Μπέντζαμιν Μπλακ - Ο λεμούριος

Page 1

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 5

ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΛΑΚ (ΤΖΩΝ ΜΠΑΝΒΙΛ)

Ο ΛΕΜΟΥΡΙΟΣ h Αστυνομικό μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΜΑΡΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 6

Η παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ireland Literature Exchange (Επιδότηση Μετάφρασης), Δουβλίνο, Ιρλανδία. ❧ www.irelandliterature.com info@irelandliterature.com

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Benjamin Black, The lemur © ©

Copyright 2008 by Benjamin Black Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2009

Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210.330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5231-3


BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 7

Περιεχόμενα

9 18 27 35 43 52 61 69 78 87 95 104 113 122 130

7

Γυάλινα σπίτια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λουίζ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η δαγκωματιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άλισον . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ευχάριστοι τύποι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άπαντες παρόντες! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Μπαλτάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η στάνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οδαλίσκη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Μεγάλος Μπιλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέρι με ι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η προτεσταντική λύρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μερικοί το προτιμούν καυτό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η ερωτική φωλιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όλοι στην οικογένεια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .


BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 8


BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 9

[ 1 ]

Γυάλινα σπίτια

Ο αδύνατος, μ’ ένα κεφάλι πάρα πολύ μικρό για την κορμο-

ήταν ένας νεαρός άντρας, πολύ ψηλός και πολύ

στασιά του κι ένα καρύδι στο μέγεθος μπάλας του γκολφ. Οι φακοί των χωρίς σκελετό γυαλιών του ήταν σχεδόν αόρατοι, με τη λάμψη από τα τζάμια να φωτίζει ακόμα περισσότερο τα μεγάλα, στρογγυλά κι ελαφρώς γουρλωτά μαύρα μάτια του. Μια σειρά ξανθές τρίχες πετάγονταν από το πιγούνι του, και το μέτωπό του, μεγάλο και κυρτό, ήταν σκαμμένο από ουλές ακμής. Τα χέρια του ήταν λεπτά και φιλντισένια, με μακρόστενα δάχτυλα – κοριτσίστικα χέρια, ή, έστω, χέρια που πρέπει να έχει ένα κορίτσι. Παρόλο που καθόταν, ο καβάλος από το φαρδύ τζιν του κρεμόταν σχεδόν μέχρι τους μηρούς του. Πάνω στο βρόμικο κοντομάνικο μπλουζάκι του έγραφε: Η ζωή είναι χάλια και μετά ψοφάς. Έδειχνε γύρω στα δεκαεπτά, πρέπει να κόντευε όμως τουλάχιστον τα τριάντα, υπέθεσε ο Τζων Γκλας. Με αυτόν το μακρύ λαιμό, το μικροσκοπικό κεφάλι και τα μεγάλα λαμπερά μάτια, έμοιαζε πολύ με κάποιο εξωτικό τρωκτικό, αν και προς το παρόν ο Γκλας δεν μπορούσε να θυμηθεί με ποιο. Λεγόταν Ντίλαν Ράιλι. Ασφαλώς, σκέφτηκε ο Γκλας, δε θα μπορούσε να έχει άλλο όνομα πέρα από Ντίλαν. «Ώστε είστε παντρεμένος με την κόρη του Μεγάλου Μπιλ», είπε ο Ράιλι. Καθόταν αναπαυτικά σε μια μαύρη, δερμάτινη περιστρεφόμενη πολυθρόνα στο δανεικό γραφείο του Γκλας, στον Πύργο Μαλχόλαντ, που έβλεπε στο βορρά. Πίσω του, μέσα από μια τζα-

9

ερευνητής


10

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 10

μαρία που κάλυπτε όλο τον τοίχο, το μουντό Μανχάταν άχνιζε κάτω από ένα πέπλο απριλιάτικης βροχής. «Σας φαίνεται παράξενο;» ρώτησε ο Γκλας. Από ένστικτο απεχθανόταν τους ανθρώπους που φορούσαν κοντομάνικα μπλουζάκια με εξυπνάδες γραμμένες πάνω τους. Ο Ντίλαν Ράιλι γέλασε πονηρά. «Καθόλου παράξενο, όχι. Με εκπλήσσει. Δε θα σας περνούσα για κάποιον από τους ανθρώπους του Μεγάλου Μπιλ». Ο Γκλας αποφάσισε να μην το σχολιάσει. Είχε αρχίσει να ανασαίνει βαριά μέσα από τα ρουθούνια του, σςς – ένας συριγμός, ανέκαθεν ένα προειδοποιητικό σημάδι. «Ο κύριος Μαλχόλαντ», είπε έντονα ο Γκλας, «επιθυμεί να συγκεντρώσω όλα τα δεδομένα, και να τα συγκεντρώσω σωστά». Ο Ράιλι χαμογέλασε με το χαζό χαμόγελό του και στριφογύρισε την πολυθρόνα πρώτα προς τη μια κι έπειτα προς την άλλη πλευρά, γνέφοντας με ικανοποίηση. «Όλα τα δεδομένα», είπε, «ασφαλώς». Φαινόταν να το διασκεδάζει. «Ναι», είπε ο Γκλας εμφατικά, «όλα τα δεδομένα. Γι’ αυτό σας προσλαμβάνω». Ο Γκλας πήγε και κάθισε προσεκτικά σ’ ένα μεγάλο, τετράγωνο μεταλλικό γραφείο σε μια γωνιά του δωματίου. Αισθανόταν λιγότερο πανικόβλητος καθισμένος εκεί. Το γραφείο βρισκόταν στον τριακοστό ένατο όροφο. Ήταν παράλογο να περιμένει κανείς να διευθύνει τις δουλειές του –να κάνει οτιδήποτε– σε τέτοιο ύψος. Την πρώτη του μέρα εκεί είχε πλησιάσει την τζαμαρία και, μερικούς ορόφους πιο κάτω, είχε δει αφράτα λευκά σύννεφα σαν μαλακά παγόβουνα να πλέουν ήρεμα πάνω από τη βυθισμένη πόλη. Τώρα, ακούμπησε τις παλάμες του πάνω στο γραφείο, σαν να ήταν μια σχεδία που προσπαθούσε να την κρατήσει σταθερή. Καιγόταν για ένα τσιγάρο. Ο Ντίλαν Ράιλι είχε στρέψει την πολυθρόνα έτσι ώστε να αντικρίζει το γραφείο. Ο Γκλας ήταν σίγουρος πως ο νεαρός άντρας καταλάβαινε πόσο ζαλισμένος και σαστισμένος ένιωθε, σκαρφαλωμένος εκεί ψηλά, σε αυτή την κρυστάλλινη και ατσάλινη αετοφωλιά. «Εν πάση περιπτώσει», είπε ο Γκλας διαγράφοντας με το δε-


ξί του χέρι ένα μεγάλο τόξο σε όλο το μήκος της επιφάνειας του γραφείου, σαν να ήθελε ν’ αφήσει το θέμα κατά μέρος· η χειρονομία τού έφερε στο μυαλό μια σκηνή με τον Ρίτσαρντ Νίξον, να ιδροκοπά στις βραδινές ειδήσεις, πολλά χρόνια πριν, επιμένοντας ότι δεν ήταν απατεώνας. Εκείνες τις μέρες της παράνοιας και των αλληλοκατηγοριών, τα εκτυφλωτικά φώτα στα στούντιο έκαναν σχεδόν τους πάντες να μοιάζουν με κακούς ήρωες από παλιά Eastman Color ταινία. «Θα πρέπει να σας πω», δήλωσε ο Γκλας, «ότι ο κύριος Μαλχόλαντ δε θα σας παρέχει καμία βοήθεια. Και δε θέλω να τον προσεγγίσετε. Μην τηλεφωνήσετε, μη γράψετε. Καταλάβατε;» Ο Ράιλι δάγκωσε το κάτω χείλος του, κάτι που τον έκανε να μοιάζει ακόμα περισσότερο με... με τι; Με σκίουρο; Όχι. Περίπου, αλλά όχι. «Δεν του έχετε μιλήσει», είπε ο Ράιλι, «έτσι δεν είναι; Για μένα, εννοώ». Ο Γκλας το αγνόησε. «Δε σας ζητώ να ψάξετε για σκάνδαλα», είπε. «Δε φαντάζομαι ότι ο κύριος Μαλχόλαντ έχει ένοχα μυστικά. Ήταν μυστικός πράκτορας, δεν είναι όμως απατεώνας, σε περίπτωση που νομίζετε πως πιστεύω κάτι τέτοιο». «Όχι», είπε ο Ράιλι, «είναι ο πεθερός σας». Ο Γκλας ανάσαινε πάλι βαριά. «Αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να ξεχάσετε», είπε, «όταν αρχίσετε τις έρευνες». Κάθισε πίσω στην πολυθρόνα του και παρατήρησε τον νεαρό άντρα. «Πώς σκοπεύετε να κινηθείτε – να κάνετε την έρευνα, εννοώ;» Ο Ράιλι έδεσε τα μακριά ωχρά δάχτυλά του πάνω στο στομάχι του, που έμπαινε προς τα μέσα, κι ετούτη τη φορά κουνήθηκε απαλά μπρος πίσω στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα, κάνοντας τον σφαιρικό μηχανισμό κάτω από το κάθισμα να τρίξει αμυδρά, ίικ, ίικ. «Λοιπόν», είπε ο Ράιλι, «ας πούμε ότι το διαδίκτυο δε θα είναι η μόνη μου πηγή». «Θα χρησιμοποιήσετε όμως... υπολογιστές και τα λοιπά;» Ο Γκλας δε διέθετε ούτε κινητό τηλέφωνο. «Α, ναι, υπολογιστές», είπε ο Ράιλι, γουρλώνοντας ακόμα πιο πολύ τα μάτια του καθώς χλεύαζε τον μεγαλύτερό του άντρα, «και κάθε λογής μαγικά σύνεργα, καταλαβαίνετε...»

11

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 11


12

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 12

Ο Γκλας αναρωτήθηκε αν αυτή υποτίθεται πως ήταν βρετανική προφορά. Μήπως ο Ράιλι πίστευε ότι ο Γκλας ήταν Άγγλος; Ε, ας το πίστευε αν ήθελε. Φαντάστηκε τον εαυτό του να ανάβει τσιγάρο: το σπίρτο να τρεμοπαίζει, την ευχάριστη μυρωδιά από το θειάφι, και μετά τον βαρύ καπνό να τσουρουφλίζει το λαρύγγι του. «Θέλω να σας ρωτήσω κάτι», είπε ο Ράιλι στριμώχνοντας το μικροσκοπικό κεφάλι του πάνω στον ψηλόλιγνο λαιμό του. «Γιατί δεχτήκατε;» «Ποιο πράγμα;» «Να γράψετε τη βιογραφία του Μεγάλου Μπιλ». «Δε νομίζω ότι σας αφορά», είπε απότομα ο Γκλας. Κοίταξε έξω στην καταχνιά και τη βροχή. Είχε μετακομίσει μόνιμα από το Δουβλίνο στη Νέα Υόρκη πριν από έξι μήνες, είχε ένα διαμέρισμα στο Σέντραλ Παρκ Γουέστ κι ένα σπίτι στο Λονγκ Άιλαντ –ή τουλάχιστον τα είχε η γυναίκα του– όμως, δεν είχε συνηθίσει ακόμη αυτό που αντιλαμβανόταν ως νεοϋορκέζικο σνομπισμό. Ο τύπος που πουλούσε χοτ ντογκ στη γωνία κι έλεγε: «Φχαριστώ, φίλε», το έκανε να ηχεί ευχάριστα χλευαστικό. Πώς κατάφερναν να αντιμετωπίζουν συνεχώς με αυτό τον ανάλαφρο, άνετο τρόπο ο ένας τον άλλον, αλλά και όλους τους άλλους; «Πείτε μου τι γνωρίζετε για τον κύριο Μαλχόλαντ», είπε. «Τζάμπα;» Ο Ράιλι χαμογέλασε πάλι πλατιά, έπειτα ακούμπησε πίσω και κοίταξε το ταβάνι παίζοντας με την τούφα πάνω στο πιγούνι του. «Γουίλιαμ “ο Μεγάλος Μπιλ” Μαλχόλαντ. Ιρλανδός από τη νότια Βοστόνη, δεύτερης γενιάς. Ο πατέρας έφυγε όταν ο μικρούλης Γουίλι ήταν παιδί, η μητέρα του έπλενε ρούχα, καθάριζε πατώματα. Στο σχολείο ο Γουίλιαμ έπαιρνε άριστα, εντυπωσίαζε τους ιερείς, ήταν παπαδάκι, τα γνωστά. Σκληρός, ωστόσο – όποιος παιδεραστής κληρικός πλησίαζε τον Μπιλ Μαλχόλαντ, το πιθανότερο ήταν να έχανε τ’ αρχίδια του. Πέρασε στο Κολέγιο της Βοστόνης. Μηχανολογία. Στο κολέγιο στρατολογήθηκε στη CIA, έγινε πράκτορας στα τέλη του ’40. Ειδικότητά του, η ηλεκτρονική παρακολούθηση. Κορέα, Λατινική Αμερική, Ευρώπη, Βιετνάμ. Έπειτα, είχε μια προστριβή με τον Τζέιμς Τζίζους Άνγκλετον σχετικά με την έμμονη δυσπιστία του Άν-


γκλετον για τους Γάλλους· τότε, ο Μεγάλος Μπιλ ήταν τοποθετημένος στα γραφεία της CIA στο Παρίσι. Εκείνη την εποχή, κανένας δεν έπεφτε στη δυσμένεια του Τζέιμς Τζίζoυς» –γι’ άλλη μια φορά η μάταιη απόπειρα για βρετανική προφορά– «χωρίς να κοπούν κεφάλια, πράγμα το οποίο θα είχε συμβεί και στον Μπιλ Μαλχόλαντ, αν δεν είχε φύγει προτού ο Άνγκλετον του δείξει την πόρτα, ή τίποτα χειρότερο. Αυτά έγιναν στα τέλη του ’60». Μ’ ένα τίναγμα, ο Ράιλι σηκώθηκε από την πολυθρόνα ξεδιπλώνοντας το σώμα του σαν σκοινί φακίρη, κι έσυρε τα βήματά του μέχρι την τζαμαρία, όπου στάθηκε κοιτάζοντας έξω, τα χέρια του χωμένα στις πίσω τσέπες του τζιν. Μετά συνέχισε: «Αφού εγκατέλειψε τη CIA, ο Μεγάλος Μπιλ εισήλθε στο χώρο των επικοινωνιών, που ευημερούσε εκείνη την εποχή, και, χρησιμοποιώντας έξυπνα την εκπαίδευσή του ως μυστικός πράκτορας, έστησε τις Τηλεπικοινωνίες Μαλχόλαντ· αμέσως άρχισε να βγάζει λεφτά με το τσουβάλι. Πέρασαν είκοσι χρόνια μέχρι να χρειαστεί να φέρει τον προστατευόμενό του Τσάρλι Βάρικερ, για να σώσει την εταιρεία από τη χρεοκοπία». Έκανε παύση και, χωρίς να γυρίσει προς τον Γκλας, είπε: «Φαντάζομαι ότι θα γνωρίζετε τις συζυγικές περιπέτειες του Μεγάλου Μπιλ. Το 1949 παντρεύτηκε την παγκοσμίου φήμης κοκκινομάλλα Βανέσα Λέιν, ηθοποιό του Χόλιγουντ, αν αυτή είναι η λέξη, και την ίδια χρονιά ο γάμος διαλύθηκε, φυσικά». Έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο στον Γκλας πάνω από τον ώμο του. «Μα δεν είναι ο έρωτας μια τρέλα;» Συνέχισε να ατενίζει την πνιγμένη στην ομίχλη πόλη και για μια στιγμή σώπασε καθώς σκεφτόταν. «Ξέρετε», είπε, «ο Μαλχόλαντ αποτελεί τόσο κοινότοπη φιγούρα για τη CIA, που αναρωτιέμαι μήπως η CIA δεν τον επινόησε κιόλας. Δείτε τον επόμενο γάμο του, το 1958, με την Κλερ Θόρπινγκτον Έλιοτ, των Έλιοτ της Βοστόνης – αυτό κι αν ήταν μεγάλο άλμα στην κοινωνική κλίμακα για τον Μπίλι δε Κιντ της οδού Μπρούστερ. Είχε, όπως θα γνωρίζετε, μόνο ένα παιδί, μια κόρη, τη Λουίζ, από τη δεύτερη κυρία Μαλχόλαντ. Η Μιζ Κλερ, όπως την αποκαλούσαν, αυτή η μεγάλη κυρία, σκοτώθηκε σε κυνηγετικό δυστύχημα –δειλό άλογο, σπασμένος αυχένας– τον Απρίλιο του 1961, την παραμονή, όπως τα έφερε η σκληρή μοίρα, της απόβασης στην Πλά-

13

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 13


14

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 14

για Χιρόν, γνωστή και ως Κόλπος των Χοίρων, μια επιχείρηση στην οποία ο Μεγάλος Μπιλ ήταν βουτηγμένος μέχρι το λαιμό. Ο τεθλιμμένος χήρος γύρισε από τις ακτές της Φλόριντα για να βρει τους Έλιοτ να έχουν απομακρύνει ήδη τα πράγματά του, μαζί με τη δίχρονη κόρη του, από τη μεγαλοπρεπή παλιά οικογενειακή έπαυλη στον κόλπο Μπακ». Γύρισε και προχώρησε μέχρι την πολυθρόνα, όπου σωριάστηκε στρέφοντας πάλι το βλέμμα στο ταβάνι. «Στη συνέχεια», είπε, «ο Μεγάλος Μπιλ παντρεύτηκε για τρίτη φορά, τη Νάνσι Χάρισον, συγγραφέα, δημοσιογράφο και φτυστή η Μάρθα Γκέλχορν, κι έζησε μαζί της σ’ ένα όμορφο κτήμα στην κομητεία Τάδε, στη δυτική ακτή της Ιρλανδίας, σε απόσταση μόλις ένα αγαλματίδιο Όσκαρ από το σπίτι του παλιού του φίλου και συντρόφου στα μεθύσια Τζων Χιούστον. Λαμπρές μέρες, κατά γενική ομολογία, καταδικασμένες να τελειώσουν ωστόσο, όπως καθετί. Η ξανθιά Νάνσι δεν άντεχε την αδιάκοπη βροχή και τους ακαλλιέργητους ντόπιους, κι έτσι μάζεψε τη Ρέμινγκτον και την έκανε για πιο θερμά κλίματα – Ίμπιζα, Κλίφορντ Ίρβινγκ, Όρσον Ουέλς, όλα αυτά». Σταμάτησε και κατέβασε το λαμπερό βλέμμα του από το ταβάνι καρφώνοντάς το στον Γκλας. «Θέλετε περισσότερα, έχω περισσότερα. Και δεν έχω καν κοιτάξει την κρυστάλλινη σφαίρα του φορητού υπολογιστή μου ακόμα». «Τι κάνατε;» είπε ο Γκλας. «Τα αποστηθίσατε προτού έρθετε εδώ;» Κάτι διαπέρασε το βλέμμα του νεαρού άντρα, ένας έντονος εκνευρισμός. «Έχω φωτογραφική μνήμη». «Χρήσιμη, στο επάγγελμά σας», είπε ο Γκλας. «Ναι». Είχε κατσουφιάσει, ο Γκλας το έβλεπε. Η επαγγελματική του υπόληψη είχε αμφισβητηθεί. Ήταν καλό να ξέρει τα τρωτά του σημεία. Ο Γκλας σηκώθηκε, με το δάχτυλο τεντωμένο πάνω στην επιφάνεια του γραφείου για ισορροπία, και προχώρησε προσεκτικά μέσα στο δωμάτιο. Κάθε βήμα που έκανε, ένιωθε σαν να πήγαινε να πέσει, και είχε την εντύπωση ότι παρεξέκλινε ασυγκράτητα στο πλάι, προς την τζαμαρία και το κενό πέρα από αυτήν,


που ερχόταν να τον καταπιεί. Θα συνήθιζε άραγε ποτέ τον σκεπασμένο με σύννεφα πύργο; «Καταλαβαίνω», είπε, «πως έχω διαλέξει τον κατάλληλο άνθρωπο. Διότι εκείνο που θέλω είναι η λεπτομέρεια – κάτι για το οποίο δεν πρόκειται να έχω το χρόνο, ή τη διάθεση, για να είμαι ειλικρινής, να βρω μόνος μου». «Όχι», απάντησε ο Ράιλι χωμένος στη δερμάτινη πολυθρόνα του, κι ενώ ακουγόταν ακόμα σκυθρωπός, «η λεπτομέρεια δεν ήταν ποτέ το δυνατό σας σημείο, σωστά;» Δεν ήταν τόσο η προσβολή που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Γκλας, όσο ο χρόνος στον οποίο διατυπώθηκε το υπονοούμενο. Ώστε έτσι θα το εξελάμβαναν όλοι, πως, αποδεχόμενος να γράψει τη βιογραφία του πεθερού του, είχε απαρνηθεί το επάγγελμά του ως δημοσιογράφος; Τότε, θα έσφαλλαν, αν και πάλι επρόκειτο για θέμα χρόνου. Διότι είχε εγκαταλείψει ήδη τη δημοσιογραφία, προτού καν τον πλησιάσει ο Μεγάλος Μπιλ με μια προσφορά την οποία θα ήταν ανοησία να μη δεχτεί. Οι ανταποκρίσεις του από τη Βόρεια Ιρλανδία κατά τη διάρκεια των «Προβλημάτων» του ’69, από τη σφαγή στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν, από τη γενοκτονία στη Ρουάντα, από την Ιντιφάντα, από εκείνο το αιματοβαμμένο σαββατιάτικο απόγευμα στη Σρεμπρένιτσα, δεν ήταν τόσο ανταποκρίσεις όσο εκτενείς και παθιασμένες ιερεμιάδες. Δεν επρόκειτο να υπάρξουν άλλες. Κάτι εντός του είχε πάψει να υπάρχει, ένα φως είχε σβήσει, δεν ήξερε γιατί. Ήταν απλώς αυτό: ένα καμένο χαρτί. Μια παλιά ιστορία. Ένα περιπλανώμενο στερεότυπο. «Θέλω να το γράψεις εσύ, γιε μου», του είχε πει ο Μεγάλος Μπιλ ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του, «όχι μόνο επειδή σ’ εμπιστεύομαι εγώ, αλλά, επίσης, επειδή σ’ εμπιστεύονται και οι άλλοι. Δε θέλω μια αγιογραφία. Δεν την αξίζω εξάλλου, δεν είμαι άγιος. Εκείνο που θέλω είναι η αλήθεια». Και ο Γκλας είχε σκεφτεί: Α, η αλήθεια... «Δε θα σας είναι εύκολο», είπε στον νεαρό άντρα που καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα σε σχήμα κοχυλιού. «Γιατί;» «Δε θέλω ο κύριος Μαλχόλαντ να μάθει για εσάς και για το τι κάνετε. Καταλάβατε;»

15

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 15


16

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 16

Στράφηκε –τόσο γρήγορα, που ζαλίστηκε– και κοίταξε τον Ντίλαν Ράιλι μ’ ένα βλέμμα το οποίο ήλπιζε να ήταν αυστηρό. Ο Ράιλι όμως χάζευε πάλι το ταβάνι μασώντας το νύχι του αριστερού μικρού δαχτύλου του, και μπορούσε κάλλιστα να μην τον είχε ακούσει. «Αυτή είναι η δουλειά μου», είπε ο Ράιλι, «να είμαι διακριτικός. Εν πάση περιπτώσει, θα μένατε άφωνος από το πόσες πληροφορίες –λεπτομέρειες, όπως τις αποκαλείτε– υπάρχουν καταγεγραμμένες, αν ξέρεις πού να ψάξεις». Ξαφνικά, ο Γκλας ήθελε ν’ απαλλαγεί από εκείνον τον τύπο. «Έχετε ένα τυπικό συμβόλαιο;» ρώτησε απότομα. «Συμβόλαιο; Δεν κάνω συμβόλαια». Ο Ράιλι χαμογέλασε πονηρά. «Σας εμπιστεύομαι». «Α, ναι; Δεν περίμενα πως θα εμπιστευόσασταν κανέναν, δεδομένης της φύσης της δουλειάς σας». Ο Ράιλι σηκώθηκε από την πολυθρόνα και χούφτωσε με τα δυο του χέρια τον καβάλο από το φαρδύ τζιν του για να τον διορθώσει. Ήταν πραγματικά ένας άχαρος άνθρωπος. «“Της φύσης της δουλειάς μου”;» είπε. «Ερευνητής είμαι, κύριε Γκλας. Αυτό είναι όλο». «Ναι, αλλά ανακαλύπτετε διάφορα στοιχεία, και σίγουρα καμιά φορά τα όσα ανακαλύπτετε δε θ’ αρέσουν στους εργοδότες σας, πόσο μάλλον στους ανθρώπους για τους οποίους ερευνάτε». Ο Ράιλι τον περιεργάστηκε για μερικά λεπτά, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι με τα μάτια μισόκλειστα. «Είπατε πως ο Μεγάλος Μπιλ δεν έχει ένοχα μυστικά». «Είπα πως δεν περιμένω ότι θα έχει». «Κι εγώ σας λέω ότι όλοι έχουν μυστικά, κυρίως ένοχα». Ο Γκλας στράφηκε προς την πόρτα, παίρνοντας μαζί του τον νεαρό άντρα. «Θα πιάσετε αμέσως δουλειά», είπε, δηλώνοντάς το περισσότερο παρά ρωτώντας. «Πότε να περιμένω νέα σας;» «Πρέπει να τα σκεφτώ, να οργανωθώ, ν’ αποφασίσω ποιες είναι οι προτεραιότητες. Μετά θα ξαναμιλήσουμε». Ο Γκλας είχε ανοίξει ήδη την πόρτα. Ο μπαγιάτικος αέρας στο διάδρομο μύριζε ανεπαίσθητα καμένο πλαστικό. «Πρέπει να σκεφτώ κι εσάς, επίσης», είπε ο Ράιλι γελώντας ξαφνικά παγερά. «Σας διάβαζα


BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 17

17

παλιότερα, ξέρετε, στην Guardian, στο Rolling Stone, στη New York Review. Και τώρα γράφετε την ιστορία της ζωής του Μεγάλου Μπιλ Μαλχόλαντ!» Φούσκωσε τα μάγουλά του και άφησε τον αέρα να βγει μ’ έναν μικρό, υπόκωφο ήχο. «Ποπό!» είπε καθώς έφευγε. Ο Γκλας έκλεισε την πόρτα και ξαναγύρισε στο γραφείο του. Μόλις έφτασε, σαν να είχε δώσει κάποιο σήμα, χτύπησε το τηλέφωνο. «Ο υπεύθυνος ασφαλείας είμαι, κύριε Γκλας. Είναι εδώ η γυναίκα σας». Για μια στιγμή ο Γκλας δεν είπε τίποτε. Άγγιξε την πολυθρόνα που είχε καθίσει ο Ντίλαν Ράιλι, η οποία διαμαρτυρήθηκε πάλι αμυδρά: ίικ, ίικ. Ο νεαρός άντρας είχε αφήσει στον αέρα μια συγκεκριμένη μυρωδιά, ένα μουντό, δύσοσμο χνάρι. Ένας λεμούριος! Αυτό το πλάσμα θύμιζε ο Ντίλαν Ράιλι. Ναι, φυσικά. Ένας λεμούριος. «Πείτε της να ανέβει», είπε ο Τζων Γκλας.

2 – Ο Λεμούριος


BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 18

[ 2 ]

Λουίζ

Ηψηλή, αδύνατη και κοκκινομάλλα, παρ’ ότι, τώρα πια, το πε-

18

Λουίζ Γκλας

ήταν σαράντα οκτώ κι έδειχνε τριάντα. Ήταν

ρισσότερο κόκκινο προερχόταν από ένα μπουκάλι με βαφή. Το δέρμα της ήταν πολύ ωχρό, σχεδόν διαφανές, και το πρόσωπό της με τα αδρά χαρακτηριστικά φαινόταν ωραίο από κάποιες γωνίες και σαγηνευτικά αυστηρό από άλλες. Η Λουίζ ήταν, αναγνώρισε ο Γκλας στον εαυτό του για πολλοστή φορά, μια υπέροχη γυναίκα, κι εκείνος δεν την αγαπούσε πια. Περίεργο. Μια μέρα, την εποχή περίπου που είχε εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία, όλα όσα είχε νιώσει γι’ αυτήν, όλο εκείνο το ανίσχυρο, σχεδόν αγωνιώδες πάθος, είχε τελειώσει. Ήταν λες και αυτή η γυναίκα από σάρκα και οστά είχε μετατραπεί, σαν μαγεμένη πριγκίπισσα παραμυθιού, σε πέτρα μες στην αγκαλιά του. Βρισκόταν εκεί μπροστά του, όπως ήταν ανέκαθεν, μια γλυκομίλητη, λυγερόκορμη, γυαλιστερή καλλονή, την οποία και μόνο που έβλεπε, άλλοτε, κάτι εντός του θα σπαρταρούσε, μ’ ένα είδος χαρούμενης οδύνης, τώρα όμως η παρουσία της του προκαλούσε μια αμυδρή μελαγχολία που αργόσβηνε. Σήμερα φορούσε σκούρο πράσινο κοστούμι κι ένα μικροσκοπικό τετράγωνο καπέλο του Φίλιπ Τρέισι από μαύρο βελούδο με λεπτές υφασμάτινες τούφες στην κορυφή, που έμοιαζαν με μαλλί της γριάς. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Δείχνεις κάτωχρος». «Φταίει ετούτο το μέρος». Κοίταξε γύρω της το γραφείο, συνοφρυωμένη. Δική της πρό-


ταση ήταν να του δανείσουν το χώρο· το κτήριο ανήκε στον πατέρα της. «Τι έχει;» Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι φοβόταν που ήταν σχεδόν σαράντα ορόφους πάνω από το δρόμο. «Παραείναι απρόσωπο. Δεν ξέρω αν μπορώ να γράψω εδώ». «Πήγαινε να δουλέψεις στο διαμέρισμα». «Το ξέρεις πως δεν μπορώ να γράψω στο σπίτι». Τον κοίταξε με τα γκριζοπράσινα μάτια της. «Είναι όντως σπίτι;» Η σιωπή που ακολούθησε ήταν ένα χάσμα μέσα στο οποίο έριξαν και οι δύο μια ματιά κι έπειτα έκαναν γρήγορα πίσω. «Θα μπορούσες να πας στο Σίλβερ Μπαρν». Το Σίλβερ Μπαρν ήταν το σπίτι τους –το σπίτι της– στο Λονγκ Άιλαντ. «Το δωμάτιο μελέτης είναι τακτοποιημένο. Είναι ήσυχα εκεί, κανένας δε θα σ’ ενοχλήσει». Ο Γκλας έκανε ένα μορφασμό. «Τότε λοιπόν», του είπε σφίγγοντας τα χείλη της, «αφού δεν πρόκειται να δουλέψεις, πήγαινέ με για μεσημεριανό». Περπάτησαν ανατολικά κατά μήκος της Τεσσαρακοστής Τέταρτης οδού, και ο Γκλας μπόρεσε να καπνίσει επιτέλους ένα τσιγάρο. Το ψιλόβροχο έπεφτε ακανόνιστα, σαν εκτόπλασμα. Το πρόβλημα με το κάπνισμα ήταν πως η επιθυμία του να καπνίσει ξεπερνούσε κατά πολύ την ικανοποίηση που του πρόσφερε το ίδιο το κάπνισμα. Καμιά φορά, κι ενώ είχε αναμμένο ένα τσιγάρο, ξεχνιόταν κι έβγαζε το πακέτο για να ανάψει και άλλο. Ίσως αυτό έπρεπε να κάνει, να καπνίζει έξι τσιγάρα ταυτόχρονα, από τρία σε κάθε χέρι, στα κενά ανάμεσα στα δάχτυλα, ώστε να δίνει την εντύπωση οπλοπολυβόλου. Στου Μάριο είχε πολύ κόσμο, ως συνήθως εκείνες τις μέρες. Τα κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα και οι ασταθείς, ξύλινες καρέκλες μαρτυρούσαν έναν καθαρά χωριάτικο χαρακτήρα, ο οποίος ερχόταν σε αντίθεση με τις τσουχτερές τιμές του καταλόγου. Οι Γκλας έρχονταν εδώ από τον πρώτο καιρό που είχε ανοίξει, πολύ προτού μετακομίσουν μόνιμα στη Νέα Υόρκη, όταν υπεύθυνος ήταν ακόμα ο ίδιος ο Μάριο και ο χώρος ήταν πράγματι απέριττος. Του είχαν δώσει το παρατσούκλι Ματωμένο Άλογο, για λόγους που δε θυμούνταν πια. Ένας σερβιτόρος πήρε τη βρεγμένη ομπρέλα της Λουίζ, και τους οδήγησαν στο συνηθισμέ-

19

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 19


20

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 20

νο τραπέζι τους σε μια γωνιά δίπλα στο παράθυρο, το οποίο ήταν στρωμένο, πρόσεξε ο Γκλας, για τρεις. Τους έφεραν αμέσως δυο κολονάτα ποτήρια με Προσέκο. «Μακάρι», μουρμούρισε η Λουίζ, «να έβρισκα το κουράγιο να τους πω πόσο κοινό βρίσκω αυτό το ποτό». Ο Γκλας δεν είπε τίποτε. Του άρεσε το Προσέκο. Του άρεσε επίσης η χειρονομία, τα ποτά που έρχονταν χωρίς να τα έχουν ζητήσει και τοποθετούνταν μπροστά τους με μια γρήγορη, θεατρινίστικη κίνηση. Του έδινε την αίσθηση παλαιικής νεοϋορκέζικης γραφής· μπορούσε σχεδόν να δει τη λεζάντα: Ο Γκλας στο Ματωμένο Άλογο, ένα από τα αγαπημένα του φαγάδικα στο Μανχάταν. Συχνά σκεφτόταν τη ζωή του στη δημοσιογραφική γλώσσα – ήταν παλιά συνήθεια. Αναρωτήθηκε αν η Λουίζ έβρισκε και τον ίδιο κοινό, όπως το κρασί. «Πώς πάει η δουλειά;» τον ρώτησε η γυναίκα του με τα μάτια στον κατάλογο. «Έχεις βρει την αρχή;» Το φως της βροχής από το παράθυρο την έκανε να μοιάζει με πρώιμη φλωρεντινή Παναγία, έτσι όπως καθόταν με σκυμμένο το μακρύ, γωνιώδες, ωχρό πρόσωπό της, και ο κατάλογος που κρατούσε θα μπορούσε να είναι ψαλτήριο. «Όχι», είπε, «δεν έχω βρει την αρχή. Δηλαδή, δεν έχω αρχίσει να γράφω. Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να κάνω πρώτα». «Την έρευνα, εννοείς;» Την κοίταξε διαπεραστικά. Όμως, δεν υπήρχε περίπτωση να ξέρει για τον Ντίλαν Ράιλι· δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για τον Λεμούριο. H Λουίζ εξακολουθούσε να διαβάζει τον κατάλογο, μ’ εκείνη την εκστατική, ακτινοβόλα προσοχή που προσέδιδε σε ό,τι έκανε, ακόμα και στον έρωτα, θυμήθηκε με θλίψη ο Γκλας. «Ναι, την έρευνα», μάσησε τα λόγια του, «κάτι τέτοιο». Ο σερβιτόρος ήρθε και ο Γκλας παρήγγειλε λινγκουίνι με θαλασσινά, ενώ η Λουίζ ζήτησε απλώς μια πράσινη σαλάτα. Μόνο αυτό έτρωγε για μεσημεριανό. Γιατί τότε, συλλογίστηκε ο Γκλας, ξόδευε τόσο χρόνο μελετώντας τον κατάλογο; Αφού πήρε την παραγγελία, ο σερβιτόρος έδειξε απορημένος με το μολύβι του την τρίτη θέση, που ήταν άδεια, όμως η Λουίζ κούνησε απλώς


το κεφάλι. «Ίσως πεταχτεί ο Ντέιβιντ», είπε στον Γκλας. «Του είπα πως θα τρώγαμε εδώ, οπότε θα μπορούσε να πιει μαζί μας έναν καφέ». Ο Γκλας δε σχολίασε. Ο Ντέιβιντ Σινκλέρ ήταν ο γιος της Λουίζ από τον πρώτο της γάμο, μ’ έναν δικηγόρο της Γουόλ Στριτ, ο οποίος φαίνεται πως είχε περάσει από τη ζωή της χωρίς ν’ αφήσει το παραμικρό ίχνος, εκτός, φυσικά, από τον νεαρό άντρα που καταλάμβανε πια το κέντρο του κόσμου της. Ο Γκλας αναζήτησε με το βλέμμα του τον σερβιτόρο και τη λίστα με τα κρασιά· αφού θα ερχόταν ο προγονός του, τότε εκείνος θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από ένα ποτήρι Προσέκο. Το φαγητό τους ήρθε, κι έφαγαν σιωπηλοί για λίγη ώρα. Το ψιλόβροχο νότιζε τα τζάμια, και τα αυτοκίνητα και τα ταξί που περνούσαν λαμπύριζαν και γλιστρούσαν σαν μέσα σε υγρό αντικατοπτρισμό. Ο Γκλας αναρωτήθηκε γιατί ένιωθε την ανάγκη να είναι τόσο μυστικοπαθής σχετικά με τον Ντίλαν Ράιλι. Η ζωή του Μπιλ Μαλχόλαντ καθρέφτιζε τα τελευταία εξήντα-εβδομήντα χρόνια αυτού του χαοτικού, βίαιου και εξαιρετικά καινοτόμου αιώνα που είχε τελειώσει πρόσφατα. Κανένας δε θα περίμενε από έναν βιογράφο να κάνει αβοήθητος την εκτενή έρευνα που απαιτούνταν για να γραφτεί η ζωή ενός τέτοιου άντρα – κανένας εκτός από αυτόν τον ίδιο τον άντρα. Ο Μπιλ Μαλχόλαντ ήταν ο αυθεντικός σκληρός ατομικιστής, και ήθελε γύρω του ανθρώπους φτιαγμένους από το ίδιο σκληρό υλικό. Μόνο ένας συγγραφέας-«αδερφούλα» θα προσλάμβανε κάποιον άλλο για να κάνει τη χαμαλοδουλειά. Είχε προσφέρει στον γαμπρό του την προμήθεια, μαζί με μια αμοιβή ενός εκατομμυρίου δολαρίων, επειδή, όπως του είχε πει, τον εμπιστευόταν· τον εμπιστευόταν, δηλαδή, όπως του είχε δώσει να καταλάβει, ότι δε θα σκάλιζε τις μαύρες σελίδες του παρελθόντος. Ήταν ο ίδιος ο Γκλας –και όχι ο πεθερός του, όπως είχε αναφέρει στον Ντίλαν Ράιλι– εκείνος που ήθελε όλα τα δεδομένα, ακόμα και τα ενοχλητικά, κυρίως αυτά. Ο Γκλας πίστευε ότι ο Αριστοτέλης είχε δίκιο: Όποιος έχει ένα μυστικό έχει και τη δύναμη. Ήπιε μια γουλιά κρασί και παρατήρησε τη γυναίκα του. Ήταν απορροφημένη στο πιάτο των λαχανικών της με τη σχολαστική

21

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 21


22

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 22

προσήλωση ενός ερωδιού στην άκρη του ποταμού. Τον είχε συμβουλέψει επίμονα να δεχτεί την προσφορά του πατέρα της: «Στο παρελθόν τίποτε δε σου άρεσε περισσότερο από μια πρόκληση», είχε πει, «και το να γράψεις για τη ζωή του πατέρα μου θα είναι αυτό ακριβώς». Είχε προσέξει επίσης, τότε, το χρόνο που είχε χρησιμοποιήσει η Λουίζ. Στο παρελθόν. «Κι ένα εκατομμύριο δολάρια», είχε προσθέσει μ’ ένα στραβό, ειρωνικό χαμόγελο, «είναι ένα εκατομμύριο δολάρια». Δεν είχε δεχτεί τη δουλειά για τα χρήματα. Αλλά για ποιο λόγο τότε; Φανταζόταν ότι η Λουίζ είχε δίκιο. Ποια μεγαλύτερη πρόκληση θα μπορούσε να υπάρξει από το να γράψει την επίσημη βιογραφία του πεθερού του, ενός από τους πιο σκληρούς και αμφιλεγόμενους ανθρώπους της τελευταίας κοόρτης των Ψυχρών Πολεμιστών, οι οποίοι είχαν ισοπεδώσει, όπως πίστευαν, την Αυτοκρατορία του Κακού; «Το ξέρεις ότι θα πρέπει να δώσεις το χειρόγραφο στα παιδιά στο Λάνγκλεϊ για να το εγκρίνουν», του είχε πει ο πεθερός του μ’ εκείνο το περίφημο σπινθήρισμα στο βλέμμα του. «Κάποια πράγματα δεν πρέπει να ειπωθούν ποτέ». Και ο Γκλας σκέφτηκε πάλι τον Νίξον, καθώς θυμήθηκε αυτή την παρατήρηση, τον καημένο τον γερο-Πανούργο Ντικ, να ιδρώνει κάτω από τους προβολείς, σε αλλοτινούς καιρούς. Εκείνη την ώρα κατέφθασε ο Ντέιβιντ Σινκλέρ. Ήταν ψηλός και καλοζωισμένα αδύνατος, όπως η μητέρα του, μόνο που τα μαλλιά του ήταν μαύρα, ενώ εκείνης καστανοκόκκινα και λαμπερά – ο Ρούμπιν Σινκλέρ, ο πατέρας του, ήταν ένας δασύτριχος, αγροίκος υπερσυντηρητικός από το Κεντάκι. Ο Ντέιβιντ ήταν γοητευτικός, με συμπεριφορά δανδή, όμως τα ελαφρώς γουρλωτά μάτια του ήταν ατυχώς το ένα πολύ κοντά στο άλλο· όποτε ο Γκλας παρατηρούσε τον προγονό του, θυμόταν τον Τρούμαν Καπότε, που έλεγε για τη Μάρλεν Ντήτριχ ότι, αν τα μάτια της βρίσκονταν μια σπιθαμή το ένα κοντύτερα στο άλλο, τότε θα ήταν κοτόπουλο. Στριμμένε, αχρείε Τρούμαν! Κάποτε ο Γκλας είχε προσπαθήσει να του πάρει συνέντευξη, σ’ ένα μεσημεριανό γεύμα, που περιλάμβανε υπερβολικά πολύ αλκοόλ, στο Φορ Σίζονς, κατά τη διάρκεια του οποίου ο μεθυσμένος μυθιστοριογράφος


είχε ακουμπήσει το μάγουλό του στο τραπεζομάντιλο και είχε αποκοιμηθεί κάνοντας αρκετό θόρυβο. Τότε ο Γκλας ήταν αρκετά νέος και δεν ήρθε σε δύσκολη θέση, αποτελείωσε ευχαριστημένος το ψητό πιτσούνι του και ό,τι είχε απομείνει από το μπουκάλι Μουτόν Ροθτσάιλντ, ήρεμος καθώς ήξερε ότι το πλουσιοπάροχο κέρασμα θα το πλήρωνε η Sunday Times του Λονδίνου. «Γεια», είπε ο Ντέιβιντ Σινκλέρ στον Γκλας, καθώς γλιστρούσε σβέλτα στην καρέκλα του ξεδιπλώνοντας την πετσέτα στα πόδια του. Ανέκαθεν η στάση του απέναντι στον πατριό του φανέρωνε έναν ανάλαφρο σκεπτικισμό. «Τι κάνει ο σπουδαίος κόσμος;» Ο Γκλας ίσα που χαμογέλασε. «Δεν ήταν και τόσο σπουδαία την τελευταία φορά που κοίταξα», απάντησε. Ο Ντέιβιντ παρήγγειλε τσάι μέντα. Φορούσε σκούρο μάλλινο κοστούμι με λευκό μεταξωτό πουκάμισο και μεταξωτή γραβάτα. Το ρολόι του ήταν Πατέκ Φιλίπ, ένα από τα πιο διακριτικά μοντέλα. Η μητέρα του τον παραχάιδευε· του είχε αδυναμία. «Ο Ντέιβιντ έχει κάποια νέα να σου πει», ανακοίνωσε τότε η Λουίζ. «Έτσι δεν είναι, αγάπη μου;» Ο νεαρός άντρας ανασήκωσε τα φρύδια κι έκλεισε για λίγο τα μάτια, η δική του εκδοχή δυσαρέσκειας. «Νόμιζα ότι θα το είχατε κουβεντιάσει ήδη, ήσουν κατενθουσιασμένη», είπε. Η Λουίζ στράφηκε στον άντρα της. «Ο Ντέιβιντ θα συνεργαστεί με το ίδρυμα». Εκείνος την κοίταξε ανέκφραστος. «Το ίδρυμα;» «Για τ’ όνομα του Θεού, Τζων! Τον Οργανισμό Μαλχόλαντ. Στην πραγματικότητα, πρόκειται να είναι ο νέος διευθυντής». «Α». «Μόνο αυτό έχεις να δηλώσεις – α;» «Νόμιζα ότι ήσουν εσύ η διευθύντρια». «Ήμουν. Είχε αρχίσει να με βαραίνει, σ’ το είχα πει. Στο εξής θα περάσω σε δεύτερο πλάνο». «Δεν είναι...» –ο Γκλας απολάμβανε να μιλά δηκτικά για τον νεαρό Σινκλέρ, σαν να μην ήταν παρών– «δεν είναι κάπως νέος για να αναλάβει τόσο μεγάλη ευθύνη;»

23

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 23


24

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 24

Ο Ντέιβιντ γέλασε κοφτά, για δικούς του λόγους, και ήπιε μια γουλιά από το τσάι του. «Θα είμαι κι εγώ εκεί, για να τον βοηθώ, στην αρχή», είπε η Λουίζ. Ανέκαθεν απεχθανόταν να δίνει εξηγήσεις. «Εξάλλου, υπάρχει και το προσωπικό. Είναι όλοι τους έμπειροι». Ο Γκλας παρατήρησε τον νεαρό άντρα, που καθόταν με την πλάτη στο παράθυρο χαμογελώντας αυτάρεσκα. «Τότε λοιπόν», είπε σηκώνοντας το ποτήρι με το κρασί, «συγχαρητήρια, νεαρέ μου». Είχε την τάση να μην απευθύνεται στον προγονό του ονομαστικά, εφόσον μπορούσε να το αποφύγει. «Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά», είπε ο Ντέιβιντ σαρκαστικά, και σήκωσε το φλιτζάνι του για να ανταποδώσει την πρόποση. Ξαφνικά, ο Γκλας θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε συναντηθεί με τη Λουίζ, ένα απριλιάτικο απόγευμα, στην έπαυλη του Τζων Χιούστον κοντά στο Λόχρεϊ, στα βροχερά και τρικυμιώδη δυτικά παράλια της Ιρλανδίας. Ήταν ένας πρόωρα ανεπτυγμένος δεκαεννιάρης, και είχε πάει να πάρει συνέντευξη από τον σκηνοθέτη για την Irish Times. Εκεί βρίσκονταν ο Μπιλ Μαλχόλαντ με την κόρη του. Είχαν έρθει με τα άλογα από την έπαυλη την οποία ο Μαλχόλαντ είχε αγοράσει εκείνο τον καιρό κάτω στην κοιλάδα, και η Λουίζ φορούσε λερωμένο παντελόνι ιππασίας και πράσινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό. Ήταν δεν ήταν δεκαεπτά. Το δέρμα της αναψοκοκκινισμένο από την ιππασία και η ράχη της άψογης μύτης της πασπαλισμένη με φακίδες· ο Γκλας δυσκολευόταν να μιλήσει στην προσπάθειά του να μην την κοιτάζει. Ο Χιούστον, ο γερο-σάτυρος, κατάλαβε με μια ματιά τι συνέβαινε στην καρδιά του νεαρού άντρα, και χαμογελώντας πλατιά, μ’ ένα χαμόγελο σαν του ουραγκοτάγκου, του έδωσε ένα σκέτο μαρτίνι λέγοντας: «Έλα, παιδί μου, πιες ένα ποτηράκι». Ο Ντέιβιντ Σινκλέρ τελείωσε το τσάι του και σηκώθηκε τινάζοντας τα ρεβέρ του παντελονιού του. Έπρεπε να πάει κάπου, είπε απαλά, δίνοντας την εντύπωση ότι το όνομα της τοποθεσίας ήταν πολύ σημαντικό για να το πει φωναχτά και δημοσίως. Ο Γκλας κατάλαβε πόσο ευχαριστημένος ήταν με τον εαυτό του. Διευθυντής του Οργανισμού Μαλχόλαντ στην ηλικία των –πόσο ήταν;– είκοσι τριών ετών; Αρκετά νέος, σκέφτηκε με ικανοποίη-


ση ο Γκλας, για να τα θαλασσώσει. Η μητέρα του, φυσικά, θα τον προφύλασσε από τα χειρότερα λάθη, ο Μεγάλος Μπιλ όμως, ο ιδρυτής του Οργανισμού, δε συμπαθούσε τόσο τον εγγονό του, όσο θα ήθελε η Λουίζ, και ο Μεγάλος Μπιλ δε συγχωρούσε εύκολα. Μόλις ο νεαρός άντρας έφυγε, η Λουίζ έκανε νόημα να φέρουν το λογαριασμό. Στράφηκε στον άντρα της και είπε: «Αναρωτιέμαι αν συνειδητοποιείς πόσο έκδηλα φανερώνεις τη ζήλια σου». Ο Γκλας την κοίταξε. «Ποιον ζηλεύω;» Έδωσε την πλατινένια πιστωτική κάρτα στον σερβιτόρο, ο οποίος απομακρύνθηκε και γύρισε έπειτα από λίγο με την απόδειξη. Έβαλε την περίτεχνη, σταθερή υπογραφή της, ο σερβιτόρος τής έδωσε το αντίγραφο κι έφυγε. Ο Γκλας την παρατηρούσε καθώς δίπλωνε προσεκτικά τέσσερις φορές την απόδειξη και καταχώνιαζε το μικροσκοπικό χαρτάκι στο πορτοφόλι της. Έτσι ήταν η Λουίζ: δίπλωνε και ταξινομούσε, δίπλωνε και ταξινομούσε. «Εκπλήσσομαι που η American Express δεν έχει δημιουργήσει μια κάρτα ειδικά για σένα», είπε ήπια ο Γκλας. «Από κρυπτονίτη, ίσως». Εκείνη τον αγνόησε· ανέκαθεν αγνοούσε τα κακεντρεχή ευφυολογήματά του. Κοίταξε το τραπεζομάντιλο αγγίζοντας την ύφανση. «Ξέρεις, ο Οργανισμός κάνει πολύτιμη δουλειά», είπε, «παραπάνω από πολύτιμη, ιδιαίτερα μάλιστα στη βοήθεια που παρείχε για την επίλυση της πρόσφατης, δυσάρεστης μικρής σύγκρουσης στην ιδιαίτερη πατρίδα σου». Πάντοτε θαύμαζε τον τρόπο που μιλούσε, με τυποποιημένες προτάσεις, με τόση ακρίβεια, δημιουργώντας τόσο όμορφες αντιπαραβολές· τα τρία χρόνια σπουδών στην Αγγλία, ένα μεταπτυχιακό τμήμα ανάμεσα σε ορθολογικούς θετικιστές της Οξφόρδης, είχαν ακονίσει τον τρόπο ομιλίας της με μια απαστράπτουσα οξύνοια. «Το γνωρίζω», της είπε έντονα, προσπαθώντας να μην ακουστεί νευριασμένος, «γνωρίζω τι κάνει ο Οργανισμός». Αγνόησε τη διαμαρτυρία του. «Εσύ, φυσικά, είσαι πολύ κυνικός και, ναι, πολύ ζηλιάρης, για να αναγνωρίσεις τη σπουδαιότητα όσων κάνουμε. Ειλικρινά, δε με νοιάζει. Εδώ και καιρό έπαψε να με νοιάζει το τι νομίζεις ή όχι. Όμως, δε θα δεχτώ να

25

BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 25


BLACK sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:25 μ.μ. Page 26

26

επηρεάσεις τον γιο μου με την πικρία σου. Δε φταίει εκείνος για τις αποτυχίες σου – κανένας δε φταίει εκτός από εσένα. Οπότε κράτησε το σαρκασμό σου για τον εαυτό σου». Ανασήκωσε το βλέμμα της από το τραπεζομάντιλο και τον κοίταξε. Η ματιά της ήταν τόσο κενή όσο και η επιφάνεια του ακριβού ρολογιού του γιου της, με μυριάδες αόρατες και απείρως περίπλοκες κινήσεις πίσω της. «Το κατάλαβες;» «Βγαίνω έξω να καπνίσω», της είπε. Η βροχή είχε σταματήσει και ο δρόμος άχνιζε κάτω από τη χλομή λιακάδα. Γύρισε με τα πόδια στο γραφείο, και η δροσιά της πρώιμης άνοιξης τον περόνιαζε μέσα από το ελαφρύ ύφασμα του σακακιού του. Σκεφτόταν τον Ντίλαν Ράιλι· τον φανταζόταν σε κάποια σοφίτα στο Βίλατζ πάνω από τα μηχανήματά του, με τις οθόνες να εξακοντίζουν τη νυχτερινή ακτινοβολία τους στο πρόσωπό του και να αποτυπώνουν τις εικόνες τους στις λαμπερές σκούρες κόρες των ματιών του. Θα περνούσε μία ολόκληρη εβδομάδα μέχρι να έχει πάλι νέα του ο Γκλας, και τότε θα μάθαινε πόσο κοφτερή και βαθιά ήταν η δαγκωματιά του Λεμούριου.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.