Goss paparounes 5754 7

Page 1

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 5

ΑΜΙΤΑΒ ΓΚΟΣ

θαλασσα απο παπαρουνεσ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκ αίτε, π ου χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Amitav Ghosh, Sea of Poppies © ©

Copyright by Amitav Ghosh, 2008. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2008

Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5754-7


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Γη [ 11 ] ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Ποταμός [ 235 ] ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Θάλασσα [ 439 ]


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 8

Το ταξίδι της Ίβιδος Θιβέτ Περσία

Κίνα „.

??????? ???????

??

??

??????? ?? ???? ?

??

καλκούτα

Ινδία

καντόνα „. ? ???

???„?? ?????? ??? ????? ???????

Αφρική

πενάγκ σιγκαπούρη

??????? ‰??????

πόρτ λούις

μαυρικιοσ

κέιπ τάουν

????? ??????????

τσάπρα πάτνα „. ? ???? γκαζιπούρ ? μπαραουνί πιρπάιντι Βαράνασι μπαχτιγιαρπούρ σαχιμπγκάντζ μουνγκέρ μπαγκαλπούρ

Ινδία ? „. ???

καλκούτα ?????

???????? ???

??????

??????????

?. ?????????? ?

??„??


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 9

Στον Ναγιάν, για τα δέκατα πέμπτα γενέθλιά του


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 10


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 11

Πρώτο μέρος

Γη


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 12


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 13

κεφάλαιο 1

Μ κόνα ενός ψηλοκάταρτου καραβιού να πλέει στον ωκεα-

συνηθισμένη μέρα η Ντέετι είδε την ει-

νό κι ευθύς αμέσως κατάλαβε ότι τούτη η οπτασία ήταν σημάδι της μοίρας, γιατί δεν είχε ξαναδεί άλλο τέτοιο πλοίο ούτε καν σε όνειρο, και πώς μπορούσε να ’χει δει άλλωστε, ζώντας στο βόρειο Μπιχάρ, τετρακόσια μίλια από την ακτή; Το χωριό της ήταν τόσο μέσα στην ενδοχώρα, που η θάλασσα έμοιαζε τόσο μακρινή όσο ο κάτω κόσμος· ήταν το σκοτεινό χάσμα όπου ο ιερός Γάγγης χανόταν μες στο Κάλα Πάνι, το «Μαύρο Νερό». Συνέβη στο τέλος του χειμώνα, μια χρονιά που οι παπαρούνες είχαν αργοπορήσει παράξενα να ρίξουν τα πέταλά τους, κι επί μίλια ατελείωτα, από το Βαράνασι, ο Γάγγης έμοιαζε να κυλά ανάμεσα σε δυο παγετώνες, όπως κι οι δυο του όχθες ήσαν σκεπασμένες με θάλασσες λευκών λουλουδιών. Ήταν θαρρείς και τα χιόνια των Ιμαλαΐων είχανε κατέβει στις πεδιάδες να περιμένουν τον ερχομό του Χόλι και την ανοιξιάτικη πλησμονή του από χρώματα. Το χωριό όπου ζούσε η Ντέετι ήταν στα περίχωρα της πόλης Γκαζιπούρ, κάπου πενήντα μίλια ανατολικά του Βαράνασι. Όπως όλους τους γειτόνους της, την Ντέετι την απασχολούσε η αργοπορία της σοδειάς της παπαρούνας, κι εκείνη την ημέρα ξύπνησε νωρίς κι έκανε ό,τι καθημερινά, ετοιμάζοντας

13

ια κατά τα άλλα


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 14

14

ένα φρεσκοπλυμένο ντότι κι ένα kameez * να φορέσει ο Χούκαμ Σινγκ, ο σύζυγός της, και τα roti και το achar που θα ’τρωγε το μεσημέρι. Με το που το γεύμα του ήταν τυλιγμένο κι έτοιμο, πήγε στα πεταχτά στο δωμάτιο της προσευχής. Αργότερα, αφού θα είχε πλυθεί και θα ’χε αλλάξει, θα ’κανε κανονικό πούτζα με λουλούδια και προσφορές, αλλά τώρα, φορώντας ακόμα το βραδινό της σάρι, στάθηκε απλώς στην πόρτα για να ενώσει τα χέρια και να γονατίσει φευγαλέα. Σύντομα μια τριζάτη ρόδα ανήγγειλε τον ερχομό της βοϊδάμαξας που θα πήγαινε τον Χούκαμ Σινγκ στη φάμπρικα όπου δούλευε, στην Γκαζιπούρ, τρία μίλια μακριά. Αν και η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, ήταν αρκετή για να την περπατήσει ο Χούκαμ Σινγκ, γιατί είχε λαβωθεί στο πόδι όταν υπηρετούσε ως sepoy, όπως λέγονταν οι Ινδοί στρατιώτες σ’ ένα βρετανικό σύνταγμα. Η αναπηρία του δεν ήταν ωστόσο τόση ώστε να χρειάζεται δεκανίκια, κι ο Χούκαμ Σινγκ μπορούσε να πάει δίχως βοήθεια μέχρι τη βοϊδάμαξα. Η Ντέετι ακολούθησε ένα βήμα παραπίσω κουβαλώντας το φαγητό του και το νερό του και δίνοντάς του το τυλιγμένο σε ύφασμα πακέτο αφού εκείνος ανέβηκε. Ο Καλούα, ο οδηγός της βοϊδάμαξας, ήταν γιγαντόσωμος άντρας, όμως δεν έκανε καμία κίνηση να βοηθήσει τον επιβάτη του και κοιτούσε να ’χει την όψη του κρυμμένη απ’ αυτόν, γιατί ανήκε στην κάστα των ταμπάκηδων, κι ο Χούκαμ Σινγκ, ως υψηλότερης κάστας Ραζπούτ, πίστευε ότι η θέα του προσώπου * Αγαπητέ αναγνώστη, υπάρχει ολόκληρο γλωσσάρι (Η χρηστομάθεια της Ίβιδος) στο τέλος του βιβλίου. Μια λέξη την πρώτη φορά θα τη γράφω με λατινικούς χαρακτήρες, για να τη βρίσκεις στο γλωσσάρι, κι ύστερα θα τη γράφω με ελληνικούς, για να μη δείχνει το βιβλίο σαν μάθημα pidgin (πίτζιν), με άλλα λόγια παρεφθαρμένων αγγλικών συνεννόησης μεταξύ αλλοεθνών. Και μερικές λέξεις, σιωπηλά, τις αφαίρεσα, αποδίδοντάς τες στα ελληνικά κι αφήνοντάς τες μόνο πίσω στο γλωσσάρι. Γιατί; Διότι στο ελληνικό κείμενο παραέβγαζαν μάτι. (Σ.τ.Μ.)


του θα του ’φερνε κακοτυχία. Τώρα, ανεβαίνοντας στην καρότσα της άμαξας, ο πρώην σιπόι κάθισε γυρισμένος προς τα πίσω, έχοντας τον μπόγο του στα πόδια του για να μην ακουμπήσει σε οποιοδήποτε από τα υπάρχοντα του αμαξά. Έτσι θα κάθονταν, αμαξάς κι επιβάτης, καθώς το κάρο θα διέσχιζε τρίζοντας το δρόμο για την Γκαζιπούρ, κουβεντιάζοντας φιλικά αλλά χωρίς ν’ ανταλλάσσουν ποτέ ματιές. Κι η Ντέετι πρόσεχε να ’χει την όψη της καλυμμένη μπροστά στον αμαξά, και μόνον όταν μπήκε πάλι μέσα για να ξυπνήσει την Καμπούτρι, την εξάχρονη θυγατέρα της, άφησε το γκούνγκτα του σάρι της να πέσει απ’ το κεφάλι της. Η Καμπούτρι ήταν κουλουριασμένη απάνω στο στρώμα της και η Ντέετι κατάλαβε, βλέποντάς την πότε να στραβομουτσουνιάζει και πότε να χαμογελά, ότι ονειρευόταν, κι έκανε να την ξυπνήσει, όταν ξάφνου σταμάτησε και τραβήχτηκε. Στο κοιμισμένο πρόσωπο της θυγατέρας της είδε τα δικά της χαρακτηριστικά, τα ίδια γεμάτα χείλη, την ίδια στρογγυλεμένη μύτη και το στραμμένο προς τα πάνω πιγούνι, μόνο που στο παιδί οι γραμμές ήσαν ακόμα καθαρές κι ευδιάκριτες, ενώ στην ίδια είχανε γίνει θολές και συγκεχυμένες. Ύστερα από εφτά χρόνια γάμου η Ντέετι μισοήταν παιδί και η ίδια, όμως μερικές λευκές τρίχες είχαν ήδη βγει στα πυκνά μαύρα της μαλλιά. Το δέρμα στο πρόσωπό της, ξεραμένο και μαυρισμένο απ’ τον ήλιο, είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει και να ρυτιδώνεται γύρω από τις άκρες του στόματός της και των ματιών της. Ωστόσο, παρά τη συνηθισμένη κουρασμένη όψη της, από μια άποψη διέφερε· είχε ανοιχτά γκρίζα μάτια, ένα χαρακτηριστικό ασυνήθιστο σε τούτη τη γωνιά της χώρας. Τέτοιο ήταν το χρώμα, ή ίσως η άχροια, των ματιών της, που την έκαναν να δείχνει ταυτόχρονα τυφλή και πανθορώσα. Αυτό φόβιζε τους μικρούς και διήγειρε τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, τόσο που μερικές φορές την κορόιδευαν φωνάζοντάς της τσουνταλίγια, νταϊνίγια, σαν να ’ταν μάγισσα, όμως αρκούσε η Ντέετι να στρέψει προς αυτούς τα μάτια της για να τους κάνει να

15

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 15


16

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 16

σκορπίσουν τρεχάτοι. Αν κι η ίδια κάπου κάπου την ευχαριστιόταν αυτή της τη δύναμη να φοβίζει, η Ντέετι χαιρόταν, για χάρη της θυγατέρας της, που αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό της που δεν της κληρονόμησε, και την έτερπαν τα μάτια της Καμπούτρι, που ήσαν μαύρα σαν τα στιλπνά της μαλλιά. Τώρα, κοιτώντας το ονειρευόμενο πρόσωπο της θυγατέρας της, χαμογέλασε κι αποφάσισε ότι εντέλει δεν θα την ξυπνούσε· θα δούλευε αρκετά όταν θα γινόταν δεκτή στο σπίτι του συζύγου της, έτσι, τα λίγα ακόμα χρόνια που θα ’μενε σπίτι, ας αναπαυόταν. Σταματώντας ίσα ίσα για να φάει μια μπουκιά ρότι, η Ντέετι βγήκε έξω στο επίπεδο κατώφλι από πατημένη γη, που χώριζε την κατοικία με τους χωμάτινους τοίχους της από τα παπαρουνοχώραφα παρακεί. Στο φως του ήλιου, που είχε μόλις ανατείλει, είδε ανακουφισμένη ότι μερικά λουλούδια είχαν επιτέλους αρχίσει να ρίχνουν τα πέταλά τους. Στο γειτονικό χωράφι ο νεότερος αδελφός του συζύγου της, ο Τσάνταν Σινγκ, ήταν ήδη έξω κρατώντας το οχταλέπιδό του νούκχα. Με τα μικροσκοπικά δοντάκια του εργαλείου έκανε χαραγές σε μερικές από τις γυμνές κωδίες, κι αν τη νύχτα έρρεε ελεύθερα ο οπός, την επομένη θα ’φερνε τη φαμίλια του να χαράξουν όλο το χωράφι. Η στιγμή έπρεπε να είναι ακριβώς η σωστή, γιατί ο ανεκτίμητος οπός έρρεε μόνο για μια σύντομη περίοδο στη ζωή του φυτού· μια-δυο μέρες πριν ή μετά και οι κωδίες δεν θα είχαν περισσότερη αξία από τα άνθη ενός αγριόχορτου. Ο Τσάνταν Σινγκ την είχε επίσης δει και δεν ήταν άνθρωπος που θ’ άφηνε οποιονδήποτε να περάσει δίχως να του μιλήσει. Νεαρός με χαύνη όψη και με πέντε κουτσούβελα, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να θυμίζει στην Ντέετι ότι δεν είχε αρκετά παιδιά. Κα μπάιλ; φώναξε γλείφοντας μια σταγόνα φρέσκο οπό από την άκρη του εργαλείου του. Τι κάνεις; Πάλι μόνη δουλεύεις; Για πόσον καιρό ακόμα θα συνεχίζεις έτσι; Χρειάζεσαι έναν γιο να σε βοηθά. Εντέλει δεν είσαι στείρα...


Συνηθισμένη στους τρόπους του κουνιάδου της, η Ντέετι δεν δυσκολευόταν ν’ αγνοήσει τις κοροϊδίες του· γυρνώντας του την πλάτη, πήγε προς το δικό της χωράφι κουβαλώντας ένα φαρδύ ψάθινο καλάθι στη μέση της. Ανάμεσα στις σειρές των λουλουδιών το έδαφος ήταν στρωμένο με πέταλα σαν από χαρτί, και, μαζεύοντάς τα χούφτες χούφτες, τα ’ριχνε στο καλάθι της. Πριν από μια-δυο βδομάδες θα πρόσεχε να κινείται πλάγια για να μην αγγίξει τα λουλούδια, αλλά σήμερα προχωρούσε αμέριμνα και δεν στεναχωριόταν καθόλου όταν το θροΐζον σάρι της έριχνε μια βροχή από πέταλα απ’ τις ώριμες κωδίες. Όταν το καλάθι ήταν γεμάτο, το κουβάλησε πίσω και τ’ άδειασε δίπλα στο υπαίθριο choola όπου μαγείρευε συνήθως. Αυτή η γωνιά μπροστά στην πόρτα σκιαζόταν από δυο πελώρια μάνγκο που είχανε μόλις αρχίσει να πετούν κείνες τις ζάρες που θα γίνονταν τα πρώτα ανοιξιάτικα μπουμπούκια. Ανακουφισμένη που τώρα δεν ήταν στον ήλιο, η Ντέετι κουκούβισε δίπλα στο φούρνο της κι έριξε μια αγκαλιά καυσόξυλα στη χθεσινοβραδινή θράκα, που ακόμα έλαμπε βαθιά μες στις στάχτες. Η Καμπούτρι είχε ξυπνήσει τώρα, κι όταν εμφανίστηκε στην πόρτα, η διάθεση της μητέρας της δεν ήταν επιεικής πλέον. Γιατί άργησες τόσο να σηκωθείς; είπε απότομα. Τι έκανες; Καμ ο καζ να χόι; Θαρρείς ότι δεν υπάρχει δουλειά να γίνει; Η Ντέετι ανέθεσε στη θυγατέρα της να μαζέψει τα πέταλα των παπαρούνων σ’ ένα σωρό, ενώ η ίδια ετοίμαζε τη φωτιά και ζέσταινε έναν βαρύ σιδερένιο νταβά. Με το που ο νταβάς ζεστάθηκε όλος, τον έρανε με μια χούφτα πέταλα και τα πίεσε μ’ ένα κουρέλι. Σκουραίνοντας καθώς ψήνονταν, τα πέταλα άρχισαν να κολλούν το ένα με τ’ άλλο, έτσι, σε κάνα δυο λεπτά ήσαν ολόιδια με τα στρογγυλά ρότι από σιτάλευρο που ’χε ετοιμάσει η Ντέετι για το μεσημεριανό του συζύγου της. Και «ρότι» λέγονταν όντως ετούτα τα περιτυλίγματα από πέταλα παπαρούνας, αν κι ο σκοπός τους ήταν ολωσδιόλου διαφορε-

17

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 17


18

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 18

τικός απ’ αυτόν των συνονόματών τους. Θα πωλούνταν στη Φάμπρικα Οπίου Σάντερ στην Γκαζιπούρ, όπου θα χρησιμοποιούνταν ως επένδυση των πήλινων δοχείων όπου συσκευαζόταν το όπιο. Η Καμπούτρι στο μεταξύ είχε ζυμώσει λίγο atta κι είχε πλάσει μερικά αληθινά ρότι. Η Ντέετι τα έψησε γρήγορα γρήγορα, προτού σκαλίσει τη φωτιά να σβήσει, κι άφησε τα ρότι στην άκρη να τα φάνε αργότερα με τα χθεσινά αποφάγια· ένα πιάτο μπαγιάτικο αλού-ποσθ, πατάτες μαγειρεμένες σε πάστα παπαρουνόσπορου. Τώρα έφερε ξανά στο νου της το προσευχητήριό της. Με την ώρα του μεσημεριανού πούτζα να ζυγώνει, ήταν καιρός να κατέβει στο ποτάμι για ένα μπάνιο. Αφού έτριψε τα μαλλιά της Καμπούτρι και τα δικά της με παπαρουνέλαιο, η Ντέετι έριξε το δεύτερό της σάρι στον ώμο κι οδήγησε τη θυγατέρα της προς το νερό στην άλλη μεριά του χωραφιού. Οι παπαρούνες τέλειωναν σε μια αμμουδερή όχθη που κατηφόριζε απαλά ως τον Γάγγη, κι η άμμος, ζεσταμένη από τον ήλιο, ήταν τόσο καυτή που ’κανε τις πατούσες τους να τσούζουν. Το βάρος της μητρικής ευπρέπειας σαν να ’φυγε ξαφνικά από τους σκυφτούς ώμους της Ντέετι, κι άρχισε να τρέχει πίσω από τη θυγατέρα της, που με πηδηχτά βήματα είχε προπορευτεί. Φτάνοντας στην άκρη του νερού, φώναξαν μια επίκληση στον ποταμό, Τζάι Γκάνγκα Μάγια κι, και πήραν βαθιά ανάσα προτού να πέσουν μέσα. Γελούσαν και οι δύο όταν βγήκαν ξανά στην επιφάνεια. Ήταν η εποχή του χρόνου που, μετά το αρχικό ανατρίχιασμα, το νερό γρήγορα γινόταν αναζωογονητικά δροσερό. Αν κι οι ζέστες του καλοκαιριού δεν θα ’πιαναν για κάμποσες εβδομάδες ακόμα, η ροή του Γάγγη είχε ήδη αρχίσει να λιγοστεύει. Γυρνώντας προς την κατεύθυνση του Βαράνασι, δυτικά, η Ντέετι σήκωσε τη θυγατέρα της ψηλά να χύσει μια χούφτα νερό ως φόρο τιμής στην ιερή πόλη. Μαζί με την προσφορά, ένα φύλλο


έπεσε από τις μισόκλειστες χούφτες του κοριτσιού. Γύρισαν να παρακολουθήσουν τον ποταμό να το παρασέρνει προς την γκατ, τα σκαλιά, της Γκαζιπούρ. Οι τοίχοι της φάμπρικας οπίου της Γκαζιπούρ ήσαν μισοκρυμμένοι από μάνγκο κι αρτόκαρπα, όμως η βρετανική σημαία που κυμάτιζε στην κορυφή της φαινόταν πάνω από τα φυλλώματα, όπως και το καμπαναριό της εκκλησίας όπου προσεύχονταν οι επιστάτες της φάμπρικας. Στην γκατ της φάμπρικας, στον Γάγγη, φαινόταν ένα μονοκάταρτο πατέλι με τον επισείοντα της Αγγλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Είχε φέρει ένα φορτίο όπιο τσαλάν από ’να από τα απόμερα παραρτήματα της εταιρείας και μια μακριά σειρά από κούληδες το ξεφόρτωναν. Μαμά, είπε η Καμπούτρι κοιτώντας τη μητέρα της, πού πάει αυτό το πλοίο; Η ερώτηση της Καμπούτρι ήταν που προκάλεσε το όραμα της Ντέετι· τα μάτια της έπλασαν ξαφνικά την εικόνα ενός θεόρατου καραβιού με δυο ψηλά κατάρτια. Απ’ τα κατάρτια κρέμονταν μεγάλα πανιά εκθαμβωτικά λευκά. Η πρώρα του καραβιού λεπτυνόταν σε ακρόπρωρο με μακρύ ράμφος, σαν πελαργός ή τσικνιάς. Υπήρχε ένας άνθρωπος στο φόντο, όρθιος κοντά στη μάσκα, και, αν και δεν τον έβλεπε καθαρά η Ντέετι, είχε την αίσθηση μιας χαρακτηριστικής κι ανοίκειας παρουσίας. Η Ντέετι ήξερε ότι το όραμα δεν ήταν υλικά παρόν μπροστά της, όπως για παράδειγμα η φορτηγίδα η αραγμένη κοντά στη φάμπρικα. Δεν είχε αντικρίσει ποτέ τη θάλασσα, δεν είχε βγει ποτέ από τα όρια της περιοχής της, δεν είχε μιλήσει ποτέ άλλη γλώσσα εκτός από τη μητρική της μποτζπουρί, κι ωστόσο ούτε για μια στιγμή δεν αμφέβαλε ότι αυτό το καράβι υπήρχε κάπου και κατευθυνόταν προς το μέρος της. Η γνώση αυτή την τρομοκράτησε γιατί δεν είχε ξαναδεί κάτι που να ’μοιαζε έστω κι αόριστα αυτής της οπτασίας και δεν είχε ιδέα τι μπορεί να προμήνυε.

19

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 19


20

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 20

Η Καμπούτρι κατάλαβε ότι κάτι ασυνήθιστο είχε συμβεί, γιατί περίμενε ένα-δυο λεπτά προτού ρωτήσει: Μαμά; Τι κοιτάς; Τι είδες; Το πρόσωπο της Ντέετι ήταν μια μάσκα φόβου και κακών προαισθημάτων, καθώς έλεγε με τρεμουλιαστή φωνή: Μπέτι, είδα ένα τζαχάζ, ένα καράβι. Εννοείς εκείνο εκεί πέρα; Όχι, μπέτι· ήταν ένα καράβι που όμοιό του δεν έχω δει. Ήταν σαν μεγάλο πουλί, με πανιά σαν φτερά και με μακρύ ράμφος. Ρίχνοντας μια ματιά προς τις εκβολές του ποταμού, η Καμπούτρι είπε: Μπορείς να μου το ζωγραφίσεις αυτό που είδες; Η Ντέετι απάντησε μ’ ένα νεύμα και βγήκαν στην όχθη. Άλλαξαν γρήγορα και γέμισαν ένα κανάτι με νερό από τον Γάγγη για το δωμάτιο των πούτζα. Όταν γύρισαν σπίτι, η Ντέετι άναψε μια λάμπα προτού οδηγήσει την Καμπούτρι στο προσευχητήριο. Ήταν σκοτεινό, με τοίχους μαυρισμένους απ’ την καπνιά, και μύριζε έντονα λάδι και λιβάνια. Υπήρχε ένας μικρός βωμός μέσα, με αγάλματα του Σίβτζι και του Μπαγκουάν Γκανές, και καδραρισμένες γκραβούρες της Μα Ντούργκα και του Σρι Κρίσνα. Όμως το δωμάτιο ήταν χώρος λατρείας όχι μόνο των θεών αλλά και του προσωπικού πανθέου της Ντέετι, κι είχε πολλά ενθύμια από τη φαμίλια της και τους προγόνους της, ανάμεσά τους και κειμήλια όπως τα ξυλοπάπουτσα του νεκρού της πατέρα, ένα περιδέραιο από χάντρες ρουντράκσα που της τ’ άφησε η μητέρα της, και ξεθωριασμένα αποτυπώματα των ποδιών των παππούδων της παρμένα στη νεκρική τους πυρά. Οι τοίχοι γύρω από το βωμό είχαν εικόνες που ’χε ζωγραφίσει η ίδια η Ντέετι, σε περίγραμμα, πάνω σε πέταλα παπαρούνας που ήταν σαν χαρτί· προσωπογραφίες με κάρβουνο δύο αδελφών και μιας αδελφής, που όλοι πέθαναν παιδιά ακόμα. Μερικοί ζώντες συγγενείς ήσαν απεικονισμένοι ε-


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 21

Το σκαλιστό κεφάλι ενός πουλιού που κρατούσε ψηλά το πομπρέσο της Ίβιδος ήταν αρκετά ασυνήθιστο ώστε να αποδεικνύει σε όσους το χρειάζονταν ότι αυτό ήταν όντως το πλοίο

21

πίσης, αλλά μόνο με σχηματικές εικόνες σχεδιασμένες πάνω σε φύλλα μάνγκο, γιατί η Ντέετι το θεωρούσε γρουσουζιά να ζωγραφίζεις υπερβολικά ρεαλιστικές προσωπογραφίες εκείνων που δεν είχαν εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο. Έτσι, ο αγαπημένος μεγαλύτερός της αδελφός, ο Κέσρι Σινγκ, απεικονιζόταν με λίγες γραμμές μόνο, που συμβόλιζαν το τουφέκι του τού σιπόι και το τσιγκελωτό του μουστάκι. Τώρα, μπαίνοντας στο δωμάτιό της των πούτζα, η Ντέετι πήρε ένα πράσινο φύλλο μάνγκο, βούτηξε το δάχτυλό της σ’ ένα δοχείο με ζωηρό κόκκινο σιντόορ και με μερικές γραμμές σχεδίασε δυο τρίγωνα σαν φτερούγες αιωρούμενα πάνω από ένα μακρύ καμπυλωτό σχήμα που κατέληγε σε γαμψό ράμφος. Θα μπορούσε να ’ναι πουλί που πετάει, όμως η Καμπούτρι αναγνώρισε αμέσως την εικόνα ενός δικάταρτου σκάφους με ανοιχτά πανιά. Ξαφνιάστηκε που η μητέρα της είχε ζωγραφίσει την εικόνα σαν ν’ απεικόνιζε ένα ζωντανό πλάσμα. Θα τη βάλεις στο δωμάτιο των πούτζα; ρώτησε. Ναι, είπε η Ντέετι. Το παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει τι θέση είχε ένα καράβι στο οικογενειακό πάνθεον. Μα γιατί; είπε. Δεν ξέρω, απάντησε η Ντέετι, γιατί κι εκείνη είχε σαστίσει με το πόσο σίγουρη ήταν για τη διαίσθησή της· απλώς ξέρω ότι πρέπει να είναι εκεί, κι όχι μόνο το καράβι αλλά και πολλοί από κείνους που είναι απάνω· κι αυτών η θέση είναι στους τοίχους του δωματίου των πούτζα. Αλλά ποιοι είναι; είπε το σαστισμένο παιδί. Δεν ξέρω ακόμα, είπε η Ντέετι. Θα ξέρω όμως όταν τους δω.


22

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 22

που είδε η Ντέετι καθώς στεκόταν η μισή μες στα νερά του Γάγγη. Αργότερα ως και ψημένοι ναυτικοί θα ομολογούσαν πως το σχέδιό της θύμιζε με τρόπο απόκοσμο ό,τι απεικόνιζε, ιδιαίτερα αν κανείς αναλογιστεί ότι φτιάχτηκε από κάποια που δεν είχε αντικρίσει ποτέ δικάταρτη σκούνα ούτ’ άλλο θαλάσσιο σκάφος. Τα πλήθη που στο μέλλον θα θεωρούσαν την Ίβιδα πρόγονό τους θα θεωρούσαν επίσης πως ο ίδιος ο ποταμός χάρισε στην Ντέετι το όραμά της· πως η εικόνα της Ίβιδος μεταφέρθηκε ανάντη σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη στιγμή που το σκάφος ήρθε σε επαφή με τα ιερά νερά. Αυτό θα σήμαινε ότι συνέβη τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου του 1838, γιατί τότε ήταν που η Ίβις αγκυροβόλησε έξω από τη νήσο Γκάνγκα Σαγκάρ, όπου ο ιερός ποταμός εκβάλλει στον κόλπο της Βεγγάλης. Εδώ ήταν, όσο η Ίβις περίμενε να πάρει έναν πλοηγό να την οδηγήσει στην Καλκούτα, που ο Ζάκαρι Ρέιντ πρωταντίκρισε την Ινδία, κι αυτό που είδε ήταν μια πυκνή συστάδα μαγκρόβιων και μια λασπερή όχθη που ’μοιαζε ακατοίκητη ώσπου να ξεπροβάλουν οι βάρκες των μικροπωλητών, ένας στολίσκος από βαρκούλες και κανό, που σκοπός όλων τους ήταν να πουλήσουν φρούτα, ψάρια και λαχανικά στους νεοαφιχθέντες ναύτες. Ο Ζάκαρι Ρέιντ είχε μεσαίο ύψος κι ήταν εύρωστος, με δέρμα που ’χε το χρώμα παλιού ελαφαντόδοντου και με πυκνά σγουρά κατάμαυρα μαλλιά που του ’πεφταν στο μέτωπο και στα μάτια. Οι κόρες των ματιών του ήσαν μαύρες σαν τα μαλλιά του, με εξαίρεση κει που ξανθοκάστανες πιτσιλιές ανέλαμπαν, κι όταν ήταν παιδί οι ξένοι έλεγαν ότι δυο τέτοια σπινθηροβόλα μάτια μπορούσαν να πουληθούν σαν διαμάντια σε μια δούκισσα (αργότερα, όταν ήρθε ο καιρός του να συμπεριληφθεί στο προσευχητήριο της Ντέετι, θα δινόταν μεγάλη σημασία σε τούτη τη λάμψη της ματιάς του). Επειδή γελούσε εύκολα κι απέπνεε αλαφράδα κι ανεμελιά, οι άνθρωποι μερικές φορές τον περνούσαν για νεότερο απ’ ό,τι ήταν, όμως ο Ζάκα-


ρι έσπευδε πάντα να τους διορθώσει. Γιος μιας απελεύθερης του Μέριλαντ, δεν καμάρωνε και λίγο για το ότι γνώριζε την ακριβή του ηλικία και μάλιστα και την ακριβή ημερομηνία γέννησής του. Σ’ εκείνους που έκαναν λάθος υπογράμμιζε ότι ήταν είκοσι χρόνων, ούτε μια μέρα μεγαλύτερος ή μικρότερος. Ήταν συνήθειο του Ζάκαρι να σκέφτεται καθημερινά τουλάχιστον πέντε πράγματα να επαινέσει, κάτι ενσταλαγμένο από τη μητέρα του ως αντίβαρο στη μερικές φορές τσουχτερή γλώσσα του. Αφότου αναχώρησε από την Αμερική, ήταν η ίδια η Ίβις που πιο συχνά φιγουράριζε στην καθημερινή λίστα αξιέπαινων πραγμάτων του Ζάκαρι. Όχι ότι ήταν ιδιαίτερα φροντισμένη ή κομψή στην όψη· αντιθέτως, η Ίβις ήταν μια σκούνα με εμφάνιση παλιομοδίτικη, ούτε εύγραμμη ούτε πολυποίκιλτη σαν τα ιστιοφόρα για τα οποία ήταν ξακουστή η Βαλτιμόρη. Είχε χαμηλό κατάστρωμα πρύμνας, υπερυψωμένο καμπούνι με κατάστρωμα του καμπουνιού ανάμεσα στις παρειές, και καμπίνα στο μέσον, που χρησίμευε κι ως μαγειρείο, για τους λοστρόμους και τους σιτιστές. Με το ακατάστατο κύριο κατάστρωμά της και τον φαρδύ της εγκάρσιο ζυγό, οι παλιοί ναυτικοί περνούσαν μερικές φορές την Ίβιδα για μπάρκο με εξαρτία σκούνας, κι ο Ζάκαρι δεν ήξερε αν υπήρχε κάποια αλήθεια σ’ αυτό, όμως δεν τη σκεφτόταν ποτέ ως κάτι διαφορετικό από τη σκούνα με γάμπιες που αυτή ήταν όταν ο ίδιος μπάρκαρε. Στα μάτια του υπήρχε μια ασυνήθιστη χάρη στην εξαρτία, σαν κότερου, της Ίβιδος, με τα ιστία της τα ευθυγραμμισμένα κατά μήκος της, αντί εγκάρσια στη γραμμή του κύτους. Καταλάβαινε γιατί, με τα κύρια ιστία της και τα πρωραία πετάσματά της, ίσως θύμιζε σε κάποιον ασπροφτέρουγο πουλί που πετά, κι άλλα καράβια με ψηλά ιστία, με τα βαλμένα το ένα πάνω στ’ άλλο τετράγωνα καραβόπανά τους, έδειχναν εν συγκρίσει άχαρα. Ένα πράγμα που ήξερε με σιγουριά ο Ζάκαρι για την Ίβιδα ήταν ότι είχε φτιαχτεί ως δουλεμπορικό. Αυτός ήταν για την ακρίβεια ο λόγος που άλλαξε χέρια· μετά την επίσημη κατάργη-

23

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 23


24

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 24

ση του δουλεμπορίου όλο και περισσότερα βρετανικά κι αμερικανικά σκάφη περιπολούσαν στη δυτικοαφρικανική ακτή, και η Ίβις δεν ήταν αρκετά γρήγορη ώστε να ’ναι σίγουρη ότι θα ξέφευγε. Όπως συνέβη με πολλά άλλα δουλεμπορικά, ο νέος ιδιοκτήτης της σκούνας την αγόρασε με σκοπό να τη φτιάξει για ένα διαφορετικό εμπόριο, την εξαγωγή οπίου. Σ’ αυτήν την περίπτωση οι αγοραστές ήταν μια φίρμα με την ονομασία Αφοί Μπέρναμ, μια ναυτιλιακή κι εμπορική εταιρεία με εκτεταμένα συμφέροντα στην Ινδία και την Κίνα. Οι αντιπρόσωποι των νέων ιδιοκτητών ζήτησαν αμέσως να σταλεί η σκούνα στην Καλκούτα, όπου ο διευθυντής της εταιρείας, ο Μπέντζαμιν Μπράιτγουελ Μπέρναμ, είχε την κύρια κατοικία του. Η Ίβις θα επισκευαζόταν και θα επανεξοπλιζόταν με το που θα έφτανε στον προορισμό της, και γι’ αυτόν το σκοπό προσλήφθηκε ο Ζάκαρι. Είχε περάσει οχτώ χρόνια δουλεύοντας στο ναυπηγείο του Γκάρντνερ στο Φελς Πόιντ στη Βαλτιμόρη κι είχε όλα τα προσόντα για να επιβλέψει την επισκευή του παλιού δουλεμπορικού, αλλ’ από ναυτικά ταξίδια δεν είχε περισσότερη εμπειρία από οποιονδήποτε στεριανό μαραγκό, γιατί ετούτη ήταν η πρώτη του φορά στη θάλασσα. Όμως ο Ζάκαρι υπέγραψε συμβόλαιο σκοπεύοντας να μάθει το επάγγελμα του ναυτικού και μπάρκαρε με μεγάλη προθυμία, κουβαλώντας ένα σακούλι από λινάτσα που μέσα δεν είχε παρά μια αλλαξιά και μια ιρλανδική φλογέρα που του ’χε χαρίσει ο πατέρας του όταν ήταν μικρός. Η Ίβις τού παρείχε μια γρήγορη καίτοι σκληρή εκπαίδευση, με το ημερολόγιο του ταξιδιού της να είναι γεμάτο μπελάδες σχεδόν απ’ την αρχή. Ο κύριος Μπέρναμ βιαζόταν τόσο να πάει η καινούργια του σκούνα στην Ινδία, που το καράβι απέπλευσε από τη Βαλτιμόρη με λειψό δεκαεννιαμελές πλήρωμα, από το οποίο εννέα ήσαν καταχωρισμένοι ως «Μαύροι», συμπεριλαμβανομένου του Ζάκαρι. Κι ας ήταν υποεπανδρωμένο, οι προμήθειές του ήσαν ανεπαρκείς και σε ποιότητα και σε ποσότητα, κι αυτό οδήγησε σε συγκρούσεις


μεταξύ σιτιστών και ναυτών, αξιωματικών καταστρώματος και καμπουνιού. Μετά έπεσε σε φουρτούνες, τα ξύλα της βρέθηκαν να μπάζουν κι ο Ζάκαρι ανακάλυψε ότι ο κουραδόρος, όπου στεγαζόταν το ανθρώπινο φορτίο της σκούνας, ήταν διάτρητος, γεμάτος ματάκια κι αεραγωγούς που ’χαν ανοίξει γενεές σκλαβωμένων Αφρικανών. Η Ίβις μετέφερε βαμβάκι για να καλύψει το κόστος του ταξιδιού, όταν όμως πλημμύρισε, οι μπάλες μούλιασαν, έτσι τις έριξαν στη θάλασσα. Έξω από την ακτή της Παταγονίας η κακοκαιρία ανάγκασε την Ίβιδα να αλλάξει τη ρότα που ήταν σχεδιασμένο να ακολουθήσει για να διαπλεύσει τον Ειρηνικό και να περιπλεύσει την Ιάβα. Έτσι, έβαλε πλώρη για το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, με αποτέλεσμα να πέσει σε κακοκαιρία ξανά και ν’ απαγκιάσει ένα δεκαπενθήμερο στη ζώνη των νηνεμιών. Με το πλήρωμα να τρώει μισές μερίδες σκουληκιασμένη γαλέτα και σάπιο βοδινό, το θέρισε η δυσεντερία, και, προτού ο άνεμος να δυναμώσει ξανά, τρεις άντρες ήσαν νεκροί και δύο από τους μαύρους του πληρώματος είχαν αλυσοδεθεί γιατί αρνούνταν το φαΐ που τους έδιναν. Με τα χέρια να λιγοστεύουν, ο Ζάκαρι άφησε στην άκρη τα εργαλεία του μαραγκού κι ανέλαβε πλήρη υπηρεσία στην κόφα του τουρκέτου, σκαρφαλώνοντας σβέλτα στις σκαλιέρες για να δέσει τη γάμπια. Τότε ήταν που ο δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος, άνθρωπος βάναυσος και μισητός απ’ όλους τους μαύρους στο πλήρωμα, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε, κι οι πάντες ήξεραν πως η πτώση δεν ήταν ατύχημα, όμως οι εντάσεις στο σκάφος είχανε φτάσει σε τέτοιο σημείο που ο πλοίαρχος, ένας Ιρλανδός της Βοστόνης με τσουχτερή γλώσσα, τ’ άφησε να περάσει έτσι. Ο Ζάκαρι ήταν το μόνο μέλος του πληρώματος που ’κανε προσφορά όταν τα υπάρχοντα του νεκρού βγήκαν στο σφυρί, κι έτσι απέκτησε έναν εξάντα κι ένα μπαούλο γεμάτο ρούχα. Σύντομα, καθώς ούτε στο κατάστρωμα της πρύμνας ήταν

25

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 25


26

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 26

ούτε στο καμπούνι, ο Ζάκαρι έγινε ο σύνδεσμος ανάμεσα στα δύο μέρη του πλοίου κι επωμίστηκε τα καθήκοντα του δεύτερου αξιωματικού καταστρώματος. Δεν ήταν ακριβώς πρωτόπειρος τώρα, όπως στην αρχή του ταξιδιού, αλλ’ ούτε αντάξιος των νέων καθηκόντων του ήταν. Οι δισταχτικές προσπάθειές του δεν συνέβαλαν στη βελτίωση του ηθικού, κι όταν η σκούνα έπιασε στο Κέιπ Τάουν, το πλήρωμα έγινε καπνός διαδίδοντας τη φήμη μιας πλεούμενης κόλασης όπου πληρωνόσουν με το σταγονόμετρο. Η φήμη της Ίβιδος βλάφτηκε τόσο που ούτε ένας Αμερικανός ή Ευρωπαίος, ακόμα κι αν ήταν του σκοινιού και του παλουκιού, δεν μπήκε στον πειρασμό να μπαρκάρει, κι οι μόνοι ναυτικοί που το αποτόλμησαν ήσαν από τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, οι αποκαλούμενοι lascar. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία που είχε ο Ζάκαρι απ’ αυτού του είδους τους ναύτες. Πρωτύτερα νόμιζε ότι οι λάσκαρ ήσαν φυλή ή εθνότητα, όπως οι Τσερόκι ή οι Σιου, αλλά τώρα ανακάλυψε ότι κατάγονταν από τόπους πολύ μακρινούς μεταξύ τους κι ότι δεν είχαν τίποτα κοινό με εξαίρεση τον Ινδικό Ωκεανό. Ανάμεσά τους υπήρχαν Κινέζοι κι Ανατολικοαφρικανοί, Άραβες και Μαλαίσιοι, Βεγγαλέζοι και Γκοανοί, Ταμίλ κι Αρακανέζοι. Ήσαν σε ομάδες των δέκα-δεκαπέντε ανθρώπων, η καθεμία μ’ έναν αρχηγό που μιλούσε για λογαριασμό της. Το να διασπάσεις μια τέτοια ομάδα ήταν αδύνατον, έπρεπε να τους πάρεις όλους ή κανέναν, και, αν κι ήσαν φθηνοί, είχαν τις δικές τους απόψεις για το πόση δουλειά θα έκαναν και πόσοι θα μοιράζονταν κάθε δουλειά, κάτι που σήμαινε ότι τρεις-τέσσερις λάσκαρ έπρεπε να προσληφθούν για δουλειές που ένας ικανός ναυτικός μπορούσε να τις κάνει και μόνος του. Ο πλοίαρχος δήλωσε ότι ήσαν τόσο τεμπέληδες όσο οποιοδήποτε τσούρμο νέγροι είχε δει ποτέ, όμως του Ζάκαρι του φαίνονταν περισσότερο γελοίοι παρά οτιδήποτε άλλο. Οι φορεσιές τους, κατ’ αρχάς· τα πόδια τους ήσαν γυμνά σαν του νεογέννητου και πολλοί έδειχναν να


μην έχουν άλλο ρούχο εκτός από ’να κομμάτι καμπρίκ που το ’δεναν γύρω από τη μέση. Μερικοί περιφέρονταν με βράκες με κορδόνι, ενώ άλλοι φορούσαν σαρόνγκ που κυμάτιζαν σαν μεσοφόρια γύρω από τα κοκαλιάρικα πόδια τους, έτσι που μερικές φορές το κατάστρωμα θύμιζε σαλόνι μπορντέλου. Πώς μπορούσε κάποιος να σκαρφαλώσει σ’ ένα κατάρτι ξυπόλυτος, φορώντας μόνον ένα πανί σαν φασκιά; Κι ας μην είχε δει ο Ζάκαρι πιο σβέλτους ναυτικούς, τον σάστιζε παρ’ όλα αυτά να τους βλέπει στα ξάρτια, να κρέμονται σαν μαϊμούδες απ’ τις σκαλιέρες, κι όταν ο άνεμος φούσκωνε τα σαρόνγκ τους, αυτός απέστρεφε τα μάτια φοβούμενος ό,τι θα ’βλεπε, ίσως, αν κοιτούσε ψηλά. Αφού άλλαξε κάμποσες φορές γνώμη, ο πλοίαρχος αποφάσισε να προσλάβει ένα πλήρωμα από λάσκαρ με αρχηγό του κάποιον serang Άλι. Η εμφάνιση του εν λόγω ατόμου προκαλούσε δέος, με πρόσωπο που θα το ζήλευε ως κι ο Τζένγκις Χαν, στενόμακρο και λεπτό, με αεικίνητα μαύρα μάτια στην κορυφή έκλυτα πεταχτών ζυγωματικών. Ένα καμπυλωτό μουστάκι, αραιό και χωρισμένο στα δυο, πλαισίωνε ένα στόμα που διαρκώς κινούνταν και στις άκρες ήταν ζωηρό κόκκινο, μπλάβο. Ήταν λες και αιωνίως πλατάγιζε τα χείλη του αφού είχε πιει από τις ανοιγμένες φλέβες μιας φοράδας σαν αιμοσταγής Τάταρος των στεπών. Η ανακάλυψη ότι η ουσία μες στο στόμα του ήταν φυτικής προέλευσης δεν πολυανακούφισε τον Ζάκαρι, και μια φορά, όταν ο σεράνγκ έφτυσε το αιμάτινο φτύμα του πάνω από την κουπαστή, αυτός είδε το νερό από κάτω να ζωντανεύει από τη βίαιη κίνηση πτερυγίων καρχαριών. Πόσο αθώο μπορεί να ήταν αυτό το βετέλ αν ένας καρχαρίας το περνούσε για αίμα; Η προοπτική του ταξιδιού μέχρι την Ινδία με τούτο το πλήρωμα ήταν τόσο δυσάρεστη που ο πρώτος αξιωματικός καταστρώματος έγινε επίσης καπνός, τόσο βιαστικά που άφησε πίσω ένα σάκο ρούχα. Όταν άκουσε ότι ο πρώτος έγινε λαγός, ο

27

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 27


28

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 28

πλοίαρχος γρύλισε: «Έγινε άρατος, ε; Δεν τον κατηγορώ. Κι εγώ θα ’χα κάνει φτερά αν είχα πληρωθεί». Το επόμενο λιμάνι της Ίβιδος ήταν η νήσος του Μαυρικίου, όπου θα άλλαζαν ένα φορτίο σιτηρά μ’ ένα φορτίο ξυλεία κι έβενο. Μιας κι όλοι οι άλλοι αξιωματικοί ήσαν άφαντοι πριν από την αναχώρηση, η σκούνα απέπλευσε με τον Ζάκαρι να αντικαθιστά τον πρώτο, κι έτσι συνέβη, σ’ ένα μοναδικό ταξίδι, εξαιτίας των λιποταξιών και των θανάτων, να γίνει από απλός πρωτόπειρος ναύτης ανώτερος βαθμοφόρος ναυτικός, από μαραγκός υποπλοίαρχος με δικιά του καμπίνα. Το μόνο που τον στεναχωρούσε στη μετακίνησή του από το καμπούνι στην καμπίνα ήταν ότι η αγαπημένη του ιρλανδική φλογέρα, κάπου καθ’ οδόν, χάθηκε διά παντός. Πριν απ’ αυτό ο πλοίαρχος είχε προστάξει τον Ζάκαρι να τρώει κάτω, λέγοντας «δεν θα λεκιάσω εγώ με χρώμα το τραπέζι μου, κι ας είναι τ’ ανοιχτό ενός μιγάδα». Τώρα όμως, παρά να δειπνεί μόνος, επέμεινε να μοιραστεί ο Ζάκαρι το τραπέζι στην τραπεζαρία, όπου τους σερβίριζαν ένα τσούρμο μούτσοι, λάσκαρ· μια γοργοπόδαρη κομπανία από launder και chokra. Με το που απέπλευσαν, ο Ζάκαρι αναγκάστηκε να υποβληθεί σε περαιτέρω εκπαίδευση, όχι τόσο στη ναυτική τέχνη ετούτη τη φορά, όσο στους τρόπους του νέου πληρώματος. Αντί να χαρτοπαίζουν όπως συνήθως οι ναυτικοί, έπαιζαν με ζάρια παρτσίσι σε πίνακες φτιαγμένους από σχοινιά· ο κεφάτος ήχος των ναυτικών τραγουδιών είχε αντικατασταθεί από διαφορετικούς σκοπούς, άγριους και κακόφωνους, κι ως και η μυρωδιά του πλοίου είχε αρχίσει ν’ αλλάζει, με τις οσμές απ’ τα μπαχαρικά να περνούν μέσ’ από το ξύλο. Έχοντας διοριστεί υπεύθυνος των εφοδίων του πλοίου, ο Ζάκαρι έπρεπε να εξοικειωθεί με προμήθειες ενός νέου είδους, που διόλου δεν θύμιζαν τη συνηθισμένη γαλέτα και το παστό βοδινό· έπρεπε να μάθει, αντί για μερίδα, ρέισιον, να λέει ρέσαμ, και να στρίβει τη γλώσσα του για να προφέρει λέξεις όπως νταλ, μασάλα και ατσάρ. Έπρεπε να


συνηθίσει, αντί για mate, αξιωματικός καταστρώματος, να λέει malum, αντί για λοστρόμος να λέει σεράνγκ, αντί για τοίχαρχος να λέει tindal, αντί για τιμονιέρης να λέει seacunny · έπρεπε να απομνημονεύσει ένα νέο καραβίσιο λεξιλόγιο, που ηχούσε λιγάκι σαν αγγλικά αλλά χωρίς να ’ναι, και τα ξάρτια, rigging, έγιναν ringeen, και το avast!, κράτει!, έγινε bas!, κι η κραυγή της πρωινής βάρδιας, αντί για all’s well, όλα καλά, έγινε τώρα alzbel. Το κατάστρωμα έγινε τούτακ, τα κατάρτια ήταν ντολ, η προσταγή ήταν hookum, κι αντί για δεξιά, αριστερά, πρύμνηθεν, πρώραθεν, έπρεπε να λέει τώρα τζάμνα, ντάγουα, agil, peechil. Ένα πράγμα που συνεχίστηκε απαράλλαχτο ήταν το μοίρασμα του πληρώματος σε δύο βάρδιες που την καθεμιά τη διοικούσε ένας τίνταλ. Οι περισσότερες δουλειές του πλοίου έπεφταν στους δύο τίνταλ, κι ο σεράνγκ Άλι ήταν ακριβοθώρητος τις πρώτες δύο ημέρες. Την τρίτη όμως ο Ζάκαρι ανέβηκε στο κατάστρωμα το χάραμα και τον υποδέχτηκε ένα κεφάτο: «Τσιν-τσιν, μάλεμ Ζίκρι! Έφαγες τσόου-τσόου; Τι ’ν’ αυτό το διαολεμένο πράμα που ’χει μέσα;» Αν και στην αρχή ξαφνιάστηκε, ο Ζάκαρι σύντομα έπιασε τον εαυτό του να μιλάει στον σεράνγκ με ασυνήθιστη άνεση, θαρρείς κι η παράξενη λαλιά του ανθρώπου του ’χε λύσει του ίδιου τη γλώσσα. «Σεράνγκ Άλι, από πού είσαι;» «Ο σεράνγκ Άλι είναι Ροχίνγκια από τη μεριά του Αρακάν». «Και πού έμαθες να μιλάς έτσι;» «Σε πλοίο μ’ αφέεμ – όπιο», ήταν η απάντηση. «Στην Κίνα, μ’ έναν γιάνκη τζέντλεμαν, μιλούσα έτσι. Σημαιοφόρος κι ελόγου του, σαν τον μάλεμ Ζίκρι». «Δεν είμαι σημαιοφόρος», τον διόρθωσε ο Ζάκαρι. «Ναυτολογήθηκα ως μαραγκός του πλοίου». «Δεν έχει σημασία», είπε ο σεράνγκ με επιεική πατρικό τρόπο. «Τι έτσι, τι αλλιώς. Ο μάλεμ Ζίκρι έγινε τζέντλεμαν με τα όλα του. Γυναίκα βρήκες;»

29

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 29


30

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 30

«Όχι», γέλασε ο Ζάκαρι. «Κι εσύ; Βρήκε ο σεράνγκ Άλι γυναίκα;» «Του σεράνγκ Άλι η γυναίκα πέθανε», απάντησε εκείνος. «Πάει στον παράδεισο. Ο σεράνγκ Άλι θα βρει άλλη...» Μια βδομάδα αργότερα ο σεράνγκ Άλι πλησίασε πάλι τον Ζάκαρι: «Μάλεμ Ζίκρι! Ο καπετάνιος είναι που-σόο-φου. Πολύ άρρωστος! Χρειάζεται ντοτόρο. Δεν μπορεί να βάλει τσόου-τσόου στο στόμα του. Κάνει τσιρλιπιπί. Μυρίζει πολύ στην καμπίνα του καπετάνιου». Ο Ζάκαρι πήγε στο ιδιαίτερο διαμέρισμα του καπετάνιου κι εκείνος του ’πε ότι δεν είχε τίποτα, μόνο διάρροια, καθόλου αίμα, ούτε ίχνος· «ούτε τόση δα πιτσιλιά στη μουστάρδα του». «Ξέρω να προσέχω τον εαυτό μου, δεν είναι η πρώτη φορά που με πιάνει κόψιμο». Σύντομα ωστόσο ο πλοίαρχος ήταν πολύ αδύναμος για να βγει από την καμπίνα του κι ο Ζάκαρι ανέλαβε το ημερολόγιο του πλοίου και τους ναυσιπλοϊκούς χάρτες. Έχοντας πάει σχολείο μέχρι τα δώδεκα, ο Ζάκαρι μπορούσε να γράφει αργά αλλά με καλλιγραφικά γράμματα, έτσι η τήρηση του ημερολογίου δεν ήταν πρόβλημα. Η ναυσιπλοΐα όμως ήταν άλλο καπέλο. Αν κι είχε μάθει λίγη αριθμητική στο ναυπηγείο, οι αριθμοί τον δυσκόλευαν. Στη διάρκεια όμως του ταξιδιού παρακολουθούσε τον καπετάνιο και τον πρώτο όταν έκαναν τους μεσημβρινούς τους υπολογισμούς, και κάπου κάπου μέχρι που έκανε ερωτήσεις, στις οποίες οι αξιωματικοί απαντούσαν ανάλογα με τη διάθεσή τους, είτε με λακωνικές εξηγήσεις, είτε χτυπώντας τον με τη γροθιά στο αυτί. Τώρα, χρησιμοποιώντας το ρολόι του καπετάνιου κι έναν εξάντα κληρονομημένο από τον νεκρό αξιωματικό καταστρώματος, περνούσε πολύ χρόνο προσπαθώντας να υπολογίσει τη θέση του πλοίου. Οι πρώτες του απόπειρες κατέληξαν σε πανικό, με τους υπολογισμούς του να τοποθετούν το πλοίο εκατοντάδες μίλια εκτός πορείας. Δίνοντας όμως τη χού-


καμ για αλλαγή πορείας, ανακάλυψε ότι η διακυβέρνηση του πλοίου δεν ήταν ποτέ, έτσι κι αλλιώς, στα δικά του χέρια. «Πιστεύει ο μάλεμ Ζίκρι ότι δεν μπορεί ο κερατάς ο λάσκαρ να τιμονιάρει το πλοίο;» είπε αγανακτισμένος ο σεράνγκ Άλι. «Ο κερατάς ο λάσκαρ ξέρει μια χαρά να τιμονιάρει το πλοίο». Ο Ζάκαρι διαμαρτυρήθηκε ότι βρίσκονταν τριακόσια μίλια εκτός της πορείας τους για το Πορτ Λούις κι έλαβε μια ανυπόμονη ανταπάντηση: «Γιατί όλος αυτός ο bobbery κι οι buck buck κι οι μεγάλες χούκαμ από τον μάλεμ Ζίκρι; Ο μάλεμ Ζίκρι ακόμα μαθαίνει πίτζιν. Δεν ξέρει καραβίσια πίτζιν. Δεν βλέπει ότι ’ναι ξύπνιος ο σεράνγκ Άλι; Θα το πάει το πλοίο στο Πορ’ Λουί σε τρεις μέρες, θα δεις». Τρεις ημέρες αργότερα, όπως ακριβώς του υποσχέθηκε, οι στρεβλοί λόφοι του Μαυρικίου πρόβαλαν στην παρειά τζάμνα, με το Πορτ Λούις κουρνιασμένο στον κόλπο από κάτω. «Μνήσθητί μου Κύριε!» αναφώνησε ο Ζάκαρι μ’ απρόθυμο θαυμασμό. «Είσαι σίγουρος ότι ’ναι το σωστό μέρος;» «Τι σου ’πα; Ο σεράνγκ Άλι ξέρει καραβίσια πίτζιν». Ο Ζάκαρι θα μάθαινε αργότερα ότι ο σεράνγκ Άλι ακολουθούσε εξαρχής τη δική του ρότα χρησιμοποιώντας μια μέθοδο ναυσιπλοΐας που συνδύαζε συχνούς υπολογισμούς βάσει των αστεριών με υπολογισμό του στίγματος κατ’ εκτίμηση, βάσει της προηγούμενης θέσης, της ταχύτητας, του ανέμου και του ρεύματος, που τον αποκαλούσε «τουπ κα σουμάρ». Ο καπετάνιος ήταν τώρα πολύ άρρωστος για να βγει από την Ίβιδα, έτσι έπρεπε να κάνει ο Ζάκαρι τις δουλειές των πλοιοκτητών στο νησί, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν η παράδοση μιας επιστολής στον ιδιοκτήτη μιας φυτείας κάπου έξι μίλια μακριά από το Πορτ Λούις. Ο Ζάκαρι ετοιμαζόταν να βγει στη στεριά με την επιστολή, όταν τον σταμάτησε ο σεράνγκ Άλι κοιτώντας τον ανήσυχος από πάνω ως κάτω.

31

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 31


32

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 32

«Ο μάλεμ Ζίκρι θα ’χει πολλούς μπελάδες αν βγει στο Πορ’ Λουί έτσι». «Γιατί; Δεν βλέπω τίποτα στραβό». «Δες, μάλεμ». Ο σεράνγκ Άλι έκανε ένα βήμα πίσω και περιεργάστηκε επικριτικά τον Ζάκαρι. «Τι διαολεμένο ρούχο είν’ αυτό;» Ο Ζάκαρι φορούσε τα καθημερινά του· παντελόνι από καραβόπανο και τη συνηθισμένη ναυτική πουκαμίσα, που σε τούτη την περίπτωση ήταν φτιαγμένη από τραχύ ξεθωριασμένο ύφασμα Όσναμπουργκ. Ύστερα από εβδομάδες ολόκληρες στη θάλασσα, ήταν αξύριστος και τα σγουρά του μαλλιά ήταν μες στη λίγδα, το κατράμι και το αλάτι. Αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έδειχνε ανάρμοστο γιατί εντέλει μια επιστολή θα παρέδιδε. Σήκωσε τους ώμους: «Και λοιπόν;» «Αν βγει έτσι ο μάλεμ Ζίκρι στο Πορ’ Λουί, δεν θα γυρίσει», είπε ο σεράνγκ Άλι. «Είναι πολλές οι ομάδες δουλεμπόρων που γυρεύουν σκλάβους. Αν βγει έτσι ο μάλεμ, θα τον μπαρκάρουν με τη βία, θα τον κάνουν σκλάβο, θα τον χτυπούν, θα τον μαστιγώνουν». Αυτό έκανε τον Ζάκαρι να κοντοσταθεί και να το σκεφτεί. Γύρισε στην καμπίνα του κι έψαξε πιο προσεχτικά στα υπάρχοντα που ’χε μαζέψει ύστερα από το θάνατο του ενός αξιωματικού καταστρώματος και τη λιποταξία του άλλου. Ο ένας ήταν κατά κάποιον τρόπο δανδής κι ήσαν τόσα τα ρούχα μες στο μπαούλο του που πτόησαν τον Ζάκαρι. Τι πήγαινε με τι; Τι ήταν ταιριαστό γι’ αυτήν την ώρα; Άλλο να βλέπεις αυτά τα φίνα ρούχα εξόδου απάνω σε άλλους κι άλλο να τα βάζεις ο ίδιος. Να τος πάλι ο σεράνγκ Άλι, ερχόμενος σε βοήθεια του Ζάκαρι, κι αποδείχτηκε ότι μεταξύ των λάσκαρ υπήρχαν πολλοί που ’χαν να καυχιούνται για δεξιότητες άλλες εκτός από τη


ναυτοσύνη, ανάμεσά τους κι ένας κάσαμπ που ήταν κάποτε στη δούλεψη ενός πλοιοκτήτη ως «ιματιοκόμος», ένας σιτιστής που ήταν επίσης νταρζί κι έβγαζε επιπλέον λεφτά ράβοντας και μαντάροντας ρούχα, κι ένας τόπας που ’χε μάθει την τέχνη του μπαρμπέρη κι εκτελούσε χρέη balwar του πληρώματος. Υπό το πρόσταγμα του σεράνγκ Άλι η ομάδα έπιασε δουλειά, ψάχνοντας στους σάκους και τα μπαούλα του Ζάκαρι, διαλέγοντας ρούχα, μετρώντας, διπλώνοντας, ψαλιδίζοντας, κόβοντας. Όσο ο σιτιστής και ράφτης κι οι chuckeroo του ασχολούνταν με ραφές και μανσέτες, ο μπαρμπέρης και τόπας οδήγησε τον Ζάκαρι στα υπήνεμα μπούνια και, με τη βοήθεια δυο λόντερ, τον έπλυνε, τρίβοντάς τον, όπως δεν είχε πλυθεί ποτέ ξανά ο Ζάκαρι. Αυτός δεν αντιστάθηκε ώσπου ο τόπας έβγαλε ένα σκούρο αρωματικό υγρό κι έκανε να του το χύσει στα μαλλιά. «Ε, τι ’ναι αυτό;» «Σαμπάν», είπε ο μπαρμπέρης κάνοντας με τα χέρια του μια κίνηση σαν να ’τριβε. «Είναι καλό το σαμπάν...» «Σαμπάν ;» Ο Ζάκαρι δεν είχε ακουστά αυτήν την ουσία, όσο κι αν δεν την ήθελε όμως απάνω του, ενέδωσε, για να διαπιστώσει ξαφνιασμένος ότι δεν το μετάνιωσε ύστερα, γιατί ποτέ ξανά δεν είχε νιώσει το κεφάλι του τόσο ελαφρύ, ούτε μύριζαν ξανά τα μαλλιά του τόσο όμορφα. Σε δυο ώρες ο Ζάκαρι κοιτούσε μια σχεδόν αγνώριστη εικόνα του στον καθρέφτη, ντυμένη με λευκό λινό πουκάμισο, κιλότα ιππασίας, σταυρωτό καλοκαιρινό σακάκι και λευκό φουλάρι όμορφα δεμένο γύρω απ’ το λαιμό. Στα ψαλιδισμένα του μαλλιά, που ήσαν βουρτσισμένα και δεμένα στο σβέρκο με μια κυανή κορδέλα, ήταν βαλμένο ένα γυαλιστερό μαύρο καπέλο. Τίποτα δεν έλειπε απ’ όσο μπορούσε να δει ο Ζάκαρι, όμως ο σεράνγκ Άλι δεν ήταν ευχαριστημένος ακόμα. «Δεν έχεις σινγκ-σονγκ;» «Τι;»

2 – Θάλασσα από παπαρούνες

33

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 33


34

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 34

«Ρολόι». Ο σεράνγκ έβαλε το χέρι του μες στο γιλέκο του σαν για να βγάλει ένα ρολόι τσέπης. Η ιδέα ότι θα του περίσσευαν λεφτά για να ’χει αγοράσει και ρολόι έκανε τον Ζάκαρι να γελάσει. «Όχι», είπε. «Δεν έχω ρολόι». «Δεν πειράζει. Μάλεμ Ζίκρι, περίμενε ένα λεπτό». Βγάζοντας τους άλλους λάσκαρ από την καμπίνα, ο σεράνγκ χάθηκε για ένα δεκάλεπτο και βάλε. Όταν γύρισε, υπήρχε κάτι κρυμμένο μες στις πτυχές του σαρόνγκ του. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, έλυσε τον κόμπο στη μέση του κι έδωσε του Ζάκαρι ένα αστραφτερό ασημένιο ρολόι. «Κύριε των δυνάμεων!» Ο Ζάκαρι έμεινε να χάσκει κρατώντας στη χούφτα του, σαν λαμπερό στρείδι, το ρολόι. Και οι δύο του όψεις ήσαν στολισμένες με περίπλοκα λεπτουργήματα κι η αλυσίδα του ήταν φτιαγμένη από τρία περίτεχνα λεπτά ασημένια σύρματα. Ανοίγοντάς το, κοίταξε κατάπληκτος τους κινούμενους δείκτες και τροχούς. «Είναι όμορφο». Στη μέσα όψη του καπακιού, πρόσεξε ο Ζάκαρι, υπήρχε ένα όνομα χαραγμένο με μικρά γράμματα. Το διάβασε δυνατά: «“Άνταμ Τ. Ντάνμπι”. Ποιος ήταν; Τον ήξερες, σεράνγκ Άλι;» Ο σεράνγκ δίστασε για μια στιγμή και μετά έγνεψε αρνητικά. «Όχι. Δεν τον ήξερα. Τ’ αγόρασα από ’ναν αμανετιτζή στο Κέιπ Τάουν. Τώρα είναι του μάλεμ Ζίκρι». «Δεν μπορώ να σ’ το πάρω, σεράνγκ Άλι». «Πάρ’ το, μάλεμ Ζίκρι», είπε ο σεράνγκ μ’ ένα από τα σπάνια χαμόγελά του. «Πάρ’ το». Ο Ζάκαρι είχε συγκινηθεί. «Σ’ ευχαριστώ, σεράνγκ Άλι. Είναι η πρώτη φορά που μου δίνουν κάτι τέτοιο».


Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, με το ρολόι στο χέρι, με το καπέλο στο κεφάλι, κι έσκασε στα γέλια. «Δεν υπάρχει αμφιβολία, θα με κάνουν δήμαρχο». Ο σεράνγκ Άλι ένευσε. «Ο μάλεμ Ζίκρι είναι σωστός μεγάλος pucka sahib τώρα. Αν έρθει ο κερατάς, αυτός της φυτείας, πάρ’ τον με τ’ άγριο». «Να τον πάρω με τ’ άγριο;» είπε ο Ζάκαρι. «Πρέπει να φωνάζεις. Κερατά, της αδελφής σου το πουτί. Είμαι πούκα σαχίμπ με τα όλα μου εγώ. Έχε πιστόλι στην τσέπη, κι αν προσπαθήσει ο κερατάς να σε πιάσει, ρίξ’ του κατάφατσα». Ο Ζάκαρι έβαλε ένα πιστόλι στην τσέπη του και βγήκε ανήσυχος στην ακτή· αλλά, σχεδόν από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην αποβάθρα, βρέθηκε να του φέρνονται με ασυνήθιστο σεβασμό. Πήγε σ’ ένα στάβλο να νοικιάσει ένα άλογο κι ο Γάλλος ιδιοκτήτης υποκλίθηκε, τον προσφώνησε με τον τίτλο «μιλόρδε» κι έγινε χαλί να τον πατήσει ο Ζάκαρι. Όταν βγήκε καβάλα στο άλογο, ένας σταβλίτης έτρεξε πίσω του να του δείξει το δρόμο. Η πόλη ήταν μικρή, μερικά τετράγωνα όλα κι όλα, που τα κατάπινε μια μάζα από καλύβες και παράγκες πεταμένες φύρδην μίγδην, και παραπίσω το μονοπάτι ξετυλιγόταν φιδωτό ανάμεσα σε συστάδες δάσους και πανύψηλα πυκνά ζαχαροκάλαμα. Οι γύρω λόφοι και τα βράχια είχαν παράξενα στρεβλά σχήματα κι έστεκαν στις πεδιάδες σαν γιγάντια ζώα παγωμένα πάνω που πολεμούσαν να ξεφύγουν από τ’ άδραγμα της γης. Κάπου κάπου, περνώντας ανάμεσα σε χωράφια με ζαχαροκάλαμα, συναντούσε ομάδες ανθρώπων που άφηναν τα δρεπάνια τους και τον κοιτούσαν. Οι επιστάτες υποκλίνονταν σηκώνοντας με σεβασμό το μαστίγιό τους στο καπέλο τους, ενώ οι εργάτες κοιτούσαν ανέκφραστα βουβοί, κάνοντάς τον να χαίρεται για το όπλο στην τσέπη του. Το σπίτι του κτηματία φάνηκε όταν ακόμα ο Ζάκαρι απείχε μεγάλη από-

35

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 35


36

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 36

σταση, στο βάθος μιας αλέας που οι κορμοί της ήσαν ξεφλουδισμένοι και μελένιοι. Περίμενε να αντικρίσει μια έπαυλη σαν εκείνες στις φυτείες του Ντέλαγουερ και του Μέριλαντ, αλλά σε τούτο το σπίτι δεν υπήρχαν ούτε μεγαλοπρεπείς κίονες ούτε παράθυρα με καλκάνια· ήταν ένα μονώροφο ξύλινο μπάνγκαλοου με φαρδιά βεράντα γύρω γύρω. Ο ιδιοκτήτης, ο μεσιέ ντ’ Επινέ, καθόταν στη βεράντα με σώβρακο και τιράντες. Ο Ζάκαρι δεν είδε τίποτα παράξενο σ’ αυτό και τα ’χασε όταν ο οικοδεσπότης του τού ζήτησε συγγνώμη για την απρεπή εμφάνισή του, εξηγώντας, σε δισταχτικά αγγλικά, ότι δεν περίμενε να δεχτεί έναν τζέντλεμαν τέτοια ώρα. Αναθέτοντας σε μια Αφρικανή υπηρέτρια να περιποιηθεί τον επισκέπτη του, ο μεσιέ ντ’ Επινέ πήγε μέσα και βγήκε ένα μισάωρο αργότερα, πλήρως ενδεδυμένος, για να φιλέψει πλουσιοπάροχα τον Ζάκαρι μ’ ένα γεύμα πολλών πιάτων συνοδευόμενο από καλά κρασιά. Με σχετική απροθυμία κοίταξε ο Ζάκαρι το ρολόι του κι ανακοίνωσε πως ήταν ώρα να πηγαίνει. Καθώς έβγαιναν από το σπίτι, ο μεσιέ ντ’ Επινέ τού έδωσε μια επιστολή να την παραδώσει στον κύριο Μπέντζαμιν Μπέρναμ στην Καλκούτα. «Τα ζαχαροκάλαμά μου σαπίζουν στο χωράφι, κύριε Ρέιντ», είπε ο ιδιοκτήτης της φυτείας. «Να πείτε του κυρίου Μπέρναμ ότι χρειάζομαι χέρια. Τώρα που δεν μπορούμε πλέον να ’χουμε σκλάβους στον Μαυρίκιο, χρειάζομαι κούληδες, ειδάλλως είμαι καταδικασμένος. Πείτε έναν καλό λόγο για μένα, εντάξει;» Μαζί με την αποχαιρετιστήρια χειραψία του ο μεσιέ ντ’ Επινέ έδωσε μια προειδοποίηση. «Να προσέχετε, κύριε Ρέιντ. Να ’χετε τα μάτια σας ανοιχτά. Τα βουνά τριγύρω είναι γεμάτα des esclaves marrons, γεμάτα κακούργους και φυγάδες σκλάβους. Ένας τζέντλεμαν μόνος του πρέπει να ’χει τα μάτια του δεκατέσσερα. Φροντίστε το χέρι σας να μην είναι ποτέ μακριά από το όπλο σας». Ο Ζάκαρι απομακρύνθηκε με τροχασμό από τη φυτεία, μ’


ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του και με τη λέξη «τζέντλεμαν» να ηχεί στα αυτιά του. Υπήρχαν ολοφάνερα πολλά πλεονεκτήματα στο να σε θεωρούν τέτοιον, και περισσότερα από τούτα τα πλεονεκτήματα έγιναν φανερά όταν έφτασε στη συνοικία του Πορτ Λούις δίπλα στις αποβάθρες. Με το που νύχτωσε, τα στενοσόκακα γύρω από το Λασκάρ Μπαζάρ γέμισαν γυναίκες, κι η θέα του Ζάκαρι, με το σακάκι του και το καπέλο του, είχε γαλβανική επίδραση απάνω τους, έτσι τα ρούχα έγιναν η τελευταία προσθήκη στη λίστα του των αξιέπαινων πραγμάτων. Χάρη στη μαγεία τους, αυτός, ο Ζάκαρι Ρέιντ, τόσο συχνά αγνοημένος από τις πόρνες στο Φελς Πόιντ, τώρα είχε γυναίκες να κρέμονται από τα μπράτσα του κι απ’ τους αγκώνες του· είχε τα δάχτυλά τους μες στα μαλλιά του, τους γοφούς τους κολλημένους στους δικούς του, τα χέρια τους να παίζουν με τα κεράτινα κουμπιά της μάλλινης κιλότας του. Μία, που αυτοαποκαλείτο Μαδαγασκάρη Ρόουζ, ήταν απ’ τις πιο όμορφες κοπέλες που είχε δει ποτέ ο Ζάκαρι, με άνθη πίσω από τ’ αυτιά της και με βαμμένα κόκκινα χείλη, κι αν θα του άρεσε λέει, ύστερα από δέκα μήνες σε καράβι, να βάλει τη μύτη του ανάμεσα στα ευωδιάζοντα γιασεμί στήθια της και τη γλώσσα του πάνω στα χείλη της, που μοσχομύριζαν βανίλια, αλλά να σου τον πάλι τον σεράνγκ Άλι, με το σαρόνγκ του, να κλείνει το σοκάκι, και με το λεπτό γρυπό του πρόσωπο αποδοκιμαστικά σφιγμένο. Αντικρίζοντάς τον το Ρόδο της Μαδαγασκάρης μαράθηκε και χάθηκε. «Ο μάλεμ Ζίκρι δεν έχει ντιπ μυαλό;» ρώτησε ο σεράνγκ με τα χέρια στη μέση. «Νερό έχει μες στο κεφάλι του; Τι δουλειά έχει με την κοπέλα με τα λουλούδια; Δεν είναι μεγάλος πούκα σαχίμπ τώρα;» Ο Ζάκαρι δεν είχε όρεξη για κηρύγματα. «Δίνε του, σεράνγκ Άλι! Ένας παστρικοχέρης δεν γίνεται ναύτης που ο κόσμος να χαλάσει». «Γιατί να θέλει ο μάλεμ Ζίκρι να πληρώσει για τζίγκι πί-

37

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 37


38

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 38

τζιν;» είπε ο σεράνγκ. «Δεν βλέπεις το χταπόδι; Τι ευτυχισμένο ψάρι που ’ναι;» Αυτό έκανε τον Ζάκαρι να τα χάσει. «Το χταπόδι;» είπε. «Τι σχέση έχει αυτό;» «Δεν βλέπεις;» είπε ο σεράνγκ Άλι. «Ο κυρ-χταπόδης έχει οχτώ χέρια. Και φχαριστιέται μοναχός του. Όλη την ώρα χαμογελάει. Γιατί να μην κάνει κι ο μάλεμ το ίδιο; Δεν έχει δέκα δάχτυλα;» Ο Ζάκαρι παραιτήθηκε τελικά τινάζοντας τα χέρια ψηλά κι αφέθηκε να οδηγηθεί. Σ’ όλο το δρόμο μέχρι το πλοίο ο σεράνγκ Άλι τού ξεσκόνιζε τα ρούχα, του ’φτιαχνε το φουλάρι, τα μαλλιά. Ήταν λες κι απόκτησε δικαιώματα επάνω του όταν τον βοήθησε να μεταμορφωθεί σε σαχίμπ, κι όσο κι αν βλαστημούσε ο Ζάκαρι κι αν του χτυπούσε τα χέρια, αυτός δεν έλεγε να σταματήσει· ήταν θαρρείς κι είχε γίνει πρότυπο αρχοντιάς και δεν του ’λειπε τώρα τίποτε απ’ όσα χρειάζονταν για να ’χεις επιτυχία στον κόσμο. Σκέφτηκε ότι γι’ αυτό ήταν ο σεράνγκ Άλι τόσο αποφασισμένος να τον εμποδίσει να πλαγιάσει με τις κοπέλες στο παζάρι. Τα ζευγαρώματά του θα ’πρεπε κι αυτά να κανονίζονται και να επιβλέπονται. Έτσι του φαινόταν τουλάχιστον. Ο πλοίαρχος, άρρωστος ακόμα, τώρα ήθελε πώς και τι να σηκώσουν άγκυρα το συντομότερο και να φτάσουν στην Καλκούτα. Όταν όμως τ’ άκουσε αυτό, ο σεράνγκ Άλι διαφώνησε. «Ο κερατάς ο καπετάνιος είναι πολύ άρρωστος», είπε. «Αν δεν τον δει ντοτόρος θα πεθάνει. Θα τα τινάξει πολύ πιο γρήγορα». Ο Ζάκαρι ήταν έτοιμος να φέρει γιατρό, όμως ο καπετάνιος δεν τον άφησε. «Δεν θα ’χω έναν κομπογιανίτη να μου πασπατεύει το καλκάνι. Δεν έχω τίποτα. Τσίρλα μόνο. Με το που θα σαλπάρουμε θα ’μαι μια χαρά». Την επομένη ο αέρας δυνάμωσε και η Ίβις άνοιξε πανιά. Ο πλοίαρχος κατάφερε να βγει παραπαίοντας στο κατάστρωμα


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 39

* Χολέρα. (Σ.τ.Μ.)

39

της πρύμνας και δήλωσε ότι ήταν περδίκι, όμως ο σεράνγκ Άλι είχε άλλη γνώμη: «Ο καπετάνιος έχει “δεκανέα Φορμπς”*. Δες, η γλώσσα του είναι μαύρη. Κοίτα να μην τον πλησιάζεις τον καπετάνιο, μάλεμ Ζίκρι». Αργότερα έδωσε του Ζάκαρι ένα ντεκότο από ρίζες και βότανα που βρομούσε. «Μάλεμ, πιες το αυτό. Δεν θ’ αρρωστήσεις. Ο κερατάς ο δεκανέας Φορμπς δεν είναι παίξε-γέλασε». Με συμβουλή του σεράνγκ ο Ζάκαρι άλλαξε επίσης δίαιτα, από το συνηθισμένο μενού του ναύτη, δηλαδή βραστό με χορταρικά και γαλέτα, και μουλιασμένη γαλέτα με παστό χοιρινό και μελάσα, σε φαΐ των λάσκαρ: karibat και κετζερί, δηλαδή καρυκευμένο χυλωμένο ρύζι, φακές και πίκλες, κάπου κάπου ανακατεμένα με κομματάκια ψάρι, φρέσκο ή καπνιστό. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να συνηθίσει τις καυτερές στη γλώσσα γεύσεις, όμως καταλάβαινε πως τα μπαχαρικά τού έκαναν καλό, του καθάριζαν τα σωθικά, και σύντομα οι ανοίκειες γεύσεις άρχισαν να του αρέσουν. Δώδεκα ημέρες αργότερα, όπως προέβλεψε ο σεράνγκ Άλι, ο καπετάνιος ήταν νεκρός. Ετούτη τη φορά τα υπάρχοντα του νεκρού δεν πλειστηριάστηκαν· τα ’ριξαν στη θάλασσα κι η καμπίνα πλύθηκε κι αφέθηκε ανοιχτή να την απολυμάνει ο θαλασσινός αέρας. Όταν το πτώμα ρίχτηκε στη θάλασσα, ο Ζάκαρι ήταν που διάβασε από την Αγία Γραφή. Το ’κανε με φωνή αρκετά ηχηρή ώστε ο σεράνγκ Άλι να τον επαινέσει: «Ο μάλεμ Ζίκρι είναι άπιαστος στα θεοτικά τα πίτζιν. Γιατί δεν τραγουδάς κιόλας, κάνα τραγούδι της Εκκλησίας;» «Δεν μπορώ», είπε ο Ζάκαρι. «Ποτέ δεν μπόρεσα να τραγουδήσω».


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 40

40

«Δεν πειράζει», είπε ο σεράνγκ Άλι. «Έχουμε έναν κερατά που τραγουδάει». Έκανε νόημα σ’ έναν ψηλολέλεκα μούτσο ονόματι Ράτζου. «Αυτός ο λόντερ ήταν κάποτε σ’ ιεραποστολή. Του ’μαθε ο παπάς ένα σάαμ». «Έναν ψαλμό;» είπε έκπληκτος ο Ζάκαρι. «Ποιον;» Σαν σε απάντηση, ο νεαρός λάσκαρ άρχισε να τραγουδά: «Διά τι εφρύαξαν τα έθνη;...» Μήπως και το νόημα του ’χε διαφύγει του Ζάκαρι, ο υποχρεωτικός σεράνγκ τού το μετέφρασε. «Αυτό σημαίνει», του ψιθύρισε στο αυτί, «γιατί κάνουν οι κερατάδες τόσο σαματά; Άλλη δουλειά δεν έχουν;» Ο Ζάκαρι είπε αναστενάζοντας: «Με δυο κουβέντες τα ’πες όλα».

Όταν η Ίβις αγκυροβόλησε στις εκβολές του ποταμού Χούγκλι, έντεκα μήνες είχαν περάσει από την αναχώρησή της από τη Βαλτιμόρη και τα μόνα εναπομείναντα μέλη του αρχικού πληρώματος της σκούνας ήταν ο Ζάκαρι κι η Κράμπι, η πυρρόξανθη γάτα του πλοίου. Με την Καλκούτα να απέχει μόλις δυο-τρεις ημέρες, ο Ζάκαρι ήθελε πώς και τι να αποπλεύσει ευθύς αμέσως. Πολλές ημέρες όμως πέρασαν με το εκνευρισμένο πλήρωμα να περιμένει να έλθει ένας πλοηγός. Ο Ζάκαρι κοιμόταν στην καμπίνα του φορώντας ένα σαρόνγκ και τίποτ’ άλλο, όταν ο σεράνγκ Άλι ήλθε να του πει ότι ένα bandar τούς είχε πλευρίσει. «Ήλθε ο μίστερ φωνακλάς». «Και ποιος είναι αυτός;» «Ο πλοηγός. Φωνάζει πολύ», είπε ο σεράνγκ. «Άκου». Γέρνοντας το κεφάλι, ο Ζάκαρι άκουσε μια φωνή να βροντοφωνάζει στη σανιδόσκαλα: «Π’ ανάθεμά με αν έχω δει ξανά τέτοιο συρφετό από κανάγιες! Χαλέδες, θα ’πρεπε να σας


τα κόψω και να σας τα δώσω να τα φάτε, που κάθεστε και τα ξύνετε και μ’ έχετε εμένα να στέκομαι εδώ πέρα στον ήλιο!» Φορώντας φανέλα και παντελόνι, ο Ζάκαρι βγήκε κι αντίκρισε έναν χοντρό οργίλο Εγγλέζο να βαράει το κατάστρωμα μ’ ένα καλαμένιο μπαστούνι. Ήταν ντυμένος με τρόπο επιδεικτικά παλιομοδίτικο, με πουκάμισο με ψηλό γιακά, πρωινό σακάκι «ιππασίας» και ζωνάρι. Το πρόσωπό του, με την απόχρωσή του σαν του χοιρομεριού και τις μακριές του φαβορίτες, με τις φουσκωτές παρειές του και τα ηπατόχρωμα χείλη του, έμοιαζε σαν συναρμολογημένο πάνω στον πάγκο ενός χασάπη. Πίσω του στεκόταν μια μικρή ομάδα από αχθοφόρους και λάσκαρ κουβαλώντας λογής λογής μπαούλα, πορτμαντό κι άλλα μπαγκάζια. «Κανένας από σας τους αλιτήριους δεν έχει στάλα νιονιό;» Καθώς φώναζε ο πλοηγός στο ασάλευτο πλήρωμα, οι φλέβες φούσκωναν στο κούτελό του. «Πού ’ναι ο αξιωματικός καταστρώματος; Του ’πατε ότι το μπάνταρ μου πλεύρισε; Τι στέκεστε έτσι εκεί πέρα; Μπρος! Άντε, προτού γευτείτε το μπαστούνι μου, κόπανοι, κι αρχίσετε τα μπισμιλά». «Συγγνώμη, κύριε», είπε ο Ζάκαρι πλησιάζοντάς τον. «Σας ζητώ συγγνώμη που περιμένατε». Ο πλοηγός μισόκλεισε αποδοκιμαστικά τα μάτια παρατηρώντας τα τσαλακωμένα ρούχα του Ζάκαρι και τα ανυπόδητα πόδια του. «Που να πάρει ο διάολος, άνθρωπέ μου, πώς αφέθηκες έτσι;» είπε. «Δεν πρέπει, όταν είσαι ο μόνος σαχίμπ στο πλοίο, αν δεν θες οι αράπηδές σου να σε ξεπαστρέψουν». «Λυπάμαι, κύριε... λίγο με ξαφνιάσατε». Ο Ζάκαρι άπλωσε το χέρι. «Είμαι ο δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος, ο Ζάκαρι Ρέιντ». «Κι εγώ είμαι ο Τζέιμς Ντόουτι», είπε ο νιόφερτος ανταλ-

41

GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 41


GOSS_PAPAROUNES sel DD final_Layout 1 13/5/14 4:35 μ.μ. Page 42

42

λάσσοντας απρόθυμα χειραψία με τον Ζάκαρι. «Πρώην μέλος του Σώματος Πλοηγών Ποταμού της Βεγγάλης και νυν παραγγελιοδόχος και turnee των Αφών Μπέρναμ. Ο μπούρα σαχίμπ, ο Μπεν Μπέρναμ μ’ άλλα λόγια, μου ζήτησε να αναλάβω το πλοίο». Έδειξε αμέριμνα τον λάσκαρ που στεκόταν στο πηδάλιο. «Αυτός εκεί πέρα είναι ο τιμονιέρης μου· ξέρει ακριβώς τι να κάνει, θα μπορούσε να σ’ ανεβάσει με κλειστά τα μάτια στον Βραχμαπούτρα. Τι θα ’λεγες ν’ αφήσουμε το τιμονιάρισμα σε τούτον τον κανάγια και να βρούμε μια στάλα Βουργουνδίας;» «Βουργουνδίας;» Ο Ζάκαρι έξυσε το πιγούνι του. «Λυπάμαι, κύριε Ντόουτι, αλλά δεν ξέρω τι ’ναι αυτό». «Κρασί μπορντό, αγόρι μου», είπε κεφάτα ο πλοηγός. «Μήπως κατά τύχη έχεις λιγουλάκι στο καράβι; Αν όχι, κι ένα ποτηράκι μπράντι είναι μια χαρά».


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.