Ρέα Γαλανάκη - Η Άκρα Ταπείνωση

Page 1

ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Η Άκρα Ταπείνωση Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Ρέα Γαλανάκη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015

Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5882-7


στην Κυβέλη



«Κι έπειτα βλέπεις ότι χωρίς τις λέξεις τίποτα δεν αποκτά υπόσταση...» ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, Ποίημα VIII, Σε βρίσκει η ποίηση, Κίχλη, Αθήνα 2012



Α΄ μΕΡΟΣ

`



ô

Α μΑΤΙΑ ΣΟυ ΑΓΓΙξΑΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΙΚΟΝΑ, χέρι που αγγίζει

Τλιότερα. άλλο χέρι για παρηγοριά. Από τα τωρινά και από τα παΣτο κάτω-κάτω, τι είναι αυτό τον καιρό το πέρα-

σμα του χρόνου, αν όχι μια βαθιά ανάγκη για παρηγοριά; Απέναντί σου, το παλιό ερειπωμένο σπίτι καταθέτει στο αθηναϊκό παρόν του ρόδινους τοίχους, πολλές φορές ξαναβαμμένους στα εκατόν πενήντα χρόνια της ζωής του. Ρόδινο, μαυρισμένο από το καυσαέριο. Τα καθαρά παλιά του χρώματα θα αντιστοιχούσαν, σκέφτεσαι, σε άλλους ανθρώπους, που θα ήξεραν να ισορροπούνε την ευμάρεια με την καταστροφή μέσα από τις μεγάλες οικογένειές τους, από ζώα οικόσιτα, από αυλές λουλουδιασμένες, αλλά και από το ὀλιγότερον για τα υπόλοιπα του βίου. υπερβολές. Χάρτινος πύργος κι η δική τους η ζωή. Παρά τις επιστρώσεις των χρωμάτων, επάνω στον σοβά χάσκουνε ακόμη οι τρύπες από τις σφαίρες του εμφύλιου Δεκέμβρη, τότε που εσύ δεν είχες γεννηθεί ακόμη. Στόματα που δεν χόρτασαν το αίμα, που μοιάζουν να διψούν και τώρα ακόμη, αλλά για τίνος το αίμα δεν μαντεύεις, μολονότι μά


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

ντισσα. μέσα στα ψηλοτάβανα δωμάτιά του, ο άγγελος κι ο διάβολος επίσης θα συγχρωτίζονταν με τους ανθρώπους που, κατά καιρούς, θα το είχαν κατοικήσει. Έτσι συμβαίνει πάντα, το διαισθάνεσαι ακόμη και μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της νοσταλγίας για μιαν ιδανική Αθήνα, που ασφαλώς ουδέποτε υπήρξε. Γι’ αυτό κι εξακολουθούν να συγχρωτίζονται στις κάμαρές του, χάρις στην ανεπάρκεια μιας μνήμης που επιμένει να αναπλάθει μολονότι αγνοεί τα πιο πολλά, και το γνωρίζει ότι αγνοεί τα πιο πολλά. Τώρα, ωστόσο, ο άγγελος κι ο διάβολος ζούνε στο παλιό σπίτι, απέναντί σου, όχι πια με τους ζωντανούς κατοίκους του αλλά με τα φαντάσματά του. Για τούτο μάλλον αναδύεται καμιά φορά, πλην όμως σπάνια, από το γκριζορόδινο των τοίχων του ένα φως θαμπό και μαργαριταρένιο· για ελάχιστες στιγμές το φως εκείνο δείχνει τη μιζέρια του σπιτιού ωσάν πνοή ζωής. Άλλωστε το καταλαβαίνεις, οι συνεχιζόμενοι έρωτες και οι καβγάδες αναμεταξύ των φαντασμάτων, δηλαδή εκείνων των για σένα άγνωστων παλιών ανθρώπων, είναι αυτό που έχει τινάξει προ πολλού τα κεραμίδια στον αέρα, επιλέγοντας τη σκέπη του ουρανού για τους παροικούντες τα παλιά δωμάτια, δίνοντας μια ζωή αστέγων ακόμη και στα πλάσματα του νου. Σκέπη και για τα ποντίκια. Διότι ορδές τρωκτικών ροκανίζουν τα ορφανά δοκάρια, τις σάπιες σανίδες στα πατώματα, ενώ σωροί σακούλες από σούπερ-μάρκετ, τίγκα στο σκουπίδι, άταχτα προσγειωμένες από τις ρίψεις των γειτόνων, γίνονται θεατές στο τζάμπα θέαμα κάτω από τα άστρα. Επίτηδες συμβαίνουνε αυτά, σκέφτεσαι, για να μην 


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

μπορείς να διώξεις από το μυαλό σου τον πόνο ότι ζεις στη φάτνη, στον στάβλο μάλλον για τη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση απέναντί σου, όπου κάποτε είχε γεννηθεί η μίμησις. Ότι ζεις στην Αθήνα. μπορείς να διακρίνεις θέαμα και θεατές μέσα από τα παράθυρα που χάσκουνε στην πρόσοψη του απέναντι σπιτιού. Να υποθέσεις μάλλον ότι τα διακρίνεις, καθώς αυτές οι παραστάσεις παίζονται νύχτα και το σπίτι είναι ολοσκότεινο. Η κλεισμένη με λουκέτο κι αλυσίδα εξώπορτά του απλώς σου απαγορεύει την είσοδο στο άβατο των μυστηρίων – άχρηστη απαγόρευση για σένα, που ποτέ δεν διανοήθηκες να εισχωρήσεις εκεί μέσα. Κι ενώ παρατηρείς την κλειδαμπαρωμένη πόρτα, την πλαισιωμένη από το γκριζορόδινο των τοίχων, ακούς το χρώμα τους να τρίζει. Ο τριγμός του χρώματος φτάνει μέχρι το σημείο όπου στέκεσαι, δηλαδή πίσω από το τζάμι του παραθύρου στο δωμάτιό σου. Όταν θα πέσει και θα σωριαστεί το απέναντί σου σπίτι, θα καταπλακώσει και τη νεραντζούλα που, κάποια στιγμή, φυτεύτηκε μπροστά του. Αγνώστου ηλικίας. Καχεκτική κι ανέραστη, ούτε με έναν μικρό πορτοκαλή καρπό δεν φαίδρυνε το φόντο της. μονάχα κάτι παλαβά και φοβισμένα φυλλαράκια διαθέτει. Τη νύχτα τα καταπίνει ένα λαίμαργο σκοτάδι, τη μέρα τρέμουν πάνω στου δέντρου το κορμί. Του σχεδόν δέντρου. Ενός «σχεδόν» που έχει στερήσει από κάθε φυσικό τη φυσικότητά του σ’ αυτή τη γειτονιά που σου έλαχε να ζεις τα τελευταία χρόνια.




ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Κι όμως, αυτό το ερείπιο είναι πολύ πιο ζωντανό από τις πολυκατοικίες γύρω του. Επιμένει να μην τις προσκυνά, όσο εκείνες θέλουν να το γονατίσουνε μπροστά τους. Πρόσφατες πολυώροφες οικοδομές, αγνώστου πάντως ηλικίας και αυτές, άγνωστων αρχιτεκτόνων και άγνωστων κατοίκων. Άλλο όμως το δικό τους άγνωστο, άλλο όσων ζουν στο γκριζορόδινο ρημάδι. Σπάνια κάποιος εμφανίζεται, σαν μια σκιά, στους εξωτερικούς στενούς διαδρόμους, που φιλοδοξούν να ονομάζονται μπαλκόνια και φιλοξενούν λίγα μισόξερα γεράνια, ένα παλιό ψυγείο που έχει γίνει αποθήκη, ένα πιάτο τηλεόρασης· αριά και πού αναρριπίζουν την ελπίδα της ζωής κάτι πλυμένα ρούχα στην απλώστρα. Πίσω από τα αιωνίως κλειστά τζάμια στα πορτοπαράθυρά τους, οι σκιές των ζωντανών διασχίζουν τα ολίγα μέτρα που αναλογούν στην ύπαρξη της καθεμιάς τους, μέσα στην επικράτεια αυτού του μοντέρνου Καθαρτήριου. Σε μια τελετουργία καθόδου, συλλογίζεσαι, οι σκιές της πολυκατοικίας μάλλον θα ιστορούσανε στον ποιητή τα ίδια βάσανα, τα ίδια πάθη με τους αλλοτινούς καιρούς· δεν φαίνεται ν’ αλλάζει η ανθρώπινη ψυχή. Αλλάζουν φυσικά οι συνθήκες και ο τρόπος, γι’ αυτό και οι σκιές της πολυκατοικίας ασφαλώς θα του μιλούσαν χωρίς την αλαζονεία και την επιμονή των παλιών αρχόντων· μάλλον θα του μιλούσαν σαν τους υπηρέτες τους, στους οποίους όμως τότε, πριν από πολλούς αιώνες, ποτέ δεν δόθηκε δικαίωμα αισθημάτων ούτε βεβαίως και δημόσιου λόγου. Στη σημερινή πάντως Αθήνα, όχι στο κλεινόν άστυ κάποιου παρελθόντος ή σε κάποια ανθούσα Φλωρεντία, στη σημερινή Αθήνα κάτι τέτοια δικαιώ


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

ματα λίγο πολύ τα έχει, λένε, κατακτήσει ο κόσμος. Γι’ αυτό υποθέτεις ότι οι φτωχές, οι ανώνυμες σκιές της πολυκατοικίας απέναντί σου θα μιλούσαν ευθαρσώς στον ποιητή, που καταδέχτηκε να κατεβεί στον Άδη για τα δικά τους βάσανα. Θα του μιλούσαν έστω και με το περιορισμένο λεξιλόγιο ενός σύγχρονου απελευθερωμένου δούλου, και με φωνή που θα προσπαθούσε να τιθασέψει τον πόνο, τον θυμό που περισσεύει σήμερα σ’ αυτή την πόλη από παντού. Θα μπορούσε να συμβεί και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή να μιλούσανε στον ποιητή με μια φωνή οργισμένη κι απαιτητική, φωνή που θα έχει επίγνωση της καινούργιας δουλείας που επιβάλλει πάντα στους πολλούς η καθεμιά κατακτημένη τους ελευθερία. Χαμένος κόπος και τα δυο. Δεν θα ζούσαν στην αιωνιότητα τα λόγια τους ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο τρόπο. Όχι από περιφρόνηση, μα επειδή, προτού καλά-καλά ακουστούνε, θα θάβονταν κάτω από τον θόρυβο των αμαξιών, το μαρσάρισμα των μοτοσυκλετών, τις λογιών-λογιών εκρήξεις. Θα θάβονταν κάτω από τη σημερινή φωνή της πόλης, εάν κάτι τέτοιο μπορεί να ονομαστεί φωνή μιας πόλης. Αυτής της πόλης. Τους βλέπεις, με πρόσωπο κρυμμένο πίσω από σκούρο τζάμι οι μοτοσυκλετιστές μαρσάρουν τρέχοντας ασυλλόγιστα επί του απέναντι πεζοδρομίου, για να προσπεράσουν το σημειωτόν όσων αυτοκινήτων παγιδεύτηκαν στον στενό σου δρόμο. Οι οδηγοί των αμαξιών, κάποιοι απ’ αυτούς τουλάχιστον, επωφελούνται από το φρακάρισμα για να διαπραγματευτούνε στη διασταύρωση με τις γυναίκες ενός επαγγέλματος, που πλέον δεν διαθέτει ού


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

τε μια σταγόνα ιερότητας. Διαπραγματεύονταν μάλλον, γιατί τις μάζεψαν εδώ και λίγες μέρες για να τις περάσουν από τους γιατρούς. Τι να ’χουν απογίνει; Δεν ξαναγύρισαν στο στέκι τους. μακάρι να είναι καλά. Το σώμα είναι κάτι ζωντανό, διατρέχει πολύ πιο μεγάλο κίνδυνο από τους ίσκιους των πολυκατοικιών ή από τα φαντάσματα του ερειπίου απέναντί σου. Σώμα είναι και το σώμα εκείνου του άντρα που, δυο τρία βράδια τώρα, κοιμάται λίγο παρακάτω, σε μια κόγχη ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και την, τραβηγμένη προς τα μέσα, είσοδο ενός άδειου μικρομάγαζου. Στο πλάι πάνω του, μια φαρδιά μπεζ συγκολλητική ταινία σχηματίζει ένα ασύμμετρο μεγάλο Χ, συγκρατώντας τα ραγισμένα τζάμια της βιτρίνας. Η πόρτα του μαγαζιού είναι κλειδωμένη με αλυσίδα και λουκέτο. Το όνομα και το επώνυμο του απόντος, ενός ηλικιωμένου μαγαζάτορα που πρόσφατα έκλεισε λόγω της κρίσης, είναι φαρδιά πλατιά γραμμένο σε μια χειροποίητη ταμπέλα, κρεμασμένη πάνω από την είσοδο. Όνομα κι επώνυμο περιστοιχίζονται από ζωγραφισμένες μινιατούρες των χρήσιμων ειδών κιγκαλερίας, που δεν υπάρχουν πια ούτε μέσα στο μαγαζί ούτε στην πλαϊνή βιτρίνα του: μια βρύση, ένα τηγάνι, ένα μπρίκι ηλεκτρικό για τον τούρκικο καφέ, ένα σφυρί, ένα κατσαβίδι, ένας λαμπτήρας πυρακτώσεως, ένα κουτί λαδομπογιάς μ’ ένα πινέλο. Η χειροποίητη ταμπέλα προστατεύει σαν εικόνισμα τον ύπνο αυτού του άστεγου άντρα, αναβαθμίζοντας το Χ της 


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

συγκολλητικής ταινίας σ’ έναν κάπως λοξό σταυρό, παράλληλο σχεδόν με τον πλαγιασμένο και τη δική του υπαίθρια κιγκαλερία: ανοιχτά χαρτόκουτα κατάχαμα αντί για στρώμα και κρεβάτι, ένα πολύ φθαρμένο σλίπινγκ-μπαγκ, κάτι παμπάλαιες κουβέρτες, μια καρό πλαστική μεγάλη τσάντα φουσκωμένη σαν βαλίτσα, κάτι άλλα μικροαντικείμενα, που δεν καλοφαίνονται στριμωγμένα στον μυχό της κόγχης. Έναένα τα ψηφία από το όνομα του απόντος μαγαζάτορα στάζουν, λες, από την ταμπέλα πάνω στον κοιμισμένο άντρα. Για να του δωρίσουν ίσως ένα ξένο όνομα, μια ξένη ζωή, αφού κανείς δεν ξέρει το όνομα και τη ζωή του. Όση ώρα τον παρατηρείς από το παράθυρο, δεν τον πλησίασε κανείς. μόνο πριν από λίγο ένα γκρίζο περιστέρι ήρθε κοντά του να τσιμπολογήσει ψίχουλα. Το περιστέρι παρατήρησε προσεκτικά τον άστεγο, έστρεψε αλλού το κεφαλάκι και το στρογγυλό του μάτι διαπιστώνοντας ότι, για ακόμη μια φορά, βρέθηκε πιο τυχερό από πολλούς ανθρώπους. Πέφτοντας το σκοτάδι, κατάπιε τη σμαραγδένια λάμψη που αναδύθηκε από του λαιμού τα πούπουλα, έτσι όπως έστρεφε το κεφαλάκι του. Ένα χρώμα σπάνιο που σου άρεσε, γιατί απαιτούσε προσοχή κι αισθαντικότητα, εκτός από το φως. Ήσουν μακριά, μάλλον θα μάντεψες την ομορφιά της σμαραγδένιας λάμψης. Φαίνεται πως δεν θα υπήρχαν ψίχουλα, αφού το περιστέρι ίσιωσε αμέσως τον λαιμό του αποφασίζοντας να φύγει. Διέσχισε με πτήση χαμηλή το στενό σου προς τη μεριά ενός κάδου, για να βρει να τσιμπολογήσει κάτι από το σκουπιδαριό. Ένας κουρελής, που ήδη σκάλιζε τον κάδο μήπως 


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

βρει κι αυτός κάτι να φάει από τα σκουπίδια, έδιωξε τον ανταγωνιστή του ανεμίζοντας ψηλά τα χέρια και φωνάζοντας. Το περιστέρι πέταξε προς τα πάνω, εξαφανίστηκε. Πήδηξε προς τα κάτω φεύγοντας από την αγκαλιά σου κι ο Βαλτάσαρ εκείνη τη στιγμή, μόλις άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας. Εξαφανίστηκε μες στην ντουλάπα σου μ’ ένα νιαούρισμα. μαζί παρατηρούσατε τον δρόμο τόση ώρα, μαζί σκεφτόσασταν πίσω από το παράθυρο. Χάιδευες την άσπρη γούνα του απαλά, μόλις που ακουγόταν το γουργουρητό του, για να μην κοπεί το νήμα των συλλογισμών σας. Ακόμη κι όταν έκλεινε τα μάτια από ηδονή, εσύ καταλάβαινες ότι συνέχιζε να βλέπει και να σκέφτεται μαζί σου. Ποτέ του δεν θα σε εγκατέλειπε ανυπεράσπιστη απέναντι σ’ αυτή την αθηναϊκή εικόνα. Ζείτε σ’ αυτό το ξεπεσμένο διαμέρισμα, το απαράλλαχτο με τα απέναντι. Φορές σου φαίνεται ότι ζείτε μέσα σ’ ένα μαγικό καθρέφτη, έστω μέσα σ’ ένα παιχνίδι μελαγχολικών αντανακλάσεων. Κάτι σαν ζωντανές σκιές θα φαίνεστε από τους απέναντι εσύ κι ο Βαλτάσαρ, και όλοι όσοι εδώ και λίγα χρόνια απαρτίζουν την κατασκευασμένη καινούργια σου οικογένεια. Ο πρώτος καλεσμένος έμπαινε ήδη στο διαμέρισμα. Έπρεπε να βιαστείς να τον υποδεχτείς.




ô

ΠΗΚΕ Η ΔΑΝΑΗ, φίλησε σταυρωτά τις δυο ώριμες κυ-

Μ ρίες, που ζούσαν στον ξενώνα μαζί με μια νεαρότερη γυναίκα που τους μαγείρευε και τις φρόντιζε, είπε στην ε-

ορτάζουσα να τα εκατοστίσει, και προχώρησε στην κουζίνα για ν’ αφήσει την κούτα με την τούρτα στο ψυγείο. Η κόρη της, η Σόνια, εννιά χρονών παιδί, κοίταξε εκνευρισμένη τις δυο ώριμες κυρίες, έτσι όπως όρμησαν και τη χαϊδολογούσαν σαλιαρίζοντας, ενώ της αφαιρούσαν το παλτό και το πλεχτό κόκκινο σκουφάκι. Της μιλούσαν μωρουδίστικα, τη λέγαν Κοκκινοσκουφίτσα, σίγουρα θα τα είχανε χαμένα. Δεν βλέπανε ότι αυτή μωρό δεν ήταν πια, ούτε η Κοκκινοσκουφίτσα; Πρώτη φορά ερχόταν σ’ αυτό το – μα πώς το έλεγε η μαμά αυτό το μέρος; Ναι, ξενώνα. Εκτός από παλαβές ήτανε, φαίνεται, και ξένες, αφού ζούσαν σε ξενώνα. Από πού να είχαν έρθει; μπορεί και να τις ρωτούσε από περιέργεια, αν την άφηναν στην ησυχία της. Αλλά δεν την άφηναν. Δεν τις άντεχε. Καλύτερα να μην είχε έρθει. Ήρθε μόνο και μόνο επειδή της είχε πει η μαμά της πως η πιο μεγάλη 


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

έχει έναν γάτο χοντρό, χιονάτο και χαδιάρη: τον Βαλτάσαρ – άκου όνομα! Για τον γάτο ήρθε, όχι για τη χάρη τους. «Πού είναι ο γάτος;» ρώτησε απότομα, για να ξεμπλέξει από τα κανακέματά τους. Όρμησε προς το δωμάτιο που της είπαν, για να ψάξει μέσα στην ντουλάπα. Καθώς η Δανάη τοποθετούσε στο ψυγείο την τούρτα που έφερε για τα γενέθλια της Νύμφης, δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει άλλη μια φορά με τα ονόματα που αποφάσισαν να πάρουν αυτές οι δυο ώριμες γυναίκες, μπαίνοντας στο προστατευόμενο διαμέρισμα. Τολμηρά, κατά τη γνώμη της, αλλόκοτα πλην παιχνιδιάρικα, σκέτο ψυχογράφημα της καθεμιάς τους. μόνες τους φυσικά τα διάλεξαν πριν από λίγα μόλις χρόνια, όταν ξεκίνησε η συγκατοίκησή τους, με το ακλόνητο για κείνες επιχείρημα ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να επιλέγει ένα καινούργιο όνομα κάποια στιγμή, έστω να παραλλάσσει το βαφτιστικό του, το οποίο φυσικά δεν το είχε διαλέξει ο ίδιος, όταν τον βάφτισαν μωρό, αλλά πάνω του θα χτιζόταν η ταυτότητά του αργά και αναγκαστικά. Η κυρία Θηρεσία, πατρινής, κι επτανησιακής βαθύτερα, καταγωγής αλλά με οικογένεια εγκατεστημένη από τις δυο προηγούμενες γενιές στην Αθήνα, καθηγήτρια φιλόλογος προτού την τραβήξει βίαια έξω από τη ζωή η ζωή της, μετέτρεψε το δυτικότροπο εκείνο Θηρεσία στο ελληνικότατο Τειρεσία. Όνομα γένους θηλυκού, αφού, όπως ισχυριζόταν η φιλόλογος, ο αρχαίος μάντης είχε υπάρξει εναλλάξ είτε άντρας είτε γυναίκα, όμως ποτέ ταυτόχρονα τα δυο τους. Ό


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

πως ήταν το αναμενόμενο από την Ιστορία, μοναχά ως άντρας απαθανατίστηκε στις τραγωδίες της Αθήνας, ενώ η γυναικεία του υπόσταση δεν αξιώθηκε ποτέ την έξοδό της από το νεφέλωμα των μύθων, ούτε την αθανασία της έστω και σε ρόλους παρακατιανούς. Γι’ αυτό τον λόγο άλλαξε το Θηρεσία σε Τειρεσία, γένους θηλυκού, απορώντας μάλιστα που μέχρι σήμερα κανείς δεν είχε σκεφτεί αυτό το όνομα σαν ένα ωραίο γυναικείο όνομα, που επιπλέον προίκιζε την κάτοχό του με σοφία και με μαντικές δυνάμεις. Αν δεν την ξεγελούσαν οι μισοξεχασμένες πλέον φιλολογικές της γνώσεις, ή αν δεν είχαν καταλήξει σε άλλα συμπεράσματα οι επιστήμες και η φαντασία των ανθρώπων, οι γυναίκες ήταν εκείνες που κατείχαν τη γνώση και τη μαντική πολύ πιο πριν από τους γνωστούς άντρες μάντεις, και μάλιστα πολύ παλιότερα από την κλασική Αθήνα. Η Τειρεσία αισθανόταν υπερήφανη για τη «διόρθωση» που έκανε με το κόκκινο δασκαλίστικο μελάνι της στα τετράδια της Ιστορίας· διότι παίρνοντας αυτό το όνομα, επανέφερε την προϊστορική και λησμονημένη γυναικεία ικανότητα της μαντικής κατευθείαν στον εικοστό πρώτο αιώνα. Επιπλέον απέδιδε τιμή στα αποσιωπημένα χρόνια που, κατά τους μύθους, ο μάντης Τειρεσίας είχε ζήσει ως γυναίκα. Λίγο την ένοιαζε αν αυτό το όνομα συχνά γινόταν αφορμή για δηλητήριο, κάθε που καβγάδιζε με την ελαφρώς νεότερη συγκάτοικό της. Ανταπέδιδε το δηλητήριο, επαυξάνοντας μάλιστα τη δόση, αφού η επιστήμη των βοτάνων και των ουσιών αποτελούσε μέρος της πανάρχαιης σοφίας των γυναικών. Φιλιώνανε όμως γρήγορα οι δυο τους. Στη νηνεμία 


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

που ακολουθούσε τους καβγάδες, δεν έπαυε ολότελα ο υπόγειος κυματισμός από την τρικυμία που είχε ξεσπάσει μέσα στους τέσσερις τοίχους τούτου δω του παλιοδιαμερίσματος, σε τούτη δω την ξεπεσμένη γειτονιά, καταμεσής στο υποβαθμισμένο κέντρο της Αθήνας. Δεν είχανε διαλέξει η μια την άλλη, έτυχε, πώς να μη μαλώνουν; Η άλλη γυναίκα του ξενώνα, η Νύμφη, που σήμερα είχε τα γενέθλιά της, κάποτε είχε βαφτιστεί Θεονύμφη στον Άη Γιάννη, το πλούσιο προάστιο έξω από το Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία δεν είχε επιστρέψει από τότε που και η δική της η ζωή την είχε βίαια τραβήξει έξω απ’ τη ζωή της. Η ίδια ισχυριζόταν πως το Νύμφη ταίριαζε πιο πολύ από το Θεονύμφη σε μια ζωγράφο – επειδή ζωγράφος με πτυχίο της Σχολής Καλών Τεχνών, και καθηγήτρια στη μέση Εκπαίδευση, υπήρξε επίσης. Το καινούργιο όνομα που διάλεξε, από τη μια μεριά περιείχε, όπως ισχυριζόταν, ένα θεϊκό στοιχείο, παραπέμποντας είτε σε νύμφες των αρχαίων πηγών είτε σε γυναίκα έτοιμη για το μυστήριο του γάμου· από την άλλη όμως μεριά, το ξεπερνούσε αμέσως, επειδή η ζωγραφική –και ζωγράφος ήταν– όφειλε να είναι κάτι το ευρύτερο από τη θρησκεία ή τον παγανισμό. Το πιο σπουδαίο για μια ζωγράφο: το Νύμφη έδινε στο όνομα μια συγκεκριμένη εικόνα. Έντυνε με λευκά πέπλα και χυτά φορέματα την κάτοχο του ονόματος, χαρίζοντάς της μιαν αστείρευτη νεότητα αλλά και μια μυστηριακή ερωτική αναμονή για τη ζωή που της απέμενε να ζήσει. Ι


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

σχυριζότανε κι αυτή ότι και το δικό της το καινούργιο όνομα «διόρθωνε» το παρελθόν, στην περίπτωσή της όμως «διόρθωνε» το ίδιο το προσωπικό της παρελθόν. Διότι, τι σημασία είχε που παντρεύτηκε από έρωτα, αφού είχε χωρίσει μερικά χρόνια αργότερα με άσχημο τρόπο; Άγριο κύμα το φινάλε του παλιού της γάμου, έσβησε όλα τα ίχνη της αρχής πάνω στη μαλακή αμμουδιά του χρόνου. Αλλάζοντας, λοιπόν, το βαφτιστικό της από Θεονύμφη σε Νύμφη, της φαινόταν ότι η σημερινή γυναίκα που πατούσε το κατώφλι των γηρατειών, και σήμερα είχε τα γενέθλιά της, δεν τέλεσε ποτέ τον αποτυχημένο εκείνο γάμο. Ακόμη παραπάνω, ότι δεν είχε κάνει ούτε τον γιο της με τον παλιό της σύζυγο, αλλά μπορεί να τον είχε συλλάβει σε μια ένωσή της με κάποιο από αυτά τα μυθικά στοιχειά, που κρυφακούνε τους ερωτικούς ψιθύρους των νερών και των πράσινων φύλλων, κρυμμένα μέσα σε συστάδες από λυγαριές και πικροδάφνες. Άργησαν να καρπίσουνε τα σπλάχνα της πολύ, γι’ αυτό και δεν το έβρισκε εντελώς απίθανο να είχε σμίξει ακόμη και με κάποιο θεό μεταμορφωμένο σε δυνατό και ωραίο ζώο, όπως συνέβαινε συχνά στους μύθους, μολονότι δεν την ενθουσίαζε η σκέψη πως ένας θεός έπρεπε να υποβιβαστεί σε ζώο για να σμίξει με μια θνητή γυναίκα. Τολμούσε έως και να σκεφτεί –μα ανακαλούσε πάραυτα την ύβρη– πως ίσως συνέλαβε τον γιο της εξαιτίας κάποιου λευκού κρίνου, άνοιξη καιρό. Έφταιγε η ζωγραφική: τόσοι και τόσοι πίνακες μ’ αυτό το ερωτικό θαύμα, κυρίως από την Αναγέννηση και πέρα, είχαν σαν αποτέλεσμα να εκλαϊκευτεί αμετάκλητα η σκηνή, να μεταγγιστεί στις γυναίκες, 


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

αγγίζοντας το άρρητο αίσθημα κάθε άτεκνης για καιρό. μα ό,τι κι αν είχε συμβεί από τα παραπάνω, δεν θα αποκάλυπτε ποτέ στον γιο της με ποιο τρόπο κάρπισε στα σπλάχνα της. Όσο κι αν την αγαπούσε, ποτέ δεν θα δεχόταν αυτήν τη μυστικιστική, την περίκλειστη γυναικεία της αλήθεια, ούτε τώρα, στα επαναστατημένα νιάτα του, ούτε αργότερα. Άντρας ήταν, είχε την τετράγωνη δική του αλήθεια. Και τον λάτρευε ακριβώς επειδή ήταν άντρας. Αυτό που λένε «ο άντρας του σπιτιού». Ο άντρας, πάντως, στην παρούσα φάση της ζωής της, έστω και συνεχώς απών κι αυτός, όπως οι περισσότεροι. Ο Ορέστης –εκ των υστέρων καταλάβαινε καλύτερα γιατί του είχε δώσει αυτό το όνομα, βάρος και ευχή μαζί– τη βοηθούσε να μη σιχαθεί το γένος των αντρών. Αντίθετα να βρει καινούργιους τρόπους για να το ξαναγαπήσει. μοιάζανε, άλλωστε, οι δυο τους μέσα κι έξω· κι εκείνη είχε εξεγερθεί στα μακρινά της νιάτα, φοιτήτρια επί Χούντας. Ποτέ της δεν μετάνιωσε γι’ αυτό, ενώ είχε μετανιώσει για τον γάμο της. με τον Ορέστη τους έφερνε ακόμη πιο κοντά το ίδιο νεανικό μοιραίο πάθος, το βίαιο και τρυφερότατο μαζί: η ανάγκη τους να επαναστατήσουν. Το ίδιο μοιραίο λάθος, το βίαιο μα κατά βάθος τρυφερό, τη διόρθωνε η συγκάτοικός της, η τάχα μου οιωνοσκόπος Τειρεσία, όταν αναφερόντουσαν από κοινού στα νιάτα τους. Και αναφερόντουσαν συχνά, σαν να αντλούσαν από το φως της νιότης τις χλομές ακτίνες όσου μέλλοντος απέμενε στην καθεμιά τους. μέλλον που όλο και λιγόστευε, ενώ, την ίδια ώρα, η νιότη τους όλο και φούσκωνε στη μνήμη τους, με θάμβος απόκοσμο, με συμπαντική 


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

διάρκεια, με το δίχως ύλη βάρος που αποκτά για τον καθένα ο προσωπικός χαμένος χρόνος του. Τσακωνόντουσαν συχνά οι δυο τους, η Τειρεσία και η Νύμφη, για εκείνο το περίφημο, το εσαεί αναπάντητο τίς πταίει. Ιδού το σημείο, όπου κόβεται το νήμα στο ξετύλιγμα του κουβαριού κάθε ζωής, κάθε πατρίδας. Ιδού η παγίδα του μυαλού, της Ιστορίας, των δακρύων. Αλλά τι και αν θα βρεθεί το αίτιο στο τέλος, έτσι όπως ξετρυπώνει ένα λαγωνικό το θήραμά του; Τι και αν τρέξει το αίμα ενός κάποιου θηράματος, που θα καταβροχθιστεί αργότερα σε ένα κλειστό, απλησίαστο και φανφαρόνικο συμπόσιο των ισχυρών της χώρας; Θα αλλάξουνε τα κάθε μέρα σκοτωμένα νιάτα τους; Θα αλλάξει, μήπως, κάτι στη σημερινή ζωή τους, την παγιδευμένη σαν το πιο αθώο θήραμα στο δόκανο ενός παλιοδιαμερίσματος; «Άσ’ το καλύτερα. Ψύλλους στ’ άχερα γυρεύουμε...» ήταν η μελαγχολική επωδός πότε της Τειρεσίας και πότε της Νύμφης. Αφορμές για να μαλώνουν είχαν κι άλλες. Καμιά φορά μαλώνανε και δίχως αφορμή, έτσι, για να περνά η ώρα τους, όταν βαριόντουσαν την τηλεόραση, τα βιβλία, τις κυριακάτικες εφημερίδες, την ίδια θέα από το παράθυρο, την καθημερινή αναγκαστική συμβίωση, ακόμη και τις σπάνιες επισκέψεις. μαλώνανε όταν βαριόντουσαν έως κι εκείνη τη λεπτή βροχή που ξέβαφε το ουράνιο τόξο από τις αφηγήσεις της παλιάς ζωής, με αποτέλεσμα να προσδοκούνε πλέον μόνο από τα όνειρα, όσα τουλάχιστον δεν καταλήγανε σε ε


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

φιάλτες, τις έστω και μικρές χαρές του βίου. μαλώνανε όταν απελπιζόντουσαν μ’ εκείνο το παλιό κομπιούτερ που τους είχανε δωρίσει για να περνούν την ώρα και να ασκούνε το μυαλό τους, λέγοντάς τους ότι δούλευε με ένα ποντίκι. Ανακουφίστηκαν στη σκέψη ότι, ευτυχώς, το ποντίκι αυτό ήταν αόρατο και δεν κινδύνευε να το κατασπαράξει ο φαγάς Βαλτάσαρ, γεμίζοντας το σπίτι με τσιρίδες κι αίματα. Φαίνεται πως το υποψήφιο θύμα, δηλαδή το ποντικάκι, είχε κρυφτεί με τόση εξυπνάδα, που ποτέ δεν είδαν ούτε καν το χρώμα του. με τέτοιες σκέψεις πάντως, καθόλου δεν τις διασκέδαζε αυτό το σύγχρονο μα εξωπραγματικό παιχνίδι, αλλά μήπως και η ζωή τους τελευταία δεν έμοιαζε καμιά φορά εξωπραγματική; Προτιμούσαν τα γνωστά επιτραπέζια παιχνίδια, που τα έβλεπαν και τα άγγιζαν. Τι νόημα μπορεί να έχει ένα κατά το ήμισυ αόρατο παιχνίδι; μια κατά το ήμισυ αόρατη ζωή; μαλώνανε επίσης όταν βαριόντουσαν ακόμη και την τρέλα, που οι άλλοι τους απέδιδαν σαν να επρόκειτο για μια βαριά ανίατη αρρώστια, μια κατάρα, ενώ εκείνες, η καθεμιά ξεχωριστά και πολύ προτού συγκατοικήσουν, ποτέ δεν είχαν πειστεί για τη σοβαρότητά της. Κατά τη γνώμη τους, και παρότι καμιά φορά υπέφεραν ακόμη και σωματικά, αυτές απλώς κατείχαν ένα μυστικό κλειδάκι· κάτι σαν εύνοια, σαν δωρεά, σαν το άλας της ζωής, κι ας μην το βλέπαν έτσι οι πολλοί, και δήθεν υγιείς. Χαιρόντουσαν, ωστόσο, κάθε που ο πατριάρχης υποστήριζε μπροστά τους πως τα χειρότερα είχαν περάσει με το προχώρημα της ηλικίας, με την αγωγή. Πως ήταν πια σχεδόν καλά. Το μπουμπουνητό εκεί


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

νου του «σχεδόν» αναστάτωνε λιγάκι το «καλά», αλλά δεν καταργούσε το ουράνιο γαλάζιο φως του. Έξω δεν έβγαιναν συχνά, και ποτέ μόνες τους. Αυτό απαγορευόταν. Είχαν πλέον συνηθίσει στην κλειστή ζωή, σε σημείο που είχαν αρχίσει, λόγω τηλεόρασης κυρίως, να φαντάζονται έναν περίπατο στους δρόμους της Αθήνας, ή απλώς το να πάνε κινηματογράφο ή θέατρο, σαν ένα μείγμα τρομερού κινδύνου και ταυτόχρονα ηδονής. Γεράματα, ας το παίρνανε απόφαση. Τουλάχιστον αυτό. Ωστόσο κάποιοι έμπαιναν στο σκοτεινό διαμέρισμα, φέρνοντας μαζί τους μια, καλοδεχούμενη συνήθως, αύρα από τον έξω κόσμο. Η Δανάη, λόγου χάριν, η κοινωνική λειτουργός, ερχόταν κάθε μέρα να τις δει. Από την αρχή την είχαν αγαπήσει «σαν παιδί τους». Ένα παραπάνω που σ’ αυτή την καινούργια, την άτυπη οικογένεια των δύο τους, περίσσευε άφθονος χώρος για ένα καινούργιο, άτυπο πλην μεγάλο σόι. Γι’ αυτό είχαν αγαπήσει και τη Σόνια της, προτού τη δούνε πρώτη φορά τους σήμερα, σαν μια ζωντανή Κοκκινοσκουφίτσα. Παιδί του παιδιού τους ήταν, η χαρά που στα γεράματα ονομάζεται εγγόνι. «Θα φτάσει η τούρτα που έφερε η Δανάη;» αναρωτήθηκε η Νύμφη, ξαναμετρώντας νοερά τους καλεσμένους της: Ο πατριάρχης μάλλον δεν θα τους έκανε αυτή την τιμή, άλλωστε δεν εμφανιζόταν και συχνά εδώ μέσα· καλύτερα, όλοι θα αισθανόντουσαν πιο άνετα. Η Δανάη και η κόρη της ήταν κιόλας εδώ. Ο Ορέστης είχε υποσχεθεί ότι θα προσπα


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

θούσε να περάσει, αλλά για λίγο. Φυσικά η Κατερίνα, αφού έμενε μαζί τους στο διαμέρισμα. Θα ερχότανε και η Γιασμίν, που καθάριζε μια φορά την εβδομάδα το διαμέρισμά τους, μαζί με το πεντάχρονο αγοράκι της, το μαηλάκι: όλοι, μικροί-μεγάλοι, μαζί με τις δυο τους, σύνολο εννιά. Η Κατερίνα, μια μακρινή συγγένισσα της Νύμφης από τα ορεινά χωριά της Κρήτης, έμενε έτσι κι αλλιώς μαζί τους για μην είναι μόνες στο διαμέρισμα. Ψώνιζε και μαγείρευε, έκανε τις εξωτερικές δουλειές και τις συνόδευε, πότε αυτή, πότε η Δανάη, στις σπάνιες εξόδους τους. Αν και πιο μικρή απ’ αυτές, με το που λειτούργησε η κοινή ζωή των τριών τους, είχε αναχθεί σε θεά τροφοδότη, παρηγορήτρα, θεραπεύτρια ψυχῶν τε καὶ σωμάτων. ξεπερνούσε ακόμη και τον πατριάρχη, όταν έπιανε να ψιλοκεντά εξηγώντας ένα χθεσινό τους όνειρο, ή να τις παρηγορεί, εκτός ονείρων. μαυροφορεμένη πάντα. μια οπτασία στεγνή και λιγνή, που σε άλλες εποχές θα μπορούσε να κάνει την εμφάνισή της στο όνειρο κάποιου χωρικού, για να του αποκαλύψει σε ποιο σημείο της απέναντι ραχούλας βρισκόταν ένα εικόνισμα αχειροποίητο, να του παραγγείλει να χτίσει με τα δυο του χέρια του ένα εκκλησάκι στο σημείο που το είχε βρει και να τοποθετήσει μέσα το εικόνισμα, για να καθαγιαστεί ο τόπος. Πενθούσε για τον άντρα της η Κατερίνα, τον αστυνομικό, γι’ αυτό μαυροφορούσε. Πριν από κάμποσο καιρό είχε τραυματιστεί βαρύτατα σε μια τυχαία συμπλοκή με τους ληστές μιας τράπεζας, ακούστηκε πως μπορεί να ’τανε 


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

κι αναρχικοί. Από τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπός της είχε πάρει τον κατήφορο. Είχε πέσει και σε μεγάλη στενοχώρια, επειδή καταλάβαινε πως θα άφηνε τα κοκκαλάκια του στη σημερνή κακούργα Αθήνα. Τι το ’θελε και ζήτησε μετάθεση από τη νήσο; μήπως δεν το ’ξερε ότι μια ζούγκλα θα βρισκότανε μπροστά του; Ενώ εκεί κάτω, παρόλο που βρέθηκε σώγαμπρος και όχι ντόπιος, όλους τους ήξερε, όλοι τον ήξεραν, και οι σωστοί και οι λάθος άνθρωποι, απ’ όποιο σημείο και να στεκόταν κανείς για να ορίσει ποιο το σωστό και ποιο το λάθος. Το κυριότερο, με τον καιρό είχε μάθει στην Κρήτη πώς να προφυλάγεται και από τους σωστούς κι από τους λάθος, απ’ όποιο σημείο να στεκότανε πάλι κανείς για να ορίσει το καθένα τους. Στην Αθήνα όμως, όλα τούτα βγήκαν άχρηστα. Φοβόταν, αυτός ο ατρόμητος. Της το εξομολογήθηκε στα τελευταία του, ότι μπορεί από φόβο, λόγω της προχωρημένης πια ηλικίας του για κάτι τέτοια, να μην αντέδρασε με τη δέουσα ταχύτητα και να χτυπήθηκε από σφαίρα. Άνθρωπος ήτανε κι αυτός. Σε δυο τρεις μήνες απεβίωσε. Τόσο αδύνατος από τη θλίψη και την ασιτία, που η Κατερίνα μπορούσε να τον παίρνει μες στα χέρια της σαν σπουργιτάκι και να τον ταΐζει. Τον είχε βρει η σφαίρα στην ώρα του μίσους, μιαν ώρα αγκάθι που μπορεί να ματώσει κάθε μια στιγμή του αθηναϊκού εικοσιτετράωρου, αυτό συλλογιζότανε, ενώ τον ντάντευε. Κι όταν σπαρτάρησε, ένα πουλάκι το παλιό θεριό, και ξεψύχησε ο άνθρωπός της στο διπλό συζυγικό κρεβάτι, μόλις που είχε ξημερώσει. Αυτή ούτε που το κατάλαβε, διότι το αγκάθι του μίσους, που δεν ελογάριαζε αν ήτανε μέρα ή νύχτα, 


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

ηλιοβασίλεμα ή αυγή, τσίμπησε την καρδιά της τόσο δυνατά, που βγήκε από τα σπλάχνα της μουγκανητό δαμάλας, ώρα που τη σφάζουνε. Κι ένιωσε το δικό της μίσος πλέον να ανεβαίνει, να αναβρύζει σαν ποταμός δακρύων από μέσα της. Αλλά τα δάκρυα του μίσους δεν ανακουφίζουν, ας λένε ο κόσμος πως ανακουφίζουν γενικά τα δάκρυα. Τον δε αίτιο, ακόμη δεν τον είχαν βρει, κι ούτε θα τον βρίσκανε. Δεν ήταν εύκολο, μέσα σ’ αυτό το άνω-κάτω της κακόμοιρης πατρίδας, αλλά δεν ήτανε αυτό ο μόνος λόγος, όπως άκουγε. Πουλάκι, επίσης λαβωμένο από το κακό αγκάθι, έτσι την έβλεπε τα τελευταία χρόνια την πατρίδα η Κατερίνα. Έτοιμη να ξεψυχήσει μέσα στην παλάμη της, ακριβώς όπως ο άνθρωπός της. Η σύνταξή του δεν της έφτανε για το νοίκι και για μια ταπεινή ζωή. μεσολάβησαν και οι περικοπές, δεν ήξερε τι να κάνει για να ζήσει. Όταν τη βρήκαν και της ζήτησαν, λόγω αυτής της μακρινής συγγένειάς της με τη Θεονύμφη, μπήκε αμέσως στο προστατευόμενο διαμέρισμα, να υπηρετεί τις δυο γυναίκες. Κοιμόταν εκεί, έτρωγε εκεί, ντρεπότανε όμως να ρωτήσει για ποιο λόγο η κυρία Θεονύμφη ήθελε να τη φωνάζουν εδώ μέσα Νύμφη. Αλλάζει το βαφτιστικό; Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν στο στόμα μου, ανέσυρε μια παλιά φράση από τις φυλαγμένες στο σεντούκι του μυαλού της, άρα κλειδί και στο δικό της στόμα. Κι επειδή η σιωπή είναι χρυσός, σώπαινε για να λαμβάνει κάθε μήνα ένα μέρος από τις συντάξεις των δυο πρώην εκπαιδευτικών, όσο κι αν τις είχαν περικόψει. Οικονόμα είχε ανατραφεί, έκανε οικονομία στο φαΐ, στο ηλεκτρικό, όπου μπορούσε, κι έτσι φτάναν τα λε


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

φτά. Φασούλι το φασούλι, μάζευε στην μπάντα και μερικά δικά της λεφτουδάκια, γεράματα είχε μπροστά της. Διότι έτσι είναι οι ζωές σαν τη δική της, το κεφάλι κάτω και δουλειά, δουλειά και μούγγα. Στη δε δουλειά της καλά και καλύτερα, για να την κρατήσουν. μόνο το βουβό κλάμα της δεν έλεγε να σταματήσει άμα ξυπνούσε τα χαράματα. Κάθε μέρα. Γιατί ποτέ δεν σταματά το πένθος από σφαίρα μίσους. Είχε βέβαια τον Τάκη, τον μονογενή και κανακάρη της. Απών συνέχεια. Εικοσάρης, άνεργος αυτή τη στιγμή. με το ζόρι έμαθε κάτι γράμματα. Είχε κάνει στρατιωτικό, μπήκε καμαρότος στις μινωικές, τον απολύσανε από τους πρώτους λόγω κρίσης. Έτσι της ανέφερε. Δεν έχει σημασία ο λόγος, του αποκρίθηκε, σημασία έχει που έβγαινε στην ανεργία την ώρα που στη δική του κλάση ψάχνανε όλοι για δουλειά, από κοντά και μερικές κλάσεις παλιότερες. Είδε το μάτι του που στένεψε· έτσι είναι η ζωή, κοίτα να μη σε πάρει από κάτω, του έδωσε κουράγιο. Πάει χρόνος, μόνο λίγα μεροκάματα, άλλα αντ’ άλλων, είχε βρει. Δεν στέριωνε. Συχνά-πυκνά περνούσε από το διαμέρισμα που εκείνη δούλευε, τον χαρτζιλίκωνε γερά, μα το πού κοιμότανε δεν το ’ξερε. Αλλαγμένος όλο και πιο πολύ κάθε που εμφανιζότανε ο γιόκας της, μα δεν καθόταν να της εξηγήσει. μόνο για τα λεφτά ερχότανε να τη ζορίσει, κι έφευγε. Άρχισαν να τη ζώνουνε τα φίδια, τι έκανε τώρα, τι θα απόκανε. Θα ερχόταν κι η Γιασμίν που, όταν καθάριζε μια φορά την εβδομάδα το διαμέρισμα, έφερνε και το μαηλάκι της. Για  o


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

καιρό τους έκρυβε πώς ήταν μωρομάνα, ώσπου την έπιασε η Κατερίνα να κλέβει λίγη ζάχαρη και γάλα. Καμιά τους δεν τη ρώτησε για τον πατέρα, ούτε κι εκείνη έθιξε το θέμα όταν τους εξομολογήθηκε για το μωρό της. Ζούσε, τους εξήγησε, μαζί με άλλους, ξένοι όλοι τους, από την Αίγυπτο οι πιο πολλοί, άλλοι μόνοι, άλλοι με οικογένεια. μακριά, στο τέρμα ενός λεωφορείου ζούσε. Και μετά, πολύ περπάτημα, βρέξει-λιάσει. μικρά δωμάτια γύρω από μια αυλή. Έμπαινε βροχή, έμπαινε ζέστη. Στο «κοτέτσι», άκουσε να λένε το μέρος που ζούσε. μόνο ξένοι μένανε εκεί, τα έχτισε ένας από δω, μόνο για ξένους. Στην αυλή, είπε μετά από ένα κράτημα η Γιασμίν, ένα μεγάλο κυπαρίσσι. Γύρω του είχανε χτίσει τα κοτέτσια. Δεν κόψανε το δέντρος. Δεν πρέπει να κόβεται τέτοιος δέντρος. μύριζε μόσχο του, άκουγε πουλιά, χτυπούσε δυνατά καρδιά της. Το μωρό της. Η μοσχοβολιά ενός κυπαρισσιού που αναστατώνει μια φτωχή καρδιά. Καλή κοπέλα και νοικοκυρά ήταν η Γιασμίν, δυνατή για τη δουλειά, στα είκοσί της. Και όμορφη. Γειτόνισσα από την Αίγυπτο, από τη φτωχολογιά στο Κάιρο. Φυσικά και θα συνέχιζε να καθαρίζει το διαμέρισμά τους, αποφάσισαν. Ας έφερνε και τον μικρό της γιο κάθε που ερχόταν. Το Ισμαήλ αμέσως εξελίχτηκε σε μαηλάκι, ενώ καμιά φορά φώναζαν το παιδί και μιχαλάκι, δίχως όμως να επιμένουν. Άλλωστε, δεν ήταν σίγουρες εάν το Ισμαήλ αντιστοιχούσε στο μιχαήλ και τέτοια λάθη δεν επιτρέπονταν σε εγγράμματες γυναίκες. Πέντε χρονών το μαηλάκι, δέρμα ανοιχτόχρωμος ταμπάκος, μάτια υγρά κι ωστόσο κάρβου


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

να αναμμένα, το γέλιο του κυριολεκτικά μια αύρα μαγική. Διότι αναδεύτηκαν οι τοίχοι μαλακά, ανοιγόκλεισαν σαν αρχαγγελικές φτερούγες τα πορτοπαράθυρα, όταν ακούστηκε πρώτη φορά το γέλιο του παιδιού μέσα σε τούτο το μουντό διαμέρισμα.




ô

ΑΙΡΟ ΚΑΤΟΠΙΝ, όταν μερικοί θα ισχυριζόντουσαν ότι η

Κ περιπέτεια άρχισε εκείνο το απόγευμα, η Τειρεσία θα αντιδρούσε περιφρονώντας τη ρηχότητα των εύκολων συ-

μπερασμάτων. Τι μάντισσα θα ήταν, σκέφτηκε, εάν δεν γνώριζε ότι κάθε περιπέτεια μοιάζει μ’ εκείνη την αρχαία κυπάρισσο στην αυλή της Γιασμίν. με δέντρο παλιό, βαθύριζο, τριγυρισμένο από πολλές ζωές και ιστορίες. Το χρώμα του είναι μελαγχολικό, το άρωμά του δεν σ’ αφήνει να ησυχάσεις, ανασταίνει μνήμες. Όσο για το σχήμα του, αυτό μπορεί να σε ανεβάσει με ορμή βέλους από τη γη στον ουρανό. Ή πάλι, αν το αναποδογυρίσεις, κάνει τον ουρανό να στάζει επί γης σαν μια μεγάλη σκουροπράσινη σταγόνα. Σκέψεις επικίνδυνα ποιητικές, καλύτερα να τις κρατούσε για τον εαυτό της. Και δεν ήταν απόγευμα, είχε για τα καλά βραδιάσει όταν μαζευτήκαν όλοι.




Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

Η Νύμφη αγωνιούσε για τον γιο της. Φλεβάρης ήταν, νύχτωνε νωρίς, ο Ορέστης αργούσε να φανεί, ενώ της είχε τάξει πως θα ερχότανε από τους πρώτους. Δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί, στο κάτω-κάτω άνθρωπος μεγάλος ήταν πια, θα είχε τις δουλειές του. Από τη μεριά της, όταν έφθασε η ώρα των προσωπικών συμπερασμάτων, ταύτισε τη λέξη περιπέτεια ακόμη μια φορά με τον συμβολισμό του ονόματος που του είχε δώσει, παρασυρμένη από τη γοητεία ενός τόσο σπουδαίου μύθου για τους γιους, για τη ζωή την ίδια. Κατά συρροήν παρασυρμένη από μύθους ωραίους όσο και παραπλανητικούς, αφού ανήκαν σε άλλες εποχές και σε άλλες αναπαραστάσεις, θα τη διόρθωνε ξανά η παντογνώστης Τειρεσία. Όμως βαθιά μέσα σ’ αυτούς τους μύθους άναβε η σπίθα μιας ανεκπλήρωτης μικρής ευχής, κάτι σαν μια ανείπωτη μα κληροδοτημένη αλήθεια, που τους καθιστούσε οικείους κι αγαπητούς από γενιά σε γενιά, από αιώνα σε αιώνα. Η Νύμφη δεν μετάνιωνε για όλους τους μύθους που, λίγο-πολύ, είχαν τραβήξει τη ζωή της στις φανταστικές τους τροχιές. Κάποιες στιγμές, ωστόσο, είχε όντως αναρωτηθεί μήπως θα έπρεπε να είχε δώσει άλλο όνομα στον γιο της. Ένα αρχαίο πάντα όνομα, μα πιο φρόνιμο, που θα τον κατέτασσε στους λογικούς, τους σώφρονες έστω και φαινομενικά, τους σοφούς άνδρες του άστεως, της εξουσίας... Γέρος λοιπόν, γέρος και μετρημένος απ’ την κούνια του ο μοναδικός της, ο γιος που τόσο πόθησε να αποκτήσει; μπα, καλύτερα ένας φλογερός εκδικητής, ένας εσαεί πεντάμορφος Ορέστης. Άλλωστε, το είχε μάθει πια στην ηλικία της, τα νιάτα 


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

έχουν για φως τους τη φωτιά, το κάλλος τους είναι μαγνήτης του κινδύνου, εκδίκηση και ήθος συγγενεύουν στις καμιά φορά σκληρές αλλά και τόσο τρυφερές ψυχές τους. Διδαχές απ’ τη ζωγραφική, διδάγματα από τη ζωή της. Αρκούσαν όμως τέτοιες γνώσεις σήμερα, μέσα σ’ αυτό το αναποδογύρισμα του κόσμου; Τι κι αν δεν αρκούσαν; Τράβηξε τη λαιμόκοψη της καλής της δαντελένιας μπλούζας με τον δείχτη του δεξιού χεριού, είχε παχύνει με τα χρόνια και τη στένευε. Τι είναι, δηλαδή, οι γνώσεις, φαΐ στην κατσαρόλα να χορτάσεις; Αλίμονο αν μπορούν να χορταίνουν τόσο, ώστε να λησμονεί κανείς ότι οι γνώσεις μοιάζουν πιο πολύ με διαβατάρικα πουλιά, μπορεί και να ’ναι διαβατάρικα πουλιά. Αν ανησυχούσε για τον γιο της, μάνα του ήταν, έτσι έπρεπε. μήπως ήταν καλύτερα η γαληνοτάτη σαν τη Βενετία, δηλαδή η συγκάτοικός της Τειρεσία, που είχε σπιτωμένο ένα γάτο αντί για γιο και δεν έπασχε από την αγωνία του; Ας ισχυριζόταν ότι είχε προτιμήσει να μην παντρευτεί, να μη γεννοβολήσει. Πότε την πίστευε και πότε δεν την πίστευε καθόλου. μα θα ήταν αγένεια να τη ρωτήσει για ποιο λόγο, αυτό ήταν δουλειά του πατριάρχη, όχι δική της. Η συζήτηση, αν όχι και καθεαυτή η περιπέτεια για όσους θέλουν να ταξινομούν το αταξινόμητο, άρχισε αφού έσβησε η Νύμφη τα κεράκια μ’ ένα φύσημα, ευτυχισμένη που είχε έρθει, έστω και μια στιγμή πριν απ’ αυτή την εορταστική τελετουργία, ο γιος της. Όλοι οι μεγάλοι, ο Ορέστης, η Τει


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

ρεσία, η Δανάη, η Κατερίνα κι η Γιασμίν, τη χειροκρότησαν χαρούμενοι, όχι όμως τα μικρά παιδιά, αφοσιωμένα στα δικά τους. Η Σόνια, που είχε τραβήξει με το ζόρι τον Βαλτάσαρ έξω από την ντουλάπα, τον χάιδευε κρατώντας τον σφιχτά στην αγκαλιά της, για να μην της φύγει. Δίπλα της το μαηλάκι κοίταζε ζηλεύοντας, ο γάτος ήταν πιο πολύ δικός του, αφού έπαιζε μαζί του κάθε φορά που δούλευε η μάνα του σ’ αυτό το σπίτι. Άπλωσε το χέρι του να της τον πάρει. Η Σόνια του έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα. Απομακρύνθηκε καλού-κακού από το αγόρι. Ο άσπρος γάτος ήταν δικός της και καταδικός της για πολλούς λόγους, πρώτα επειδή ήταν άσπρος σαν κι αυτήν και όχι σαν το μαηλάκι καφετής, μετά επειδή για τη γατήσια χάρη του είχε έρθει επίσκεψη σ’ αυτές τις δυο αχώνευτες γριές, κι επειδή στο κάτω-κάτω αυτή ήταν πιο μεγάλη από το μαηλάκι – πού το βρήκε τέτοιο γελοίο όνομα! ξένος θα ’ταν. Δεν θα τον μοιραζότανε, λοιπόν, τον γάτο της με αυτόν τον ξένο, που ποτέ της δεν τον είχε ξαναδεί. Κοίταζε με μάτια γεμάτα σπίθες το βουρκωμένο μαηλάκι, ενώ ακουγόταν πλέον το ενθουσιώδες και κακόφωνο Happy Birthday από όλους, εκτός από τη Γιασμίν και την Κατερίνα. Αγγλικά δεν ήξεραν, χειροκροτούσαν μόνο. Η Νύμφη έκοψε και μοίρασε την τούρτα. Η Γιασμίν, πριν δώσει στο μαηλάκι το πιατάκι του, πρόσθεσε το πιο μεγάλο μέρος από το γλυκό της δίπλα στο δικό του. Η Σόνια, αφού ακούμπησε το δικό της στο τραπέζι, προσπαθούσε να κομματιάσει το γλυκό της με το κουταλάκι, έχοντας άγαρμπα κρεμάσει τον Βαλτάσαρ στο αριστερό της χέρι. Ο Βαλ


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

τάσαρ, αναστατωμένος από τις εορταστικές καινοτομίες και τη φασαρία, άσχημα στριμωγμένος από τον τρόπο που τον έσφιγγε η Σόνια, έδωσε μια κι ελευθερώθηκε μ’ ένα μακρόσυρτο νιαούρισμα, γρατζουνώντας ανεπαίσθητα το χέρι της. Η Σόνια κλαψούρισε για αυτή τη ρόδινη αμυχή, πήγε να τον κυνηγήσει, για να του τις βρέξει στον διάδρομο κρυφά από την κυρά του, δεν τα κατάφερε κι επέστρεψε στον πειρασμό της τούρτας, ενώ το μαηλάκι μόλις είχε τελειώσει τη σχεδόν διπλή μερίδα του. Κοιτάχτηκαν σαν να βλέπονταν πρώτη φορά απόψε, αντάλλαξαν δυο τρεις κουβέντες και βγήκαν συμφιλιωμένοι από το σαλόνι για ν’ ανακαλύψουν την κρυψώνα του Βαλτάσαρ. Η Γιασμίν τους ακολούθησε ανήσυχη, ενώ οι μεγάλοι άρχισαν να κουβεντιάζουν, άλλοι τους καθισμένοι, άλλοι όρθιοι. Η Κατερίνα πήρε τα πιατάκια στην κουζίνα και γύρισε αμέσως στο σαλόνι με λικέρ και ποτηράκια. Στο τέλος θα κουτσοπίνανε οι δυο κυράδες, υπολόγισε, παρόλο που αυστηρά τους απαγόρευε ο πατριάρχης το ποτό. Το απαγορευμένο όλοι το ζητούν, δεν χάλασε ο κόσμος για δυο στάλες τέτοια μέρα, γι’ αυτό είχε προσθέσει και για τις κυρίες δύο ποτηράκια. Όχι μόνο δύο, αλλά κι άλλα δύο. Δεν αποκλείεται να δοκίμαζε λικέρ και η μουσουλμάνα, η Γιασμίν, αν και η θρησκεία της δεν το επέτρεπε, όσο είχε ακουστά. μέχρι κι η ίδια, η βαρυπενθούσα, θα απολάμβανε μετά χαράς τη γλύκα του λικέρ. Έτσι κι αλλιώς είχε μετριάσει για τη μέρα της γιορτής τα μαύρα ρούχα μ’ ένα φουλάρι, δεμένο στον λαιμό 


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

της χαλαρά. Γκρίζα και μαβιά κλωνάρια διασχίζαν το άσπρο του μετάξι, κλωνάρια από το ανύπαρκτο στη φύση δέντρο της λύπης, που είχε ριζώσει μόνο μέσα της. Πρώτη φορά ανοιγότανε στο μοβ, το γκρίζο, το άσπρο χρώμα. Κούνησε το κεφάλι πιάνοντας δώθε-κείθε σκόρπιες φράσεις. Εδώ και δυο χρόνια, το ίδιο θέμα κυριαρχούσε σε όλες τις συζητήσεις των ανθρώπων, το ίδιο θέμα λούφαζε σαν τον λιμάρη λύκο πίσω από τις στενόχωρες σιωπές τους, ήταν σίγουρη ότι το ίδιο θέμα θα εμφανιζόταν και στους εφιάλτες τους· ένα γαλήνιο όνειρο δεν ήταν πια σε θέση να ονειρευτούν οι Αθηναίοι. Λες κι είχαν πένθος, έτσι κάναν άπαντες. Ψέματα, ψέματα χοντροκομμένα. μπορεί, πάλι, να παίζανε θέατρο οι πρωτευουσιάνοι, ψέμα και θέατρο ένα και το αυτό, έτσι λέει ο κόσμος. Όμως, κατά την ταπεινή της γνώμη, άλλο το δήθεν κι άλλο η αλήθεια. Εκνευρίστηκε με τόσους θεατρίνους γύρω της και με τα καμώματά τους, για να μην πει τα ψέματά τους, ιδέα δεν είχανε τι πά’ να πει στ’ αλήθεια πένθος. Τράβηξε τυχαία από το κουτάκι του μυαλού της, εκεί που φύλαγε μια απάντηση για κάθε δυσκολία, ένα χαρτάκι που έγραφε: «έχει ο καιρός γυρίσματα». Αναψοκοκκινισμένη από το λικέρ που είχε κατεβάσει, τράβηξε το φουλάρι από τον λαιμό της, το ’χωσε στην τσέπη της, ήθελε να επιστρέψει στα κατάμαυρα, για να τους δείξει αυτή τι εστί το πένθος. μια άκρη του ξεμύτιζε από την τσέπη της, σαν μια μεταξένια γλώσσα, που, βγαίνοντας έξω από το στόμα, την κορόιδευε ότι μέχρι κι ο θάνατος περνά και φεύγει, φτάνει να μην είναι ο δικός σου. Η Κατερίνα έσπρωξε να καταχωνιάσει το 


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

ανυπάκουο φουλάρι της μέσα στην τσέπη. Κρίση-ξεκρίση, όλοι πέφτανε πιο μαλακά από κείνηνε. Ας μην την κοροϊδεύανε αυτοί που ήταν γύρω της με τα δήθεν βάσανά τους. Είχανε ζεματιστεί, είχανε φτωχύνει, κινδύνευαν να χάσουνε πολλά και πάμπολλα, μα ώς εκεί και μη παρέκει. Θάνατος δεν ήταν. Ο δε κανακάρης της, ο Τάκης, και πάλι άφαντος καιρό. Ποιος ξέρει, μπορεί και να εμφανιζόταν σήμερα, ήξερε για τα γενέθλια της κυρίας Θεονύμφης. Στο μυαλό της πάντα με το βαφτιστικό της όνομα την είχε, αυτό το «Νύμφη» της καθόταν στον λαιμό σαν ψαροκόκκαλο. Από την τελευταία φορά που είχε να δει τον γιόκα της, μήνας και βάλε είχε περάσει· γι’ αυτό και του μήνυσε για τα γενέθλια, να τον ψαρέψει μπας κι εμφανιστεί. Ο γιος της μάλιστα, αυτόν τον χτύπησε η ζωή διπλά, πένθος κι ανεργία, αν και δεν θα ορκιζόταν στο ευαγγέλιο ότι ο μονογενής της τσαλακώθηκε από τον χαμό του κύρη του. με άλλα λόγια ότι ο γιος πενθούσε με τον τρόπο τον δικό της. Ἥμαρτον, όμως, Κύριε, ο καθείς και ο τρόπος του. Την αλήθεια όμως δεν θα την αρνιόταν. Όσο λεβεντιά είχε σταθεί στο πλάι της ο σύζυγος, που ως άντρας είχε στη φαμίλια το κουμάντο και το πάνω χέρι, τόσο σαν τα σκυλιά τα λυσσασμένα κάνανε με τον Τάκη μια ζωή. Ανυπακοή από τη μια, ζωστήρας απ’ την άλλη. Ζωστήρας απ’ τη μια, το ρεμπελιό απ’ την άλλη. μέχρι και το υπηρεσιακό περίστροφο είχε τραβηχτεί, κι εκπυρσοκρότησε ευτυχώς προς το ταβάνι, σ’ ένανε καβγά τους. Το λίγο που την έπαιρνε, έμπαινε στη μέση για να τους καλμάρει. Για περισσότερα δεν είχε το δικαίωμα ούτε ως σύζυγος ούτε ως μητέρα. υ


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

πάρχουν όρια για το καθετί, προπαντός για τις γυναίκες. Και το ξύλο που έτρωγε ο νεαρός, στο κάτω-κάτω ένα σχολειό ήταν κι αυτό. Τον σκληραγωγούσε, άντρας ήταν. Σάμπως ήταν καλύτερος ο Ορέστης της κυρίας Θεονύμφης; μέχρι και τις σπουδές του είχε παρατήσει από χρόνια, έτσι έμαθε. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω: όμορφος, έτσι κούκλα είχε ακουστά πως ήταν νεαρή κοπέλα και η μάνα του. Αλλά στοπ εδώ. Τα είχε τα χρονάκια του ο νεανίας, κι αυτό ήταν ένας παραπάνω λόγος που τον ασκήμιζαν τα μακριά κι ακούρευτα μαλλιά του, κόμη λήσταρχου καλύτερα, μα και τα ρούχα που φορούσε: ένα πουλόβερ μάλλινο χοντρό και σκούρο, κι ένα τζιν που, κατά τη δική της γνώμη, ήθελε όχι μόνο ένα γενναίο πλύσιμο, μα και μπαλώματα σε αρκετά σημεία. Συν κάτι παλιοάρβυλα αντίς για το αντρικό μαύρο σκαρπίνι – ήτανε ντύσιμο αυτό για τα γενέθλια της μάνας του, που, η κακορίζικη, είχε ξεθάψει μια δαντελένια μπλούζα από το σεντούκι της ζωής, που φόρεσε έως και το διαμαντένιο δαχτυλίδι, δώρο του αχαΐρευτου, του πρώην της, κι είχε καλέσει την κομμώτρια για να της βάψει τα μαλλιά; Στα γενέθλια, ο κόσμος βάζει τα καλά του προκειμένου να τιμήσει τη γιορτή, τον εορτάζοντα. Είχε όμως άλλα ρούχα τούτος δω ο ντελικανής; Όσο τον κοίταζε, τόσο και της φαινόταν ότι ο λεβέντης σαν να έφευγε συνέχεια από τη γιορτή, πατώντας μάλιστα στις μύτες των ποδιών του για να μην τον πάρουνε χαμπάρι· καθώς, όμως, φορούσε τα χοντράρβυλά του, μάλλον όλοι θα είχαν ακούσει τις πατημασιές που κι εκείνη άκουγε, απλώς δεν το σχολίαζαν, δεν ήθελαν να ξέρουν. Σαν να έ


ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

βγαινε, λοιπόν, συνέχεια από το διαμέρισμα, για να ξαναπάει πού, ο νέος; Καρφωτός στις φασαρίες της Αθήνας· διότι η νεανική φιγούρα του ερχόταν κατευθείαν από τις ταραχές που έδειχνε αυτό τον καιρό η τηλεόραση στο κέντρο της πόλης, κι εκεί επέστρεφε ο Ορέστης, δραπετεύοντας από τη φυλακή της εορτής. Όπως τον έβλεπε μπροστά της με το ποτηράκι του λικέρ στο χέρι, μα έτσι βαθιά ξενέρωτο από το κλίμα, φανταζότανε πάνω στο πρόσωπό του ένα μαντίλι ώς τα αφτιά και μια κουκούλα που του μισοσκέπαζε τα μάτια, δηλαδή ένας συνηθισμένος γνωστός-άγνωστος, όπως τους λέγανε όσοι τους ήξεραν και κάνανε πως δεν τους ήξεραν, αλλά και όσοι ειλικρινά δεν ήξεραν ποιοι είναι. Γιατί δεν κοιτάζανε και γύρω τους, τούτοι δω οι τελευταίοι; «Άντε, άσε τον στην ησυχία του, δεν σου πέφτει εσένα λόγος», σταμάτησε τον εκτροχιασμό του νου της. «Πάλι καλά που ήρθε στα γενέθλια της μάνας του. Του το αναγνωρίζω». Η Δανάη πάλι, που ψιλοκουβέντιαζε με τον Ορέστη, αυτή τουλάχιστον είχε ντυθεί σωστά, έκρινε η Κατερίνα, όπως και η κακομαθημένη η θυγατέρα της. Ακούς εκεί, το νιάνιαρο! Εκεί στην άκρη που το ακούμπησε, πάει, στο τέλος το έριξε κάτω το πιατέλο, λέκιασε με την τούρτα το χαλί, προίκα αξόδευτη της κυρίας Τειρεσίας – τσούλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι με τα ονόματα των δυο αφεντικίνων της. Κι ούτε που νοιάστηκε να τα μαζέψει, το μαμόθρεφτο, καν δεν εζήτησε συγγνώμη. Έτσι τα παραχαϊδεύουν σήμερα τα παιδιά, προπαντός οι μανάδες που έχουνε χωρίσει και ζούνε σαν ελεύθερες, χωρίς όμως να ’ναι. 


Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

μεθαύριο, ο Ορέστης κι η Δανάη σίγουρα θα πηγαίναν – πού αλλού η νεολαία; Εκεί, πάντα εκεί. Είχανε πάρει από τώρα τα μπατζάκια τους φωτιά. Η δόλια η μάνα του, που επίσης είχε κατεβάσει δυο τρία ποτηράκια από το απαγορευμένο ηδύποτο, και λαγοκοιμότανε στην πολυθρόνα, ζαχάρωνε να τους κοιτάζει. Εντάξει, όμορφοι και οι δυο τους, νέοι ήταν. μα και να τους ακούει, και να τους επικροτεί, κουνώντας το κεφάλι ανεπαίσθητα, κι ας μην καταλάβαινε αυτά που λέγανε οι δυο τους! Ή μήπως καταλάβαινε και παρακαταλάβαινε τα λόγια τους;




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.