CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 3
ΒΙΝΙΤΣΙΟ ΚΑΠΟΣΕΛΑ
ΤΕΦΤΕΡΙ Το βιβλίο των εκκρεμών λογαριασμών
c ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ
ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 4
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Vinicio Capossela, Tefteri © ©
Copyright Ιl Saggiatore S.p.A., Milano 2013 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013
Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5740-0
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Q ΠΡΩΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ
Αθήνα, Μάρτιος 2012 . . Γιάννης . . . . . . . . . . . «Πριγκηπέσσα» . . . . . Το «Μαύρο Σάββατο» Το δίλημμα . . . . . . . . Καραγκιόζης . . . . . . . Μεγάλη Παρασκευή . . Καλό Πάσχα! . . . . . . Κρήτη . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
13 33 44 56 62 65 70 77 84
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
. . . . . . . . .
95 101 105 108 111 122 128 131 138
5
Αθήνα, Ιούνιος 2012 . . . . Ο κήπος των Εξαρχείων Θεσσαλονίκη . . . . . . . . Ταμπαχανιώτικα . . . . . Η «Άτακτη» . . . . . . . . Ταβέρνα «Δίπορτο» . . . Θεοδώρα Αθανασίου . . Αμανές . . . . . . . . . . . . Ακρόπολη . . . . . . . . . .
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 6
6
Κούκλος . . . . . . . . . . . . . Ο μάγκας του ταξί . . . . . . Γεια σας, μόρτες! . . . . . . . Το στόμα του μπουζουκιού Ικαρία . . . . . . . . . . . . . . . Ψηλορείτης . . . . . . . . . . . Ανώγεια . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
140 142 144 148 156 163 168
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 7
Στη Φραντσέσκα Λεοντσίνι, στη νιότη σου από δάκρυα και ρεμπέτικο
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 8
Αισθανόμαστε ένοχοι πάντα για τα λάθος πράγματα, επειδή υπήρξαμε ευτυχισμένοι – ποτέ επειδή επιστρέφουμε στη δυστυχία των καθηκόντων μας, στη μικρή αλυσίδα των συνηθειών, για να σκύψουμε πάλι το κεφάλι στην εποχή του ωφέλιμου. Ο αληθινός μάγκας είναι ο χρόνος. Ένας μάγκας σε μαύρο χρώμα.
Η αυγή στραγγίζει πάντα τη νύχτα. Το χρωμόσωμα της νεότητας βρίσκεται στην αυγή, στη μέρα που ξεσκεπάζεται από το σκοτάδι. Οι ρεμπέτες ανοίγουν την πόρτα και έξω είναι μέρα. Η κυκλοφορία του πρωινού, τα λεωφορεία, οι κόρνες, ο κόσμος που αναδίδει καπνούς, μέσα όμως, πίσω από την πόρτα, στην «Πριγκηπέσσα», είναι ακόμα νύχτα. Όπως στον Όμηρο, που κάνει τη νύχτα να παρατείνεται επ’ αόριστον, ώστε να επιτρέψει στον Οδυσσέα τη διήγηση. Μετά τη σφαγή των μνηστήρων, τις αναμμένες δάδες στο σκοτάδι για να αναπαραστήσουν τους γάμους, μετά το αίμα που ξέπλυναν οι δούλες, την αναγνώριση της Πηνελόπης με το τέχνασμα του κρεβατιού και, τέλος, μετά το κρεβάτι. Φτιαγμένο στη ρίζα της ελιάς, πάνω στην οποία στηρίζεται ο οίκος. Μετά την αναγνώριση, η ένωση της σάρκας και, μετά την ένωση, η διήγηση. Διήγηση τόσο ατελείωτη, τόσο λεπτομερής, που περιέχει χρόνια και κάνει τη νύχτα να ξεχειλίζει. Έτσι και οι ρεμπέτες παρατείνουν αόριστα τη νύχτα, παίζοντας μουσική και πίνοντας, ενώ η μέρα αρχίζει το γύρο της σαν μεκανό. Ακινητοποιούν το χρόνο, τον επαναφέρουν στους ίδιους που βρίσκονται αποκλεισμένοι στον τεκέ, στην ταβέρνα. Ας πεθάνει και η νύχτα. Βγαίνοντας από κει, ό,τι απομένει είναι απογυμνωμένη σάρκα, μια αίσθηση του αιώνιου, της παντοδυναμίας στον ήλιο, που δεν εξοφλείται παρά μόνο αργότερα, στα θραύσματα ενός ύπνου που μετανοεί, πηχτού και ένοχου. Ενός ύπνου που συντρίβει την απελευθερωμένη συνείδηση, όπως κομμάτια έγιναν τα πιάτα κάτω α-
9
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 9
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 10
10
πό τα σταυρωμένα πόδια και το εκστατικό χαμόγελο του Γιάννη Παπαϊωάννου στις φωτογραφίες της ταβέρνας. Έξω, τα περίπτερα, οι φούρνοι και τα καπνοπωλεία είναι τα μόνα με ήσυχη τη συνείδησή τους. Μόνο αυτά φυλούν θησαυρούς, μπροστά στους οποίους προβάλλουμε όπως στις κόγχες των εκκλησιών, που είναι γεμάτες εικόνες, φως και πίστη.
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 11
ΠΡΩΤΟ ΤΕΤρΑΔΙΟ
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 12
* Με πλάγια γράμματα, εκτός από ξένες λέξεις, τίτλους έργων, βιβλίων, κ.λπ., σημειώνονται λέξεις ή φράσεις που στο πρωτότυπο αναφέρονται στα ελληνικά. Οι υποσημειώσεις ανήκουν στη μεταφράστρια.
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 13
Αθήνα, Μάρτιος 2012
13
Η
«κρίση» προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα κρίνω: διαχωρίζω, διαλέγω, διαιρώ. Κρίση: μια έννοια κατάλληλη για το ρεμπέτικο –μουσική γεννημένη από ένα χωρισμό–, αλλά και για την Ελλάδα, απ’ όπου η Ευρώπη απομακρύνεται, με την περιφρόνηση που βρίσκεται στη βάση κάθε άρνησης. Ακούμε να μιλούν πολύ για την Ελλάδα με όρους που παραπέμπουν στην τραγωδία, η οποία επινοήθηκε ακριβώς εδώ. Από την τραγωδία η λέξη τραγούδι· και στη ρίζα της η λέξη τράγος. Τραγωδία, ωδή του τράγου. Αποδιοπομπαίος τράγος των αμαρτημάτων της Ευρώπης, είναι η χώρα που αποτελεί την πολιτισμική της μητέρα. Ευρώπη, κόρη ενός βασιλιά της Φοινίκης, η οποία αποπλανήθηκε από τον Δία. Ευρώπη, «μεγάλα μάτια», γη της Δύσης, τοποθετημένη στο ηλιοβασίλεμα. Ήδη από την αρχαιότητα, ό,τι προέρχεται από την Ελλάδα έχει παγκόσμιο χαρακτήρα. Μας μιλάει για τον άνθρωπο. Για τον άνθρωπο και το πεπρωμένο του, για το τι συμβαίνει στον δυτικό άνθρωπο αυτή τη στιγμή της «κρίσης», της επιλογής. Ας προχωρήσουμε με ένα μικρό όργανο στο χέρι, σαν θύρσο, συνοδευμένοι από τη μουσική που γεννήθηκε από μια καταστροφή. Οι Έλληνες μέχρι σήμερα Καταστροφή αποκαλούν την καταστροφή της Σμύρνης και την έξοδο των Ελλήνων από
14
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 14
τη Μικρά Ασία το 1922. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες ξεχύθηκαν, χωρίς περιουσία πια, σε μια μητέρα πατρίδα καθόλου χαρούμενη που τους υποδεχόταν. Μαζί τους έφεραν μουσική και έθιμα ενός άλλου τόπου, στοιβάχτηκαν σε προαστιακές συνοικίες που άλλαξαν την κοινωνική φυσιογνωμία του «Παρισιού της ανατολικής Μεσογείου», όπως αποκαλούσαν την Αθήνα τη δεκαετία του ’20 και όπως την ήθελε η πολιτική της πολιτισμικής δυτικοποίησης του νέου ελληνικού κράτους. Η ρεμπέτικη μουσική, σε αντιδιαστολή προς τη δημοτική –η οποία παίζεται στο ύπαιθρο, σε μεγάλες γιορτές, μητέρα του λαϊκού τραγουδιού–, είναι αστική μουσική. Εκτελείται σε κλειστούς χώρους και προτιμά τον ατομικό καημό. Ενώ η δημοτική ταυτίζεται με τον τόπο προέλευσης και ανήκει σε όποιον αναγνωρίζεται στα τραγούδια και στους χορούς της, η ρεμπέτικη ανήκει σε όλους. Είναι μουσική χωρίς πατρίδα, μουσική των ξεριζωμένων κάθε τόπου. Διαδίδεται στη χώρα, αδιάφορη για τον τόπο, την κοινωνική τάξη και το πολιτισμικό επίπεδο εκείνου που την ερμηνεύει. Γεννημένη από μια διαίρεση, ενώνει. Λένε ότι κατά τον τρομερό εμφύλιο πόλεμο οι αγωνιστές ανέστελλαν τις συγκρούσεις για να τραγουδήσουν το «Αντιλαλούνε τα βουνά», το διάσημο κομμάτι του Βασίλη Τσιτσάνη, το οποίο σημείωσε ένα μοναδικό ρεκόρ, πουλώντας περισσότερους δίσκους από τον αριθμό των γραμμοφώνων που υπήρχαν στη χώρα. Μερικοί τον αγόρασαν έστω για να τον έχουν σαν κάδρο, κρεμώντας τον ανάμεσα στις φωτογραφίες των αγαπημένων προσώπων. Του ρεμπέτη δεν του αρέσει να ανακατεύεται, ούτε να γίνεται φερέφωνο κανενός. Το ρεμπέτικο είναι ένας θρήνος που τραγουδιέται ομαδικά αλλά χορεύεται από ένα πρόσωπο. Ανήκει σε όλους, αλλά μιλάει στον καθένα ξεχωριστά. Μουσικολογικά, προέρχεται από την Ανατολή, από τα καφέ-αμάν και το βυζαντινό μέλος,
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 15
* Αναφορά στο περίφημο άρθρο του Πιερ Πάολο Παζολίνι στην Corriere della Sera (1/2/1975) με τίτλο «Το κενό της εξουσίας, ή Το άρθρο των πυγολαμπίδων», όπου μιλάει για το πέρασμα από τον φασισμό στο χριστιανοδημοκρατικό καθεστώς.
15
το οποίο, σε αντίθεση με την πολυφωνία και την αρμονική πολυπλοκότητα της Εκκλησίας της Ρώμης, τελειοποίησε τη μονοφωνία σε τέτοιο βαθμό, που έφτασε σε μνημειακούς θησαυρούς ρυθμικής ποικιλίας και εκφραστικής έντασης. Πολλά άλλα στοιχεία κατέληξαν εκεί μέσα, εμπλουτίζοντάς την με μια φυλετική επιμειξία πιο καθησυχαστική από την καθαρότητα που αναζητούσε ο εθνικισμός της κυβερνώσας τάξης. Αυτή η μουσική ζει μέχρι σήμερα και συνοδεύει την ύπαρξη όποιου προσπαθεί να εμψυχωθεί από τις στροφές των τραγουδιών της, γνωστές και μοιρασμένες με άλλους. Είναι το σάουντρακ της περιπέτειας ενός έθνους. Στα μπαρ και στα κέντρα κάθε ελληνικής κοινότητας, από την Ευρώπη ως την Αυστραλία, χόρευαν ρεμπέτικο όταν, μεθυσμένοι από ευτυχία και ευφορία, το 2004 γιόρταζαν την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου. Πέταγαν χιλιάδες χαρτοπετσέτες στον αέρα, συνήθεια που εδώ και λίγα χρόνια αντικατέστησε το πέταγμα και το σπάσιμο των πιάτων. Η Ελλάδα έχασε τα σπασμένα πιάτα και τα τσιγάρα Santé. Έχασε τις πυγολαμπίδες, όπως έλεγε ο Παζολίνι* για τη μετάβαση που συνέβη τη δεκαετία του ’60 στην Ιταλία. Χρεώθηκε, δοκίμασε τη δόση της κατανάλωσης με χαμηλό επιτόκιο και, πάνω που εξαρτήθηκε, της κόβουν τη δόση. Το ρεμπέτικο είναι μουσική που συνδέθηκε επίσης με τη χρήση ναρκωτικών. Εκατοντάδες τραγούδια αφιερώθηκαν στο χασίς, στο ναργιλέ. Στον διαψευσμένο αθεϊσμό του, ατένιζαν τον άλλο κόσμο σε ένα τραγούδι όπου παρακαλούσαν τον Χάρο να φέρει λίγο χασίς στους συντρόφους, στους ρεμπέτες που κατέληξαν στην άλλη όχθη της Στυγός.
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 16
16
Χάρε: εσύ που μεταφέρεις με τη βάρκα σου στον Άδη. «Βγήκε ο Χάρος να ψαρέψει / με τ’ αγκίστρι του ψυχές...» Ο Χάρος, έντονα παρών στα ρεμπέτικα, ενσαρκώνει επίσης το βάσανο, τον καημό. Είναι η προσωποποίηση του θανάτου. Τον συναντάς όπως κάποιον στο δρόμο. Τον φωνάζεις με το όνομά του. Κοιμάσαι μαζί του. Όπως συμβαίνει στον Οδυσσέα του Καζαντζάκη: ο θάνατος πάει να αναπαυτεί πλάι του, κουρασμένος από το περπάτημα και, οδοιπόρος όπως αυτός, ενώ κοιμάται βλέπει έναν εφιάλτη: ονειρεύεται τη ζωή. Μια κοινωνία κρίνεται στο πόσο αυθεντική είναι από τον τρόπο που επιλέγει να αντιμετωπίσει το θάνατο. Και μπροστά στον Χάρο είμαστε όλοι ίδιοι, είμαστε γυμνοί... Ο Χάρος... Βγήκε ο Χάρος παγανιά... Ο Χάρος είναι περαματάρης γιατί βρίσκεται σε ένα όριο, εκείνο ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία.
Το ρεμπέτικο, όπως είπε κάποτε ο Μανώλης Πάππος, είναι και αυτό: να βρίσκεσαι ανάμεσα στο όριο, από δω ή από κει. Στη μία ή στην άλλη πλευρά ενός ρέματος. Να στέκεσαι στη μία ή στην άλλη μεριά μιας συνοικίας. Ξανά η λέξη κρίνω, απ’ όπου και η «κρίση». Να επιλέγεις. Να ξεχωρίζεις. Το ρεμπέτικο συνοδεύεται πάντα από μια κρίση, γιατί μας υποχρεώνει να επιλέξουμε. Να διακρίνουμε ποιος μας αρέσει, ποιον διαλέγουμε να συναναστραφούμε και, αντιθέτως, ποιος δεν μας ενδιαφέρει. Από τι επιλέγουμε να είμαστε φτιαγμένοι. Ήρθα να βρω τον Πάππο. Παίζει όλες τις βραδιές στο θέατρο, σε μια μουσική παράσταση με τίτλο Αμάν Αμήν, αλλά την Παρασκευή κατά τις δύο βρίσκει την υπόλοιπη κομπανία στο μικρό πάλκο της «Κληματαριάς». Οι μουσικοί κάθονται στις καρέκλες, όπως πάντα. Όπως στη σπουδαία ταινία Ρεμπέτικο
του Κώστα Φέρρη, του 1983, παίζουν ακίνητοι ενώ η ιστορία της χώρας κυλάει. Και εδώ οι μουσικοί κάθονται στη σειρά, μπροστά στα τραπέζια της «Κληματαριάς». Παίζουν τα συνηθισμένα όργανα: κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά. Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος βάζει ρετσίνα· και η ιστορία των τελευταίων τριών χρόνων ρέει σαν ταινία από λέξεις. «Είναι η μεσαία τάξη που εξαφανίζεται. Οι φτωχοί ήταν στα σκατά και πριν. Τώρα είναι τρισχειρότερα. Είναι η μεσαία τάξη που γίνεται φτωχή, μέχρι που θα εξαφανιστεί. Στην Ελλάδα το 85% του κόσμου έχει δικό του σπίτι. Ήταν η συνήθεια, η νοοτροπία: να δουλεύεις όλη σου τη ζωή και να έχεις δικό σου σπίτι, να μην πετάς τα λεφτά στο ενοίκιο. Όπως στην Ιταλία. Τώρα όλοι οι νέοι φόροι είναι επί της ακίνητης ιδιοκτησίας. Έβαλαν ένα φόρο για το σπίτι και τον ένωσαν με το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Αν δεν τον πληρώσεις, σου κόβουν το φως. Κάτι τέτοιο είναι παράνομο. Το ρεύμα, όπως το νερό, είναι δημόσιο αγαθό, δεν μπορείς να μου το κόψεις αν δεν σου πληρώσω ένα φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας. Παρ’ όλα αυτά, το έκαναν. Και ύστερα πήραν τα χρήματα από το φόρο και τα πήγαν στην Ελβετία. Θα αναγκάσουν τον κόσμο να πουλάει τα σπίτια και να μένει στο ενοίκιο για την υπόλοιπη ζωή του». «Τι πρέπει να κάνουμε;» Ο Δημήτρης γελάει δύσπιστος. Μιλάει υπέροχα ιταλικά με ελληνική προφορά, ενώ κινείται με έντονες χειρονομίες στο συνηθισμένο τραπέζι της «Κληματαριάς». Εν τω μεταξύ, οι μουσικοί παίζουν ένα τσιφτετέλι. Είναι ανατολίτικος ρυθμός. Δύο γυναίκες σηκώνονται και αρχίζουν να χορεύουν μπροστά στην ορχήστρα. Είναι μουσική που συνοδεύει το χορό της κοιλιάς. Συνήθως έχει στίχους με εξωτικά όνειρα, το όνειρο του μάγκα: να ζει σαν πασάς. Γυναίκες, καπνός, χαλιά, ανατολίτικα όνειρα, μπαχαρικά, χαρέμι. Έτσι την περνάνε οι ρεμπέτες. Τσιφτετέλι! Αμέσως μετά, όμως, αρχίζει
2 – Τεφτέρι
17
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 17
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 18
18
ένα ζεϊμπέκικο και τα πράγματα χειροτερεύουν. «Ο δρόμος πάλι μ’ έφερε απόψε να περάσω / μπρος στο κλειστό σπιτάκι μας [...]. Του χωρισμού οι κλειδαριές βαριά το ’χουν κλειδώσει. [...] Μπρος στα κλειστά παράθυρα, μπροστά στα σκαλοπάτια / κι απόψε ξημερώθηκα με δακρυσμένα μάτια».
«Ένα άλλο φοβερό είναι ότι τα δύο κόμματα που μας οδήγησαν ως εδώ, που πολέμησαν μεταξύ τους για σαράντα χρόνια, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, τώρα έκαναν μαζί κυβέρνηση! Δεν λέω πως αυτό το σύστημα δεν έπρεπε να αλλάξει. Ήταν όλο σάπιο. Παντού διαφθορά, φακελάκια. Έτσι, όμως, δεν θ’ αλλάξει. Απεναντίας, το βοηθούν να ενισχυθεί! Αν υπολογίσεις πόσα λεφτά πάνε στην ηρωίνη, την κοκαΐνη και το χασίς, μέσα σε τρία χρόνια έχεις κλείσει την οικονομική τρύπα του κράτους. Είναι όλο σάπιο. Υπολόγισαν πως μέρος της παγκόσμιας κρίσης οφείλεται στη χρήση ναρκωτικών από τους χρηματιστές. Κάνουν μια τζούρα, κοπανάνε μερικά δυνατά κοκτέιλ την ώρα του γεύματος και έπειτα καίνε τις αποταμιεύσεις σου, πλασματικά νούμερα που κάνουν το γύρο του πλανήτη. »Τώρα έκαναν την επιχείρηση “Σκούπα”. Την επιχείρηση καθαριότητα! Πέταξαν στη φυλακή χίλιους τριακόσιους μετανάστες. Αλλά δεν υπάρχει χώρος, οι φυλακές είναι γεμάτες, ήταν μια επιχείρηση που προβλήθηκε πολύ από την τηλεόραση, έπιασαν τριάντα ένα άτομα, σαν “τέχνασμα”, φούμαρα, μαλακίες. Τους άλλους χρειάστηκε να τους αφήσουν ελεύθερους. Ξέρεις πόσοι λαθρομετανάστες υπάρχουν στην Ελλάδα; Ένα εκατομμύριο. Έπιασαν χίλιους τριακόσιους. Ξέρεις πόσοι άνεργοι υπάρχουν; Ένα εκατομμύριο διακόσιοι. Είμαστε δέκα εκατομμύρια. Όμως ο ενεργός πληθυσμός είναι πέντε εκατομμύρια. Πράγμα που σημαίνει ότι ένας στους πέντε δεν εργάζεται. Ένας σε κάθε οικογένεια». Ύστερα έφτασε ο Πάππος. Πρόβαλε ακίνητος στην πόρτα:
σαν άγαλμα. Έχει λευκά γένια, ωστόσο τα μαλλιά παραμένουν μαύρα. Η συνηθισμένη φάτσα σκύλου μπόξερ. Τα μάτια πεσμένα, μαύρα κι αυτά. Νωθρά, καλοσυνάτα. Αγκαλιάζοντάς τον, είναι σαν φανάρι. Διευθύνει την κυκλοφορία και στην «Κληματαριά». Όταν φτάνει αυτός, αλλάζει η μουσική. Όλοι σοβαρεύουν. Η μουσική φουσκώνει. Το μπουζούκι του είναι σαν μαγιά, σαν αρτοποιός. Ανακατεύει τα πράγματα. Ζυμώνει το ψωμί. Κάνει τα πάντα να μεγαλώνουν. «Πόσο καλά παίζει ο Πάππος... Αλλά μόνο όταν το θέλει. Αν είναι στη θέση του, αν του αρέσει ό,τι έχει γύρω του. Αν είναι καλά, τότε παίζει υπέροχα· και για πολλή ώρα. Είναι καλλιτέχνης. Πρέπει να το θέλει». Εν τω μεταξύ, ο Πάππος με το μπουζούκι κάνει φιοριτούρες· βροχή από νότες, παραλλαγές χωρίς παύση. «Μέχρι πότε παίζουν εδώ;» «Μέχρι να βαρεθεί ο Πάππος». Τελειώνουν όταν σηκώνεται από την καρέκλα. Δεν μπορεί να γυρίσει στη θέση του, πάει πέρα-δώθε σαν πεταλούδα. Όταν φτάνει ο Πάππος, όμως, σταματούν οι χαρούμενες μουσικές. Έρχεται η μαυρίλα. Φτώχεια, προβλήματα. Πέφτει το σκοτάδι. Αρχίζουν τα δάκρυα. «Αχ, αυτή η μουσική... Αν αγαπάς, κλαις. Αν υποφέρεις, κλαις. Αν είσαι ευτυχισμένος, κλαις. Έτσι είναι. Δάκρυα και ρεμπέτικο». «Δε σε θέλω! Δε σε θέλω! Μου το ’πανε οι μάγισσες / κι όλες οι καφετζούδες [...]. Δε σε θέλω, δε σε θέλω, / πια δε σ’ αγαπώ. / Δε σε θέλω και πάρε και δρόμο / και τράβα στο καλό». «Πώς το λένε αυτό το τραγούδι;» «Η “Άτακτη”». (Θέλω να το μάθω, να το τραγουδάω κι εγώ. Να βγάλω έξω τη μαυρίλα τραγουδώντας με όλους μαζί δε σε θέλω!) Μετά έπαιξαν ένα άλλο. Ζεϊμπέκικο, το μέτρο σε 9/8, που σέρνει πάντα τον καημό 1/4 πέρα από τη φράση. «Με πλήγωσες και
19
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 19
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 20
20
δεν ξεχνώ...» Ένας φίλος του Πάππου, ένας φαλακρός, χλομός τύπος που καθόταν στο τραπέζι μόνος, σαν σκύλος, σηκώθηκε και χόρεψε. Έρχεται στο μαγαζί κάθε φορά που ξέρει πως θα είναι ο Πάππος. Περπατάει μιάμιση ώρα για να φτάσει. Να τος, τώρα χόρεψε. Ένα ζεϊμπέκικο. Το ζεϊμπέκικο το χορεύει ο καθένας μόνος του. Ο αληθινός μάγκας χορεύει μονάχα ένα τη βραδιά. Γι’ αυτό είναι τεράστια προσβολή να διακόψεις τη μοναξιά του χορού του. Να μπεις στο χώρο του, εκεί όπου ελευθερώνεται η ψυχή. Παλιότερα, αν το έκανες, θα σε σκότωναν. Ο μάγκας σέβεται και θέλει να τον σέβονται. Φοράει το σακάκι με το χέρι περασμένο μόνο στο ένα μανίκι για να ξεχωρίζει, αλλά και για να έχει το χέρι ελεύθερο ώστε να βγάζει πιο γρήγορα το μαχαίρι. Το αφόρετο μανίκι ετοιμάζεται να τυλιχτεί σαν φίδι, υπερασπίζοντας το χέρι. Ο μάγκας φορούσε μαύρο καπέλο με μαύρη κορδέλα. Μαύρη λόγω πένθους για τους χαμένους φίλους του, μαύρη για τους εχθρούς που είχε ακόμα να σκοτώσει. Ο μάγκας είναι ο ρεμπέτης. Ρεμπέτης: επαναστάτης, rèbelo στα βενετσιάνικα. Υπάρχει κάτι σε αυτή τη χώρα που επαναστατεί. «Και όταν η πόλη καίγεται, δεν ξέρουμε αν συμβαίνει απλώς επειδή προχωρήσαμε όλο και περισσότερο στη δυστυχία ή επειδή εδώ προσαρμοζόμαστε λιγότερο στην καταπίεση. Χτυπούν τον κόσμο στην πλατεία, ωστόσο εξακολουθεί να πηγαίνει. Βλέπεις τι έγινε και χτες στην Ισπανία; Γενική απεργία, ξύλο. Εδώ όμως αποσυρόμαστε λιγότερο. Δεν ανεχόμαστε την κοροϊδία».
«Για ποιο θέμα μιλάει αυτό το τραγούδι;» «Στοιχήματα στον ιππόδρομο. Παραδέχομαι πως έχασα λεφτά. Κάνω το μοιρολόι, τη νεκρική πυρά, κλαίω τα λεφτά που έχασα στον ιππόδρομο». Για τον αρχαίο Έλληνα, πένθος ήταν να γίνεις ένα με το πτώ-
μα, γι’ αυτό ξάπλωναν στη σκόνη, μες στη σιωπή που απλώνεται γύρω από τον νεκρό. Αυτός το κάνει με τα λεφτά που έχασε· ξαπλώνει στο πλάι και τραγουδάει. Είναι άλλο ένα τραγούδι της παλιάς σχολής, του υποκόσμου. Μετά έφτασε το Κολωνάκι, η καθωσπρέπει συνοικία. Το αρχοντορεμπέτικο, το αριστοκρατικό ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο των νάιτ κλαμπ, του σαλονιού. Το τετράχορδο μπουζούκι με το σουίνγκ του Μανώλη Χιώτη. Δυτικοποιήθηκε. Και το άλλο βήμα το έκανε η Καίτη Ντάλη. Η νονά του σκυλάδικου. Η σκυλού είναι αυθεντική. Τραγουδούσε σαν σκυλού, αλλά με πρωτότυπο στυλ. Ήταν ωραίο όταν το έκανε τη δεκαετία του ’60. Ωραίο δεν ήταν ό,τι ακολούθησε μετά. Η σφαγή της ελληνικής μουσικής. Τότε τα μπουζούκια, τα κέντρα όπου παίζουν τα σκυλάδικα, ήταν σαν το γήπεδο. Όποιος έμπαινε εκεί βρισκόταν σε ένα μέρος όπου όλοι ήταν όμοιοι. Όπως στο ποδόσφαιρο: μπροστά στην μπάλα δεν έχει σημασία ποιος είσαι. Συγχωνευόμαστε. Χάνεται κάθε συμβατικότητα. Γινόμαστε όμοιοι. Το τραγούδι μπαίνει στην ψυχή, κάνει τον φτωχό και τον πλούσιο να ακούν τα ίδια πράγματα. Όπως η αρρώστια και ο θάνατος είναι ίδια για όλους. Είναι σαν ναρκωτικό: όταν μπαίνει μέσα σου, δεν ενδιαφέρεται ποιος είσαι. Τα μπουζούκια, το σκυλάδικο, το γήπεδο, η ταβέρνα. Μέρη όπου σπάνε οι διαχωρισμοί, τα κοινωνικά στρώματα. Είναι σαν το καρναβάλι (από το carnem levare, «αφαιρώ το κρέας», όπως και στα ελληνικά: Αποκριά), η γιορτή, ο κόσμος ανεστραμμένος. Το σκυλάδικο ίσως λέγεται έτσι γιατί απελευθερώνεται το ζωώδες μέρος μας. Πρώτα το ουίσκι, ύστερα η μουσική και μετά αρχίζεις να πετάς άφθονα πιάτα ή λουλούδια. Απεριόριστα. Αρχίζεις να γαβγίζεις. Βγαίνει η τίγρη από μέσα σου, αρχίζεις να τραγουδάς με όλη σου τη δύναμη, μαζί με όλους, τραγούδια με αισχρά λόγια. Φτάνει να δεις το πάλκο στις έξι το πρωί για να καταλάβεις. Οι βάρβαροι έφτασαν. Μπροστά στο θάνατο είμαστε όπως μες στο σκυλάδικο ή
21
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 21
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 22
στο γήπεδο. Δεν έχουμε εναλλακτικές λύσεις, δεν είμαστε πια προστατευμένοι από ό,τι μεγάλο προσπαθήσαμε να κάνουμε στη ζωή. Μας εξουσιάζουν τα ένστικτα... Δεν υπάρχουν άνθρωποι μικροί ή άνθρωποι μεγάλοι. Αν η γη είναι ψηλά, το ίδιο είναι και όλη η ανθρωπότητα. Αν η γη είναι χαμηλά, όλη η ανθρωπότητα θα παραμένει χαμηλά.
22
Και στο ρεμπέτικο έσπαγαν πιάτα, αλλά για να βγάλουν τον πόνο τους, γιατί το τραγούδι μπαίνει στο σώμα και το κατακτά, και το σώμα δεν είναι πια δικό σου, μα του πόνου. Και ο πόνος σε κάνει να ξεσπάς με έναν τρόπο που δεν ελέγχεις. Είναι η ζωή που αγγίζει το θάνατο. Σύμφωνα με κάποιους, το μπουζούκι προέρχεται από την τουρκική λέξη bozuk, «χαλασμένο», «λάθος», επειδή συχνά, κουρδίζοντάς το, έβγαινε ένας παράφωνος ήχος. Bozuk: το Λάθος. Ίσως γιατί είναι ένα όργανο που σε οδηγεί να κάνεις λάθος.
«Έχω να λάβω γράμμα σου...» Ολόκληρο τραγούδι για την προσμονή ενός γράμματος. Μετά ένα ερωτικό: «Η αγάπη μου θα σε γιατρέψει...» «Αν σ’ το λέει μια γυναίκα, δεν πεθαίνεις αμέσως; Δεν περιμένουμε όλοι ν’ ακούσουμε να μας το λένε;» αναστέναξε ο Δημήτρης με ύφος ονειροπόλο. Ύστερα ένα άλλο τσιφτετέλι. Δύο γυναίκες άφησαν το τραπέζι και αφέθηκαν σε ανατολίτικες κινήσεις πολύ καλά συντονισμένες. «Αυτό δεν χορεύεται ποτέ από δύο άντρες, θα έχαναν την ταυτότητά τους». Οι δύο γυναίκες κινούν χαλαρά τα σώματά τους, που με το ζόρι χωρούν στα μεταξωτά πουκαμισάκια, στις στενές φούστες. Δεν είναι νέες.
«Κοίτα τες. Θα τις έλεγες και άσχημες. Κι όμως, πόσο όμορφες δείχνουν...» είπε ο Δημήτρης και έβαλε να πιούμε. «Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μόνο άντρες που δεν πίνουν». «Τι λένε οι στίχοι;» «Λένε: “Τι σε νοιάζει αν πίνω; Τι σε νοιάζει αν καπνίζω; Τι σε νοιάζει αν είμαι η μεγαλύτερη πουτάνα του Πειραιά;”» Η μουσική έγινε πάλι βαριά: «Τι σου ’φταιξα, μικρό, και μου ’χεις φύγει / και μ’ άφησες για πάντα μοναχό; / Δεν δίνεις σημασία πια για μένα, / να με πεθάνεις το ’βαλες σκοπό. / [...] και σα σκουπίδι τώρα με πετάς. / Εσύ θα μετανιώσεις κάποια μέρα, / θα τρέχεις σαν τρελή να με ζητάς». Ξαφνικά η μουσική σταμάτησε. Έτσι συμβαίνει σε αυτά τα τραγούδια. Η μουσική κόβεται και η ιστορία τελειώνει. Μόλις που συνηθίσαμε και φτάνει απότομα το τέλος. Χωρίς μπιχλιμπίδια. Οριστικά, όπως διακόπτεται η ζωή. Δίχως μεγάλες κουβέντες, αργούς αποχαιρετισμούς. Το απροσδόκητο τέλος. Το μπουζούκι, σαν λάμα, κόβει τις ιστορίες. Συμβαίνει συχνά στις μουσικές του καημού. Μουσικές που σηκώνονται από χαμηλά, σαν ατμοί ανθρωπότητας, που γεννήθηκαν στους υπονόμους της ανθρωπότητας. Ο καημός είναι μια παρουσία· τον κουβαλάς όπως την μπάλα του καταδίκου στο πόδι. Καημός σημαίνει είτε βάσανο είτε τιμωρία. Το βάσανο είναι ο καημός που πληρώνουμε επειδή είμαστε ζωντανοί. Οι μουσικές του καημού, ακόμα κι όταν είναι χαρούμενες, εκφράζουν επίσης πόνο, γιατί έχουν επίγνωση του πόσο ευμετάβλητο είναι το όριο ανάμεσα στην ευφορία και στο θάνατο. Οι λαοί που εκτελούν αυτές τις μουσικές έχουν μια μελαγχολία όχι μόνο στην ψυχή, μα και στην Ιστορία. Λαοί που δημιούργησαν πολιτισμό, διέσχισαν τους ωκεανούς, φώτισαν τον κόσμο και ύστερα τα έχασαν όλα. Ιταλοί, Έλληνες, Πορτογάλοι, λαοί που αναγκάζονται να νοσταλγούν λόγω και της Ιστο-
23
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 23
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 24
24
ρίας τους. Όπως οι Εβραίοι, έχουν τη μοίρα να διώκονται πάντα, παντού. Σαν τους τσιγγάνους, που με περισσότερη χαρά απ’ οποιονδήποτε άλλο βάζουν φωτιά στον καημό, ώστε να μην απομείνει τίποτα.
Τώρα είναι η σειρά του μεγάλου Παπαϊωάννου. Τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω, ξερακιανός, ψηλός, με μακρύ πρόσωπο. Πάντα χαμογελαστός, με δυο μάτια σαν πηγάδια. Οι μελωδίες του με μια ατμόσφαιρα, με τα παράθυρα ανοιχτά. Μια άλλη ιστορία «κρίσης», αποχωρισμού. «Γιατί να φύγεις μακριά και να με δέρνει ο πόνος; / Χωρίς εσένα στη ζωή τι θ’ απογίνω μόνος; / [...] Οι δυο μας ζήσαμε καιρό και σ’ είχα συνηθίσει. / Έχει η καρδιά μου πληγωθεί και πώς θα λησμονήσει; / Έλα και γύρνα όπως και πριν, είμαι μονάχος τώρα, / προτού τα μαύρα σύννεφα μας φέρουνε την μπόρα». Η μουσική τελειώνει απότομα. Ο Παπαϊωάννου σε ένα κομμάτι του Τσιτσάνη. Κάθε αρχή τραγουδιού σε κάνει να θες να βγάλεις ένα βάρος, να ξεφορτωθείς ό,τι έχεις και να το σπάσεις κάτω· να χορέψεις πάνω σε μια έκταση από σπασμένα πιάτα. «Ηλιοβασίλεμα σωστό / την ώρα που νυχτώνει. / Τραβώ σκυφτός το δρόμο μου, / καημός με μαραζώνει. / Γκρίζα γινήκαν τα μαλλιά, / λύγισε το κορμί μου, / και το μαράζι ρίζωσε / βαθιά μες στην ψυχή μου. / Πόνοι με δέρνουνε πολλοί, / καημοί με βασανίζουν, / και κάθε μέρα που περνά / τα νιάτα μού τσακίζουν». Ο Τσιτσάνης έχει φάτσα καλού μαθητή. Με αυτή την ανυποψίαστη έκφραση, πού πήγε και τους βρήκε τόσους καημούς; «Απόψε μ’ εγκατέλειψες, / πώς βάσταξ’ η καρδιά σου; / Και μες στη νύχτα χάνονται / αργά τα βήματά σου. / Κι όμως εσύ μ’ απόμεινες / το μόνο στήριγμά μου. / Τώρα που φεύγεις πού αλ-
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 25
Επίσης, υπάρχουν τραγούδια που μιλούν για την ηρωίνη. Τα «απαγορευμένα». Το ρεμπέτικο είναι μουσική χωρίς ταμπού. Λέει τα πράγματα όπως είναι.
25
λού / θα βρω παρηγοριά μου; / Απόψε μ’ εγκατέλειψες / και μια ζωή γκρεμίζει. / Για μένα μαύρη κόλαση / στο βίο μου αρχίζει». «Α, αυτό πια... Είναι οριστικό. Δεν θα υπάρξει πια Κυριακή». Ο Δημήτρης, που ο καημός τον γέμισε ευφορία, δήλωσε μεταφράζοντας αυτοσχέδια: «Κυριακή σε γνώρισα, / Κυριακή σε χάνω. / Θέλω να είναι Κυριακή / κι αυτή που θα πεθάνω!» Κάθε τόσο η συζήτηση κατέληγε στον Γιώργο Νταλάρα. «Με ρωτάς για τον Νταλάρα; Ποιον; Υπάρχουν τρεις». «Οι τρεις Νταλάρες! Έναν έχετε εσείς, έναν εμείς, και τώρα υπάρχει κι ένας στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Αν θες, μπορείς να του πάρεις συνέντευξη. Έτσι, για να έχεις και τη γνώμη ενός που βρίσκεται από την άλλη πλευρά. Όμως για τον υπόλοιπο κόσμο θυμήσου: αν ρωτήσεις για τον Νταλάρα, το γιαούρτι δεν το γλιτώνεις. Ασφαλώς και πούλησε εκατομμύρια δίσκους, έκανε σημαντικές συνεργασίες. Πάκο ντε Λουθία. Αλλά το γιαούρτι δεν το απέφυγε!» «Γιαούρτι;» «Ναι, εδώ συνηθίζουν να πετάνε γιαούρτι. Υπάρχει ένα νομικό σόφισμα που το νομιμοποιεί. Δεν είναι όπως τα αβγά ή άλλα αντικείμενα. Τον Μεσαίωνα πετούσαν μαρούλι, εμείς πετάμε γιαούρτι». «Γιατί ειδικά γιαούρτι;» «Πού να ξέρω; Έχουμε πολλές κατσίκες. Ή ίσως προέρχεται από την Τουρκία. Μετά το ’22, οι Έλληνες εδώ αποκαλούσαν τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας “γιαουρτοβαφτισμένους”. Δεν ξέρω γιατί».
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 26
26
Μιλάει για την ηρωίνη, τη φυλακή. Μιλάει για όλα τα λάθη δίχως να εξαπατά. Εσύ είσαι ο άντρας που υπέφερε· και μπορείς να μεταδώσεις τον πόνο σου χωρίς να κρύψεις πώς τον βρήκες. «Φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω. Θέλω να γίνω δικτάτορας», έλεγε ο μεγάλος Μάρκος Βαμβακάρης σε ένα τραγούδι του Τούντα. «Δεν είναι τυχαίο που έχουμε όλους αυτούς τους ηρωινομανείς. Πράγματι, από εδώ φεύγει όλο το εμπόρευμα, φτάνει μέσω Ανατολής και φεύγει για την Ευρώπη. Το ρεμπέτικο, με κάποια έννοια, πλησιάζει την ηρωίνη. Σου αφαιρεί το φόβο γιατί μιλάει συχνά γι’ αυτόν. Η ηρωίνη φτιάχτηκε για το ρεμπέτικο. Όμως στο ρεμπέτικο οι ηρωινομανείς δεν είναι καλοδεχούμενοι. »Το ρεμπέτικο τραγουδάει και την τσιγγάνικη ζωή. Οι τσιγγάνες είναι όμορφες, δεν είναι βρόμικες. Η τσιγγάνικη ζωή είναι γοητευτική, το να είσαι τσιγγάνος είναι προτέρημα. Να μπορείς να ταξιδεύεις, να μην έχεις ρίζες, να μη δένεσαι με κάποιον τόπο. Ο ρεμπέτης είναι δεμένος με την ομορφιά, όχι με τον τόπο. Με τα ωραία πράγματα. Η τσιγγάνα είναι όμορφη, δεν είναι η βρόμικη κλέφτρα. »Το ρεμπέτικο μιλάει ανοιχτά, δεν κρύβει. Ένας σαν τον Πάππο: δεν θα σου πει ποτέ όχι, δεν θα υποχωρήσει ποτέ στα πιστεύω του».
Ύστερα εμφανίστηκε ένας νεαρός με μουστάκι, το τσουλούφι του έμοιαζε βγαλμένο από παλιές επιζωγραφισμένες φωτογραφίες. Τον λένε Φοίβο. Μαζί του ήρθε ο φίλος του, ο Καπετάνιος – τον λένε έτσι γιατί είναι από την Πάρο και έχει βάρκα. Είχαν ήδη πιει αρκετό τσίπουρο. Ο Φοίβος είναι γιος ενός μεγάλου ρεμπέτη, του Κοντογιάννη, ο οποίος τη δεκαετία του ’70 συνέβαλε στην εκ νέου ανακάλυψη του ρεμπέτικου. Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τον Φοίβο «νεορεμπέτη». Όλη τη βρα-
διά με την παρέα του γύρισαν τα καταγώγια της Αθήνας, προφύλαξαν από το θόρυβο τη μουσική που αντηχούσε μέσα τους. Τραγούδησαν όλοι μαζί. Έκαναν κύκλο γύρω από το τραπέζι για να προστατεύσουν τη μουσική, τραγουδώντας πιο δυνατά από το θόρυβο. Πήραν μαζί τους και τον πλανόδιο ηπειρώτη κλαριντζή για να εναντιωθούν στον ήχο των γειτονικών μπαρ, απ’ όπου έβγαινε μια εκκωφαντική μουσική: η λάουντζ των λονγκ ντρινκ, οι αυτοσχεδιασμοί σε τζαζ στάνταρντ. Οι νεορεμπέτες συσπειρώθηκαν. Ήθελαν να ζήσουν σαν μάγκες τη βραδιά τους. Είχαν κοπέλες στην παρέα. Ενώνονταν με νέους που έπαιζαν μπουζούκι. Ανάμεσά τους ήταν και ένας που του άρεσε μονάχα να ακούει. «Εσύ παίζεις;» «Όχι, τίποτα. Τραγουδώ όταν είμαι μεθυσμένος». Τραγούδησαν. «Πέντε μάγκες του Περαία / πέρναγαν απ’ τον τεκέ, / ένας είπε απ’ την παρέα: / Πά’ να πιούμε έν’ αργιλέ». Παρήγγειλαν σκέτο τσίπουρο, ανέρωτο. («Το νερό είναι για τα βατράχια», παροιμία του τεκέ.) Μετά κατέληξαν στην «Κληματαριά». Ο Καπετάνιος οργιζόταν όταν ο κόσμος δεν χειροκροτούσε στο τέλος των τραγουδιών. Ούρλιαζε: «Το χειροκρότημα είναι η τροφή του καλλιτέχνη. Τι στο διάολο, θα χειροκροτήσετε ή όχι;» Ήρθε το κρασί: «Τους μήνες που δεν έχουν το γράμμα ρο, το κρασί αραιώνεται με νερό, τους υπόλοιπους πίνεται σκέτο». Κανόνας που ισχύει έτσι όπως γράφονται οι μήνες στα ελληνικά. Ο κρατήρας προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κράσις, ανάμειξη. Οίνος : η πρώτη γουλιά ήταν για τον Διόνυσο, για τη μάσκα του με το ορθάνοιχτο στόμα, κρεμασμένη στον πάσσαλο του αμπελιού. Ο τράγος άξιζε να τιμωρηθεί γιατί διέπραξε την ύβρη να φάει τους βλαστούς της ζωής που άνθιζε, να φάει τον Διόνυσο βρέφος.
27
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 27
28
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 28
«Όποιος δεν είναι μάγκας και κρασί δεν πίνει, είναι άχρηστος στον ντουνιά, όσων χρονών κι αν είναι...» Έπαιξαν το «Απόψε στο δικό σου μαχαλά», ένα απτάλικο που χορεύεται από άντρες σαν μονομαχία. Οι δύο φίλοι, ο Φοίβος και ο Καπετάνιος, σηκώθηκαν και χόρεψαν. Αντικρίζονταν με τελετουργικές κινήσεις, ψεύτικη πάλη και αγκαλιάσματα. «Αυτός ο χορός είναι από τη Δήλο, το νησί του Απόλλωνα. Είναι ένα νησί σημαντικό για όλους, αλλιώς θα ήμασταν στο σκοτάδι. Είναι χορός όπου χρησιμοποιούν μαχαίρια χασάπη. Δύο άντρες στέκονται αντικριστά και πάνω στην έξαψη αγγίζει ο ένας τον άλλο και επιτίθενται με τα μαχαίρια. Κάτι σαν αρχέγονο μπρέικντανς». «Έλα, Βινίτσιο. Πάμε, μάγκα μου!» «Μη μου ξαναφύγεις πια, μάγκα μου», λέει το τραγούδι. Τραγουδάει μια γυναίκα: «Μη μου ξαναφύγεις πια, μάγκα μου, / μείνε μες στην αγκαλιά μου...» Στο χώρο μπροστά από τους μουσικούς, ένα ολόκληρο τραπέζι σηκώθηκε να χορέψει, καθένας με τα χέρια πιασμένα στους ώμους του άλλου. Είναι το χασαποσέρβικο. Ένα μέτρο σε 2/4, που διπλασιάζει την ταχύτητα στο φινάλε. Μοιάζει με το χορό του Ζορμπά, που αποκαλείται κοινώς συρτάκι. Το επινόησε ο Θεοδωράκης, αλλά δεν υπάρχει στην παράδοση. «Τέτοια κούκλα και τσαχπίνα δεν υπάρχει στην Αθήνα. / Δεν υπάρχει στον Περαία από σένα πιο ωραία...» Ακούγεται το τραγούδι που κόβεις φλέβες, που ρίχνεις αίμα στο τραπέζι, μαζί με το κρασί: «Τώρα που ήρθες είναι αργά, / να ξανασμίξουμε ποτέ μην περιμένεις. [...] Είναι αργά, πολύ αργά. / Τώρα που ήρθες είναι αργά, / λησμόνησέ με, ξέγραψέ με μια για πάντα. [...] Είναι αργά, πολύ αργά». Το γκαρσόνι δεν αισθάνθηκε καλά. Μια γυναίκα έπεσε κάτω. Έξω έκλεψαν το ποδήλατο του Καπετάνιου, που ήταν δεμένο στην πόρτα της εισόδου.
Ο Καπετάνιος, μες στο μεθύσι του, δεν εκνευρίστηκε. «Είναι η συνεισφορά μου στην κρίση», είπε. «Θα κάνει καλό σε όποιον έχει λιγότερα. Όμως... όμως χτες έκλεψαν το μηχανάκι του Φοίβου. Τι θ’ απογίνουμε; Ίσως είναι έτσι παντού. Μα δεν ήμασταν έτσι. Δεν με νοιάζει το ποδήλατο – αγοράζω άλλα οχτώ. Αλλά έτσι δεν πάει καλά. Ξέρεις ποιο είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας; Τα νησιά. Το νησί είναι νησί. Μια ουτοπία. Υπάρχει η ιδέα της κοινότητας: σε βοηθάω, με βοηθάς. Εδώ στην Αθήνα δεν υπάρχει κοινότητα. »Εδώ δεν υπήρξε εκβιομηχάνιση, ωστόσο όλοι άφησαν τα μέρη τους. Από τη δεκαετία του ’60 ήρθαν στην πόλη. Από τα δέκα εκατομμύρια, τα πέντε ζουν στην Αθήνα και ένα εκατομμύριο στη Θεσσαλονίκη. Νησιά και χωριά άδειασαν. »Και το πρόβλημα είναι πως δεν παράγουμε τίποτα. Εκτός από το γιαούρτι. Όμως ακόμα κι αυτό κάνει έναν ακατανόητο γύρο. Πάει στη Γερμανία και μετά επιστρέφει, περνώντας από τη Βουλγαρία. Έχουμε το λάδι, αλλά πρέπει να το στείλουμε στο εξωτερικό για εμφιάλωση. Έπειτα, η μεγάλη διαφθορά, ο παραδημόσιος τομέας. Πηγαίνεις στον γιατρό του νοσοκομείου και πρέπει να δώσεις φακελάκι. Αλλιώς δεν σε προσέχει. Θες να χτίσεις ένα σπίτι και πρέπει να δώσεις φακελάκι. Η μεγάλη κρίση είναι κυρίως εκείνη της ταυτότητας, της κουλτούρας. Ήμασταν μια χώρα. Εδώ και χρόνια θέλουμε να είμαστε Ευρωπαίοι. Για μεγάλο διάστημα μας γέμισαν με τζιπάρες, επώνυμα ρούχα, μαλακίες και δάνεια. Προκειμένου να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, τώρα δεν ξέρουμε ποιοι και τι είμαστε. Σε άφησαν να τα δοκιμάσεις και τώρα είσαι από κάτω, σκλάβος. Το πρόβλημα είναι πολιτισμικό. Είναι πώς έχουμε καταλήξει. Κοίτα όλα αυτά τα μέρη για νεοέλληνες: κιτς, χυδαία. Αηδιαστική μουσική, υποκουλτούρα, κακή τηλεόραση. Τα πολυτελή ρούχα, τα αυτοκίνητα. Όλα αγορασμένα με πίστωση. Δεν είναι απλώς το πρόβλημα του χρέους ή των χρημάτων. Ακόμα κι αν όλοι κερδίζαμε το λαχείο, θα βρισκόμασταν
29
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 29
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 30
30
στο ίδιο σημείο. Είναι που σκεφτόμαστε λανθασμένα. Δεν υπάρχει αίσθηση υπευθυνότητας, κοινού καλού. Ούτε για μας ούτε για τον τόπο όπου ζούμε. Ίσως πρέπει να χρεοκοπήσουμε για να καθαρίσουν όλα, για να αλλάξουμε μυαλό. Αντί γι’ αυτή την αργή αγωνία, με το οξυγόνο να διαρκεί τρεις μήνες κάθε φορά». Μετά τον Καπετάνιο, συνέχισε ο Φοίβος: «Σήμερα γεννιούνται κινήματα άμεσης δημοκρατίας, γεωργικοί παραγωγοί που πουλούν απευθείας στους καταναλωτές, προσπερνούν τους μεσάζοντες και χαμηλώνουν το κόστος. Οι συνοικίες άρχισαν να οργανώνονται. Μερικοί χρησιμοποιούν ένα νέο νόμισμα και αρκετοί έμαθαν να ανταλλάζουν αγαθά χωρίς να καταφεύγουν στο χρήμα. Και το ρεμπέτικο κερδίζει συνεχώς έδαφος. Πριν από πέντε χρόνια σε όλη την πόλη ήταν πέντε τα μέρη όπου έπαιζαν ρεμπέτικο. Τώρα υπάρχουν τριάντα πέντε. Ξοδεύω λίγα, είμαι στο χώρο μου και ακούω μια μουσική που μιλάει για μένα. Μέχρι πριν από δύο χρόνια έπρεπε να πείσω τους φίλους μου να έρθουν στην ταβέρνα. Τώρα πάω και τους βρίσκω ήδη εκεί».
«Οι ρεμπέτες. Ποιοι ήταν οι ρεμπέτες; Εκείνοι που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε αυτή τη μουσική. Ήταν ένας τρόπος ζωής. Έξω από τη βιομηχανία, την ποπ, τις μόδες. Άνθρωποι που δεν τους ενδιέφερε να πλουτίσουν. »Στα ελληνικά, η εργασία είναι δουλειά, σκλαβιά. Η λέξη αργία μόνο τώρα παραπέμπει στην κακή συνήθεια, στο ελάττωμα. Κάποτε σήμαινε το “χρόνο του ελεύθερου ανθρώπου”. »Οι ρεμπέτες ήταν άνθρωποι απλοί, με ελάχιστα προβλήματα. Δεν ήταν καιροσκόποι, έβρισκαν αλλού την ομορφιά της ζωής. »Το να παίζεις ρεμπέτικο σήμερα είναι ένας τρόπος για να βγεις από τον κύκλο των ντίσκο, των κλαμπ, από το μηχανι-
σμό που υπάρχει από πίσω. Από τη διαφήμιση των νεανικών τάσεων. Ένας τρόπος για να βρίσκεσαι σπίτι. Να είσαι στο δικό σου μέρος. Με μια μουσική που μιλάει για σένα και όχι για κάποιον που ούτε καν γνωρίζεις. »Η μουσική μπορεί να είναι μια μορφή ταυτότητας. Όμως προσοχή: άλλος αναζητά την ταυτότητα μέσω της μουσικής, άλλος μέσω της Ιστορίας. Τότε προκύπτουν οι μπελάδες. Για παράδειγμα, ο εθνικισμός: εναντίον της μετανάστευσης, εναντίον των Γερμανών. Η ακροδεξιά όλο και ανεβαίνει. Επικίνδυνα. Ο εθνικισμός, η καθαρότητα της φυλής, η Μεγάλη Ιδέα. Την ξέρουμε καλά. Δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι που έκαναν σφαγές. »Το ρεμπέτικο γεννήθηκε από μια αναγκαστική αλλαγή. Κόσμος που από πλούσιος στη Σμύρνη –πόλη ακμάζουσα και πανέμορφη– βρέθηκε φτωχός στα προάστια της Αθήνας. Η Ελλάδα είναι η χώρα της Δύσης που επιτροπεύεται περισσότερο. Με την πιο περιορισμένη κυριαρχία. Από το 1821, με την ανεξαρτησία, έφτασε το πρώτο δάνειο από την Αγγλία. Από τότε ήμασταν πάντα υπό εκβιασμό. Ήταν η πρώτη χώρα της Ευρώπης που αντιστάθηκε. Ύστερα, όμως, ακολούθησε ο Εμφύλιος· και τα νήματα τα κινούσαν πάντα άλλοι. »Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα –η οποία ήταν πάντα δέκα ή είκοσι χρόνια πίσω– βρίσκεται μπροστά. Είναι το πείραμα. Οι Ιταλοί είναι λαός που ανέχεται. Ανεχτήκατε τον φασισμό, τον Μπερλουσκόνι. Οι Έλληνες ανέχονται λιγότερα. Είναι πιο ατίθασοι, πιο επαναστάτες. Υπάρχει ένα νήμα που μας ενώνει, έστω κι αν το χιλιοειπωμένο “ούνα φάτσα, ούνα ράτσα” δεν ισχύει τόσο. Το ελληνικό χρέος δεν είναι τελικά τόσο σημαντικό. Είμαστε μικρό έθνος, δέκα εκατομμύρια κάτοικοι. Αναλογικά, δεν μπορεί να είναι τόσο τεράστιο πρόβλημα. Γεγονός είναι πως είμαστε ένα πειραματόζωο, ώστε μπορεί κανείς να αντιληφθεί πώς οι τράπεζες παίρνουν την εξουσία, πώς θα πάρουν τις αποταμιεύσεις του κόσμου απευθείας
31
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 31
CAPOSSELA_TEFTERI sel_D final_Layout 1 17/4/14 12:13 μ.μ. Page 32
μέσα από τις τράπεζες. Είμαστε ένα βήμα πιο μπροστά. Μα από μπροστά μπορούμε να κοιτάμε πίσω. Δείτε εμάς. Δείτε μπροστά. Μήπως ο ίδιος μηχανισμός δεν μπορεί να εφαρμοστεί σ’ εσάς και στους υπόλοιπους;»
32
Αυτά είπε ο Δημήτρης· ύστερα οι φλυαρίες τέλειωσαν. Οι μουσικοί καθιστοί στις καρέκλες, στη σειρά, όπως σε διμοιρία, τραγούδησαν το τελευταίο κομμάτι. Ένα του Τσιτσάνη. Στα ρεμπέτικα οι δημιουργοί αναφέρονται όπως στην εκκλησία αναφέρονται οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αναγνωρίζεται το στυλ του καθενός. Όπως στην κλασική μουσική ξεχωρίζουν οι συνθέτες. Ανήκουν σε μια μυθική περίοδο, στην περίοδο της Δημιουργίας. Σήμερα το ρεμπέτικο συνεχίζει να ζει επειδή παίζεται. Τα τραγούδια αντέχουν στο χρόνο, αφού ανήκουν σε όλους, αλλά δεν γράφονται πια άλλα. Ίσως άλλαξαν πολλά πράγματα. Άλλαξαν οι άνθρωποι. Ίσως το επόμενο ρεμπέτικο να το γράψει ένας Αλβανός, ένας Πακιστανός, ένας νεοαφιχθείς. Το ρεμπέτικο βρίσκεται εκεί, οι δημιουργοί του αποτελούν έναν Όλυμπο, τη χρυσή εποχή. Παρ’ όλα αυτά, ζει ακόμα, βγαίνει από τα ανθρώπινα στόματα και τα όργανα. Ζει ακόμα, ενώ ο Πάππος, ατάραχος, ντυμένος στα μαύρα, συνοδεύει την τραγουδίστρια σε ένα τραγούδι που λέει για ένα ορφανό: «Τα ξένα χέρια». «Όποιος μεγάλωσε στα ξένα χέρια / κι ήπιε το δάκρυ της ορφάνιας το πικρό, / [...] αυτός που μου ’χε υποσχεθεί / πως θα μ’ αλλάξει τη ζωή / κι αυτός δεν είχε μες στα στήθια του ψυχή. / Είναι πικρά, είναι βαριά τα ξένα χέρια. / Tα ξένα χέρια είναι μαχαίρια». Και είναι σαν να το τραγουδάς για όλους.