BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 11
Σαλονίκη
Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.*
τη μνήμη του, ο Ιωσήφ Εράλης δεν Ο μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν η σιδερόφραχτη πόλη πριν μετατραπεί στη σκληρότερη φυλακή της Ευρώπης. Κάποτε την σο κι αν βασανιζε
πλησίαζες κι απ’ τη στεριά, λένε, υπήρχαν τάχα μου δρόμοι, ασυναρτησίες μεθυσμένων ασφαλώς, η Σαλονίκη προσεγγίζεται μόνο από τη θάλασσα. Κόντευαν μεσάνυχτα και ξεγελούσε το φόβο του με τούτες τις σκέψεις, ενώ καθόταν μονάχος στο σάπιο βαρκάκι, δεμένο σε σημαδούρα μια λεύγα έξω απ’ το λιμάνι, περιμένοντας να τελειώσουν οι μεταγωγές κρατουμένων, για να του επιτρέψουν την είσοδο. Η νύχτα αφέγγαρη, το κρύο του Νοέμβρη τσουχτερό και η υγρασία του Θερμαϊκού του τρυπούσε τα κόκκαλα. Η βάρκα που του παραχώρησαν οι φύλακες της πύλης –για να τον πνίξουν, σίγουρα– έτριζε έτοιμη να διαλυθεί κι είχε αρχίσει να παίρνει νερό, που λίμναζε στον πάτο και μούσκευε τα παπούτσια του. Παρατηρούσε την άνοδο της στάθμης κρατώντας σφιχτά την τσάντα με τα μπαρμπέρικα ξυράφια κι ευχόταν να μη
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 12
ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΑΖΟΠΟΥΛΟΥ
ναυαγήσει στον Κόλπο των Λησμονημένων, «που μοιάζει στοιχειωμένος και δεν είναι ν’ απορείς γιατί», όπως ψιθύριζαν οι επαγγελματίες στις ταβέρνες των συντεχνιών. Έβλεπε ανήσυχος το βουβό κύμα να γλείφει την πλώρη του και ν’ αναδιπλώνεται χωρίς αφρό, σαν βρόμικη τσόχα που τυλίγεται αθόρυβα στο ίδιο πάντα τόπι κι έστηνε αφτί μήπως ακούσει οιμωγές ή κατάρες από το βυθό. Φανταζόταν τα κουφάρια των κρατούμενων να σαλεύουν στον πυθμένα, τις αλυσίδες να χορταριάζουν γύρω από τους αστραγάλους τους, τα γυμνά κρανία τους σφηνωμένα στην άμμο, τις άδειες κόγχες τους ν’ ατενίζουν τα ύφαλα της βάρκας του. «Τελευταία φορά που έρχομαι στη Σαλονίκη», υποσχέθηκε στο σκοτεινό νερό, «αυτή είναι η τελευταία φορά», κι ας ήξερε κατά βάθος πως θα πέθαινε απ’ την πείνα αν σταματούσε να κουρεύει τους φυλακισμένους της. Το σκάφος της περιπόλου, ευέλικτο και αθόρυβο σαν χέλι, ζύγωσε το βαρκάκι και ο περιπολάρχης πυροβόλησε στον αέρα: «Τι γυρεύεις στη Λησμονιά, επαγγελματία;» Ο Ιωσήφ πετάχτηκε ξαφνιασμένος και αρπάχτηκε απ’ τους σκαλμούς των κουπιών, για να μην τον ανατρέψει το κύμα που σήκωσαν τα απόνερα του ταχύπλοου. «Είμαι ο Ιωσήφ Εράλης, ο μπαρμπέρης των νεκρών, επαγγελματίες. Με περιμένουν στην ένατη πτέρυγα για την κουρά κάποιου φτωχοδιάβολου». Το πλήρωμα έβαλε τα γέλια, τους άρεσε να τον τρομάζουν, σκυλοβαριούνταν να περιπολούν στον ήσυχο κόλπο και επισκέπτες σαν τον Ιωσήφ διασκέδαζαν τη μονοτονία της ατέλειωτης νύχτας τους. Του πέταξαν την αλυσίδα ρυμούλκησης, «έι, χοπ!» έσκυψε για να μην τον πετύχει ο γάντζος της και τον άκουσε να σκάει στο νερό.
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 13
Η ΕΝΟΧΗ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
«Άιντε, δέσου σβέλτα», παράγγειλε ο περιπολάρχης. «Ξέρεις πώς γίνεται, μη λερώσω τα χέρια μου». «Ξέρω, επαγγελματία». Αλίευσε το γάντζο βυθίζοντας το μανίκι του ως τον αγκώνα στα βρομόνερα, τον ασφάλισε στην υποδοχή της βάρκας και με το άλλο χέρι έλυσε το παλαμάρι από τη σημαδούρα. «Έχεις ξανάρθει, βλέπω». «Εμένα καλείτε πάντα». «Σωστά, ποιος άλλος καταδέχεται». Το σκάφος ξεκίνησε πριν προλάβει να καθίσει και τον τίναξε πίσω, ο σβέρκος του κοπάνησε στην καρίνα· «τελευταία φορά», ορκίστηκε. Φάνηκε στη νυχτερινή ομίχλη η Σαλονίκη, που οι ισοβίτες αποκαλούν Λησμονιά, επειδή όποιος σταλεί εδώ δεν επιστρέφει και σβήνεται απ’ την κοινωνική μνήμη. Η βάρκα ρυμουλκήθηκε στην πτέρυγα «Θ», έξυσε τα πλευρά της στη χορταριασμένη προβλήτα και τερμάτισε χτυπώντας στο τσιμέντο. Η αποφορά του λιμανιού, γνώριμη όσο η μυρωδιά του κορμιού του, τον πλάνταξε, πολέμησε τις μνήμες, είχε έρθει μόνο για μια κουρά. Έδεσε τον κάβο –τούτη η νοσηρή εξάρτηση πρέπει να σταματήσει– και πήδηξε στη στεριά κυριευμένος από την ενοχή του ενήλικου βρέφους, που ξαναγυρνά στον κόλπο της μάνας του, απ’ όπου θα έπρεπε μόνο να βγαίνει. Η δεσμοφύλακας Εράτα, χεροδύναμη και ογκώδης σαν αρκούδα, στεκόταν βλοσυρή στην άκρη της προβλήτας με το πηλήκιο χαμηλά στο ξυρισμένο της κεφάλι, τις αρμαθιές των κλειδιών να κρέμονται απ’ τη ζώνη και το κλομπ στη χούφτα της, περιμένοντας τον επισκέπτη που η ίδια είχε καλέσει. Ο Ιωσήφ τίναξε τις λάσπες απ’ τα παπούτσια του, περισσότερο για ν’ αποφύγει το επιτιμητικό της βλέμμα· ήταν ο μόνος μπαρμπέρης
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 14
ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΑΖΟΠΟΥΛΟΥ
που δούλευε με φυλακισμένους, σχεδόν αποκλειστικά με φυλακισμένους, κατακάθι της συντεχνίας του. «Στάσου στο φως, επαγγελματία», διέταξε η δεσμοφύλακας. Ακούμπησε στο στύλο του ηλεκτρικού για να υποστεί τον καθιερωμένο σωματικό έλεγχο, εκείνη γλίστρησε το κλομπ στα πλευρά του, το χτύπησε στις τσέπες, κάτω από τη μασχάλη, ανάμεσα στα πόδια. Με την άκρη του ματιού της περιεργάστηκε το πρόσωπό του, φρεσκοξυρισμένο και απαλό σαν πρόσωπο παιδιού, τα χείλη του σφιγμένα με πείσμα, τα σγουρά του μαλλιά, μακρύτερα απ’ ό,τι πρέπει, χαρακτηριστική ματαιοδοξία των καλλιτεχνών, το φθαρμένο του κοστούμι βαμμένο αδέξια στο χρώμα των μπαρμπέρηδων –το γαλάζιο της ακουαμαρίνας–, η μπογιά δεν είχε πιάσει στα μανίκια, δείγμα ανέχειας μα επιμονής, και την τσάντα με το έμβλημα της κατώτερης καλλιτεχνικής συντεχνίας, εκείνης των κουρέων για πτώματα. Ντυμένος στο γαλάζιο του νεκρομπαρμπέρη, της φαινόταν σαν ελάφι ντυμένο με τομαριά γουρουνιού. Χαράμι πήγε αυτό το παιδί... «Τι έχεις στην τσάντα;» «Τα ξυράφια μου», της έδειξε υπάκουα το περιεχόμενο. Μην αντέχοντας να τον ταπεινώνει άλλο, κρέμασε το κλομπ στη ζώνη της και τερμάτισε τον άσκοπο έλεγχο. «Φτάνει, αρκετά καθυστερήσαμε. Ο νεκρός είναι ακόμη φρέσκος και τον άφησα μόνο του». Προηγήθηκε με μεγάλα βήματα. «Κάποιοι ανοιχτομάτηδες ήδη τροχίζουν τους σουγιάδες τους, μετά θα λες ότι σε κουβάλησα τζάμπα». «Κανείς δεν σκυλεύει πτώμα λησμονημένου, είναι γρουσουζιά», την καθησύχασε ο Ιωσήφ. Την ακολούθησε στην πτέρυγα «Θ», στην οποία η Εράτα, παρά το ενάμισι σιρίτι της, ήξερε να επιβάλλεται με τη γροθιά, την αγριοφωνάρα της και τη μακρά οικογενειακή παράδοση
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 15
Η ΕΝΟΧΗ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
στην κάστα των Φυλάκων. Ένστολοι εργάτες καίγανε τα σκοροφαγωμένα στρώματα τιθασεύοντας τις φλόγες με τσουγκράνες και ξεροβήχοντας από την κάπνα· το σκάσιμο των ζωυφίων τον αναγούλιασε. Στα λοιμοκαθαρτήρια στέκονταν γυμνοί κρατούμενοι, λιπόσαρκοι και φαφούτηδες, δεμένοι με μακριές αλυσίδες από τις σχάρες της αποχέτευσης, ενώ οι ντουζιέρες τους ψέκαζαν με άσπρη σκόνη για τις ψείρες και πασσαλείβονταν σαν αλευρωμένοι γυμνοσάλιαγκες. Η φιγούρα του Ιωσήφ δεν τους ήταν άγνωστη, αγωνίστηκαν να τσακώσουν το βλέμμα του και, όταν το κατάφεραν, του ’δειξαν κινώντας τους γοφούς τα γεννητικά τους όργανα. Αγνόησε την προσβολή, δεν ήταν η χειρότερη που δέχτηκε σήμερα. Μετά ξεκινούσαν οι πόρτες, άβαφες, σκεβρωμένες κι αναρίθμητες, ξεκλείδωτες για ευκολία, αφού όλη τη δουλειά της φύλαξης την έκαναν πλέον οι αλυσίδες κι ακόμη περισσότερο η απουσία ελπίδας επιστροφής και η εξάλειψη της επιθυμίας της. Η Εράτα προσπαθούσε να κρύψει τη νοσταλγία που της ξυπνούσε η παρουσία του επιστρατεύοντας την πιο τραχιά φωνή της: «Ο Λιόσας έχει πονόδοντο και είπαμε μήπως τα γιατροσόφια σου τον βοηθήσουν, αλλιώς σιγά μη σε καλούσαμε να καλλωπίσεις το πτώμα». «Όλοι δικαιούνται την τελευταία κουρά, ακόμη κι οι λησμονημένοι», απάντησε ο Ιωσήφ. Ο διάλογος επαναλαμβανόταν σε κάθε επίσκεψη, σχεδόν μηχανικά. «Κάτι ψιλά μαζέψαμε, φρόντισε να σου φτάνουν». «Τις τιμές τις καθορίζει η συντεχνία». Κατέβηκαν στα υπόγεια των μαγειρείων και διέσχισαν τις μουχλιασμένες αποθήκες, οι χοντροί σωλήνες διακλαδίζονταν σαν έντερα, οι υδρορροές έσταζαν δύσοσμη σκουριά, το σάπιο
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 16
ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΑΖΟΠΟΥΛΟΥ
σανίδι του πατώματος έσκουζε σε κάθε βήμα. Αρουραίοι γλιστρούσαν πίσω απ’ τα καζάνια, βρομούσαν οι σωροί από κρεμμύδια, ματωμένα λουριά, ζεστά από το δέρμα που άργασαν, κρέμονταν στον τοίχο και μαστίγια μαδημένα απ’ τη χρήση μούλιαζαν στους νεροχύτες. Ο Ιωσήφ ήξερε ότι η προσφορά υπηρεσιών σε τρόφιμους αυτού του κολαστήριου τον στιγμάτιζε και τον περιθωριοποιούσε, οι μπαρμπέρηδες δεν καταδέχονταν να μοιραστούν κρασί και φαΐ μαζί του στις ταβέρνες της συντεχνίας, αλλά εκείνος από ανάγκη μα κι από ευσπλαχνία δεν αρνιόταν να κουρέψει τους κρατούμενους. Ο νεκρός είχε μεταφερθεί στα μαγειρεία και βρισκόταν ξαπλωμένος στον πάγκο κοπής των κρεάτων. Η ριγωτή του φόρμα ήταν λεκιασμένη με αίμα, η μύτη του παραμορφωμένη από γροθιές και το δεξί του χέρι, σπασμένο στον αγκώνα, ταλαντευόταν σαν εκκρεμές· η εικόνα μαρτυρούσε βίαιο θάνατο, η αξία της κουράς ανέβαινε. Στα καφάσια κάθονταν τρεις δεσμοφύλακες, που άγγιξαν το γείσο του πηλήκιου για χαιρετισμό. Ο πιο κοντός από τους τρεις, ο Λιόσας, κρατούσε ένα κατάπλασμα από χαμομήλι στο μάγουλο και μόρφαζε απ’ τον πονόδοντο. Ένευσε στον μπαρμπέρη να μην καθυστερεί. Ο Ιωσήφ φόρεσε την ποδιά του και εξέτασε προσεκτικά το σακατεμένο πρόσωπο του νεκρού. Έψαχνε να βρει κάποια γωνίτσα στο αξύριστο δέρμα που να μην έχει λερωθεί από αίμα, για να τρυγήσει τις τρίχες που απαιτούσε το γιατροσόφι. Ανακάλυψε ένα καθαρό σημείο στο σαγόνι, αλλά μια κόκκινη σταγόνα, που κυλούσε αργά απ’ τη σπασμένη μύτη, απειλούσε να το λερώσει. Δεν επιτρεπόταν να τη σκουπίσει, γιατί το άτριχο δέρμα του προσώπου ανήκει στη δικαιοδοσία των μακιγιέρ κι είναι απαγορευμένο στους μπαρμπέρηδες. Γνωρίζοντας ότι του απομένουν ελάχιστα δευτερόλεπτα, έβγαλε αστραπιαία το αση
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 17
Η ΕΝΟΧΗ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
μένιο του ξυράφι, το στερέωσε κάθετα στο μάγουλο και όταν είδε το μισάνοιχτο στόμα του νεκρού να καθρεφτίζεται στο ασήμι ξύρισε την αναίμακτη περιοχή. «Πρόλαβες;» ρώτησε ανυπόμονα ο Λιόσας. Έσυρε τη λεπίδα στο βαμβάκι κι έδειξε τις γκρίζες τρίχες: «Άλλη φορά να με καλείτε νωρίτερα». «Εσύ άργησες νά ’ρθεις». Ο Λιόσας πήρε το λάφυρό του και το κοίταξε δύσπιστα. «Λίγες είναι. Φτάνουν;» «Φτάνουν. Να τις βράσεις καλά και να τις σουρώσεις στην κομπρέσα». Σπάνιζαν οι βίαιοι θάνατοι και τα πρωτεϊνικά παράγωγα τέτοιου νεκρού έχουν αξία. Τα γένια του θεραπεύουν τον πονόδοντο και τα μαλλιά του τις αλλεργίες, άμα κοπούν στην ώρα τους από ασημένιο ξυράφι νεκρομπαρμπέρη. Η κουρά του πάλι, που συλλέγεται απ’ την κορυφή του κεφαλιού, στουμπισμένη στον απήγανο γιατρεύει την αντρική ανικανότητα, ενώ βρασμένη σε γάλα γαϊδούρας καταπολεμά την κρεατοελιά και τον καλόγερο. Οι δεσμοφύλακες όμως δεν είχαν άλλα χρήματα. Ο Ιωσήφ θα έπαιρνε μερικά κέρματα και τις υπόλοιπες τρίχες του πτώματος ως αμοιβή, αν και δύσκολα θα κατάφερνε να τις πουλήσει έξω απ’ αυτούς τους τοίχους, γιατί τα λάφυρα των λησμονημένων θεωρούνται γρουσούζικα. «Τέλειωνε, δεν θα γίνει κηδεία», τον σκούντησε η Εράτα. «Ο Θεός να συγχωρέσει τη Δημοκρατία μας», ψιθύρισε ο Ιωσήφ. «Κάνεις άσχημα που τον λυπάσαι», τον αποπήρε κάποιος ένστολος. «Όποιος στέλνεται εδώ, χάνει το δικαίωμα στο Θάνατο». «Δεν είναι εκείνον που λυπάμαι», στέναξε ο μπαρμπέρης κι έβγαλε από την τσάντα τα σύνεργα. Ουδέποτε λησμονημένος απόλαυσε υπηρεσίες νεκροστολι
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 18
ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΑΖΟΠΟΥΛΟΥ
στή, υποδέτη, μακιγιέρ, ή μανικιουρίστα, χορωδού, εκφωνητή επικήδειων, ιερέα ή νεκροθάφτη· το πτώμα θα ριχνόταν στη θάλασσα αλυσοδεμένο, για να πάει στον πάτο και παρόλο που κανείς δεν θα το έβλεπε για να εκτιμήσει την τέχνη του Ιωσήφ, εκείνος ήταν αποφασισμένος να εργαστεί ευσυνείδητα. «Αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου». «Σβέλτα», τον αγριοκοίταξε η Εράτα. Νότισε ένα μαντίλι με οινόπνευμα και καθάρισε όσα σημεία του προσώπου επιτρεπόταν, προσέχοντας να μην αγγίξει το άτριχο δέρμα που ανήκε σε άλλη συντεχνία. Άλειψε κρέμα αλόης στα γένια, μαλάζοντας απαλά για να κάνει αφρό. Ακόνισε την ατσάλινη λάμα, ξύρισε πιγούνι και μάγουλα, τα ράντισε με κολόνια. Χτένισε τα μαλλιά και τα έκοψε, ψαλίδισε φρύδια και φαβορίτες. Τέλος, πήρε το χάλκινο λεπίδι, παραγγελμένο σε ειδικούς τεχνίτες της Ντρομπέτας, σχημάτισε ξυρίζοντας ένα σταυρό στην κορυφή του κεφαλιού, την «κουρά», για να πάει ο νεκρός καλοτάξιδος και μάζεψε τις τρίχες σε σακουλάκι. Άξιζαν περισσότερο απ’ όλες τις άλλες μαζί. Ο Λιόσας είχε ρίξει σ’ ένα κατσαρόλι το λάφυρό του και περίμενε ανυπόμονα να βράσει, βογγώντας απ’ τον πονόδοντο. Οι υπόλοιποι μετρούσαν τις οικονομίες τους και συσκέπτονταν χαμηλόφωνα μήπως αγοράσουν τις κεφαλότριχες, που μοσχοπουλιούνταν στη μαύρη αγορά της φυλακής. Η Εράτα καθόταν με τα πόδια ανοιχτά στο καφάσι και παρακολουθούσε σιωπηλή τον μπαρμπέρη, στηρίζοντας τον αγκώνα της στο κλομπ. Ενόσω καθάριζε με ψαλιδάκι τα ρουθούνια του πτώματος, τη ρώτησε: «Σκοπεύετε να καλέσετε εκφωνητή επικήδειων;» Η Εράτα γέλασε βραχνά, «Ο επικήδειος τον μάρανε». «Πρέπει κάποιος να κατευοδώσει τον νεκρό», υπενθύμισε ο μπαρμπέρης.
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 19
Η ΕΝΟΧΗ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
«Οι εκφωνητές είναι ακριβοί». «Υπάρχουν και φτηνοί». Η γυναίκα σκυθρώπιασε· χτύπησε με το κλομπ τη μύτη της μπότας της: «Από πότε κλείνεις δουλειές για άλλες συντεχνίες; Εκείνες δεν νοιάστηκαν ποτέ για σένα». Ο Ιωσήφ είπε ότι γνώριζε κάποιον εκφωνητή που θα δεχόταν να εργαστεί με μόνη αμοιβή τις τρίχες της κουράς, τις οποίες ο ίδιος ήταν πρόθυμος να προσφέρει. «Ο Πελαργός, το δίχως άλλο», γύρισε ο Λιόσας ανακατεύοντας το κατσαρόλι στη φωτιά, «μόνο αυτός είναι πιο λιμάρης κι από σένα». Ο μπαρμπέρης παραδέχτηκε ότι πήρε την πρωτοβουλία να ειδοποιήσει τον Πελαργό. Βρισκόταν αυτή τη στιγμή στην είσοδο της φυλακής και περίμενε να τον καλέσουν. Αν έστελναν το ταχύπλοο της περιπόλου να τον πάρει, η καθυστέρηση θα ήταν ασήμαντη. «Δεν θα φάμε όλη τη νύχτα!» αγρίεψε η Εράτα. «Κάντε το σαν ψυχικό». «Διάβολε...» «Για χάρη μου», ικέτευσε ο καλλιτέχνης. Η επιμονή του την μπέρδεψε, αλλά η προσωπική παράκληση την ξάφνιασε ευχάριστα. Ποτέ αυτό το παιδί δεν της είχε ζητήσει κάτι, οτιδήποτε, μέχρι σήμερα. Σηκώθηκε: «Πάω να τον φέρω». Η προθυμία της προκάλεσε χαμηλόφωνα σχόλια, τα οποία ο Ιωσήφ προσποιήθηκε ότι δεν αντιλήφθηκε. Απολύμανε σχολαστικά τα εργαλεία του και τα έκλεισε στην τσάντα. Βοήθησε τον Λιόσα να σουρώσει το ματζούνι, το τύλιξε στην κομπρέσα και το ακούμπησε στο πρησμένο μάγουλο. Ο δεσμοφύλακας χοροπήδηξε απ’ τον πόνο και ευχήθηκε, για το καλό του μπαρμπέρη,
BOURAZOPOULOU SEL_final_Layout 1 11/03/2011 6:16 μ.μ. Page 20
ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΑΖΟΠΟΥΛΟΥ
να δει αποτελέσματα. Πολύ αμφέβαλλε αν τα ψειριάρικα γένια του λησμονημένου είχαν θεραπευτικές ιδιότητες. Ο Ιωσήφ εξήγησε ότι η ψυχή, κάθε ψυχή χωρίς διακρίσεις, αν εγκαταλείψει βίαια το σώμα, μέσα σε οδύνη, αφήνει στις τρίχες τον τελευταίο της ανακουφιστικό στεναγμό, σαν την πάχνη στις πευκοβελόνες. Βάλσαμο μαγικό για τις οδοντικές νευραλγίες, φτάνει να τρυγηθεί σωστά και με ασημένιο ξυράφι. Ο χρόνος έχει σημασία, ο νεκρομπαρμπέρης δουλεύει προτού κρυώσει το πτώμα, μετά όλη η μαστοριά είναι στην κλίση της λεπίδας. Πρέπει το στόμα του πεθαμένου να καθρεφτιστεί στο ασήμι, η ξυραφιά να έχει ανατολική φορά και γυρίζοντας σαν δρεπάνι να συλλέξει το θαυματουργό απόσταγμα. Βρασμένη, για να καθαριστεί απ’ το λίπος της Ζωής, η ανακούφιση του νεκρού καταπραΰνει καλύτερα κι από σκορδόζουμο. Ο εικοσιπεντάχρονος Εράλης ενστερνιζόταν με τέτοιο πάθος αυτά που έλεγε και τα εξηγούσε με τόση σιγουριά, ακτινοβολώντας πίστη από κάθε έκφραση του προσώπου του και κάθε κίνηση του καστανόξανθου κεφαλιού του, που ο Λιόσας θάρρεψε πως ο πόνος μαλάκωσε. Συνήθως οι νεκρομπαρμπέρηδες ήταν σιωπηλοί και αθόρυβοι σαν σκιές, αλλά ο Ιωσήφ είχε καταλήξει να εμπιστεύεται τη δύναμη των λέξεων, θεωρώντας ότι παίζανε κι αυτές το ρόλο τους στη θεραπεία. Η Εράτα εισέβαλε βιαστική στα μαγειρεία, σέρνοντας απ’ τα ρούχα έναν πρόωρα γερασμένο πενηντάρη με ψηλόλιγνη ξερακιανή κορμοστασιά και στενόμακρο λαιμό σαν λελέκι, που η μαύρη κάπα του κόντευε να σκιστεί από το τράβηγμα και το ασορτί καπέλο του, πεσμένο ανάμεσα στα πόδια, έγλειφε το πάτωμα. Οι εκφωνητές επικήδειων είναι η ταπεινότερη συντεχνία των Διανοούμενων, φλύαροι και μονότονοι, απαγγέλλουν κατευόδια που μόνο οι ίδιοι καταλαβαίνουν και δύσκολα τους ξαναφέρνεις στο νου σου μετά την κηδεία. Παρ’ όλα αυτά τους χρειάζεται η