Γιγέν Λι - Οι περιπλανώμενοι

Page 1

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:47 π.μ. Page 5

ΓΙΓΕΝ ΛΙ

οι περιπλανωμενοι c

Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΤΟΝΙΑ ΚΟΒΑΛΕΝΚΟ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 6

❧ H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Yiyun Li, The Vagrants © ©

Copyright Yiyun Li, 2009. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2008

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5654-0


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 7

Για τους γονείς μου


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 8


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 9

Ο όγκος και το μεγαλείο αυτού του κόσμου, ό,τι Έχει αξία και βαραίνει πάντα το ίδιο Βρισκόταν σε χέρια άλλων· εκείνοι ήταν μικροί Δεν είχαν ελπίδα για βοήθεια, ούτε τους δόθηκε βοήθεια. Γινόταν αυτό που ήθελαν οι εχθροί τους και αυτό που ήθελαν Οι χείριστοι ήταν να τους εξευτελίσουν. Με χαμένη πια την τιμή τους, Πέθαιναν σαν άνθρωποι, πριν καν πεθάνει το κορμί τους. Γ. Χ. Ο ΝΤΕΝ , Η ασπίδα του Αχιλλέα


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 10


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 11

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 12


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 13

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

21Η mΑΡΤIΟΥ ΤΟΥ 1979 ξΕΚIΝΗΣΕ ΠΡΙΝ ΑΠO ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛH ΤΟΥ

ηλίου, όταν ο Δάσκαλος Γκου ξύπνησε και βρήκε τη γυναίκα του να κλαίει πνιχτά μες στα σκεπάσματα. Ήταν μια ημέρα ισότητας, ή έτσι τουλάχιστον την είχε στο μυαλό του ο Δάσκαλος Γκου, κάθε που αναλογιζόταν την ημερομηνία· η ισημερία της άνοιξης· κι έπειτα επέστρεψε η άλλη σκέψη: η ζωή της κόρης τους θα τέλειωνε αυτή τη μέρα, που δεν θα κυριαρχούσε ούτε ο ήλιος ούτε η σκιά του. Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα, ο ήλιος θα ερχόταν πιο κοντά σ’ εκείνη και τους άλλους από την απ’ εδώ πλευρά του κόσμου, αδιόρατα ίσως στην αρχή για τα απαίδευτα ανθρώπινα μάτια, μα τα πουλιά, τα σκουλήκια, τα δέντρα και οι ποταμοί θα ένιωθαν την αλλαγή στον αέρα και θα θεωρούσαν ευθύνη τους να εκδηλώσουν την αλλαγή της εποχής. Πόσα χιλιόμετρα ποταμών έπρεπε να λιώσουν και πόσα ανθοφόρα δέντρα να ανθοφορήσουν, ώσπου να μπορέσει να ονομαστεί άνοιξη αυτή η εποχή; Τέτοιου είδους ορισμοί, όμως, μάλλον δεν έχουν σημασία για τα ποτάμια και τα λουλούδια, που επαναλαμβάνουν πιστά και με απάθεια τους ρυθμούς τους. Η ημέρα που είχε επιλεγεί για το θάνατο της κόρης του ήταν ασαφής όσο και το έγκλημά της, το οποίο, σύμφωνα με το πόρισμα των δικαστών της, ήταν αυτό της αμετανόητης αντεπαναστάτριας. Μονάχα οι ανόητοι θα έψαχναν να βρουν νόημα σε μια τυχαία ημερομηνία. Ο Δάσκαλος Γκου έδωσε εντολή στο σώμα του να παραμείνει ακίνητο, ελπίζοντας ότι η γυναίκα του θα καταλάβαινε σύντομα πως ήταν ξύπνιος. Εκείνη συνέχισε να κλαίει. Ένα λεπτό μετά, αυτός σηκώθηκε από το κρεβάτι και άναψε το μοναδικό φως του υπνοδωματίου,

13

Η


14

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 14

έναν κουρασμένο γλόμπο των 10 βατ. Ένα κόκκινο πλαστικό σκοινί μπουγάδας διέτρεχε το δωμάτιο από τη μια άκρη στην άλλη: τα ρούχα που είχε απλώσει αποβραδίς η γυναίκα του ήταν υγρά και παγωμένα και το σκοινί κύρτωνε από το βάρος τους. Η φωτιά είχε σβήσει στη μικρή μαγειρική εστία της γωνίας. Ο Δάσκαλος Γκου σκέφτηκε να προσθέσει ο ίδιος λίγα κάρβουνα, μετά, όμως, άλλαξε γνώμη. Αν ήταν μια οποιαδήποτε συνηθισμένη μέρα, η γυναίκα του θα ασχολιόταν με τη φωτιά. Θα άφηνε λοιπόν σ’ εκείνη, όπως πάντα, τη φροντίδα της εστίας. Τράβηξε απ’ το σκοινί ένα μαντίλι, άσπρο με κόκκινα κινέζικα ιδεογράμματα –ήταν ένα σύνθημα που απαιτούσε από τον κάθε πολίτη τυφλή πίστη στο Κομουνιστικό Κόμμα–, και το απόθεσε στο μαξιλάρι της. «Όλοι θα πεθάνουμε, αργά ή γρήγορα», της είπε. Η κυρία Γκου σφούγγισε τα μάτια της με το μαντίλι. Υγροί λεκέδες απλώθηκαν στιγμιαία, βάφοντας άλικο το σύνθημα. «Να σκέφτεσαι ότι σήμερα είναι η μέρα που τα ξεπληρώνουμε όλα», είπε ο Δάσκαλος Γκου. «Όλο μας το χρέος». «Ποιο χρέος; Τι χρωστάμε;» ζήτησε να μάθει η γυναίκα του κι εκείνος αντέδρασε με μορφασμό στην πρωτάκουστη στριγκιά νότα της φωνής της. «Τι μας χρωστάνε;» Δεν είχε πρόθεση να μαλώσει μαζί της, ούτε απαντήσεις είχε στις ερωτήσεις της. Ντύθηκε ήσυχα και κινήθηκε προς την μπροστινή κάμαρα, αφήνοντας ορθάνοιχτη την πόρτα του υπνοδωματίου. Η μπροστινή κάμαρα, που χρησίμευε ως κουζίνα και τραπεζαρία μαζί, αλλά και ως υπνοδωμάτιο της κόρης τους Σαν, πριν από τη σύλληψή της, ήταν μισή σε μέγεθος από την κρεβατοκάμαρα και φιλοξενούσε συσσωρεύσεις δεκαετιών. Μερικά βαζάκια, όπου άλλοτε αποθηκεύονταν μια φορά το χρόνο οι αγαπημένες πίκλες της Σαν, σκονίζονταν αδειανά, το ένα πάνω στο άλλο, σε μια γωνία. Δίπλα στα βαζάκια ήταν ένα χαρτονένιο κουτί μέσα στο οποίο ζούσαν οι δυο χήνες του Δασκάλου Γκου και της κυρίας Γκου, που τις είχαν και για συντροφιά και για τα λιγοστά αυγά που κλωσούσαν. Ακούγοντας τα βήματα του Δασκάλου Γκου, οι χήνες ξεσηκώθηκαν, αλλά αυτός τις αγνόησε.


Φόρεσε το παλιό του δερμάτινο πανωφόρι και, προτού βγει απ’ το σπίτι, έκοψε τη σελίδα της προηγούμενης μέρας από το ημερολόγιο του τοίχου, συνήθεια την οποία διατηρούσε χρόνια τώρα. Ακόμα και μες στο σκοτεινό δωμάτιο διακρίνονταν και η ημερομηνία, 21 Μαρτίου 1979, και οι μικροί χαρακτήρες από κάτω, Εαρινή Ισημερία. Έκοψε και το δεύτερο φύλλο κι έκανε μπαλάκι μες στη χούφτα του τα δυο δίδυμα τετράγωνα χαρτάκια. Τώρα παραβίαζε και αυτός μια τελετουργία, μα δεν είχε νόημα να προσποιηθεί ότι αυτή η μέρα ήταν ίδια με οποιαδήποτε άλλη. Βγήκε και προχώρησε προς το δημόσιο παράσπιτο, στο τέρμα του σοκακιού. Αν ήταν μια οποιαδήποτε άλλη μέρα, η γυναίκα του θα προχωρούσε από πίσω του. Ήταν ένα ζευγάρι της συνήθειας, η πρωινή τους ρουτίνα δεν είχε ποτέ διαταραχτεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Το ξυπνητήρι χτυπούσε στις έξι, και αυτοί σηκώνονταν αμέσως απ’ το κρεβάτι. Όταν επέστρεφαν από το παράσπιτο, νίβονταν εναλλάξ στο νιπτήρα, εκείνη τρόμπαρε το νερό απ’ την αντλία και για τους δυο τους, κανείς τους δεν μιλούσε. Μερικά βήματα μακριά από το σπίτι, ο Δάσκαλος Γκου είδε ένα λευκό φύλλο χαρτί μ’ ένα γιγάντιο κόκκινο σημάδι ελέγχου να το διατρέχει, κολλημένο στον εξωτερικό τοίχο των στοιχημένων στη σειρά κατοικιών και κατάλαβε πως ήταν η αναγγελία θανάτου της κόρης του. Με εξαίρεση τη μοναχική λάμπα του δρόμου στο τέρμα του σοκακιού και κάτι νωθρά πρωινά αστέρια, ήταν ακόμα σκοτάδι. Ο Δάσκαλος Γκου προχώρησε πιο κοντά και είδε ότι η ανακοίνωση ήταν γραμμένη με το στιλ της αρχαίας καλλιγραφίας Λι, όπου η κάθε πινελιά είχε το ειδικό της βάρος, λες και ο γραφέας, μαθημένος σε αυτό το έργο, συλλάβιζε τον επικείμενο θάνατο ενός ανθρώπου με αβίαστη κομψότητα. Ο Δάσκαλος Γκου φαντάστηκε ότι το όνομα ανήκε σ’ έναν άγνωστο και ότι το έγκλημα που είχε διαπράξει δεν ήταν του μυαλού αλλά πραγματικό. Θα μπορούσε έτσι, διανοούμενος καθώς ήταν, να αγνοήσει την αποτρόπαιη φύση του εγκλήματος –βιασμός, φόνος, ληστεία ή οποιαδήποτε άλλη βιαιοπραγία εναντίον αθώων θυμάτων– και να εκτιμήσει την αισθητική αξία του καλλιγραφήματος. Το όνομα, όμως, δεν ήταν άλλο από εκείνο που ο ίδιος είχε διαλέξει για τη θυγατέρα του: Γκου Σαν.

15

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 15


16

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 16

Είχε πάψει από καιρό να καταλαβαίνει το άτομο που έφερε αυτό το όνομα. Αυτός και η γυναίκα του είχαν υπάρξει σ’ όλη τους τη ζωή φιλήσυχοι, νομοταγείς πολίτες. Τη Σαν, από τα δεκατέσσερά της χρόνια, την κατέκλυζαν πάθη που εκείνος αδυνατούσε να συλλάβει: στην αρχή πίστευε με φανατισμό στον πρόεδρο Μάο και στην Πολιτιστική του Επανάσταση, σταδιακά, όμως, εξελίχθηκε σε μια ανυποχώρητη άπιστη και πολέμια του επαναστατικού ζήλου της γενιάς της. Σε αρχαίους μύθους, θα ήταν κάποια από εκείνες τις θεότητες που δανείζονταν τη μήτρα μιας μάνας ούτως ώστε να εισβάλλουν στον θνητό κόσμο και να αποκτήσουν φήμη είτε σαν ηρωίδες είτε σαν δαιμόνισσες, ανάλογα με τις προθέσεις των ουράνιων δυνάμεων. Ο Δάσκαλος Γκου και η γυναίκα του θα έπαιζαν το ρόλο των γονιών της για όσο χρόνο χρειαζόταν εκείνη τη φροντίδα τους. Ακόμη και σ’ εκείνους τους αρχαίους μύθους όμως, οι γονείς πενθούσαν συντετριμμένοι όταν τους εγκατέλειπαν τα παιδιά τους για να ακολουθήσουν το πεπρωμένο τους, αφού οι ίδιοι ήταν άνθρωποι με σάρκα και οστά και άρα ανίκανοι να οραματιστούν μια ζωή πιο υψηλή από τη δική τους. Ο Δάσκαλος Γκου άκουσε το τρίξιμο μιας αυλόπορτας από την άλλη άκρη του σοκακιού και βιάστηκε να φύγει προτού τον δουν να κλαίει μπροστά απ’ την αναγγελία. Η κόρη του ήταν αντεπαναστάτρια, και ήταν επικίνδυνο για τον καθένα –συμπεριλαμβανομένων και των γονιών της– να χύνει δάκρυα θλίψης για τον επερχόμενο χαμό της. Όταν ο Δάσκαλος Γκου γύρισε στο σπίτι, βρήκε τη γυναίκα του να ψαχουλεύει σ’ ένα παλιό μπαούλο. Πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι ήταν απλωμένα μερικά κοριτσίστικα ρούχα, όλα όσα δεν είχε θελήσει να πουλήσει σε καταστήματα μεταχειρισμένων όταν δεν έκαναν πια στη Σαν. Σιγά σιγά προσθέτονταν κι άλλα στη στοίβα, μπλούζες, παντελόνια, ζευγάρια νάιλον κάλτσες, που κάποια ανήκαν στη Σαν πριν από τη σύλληψή της, αλλά που τα περισσότερα ήταν της μητέρας της. «Δέκα χρόνια έχουμε να της αγοράσουμε καινούργια ρούχα», εξήγησε η γυναίκα του με ήρεμη φωνή, τυλίγοντας μια μάλλινη Μάο ζακέτα κι ένα ασορτί παντελόνι που η ίδια φορούσε μόνο σε γιορτές και ειδικές περιστάσεις. «Θα πρέπει να αρκεστούμε στα δικά μου».


Σύμφωνα με το έθιμο της περιοχής, όταν πέθαινε ένα παιδί, οι γονείς του έκαιγαν τα ρούχα και τα παπούτσια του για να μην κρυώνει και να νιώθει άνετα στο ταξίδι του στον άλλο κόσμο. Ο Δάσκαλος Γκου είχε συναισθανθεί γονείς που είχε δει να καίνε σάκους με ρούχα σε σταυροδρόμια, φωνάζοντας τα ονόματα των παιδιών τους, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ τη γυναίκα του ή τον εαυτό του να κάνουν κάτι τέτοιο. Στα είκοσι οχτώ της –είκοσι οχτώ ετών, τριών μηνών και έντεκα ημερών, αυτή θα ήταν στο εξής για πάντα η ηλικία της– η Σαν δεν ήταν πια παιδί. Κανένας απ’ τους δυο τους δεν μπορούσε να πάει σε σταυροδρόμι και να αρχίσει να καλεί το αντεπαναστατικό της φάντασμα. «Κρίμα που δεν σκέφτηκα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι καλά παπούτσια», είπε η γυναίκα του. Τοποθέτησε ένα παλιό ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια της Σαν πλάι στα δικά της σανδάλια, στην κορυφή της στοίβας. «Τρελαίνεται για δερμάτινα παπούτσια». Ο Δάσκαλος Γκου έμεινε να κοιτάζει καθώς η γυναίκα του έβαζε τα ρούχα και τα παπούτσια σε μια πάνινη τσάντα. Ανέκαθεν πίστευε ότι η χειρότερη μορφή πένθους ήταν το να αντιμετωπίζεις το επέκεινα της ζωής σαν μια συνέχειά της – με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι κουβαλούσαν το φορτίο της ζωής όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για τους νεκρούς. Κοίτα μην υποπέσεις στις μάταιες, παιδαριώδεις δοξασίες των αμόρφωτων χωρικών, πήγε να συμβουλέψει τη γυναίκα του, μα όταν άνοιξε το στόμα, δεν κατόρθωσε να βρει λέξεις αρκετά τρυφερές για τη νουθεσία του. Την παράτησε μόνη και πήγε στην μπροστινή κάμαρα. Η μικρή εστία μαγειρέματος ήταν σβηστή ακόμα. Οι δυο χήνες στο χαρτοκιβώτιο κακάρισαν με πεινασμένη προσμονή. Αν ήταν μια συνηθισμένη μέρα, η γυναίκα του θα άναβε το μάτι και θα έβραζε τα υπολείμματα του ρυζιού για να φτιάξει χυλό, ενώ εκείνος θα τάιζε τις χήνες με μια χούφτα κεχρί. Ο Δάσκαλος Γκου ξαναγέμισε το τενεκεδάκι τους. Οι χήνες ρίχτηκαν στο φαγητό τους με την ίδια προσήλωση που επιδείκνυε η γυναίκα του στο πακετάρισμά της. Ο Δάσκαλος Γκου έσπρωξε ένα φαράσι

17

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 17


18

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 18

κάτω από την εστία και άνοιξε με θόρυβο τη σχάρα. Οι χθεσινοβραδινές στάχτες έπεσαν βουβά στο φαράσι. «Να της στείλουμε τώρα τα ρούχα;» ρώτησε η γυναίκα του. Στεκόταν στο κατώφλι, με την παραγεμισμένη τσάντα στην αγκαλιά. «Θα ανάψω φωτιά όταν γυρίσουμε», πρόσθεσε όταν δεν πήρε απάντηση. «Δεν γίνεται να πάμε να κάψουμε την τσάντα», ψιθύρισε ο Δάσκαλος Γκου. Η γυναίκα του τον κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα. «Δεν είναι σωστό», της είπε. Τον απέλπιζε το γεγονός ότι χρειαζόταν να της εξηγεί τέτοια πράγματα. «Είναι δεισιδαιμονία, είναι πράξη αντιδραστική – δεν γίνεται». «Και ποιο είναι το σωστό; Να χειροκροτήσουμε τους φονιάδες της κόρης μας;» Η άγνωστη στριγκιά νότα είχε επιστρέψει στη φωνή της και το πρόσωπό της σκλήρυνε. «Όλοι θα πεθάνουμε, αργά ή γρήγορα», επανέλαβε εκείνος. «Η Σαν δολοφονείται. Είναι αθώα». «Δεν εξαρτώνται από μας αυτές οι αποφάσεις», της είπε. Για μια στιγμή κόντεψε να ξεστομίσει ότι η κόρη τους δεν ήταν τόσο αθώα όσο νόμιζε η γυναίκα του. Διόλου παράξενο για μια μάνα να είναι η πρώτη που συγχωρεί και λησμονεί το παράπτωμα του παιδιού της. «Δεν μιλάω για το τι εξαρτάται από μας», του αποκρίθηκε, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Εγώ επικαλούμαι τη συνείδησή σου. Πιστεύεις αληθινά ότι πρέπει να πεθάνει εξαιτίας όσων έχει γράψει;» Η συνείδηση δεν αποτελεί μέρος αυτών που εξασφαλίζουν την επιβίωση, σκέφτηκε ο Δάσκαλος Γκου, αλλά, πριν προλάβει να πει τίποτα, ακούστηκε ένα χτύπημα στον λεπτό τοίχο που χώριζε το σπίτι τους απ’ αυτό των γειτόνων, μια διαμαρτυρία ίσως επειδή έκαναν θόρυβο τόσο νωρίς το πρωί ή, το πιθανότερο, μια προειδοποίηση. Οι διπλανοί τους ήταν ένα νεαρό ζευγάρι που είχε εγκατασταθεί εκεί πριν από ένα χρόνο: η σύζυγος, τμηματάρχης της περιφερειακής Κομουνιστικής Νεολαίας, είχε έρθει δυο φορές στο σπίτι των Γκου για να τους ανακρίνει σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν τη φυλάκιση της


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 19

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΛΑΣΠΟΠΟΤΑΜΟΥ είχε πάρει το όνομά της από το ποτάμι που κυλούσε προς τα ανατολικά, στα νότια σύνορά της. Στις εκβολές του, ο Λασποπόταμος συναντούσε άλλους ποταμούς και όλοι μαζί σχημάτιζαν το Χρυσοπόταμο, το μεγαλύτερο ποτάμι της βορειοανατολικής πεδιάδας, παρόλο που ο Χρυσοπόταμος δεν περιείχε χρυσάφι, παρά έβριθε από τα σκουπίδια και τα απόβλητα των βιομηχανικών παρόχθιων πολιτειών. Εξίσου ε-

19

κόρης τους. «Το Κόμμα και ο λαός έχουν εναποθέσει την εμπιστοσύνη τους σ’ εσάς και από σας εξαρτάται να τη βοηθήσετε να επανορθώσει το σφάλμα της», είχε τονίσει η γυναίκα και τις δυο φορές, ενώ τα άγρυπνα σαν του πουλιού μάτια της παρακολουθούσαν τις αντιδράσεις τους. Οι επισκέψεις αυτές είχαν γίνει πριν από τη δεύτερη δίκη της Σαν – οι γονείς της ήλπιζαν ότι σύντομα θα αποφυλακιζόταν αφού είχε εκτίσει τη δεκαετή ποινή τής πρώτης δικαστικής απόφασης. Δεν περίμεναν ότι θα ξαναδικαζόταν για τα ημερολόγια που κρατούσε στη φυλακή, ούτε ότι οι λέξεις που είχε γράψει εκεί θα θεωρούνταν ικανό αποδεικτικό στοιχείο που θα οδηγούσε στη θανατική της καταδίκη. Ο Δάσκαλος Γκου έσβησε το φως, αλλά τα χτυπήματα συνεχίστηκαν. Μες στο σκοτάδι διέκρινε τη λάμψη στα μάτια της γυναίκας του, μια λάμψη φόβου περισσότερο παρά οργής. Ήταν σαν πουλάκια τα μάτια της, που πανικοβάλλονταν στο πρώτο τίναγμα ενός τόξου. Ο Δάσκαλος Γκου την παρότρυνε χαμηλόφωνα: «Δώσε μου την τσάντα». Εκείνη δίστασε μα τελικά του την έδωσε. Αυτός την έκρυψε πίσω από το χαρτοκιβώτιο με τις χήνες και ο θόρυβος από τα γρατζουνίσματα και τα ραμφίσματά τους δυνάμωσε μες στην άδεια σιγαλιά. Από το σκοτεινό δρομάκι ακούστηκαν μια δυο αυλόπορτες να ανοίγουν τρίζοντας, ενώ στη στέγη ενός κοντινού σπιτιού ξύπνησαν μερικά κοράκια και τα κρωξίματά τους είχαν έναν παράξενο τόνο που θύμιζε ανθρώπινο κουβεντολόι. Ο Δάσκαλος Γκου και η γυναίκα του περίμεναν, και όταν πια έπαψαν τα χτυπήματα στον τοίχο, εκείνος της είπε να αναπαυτεί λίγο, πριν έρθει το ξημέρωμα.


20

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 20

σφαλμένη ήταν και η ονομασία του Λασποπόταμου, αφού προερχόταν από το λειωμένο χιόνι του Λευκού Όρους. Το καλοκαίρι, τα αγόρια που κολυμπούσαν στο ποτάμι κοιτούσαν μέσα απ’ το νερό κι έβλεπαν το τρεμάμενο ηλιόφως μέσα από τα διάφανα σώματα δραστήριων κυπρίνων, ενώ οι αδελφές τους, που βροντούσαν την μπουγάδα πάνω στις πέτρες κατά μήκος της όχθης, τραγουδούσαν πότε πότε επαναστατικά τραγούδια εν χορώ, με φωνές καθάριες και γάργαρες σαν το νερό. Χτισμένη πάνω σε μια φέτα γης ανάμεσα σ’ ένα βουνό προς βορρά και το ποτάμι στα νότια, η πόλη θύμιζε σε σχήμα αδράχτι. Το βουνό και το ποτάμι περιόριζαν την εξάπλωση του οικισμού, αλλά από το κέντρο της η πόλη εκτεινόταν προς ανατολή και δύση μέχρι που κατέληγε σε αναξιοποίητη ύπαιθρο. Ήθελες τριάντα λεπτά για να περπατήσεις από το Βορινό Βουνό μέχρι την ακροποταμιά στο νότο και δύο ώρες για να καλύψεις πεζή την απόσταση ανάμεσα στις δυο άκρες του αδραχτιού. Και όμως, παρά το μικρό του μέγεθος, ο Λασποπόταμος ήταν πυκνοκατοικημένος και σ’ ένα μεγάλο ποσοστό αυτάρκης. Η εικοσάχρονη πόλη, που είχε χτιστεί με στόχο τη βιομηχανοποίηση της αγροτικής αυτής περιοχής, βασιζόταν στα πολλά μικρά εργοστάσιά της για να προσφέρει δουλειές και πόρους στους κατοίκους της. Η οικοδόμηση ήταν σχεδιασμένη με το ίδιο σκεπτικό, και αν εξαιρέσεις μερικά κτήρια και πέντε ή έξι καταστήματα γύρω από την πλατεία, καθώς και μια κεντρική λεωφόρο με ένα παντοπωλείο, έναν κινηματογράφο, δυο αγορές και πολλά μικρομάγαζα, η υπόλοιπη πόλη ήταν χωρισμένη σε είκοσι μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα που με τη σειρά τους διαιρούνταν σε εννιά μικρότερα τετράγωνα, το καθένα από τα οποία απάρτιζαν τέσσερις σειρές οκτώ ενωμένων μεταξύ τους ισόγειων κατοικιών. Η κάθε κατοικία, ένα τετράγωνο κτίσμα πέντε επί πέντε, είχε μια κρεβατοκάμαρα κι ένα μπροστινό δωμάτιο, και μια μικρή αυλή, κυκλωμένη με ξύλινο φράχτη ή, για τις κάπως πιο ευκατάστατες οικογένειες, έναν τούβλινο τοίχο ψηλότερο από το μπόι ενός ανθρώπου. Τα δρομάκια που περνούσαν μπροστά από τις αυλές ήταν δυο τρία μέτρα φαρδιά – τα πίσω σοκάκια μόνο στριμωχτά μπορούσε να τα διασχίσει κανείς. Για να μην έχουν θέα οι περα-


στικοί στα κρεβάτια των ενοίκων, τα υπνοδωμάτια διέθεταν μόνο ένα μικρό τετράγωνο παράθυρο, τοποθετημένο ψηλά στον τοίχο. Τους ζεστούς μήνες, άκουγες συχνά κάποιο παιδί να φωνάζει τη μητέρα του και να αποκρίνεται αντί γι’ αυτήν κάποια άλλη μάνα, από διαφορετικό σπίτι. Ακόμα και στα μεγάλα κρύα, οι ένοικοι άκουγαν τα βηξίματα μα και τα ροχαλητά των γειτόνων τους μέσα από τα κλειστά παράθυρα. Σε αυτά τα αριθμημένα οικοδομικά τετράγωνα ζούσαν ογδόντα χιλιάδες άνθρωποι και οι γονείς μοιράζονταν με τα παιδιά τους τούβλινα κρεβάτια με εγκατεστημένες στο εσωτερικό τους ξυλόσομπες για θέρμανση. Μερικές φορές κοιμόταν εκεί και κάποιος παππούς ή γιαγιά. Σπάνια έβρισκες και τους δυο παππούδες σ’ ένα σπίτι, αφού ή πόλη ήταν καινούργια και οι κάτοικοί της, φρέσκοι μέτοικοι από χωριά κοντινά ή μακρινά, φιλοξενούσαν τους γονείς τους μονάχα αν είχαν χηρέψει και δεν μπορούσαν πια να ζήσουν μόνοι. Αν εξαιρέσεις αυτούς τους μοναχικούς γέροντες, στα τέλη του 1978 και στις αρχές του 1979 κυριαρχούσε αισιοδοξία όχι μόνο στο Λασποπόταμο αλλά και σε ολόκληρο το έθνος. Δυο χρόνια νωρίτερα είχε πεθάνει ο πρόεδρος Μάο και μέσα σε έναν μήνα η κυρία Μάο και η συμμορία της στην κυβέρνηση είχαν συλληφθεί και κατηγορηθεί για τη δεκάχρονη Πολιτιστική Επανάσταση που είχε εκτροχιάσει τη χώρα. Αναγγελίες εθνικής πολιτικής για την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της οικονομίας εκφωνούνταν από μεγάφωνα τοποθετημένα στις στέγες, σε πόλεις και χωριά, και αν ήταν να ταξιδέψει κανείς από τη μια πόλη στην άλλη (όπως διένυε κι εκείνος ο τυφλός ζητιάνος αυτό το κομμάτι της επαρχίας, κοντά στο Λασποπόταμο, με την παλιά φλογέρα και τα γέρικα πόδια του), θα τον ξυπνούσε με το χάραμα και θα τον αποκοίμιζε με το γέρμα του ήλιου η ίδια πάντα είδηση και ας άλλαζαν οι εκφωνητές: είχε ξανάρθει η άνοιξη ύστερα από δέκα ατέρμονους χειμώνες, τραγουδούσαν ομαδικά αυτές οι όμορφες φωνές, προοιωνιζόμενες μια νέα κομουνιστική εποχή αλληλεγγύης και προόδου. Σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο της δυτικής πλευράς, εκεί όπου η κατοικημένη περιοχή συναντούσε τη βιομηχανική, οι άνθρωποι

21

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 21


22

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 22

κοιμούνταν σε στοιχημένα στη σειρά σπίτια, παρόμοια με αυτό των Γκου, αγνοώντας μες στα τελευταία όνειρά τους της αυγής το δράμα των γονιών που θα έχαναν εκείνη τη μέρα την κόρη τους. Σ’ ένα από αυτά τα σπίτια ξύπνησε ο Τονγκ γελώντας. Τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του δεν θυμόταν πια το όνειρό του, αλλά το γέλιο ήταν ακόμη εκεί, σαν απόγευση του αγαπημένου του φαγητού – ψητό της κατσαρόλας με πατάτες. Πλάι του, στο τούβλινο κρεβάτι, κοιμούνταν οι γονείς του, τα μαλλιά της μητέρας τυλιγμένα γύρω απ’ τα δάχτυλα του πατέρα. Ο Τονγκ πέρασε αθόρυβα πάνω από τα πόδια τους και άπλωσε το χέρι να πάρει τα ρούχα του, που η μητέρα του άφηνε πάνω απ’ την ξυλόσομπα για να διατηρούνται ζεστά. Για τον Τονγκ, που ήταν νεοφερμένος στο σπίτι των ίδιων των γονιών του, το τούβλινο κρεβάτι παρέμενε μια περίεργη καινοτομία με τα μυστηριώδη, πολύπλοκα ανοίγματα και την εντοιχισμένη του θερμάστρα. Ο Τονγκ είχε μεγαλώσει στο χωριό των παππούδων της μητέρας του, στην επαρχία Χεμπέι, και είχε επιστρέψει στο πατρικό του μόλις πριν από έξι μήνες, όταν είχε έρθει η ώρα να πάει στο δημοτικό. Δεν ήταν μοναχοπαίδι, ήταν όμως ο μόνος που ζούσε τώρα κάτω από τη στέγη των γονιών του. Οι δυο μεγαλύτεροι αδελφοί του είχαν φύγει για την πρωτεύουσα μετά το γυμνάσιο, όπως ακριβώς είχαν εγκαταλείψει και οι γονείς του τα χωριά τους είκοσι χρόνια πριν, για να έρθουν στο Λασποπόταμο. Και τα δυο αγόρια δούλευαν ήδη μαθητευόμενοι σε εργοστάσια και το μέλλον τους –ένας γάμος με κατάλληλες εργάτριες στην επαρχιακή πρωτεύουσα, και παιδιά γεννημένα με νόμιμη άδεια διαμονής σ’ εκείνη την πόλη που έβριθε από μεγαλοπρεπή, σοβιετικού τύπου κτήρια– προδιαγραφόταν ήδη στις συζητήσεις των γονιών του Τονγκ. Η αδελφή του Τονγκ, που ήταν ασχημούλα ακόμη και στα μάτια των δικών της, είχε καταφέρει να παντρευτεί κάποιον σε μια μεγαλύτερη παραποτάμια πόλη, κοντά ογδόντα χιλιόμετρα μακριά από κει. Ο Τονγκ δεν ήξερε καλά τα αδέλφια του, ούτε γνώριζε ότι χρωστούσε την ύπαρξή του σ’ ένα σκισμένο προφυλακτικό. Ο πατέρας του, η υπομονή του οποίου κόντευε να εξαντληθεί από τις ώρες που δούλευε στον τόρνο για να θρέψει τρία παιδιά στην η-


λικία της εφηβείας, δεν είχε χαρεί σαν έφτασε το καινούργιο μωρό, ένας γιος την άφιξη του οποίου θα είχαν γιορτάσει με το παραπάνω άλλες οικογένειες. Εκείνος ήταν που είχε επιμείνει να στείλουν τον Τονγκ στους γονείς της γυναίκας του, και ύστερα από ένα μερόνυχτο δακρύων, η μητέρα του Τονγκ είχε κινήσει για ένα ηρωικό ταξίδι είκοσι οκτώ ωρών σε υπερφορτωμένο τρένο, μαζί με το μωρό που είχε μόλις κλείσει μήνα. Ο Τονγκ δεν θυμόταν τα μουγκρίσματα των γουρουνιών ούτε τα τσιγάρα των χωρικών που συνταξίδευαν μαζί του, αλλά το διαπεραστικό του κλάμα κατάφερε να σκληρύνει την καρδιά της μητέρας του. Όταν έφτασε πια στη γενέτειρά της, αισθανόταν μονάχα ανακούφιση τη στιγμή που τον παρέδιδε στους δικούς της. Ο Τονγκ είχε δει τους γονείς του μόνο δυο φορές στα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του, και όμως, δεν είχε νιώσει στερημένος μέχρι την ώρα που τον ξερίζωσαν απ’ το χωριό και τον έφεραν σ’ ένα άγνωστο σπίτι. Ο Τονγκ μπήκε ήσυχα στο μπροστινό δωμάτιο. Δίχως να ανάψει το φως, βρήκε την οδοντόβουρτσά του με μια σταλίτσα οδοντόκρεμα πάνω, καθώς και μια λεκάνη γεμάτη νερό πλάι στο νιπτήρα – η μητέρα του δεν ξεχνούσε ποτέ να ετοιμάσει την πρωινή του τουαλέτα αποβραδίς, και ήταν κάτι τέτοια μικρά πράγματα που έκαναν τον Τονγκ να συνειδητοποιεί την αγάπη της, παρόλο που γι’ αυτόν δεν ήταν παρά μια τρυφερή ξένη. ξέπλυνε το στόμα του με βιαστική γαργάρα και πίεσε την οδοντόκρεμα στο χείλος του φλιτζανιού για να καθησυχάσει τη μητέρα του, μ’ ένα δάχτυλο έβρεξε λίγο το μέτωπό του και τα δυο του μάγουλα – ως εκεί έφτανε το νίψιμο που επέτρεπε στον εαυτό του. Ο Τονγκ δεν ήταν μαθημένος στον τρόπο ζωής των γονιών του. Στο χωριό του παππού, οι χωρικοί δεν σπαταλούσαν χρόνο ή χρήματα σε οδοντόπαστες με παράξενες γεύσεις ή σε αρωματικά σαπούνια. «Ποιος ο λόγος να πλένεις το πρόσωπό σου και να είσαι ωραίος;» έλεγε συχνά ο παππούς του, όταν του εξιστορούσε αρχαίους θρύλους. «Ζήσε τριάντα χρόνια στον αέρα, τη σκόνη, τη βροχή και το χιόνι δίχως να νίβεις το πρόσωπό σου και θα γίνεις άντρας σωστός». Οι γονείς του Τονγκ γελούσαν όταν άκουγαν τέτοια πράγματα. Η μητέρα του έδειχνε ότι ήθελε επειγόντως να αποκτήσει ο Τονγκ την εμφάνιση και τους τρό-

23

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 23


24

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 24

πους παιδιού της πόλης, αλλά, παρά τις προσπάθειές της να τον μπανιάρει συχνά και να του αγοράζει τα καλύτερα ρούχα που άντεχε το πορτοφόλι τους, ακόμη και τα μικρότερα παιδιά στη γειτονιά καταλάβαιναν από την επαρχιώτικη προφορά του ότι δεν ήταν ένας απ’ αυτούς. Ο Τονγκ δεν κρατούσε κακία στους γονείς του και δεν τους έλεγε για όλες τις κοροϊδίες που αναγκαζόταν να υφίσταται στο σχολείο. Οι συμμαθητές του τον φώναζαν πότε Γογγυλοκέφαλο, πότε Σκορδοστόμη, πότε Χωριατάκο. Ο Τονγκ φόρεσε το παλτό του, που ήταν άλλοτε της αδελφής του. Η μητέρα του είχε βγάλει μία μία όλες τις αγκράφες, αλλά το παλτό εξακολουθούσε να δείχνει κοριτσίστικο. Όταν άνοιξε την πόρτα για να βγει στη μικρή αυλή, το Αυτί, ο σκύλος του Τονγκ, πετάχτηκε από το χαρτόκουτό του και χίμηξε προς το μέρος του. Ήταν δύο χρονών και είχε συνοδέψει τον Τονγκ σε όλο το ταξίδι από το χωριό μέχρι το Λασποπόταμο, αλλά για τους γονείς του δεν ήταν παρά ένα μπασταρδόσκυλο, και δεν τους συγκινούσε ιδιαίτερα ούτε το κιτρινωπό γυαλιστερό του τρίχωμα ούτε τα καστανά αμυγδαλωτά του μάτια. Το σκυλί ακούμπησε τα μπροστινά του πόδια πάνω στους ώμους του Τονγκ και άφησε ένα σιγανό γρύλισμα ευχαρίστησης. Ο Τονγκ έφερε το δάχτυλο στα χείλη για να το κάνει να σωπάσει. Προς μεγάλη του ανακούφιση, οι γονείς του δεν ξύπνησαν. Στην προηγούμενή του ζωή, στο χωριό, το Αυτί δεν είχε εκπαιδευτεί να είναι ήσυχο και διακριτικό. Αν δεν τον απειλούσαν τον πρώτο καιρό οι γονείς του και οι γείτονες ότι θα πουλούσαν το Αυτί σε κανένα μαγειρείο, ο Τονγκ δεν θα είχε σηκώσει ποτέ χέρι να τις βρέξει στο σκύλο. Η πόλη ήταν ένας τόπος ανελέητος, στα μάτια του Τονγκ τουλάχιστον, αφού ακόμη και το μικρότερο λάθος μπορούσε να θεωρηθεί σαν αξιόποινο παράπτωμα. Έτρεξαν και οι δυο προς την αυλόπορτα, με το σκύλο να προπορεύεται. Έξω στο δρόμο, η τελευταία ώρα της νύχτας πλανιόταν ακόμη γύρω από το αχνό κίτρινο φως των στύλων του ηλεκτρικού και τα σκοτεινά παράθυρα των σπιτιών. Μόλις έστριψε στη γωνία, ο Τονγκ είδε τον γερο-Χουά, το ρακοσυλλέκτη, να σκύβει και να ανασαλεύει με τη μεγάλη λαβίδα του ένα σωρό σκουπιδιών, τσιμπολογώντας ακόμα και τόσο δα χρησιμοποιημένα


χαρτάκια και ρίχνοντάς τα σ’ έναν πάνινο σάκο. Κάθε πρωί, ο γερο-Χουά ξεσκάρταρε τα απορρίμματα της πόλης, προτού καταφθάσει για να τα περισυλλέξει το πλήρωμα νεαρών οδοκαθαριστών του δήμου. «Καλημέρα, παππού Χουά», είπε ο Τονγκ. «Καλημέρα», αποκρίθηκε ο γερο-Χουά. Όρθωσε τους ώμους και σκούπισε τα μάτια του: ήταν γυμνά από βλεφαρίδες, κοκκινισμένα, υγρά. Ο Τονγκ είχε μάθει να μην κοιτάζει τα άρρωστα μάτια του γερο-Χουά. Στην αρχή του φαίνονταν τρομακτικά, αλλά, όταν άρχισε να γνωρίζει καλύτερα το γέροντα, τα ξέχασε. Ο γερο-Χουά φερόταν στον Τονγκ σαν να είχε να κάνει με κάποιο σημαίνον πρόσωπο: όταν του μιλούσε, σταματούσε να χειρίζεται τη λαβίδα του, λες και φοβόταν μην τυχόν χάσει κάτι ενδιαφέρον που είχε να του πει το αγόρι. Γι’ αυτόν το λόγο απέστρεφε ο Τονγκ το βλέμμα όταν μιλούσε στο γέροντα, από σεβασμό. Τα παιδιά της πόλης, αντίθετα, έπαιρναν τον γερο-Χουά στο κατόπι και τον φώναζαν Τσιμπλιάρα Καμήλα, και το γεγονός ότι ο γέροντας δεν έδειχνε ποτέ να ενοχλείται κατέθλιβε τον Τονγκ. Ο γερο-Χουά έβγαλε ένα μικρό χάρτινο μάτσο από την τσέπη του –κάτι σκισμένες σελίδες από εφημερίδες και κάτι χαρτιά που μόνο η μια τους πλευρά ήταν γραμμένη, συμπιεσμένα όλα όσο γινόταν– και το έδωσε στον Τονγκ. Κάθε πρωί, ο γερο-Χουά φύλαγε τα καθαρά χαρτιά για τον μικρό, ο οποίος διάβαζε τα κείμενα και ύστερα έκανε εξάσκηση αντιγράφοντάς τα στον αχρησιμοποίητο χώρο του χαρτιού. Ο Τονγκ ευχαρίστησε τον γεροΧουά κι έβαλε το μάτσο στην τσέπη του παλτού του. Κοίταξε ολόγυρά του μα δεν είδε τη γυναίκα του γερο-Χουά, η οποία κανονικά θα έπρεπε να σέρνει ήδη τη μεγάλη καλαμένια σκούπα της, βήχοντας απ’ τη σκόνη που σήκωνε. Η κυρία Χουά καθάριζε τους δρόμους για λογαριασμό του δήμου. «Πού είναι η γιαγιά Χουά; Είναι άρρωστη;» «Έπρεπε να κολλήσει πρωί πρωί κάτι ανακοινώσεις. Μια αναγγελία εκτέλεσης». «Θα μας πάνε να παρακολουθήσουμε με το σχολείο», είπε ο Τονγκ. «Βάζουν ένα πιστόλι στο κεφάλι του κακού και... μπαμ». Ο γερο-Χουά κούνησε το κεφάλι του και δεν απάντησε. Αλ-

25

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 25


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 26

λιώς ήταν στο σχολείο, όπου τα αγόρια έβλεπαν την εκδρομή αυτή σαν συναρπαστική περιπέτεια και όπου κανείς από τους δασκάλους τους δεν εναντιωνόταν στον ενθουσιασμό τους. «Εσύ τον ξέρεις τον κακό που θα εκτελέσουν;» ρώτησε ο Τονγκ τον γερο-Χουά. «Άντε να δεις», του είπε εκείνος κι έδειξε προς το τέρμα του σοκακιού. «Και ύστερα έλα να μου πεις». Στο τέλος του δρόμου, ο Τονγκ είδε μια φρεσκοτοιχοκολλημένη ανακοίνωση, που οι δυο κάτω άκρες της κόντευαν ήδη να ξεκολλήσουν απ’ το αγιάζι. Βρήκε μια ετοιμόρροπη καρέκλα μπροστά από μια αυλή, την έσυρε ως εκεί και ανέβηκε πάνω, αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετά ψηλός, ακόμη και στις μύτες των ποδιών, για να φτάσει το κάτω άκρο της αφίσας και να το ξανακολλήσει. Παραιτήθηκε και άφησε τις άκρες του χαρτονιού να παραδέρνουν. Το φως από τις λάμπες του δρόμου ήταν αδύναμο, αλλά ο ουρανός της ανατολής είχε πάρει μια απόχρωση λευκογάλανη, σαν την κοιλιά ψαριού. Ο Τονγκ διάβασε μεγαλόφωνα την ανακοίνωση, πηδώντας τις λέξεις που δεν ήξερε πώς προφέρονται, μαντεύοντας, όμως, το νόημά τους χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια:

26

Η αντεπαναστάτρια Γκου Σαν, είκοσι οκτώ ετών, καταδικάστηκε σε θάνατο και στέρηση όλων των πολιτικών της δικαιωμάτων. Η εκτέλεση θα λάβει χώρα την εικοστή πρώτη Μαρτίου, του χίλια εννιακόσια εβδομήντα εννιά. Για εκπαιδευτικούς λόγους, όλοι οι μαθητές και εργαζόμενοι καλούνται να παρακολουθήσουν την τελετή αποκήρυξης πριν από τη θανάτωση.

Κάτω από το κείμενο υπήρχε μια υπογραφή, της οποίας οι δύο από τους τρεις χαρακτήρες ήταν άγνωστοι στον Τονγκ. Ένα τεράστιο ν, σημειωμένο με κόκκινο μελάνι, τσέκαρε την ανακοίνωση απ’ άκρη σ’ άκρη. «Καταλαβαίνεις τι λέει η ανακοίνωση;» ρώτησε ο γέροντας όταν τον βρήκε λίγο πιο κάτω, σ’ έναν άλλο σκουπιδοτενεκέ, ο Τονγκ. «Ναι». «Λέει ότι είναι γυναίκα;»


GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 27

ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΣ ΑΚΟΜΑ θόρυβος μπορεί να ξυπνήσει μια ψυχή που πεινά και κρυώνει: το μακρινό γάβγισμα ενός σκύλου, ένα βηχαλάκι από κάποια γειτονική κρεβατοκάμαρα, βήματα στο δρόμο που μεταμορφώνονταν σε βροντές μες στα όνειρα της Νίνι, ενώ άλλων τον ύπνο δεν τον διατάραζαν, το ροχαλητό του

27

«Ναι». «Είναι πολύ νέα, ε;» Τα είκοσι οχτώ χρόνια δεν φάνταζαν και τόσο λίγα στα μάτια του Τονγκ. Στο σχολείο είχε μάθει ιστορίες με νεαρούς ήρωες. Ένα βοσκόπουλο, επτάμισι χρονών, όχι δηλαδή πολύ μεγαλύτερό του, είχε οδηγήσει τους Ιάπωνες εισβολείς σ’ ένα ναρκοπέδιο όταν εκείνοι του ζήτησαν να τους δείξει το δρόμο, και είχε σκοτωθεί μαζί με τους εχθρούς. Ένα άλλο παιδί, δεκατριάχρονο, δολοφονήθηκε από ένα ληστή, επειδή προσπάθησε να προστατεύσει την περιουσία της κομούνας του. Η Λιου Χουλάν, στα δεκαπεντέμισι, εκτελέστηκε από τον Λευκό Στρατό ως το νεότερο μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της επαρχίας της, και, προτού αποκεφαλιστεί, λέγεται ότι είπε χλευαστικά στους δήμιούς της: «Όποιος εργάζεται για τον κομουνισμό δεν φοβάται το θάνατο». Η μεγαλύτερη σε ηλικία ηρωίδα που γνώριζε ο Τονγκ ήταν μια Σοβιετική ονόματι Ζόγια: κρεμάστηκε στα δεκαεννιά της από Γερμανούς φασίστες – αλλά δεκαεννιά χρόνια ζωής ήταν υπεραρκετά για μια ηρωίδα. «Κρίμα να πεθαίνει μια κοπέλα είκοσι οχτώ χρονών», είπε ο γερο-Χουά. «Η Λιου Χουλάν θυσιάστηκε για τον κομουνισμό στα δεκαπέντε», απάντησε ο Τονγκ. «Τα μικρά παιδιά δεν πρέπει να σκέφτονται ούτε το θάνατο ούτε τις θυσίες», είπε ο γερο-Χουά. «Ο θάνατος είναι για μας τους γέρους». Ο Τονγκ συνειδητοποίησε ότι δεν συμφωνούσε με το γέροντα, αλλά δεν ήθελε να του το πει. Χαμογέλασε αβέβαια και είδε με χαρά το Αυτί να επιστρέφει κοντά του, έτοιμο για την πρωινή τους εξερεύνηση.


28

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 28

πατέρα της. Με το καλό της χέρι, η Νίνι τύλιξε το λεπτό κουβερτάκι γύρω της, όμως όσο και αν προσπαθούσε, πάντοτε ξέμενε ένα μέρος του σώματός της εκτεθειμένο στον ψυχρό αέρα. Με το περιορισμένο απόθεμα κάρβουνου που είχε η οικογένεια, η φωτιά έσβηνε κάθε βράδυ στην ξυλόσομπα κάτω απ’ το τούβλινο κρεβάτι κι επειδή η Νίνι απείχε περισσότερο απ’ όλους απ’ τη σόμπα, ένιωθε την παγωνιά να διαπερνά το σώμα της μέσα από το λεπτό βαμβακερό στρώμα και τις στρώσεις παλιών ρούχων που δεν έβγαζε στον ύπνο. Οι γονείς της κοιμούνταν στην άλλη άκρη, ακριβώς κάτω από τη σόμπα κι έτσι έμεναν ζεστοί για περισσότερη ώρα. Στη μέση πλάγιαζαν οι τέσσερις μικρότερες αδελφές της, δέκα, οχτώ, πέντε και τριών ετών, αγκαλιασμένες δυο δυο για να μην ξεπαγιάζουν. Μόνο το μωρό ήταν ξύπνιο σαν τη Νίνι, επειδή δεν είχε κάποιον να αγκαλιάζει τη νύχτα και τώρα ψαχούλευε να βρει το βυζί της μάνας τους. Η Νίνι σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και φόρεσε ένα φαρδύ βαμβακερό πανωφόρι μέσα στο οποίο μπορούσε εύκολα να κρύψει το παραμορφωμένο της χέρι. Το μωρό παρακολουθούσε τις κινήσεις της με φωτεινά, ανέκφραστα μάτια κι έπειτα, απογοητευμένο με τις μάταιες απόπειρές του, έριξε μια δαγκωματιά με τα καινούργια του δόντια. Η μητέρα τους ούρλιαξε και το χαστούκισε χωρίς καν να ανοίξει τα μάτια. «Τι χρωστούμενα γυρεύεις; Όλο φαΐ, φαΐ, φαΐ. Μόνο αυτό ξέρεις. Μπας και πέθανες από πείνα στην προηγούμενη ζωή σου;» Το μωρό έσκουξε. Η Νίνι συνοφρυώθηκε. Για τους πεινασμένους, όπως ήταν το μωρό κι εκείνη η ίδια, το πρωί φτάνει πάντα πολύ νωρίς. Μερικές φορές, αγκάλιαζε τη μικρούλα όταν ήταν και οι δυο τους ξύπνιες, κι αυτή την έπαιρνε για τη μητέρα τους και κουτούλαγε με το βαρύ κεφάλι της το στήθος της Νίνι: κάτι τέτοιες στιγμές έκαναν τη Νίνι να νιώθει ξεχωριστή, και γι’ αυτόν το λόγο αισθανόταν κοντά στο μωρό καθώς και υπεύθυνη για όλα όσα δεν έπαιρνε εκείνο από τη μάνα τους. Πήγε κουτσαίνοντας κοντά του. Το σήκωσε και το έκανε να σωπάσει, χώνοντας το δάχτυλό της στο στόμα του και νιώθοντας τα μυτερά νεογιλά του. Εκτός από την πρώτη και τη δεύτερη αδελφή, που πήγαιναν τώρα στο δημοτικό, τα υπόλοιπα


κορίτσια, όπως και η Νίνι, δεν είχαν επίσημα ονόματα. Οι γονείς τους δεν είχαν μπει καν στον κόπο να δώσουν χαϊδευτικά στις μικρότερες, όπως είχαν δώσει στη Νίνι κι έτσι τις αποκαλούσαν, «Τεταρτούλα», «Πεμπτούλα» και το μωρό «Εκτούλα». Το μωρό ρούφηξε με δύναμη το δάχτυλο της Νίνι, αλλά μην αντλώντας ικανοποίηση, το παράτησε μετά από λίγο και άρχισε να κλαίει. Η μητέρα τους άνοιξε τα μάτια της. «Δεν πεθαίνετε για ένα λεπτό και οι δυο σας;» Η Νίνι απόθεσε την Εκτούλα στο κρεβάτι και το έβαλε στα πόδια πριν ξυπνήσει ο πατέρας τους. Στο μπροστινό δωμάτιο, πήρε το καλαμένιο καλάθι για τα κάρβουνα και φόρεσε ένα ζευγάρι μπότες. Στα πρώτα βήματα που έκανε έξω στο δρομάκι, άκουγε ακόμη το κλάμα του μωρού. Κάποιος χτύπησε το τζάμι του παραθύρου και διαμαρτυρήθηκε. Η Νίνι πάσχισε να επιταχύνει, με το ανάπηρο αριστερό της πόδι να διαγράφει μεγαλύτερους κύκλους απ’ ό,τι συνήθως, ενώ το καλάθι, κρεμασμένο όπως το είχε στον ώμο από το σκοινί, παράδερνε ακανόνιστα πάνω στο γοφό της. Στο τέρμα του σοκακιού, είδε μια τοιχοκολλημένη ανακοίνωση. Ζύγωσε πιο κοντά και κοίταξε το τεράστιο κόκκινο ν που τσέκαρε το κείμενο. Δεν αναγνώρισε ούτε έναν από τους χαρακτήρες του κειμένου –οι γονείς της είχαν από καιρό αποφασίσει ότι δεν μπορούσαν να ξοδέψουν χρήματα για τη μόρφωση μιας σακάτισσας–, κατάλαβε όμως από τη μυρωδιά ότι η κόλλα που είχε χρησιμοποιηθεί για την τοιχοκόλληση ήταν φτιαγμένη από αλεύρι. Το στομάχι της γουργούρισε. Κοίταξε ολόγυρά της για κανένα σκαμνί ή τίποτα τούβλα. Δεν βρήκε κάτι, κι έτσι ακούμπησε το καλάθι ανάποδα στη γη και σκαρφάλωσε πάνω. Το καλάθι πήγε να βουλιάξει μα δεν υποχώρησε κάτω απ’ το βάρος της. Το καλό της χέρι έφτασε τη μια άκρη της ανακοίνωσης και την τράβηξε απ’ τον τοίχο. Η αλευρόκολλα δεν είχε ακόμη στεγνώσει ή κοκαλιάσει και η Νίνι την έξυσε απ’ το χαρτί κι έχωσε και τα πέντε δάχτυλα στο στόμα της. Η κόλλα ήταν κρύα αλλά γλυκιά. Έξυσε κι άλλη από το πίσω μέρος του χαρτιού. Πάνω που έγλειφε τα δάχτυλά της, μια γκρίζα γάτα πήδηξε από ένα τοιχάκι και προσγειώθηκε μερικά μέτρα πιο πέρα, παρατηρώ-

29

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 29


30

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 30

ντας τη με βουβή μοχθηρία. Η Νίνι κατέβηκε βιαστικά απ’ το καλάθι, ρίχνοντας σχεδόν όλο το βάρος στο αδύναμο πόδι της, και η γάτα έφυγε τρεχάτη. Στο επόμενο στενό, η Νίνι συνάντησε την κυρία Χουά, που άπλωνε κόλλα στις τέσσερις γωνίες μιας άλλης ανακοίνωσης όταν την πλησίασε το κορίτσι. «Καλή σου μέρα», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα. Η Νίνι κοίταξε το λεκανάκι με την κόλλα δίχως να απαντήσει. Μερικές φορές χαιρετούσε ευγενικά την κυρία Χουά, όταν όμως δεν είχε τα κέφια της, όπως πολύ συχνά συνέβαινε, ρούφαγε με δύναμη το εσωτερικό του στόματός της για να μην μπορεί κανείς να την αναγκάσει να μιλήσει. Η σημερινή ήταν μια από εκείνες τις μέρες: η Εκτούλα την είχε βάλει ξανά σε μπελάδες. Η Νίνι αγαπούσε την Εκτούλα περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο, αλλά ούτε αυτή η αγάπη, που ώρες ώρες έμοιαζε με βαριά πέτρα στο στομάχι, δεν ήταν ικανή να κάνει την πείνα της να κοπάσει. «Κοιμήθηκες καλά;» Η Νίνι δεν απάντησε. Πώς περίμενε η κυρία Χουά να κοιμάται καλά αφού διαρκώς λιμοκτονούσε; Οι δυο μπουκιές της αλευρόκολλας είχαν ήδη εξαφανιστεί και η γλυκερή γεύση στο στόμα της την έκανε να πεινάει ακόμα περισσότερο. Η γριά γυναίκα έβγαλε ένα φραντζολάκι απ’ την τσέπη της – κάθε μέρα είχε κι από ένα μαζί της, για την περίπτωση που συναντούσε τη Νίνι, παρόλο που το κορίτσι δεν θα το μάθαινε ποτέ αυτό. Η Νίνι θύμιζε στην κυρία Χουά τις κόρες που είχε κάποτε, όλα εκείνα τα κορίτσια, τα εγκαταλειμμένα από τους γονείς τους. Σε μια άλλη ζωή, συλλογιζόταν, θα υιοθετούσε τη Νίνι και θα φρόντιζε να μην της λείπει η ζέστη και η τροφή. Δεν πήγαινε πολύς καιρός που η ζωή ήταν, γι’ αυτήν και τον άντρα της, ένα φράγμα ακλόνητο – κάθε φορά που έπαιρναν υπό την προστασία τους ένα κοριτσάκι στη διάρκεια της περιπλάνησής τους, διαπίστωναν ξανά και ξανά ότι, ακόμη και για τους επαίτες, η ζωή δεν τσιγκουνευόταν τις στιγμές της χαράς. Όμως το φράγμα είχε ραγίσει και το είχε γκρεμίσει τελικά η πλημμύρα, πνίγοντας την ευτυχία τους σαν να ήταν παρόχθιος κάμπος. Η κυρία


Χουά έμεινε να κοιτάζει τη Νίνι καθώς εκείνη καταβρόχθιζε το ψωμί. Μετά από δυο τρεις μπουκιές, την έπιασε λόξιγκας. «Τρως πολύ βιαστικά», της είπε η κυρία Χουά. «Πρώτα μασάμε κι έπειτα καταπίνουμε». Όταν είχε τελειώσει το μισό φραντζολάκι, η Νίνι επιβράδυνε το ρυθμό της. Η κυρία Χουά ξαναγύρισε στην τοιχοκόλληση. Τα χρόνια που σάρωνε τους δρόμους και, νωρίτερα, που περιπλανιόταν από πόλη σε πόλη ψαχουλεύοντας σκουπίδια είχαν κυρτώσει μόνιμα τη ράχη της και όμως εξακολουθούσε παρ’ όλ’ αυτά να είναι ασυνήθιστα ψηλή – ψηλότερη από άλλες γυναίκες και από άντρες ακόμα. Ίσως γι’ αυτό να είχαν αναθέσει σ’ αυτή να κολλάει τις ανακοινώσεις, για να μην μπορούν να τις φτάνουν οι άλλοι και να κλέβουν την αλευρόκολλα, συλλογίστηκε η Νίνι. Η κυρία Χουά πίεσε με την παλάμη τις άκρες της ανακοίνωσης ώστε να κολλήσουν στον τοίχο. «Πάω για τον άλλο δρόμο», είπε. Η Νίνι δεν κουνήθηκε, παρά κάρφωσε το βλέμμα στο λεκανάκι με την κόλλα που κρατούσε η κυρία Χουά. Η ηλικιωμένη γυναίκα ακολούθησε τη ματιά της και κούνησε το κεφάλι. Βλέποντας ότι ήταν έρημος ο δρόμος, πήρε μια ανακοίνωση από τη στοίβα κι έφτιαξε ένα χωνί. «Κράτα», είπε κι έδωσε το χωνί στο γερό χέρι της Νίνι. Η Νίνι την παρακολουθούσε, καθώς έχυνε αλευρόκολλα στο χωνί. Όταν το γέμισε, η μικρή έγλειψε το χέρι της να το καθαρίσει. Η κυρία Χουά την κοίταξε με άφατη θλίψη. Ετοιμαζόταν κάτι να πει, αλλά η Νίνι είχε στραφεί κιόλας να φύγει. «Νίνι, να πετάξεις το χωνί μόλις τελειώσεις», τη συμβούλεψε χαμηλόφωνα καθώς απομακρυνόταν. «Μη δει κανείς ότι χρησιμοποίησες την ανακοίνωση για πιάτο». Η Νίνι έγνεψε καταφατικά δίχως να γυρίσει να κοιτάξει. Στα ενδιάμεσα του λόξιγκα, συνέχιζε να δαγκώνει με δύναμη τα ούλα της ούτως ώστε να μην πει ούτε μια λέξη παραπάνω απ’ όσες χρειάζονταν. Δεν καταλάβαινε την καλοσύνη που της έδειχνε η κυρία Χουά. Όπως δεχόταν τη σκληρότητα των ανθρώπων, άλλο τόσο δεχόταν και την καλοσύνη τους – με τον ίδιο ακριβώς τρόπο

31

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 31


32

GIGIEN final_Layout 1 25/11/13 11:48 π.μ. Page 32

που είχε αποδεχτεί ότι γεννήθηκε με το κορμί παραμορφωμένο. Γνώριζε την ανθρώπινη φύση από τις ιστορίες που κρυφάκουγε – οι γονείς της, στην καλύτερη περίπτωση, κινούνταν ολόγυρά της σαν να ήταν ένα έπιπλο του σπιτιού, ενώ όλοι οι υπόλοιποι αγνοούσαν τελείως την ύπαρξή της. Αυτό σήμαινε ότι η Νίνι μπορούσε να μάθει πράγματα που άλλα παιδιά δεν επιτρεπόταν ν’ ακούνε. Στην αγορά, οι νοικοκυρές μιλούσαν για «κρεβάτια» με πονηρά χαχανητά. Έκαναν χυδαία αστεία για τους έφηβους γυρολόγους από τα ορεινά χωριά, που, νέοι καθώς ήταν στο σεργιάνι τους, πάλευαν να προσποιηθούν ότι δεν ακούνε τις κουβέντες τους, μα συχνά τους πρόδιδε το κοκκίνισμά τους. Οι γείτονες, ύστερα από τη δουλειά και πριν το βραδινό τραπέζι, σχημάτιζαν πηγαδάκια έξω στο δρόμο και άρχιζαν το κουτσομπολιό, δίχως ποτέ να αλλάζουν βιαστικά κουβέντα εξαιτίας της Νίνι, όπως θα έκαναν αν πέρναγε εκείνη την ώρα οποιοδήποτε άλλο παιδί. Άκουγε, λοιπόν, λογιών λογιών ιστορίες: για μια νύφη που είχε ρίξει αγριόχορτα στη γέμιση της πίτας που έφτιαχνε στην πεθερά της, για μια παραμάνα που είχε χαστουκίσει ένα μωρό προκαλώντας του μόνιμη βλάβη στην ακοή, για ένα ζευγάρι που σήκωνε τον κόσμο στο πόδι όταν έκανε «κρεβάτι», μέχρι που ο γείτονάς τους, ένας μηχανικός στο λατομείο, εγκατέστησε εκρηκτικό μηχανισμό στο στρώμα τους και τίναξε στον αέρα το πέος του συζύγου. Αυτές οι διηγήσεις πρόσφεραν στη Νίνι χαρές που τα άλλα παιδιά αντλούσαν από τα παιχνίδια τους και από τη συντροφιά των συνομηλίκων τους, και παρόλο που είχε μάθει να διατηρεί έκφραση αδιάφορη στο πρόσωπό της, η στιγμιαία ελευθερία και αγαλλίαση που βίωνε ήταν ίσως μια εμπειρία παρεμφερής με αυτήν της παιδικής ηλικίας στην οποία δεν είχε καμία πρόσβαση – και την οποία ούτε καν γνώριζε ότι στερούνταν. Αντήχησε το σφύριγμα του φορτηγού τρένου των έξι και μισή. Κάθε πρωί, η Νίνι πήγαινε στον σιδηροδρομικό σταθμό να πάρει κάρβουνο. Η Μεγάλη Γέφυρα, η μόνη που ένωνε την πόλη με την απέναντι όχθη του Λασποπόταμου, είχε τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας, αλλά τόσο νωρίς το πρωί ελάχιστα φορτηγά και ποδήλατα τη διέσχιζαν. Οι μόνοι άλλοι πεζοί ήταν γυναίκες και νεαροί χωρικοί που κατέβαιναν απ’ τα βουνά, με φρέσκα


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.