ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 3
ΑΝΝ ΕΝΡΑΪΤ
Ο ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ c Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 4
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, ου χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Anne Enright, The Green Road © ©
Copyright Anne Enright, 2014. 2015 first UK publication Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5992-3
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 5
Στον Nicky Grene
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 6
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 7
Πρώτο μέρος
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 8
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 9
ΧΑνΑ SSS αρντίβιν, κομητεία κλερ 1980
αφού η Χάνα έφτιαξε μερικές φέτες ψωμί με λιωμένο τυρί, η μητέρα της μπήκε μέσα και γέμισε μια θερμοφόρα με ζεστό νερό από τον μεγάλο βραστήρα που υπήρχε στο μάτι της κουζίνας. «Μου κάνεις τη χάρη να πας μέχρι τον θείο σου;» είπε. «Να μου πάρεις μερικές ασπιρίνες;» «Έτσι λες;» «Είμαι θολωμένη», είπε. «Και ζήτα από τον θείο σου να σου δώσει και αμοξικιλίνη – να σ’ το συλλαβίσω; Νιώθω ένα σφίξιμο στο στήθος». «Θα δούμε», είπε η Χάνα. «Τέλος πάντων, προσπάθησε», είπε επιχειρώντας να την καλοπιάσει και ακούμπησε τη θερμοφόρα στο στήθος της. «Ξέρω ότι θα το κάνεις». Οι Μάντιγκαν ζούσαν σε ένα σπίτι με ένα ρυάκι στον κήπο και το όνομά του στην πύλη: ΑΡΝΤΙΒΙΝ. Όμως, η απόσταση μέχρι την πόλη δεν ήταν μεγάλη – μετά τη γέφυρα με τα πόδια και το βενζινάδικο. Η Χάνα πέρασε μπροστά από τις δύο αντλίες βενζίνης που στέκονταν φρουροί στον προαύλιο χώρο, με τις μεγάλες πόρτες ανοιχτές και τον Πατ Ντόραν, κάπου στο εσωτερικό, να διαβάζει το Αλμανάκ ή ξαπλωμένο κάτω από κάποιο αυτοκίνητο. Δίπλα στο περιστρεφόμενο σήμα της Castrol υπήρχε ένα μεταλ-
9
Α
ργότερα ,
10
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 10
λικό βαρέλι απ’ όπου πρόβαλλε ένα γυμνό διχαλωτό κλαδί, και ο Πατ Ντόραν του είχε φορέσει ένα παλιό παντελόνι και δυο παπούτσια στις άκρες των κλαδιών, με αποτέλεσμα να θυμίζει τα πόδια ενός άνδρα που κουνιόνταν πανικόβλητα καθώς εκείνος είχε πέσει στο βαρέλι. Ήταν πολύ ρεαλιστικό. Η μητέρα τους έλεγε πως ήταν πολύ κοντά στη γέφυρα και κάποια μέρα θα προκαλούσε ατύχημα, όμως η Χάνα το λάτρευε. Και συμπαθούσε τον Πατ Ντόραν, άσχετα αν τους έλεγαν να τον αποφεύγουν. Τους πήγαινε βόλτες με γρήγορα αυτοκίνητα – ανέβαιναν τη γέφυρα, μπαμ, και κατέβαιναν απ’ την άλλη πλευρά. Μετά το βενζινάδικο του Ντόραν υπήρχε μια σειρά από μικρά σπίτια με μεσοτοιχίες και κάθε παράθυρο είχε το δικό του διακοσμητικό και τα δικά του κουρτινάκια ή στόρια: ένα ιστιοφόρο από λακαρισμένο κέρατο, μια κρεμ γαβάθα με πλαστικά λουλούδια, μια ροζ τσόχινη γάτα. Στη Χάνα άρεσε το καθένα ξεχωριστά, καθώς περνούσε από κει, και της άρεσε που το ένα διαδεχόταν το άλλο, με την ίδια πάντοτε σειρά. Στη γωνία της κεντρικής οδού ήταν του γιατρού και στο μικρό χολ υπήρχε ένας πίνακας φτιαγμένος με καρφιά και μεταλλική κλωστή. Το σχήμα συστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του και κατέληγε ξανά μπροστά και η Χάνα λάτρευε το γεγονός ότι έμοιαζε να κινείται αλλά παρέμενε ακίνητο κι αυτό έδειχνε πολύ επιστημονικό. Ακολουθούσαν τα καταστήματα: το υφασματάδικο, με μια μεγάλη βιτρίνα στρωμένη περιμετρικά με κίτρινο σελοφάν, το κρεοπωλείο, με τους δίσκους με το κρέας πλαισιωμένους με αιματοβαμμένο πλαστικό γρασίδι γύρω γύρω, και δίπλα στο κρεοπωλείο, το μαγαζί του θείου της –και του παππού της πριν από εκείνον–, το Φαρμακείο Κόνσινταϊν. Σε μια πλαστική ταινία, κολλημένη στην πάνω πλευρά της βιτρίνας, έγραφε ΕΓΧΡΩΜΟ ΦΙΛΜ KODACHROME με τη λέξη KODAK με κεφαλαία στο κέντρο, ενώ η φράση ΕΓΧΡΩΜΟ ΦΙΛΜ KODACHROME επαναλαμβανόταν στην άλλη άκρη. Η βιτρίνα ήταν καλυμμένη από κρεμ διάτρητο χοντρό χαρτόνι,
με μικρά ράφια γεμάτα χαρτονένια κουτιά, ξεθωριασμένα απ’ τον ήλιο. «Κατάλληλο για το δυσκοίλιο παιδί», έγραφε μια επιγραφή με υπέροχα κόκκινα γράμματα, «SENOKOT, η φυσική επιλογή για τη δυσκοιλιότητα». Η Χάνα έσπρωξε την πόρτα και ακούστηκε το καμπανάκι. Σήκωσε το βλέμμα και το κοίταξε: το μεταλλικό στήριγμα ήταν βρόμικο εξαιτίας της σκόνης, ενώ το καμπανάκι καθώς κουνιόταν, πολλές φορές κάθε ώρα, καθαριζόταν από μόνο του. «Μπες μέσα», είπε ο θείος της ο Μπαρτ. «Μπες μέσα ή βγες έξω». Και η Χάνα μπήκε μέσα. Ο Μπαρτ ήταν μόνος του στον πάγκο, ενώ μια γυναίκα με λευκή ρόμπα τριγύριζε στο εργαστήριο, χώρος απαγορευμένος για τη Χάνα. Η αδελφή της Χάνα, η Κονστάνς, εργαζόταν παλιότερα στο ταμείο, όμως τώρα είχε βρει δουλειά στο Δουβλίνο, οπότε τους έλειπε μια κοπέλα, και το βλέμμα που έριξε στη Χάνα ο θείος της φανέρωνε μια ελαφριά ενόχληση. «Τι θέλει;» της είπε. «Εμμμ! Δεν θυμάμαι», είπε η Χάνα. «Κάτι για το στήθος της. Και ασπιρίνες». Ο Μπαρτ έκλεισε το μάτι. Το έκανε ανεξάρτητα από το πρόσωπο που είχε απέναντί του. Δυσκολευόσουν να αποδείξεις πως όντως συνέβαινε. «Θες μια καραμέλα;» «Ναι, σαν τρελή», είπε η Χάνα. Έχωσε το δάχτυλο στο μεταλλικό κουτάκι με τις Parma Violets μπροστά από το ταμείο και κάθισε στην καρέκλα αναμονής για τις συνταγές. «Ασπιρίνες», είπε ο Μπαρτ. Ο θείος Μπαρτ ήταν όμορφος όπως η μητέρα της – ήταν μακρυκόκαλοι όπως όλοι οι Κόνσινταϊν. Ο Μπαρτ είχε υπάρξει εργένης και καρδιοκατακτητής όταν η Χάνα ήταν μικρή, όμως τώρα πια είχε σύζυγο που δεν πατούσε ποτέ το πόδι της στο μαγαζί. Όπως έλεγε η Κονστάνς, ο θείος ήταν περήφανος
11
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 11
12
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 12
για το μαγαζί. Και να τος τώρα, να πληρώνει υπαλλήλους και βοηθούς, και τη σύζυγο αποκλεισμένη από τον χώρο μήπως και ξεσπάσει σε γέλια αντικρίζοντας τα στασίδια που του είχε δώσει ο ιερέας της ενορίας. Ο Μπαρτ είχε μία εντελώς άχρηστη σύζυγο χωρίς παιδιά αλλά με όμορφα παπούτσια σε άπειρα χρώματα και ασορτί τσάντα για κάθε ζευγάρι. Έτσι όπως την κοίταζε ο Μπαρτ, η Χάνα σκέφτηκε ότι μπορεί και να την μισούσε, όμως η αδελφή της, η Κονστάνς, έλεγε ότι η σύζυγος έπαιρνε χάπι, επειδή είχαν πρόσβαση στο χάπι. Είπε ότι το έκαναν δυο φορές κάθε βράδυ. «Τι κάνουν οι δικοί σου;» Ο Μπαρτ άνοιξε ένα κουτί ασπιρίνες και έβγαλε το περιεχόμενο. «Καλά», είπε η Χάνα. Ο Μπαρτ χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλα στην επιφάνεια του πάγκου ψάχνοντας κάτι και είπε, «Μαίρη, έχεις το ψαλίδι;» Στο κέντρο του μαγαζιού υπήρχε μια καινούργια προθήκη με αρώματα, σαμπουάν και μαλακτικά μαλλιών. Υπήρχαν και άλλα πράγματα στα χαμηλότερα ράφια και η Χάνα συνειδητοποίησε ότι τα παρατηρούσε όταν ο θείος της εμφανίστηκε με το ψαλίδι από το πίσω δωμάτιο. Φάνηκε, πάντως, να μην την προσέχει: δεν της ανοιγόκλεισε καν το μάτι. Έκοψε την καρτέλα με τα χάπια στη μέση. «Δώσ’ της αυτό», είπε και της έδωσε συνολικά τέσσερα χάπια. «Πες της να αναβάλει γι’ αργότερα την ιστορία με το στήθος». Μάλλον ήταν κάποιου είδους αστείο. «Εντάξει». Η Χάνα ήξερε ότι κανονικά έπρεπε να φύγει, όμως τα καινούργια ράφια τής είχαν αποσπάσει την προσοχή. Υπήρχαν κουτιά 4711 και σετ μπάνιου Imperial Leather σε κρεμ και σκούρα κόκκινα χάρτινα κουτιά. Δυο τρία μπουκάλια Tweed και μια σειρά άλλα αρώματα που της ήταν εντελώς άγνωστα. «Tramp», έγραφε σε ένα μπουκαλάκι, με μια έντονη χαρακιά
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 13
Η μητέρα της Χάνα είχε κρεβατωθεί. Παρέμενε εκεί επί δυο βδομάδες, σχεδόν. Είχε να ντυθεί ή να φτιάξει τα μαλλιά της μια Κυριακή πριν από το Πάσχα, όταν ο Νταν τους πληροφόρησε ότι θα γινόταν ιερέας. Ο Νταν ήταν πρωτοετής φοιτητής στο κολέγιο στο Γκόλγουεϊ. Θα του επέτρεπαν να ολοκληρώσει τις σπουδές του, είπε, μόνο που θα το έκανε από την ιερατική σχολή. Άρα σε δύο χρόνια θα τελείωνε το κολέγιο και σε επτά θα γινόταν ιερέας, και στη συνέχεια θα πήγαινε στις ιεραποστολές. Τα πάντα είχαν αποφασιστεί. Το ανακοίνωσε όταν επέστρεψε σπίτι για τις πασχαλινές διακοπές και η μητέρα τους ανέβηκε πάνω και δεν κατέβηκε ξανά. Είπε ότι την πονούσε ο αγκώνας της. Ο Νταν είπε ότι είχε ελάχιστα πράγματα να μαζέψει και στη συνέχεια θα έφευγε. «Πήγαινε μια βόλτα στα μαγαζιά», είπε στη Χάνα ο πατέρας της. Όμως δεν της έδωσε χρήματα κι εκείνη δεν ήθελε ν’ αγοράσει κάτι. Άλλωστε φοβόταν πως κάτι θα συνέβαινε αν έφευγε, πως θα ξεσπούσε καβγάς. Ο Νταν δεν θα ’ταν εκεί ό-
13
στην οριζόντια γραμμή του Τ. Στο μεσαίο ράφι υπήρχαν σαμπουάν που δεν αφορούσαν την πιτυρίδα αλλά τη λάμψη και το τίναγμα του κεφαλιού αριστερά-δεξιά – Silvikrin, Sunsilk, Clairol Herbal Essences. Στο κάτω ράφι υπήρχαν φουσκωτές πλαστικές συσκευασίες και η Χάνα δεν μπορούσε να μαντέψει τι ήταν, σκέφτηκε όμως ότι ήταν μάλλον βαμβάκι. Έπιασε το Cachet by Prince Matchabelli, ένα ελικοειδές επίμηκες μπουκαλάκι και μύρισε στο σημείο που το καπάκι συναντούσε το κρύο γυαλί. Ένιωθε τα μάτια του θείου της καρφωμένα πάνω της, και στο βλέμμα του κάτι σαν οίκτο. Ή χαρά. «Μπαρτ», είπε. «Πιστεύεις ότι η μαμά είναι καλά;» «Ω, για όνομα του Θεού», είπε ο Μπαρτ. «Τι θέλεις;»
14
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 14
ταν η Χάνα θα επέστρεφε. Δεν θα ανέφεραν ποτέ ξανά το όνομά του. Όμως ο Νταν δεν έφυγε από το σπίτι, ούτε καν για να πάει βόλτα. Έμεινε κλεισμένος μέσα, καθισμένος σε μια καρέκλα πριν μετακινηθεί στην επόμενη, αποφεύγοντας την κουζίνα, άλλοτε να δέχεται κι άλλοτε να απορρίπτει το προσφερόμενο τσάι. Η Χάνα πήγαινε το φλιτζάνι στο δωμάτιο του Νταν, έχοντας χώσει και κάτι στο πιατάκι για να τσιμπήσει· ένα σάντουιτς με ζαμπόν ή ένα κομμάτι κέικ. Κάποιες φορές έτρωγε μόλις μια μπουκιά και η Χάνα έτρωγε το υπόλοιπο όταν επέστρεφε το φλιτζάνι στην κουζίνα, και η ξεραμένη άκρη του ψωμιού την έκανε να συμπαθεί ακόμα περισσότερο τον αδελφό της, στην απομόνωσή του. Ο Νταν ήταν πολύ δυστυχισμένος. Η Χάνα ήταν μόλις δώδεκα χρόνων και ήταν φριχτό να βλέπει τον αδελφό της τόσο καταπιεσμένο – με τόση πίστη και τέτοιο αγώνα να την κατανοήσει. Όταν ο Νταν ήταν ακόμη στο σχολείο, την ανάγκαζε να ακούει ποιήματα από το μάθημα της λογοτεχνίας, και στη συνέχεια συζητούσαν γι’ αυτά όπως και για ένα σωρό άλλα πράγματα. Αυτό ακριβώς έλεγε η μητέρα της, αργότερα. Έλεγε, «Του έλεγα πράγματα που δεν έλεγα σε κανέναν άλλον». Και η δήλωση αυτή προκαλούσε μεγάλη περιέργεια στη Χάνα, αφού η μητέρα τους κρατούσε ελάχιστα κρυφά από όσα την αφορούσαν. Για τα παιδιά της, θα μπορούσες να πεις ότι «δεν τους χαριζόταν». Η Χάνα θεωρούσε υπεύθυνο τον Πάπα. Ήρθε στην Ιρλανδία λίγο καιρό αφότου ο Νταν αναχώρησε για το κολέγιο και ήταν σαν να το έκανε επίτηδες, αφού η μεγάλη Λειτουργία των Νέων έγινε στο Γκόλγουεϊ, στον ιππόδρομο του Μπάλιμπριτ. Η Χάνα πήγε στη Λειτουργία στο Λίμερικ, που σήμαινε ότι απλώς στεκόσουν όρθιος σ’ ένα χωράφι με τους γονείς σου για έξι ώρες, ενώ στον αδελφό της τον Έμετ επέτρεψαν να πάει κι εκείνος στο Γκόλγουεϊ, παρόλο που ήταν μόλις δεκατεσσά-
ρων και υποτίθεται πως έπρεπε να ήσουνα δεκάξι για τη Λειτουργία των Νέων. Αναχώρησε με ένα μικρό λεωφορείο από την τοπική εκκλησία. Ο ιερέας είχε μαζί του ένα μπάντζο και όταν ο Έμετ επέστρεψε είχε μάθει να καπνίζει. Δεν είδε τον Νταν στο πλήθος. Είπε πως είδε δυο άτομα να κάνουν σεξ σ’ έναν υπνόσακο, όμως αυτό έγινε το προηγούμενο βράδυ, όταν κατασκήνωσαν κάπου σ’ ένα χωράφι – δεν ήξερε να πει στους γονείς του το ακριβές μέρος. «Και πού ήταν το χωράφι;» είπε ο πατέρας τους. «Δεν ξέρω», είπε ο Έμετ. Δεν ανέφερε τα περί σεξ. «Ήταν σχολείο;» είπε η μητέρα τους. «Έτσι νομίζω», είπε ο Έμετ. «Πέρα από το Όρανμορ;» Κοιμήθηκαν σε σκηνές ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν, αφού στις τέσσερις το πρωί έπρεπε να μαζέψουν τα πράγματά τους και να περπατήσουν συντεταγμένα στο μαύρο σκοτάδι μέχρι τον ιππόδρομο. Οι πάντες προχωρούσαν σιωπηλά, λες και ήταν το τέλος ενός πολέμου, όπως είπε ο Έμετ, ήταν δύσκολο να το εξηγήσει – μόνο ο ήχος των βημάτων, ένα τσιγάρο που έλαμπε στο πρόσωπο κάποιου πριν εξαφανιστεί απότομα. Οδεύουμε προς την Ιστορία, είπε ο ιερέας, και όταν έφτασε το ξημέρωμα υπήρχαν άνδρες, με κίτρινα περιβραχιόνια και τα καλά τους κουστούμια, όρθιοι κάτω από τα δέντρα. Αυτό ήταν όλο, με βάση τουλάχιστον όσα είπε ο Έμετ. Έψελναν το «Στους ποταμούς της Βαβυλώνας» και επέστρεψε με τη φωνή του εξαφανισμένη και τα πιο βρόμικα ρούχα που είχε δει ποτέ η μητέρα του· αναγκάστηκε να τα πλύνει δύο φορές. «Ήταν στον δρόμο προς Αθενράι;» είπε ο πατέρας τους. «Το χωράφι;» Η τοποθεσία του χωραφιού έξω από το Γκόλγουεϊ παρέμεινε μόνιμο μυστήριο για την οικογένεια Μάντιγκαν, ενώ ένα άλλο ήταν τι συνέβη στον Νταν αφότου πήγε στο κολέγιο. Επέστρεψε τα Χριστούγεννα και τσακώθηκε με τη γιαγιά του για τη
15
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 15
16
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 16
λήψη προφυλάξεων, και η γιαγιά του υποστήριζε ένθερμα τη λήψη προφυλάξεων, αυτό ήταν το αστείο της υπόθεσης, επειδή, όπως είπε η αδελφή της η Κονστάνς, η λέξη «προφύλαξη» σήμαινε ουσιαστικά το προφυλακτικό. Αργότερα, αφού έβγαλαν τη φλαμπέ πουτίγκα, ο Νταν συναντήθηκε με τη Χάνα στον διάδρομο και την τράβηξε κοντά του λέγοντας, «Σώσε με, Χάνα. Σώσε με από αυτά τα φριχτά άτομα». Την αγκάλιασε. Την Πρωτοχρονιά ένας ιερέας ήρθε στο σπίτι και η Χάνα τον είδε να κάθεται στο μπροστινό δωμάτιο και με τους δύο γονείς της. Τα μαλλιά του ιερέα είχαν το σημάδι της τσατσάρας, σαν να ήταν ακόμη βρεγμένα, και το παλτό του, που κρεμόταν κάτω από τη σκάλα, ήταν κατάμαυρο και απαλό. Μετά απ’ αυτό ο Νταν επέστρεψε στο Γκόλγουεϊ και τίποτα δεν συνέβη μέχρι τις πασχαλινές διακοπές, όταν είπε ότι ήθελε να γίνει ιερέας. Έκανε τη σημαντική ανακοίνωση στο κυριακάτικο γεύμα, όπου οι Μάντιγκαν πάντοτε χρησιμοποιούσαν τραπεζομάντιλο και κανονικές πετσέτες, ό,τι κι αν συνέβαινε. Εκείνη την Κυριακή, που ήταν των Βαΐων, είχαν μπέικον και λάχανο με λευκή σάλτσα και καρότα – πράσινο, λευκό και πορτοκαλί σαν την ιρλανδική σημαία. Ένα ποτηράκι με μαϊντανό βρισκόταν στο τραπέζι και η σκιά του νερού τρεμόπαιζε εξαιτίας της λιακάδας. Ο πατέρας τους σταύρωσε τα μακριά του χέρια και είπε την προσευχή, για να ακολουθήσει σιωπή. Με εξαίρεση δηλαδή τον γενικό ήχο από τα στόματα που μάσαγαν και του πατέρα τους που καθάριζε τον λαιμό του, όπως το συνήθιζε, περίπου ανά λεπτό. «Κχ-χμμ!» Οι γονείς κάθονταν στις δύο κεφαλές του τραπεζιού, τα παιδιά στα πλαϊνά. Τα κορίτσια απέναντι από το παράθυρο, τα αγόρια με θέα το δωμάτιο: η Κονστάνς και η Χάνα, ο Έμετ και ο Νταν. Το τζάκι ήταν αναμμένο παρόλο που ο ήλιος πρόβαινε κατά διαστήματα, οπότε ζεσταίνονταν όπως τον χειμώνα και ζε-
σταίνονταν όπως το καλοκαίρι για πέντε λεπτά κάθε φορά. Ζεσταίνονταν δύο φορές περισσότερο. Ο Νταν είπε, «Κουβέντιασα ξανά με τον πατέρα Φολ». Ήταν σχεδόν Απρίλης. Με κάπως άστατο καιρό. Το καθαρό φως διέγραφε τις πολλαπλές σταγόνες στο τζάμι, ενώ έξω χιλιάδες φυλλαράκια ξεδιπλώνονταν σε κλαδιά, μαυρισμένα από τη βροχή. Μέσα, η μητέρα τους έσφιγγε ένα χαρτομάντιλο στην παλάμη της. Το σήκωσε στο μέτωπό της. «Ω, όχι», είπε, γύρισε το κεφάλι απ’ την άλλη και το στόμα της άνοιξε τόσο που μπορούσες να δεις και τα καρότα. «Λέει ότι πρέπει να σας ζητήσω να το ξανασκεφτείτε. Ότι είναι δύσκολο για κάποιον που δεν τον στηρίζει η οικογένειά του. Η απόφαση που παίρνω είναι πολύ σημαντική και λέει ότι πρέπει να σας ζητήσω –να σας ικετεύσω– να μην την καταστρέψετε με τα συναισθήματα και τις ανησυχίες σας». Ο Νταν μιλούσε σαν να ήταν μόνοι τους. Ή σαν να βρίσκονταν σε μια μεγάλη αίθουσα. Όμως ήταν ένα οικογενειακό γεύμα, που σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με κάποια απ’ τις παραπάνω περιπτώσεις. Καταλάβαινες ότι η μητέρα τους θα προτιμούσε να σηκωθεί από το τραπέζι, αλλά δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να το βάλει στα πόδια. «Λέει ότι πρέπει να σας ζητήσω να με συγχωρέσετε για τη ζωή που ελπίζατε να κάνω και για τα εγγόνια που δεν πρόκειται να αποκτήσετε». Ο Έμετ ρουθούνισε πάνω από το πιάτο του. Ο Νταν πίεσε τα χέρια του στην επιφάνεια του τραπεζιού πριν ρίξει μια σφαλιάρα στον μικρό του αδελφό, γρήγορη και δυνατή. Η μητέρα τους δεν πρόσεξε το χτύπημα, σαν άλογο που πηδάει πάνω από χαντάκι, όμως ο Έμετ λούφαξε και, μετά από ένα βασανιστικό δευτερόλεπτο, εκείνη φάνηκε να προσγειώνεται στην άλλη πλευρά. Αμέσως μετά χαμήλωσε το κεφάλι της σαν να έπαιρνε φόρα. Άφησε να της ξεφύγει ένα βογκητό, σύντομο και ακαθό-
17
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 17
18
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 18
ριστο. Ο ήχος φάνηκε τόσο να την ευχαριστεί όσο και να την εκπλήσσει, οπότε δοκίμασε ξανά. Το επόμενο βογκητό άρχισε ήπια και κράτησε ώρα, ενώ υπήρξαν και κάτι σαν λέξεις στην τελική άνοδο και πτώση. «Ω, Θεέ μου», είπε. Έγειρε πίσω το κεφάλι της και κοιτώντας το ταβάνι ανοιγόκλεισε τα μάτια, μία φορά, δύο φορές. «Ω, Θεούλη μου». Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν, το ένα πίσω από το άλλο, καταλήγοντας στις ρίζες των μαλλιών της· ένα, δύο τρία, τέσσερα. Έμεινε έτσι για μια στιγμή, ενώ τα παιδιά παρατηρούσαν κάνοντας πως δεν παρατηρούν και ο σύζυγος καθάρισε τον λαιμό του μέσα στην ησυχία, «Κχ-χμμ!» Η μητέρα τους σήκωσε τα χέρια και τα κούνησε για να τα ελευθερώσει από τα μανίκια. Σκούπισε τους υγρούς κροτάφους με τη βάση της παλάμης και χρησιμοποίησε τα επιδέξια, κυρτά της δάχτυλα για να τακτοποιήσει στον σβέρκο τα μαλλιά της, που πάντοτε τα έπιανε κότσο. Κατόπιν ανακάθισε ξανά και κοίταξε, πολύ προσεκτικά, στο κενό. Έπιασε το πιρούνι και τσίμπησε ένα κομμάτι μπέικον και το έφερε στο στόμα της, όμως η επαφή του κρέατος με τη γλώσσα της την διέλυσε· το πιρούνι κατέβηκε ξανά προς το πιάτο και το μπέικον έπεσε. Τα χείλη της πήραν το σχήμα του κλάματος –ενωμένα στη μέση και ανοιχτά στις άκρες–, μια έκφραση που ο Νταν την αποκαλούσε «βατραχίσια», κι αμέσως μετά πήρε κοφτή ανάσα και άρχισε: «Αγκκκ-αχχ. Ααγκ-αχχ». Η Χάνα σκέφτηκε ότι η μητέρα της ίσως σταματούσε να τρώει ή, αν πεινούσε τόσο, ίσως έπαιρνε το πιάτο της και πήγαινε σε κάποιο άλλο δωμάτιο για να κλάψει, όπως όμως φάνηκε δεν πέρασε από το μυαλό της μητέρας της η οποία έμεινε στη θέση της, τρώγοντας και κλαίγοντας ταυτόχρονα. Πολύ κλάμα, λίγο φαγητό. Χρησιμοποίησε κι άλλο το χαρτομάντιλο που τώρα πια είχε γίνει κομμάτια. Ήταν φριχτό. Ο
πόνος ήταν φριχτός. Η μητέρα της τρανταζόταν και τραύλιζε, με τα καρότα να πέφτουν από το στόμα της σε μικρές μπουκιές και κομμάτια. Η Κονστάνς, που ήταν η μεγαλύτερη, τους ανέλαβε σιωπηλά βάζοντάς τους να μεταφέρουν τα πιάτα και τα ποτήρια πέρα από τη μητέρα τους, ενώ εκείνη έσταζε πάνω απ’ το πιάτο της δάκρυα ή φαγητό. «Ω, μανούλα», είπε η Κονστάνς και έγειρε δίπλα της, με το χέρι της να την αγκαλιάζει προκειμένου να τραβήξει προσεκτικά το πιάτο της. Ο Νταν ήταν το μεγαλύτερο αγόρι, άρα ήταν δική του δουλειά να κόψει την τάρτα μήλο, και σηκώθηκε για να το κάνει, σκοτεινός, με φόντο το φως από το παράθυρο, κρατώντας την ασημένια σπάτουλα στο χέρι. «Μη με υπολογίζεις», είπε ο πατέρας τους ο οποίος έπαιζε, με μικροσκοπικές κινήσεις, με τη λαβή του φλιτζανιού του. Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο και ο Νταν είπε, «Άρα, πέντε. Πώς θα την κόψω στα πέντε;» Υπήρχαν έξι Μάντιγκαν. Ο αριθμός πέντε αποτελούσε μια εντελώς άλλη διάσταση καθώς κούνησε τη σπάτουλα σχηματίζοντας έναν νοητό σταυρό και στη συνέχεια την έστριψε δεκαοχτώ μοίρες στο πλάι. Είχε δημιουργηθεί ένα κενό στη μεταξύ τους σχέση. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει εντελώς. Σαν να υπήρχαν άπειροι Μάντιγκαν και, σε όλο τον κόσμο, άπειρες μηλόπιτες. Το κλάμα της μητέρας τους κατέληξε σε αστείες, τρεμάμενες εισπνοές, «φχχ φχχχ φχχ», καθώς έχωνε το κουταλάκι στο επιδόρπιο, ενώ και τα παιδιά ανακουφίστηκαν από τη ζύμη και την καπνισμένη γλυκύτητα των γινωμένων μήλων. Παρ’ όλα αυτά, δεν προσφέρθηκε παγωτό εκείνη την Κυριακή και κανένα παιδί δεν ζήτησε, αν και όλα γνώριζαν ότι υπήρχε· ήταν χωμένο στην κατάψυξη, στην πάνω δεξιά γωνία του ψυγείου. Στη συνέχεια η μητέρα τους πήγε στο κρεβάτι και η Κον-
19
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 19
20
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 20
στάνς αναγκάστηκε να μείνει σπίτι αντί να πάρει το λεωφορείο για να επιστρέψει στο Δουβλίνο και ήταν έξαλλη με τον Νταν: με φανερή δυσφορία έπλυνε τα πιάτα, ενώ ο Νταν ανέβηκε στο δωμάτιό του για να διαβάσει τα βιβλία του και η μητέρα τους έμεινε ξαπλωμένη πίσω από την κλειστή πόρτα, και τη Δευτέρα ο πατέρας τους έφυγε και πήγε στο Μπούλαβον και επέστρεψε το βράδυ, χωρίς να διατυπώσει άποψη για τίποτε απ’ όλ’ αυτά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μητέρα τους επέλεγε τη λύση της οριζοντίωσης, όπως άρεσε στον Νταν να την χαρακτηρίζει, όμως είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια απ’ όσες θυμόταν η Χάνα. Κατά καιρούς το κρεβάτι έτριζε. Ακουγόταν το καζανάκι στην τουαλέτα και η πόρτα στο δωμάτιό της έκλεινε ξανά. Τη Μεγάλη Τετάρτη τέλειωσαν νωρίτερα το μάθημα στο σχολείο, όμως εκείνη παρέμεινε κρυμμένη. Η Χάνα και ο Έμετ κυκλοφορούσαν αθόρυβα στο σπίτι που έμοιαζε πολύ μεγάλο και σιωπηλό χωρίς εκείνη. Τα πάντα έμοιαζαν περίεργα και ασύνδετα: η στροφή της κουπαστής στην κορυφή της σκάλας, το μικρό γραφείο με τη λάμπα που έλειπε, η γραμμή, λόγω υγρασίας στην ταπετσαρία της τραπεζαρίας, που πρόβαλε πάνω από μια συστάδα μπαμπού. Κι έπειτα ήρθε η Κονστάνς και τους μπάτσισε, και προέκυψε ξεκάθαρα –δυστυχώς πολύ αργά– ότι έκαναν φασαρία και ήταν κακότροπα, ενώ πρόθεσή τους ήταν να είναι πρόσχαρα και ευδιάθετα. Μια κούπα έπεσε στο πάτωμα, μια μικροποσότητα κρύο τσάι απλώθηκε στο τραπέζι της κουζίνας προς το βιβλίο από τη δανειστική βιβλιοθήκη, μια λευκή ζώνη από δερματίνη αποδείχτηκε ότι ήταν πλαστική, όταν ο Έμετ την φόρεσε σαν χαλινάρι στη Χάνα και βγήκαν καβάλα από την εξώπορτα. Μετά από κάθε ζημιά τα παιδιά σκόρπιζαν κι έκαναν σαν να μη συνέβαινε το παραμικρό. Και όντως έτσι ήταν. Εκείνη συνέχιζε να κοιμάται στον πάνω όροφο, να είναι νεκρή. Η σιωπή γινόταν ακόμα πιο φορτική και θανατερή, η σιωπή γινόταν πραγματικά
τραγική, μέχρι που το πόμολο της πόρτας κοπανούσε στον τοίχο και η μητέρα τους ορμούσε έξω. Κατέβαινε φουριόζικα τη σκάλα προς το μέρος τους, αναμαλλιασμένη, με τις σκιές των βυζιών της να κινούνται κάτω από το βαμβακερό ύφασμα της νυχτικιάς, με το στόμα ανοιχτό, το χέρι υψωμένο. Θα μπορούσε να πετάξει άλλο ένα φλιτζάνι ή να διαλύσει την τσαγιέρα ή να πετάξει την κομμένη ζώνη στο παρτέρι από την ανοιχτή πόρτα. «Ορίστε», έλεγε. «Χαρήκατε τώρα;» «Μπορώ να παίξω κι εγώ το παιχνίδι σας», έλεγε. «Σας άρεσε;» Έμενε να παρατηρεί για λίγο, σαν να αναρωτιόταν ποια ήταν αυτά τα άγνωστα παιδιά. Και μετά από τη σύντομη σύγχυση έκανε στροφή και ξαναγύριζε στο κρεβάτι. Μετά από δέκα λεπτά ή από είκοσι λεπτά ή από μισή ώρα, η πόρτα άνοιγε μια χαραμάδα και η αδύναμη φωνή της ακουγόταν να λέει, «Κονστάνς;» Υπήρχε κάτι κωμικό σε αυτές τις εκδηλώσεις. Ο Νταν έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα και επέστρεφε στο βιβλίο του, η Κονστάνς μπορεί να έφτιαχνε τσάι και ο Έμετ έκανε κάτι πολύ ευγενικό και αγνό – ένα λουλούδι από τον κήπο, ένα σοβαρό φιλί. Η Χάνα δεν ήξερε τι να κάνει πέρα από το να μπει στο δωμάτιο και να δεχτεί αγάπη. «Μωρό μου. Πώς είναι το κοριτσάκι μου;» Πολύ αργότερα, όταν όλα αυτά είχαν ξεχαστεί, με την τηλεόραση να παίζει, ενώ για βραδινό υπήρχε τοστ με λιωμένο τυρί, ο πατέρας τους επέστρεψε από τα κτήματα στο Μπούλαβον. Ανέβηκε τη σκάλα, ένα σκαλί τη φορά και, αφού χτύπησε δυο φορές στην πόρτα, μπήκε μέσα. «Λοιπόν;» μπορεί να είπε προτού ο ήχος της πόρτας κόψει την κουβέντα τους. Αφού πέρασε πολλή ώρα, κατέβηκε ξανά στην κουζίνα για
21
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 21
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 22
22
να ζητήσει φαγητό. Λαγοκοιμήθηκε ήρεμα για περίπου μια ώρα και ξύπνησε απότομα για τις ειδήσεις των εννιά. Κατόπιν έκλεισε την τηλεόραση και είπε, «Ποιος από σας έσπασε τη ζώνη της μητέρας σας; Πείτε μου αμέσως», και ο Έμετ είπε, «Εγώ φταίω, μπαμπά». Βγήκε μπροστά με το κεφάλι κατεβασμένο και τα χέρια στο πλάι. Ο Έμετ μπορούσε να σε τρελάνει με την καλοσύνη του. Ο πατέρας τους έβγαλε τον χάρακα κάτω από την τηλεόραση και ο Έμετ σήκωσε το χέρι και ο πατέρας τους συνέχισε να του κρατά τα ακροδάχτυλα μέχρι το τελευταίο χιλιοστό του δευτερολέπτου πριν δώσει την ξυλιά. Κατόπιν στράφηκε, αναστέναξε και έχωσε ξανά τον χάρακα στη θέση του. «Πήγαινε για ύπνο», είπε. Ο Έμετ βγήκε από το δωμάτιο με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, και η Χάνα δεν απέφυγε το γδαρσιματάκι της καληνύχτας, δηλαδή το τρίψιμο στο αξύριστο μάγουλο του πατέρα της, καθώς εκείνος γύρισε το κεφάλι, αστειευόμενος, για να αποφύγει το φιλάκι στα χείλη. Ο πατέρας της μύριζε από τη δουλειά της μέρας: φρέσκο αέρα, ντίζελ, άχυρο, με την ανάμνηση των αγελάδων κάπου ανάμεσα και, πέρα απ’ όλα, την ανάμνηση του γάλακτος. Το μεσημέρι είχε φάει στο Μπούλαβον, όπου εξακολουθούσε να ζει η μητέρα του. «Έχεις την καληνύχτα της γιαγιάς», είπε, κάτι που ο ίδιος το θεωρούσε επίσης μάλλον αστείο. Και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Θα έρθεις μαζί μου αύριο; Έτσι μπράβο».
Την επομένη, που ήταν Μεγάλη Πέμπτη, πήρε τη Χάνα στο πορτοκαλί Cortina, με την πόρτα που έτριζε δυνατά όταν την άνοιγες. Μετά από μερικά χιλιόμετρα άρχισε να σιγοτραγουδάει και μπορούσες να νιώσεις τον ουρανό να ξασπρίζει όλο και περισσότερο καθώς προχωρούσαν προς τη θάλασσα.
Η Χάνα λάτρευε το μικρό σπίτι στο Μπούλαβον: τέσσερα δωμάτια, μια βεράντα γεμάτη γεράνια, ένα βουνό στην πίσω πλευρά και, από μπροστά, ένας ουρανός γεμάτος φαινόμενα. Όταν διέσχιζες το μεγάλο λιβάδι, συναντούσες έναν χωματόδρομο που σε οδηγούσε πάνω από ένα λοφάκι με θέα τα Νησιά Άραν στον Κόλπο του Γκόλγουεϊ, και τους Βράχους Μόερ, που ήταν επίσης διάσημοι, πέρα μακριά στα νότια. Ο δρόμος αυτός κατέληγε στον χορταριασμένο δρόμο που διέσχιζε το Μπάρεν, ψηλά πάνω από την παραλία του Φενόρ, και ήταν ο πιο όμορφος δρόμος στον κόσμο, μηδενός εξαιρουμένου, σύμφωνα με τη γιαγιά της –φημισμένος από τραγούδια και ιστορίες–, με τους βράχους να σχηματίζουν περιστασιακά τείχη πριν βουλιάξουν ξανά μέσα στα λιβάδια και στα μικρά πετρώδη βοσκοτόπια που τα άνθη τους ήταν χαριτωμένα και σπάνια. Και αν σήκωνες το βλέμμα από τις δυσκολίες του δρόμου, το θέαμα ήταν πάντοτε διαφορετικό, τα νησιά να κοιμούνται στον κόλπο, τα σύννεφα να κυνηγούν τις σκιές τους στο νερό, ο Ατλαντικός να ορμά στα μακρινά βράχια, σχηματίζοντας ονειρικές βεντάλιες νερού. Πολύ πιο κάτω ήταν οι ασβεστολιθικές επίπεδες εκτάσεις της ακτής Φλάγκι· γκρίζα βράχια κάτω από έναν γκρίζο ουρανό, και υπήρχαν μέρες που η θάλασσα ήταν ένα γυαλιστερό γκρίζο και το βλέμμα σου δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν δειλινό ή ξημέρωμα, το βλέμμα σου διαρκώς προσαρμοζόταν. Λες και τα βράχια άρπαζαν το φως και το έκρυβαν. Κι αυτό ήταν το ωραίο με το Μπούλαβον, ήταν ένα μέρος που σε δυσκόλευε να το δεις. Και η Χάνα λάτρευε τη γιαγιά Μάντιγκαν, μια γυναίκα που έμοιαζε να ’χει πολλά να πει αλλά δεν έλεγε κουβέντα. Πάντως η μέρα κυλούσε αργά όταν κατέφθασε η βροχή: η γιαγιά της δεν σταματούσε να κινείται από μέρος σε μέρος, να καθαρίζει πράγματα, να τα σκουπίζει, να αναστατώνει τον κόσμο χωρίς λόγο· να ταΐζει γάτες που την αγνοούσαν όταν τις φώναζε ή να χάνει κάτι που είχε μόλις αφήσει από το χέρι της την
23
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 23
24
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 24
προηγούμενη στιγμή. Δεν υπήρχαν και πολλά να κουβεντιάσουν. «Πώς πάει το σχολείο;» «Καλά». Ούτε που άφηνε τη Χάνα να αγγίξει και πολλά. Το σκρίνιο στο καλό δωμάτιο περιείχε διάφορα πορσελάνινα αντικείμενα. Άλλες επιφάνειες καλύπτονταν με γεράνια σε διάφορα στάδια ανθοφορίας και μαρασμού: υπήρχε ολόκληρο ράφι με κολοβώματα στο πίσω περβάζι, με τα κουτσουρεμένα βλαστάρια να έχουν πετάξει μάτια στις άκρες. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί, με εξαίρεση έναν πίνακα με τις Λίμνες Κιλάρνι στο καλό δωμάτιο κι έναν απλό μαύρο σταυρό πάνω από το κρεβάτι της γιαγιάς της. Όχι όμως Ιερή Καρδία ή αγιασμό ή αγαλματάκι της Παρθένου. Η γιαγιά Μάντιγκαν πήγαινε στη λειτουργία με μια γειτόνισσα, όποτε τέλος πάντων πήγαινε, ενώ χρησιμοποιούσε το ποδήλατο ανεξαρτήτως καιρού για τα οχτώ χιλιόμετρα μέχρι το πλησιέστερο μαγαζί. Αν αρρώσταινε –που δεν αρρώσταινε ποτέ– υπήρχε πρόβλημα, αφού δεν πατούσε ποτέ το πόδι της στο Φαρμακείο Κόνσινταϊν. Ούτε το είχε ούτε σκόπευε να το κάνει. Οι λόγοι αυτής της στάσης φάνηκαν να επηρεάζουν με κάποιον τρόπο τη Χάνα επειδή, μόλις ο πατέρας της έφευγε για τα κοπάδια, η γιαγιά της την πήρε παράμερα –λες και υπήρχε κόσμος που τους παρατηρούσε– και της έχωσε στο χέρι ένα χαρτονόμισμα, μια λίρα. «Κάνε μου τη χάρη και πήγαινε στον θείο σου», είπε. «Ζήτα την ίδια κρέμα που μου έδωσε την τελευταία φορά». Η κρέμα ήταν για κάτι γεροντίστικο και απαίσιο. «Τι να πω;» είπε η Χάνα. «Α, δεν χρειάζεται, δεν χρειάζεται», είπε η γιαγιά της. «Ξέρει αυτός». Προφανώς η Κονστάνς ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό, και τώρα ήταν σειρά της Χάνα.
«Καλά», είπε η Χάνα. Το χαρτονόμισμα που έχωσε στο χέρι της η γιαγιά ήταν διπλωμένο στα δύο και τυλιγμένο. Η Χάνα δεν ήξερε πού να το βάλει και τελικά το έχωσε στην κάλτσα της για ασφάλεια, σπρώχνοντάς το κατά μήκος του αστραγάλου. Κοίταξε έξω από το παράθυρο το σκληρό φως της θάλασσας και μετά από το άλλο, προς τον δρόμο που οδηγούσε στην πόλη. Δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους, οι Κόνσινταϊν και οι Μάντιγκαν. Όταν ο πατέρας της Χάνα εμφανίστηκε στην πόρτα για το τσαγάκι του, γέμισε το πλαίσιο της πόρτας και αναγκάστηκε να σκύψει για να περάσει, και η Χάνα ευχήθηκε η γιαγιά της να ζητούσε από τον γιο της την κρέμα, όποια τέλος πάντων ήταν, αν και υποψιαζόταν ότι είχε να κάνει με το ολοκόκκινο αίμα που είδε στην ειδική καρέκλα της γιαγιάς, εκείνη με την τρύπα στο κέντρο του καθίσματος και την πάπια χωμένη από κάτω. Στο σπίτι στο Μπούλαβον υπήρχαν τέσσερα δωμάτια. Η Χάνα μπήκε σε ένα ένα χωριστά και αφουγκράστηκε τους διαφορετικούς ήχους της βροχής. Στάθηκε στο πίσω δωμάτιο που παλιότερα το μοιραζόταν ο πατέρας της με τους δυο μικρότερους αδελφούς του, οι οποίοι τώρα ήταν στην Αμερική. Κοίταξε τα τρία κρεβάτια όπου κάποτε κοιμόντουσαν. Στην κουζίνα ο πατέρας της έπινε το τσάι του και η γιαγιά της διάβαζε την εφημερίδα που της έφερνε κάθε μέρα ο γιος της από την πόλη. Η Μπέρτι, η γάτα του σπιτιού, τεντωνόταν στα γέρικα πόδια της γιαγιάς της, και το ραδιόφωνο δεν έπιανε πολύ καλά τον σταθμό. Στην εστία, μια μεγάλη κατσαρόλα με νερό προσέγγιζε, με επική βραδύτητα, το σημείο βρασμού. Μετά τη βροχή, βγήκαν έξω να ψάξουν για αυγά. Η γιαγιά της κρατούσε ένα λευκό εμαγιέ μπολ με λεπτό μπλε χείλος και με μαύρα σημάδια όπου είχε ξεφλουδίσει. Περπατώντας σκυφτά και βιαστικά προχώρησε πέρα από το κοτέτσι μέχρι τον φράχτη που χώριζε την αυλή από το υπόλοιπο κτήμα. Άρχισε να
25
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 25
26
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:57 μ.μ. Page 26
σκαλίζει κατά μήκος των θάμνων, κοιτώντας ανάμεσα στα κλαδιά. «Α-χα», είπε. «Σε τσάκωσα». Η Χάνα χώθηκε δίπλα από τα ροζιασμένα πόδια της γιαγιάς της για να πιάσει το αυγό στη βάση του φράχτη. Το αυγό ήταν καφετί με πινελιές από τις λάσπες. Η γιαγιά το σήκωσε ψηλά με θαυμασμό πριν το βάλει στο άδειο μπολ όπου άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε βγάζοντας έναν κούφιο, επικίνδυνο ήχο. «Κάνε μου τη χάρη και σκύψε», είπε στη Χάνα, «και έλεγξε τις τρύπες στην πεζούλα». Η Χάνα έσπευσε να το κάνει. Οι πεζούλες, που τις συναντούσες παντού στην περιοχή, ήταν απαγορευμένα μέρη για εκείνη και τον Έμετ από φόβο μήπως ξεκολλήσουν οι πέτρες και πέσουν πάνω τους. Οι πεζούλες ήταν παλιότερες από το σπίτι, σύμφωνα με τη γιαγιά τους· ηλικίας χιλιάδων ετών, ήταν τα παλιότερα τείχη στην Ιρλανδία. Από κοντά, οι πέτρες ήταν διάστικτες με λευκό και είχαν διάσπαρτα κίτρινα βρύα σε μέγεθος κέρματος, σαν χρήματα στη λιακάδα. Και υπήρχε ένα λευκό αυγό, ούτε καν βρόμικο, χωμένο σε μια σχισμή απ’ όπου φύτρωνε ένας μαρτιάκος. «Α-χα», είπε η γιαγιά της. Η Χάνα τοποθέτησε το αυγό στο μπολ και η γιαγιά της έβαλε μέσα τα δάχτυλα για να μη χτυπάνε μεταξύ τους τα δυο αυγά. Η Χάνα χώθηκε στο ξύλινο κοτέτσι για να μαζέψει και τα υπόλοιπα, μέσα στην αψιά μυρωδιά από τα πολυκαιρισμένα άχυρα και τα πούπουλα, ενώ η γιαγιά της στεκόταν στην είσοδο και χαμήλωνε το μπολ για κάθε νέο αυγό. Όταν ήταν έτοιμες να γυρίσουν σπίτι, η ηλικιωμένη έσκυψε και έπιασε μια απ’ τις κότες –με τέτοια ευκολία– χωρίς να αφήσει καν τα αυγά στο πλάι. Όταν η Χάνα δοκίμαζε να πιάσει μια κότα, αυτές απομακρύνονταν τόσο αλαφιασμένες, που φοβόταν μήπως τους προκαλέσει καρδιακή προσβολή, όμως η γιαγιά της την έπιασε έτσι απλά και τώρα ήταν εκεί, χωμένη κάτω από το μπράτσο της, με
τα καστανοκόκκινα πούπουλα να γυαλίζουν στον ήλιο. Ή μάλλον ένα νεαρό κοκόρι, κρίνοντας από τα κολοβά μαύρα πούπουλα στην ουρά του που, όταν μεγάλωνε, θα γίνονταν ένα πλούσιο σύνολο με γυαλιστερές πράσινες αποχρώσεις. Καθώς διέσχιζαν την πίσω αυλή, ο πατέρας της Χάνα πρόβαλε από το υπόστεγο του αυτοκινήτου, ένα παράπηγμα ανοιχτό στο πλάι ανάμεσα στον στάβλο και το μικρό κοίλωμα με το γρασίδι. Η γιαγιά της σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να του δώσει το πουλί που άρχισε να κοπανιέται ανάποδα στο χέρι του πατέρα της καθώς εκείνος γύρισε απ’ την άλλη. Κρατούσε το πουλί από τα πόδια και στο άλλο χέρι είχε ένα τσεκούρι, που το έσφιγγε κοντά στη λεπίδα. Το ζύγιασε στο χέρι του πλησιάζοντας έναν σπασμένο πάγκο που η Χάνα δεν είχε προσέξει ποτέ πριν και βρισκόταν προστατευμένος μέσα στο υπόστεγο. Έβαλε το κεφάλι του πουλιού στο ξύλο, με το ράμφος να εξέχει, και το έκοψε με το τσεκούρι. Έγινε με την ίδια ευκολία που η γιαγιά της το είχε αρπάξει από το έδαφος, με μία και μόνο κίνηση. Σήκωσε και απομάκρυνε από κοντά του το σφαγμένο πουλί καθώς το αίμα πεταγόταν και πιτσίλαγε τις πλάκες. «Ω». Η γιαγιά της έβγαλε ένα κοφτό επιφώνημα, σαν να είχε χαθεί κάποια καλοσύνη, και οι γάτες εμφανίστηκαν ξαφνικά και σηκώθηκαν στα πίσω πόδια, κάτω από τον κομμένο λαιμό του πουλιού. «Ξουτ από δω», είπε ο πατέρας της σπρώχνοντας τη μία μακριά με την μπότα του κι έπειτα έδωσε το πουλί, που συνέχιζε να φτεροκοπά, να το κρατήσει η Χάνα. Η Χάνα αιφνιδιάστηκε από τη θέρμη των ποδιών του πετειναριού, που ήταν φολιδωτά και κοκαλιάρικα και κανονικά δεν έπρεπε να είναι ζεστά. Ένιωθε τον πατέρα της να την κοροϊδεύει καθώς την άφησε μόνη και μπήκε στο σπίτι. Η Χάνα κρατούσε το κοκοράκι μακριά της και με τα δύο χέρια, προσπαθώντας να μην το αφήσει καθώς πετάριζε και συστρεφόταν πάνω από το
27
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 27
28
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 28
σημείο όπου κανονικά έπρεπε να βρίσκεται το κεφάλι του. Μία από τις γάτες είχε ήδη το σάρκινο λειρί στα γατίσια δοντάκια της και έτρεχε να απομακρυνθεί, με το κεφάλι να αναπηδά κάτω από το μικρό λευκό της σαγόνι. Η Χάνα ίσως και να ούρλιαζε με κάτι απ’ όλα αυτά –το φτεροκόπημα, τον τραχιά κομμένο λαιμό και το εξοργισμένο μάτι του πετειναριού–, όμως ήταν πολύ απασχολημένη, προσπαθώντας να μην της ξεφύγει το πτώμα από τα χέρια. Τα φτερά ήταν ορθάνοιχτα, τα κοκκινωπά πούπουλα αναμαλλιασμένα, φανερώνοντας την κιτρινωπή βάση τους, και το σώμα έχεζε κάτω από τα μαύρα πούπουλα της ουράς, με πίδακες που θύμιζαν εκείνους του αίματος. Ο πατέρας της βγήκε από την κουζίνα κρατώντας τη μεγάλη κατσαρόλα με το νερό και την άφησε στο πλακόστρωτο. «Αντέχει ακόμα», είπε. «Μπαμπά!» είπε η Χάνα. «Αντανακλαστικά είναι», είπε. Όμως η Χάνα ήξερε ότι την κορόιδευε, αφού όταν τελείωσαν όλα, το πουλί τινάχτηκε άλλη μια φορά και η γιαγιά της έβγαλε έναν ήχο που η Χάνα δεν είχε ξανακούσει, ένα κρώξιμο ευχαρίστησης που η Χάνα το ένιωσε στο δέρμα του σβέρκου της. Η ηλικιωμένη επέστρεψε στην κουζίνα για να αφήσει τα αυγά στο ντουλάπι και βγήκε ψαρεύοντας ένα κομμάτι σπάγκο από την τσέπη της ποδιάς, καθώς ο πατέρας της Χάνα πήρε το κοκοράκι, επιτέλους, και το βύθισε στο δοχείο με το βραστό νερό. Ακόμα και τότε το σώμα τραντάχτηκε και τα φτερά κοπάνησαν με δύναμη, δύο φορές, τα πλαϊνά της κατσαρόλας. Μπήκε και βγήκε το κουφάρι στο νερό. Και κάποια στιγμή έμεινε ακίνητο. «Σειρά σου τώρα», είπε στη μητέρα του και κράτησε προς το μέρος της το ένα πόδι για να το δέσει με τον σπάγκο. Στη συνέχεια η Χάνα παρακολούθησε τη γιαγιά της να κρεμάει το κοκοράκι από το ένα πόδι σε ένα τσιγκέλι, στο υπόστεγο για το αυτοκίνητο, και να τραβά τα πούπουλα που ξεκολ-
λούσαν ηχηρά. Τα βρεγμένα πούπουλα κολλούσαν στα δάχτυλά της σχηματίζοντας σβόλους: αναγκαζόταν να χτυπά παλαμάκια και να σκουπίζει τα χέρια στην ποδιά της. «Έλα δω και θα σου δείξω πώς γίνεται», είπε. «Όχι», είπε η Χάνα που στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας. «Έλα τώρα», είπε η γιαγιά της. «Δεν πρόκειται», είπε η Χάνα που έκλαιγε. «Ω γλυκιά μου». Και η Χάνα έστρεψε αλλού το πρόσωπο ντροπιασμένη. Η Χάνα πάντοτε έβαζε τα κλάματα – αυτό ήταν το θέμα με τη Χάνα. Μια ζωή «μυξόκλαιγε», όπως το έθετε ο Έμετ. Αχ, πάλι κρεμμύδια καθάρισες, συνήθιζε να λέει η μητέρα της· άνοιξαν πάλι οι βρύσες, έλεγε η Κονστάνς, άλλη μια φράση που χρησιμοποιούσαν οι πάντες, άνοιξαν πάλι οι βρύσες, παρόλο που οι αδελφοί και η αδελφή της έφταιγαν που έβαζε τα κλάματα. Ειδικά ο Έμετ, που κατάφερνε να της αποσπά τα δάκρυα, να τα παρασύρει από το πρόσωπό της, καυτά και ευαίσθητα, και να το σκάει μαζί τους, θριαμβολογώντας. «Η Χάνα κλαίει!» Τώρα όμως ο Έμετ δεν ήταν εδώ. Και η Χάνα έκλαιγε για ένα κοτόπουλο. Επειδή αυτό ακριβώς υπήρχε κάτω από τα βρόμικα πούπουλα: ανατριχιασμένο, λευκό, αποζητώντας τις ψητές πατάτες. Το κυριακάτικο κοτόπουλο. Και η γιαγιά της την αγκάλιασε, από το πλάι. Της ζούληξε το μπράτσο. «Έλα τώρα», είπε. Ταυτόχρονα ο πατέρας της Χάνα πρόβαλε από τον στάβλο με ένα δοχείο γάλα για να το πάρουν μαζί τους. «Θα ζήσεις;» της είπε. Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο, ο πατέρας της Χάνα έβαλε το δοχείο με το γάλα ανάμεσα στα πόδια της για ασφάλεια. Το κοτόπουλο ήταν στο πίσω κάθισμα, τυλιγμένο με εφημερίδα και
29
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 29
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 30
30
δεμένο με σπάγκο, με το εσωτερικό άδειο και τα εντόσθια δίπλα, σε ένα πλαστικό σακουλάκι. Ο πατέρας της έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και η Χάνα έμεινε σιωπηλή μέχρι εκείνος να φτάσει στη θέση του οδηγού. Η Χάνα τρελαινόταν για τα χέρια του πατέρα της, ήταν τεράστια, και το θέαμα των χεριών στο τιμόνι έκανε το αμάξι να μοιάζει με παιχνίδι, και τα συναισθήματά της σαν παιδιάστικα συναισθήματα απ’ τα οποία κάποια μέρα θα απαλλασσόταν. Το γάλα που πάφλαζε στο δοχείο ήταν ακόμα ζεστό. Επιπλέον, ένιωθε χαμηλά, χωμένο δίπλα στον αστράγαλο, το χαρτονόμισμα της μιας λίρας. «Πρέπει να πάω στο φαρμακείο, για τη γιαγιά», είπε. Όμως ο πατέρας της δεν αντέδρασε. Η Χάνα αναρωτήθηκε, φευγαλέα, αν είχε ακούσει τι του είπε ή μήπως δεν είχε μιλήσει καθόλου.
Ο παππούς της, ο Τζον Κόνσινταϊν, έβαλε κάποτε τις φωνές σε μια γυναίκα επειδή μπήκε στο Φαρμακείο και ζήτησε κάτι ακατονόμαστο. Η Χάνα δεν έμαθε ποτέ τι ήταν –θα πέθαινες απ’ την ντροπή–, ενώ λέγεται ότι έβγαλε σηκωτή τη γυναίκα στον δρόμο. Από την άλλη, υπήρχε κόσμος που έλεγε ότι ήταν άγιος άνθρωπος –άγιος άνθρωπος, έτσι έλεγε–, αφού τον ξυπνούσαν ό,τι ώρα κι αν ήταν για κάποιο παιδί με επίμονο βήχα ή κάποια ηλικιωμένη που την τρέλαιναν οι πόνοι από τις πέτρες στα νεφρά. Υπήρχε κόσμος από το Γκορτ ως το Λαχίντς που κατέφευγε αποκλειστικά σ’ εκείνον αν οι κότες του είχαν μολυνθεί από σκουλήκια ή τα πρόβατά του είχαν πιάσει παράσιτα. Έφερναν σε αυτόν τα σκυλιά τους δεμένα με τριχιά – άγριοι τύποι από τα βάθη του πουθενά– κι εκείνος έμπαινε σιγοτραγουδώντας στο εργαστήριο για να φτιάξει τα μαντζούνια του· με καμφορά και μινθέλαιο, με βάμμα όπιου και απόσταγμα αρσενικής φτέρης. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει η
Χάνα, ο γερο-Τζον Κόνσινταϊν ήταν άγιος άνθρωπος για όλους εκτός από εκείνους που δεν τον συμπαθούσαν, δηλαδή τη μισή πόλη –την άλλη μισή–, όλους εκείνους που προτιμούσαν να πηγαίνουν στο φαρμακείο του Μουρ, στην άλλη πλευρά του ποταμού. Η Χάνα δεν ήξερε για ποιο λόγο το έκαναν. Ο Πατ Ντόραν, ο μηχανικός, έλεγε ότι ο Μουρ κατανοούσε πολύ περισσότερο τα θέματα «κάτω απ’ το καπό», όμως το μαγαζί του Κόνσινταϊν ήταν συνολικά καλύτερο αν το ζήτημα αφορούσε τον χώρο των αποσκευών. Ίσως λοιπόν αυτή να ήταν η αιτία. Εκτός κι αν ήταν εντελώς διαφορετική. Με τη μητέρα της να λέει: Ποτέ δεν μας συμπάθησαν. Με τη μητέρα της να την τραβά για να περάσουν βιαστικά μπροστά από δυο ηλικιωμένες καλόγριες στον δρόμο, με εκείνο το χαμόγελο που σήμαινε «συνέχισε να προχωράς». Ο Έμετ έλεγε ότι τον παππού Μάντιγκαν τον πυροβόλησαν στη διάρκεια του Εμφυλίου και ο παππούς Κόνσινταϊν αρνήθηκε να βοηθήσει. Έλεγε ότι οι άνδρες έτρεξαν στο Φαρμακείο ψάχνοντας για αλοιφή και επιδέσμους κι εκείνος απλώς έκλεισε τα στόρια. Όμως, κανείς δεν πίστευε τον Έμετ. Ο παππούς Μάντιγκαν πέθανε από διαβήτη πριν από χρόνια – μάλιστα αναγκάστηκαν να του κόψουν το πόδι. Ό,τι κι αν ίσχυε, εκείνο το βράδυ η Χάνα πήγε στο Φαρμακείο νιώθοντας σημαδεμένη, ξεχωριστή από τη μοίρα ως προμηθεύτρια της κρέμας για τα οπίσθια της ηλικιωμένης, ενώ ο Έμετ δεν είχε καμιά δουλειά να γνωρίζει ότι η γιαγιά τους είχε οπίσθια αφού ήταν αγόρι. Ο Έμετ ενδιαφερόταν για διάφορα και ενδιαφερόταν για στοιχεία και κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν ήταν ασήμαντο ή ηλίθιο, όλα είχαν σχέση με την Ιρλανδία και με άτομα που τα πυροβολούσαν. Η Χάνα κατέβηκε την οδό Κάρτιν και πέρασε μπροστά από τα παράθυρα με το ιστιοφόρο από λακαρισμένο κέρατο,
31
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 31
32
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 32
την κρεμ γαβάθα και την ροζ τσόχινη γάτα. Είχε σουρουπώσει και τα φώτα του Φαρμακείου έλαμπαν κίτρινα στο μπλε του δρόμου. Έπεσε στο ένα γόνατο μπροστά στο ταμείο για να βγάλει το χαρτονόμισμα της μιας λίρας από την κάλτσα της. «Είναι για τη γιαγιά Μάντιγκαν», είπε στον Μπαρτ. «Είπε ότι θα καταλάβεις». Ο Μπαρτ έκλεισε βιαστικά το ένα βλέφαρο κι αμέσως μετά το άνοιξε, κι έπειτα άρχισε να τυλίγει ένα κουτάκι σε καφετί χαρτί. Ακούστηκε το τράβηγμα του σελοτέιπ από τη βάση και στη συνέχεια κόλλησε το χαρτί. «Αλήθεια, πώς είναι;» είπε. «Καλά», είπε η Χάνα. «Όπως πάντα;» Κάπου μέσα της η Χάνα ήλπιζε ότι ο Μπαρτ θα την άφηνε να κρατήσει τη λίρα, όμως άπλωσε το χέρι του κι εκείνη αναγκάστηκε να δώσει το χαρτονόμισμα, έτσι θλιβερό, όπως έδειχνε, και μαλακό από την πολλή χρήση. «Μάλλον», του είπε. Ο Μπαρτ ξεδίπλωσε το χαρτονόμισμα λέγοντας, «Πάντως, είναι πολύ όμορφα εκεί πέρα. Με τις μικρές γεντιανές, ίσως κιόλας ανθισμένες. Εκείνα τα μικρά μπλε λουλουδάκια, τα ξέρεις; Σαν αστεράκια ανάμεσα στις πέτρες;» Έβαλε το παλιό χαρτονόμισμα πρώτο στη στοίβα με εκείνα της μιας λίρας στο ταμείο και άφησε το κλιπ να κατέβει με δύναμη. «Ναι», είπε η Χάνα. Είχε βαρεθεί όλους εκείνους που μιλούσαν για κάποιο λουλουδάκι λες κι ήταν κάτι εκπληκτικό. Και όσους μιλούσαν για τη θέα προς τα Νησιά Άραν και τη μαλακισμένη την ακτή Φλάγκι. Κοίταξε το λερωμένο χαρτονόμισμα πρώτο στη στοίβα με τα ολοκαίνουργια χαρτονομίσματα και σκέφτηκε την τσάντα της γιαγιάς της που δεν περιείχε τίποτα. «Όλα καλά;» είπε ο Μπαρτ, επειδή η Χάνα ξεχάστηκε για
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 33
Αργότερα, στην εκκλησία, κάθισε δίπλα στον πατέρα της που είχε γονατίσει, με το κομποσκοίνι να κρέμεται πάνω από την κουπαστή μπροστά του. Οι χάντρες ήταν λευκές. Αφού ολοκλήρωσε την προσευχή του, το σήκωσε ψηλά και το κράτησε πάνω από το λευκό πουγκάκι του, και οι χάντρες γλίστρησαν στο εσωτερικό σαν νεράκι. Οι Μάντιγκαν πήγαιναν πάντοτε στη λειτουργία παρόλο που δεν ήσουν υποχρεωμένος να πας τη Μεγάλη Πέμπτη. Παλιότερα ο Νταν ήταν παπαδοπαίδι, φέτος όμως φορούσε ένα λευκό στιχάριο, δεμένο με μεταξωτό σχοινί, πάνω από το παντελόνι του. Και πάνω απ’ αυτό κάτι σαν φόρεμα, από τραχύ κρεμ ύφασμα. Ήταν γονατιστός δίπλα στον πατέρα Μπάντζο και τον βοηθούσε να πλύνει τα πόδια των ανθρώπων. Υπήρχαν πέντε άτομα σε καρέκλες μπροστά στην Αγία Τράπεζα και ο ιερέας είχε μια ασημένια λεκάνη και έριχνε νερό διαδοχικά στα πόδια του καθενός· νέοι και γέροι, με τα κότσια και τους κάλους και τα χοντρά κίτρινα νύχια τους. Κατό-
2 – Ο χορταριασμένος δρόμος
33
μια στιγμή κι ένιωσε το δέρμα της να ζωντανεύει απ’ την ντροπή. Ο πατέρας της καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Μπορεί να ήταν όμορφος και ψηλός, όμως το κομμάτι της γης που είχε ήταν όλο πέτρα, ενώ έκανε την ανάγκη του πίσω απ’ τους θάμνους, όπως και οι υπόλοιποι Μάντιγκαν πριν από εκείνον. Φτωχοί, ηλίθιοι, βρόμικοι και φτωχοί. Αυτό ήταν το μόνο πρόβλημα ανάμεσα στους Κόνσινταϊν και τους Μάντιγκαν. Αυτή ήταν η αιτία που δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους. «Μην ξεχάσεις τα ρέστα της», είπε ο Μπαρτ και τράβηξε ένα δεκάπενο κι ένα πεντάπενο κατά μήκος του κυρτού πλαστικού στο συρταράκι της ταμειακής. «Κράτα τα», είπε η Χάνα χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε το πακέτο και βγήκε από το μαγαζί.
34
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 34
πιν γύριζε στον Νταν κι έπαιρνε το λευκό ύφασμα με το οποίο σκούπιζε την πάνω πλευρά κάθε ποδιού. Συμβολικό ήταν και τίποτα παραπάνω. Όπως είναι φυσικό όλοι τους είχαν πλύνει πολύ καλά τα πόδια τους πριν φύγουν απ’ το σπίτι. Και ο ιερέας δεν τα σκούπιζε κανονικά, οπότε δυσκολεύονταν να ξαναφορέσουν τις κάλτσες τους. Ο Νταν ακολουθούσε από κοντά, προσπαθώντας να μην μπερδέψει τα γόνατά του στις πτυχές του φορέματος, και έδειχνε σεβάσμιος. Τη Μεγάλη Παρασκευή η τηλεόραση δεν έπαιζε τίποτε άλλο εκτός από κλασική μουσική. Η Χάνα κοίταξε το ημερολόγιο που κρεμόταν στην κουζίνα, με τις φωτογραφίες με τα ιδρωμένα μαυράκια και τις κοιλιές τους να προβάλλουν κάτω από σταμπωτά φορέματα, και δίπλα τους ιερείς με τα λευκά άμφια. Πάνω από την περιβολή έβλεπες συνηθισμένα, ιρλανδέζικα πρόσωπα, και έδειχναν πολύ ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους και με τα μαύρα παιδιά, στους ώμους των οποίων ακουμπούσαν τα μεγάλα, προσεκτικά τους χέρια. Τελικά, στις οχτώ το βράδυ, ξεκίνησε ο Κόσμος του Αύριο στο RTE 2 και το παρακολουθούσαν όταν άκουσαν τον Νταν να πηγαίνει στο δωμάτιο της μητέρας τους. Έμεινε εκεί για ώρες, με τις δυο φωνές να μουρμουράνε παθιασμένα. Ο πατέρας τους καθόταν και έκανε ότι κοιμάται δίπλα στην κουζίνα, και η Κονστάνς απομάκρυνε από τη βάση της σκάλας τα παιδιά που είχαν στήσει αυτί. Μετά από πολλή ώρα κατέβηκε ο Νταν – κατασταλαγμένος. Ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Ο αδελφός τους, ιερέας: ήταν, όπως είπε ο Έμετ, «και γαμώ τα ανέκδοτα». Πάντως η Χάνα ένιωθε σοβαρή και θλιμμένη. Δεν υπήρχαν πτήσεις από τις ιεραποστολές για την πατρίδα. Ο Νταν θα εγκατέλειπε για πάντα την Ιρλανδία. Και, συν τοις άλλοις, ίσως και να πέθαινε. Αργότερα, εκείνο το βράδυ, ο Έμετ τον χλεύασε. «Ουσιαστικά δεν πιστεύεις», είπε. «Απλά έτσι νομίζεις». Και ο Νταν κατέφυγε στο νέο, παπαδίστικο χαμόγελό του.
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 35
Στο μεταξύ, υπήρχε κι εκείνο το ζήτημα με την κοπέλα του Νταν, που δεν είχε ενημερωθεί ακόμα. Η Χάνα το συνειδητοποίησε μετά το πασχαλινό δείπνο, με το κοτόπουλο να βρίσκεται, νεκρό και σε καμία περίπτωση έτοιμο να αναστηθεί, στο κέντρο του τραπεζιού· με μισό λεμόνι στο στήθος ή στον ποπό – η Χάνα δεν μπόρεσε ποτέ να τα ξεχωρίσει. Η μητέρα της δεν κατέβηκε να φάει μαζί τους, ήταν ακόμα στο κρεβάτι. Δήλωσε πως δεν θα σηκωνόταν ποτέ ξανά. Η Χάνα κάθισε στο πλάτωμα έξω από το δωμάτιό της και έπαιζε χαρτιά και όταν η μητέρα της τράβηξε την πόρτα να ανοίξει, όλα τα χαρτιά μπερδεύτηκαν και η Χάνα έβαλε τα κλάματα, κι έπειτα η μητέρα της την χαστούκισε επειδή έκλαιγε και η Χάνα άρχισε να κλαίει ακόμη πιο δυνατά και η μητέρα της τρέκλισε και ούρλιαξε. Την Τρίτη ο Νταν πήρε μαζί του τη Χάνα στο Γκόλγουεϊ, για μερικές μέρες. Είπε ότι το έκανε για να την απομακρύνει από τα προβλήματα, όμως υπήρχε ένα πρόβλημα αλλιώτικο που τους περίμενε στην Πλατεία Έιρ. «Από δω η Χάνα», είπε ο αδελφός της κι έσπρωξε τη Χάνα μπροστά. «Γεια σου», είπε η γυναίκα και έτεινε το χέρι που το κάλυπτε ένα σκούρο πράσινο δερμάτινο γάντι. Η γυναίκα φαινόταν πολύ καλή. Το γάντι έφτανε ως τον καρπό, με μια σειρά ντυμένα κουμπιά στο πλάι. «Άντε λοιπόν», είπε ο Νταν και η Χάνα, που δεν ήξερε ακόμη από καλούς τρόπους, άπλωσε το χέρι για να σφίξει εκείνο της γυναίκας. «Θέλεις παγωτό;» της είπε εκείνη.
35
«Και ποια είναι η διαφορά είπαμε;» είπε. Κι έτσι επισημοποιήθηκε. Ο Νταν θα τους εγκατέλειπε για να σώσει τα μαύρα μωρά. Η μητέρα τους δεν είχε πια τη δύναμη να τον σταματήσει.
36
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 36
Η Χάνα περπατούσε δίπλα τους, προσπαθώντας να βγάλει κάποιο νόημα από την κυκλοφορία και τους περαστικούς, όμως η πόλη ήταν τόσο περίπλοκη που δεν προλάβαινε να τα μάθει όλα. Ένα ζευγάρι φοιτητές σταμάτησε να τους μιλήσει. Το καρό μπουφάν της κοπέλας ήταν ανοιχτό πάνω από ένα μάλλινο πουλόβερ και ο άνδρας είχε μεγάλα γυαλιά και καχεκτικό μούσι. Ήταν πιασμένοι χέρι χέρι, ακόμα και καθώς στέκονταν εκεί, και η κοπέλα κουνιόταν στη θέση της και έριχνε φευγαλέες ματιές στον Νταν κάτω από τα μπερδεμένα μαλλιά της, λες και περίμενε ότι θα έλεγε κάτι ξεκαρδιστικό. Κι αμέσως μετά όντως είπε κάτι, είπε: «Ποιος μας έχει μουντζώσει;» και η κοπέλα διπλώθηκε από τα γέλια. Χώρισαν ελαφρώς αμήχανα από αυτό το ζευγάρι και η κοπέλα του Νταν τους πήγε σε μια παμπ. Είπε, «Μάλλον θα λυσσάς από την πείνα. Θες ένα σάντουιτς με ζαμπόν;» και η Χάνα δεν ήξερε τι να πει. Η παμπ ήταν πολύ σκοτεινή εσωτερικά. «Θέλει», είπε ο Νταν. «Και τι άλλο; Μπίρα;» «Καλύτερα να πιει μια πορτοκαλάδα με ανθρακικό». Κι έτσι εμφανίστηκε μπροστά της, σε ένα ποτήρι φαρδύτερο στο χείλος, με την επιφάνεια του υγρού μια σειρά από φυσαλίδες που υψώνονταν και χάνονταν στον αέρα. «Ώστε λοιπόν πας γυμνάσιο;» είπε η κοπέλα του Νταν και άφησε τρία σακουλάκια με πατατάκια στο τραπέζι πριν καθίσει. «Κατάφεραν να σε σκοτώσουν, οι καλόγριες, ή όχι ακόμα;» «Κάνουν ό,τι μπορούν», είπε η Χάνα. «Μη δίνεις σημασία». Ασχολήθηκε με τα γάντια και την τσάντα της. Στα μαλλιά φορούσε μια πιάστρα από γυαλισμένο ξύλο και την ξεκούμπωσε και την κούμπωσε ξανά. Αμέσως μετά σήκωσε το ποτήρι της.
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 37
* Αγαλλιάστε. (Σ.τ.Μ.)
37
«Gaudete!»* είπε. Λέξη λατινική, και αστεία. Η Χάνα ξετρελάθηκε με τη φίλη του Νταν. Ήταν τόσο εκλεπτυσμένη. Δεν της ταίριαζε άλλη λέξη. Η φωνή της είχε επίπεδα, είχε συναίσθημα και ειρωνεία, είχε πλήρη άγνοια –όπως συνειδητοποίησε η Χάνα με ένα αλλόκοτο, στραπατσαρισμένο συναίσθημα– για όσα της επιφύλασσε το μέλλον. Ο Νταν θα γινόταν ιερέας! Δεν θα σου περνούσε από το μυαλό έτσι όπως άφησε το ποτήρι της μπίρας μπροστά του και σκέπασε το πάνω του χείλος με το κάτω για να το καθαρίσει από τον αφρό. Δεν θα σου περνούσε από το μυαλό έτσι όπως κοίταξε τη νεαρή γυναίκα δίπλα του με τα λυτά, ανοιχτοκάστανα μαλλιά. «Λοιπόν, πώς πάει;» «Πάει και δεν γυρνάει», είπε εκείνη. «Αυτό ξαναπές το», της είπε. Η κοπέλα του Νταν ήταν μια τραγωδία σε αναμονή. Κι όμως, εκείνα τα πράσινα γάντια προϊδέαζαν για μια ζωή που θα ήταν υπέροχη. Θα σπούδαζε στο Παρίσι. Θα έκανε τρία παιδιά, θα τους μάθαινε όμορφα ιρλανδικά και τέλεια γαλλικά. Δεν θα έπαυε ποτέ να κλαίει για τον Νταν. «Με συγχωρείς, πώς είπαμε ότι σε λένε;» είπε η Χάνα. «Πώς με λένε;» είπε εκείνη και γέλασε χωρίς λόγο. «Ω, με συγχωρείς. Ίζαμπελ». Μα φυσικά. Είχε όνομα βγαλμένο από βιβλίο. Μετά την παμπ κατέβηκαν τρέχοντας έναν δρόμο και βρέθηκαν ξαφνικά σε ένα μέρος όπου όλοι μύριζαν εξαιτίας της βροχής. Ο Νταν έβγαλε το παλτό της Χάνα παρόλο που ήταν κάτι περισσότερο από ικανή να το βγάλει μόνη της και όταν η Ίζαμπελ επέστρεψε είχε τα εισιτήρια στο χέρι. Θα έβλεπαν μια θεατρική παράσταση. Το δωμάτιο όπου μπήκαν δεν θύμιζε θέατρο, δεν υπήρχε
38
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 38
αυλαία ούτε κόκκινο χαλί αλλά μεγάλοι πάγκοι με μαξιλάρια στην πλάτη και όταν βρήκαν τη σωστή σειρά, βρέθηκαν μπροστά σε δύο ιερείς ιερείς. Κανονικούς ιερείς. Ο ένας ήταν γέρος, ο άλλος νέος, και ασχολούνταν, με πραγματικά αργές κινήσεις, με τα προγράμματα και τα κασκόλ τους. Η Ίζαμπελ αναγκάστηκε να στριμωχτεί για να περάσει από μπροστά τους, και οι ιερείς τελικά σηκώθηκαν και στη συνέχεια ξανακάθισαν δείχνοντας ελαφρώς προσβεβλημένοι. Τέντωσαν τα ιερά οπίσθιά τους ελαφρά προς τα πίσω και τα βύθισαν στη δερματίνη. Ήταν από τα πράγματα που παλιότερα ο Νταν θα κορόιδευε, όμως τώρα είπε, «Καλησπέρα, Πατέρες», και η Ίζαμπελ έμεινε σκεπτικά σιωπηλή ώσπου τα μεταλλικά φώτα έτριξαν και άρχισαν να σβήνουν. Η σκοτεινιά του θεάτρου ήταν πρωτόγνωρη για τη Χάνα. Δεν ήταν η σκοτεινιά της πόλης ούτε του δωματίου που μοιραζόταν με την Κονστάνς στο Αρντίβιν. Δεν ήταν η μαύρη σκοτεινιά της εξοχής στο Μπούλαβον. Ήταν η σκοτεινιά ανάμεσα σε ανθρώπους: ανάμεσα στην Ίζαμπελ και τον Νταν, ανάμεσα στον Νταν και τους ιερείς. Ήταν η σκοτεινιά του ύπνου, ακριβώς πριν από το όνειρο. Το θεατρικό εξελισσόταν τόσο γρήγορα, που η Χάνα δεν θα μπορούσε να σου πει, μετά, τι συνέβη. Η μουσική ήταν βροντερή και οι ηθοποιοί έτρεχαν γύρω, και η Χάνα δεν γούσταρε κανέναν εκτός από τον πιο νέο. Είχε φρύδια ανασηκωμένα στη μέση και όταν πέρασε τρέχοντας από μπροστά της, η Χάνα διέκρινε τα πάντα, τα γυμνά του πόδια, το χτένισμά του, το συγκριτικό μήκος κάθε δάχτυλου του ποδιού. Ήταν πολύ αληθινός, εξίσου αληθινός με τα σάλια που πετάγονταν από το στόμα του, αν και οι λέξεις που έβγαιναν από μέσα του δεν ήταν αληθινές – ίσως γι’ αυτό η Χάνα δεν μπορούσε να τις παρακολουθήσει. Η ιστορία αφορούσε την Γκρονιουέιλ, τη βασίλισσα των πειρατών, που εξελίχθηκε, μέσα σε όλα αυτά, σε μια άλλη βα-
σίλισσα, την Ελισάβετ Α΄. Η ηθοποιός έβγαλε μια μάσκα και η φωνή της άλλαξε και το σώμα της άλλαξε κι ήταν σαν τις φυσαλίδες από την πορτοκαλάδα της Χάνα, μόνο που οι φυσαλίδες ήταν στο κεφάλι της. Οι κόκκοι της σκόνης αιωρούνταν στα δυνατά φώτα, οι λάμπες έτριζαν στα δοκάρια. Η γυναίκα στράφηκε και η μάσκα στράφηκε αργά, και ξαφνικά κάτι άρχισε να συμβαίνει μέσα στη Χάνα και το ένιωσε να απλώνεται στο κοινό σαν κοκκίνισμα, ό,τι κι αν ήταν αυτό –το θεατρικό–, και κάθε λέξη έβγαζε νόημα. Έπειτα οι ηθοποιοί εξαφανίστηκαν και τα κανονικά φώτα άναψαν και οι δύο ιερείς έμειναν ακίνητοι για μια στιγμή, λες και προσπαθούσαν να θυμηθούν πού βρίσκονταν. «Μάλιστα», είπε ο μεγαλύτερος. Και όταν έφτασε η ώρα για το δεύτερο μέρος, δεν επέστρεψαν. Στο δωμάτιο έξω, που ήταν γεμάτο κόσμο, η Ίζαμπελ είπε, «Θέλεις παγωτό;» «Ναι», είπε εκείνη και η Ίζαμπελ πέρασε μέσα από το πλήθος και επέστρεψε με ένα Twist Cup. Στη διάρκεια του δεύτερου μέρους, ο ωραίος ηθοποιός μίλησε στη Χάνα. Σταμάτησε στη σκηνή και ίσιωσε το κεφάλι για να πει κάτι πολύ σιγά, και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Παρόλο που δεν μπορούσε να την δει. Κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή. Και η Χάνα ένιωσε μια έντονη παρόρμηση να περάσει από την άλλη πλευρά και να βρεθεί μαζί του – με το βλέμμα του να την προσκαλεί όπως προσκαλείς τα φαντάσματα από το σκοτάδι. Όταν τελείωσε η παράσταση, η Χάνα πήγε να βρει τις τουαλέτες, όπου οι γυναίκες κουβέντιαζαν μεταξύ τους εντελώς ανέμελα καθώς έβρεχαν τα χέρια τους κάτω από τις βρύσες ή τραβούσαν ένα κομμάτι καθαρής πετσέτας από το ρολό. Η Χάνα δεν ήθελε να επιστρέψει ακόμα στην πραγματική ζωή. Προσπάθησε να κρατηθεί από το θεατρικό ενώ διέσχιζαν τους βρεγμένους δρόμους και έστριψαν προς ένα μεγάλο ποτάμι·
39
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 39
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 40
40
παρόλο που το ποτάμι ήταν συναρπαστικό μέσα στη νύχτα, προσπάθησε να κρατήσει ασφαλές το θεατρικό στο μυαλό της. Στη μέση της γέφυρας, καθισμένη με την πλάτη στην κουπαστή, ήταν μια ζητιάνα που ρώτησε τη Χάνα αν της περίσσευαν τίποτα ψιλά, όμως η Χάνα δεν είχε καθόλου χρήματα. Γύρισε για να της το πει και πάγωσε στη θέση της, γιατί η γυναίκα είχε κι ένα μωρό –αυτή η γριά, βρόμικη γυναίκα είχε ένα αληθινό, ζωντανό μωρό– κάτω από την καρό κουβέρτα που χρησιμοποιούσε σαν σάλι. Ο Νταν έπιασε τη Χάνα από το μπράτσο για να προχωρήσει και η Ίζαμπελ χαμογέλασε. «Μια στιγμή», είπε και γύρισε να αφήσει ένα κέρμα. Το διαμέρισμα του Νταν ήταν πάνω από ένα κατάστημα σιδηρικών. Σταμάτησαν σε μια μικρή πόρτα και ανέβηκαν τη στενή σκάλα ως τον πρώτο όροφο, όπου υπήρχε ένα μεγάλο δωμάτιο, ένα κουζινάκι και ένας καναπές για να κοιμηθεί η Χάνα. Ο καναπές είχε τετράγωνα μεταλλικά πόδια και βαθουλωμένα καφετιά μαξιλάρια. Η Χάνα ξετύλιξε τον υπνόσακό της και έβγαλε τα παπούτσια της, στη συνέχεια σκαρφάλωσε στον καναπέ και έβγαλε το παντελόνι της μέσα στον υπνόσακο, τραβώντας το τελικά από το άνοιγμα. Τέντωσε ξανά τα χέρια για να βγάλει τις κάλτσες, όμως ήταν κάπως στενά εκεί μέσα και κατέληξε να τις σπρώχνει με τα δάχτυλα των ποδιών. Ήταν ο ίδιος υπνόσακος από σκούρο μπλε νάιλον που είχε πάρει ο Έμετ στη Λειτουργία του Πάπα και η Χάνα είχε την εντύπωση ότι μύριζε τα τσιγάρα που είχε καπνίσει ο αδελφός της εκείνο το βράδυ. Φαντάστηκε πόσο θα ζήλευε ο Έμετ με όσα είχε να του πει, τώρα.
Η Χάνα κατέβηκε από το λεωφορείο, κατηφόρισε την οδό Κάρτιν και διέσχισε την κυρτή γέφυρα. Το σπίτι έδειχνε πολύ άδειο κι εκείνη πήγε από την πίσω πλευρά όπου ο Έμετ είχε φτιάξει έναν χώρο στο γκαράζ, όμως δεν ήταν εκεί. Ήταν στο
σπασμένο θερμοκήπιο με μια νέα φουρνιά γατάκια, με τη μάνα γάτα σφιγμένη απ’ τον θυμό έξω από την πόρτα. Η Χάνα του είπε για την κοπέλα. «Ε, και τι έγινε;» είπε εκείνος και σηκώθηκε. «Τα πράγματα έχουν αλλάξει», του είπε. «Σε ενθαρρύνουν να βγαίνεις με κορίτσια, μέχρι να παντρευτείς». «Να βγαίνεις», είπε ο Έμετ. «Τι;» «Να βγαίνεις;» Της άρπαξε το αυτί και το έστριψε. «Άου», είπε εκείνη. «Έμετ». Του άρεσε να παρατηρεί το πρόσωπό της όταν την πονούσε, να βλέπει το αποτέλεσμα. Ουσιαστικά ήταν περισσότερο περίεργος παρά άκαρδος. «Έμεινε;» «Ποια;» «Η κοπέλα». «Όχι δεν έμεινε. Τι εννοείς, “έμεινε”;» «Κοιμήθηκε μαζί του;» «Έμετ, για όνομα του Θεού! Όχι βέβαια. Αφού ήμουν στο διπλανό δωμάτιο». Δεν του είπε πόσο όμορφη ήταν η Ίζαμπελ: ότι αφού έφυγε, ο Νταν κάθισε και έβγαλε τα γυαλιά του και πίεσε τη γέφυρα της μύτης του. Η Χάνα μπήκε στο σπίτι από την πίσω πόρτα, διέσχισε το πέρασμα με το πλυντήριο και το απόθεμα σε κάρβουνα και μήλα και μπήκε στη μεγάλη κουζίνα, όπου η εστία είχε αρχίσει να κρυώνει. Βγήκε στον διάδρομο και έριξε μια ματιά στο μικρό γραφείο όπου κάποια χαρτιά έπεσαν από τις στοίβες σχηματίζοντας κιτρινισμένες βεντάλιες στο πάτωμα. Στο άνοιγμα του ραγισμένου τζακιού στο μπροστινό δωμάτιο στροβιλιζόταν ένα ρεύμα ψυχρού αέρα που, κατά τη γνώμη της, ήταν στην πραγματικότητα το φάντασμα κάποιου. Το σπίτι ήταν ο αλλόκοτα
41
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 41
42
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 42
κενός εαυτός του, με τη μητέρα τους «απομονωμένη», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Νταν. Οριζοντιωμένη. Με τη μητέρα της νεκρή. Τελικά η Χάνα ανέβηκε πάνω για να πει στη νεκρή μητέρα της ότι επέστρεψε, να ρωτήσει αν ήθελε να φάει και να καθίσει δίπλα της στο κρεβάτι, και στη συνέχεια να ξαπλώσει, ενώ η μητέρα της –που ήταν ζεστή και στην πραγματικότητα όμορφα ζωντανή– σήκωσε το πουπουλένιο πάπλωμα για να κολλήσει πάνω της η Χάνα, με τα παπούτσια να εξέχουν από την άκρη του στρώματος. Επειδή η Χάνα ήταν το μωράκι της και δεν θα έκανε ποτέ τη μητέρα της να κλάψει και αρκούσε να ξαπλώσει εκεί αφήνοντας το μπράτσο της να κρέμεται από την άκρη του κρεβατιού και να ξεφυλλίζει τα βιβλία που ήταν στοιβαγμένα στο πάτωμα. Βροχή στον άνεμο «Όχι αυτό», είπε η μητέρα της. «Είσαι μάλλον μικρή γι’ αυτό». Στο εξώφυλλο υπήρχε ένα κορίτσι με αχνό κραγιόν, που φλέρταρε με έναν άνδρα. «Δράμα, έξαψη και ρομάντζο στη φριχτή ομορφιά των ακτών του Ατλαντικού στο Γκόλγουεϊ». «Έχει κοπέλα», είπε η Χάνα. «Αλήθεια;» είπε εκείνη. «Ναι», είπε η Χάνα. «Και μου το λες έτσι απλά;» είπε η μητέρα της. «Είναι πολύ καλή», είπε η Χάνα. Και πριν προλάβει η Χάνα να το συνειδητοποιήσει, η μητέρα της πέταξε τα σκεπάσματα, σηκώθηκε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού. Έβγαλε το κοντό μπουφάν από τιρκουάζ πολυέστερ και το πέταξε στην άλλη πλευρά του δωματίου, στην ποδιά της Χάνα. «Άντε. Έξω!» είπε, όμως η Χάνα απλά χώθηκε κάτω από τα σεντόνια, την ώρα που η μητέρα της τριγύρναγε στο δωμάτιο κάνοντας πράγματα που η Χάνα μόνο να τα μαντέψει μπο-
ρούσε. Ήταν τόσο ωραία, να ξαπλώνει εκεί στο σκοτάδι όση ώρα η βούρτσα κροτάλιζε στην επιφάνεια της τουαλέτας και τα τσιμπιδάκια έβγαζαν τους αδύναμους, ανάλαφρους ήχους τους. Η Χάνα άκουσε το σύρσιμο από το τράβηγμα μιας φούστας και, καθώς η μητέρα της έβγαινε από το δωμάτιο, έναν γδούπο επειδή κάπου σκόνταψε. Σε ένα παπούτσι που ανήκε στον μπαμπά της, ίσως. Αφού έφυγε, η Χάνα πρόβαλε στο φως και κοίταξε πέρα από τη βάση του κρεβατιού. Εκεί ήταν, πεταμένο στο πλάι· μαύρο και γυαλισμένο, έτοιμο για τη Λειτουργία. «Έλα, λοιπόν, Χάνα!» Κάτω, η μητέρα της γέμισε ξανά τα δωμάτια με την παρουσία της. Υπήρχαν δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Υπήρχε και κουβεντούλα: «Πες μου τα πάντα για το Γκόλγουεϊ, πήγες θέατρο;» Η Χάνα της είπε για τη βασίλισσα των πειρατών και για τη ζητιάνα στη γέφυρα, και η μητέρα της είχε φορέσει την πετσέτα της κουζίνας στο κεφάλι αντί για μαντίλι και τριγύρναγε λέγοντας: «Ω, ένα σπιτάκι να ’χεις! Με το δικό σου τζάκι και σκαμνί και όλα τ’ άλλα!» Η Χάνα την συνόδευσε στην απαγγελία του ποιήματος που είχαν να το πουν από τότε που ήταν πολύ μικρή. Η μητέρα της της είπε για τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος κι εκείνη πήγε να δει τον Ανιού ΜακΜάστερ να παίζει τον Οθέλο. Ήταν μόλις δέκα ετών και η παράσταση ήταν στο Ένις, μάλλον, κι εκείνος είχε βάψει μαύρο το πρόσωπο και φορούσε μεγάλα σκουλαρίκια κρίκους και βραχιόλια στα μπράτσα κι ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Ένιωθες τη φωνή του σαν ν’ ακουμπάει κάτι πάνω σου στο σκοτάδι. Κατόπιν, κοίταξε την πετσέτα στο χέρι της και ξαφνικά την πέταξε στη γωνία, δίπλα στον νεροχύτη λέγοντας, «Θεέ μου, κοίτα τι φορούσα στα μαλλιά» και τράβηξε με δύναμη την κατσαρόλα με τη μακριά λαβή για να βράσει όλες τις πετσέτες της κουζίνας στην εστία. Σύντομα, ολόκληρο το σπίτι μύριζε φαινόλη και ζεστό, βρόμικο βαμβάκι. Η Χάνα επέστρεψε στη γεμάτη ατμούς κουζίνα
43
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 43
ENRIGHT DROMOS sel DDD FINAL_Layout 1 2/12/15 2:58 μ.μ. Page 44
ψάχνοντας κάτι να φάει, όμως η Κονστάνς είχε επιστρέψει στη δουλειά της στο Δουβλίνο και το μοναδικό πράγμα που έβραζε ήταν τα βρόμικα πανιά της κουζίνας. Η Χάνα σήκωσε το καπάκι και κοίταξε το γκρίζο νερό με τους βρόμικους αφρούς. Η μητέρα της καθόταν στο τραπέζι κοιτώντας ευθεία μπροστά. «Έλεγα να φτιάξω ψημένο ψωμί με τυρί», είπε η Χάνα και η μητέρα της είπε, «εγώ τον έκανα. Εγώ τον έκανα αυτό που είναι. Και δεν μ’ αρέσει αυτό που είναι. Είναι γιος μου και δεν μου αρέσει ούτε και σ’ εκείνον αρέσω. Και δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσεις απ’ αυτό, γιατί είναι ένας φαύλος κύκλος και το φταίξιμο είναι αποκλειστικά δικό μου». Για τη Χάνα, όλα αυτά ήταν είτε αλήθεια είτε άσχετα με το θέμα. Όμως, αντί να το πει στη μητέρα της, είπε εκείνο που υποτίθεται πως έπρεπε να πει: «Όμως, εγώ σου αρέσω, μανούλα». «Μ’ αρέσεις τώρα», είπε η μητέρα της.
44
Αργότερα, αφού η Χάνα ετοίμασε το ψωμί με το τυρί, η μητέρα της ήρθε στην κουζίνα και γέμισε μια θερμοφόρα από τον μεγάλο βραστήρα στην εστία. «Μου κάνεις τη χάρη να πας μέχρι τον θείο σου;» είπε. «Να μου πάρεις μερικές ασπιρίνες;» «Έτσι λες;» «Είμαι θολωμένη», είπε. Και όταν η Χάνα πήγε στον θείο της τον Μπαρτ, υπήρχαν καινούργια αρώματα στο Φαρμακείο.