FONOI STI VITHLEEM

Page 1

REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 9

ΚεφΑλΑιο Πρωτο

Ο

ΟΜαρ γΙΟυΣΕΦ, καΘΗγΗΤΗΣ ΙΣΤΟρΙαΣ ΤωΝ κακΟΤυχωΝ παΙ-

* Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Relief and Works Agency) για την εξεύρεση εργασίας και την περίθαλψη Παλαιστινίων προσφύγων στη Μέση Ανατολή. (Σ.τ.Μ.)

9

διών του προσφυγικού καταυλισμού της Ντεχάισα, βάδιζε αργά και με κόπο στον ανηφορικό φιδογυριστό δρόμο, προσπερνώντας τα γκριζωπά, πλινθόκτιστα σπίτια, απομεινάρια της Τουρκοκρατίας στα περίχωρα της Μπέιτ Τζαλά. Κοντοστάθηκε στο δυνατό βραδινό αγιάζι, έβγαλε μια χτένα από την τσέπη του τουίντ σακακιού του και προσπάθησε να δαμάσει τις λιγοστές άσπρες τούφες που έκρυβαν τη φαλάκρα του. Κοιτάζοντας τα καφετιά δερμάτινα παπούτσια του στο πορτοκαλί φως του φανοστάτη που τρεμόπαιζε, έβγαλε ένα σιγανό επιφώνημα αποδοκιμασίας για το χώμα που είχαν μαζέψει έτσι που σκόνταφτε κάθε τόσο στο ανώμαλο κράσπεδο, έξω από τη Βηθλεέμ. Στη σκοτεινιά του γωνιακού στενοσόκακου, ένας ένοπλος έβηξε κι έφτυσε κάτω. Το πηχτό έκκριμα προσγειώθηκε στο όριο φωτός και σκοταδιού, θαρρείς και ο τύπος το έκανε επίτηδες για να τραβήξει την προσοχή του Ομάρ Γιούσεφ – ο οποίος αντιστάθηκε στην παρόρμηση να επιπλήξει τον φρουρό για τη χοντράδα του, όπως θα επέπληττε την οποιαδήποτε μαθήτριά του στο Σχολείο Θηλέων της UNRWA.* Ο νεαρός μπράβος, αν και μισοκρυμμένος εξαιτίας της νύχτας, ήταν μια σιλουέτα ξεκάθαρη όσο το φως του ήλιου στα έμπειρα μάτια του Ομάρ Γιούσεφ, που ήξερε ότι η χυδαιότητα ήταν το ψωμοτύρι αυτού του ανθρωπόμορφου ίσκιου. Ο Ομάρ Γιούσεφ έκανε μια ύστατη προσπάθεια να σιάξει τα ανεμοδαρμένα του μαλλιά με το ελαφρώς τρε-


REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 10

10

μάμενο χέρι του. Με άλλη μια αποκαρδιωμένη ματιά στα παπούτσια του, προχώρησε στα σκοτεινά. Στο σημείο όπου ο δρόμος έβγαζε σε μια μικρή πλατεία, ο Ομάρ Γιούσεφ σταμάτησε να ξελαχανιάσει. Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν η Λέσχη Ελλήνων Ορθοδόξων. Μεγάλα παράθυρα διατρυπούσαν την επιφάνεια των στιβαρών πέτρινων τοίχων, ψηλά και με μεταλλικά διαχωριστικά στα τζάμια –με μια αψίδα στην κορυφή και σκαλιστούς ομόκεντρους κύκλους στις εσοχές, οι οποίοι χάνονταν στο βάθος του τοίχου– τοποθετημένα ακριβώς σε ύψος που καθιστούσε αδύνατο να κοιτάξεις στο εσωτερικό, λες και το κτήριο χρησίμευε και σαν φρούριο. Την αψιδωτή είσοδο κοσμούσε ένα αέτωμα. Μέσα, το εστιατόριο ήταν βυθισμένο στη σιωπή και στο ημίφως. Τα διάσπαρτα εντοιχισμένα φωτιστικά άφηναν την κιτρινωπή σαν του κρόκου λάμψη τους να διαχέεται στο ψηλό θολωτό ταβάνι, κι έβαφαν τα κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα μ’ ένα χλομό μελένιο κίτρινο χρώμα. Υπήρχε μόνο ένας θαμώνας σ’ ένα γωνιακό τραπέζι, κάτω από μια παλιά φωτογραφία των προ πολλού νεκρών αξιωματούχων του χωριού, με τα φέσια τους και το απλανές βλέμμα που συναντά κανείς στις πρώιμες δαγγεροτυπίες.* Ο Ομάρ Γιούσεφ έκανε νόημα στον βαριεστημένο σερβιτόρο, που πήγε να σηκωθεί από την καρέκλα του, υποδεικνύοντάς του να μείνει εκεί που ήταν, και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του Τζορτζ Σαμπά. «Δε σε ταλαιπώρησαν, καθώς ερχόσουνα, οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων, ε Αμπού Ραμίζ;» ρώτησε ο Σαμπά. Μεταχειριζόταν το σπάνιο μείγμα σεβασμού και οικειότητας που υπονοεί το να αποκαλείς έναν άντρα Αμπού –πατέρα– προσθέτοντας το όνομα του μεγαλύτερου γιου του. «Όχι, εκτός από έναν μπάσταρδο που παραλίγο να φτύσει στα παπούτσια μου», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Χαμογέλασε, με ύφος βλοσυρό. «Αλλά κανένας δεν πήγε να μου πουλήσει ηρωισμούς απόψε. Μάλιστα, απ’ ό,τι πήρε το μάτι μου, δεν είχε και πολλούς φρουρούς στο δρόμο». * Η πρώτη φωτογραφική τεχνική, που παρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1839. (Σ.τ.Μ.)


«Κακό σημάδι. Σημαίνει ότι περιμένουν επεισόδια». Ο Τζορτζ γέλασε. «Ξέρεις, βέβαια, πως όλοι αυτοί οι μεγάλοι και τρανοί υπερασπιστές της ελευθερίας του παλαιστινιακού λαού είναι πάντα οι πρώτοι που γίνονται καπνός έτσι και πλακώσουν οι Ισραηλινοί». Ο Τζορτζ Σαμπά ήταν γύρω στα τριάντα πέντε. Μεγαλόσωμος, απεριποίητος και χοντροκομμένος, έμοιαζε το άκρο αντίθετο του μικροκαμωμένου, καλοβαλμένου και λεπτολόγου Ομάρ Γιούσεφ. Τα πυκνά μαλλιά του είχαν άσπρες τούφες στους κροτάφους και χύνονταν πάνω στο έντονο, πλατύ μέτωπό του σαν αφρισμένο κύμα που σκάει σε βράχο. Έκανε κρύο μέσα στο εστιατόριο, κι έτσι φορούσε ένα χοντρό καρό πουκάμισο κι ένα παλιό μπλε αδιάβροχο με το φερμουάρ κατεβασμένο, ν’ αφήνει ελεύθερη τη μεγάλη του κοιλιά. Ο Ομάρ Γιούσεφ καμάρωνε τον πρώην μαθητή του, έναν από τους πρώτους που είχε διδάξει. Και όχι επειδή ο Τζορτζ είχε πετύχει ιδιαίτερα στη ζωή του, μα πιο πολύ για την εντιμότητά του και για τη σταδιοδρομία που είχε επιλέξει, αξιοποιώντας τα όσα είχε διδαχτεί στο μάθημα Ιστορίας του Γιούσεφ: ο Τζορτζ Σαμπά ήταν αντικέρ. Αγόραζε τα συντρίμμια αλλοτινών καιρών ευημερίας, όπως χαρακτήριζε το εμπόρευμά του, και κατάφερνε με τις φροντίδες του να ξαναδώσει σε έργα από αραβικό και περσικό ξύλο την αρχική ζεστή τους γυαλάδα, αντικαθιστούσε τις ψηφίδες που έλειπαν από συριακά φιλντισένια διακοσμητικά αντικείμενα και τα πουλούσε ως επί το πλείστον στους Ισραηλινούς που περνούσαν από το μαγαζί του, κοντά στον περιφερειακό που έβγαζε στον καταυλισμό. «Καθόμουνα και χάζευα σήμερα εκείνη την υπέροχη παλιά Βίβλο που μου ’χες χαρίσει, Αμπού Ραμίζ», είπε ο Τζορτζ Σαμπά. «Α, ναι, είναι υπέροχο αυτό το βιβλίο», είπε ο Ομάρ Γιούσεφ. Μοιράστηκαν ένα αμοιβαίο χαμόγελο. Προτού μετατεθεί στο σχολείο των Ηνωμένων Εθνών, ο Ομάρ Γιούσεφ δίδασκε στην ακαδημία που διηύθυνε η Αδελφότητα του Αγίου Ιωάννη ντε λα Σαλ στη Βηθλεέμ. Εκεί, στους φρέρηδες, είχε γνωρίσει και τον Τζορτζ Σαμπά, έναν από τους κορυφαίους μαθητές του. Όταν πήρε το απολυτήριό του, ο Ομάρ Γιούσεφ του χάρισε μια μαύρη δερματόδετη Βίβλο, αυτήν τη Βίβλο που είχε δωρίσει κάποτε στον

11

REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 11


REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 12

12

πολυαγαπημένο πατέρα τού Ομάρ Γιούσεφ ένας ιερέας στην Ιερουσαλήμ, στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βίβλος, μεταφρασμένη στα αραβικά, ήταν κειμήλιο ακόμα και τότε. Ο πατέρας τού Ομάρ Γιούσεφ είχε γνωριστεί με τον ιερέα σε μια συγκέντρωση στο σπίτι ενός Τούρκου μπέη, κι έπιασαν φιλίες. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε τίποτε το αλλόκοτο ή το αξιόμεμπτο στη στενή γνωριμία ανάμεσα σ’ έναν καθολικό ιερέα από το πατριαρχείο, στα σύνορα της Πύλης Τζάφα στην Ιερουσαλήμ, και τον μουσουλμάνο μουχτάρ* ενός χωριού ζωσμένου με λιόδεντρα, στα νότια περίχωρα της πόλης. Την εποχή όμως που ο Ομάρ χάρισε τη Βίβλο στον Τζορτζ Σαμπά, μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζούσαν πλέον πιο ξέχωρα, σε ελαφρό κλίμα μίσους. Τώρα πια η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. «Δεν έχει να κάνει με το θρησκευτικό στοιχείο, βλέπεις. Ένας Θεός ξέρει πόσο πιο ευτυχισμένη θα ’ταν η βασανισμένη πολίχνη μας αν δεν υπήρχε ούτε Βίβλος ούτε Κοράνι. Αν το περίφημο αστέρι που οδήγησε τους τρεις μάγους είχε λάμψει, λόγου χάρη, πάνω από τη Βαγδάτη αντί για τη Βηθλεέμ, η ζωή μας εδώ θα ’ταν χαρά Θεού», είπε ο Σαμπά. «Απλώς, η συγκεκριμένη Βίβλος μού θυμίζει όλα όσα μου ’χεις προσφέρει». Ο Ομάρ Γιούσεφ έβαλε να πιει λίγο μεταλλικό νερό από ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι. Τα σκούρα καστανά μάτια του είχαν θολώσει από την ξαφνική συγκίνηση. Το παρελθόν επέστρεψε στο νου του ορμητικό και τον άγγιξε βαθιά: η παλιά Βίβλος και τα πολυμαθή χέρια που είχαν αφήσει λαδιές και ιδρώτα και κατάνυξη με τα ακροδάχτυλά τους στο λεπτό χαρτί των σεβαστών σελίδων· η μνήμη του πολυαγαπημένου του πατέρα, τριάντα χρόνια πια από το χαμό του· και αυτό το αγόρι, που με τη δική του βοήθεια είχε γίνει ο άντρας που καθόταν τώρα αντίκρυ του. Σήκωσε το βλέμμα όλο τρυφερότητα, κι ενόσω ο Τζορτζ Σαμπά παράγγελνε τα ορεκτικά και μια πιατέλα με ψητό κρέας, σκούπισε απαρατήρητος τα μάτια με το δάχτυλό του. Έφαγαν σε ατμόσφαιρα γαλήνιας συντροφικότητας ώσπου απόσωσαν το κρέας και άδειασαν κι ένα πιάτο μπακλαβά. Ο σερ* Τούρκος κοινοτάρχης. (Σ.τ.Μ.)


βιτόρος έφερε τσάι για τον Τζορτζ κι ένα μικρό φλιτζάνι καφέ, πικρό και πηχτό, για τον Ομάρ. «Όταν μετανάστευσα στη Χιλή, τη Βίβλο που μου χάρισες την είχα συνέχεια πάνω μου», είπε ο Τζορτζ. Οι χριστιανοί της Μπέιτ Τζαλά, γενέτειρας του Τζορτζ, είχαν ακολουθήσει μια πρώτη ομάδα μεταναστών στη Χιλή και είχαν οικοδομήσει εκεί μια μεγάλη κοινότητα. Οι ελευθερίες τις οποίες απολάμβαναν οι συγγενείς τους στο Σαντιάγο, που μπορούσαν να λατρεύουν τον ίδιο Θεό με την πλειονότητα του πληθυσμού και το επίσημο θρήσκευμα της χώρας, ήταν ολοένα μεγαλύτερος πόλος έλξης για όσους είχαν μείνει πίσω και διαισθάνονταν την κλιμακούμενη απέχθεια των μουσουλμάνων για την πίστη τους. Στο Σαντιάγο, ο Τζορτζ πουλούσε έπιπλα που εισήγαγε από έναν ξάδερφό του, ο οποίος είχε δική του βιοτεχνία κοντά στην Μπαμπ Τούμα της Δαμασκού: ευφυούς σχεδίασης τραπεζάκια για επιτραπέζια παιχνίδια με ενσωματωμένες σκακιέρες και τάβλι, και μια πράσινη τσόχα για χαρτιά· πελώρια γραφεία με ενθέσεις για τους νέους οινο-μεγιστάνες της χώρας· πλάκες διακοσμημένες με τη λέξη «ειρήνη» στα αραβικά και τα ισπανικά. Στη Χιλή ο Τζορτζ παντρεύτηκε τη Σοφία, κόρη και αυτή Παλαιστίνιου χριστιανού. Η ίδια ήταν πανευτυχής, μα εκείνος νοσταλγούσε τον γέρο πατέρα του, τον Χαμπίμπ, και σταδιακά έπεισε τη Σοφία ότι τώρα πια επικρατούσε ειρήνη στην Μπέιτ Τζαλά και, άρα, μπορούσαν να επιστρέψουν. Παραδεχόταν πως έκανε λάθος στα περί ειρήνης, αλλά ήταν μολαταύτα περιχαρής που γύρισε. Τον Ομάρ Γιούσεφ τον έβλεπε συχνά πυκνά, καθώς είχε αγοράσει το πατρικό του σπίτι, αλλά απόψε ήταν η πρώτη φορά που είχαν την ευκαιρία να τα πούνε οι δυο τους. «Το παλιό το σπίτι είναι όπως το θυμάσαι, τίγκα στα νυφικά του μπαμπά. Τα ενοικιαζόμενα στο καθιστικό, κι αυτά που είναι προς πώληση στην κρεβατοκάμαρά του, τυλιγμένα με πλαστικό», είπε ο Τζορτζ Σαμπά. «Μόνο που τώρα κονταροχτυπιούνται στο στριμωξίδι με κάτι μπουφέδες δικούς μου, αντίκες από τη Συρία, και με διάφορους περίτεχνους παλιούς καθρέφτες, που για κάποιο λόγο δεν πουλιούνται με τίποτα». «Καθρέφτες; Και σου κάνει εντύπωση ότι κανένας δεν αντέ-

13

REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 13


14

REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 14

χει να κοιτάξει τον εαυτό του στα μάτια την σήμερον ημέραν;» είπε ο Ομάρ Γιούσεφ γέρνοντας προς το μέρος του και γελώντας με το πνιχτό, κυνικό του γέλιο. «Κάθε μέρα που περνάει, μας παρασύρουν ολοένα πιο βαθιά στη διαφθορά και τη βία, και κανένας δεν μπορεί ν’ αλλάξει τα πράγματα. Μια ελεεινή φάρα μπάσταρδοι κι αμόρφωτοι κάνουν κουμάντο σ’ όλη την πόλη, και μέχρι κι η αστυνομία τούς τρέμει». Ο Τζορτζ Σαμπά μίλησε σιγανά. «Κι εγώ τα ίδια σκέφτομαι, ξέρεις. Οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων κουβαλιούνται εδώ πάνω και πυροβολούν στην Γκίλο, στην άλλη άκρη της κοιλάδας, και οι Ισραηλινοί απαντάνε με πυρά, και μετά μπουκάρουνε με τα τανκς τους. Το σπίτι μου την πλήρωσε ήδη μερικές φορές, όταν κάτι μπάσταρδοι ανέβηκαν στη στέγη μου και προκάλεσαν μπαράζ ισραηλινών πυρών. Βρήκα μια σφαίρα στον τοίχο της κουζίνας μου, που είχε μπει απ’ το παράθυρο της σάλας, τρύπησε τη χοντρή ξύλινη πόρτα και διέσχισε όλο το διάδρομο προτού κάνει μια τρύπα να! στο ψυγείο μου». Χαμήλωσε τα μάτια και ο Ομάρ Γιούσεφ είδε τους μυς στο σαγόνι του να συσπώνται. «Δε θα το επιτρέψω άλλη φορά». «Να φυλάγεσαι, Τζορτζ». Ο Ομάρ Γιούσεφ απόθεσε το χέρι του στη σφιγμένη γροθιά του Τζορτζ Σαμπά. «Εγώ μπορώ και λέω ό,τι μου κατέβει για τις Ταξιαρχίες Μαρτύρων, γιατί έχω μεγάλο σόι εδώ. Δε θα με απειλούσαν ποτέ, εκτός αν είναι προετοιμασμένοι ν’ αντιμετωπίσουν την οργή της μισής Ντεχάισα. Αλλά εσύ είσαι χριστιανός, Τζορτζ. Δεν έχεις την ίδια προστασία». «Ίσως φταίει που έζησα πολύ καιρό μακριά από δω και δεν μπορώ ν’ αποδεχτώ την όλη κατάσταση». Ο Τζορτζ Σαμπά έστρεψε το βλέμμα στον Ομάρ Γιούσεφ. Τα γαλάζια μάτια του είχαν κάτι το παθιασμένο, το σχεδόν άγριο. «Ή απλώς δεν καταφέρνω να ξεχάσω όσα μου ’μαθες για μια ζωή με αξίες και ηθικούς κανόνες». Ο Ομάρ Γιούσεφ απέμεινε σιωπηλός. Τελείωσε τον καφέ του. «Ξέρεις ποιος άλλος γύρισε στη Βηθλεέμ;» Η φωνή του Τζορτζ Σαμπά ακουγόταν ζορισμένη, σαν να πάσχιζε να ελαφρύνει τον τόνο της συζήτησης. «Ο Ελίας Μπισάρα». «Σοβαρά;» Ο Ομάρ Γιούσεφ χαμογέλασε.


REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 15

* Κρεμώδης σαλάτα από ταχίνι, ρεβίθια, λεμόνι και λάδι. (Σ.τ.Μ.)

15

«Δεν τον έχεις πετύχει πουθενά; Βέβαια, εντάξει, μια βδομάδα έχει μόνο που γύρισε. Είμαι σίγουρος πως θα περάσει να σε δει μόλις εγκατασταθεί». Νεότερος από τον Τζορτζ Σαμπά, ο Ελίας Μπισάρα ήταν και αυτός ένας από τους αγαπημένους μαθητές του Ομάρ Γιούσεφ στο παλιό του σχολείο. «Αυτός δεν έκανε το διδακτορικό του στο Βατικανό;» ρώτησε ο Ομάρ Γιούσεφ. «Ναι, αλλά από τότε έχει μετακομίσει στη Ρώμη, ως αποστολικός γραμματέας ενός καρδινάλιου, ή κάτι τέτοιο. Τώρα επέστρεψε στο Ναό της Γεννήσεως. Ξέρω, ξέρω... κι ο Ελίας κι εγώ πηγαίνουμε γυρεύοντας που ξανάρθαμε, Αμπού Ραμίζ. Ίσως και να μη γίνεται να καταλάβεις τι περάσαμε. Μεγαλώσαμε σ’ αυτόν τον θλιβερό τόπο λαχταρώντας απεγνωσμένα να φύγουμε, να πάμε σε μια άλλη χώρα, όπου να μπορούμε και λεφτά να βγάλουμε και να ’χουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Αλλά έρχεται πάντα μια μέρα που θυμάσαι τι γεύση έχει το αληθινό χούμους * και πόσο μεθυστικός είναι ο ήλιος πάνω στους λόφους και πώς ηχούν οι καμπάνες της εκκλησιάς σου κι η φωνή του μουεζίνη. Και σου λείπουν όλα τόσο πολύ, που τη γεύεσαι στο στόμα σου την αποθυμιά. Και τότε επιστρέφεις, ό,τι κι αν αφήνεις πίσω σου. Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς». «Θα περάσω από το Ναό να πω μια καλημέρα στον Ελίας με την πρώτη ευκαιρία». «Τον άλλο μήνα έρχονται Χριστούγεννα, οπότε ήθελα να σε προσκαλέσω να τα γιορτάσουμε όλοι μαζί στο Ναό», είπε ο Τζορτζ. «Και μετά ερχόσαστε με την Ουμ Ραμίζ απ’ το σπίτι για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι». «Με μεγάλη μου χαρά! Κι εκείνη θα το χαρεί πολύ». Οι δύο άντρες λογόφεραν για το ποιος έπρεπε να πληρώσει το λογαριασμό. Και οι δυο τους άφησαν χρήματα στο τραπέζι, και μετά πήραν ο ένας του αλλουνού και τα πίεσαν μέσα στη χούφτα του να τα κρατήσει. Έπειτα άρχισαν οι πυροβολισμοί. Ήταν


REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 16

16

αρκετά κοντινοί, γιατί ακούγονταν βροντεροί και κούφιοι, όχι σαν τις βιτσιές των μακρινών πυρών. Ο Τζορτζ ύψωσε τα μάτια. «Πουτάνας γιοι! Άρχισαν πάλι». Σηκώθηκε, αφήνοντας τα δικά του χρήματα στο τραπέζι. «Πρέπει να φύγω, Αμπού Ραμίζ». Έφτασαν στην πόρτα. Ο Ομάρ Γιούσεφ διέκρινε το τροχιοδεικτικό βλήμα να αυλακώνει τον ουρανό πάνω από την κοιλάδα, στοχεύοντας σ’ ένα σπίτι δίπλα στο δρόμο. Οι δυνατές σαν μπουμπουνητά ριπές των πολυβόλων από το χωριό κατευθύνονταν προς τους Ισραηλινούς, στο προάστιο της Ιερουσαλήμ πέρα από το γουάντι .* Τα πυρά έρχονταν από την ταράτσα ενός τετράγωνου, διώροφου σπιτιού σε απόσταση το πολύ πενήντα μέτρων. Στην προστατευμένη πλευρά του κτηρίου ήταν σταματημένο ένα σκούρο τζιπάκι Mitsubishi. Ο Τζορτζ Σαμπά βγήκε στο δρόμο. «Χριστέ μου, πάλι στη στέγη του σπιτιού μου είναι σκαρφαλωμένοι, θαρρώ». «Τζορτζ...» «Μη νοιάζεσαι για μένα. Σήκω φύγε πριν πλακώσουν οι Ισραηλινοί. Ούτε τα σόγια σου δε σε φυλάνε από δαύτους. Αντίο, Αμπού Ραμίζ». Ο Τζορτζ Σαμπά απόθεσε τρυφερά το χέρι του στο μπράτσο του Ομάρ Γιούσεφ, κι έπειτα άρχισε να προχωρεί βιαστικά κατά μήκος του δρόμου, περνώντας τους περιφραγμένους κήπους σκυφτός για να προφυλαχθεί. Ο Ομάρ Γιούσεφ έφραξε τ’ αυτιά του με τα χέρια καθώς οι Ισραηλινοί απαντούσαν με βαρύτερο οπλισμό. Το πολυβόλο αυτό έριχνε βλήματα που άφηναν μια απατηλά αργοκίνητη, διάστικτη γραμμή μες στο σκοτάδι, σαν φονικό κώδικα Μορς. Οι κουκκίδες του συλλάβιζαν θάνατο, και η θαλπωρή που ένιωθε κατά τη διάρκεια του δείπνου εγκατέλειψε τον Ομάρ Γιούσεφ. Δε διέκρινε πια τη μορφή του Τζορτζ Σαμπά. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να τον ακολουθήσει. Ο σερβιτόρος πίσω του στεκόταν νευρικός στο κατώφλι, ανυπομονώντας να κλειδώσει. «Θα μπεις μέσα, θείο;» * Ξεροπόταμος, φαράγγι. (Σ.τ.Μ.)


REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 17

Η φαμίλια του Τζορτζ Σαμπά είχε λουφάξει δίπλα στον χοντρό, πέτρινο τοίχο της κρεβατοκάμαράς του. Ήταν η πλευρά του σπιτιού που απείχε περισσότερο από τα όπλα. Ο Τζορτζ μπήκε από την εξώπορτα. Οι πυροβολισμοί αντηχούσαν πιο δυνατά στο εσωτερικό του σπιτιού, και αντιλήφθηκε ότι απανωτές σφαίρες διαπερνούσαν τα παράθυρα του διαμερίσματός του. Έσκυψε σε μια κόχη του διαδρόμου και γονάτισε με την πλάτη στον τοίχο. Το καθιστικό του, στο πίσω μέρος του σπιτιού, έβλεπε στο βαθύ γουάντι. Δεχόταν καταιγισμό ριπών από το ισραηλινό μέτωπο στην κορυφή του γκρεμού. Η Σοφία Σαμπά, αλλόφρων, κοίταζε επίμονα τον άντρα της στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα σαράντα, μα στο πρόσωπό της φάνηκαν έξαφνα ρυτίδες που ο άντρας της δεν είχε ξαναδεί, θαρρείς και οι σφαίρες ράγιζαν την επιδερ2 – Φόνοι στη Βηθλεέμ

17

«Θα πάω στο σπίτι μου. Καλό βράδυ». «Ο Θεός να σε φυλάει». Ο Ομάρ Γιούσεφ συλλογίστηκε ότι πρέπει να έμοιαζε εντελώς γελοίος πηγαίνοντας τοίχο τοίχο στα τυφλά, κλοτσώντας ελαφρά μπροστά του σε κάθε βήμα για να βρίσκει σίγουρο πάτημα στο σπασμένο πεζοδρόμιο. Φόβος και αμφιβολία τον κυρίευσαν. Μάντευε κάποια κίνηση στα σοκάκια απ’ όπου περνούσε, και οι σκιές έπαιρναν για μια στιγμή μορφές ανθρώπων και ζώων, σαν να ήταν παιδάκι φοβισμένο που ψάχνει να βρει το μπάνιο στη σκοτεινιά ενός νυχτωμένου σπιτιού. Είχε ιδρώσει, κι ο ιδρώτας μαζευόταν στο μουστάκι και τη φαλάκρα του, και πάγωνε στο βραδινό αγιάζι. Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες, είπε στον εαυτό του, να τρέχεις τώρα σαν τον παλαβό σε ένα πεδίο μάχης με τα καλά σου τα παπούτσια! Ώρες ώρες, και το πιστόλι στον κρόταφο να σου βάλουν, το μυαλό σου δεν ξέρεις πού είναι. Οι πυροβολισμοί ξοπίσω του δυνάμωσαν. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε ο Τζορτζ Σαμπά έτσι κι έβρισκε πάλι τους πιστολάδες στη στέγη του, και κατέληξε πως μόνον όταν ένα πιστόλι σε σημαδεύει στην καρδιά, συνειδητοποιείς στ’ αλήθεια τι είναι αυτό που αγαπάς.


REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 18

18

μίδα της σαν γυαλί. Τα μαλλιά της, βαμμένα σ’ ένα βαθύ κοκκινοκάστανο χρώμα, πλαισίωναν ορθωμένα και ανάκατα τα πανικόβλητα μάτια της. Έσφιγγε στην αγκαλιά της τον γιο και την κόρη της, και τα δυο παιδιά πιασμένα παραμάσχαλα, με τα κεφάλια τους προφυλαγμένα κάτω από τα μπράτσα της. Και οι τρεις τους έτρεμαν. Πλάι τους, ο Χαμπίμπ Σαμπά καθόταν σιωπηλός και θυμωμένος, κάτω από τα διακοσμητικά όπλα-αντίκες που ο γιος του είχε κρεμάσει στον τοίχο. Ο Χαμπίμπ είχε ψηλά ζυγωματικά και μύτη μακριά και ίσια, θυμίζοντας την κατατομή κάποιου ανέκφραστου ευγενούς. Παρά τους πυροβολισμούς, κρατούσε το κεφάλι ακίνητο σαν ανάγλυφο πρόσωπο πάνω σε ένα κόσμημα με καμέα.* Ο Τζορτζ φώναξε κάτι στον πατέρα του, πιο δυνατά από τις σφαίρες που σφυροκοπούσαν τους τοίχους, μα ο γέρος δε σάλεψε. Τα περισσότερα πυρά των Ισραηλινών έβρισκαν στον εξωτερικό τοίχο του καθιστικού. Δεν ήταν βλήματα που εξοστρακίζονταν αυτά. Τους έριχναν στα ίσια. Κάθε τόσο μια σφαίρα διαπερνούσε τα συντρίμμια ενός παραθύρου, διέσχιζε τη σάλα και καρφωνόταν στον τοίχο πίσω από τον οποίο είχε καταφύγει η φαμίλια του Τζορτζ Σαμπά. Η Σοφία ανατρίχιαζε με κάθε νέο χτύπημα, θαρρείς και τα βλήματα μπορούσαν να γκρεμίσουν ολάκερο τον τοίχο, να τον φάνε πέτρα την πέτρα, αφήνοντας και αυτήν και τα παιδιά της εκτεθειμένους στις ριπές. Τον φρικαλέο σαματά που έκαναν οι σφαίρες τόνιζαν κατά διαστήματα καθρέφτες και έπιπλα που γκρεμίζονταν μέσα στο καθιστικό, και πορσελάνες που έσπαγαν πέφτοντας από τα διαλυμένα ράφια τους στο πέτρινο πάτωμα. Μια σφαίρα διέτρεξε ηχηρά όλο το διάδρομο, θρυμματίζοντας την ξύλινη εξώπορτα απ’ όπου είχε μπει ο Τζορτζ Σαμπά. Λίγο νωρίτερα, την ώρα που περπατούσε σκυφτός και με διαρκείς ελιγμούς στο σκοτάδι του δρόμου, είχε πάρει την απόφαση ότι απόψε θα αντιδρούσε. Είχε καταραστεί τους ενόπλους μέσα από τα δόντια του, και όταν μια ριπή χτύπησε σε απόσταση αναπνοής * Σκληρός ημιπολύτιμος λίθος με ανάγλυφη παράσταση, ιδίως προσώπου. (Σ.τ.Μ.)


από εκεί που στεκόταν, είχε βρίσει με όλη τη δύναμη της φωνής του. Τώρα, το μόνο που ήθελε ήταν να χωθεί ακόμα πιο βαθιά στην κόχη του, ν’ ανοίξει ένα λαγούμι στον τοίχο και να κρυφτεί μέχρι να τελειώσει τούτος ο εφιάλτης. Αν κατάφερνε να μείνει ακίνητος στη γωνιά του για αρκετή ώρα, μπορεί να ξυπνούσε και να βρισκόταν στο μαγαζί του στο Σαντιάγο, και αυτή η ανόητη φαντασίωση της επιστροφής στην κατοικία των παιδικών του χρόνων να ήταν μόνο ένα όνειρο, όχι πραγματικότητα από διάπυρο μολύβι που κατέστρεφε το σπίτι του, ολέθριο και φονικό. Έστρεψε το βλέμμα στην κρεβατοκάμαρα και διέκρινε την ικετευτική έκφραση της γυναίκας του, που πάλευε να κρατήσει τα κεφάλια των παιδιών τους χωμένα κάτω από τις μασχάλες της. Δε θα ξυπνούσε στη Χιλή. Δε θα κρυβόταν. Έπρεπε να δώσει τέλος σε όλη αυτή την κατάσταση. Σηκώθηκε γλιστρώντας κατά μήκος του τοίχου, πιέζοντας την πλάτη του με δύναμη πάνω του, λες και ο τοίχος μπορούσε να τυλίξει τη σάρκα του σ’ ένα στρώμα αδιαπέραστης πέτρας. Πήρε μια αγχωμένη ανάσα, σαν άνθρωπος που ετοιμάζεται να βουτήξει σε παγωμένο νερό, και πέρασε τρέχοντας τον εκτεθειμένο στα πυρά διάδρομο ίσαμε την κρεβατοκάμαρα. Ο Τζορτζ Σαμπά αγκάλιασε τη γυναίκα και τα παιδιά του. «Όλα θα πάνε καλά, μωρά μου», είπε. «Θα το τακτοποιήσω εγώ». Τους έσφιξε πάνω του για να μη δουν το σαγόνι του που έτρεμε. Για πρώτη φορά, ο πατέρας του γύρισε το κεφάλι. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» Ο Τζορτζ κοίταξε τον ηλικιωμένο άντρα περίλυπος. Δεν τον ξεγελούσε η ακινησία του Χαμπίμπ Σαμπά. Ο πατέρας του δεν κρατιόταν χάρη στην ηρεμία και το πείσμα του παγωμένος στην ίδια ανέκφραστη στάση κόντρα στον τοίχο. Είχε ζαρώσει στην κρεβατοκάμαρα γιατί ήταν μαθημένος στη διαφθορά και τη βία της πόλης τους. Ζούσε όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα και αθέατα μπορούσε, γιατί οι χριστιανοί ήταν η μειονότητα στη Βηθλεέμ, κι έτσι ο Χαμπίμπ Σαμπά φρόντιζε να μην αναστατώνει τους μουσουλμάνους ορθώνοντας το ανάστημά του. Ο Τζορτζ είχε συνηθίσει σ’ έναν αλλιώτικο τρόπο ζωής τα χρόνια που ζούσε εκτός Παλαιστίνης. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του πατέρα του κι έπειτα άγγιξε το τραχύ του μάγουλο.

19

REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 19


REES - DDD_Layout 1 13/05/2010 2:38 ΜΜ Page 20

20

Στη συνέχεια, με γρήγορες κινήσεις, σηκώθηκε κι έπιασε ένα περίστροφο-αντίκα που κρεμόταν στον τοίχο. Ήταν ένα βρετανικό Webley VI από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που το είχε αγοράσει λίγους μήνες νωρίτερα από τους συγγενείς ενός γέρου, ο οποίος είχε υπηρετήσει παλαιότερα στην Ιορδανική Αραβική Λεγεώνα και είχε φυλάξει το όπλο ως ενθύμιο από τους Άγγλους αξιωματικούς του. Το γκρίζο μέταλλο ήταν θαμπό και η ασφάλεια είχε σκουριάσει, με αποτέλεσμα να μην ανοίγει ο κύλινδρος. Όμως, μες στο σκοτάδι η εξάσφαιρη θαλάμη του θα φάνταζε όσο έπρεπε φονική, σε αντίθεση με τα τρία περίτεχνα τουρκικά κουμπούρια που κοσμούσαν τον τοίχο της κρεβατοκάμαρας στο πλάι του. Ο Τζορτζ Σαμπά έσφιξε το χέρι του γύρω από την τετραγωνισμένη λαβή και ζύγιασε το βάρος του όπλου. Ο Χαμπίμπ έκανε να πιάσει τον γιο του από το χέρι, αλλά δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Η Σοφία τσίριξε όταν είδε το περίστροφο στο χέρι του άντρα της. Στο άκουσμα της κραυγής, η κόρη της κρυφοκοίταξε κάτω από το μπράτσο της μητέρας της. Ο Τζορτζ ήξερε πως έπρεπε να δράσει επί τόπου, ειδάλλως θα λύγιζε στο θέαμα των τρομαγμένων παιδικών ματιών. Έσκυψε και ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του παιδιού, λες και ήθελε να του κλείσει τα μάτια. «Μη φοβάσαι, μικρή μου Μιράλ. Ο μπαμπάκας θα πάει να πει στους κυρίους απάνω να σταματήσουν το παιχνίδι τους και να μην κάνουν φασαρία». Ακούστηκε ανόητο, και για μια στιγμή άφησε τα δάχτυλά του απλωμένα πάνω στο πρόσωπο της μικρής, έτσι ώστε να μην αντικρίσει τη δυσπιστία που ήταν βέβαιος πως θα είχε χαραχτεί στο μουτράκι της. Ακόμα κι ένα παιδί καταλάβαινε ότι δεν επρόκειτο για παιχνίδι. Έπειτα έτρεξε σαν αστραπή και βγήκε από την εξώπορτα.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.