μέρος; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Αν το ήξερε, η δική μου ανησυχία θα πρέπει να ήταν μηδαμινή σε σύγκριση με τον δικό της τρόμο στη σκέψη ότι μπορεί να την έπιανε ο μοναχογιός της να κάνει έρωτα με τον καλύτερό του φίλο μες στη βρόμα χρόνων, πάνω σ’ ένα ρυπαρό, στρωμένο με φύλλα δάπεδο. Θυμάμαι τη μέρα που πρωτοείδα το σπίτι. Περπατούσαμε στο δασάκι με τις φουντουκιές κατά μήκος του ποταμού, εγώ και ο Μπίλι, όταν εκείνος με οδήγησε στη ράχη ενός λόφου και μου
έδειξε τη στέγη ανάμεσα στις κορυφές των δέντρων. Από το ψηλό σημείο όπου στεκόμασταν ήταν ορατή μόνο η σκεπή, και στην αρχή δεν μπορούσα να τη διακρίνω, γιατί τα κεραμίδια ήταν καλυμμένα από μούσκλα στην ίδια πράσινη απόχρωση με τα γύρω φυλλώματα. Γι’ αυτό, φαίνεται, παρέμενε κρυμμένη η αγροικία τόσα χρόνια, και γι’ αυτό μετατράπηκε σε ασφαλές ερωτικό κρησφύγετο για μένα και την κυρία Γκρέι. Ήθελα να κατέβω και να τη διαρρήξω κατευθείαν –εξάλλου ήμασταν αγόρια και αρκετά μικρά ώστε να αναζητούμε το ιδιωτικό μας λημέρι–, αλλά ο Μπίλι δίσταζε, πράγμα που με παραξένεψε, αφού εκείνος είχε ανακαλύψει το μέρος και μάλιστα είχε μπει και μέσα, ή τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν. Νομίζω ότι τον φόβιζε λιγάκι εκείνο το σπίτι: ίσως είχε κάποιο προαίσθημα, ή το θεωρούσε στοιχειωμένο, όπως και πράγματι θα το στοίχειωναν, σύντομα, όχι τίποτα φαντάσματα αλλά η Θεά Αφροδίτη και το παιχνιδιάρικο αγόρι της. Για ένα περίεργο λόγο, βλέπω τις τσέπες μας εκείνη τη μέρα παραγεμισμένες με φουντούκια που είχαμε μαζέψει στο δάσος και βλέπω να απλώνεται στο έδαφος ολόγυρά μας το σφυρηλατημένο χρυσάφι των πεσμένων φύλλων, ενώ ήταν Απρίλης, πρέπει να ήταν Απρίλης, κι άρα τα φύλλα ήταν πράσινα κι έστεκαν ακόμα στα κλαριά τους, και οι καρποί των φουντουκιών δεν είχαν ακόμα σχηματιστεί μες στο φλοιό. Όμως, όσο κι αν προσπαθώ, δεν βλέπω άνοιξη αλλά φθινόπωρο. Μάλλον πήραμε λοιπόν τότε το δρόμο της επιστροφής, περπατώντας πάνω στα πράσινα κι όχι στα χρυσαφένια φύλλα, με τις τσέπες μας αδειανές από φουντούκια, αφήνοντας την αγροικία του Κότερ απαραβίαστη. Ωστόσο, κάτι μέσα μου είχε ξυπνήσει στη θέα εκείνης της βουλιαγμένης σκεπής ανάμεσα στα δέντρα, κι έτσι ξαναγύρισα την επόμενη κιόλας μέρα, σπρωγμένος από τον έρωτα, τον ενδεή και πάντοτε πρακτικό, και ανακάλυψα ότι το ετοιμόρροπο σπίτι ήταν ακριβώς η κρυφή φωλιά που χρειαζόμασταν η κυρία Γκρέι κι εγώ. Διότι, ναι, είχαμε ήδη σαρκικές σχέσεις τότε, για να το θέσω όσο πιο ευγενικά μπορώ. Ο Μπίλι διέθετε από τη φύση του μια γλυκύτητα πολύ ελκυστική. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν ωραία, αν και η επιδερμίδα του ήταν ωχρή και κάπως βλογιοκομμένη, ό-
21
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 21
22
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 22
πως, δυστυχώς, και της μητέρας του, με μια τάση να βγάζει μπιμπίκια. Είχε επίσης τα μάτια της μητέρας του, στην απόχρωση βρεγμένης γης, και υπέροχα μακριές βλεφαρίδες, η καθεμιά τους τέλεια διαχωρισμένη από τις υπόλοιπες, με αποτέλεσμα να μου θυμίζουν –αν όχι τότε, πάντως τώρα– εκείνο το ειδικό πινέλο ζωγραφικής που χρησιμοποιούν οι μινιατουρίστες και που η άκρη του είναι μια μοναχή τρίχα ζιμπελίνας. Είχε ένα ιδιότυπο, στραβοκάνικο και ρευστό βάδισμα, ταλαντεύοντας πέρα δώθε τα χέρια με λυγισμένους τους αγκώνες λες και μάζευε απ’ τον αέρα αρμαθιές από κάτι αόρατο που υπήρχε μπροστά του καθώς προχωρούσε. Εκείνα τα Χριστούγεννα μου είχε κάνει δώρο ένα σετ μανικιούρ σε κομψή θήκη από χοιρόδερμα – μάλιστα, αυτό που ακούσατε, ένα σετ μανικιούρ, με ψαλιδάκι, πένσα και λίμα, κι ένα γυαλιστερό κοκάλινο ραβδάκι που στην άκρη του έμοιαζε με πεπλατυσμένο κουτάλι, το οποίο η μητέρα μου εξέτασε με κάποια αμφιβολία και αποφάνθηκε πως ήταν είτε ωστήρας παρωνυχίδων –ωστήρας παρωνυχίδων;– ή, πιο απλά, ένα εργαλείο για να απομακρύνει τις βρομιές από τα νύχια. Με ξένισε αυτό το κοριτσίστικο δώρο κι όμως το δέχτηκα με ένα αβρό αν και αβέβαιο ευχαριστώ. Εγώ δεν είχα σκεφτεί να του πάρω κάτι – εκείνος δεν φάνηκε να περίμενε δώρο από μένα ή να πειράχτηκε που δεν του είχα πάρει τίποτα. Τώρα, ξαφνικά, αναρωτιέμαι μήπως ήταν η μητέρα του που είχε αγοράσει εκ μέρους του το σετ μανικιούρ, ένα έμμεσο, μυστικό δώρο, που μου το έδινε διά αντιπροσώπου, πιστεύοντας ότι θα μάντευα ότι προερχόταν στην πραγματικότητα από εκείνην. Αυτό συνέβη μερικούς μήνες προτού η κυρία Γκρέι κι εγώ γίνουμε –πες το, για όνομα του Θεού!–, προτού γίνουμε εραστές. Με ήξερε, φυσικά, γιατί τις περισσότερες μέρες εκείνου του χειμώνα περνούσα να πάρω τον Μπίλι απ’ το σπίτι, στο δρόμο για το σχολείο. Με είχε για τον τύπο εκείνο του αγοριού που θα έβρισκε ένα σετ μανικιούρ ως ιδανικό δώρο Χριστουγέννων; Ο Μπίλι δεν θα έλεγα ότι ήταν ιδιαίτερα επιμελής με τη δική του προσωπική υγιεινή. Έκανε μπάνιο πιο σπάνια απ’ ό,τι εμείς οι υπόλοιποι, όπως αποδείκνυε η ιδιάζουσα δυσοσμία που πότε πότε ανέδιδε. Επίσης, οι πόροι στα πλαϊνά αυλάκια της μύτης του
έπιαναν μια μαύρη κρούστα κι εγώ, με ένα ηδονικό ρίγος ανάμεικτο με αηδία, φανταζόμουν ότι την καθάριζα χρησιμοποιώντας τους αντίχειρές μου για λαβίδες, οπότε μετά θα μου ήταν σίγουρα χρήσιμο εκείνο το κομψό κοκάλινο εργαλείο. Φορούσε τρύπια πουλόβερ, ενώ οι γιακάδες του δεν ήταν ποτέ καθαροί. Είχε ένα αεροβόλο και μ’ αυτό πυροβολούσε βατράχια. Ήταν στ’ αλήθεια ο καλύτερός μου φίλος, και στ’ αλήθεια τον αγαπούσα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η φιλία μας σφραγίστηκε ένα βράδυ του χειμώνα, όταν μοιραστήκαμε ένα παράνομο τσιγάρο στο πίσω κάθισμα του οικογενειακού στέισον βάγκον που ήταν παρκαρισμένο έξω απ’ το σπίτι –πρόκειται για ένα όχημα με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενώς σε λίγο– και τότε ήταν που μου εκμυστηρεύτηκε ότι το βαφτιστικό του όνομα δεν ήταν Ουίλιαμ, όπως άφηνε όλους μας να πιστεύουμε, αλλά Ουίλφρεντ, καθώς επίσης και ότι το μεσαίο όνομά του ήταν Φλόρενς, προς τιμήν του πεθαμένου θείου του Φλορ. Ουίλφρεντ! Φλόρενς! Κράτησα το μυστικό του, αυτό μπορώ να το παινευτώ, κι ας ξέρω ότι δεν πρόκειται και για κανένα σπουδαίο κατόρθωμα. Όμως, τι κλάμα έριξε, από στενοχώρια, οργή και ταπείνωση, την ημέρα που συναντηθήκαμε, αφότου είχε μόλις ανακαλύψει τι συνέβαινε μ’ εμένα και τη μητέρα του – έκλαιγε με μαύρο δάκρυ... και ήμουν εγώ η πρωταρχική αιτία των πικρών λυγμών του. Δεν μπορώ να θυμηθώ την πρώτη φορά που είδα την κυρία Γκρέι, εφόσον, δηλαδή, δεν ήταν η γυναίκα με το ποδήλατο. Στις μανάδες των άλλων δεν δίναμε ποτέ ιδιαίτερη προσοχή: στους αδελφούς, ναι, και στις αδελφές ακόμα, αλλά όχι στις μανάδες. Ασαφείς, άμορφες, δίχως φύλο, δεν ήταν συνήθως παρά μια ποδιά της κουζίνας, μια ατημέλητη κόμη και μια αδιόρατη οσμή ιδρώτα. Με κάτι ήταν πάντα απασχολημένες στο βάθος, καταπιάνονταν με ταψιά, ή με κάλτσες. Θα πρέπει να βρέθηκα αναρίθμητες φορές κοντά στην κυρία Γκρέι, προτού την αντιληφθώ με κάποιο σαφή, συγκεκριμένο τρόπο. Με μπερδεύει, όμως, μια αναμφίβολα εσφαλμένη ανάμνηση: είναι χειμώνας κι αυτή απλώνει ταλκ στη φλογισμένη επιφάνεια του εσωτερικού των μηρών μου, όπου έχω συγκαεί από την τριβή με το ύφασμα του παντελονιού. Σχεδόν αδύνατο να συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο, μιας και, πέ-
23
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 23
24
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 24
ρα από όλα τα άλλα, στην ανάμνηση αυτή φοράω κοντό παντελονάκι, πράγμα που αποκλείεται να ίσχυε αφού ήμουν δεκαπέντε, γιατί όλα τα αγόρια από τα έντεκα ή δώδεκα το πολύ, κυκλοφορούσαμε πλέον μόνο με μακριά παντελόνια. Ποιανού μητέρα να ’ταν τότε εκείνη που με άλειφε με ταλκ, και ποια ευκαιρία για μια πιο πρόωρη ερωτική μύηση είχα ίσως προσπεράσει; Δεν υπήρξε, τέλος πάντων, κάποια στιγμή εκτυφλωτικής αποκάλυψης, οπότε η κυρία Γκρέι ξεπρόβαλλε μέσα από το μουντό σκηνικό της οικιακής ζωής και, ορθή μες στο ανοιχτό κοχύλι της, σύρθηκε με χάρη προς το μέρος μου, σπρωγμένη από τον ζέφυρο της άνοιξης με τα φουσκωμένα απ’ τον αέρα μάγουλα. Ακόμα κι αφότου είχαμε σμίξει αρκετές φορές, θα δυσκολευόμουν να δώσω μια σωστή περιγραφή της – αν το επιχειρούσα, η περιγραφή που θα έδινα θα ήταν πιθανότατα μια εκδοχή του εαυτού μου, γιατί όταν την κοιτούσα, τον εαυτό μου έβλεπα πρώτα, έχοντάς την μετατρέψει σε λαμπρό κάτοπτρο του ειδώλου μου. Ο Μπίλι δεν μου μιλούσε ποτέ γι’ αυτήν –και γιατί, άλλωστε;–, ενώ για ένα μεγάλο διάστημα δεν φαινόταν να της δίνει περισσότερη σημασία απ’ όση της έδινα εγώ. Πάντα αργοπορούσε, και αρκετά πρωινά που πήγαινα να τον πάρω για το σχολείο δεν ήταν ακόμα έτοιμος, οπότε μου έλεγαν να περάσω μέσα, κυρίως αν έβρεχε ή χιόνιζε. Δεν με καλούσε ο ίδιος –θυμάστε εκείνο το μείγμα θυμού και βαθιάς ντροπής που μας πλημμύριζε έτσι και τύχαινε να μας πιάσουν οι φίλοι μας επ’ αυτοφώρω μες στον γυμνό κόρφο της οικογένειάς μας;–, οπότε μάλλον εκείνη το έκανε. Ωστόσο, δεν μπορώ να ανασύρω στη μνήμη ούτε μία και μοναδική φορά που να την είδα να εμφανίζεται στο κατώφλι, με την ποδιά της, με τα μανίκια της ανασηκωμένα, επιμένοντας να μπω μέσα και να συμμετάσχω στον οικογενειακό κύκλο γύρω από το τραπέζι του πρωινού. Και όμως, το τραπέζι μπορώ να το δω, και την κουζίνα, της οποίας καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος, όπως και το ογκώδες αμερικανικού τύπου ψυγείο που είχε την απόχρωση και την υφή σβολιασμένης κρέμας, όπως και το ψάθινο καλάθι της μπουγάδας ακουμπισμένο πλάι στο νιπτήρα, και το καλεντάρι του παντοπωλείου που έδειχνε τον λάθος μήνα, κι εκείνη την τετράγωνη φρυγανιέρα από χρώμιο η επιφάνεια της
οποίας αντανακλούσε μια πύρινη ηλιαχτίδα που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Αχ, η πρωινή μυρωδιά που αναδίδουν οι ξένες κουζίνες, η φανελένια θαλπωρή, ο σαματάς και η βιάση, τότε που όλοι είναι μισοκοιμισμένοι κι ευερέθιστοι. Η ανανέωση της ζωής, η παραδοξότητά της ποτέ δεν γίνονταν πιο έντονα αισθητές απ’ ό,τι σε κάτι τέτοιες ώρες οικείας συναναστροφής και αταξίας. Ο Μπίλι είχε μια μικρότερη αδελφή, ένα εκνευριστικό πλάσμα με όψη ξωτικού, μακριές, λαδωμένες κοτσίδες κι ένα μακρόστενο μυτερό κάτασπρο πρόσωπο, το επάνω ήμισυ του οποίου θόλωναν κάτι τεράστια κοκάλινα γυαλιά με στρογγυλούς, χοντρούς φακούς σαν μεγεθυντικές διόπτρες. Έδειχνε να με βρίσκει ακαταμάχητα διασκεδαστικό και σειόταν σύγκορμη με κακόβουλη ευθυμία όποτε εμφανιζόμουν με τη σάκα μου, μπαίνοντας στην κουζίνα σαν καμπούρης. Τη λέγανε Κίτι, και θύμιζε πράγματι αιλουροειδές έτσι όπως μετατρέπονταν τα μάτια της σε σχισμές κάθε φορά που μου χαμογελούσε κι όπως συμπιέζονταν τα χείλη της σ’ ένα λεπτό, άχρωμο τόξο που τσιτωνόταν λες ως τους περίτεχνους έλικες των διάφανων, πεταχτών, ροζ αυτιών της. Αναρωτιέμαι τώρα μήπως κι εκείνη με γλυκοκοίταζε και μήπως όλα εκείνα τα ρουθουνίσματα ιλαρότητας δεν ήταν παρά ένας τρόπος για να το κρύβει. Εκτός κι αν μιλάει τώρα η ματαιοδοξία μου. Ηθοποιός είμαι, εξάλλου – και ήμουν ανέκαθεν. Κάτι δεν πήγαινε καλά με την Κίτι, από κάτι έπασχε για το οποίο κανείς δεν συζητούσε και εξαιτίας του οποίου τη συνόδευε ο χαρακτηρισμός της εποχής: «ευάλωτη κράση». Εμένα πάντως μου προκαλούσε μια νευρικότητα, και φόβο ακόμα – είχα προαίσθημα, φαίνεται. Ο κύριος Γκρέι, ο πάτερ φαμίλιας, ήταν ψηλόλιγνος και μύωπας όπως η κόρη του –παρεμπιπτόντως, και κατά μεγάλη ειρωνεία που αποκλείεται να μας περάσει απαρατήρητη, το επάγγελμά του ήταν οπτικός– και φορούσε συνήθως παπιγιόν και μάλλινα γιλέκα με γεωμετρικά μοτίβα. Φυσικά, είχε πλέον κι εκείνα τα δύο κοντόχοντρα κέρατα που ξεπετάγονταν λίγο πιο πάνω από τις ρίζες των μαλλιών του και για τα οποία ευθυνόμουν εγώ: το σημάδι του απατημένου συζύγου.
25
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 25
26
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 26
Μήπως το πάθος μου για την κυρία Γκρέι, στην αρχή τουλάχιστον, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια ενισχυμένη εκδοχή της πεποίθησης, που όλοι είχαμε σ’ εκείνη την ηλικία, ότι οι οικογένειες των φίλων μας ήταν πολύ πιο ευχάριστες, πιο συμπαθητικές και ενδιαφέρουσες – με λίγα λόγια, πολύ πιο επιθυμητές από τη δική μας; Ο Μπίλι τουλάχιστον είχε κανονική οικογένεια, ενώ εγώ ζούσα μόνο με τη χήρα μητέρα μου. Εκείνη διηύθυνε μια πανσιόν για περιοδεύοντες πωλητές και άλλους περαστικούς ταξιδιώτες, οι οποίοι νόμιζες ότι δεν κατέλυαν ακριβώς στα δωμάτια αλλά ότι τα στοίχειωναν σαν αγχώδη φαντάσματα. Εγώ έμενα μακριά όσο πιο συχνά μπορούσα. Το σπίτι των Γκρέι ήταν συνήθως ήσυχο τα απογεύματα και καθόμασταν εκεί με τις ώρες εγώ και ο Μπίλι, μετά το σχολείο. Πού βρίσκονταν τότε οι υπόλοιποι, η κυρία Γκρέι και η Κίτι, για παράδειγμα; Θυμάμαι ακόμα τον Μπίλι, με το μπλε σχολικό σακάκι και το τσαλακωμένο άσπρο πουκάμισο, απ’ το γιακά του οποίου είχε μόλις τραβήξει με το ένα χέρι έναν λερό σχολικό λαιμοδέτη, να στέκεται μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του ψυγείου, έχοντας καθηλώσει το βλέμμα στο φωτεινό εσωτερικό του λες κι έβλεπε κάτι συναρπαστικό στην τηλεόραση. Για την ακρίβεια, υπήρχε μια τηλεοπτική συσκευή στο σαλόνι του επάνω ορόφου, και μερικές φορές ανεβαίναμε εκεί και καθόμασταν μπροστά στην οθόνη, με τα χέρια στις τσέπες των παντελονιών μας και τα πόδια ακουμπισμένα πάνω στις σάκες μας, προσπαθώντας να παρακολουθήσουμε τις απογευματινές ιπποδρομίες που αναμεταδίδονταν από τόπους με εξωτικά ονόματα στην απέναντι πλευρά της θάλασσας, όπως Έπσομ ή Τσέπστοου ή Χέιντοκ Παρκ. Η λήψη ήταν κακή και συχνά το μόνο που βλέπαμε ήταν φασματικοί αναβάτες καβάλα στα φασματικά τους άλογα, να καλπάζουν τυφλά διασχίζοντας μια χιονοθύελλα στατικών παρεμβολών. Μες στην αφόρητη ραστώνη ενός από εκείνα τα απογεύματα, ο Μπίλι ξετρύπωσε το κλειδί που άνοιγε το ερμάρι των κοκτέιλ –ναι, οι Γκρέι είχαν στην κατοχή τους ένα τέτοιο σπάνιο έπιπλο, γιατί ήταν μια από τις πιο ευκατάστατες οικογένειες της περιοχής μας, αν και αμφιβάλλω ότι έπινε ποτέ κανείς σ’ αυτό το σπίτι κοκτέιλ– και βάλαμε χέρι στο πολύτιμο μπουκάλι με το ουί-
σκι δώδεκα ετών του πατέρα του. Όρθιοι μπροστά στο παράθυρο, κρατώντας από ένα κρυστάλλινο ποτήρι, εγώ και το φιλαράκι μου νιώσαμε σαν διεφθαρμένοι δανδήδες που εποπτεύουν με βαθύτατη περιφρόνηση έναν πληκτικά νηφάλιο κόσμο. Ήταν το πρώτο ουίσκι της ζωής μου και παρόλο που δεν έμελλε να αναπτύξω ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτό το ποτό, τη μέρα εκείνη η στυφή, πικρή γεύση του και το κάψιμο που προξένησε στη γλώσσα μου έμοιαζαν να προοιωνίζουν το μέλλον και όλες τις ωραίες περιπέτειες που σίγουρα μου επιφύλασσε η ζωή. Έξω, στη μικρή πλατεία, το αδύναμο ηλιόφως της πρώιμης άνοιξης χρύσωνε τις καστανιές κάνοντας τα μαύρα αρθριτικά άκρα των κλαριών τους να γυαλίζουν, και ο γερο-Μπούσερ, ο παλιατζής, περνούσε με το κάρο του, ενώ μια σουσουράδα έσπευδε να αποφύγει τα κροσσωτά πόδια του αλόγου του, και στη θέα αυτών των πραγμάτων εγώ ένιωσα το γλυκό διαπεραστικό τσίμπημα της λαχτάρας, της δίχως αντικείμενο ακόμα μα εξίσου αισθητής όσο και ο πόνος-φάντασμα που νιώθει ο ακρωτηριασμένος στο χαμένο του άκρο. Είδα άραγε ή κι αισθάνθηκα κιόλας, βαθιά στο τούνελ του χρόνου, μικροσκοπική αλλά βαθμιαία όλο και πιο ορατή, τη φιγούρα της μελλοντικής αγάπης μου, την πυργοδέσποινα του Οίκου των Γκρέι, που ήδη ερχόταν με το αφηρημένο, παιχνιδιάρικο βήμα της προς το μέρος μου; Πώς τη φώναζα, πώς της απηύθυνα, εννοώ, τον λόγο; Δεν θυμάμαι να την αποκαλώ ποτέ με το όνομά της, παρόλο που λογικά θα το έκανα κι αυτό. Ο άντρας της την έλεγε πότε πότε Λίλι, αλλά εγώ δεν νομίζω να την είχα βαφτίσει με κάποιο τρυφερό, ερωτικό υποκοριστικό. Έχω την υποψία, η οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι μια δυο φορές, πάνω στην κορύφωση του πάθους, είχα φωνάξει τη λέξη Μητέρα! Θεέ μου. Πώς να το εξηγήσω αυτό; Ελπίζω όχι όπως ο καθένας θα μου υποδείκνυε ότι πρέπει να εξηγηθεί. Ο Μπίλι πήγε το μπουκάλι με το ουίσκι στο μπάνιο και αναπλήρωσε το προδοτικό κενό με λίγο νερό από τη βρύση, κι εγώ στέγνωσα και γυάλισα τα ποτήρια όσο καλύτερα μπορούσα με το μαντίλι μου και τα έβαλα πίσω στη θέση τους, στο ράφι του επίπλου. Συνένοχοι στην παρανομία πλέον, ο Μπίλι κι εγώ ντρε-
27
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 27
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 28
28
πόμασταν ξαφνικά ο ένας τον άλλον, κι εγώ άρπαξα βιαστικά τη σάκα μου και σχεδόν δραπέτευσα, αφήνοντας τον φίλο μου, σωριασμένο πάλι στον καναπέ, να βλέπει τους άφαντους τζόκεϊ να καλπάζουν μες στο ηλεκτρικό χιόνι. Θα μου άρεσε να μπορούσα να πω –ακριβώς επειδή τη θυμάμαι με τόση διαύγεια– ότι εκείνη ήταν η μέρα που αντίκρισα την κυρία Γκρέι για πρώτη, αληθινή, φορά, ίσως στην εξώπορτα, ενώ εκείνη έμπαινε καθώς εγώ έφευγα, με το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο από το τσουχτερό αεράκι του δρόμου, με το δικό μου αίμα σε έξαψη από το ουίσκι – ένα τυχαίο άγγιγμα των χεριών μας, μια απορημένη, παρατεταμένη ματιά, ένα σφίξιμο στο λαιμό, ένα απαλό σκίρτημα στην καρδιά. Όμως, όχι, στο μπροστινό χολ υπήρχε μόνο το ποδήλατο του Μπίλι κι ένα ορφανό τροχοπέδιλο που θα πρέπει να ανήκε στην Κίτι, και κανέναν δεν συνάντησα στην εξώπορτα, κανέναν απολύτως. Το πεζοδρόμιο, όταν πάτησα πάνω του, έμοιαζε να απέχει από τα μάτια μου περισσότερο απ’ όσο κανονικά απείχε, και σαν να είχε πάρει κλίση, σαν να στεκόμουν σε ξυλοπόδαρα και τα ξυλοπόδαρα να είχαν στις άκρες τους ελατήρια – με λίγα λόγια, ήμουν μεθυσμένος, μπορεί όχι εντελώς, πάντως μεθυσμένος. Καλύτερα, λοιπόν, που δεν έπεσα τότε πάνω στην κυρία Γκρέι, αφού βρισκόμουν σε κατάσταση τέτοιας σουρωμένης ευφορίας, γιατί ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να είχα κάνει, καταστρέφοντας ενδεχομένως τα πάντα, προτού καν αρχίσουν. Και, για δείτε! Όταν βγαίνω στην πλατεία είναι, παρότι αδύνατον, ξανά φθινόπωρο και όχι άνοιξη, και το φως του ήλιου είναι κεχριμπαρένιο και τα φύλλα της κερασιάς έχουν σαπίσει και ο Μπούσερ, ο παλιατζής, είναι πια μακαρίτης. Γιατί άραγε είναι τόσο επίμονες οι εποχές, γιατί μου αντιστέκονται τόσο; Γιατί με σκουντάει τόσο πειρακτικά η Μητέρα των Μουσών, ψιθυρίζοντάς μου φαινομενικά εσφαλμένες πληροφορίες, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι στις λάθος στιγμές;
Η γυναίκα μου αναρριχήθηκε μόλις τώρα ως την αετοφωλιά μου, ανεβαίνοντας απρόθυμα τα απότομα κι επικίνδυνα σκαλοπάτια
της σοφίτας τα οποία απεχθάνεται, για να μου πει ότι με είχαν ζητήσει στο τηλέφωνο. Στην αρχή, όταν έβαλε το κεφάλι της στο άνοιγμα της χαμηλής πόρτας –πόσο ευέλικτα κύκλωσα ετούτη τη σελίδα με τον προστατευτικό μου αγκώνα, σαν μαθητούδι που το πιάνουν να γράφει βρομόλογα–, δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Θα πρέπει να ήμουν ολοκληρωτικά απορροφημένος, χαμένος στον χαμένο κόσμο του παρελθόντος. Συνήθως φτάνει στ’ αυτιά μου το κουδούνισμα του τηλεφώνου απ’ το σαλόνι, ένας ήχος μακρινός κι αλλόκοτα ικετευτικός που κάνει την καρδιά μου να αναπηδά με αγωνία, όπως αναπηδούσε πολλά χρόνια πριν, τότε που η κόρη μου ήταν μωρό και με ξύπναγε το κλάμα της τη νύχτα. Ήταν μια γυναίκα, μου είπε η Λυδία, το όνομα της οποίας δεν συγκράτησε, αν και ήταν σίγουρα Αμερικανίδα. Περίμενα να ακούσω τη συνέχεια. Ωστόσο, η Λυδία κοιτούσε ονειροπόλα πέρα από μένα, αγνάντευε, από το κεκλιμένο παράθυρο που είναι μπροστά στο γραφείο μου, τα βουνά στο βάθος, αχνογάλανα κι επίπεδα λες και ζωγραφίστηκαν πάνω στον ουρανό με αδύναμες ιώδεις πινελιές. Αποτελεί ένα από τα θέλγητρα της πόλης μας το γεγονός ότι από τα περισσότερα σημεία της είναι ορατοί, αν τεντώσεις λίγο το κεφάλι, αυτοί οι απαλοί, παρθενικοί λόφοι. Τι ακριβώς, ρώτησα σιγανά, ήθελε αυτή η γυναίκα στο τηλέφωνο; Η Λυδία αποτράβηξε με κόπο τα μάτια της από τη θέα. Επρόκειτο για κάποιο έργο, είπε, για μια ταινία, στην οποία ήθελαν, απ’ ό,τι φαίνεται, να μου αναθέσουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτό είναι ενδιαφέρον. Δεν έχω ξαναπαίξει στον κινηματογράφο. Ζήτησα να μάθω ποιος θα ήταν ο τίτλος της ταινίας ή ποιο θα είναι το θέμα της. Το βλέμμα της Λυδίας έγινε αόριστο – δηλαδή πιο αόριστο απ’ ό,τι ήταν μέχρι εκείνη την ώρα. Δεν θυμόταν να της έχει αναφέρει η γυναίκα τον τίτλο. Απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν κάποιου η βιογραφία, αλλά ποιανού δεν ήταν βέβαιη – κάποιου Γερμανού, πάντως. Εγώ έγνεψα καταφατικά. Μήπως είχε αφήσει αυτή η κυρία τον αριθμό της, ώστε να της τηλεφωνήσω; Η Λυδία χαμήλωσε τότε το κεφάλι και με κοίταξε συνοφρυωμένη και βουβή, σαν παιδί που του έχουν υποβάλει ένα εξαιρετικά δύσκολο ερώτημα στο οποίο δεν ξέρει να απαντή-
29
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 29
30
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 30
σει. Δεν πειράζει, είπα εγώ, το δίχως άλλο θα ξανατηλεφωνήσει, όποια κι αν ήταν. Η καημένη η Λυδία μου, πάντα έτσι μπερδεμένη είναι, όταν έχει περάσει άσχημο βράδυ. Επί τη ευκαιρία, το κανονικό της όνομα είναι Λία –εγώ το είχα παρακούσει ως «Λυδία» και της έμεινε–, Λία Μέρσερ προ γάμου, όπως θα έλεγε η μητέρα μου. Είναι μεγαλόσωμη και ωραία γυναίκα, με πλατιούς ώμους και εντυπωσιακή κατατομή. Τώρα τα μαλλιά της έχουν τη διχρωμία του αλατοπίπερου, με μερικές αβέβαιες ξανθοκάστανες ανταύγειες από κάτω. Όταν την πρωτογνώρισα, η κόμη της είχε τη γυαλάδα κορακίσιων φτερών, και τη διέτρεχε μια φαρδιά ασημένια τούφα, σαν λευκή φλόγα. Από τότε που άρχισαν να πληθαίνουν οι ασημένιες τρίχες, εκείνη παραδόθηκε στα χέρια του Έιντριαν, στο Μπούκλες και Χρώμα, απ’ όπου επιστρέφει αγνώριστη κάθε φορά μετά το μηνιαίο ραντεβού της με αυτό τον καλλιτέχνη της βαφής. Τα υγρά, κατάμαυρα μάτια της, μάτια γυναίκας της ερήμου, όπως άλλοτε τα χαρακτήριζα, έχουν αποκτήσει τελευταία μια ωχρή θαμπάδα, που με κάνει να ανησυχώ μήπως ελλοχεύει καταρράκτης. Στα νιάτα της, το κορμί της διέθετε τις πληθωρικές καμπύλες των οδαλίσκων του Ενγκρ, αλλά έχει πια χάσει την αίγλη του, κι έτσι φοράει μόνο φαρδιά, ριχτά ρούχα σε παστέλ αποχρώσεις, το καμουφλάζ της, όπως λέει η ίδια μ’ ένα λυπημένο γέλιο. Το τσούζει λιγάκι, όπως άλλωστε κι εγώ. Ο μεγάλος, δεκαετής καημός μας δεν λέει να πνιγεί, όσο κι αν τον σπρώχνουμε κάτω απ’ την επιφάνεια, παλεύοντας να τον κρατήσουμε εκεί. Η Λυδία καπνίζει επίσης σαν φουγάρο. Έχει μια κοφτερή γλώσσα, που όσο πάει και με κουράζει. Την αγαπώ πολύ και πιστεύω ότι με αγαπά κι εκείνη, παρά τις τριβές και τις περιστασιακές πικρόχολες λογομαχίες μας. Είχαμε περάσει και οι δυο απαίσια νύχτα – εγώ λόγω του ονείρου στο οποίο εκείνη με είχε αντικαταστήσει στην καρδιά της με έναν ανδρόγυνο συγγραφέα Γοτθικών ιστοριών, η Λυδία επειδή είχε πάλι μια από τις γνωστές νυχτερινές κρίσεις μανίας, που, σε ακανόνιστα διαστήματα, την ταλαιπωρούν τα τελευταία δέκα χρόνια. Ξυπνάει, ή μάλλον πετάγεται απ’ το κρεβάτι, κι αρχίζει να ορμάει στα τυφλά μέσα σε όλα τα δωμάτια, του επάνω
και του κάτω ορόφου, φωνάζοντας το όνομα της κόρης μας. Είναι κάτι σαν υπνοβασία ή υπνοδρομία, στη διάρκεια της οποίας είναι πεπεισμένη ότι η Κάθριν μας, η Κας μας, ζει ακόμα, ότι είναι ξανά παιδί κι έχει χαθεί κάπου μες στο σπίτι. Σηκώνομαι υποχρεωτικά και την ακολουθώ, μισοκοιμισμένος κι εγώ ακόμα. Δεν επιχειρώ να τη συγκρατήσω, τηρώντας τη συμβουλή των παλιών ότι δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπο να ενοχλούμε κάποιον που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, προχωράω, όμως, από πίσω της, μην τυχόν σκοντάψει πουθενά για να προλάβω να την πιάσω προτού πέσει και χτυπήσει. Είναι αλλόκοτο πράγμα αυτή η τρεχάλα μες στο σκοτεινό σπίτι –δεν τολμώ να ανάψω φώτα–, το απεγνωσμένο κυνηγητό του φευγαλέου κοριτσιού. Οι ίσκιοι μάς περικυκλώνουν σαν σιωπηλός χορός, πότε πότε μόνο κάποια φεγγαραχτίδα ή το φως από μια λάμπα του δρόμου που πέφτει σε κάποιο παράθυρο εκτελούν χρέη αδύναμου προβολέα, και το όλο σκηνικό φέρνει στο νου μου τραγική βασίλισσα αρχαιοελληνικού δράματος, που αλωνίζει τα μεσάνυχτα το παλάτι του βασιλιά συζύγου της, αναζητώντας με οιμωγές το χαμένο της βλαστάρι. Τελικά εκείνη κουράζεται, ή συνέρχεται, ή και τα δύο, όπως συνέβη χθες το βράδυ, οπότε σωριάστηκε όπως όπως σ’ ένα σκαλοπάτι και ξέσπασε σε τρομερά αναφιλητά και δάκρυα. Εγώ έστεκα από πάνω της ανήμπορος, μην ξέροντας από πού να την αγκαλιάσω, τόσο άμορφο έδειχνε το σχήμα του σώματός της, με το αμάνικο μαύρο νυχτικό, το κεφάλι να κρέμεται, τα χέρια της χωμένα μες στα μαλλιά της που στο σκοτάδι φάνταζαν το ίδιο μαύρα όπως και την πρώτη φορά που την αντίκρισα, τότε που έβγαινε από την περιστρεφόμενη πόρτα του ξενοδοχείου του πατέρα της στο καλοκαιρινό φως και οι ψηλές τζαμαρίες αντανακλούσαν αλλεπάλληλες λάμψεις, γαλάζιες και χρυσαφένιες, μια Αλκυόνη ευτυχισμένης ανάμνησης – ναι, ναι, τότε που όλα ήταν τέλεια! Για μένα, η χειρότερη στιγμή αυτών των ακραίων εκδηλώσεων εναγώνιας θλίψης έρχεται στο τέλος, όταν αρχίζει να απολογείται, επιπλήττοντας τον εαυτό της για την ανοησία της και παρακαλώντας με να τη συγχωρήσω που με ξύπνησε τόσο άγρια και μου προκάλεσε άσκοπα τόσο πανικό. Είναι μόνο, λέει, που,
31
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 31
32
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 32
καθώς υπνοβατεί, της φαίνεται πέρα για πέρα πραγματικό το γεγονός ότι η Κας ζει, ότι η κόρη της είναι ολοζώντανη, παγιδευμένη σε κάποιο από τα δωμάτια του σπιτιού, έντρομη μα ανίκανη να ακουστεί, καθώς μας καλεί σε βοήθεια. Χθες το βράδυ είχε τόσο ντραπεί και αγανακτήσει, που άρχισε να βρίζει τον εαυτό της με τα πιο σκληρά λόγια, μέχρι που κάθισα πλάι της και την τύλιξα σ’ έναν αμήχανο πιθηκοειδή εναγκαλισμό και της ακούμπησα το κεφάλι στο βαθούλωμα του ώμου μου ώσπου επιτέλους ησύχασε. Έτρεχε η μύτη της και την άφησα να τη σκουπίσει στο μανίκι της πιτζάμας μου. Τουρτούριζε, αλλά όταν πρότεινα να της φέρω τη ρόμπα της ή μια κουβέρτα, εκείνη γαντζώθηκε πάνω μου και δεν ήθελε να την αφήσω. Ερχόταν στα ρουθούνια μου η αδιόρατα ταγκή μυρωδιά των μαλλιών της, ενώ ο γυμνός ώμος της κάτω απ’ την παλάμη μου ήταν παγερός και λείος σαν μαρμάρινη σφαίρα. Γύρω μας, τα έπιπλα του χολ έστεκαν στο μισοσκόταδο, όμοια με κατάπληκτους, αποσβολωμένους θεατές. Νομίζω πως ξέρω τι είναι αυτό που βασανίζει τη Λυδία, εκτός από το αθεράπευτο πένθος που σιγοκαίει στην καρδιά της όλα αυτά τα δέκα ατέρμονα χρόνια από τότε που πέθανε η κόρη μας. Όπως κι εγώ, δεν πίστευε ποτέ της σε μεταθανάτιους κόσμους, αλλά υποψιάζομαι ότι φοβάται μήπως, εξαιτίας κάποιας ανήλεης ρωγμής στους νόμους της ζωής και του θανάτου, η Κας δεν έχει ολοκληρωτικά πεθάνει, ότι με κάποιο τρόπο υπάρχει ακόμα, δέσμια στη χώρα των σκιών όπου εξακολουθεί να υποφέρει, με τους μισούς από τους σπόρους του ροδιού αμάσητους ακόμα στο στόμα της, προσμένοντας μάταια τη μητέρα της να έρθει και να την επαναφέρει στη γη των ζωντανών. Κι όμως, αυτό που τώρα τρομοκρατεί τη Λυδία, υπήρξε κάποτε η ελπίδα της. Πώς είναι δυνατόν να πεθάνει ένα πλάσμα που ήταν τόσο ζωντανό; με ρωτούσε επίμονα, εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο στην Ιταλία όπου είχαμε πάει για να παραλάβουμε τη σορό της, και ήταν τόσο αγριεμένος ο τόνος της φωνής της, τόσο πειστικό το βλέμμα της, που για μια στιγμή σκέφτηκα κι εγώ ότι ίσως είχε γίνει κάποιο λάθος, ότι ίσως ήταν κάποιων άλλων η μη αναγνωρίσιμη θυγατέρα που είχε ριχτεί στο κενό και είχε συντριβεί σ’ ε-
κείνους τους κυματοθραύστες βράχους, κάτω από το γυμνό εκκλησάκι του Σαν Πιέτρο. Όπως έλεγα, εγώ και η Λυδία δεν πιστεύαμε ποτέ στην αθανασία της ψυχής, και χαμογελούσαμε με ευγενική συγκατάβαση όταν άλλοι άνθρωποι εξέφραζαν ελπίδες ότι μπορεί κάποια μέρα να συναντούσαν ξανά τους αγαπημένους τους αποδημήσαντες – μα δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να λιώσει το κερί που σφραγίζει τέτοιες βεβαιότητες από το χαμό ενός μοναχοπαιδιού. Μετά τον θάνατο της Κας –μέχρι και σήμερα είναι αδύνατον να αντικρίσω τις λέξεις αυτές γραμμένες, δίχως ένα τίναγμα δυσπιστίας, φαντάζουν αδιανόητες ακόμα και την ώρα που τις χαράζει η πένα μου πάνω στη σελίδα– πιάσαμε τους εαυτούς μας να επιχειρούν, δειλά δειλά και καταντροπιασμένα, να εξετάσουν την πιθανότητα όχι ενός επόμενου κόσμου ακριβώς, αλλά ενός κόσμου παράλληλου με ετούτον εδώ, παρακείμενό του, όπου δεν αποκλείεται να πλανιούνται τα πνεύματα εκείνων που δεν βρίσκονται μεν πια εδώ αλλά που δεν έχουν αποχωρήσει κιόλας εντελώς. Αρπαζόμασταν από διάφορα σημάδια, από τους πιο αδιόρατους οιωνούς, από ψιχία νύξεων. Οι συμπτώσεις έπαψαν να είναι αυτό που ως τότε ήταν, τυχαίοι, δηλαδή, κυματισμοί στην κατά τα άλλα απολύτως αληθοφανή επιφάνεια της πραγματικότητας, κι έγιναν θραύσματα ενός κώδικα, σημαντικού και επισταμένου, ένα είδος απεγνωσμένης αποστολής σημάτων από την αντίπερα όχθη, τα οποία εμείς ήμασταν, δυστυχώς, ανίκανοι να ερμηνεύσουμε. Πώς στήναμε πλέον αυτί, αγνοώντας κάθε άλλο ήχο, όταν ακούγαμε ανθρώπους σε παρέες να μιλούν για το πένθος τους, πώς κρεμιόμασταν με κομμένη ανάσα από τα χείλη τους, πόσο διψασμένα διερευνούσαμε τα πρόσωπά τους, ψάχνοντας να δούμε αν στ’ αλήθεια πίστευαν ότι εκείνος που είχαν χάσει δεν ήταν απόλυτα χαμένος. Κάποιες διατάξεις φαινομενικά τυχαίων αντικειμένων αποκτούσαν στα μάτια μας μυστικιστική δύναμη. Ιδίως εκείνα τα πολυπληθή σμήνη πουλιών, ψαρόνια θαρρώ πως είναι, που πότε πότε συγκεντρώνονται πάνω απ’ τη θάλασσα, μαζικά εφορμούν, στροβιλίζονται κι έπειτα αλλάζουν κατεύθυνση με τέλειο, αυτόματο συγχρονισμό, νόμιζες ότι σχημάτιζαν πάνω στο στερέωμα κάποια ιδεο3 – Αρχαίο φως
33
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 33
34
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 34
γράμματα που απευθύνονταν αποκλειστικά σ’ εμάς, αλλά που τα σχεδίαζαν με τέτοια αστραπιαία χάρη ώστε δεν προλαβαίναμε να τα διαβάσουμε. Όλα αυτά τα δυσανάγνωστα σημάδια είχαν γίνει το μαρτύριό μας. Μιλάω σε πρώτο πληθυντικό, αλλά φυσικά ποτέ δεν συζητούσαμε οι δυο μας τις αξιοθρήνητες ελπίδες μας για κάποιο μήνυμα απ’ το υπερπέραν. Η απώλεια δημιουργεί έναν παράξενο περιορισμό μεταξύ των πενθούντων, μια αμηχανία σχεδόν, η οποία δεν εξηγείται εύκολα. Είναι μήπως ο φόβος ότι αν ειπωθούν τέτοια πράγματα, θα αποκτήσουν μεγαλύτερο βάρος, ότι θα γίνει ακόμα πιο δυσβάσταχτο το φορτίο τους; Όχι, δεν είναι ακριβώς αυτό. Η επιφύλαξη, η διακριτικότητα που είχε επιβάλει σ’ εμένα και τη Λυδία η αμοιβαία μας οδύνη, ήταν μαζί μια μεγαλοψυχία παρόμοια με αυτή που ωθεί τον δεσμοφύλακα να προσπερνά στις μύτες των ποδιών το κελί στο οποίο κοιμάται ο μελλοθάνατος την τελευταία του νύχτα, και ταυτόχρονα μια ένδειξη του τρόμου μας μην τυχόν αφυπνίσουμε τους δαιμονικούς βασανιστές, που είχαν, που εξακολουθούν να έχουν, μοναδικό τους καθήκον να μας τυραννούν και τους κάνουμε να επινοήσουν νέες επώδυνες δοκιμασίες. Ωστόσο, και δίχως να λέμε τίποτα, ήξερε ο ένας τι σκεφτόταν ο άλλος, και, με μεγαλύτερη οξυδέρκεια, τι ένιωθε ο άλλος – αυτή η συναισθηματική κατανόηση, αυτή η ζοφερή τηλεπάθεια αποτελεί ένα ακόμα χαρακτηριστικό του κοινού μας πένθους. Θυμάμαι το επόμενο πρωί ύστερα από την πρώτη πρώτη νυχτερινή τρέλα της Λυδίας, τότε που είχε ανασηκωθεί απότομα από το μαξιλάρι της, πεπεισμένη ότι η πρόσφατα νεκρή μας Κας ήταν ζωντανή και ότι βρισκόταν κάπου μέσα στο σπίτι. Αλλά κι όταν καταλάγιασε ο πανικός και σύραμε πάλι τα βήματά μας ως το κρεβάτι, δεν ξανακοιμηθήκαμε κανονικά –τα απομεινάρια των λυγμών της Λυδίας ηχούσαν σαν παρατεταμένος λόξιγκας, η καρδιά μου σφυροκοπούσε– παρά μείναμε ξαπλωμένοι ανάσκελα για ώρα πολλή, λες και κάναμε πρόβα το ρόλο των πτωμάτων που κάποια μέρα θα γίνουμε. Οι βαριές κουρτίνες ήταν καλά καλά σφαλισμένες και δεν κατάλαβα ότι είχε ξημερώσει μέχρι που είδα να σχηματίζεται από πάνω μου μια λαμπυρί-
ζουσα εικόνα που έπιανε όλο σχεδόν το ταβάνι. Στην αρχή σκέφτηκα πως ήταν παραίσθηση που την είχε γεννήσει το νυσταγμένο μα κλονισμένο ακόμα συνειδητό μου. Επίσης, δεν μπορούσα να καταλάβω τι απεικόνιζε αυτό που έβλεπα, πράγμα διόλου παράξενο, αφού ένα δυο λεπτά μετά είχε αναποδογυρίσει. Αυτό που συνέβαινε ήταν ότι ένα άνοιγμα μεγέθους καρφίτσας ανάμεσα στις κουρτίνες άφηνε να περνά μια αχτίδα φωτός που είχε μετατρέψει το δωμάτιο σε σκοτεινό θάλαμο και η παράσταση πάνω απ’ τα κεφάλια μας ήταν μια ανεστραμμένη, εωθινή όψη του εξωτερικού κόσμου. Υπήρχε ο δρόμος κάτω απ’ το παράθυρο, με τη γαλαζωπή του άσφαλτο και, πιο κοντά, ένα στιλπνό μαύρο εξόγκωμα που ήταν μέρος της σκεπής του αυτοκινήτου μας, και η μοναχική σημύδα που ασήμιζε απέναντι, ριγώντας λυγερόκορμη σαν γυμνό κορίτσι, και πέρα απ’ όλ’ αυτά, ο κόλπος, σφηνωμένος ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα των δυο του προκυμαίων, της βορινής και της νότιας, κι έπειτα το μακρινό, αχνότερο γαλάζιο του πελάγους, που στον αόρατο ορίζοντα γινόταν ένα με τον ουρανό. Πόσο ολοκάθαρα ήταν όλα, με πόση ακρίβεια σκιτσαρισμένα! Μπορούσα να δω τις αποθήκες στη βορινή προκυμαία, τις στέγες τους από αμίαντο που λαμποκοπούσαν στο πρωινό φως, και στον υπήνεμο νότιο μόλο, τα απαστράπτοντα κεχριμπαρένια κατάρτια των ιστιοπλοϊκών που λικνίζονταν αγκυροβολημένα εκεί. Φαντάστηκα ότι μπορούσα να διακρίνω ακόμα και τα κυματάκια στη θάλασσα, τα διάστικτα εδώ κι εκεί με χαρωπές κηλίδες αφρού. Πιστεύοντας ότι ίσως ονειρεύομαι ή έχω παραισθήσεις, ρώτησα τη Λυδία αν έβλεπε κι εκείνη τον λαμπρό αντικατοπτρισμό και αυτή μου είπε, ναι, ναι, κι απλώνοντας το χέρι, έσφιξε το δικό μου. Μιλούσαμε ψιθυριστά, λες και ο ήχος των φωνών μας θα είχε τη δύναμη να σπάσει αυτή την εύθραυστη σύνθεση φωτός και φασματικού χρώματος από πάνω μας. Η όλη εικόνα έμοιαζε να δονείται εντός του εαυτού της, να τρεμουλιάζει ανεπαίσθητα απ’ άκρη σ’ άκρη, σαν να παρακολουθούσαμε εν δράσει τα απειράριθμα μόρια του φωτός, την πλημμυρίδα των φωτονίων – κι αυτό ακριβώς κάναμε, αν το καλοσκεφτείτε. Κι όμως, νιώθαμε ότι αναμφίβολα δεν επρόκειτο απλώς για ένα φυσικό φαινόμενο με απλούστατη εξή-
35
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 35
36
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 36
γηση, την οποία θα έδινε ο επιστήμονας, αφού πρώτα καθάριζε ευγενικά το λαιμό του και χαμογελούσε απολογητικά. Αναμφίβολα αυτό ήταν κάτι που προσφερόταν σ’ εμάς μόνο, ένα δώρο, ένας χαιρετισμός, με λίγα λόγια ένα σίγουρο σημάδι, σταλμένο για να μας παρηγορήσει. Μείναμε ξαπλωμένοι να το ατενίζουμε γεμάτοι δέος, ούτε ξέρω για πόσο. Καθώς ανέβαινε ο ήλιος, ο ανεστραμμένος κόσμος πάνω απ’ τα κεφάλια μας έδυε, οπισθοχωρούσε κατά μήκος της οροφής, μέχρι που απέκτησε έναν αρμό στη μια του άκρη κι άρχισε να γλιστράει σταθερά στον απέναντι τοίχο ώσπου ξεχύθηκε στο χαλί και χάθηκε. Κατευθείαν εμείς σηκωθήκαμε πάνω –τι άλλο να κάναμε;– κι αρχίσαμε να καταπιανόμαστε με τις καθημερινές δουλειές μας. Είχαμε πράγματι παρηγορηθεί, νιώθαμε κάπως πιο ανάλαφροι; Για λίγη ώρα μονάχα, μέχρι να αρχίσει το σπάνιο θέαμα που μας είχε χαριστεί να διαλύεται, να αποσυντίθεται, να αφομοιώνεται από τη συνηθισμένη, χειροπιαστή υφή των πραγμάτων. Σε μια ακτή ήταν που πέθανε και η κόρη μας, σε μια άλλη ακτή, στο Πορτοβένερε, το οποίο είναι, αν δεν το γνωρίζετε, ένα αρχαίο λιμάνι της Λιγουρίας στην άκρη μιας στάλας γης που εκτείνεται μέσα στον Κόλπο της Γένοβας, απέναντι από το Λέριτσι, εκεί που πνίγηκε ο Σέλεϊ, ο ποιητής. Οι Ρωμαίοι το ονόμαζαν Πόρτους Βένερις, επειδή στο μελαγχολικό ακρωτήριο, εκεί όπου τώρα στέκει η εκκλησία του Αποστόλου Πέτρου, υπήρχε άλλοτε ένας ναός αφιερωμένος στην ωραία Αφροδίτη. Το Βυζάντιο ελλιμένιζε το στόλο του στον όρμο του Πορτοβένερε. Η δόξα του έχει από αιώνες ξεθωριάσει και είναι πλέον μια ελαφρώς καταθλιπτική, παραθαλάσσια κωμόπολη, που την επιλέγουν συχνά οι τουρίστες και οι μελλόνυμφοι για τις δεξιώσεις τους. Όταν μας έδειξαν την κόρη μας στο νεκροτομείο, δεν είχε χαρακτηριστικά, τα βράχια του Αγίου Πέτρου και τα κύματα της θάλασσας τα είχαν εξαλείψει από το πρόσωπό της και την είχαν αφήσει με όψη ανώνυμη. Αυτή ήταν, όμως, δεν χωρούσε αμφιβολία, παρά τη μάταιη ελπίδα της μητέρας της ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Ποτέ δεν ανακαλύψαμε για ποιο λόγο βρέθηκε η Κας στη Λιγουρία. Ήταν είκοσι επτά χρόνων, κι ακολουθούσε ακαδημαϊκή
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 37
Η μυστηριώδης γυναίκα ξανατηλεφώνησε, κι αυτή τη φορά έτρεξα να σηκώσω πρώτος το τηλέφωνο, κατεβαίνοντας βιαστικά απ’ τη σοφίτα, με τα γόνατά μου να λυγίζουν σαν αγκώνες στη σκάλα – δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι αγωνιούσα τόσο κι αισθάνθηκα μια κάποια ντροπή για τον εαυτό μου. Η γυναίκα μού συστήθηκε ως Μάρσι Μέριγουεδερ, και είπε ότι τηλεφωνούσε από το Κάρβερ Σίτι, στις ακτές της Καλιφόρνιας. Δεν ήταν νέα, είχε φωνή καπνίστριας. Ζήτησε να μάθει αν μιλούσε με τον ίδιο τον κύριο Αλεξάντερ Κλιβ, τον ηθοποιό. Μου πέρασε απ’ το μυαλό μην τυχόν κάποιος γνωστός μου μού είχε στήσει καμιά φάρσα – οι θεατράνθρωποι τρέφουν μια ενοχλητική αδυναμία
37
σταδιοδρομία αν και με βήματα ασταθή – έπασχε από παιδί από το σύνδρομο Μάντελμπαουμ, μια σπάνια πάθηση του εγκεφάλου. Τι μπορεί να γνωρίζει κανείς για έναν άλλο, έστω κι αν πρόκειται για την ίδια του την κόρη; Κάποιος ευφυής άνδρας, το όνομα του οποίου έχω ξεχάσει –η μνήμη μου έχει καταντήσει κόσκινο–, είχε θέσει το εξής ερώτημα: μπορεί να υπολογιστεί το μήκος μιας ακτογραμμής; Μοιάζει εύκολο το πρόβλημα, θα έλεγε κανείς ότι θα μπορούσε ευθύς να το απαντήσει ένας επαγγελματίας τοπογράφος με το μικρό του τηλεσκόπιο και τη μεζούρα του. Όμως, για σκεφτείτε το. Πόσο ακριβής θα πρέπει να είναι η διαβάθμιση της μεζούρας ώστε να μετρήσει όλες εκείνες τις κόχες και τις προεξοχές; Και οι κόχες έχουν τις δικές τους κόχες, οι προεξοχές τις δικές τους προεξοχές, εις το διηνεκές ή τουλάχιστον εις το ακαθόριστο εκείνο σύνορο όπου η λεγόμενη ύλη έρχεται να ενωθεί δίχως ραφές με τον κενό αέρα. Έτσι και με τις διαστάσεις μιας ανθρώπινης ζωής: κάποια στιγμή σταματάμε και αποφαινόμαστε ότι αυτό, αυτό ήταν εκείνη, έστω κι αν, φυσικά, γνωρίζουμε ότι δεν ήταν αυτό. Ήταν έγκυος όταν πέθανε. Εμείς, οι γονείς της, σοκαριστήκαμε μαθαίνοντάς το, ήταν ένα δεύτερο σοκ αυτό μετά το ολέθριο πρώτο του χαμού της. Θα ήθελα να ξέρω ποιος ήταν ο πατέρας, αυτός που δεν έμελλε να γίνει πατέρας – ναι, αυτό είναι κάτι που θα ήθελα πολύ να το ξέρω.
38
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 38
στις φάρσες. Εκείνη ακουγόταν ενοχλημένη που δεν είχα επιστρέψει την κλήση της. Έσπευσα να εξηγήσω ότι η σύζυγός μου δεν είχε συγκρατήσει το όνομά της, πράγμα που έκανε την κυρία Μέριγουεδερ να μου το συλλαβίσει, σ’ ένα τόνο βαριεστημένης ειρωνείας που μαρτυρούσε πως είτε δεν είχε πιστέψει τη δικαιολογία μου –είχε ηχήσει πράγματι αδύναμη κι απίθανη ακόμα και στα δικά μου αυτιά– ή ότι είχε πια βαρεθεί να αναγκάζεται να προφέρει ένα ένα τα γράμματα του μελίρρυτου αλλά ελαφρώς αξιογέλαστου επωνύμου της σε ανθρώπους υπερβολικά απρόσεκτους ή δύσπιστους ώστε να το έχουν πιάσει σωστά με την πρώτη. Είναι στέλεχος, υψηλό στέλεχος, είμαι βέβαιος, της Pentagram Pictures, ενός ανεξάρτητου στούντιο κινηματογραφικών παραγωγών που ετοιμάζει μια ταινία για τη ζωή κάποιου Άξελ Βάντερ. Και αυτό το όνομα μού το συλλάβισε, αργά αργά, σαν να είχε πλέον αποφασίσει ότι είχε να κάνει με βραδύνοα, πράγμα κατανοητό για κάποια που συγχρωτίζεται στο επαγγελματικό της περιβάλλον με ηθοποιούς. Παραδέχτηκα ότι δεν ήξερα ποιος ήταν ή είναι ο Άξελ Βάντερ, αλλά την ομολογία μου την προσπέρασε εκείνη ως άνευ σημασίας και είπε ότι θα μου έστελνε υλικό σχετικά με αυτόν. Λέγοντάς το αυτό, άφησε ένα ξερό γελάκι, για ποιο λόγο δεν ξέρω. Η ταινία θα ονομάζεται Η επινόηση του παρελθόντος – όχι και πολύ πιασάρικος τίτλος, σκέφτηκα, αν και δεν το είπα. Θα τη σκηνοθετήσει ο Τόμπι Τάγκαρτ. Την ανακοίνωση αυτή ακολούθησε μια παρατατεμένη σιωπή αναμονής, την οποία ολοφάνερα έπρεπε να γεμίσω εγώ, αλλά αδυνατούσα, γιατί ούτε τον Τόμπι Τάγκαρτ τον είχα ακουστά. Σκεφτόμουν ότι η κυρία Μέριγουεδερ ήταν πλέον έτοιμη να καταθέσει τα όπλα με κάποιον τόσο απληροφόρητο όσο εγώ, αντιθέτως, όμως, εκείνη με διαβεβαίωσε ότι όλοι όσοι συμμετείχαν στο εγχείρημα ήταν πολύ ενθουσιασμένοι στην προοπτική μιας συνεργασίας μαζί μου, πολύ, πολύ ενθουσιασμένοι, και ότι, φυσικά, εγώ ήμουν η πρώτη και προφανέστατη επιλογή για το ρόλο. Γουργούρισα ευσυνείδητα την ευχαρίστησή μου στο άκουσμα αυτής της φιλοφρόνησης, και μετά ανέφερα, με ύφος σεμνό αλλά, πιστεύω, όχι απολογητικό, ότι δεν είχα ξαναδουλέψει στον κινηματογράφο. Άκουσα πράγματι από την άλλη άκρη
BANVILLE_FOS sel_Final_Layout 1 15/05/2013 1:23 ΜΜ Page 39
39
της γραμμής μια κοφτή εισπνοή που πρόδιδε ξάφνιασμα; Είναι δυνατόν ένα άτομο με τόση πείρα στην κινηματογραφική βιομηχανία, όπως ήταν λογικά η κυρία Μέριγουεδερ, να μη γνωρίζει αυτό το στοιχείο για έναν ηθοποιό στον οποίο πρότεινε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο; Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, είπε, για την ακρίβεια ο κύριος Τάγκαρτ αναζητούσε ένα καινούργιο, φρέσκο πρόσωπο –υπενθυμίζω ότι είμαι εξηνταπεντάρης–, διαβεβαίωση που δεν φαινόταν να πιστεύει περισσότερο απ’ ό,τι εγώ. Ύστερα, με μια βιασύνη που με άφησε άφωνο, έκλεισε το τηλέφωνο. Την άκουσα, μόνο, την ώρα που έπεφτε το ακουστικό στη θέση του, να ξεσπάει σ’ έναν βήχα, βραχνό και υγρό. Αναρωτήθηκα και πάλι λίγο ανήσυχος, μήπως ήταν όλο αυτό μια φάρσα, αλλά κατέληξα πως όχι. Άξελ Βάντερ. Μάλιστα.