DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 5
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 6
©
Copyright Βασίλης Δανέλλης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014
Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα ☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5689-2
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 7
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται, διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι, πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται. ΛΟρΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ, Λήθη
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 8
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 9
0
κουβαλούσαν λαχανικά και φρούτα. Φόρτωναν από την καρότσα του φορτηγού τα κασόνια στον δεξί τους ώμο, ένας ένας με τη σειρά, και προχωρούσαν γρήγορα στο μανάβικο του ισογείου. Τα βήματά τους ήταν σίγουρα και σταθερά. Δεν επικοινωνούσαν, δεν κοιταζόντουσαν καν, αλλά οι κινήσεις τους γίνονταν ταυτόχρονα, συντονισμένα. Αδιαφορούσαν για τα ανυπόμονα κορναρίσματα των αυτοκινήτων. Η ουρά έφτανε ως το τέλος του δρόμου. Μόνο όταν γύριζαν να πάρουν το επόμενο φορτίο, επέτρεπαν στον εαυτό τους να ρίξει βιαστικά μια ήρεμη ματιά στους ενοχλημένους οδηγούς. Δεν επιβράδυναν, ούτε επιτάχυναν. Δούλευαν ανεπηρέαστοι με σταθερό ρυθμό. Η μόνη σκέψη του Παντελή ήταν το ακατάλληλο της ώρας για ανεφοδιασμό. Ύστερα άρχισαν ο ίλιγγος κι οι σκοτοδίνες. Έσφιξε τα κάγκελα του μπαλκονιού. Οι παλάμες του ίδρωναν και γλιστρούσαν πάνω στο σίδερο, προκαλώντας του την αίσθηση μιας ατέλειωτης πτώσης. «Είσαι καλά;» άκουσε τη φωνή της γυναίκας του. Το χέρι της έσφιξε τον ώμο του και τον τράβηξε πίσω. Η
Ο
Ι ΤρΕΙΣ ΑΝΤρΕΣ
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 10
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
εικόνα του δρόμου εξαφανίστηκε και ο κόσμος του σταθεροποιήθηκε πάλι. Μόνο η ταχυκαρδία τον ταλαιπώρησε λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. «Όλα καλά», απάντησε χαμογελώντας με ευγνωμοσύνη. Η Γεωργία τον κοίταξε δύσπιστα. Περίμενε να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να σταθεί πάλι στα πόδια του με ασφάλεια και έπειτα του είπε εκνευρισμένη: «Μην κοιτάζεις κάτω, αφού ζαλίζεσαι!» Γιατί να αγοράσουμε σπίτι στον πέμπτο όροφο, αφού με φοβίζουν τα ύψη, αναρωτήθηκε ο Παντελής. Εκείνη είχε ήδη χαθεί στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Την ακολούθησε ως την κρεβατοκάμαρά τους, κλείνοντας την μπαλκονόπορτα πίσω του. Το διπλό τζάμι μείωσε κάπως το θόρυβο που ερχόταν απ’ έξω. Η Γεωργία ακουγόταν στο μπάνιο να ανοιγοκλείνει πώματα καλλυντικών. Άνοιξε την τηλεόραση κι άλλαξε τα κανάλια. Όλα έδειχναν ξανά και ξανά τον πρωθυπουργό να μιλάει από το Καστελόριζο. Έλεγε κάτι σημαντικό, αλλά η προσοχή του Παντελή εστιάστηκε στα φρεσκοβαμμένα σπιτάκια στο βάθος και στο ιστιοφόρο που ήταν αγκυροβολημένο στα νερά του νησιού. Δεν έχουμε κανονίσει τίποτα για διακοπές φέτος, σκέφτηκε. Πρόσεξε τότε το χρώμα της γραβάτας του πρωθυπουργού. Αυτό τον έκανε να σηκωθεί και να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Δεν ένιωθε σίγουρος για την επιλογή της γραβάτας του. Έμοιαζε κάπως φτηνή, ήταν όμως η μόνη που το χρώ
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 11
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
μα της ταίριαζε με το πουκάμισό του. Ακόμα έσφιγγε και ξέσφιγγε τον κόμπο της, όταν μπήκε στο δωμάτιο η Γεωργία. «Είμαι έτοιμη». Ο Παντελής έκλεισε την τηλεόραση και ζήτησε μισό λεπτό να πάει στο μπάνιο. Η γυναίκα του έκανε ένα αδιάφορο νεύμα και έστρεψε το βλέμμα της στον καθρέφτη για μια τελευταία επιβεβαίωση. Αλάφρωσε την ουροδόχο κύστη του, επαναλαμβάνοντας μια διαδικασία που ακολουθούσε πάντα πριν βγει από το διαμέρισμα, κι έπειτα πήγε στο νιπτήρα να πλύνει τα χέρια του. Το πρόσωπό του ήταν κάπως χλωμό και είχε μαύρους κύκλους στα μάτια. Επιθεώρησε το ξύρισμά του, καθώς έτριβε τις παλάμες του κάτω από το νερό. Θεωρούσε σημαντικό να είναι καθαρά τα μάγουλα και το πιγούνι του. Έμεινε ικανοποιημένος. Γύρισε να σκουπιστεί και πρόσεξε τη βέρα της πάνω στον μαρμάρινο πάγκο, ανάμεσα σε άλλα κοσμήματα. Δεν σημαίνει τίποτα, σκέφτηκε. Μάλλον δεν ταιριάζει με τα υπόλοιπα δαχτυλίδια που έχει επιλέξει για απόψε. Αργότερα, καθώς οδηγούσε, παρατήρησε ότι τα δάχτυλά της ήταν γυμνά. Απλώς θα την ξέχασε, καθησύχασε τον εαυτό του. Αποφάσισε να μην το σχολιάσει. Πραγματικά, δεν είχε σημασία. Η βέρα συμβόλιζε την ένωσή τους, δεν ήταν εκείνη που τους ένωνε. Προσπάθησε να το ξεχάσει, αλλά σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής το κεφάλι του έστριβε ασυναίσθητα προς το μέ
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 12
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
ρος της. Τον βασάνιζε η αμφιβολία. Ήταν επιτυχημένος ο γάμος του; Τα χέρια του έτρεμαν. Για πρώτη φορά δυσκολεύτηκε να παρκάρει. Είδε τη Γεωργία να κοιτάζει ανυπόμονα έξω από το τζάμι της. Οι σκοτοδίνες ξανάρχισαν. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε. Τα δάχτυλά της άγγιξαν την παλάμη του. Η καρδιά του γέμισε τρυφερά συναισθήματα. Τα χρόνια που ήταν μαζί, είχαν χτίσει μια σχέση αλληλοσεβασμού και αγάπης, έστω κι αν δεν κατάφεραν να αποκτήσουν παιδιά. Εξασφάλισαν με κόπο κάποιες ανέσεις, όπως το διαμέρισμα και το αυτοκίνητο, που ξεχρέωνε ακόμα στην τράπεζα. Είχαν επίσης τη δυνατότητα να προσφέρουν στον εαυτό τους μερικές μικρές πολυτέλειες. Διακοπές κάθε χρόνο σε κάποιο νησί και κανένα δείπνο πού και πού σε εστιατόριο, μόνοι τους ή με φίλους, όπως το αποψινό που κανόνισαν με αφορμή την ονομαστική εορτή της Γεωργίας. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ο γάμος του ήταν επιτυχημένος και η ξεχασμένη βέρα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ατυχές περιστατικό, ανάξιο προβληματισμού. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πάρκαρε. Όταν βγήκαν από το αυτοκίνητο, της έπιασε το χέρι. Εκείνη χαμογέλασε, σχηματίζοντας στα μάγουλά της τα χαριτωμένα λακκάκια που τον είχαν κάνει να την ερωτευτεί. Η βραδιά θα κυλούσε όμορφα, αν δεν ξεκινούσε πολιτική συζήτηση μετά τα ορεκτικά. Οι φίλοι τους, δηλαδή της Γεωργίας, αφού όλοι τους ήταν συνάδελφοί της, άρχισαν να σχολιάζουν τις δηλώσεις του πρωθυπουργού από το Καστελό
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 13
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
ριζο. Δύο από αυτούς, κομματικοποιημένοι και κομματικοί αντίπαλοι, έφτασαν στο σημείο να λογομαχούν χρησιμοποιώντας βαριές εκφράσεις. Ο Παντελής φρόντιζε να τσιμπολογά και να αποφεύγει τη συζήτηση. Η θέση του έγινε άβολη όταν ένας από τους δύο θερμόαιμους συνομιλητές σκέφτηκε να τον χρησιμοποιήσει για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του. «Πάρε για παράδειγμα τον Παντελή», είπε. «Πώς θα επιβιώσει η επιχείρησή του αν χρεοκοπήσει η χώρα;» Και κάπως έτσι, βρέθηκε στο επίκεντρο των νέων διαξιφισμών, να παρακολουθεί αμήχανος μία κουβέντα που γινόταν για εκείνον, αλλά που πίστευε πως δεν τον αφορούσε. Η κατάσταση χειροτέρεψε κι άλλο όταν ένας από τους συνδαιτυμόνες αποφάσισε –με τις καλύτερες των προθέσεων, είναι η αλήθεια– να ρωτήσει: «Ωραία τα λέτε εσείς, τι άποψη έχει όμως ο ίδιος για όλα αυτά;» Τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του κι ο Παντελής σκέφτηκε, με αφέλεια ασφαλώς, ότι θα μπορούσε να καταπιεί την απάντηση μαζί με μια μπουκιά. Η γυναίκα του τον σκούντησε κάτω από το τραπέζι για να του κόψει την όρεξη. Προσπάθησε να ζυγίσει βιαστικά τα επιχειρήματα, να εκτιμήσει τις προτεινόμενες λύσεις και να διαλέξει τελικά ένα στρατόπεδο. Όσα είχαν ακουστεί του έμοιαζαν μπερδεμένα και αόριστα. Μα γιατί τον έμπλεκαν σε αυτά; Πώς μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε σε ένα ή δύο χρόνια –τόσο ήταν το βάθος χρόνου στο οποίο εκτεινόταν η διαμά
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 14
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
χη–, τι τροπή θα έπαιρνε η οικονομία, ποιες αποφάσεις θα καθόριζαν το μέλλον της χώρας; Οι οικονομικές του ανησυχίες έφταναν μέχρι το τέλος του μήνα, όταν έπρεπε να πληρώσει τις δόσεις των δανείων και να φέρει τα έσοδα τουλάχιστον στα ίσα με τα έξοδα. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω από αυτά. Οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί θα πάρουν την πιο σωστή απόφαση», είπε τελικά. «Ορίστε!» θριαμβολόγησε ο υποστηρικτής της κυβέρνησης. «Ορίστε! Τέτοιους βρίσκετε και τα κάνετε», αναφώνησε σχεδόν ταυτόχρονα ο υπέρμαχος της αντιπολίτευσης. «Ορίστε μας! Αν δεν ξεσηκωθείτε πρώτα από όλους εσείς οι Παντελήδες, θα σας κατραπακιάζουν μια ζωή», αγανάκτησε ο τρίτος. «Είναι δυνατόν να μη γνωρίζεις πού είναι το καλό σου;» ρώτησε επιθετικά ο αντιπολιτευόμενος. Ο Παντελής δεν περίμενε να προκαλέσει τόσες αντιδράσεις με τη μετρημένη απάντησή του. Δεν έβρισκε τίποτε άλλο να προσθέσει. Το μόνο που κατάφερε να σκεφτεί ήταν ότι η επιλογή του επιρρήματος πού ήταν παράξενη. Εκείνος θα είχε χρησιμοποιήσει το ποιο. Για καλή του τύχη, εμφανίστηκε ο σερβιτόρος με τα κυρίως πιάτα και η όρεξη για πολιτική εξαφανίστηκε. Η δεύτερη δυσάρεστη έκπληξη ήρθε μετά το επιδόρπιο, μέσα σ’ ένα ασημένιο δισκάκι. Πλήρωσε, αποκρούοντας τις χλιαρές αντιδράσεις των καλεσμένων τους, ενώ άρχισε να νιώθει πάλι ζαλάδες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μέσα στο
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 15
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
αυτοκίνητο είχε την ατυχή έμπνευση να αναφέρει στη Γεωργία ότι ο λογαριασμός ήταν υπερβολικά φουσκωμένος. «Δεν καταλαβαίνω. Δεν έχω δικαίωμα να γιορτάσω μια φορά το χρόνο;» τον ρώτησε. «Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε όμως να πάμε κάπου πιο φθηνά ή έστω να καλούσαμε λιγότερους φίλους;» Το πρόσωπό της πάγωσε. Τα χείλη της σφράγισαν. Ο Παντελής προσπάθησε επίμονα να σπάσει την ασπίδα που όρθωσε ανάμεσά τους και όταν το κατάφερε, τα λόγια της εκτοξεύτηκαν εναντίον του σαν δηλητηριώδη βέλη. «Κουράστηκα με τη μιζέρια σου», είπε με τόνο που δεν φανέρωνε συναίσθημα. Δεν τον κατηγορούσε. Ήταν διαπίστωση. «Αυτή θα είναι συνεχώς η ζωή μας; Εσύ δεν έχεις φιλοδοξίες, δεν έχεις όνειρα, δεν ελπίζεις σε τίποτα». Ένα κόκκινο φανάρι τούς σταμάτησε. Στράφηκε προς το μέρος της γυναίκας του. Ελπίζω να ξεπληρώσω το διαμέρισμα και το αυτοκίνητο, ονειρεύομαι τις επόμενες διακοπές μας, θέλω να σε κάνω ευτυχισμένη. Ποια μεγαλύτερη φιλοδοξία θα μπορούσα να έχω; Ένας μετανάστης πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο, ζητώντας μερικά κέρματα. Τα βρόμικα γένια, τα φαφούτικα ούλα, τα άρρωστα μάτια και τα ακρωτηριασμένα μέλη του ενσάρκωναν κάποιον μακρινό, ξένο εφιάλτη που είχε ταξιδέψει για μήνες μέσα από σπαρτά και ποτάμια για να τον στοιχειώσει εκείνη τη νύχτα. Έκλεισε βιαστικά το τζάμι, σβήνοντας τους ήχους της
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 16
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
πόλης. Η σιωπή τύλιξε το ζευγάρι κι ο Παντελής δεν είχε πλέον τη δύναμη να της αντισταθεί. Η Γεωργία βρισκόταν ήδη κάπου μακριά και συνέχισε να βρίσκεται σε απόσταση ακόμα κι όταν ξάπλωσε δίπλα του. Όταν ξύπνησε, η Γεωργία είχε ήδη φύγει από το σπίτι. Δύο εβδομάδες αργότερα, στις αρχές του επόμενου μήνα, οι σχέσεις του ζευγαριού ήταν πάλι φυσιολογικές. Ο Παντελής ξυπνούσε απότομα λίγο πριν τα χαράματα, από ένα χρόνιο κουσούρι, όπως το χαρακτήριζε η γυναίκα του, ετοίμαζε το πρωινό τους κι έκανε ντους. Συνήθως άκουγε το ξυπνητήρι να χτυπά όταν βρισκόταν κάτω από το κρύο νερό. Έπιναν τον καφέ τους μαζί, ανταλλάσσοντας ελάχιστες κουβέντες, μέχρι που εκείνος έφευγε για να ανοίξει το μαγαζί. Η Γεωργία είχε μία ώρα περισσότερη. Δούλευε σε δημόσια υπηρεσία. Όταν γύριζε ο Παντελής, η γυναίκα του ήταν απασχολημένη με κάποιο από τα πολυάριθμα ενδιαφέροντά της που γέμιζε τα απογεύματα. Δειπνούσαν μαζί κι έπειτα έβλεπαν τηλεόραση. Παλιότερα συνήθιζαν να περπατούν πριν κοιμηθούν, αλλά τελευταία η αυξημένη εγκληματικότητα και οι εικόνες εξαθλίωσης στους δρόμους τούς είχαν αναγκάσει να εγκαταλείψουν τους περιπάτους. Τον έπαιρνε ο ύπνος πάντα πριν από τα μεσάνυχτα. Η Γεωργία ερχόταν στο κρεβάτι τους αργότερα. Τη λάτρευε τη ρουτίνα τους και απορούσε που εκείνη παραπονιόταν από καιρό σε καιρό για μονοτονία. Αναγνώ
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 17
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
ριζε ότι θα ήταν προτιμότερο να πηγαίνουν εκδρομές τα σαββατοκύριακα, τα οικονομικά τους όμως δεν το επέτρεπαν. Ούτε τις βραδινές εξόδους. Τη διαβεβαίωνε ότι μόλις αποπλήρωνε τα δάνεια, θα ήταν σε θέση να της προσφέρει μεγαλύτερες ανέσεις. Και γιατί να μην έπαιρνε άλλο ένα και να αγόραζαν ένα σπιτάκι στην επαρχία; Τότε θα μπορούσαν να ξεφεύγουν από την πόλη κάθε εβδομάδα. Η απάντησή της ήταν μια γκριμάτσα δυσπιστίας και η αγαπημένη της φράση: «Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι». Ένα πρωινό του Μαΐου λοιπόν, ο Παντελής διαπίστωσε ότι απέμενε λιγότερο από χρόνος για να ξεχρεώσει το διαμέρισμα. Ήταν η ώρα που έπιναν τον καφέ τους. Ταξινομούσε τους απλήρωτους λογαριασμούς και η Γεωργία διάβαζε τη χθεσινή εφημερίδα, όπως κάθε μέρα. «Αν όλα πάνε καλά, του χρόνου θα μπορέσουμε να αγοράσουμε το σπιτάκι που λέγαμε», της είπε ενθουσιασμένος. Εκείνη κούνησε το κεφάλι, έφερε την κούπα στα χείλη της και επέστρεψε στην ανάγνωσή της. Τον άφησε όμως να της δώσει ένα φιλί όταν σηκώθηκε από το τραπέζι. Ο Παντελής μάζεψε τα ποτήρια, διάλεξε γραβάτα και πήγε στο μπάνιο πριν ανοίξει την πόρτα. «Φεύγω», φώναξε βγαίνοντας. Κατάλαβε πως δεν θα ακολουθούσε μια ευχάριστη μέρα, όταν αναγκάστηκε να αφήσει το αυτοκίνητο και να πάρει το μετρό. Τα βαγόνια ήταν γεμάτα. Οι άνθρωποι όμως δεν είχαν το νυσταλέο βλέμμα και τις ράθυμες κινήσεις των πρωινών επιβατών. Έδειχναν ανυπόμονοι, μιλούσαν δυνατά και χειρονομούσαν. Χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, ο Πα o
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 18
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
ντελής αισθάνθηκε ότι βρισκόταν σε ζωολογικό κήπο επαναστατημένων ζώων, και ξαφνικά ο συρμός μετατράπηκε σε κινούμενο κλουβί. Χαλάρωσε τη γραβάτα, αλλά ο κόμπος στο λαιμό του δεν λύθηκε. Στάθηκε δίπλα στις πόρτες και περίμενε να φανεί ο επόμενος σταθμός. Κατέβηκε, παρόλο που δεν ήταν ο προορισμός του. Το ανήσυχο τσούρμο τον παρέσυρε στις κυλιόμενες σκάλες κι ύστερα στην επιφάνεια της πόλης, όπου ενώθηκε με ένα μεγαλύτερο πλήθος. Όλοι εκείνοι οι άγνωστοι έμοιαζε να βαδίζουν ώμο με ώμο προς το μαγαζί του. Κι αυτό δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Ένιωθε την οργή τους να καίει στα μάγουλά του, την αποφασιστικότητά τους να δίνει ρυθμό στα βήματά του, την ένταση στα μάτια τους να τροφοδοτεί τους παλμούς της καρδιάς του. Βρέθηκε ξαφνικά να συγχρονίζεται, να παίρνει τη θέση του σε ένα μεγάλο παζλ ανόμοιων ανθρώπων. Ο γέρος με τη γαμψή μύτη, που προχωρούσε στα αριστερά του, ακούμπησε το μπράτσο του στο δικό του, η νεαρή κοπέλα, στα δεξιά, δρόσισε το βλέμμα του με το δικό της, ο άντρας με τον ηλιοκαμένο σβέρκο, μπροστά του, γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια όπως κάνουν οι παλιοί φίλοι. Καθώς πλησίαζαν στο κέντρο της πόλης, οι μουσικές και τα τραγούδια δυνάμωναν, οι φωνές πολλαπλασιάζονταν. Μια πρωτόγονη δύναμη φούσκωσε τις φλέβες του. Ασυναίσθητα έσφιξε τις γροθιές του για να τη νιώσει μέσα τους. «Παντελή;» άκουσε μια γνώριμη φωνή. «Πώς και ήρθες εσύ εδώ σήμερα;» Αναγνώρισε το συνάδελφο της Γεωργίας που στο εορτα
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 19
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
στικό τραπέζι τον είχε κατηγορήσει για αδράνεια. Δεν τον είχε πειράξει η μομφή, η ανάμνηση εκείνης της νύχτας όμως ήταν πικρή, γι’ αυτό δεν χάρηκε που τον συνάντησε. Η συσσωρευμένη ενέργεια γλίστρησε ανάμεσα από τα δάχτυλά του, και τα χέρια του κρέμασαν άψυχα. «Είναι Τετάρτη», του απάντησε. Τον είδε να σμίγει τα φρύδια του απορημένος, αλλά δεν πρόλαβε να ακούσει την επόμενη ερώτηση. Ο κρότος ήταν εκκωφαντικός. Ό,τι κι αν τον προκάλεσε, βρισκόταν κάπου μακριά. Γρήγορα ακούστηκαν κι άλλοι πολύ πιο κοντά τους. Οι γραμμές διαλύθηκαν, οι δύο άντρες παρασύρθηκαν ο ένας μακριά από τον άλλο και χάθηκαν. Τότε έπεσαν δακρυγόνα και οι πρώτες πέτρες. Οι θόρυβοι των σπασμένων γυαλιών ανακατεύτηκαν με κραυγές. Το μαγαζί μου, σκέφτηκε. Τα μάτια του έτσουζαν κι έτρεχαν χωρίς δάκρυα. Τα πόδια του πονούσαν κι έτρεχαν χωρίς προορισμό. Μέσα στη θολή ατμόσφαιρα ξεχώρισε μια διμοιρία αστυνομικών. Κινήθηκε προς το μέρος τους, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα κορμιά. «Σας παρακαλώ». Η φωνή του ήταν αδύναμη. Ο λαιμός του έκαιγε. Άπλωσε το χέρι του να ζητήσει βοήθεια. Το δακρυγόνο τον τύφλωσε, το κλομπ τού τσάκισε τον καρπό. Ένα χέρι τον τράβηξε μακριά και τον οδήγησε στο πεζοδρόμιο. Κάποιος τον ρώτησε αν είναι καλά και τον συμβούλεψε να μείνει για λίγο εκεί. Μετά τον άφησε, για να ενωθεί πάλι με το πλήθος.
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 20
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
Κούρνιασε μπροστά σε μια σπασμένη βιτρίνα. Αγκάλιασε τα γόνατά του και άρχισε να μετράει πολύχρωμα ζευγάρια παπουτσιών, ώσπου όλα τελείωσαν όσο ξαφνικά είχαν αρχίσει. Το ποδοβολητό κόπασε κι οι γραμμές ανασυντάχθηκαν στη μέση του δρόμου. Ο στιβαρός βηματισμός έδωσε πάλι ρυθμό κι οι κραυγές έγιναν ξανά τραγούδια. Ακολούθησε επιφυλακτικά. Η ατμόσφαιρα ήταν μολυσμένη και οι ανάσες πίκριζαν. Η διάθεση της μάζας είχε δηλητηριαστεί. Κάποιος ζήτησε αίμα. Έτρεξε προς τα μπρος. Ο αέρας γέμισε στάχτη, τα πνευμόνια του καπνό. Ένα κτίριο τυλίχτηκε στις φλόγες. Μια τράπεζα, το σύμβολο του εχθρού. Ο όχλος είχε στήσει έναν άγριο χορό γύρω από τη φωτιά. Θυσία σε έναν άγνωστο, εκδικητικό θεό. Ανθρωποθυσία, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Το μαγαζί μου, το μαγαζί μου. Οι δυνάμεις καταστολής επέστρεψαν, και μαζί τους το χάος. Βρέθηκε στη δίνη ενός πολέμου που δεν είχε επιλέξει. Έτρεχε σαν χαμένος, προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο, αλλά όπου και να πήγαινε, υπήρχε ένα μέτωπο ανοιχτό, κι εκείνος, καθώς δεν ανήκε πουθενά, είχε για σύμμαχο μονάχα τον ευάλωτο εαυτό του. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν κοντάρι ή κλομπ αυτό που τον βρήκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Έπεσε στο έδαφος. Οι ήχοι χάθηκαν, απέμεινε μόνο ένας συγκεχυμένος βόμβος. Η βαριά μυρωδιά της ασφάλτου, των δακρυγόνων και του αίματος έκαιγε τα ρουθούνια του. Τα πολύχρωμα παπούτσια είχαν στήσει χορό τριγύρω του.
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 21
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
Μπορείς να βρεις ένα ζευγάρι σε όποιο χρωματισμό τραβάει η ψυχή σου, πρόλαβε να σκεφτεί. Κι ύστερα: Το μαγαζί μου. Ο οξύς πόνος από το τραύμα, σαν ηλεκτροσόκ, ζωντάνεψε τις αισθήσεις του. Είχε μεταφερθεί κάπου αλλού. Μπορούσε να ακούσει τους ήχους της μάχης κι ένιωθε το σκληρό πεζοδρόμιο κάτω από το σώμα του. Ο ουρανός του όμως ήταν πλαστικός. Είμαι σε μια νεκροσακούλα; αναρωτήθηκε. Τον ξάφνιασε η ψυχραιμία με την οποία βίωσε αυτή τη μακάβρια προοπτική. Φοβόταν το θάνατο, όπως και κάθε άλλο άγνωστο πεδίο που απειλούσε τη μικρή, σφιχτά τακτοποιημένη ζωή του. Για την ακρίβεια, ο φόβος της ανατροπής είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής του και χωρίς αυτόν ένιωσε προσωρινά ακρωτηριασμένος. Ευτυχώς, το μυαλό του ξεθόλωσε γρήγορα. Διαπίστωσε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα περίεργο κατάλυμα από νάιλον. Η αγωνία καρφιτσώθηκε πάλι στη μαλακή πελότα της καρδιάς του. Ανασηκώθηκε απότομα, δίνοντας ώθηση στον κόσμο να αποκτήσει ξέφρενη τροχιά. Δύο αποφασιστικά χέρια τον ξάπλωσαν πάλι. Ένα γυναικείο πρόσωπο, καλυμμένο με μάσκα, μπήκε στο οπτικό του πεδίο. «Μείνε ακίνητος για λίγο», τον συμβούλεψε. Έκανε όπως του είπε. Έμεινε να κοιτάζει τον παραμορφωμένο ουρανό. Ήταν εγκλωβισμένος σ’ έναν πλαστικό εφιάλτη. Πνιγόταν. Οι αναπνοές του έγιναν βαριές, ανυπόφορες.
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 22
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
«Πιες λίγο νερό», επανήλθε η φωνή. Τον βοήθησε να καθίσει. Ήπιε δύο μεγάλες γουλιές. Ένιωσε το λαρύγγι του να φλογίζεται σαν να είχε καταπιεί οξύ. Έφτυσε κι έβηξε. Η γυναίκα τον συγκράτησε. «Ηρέμησε», είπε μαλακά. Τα μάτια του έτσουζαν. Έβρεξε τις παλάμες του και επιχείρησε να καθαρίσει το πρόσωπό του. «Όχι», τον σταμάτησε εκείνη. «Θα είναι χειρότερα αν τους ρίξεις νερό». Την κοίταξε προσεκτικά. Τα μάτια της ήταν θλιμμένα. Το μέτωπό της ρυτιδιασμένο. Τρόμαξε, γιατί τα σημάδια τού ήταν τόσο οικεία, τα αντίκριζε κάθε πρωί στον καθρέφτη, μόνο που ο πόνος και οι αγωνίες της ήταν μεγεθυσμένες. «Ένα καρούμπαλο είναι μόνο», του είπε ψηλαφίζοντας το κρανίο του. Ο Παντελής επιθεώρησε την τέντα. Έμοιαζε με αυτοσχέδιο ιατρείο. Δίπλα στον τοίχο, μια κουβέρτα σχημάτιζε ένα πρόχειρο φορείο με ένα πανωφόρι για προσκεφάλι. Μια μικρή τσάντα στα πόδια της άγνωστης περιείχε γάζες και μερικά μπουκαλάκια. «Είσαι νοσοκόμα;» «Ήμουν». Χαμογέλασε κάτω από τη μάσκα. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησε. «Εδώ μένω», αποκρίθηκε η γυναίκα κι άρχισε να τακτοποιεί τα περιεχόμενα στο κουτί πρώτων βοηθειών. Η βελόνα μπήκε πιο βαθιά στην καρδιά του. «Καλύτερα να πηγαίνω», είπε.
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 23
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
Εκείνη δεν απάντησε τίποτα. Ο Παντελής βρέθηκε ξανά στο πεδίο της μάχης. Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστος πριν σκύψει πάλι κάτω από το πλαστικό χώρισμα. «Ευχαριστώ», ψέλλισε στην άγνωστη. «Να προσέχεις». Να προσέχεις. Του έδινε συμβουλές μια άστεγη. Εκείνη δεν πρόσεχε, γι ’αυτό βρέθηκε στο δρόμο. Άκου «να προσέχεις»! Οι οδομαχίες συνεχίζονταν. Οι αστυνομικοί είχαν υποχωρήσει λίγα μέτρα για να ανασυνταχθούν. Οι κουκουλοφόροι βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν σε κάποιους από τους υπόλοιπους διαδηλωτές. Όλοι ήταν εναντίον όλων και στη μέση θρύψαλα κι αποκαΐδια. Το μαγαζί μου. Κατευθύνθηκε προς το κέντρο. Κάλυψε το πρόσωπό του με ένα χαρτομάντιλο που βρήκε στην τσέπη του. Περπατούσε γρήγορα. Παντού εικόνες καταστροφής. Έστριψε στο στενό. Νέες συμπλοκές. Οι περισσότεροι είχαν κατεβάσει ρολά. Άρχισε να τρέχει. Μια ομάδα νεαρών έσπαγε τα μάρμαρα. Έτρεξε με όλη του τη δύναμη. «Το μαγα...» Οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Το κράτος έταξε μια μικρή αποζημίωση στους πληγέντες. Ο Παντελής δεν την έλαβε ποτέ. Αντιθέτως, κατέβαλλε με συνέπεια τους φόρους και τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία που συνεχώς αυξάνο
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 24
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
νταν. Χρειάστηκε να περάσουν μερικοί βασανιστικοί μήνες μέχρι να του πάρουν το διαμέρισμα. Πάνω που κόντευε να το ξεχρεώσει. «Αντιλαμβάνομαι τη θέση σας, δυστυχώς όμως η τράπεζα δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα και δεν μπορεί να περιμένει πότε θα ορθοποδήσετε. Ειλικρινά λυπάμαι», τον ενημέρωσε ο υποδιευθυντής του κοντινού υποκαταστήματος. Ήταν ένας καλοσυνάτος σαραντάρης με ευγενικούς τρόπους. Δεν φταίει αυτός, τη δουλειά του κάνει, σκέφτηκε. Η Γεωργία επέλεξε να τον εγκαταλείψει την ώρα που έλειπε. Όταν έφτασε έξω από την πολυκατοικία ο Παντελής, βρήκε το συνεργείο μετακομίσεων που είχε μισθώσει ο πατέρας της να αδειάζει το σπίτι. Ο πεθερός, που βρισκόταν εκεί για να συντονίσει, τον πήρε από τον ώμο και τον οδήγησε στο γειτονικό καφενείο. «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις», του είπε. «Αλλά πρέπει να δείξεις κατανόηση. Η κόρη μου βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Καλύτερα είναι να της δώσεις λίγο χρόνο. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις να βγεις σύντομα από αυτή τη δύσκολη θέση». Δεν έβρισκε τίποτα να πει. Έσκυψε απλώς το κεφάλι και παρατήρησε τις μύτες των παπουτσιών του να χαϊδεύουν αμήχανα η μία την άλλη. «Να δεις που όλα θα πάνε καλά. Μην το βάζεις κάτω», τον παρηγόρησε ο άλλος, καθώς έβγαζε το πορτοφόλι του να πληρώσει τους καφέδες, κι ας μην είχε αγγίξει τον δικό του. Ο Παντελής δεν του το επέτρεψε.
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 25
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
«Σ’ ευχαριστώ», χαμογέλασε ο μεγαλύτερος άντρας και τον άφησε μόνο του να πίνει τον πικρό ελληνικό που είχε παραγγείλει. Δεν φταίει αυτός, το παιδί του σκέφτεται, τον δικαιολόγησε. Όταν μπήκε στο διαμέρισμα, είχαν απομείνει ελάχιστα πράγματα. Μερικά ραγισμένα ποτήρια στα ντουλάπια της κουζίνας, μια σπασμένη καρέκλα στο σαλόνι, το κομοδίνο του στην κρεβατοκάμαρα και τα ρούχα του στη μισοάδεια ντουλάπα. Κοιμήθηκε πέντε νύχτες στο στρώμα που είχε ξεμείνει στο πάτωμα. Πάνε χρόνια που έταζε στον εαυτό του ότι θα αγόραζε καινούργιο, αλλά δεν πραγματοποίησε ποτέ την υπόσχεσή του. Τώρα πια, αν μπορούσε, δεν θα το άλλαζε ποτέ. Ήταν όμως αργά. Η Γεωργία, πάλι, φαίνεται ότι είχε πάρει απόφαση να το ξεφορτωθεί, γι’ αυτό το παράτησε. Έληξε η προθεσμία που του είχαν δώσει να αδειάσει το μικρό ρετιρέ. Εκτός από τις μπλούζες, τα εσώρουχα και τα κοστούμια του, δεν πήρε τίποτα άλλο. Μόνο το ξυπνητήρι, που δεν το είχε χρειαστεί ποτέ. Το τικ τακ του ήταν μια μελαγχολική υπενθύμιση της κανονικότητας που είχε απολέσει. Τις πρώτες εβδομάδες βρήκε κατάλυμα σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Τα κρεβάτια του έτριζαν, τα πέτρινα σκαλοπάτια ήταν φαγωμένα και τα πατώματα, παρόλο που ήταν παστρικά, μύριζαν φθηνό απορρυπαντικό. Στην υποδοχή στεκόταν ένας ευθυτενής άντρας που απαντούσε μόνο με νεύματα και δεν μόρφαζε ποτέ.
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 26
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
Εντελώς ακατάλληλη επιλογή για το πόστο, σκεφτόταν ο Παντελής. Η διευθύντρια εμφανιζόταν μόνο τις νύχτες, όπως και τα κορίτσια στα γειτονικά δωμάτια. Ο γερο-μπάρμαν, από την άλλη, ήταν όλη τη μέρα πίσω από τον πάγκο του. Όταν κατέβαινε να πιει τον καφέ του, εκείνος σερβίριζε ποτά σε άντρες με τσαλακωμένα μούτρα και άπλυτα ρούχα. Όταν γύριζε, τον έβρισκε να γυαλίζει τα ποτήρια του καπνίζοντας. Μετά το σούρουπο, όταν οι θαμώνες –ορισμένοι τακτικοί– πύκνωναν, είχε πολλή δουλειά. Δεν τον είχε δει ποτέ έξω από το μικρό του μπαρ. Υπέθεσε ότι κοιμόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, όσο ο Παντελής ήταν στο μαγαζί. Οι ημέρες του ξενοδοχείου, όπως καταγράφηκαν στη μνήμη του, ήταν δύσκολες, αλλά όχι δυσάρεστες. Οι μουχλιασμένοι τοίχοι και τα πολυσύχναστα δωμάτια τού πρόσφεραν καταφύγιο και το παράξενο προσωπικό συντροφιά. Κάθε βράδυ η διευθύντρια ερχόταν να τον ρωτήσει πώς πήγε η δουλειά του και έβρισκε πάντα όμορφα λόγια παρηγοριάς να ντύσει τα άσχημα νέα που της έφερνε. Οι κοπέλες διασκέδαζαν με την αδέξια συστολή και την αμήχανη ευγένειά του, αρετές που εκείνες είχαν από καιρό λησμονήσει. Του μαγείρευαν, έπλεναν και σιδέρωναν τα ρούχα του μαζί με τα δικά τους, ορμούσαν στην αγκαλιά του και τον φιλούσαν σαν να ήταν ο πατέρας ή ο μεγάλος τους αδερφός. Ο γερο-μπάρμαν καμωνόταν ότι ζήλευε για να του τονώσει το ηθικό κι όταν αραίωνε η πελατεία, του έφτιαχνε καφέ ή πιο σπάνια ένα ποτό και τον καλούσε να κάτσει κοντά του. Μιλούσαν για ώρες. Ο γέρος φιλοσοφούσε, κυρίως έκανε τον
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 27
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
απολογισμό της πολυτάραχης ζωής του, κι ο Παντελής άκουγε ιστορίες από ένα επεισοδιακό παράλληλο σύμπαν που συνυπήρχε, αλλά δεν αλληλεπιδρούσε ποτέ με τον ήρεμο, τακτικό μικρόκοσμό του. Μόνο ο σιωπηλός άντρας της υποδοχής δεν έδειχνε καμία πρόθεση να αποκτήσει οικειότητα. Μόλις τον έβλεπε, του έδινε το κλειδί, ένευε καληνύχτα και επέστρεφε στην ακινησία του. Με τον καιρό, οι εβδομάδες που πέρασε στο σκοτεινό ξενοδοχείο έγιναν μια όμορφη ανάμνηση. Η μνήμη όμως είναι ο πιο ταλαντούχος παραχαράκτης της Ιστορίας. Οι ημέρες του ξενοδοχείου, οι πρώτες σε ένα μεγάλο υπαρξιακό ταξίδι που ξεκινούσε για έναν άνθρωπο ασυνήθιστο ακόμα και σε μικρές, άνευ σημασίας, αλλαγές, υπήρξαν μια μεταβατική περίοδος γεμάτη σύγχυση, ανασφάλεια και αγωνία. Για κάποιον που νιώθει άβολα στη θέα ενός πεινασμένου μετανάστη, οι άγνωστοι άντρες με τα περίεργα βλέμματα που περνούσαν καθημερινά το κατώφλι του ξενοδοχείου, ο μυστηριώδης ιδιοκτήτης που όλοι σέβονταν και μνημόνευαν στις απειλές τους, παρόλο που δεν εμφανιζόταν ποτέ, η συμπαγής σιωπή του νυχτοθυρωρού, τα σπασμένα δόντια της διευθύντριας, τα γερασμένα κορμιά των κοριτσιών και το χαρακωμένο πιγούνι του γερο-μπάρμαν ήταν εικόνες που του γεννούσαν τρόμο. Πιο τρομακτική από όλα ήταν η ανάγκη του να νιώσει σπίτι ένα κοινόχρηστο κτίριο και οικογένεια ένα συνονθύλευμα απόκληρων, κι όμως υπήρξαν στιγμές που έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται ότι πράγματι εκείνος ο χώρος
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 28
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
κι εκείνοι οι άνθρωποι ήταν το σπίτι του κι η οικογένειά του. Οι μεταπτώσεις του ήταν συχνές και βίαιες, ραγίζοντας την εύθραυστη ψυχική κατάστασή του. Μέσα από αυτές τις ρωγμές ξεφύτρωσε η ιδέα της αυτοκτονίας. Δεν είναι σίγουρο πότε σπάρθηκε μέσα του το ζιζάνιο. Ίσως όταν ξαγρυπνούσε στο δωμάτιό του ακούγοντας τις σούστες των άλλων κρεβατιών να ανεβοκατεβαίνουν το ίδιο ρυθμικά με τους δείκτες του ρολογιού στο κομοδίνο του. Η μίξη τόσο ανόμοιων ήχων τού σάλευε το νου. Το τικ τακ μετρούσε το χρόνο ανάποδα και τον επανέφερε στο μικρό ρετιρέ. Έκλεινε τα μάτια του κι έβλεπε τη Γεωργία να ξαπλώνει δίπλα του. Αν τέντωνε το χέρι του, θα άγγιζε το γοφό της, έτσι όπως του είχε γυρισμένη την πλάτη στη συνηθισμένη στάση της. Το χρατς χρουτς, από την άλλη, δεν του άφηνε κανένα περιθώριο να αμφισβητήσει την πραγματικότητα, να την αναπλάσει. Αμείλικτο διαπερνούσε τους τοίχους και υπερκάλυπτε το τικ τακ. Σταματούσε παραπλανητικά για λίγο, μόνο για να αρχίσει ξανά. Πολλαπλασιαζόταν και τον έπνιγε. Ίσως, πάλι, η μαύρη σκέψη να του ήρθε όταν καθόταν στο μπαρ και μετρούσε τις μύγες που πετούσαν πάνω από τον καφέ του. Δίπλα του κάποιος άνοιγε τη χθεσινή εφημερίδα, όπως έκανε η γυναίκα του κάθε πρωί. Ξεχνούσε τότε τα έντομα και κοίταζε το χαρτί χωρίς να διαβάζει. Διαπερνούσε τις σελίδες κι έβλεπε το πρόσωπό της σοβαρό, τα μάτια της να τρέχουν πάνω στις γραμμές, τα δόντια της να
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 29
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
γδέρνουν το κάτω χείλος, δείγμα αυτοσυγκέντρωσης. Σύντομα, θα άφηνε την εφημερίδα για να πιάσει την κούπα της. Θα τον κοίταζε φευγαλέα. Αν ήταν σε καλή διάθεση, θα του χαμογελούσε. Ο Παντελής περίμενε ανυπόμονα να τη δει. Μα όταν επιτέλους η επιθυμία του εκπληρωνόταν, συναντούσε μόνο πρησμένα μάτια, αξύριστα μάγουλα και διψασμένα χείλη. Δεν είναι βέβαιο πότε ρίζωσε στην ψυχή του ο σπόρος της αυτοχειρίας. Σίγουρα πάντως χρειάστηκε αρκετός χρόνος και το λίπασμα της απελπισίας. Τότε, ο Παντελής ήλπιζε ακόμα. Ήλπιζε ότι η κατάστασή του ήταν προσωρινή. Και πράγματι ήταν. Το νοίκι στο ξενοδοχείο δεν ήταν μεγάλο. Ακόμα κι έτσι τα χρήματα δεν έφταναν. Το σχέδιο ανάκαμψης είχε ως άξονα το μαγαζί. Απαιτούσε αιματηρές θυσίες για να επενδυθούν όλες του οι οικονομίες στην επιχείρηση. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να ανακτήσει όσα είχε χάσει. Να στερηθεί περισσότερα. Να ποντάρει τα πάντα στο μόνο παραγωγικό χαρτί που κρατούσε στα χέρια του, το μαγαζί. Με αυτό το σκεπτικό, σήκωσε όλες τις αποταμιεύσεις του, προχώρησε σε ανακαίνιση του χώρου και σε ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων του. Στην αρχή υπήρχαν μόνο ζημίες, όπως ήταν αναμενόμενο. Για να γίνει βιώσιμη η επένδυση, έπρεπε να περιοριστούν τα αρχικά έξοδα στο ελάχιστο. Με άλλα λόγια, βρέθηκε να κοιμάται στο αυτοκίνητό
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 30
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
του. Στο μαγαζί δεν υπήρχε χώρος, αλλά ακόμα κι αν είχε τη δυνατότητα, επικοινωνιακά θα ήταν λάθος. Η εικόνα έχει δύναμη, το ήξερε καλά. Γι’ αυτό προσπάθησε να διατηρήσει ατσαλάκωτο το προφίλ του. Έφτανε το πρωί με το κοστούμι του, ξυρισμένος, χαμογελαστός. Ξεκλείδωνε με αργές, επιδεικτικές κινήσεις, ώστε να τον βλέπουν όλοι. Το βράδυ επαναλάμβανε τη διαδικασία και αφιέρωνε περισσότερο χρόνο από όσο συνήθιζε παλιότερα για να καληνυχτίσει τους γείτονες. Όλα ήταν μέρος του σχεδίου. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Γιατί ποιος θα αγόραζε από κάποιον που μένει στο αυτοκίνητό του; Πίστευαν όλοι λοιπόν ότι ο Παντελής ευημερούσε, ότι είχε την άνεση όχι μόνο να αποκαταστήσει τις ζημιές που είχαν προκληθεί από τα επεισόδια χωρίς την κρατική αποζημίωση, αλλά και να επεκτείνει τη δραστηριότητά του. Τη νύχτα οδηγούσε στα νότια προάστια, κοντά στη θάλασσα. Η περιοχή ήταν ήσυχη και ασφαλής. Δεν είχε πολλούς μετανάστες, οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, εκτός από τους κεντρικούς που φιλοξενούσαν τις καφετέριες και τα εστιατόρια. Για μεγαλύτερη σιγουριά στάθμευε σε ένα δημοτικό πάρκινγκ, ένα τετράγωνο μακριά από το αστυνομικό τμήμα. Δεν ήταν μόνος. Όταν έφτασε την πρώτη φορά, υπήρχαν άλλοι δύο. Ήταν συγκάτοικοι σε ένα παλιό Ford, χρησιμοποιούσαν όμως κι ένα εγκαταλειμμένο Fiat για αποθήκη. Λίγες μέρες αργότερα ήρθε άλλος ένας, και μέχρι να φύγει ο Παντελής, είχαν γίνει συνολικά πέντε οι γείτονές του.
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 31
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
Οι δυο παλιοί ήταν ακατάστατοι και βρόμικοι. Κατουρούσαν μπροστά στο αυτοκίνητό τους και για την άλλη ανάγκη τους πήγαιναν μόλις δυο βήματα μακριά, σε ένα παρτέρι με ξεραμένους θάμνους. Ο Τρίτος –ποτέ δεν έμαθε τα ονόματά τους, ούτε συστήθηκε σε κανέναν– ενώ αρχικά ήταν τακτικός και περιποιημένος, πολύ γρήγορα άρχισε να παραμελεί τον εαυτό του, ώσπου στο τέλος το αυτοκίνητό του κατάντησε σκουπιδότοπος. Ο Τελευταίος, δηλαδή ο Πέμπτος, ήταν ο πιο καθαρός και προσεγμένος κι ο μόνος με τον οποίο αντάλλασσε λίγες κουβέντες. Ο Τέταρτος μόνο έπινε. Ο Παντελής κράτησε τις συνήθειές του. Φορούσε την πιτζάμα του πριν κατεβάσει την πλάτη του καθίσματος για να ξαπλώσει. Προηγουμένως, κρεμούσε τα κοστούμια του στις χειρολαβές, τακτοποιούσε τα ρούχα του στο πίσω κάθισμα και έβαφε τα παπούτσια του ακούγοντας ραδιόφωνο. Το πρωί ξυριζόταν μπροστά στο καθρεφτάκι της πόρτας για να μη λερώνει το σαλόνι του αυτοκινήτου. Ύστερα, πήγαινε στην πιο φτηνή καφετέρια της γειτονιάς –είχε ελέγξει προσεκτικά τις τιμές όλων–, έπινε καφέ, χρησιμοποιούσε την τουαλέτα κι έπλενε το πρόσωπο και τα δόντια του. Μπάνιο έκανε το βράδυ στην ντουζιέρα της πλαζ. Στην αρχή κάθε μέρα, μέχρι που κρύωσε ο καιρός κι αραίωσε τις επισκέψεις του στην παραλία. Τους πιο κρύους μήνες, υπήρξαν κάποιες φορές που δεν πλύθηκε για τρεις μέρες. Ποτέ περισσότερο. Τα ρούχα του τα έπλενε σε μια μικρή λεκανίτσα που φύλαγε πίσω από τη θέση του συνοδηγού. Το πορτμπαγκάζ ήταν η κουζίνα του. Εκεί κράταγε τις
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 32
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
τροφές που δεν χρειάζονταν ψύξη για να διατηρηθούν και το μικρό γκαζάκι όπου μαγείρευε τις υπόλοιπες. Προμηθεύτηκε πλαστικά ταπεράκια και αποθήκευε τα γεύματά του στο μικρό ψυγείο του μαγαζιού του. Έτρωγε το μεσημέρι στο διάλειμμά του κι αν τύχαινε να τον δει κανείς, έβρισκε την ευκαιρία να πει έναν καλό λόγο για τη μαγειρική της γυναίκας του. Προς μεγάλη του χαρά, το κόλπο έπιανε πάντα. Τον ρωτούσαν πώς είναι η Γεωργία κι εκείνος έπλαθε ιστορίες για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι η ζωή του δεν είχε αλλάξει. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι συμπεριφερόταν φυσιολογικά. Μόνο που δεν ήταν καθόλου φυσιολογικό να λειτουργεί σαν να είναι στο σπίτι του ενώ ζούσε στο δρόμο. Έχωνε το κεφάλι του στην άμμο κι αρνιόταν να δει κατάματα την πραγματικότητα. Μερικές φορές, τα βράδια, όταν ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, άκουγε τον Τρίτο να σχολιάζει τις παραξενιές του. Ο Τελευταίος τον μάλωνε και του σύστηνε να μιλάει πιο σιγά για να μην ακουστεί. «Δεν βλέπεις ότι ο ανθρωπάκος δυσκολεύεται να αποδεχτεί την κατάσταση;» έλεγε. Τους αγνοούσε. Επέλεγε πάντα να παρκάρει δίπλα στο μαντρότοιχο, γυρίζοντας την πλάτη του στα υπόλοιπα αυτοκίνητα. Κάπου πίσω από το ντουβάρι, τα αθέατα κύματα ξάπλωναν στην άμμο κι η νύχτα μύριζε φύκια και αλάτι. Κούρδιζε το ξυπνητήρι του και το ακουμπούσε στο παρμπρίζ. Ήξερε ότι όλα αυτά ήταν προσωρινά. Δεν ανήκε εκεί μαζί με τους άλλους πέντε. Εκείνοι τα είχαν παρατήσει, ενώ
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 33
ΛΙΒΑΔΙΑ ΑΠΟ ΑΣΦΟΔΙΛΙ
ο Παντελής ήταν σίγουρος πως δεν θα αργούσε να γυρίσει στο διαμέρισμά του. Ο στρουθοκαμηλισμός του ενισχυόταν και από μερικές ενδείξεις οικονομικής ανάκαμψης της επιχείρησης. Η πελατεία του ενισχύθηκε σημαντικά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Συγκριτικά μάλιστα με τους ανταγωνιστές του, η αύξηση ήταν εντυπωσιακή. Τα έσοδα, αντιθέτως, δεν μεγάλωσαν αναλόγως και σε καμιά περίπτωση δεν αρκούσαν για να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή του. Τον έκαναν όμως να πιστεύει ότι το σχέδιό του εξελισσόταν καλά. Απρόσκλητες έρχονταν κάποιες στιγμές συνειδητοποίησης, όταν η πραγματικότητα δεν μπορούσε να κρυφτεί ούτε μέσα στα όνειρα. Στην πιο χαρακτηριστική ίσως από αυτές, είδε στον ύπνο του ότι βρισκόταν στο πατρικό της Γεωργίας. Αργότερα, δεν μπορούσε να ανακαλέσει καλά τις λεπτομέρειες, αλλά θυμόταν καθαρά ότι μόλις της είχε ανακοινώσει πως κατάφερε να αγοράσει ένα καινούργιο διαμέρισμα. Της είχε αγοράσει γλυκά από το αγαπημένο της ζαχαροπλαστείο. Κάπου στον ίδιο χώρο ήταν κι οι γονείς της. Θυμόταν καθαρά τα λακκάκια της και την αίσθηση του κορμιού της πάνω στο δικό του, καθώς εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του. Ξύπνησε απότομα από το τράνταγμα. Κάποιος ταρακουνούσε το αυτοκίνητο. Ο ένας από τους δυο παλιούς είχε κολλήσει το πρόσωπο και τις παλάμες του στο παράθυρο του συνοδηγού. Η ανάσα του θόλωνε το τζάμι. «Βγες έξω», του φώναξε και έσπρωχνε το όχημα με όλη του τη δύναμη. o
DANELLIS sel_Final_Layout 1 03/06/2014 5:53 ΜΜ Page 34
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ
Ο άλλος κατουρούσε την πινακίδα του και του χαμογελούσε μέσα από το παρμπρίζ. Ήταν μεθυσμένοι. Ο Τελευταίος έτρεξε προς το μέρος του. Έπιασε από τους ώμους τον παλιό και τον παρακάλεσε να αφήσει ήσυχο τον Παντελή. «Μα είναι Πρωτοχρονιά κι αυτός δεν βγήκε να μας πει ούτε χρόνια πολλά», παραπονέθηκε ο άντρας τρεκλίζοντας. Ο Τέταρτος πλησίασε και ρώτησε αν υπάρχει κάτι να πιουν. Ο Τρίτος παρακολουθούσε από απόσταση. Τελικά, με την επιμονή του Τελευταίου απομακρύνθηκαν όλοι, αφήνοντάς τον Παντελή μόνο, ζαρωμένο κάτω από την κουβέρτα του. Τα δάκρυα επιτέλους υγροποιήθηκαν και κύλησαν αθόρυβα κάτω από τα σφαλισμένα βλέφαρά του, μουσκεύοντας το μαξιλαράκι του καθίσματος. Έβαλε το ξυπνητήρι στο αυτί του και προσπάθησε να μεταφερθεί στην ασφάλεια του κρεβατιού του. Ήταν η πρώτη Πρωτοχρονιά του Παντελή στο δρόμο.