Αργύρης Ντινόπουλος - Υπόθεση Ζέρμεν

Page 1

ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Αργύρης Ντινόπουλος – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 201;

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5642-7


1 

ΟΙΤΑξΕ το κλειστό φέρετρο και προσπάθησε να φαντα-

Κ στεί το πρόσωπο του νεκρού. Όχι το αλλοιωμένο από την ασπράδα του θανάτου, αλλά το πραγματικό, το ζωντα-

νό πρόσωπο, εκείνο που παραμορφωνόταν από το πάθος της δημοσιογραφίας. Ο ιδρώτας κύλησε στο μέτωπό του καθώς στριμωχνόταν στη στενόχωρη εκκλησία, στο νεκροταφείο του Βύρωνα. Η μυρωδιά του λιβανιού ανακατευόταν με οσμή ιδρώτα και αποπνικτική ζέστη. Σκούπισε νευρικά τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα μεταξωτό μαντήλι που έβγαλε από την τσέπη του πανάκριβου καλοκαιριάτικου κουστουμιού Πράντα. Το ελαφρό και φίνο ύφασμά του ένιωθε, παρά τον καύσωνα, να πέφτει απαλά, να χαϊδεύει το κοντόχοντρο σουλούπι του. Ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα στη θλιβερή εκκλησία του νεκροταφείου, τη γεμάτη κόσμο, τον οποίο τα τελευταία χρόνια όλο και πιο σπάνια συναντούσε, για την ακρίβεια ποτέ. Η βαριά ατμόσφαιρα της αυγουστιάτικης κηδείας δεν 


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

του επέτρεπε να εντοπίσει ποιοι από όλους αυτούς που συνωστίζονταν για το ύστατο «χαίρε» τον αναγνώριζαν. Σίγουρα πάντως διαισθανόταν τα βλέμματα απορίας, αμηχανίας ή και περιέργειας να τον περιβάλλουν και να σφίγγουν σαν ένας κλοιός γύρω του. Αισθάνθηκε ελαφρά δυσφορία. Ασυναίσθητα αναζήτησε τους άντρες της προσωπικής ασφάλειάς του, που είχαν τρυπώσει διακριτικά μέσα στην εκκλησία κι είχαν ανακατευτεί με τους συγγενείς και φίλους του νεκρού. Όταν τους διέκρινε, ένιωσε μια κάποια σιγουριά, κάτι σαν ανακούφιση, αν και δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σκέψη ότι, έτσι όπως ήταν ντυμένοι οι σεκιουριτάδες του με τα μαύρα κουστούμια, ήταν ίδιοι με τα κοράκια που θα συνόδευαν τον νεκρό στην τελευταία κατοικία του. Ξανακοίταξε το φέρετρο και η πρόσκαιρη ανακούφιση που του προσέφερε η θέα των σεκιουριτάδων έδωσε τη θέση της σε μια περίεργη ανατριχίλα που διαπέρασε τη σπονδυλική στήλη και εγκαταστάθηκε στη βάση του κρανίου του. Μήπως δεν έπρεπε να κουβαληθώ σε αυτό εδώ το άθλιο νεκροταφείο; σκέφτηκε. Προς στιγμήν τα έβαλε με τον εαυτό του. Ποιος ο λόγος να βρίσκεται ντάλα μεσημέρι του Αυγούστου μπροστά σ’ αυτό το φτηνιάρικο φέρετρο; Οι παράφωνες και κλαψιάρικες ψαλμωδίες μεγάλωναν τον εκνευρισμό του. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε πήγε για τελευταία φορά σε κηδεία που δεν γινόταν στο Πρώτο Νεκροταφείο. Όσο κι αν πίεσε το μυαλό του, δεν μπόρεσε να βρει ημερομηνία, κι ας γύρισε πολλά χρόνια πίσω. 


ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ

Ναι, βέβαια, ο δικός του κόσμος ήταν ο κόσμος του Πρώτου Νεκροταφείου. Ο κόσμος που σύχναζε στο Κολωνάκι, στα βόρεια προάστια ή στις ακριβές περιοχές του λεγόμενου «παραλιακού μετώπου». Το ανεπιτυχές φλας μπακ στις κηδείες που είχε παραστεί τα τελευταία χρόνια τον παρέσυρε όμως προς τα βάθη της νεότερης ιστορίας, όπου ο ίδιος είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Στο μεταξύ ο θλιβερός ψάλτης διάβασε τον «Απόστολο». Έπειτα αναζήτησε με τα μάτια τον παπά που χαμένος μέσα στο ιερό καθυστέρησε να βγει στην Ωραία Πύλη για να διαβάσει αυτός με τη σειρά του την ευαγγελική περικοπή. Χαμένος μέσα στις σκέψεις του, όμως, και ο Μιχάλης Σταρένιος είχε φθάσει ήδη στον Μάιο του 1963. Η ζέστη γινόταν όλο και πιο αποπνικτική. Το λιβάνι τον τύλιγε με μια μεθυστική αγκαλιά που προκαλούσε ταυτόχρονα ευφορία κι αναγούλα. Η τρεμουλιαστή φωνή του παπά νόμιζε πως έσφιγγε τον κόμπο της γραβάτας του στο λαιμό και τον έφερνε στα όρια της ασφυξίας. Τα μάτια όλων αυτών των ανθρώπων του «άλλου κόσμου» καρφώνονταν πάνω του σαν μαχαίρια που συνέτριβαν την κοινωνική ασπίδα του κουστουμιού Πράντα. Μεμιάς συνειδητοποίησε ότι μοναδική διέξοδος σε αυτόν τον ζωντανό εφιάλτη δεν ήταν άλλη από το φθηνό φέρετρο που βρισκόταν μπροστά του. Εκεί, στο ένα, ενάμισι μέτρο, με το μπουκέτο τα λευκά, λίγο μαραμένα λουλούδια πάνω του και τη φωτογραφία του νεκρού μέσα σε ψευτοασημένια κορνίζα. 


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Αυτή η φωτογραφία με τον Νίκο Βογιατζή ζωντανό, ακμαίο και πολλά χρόνια νεότερο έδωσε το έναυσμα για τη φυγή του Μιχάλη Σταρένιου από το μίζερο παρεκκλήσι στο νεκροταφείο του Βύρωνα. Για το ταξίδι στο χρόνο και στο γλυκό παρελθόν της νιότης. Με ένα Φολκσβάγκεν «Σκαραβαίο», αυτοκίνητο-σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, είχαν ξεκινήσει μεσάνυχτα της 22ας προς 23η Μαΐου από την Αθήνα για τη Θεσσαλονίκη. Οι δυο τους ήταν οι έκτακτοι απεσταλμένοι της εφημερίδας, που θα κάλυπταν το ρεπορτάζ της πολιτικής δολοφονίας, η οποία έμελλε να σημαδέψει τη νεότερη ελληνική ιστορία. Όταν έφθασαν νωρίς το πρωί στη Θεσσαλονίκη, ο Λαμπράκης είχε μεταφερθεί ήδη στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ και χαροπάλευε. Οι γιατροί με μισόλογα έσβηναν τις όποιες ελπίδες. Οι δυο νεαροί ρεπόρτερ ξεχύθηκαν στη συμπρωτεύουσα για να εντοπίσουν τα τρίκυκλα, τους δολοφόνους, τα ρόπαλα και τις... καρφίτσες. Ήταν μια «τρελή» άνοιξη για τη συμπρωτεύουσα, προοίμιο της «χαμένης» που θα ζούσε δυο χρόνια αργότερα η Αθήνα και που θα έκανε πολιτικό μυθιστόρημα ο Τσίρκας. Ο Μιχάλης Σταρένιος δεν θυμόταν να έχουν κοιμηθεί κανονικά ούτε μια από τις τέσσερις νύχτες που μεσολάβησαν μέχρι η σορός του Γρηγόρη Λαμπράκη να μεταφερθεί από το νεκροθάλαμο του ΑΧΕΠΑ στο βαγόνι του τρένου που θα την κατέβαζε στην Αθήνα. Μοιραζόταν με τον Νίκο Βογιατζή το στενόχωρο δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Ερμής». Εξαντλημένοι από την κούραση, δεν μπορούσαν να κλείσουν 


ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ

μάτι μέχρι να ανταλλάξουν, να διασταυρώσουν και να επιβεβαιώσουν πληροφορίες που μάζευαν με το σταγονόμετρο κάτω από τη μύτη της αστυνομίας και των παρακρατικών. Αυτών που, με τη γελοιότητα που διακρίνει κάτι τέτοιους μηχανισμούς εξουσίας, προσπαθούσαν να πείσουν μια παραζαλισμένη κοινή γνώμη ότι η δολοφονία του Λαμπράκη ήταν δήθεν ατύχημα. Ο Νίκος Βογιατζής, δεξιός από κούνια, έπιασε αμέσως τον Γιώργο Ράλλη, που είχε στείλει εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη ο Καραμανλής. Ο ρεπόρτερ ήθελε να τον προειδοποιήσει για τα καραμπινάτα στοιχεία που είχαν μαζέψει και να τον προφυλάξει από καμιά βιαστική δήλωση που μπορεί να έκανε παρασυρμένος από δήθεν στοιχεία που θα του παρουσίαζε η αστυνομία. Ξύπνιος ο Ράλλης, το έπιασε αμέσως. Ήταν έξαλλος με την αστυνομία και το μήνυσε στον Καραμανλή που, όπως λέγεται, είχε εκείνο το ιστορικό ξέσπασμα με την περίφημη φράση: «Ποιος επιτέλους κυβερνάει αυτόν εδώ τον τόπο;» Ήταν μια φράση που εντυπώθηκε στον νεαρό ρεπόρτερ Μιχάλη Σταρένιο. Όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και βαθιά μέσα στην ψυχή του, κατά έναν περίεργο και δισυπόστατο τρόπο. Ως δημοσιογράφος με πολύ αναπτυγμένο το ένστικτο της επιθυμίας του κοινού, ένιωθε κι ο ίδιος κυρίαρχη την οργή για την μπαμπέσικη δολοφονία του Λαμπράκη απ’ όλους αυτούς που κατάφερναν να κυβερνάνε από το σκοτεινό παρασκήνιο. Την ίδια στιγμή όμως, αισθανόταν και έναν ένοχο θαυμασμό, μια ακαταμάχητη έλξη για όλους αυτούς που μπο


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

ρούσαν να κινούν νήματα χωρίς να φαίνονται. Που κατόρθωναν να παίρνουν αποφάσεις μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και οι αποφάσεις τους αυτές την επομένη να γίνονται πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες. Η σαγήνη της ωμής κι ανέλεγκτης εξουσίας, ακόμα και της βίας εισέβαλε σε μια γωνιά του νεανικού μυαλού του. Εκεί «κούμπωσε» με κάποια άρρωστα κύτταρα που φαίνεται ότι –άγνωστο για ποιο λόγο– υπήρχαν στο Ντι-Εν-Έι του. Εννοείται πως ποτέ δεν έκανε την παραμικρή κουβέντα για όλες αυτές τις διαστροφικές επιθυμίες του σε κανέναν. Ούτε καν στον Νίκο Βογιατζή τις ζεστές ανοιξιάτικες νύχτες της αγρυπνίας στο φτωχικό δωμάτιο του «Ερμής». Άλλωστε, ο Βογιατζής δεν χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερο βάθος σκέψης. Πολύ περισσότερο, δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει ψυχαναλυτικά για να καταλάβει αυτές τις διαστροφές του συναδέλφου του. Αν και μεγαλύτερος από τον Σταρένιο, ήταν αυτό που ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας αποκαλούσε «τρεχαλατζή». Μπορούσε να ξετρυπώσει τις πιο δύσκολες κι απίθανες πληροφορίες, να καταγράψει τα σκληρότερα ρεπορτάζ, να μένει άυπνος για μερόνυχτα, να κατεβαίνει μέσα στη βαθιά νύχτα στους «μαρμαράδες» του τυπογραφείου για να κάνει τις διορθώσεις, και να περιμένει υπομονετικά το φύλλο της εφημερίδας, με αστέγνωτο μελάνι, για να το διαβάσει πριν πέσει για ύπνο. Στην ουσία, αυτή ήταν και η μεγάλη διαφορά των δυο φερέλπιδων ρεπόρτερ. Ο Βογιατζής είχε πάθος με τη δημοσιογραφία. Ο Σταρένιος με την εξουσία. 


ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ

Ο παπάς στο παρεκκλήσι του Βύρωνα είχε τελειώσει με το Ευαγγέλιο. Μέσα σε αφόρητη ζέστη καλούσε τους καμιά εκατοστή συγγενείς και φίλους να αποχαιρετίσουν για τελευταία φορά τον Νίκο Βογιατζή. Εκείνος, ακίνητος για πάντα μέσα στο φθηνό φέρετρο, περίμενε τους έξι κουστουμαρισμένους νεκροθάφτες που θα τον οδηγούσαν στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Με το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» ο Μιχάλης Σταρένιος τινάχτηκε σαν να συνήλθε απότομα από το μακρινό ταξίδι στο χρόνο. Απότομα ξαναγύρισε στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του λαϊκού νεκροταφείου. Αλήθεια, τι τον είχε πιάσει και κουβαλήθηκε ανήμερα μιας τέτοιας ιστορικής μέρας σε αυτήν εδώ τη γειτονιά; Με τον Νίκο Βογιατζή είχαν να μιλήσουν τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Στην ουσία, οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας. Ο Βογιατζής συνέχισε να δουλεύει ως αρχισυντάκτης σε εφημερίδες μεσαίας αλλά τέλος πάντων ικανοποιητικής κυκλοφορίας, ενώ ο Μιχάλης Σταρένιος ξεκινούσε την ξέφρενη πορεία του στις επιχειρήσεις του Τύπου. Εκείνες, κατά κύριο λόγο, που, με την έλευση της «γλυκιάς» δεκαετίας του ’90, απέκτησαν και το εύστοχο προσωνύμιο της «διαπλοκής». Το αγωνιώδες ερώτημα του Καραμανλή για το ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο αποδεικνυόταν τελικώς διαχρονικό κοντά μισό αιώνα μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Όταν ο Σταρένιος, προχθές το βράδυ, πληροφορήθηκε το 


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

θάνατο του Νίκου Βογιατζή, βρισκόταν στους δροσερούς κήπους της Φιλοθέης, προσκεκλημένος της ηγερίας των Μεγάλων Αγώνων για το τελευταίο κοκτέιλ πάρτι πριν από τη λαμπρή τελετή έναρξης. Όλη η προνομιούχα, πάμπλουτη και κοσμική ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας βρισκόταν εκεί. Στις μέσα τσέπες των σακακιών ή στις δερμάτινες θήκες των γυναικείων τσαντών Λουί Βουιτόν, που περιφέρονταν, ζεσταίνονταν οι εντυπωσιακές σε εμφάνιση προσκλήσεις για τις προνομιούχες θέσεις του Ολυμπιακού Σταδίου. Οι σημαιούλες με τις μασκότ των Μεγάλων Αγώνων κοσμούσαν τα λινά τραπεζομάντηλα ανάμεσα σε ατέλειωτες πιατέλες με εδέσματα που προκαλούσαν ισόποση ηδονή στα μάτια, στους καταπιόνες και στα υπογάστρια. Η επιτροπή είχε εξασφαλίσει άλλο ενάμισι δισεκατομμύριο ευρώ από τα κρατικά ταμεία για να καλύψει τα λεγόμενα «έξοδα παράστασης και δημοσίων σχέσεων», που συνόδευαν υποχρεωτικά τα αθλητικά αγωνίσματα. Πριν τα Νάικ, τα Αντίντας και τα Πούμα πατήσουν το ταρτάν του Σταδίου, τα αντρικά παπούτσια Σαλβατόρε Φεραγκάμο και οι γόβες Μανόλο Μπλάνικ έπρεπε να πατήσουν το δροσερό γρασίδι των κήπων της Φιλοθέης. Μέσα σε αυτή τη βραδιά της απαράμιλλης ευωχίας, ο διευθυντής της εφημερίδας από τα δευτερότριτα τραπέζια στο βάθος του απέραντου κήπου κινήθηκε προς το κέντρο, όπου συνωστιζόταν η αφρόκρεμα της αθηναϊκής ελίτ. Κρατούσε ασυναίσθητα στο χέρι το κινητό τηλέφωνό του. Στη μικρή φωτεινή οθόνη του είχε φθάσει το SMS από τον συντά


ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ

κτη βάρδιας, που ανήγγειλε το θάνατο του παλιού δημοσιογράφου Νίκου Βογιατζή, «γνωστού από την υπόθεση Λαμπράκη». Ο διευθυντής της εφημερίδας ήταν δημοσιογράφος έμπειρος και με το τεράστιο προνόμιο να γνωρίζει τα χούγια του αφεντικού. Ήξερε λοιπόν πως, ακόμα κι αυτή την ώρα της υπέρτατης κοσμικής έξαρσης, όφειλε να ενημερώσει το αφεντικό για το θάνατο του Βογιατζή. Ο Σταρένιος δέχτηκε την πληροφορία με την αναισθησία που του εξασφάλιζαν η ομήγυρη η οποία τον περιέβαλλε, αλλά και τα τέσσερα μαλτ ουίσκι που είχε ήδη κατεβάσει. Το βράδυ όμως, όταν επέστρεψε στο κολωνακιώτικο ρετιρέ, άρχισαν οι εφιάλτες. Το άφθονο οινόπνευμα τον είχε φέρει στα όρια των παραισθήσεων. Το πρόσωπο του Βογιατζή εμφανιζόταν μπροστά του χωρίς να του μιλάει. Τον κοίταζε απλώς με μάτια άδεια, διαβολικά και απειλητικά. Κάτω από τα μάτια ένα στόμα που έμοιαζε με εφιαλτικό πηγάδι άνοιγε. Η φωνή που έφθανε στα αυτιά του Σταρένιου και του τρυπούσε τα μηνίγγια ήταν μονότονη και υπόκωφη: «Ζει! Ζει! Ζει!» Ο Μιχάλης Σταρένιος άνοιξε την μπαλκονόπορτα του ρετιρέ και προσπάθησε να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Ένιωσε στην πλάτη τον φωτισμένο Λυκαβηττό. Προσπάθησε να ατενίσει μέχρι πέρα στη θάλασσα, όπου τρεμόπαιζαν φώτα από κότερα και βαπόρια. Από τα αριστερά του το φεγγάρι είχε ξεφύγει εδώ και πολλή ώρα από την κορυφογραμμή του Υμηττού. Άπλωνε 


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

αφειδώλευτα το λευκό του φως στον αυγουστιάτικο νυχτερινό ουρανό. Η πόλη ήταν ήσυχη και περίμενε υπομονετικά να κυλήσει η νύχτα. Θα ξημέρωνε η τελευταία μέρα της αντίστροφης μέτρησης που οδηγούσε σ’ αυτό το κορυφαίο γεγονός στη νεότερη ιστορία της χώρας. Παρακάτω, εκεί στην πλατεία Συντάγματος, απέναντι από το κατάφωτο Κοινοβούλιο, ο ηλεκτρονικός ημεροδείκτης είχε αλλάξει. Η Αθήνα είχε ήδη περάσει στη 12η Αυγούστου. Το καντράν ανήγγελλε πανηγυρικά ότι απέμενε μόλις μια μέρα πριν από την τελετή έναρξης των Μεγάλων Αγώνων. Μέσα σε τούτη τη νυχτερινή κοσμογονία, αυτός, ο Μιχάλης Σταρένιος, ο κορυφαίος εκδότης, ο επιτυχημένος επιχειρηματίας, ο πολυτάλαντος εργολάβος, ο ισχυρός άντρας των μίντια και της οικονομίας, ήταν υποχρεωμένος από ένα καπρίτσιο της μοίρας να ζει έναν ιδιότυπο εφιάλτη. Να βιώνει μια αναίτια σύγκρουση με το δικό του προσωπικό παρελθόν. Ναι, το φάντασμα του Νίκου Βογιατζή, που από την απέραντη βεράντα του ρετιρέ ένιωθε να πλανάται όχι μόνο στο μυαλό του, αλλά και σε ολόκληρη την Αθήνα, έλεγε την αλήθεια όταν του ξεστόμιζε στα μούτρα εκείνη την ουρανομήκη κραυγή από τον Μάη του 1963: «Ζει! Ζει! Ζει!» Γιατί ήταν αυτός, ο νεαρός ρεπόρτερ Μιχάλης Σταρένιος, που είχε στην ουσία εμπνευστεί αυτό το ιστορικό σύνθημα, αυτή την τεράστια κραυγή ενός ολόκληρου λαού, αυτό το θρυλικό γράμμα που έγινε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, 


ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ

εθνικός ύμνος, διεθνές σύμβολο, ιστορική κινηματογραφική ταινία. Ναι, το «Ζ» αποτελούσε δική του έμπνευση. Ήταν στριμωγμένοι στους διαδρόμους του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης οι δυο τους. Αυτός που τώρα μεθυσμένος και ιδρωμένος βαριανάσαινε στην απέραντη κολωνακιώτικη βεράντα του και το φάντασμα του Βογιατζή που πλανιόταν στον καλοκαιριάτικο ουρανό της Αθήνας. Μαζί με καμιά δεκαπενταριά άλλους δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ περίμεναν τον πεθαμένο Γρηγόρη Λαμπράκη να μεταφερθεί από το νεκροθάλαμο στη μαύρη νεκροφόρα που ήταν παρκαρισμένη στην πίσω πλευρά του νοσοκομείου. Παρά τις κουτοπονηριές των αστυνομικών και του διοικητή του ΑΧΕΠΑ οι δημοσιογράφοι είχαν αντιληφθεί αυτή την πρώτη εξόδιο ακολουθία που γινόταν υπό αστυνομικό κλοιό, απειλές, στριμωξίδια και βρισίδια. Τα φλας από εκείνες τις παλιές φωτογραφικές μηχανές άστραφταν σαν πυρωμένα τσίγκινα πιάτα. Οι αστυνομικοί χτυπούσαν με τα κλομπ και οι δημοσιογράφοι φώναζαν απεγνωσμένα. Οι γιατροί, χωρίς κανέναν ρόλο πια, κυκλοφορούσαν άσκοπα τυλιγμένοι μέσα σε άσπρες μπλούζες και με πρόσωπα βιαστικά κι απορημένα. Μέσα σε αυτή την αφόρητη ιστορική ένταση, την τρελή άνοιξη της Θεσσαλονίκης του 1963, ο Μιχάλης Σταρένιος, παρασυρμένος από το κουβάρι δημοσιογράφων, φωτογράφων, αστυνομικών, παρακρατικών, γιατρών, νοσοκόμων και υπαλλήλων του γραφείου τελετών, βρέθηκε στο προαύλιο του νοσοκομείου πεταμένος πάνω στα κάγκελα από τη μέσα πλευρά. 


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Καθώς προσπαθούσε να συνέλθει, σήκωσε τα μάτια του προς τα πάνω κι έμεινε άναυδος. Για πότε είχε μαζευτεί το πλήθος έξω από το ΑΧΕΠΑ, πώς έμαθαν ότι το νεκρό σώμα του Λαμπράκη θα έφευγε για να μεταφερθεί εκείνη την ώρα στον σιδηροδρομικό σταθμό κι από εκεί στην Αθήνα. Και πώς αυτό το απελπισμένο, οργισμένο αλλά ταυτόχρονα και τόσο ώριμο πλήθος ανθρώπων σκαρφίστηκε εκείνο το σύνθημα που έκλεινε μέσα του την άρνηση να αποδεχτεί το μοιραίο, το αλλόκοτο, το τρελό. Το κακό που βύθιζε στο σκοτάδι μια ολόκληρη χώρα και προμήνυε τη μεγάλη πολιτική καταστροφή. Αλλά και πόσο αυτό το ίδιο πλήθος ούρλιαζε την ελπίδα του ότι κάτι μπορούσε να γίνει για να αλλάξουν τα πράγματα. Να συντελεστεί το θαύμα που θα έφερνε την τρελή άνοιξη στα ίσια της και θα την έκανε ξανά μυροβόλο. «Ζει! Ζει! Ζει!» Ο Μιχάλης Σταρένιος γύρισε και κοίταξε τον Νίκο Βογιατζή που σκούπιζε το αίμα από το κεφάλι του φωτορεπόρτερ της εφημερίδας. Εκείνος, παρ’ όλα αυτά, τους διαβεβαίωνε ότι είχε πιάσει τη σκηνή με το φέρετρο του Λαμπράκη περιστοιχισμένο από αγριεμένους αστυνομικούς να ανεμίζουν τα κλομπ. Ο Βογιατζής κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο Σταρένιος κοίταξε το ρολόι του κι έτρεξε προς την έξοδο του νοσοκομείου. Πέρασε ανάμεσα από το πλήθος που παραληρούσε ζητωκραυγάζοντας «Ζει! Ζει! Ζει!» και χώθηκε στο πίσω κάθισμα από το ταξί που είχαν ναυλώσει. Η παλιά Πλίμουθ του 1950 τον πήγε σε λιγότερο από δέ


ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ

κα λεπτά στα γραφεία της εφημερίδας στη Θεσσαλονίκη. Άρπαξε το τηλέφωνο και ζήτησε από τον ΟΤΕ να τον συνδέσουν με την Αθήνα. Ούρλιαξε στον αρχισυντάκτη της ύλης, που του απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής, με τη συνηθισμένη νωθρότητα των δημοσιογράφων του γραφείου: «Το “Ζ”! Το “Ζ” θα βάλεις στην πρώτη σελίδα. Είναι το σύνθημα που άρχισαν ήδη να γράφουν στους τοίχους της Θεσσαλονίκης. Αυτό είναι το θέμα! Και θυμήσου ότι αύριο θα ξεπουλήσουμε. Με τέτοιο “Ζ”, πρόσεχε, μεγάλο και στην πρώτη σελίδα, το φύλλο της εφημερίδας θα γίνει παντιέρα». Η ιστορία τον δικαίωσε. Το «Ζ» έγινε πρωτοσέλιδο, σύνθημα στους τοίχους, σύνθημα στο βαγόνι που μετέφερε τον νεκρό Λαμπράκη. Έγινε πανό, έγινε αφίσα, έγινε βιβλίο από τον Βασιλικό, έγινε ταινία από τον Γαβρά με τον Ιβ Μοντάν να ενσαρκώνει τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Κι ο Μιχάλης Σταρένιος από δαιμόνιος ρεπόρτερ έγινε πολιτικός συντάκτης, έγινε εκδότης, έγινε επιχειρηματίας, έγινε εργολάβος. Έγινε το συνώνυμο της επιτυχίας, της ισχύος, της διαπλοκής, των επιχειρηματικών συμφερόντων που διαφέντευαν τη χώρα μαζί με τους εκπροσώπους της πολιτικής ελίτ. Έγινε αυτό που τον διέταξε εκείνο το άρρωστο κύτταρο μέσα στο Ντι-Εν-Έι του όταν χάιδευε απαλά το νεύρο της διαστροφής και τον έκανε, τελικά, να θαυμάζει κρυφά όλους αυτούς που είχε τόσο σκληρά καταγγείλει με την ιστορική έμπνευση του «Ζ». Την έμπνευση που σφηνώθηκε στο μυαλό του μόλις τα κλομπ των αστυνομικών τον πέταξαν από τη μέσα μεριά του κιγκλιδώματος στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. 


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Όταν για πρώτη φορά στη ζωή του αντίκρισε από αυτό το σιδερένιο πλέγμα την οργή του λαού. Το διαστροφικό νεύρο έδωσε στον εγκέφαλο τη μοιραία εντολή: Ο Μιχάλης Σταρένιος αποφάσισε ότι θα είναι από τη «μέσα μεριά» με έναν πρωτοφανούς ευφυΐας ελιγμό. Φωνάζοντας δήθεν και υπερασπίζοντας τα δίκαια «των έξω». Όμως, το «Ζ» στοίχειωσε μέσα του. Έγινε το προσωπικό του σύνθημα μ’ έναν πρωτόγονο τρόπο. Το ακολουθούσε σαν φετίχ σε όλη αυτή την ξέφρενη πορεία του μέσα από τους ιστορικούς κύκλους της Χούντας και της Μεταπολίτευσης προς τον πλούτο και προς την ανεξέλεγκτη πολιτική δύναμη που απέκτησε. Το «Ζ» του Λαμπράκη ακολούθησε τη δική του πολιτική, κοινωνική, πνευματική αλλά και καλλιτεχνική πορεία. Το «Ζ» του Μιχάλη Σταρένιου διέγραφε μια παράλληλη αλλά πολύ πιο νικηφόρα πορεία προς την εξουσία και το χρήμα, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Διαπλοκή, παραεξουσία, δωροδοκίες πολιτικών, κρατικές επιχορηγήσεις και πάνω απ’ όλα χρυσοφόρα δημόσια έργα, μέσα από ένα δίκτυο εταιρειών και συνεργατών-δορυφόρων, εξασφάλιζαν όλα αυτά τα χρόνια την παντοδυναμία του Μιχάλη Σταρένιου. Οι Μεγάλοι Αγώνες αποτέλεσαν την κορωνίδα της επιχειρηματικής δράσης του, πάντοτε βέβαια στον ασφαλή τομέα των δημοσίων έργων και των κρατικών προμηθειών. Η χρυσή δεκαετία του ’90 που ξεκίνησε με την επανάσταση της κινητής τηλεφωνίας αποδείχτηκε, τηρουμένων των χρονικών αναλογιών, πραγματικός χρυσός αιώνας για τον Μιχάλη Σταρένιο. Μαζί με αυτόν ανθούσε μια κρατικο


ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ

δίαιτη οικονομική ελίτ καθώς η χώρα περνούσε από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή και από τα επαρχιακά οδικά δίκτυα στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους. Μέσα σε αυτό το ξέφρενο πάρτι των εργολάβων, των κρατικών προμηθευτών, του Χρηματιστηρίου και των κάθε λογής μίντια, ο Μιχάλης Σταρένιος αναθέρμανε τη σχέση του με τον γερμανικό επιχειρηματικό κολοσσό, τη Ζέρμεν. Έχοντας μελετήσει με οξυμμένο δημοσιογραφικό πνεύμα, που ποτέ δεν έχασε, την ιστορία της Ζέρμεν στην προπολεμική αλλά και μεταπολεμική Ελλάδα, δεν πήρε μόνο τα αναγκαία μαθήματα. Με την αντίστοιχη επιχειρηματική διάνοιά του κατάλαβε πως ο συνδυασμός της ψηφιακής εποχής και των Μεγάλων Αγώνων, που είχε έρθει στην πιο κατάλληλη στιγμή, αποτελούσε την ιδανική συγκυρία για μια νέα δυναμική εισβολή της Ζέρμεν στα κρατικά θησαυροφυλάκια. «Επικοινωνίες, ασφάλεια, αλλά και άριστη τεχνογνωσία στις κρατικές προμήθειες είναι μέσα στον κύκλο εργασιών της Ζέρμεν», έλεγε ο Σταρένιος στους στενούς συνεργάτες του μόλις διαφάνηκε ότι η Ελλάδα διεκδικούσε με αξιώσεις τους Μεγάλους Αγώνες. Οι πολιτικές ηγεσίες φωτογραφίζονταν ξέγνοιαστες, σε πλήρη άγνοια κινδύνου, με τον επικεφαλής της εταιρείας στη χώρα. Την ίδια περίοδο, ο Σταρένιος έστηνε μαζί του το μεγάλο κόλπο με τις δωροδοκίες και τις μίζες. Η μοίρα έπαιξε κι εδώ το δικό της κρίσιμο και τελικά καθοριστικό παιχνίδι. Αυτή η μοίρα είχε οδηγήσει στο παρελθόν τον νεαρό ρεπόρτερ από το νεκροθάλαμο του ΑΧΕΠΑ 


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

στον επίγειο παράδεισο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Η ίδια μοίρα τώρα τον παρέδιδε απαλά στα χέρια του πολυεθνικού κολοσσού ο οποίος απλόχερα του χάριζε το χρήμα των Ελλήνων φορολογουμένων. Αυτών που τα μίντια του Σταρένιου νανούριζαν γλυκά, χωρίς βέβαια να υποψιάζονται τον εφιάλτη που θα διαδεχόταν το όνειρο. Η ιστορική συγκυρία των συμβόλων δεν μπορούσε παρά να εμπνεύσει τον Μιχάλη Σταρένιο με έναν και μοναδικό τρόπο. Πολύ απλά βάφτισε την τεράστια επιχείρηση εισβολής της Ζέρμεν στο ελληνικό κρατικό θησαυροφυλάκιο «Σχέδιο Ζ». Και μετά όλα κύλησαν όπως τα είχε σχεδιάσει... Ο Μιχάλης Σταρένιος κοιμήθηκε καταπίνοντας ένα Βάλιουμ τις πρώτες πρωινές ώρες της 12ης Αυγούστου. Ξύπνησε αργά το μεσημέρι με μυαλό ξεκούραστο και καλή διάθεση. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και το καλοκαιριάτικο απόγευμα απλωνόταν πάνω από την Αθήνα, η σκέψη του νεκρού και ακόμη άταφου Νίκου Βογιατζή άρχιζε ξανά να στριφογυρνάει βασανιστικά στο μυαλό του. Σαν ο Βογιατζής να στοίχειωνε μέσα του όλη αυτή τη μετάλλαξη από το «Ζ» του Λαμπράκη στο «Ζ» της Ζέρμεν. Προσπαθούσε να διώξει τη σκέψη αλλά μάταια. Με τον ορθολογισμό που τον διέκρινε στις κρίσιμες περιστάσεις και στις σημαντικές αποφάσεις που είχε πάρει μέχρι τώρα, απέδωσε το ψυχολογικό κόλλημα στη συγκυρία των ημερομηνιών. 


ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΕΡΜΕΝ

Διάλεξε κι αυτός να πεθάνει παραμονή των Μεγάλων Αγώνων! σκέφτηκε με μια αδιόρατη στενοχώρια. Τότε ο Μιχάλης Σταρένιος έκανε αυτό που πάρα πολλές φορές τον είχε οδηγήσει στην επιτυχία και στο χρήμα στην πολυτάραχη ζωή του. Έδωσε γροθιά στο μαχαίρι κι αποφάσισε να πάει στην κηδεία του Νίκου Βογιατζή. Ήταν σίγουρος πως έτσι θα κατάφερνε μια και καλή να δαμάσει τούτο το ιδιόμορφο τέρας της μνήμης, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα του. Ο σύντροφος του παλιού κι αληθινού «Ζ», νεκρός και καρφωμένος μέσα στο φέρετρο και θαμμένος κάμποσους πήχεις κάτω από τη γη, θα ήταν για έναν άνθρωπο της εξουσίας, αδίσταχτο κι ωμό ρεαλιστή, η καλύτερη απόδειξη ότι το παλιό «Ζ» των συνθημάτων, των πανό, των βιβλίων και των ηρωικών πολιτικών ταινιών είχε οριστικά εξαϋλωθεί. Στη θέση του έλαμπε ένα καινούργιο «Ζ», όχι γραμμένο με μπογιά στους τοίχους αλλά ψηφιακό, αστραφτερό και κυρίαρχο. Όπως το αερόστατο που, βγαίνοντας τώρα από το νεκροταφείο του Βύρωνα, ο Μιχάλης Σταρένιος έβλεπε να πλανάται στον απογευματινό πια αθηναϊκό ουρανό. Ήταν το ανεξίτηλο σύμβολο παντοδυναμίας της Ζέρμεν και του περίφημου συστήματος Β3h, που μπορεί μεν να μην προσέφερε τίποτα στην ασφάλεια των Μεγάλων Αγώνων, αλλά είχε κάνει πλούσιους όσους βρίσκονταν μέσα σε αυτόν το φάκελο με την επωνυμία «Ζ», που ο Μιχάλης Σταρένιος είχε καλά φυλαγμένο στο απόρθητο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του. Το φέρετρο, υποβασταζόμενο από τους έξι υπαλλήλους 


ΑΡΓΥΡΗΣ ΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

του γραφείου τελετών, βγήκε από το παρεκκλήσι του Βύρωνα με προορισμό έναν στριμωχτό τάφο, κολλητό στη μάντρα του νεκροταφείου. Την ίδια στιγμή, έξι τύποι, αυτή τη φορά της προσωπικής ασφάλειας του Μιχάλη Σταρένιου αλλά ντυμένοι επίσης με μαύρα κουστούμια, οδηγούσαν τον κυρίαρχο της οικονομικής ζωής του τόπου στη θωρακισμένη Μερσεντές που περίμενε μαζί με το συνοδευτικό αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του νεκροταφείου. Ο Μιχάλης Σταρένιος διένυε τα πρώτα χιλιόμετρα της αστραφτερής Αττικής οδού την ώρα που το φέρετρο με τον Νίκο Βογιατζή κατέβαινε στον τάφο. Το συνόδευαν τα χλιαρά χειροκροτήματα λίγων συγγενών και φίλων, που είχαν έρθει για να τον συντροφέψουν στο τελευταίο ταξίδι του.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.