MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 5
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 6
Η όποια ομοιότητα με πρόσωπα, ονόματα ή πραγματικά περιστατικά οφείλεται μόνο σε συμπτώσεις. ©
Copyright Ανδρέας Μήτσου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5942-8
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 7
Στη δασκάλα μου
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 8
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 9
Αφού δεν τον αγαπάς, γιατί να του κάνεις κακό; Φ ΙΟΝΤΟΡ Ν ΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ , Ο ηλίθιος
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 10
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 12
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 13
Φ Ε Ρ Ν Ω στο νου μου τον πίνακα, και τώρα το βλέπω.
Βλέπω τι κοιτάζει πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά του ο καλόγερος. Κοιτάζει τη φαλτσέτα. Ακουμπάει το τρύπιο παπούτσι του παιδιού του γυρισμένο ανάποδα πάνω στο γόνατο και το ράβει, αλλά τα μάτια του είναι καρφωμένα στην κοφτερή φαλτσέτα: το δίκοπο μαχαίρι που κρατάει στο άλλο χέρι του. Εξήντα τόσα χρόνια, από μικρή κοπέλα, κοιτάω κάθε μέρα αυτό τον πίνακα και δεν μπόρεσα να το διακρίνω. Σήμερα, που δεν τον έχω πια στην κατοχή μου και τον φαντάστηκα, σήμερα το είδα. Ακολουθώ με τη σκέψη μου την πορεία του βλέμματος του μοναχού, και το μάτι μου σταματάει στη φαλτσέτα. Κανένας καλλιτέχνης δεν επιτρέπει να πέσει το έργο του σε ανάξια χέρια. Σ’ όποιον δεν το δικαιούται και το παρακρατεί. Και τούτο δείχνει εδώ ο ζωγράφος. Δείχνει την ποινή για τον άντρα που άρπαξε τον πίνακα. Γι’ αυτόν που τον υπεξαίρεσε. Θυμίζει την υποχρέωση της θανάτωσης του κλέφτη. Συστήνει το μαχαίρι. Γιατί υπάρχει ο φυσικός αποδέκτης κάθε πίνακα. Ο νόμιμος
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 14
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
κληρονόμος του. Εκείνος μόνο πρέπει να τον έχει και να τον νέμεται. Υπεύθυνος για να τον προστατεύει ορίζεται ένα πρόσωπο σε μια λεπτομέρεια μέσα στον πίνακα. Αργά το καταλαβαίνει ο καλόγερος, και δεν προλαβαίνει τώρα να βγει απ’ το τελάρο, να γλυτώσει τη δέσμευση. Αυτός πρέπει να αποκαταστήσει την αδικία και να επιβάλει την τιμωρία. Αλλιώς, είναι καταδικασμένος να μην ησυχάσει ποτέ. «Ας μην καθόσουνα όμως κι εσύ, πατέρα Βησσαρίωνα, να σε ζωγραφίσει ο Πιοτρ Πετρόβιτς Κοντσαλόφσκι στο εργαστήρι σου, ανάμεσα στα βιβλία σου και στα δύσοσμα δέρματα. Ας μην τον άφηνες», μονολογώ δυνατά. «Ας μην έστεργες να εισβάλει στον ταπεινό κόσμο σου, μόνο και μόνο για να σε κάνει εικόνα και ζωγραφιά. Δεν τη χρειαζόσουνα μια τέτοια δόξα. Θα το χάσεις το φωτοστέφανο της αγιοσύνης σου, αν ετούτο είναι που σε μέλλει. Αμάρτησες, γέροντα, και μ’ έβλαψες, γιατί πρέπει να ξεπληρώσω εγώ το δικό σου χρέος. Αφού σ’ εμένα έλαχε να το δω το μαχαίρι σου. Όποιος έχει την κακοτυχία να διακρίνει τη λεπτομέρεια του πίνακα, πρέπει να αναλαμβάνει μετά την ευθύνη του». Θα τηρηθεί, επομένως, η δέσμευση προς το ζωγράφο. Εγώ θα αναλάβω τη ρήτρα. Θα τον κρατήσω τον όρκο και θα τον πάρω πίσω τον πίνακα. Θα απελευθερώσω τον μακροχρόνιο αιχμάλωτο. Διαφορετικά, ο Πιοτρ Κοντσαλόφσκι είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ούτε ο γερο-Βησσαρίων θα βρει ησυχία στον κάτω κόσμο. Εγώ θα αποδώσω τη δικαιοσύνη. Και θα το κάνω σήμερα κιόλας. Θα τον σκοτώσω αυτό τον άντρα. Τον ένοχο. Θα τον σκοτώσω με τον τρόπο που μου δείχνει ο καλόγερος.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 15
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Επειδή οι άντρες θέλουν σκότωμα. Κι όχι όπως μερικά θηλυκά ψάρια, το αλογάκι της Παναγίας ή κάτι αράχνες, που τρώνε τα αρσενικά αμέσως μόλις σμίξουνε μαζί τους. Καθόλου δεν πρέπει να το αγγίζουνε το γυναικείο κορμί. Παρά μονάχες τους οι γυναίκες, σαν τα λουλούδια, να γονιμοποιούνται. Να ανοίγουν οι στήμονες στη μέση και να γεμίζει ο κόσμος σπόρους. Να φυσάει μετά ένας δυνατός άνεμος και να σκορπίζει το σπόρο προς κάθε κατεύθυνση. Ή να τον μεταφέρουν τα πουλιά, με τα φτερά τους. Χωρίς να το ξέρουν.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 16
Ε Ι χ Ε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα. Και κατουρούσε σαν άλο-
γο. Ώρα ατελείωτη. Τον άκουγα από τη διπλανή, την τουαλέτα των γυναικών, και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Τόσο πολύ κάτουρο. Αύριο θα το μαλώσω το παλιόπαιδο, αποφάσισα, θα του τα ξεριζώσω τ’ αυτιά. Τουλάχιστον να ’κλεινε την πόρτα. Το φροντιστήριό μου δεν είναι το σπίτι του. Και σε τι σπίτι έμαθε να ζει, που αφήνει την πόρτα της τουαλέτας ορθάνοιχτη, χωρίς να φοβάται μην τον δει ο άλλος στην ανάγκη του. Μη δει το πράμα του. Έβραζα από θυμό. Έφυγα και κλείδωσα την πόρτα του φροντιστηρίου Αγγλικών. Τον βρήκα μέσα, εννιά η ώρα την επομένη, όταν πήγα για το πρωινό μάθημα. Είχε κοιμηθεί στο κτήριο όλη νύχτα. Εγώ τον είχα κλειδώσει. Πού να το φανταστώ πως είχε κρυφτεί κάτω από ένα θρανίο, για να με δει να φεύγω. «Τι θες εσύ εδώ;» του φώναξα. «Πώς μπήκες;» «Εσείς, εσείς με κλειδώσατε», ψιθύρισε ντροπιασμένος. «Η οικογένειά σου, οι δικοί σου, δεν θα ανησύχησαν;» κατατρόμαξα.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 17
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Κι αυτό το παιδί με κοίταζε μ’ ένα ύφος «τι με νοιάζει εμένα τώρα η οικογένεια, το σπίτι». Έδειχνε απερίγραπτη έκπληξη, λες και μ’ έβλεπε πρώτη φορά, ή σαν να ’χαμε διακόψει κάποια σπουδαία συζήτηση στη μέση οι δυο μας, την οποία έπρεπε πάση θυσία να συνεχίσουμε. Γύρισα και του ’δωσα μιαν ανάποδη που άστραψε το πρόσωπό του. Μαζεύτηκε στην άκρη ενός θρανίου. Και από εκεί με παρακολουθούσε. Περίμενε μ’ αγωνία τη συνέχεια. «Τι κάθισες;» τον ρώτησα. «Τι περιμένεις;» «Για το μάθημα», μου απάντησε με απόλυτη φυσικότητα. «Άι χάσου», τον έβρισα. «Που θα σ’ έχω εδώ μπάστακα ως τις οχτώ το βράδυ». Και πριν φύγει, «έλα κοντά», πρόσταξα. Τον έσυρα από το σβέρκο στην τουαλέτα, του ’βαλα με το ζόρι το κεφάλι κάτω από τη βρύση, γέμισα τις χούφτες νερό και του ένιψα το πρόσωπο. «Ούι, ούι», βογγούσε κι έτρεμε. «Τι κάνεις έτσι, μωρέ;» αγανάκτησα. «Γιατί βογγάς;» Κι αυτός δεν απαντούσε. Καθώς κρατούσα το πρόσωπό του μες στις χούφτες μου, μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου, κι ύστερα κάτι σαν σαύρα γλίστρησε αναπηδώντας στη ραχοκοκκαλιά μου προς τα κάτω. «Άι χάσου», επανέλαβα τότε και τον έσπρωξα με μιαν αφύσικη δύναμη, που μ’ έκανε να εκπλαγώ. «Εξαφανίσου». Κατέβαινε διστακτικά τις σκάλες γυρίζοντας διαρκώς το κεφάλι πίσω του. Για να με δει. Τι έκανα. Θυμωμένη ακόμα, έσβησα τον πίνακα που εκείνος είχε γεμίσει με ζωγραφιές. Όλη νύχτα ζωγράφιζε. Και ζωγράφιζε σπουδαία, το αλλόκοτο πλάσμα. Λεπτές, απαλές γραμμές. Σκίτσα περίτεχνα. Αφού την άφησα μια ζωγραφιά στην κορφή του πίνακα. Μου ’ρθε κρίμα να 2o
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 18
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
τη σβήσω. Δεν μπόρεσα. Κι απόρησα, τι σόι άνθρωπος ήτανε εκείνο το παιδί. Το πόσο αλλόκοτος ήταν, το διαπίστωσα δύο μήνες αργότερα, παραμονές Χριστουγέννων, όταν κάλεσα, όπως το συνήθιζα κάθε χρόνο, τους μαθητές του φροντιστηρίου από τις μικρές τάξεις στο σπίτι μου, για την καθιερωμένη γιορτή. Αν και δεκαπέντε χρονών, πήγαινε μόνο στην «πρώτη κανονική», με εννιάχρονους, δεκάχρονους συμμαθητές. Είχαν έρθει από την επαρχία οι γονείς του και άργησε ν’ αρχίσει Αγγλικά. Ενώ τ’ άλλα παιδιά είχαν μαζευτεί γύρω μου στο πιάνο, όπου εγώ έπαιζα και τραγουδούσαμε όλοι μαζί, ενθουσιασμένοι, τα αγγλικά χριστουγεννιάτικα κάλαντα, είδα πως αυτός είχε εξαφανιστεί. Αναγκάστηκα να σταματήσω, να σηκωθώ και να τον ψάξω ανήσυχη στα δωμάτια του σπιτιού. Τον βρήκα στην καμαρούλα μου. Στον μικρό, προσωπικό μου χώρο. Είχε ξεκλειδώσει την πόρτα και μπήκε μέσα. Στεκόταν ορθός και κρατούσε με τα δυο του χέρια τον πίνακα. Τα τέντωνε έτσι ώστε να τον βλέπει από απόσταση, τον έφερνε ύστερα πολύ κοντά, στην αγκαλιά του, όπου τον καταφιλούσε, σαν να ήταν εικόνισμα. Κι από τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. «Άσ’ τον κάτω τον πατέρα Βησσαρίωνα», στρίγγλισα, «μη σου κόψω τα χέρια». Τον πήρα και τον κρέμασα στη θέση του. Τον ίσιαξα ύστερα προσεχτικά πάνω στον τοίχο, έκανα δυο βήματα πίσω και τον επισκόπησα. Υποχώρησε ταυτόχρονα μαζί μου, επίσης δυο βήματα, στο πλάι μου ακριβώς. Τον κοίταζε κι ο ίδιος με απίστευτη σοβαρότητα.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 19
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
«Ξέρεις, μωρέ, τι αξία έχει αυτό το έργο;» ψιθύρισα μέσα απ’ τα δόντια μου. Μου κούνησε το κεφάλι αρνητικά, χωρίς να με κοιτάξει, χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον πίνακα. Λες και τον ρωτούσα πραγματικά. Κι έπρεπε να το υπολογίσει. Τον άδραξα αμέσως απ’ τον ώμο και τον έσυρα σηκωτό στο σαλόνι, μέσα στα γέλια των μικρότερων συμμαθητών του. «Σε σκότωσα», του ψιθύρισα στ’ αυτί. «Άμα τον αγγίξεις ποτέ ξανά, σε σκότωσα».
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 20
Τ Α πρόσωπα είναι κάπου κρυμμένα. Τα πρόσωπα της ζωής
μας. Κι εμείς τα βρίσκουμε. Εμείς τα ανακαλύπτουμε. Χρειάζεται μεγάλη τύχη για να φανερωθεί μπροστά σου ολόκληρος κάποιος, και όχι μόνο ένα κομμάτι του. Για να χυθεί το καλούπι του εντός σου κι εσύ να το βγάλεις ανέγγιχτο. Να το γεννήσεις. Γιατί εμείς το γεννάμε ολόκληρο το άλλο πρόσωπο. Tο κυοφορούμε άγνωστο χρόνο, ανύποπτοι, και ξαφνικά, μόλις το δούμε, εκείνη τη στιγμή το αναγνωρίζουμε, και τότε το φέρνουμε στον κόσμο. Οι σοφίες δεν μ’ αρέσουνε. Σοφίες λένε οι γέροι και οι κακοί. Γριά εγώ δεν είμαι, κι ας φαίνεται πως έγινα εξήντα εννιά χρονών. Το μυαλό μου είναι στην Εσθήρ. Γι’ αυτό τα λέω όλα τούτα. Για την Έστα. Εγώ την Έστα την είδα με την πρώτη. Δεν μου χρειάστηκε καθόλου χρόνος. Μου παραδόθηκε αμέσως μόλις την αντίκρισα, και δεν ήθελα να μάθω τίποτε παραπάνω γι’ αυτήν. Άλλο αν δενόμουν ακόμα περισσότερο μαζί της, κάθε φορά που τη συναντούσα, και πήγαινα στην κλινική επί τούτου, για να χαρώ κα2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 21
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
θώς έφευγα, γιατί καταλάβαινα τότε πως ήμουν πιο πολύ κοντά της απ’ όσο όταν είχα έρθει. Έτοιμους ανθρώπους χρειαζόμαστε, γινωμένους, όπως ο καρπός στο δέντρο, κι όχι άγουρους για να τους μελώσουμε εμείς. Δούλευε βοηθός στο ιατρείο. Στην κλινική μικρών ζώων του αδερφού μου του Λάκη. Ήταν κτηνίατρος και η ίδια. Αλλά έχω δυσκολία να μιλήσω γι’ αυτήν. Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Για όλα τα πράγματα δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Γι’ αυτό τα λέω όπως μου ’ρχονται στο νου. Και το χειρότερο, γνωρίζω πως μένω πάντα κολλημένη στην αρχή. Ότι δεν έχω ξεκινήσει. Ούτε να λέω ούτε να πράττω. Μου έχει καρφωθεί ένας φόβος, πως άμα πιάσεις την κλωστή από το μίτο της, από την άκρη της, περιτυλίγεσαι μετά σ’ αυτήν και σέρνεσαι έτσι βίαια ως το τέλος. Κι εκεί, καταλήγεις πνιγμένη. Τώρα όμως ξεκίνησα. Και δεν πρόκειται να το αναβάλω ό,τι έχω αποφασίσει. Σκόρπιες εικόνες είναι η ζωή μου, σαν τραπουλόχαρτα. Τ’ ανακατεύει κάποιος και μου τα μοιράζει. Να παίξω. Να στήσω εγώ το παιχνίδι, μοναχή μου. Ενώ εκείνος κάθεται και με κοιτάει χαιρέκακα, να δει τι είμαι σε θέση να κάνω. Τι θα καταφέρω. Άλλοι τον λένε Θεό και τον εμπιστεύονται, όπως η Έστα. Άλλοι τον λένε διάβολο. Σε τάξη θα τα βάλω η ίδια τα πράγματα. Κι όπως θέλω θα διαλέξω να τα πω. Το λιγότερο που μπορώ, ν’ ανακατέψω τα χαρτιά του. Να χαλάσω τους κανόνες του. Αρχή και τέλος. Να 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 22
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
τον κερδίσω σ’ αυτό το παιχνίδι. Μόνο έτσι έχω μια πιθανότητα να του ξεφύγω. Κρύβοντας και μπλοφάροντας. Ξέρω καλά πως όσους τον εμπιστεύονται, τους εξαπατά. Για τούτο και τον μισώ. Γιατί ξεγέλασε αρκετούς. Ξεγέλασε και την Έστα. Γι’ αυτό πιο πολύ. Και τη φυλάκισε. Την πήρε κοντά του. Και ζουν τώρα μαζί, οι δυο τους, στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βαρνάκοβας. Η Έστα κι ο αιμοβόρος Θεός της. Την Έστα, που όσο ήτανε στον κόσμο, δεν την προστάτεψε, δεν την έσωσε. Σε κανέναν δεν αξίζει αυτή η τιμωρία. Ό,τι και να ’κανε. Τρέμω στην ιδέα πως θα μπορούσε να ’χει κάποιος τέτοια κατάληξη. Μια τέτοια μοίρα. Θα πέθαινα αν ήταν να ζήσω εκεί, στο μοναστήρι, μέσα στο σκοτεινό δάσος. Ένα μαύρο δέντρο, ανάμεσα στ’ άλλα καμένα δέντρα. Ακόμα και για μια μέρα. Ακόμα και για μια ώρα.
22
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 23
Π Η γ Α Ι Ν Α στην κλινική, στην Έστα, όποτε είχα κενό στα μα-
θήματά μου. Συνήθως δύο διδακτικές ώρες τη βδομάδα, σπάνια τρεις. Πεταγόμουν όμως και στα διαλείμματα, για πέντε μονάχα λεπτά. Τόσο είχα ανάγκη να τη δω, την αρραβωνιαστικιά του αδερφού μου. «Τις ούτος ωραίος εξ Εδώμ, και τούτου το ερύθημα, των ιματίων εξ αμπέλου Βοσόρ;» Ψαλμούς απάγγελνε χαρούμενη και στίχους από ιερά βιβλία, μόλις μ’ έβλεπε. Και ανάλογα την περίσταση. Με το τι φορούσα ή τι κρατούσα στα χέρια μου. Εγώ κοκκίνιζα, γινόμουν παντζάρι. Χωρίς να ξέρω το γιατί. Δούλευα πολύ. Δέκα και δώδεκα ώρες διδασκαλίας Αγγλικών τη μέρα. Τις Κυριακές, και τις γιορτές ακόμα, έκανα ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι μου. Ήμουν αναγκασμένη να δουλεύω τόσο σκληρά γιατί έπρεπε να συντηρήσω την οικογένεια. Δούλεψα τα τέσσερα πρώτα χρόνια στη Σχολή Ξένων Γλωσσών «Κόσμος», σ’ ένα από τα πέντε φροντιστήρια που είχε ανοίξει στον Πειραιά ένας πρώην χασάπης από την Αυστραλία ονόματι Μαυρέας, στο παράρτημα του Κορυδαλλού, στην Πλατεία Ελευθερίας. Έβαλα στην άκρη κάμποσα χρήματα –μεθοδική πάντα και πρακτική–, χρεώθηκα, ανοίχτηκα, νοίκιασα το δικό μου κτήριο. Τριώροφο. 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 24
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Απέναντι ακριβώς βρήκε να κτίσει αργότερα την κτηνιατρική του κλινική ο αδερφός μου. Πήρα μαζί μου όλους σχεδόν τους μαθητές από το παλιό φροντιστήριο. Μ’ ακολούθησαν στο δικό μου πια σχολείο, παρόλο που είχα τη φήμη μιας πολύ αυστηρής καθηγήτριας. Πρωτομπήκα σε τάξη δεκαεννιά χρονών, σχεδόν αμέσως μόλις έφτασε η οικογένειά μου απ’ τη Ρωσία. Ότι είχα πάρει το Proficiency και την «επάρκεια διδασκαλίας ξένης γλώσσας» στην Ελλάδα. Έδειχνα όμως πολύ μεγαλύτερη, όπως ήμουν ψηλή και επιβλητική. Στα είκοσι τρία μου άνοιξα τη δική μου επιχείρηση. Όλοι με ορέγονταν. Αγόρια κορίτσια. Γιατί ήμουνα όμορφη. Πρέπει να το ξαναπώ. Τόσο όμορφη, που γινόταν ταραχή στο δρόμο καθώς περνούσα. Και μόλις έμπαινα στα μαγαζιά, σταματάγανε να εξυπηρετούν τους άλλους πελάτες, γυναίκες κι άντρες υπάλληλοι, και σπεύδανε κοντά μου δυο και τρεις ταυτόχρονα. Όταν ανέβαινα τις μαρμάρινες σκάλες του φροντιστηρίου, στριμώχνονταν στο πλατύσκαλο αμέτρητα αγόρια, αναστέναζαν, βογγούσαν σιγανά, αλλά εγώ τα άκουγα και πήγαινα γρηγορότερα, σχεδόν έτρεχα, για να τρέξουν κι αυτά, όλα μαζί, από πίσω μου. Τα κορίτσια ακολουθούσαν ξεφωνίζοντας τρομαγμένα. Ήθελαν να σκεπάσουνε τους αναστεναγμούς των αγοριών και τα χτυπήματα των τακουνιών μου. Έπιανα το σφουγγάρι να καθαρίσω τον πίνακα, τον έσβηνα και λύγιζα πολύ αργά το σώμα μου. Ήξερα πως τα βλέμματα ήταν καρφωμένα στο κορμί μου. Τους τύλιγα όλους. Σαν μακρύ ποτάμι τούς έπαιρνα και τους έπνιγα. Κι ένιωθα άγρια χαρά. Τα κουβαλούσα, αυτά τα μάτια που είχαν αποθέσει πάνω 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 25
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
στο κορμί μου οι μαθητές, ολόκληρη τη μέρα, ως το βράδυ, όταν έπρεπε ν’ αλλάξω, να βγάλω τα ρούχα μου. Φαίνονται υπερβολικά όλα ετούτα και μπορεί να ενοχλούν, αλλά δεν βάζω παραπανήσια. Τα λέω έτσι ακριβώς όπως γίνονταν τα πράγματα. Με λεπτομέρειες που δεν ξεχνώ. Κι αυτό, μόνο πόνο μού δίνει τώρα. Τ’ αναφέρω όμως επειδή τα θεωρώ σημαντικά για να μπορέσει να καταλάβει κανείς όλα όσα πρόκειται να πω. Γιατί θέλω να με καταλάβει. Δεν είχα συναντήσει ποτέ μου κάποια γυναίκα να ’ναι τόσο ωραία όσο ήμουνα εγώ. Ούτε πίστευα πως υπήρχε καμία. Τους άντρες, όσους τολμούσαν να με προσέξουν και μου το ’δειχναν απροκάλυπτα, τους σκότωνα με ένα μόνο κοίταγμά μου. Γι’ αυτό μού βγήκε και το όνομα: «Η φόνισσα». Έτσι μ’ έλεγαν. Οι άντρες όμως δεν μ’ ένοιαζαν. Τώρα πρέπει να δουλέψω, σκεφτόμουν. Να κάνω τη δική μου επιχείρηση. Πρώτα θα σταθώ στα πόδια μου. Δεν έχω άλλη επιλογή. Μετά, βλέπουμε. Είχα να θρέψω τον πατέρα μου, που ήτανε ανίκανος για δουλειά, τον Σεργκέι, τον μεγάλο μου αδερφό, άνθρωπο άρρωστο από γεννησιμιού του, είχα να σπουδάσω και τον Βλαδίμηρο, τον Λάκη, τον μικρότερο αδερφό μου. Θέλαμε να γίνει γιατρός στην οικογένεια. Έγινε εν τέλει κτηνίατρος. Χρόνια τον έτρεφα στη Γαλλία. Εκεί πέρα άλλαξε και το ρώσικο όνομά του, το ’καμε Ευάγγελος – αυτός που φέρνει στον άλλο τη χαρά. Φτύνω με περιφρόνηση όσο το σκέφτομαι. Με ρούφηξε ο Λάκης, με στέγνωσε μέχρι να πάρει το πτυχίο. Έπρεπε να φροντίσω και τη μάνα μου. Όλοι από εμένα κρεμόντουσαν. Όλοι τους από πάνω μου. 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 26
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Δεν υπήρχε, δηλαδή, καιρός για άντρες. Δεν μου περίσσευε. Ούτε μπορούσα να φανταστώ κάποιον αντάξιό μου, για να πω την αλήθεια μου. Δεν είχα να περιμένω τίποτε από έναν άντρα. Η μάνα μού επαναλάμβανε όλη την ώρα πως ήθελαν να μ’ εκμεταλλευτούν οικονομικά. Πως αυτό μόνο σκοπεύουν οι άντρες να πετύχουν από τις γυναίκες. Να τις εκμεταλλευτούν. Με κάθε τρόπο. Ώσπου την πίστεψα. Έβλεπα και τους δικούς μου, τους άντρες της οικογένειάς μου. Τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου. Τον Σεργκέι και τον Βλαδίμηρο. Δεν χρειαζόμουν περισσότερα. Ο ένας χειρότερος από τον άλλο. Ζούσαν κι οι τρεις τους σε βάρος μας. Τσιμπούρια, πρώτα πάνω στη μάνα μου και μετά σ’ εμένα. Δεν μου έλειπε κανένας άντρας. Για οικογένεια, παιδιά, ούτε μου περνούσε από το νου. Αργότερα, πολύ αργότερα. Έχω καιρό. Αυτό πίστευα. Είχα και την Έστα για να χαίρομαι. Να πετάγομαι να τη βλέπω. Και πέντε λεπτά μαζί της μου ήταν αρκετά. Πέντε λεπτά μού έφταναν. Με γέμιζαν. Έμενα έτσι ακίνητη όλη μου τη ζωή και δεν τις άκουγα τις αλυσίδες μου. Μόνο τώρα τις ακούω, σκουριασμένες κάτω στα πόδια μου, να αναδεύονται, καθώς τις σέρνω αργά. Γιατί εγώ τώρα βαδίζω. Τώρα τον βρήκα το δρόμο μου. Τόσα χρόνια ήμουν εγκλωβισμένη στο αδιέξοδο, αλλά, όταν το αδιέξοδο είναι πολύ μακρύ, τότε γίνεται δρόμος. Έτσι άκουσα να λένε. Κι έτσι είναι. 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 27
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Ξεπατικώνω τις εικόνες της ζωής μου και τις ενώνω προσεχτικά. Τις ράβω κομμάτια κομμάτια, μπαλώματα μπαλώματα, καθώς γράφω και στήνω και μεθοδεύω ετούτη την ιστορία. Τη μόνη μου περιπέτεια. Την καταπίνω, τη μηρυκάζω, όσο πλησιάζω κοντά του. Τη συγκροτώ. Κι είμαι ένα μαύρο θηρίο. Διψασμένο για το αίμα του. Ο Λάκης γνώρισε την Έστα στη Γαλλία, φοιτητής στο πρώτο έτος. Εκείνη είχε σπουδάσει στην ίδια σχολή και εργαζόταν ήδη στη Λυών ως κτηνίατρος. Ήταν μεγαλύτερή του οχτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν πίστευα πως ο αδερφός μου θα έβγαζε ποτέ κάποια σχολή. Φυγόπονος και χωρίς καμιά φιλοδοξία. Στάθηκε τυχερός. Βρήκε την Έστα, έμεινε μαζί της στη Γαλλία και κατόρθωσε με τη βοήθειά της να τελειώσει την Κτηνιατρική. Η Έστα. Ψηλή, εύσωμη, με βλοσυρό πρόσωπο. Είχε πολύ πυκνά φρύδια, δεν τα έβγαζε ποτέ, και μάτια μεγάλα, μαύρα. Το χαρακτηριστικό της όμως γνώρισμα ήταν η φωνή της. Βαριά, βραχνή, αλλά απίστευτα μελωδική. Αναστατώθηκα μόλις την πρωτοαντίκρισα. Κι εκείνη κάρφωσε τα μάτια της πάνω μου και δεν τα ’παιρνε. Κοίταζε με ενοχλητική περιέργεια. Σαν να ήμουν εγώ ένα σπάνιο φυτό ή κάποιο παράξενο ζώο, που όμοιό του δεν είχε φανταστεί πως υπήρχε στην πλάση. Με κοίταζε να δει αν ήμουν επικίνδυνο ή άκακο. Απ’ ό,τι έμαθα αργότερα, ο Λάκης την ξεζούμιζε, όπως εμένα. Αλήτευε τις νύχτες ο αδερφός μου, κι όλη τη μέρα κοιμόταν. 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 28
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Τις εργασίες του στο πανεπιστήμιο η Έστα τις έγραφε. Ουσιαστικά η Έστα έβγαλε τη σχολή, για δεύτερη φορά, κι εκείνη του ’δωσε το πτυχίο. Ήρθαν μετά στην Αθήνα, την αρραβωνιάστηκε, μόνο και μόνο για να πουλήσει τα δυο διαμερίσματά της στο Μαρούσι και ν’ αγοράσει αυτός μια μονοκατοικία στον Κορυδαλλό, όπου έκτισε την επιβλητική κτηνιατρική κλινική του. Με τα χρήματά της, την περιουσία της. Είχε μέσα ακτινολογικό εργαστήριο, μικροβιολογικό τμήμα κι άλλες πολυτέλειες, εγκαταστάσεις άγνωστες στην Ελλάδα. Την ανάγκασε την Έστα, αργότερα, να γράψει τη μονοκατοικία και την κλινική στο όνομά του. Την ίδια την έχρισε βοηθό του. Ήταν, ίσως, η πιο σύγχρονη κτηνιατρική κλινική στη χώρα. Δέσποζε στην πλατεία Ελευθερίας του Κορυδαλλού, κι αναβόσβηνε η πινακίδα νέον με τ’ όνομά του νύχτα μέρα: «Ευάγγελος Βαλαβανίδης: Κτηνιατρική πολυκλινική». Η Έστα έδειχνε υπομονετική. Ίδια η μάνα μου. Τι αισθήματα έτρεφε για τον Λάκη, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω. «Ό,τι πεις εσύ, Λάκη». «Ναι, Λάκη». «Γιατί;» τη ρώτησα, «γιατί του λες σ’ όλα ναι;» Τότε πλησίασε κοντά μου, πήρε το πρόσωπό μου μέσα στις χούφτες της και μου ίσιαξε πολύ αργά και με φοβερή προσοχή τα φρύδια. Με πραγματική αγωνία. Χωρίς να μιλάει. Σαν να ’βαζε εκείνη τη στιγμή όλα τα πράγματα σε μια τέλεια τάξη. Περνούσε κατόπιν τα δάχτυλά της στο μέτωπό μου και τέντωνε, από το κέντρο ως τους κροτάφους, πρώτα το μισό δέρμα του μετώπου μου, ύστερα το άλλο μισό. Μου χάιδευε τα μάγουλα με την ίδια προσοχή. Με την ίδια προσήλωση, μην τυχόν και κάνει κίνηση αδέξια, μην παρεκτραπεί. 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 29
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Κι απότομα μου ’σφιξε το σαγόνι δυνατά, τόσο, που με πόνεσε. Ήθελε να μου μιλήσει με τα δάχτυλα. «Είσαι όμορφη. Είσαι πολύ όμορφη. Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο», βόγγηξε. Αυτό βρήκε να μου απαντήσει. Λες κι εγώ δεν θα καταλάβαινα τίποτα, και σαν να ήταν μάταιο να μου εξηγήσει γιατί έλεγε ναι στον Λάκη. Σηκώθηκε μετά και βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο. Ήμουν κατάπληκτη, γιατί πρώτη φορά με χάιδευε άνθρωπος. Ούτε η μάνα μου ούτε ο πατέρας μου μ’ είχαν χαϊδέψει. Δεν τα ήξερα εγώ αυτά. Δεν ήξερα από φιλιά και χάδια. Λίγο καιρό αργότερα, όταν έμαθα πως ο Λάκης διατηρούσε σχέση με άλλη γυναίκα, έσπευσα να της το πω. Είχα μια συμπάθεια για την Έστα. Μιαν ανεξήγητη έλξη. Μ’ αυτήν ένιωθα συγγένεια, όχι με τον αδερφό μου. Ήταν το μόνο πρόσωπο που μπορούσα ν’ ακουμπήσω πάνω της, στον ώμο της, να κλείσω τα μάτια και ν’ αφεθώ, ν’ αποκοιμηθώ εκεί. Όταν συνερχόμουνα, τη ρωτούσα έντρομη: «Πόση ώρα πέρασε;» Και πεταγόμουν όρθια να τρέξω στο φροντιστήριο, να προλάβω το μάθημά μου. «Πολλή», απαντούσε η φίλη μου και μου τακτοποιούσε τα μαλλιά και με φιλούσε και με σενιάριζε. Αργά, χωρίς να βιάζεται. Δεν μ’ άφηνε να φύγω αφρόντιστη. Πήγαινα στο μάθημά μου ανάλαφρη. Αυτή την ελαφράδα δεν πρόκειται να την ξεχάσω. «Είμαι καλή;» τη ρώτησα κάποτε κι ενώ είχα αρχίσει ήδη να φεύγω τρέχοντας, όπως ήταν η συνήθειά μου. «Καλή είσαι, αλλά άγουρη. Σαν ξινό κορόμηλο. Και πάντα άγουρη θα μένεις». 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:27 ΜΜ Page 30
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Σταμάτησα να τρέχω, γύρισα και την κοίταξα. Τον είχα αυτόν το φόβο μέσα μου. «Μη φοβάσαι», γέλασε. «Εγώ τ’ αγαπώ τα ξινά».
Δεν μ’ αρέσει να τα εκστομίζω όλα αυτά. Λεπτομέρειες ασήμαντες. Όμως, τώρα που τα λέω, τώρα τα αισθάνομαι κι εγώ. Τώρα τα θυμάμαι. Σαν να γίνονται αυτή τη στιγμή, από την αρχή. Να γεννιόνται ξανά.
«Τι γνώμη έχεις για την απιστία;» της είπα για να της το φέρω πιο μαλακά, να μάθει πως ο Λάκης την απατούσε. «Δεν υπάρχει απιστία», μου απάντησε. «Υπάρχει μόνο πίστη. Όταν αυτή χαθεί, απλά ο ένας γίνεται κάποιος άλλος. Δεν είναι πια το ίδιο πρόσωπο. Το ότι έχουμε αλλάξει, κι εμείς ακόμα, το διαπιστώνουμε εκ των υστέρων, αφού μας έχει συμβεί. Αλλά ετούτα τα πράγματα τα κανονίζει ο Θεός», αναστέναξε. «Δεν εξαρτώνται από μας». Εκεί που ήτανε σοφή γυναίκα, μέσα σ’ ένα λεπτό γινόταν μια γριά στυφή. «Ποιος Θεός;» αγανάκτησα. «Σύνελθε. Είσαι πάντα η κόρη του παπά, από το χωριό Τείχιον της Δωρίδος. Κι έχεις χτίσει ένα τείχος γύρω σου. Δεν βλέπεις τι σου γίνεται». «Εξυπνάδες», δυσφόρησε έντονα. «Πώς τα συνταίριαξες όλα αυτά; Χαζομάρες που λένε οι καθηγήτριες στα σχολεία, κακοποιώντας τον Καβάφη. Ξένα λόγια, ψεύτικα. Δεν σου πάνε εσένα τα ξένα λόγια. Εσύ όμως δεν πήγες εδώ σχολείο, πήγες στη Ρωσία, από ποιον τ’ άκουσες και τα επαναλαμβάνεις; Α
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 31
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
πορώ μαζί σου. Τα δικά σου λόγια σού φτάνουν και σου περισσεύουν, και μ’ αυτά να μιλάς». Πρώτη φορά είχε θυμώσει μαζί μου. «Άκου, θα μιλήσω συγκεκριμένα, αφού το θες», της είπα. «Σουτ, μη λες άλλα», μ’ έκοψε τότε η Έστα, βάζοντας το δάχτυλό της πάνω στα χείλη μου. «Δεν με νοιάζει τίποτα. Εγώ θέλω μόνο να σε βλέπω, και να σου παίρνω τις έγνοιες, όχι να σε φορτώνω τις δικές μου. Μου είναι αρκετό να σε βλέπω. Ετούτη η χαρά μού φτάνει και μου περισσεύει, κουνιαδούλα μου». «Ε, δεν θα ’μαι για πολύ η κουνιάδα σου, Έστα», ξέσπασα. «Αυτό θέλω να σου πω. Γιατί πρέπει να σε προστατέψω. Έφτασες τριάντα πέντε, αν δεν παντρευτείς τώρα, αν δεν τον αναγκάσεις τον Λάκη, θα σ’ αφήσει. Θα βρει κάποιαν άλλη. Έχει ήδη βρει μιαν άλλη, άμα θες να το ξέρεις». «Μη φοβάσαι», γέλασε με τη βραχνή, τη μοναδική φωνή της. «Τον γνωρίζω τόσο όσο κι εσύ. Άκου με. Έχω χτήματα στο χωριό. Μεγάλη περιουσία άφησε ο παπα-Γιώργης στη μοναχοκόρη του. Το ’χει υπόψη του αυτό ο αδερφός σου, και δεν θα μ’ αφήσει. Άσ’ τον να κυνηγά την ουρά του, σαν τον σκύλο. Οι άντρες είναι ή σκύλοι ή γουρούνια. Συνήθως και τα δύο. Δεν την αντέχουν την αγάπη. Ή θα κυνηγάνε ασταμάτητα το θηλυκό και θα ’ναι μόνιμα λαχανιασμένοι, με τη γλώσσα έξω κρεμασμένη, αφού δεν μπορούν να φτάσουν ποτέ καμιά γυναίκα –τρέχουν και δεν φτάνουν–, ή σαν τα γουρούνια θα μισοκοιμούνται ράθυμα όλη μέρα. Σ’ απόγνωση κι απελπισία. Συνήθως εκεί καταλήγουν», συμπλήρωσε μετά από σιωπή. «Πού;» την κοίταξα με απορία. «Στο γουρούνι», εξήγησε. «Πίστεψέ με». Την πίστεψα. Δεν ξέρω αν την είχα από τη μάνα μου αυτή τη γνώμη, πως οι άντρες θέλουν τις γυναίκες μόνο για εκμετάλλευ
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 32
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
ση και πως όλοι τους είναι γουρούνια, ή αν η Έστα την επέβαλε και την έκανε να ριζώσει μέσα μου. Σηκώθηκε μετά όρθια –ήταν νευρώδης και ευκίνητη, παρόλο το πάχος της–, τακτοποίησε όπως πάντα τα μαλλιά μου, ίσιαξε το φουστάνι μου, με φίλησε, «φύγε τώρα για το σχολείο σου», με πρόσταξε σαν μαμά. «Γρήγορα στο μάθημά σου, να προλάβεις. Και να μην ανησυχείς, ο αδερφός σου δεν πρόκειται να μ’ αφήσει ποτέ». Κι ενώ έφευγα, μου φώναξε δύο φορές «ευχαριστώ». «Για ποιο λόγο;» απάντησα χωρίς να σταματήσω. «Επειδή με προστάτεψες», ήρθε έναν τόνο πιο βραχνή η φωνή της. Σ’ εμένα μόνο μιλούσε. Φλυαρούσε μαζί μου. Μ’ όλους τους άλλους έδειχνε απρόσιτη. Σχεδόν εχθρική. Για την Έστα δυσκολεύομαι, τόσα χρόνια μετά, να καταλήξω αν ήταν καλοσυνάτη ή μια ύπουλη και σκοτεινή γυναίκα, που έκρυβε τα πραγματικά της αισθήματα. Όπως δεν μπορούσα να δικαιολογήσω την προσήλωσή της προς τα θεία. Γιατί τα θεία εγώ τ’ απεχθάνομαι, μου φέρνουν αναγούλα. Όμως εμένα μ’ αγάπαγε η Έστα. Αυτό το ’χω σίγουρο. Και μ’ αγαπάει ακόμα.
2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 33
«Ε Ι Ν Α Ι εκατόν ενενήντα δύο σκαλοπάτια», είπε. Προχώρησε κι άρχισε να τ’ ανεβαίνει βιαστικά, χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Γρήγορα τον έχασα από τα μάτια μου. Κάθισα μαζεμένη κουβάρι στη μέση της Σκάλας Ποτέμκιν, στην Οδησσό. Σκεφτόμουν πως ο πατέρας μου θα περπατούσε ήδη ανάμεσα στα δέντρα, μέσα στο πάρκο. Ότι θα απομακρυνόταν. Ν’ ανέβω άλλο δεν μπορούσα. Ούτε ένα σκαλοπάτι. Μήτε και να κατέβω προς το λιμάνι. Ούτε ένα σκαλοπάτι. Έμενα εκεί, κολλημένη. Κι άνθρωπος δεν φαινόταν πουθενά. Ψυχή ζώσα. Μαύρες μαούνες και άλλα σκουριασμένα καράβια στη θάλασσα. Κι αυτά ακίνητα. Καράβια φορτωμένα πανύψηλους γερανούς. Με τους σιδερένιους γάντζους να κρέμονται. Πολύ κοντά στο κεφάλι μου πετούσαν γλάροι, κρώζοντας όλοι μαζί. Αμέτρητοι πεινασμένοι γλάροι έκαναν κύκλους. Μετά από κάθε στροφή τους, φτεροκοπούσαν όλο και πιο χαμηλά πάνω μου. Ο ένας μετά τον άλλο. Ήμουν καρφωμένη στις ατέλειωτες σκάλες και κρατούσα την ανάσα μου. Τεσσάρων χρονών. o
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 34
Ε Ι χ Ε αδειάσει το φροντιστήριο, είχαν φύγει τα παιδιά, κι αυ-
τός περίμενε στο διάδρομο, έξω από την τουαλέτα όπου χτενιζόμουν, με την πόρτα μισάνοιχτη. Ο παράξενος μαθητής μου έμεινε πάλι τελευταίος. Νόμιζα πως ήμουν μόνη. Τον είδα ξαφνικά πίσω μου μέσα από τον καθρέφτη. Ήταν αμέσως μετά τα Χριστούγεννα, το νέο έτος 1960. H πρώτη ημέρα των μαθημάτων. «Τι θέλεις τώρα, Πέτρο;» είπα χωρίς να γυρίσω να τον δω. «Ξέρετε όλους τους χορούς, κυρία;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με με απέραντο θαυμασμό. Δεν θα καταλάβαινε ότι τον έβλεπα. «Όχι όλους, ξέρω πολλούς», απάντησα. «Ποιος σας τους έμαθε;» «Η μαμά μου. Είναι Ρωσίδα πριγκίπισσα, Τάταρη στην καταγωγή», τον πληροφόρησα περήφανη. Βγήκα, έκλεισα προσεχτικά την πόρτα της τουαλέτας, ύστερα κλείδωσα και την πόρτα του γραφείου. «Ικανοποιήθηκες τώρα; Έχεις κάτι άλλο να με ρωτήσεις; Γιατί βιάζομαι», του είπα κι άρχισα να κατεβαίνω πρώτη τις σκάλες. Σταμάτησε. Σταμάτησε πίσω μου. «Έλα, έλα, τι έμεινες ακίνητος;» γύρισα και του φώναξα. «Προχώρα».
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 35
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
«Βαλς ξέρετε;» «Ασφαλώς», απάντησα θιγμένη. «Θέλω να με μάθετε». «Γιατί βαλς, για ποιο λόγο;» απόρησα, εκεί, στη μέση της σκάλας. «Δεν μπορώ να σας πω. Δεν θα με καταλάβετε», αποκρίθηκε, παράταιρα σοβαρός. «Σας παρακαλώ, θα με μάθετε βαλς;» επέμεινε. Με εκλιπαρούσε σαν μωρό. «Καλά, γίνονται αυτά τα πράγματα που μου ζητάς;» διαμαρτυρήθηκα. «Θα σας πληρώσω όσο όσο». «Έχεις λεφτά;» γέλασα. «Και πού τα βρήκες;» «Δουλεύω τα καλοκαίρια. Δουλεύω από οχτώ χρονών, κυρία». «Και τι δουλειά κάνεις, αν επιτρέπεται;» τον ειρωνεύτηκα. «Βοηθός γκαρσόνι, μπακαλόγατος, παιδί σε κουρείο, αυτά και άλλα πολλά». «Δεν μπορείς να με πληρώσεις για να σε μάθω να χορεύεις», του είπα. «Δεν έχω το χρόνο. Κι ούτε είναι αυτή η δουλειά μου». Δέχτηκα να του διδάξω τους ευρωπαϊκούς χορούς. Χωρίς αμοιβή. Με συγκίνησε, φαίνεται, που εργαζόταν από τόσο μικρός. Ένιωθα να ταυτίζομαι μ’ εκείνο το παιδί. Γι’ αυτόν το λόγο το έκανα. Έτσι έλεγα σ’ όποιον με ρωτούσε. «Να δω τι άλλο θα μου ζητήσεις ακόμα», σάρκασα. Και τότε τον κοίταξα για πρώτη φορά, και τον είδα ολόκληρο τρία σκαλοπάτια πιο πάνω μου. Ήταν ψηλός, πολύ πιο ψηλός από μένα. Πανύψηλος μου φάνηκε. Κι έλαμπε. Πάντα έλαμπε ο Πέτρος Φωκάς. Όσα χρόνια τον ήξερα.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 36
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
«Τίποτα», μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς να προσπαθεί να κρύψει πως μου έλεγε ψέματα. Ότι θα μου ζητούσε σύντομα και κάτι άλλο. Για μια στιγμή μού έκανε ζαβολιά το μυαλό μου, εκεί στις σκάλες, όπως ήμασταν ορθοί κι οι δύο –αυτός από πάνω, εγώ τρία σκαλοπάτια πιο κάτω–, και τον σκέφτηκα σαν άντρα. Ανησύχησα, φοβήθηκα, αλλά τη διέγραψα αμέσως από το μυαλό μου εκείνη τη σκέψη. Την έσβησα. Ανέβηκα τα τρία σκαλοπάτια, πήγα και στάθηκα πλάι του, αναμετρήθηκα μαζί του, ύστερα απομακρύνθηκα, έφτασα γρήγορα στη σιδερένια εξώπορτα του φροντιστηρίου και την άνοιξα διάπλατα. «Φύγε, φύγε αμέσως. Αργήσαμε», του έδειξα την έξοδο. Πολύ αυστηρή. Μόλις βγήκε, τράβηξα τη βαριά πόρτα πίσω του. Κανόνισα να ’ρχεται για μισή ώρα κάθε δεκαπέντε μέρες. Χόρευε μαζί μου άκαμπτος και σοβαρός, λες και βρισκόταν στη μεγάλη σάλα των χειμερινών ανακτόρων των Ρομανώφ, σ’ επίσημη βασιλική βεγγέρα. Και σαν να είχε έναν άλλο εαυτό, που τον θαύμαζε και τον επιτηρούσε. «Χαλάρωσε», τον πρόσταξα θυμωμένη την πρώτη φορά. Και νόμισα ότι δεν απευθυνόμουν σ’ αυτόν, παρά σ’ εμένα την ίδια. Πέρασαν τρεις μήνες και τον συνήθισα. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως περίμενα τη μέρα του μαθήματος, τη μισή ώρα μαζί του, με μεγάλη ανυπομονησία. Τα μαθήματα γίνονταν στην καμαρούλα. Το ’χε βάλει αυτό ως όρο. Τον ενέπνεε, έλεγε, ο πίνακας και το περιβάλλον του δωματίου μου. Του θύμιζε τη Ρωσία. Υπήρχαν ένα σαμοβάρι και δυο μεγάλες μπάμπουσκες –οι
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 37
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ρώσικες κούκλες, οι χωνευτές η μια μέσα στην άλλη– όλα κι όλα μες στο δωμάτιο. Κι ο πίνακας. Ο πατήρ Βησσαρίων, που παρακολουθούσε από ψηλά. Κρεμασμένος. Αυτά του ’φταναν και του περίσσευαν για να νομίζει πως βρίσκεται στη Ρωσία. Ήταν στενή η κάμαρά μου, αλλά μπροστά της υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος. Εκεί μπορούσαμε να χορεύουμε. Του ’καμα τη χάρη να γίνεται το μάθημα στον προσωπικό μου χώρο, παρόλο που μου είχε φανεί υπερβολική η απαίτησή του – δεν ήταν σε θέση να βάζει όρους. Ήμουν περίεργη να δω τι άλλο θα μου ζητούσε. Το ’ξερα, η υπερβολή είναι το πρώτο βήμα για να φτάσει κανείς κάπου αλλού, στον μεγαλύτερο στόχο που έχει βάλει με το νου του. Το ’ξερα και ανέμενα. «Πες μου, σε παρακαλώ, εξήγησέ μου, πού τον βρήκες τον πίνακα;» είπε με πραγματική αγωνία και τον κοίταζε εκστασιασμένος, αφού είχαμε ήδη κάνει κάμποσα μαθήματα. Το κράταγε, φαίνεται, τόσον καιρό, τον έτρωγε μέσα του, αλλά περίμενε να ’ρθει η ώρα να το ρωτήσει. Του ’φερα γλυκό του κουταλιού, που ήξερα ότι του άρεσε, και κάθισα δίπλα του, απορημένη κι εγώ με τον εαυτό μου. Δεν φημιζόμουν για την καλοσύνη μου. Όλοι με είχανε για κακιά, για επηρμένη, και το χρέωναν αυτό στην ομορφιά μου, πράγμα που καθόλου δεν με πείραζε. Δεν μ’ ένοιαζε η καλή γνώμη των άλλων για μένα. Σαν να μην υπήρχαν. Και για την ομορφιά μου περηφανευόμουν. Όμως ετούτος ο μικρός μού κινούσε την περιέργεια, μ’ έκανε
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 38
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
για κάποιο λόγο να ντρέπομαι, να νιώθω αμήχανα, να αισθάνομαι ένοχη. Η αφέλεια, η πραγματική αγωνία με την οποία με ρωτούσε, με αφόπλιζαν. Και σ’ αυτήν υποχώρησα. Κάθισα δίπλα του και του μίλησα για την οικογένειά μου. Για τη Ρωσία. Για την Οδησσό, τη Μαριούπολη και το Καζακστάν της εξορίας μας. Για τη μάνα, τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου. Για μένα την ίδια. Και για τον πίνακα του Κοντσαλόφσκι ακόμα. Του τα ’πα όλα. Είχα ανάγκη να τα βγάλω από μέσα μου. Να τα πω σε κάποιον. Να τα ξεφορτωθώ. Και βρήκα εκείνο το παιδί να εξομολογηθώ. Με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, πάσχιζε να μη χάσει λέξη απ’ όσα έλεγα, να μην του πέσει κάτω ψίχα. Άκουγε έντρομος. «Πώς κάνεις έτσι; Για ποιο λόγο σ’ ενδιαφέρουν τόσο αυτά που λέω;» ενοχλήθηκα. «Και γιατί φοβάσαι;» Σήκωσε τους ώμους. «Ό,τι αγαπάμε δεν μας φοβίζει;» με ρώτησε. «Άκου να σου πω», τον αποπήρα και επανέλαβα τα λόγια της Έστας. «Μη μου παριστάνεις εμένα τον σοφό. Και να μιλάς μόνο για όσα ξέρεις. Όχι μέσα από τα βιβλία. Κουβέντες δανεικές, από ανθρώπους ξένους και αγνώστους σου». «Για τον πίνακα δεν μου ’πες», με επανέφερε, με φανερό φόβο μη λοξοδρομήσω και σταματήσω την αφήγηση. «Ο πατέρας μου ήταν φύλακας στο Μουσείο της Μόσχας», συνέχισα δίνοντας τόπο στην οργή, «από εκεί τον έχουμε τον πίνακα. Όταν φύγαμε από τη Ρωσία, τον τύλιξε μέσα σε μια κουβέρτα και τον φέραμε κρυφά στην Ελλάδα». «Τον κλέψατε δηλαδή;» ρώτησε με έξαψη και τα μάτια του άστραψαν. Όλο φανταζόταν ό,τι ήθελε.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 39
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
«Από τα μέρη του Καυκάσου», συνέχισα εγώ, αγνοώντας τον πάλι, «ο Στάλιν μάς εξόρισε, όλους τους Ποντίους, στις στέπες του Καζακστάν. Τότε εξόρισε και τον πατέρα μου. Η μητέρα μου, αν και Ρωσίδα υπήκοος, αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει, με τον Σεργκέι δεκαοχτώ χρόνων, εμένα ούτε δεκατρία και τον Λάκη στα έντεκα. »Η πρώτη εξορία των Ποντίων είχε γίνει το 1936, κι ετούτος, ο μεγάλος διωγμός μας έγινε το 1949. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνοπόντιοι κατατάχθηκαν στην κατηγορία των “ειδικώς απελαθέντων” και εξορίστηκαν στην κεντρική Ασία. Ισχυρές δυνάμεις της κρατικής Ασφάλειας, της Νι-Κα-Βε-Ντε, του φοβερού Μπέρια, περικύκλωναν τη νύχτα τα ποντιακά χωριά και υποχρέωναν με τα όπλα τους χωρικούς να ετοιμαστούν μέσα σε λίγη ώρα και να φύγουν. »Μας έδωσαν κι εμάς διορία σαράντα λεπτών, να πάρουμε τα αναγκαία, και μας ανέβασαν μετά σε στρατιωτικά καμιόνια. Μας μετέφεραν σε κοντινούς σιδηροδρομικούς σταθμούς, απ’ όπου μας στρίμωξαν μέσα σε τρένα για το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, σε μεταλλεία μολύβδου και σε βαμβακοφυτείες. Σε τόπους τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ τα προγονικά μας μέρη». Μιλούσα κι είχα αποκοπεί από εκείνον. Ήμουνα αλλού. Τα επαναλάμβανα στον εαυτό μου για να τα χωνέψω. «Πολλοί λαοί του Καυκάσου είχαν εκτοπιστεί εκεί μαζί μας. Τούρκοι, Τσετσένοι, Οσετιανοί, Τάταροι, Αρμένιοι. Μας βάλαν μέσα σε στάβλους αλόγων στην αρχή, μέσα στις “γιούρτες” που υπήρχαν στο κολχόζ, σε πρόχειρες τρώγλες. Αργότερα μας δώσανε σπίτια των δύο δωματίων. Κάτι ξύλινες παράγκες». Ο Πέτρος μ’ έκοψε, δεν τον ένοιαζαν όσα του ’λεγα, δεν ήθελε ν’ ακούσει περισσότερα, και επιχείρησε να με επαναφέρει.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 40
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
«Γιατί, με ποια κατηγορία;» με ρώτησε, για να κλείσω την εξιστόρηση. «Χωρίς καμιά εξήγηση, καμιά δικαιολογία. “Διαταγή του κράτους”, επαναλάμβαναν οι στρατιώτες». Διηγιόμουνα σαν να του ’λεγα μια ξένη ιστορία, στην οποία εγώ δεν είχα μετάσχει. Σαν ν’ αναφερόμουν σ’ ένα χρόνο νεκρό και να ’θελα να του πω ότι δεν ήμουν εγώ εκείνη που έβλεπε, παρά ένα άλλο πλάσμα, ένα θηρίο που είχε ζήσει μέσα σε κλουβί και είχε εξημερωθεί. Πως κι η ίδια δεν ήξερα αν αυτό ήταν οριστικό ή πρόσκαιρο. Αν θα ξυπνούσα μια μέρα άγρια κι ανήμερη πάλι. «Τι έγινε και γυρίσατε πίσω από τη Ρωσία, η οικογένειά σου; Γιατί καταλήξατε στην Ελλάδα, μόνοι σας εσείς, χωριστά από τους άλλους Ρωσοπόντιους;» απαίτησε να μάθει. «Οι περισσότεροι δεν έχουν επιστρέψει ακόμα. Πασχίζουν να γυρίσουν, να πεθάνουν στον τόπο τους, αλλά βρίσκουν χίλιες δυσκολίες». Τον κοίταξα έκπληκτη που γνώριζε τόσα πράγματα. «Το ’χω ερευνήσει αυτό, το ξέρω», είπε. «Γιατί;» τον ρώτησα. «Έχω λόγους, έχω λόγους», επανέλαβε με μια αστεία σοβαρότητα. Επέμεινε να ζητάει λεπτομέρειες, έδειχνε πως ήθελε να λύσει μια απορία του, ένα γρίφο, σε σχέση με τη δική μου οικογένεια και τη μοίρα των άλλων Ποντίων. Προσπαθούσε να καταλάβει. Νόμισα πως νοιαζόταν να σχηματίσει μια συνολική άποψη, κι όχι να μάθει τη δική μου, την προσωπική μου ιστορία. Αλλά έκανα λάθος. «Η κάθε οικογένεια έχει την ιστορία της», τον μάλωσα. «Μην κάνεις σαν καλός μαθητής. Ξέρεις τι σιχαίνονται, όπως τις αμαρτίες τους, οι δάσκαλοι;» Με κοίταξε απορημένος.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 41
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
«Τους καλούς μαθητές», τον πληροφόρησα. Θα του ’λεγα ό,τι ήθελα να του πω, πείσμωσα. Θα μιλούσα όπως χρειαζόταν η ψυχή μου. Δεν θα με ανέκρινε αυτός ο φαντασμένος νεαρός. Ούτε θα του επέτρεπα να βάλει στη δική του τάξη τις σκέψεις μου. «Η μάνα μου ήταν ήδη τριάντα ενός χρονών και ο πατέρας μου είκοσι ένα», συνέχισα να του αφηγούμαι, «όταν τον πήρε κρυφά τον πίνακα από τη Μόσχα, το 1931, οπότε και μετακόμισαν στην Οδησσό. Περισσότερο για να κάνει τη χάρη της μάνας μου, τον είχε ικετέψει γι’ αυτό. Δεν ήξερε την αξία του. Δεν την αναγνώριζε ο πατέρας μου. Γιατί έχει μεγάλη αξία ο πίνακας», σταμάτησα και τον κοίταξα να δω αν με παρακολουθεί. «Το ’χω υπόψη μου», απάντησε με φυσικότητα και με ανεξήγητη ζέση. Έδειχνε να τον ενδιαφέρουν όσα έλεγα πιο πολύ απ’ ό,τι εμένα την ίδια. «Αλλά πώς τα ξέρεις εσύ όλα ετούτα, για τον πίνακα; Ποιος σου τα είπε;» επέμεινε να μάθει. «Μου τα διηγήθηκε η μάνα μου, και μου ’πε όλη την αλήθεια. Δεν λέει ποτέ ψέματα η μάνα μου», του δήλωσα. Έτσι πίστευα. «Το γνωρίζω καλά πως έχει μεγάλη αξία ο πίνακας», επανέλαβε για να δικαιολογήσει την άπρεπη αμφισβήτησή του. «Το ξέρω». «Τίποτα δεν ξέρεις», θύμωσα, προσπαθώντας με ξαφνική αγωνία να βγω από την παράσταση στην οποία λάβαινα μέρος. Να ξεφύγω από το ρόλο που έπαιζα ακούσια, χωρίς να μπορώ να φανταστώ ποιος ήταν ακριβώς αυτός ο ρόλος, χωρίς να έχω γνώση. Λες κι εκείνο το παιδί μού τον επέβαλε. «Έχει εκατομμύρια, μ’ ακούς; Εκατομμύρια», επέμεινα με δυσανάλογα δυνατή φωνή, για να ξυπνήσω η ίδια. «Μια ολόκληρη περιουσία. Το πιστεύεις;» «Και παραπάνω», συμφώνησε μαζί μου Πέτρος.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 42
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Τότε γέλασα δυνατά. Σάρκασα την τυφλή πίστη του. Την αφέλεια και την ανόητη έπαρσή του. Δεν μ’ άφηνε όμως ο εαυτός μου να του ξεφύγω. Ήθελα να μιλήσω. «Το 1931», συνέχισα, «την επόμενη χρονιά του γάμου των γονιών μου, γεννήθηκε ο Σεργκέι, ο μεγάλος μου αδερφός. Η ίδια γεννήθηκα το 1936». «Ωχ», συννέφιασε, μισοαστεία μισοσοβαρά. «Έχουμε 1960, είσαι είκοσι τεσσάρων χρονών». «Το 1936», τον αγνόησα ξανά, «γεννήθηκα εγώ στην Οδησσό». «Στην Οδησσό πώς καταλήξατε από τη Μόσχα; Για ποιο λόγο;» «Ούτε που το κατάλαβα ποτέ. Πάντως, ένα χρόνο μετά το γάμο του ο πατέρας μου μετοίκησε στην Οδησσό. Η μάνα μου, από ό,τι έλεγε, δεν ήθελε ν’ αφήσει τη Μόσχα, αλλά αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει». (Δεν μου έλεγε όμως όλη την αλήθεια η μάνα μου, το λόγο που την κράταγε στη Μόσχα. Τελευταία εγώ τον ανακάλυψα. Δεν τον ήξερα τότε, όταν εξιστορούσα τη ζωή μου σ’ εκείνο το παιδί.) «Ο πατέρας μου», συνέχισα να του μιλάω, «είχε πάρει και τη ρώσικη υπηκοότητα –είχαμε την ελληνική οι Πόντιοι–, διάλεξε μάλιστα το όνομα Ορλώφ, από τον Ρώσο αξιωματικό του Ναυτικού που υποκίνησε την άτυχη εξέγερση του 1770 στην Ελλάδα. Υπήρξε ιδεολόγος στα νιάτα του ο πατέρας μου και, σαν κομμουνιστής, ήτανε με το μέρος των Τροτσκιστών, μετά το μίσησε το καθεστώς κι άλλαξε εντελώς ο χαρακτήρας του. »Ο αδερφός της μάνας μου, μέλος του πολιτικού γραφείου του Ανωτάτου Σοβιέτ και ομοϊδεάτης του, αυτός τον βοήθησε να πάρει τη ρώσικη υπηκοότητα. Είχε θέση σπουδαία στην κομματική ιεραρχία ο θείος μου, αργότερα όμως εξέπεσε, εκτοπίστηκε στη Σιβηρία, όπου και άφησε τα κόκκαλά του. 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 43
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
»Στην Οδησσό μείναμε ως το 1943. Εκεί γεννήθηκαν τ’ αδέρφια μου κι εγώ. Το 1943 μετακομίσαμε άρον άρον στη Μαριούπολη και την ίδια χρονιά περάσαμε στο Βατούμ. »Ο Κοντσαλόφσκι μάλιστα, ο φίλος σου, μιας κι ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ γι’ αυτόν, το 1943 είχε μεγάλη έκθεση των έργων του στην Οδησσό». (Πράγμα που εξηγεί –τώρα πλέον– και τη μετακόμισή μας από εκεί στη Μαριούπολη.) «Είχε τιμηθεί την ίδια χρονιά, το 1943, με το μεγάλο βραβείο Στάλιν, το βραβείο πρώτης τάξεως, για “πολύχρονη καλλιτεχνική δραστηριότητα”. »Το έμαθα απ’ έξω, από μπροσούρα που μας είχαν μοιράσει στο σχολείο λίγες μέρες πριν έρθει ο ζωγράφος στην Οδησσό, για να του προετοιμάσουμε την υποδοχή. »Το συλλάβιζα μπροστά στους γονείς μου, όταν ο πατέρας μού το πήρε από τα χέρια το φυλλάδιο και συνέχισε την ανάγνωση ο ίδιος, δυνατά και οργισμένος. »Τη θυμάμαι ακόμα τη φράση, αυτούσια, αφού την έλεγε συχνά η μητέρα μου, στα ρώσικα, όταν μου μιλούσε για τον πίνακα και το δημιουργό του. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί της έκανε τέτοια εντύπωση. “Πολύχρονη καλλιτεχνική δραστηριότητα”. “Μαγκαλέτνια κουλτούρναγια ντεγιατέλνοστ”, επαναλάμβανε, πάντα ψιθυριστά. Μερικές φορές όμως θύμωνε και το φώναζε δυνατά, σαν να ήθελε να μαλώσει κάποιον και να τον κάνει να ντραπεί. Τότε άλλαζε τη λέξη “καλλιτεχνική” με τη λέξη “τσβορτσέσκαγια”. “Δημιουργική”». «Την είδες εσύ αυτή την έκθεση;» με διέκοψε συγκινημένος ο Πέτρος. «Όχι, σου είπα, φύγαμε λίγες μέρες πριν έρθει στην πόλη της Οδησσού ο ζωγράφος». «Περίεργο», σχολίασε τότε το πανούργο παιδί και σκυθρώπιασε κι έπεσε σε βαθιά περισυλλογή.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 44
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
«Στο Βατούμ ο πατέρας μου έχασε τη ρώσικη υπηκοότητα κι έγινε Βαλαβανίδης, όπως ήτανε το όνομά του. Του την αφαιρέσανε, κι ακολούθησε κι αυτός τη μοίρα των άλλων συμπατριωτών μας Ποντίων. Μερικά χρόνια αργότερα, έξι για την ακρίβεια, εξοριστήκαμε στο φοβερό Καζακστάν, το 1949. »Το 1953, με το θάνατο του Στάλιν, έγινα δεκτή στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, όπου σπούδασα Ρώσικη Λογοτεχνία. Ήμουν δεκαεπτά κι είχα τελειώσει πρώτη το γυμνάσιο της περιοχής. Πήγα με υποτροφία του τοπικού Σοβιέτ και με λαμπρές κομματικές συστάσεις, αναγκάστηκα όμως, δυο χρόνια αργότερα, να παρατήσω τις σπουδές μου και να ακολουθήσω τους γονείς μου στην Ελλάδα. Ήταν το έτος 1955, κι εγώ δεκαεννέα χρονών». Μιλούσα γρήγορα, γεμάτη άγχος. Ήθελα να τα πω όλα. Με κοίταξε ξανά με φανερή έκπληξη και δυσπιστία ο νεαρός, σαν να υπολόγιζε τα χρόνια, να εξέταζε τις πολιτικές συνθήκες και να μην πειθόταν πως αυτό μπορούσε να ’χε συμβεί τότε. «Να πιστεύεις ό,τι σου λένε», τον μάλωσα θιγμένη. «Άμα θέλεις να ζήσεις ευτυχισμένος, πρέπει να πιστεύεις ό,τι σου λένε. Μπορείς να βρεις χίλιες εκδοχές. Σκέψου μια λογικοφανή δικαιολογία και σταμάτα να ρωτάς και να ανακρίνεις τον άλλο. Πες πως ήταν βαλτός, σπιούνος της νέας εξουσίας, των Χρουτσοφικών, ο πατέρας μου, και του ’καναν τη χάρη να τον στείλουνε στη χώρα του. Τι σε μέλλει να μάθεις; Πες ότι συνετέλεσε στις εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων, των Ζαχαριαδικών, στην Τασκένδη, εκεί κοντά στα μέρη όπου ζούσαμε εξόριστοι, και τον ανταμείψανε γι’ αυτό. Αφού κι εγώ δεν ξέρω. Μην αμφιβάλλεις όλη την ώρα. Να μπορείς να δέχεσαι ό,τι σου λένε εκείνοι που αγαπάς. Γιατί, όποιος αμφιβάλλει, τιμωρείται». «Πώς;» ρώτησε.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 45
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
«Μαθαίνει την αλήθεια. Έτσι τιμωρείται. Ανοίγει μετά, με τη λογική του, την πόρτα και το βρίσκει έρημο το σπίτι. Το σπίτι όπου προσδοκούσε να ζήσει μέσα». Τέτοιες εξυπνάδες έλεγα τότε εγώ. Προσπαθούσα να παραστήσω τη μεγαλύτερη, την πολύξερη και βαθυστόχαστη δασκάλα του. «Πες μου για την Οδησσό», επέμεινε να με γυρίζει στην παιδική μου ηλικία. «Θα φτάσω να τα πω παρακάτω, όλα θα σου τα πω, πρώτα όμως θέλω να τελειώνω με τούτα τα πρώτα χρόνια μου». «Και τι θυμάσαι από την Οδησσό;» με ρώτησε πάλι ο Φωκάς. Δεν τον ενδιέφεραν καθόλου όσα του ’λεγα εκείνη τη στιγμή για τον πατέρα μου. Δεν τους έδινε καμιά σημασία. Ήθελε μόνο ν’ ακούσει για την Οδησσό. «Την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα», του είπα. «Και την Όπερα. Είχα πάει δυο φορές με τη μάνα μου. Ήμουνα πέντε έξι χρονών». «Η Όπερα», αναστέναξε και σηκώθηκε όρθιος. Λάτρευε τη μουσική. «Φαντάζομαι θα ηχούν ακόμα μέσα στο μυαλό σου οι υπέροχες άριες. Θα ανεβαίνουν ψηλά, ως τον ουρανό της πανύψηλης, της μεγαλοπρεπούς αίθουσας. Αυτό θα σου ’μεινε», εκστασιάστηκε ο μικρός, μιλώντας με οίηση. «Ναι, αυτό», επιβεβαίωσα. Κι έλεγα ψέματα. Μόνο τις σκάλες Ποτέμκιν θυμόμουνα. Ο Πέτρος δεν έκρυβε τη δυσφορία του για την παρέκβαση και την ιστορική αναδρομή μου. Έμοιαζε να μην τον νοιάζουν οι ταλαιπωρίες μου, οι δικές μου, της οικογένειας, των συμπατριωτών μου, κι από ευγένεια μάλλον με ρωτούσε. Σαν να τα έβρισκε άσχετα όλα αυτά. Άσχετα με ό,τι ήθελε να μάθει.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 46
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
«Πες μου για τη μάνα σου», με διέκοψε και γλύκανε ολόκληρος, περιφρονώντας φανερά τις σοφίες μου, την ωριμότητα της ενήλικης δασκάλας του και τις θλιβερές περιπέτειες της ζωής της. «Πες μου μια αγαπημένη της φράση». «Δεν θυμάμαι». «Έλα, σε παρακαλώ». Γέλασα, θυμήθηκα. «“Η πιο μεγάλη ευτυχία, εκείνη που χάσαμε”. Αυτό επαναλάμβανε. Είναι κάποιος στίχος, νομίζω. Σ’ τον παραφράζω πρόχειρα από τα ρώσικα. Όλο με την ποίηση και τους ποιητές η μάνα μου, σαν εσένα». Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Γιατί τόση τρυφερότητα για τη μάνα μου; Τι σ’ έπιασε;» ζήτησα να μάθω ενοχλημένη. Ξαφνιάστηκε. «Αυτή δεν έφερε πίσω στην Ελλάδα τον πίνακα, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα; Αυτή δεν ανάγκασε, δεν έπεισε», διόρθωσε, «τον πατέρα σου;» «Αυτή», παραδέχτηκα. «Και τι σε νοιάζει εσένα ο πίνακας του Κοντσαλόφσκι;» άρχισα πια να θυμώνω μαζί του. «Αυτή δεν σ’ έμαθε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και πιάνο; Χορούς, μουσικές;» συνέχισε να ρωτά επίμονα και απαιτητικά. «Αυτή», επιβεβαίωσα, βαριαναστενάζοντας απηυδισμένη. «Ε, για τούτον το λόγο, από ευγνωμοσύνη», εξήγησε το ανόητο παιδί. «Αλλά δεν μιλάει ελληνικά», μονολόγησε μετά από λίγο σκεφτικός. «Αρνείται. Ούτε λέξη. Είναι από βασιλική γενιά. Πριγκίπισσα, αριστοκράτισσα. Κρατάει από τους Ραζουμίχιν», συνέχισα να του μιλάω. Καμάρωνα για την καταγωγή της μάνας μου,
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 47
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
για την καταγωγή μου. «Μετά ξέπεσε. Έζησε με χορούς και μουσικές, με δεξιώσεις, τα πρώτα χρόνια της, ως την εφηβεία. Είχε μεγάλη περιουσία. Της τα πήραν όλα οι μπολσεβίκοι, με την Οκτωβριανή Επανάσταση του ’17. Δεκαεπτά χρονών ήταν κι η ίδια», χαμογέλασα, για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα και από ενοχή που μιλούσα τόση ώρα χωρίς συγκρατημό. «Ξεκληρίσανε την οικογένειά της οι επαναστάτες. Σώθηκε μόνο ο αδερφός της, που ’χε περάσει με τους κομμουνιστές. Όταν σκοτώσανε κι εκείνον, αργότερα, με τις εκκαθαρίσεις, οι Σταλινικοί, και πέθανε στη Σιβηρία, η μάνα μου έμεινε ολομόναχη. Την προηγούμενη κιόλας χρονιά είχε προλάβει να παντρευτεί τον πατέρα μου. »Την είχαν πάρει και τα χρόνια. Τριάντα χρονών, θεωρούνταν γεροντοκόρη. Διάλεξε κι αυτή τον νεαρό Έλληνα φύλακα του μουσείου στη Μόσχα. Ένα αμούστακο παιδί. Τον Γιώργο Βαλαβανίδη. Και να σκεφτείς πως ήταν ο μόνος άντρας στο μουσείο. Όλοι οι άλλοι φύλακες ήταν γυναίκες. »Για να ’ναι στο μουσείο, συμπέρανε καθώς ήταν αλαφροΐσκιωτη, χειρότερη από σένα, θα ’χε και κάποια σχέση με την τέχνη. Έπεσε έξω». (Τόσα ήξερα τότε για τη μάνα μου, τόσα του έλεγα.) «Αυτός της τα πούλησε όλα. Τα κοσμήματα, τα οικογενειακά κειμήλια, τα έπιπλα. Όλα. Ό,τι είχε και δεν είχε. Τα “σκότωσε” όσο όσο. Κι όταν τα έφαγε στο ποτό και στην ασωτία –ήταν ένας αδίστακτος ματσαράγκας–, βρήκε τον τρόπο, είκοσι πέντε χρόνια μετά το γάμο του, να καταλήξουμε στην Ελλάδα». «Έπινε από πριν, προτού γνωρίσει τη μητέρα σου;» με διέκοψε ο Πέτρος. «Όχι», του απάντησα αφού το σκέφτηκα. Θυμήθηκα πως η μάνα μου έλεγε ότι λίγο μετά το γάμο τους το ’ριξε στο ποτό. «Ήρθαμε στην Ελλάδα πάμφτωχοι», συνέχισα την αφήγησή
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 48
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
μου, «εδώ, στον Κορυδαλλό, όπου άνοιξε ένα μικρό τσαγκαράδικο. Κορόιδευε τον εαυτό του και τον κόσμο με το τσαγκαράδικο. Μια πρόφαση δουλειάς, όπως όλες οι δουλειές του. Κλασικός τεμπέλης». «Τσαγκαράδικο; Τσαγκάρης κι αυτός;» θαύμασε ο μικρός. «Γιατί; Ποιος άλλος ήταν;» απόρησα. «Ο πατήρ Βησσαρίων», είπε, παραξενεμένος μαζί μου που δεν το κατάλαβα. «Σίγουρα τον αγάπησε τον τσαγκάρη από τον πίνακα. Να γιατί διάλεξε αυτό το επάγγελμα». «Τι λες, μωρέ φαντασμένο; Σύνελθε!» διαμαρτυρήθηκα. «Που αγαπούσε ο πατέρας μου τον πίνακα του Κοντσαλόφσκι! Αυτός όλο για την αξία του ρωτούσε». «Φαντάζομαι πως δεν μιλούσε για την οικονομική του αξία», αποφάνθηκε σαν να με επέπληττε. «Όχι, γι’ αυτήν μιλούσε. Για την οικονομική του αξία. “Πόσα λεφτά πιάνει; Πόσα λεφτά πιάνει;” Ετούτη ήταν η μόνιμη επωδός του σε κάθε συζήτηση. Η μόνη του έγνοια. Μια μέρα παραλίγο να τον δώσει κοψοχρονιά σ’ έναν παλιατζή, ένα γυρολόγο. Τον πρόλαβε η μάνα μου την τελευταία στιγμή, στην πόρτα. Πήγε να τον φάει ζωντανό. »“Τον πίνακα και τα μάτια σου”, με όρκισε για την προστασία του. Και τότε τον παρέδωσε σ’ εμένα. »Της υποσχέθηκα να τον φυλάω. Πως εγώ θα τον προσέχω. Ότι δεν θα πάθει ποτέ τίποτα ο πίνακας στα χέρια μου».
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 49
Δ Ε Ν ήθελα να πω άλλα για τον πατέρα μου σ’ αυτό το παιδί.
Να καταλάβει τα αισθήματά μου για κείνον. Να του ομολογήσω πως υπήρξε ένας ανεύθυνος που κυνηγούσε τα λεφτά, για να τα ξοδεύει στις ασωτίες του. Πως ήταν ύποπτος ακόμα και ο ρόλος του ανάμεσα στους Έλληνες κομμουνιστές. Πότε με τη μία φράξια, πότε με την άλλη. Ανάλογα με τις περιστάσεις. Αυτός, ο ιδεολόγος στα πρώτα χρόνια του. Ετούτον αντέγραψε ο Λάκης, ο μικρότερος αδερφός μου, και βγήκε ίδιος κι απαράλλαχτος. Ούτε που τον έκοφτε τον πατέρα μου αν η κόρη του δούλευε σαν σκλάβα για να συντηρήσει, μόνη αυτή, την οικογένεια. Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε ήταν μια ζωή. Πουθενά δεν πίστευε, παρά μόνο πως οι άλλοι τού χρωστούσαν. Αυτό το ’χε σίγουρο. Το γιατί, δεν μπορούσα να το καταλάβω. (Πολύ αργότερα τη βρήκα την αιτία. Αλλά και πάλι δεν τον συγχώρησα.) Υπάρχουν εκείνοι που νομίζουν πως οι άλλοι τούς χρωστάνε, έλεγα, και όσοι πιστεύουν ότι οι ίδιοι χρωστάνε στους άλλους. Ο πατέρας μου σίγουρα δεν ανήκε στους δεύτερους. Ανήκε στους πρώτους. Είναι ένας ελεεινός άνθρωπος. Και τώρα ακόμα, αχόρταγος. Άπυλο το στόμα του, όχι στο να λέει λόγια, λιγομίλητος υπήρξε o
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 50
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
στη ζωή του –κλειστός, σαν καλόγερος που έχει πάρει τον όρκο της σιωπής–, είναι αχόρταγος στο να τρώει ό,τι βλέπει μπροστά του. Να το καταπίνει αμάσητο. Όπως το όρνιο. Εκατόν πενήντα κιλά έχει γίνει, και τα μάτια του μικρύναν, γυρίζουν σαν σβούρες κι όλο ψάχνουν να βρουν τι θα φάνε. Άλλο τίποτα δεν έχει στο νου του. Κι η μάνα μου, λεπτούλα δίπλα του. Ψηλή και λεπτούλα. Μια πεταλούδα πράσινη, καθώς το χρώμα των ματιών της. Να πετάει μια ζωή γύρω από ένα παχύ γουρούνι. Φέρνω στο νου μου και αναπλάθω σκόρπιες πράξεις, κουβέντες κι αντιπαραθέσεις, τις συζητήσεις μου με τον Πέτρο Φωκά, λέξη προς λέξη. Έτσι ώστε να βγει η ιστορία ολόκληρη και να ξεδιπλωθεί μπροστά μου. Για να μπορέσω να τη μαζέψω από κάτω, και να τη ζήσω ξανά. Την περισυλλέγω όπως τσιμπάει το πεινασμένο σπουργίτι τα τρίμματα, τις ψίχες του ψωμιού πάνω στο χώμα. Χειμώνα καιρό. Ψηλή, πρασινομάτα, αγέρωχη. Μια καλλονή ήταν η μάνα μου. Από αυτήν κληρονόμησα κι εγώ τη δική μου ομορφιά. Ντυνόταν άψογα, σε ξένο δεν μιλούσε. Δεν καταδεχόταν. Και μόνο στα ρώσικα απευθυνόταν στους άλλους, όποτε ήταν αναγκασμένη να πει κάτι. Και σ’ εμάς ακόμα, στα ρώσικα μιλούσε. Τον πατέρα μου έκανε σαν να μην τον έβλεπε, σαν να μην υπήρχε μέσα στο σπίτι. Όταν τον άκουγε να ροχαλίζει, μόνο τότε σηκωνόταν, γρήγορη κι αποφασιστική. Πήγαινε και του τρα
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 51
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
βούσε την κουβέρτα, τον σκέπαζε ως επάνω, ολόκληρο. Λες και ήταν πεθαμένος. Δεν φανταζόταν ότι θα γινόταν ένας μέθυσος, ένας τεμπέλης. Δεν ήξερε πολλά και από εργασία, από χειρωνακτικές δουλειές. Έτσι τη δικαιολογούσα όταν ήμουνα μικρή. Γρήγορα όμως την περιφρόνησα για την επιλογή της. Για την παραίτησή της από τη ζωή. Την τόσο πρώιμη. Μπήκε στο ποτάμι κι αφέθηκε σαν φύλλο, και τα νερά την ξέρασαν σε τούτο το βράχο που τον λένε Ελλάδα, στον Πειραιά, σε μια συνοικία με τ’ όνομα Κορυδαλλός –ίσως επειδή αγαπούσε πολύ τα πουλιά–, και στην Πλατεία Ελευθερίας μάλιστα. Εδώ έπαψε να ζει, εδώ παρέδωσε τη ζωή της στον άντρα της. Δεν το γνώριζα τότε, πως δεν τη διαλέγεις την απόσυρση και την παραίτηση, πως έρχεται από μόνη της, κι εσύ το αντιλαμβάνεσαι αυτό όψιμα, όταν λίγα μπορείς να κάνεις πια. Αργότερα, κρίνοντας από τ’ αδέρφια μου, κατάλαβα πως έτσι είναι όλοι οι άντρες. Εκμεταλλευτές. Τον δεχόταν για αφέντη της τον πατέρα μου. Σαν να ήταν αυτή ο σκύλος, που εκείνος την πρόσταζε και η ίδια υπάκουε. Με τρέλαινε η υπακοή, η δουλοπρέπειά της. Είχε πέσει ήδη στην άνοια, όταν μπήκα στο σπίτι και τη βρήκα να τον σέρνει από το πόδι, μεθυσμένο, στο πάτωμα, και να μην μπορεί να τον ανεβάσει στο κρεβάτι. Έχασα τον έλεγχο του μυαλού μου, θόλωσα. Την τράβηξα με δύναμη να την ξεκολλήσω από πάνω του, για να τον ανεβάσω εγώ. Με απώθησε. Έσκυψε και επιχείρησε ξανά να τον σηκώσει, κι ας ήταν αυτό αδύνατον, όπως ήταν ασθενική κι εκείνος εκατόν πενήντα κιλά. Την παραμέρισα, αλλά η μάνα μου επανήλθε επίμονα στην προηγούμενη, μάταιη προσπάθειά της. Ήθελε από μόνη της να τα καταφέρει. Να κάνει το καθήκον της.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 52
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Της χτύπησα τα λεπτά της χέρια, τα χέρια της πιανίστας, και τη χαστούκισα στο πρόσωπο, τη μάνα μου. Άνοιγε το στόμα να μιλήσει, και εγώ της το ’κλεισα με τις δυο χούφτες μου. Τη μια πάνω στην άλλη. Το στόμα που είχε αφιερωθεί χρόνια αμέτρητα να με μαθαίνει ξένες γλώσσες και να μου τραγουδά. Για να με κάνει εμένα μια διανοούμενη. Μια μοναδική, μια σπουδαία γυναίκα. Το καμάρι της. Την έσυρα μετά στο πάτωμα και την κλείδωσα στο δωμάτιό της. «Σιχαμένη δούλα», τη βλαστήμησα. «Εγώ δεν θα καταντήσω ποτέ σαν κι εσένα. Εγώ δεν θα προσκυνήσω κανέναν». Αναγνωρισμένη δεξιοτέχνης στο βιολί η Ναταλία Αλεξάντροβα Ραζουμίχιν, με συναυλίες στο Παρίσι, βέρα αριστοκράτισσα, σπάνιας μόρφωσης, με μαθήματα Θεάτρου και Υποκριτικής στη Μόσχα, δεν καταλάβαινα γιατί παντρεύτηκε έναν αγράμματο φύλακα, έναν άθλιο μουζίκο. Το ’μαθα μόλις πριν λίγα χρόνια, κι ήταν αυτό που με κλόνισε σ’ όσα ήξερα και μ’ έκανε να αναποδογυρίσω σαν χελώνα, με το καύκαλο της κοιλιάς στον ουρανό και τα πόδια ψηλά, να μουντζώνουν τον Θεό, με τα τέσσερα. Ώστε είναι ο έρωτας που τα καθορίζει όλα; Είναι ποτέ δυνατόν έτσι να τα ’χει κανονίσει τα πράγματα ο Θεός; Ή μήπως τα ’χει τακτοποιήσει ο διάβολος; Ποιος από τους δύο, δεν με νοιάζει. Το ίδιο είναι και οι δυο. Κι εμείς, ανόητοι, μια ζωή ψάχνουμε να βρούμε ποιο δρόμο θα διαλέξουμε. Της αρετής ή της κακίας, όπως μας λέγανε, παιδιά, στο σχολείο. Ενώ ο δρόμος είναι ένας. Αυτός που σε φέρνει κοντά στον αγαπημένο. 2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 53
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Μετά τον βαφτίζουνε δρόμο της κακίας οι άλλοι, εκείνοι που ζηλεύουνε όσους τον έχουν περπατήσει. Δεν ήξερα. Τώρα τα διαπιστώνω αυτά. Η αποκάλυψη της ζωής της μάνας μου με έχει συγκλονίσει. Ήταν ο έρωτάς της για το ζωγράφο που της σακάτεψε τη ζωή. Θυμάμαι ακόμα μια κουβέντα, έναν υπαινιγμό του νεαρού μαθητή μου. Του μαθητή που η μάνα μου συμπαθούσε ιδιαίτερα, για κάποιο λόγο ανεξήγητο τότε σ’ εμένα. Σε προχωρημένη άνοια, τον είχε συναντήσει ένα βραδάκι στην εξώπορτα του σπιτιού μας – τον περίμενε πάντα εκεί, στην είσοδο, για να τον υποδεχτεί. «Πώς σε λένε;» του μίλησε για πρώτη φορά, και στα ελληνικά, πράγμα απίστευτο, επειδή όλοι νομίζαμε πως δεν μιλούσε λέξη ελληνικά. «Πέτρο», απάντησε εκείνος. «Πιοτρ, Πιοτρ», αναφώνησε εκστατική και φάνηκε σαν να το ’ξερε από πριν το όνομά του. Πως το ’χε ακούσει. Πήρε το κλειδί του δωματίου μου, ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα στην καμαρούλα, κρατώντας το μαθητή μου σφιχτά από το χέρι. Ξεκρέμασε τον πίνακα και τον κρατούσε μπροστά της ωσάν εικόνισμα. «Πιοτρ Πετρόβιτς Κοντσαλόφσκι», είπε καμαρώνοντας και κοίταξε τον Πέτρο ερωτηματικά, σαν να τον εξέταζε. Να δει τι γνώριζε για κείνον το ζωγράφο. Και το αχρείο πλάσμα, ο Πέτρος Φωκάς, άρχισε να μιλάει. Περήφανος για τις γνώσεις του, σαν καλός μαθητής που ήξερε «απ’ έξω κι ανακατωτά» το μάθημά του. «Μεταϊμπρεσιονιστής της ομάδας των Diamonds, Jack of Diamonds». «Τοποθεσία;» τον ρώτησε σαν δασκάλα, μ’ αγωνία.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 54
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
«Χάρκοβο», το ’πανε κι οι δυο ταυτόχρονα. Η μάνα μου γελούσε ευτυχισμένη. «Ντοσκόι, Θεοφάνης ο Έλληνας, Αντρέι Ρουμπλιώφ», μιλούσε ασυνάρτητα ο Πέτρος, με ενθουσιασμό. Σκόρπιες πληροφορίες και πρόσωπα από άλλους χώρους και χρόνους. Σαν να θυμόντουσαν κοινές αγάπες και να μη χρειάζονταν περισσότερες εξηγήσεις μεταξύ τους. «Γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1876», ο Κοντσαλόφσκι, την πληροφόρησε. «Και κατέληξε στις 2 Φεβρουαρίου 1956. Πριν τέσσερα χρόνια», διευκρίνισε. Και τότε σταμάτησε να μιλάει. Η μάνα μου τον κοίταξε έντρομη, ικετεύοντάς τον με τα μάτια να συνεχίσει. Έσμιγε τα φρύδια και τον παρατηρούσε. Προσπαθούσε, φαίνεται, να εννοήσει το ρήμα «κατέληξε». Και απροσδόκητα άρχισε να κλαίει με αναφιλητά, επαναλαμβάνοντας χαμηλόφωνα το μικρό όνομα του ζωγράφου: «Πιοτρ, Πιοτρ». Συνέχισε μετά να οδύρεται, φωνάζοντας ακόμα πιο δυνατά το όνομα. Τόσο δυνατά, ώστε να την ακούσει εκείνος στα μακρινά, στ’ αγαπημένα της μέρη, ή και στον άλλο κόσμο ακόμα. Στον κάτω κόσμο. Την πήγα σέρνοντας στο δωμάτιό της. «Είναι εκδηλώσεις της άνοιας», του εξήγησα όταν επέστρεψα κοντά του, «της ασθένειάς της. Πρώτη φορά όμως έφτασε σε τέτοια κατάσταση, σ’ απόλυτη παράκρουση. Απρόβλεπτη η επιδείνωσή της». Ο Φωκάς είχε συγκινηθεί πολύ. Έτρεμε ολόκληρος και δεν με άκουγε. «Μα τίποτα δεν μπορείς να δεις;» με ρώτησε επιτιμητικά.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 55
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Όταν συνήλθε η μάνα μου –έμεινε ένα σχεδόν χρόνο κλεισμένη μέσα στο σπίτι–, βγήκε βόλτα στη γειτονιά με τον μεγάλο μου αδερφό, τον μόνιμο συνοδό της. Εκεί σκοτώθηκε από ένα άλογο. Ένα άλογο που έσερνε βαρύ κάρο. Πέθανε κάτω από τις ρόδες του κάρου ενός παλιατζή, τότε, όταν είχαν απομείνει ελάχιστα τα κάρα στην Αθήνα. Πλησίασε να χαϊδέψει το άλογο, δεν ξέρω τι της θύμισε από παλιά, αφήνιασε το ζώο, σηκώθηκε στα δύο μπροστινά του πόδια, ασυνήθιστο σε τέτοιες αβρότητες, γύρισε όλη η καρότσα με τα παλιοσίδερα επάνω στη μάνα μου και την καταπλάκωσε. Ήταν Φλεβάρης του 1961. Εγώ είκοσι πέντε χρονών. Πριν από λίγο καιρό βρήκα ραμμένη μέσα σε μαξιλάρι της μια ερωτική επιστολή του ίδιου του Πιοτρ Κοντσαλόφσκι. Απευθυνόταν στη μητέρα μου, με ημερομηνία 7 Ιανουαρίου του 1930. Της εξηγούσε πως δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη γυναίκα του, για να ζήσουν μαζί, όπως τα ’χανε συμφωνήσει, ήτανε τότε πενήντα τεσσάρων χρονών ο ζωγράφος, και της ορκιζότανε για τον έρωτά του. Της υποσχόταν ακόμα ότι δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Απ’ ό,τι έμαθα –βρήκα κι άλλα γράμματά του, σε απίθανους κρυψώνες της–, υπήρξε καθηγητής της στην περίφημη Σχολή Θεάτρου της Μόσχας. Τον αγάπησε η μάνα μου, η μαθήτριά του, στα είκοσι έξι χρόνια της. Αδιαφόρησε αν ήταν παντρεμένος, αν είχε παιδιά. Τον αγάπησε παράφορα. Τον είχε συναντήσει ένα χρόνο πριν, το 1925, την άνοιξη, στο Παρίσι. Σε μια έκθεση των έργων του. Και φρόντισε να τον ακολουθεί σε όλες τις δραστηριότητές του στη Ρωσία, να γίνει μαθήτριά του και ερωμένη του. Κι εκείνος, έτσι φαίνεται, ανταποκρίθηκε στον έρωτά της. Μετά φέρθηκε όπως όλοι οι άντρες. Δείλιασε.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 56
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Στα 1926 τής χάρισε τον πίνακα «Βησσαρίων, ένας τσαγκάρης εν ώρα εργασίας». Θα ταξίδευαν στο Νόβγκοροντ μαζί. Θα πήγαιναν οι δυο τους στο εργαστήριο όπου τον ζωγράφιζε. Θα καθόταν εκεί μέσα η μάνα μου με τις ώρες. Ευτυχισμένη. Γιατί θυμάμαι πως μου περιέγραφε με διάφορες λεπτομέρειες εκείνον το χώρο και τον καλόγερο, όταν κοιτάζαμε μαζί τον πίνακα. Και τις βαριές μυρουδιές των δερμάτων. Πάντα αναστενάζοντας, λες κι ήταν αρώματα. Έφτανε η οσμή τους ως εμένα. Σ’ εμένα που δεν πήγαινε ο νους μου να υποψιαστώ. Έπαιρνε στα χέρια της τον πίνακα και όλο μου μιλούσε, σαν να μου ’λεγε το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας με το λύκο. Δεν έδινα σημασία κι ούτε μπορούσα να σκεφτώ περισσότερα γι’ αυτό το θέμα. Της έμεινε ο πίνακας. Η σχέση τους κράτησε τέσσερα χρόνια, ως το 1930, ως τις 7 του Γενάρη. Η μάνα μου παντρεύτηκε στις 24 Μαρτίου του ίδιου χρόνου τον νεαρό Έλληνα φύλακα του Μουσείου της Μόσχας. Φαίνεται, το διαπίστωσα τελευταία, που βρήκα τα γράμματά της, πως ο Κοντσαλόφσκι τής έστελνε κι άλλες επιστολές, ότι συνέχισε να αλληλογραφεί μαζί της, πως το αντιλήφθηκε ο πατέρας μου, και γι’ αυτό το λόγο, έτσι εξηγείται, έφυγαν από τη Μόσχα για την Οδησσό, πόλη με πάνω από διακόσιες χιλιάδες Έλληνες τότε. Ήθελε να ’ναι με τους δικούς του ανθρώπους. Κι όταν αργότερα ήρθε ο ζωγράφος για να εκθέσει εκεί, στην Οδησσό, τα έργα του, δοξασμένος πια –θα το κανόνισε, το πιο πιθανό, για να δει τη μάνα μου–, τότε εμείς αναχωρήσαμε εσπευσμένα για τη Μαριούπολη κι αμέσως μετά μας πήγε στο Βατούμ ο πατέρας. Η ρώσικη υπηκοότητα, που είχε εξασφαλίσει όσο ζούσε ο αδερφός της μητέρας μου, του επέτρεπε αυτές
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 57
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
τις μετακινήσεις μέσα στη χώρα. Την επόμενη χρονιά τού αφαιρέθηκε ωστόσο. Η μητέρα μου τον ακολουθούσε αναγκαστικά σ’ όλες του τις περιπλανήσεις και στους διωγμούς. Ο Πέτρος, ο μαθητής μου, είχε καταλάβει, από την αντίδραση της μάνας μου όταν ο ίδιος αναφέρθηκε στην ημερομηνία θανάτου του ζωγράφου, πως υπήρχε μεγάλη ερωτική ιστορία μεταξύ τους, καθώς και από άλλα στοιχεία, τα οποία εγώ δεν ήμουν ικανή να δω. Κάτι πήγε να υπαινιχθεί, να μου πει, αλλά το σάρκασα το φαντασιόπληκτο πλάσμα, που καμάρωνε πως μπορούσε κι έβλεπε τα αδιόρατα. Πως τα διέκρινε. Δεν καταλαβαίνω τι μ’ έπιασε, τι έπαθα και εξομολογήθηκα στο παιδί εκείνο την ιστορία της οικογένειάς μου. Κι ακόμα απορώ. Και δεν το συγχωρώ στον εαυτό μου. «Ξέρεις πώς τον φρόντιζε τον πίνακα η μάνα μου», του είπα κάποτε του Πέτρου, «πώς τον πρόσεχε... Χειρότερα από σένα. Τον έπλενε κάθε μέρα, έφτιαχνε σαπουνάδα και τον έπλενε». Πετάχτηκε ορθός και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, αναστατωμένος. «Πω, πω», αναφωνούσε. «Πω, πω. Θα μπορούσε να τον χαλάσει. Να τον καταστρέψει. Γιατί το έκανε; Γιατί το έκανε;» «Δεν έχει ανάγκη ο μουσαμάς», τον καθησύχασα. «Είναι αθάνατος. Σταμάτα, ηρέμησε». Γέμισε αμέσως ακόμα μεγαλύτερη γλύκα για τη μάνα μου κι ήθελε να μάθει περισσότερα. «Πες μου, πες μου γι’ αυτήν», με παρακαλούσε. Για μια στιγμή αφαιρέθηκα, καθώς σκεφτόμουν πόσο εύθραυστη υπήρξε σε όλη της τη ζωή, κι εγώ την καταφρονούσα,
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 58
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
πιο σωστά τη σιχαινόμουνα, που ήταν τόσο δουλική κι υπομονετική απέναντι στον πατέρα μου. Και τότε, για πρώτη φορά, μου πέρασε από το νου μήπως γινόμουν άδικη μαζί της. Ήταν πολλά χρόνια αργότερα που το επιβεβαίωσα αυτό. «Πες μου για τη Ναταλία Αλεξάντροβα Ραζουμίχιν», με επανέφερε ο Πέτρος. «Πώς το ξέρεις εσύ ολόκληρο το όνομά της;» ταράχτηκα. «Έτσι μου συστήθηκε μόλις με πρωτοείδε», μου απάντησε ο μαθητής μου. Κι είχε από τότε ένα ύφος σαν να ’θελε να μου δώσει να καταλάβω ότι αυτός ήξερε κι άλλα πολλά. Πράγματα που εγώ δεν υποψιαζόμουν. Δεν του έδωσα σημασία, όπως είπα, τον είχα συνηθίσει και γνώριζα πόσο ευφάνταστος ήταν, και πάντα «στον κόσμο του». «Από αυτήν, από τη μάνα σου, κληρονόμησες την αγέρωχη αισθαντικότητα, την περιφρόνηση προς το χρήμα και τα υλικά αγαθά;» αποφάνθηκε σαν να έβγαζε λόγο. Εξοργίστηκα. «Ε, για στάσου. Τι λέξεις είναι ετούτες που χρησιμοποιείς; Δεν σου είπα να μη βάζεις στο στόμα σου ξένες λέξεις; Ότι δεν είναι της ηλικίας σου; Υλικά αγαθά, αισθαντικότητα», τον μιμήθηκα κοροϊδευτικά. «Λέξεις που δεν τις καταλαβαίνεις. Που δεν σου πάνε. Δείχνει ασέβεια κι είναι προσβλητικό για τον άλλο, το συνομιλητή σου. Σαν να μη μιλάς μ’ αυτόν, παρά με κάποιον καλύτερο, λες κι εκείνος σου αξίζει εσένα για συνομιλητής, κι όχι αυτός με τον οποίο είσαι τώρα μαζί του». Τον επιτιμούσα, ήμουνα η δασκάλα του, κι αυτό το θεωρούσα σωστό, αλλά επαναλάμβανα, για δεύτερη φορά, τα λόγια της Έστας, που για το ίδιο πράγμα με κατηγορούσε. Και ανησύχησα πολύ. «Όσο για την περιφρόνηση προς το χρήμα, λάθος κάνεις.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 59
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Καμιά περιφρόνηση δεν έχω. Εγώ για το χρήμα δουλεύω. Μόνο άμα έχεις χρήμα, ζεις. Αλλιώς, γίνεσαι δούλος», του είπα. Είχα αγριευτεί. Το ανόητο παιδί, ήθελε να μου κάνει μάθημα. «Όλα μετριούνται με το χρήμα. Χώνεψέ το. Δεν έχω σε κανέναν εμπιστοσύνη», του δήλωνα. «Καχύποπτη είμαι μ’ όποιον με πλησιάζει. Και μ’ εσένα ακόμα, ο οποίος δεν μπορείς να μου πάρεις τίποτα». Έτσι του είπα τότε, η ανίδεη. Πώς να το φανταστώ τι θα μου έπαιρνε. Με κοίταζε σαστισμένος. Γεμάτος απογοήτευση για τις απόψεις μου και για εμένα την ίδια. Για ό,τι έλεγα. Χαμογέλασε ύστερα πλατιά, σαν να μη με πίστευε, σαν να κατάλαβε πως μπλοφάριζα. Πως έλεγα ψέματα. Τόσο ανόητος ήταν. Δεν μπορούσε να δει πως εγώ είμαι μια πρακτική γυναίκα. Πως βλέπω μόνο ό,τι υπάρχει. Κι αυτό προσπαθώ να αποκτήσω. Ότι σ’ όλα έχω σχεδιασμό και στόχο συγκεκριμένο. Ούτε φαντασίες ούτε άλλες χαζομάρες κουβαλούσα πάνω μου. Σ’ αυτό τον κόσμο είμαι. Σ’ αυτό τον κόσμο ζω.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 60
Ο ΠΕΤΡΟΣ μού ’δωσε να καταλάβω γιατί ήταν έτσι επηρμένος.
Διάβαζε με πάθος λογοτεχνία. Από μικρός ακόμα. Από τα δέκα, τα έντεκά του. Τους ήξερε τους περισσότερους Ρώσους συγγραφείς και ποιητές. Κι όταν λέω τους ήξερε, εννοώ πως ο ίδιος ζούσε στο χρόνο τους. Πως περπατούσε στους δρόμους τους. Βάδιζε μαζί τους σε κρυφά μονοπάτια τους, μοιραζόταν τα μυστικά τους. Σαν σύντροφος, σαν αδερφός τους. Και γνώριζε απίθανες προσωπικές στιγμές τους. Τα συναισθήματα, το χαρακτήρα τους και τη ζωή τους όλη. Είχε αγωνία για τη μοίρα τους, τι θα απογίνουν. Ενώ είχαν πεθάνει ως και εκατό χρόνια πριν. Το λυπόμουν το κακόμοιρο. Πάντα σ’ έναν άλλο κόσμο. Παρέα με τον Τσέχωφ, τον Τολστόι, τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Μαγιακόφσκι και με πολλούς ακόμα πεζογράφους και ποιητές που εγώ η ίδια δεν τους είχα καν ακουστά. Κι ας είχα ζήσει στη Ρωσία και ας σπούδασα Ρώσικη Λογοτεχνία. Κι ας αγαπούσα ό,τι θύμιζε Ρωσία. Παρόμοια γνώση και εξοικείωση είχε και με τους Ρώσους ζωγράφους, και με το θέατρο ακόμα. Ούτε δεκαέξι χρονών παιδί. Πάλι, να ζει τη ζωή του από τον καθρέφτη, μέσα από τη ζωή των άλλων, αφύσικο το ’βλεπα και επικίνδυνο για τον ίδιο και για όσους ήταν γύρω του.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 61
«Α Ν δεν βγάλω χρήματα, χαθήκαμε όλοι. Αν δεν έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα, με κλέψανε. Είδα ανθρώπους να πεθαίνουνε από την πείνα στη Ρωσία εγώ. Κι εδώ, στην Ελλάδα, κι εδώ πεθαίνουνε από την πείνα». Ήθελα να με καταλάβει. Ήθελα κάποιον να μ’ ακούσει. «Πρόσεξες που ο πατέρας Βησσαρίωνας έχει ένα φωτοστέφανο γύρω στο κεφάλι του;» βρήκε να μου απαντήσει. «Ποιο φωτοστέφανο, πού το βλέπεις το φωτοστέφανο; Τι βλακείες λες πάλι;» ξαφνιάστηκα από την παρατήρησή του. «Δεν έχει κανένα φωτοστέφανο». «Εγώ το βλέπω», μου απάντησε αυστηρά. «Ο καθένας μας το ’χει. Είναι σαν την πρωινή πάχνη πάνω από το ζεστό χώμα, την αχλύ. Και σαν την άλω. Το δαχτυλίδι που περιβάλλει τη σελήνη. Πρέπει να μπορείς να τη δεις», είπε. «Να ’σαι ικανή γι’ αυτό. Κι άμα τη δεις πάνω στον άλλο...» σταμάτησε και δεν μιλούσε. «Τι;» είπα. «Πάει, τον αγάπησες», ψιθύρισε και χλόμιασε. «Πάψε», τον έκοψα με θυμό. «Αρκετά». «Πρέπει να μπορείς να τη δεις», επανέλαβε. «Εκεί βρίσκεται όλη η αξία», σώπασε, γύρισε και με κοίταξε. «Στην άλω;» σάρκασα. Δεν την ήξερα εκείνη τη λέξη. Δεν την είχα ακούσει ποτέ.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 62
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Ένιωθα έναν οίκτο γι’ αυτό το παιδί, γιατί σαν χρυσόψαρο κολυμπούσε σε ξένα νερά, φερμένα από μακρινή θάλασσα. Νερά που είχαν σαπίσει μέσα στο ενυδρείο, χωρίς να έχουν αλλαχτεί ποτέ. «Η άλως είναι το δαχτυλίδι του φεγγαριού», δεν έδωσε σημασία στην ειρωνεία μου. «Τούτο είναι το πιο όμορφο δαχτυλίδι που μπορούν να σου προσφέρουν κι εσένα αύριο. Αυτό πρέπει να περιμένεις». Είχε πάρει πια ένα απίστευτα διδακτικό ύφος απέναντί μου. «Γιατί είσαι όμορφη», πρόσθεσε και αναψοκοκκίνισε. «Μια αληθινή αριστοκράτισσα. Μια πριγκίπισσα. Η ομορφότερη πριγκίπισσα του κόσμου». «Α, παραπήρες θάρρος», έκοψα το άθλιο παραλήρημά του. «Κι αυτές οι βλακείες σου δεν έχουν όριο. Μην ξανατολμήσεις να μου πεις τέτοια χαζά πράγματα εμένα. Τέτοια κούφια λόγια. Σε ποιον νομίζεις πως απευθύνεσαι;» Καταντροπιάστηκε. Τα θυμάμαι καταλεπτώς τα λόγια του, αυτούσιους τους διαλόγους μας. Τα αποθήκευα μέσα μου και δεν το υποψιαζόμουν. Και τώρα βγαίνουν στον αφρό, χωρίς να στύψω το μυαλό μου. Χωρίς να το ζορίσω. Έτσι, μπορεί να με ακολουθήσει όποιος τ’ ακούει, και να με καταλάβει καλύτερα. Γιατί αυτό το δαχτυλίδι του φεγγαριού, την άλω του, την πήρε από το κεφάλι μου, την κατέβασε και την πέρασε αργότερα θηλιά γύρω στο λαιμό μου. Και πήγε να με πνίξει.
2
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 63
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Πλησίασε καταπτοημένος το βιολί που ήταν ακουμπισμένο πάνω στη γωνία του τοίχου, μόλις τελείωσε τον παθιασμένο λόγο του το αφύσικο παιδί. «Παίζεις βιολί;» με ρώτησε τότε χαμηλόφωνα, βέβαιος πως έπαιζα και βιολί. «Παίζω μόνο πιάνο, το βιολί είναι της μάνας μου, αλλά δεν το άγγιξε απ’ όταν ήρθαμε στην Ελλάδα. Εγώ δεν αξιώθηκα να μάθω βιολί». «Να το πάρω στα χέρια μου;» Τον άφησα ν’ ανοίξει τη δερμάτινη θήκη. «Collin-Mezin», διάβασε δυνατά το όνομα του κατασκευαστή. «1879», πρόσθεσε. «Πρόσεξέ το, είναι παλιό κομμάτι», φώναξα. Έτρεξα και το άρπαξα μέσα από τα χέρια του. Το κράτησα για λίγο αμήχανη κι ύστερα τράβηξα μια αδέξια δοξαριά. Μιαν απαίσια δοξαριά, που με γρατζούνισε ως το κόκκαλο. Ο μικρός πετάχτηκε όρθιος. Σαν να μην το περίμενε ποτέ αυτό από μένα. «Φρικτό», ψέλλισε και σκέπασε το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια. Για να μη με βλέπει. Να μην ακούει τίποτα. «Πώς το ’κανες; Πώς μπόρεσες εσύ να το κάνεις αυτό;» ρωτούσε παρατηρώντας με με απέχθεια. Άνοιξε μετά την πόρτα κι έφυγε τρέχοντας. Τρομοκρατημένος. Άφησε το γλυκό του απείραχτο, να περιμένει. Ένα πράσινο καρυδάκι καρφωμένο μ’ ασημένιο πιρούνι. Ποτέ άλλοτε δεν έγινε αναφορά στο περιστατικό με το βιολί. Μόνο κάποιες στιγμές τον έπιανα με την άκρη του ματιού μου να με κοιτάζει όλο φόβο ο Φωκάς.
MHTSOU ALEXANDRA sel Final_Layout 1 24/09/2015 1:28 ΜΜ Page 64
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ
Γρήγορα, παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα μπήκαν ξανά στον κανονικό τους ρυθμό.