GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 5
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ Η ζωή της σαν μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 6
©
Copyright Κωνσταντίνος Ι. Γουργουλιάνης – Νίκος Κ. Κυριαζής – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011
Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5427-0
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Ανεβαίνοντας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 2. Ασκληπιός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 3. Ουρανός και τάρταρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 4. Κένταυρος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 5. Άγγελοι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 6. Συγχώρεση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
9 36 73 122 144 161
ΜΙΑ ΕξΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣυΓΓΡΑφΕΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 167 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 170 ΒΙΒλΙΟΓΡΑφΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 173
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 8
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 9
ΚΕφΑλΑΙΟ 1
S
Ανεβαίνοντας
ΥΡΙΑ! Κυρία!
Κ Η παιδική φωνή, οξεία, κοντινή, ανάλαφρη, χαρούμενη, ξεχώρισε από τη φασαρία του λιμανιού. ―
Το πλοίο μόλις είχε φτάσει και οι επιβάτες κατέβαιναν στην αποβάθρα. Όπως κάθε φορά, το πλοίο από την Αθήνα είχε φέρει το συνηθισμένο μείγμα επιβατών. Κυρίες της καλής κοινωνίας με τα κρινολίνα, τα φαρδιά καπέλα που φορούσαν για να τις προστατεύσουν από το δυνατό ήλιο του ανοιξιάτικου Μαΐου που τελείωνε, τις σφιχτές στους κορσέδες λεπτές μέσες των φορεμάτων που σέρνονταν στο έδαφος παρά τα σχετικά υπερυψωμένα τακούνια των παπουτσιών περιπάτου, με αποτέλεσμα να γεύονται –τι φρίκη– λίγο από τη σκόνη και καμιά φορά κάποιες ακαθαρσίες του λιμανιού. Κάποιες κυρίες σούφρωναν τα χείλη με αποστροφή από την ασυνήθιστη επαφή, που βέβαια τους ήταν άγνωστη στα αθηναϊκά σαλόνια, τραβώντας με το ένα χέρι την άκρη του φορέματος, υψώνοντάς το λίγο, αφήνοντας να φανούν τα υποδήματα, και φευγαλέα και με λίγη τύχη και ένα τμήμα αστραγάλου, τυλιγμένου σε κάλτσα. Το άλλο
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 10
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
χέρι κράταγε συνήθως μιαν ομπρέλα. Θα ήταν άκομψο τα λευκά πρόσωπά τους να πάρουν μελαψές αποχρώσεις από την έκθεση στο ηλιακό φως, σαν να ήταν πρόσωπα απλών γυναικών και κοριτσιών του λαού, αναγκασμένα να υπομένουν τα χάδια του ήλιου στις χειρωνακτικές εξωτερικές εργασίες τους. Ο ήλιος πάντως, σαν περίεργος θεός που δεν έδειχνε ιδιαίτερο τακτ, έστελνε παντού τις αχτίνες του, που τρύπωναν κάτω από τις ομπρέλες, θέλοντας να δουν τα πρόσωπα που προστάτευαν και, με ακόμα μεγαλύτερος θράσος, να τα αγγίξουν, να τα χαϊδέψουν απαλά, σαν τολμηρός εραστής. Οι κυρίες δυσκολεύονταν πολύ να κυβερνούν με το ένα χέρι την ομπρέλα για να αποκρούσουν τις αδιακρισίες του ήλιου, με το άλλο να ανασηκώνουν τα φορέματα για να τα προστατεύσουν από την αδιακρισία της σκόνης, ιδιαίτερα αν βαρύνονταν, όπως οι περισσότερες, από το απαραίτητο εξάρτημα μιας τσάντας. Ευτυχώς οι περισσότερες μπορούσαν τουλάχιστον να βασιστούν στην παρουσία και την ενίσχυση των συνοδών τους, συχνά με τη μορφή ενός στιβαρού ανδρικού χεριού που τις υποβάσταζε από τον αγκώνα. Οι κύριοι, καλοντυμένοι, με τα κουστούμια τους ραμμένα ειδικά για εκείνους σε ράφτες, με τα ημίψηλα καπέλα, με τα παπιγιόν και τις γραβάτες, ακόμα και με μονόκλ κάποιοι που θεωρούσαν πως τους έδιναν αριστοκρατικότερη εμφάνιση, έμοιαζαν εκτός περιβάλλοντος και τοπίου σε τούτη την επαρχιακή πολύβουη αποβάθρα, σαν να τους είχαν μεταφέρει αυτούσιους από ένα βραδινό αθηναϊκό σαλόνι. Όσο για τα μονόκλ, ήταν
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 11
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
λίγο σπάνια, ίσως γιατί για αρκετούς ήταν συνυφασμένα κυρίως με την εμφάνιση Γερμανών αυτοκρατορικών στρατηγών και Πρώσων αριστοκρατών, αυτών που μόλις ένα χρόνο πριν είχαν νικηθεί στο Μεγάλο Πόλεμο, όπου η μικρή Ελλάδα είχε συνεισφέρει στη συμμαχική νίκη, και ευελπιστούσε τώρα να γίνει η Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Μια Ελλάδα κουρασμένη από εφτά χρόνια πολέμων, ενθουσιασμένη όμως από τον εαυτό της για τις νίκες της, αισιόδοξη για το μέλλον της. Δεν ήταν λίγο να έχεις νικήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τους «Πρώσους των Βαλκανίων» –τους Βουλγάρους–, και ξανά να βοηθήσεις να νικηθούν τρεις αυτοκρατορίες, η Γερμανική, η Αυστροουγγρική και η Οθωμανική, που ήδη και οι τρεις αποτελούσαν πια παρελθόν. Οι καλοντυμένες κυρίες και οι κύριοι μάλλον δε σκέφτονταν τέτοια. Μάλλον οι κοντινές σκέψεις τους περιορίζονταν στο να συγκεντρώσουν με τη βοήθεια αχθοφόρων τις πολυάριθμες αποσκευές τους. (Οι κυρίες είχαν φέρει μαζί πλήθος ρούχα, πρωινά, μεσημεριανά, βραδινές τουαλέτες, με την προσδοκία νυχτερινών εξόδων και ίσως κάποιων χορών. Αλήθεια, τι είδους κοσμική ζωή πρόσφερε μια επαρχιακή πόλη όπως ο Βόλος; Οι κύριοι πάλι, μερικοί τουλάχιστον, είχαν φροντίσει να έχουν μαζί τους ρούχα και μπότες ιππασίας.) Η δεύτερη επείγουσα σκέψη ήταν να φύγουν όσο γινόταν το γρηγορότερο από το λιμάνι και να καταφύγουν στα δροσερά ξενοδοχεία τους. Οι κάπως πιο μακροπρόθεσμες σκέψεις τους ήταν το πώς θα περνούσαν το καλοκαίρι τους, τις πρώτες ειρηνικές διακοπές μετά το Μεγάλο Πόλεμο.
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 12
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Εκτός όμως από τους κυρίους και τις κυρίες της καλής αθηναϊκής κοινωνίας που είχαν φτάσει για διακοπές (κάποιοι λίγοι και για δουλειές γιατί η πόλη ήταν ανερχόμενη βιομηχανικά) στο Βόλο και το Πήλιο, ταξιδεύοντας βέβαια με όσες ανέσεις μπορούσε να τους προσφέρει η πρώτη θέση, το πλοίο είχε αφήσει στην αποβάθρα και πλήθος απλών ανθρώπων, στην πλειοψηφία ανδρών, που οι περισσότεροι γύριζαν στην πατρίδα τους από την Αθήνα, όπου είχαν βρεθεί για διάφορους λόγους. Μερικοί νέοι ήταν στρατιώτες που είχαν αποστρατευθεί και κάποιοι φαίνονταν πως δεν είχαν συνηθίσει ακόμα τα απλά πολιτικά ρούχα μετά από χρόνια που φόραγαν τις στρατιωτικές στολές. Κάποιοι έφεραν ακόμα ίχνη τραυμάτων, που είτε επουλώνονταν αργά (ένας καρπός τυλιγμένος σε επίδεσμο), είτε θα τους συνόδευαν για αρκετό χρόνο ακόμα, ίσως και για πάντα, όπως ένα κούτσεμα στο βάδισμα. Άλλοι είχαν βρεθεί ποιος ξέρει για ποια δουλειά, ή ίσως και για να επισκεφθούν φίλους και συγγενείς στην Αθήνα, γυρίζοντας τώρα θαμπωμένοι από τα θαύματα που είχαν αντικρίσει στην πρωτεύουσα... τόσο φαρδείς δρόμοι, τόσα αυτοκίνητα κοντά στα αμάξια, τόσος πλούτος και ποικιλία και μαγαζιά, ναι, κάποιοι είχαν την τύχη να αντικρίσουν και το νέο βασιλιά Αλέξανδρο έφιππο... θα είχαν τόσα να διηγηθούν στους φίλους τα βράδια στα καπηλειά και τις ταβέρνες πίνοντας τσίπουρο και τσιμπολογώντας ελιές, ντομάτες, τυρί και ψωμί. Ήταν ντυμένοι πιο απλά, πιο φτωχικά, με καπέλα ψάθινα, αν φορούσαν, ή με μαντίλια τυλιγμένα στο κεφάλι ως
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 13
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
προστασία για τον ήλιο, ή και καθόλου, αφήνοντας εκτεθειμένα ατίθασα μαλλιά, που μερικά δεν είχαν συναντηθεί εδώ και μέρες με χτένι, αν είχαν καν γνωρίσει χτένι ποτέ. Κουβαλούσαν οι ίδιοι τα πράγματά τους, μπόγους, μπαούλα συχνά ενισχυμένα με χοντρά σχοινιά, σάκους, μερικούς δώρο του στρατού, παλιές βαλίτσες που ίσως είχαν ταξιδέψει και με τους πατέρες τους, ακόμα και κοφίνια. Ανάμεσά τους λιγότερες γυναίκες του λαού, που ποιος ξέρει για ποιο λόγο είχαν τολμήσει το μακρινό ταξίδι για την πρωτεύουσα. Οι κυρίες και οι κύριοι της καλής κοινωνίας εγκατέλειψαν πρώτοι το λιμάνι, είτε πεζοί, αν το κατάλυμά τους ήταν κοντά, είτε με την επιβίβαση σε αμάξια, κάποιοι ακόμα και με αυτοκίνητα. Το υπόλοιπο πλήθος χανόταν κι εκείνο στους δρόμους γύρω από το λιμάνι, άλλοτε μόνοι, άλλοτε μετά από αγκαλιάσματα με τη συνοδεία συγγενών που τους περίμεναν. Από το πλοίο αποβιβάζονταν τώρα μερικά εμπορεύματα, και κάτι που έκανε πολλούς περαστικούς να κοντοσταθούν και να θαυμάσουν σχολιάζοντας, ένα ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο, που απάστραφτε στις αχτίνες του ήλιου, προφανώς παραγγελία κάποιου από τους νέους ανερχόμενους βιομηχάνους ή εμπόρους της περιοχής. ― Κυρία! Κυρία! Να σας βοηθήσω με τα πράγματά σας; ακούστηκε πάλι η παιδική φωνή. Τότε μόνο η Άννα συνειδητοποίησε πως η φωνή απευθυνόταν σε εκείνη, και βγήκε από την ονειροπόλησή της. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος την αποκαλούσε «Κυρία».
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 14
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν μόνη της μακριά από την Αθήνα και το σπίτι της. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόταν απόλυτα κυρία της μοίρας της. Κάπως φοβισμένη, κάπως ανήσυχη, απόλυτα αποφασισμένη, απόλυτα ελεύθερη. Το λιμάνι που είχε φτάσει ήταν η πύλη της ελευθερίας της, η αρχή του δρόμου της νέας ζωής της, που είχε η ίδια επιλέξει. Στα δεκαεννιά της, η Άννα δεν είχε γνωρίσει πολλά στη ζωή της, ή καλύτερα από τη ζωή. Ίσως σε τούτο να μην αποτελούσε εξαίρεση στα κορίτσια της αστικής αθηναϊκής κοινωνίας, που περνούσαν το χρόνο τους στο σχολείο και στο σπίτι βοηθώντας τις μητέρες τους στη διαχείριση. Όχι στην ίδια τη δουλειά του σπιτιού, γι’ αυτό υπήρχαν οι υπηρέτριες, και ποιο καθωσπρέπει σπίτι δε διέθετε τουλάχιστον μια καμαριέρα, αν όχι και μαγείρισσα και γκουβερνάντα για μικρά παιδιά, κατά προτίμηση –για να έχει το αντίστοιχο κύρος που άρμοζε στην κοινωνική θέση– Γαλλίδα. Οι Γερμανίδες, φημισμένες όχι τόσο για τη γλυκύτητά τους, όπως οι Γαλλίδες, ήταν γνωστές για τη μεθοδικότητα και την πειθαρχία που εμφυσούσαν στους ατίθασους μικρούς Έλληνες, κάτι σαν το θηλυκό πρότυπο του περίφημου Πρώσου λοχία, όμως είχαν εξαφανιστεί στην αρχή του πολέμου, όταν η Ελλάδα είχε επιλέξει το στρατόπεδο της Εγκάρδιας Συνεννόησης. Τώρα είχαν αρχίσει να επανεμφανίζονται δειλά δειλά, σπρωγμένες και από τα οικονομικά προβλήματα της πατρίδας τους και το κοινωνικό χάος, ό
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 15
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
ταν κομμουνιστές και άνδρες των Ελευθέρων Σωμάτων συγκρούονταν ανοιχτά στους δρόμους των μεγάλων πόλεων ενώ ο Σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος φρήντριχ Έμπερτ προσπαθούσε να βάλει μια τάξη έχοντας σχηματίσει την πρώτη κυβέρνηση στη νέα, χωρίς αυτοκράτορα, Γερμανία. Πάντως οι Γαλλίδες ήταν τώρα πιο περιζήτητες από ποτέ. Ποιο καλό σπίτι δε θα προτιμούσε γκουβερνάντα από το στρατόπεδο των νικητών συμμάχων πριν ξεπέσει να απασχολήσει γυναίκα από το στρατόπεδο των ντροπιασμένων εχθρών; Τα κορίτσια των καλών οικογενειών μάθαιναν γαλλικά, τραγούδι και πιάνο, σπανιότερα ίσως βιολί ή κιθάρα, έβγαιναν σπάνια τα βράδια, πάντα με συνοδεία, και από τα δεκαοχτώ τους τα απασχολούσε, όπως και τους γονείς, ένας καλός γάμος, αντάξιός τους, που συνήθως συμφωνούνταν από τους γονείς, συμφωνία που πρόβλεπε και την ανάλογη προίκα. Γάμοι από έρωτα ήταν σπάνιοι και μάλλον τους συναντούσε κανείς πιο συχνά στα μυθιστορήματα και σε κάποιες θεατρικές παραστάσεις μπουλβάρ, ή ακόμα και στην όπερα και την οπερέτα. Γι’ αυτό όλα τα παραπάνω ήταν τόσο δημοφιλή, επειδή στην πραγματική ζωή ήταν είδος σε ανεπάρκεια. Έτσι είχε μεγαλώσει και η Άννα, σε ένα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, σχεδόν συναισθηματικά αποστειρωμένο. Όχι πως οι γονείς της δεν την αγαπούσαν, αλλά δεν ήξεραν να το δείξουν, ή θεωρούσαν πως ο εξωτερικευμένος συναισθηματισμός δεν ήταν πρέπων, άρα ήταν περιττός. Η Άννα όμως δεν ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι. Την έ
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 16
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
πνιγε ο καθωσπρεπισμός, που τον διαισθανόταν προσποιητό, η συμβατικότητα, ο στενός κόσμος που της είχαν επιβάλει. Ένιωθε πως δεν ήταν αντικείμενο, ούτε εμπόρευμα για να αποφασίσουν άλλοι για εκείνη και το μέλλον της. Δε θα την πάντρευαν κατά συνθήκη, με έναν «καλό» γαμπρό σύμφωνα με τα δικά τους δεδομένα, που εκείνη καλά καλά δε θα είχε γνωρίσει μέχρι το γάμο της. Δε θα κλεινόταν από τη συμβατικότητα του ρόλου της καλής κόρης σε ένα σπίτι στη συμβατικότητα του ρόλου της καλής συζύγου σε ένα άλλο. Ένιωθε λίγο σαν τις ηρωίδες κάποιων ρομαντικών μυθιστορημάτων. Η Άννα δε γνώριζε τι ακριβώς ζητούσε από τη ζωή. Ήξερε όμως ακριβώς τι δεν ήθελε: εκείνα που οι άλλοι επιθυμούσαν για την ίδια. Ήθελε να ζήσει τη ζωή της, όποια κι αν ήταν, με τις δικές της αποφάσεις, όποιες κι αν έπαιρνε. Ήθελε να ξεφύγει από το πνιγηρό, ασφυκτικά περιοριστικό περιβάλλον των κανόνων του μικρόκοσμου της αστικής Αθήνας και να ανοιχτεί στον πραγματικό μεγάλο κόσμο, τον καινούργιο κόσμο μετά το Μεγάλο Πόλεμο, όπου πολλά θα ήταν τελείως διαφορετικά. Θα ανοιγόταν, θα έφευγε από τη μικρή προστατευμένη λίμνη του σπιτιού της για να ταξιδέψει στα ποτάμια, τις θάλασσες, τους ωκεανούς του κόσμου, να αντιμετωπίσει φουρτούνες και θύελλες, να αντικρίσει και να γνωρίσει, ως νέος Οδυσσέας, καινούργιους ανθρώπους, πόλεις, πολιτείες και λιμάνια. Είχε κάνει λοιπόν την επανάστασή της, την πρώτη της.
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 17
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Είχε σκεφτεί να αναζητήσει το νέο και διαφορετικό σε μοναστήρι στη Σύρο. Έπαιζε για κάποιο διάστημα με αυτή τη σκέψη, ώσπου τυχαία, όπως συχνά συμβαίνουν τα πιο σημαντικά στη ζωή, τα πιο καθοριστικά, διάβασε μια αγγελία σε μια εφημερίδα για το Σανατόριο του Πηλίου, το πρώτο της Ελλάδας, που αναζητούσε βοηθητικό προσωπικό. Τύχη, πρόκληση και απόφαση. Η τύχη μας φέρνει επιλογές: Από εκεί και πέρα εξαρτάται από εμάς τους ίδιους αν θα τολμήσουμε, αν θα τις δεχτούμε, αν είμαστε έτοιμοι να παλέψουμε, να αναμετρηθούμε με το άγνωστο, εγκαταλείποντας τη βεβαιότητα του γνωστού. Η Άννα δε δίστασε πολύ. Αυτή η απρόσωπη αγγελία τής φαινόταν πως της έδειχνε το μέλλον, το δικό της άγνωστο αλλά ίσως θαυμάσιο μέλλον. Μυστικά απάντησε με γράμμα στην αγγελία, χωρίς ιδιαίτερη ελπίδα πως θα της ανταπαντούσαν. Με μεγάλη προσμονή, με χτυποκάρδι, κάνοντας μόνη μια μικρή συνωμοσία για να παραλαμβάνει, δήθεν τυχαία, η ίδια τα γράμματα που έφερνε ο ταχυδρόμος, περίμενε ελπίζοντας κάποια απάντηση. Κι όταν τελικά έφτασε φάκελος που φαινόταν πως είχε αποσταλεί από το Βόλο και απευθυνόταν στη δεσποινίδα Άννα Καμπανάρη, δεν πίστευε στην τύχη της. Τον κράταγε με απίστευτη προσοχή, σαν να ήταν ένα λεπτεπίλεπτο μπιμπελό ή λουλούδι, κάτι εξαιρετικά πολύτιμο. Όπως και ήταν. Από το περιεχόμενό του ίσως εξαρτιόταν η ίδια της η ζωή. Τον άνοιξε με προσοχή στο δωμάτιό της. Διάβασε το o
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 18
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
γράμμα μια φορά γρήγορα, με την καρδιά να χτυπά σαν τύμπανο, έτσι της φαινόταν, και την ψυχή της έτοιμη να πετάξει. Δεύτερη φορά για να βεβαιωθεί πως δεν έκανε λάθος, τρίτη φορά αργά ρουφώντας κάθε λέξη για να το απολαύσει, να γευθεί το θρίαμβο. Ο γιατρός διευθυντής του σανατορίου την καλούσε στο Πήλιο για ένα μήνα «δοκιμαστικής συνεργασίας», όπως το διατύπωνε κάπως ψυχρά επαγγελματικά. Η Άννα όμως δε χρειαζόταν περισσότερα. Απάντησε αμέσως πως δεχόταν και ταχυδρόμησε πίσω το γράμμα, ζητώντας λιγοστές διευκρινίσεις για το ταξίδι της. Με την ταχύτητα (ή βραδύτητα) των ταχυδρομείων της εποχής έφτασε η απάντηση του γιατρού που της γνωστοποιούσε την ικανοποίησή του για την αποδοχή της προτάσεώς του και της έδινε κάποιες λιγοστές πληροφορίες για το σανατόριο και οδηγίες για το ταξίδι της. Απόμενε το δυσκολότερο. Η αντιπαράθεση με τους γονείς, κυρίως τον πατέρα, για να τους ανακοινώσει την απόφασή της. Το έκανε ένα βράδυ μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό, αιφνιδιάζοντάς τους. Ο πατέρας της, όταν την άκουσε, έμεινε για λίγο με το στόμα κυριολεκτικά ανοιχτό, πριν συνέλθει. ― Μα τι λες, Άννα! Σύνελθε, σε παρακαλώ! Είναι αδύνατον! Άτοπον! Άκαιρον! Αδιανόητον! Η κόρη μου, μία Καμπανάρη να εργασθεί ως άπορος κορασίς εις σανατόριον! Αντιλαμβάνεσαι τι λέγεις; ― Απόλυτα, πατέρα. Και έχω αποφασίσει. Είμαι ενή
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 19
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
λικη πια. Η ζωή μου είναι δική μου! Οι συνθήκες αλλάζουν, πατέρα! Η δουλειά δεν είναι ντροπή. ξεχνάς τόσες κυρίες, ακόμα και λαίδες, που εργάστηκαν, πρόσφεραν στον πόλεμο τις υπηρεσίες τους ως νοσοκόμες, κάποιες ακόμα και ως γιατρίνες; ξεχνάς τη Μαντάμ Κιουρί; Τη φλόρενς Νάιτινγκεϊλ; (Η Άννα, όταν ήθελε, ήταν καλά μελετημένη και ετοίμαζε τα επιχειρήματά της για να πείθει.) ― Μα σανατόριο! Επικίνδυνο! Τόσο μακριά... ― Πρόκειται για προσφορά, πατέρα. Εσύ δεν υποστηρίζεις πως κάθε άνθρωπος έχει υποχρέωση από το Θεό να προσφέρει ό,τι μπορεί στο συνάνθρωπο; Αυτή δεν είναι η χριστιανική αγάπη; Ο πατέρας της έμεινε ξανά άφωνος ακούγοντας την κόρη του να μιλά σαν καλός δικηγόρος, χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα –θεωρητικά κυρίως– επιχειρήματα για να τον πείσει. ― Ναι, αλλά τότε είχαμε πόλεμο, ψέλλισε μη βρίσκοντας καλύτερο επιχείρημα. ― Η προσφορά προς το συνάνθρωπο πρέπει να γίνεται πάντα. Μερικά που έγιναν λόγω του πολέμου θα μείνουν, πατέρα! Οι γυναίκες ζητούν και αποκτούν άλλη θέση στην κοινωνία. Οι συνθήκες αλλάζουν! Αυτή τη φράση, που επαναλάμβαναν συχνά οι αρθρογράφοι του Έθνους και της Εστίας («Αι συνθήκαι αλλάζουν») χωρίς ίσως και οι ίδιοι να γνωρίζουν πώς ακριβώς άλλαζαν, είχε υιοθετήσει η Άννα ως σημαία του αγώνα της προσωπικής της ανεξαρτησίας. Κι αν δε γνώριζαν πώς, το βέβαιο ήταν πως ο κόσμος που ανέτειλε αυτή την πρώτη ά
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 20
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
νοιξη ειρήνης ήταν τελείως διαφορετικός. Κραταιές αυτοκρατορίες αιώνων είχαν καταρρεύσει, δίνοντας τη θέση τους σε νέα κράτη, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία, νέα πολιτεύματα, δημοκρατίες, δικτατορίες, εμφύλιο πόλεμο και κομμουνισμό στη Ρωσία. Ναι, ήταν αβέβαιο αν ο νέος κόσμος θα ήταν καλύτερος από τον παλιό. Αναμφισβήτητα όμως ήταν νέος. Και σε τούτο το νέο κόσμο η Άννα ήθελε μια θέση που θα την κέρδιζε η ίδια, με τη δική της θέληση και προσπάθεια. ― Το σανατόριο προσφέρει κοινωφελές έργο. Γιατρεύει αρρώστους με επιτυχία. Πάνε από τις καλύτερες οικογένειες της Αθήνας, από όλα τα Βαλκάνια. Να, διάβασε, πατέρα! Και του πρόσφερε, σαν να ήταν σε δικαστήριο, πλήθος αποδεικτικά στοιχεία των ισχυρισμών της, ένα φυλλάδιο για το σανατόριο που της είχε στείλει ο γιατρός και μερικά εγκωμιαστικά αποκόμματα εφημερίδων. Αναπόφευκτα, η Άννα κέρδισε τον αγώνα της. Γρήγορα ετοίμασε τα λιγοστά πράγματα που θα έπαιρνε μαζί και κανόνισε τα του ταξιδιού της. Τη συνόδευσαν στον Πειραιά, από όπου θα έπαιρνε το πλοίο για το Βόλο. Την αγκάλιασαν στην προκυμαία. ― Σε αγαπώ, Άννα, της ψιθύρισε ο πατέρας της, σαν να ντρεπόταν για τούτη την έκφραση αδυναμίας, δίνοντάς της ένα φάκελο. Θα σου χρειαστούν για τα πρώτα σου έξοδα, πρόσθεσε. ― Και εγώ σας αγαπώ, πατέρα, μητέρα. Να έρθετε γρήγορα να με επισκεφθείτε.
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 21
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
― Να μας γράφεις τακτικά, της ξαναθύμισε η μητέρα της, σκουπίζοντας ένα φευγαλέο δάκρυ, πριν προσθέσει το στερεότυπο που λένε τόσες μητέρες: Να προσέχεις! Έτσι αναχώρησε η Άννα για το πρώτο της ταξίδι μόνη, κάνοντας το πρώτο βήμα στη νέα της ζωή, συνεπαρμένη από ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ελευθερίας. Έτσι αντίκρισε κυριολεκτικά το πρώτο της λιμάνι στο ταξίδι της ζωής της, στο Βόλο. Η Άννα αναζήτησε με τη ματιά τον κάτοχο της φωνής. Ανακάλυψε ένα παιδί γύρω στα δώδεκα, ντυμένο φτωχικά, με μπαλωμένα ρούχα και σκονισμένα παπούτσια χωρίς κάλτσες, ένα παιδί ίδιο με τόσα άλλα που γνώριζαν τις δυσκολίες της ζωής πριν καλά καλά γνωρίσουν την ίδια τη ζωή. Αδύνατο, με ανακατεμένα μαλλιά, ένα λεπτό πρόσωπο που πάνω του έφεγγαν δυο μεγάλα μάτια, με τη σπιρτάδα που δίνει η ανάγκη επιβίωσης, αλλά και, ακόμα, την αθωότητα της νιότης. Η Άννα σκέφθηκε πως ίσως το παιδί τη βοηθούσε για τη συνέχεια του ταξιδιού. Οι οδηγίες του γιατρού στο γράμμα ήταν ταυτόχρονα σαφείς και ασαφείς. «Εις τον λιμένα σάς συμβουλεύω να εύρετε αγωγιάτην ο οποίος θα σας οδηγήσει εις το σανατόριον. Είναι γνωστόν εις άπαντας». Για την ώρα όμως η Άννα είχε δει αμάξια, λίγα αυτοκίνητα, πολλούς βαστάζους, όμως κανέναν αγωγιάτη. Ίσως το παιδί μπορούσε να τη βοηθήσει. ― Πώς σε λένε; ρώτησε. ― Κώστα. Κωστάκη, χαμογέλασε το παιδί. ― Ίσως μπορείς να με βοηθήσεις, Κωστάκη. Θέλω να
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 22
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
πάω στο σανατόριο στο Πήλιο. Το ξέρεις; ξέρεις κάποιον αγωγιάτη; Διέκρινε μια φευγαλέα ζωγραφιά αποστροφής στα χαρακτηριστικά του παιδιού, ένα σύννεφο φόβου... Ο Κωστάκης δεν απάντησε αμέσως. ― λοιπόν; ρώτησε λίγο εκνευρισμένη η Άννα. ― Είστε άρρωστη, κυρία; ρώτησε σιγά το παιδί. Τότε η Άννα κατάλαβε. Ένα από τα πρώτα μαθήματα ζωής: Οι φυματικοί για τον πολύ κόσμο ήταν απόβλητοι, επικίνδυνοι, μιασματικοί, ήταν ντροπή για κάθε οικογένεια ένα μέλος της να είναι «χτικιάρης» και πολλές φορές το κράταγαν μυστικό. Συχνά, ακόμα και οι γιατροί επισκέπτονταν τους ασθενείς τους νύχτα, για να μη γίνει αντιληπτό το όνειδος. Αν η Άννα είχε κάποιες ρομαντικές απόψεις για την αρρώστια, ίσως επηρεασμένες από την Κυρία με τις καμέλιες και την Μποέμ, ήταν καιρός να τις αποβάλει. Η πραγματικότητα ήταν η στάση του Κωστάκη. ― Άρρωστη! Όχι, βέβαια. Είμαι μια χαρά, Κωστάκη. Πάω στο σανατόριο για να εργαστώ. Με κάλεσε ο γιατρός να τον βοηθήσω... Το πρόσωπο του παιδιού μεταβλήθηκε πάλι, έγινε χαρούμενο, ύστερα σοβαρό, κάνοντας κάποιες υποθέσεις στο παιδικό μυαλό του. ― Είστε γιατρός, κυρία! διαπίστωσε εντυπωσιασμένο. Η Άννα θεώρησε περιττό να τον βγάλει για την ώρα από την πλάνη του. Αν με το μανδύα της γιατρίνας έφθανε πιο εύκολα στο σανατόριο, τότε θα τον φορούσε όσο χρόνο χρειαζόταν.
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 23
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
― λοιπόν; ρώτησε. Η ζέστη είχε αρχίσει να την ενοχλεί, καθώς η μόνη προστασία της ήταν το καπέλο της. Η Άννα δεν είχε πάρει μαζί της αντηλιακή ομπρέλα. Το είχε θεωρήσει περιττό εφόδιο. ― Ο μπαρμπα-Γιώργος έχει δυο καλά μουλάρια! είπε ο Κωστάκης. Θα τον βρω και θα τον φέρω. Ελάτε, κυρία! Μην καθόσαστε στον ήλιο! Χωρίς να ζητήσει άδεια, με τη δύναμη της συνήθειας και διαψεύδοντας το αδύνατο κορμί του, το παιδί πήρε τη βαλίτσα της Άννας, τη φορτώθηκε και βάδισε γρήγορα προς ένα κοντινό υπόστεγο που πρόσφερε σκιά. Την άφησε και έφυγε τρέχοντας, με την υπόσχεση πως θα γύριζε πολύ γρήγορα. υπόσχεση που κράτησε. φάνηκε πίσω τρέχοντας πάντα, αναγγέλλοντας πως είχε βρει τον μπαρμπα-Γιώργο, που ετοίμαζε τα ζώα του και ερχόταν. Πραγματικά εμφανίστηκε μετά από λίγη ώρα ένας μεσόκοπος χωρικός με τα δυο του ζώα, που βάδιζαν μάλλον νωχελικά, κουνώντας τα μεγάλα τους αυτιά και προσθέτοντας το χαρακτηριστικό κροτάλισμα των πετάλων τους στη βουή του λιμανιού. Η Άννα διαπραγματεύτηκε μαζί του και γρήγορα κατέληξαν σε συμφωνία για το μίσθωμα μέχρι το σανατόριο. Στερέωσε τη βαλίτσα με σχοινιά στο ένα ζώο, την ταξιδιωτική της τσάντα στο άλλο και ξεκίνησαν. Η Άννα δήλωσε πως ήθελε να περπατήσει στην αρχή για να ξεμουδιάσει από την ακινησία του πλοίου. Βγήκαν στο κέντρο της πόλης με τα πολυσύχναστα μα
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 24
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
γαζιά, τις εκκλησίες και τα μεγάλα αρχοντόσπιτα, πέρασαν σε φτωχότερες γειτονιές, όπου οι δρόμοι στένευαν, γίνονταν καλντερίμια, και τα σπίτια, διώροφα και συχνότερα μονώροφα, με μικρούς κήπους, ζύγωναν το ένα το άλλο, σαν να ήθελαν να ψιθυρίσουν μυστικά των ανθρώπων που τα κατοικούσαν, χωρίς να ακουστούν πιο πέρα. Ο δρόμος ανηφόριζε και τα σπίτια γίνονταν αραιότερα, δίνοντας θέση σε χωράφια και κήπους με λαχανικά, ελαιώνες και αμπέλια. Ο αγωγιάτης τη βοήθησε να ανέβει στο πρώτο μουλάρι, που οδηγούσε ο ίδιος πεζός, ενώ το παιδί οδηγούσε το δεύτερο. Τα ζώα ακολουθούσαν το δρόμο που ανέβαινε φιδίζοντας στο βουνό, όπου η κίνηση λιγόστευε, κάποιοι χωρικοί και χωρικές στα χωράφια τους, λίγα κάρα που κατέβαζαν προϊόντα στην πόλη, δυο καλοντυμένοι κύριοι σε όμορφα άλογα που έκαναν ιππασία. Όταν είχαν φτάσει αρκετά ψηλότερα, η Άννα αποφάσισε να βαδίσει ξανά. Ένιωθε ξεκούραστη, όλο προσμονή καθώς ανέβαινε – ανεβαίνοντας τους κλώνους της νέας της ζωής, ένα φανταστικό δέντρο που την οδηγούσε... Πού την οδηγούσε; Δεν το γνώριζε, αλλά αδιαφορούσε. Τη συνέπαιρνε το άγνωστο που περίμενε στο τέλος του δρόμου, η αρχή της καινούργιας της ζωής. Τη συνέπαιρνε η ομορφιά γύρω της. Τώρα το μονοπάτι περνούσε ανάμεσα σε δέντρα και ξέφωτα, κομμάτια γης με αραιότερη βλάστηση χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση.
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 25
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Ένα ελαφρύ αεράκι δρόσιζε τη ζέστη, και οι οσμές που έφερνε ήταν διαφορετικές από της πόλης, πρωτόγνωρες, μεθυστικές, μείγμα από αρώματα λουλουδιών, μαργαρίτες λευκές και κίτρινες, ανεμώνες μπλε, λευκές και μαβιές, παπαρούνες, κρινάκια, αγριοτριαντάφυλλα που πλέκονταν και σκαρφάλωναν σε κορμούς, θυμάρι με γαλάζιους ανθούς, λευκές και μενεξελιές αγριοπικροδάφνες και πλήθος άλλα που δεν αναγνώριζε, αλλά και η μυρουδιά των ίδιων των δέντρων. Η Άννα μύριζε, όπως της φαινόταν, για πρώτη φορά τα φυλλώματα, πεύκα, κυπαρίσσια, αγριοσυκιές, βελανιδιές, πλατύφυλλα πενταδάχτυλα πλατάνια, καρυδιές και καστανιές που έσμιγαν χρώματα και φυλλωσιές και ανάδιναν το δικό τους άρωμα. Ναι, η Άννα για πρώτη φορά στη ζωή της μύριζε τις φυλλωσιές των δέντρων και ενθουσιαζόταν. Στα αυτιά της έφταναν οι ήχοι της εξοχής και του δάσους: Τιτιβίσματα πουλιών, που μερικά αναγνώριζε, μαύρα κιτρινόραμφα αρσενικά κοτσύφια και γκρίζα θηλυκά που πηδούσαν από θάμνο σε θάμνο, σπουργίτια και χελιδόνια, αγριοπερίστερα και τόσα άλλα, ορατά στα φτερουγίσματά τους και αόρατα κρυμμένα στη βλάστηση, και κάποια στιγμή μερικές πετροπέρδικες που σηκώθηκαν σχεδόν κάτω από τα πόδια της τιτιβίζοντας. Έντομα, δεκάδες έντομα που βούιζαν, από τις πολυάσχολες μέλισσες μέχρι τα ακούραστα τζιτζίκια και τις σιωπηλές πανέμορφες πεταλούδες, το μουγκάνισμα αγελάδων που έβοσκαν εδώ κι εκεί, το γκάρισμα κάποιου γαϊδάρου, απόμακρο σε ένα μακρινό υποστατικό, το χοροπήδημα και το βέλασμα κατσικιών ενός κοπαδιού που έβοσκε με έναν τσοπάνη και δυο σκύλους,
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 26
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
που τους γάβγισαν, πιο πολύ χαιρετισμός παρά απειλή. Βελάζουν τα κατσίκια; Πώς ονομάζεται ο ήχος τους; Η Άννα διαπίστωνε πως δεν το γνώριζε, αλλά της άρεσε, την ενθουσίαζε που άκουγε όλους αυτούς τους ήχους, τόσο διαφορετικούς από τους ήχους της πόλης. Οι εικόνες: Το θέαμα, που άλλαζε σε κάθε καμπή του δρόμου, σε κάθε γύρισμα του κεφαλιού και της ματιάς, κύματα εικόνων που εφορμούσαν θαρρείς, αδιάκοπα, ασταμάτητα, κυριεύοντας τις αισθήσεις τους. Οι άπειρες αποχρώσεις του πράσινου, από το μαυροπράσινο του κυπαρισσιού, το ανοιχτό χαρούμενο των πευκοβελονών, το λίγο βαθύτερο του πλατανιού, το σταχτί πράσινο του θυμαριού, το ασημί γκριζοπράσινο της ελιάς, όπου κορμός και φυλλαράκια μπερδεύονταν, και ανάμεσα τόσες αποχρώσεις και ανταύγειες όσα είδη δέντρων και φυτών υπήρχαν, προκαλώντας κάποιον φανταστικό ζωγράφο να τολμήσει να αποδώσει με την παλέτα του την ποικιλία τους. Τα λουλούδια πλούτιζαν με τα δικά τους χρώματα το πράσινο, εδώ σαν μικρές πινελιές, βαλμένες μόνο για να σπάσουν την κυριαρχία του, αλλού επικρατώντας σε μεθυστικό σύνολο πολυχρωμίας, σαν ένας μισομεθυσμένος θεός της φύσης, Διόνυσος ή Πάνας, να είχε πετάξει χωρίς τάξη και μέτρο όλα τα χρώματα σε λίγα μέτρα γης, σε άναρχη αλλά εξίσου πανέμορφη σύνθεση. Πολύχρωμες πεταλούδες, λευκές με μαύρα στίγματα, γαλάζιες, κιτρινόμαυρες, καφεκίτρινες, με κοκκινωπές κηλίδες, ανακάτευαν τα χρώματά τους με τα λουλούδια και τα φυλλώματα σε συνθέσεις ευμετάβλητες, ακόμα πλουσιότε
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 27
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
ρες, που θα απέλπιζαν κάθε νατουραλιστή ζωγράφο με τις ταχύτατες εναλλαγές τους. Μέλισσες και κάποιες σφήκες πρόσθεταν τις δικές τους πιο διακριτικές κιτρινόμαυρες ή μπεζ-μαύρες ρίγες στα λουλούδια. Αν κάποιος έσκυβε πάνω από τα λουλούδια, θα διαπίστωνε πως έκρυβαν ακόμα περισσότερα χρώματα, από δεκάδες είδη εντόμων, μικρά και μεγαλύτερα σκαθάρια, μαύρα, μαύρα με λευκά στίγματα, χρυσοκάνθαρους που το χρώμα τους αντανακλούσε τον ήλιο σαν μικροί σβόλοι χρυσαφιού, κόκκινα, καφέ, και πασχαλίτσες με τα μαύρα στίγματα. Ακόμα και το χώμα έπαιρνε μέρος στη σύνθεση: εδώ σχεδόν λευκό, εκεί σχεδόν κανελί, αλλού στο χρώμα του ώριμου σταχιού, βαθύ καφέ, ανοιχτό καφέ, μαύρο σχεδόν όπου ξεπρόβαλλε ένας παράξενος βράχος, γκριζόλευκο αλλού με πέτρες πιο συνηθισμένες. Η Άννα έβλεπε, ρούφαγε χρώματα, ήλιο και φως και δε χόρταινε. Ψηλά, άλλοτε μόλις να φαίνεται ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα, άλλοτε σε ξέφωτα χωρίς τίποτα να εμποδίζει το βλέμμα, ο ουρανός, εκείνος ο διάφανος, βαθυγάλανος ανοιξιάτικος ελληνικός ουρανός, τόσο όμορφος, τόσο καθαρός, σαν να είχε αντιστραφεί η θεϊκή τάξη των πραγμάτων και πάνω από τη γη να κρεμόταν ένας απέραντος ωκεανός. Όταν το μονοπάτι φιδογύριζε, κάποιες φορές χαμηλώνοντας λίγο σε κάποιο διάσελο, στρίβοντας προς το νότο σαν αναποφάσιστο ή κουρασμένο το ίδιο από το διαρκές ανέβασμα, ή σαν να το έκανε επίτηδες για να αναγκάσει τους ταξιδιώτες να απολαύσουν νέο θέαμα, η ματιά αγκάλιαζε
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 28
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
τις παραλίες, τον κλειστό Παγασητικό κόλπο με τα δαντελένια ακρογιάλια, τις μύτες γης και τους κολπίσκους, έναν καθρέφτη από ασήμι και ζαφείρια που πάνω του χόρευε το φως. Διέκρινε η ματιά τα λευκά χωριουδάκια στις παραλίες και άλλα σκαρφαλωμένα σε ράχες του βουνού, γαντζωμένα θαρρείς με νύχια για να μην γκρεμιστούν κάτω, μετέωρα ανάμεσα στα δυο γαλάζια, του ουράνιου θόλου και της θάλασσας. Έφτανε μέχρι τη λεπτή ραχοκοκαλιά του ακρωτηρίου Τρίκερι που λες και έτεινε χέρι ξηράς προς το μικρό νησάκι λίγο πιο πέρα, μέσα στο πέλαγος. Μακρύτερα η ματιά πλανιόταν στις βουνοκορφές της Εύβοιας και πέρα από το ίδιο το Πήλιο, στη Σκιάθο και στη Σκόπελο, που κολυμπούσαν, γκρίζοι όγκοι σαν τεράστια πολεμικά πλοία, στα βαθυγάλανα νερά του Αιγαίου. Η Άννα ανάσαινε φως, ουρανό και ελευθερία. Ένιωθε να ξαναγεννιέται. Ένιωθε τις αχτίνες του ήλιου να εισχωρούν σε κάθε πόρο του σώματός της, να το ξυπνούν, να αναδεύουν χυμούς σαν να ήταν το σώμα της δένδρο που η άνοιξη το ξυπνούσε από τη νάρκη του χειμώνα, ένιωθε νέες αισθήσεις να κυριαρχούν, να την κυριεύουν, να τη μαγεύουν. Ένιωθε την ψυχή της, την παλιά, ή μήπως μια νέα που είχε γεννηθεί εδώ στο βουνό, να φτερουγίζει, να πάλλεται, να δονείται από προσδοκία, έρωτα για τη ζωή, έρωτα για το άγνωστο. Ένιωθε τα χελιδόνια που διέγραφαν ψηλά τα τόξα τους να σηκώνουν στα φτερά την ψυχή της, να την ανεβάζουν σε νέους κόσμους του ονείρου, πλασμένους από φαντασία και θέληση.
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 29
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
«Είμαι εγώ, εγώ η Άννα! Ελεύθερη! ξαναγεννιέμαι! Χαρούμενη! Είμαι εγώ εδώ, η Άννα που βαδίζει στη νέα της ζωή!» φώναζε μέσα της θριαμβευτικά. Κάθισαν σε ένα ξέφωτο, σκιερό, όπου νερό γάργαρο έτρεχε από μια μαρμάρινη κρήνη, το αίμα του ίδιου του βουνού, που έρεε αλλού, παντού αόρατο, θρέφοντας τη ζωή. Ο αγωγιάτης έβγαλε λίγο ψωμί, τυρί και ελιές, προσφέροντάς της. Η Άννα το δέχτηκε, και έφαγε λαίμαργα, κοιτώντας τον. Με τα γένια και τα μουστάκια του, τα άγρια μαυριδερά μαλλιά, τον ιδρώτα που λαμπύριζε στο μέτωπο, ακόμα και την έντονη μυρουδιά του, μείγμα ιδρώτα, γης, μουλαριών και θυμαριού, που ίσως σε άλλες περιπτώσεις να της φαινόταν αποκρουστική, εδώ όμως δεν την ενοχλούσε καθόλου γιατί της φαινόταν φυσική και ταιριαστή, έμοιαζε αγριάνθρωπος, ληστής ή πειρατής, ή κάποιο χθόνιο δαιμόνιο του βουνού, ένας μικρός Πάνας. Η Άννα όμως δε φοβόταν. Σε τέτοια ομορφιά, ειρηνική ομορφιά, ακόμα και ένας Κένταυρος αν ξεπρόβαλλε, θα της φαινόταν τελείως φυσικός και ακίνδυνος. ― Γνωρίζεις το γιατρό; τον ρώτησε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι. ― Τι άνθρωπος είναι; επέμεινε για να σπάσει τη σιωπή του. ― Εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος. Αγράμματος... Δεν ξέρω πολλά. ― Έχεις όμως μάτια και αυτιά, τον ενθάρρυνε η Άννα. Τον έχεις δει. Πώς είναι;
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 30
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
― Είναι... είναι... δεν είναι σαν κι εμάς. Είναι διαφορετικός, κόμπιασε ο αγωγιάτης σαν να δυσκολευόταν. ― Διαφορετικός; Δηλαδή; επέμεινε η Άννα χαμογελώντας. Πώς διαφορετικός; ― Να, έχω ακούσει, και συμπάθα με, πως έχει μαγικές δυνάμεις... Σαν τα θεϊκά πλάσματα που κατοικούσαν παλιά το βουνό... Δεν το λέω εγώ, το λένε οι παλιοί, οι γέροι... Η Άννα έσμιξε λίγο τα φρύδια. Αυτό ακουγόταν παράξενο, ενδιαφέρον, συναρπαστικό όσο όλα τούτη την πρώτη ημέρα της καινούργιας ζωής της. ― Δηλαδή; Τι μαγικές δυνάμεις; Τι κάνει; ― Να, συμπάθα με, εγώ λέω ό,τι ακούω και ό,τι ξέρω ο ίδιος... κόμπιασε ο αγωγιάτης. ― Τι ξέρεις λοιπόν; Πέσ’ μου, του χαμογέλασε για να τον ενθαρρύνει. Το χαμόγελό της τον έσπρωξε να πάρει την απόφασή του. ― Όταν έφτασε εδώ πριν δέκα χρόνια και αγόρασε το μικρό χάνι που υπήρχε, δυο τρία δωμάτια όλα κι όλα, δεν καταλάβαμε τι ήθελε. «Νοσοκομείο» είπαν κάποιοι γραμματιζούμενοι του χωριού, ο δάσκαλος, ο ιερέας. Πολλοί από μας άκουγαν αυτή τη λέξη για πρώτη φορά. Ο δάσκαλος μας εξήγησε τι θα πει νοσοκομείο. «Τι νοσοκομείο; Γιατί ψηλά στην ερημιά;» ρώτησαν κάποιοι. Μάθαμε αργότερα, όταν το χάνι μεγάλωσε με νέα δωμάτια, εγκαταστάσεις (άλλη μια λέξη που μας εξήγησε ο δάσκαλος), πως το νοσοκομείο ήταν σανατόριο. Άλλη παράξενη λέξη, που δυσκολευτήκαμε να μάθουμε. Κάποιες
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 31
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
γριές το έμαθαν λάθος και επέμεναν να το λένε, ταιριαστά σύμφωνα με τους φόβους μας, «σατανόριο». Μας εξήγησαν τι σήμαινε. Τότε τρομάξαμε πραγματικά. Νοσοκομείο για χτικιάρηδες στο βουνό, πάνω από το χωριό μας, τη Δράκεια! Θα μας έφτανε ο βρόμικος αέρας, τα βρόμικα νερά θα κατέβαιναν στο χωριό μας, θα κολλούσαμε όλοι τη φοβερή αρρώστια! Η Άννα καταλάβαινε το φόβο των απλών ανθρώπων. Ακόμα και στην καλή κοινωνία της Αθήνας, οι φυματικοί ήταν απόβλητοι, στιγματισμένοι, και ο φόβος της μόλυνσης έδιωχνε συγγενείς και φίλους μακριά. Ακούγοντας τα λόγια του αγωγιάτη, μπορούσε να καταλάβει πώς το φαντάζονταν: ένα αόρατο μοχθηρό στοιχειό που φώλιαζε στο δάσος, στέλνοντας τη μολυσματική ανάσα του και τις υγρές ακαθαρσίες του στο χωριό. ― Και τι κάνατε; ρώτησε η Άννα ανυπομονώντας να μάθει τη συνέχεια. ― Είμαστε απλοί, αγράμματοι άνθρωποι... μουρμούρισε ο αγωγιάτης, διστάζοντας, κομπιάζοντας, σαν να τον δυσκόλευε η συνέχεια. Κάνουμε πράγματα λάθος, σπρωγμένοι από το φόβο... Χωρίς κακία κάνουμε κακό... Ας μας συγχωρέσει ο Θεός! Ευτυχώς, οι άγιοι μας φύλαξαν, και το κακό που σχεδιάζαμε δεν έγινε. Η Άννα δεν μπορούσε πια να κρατηθεί από ανυπομονησία. Διαισθανόταν πως θα μάθαινε ένα μεγάλο μυστικό. Ο αγωγιάτης, σαν να αλάφρωνε με τη διήγηση, σαν να μίλαγε σε τούτη τη νεαρή συμπαθητική κυρία της πόλης όπως σε εξομολογητή, συνέχισε μετά από βαθιά ανάσα.
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 32
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
― Ένα απόγευμα πολλοί από μας σκαρφαλώσαμε στο σανατόριο, με τα εργαλεία μας, τσεκούρια, τσάπες, αξίνες, ό,τι είχαμε, και δαδιά, αποφασισμένοι να ξεπαστρέψουμε το θεριό, να γκρεμίσουμε και να κάψουμε το σανατόριο, να διώξουμε τους χτικιάρηδες και το γιατρό που τους είχε φέρει. φτάσαμε στο πλάτωμα κάτω από το σανατόριο, όπου έφτανε η σκάλα της κεντρικής εισόδου. Όλοι πολύ φοβισμένοι, προσπαθώντας ο ένας να δώσει θάρρος στον άλλο, φωνάζοντας αλλά μην τολμώντας να κάνουμε τα τελευταία βήματα. Ένας παράξενος τρόμος είχε φωλιάσει μέσα μας. φοβόμαστε ακόμα και να αγγίξουμε τους τοίχους του σανατορίου με τα εργαλεία μας, σαν να μπορούσε η αρρώστια να μας κολλήσει ακόμα και μέσα από το σίδερο και το ξύλο. Ο γιατρός άκουσε τη φασαρία και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Ντυμένος με τη λευκή φορεσιά του. Ο αγωγιάτης ξεροκατάπιε, ξαναζώντας τη σκηνή. ― Ο γιατρός δεν είναι ιδιαίτερα ψηλός. Ένας κανονικός άνθρωπος. Εκείνη την ώρα όμως, όπως ξεπρόβαλε στο φως της δύσης που έπεφτε πάνω του, με τη λευκή στολή του και τα σκοτεινά μάτια του, μας φαινόταν υπεράνθρωπος, σαν φάντασμα ή δαίμονας. Κατεβάσαμε τα εργαλεία και σωπάσαμε. «Τι θέλετε;» μας ρώτησε. Κανένας δε βρήκε το θάρρος να μιλήσει. Ο καθένας περίμενε κάποιον άλλο να βρει τη μιλιά του. «Τι θέλετε;» ξαναρώτησε. Τότε κάποιος, ο πιο τολμηρός, δε θυμάμαι ποιος ήταν, βρήκε τη δύναμη να απαντήσει.
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 33
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
«Να φύγεις από το βουνό! Να πάρεις τους χτικιάρηδες και να φύγεις πριν είναι αργά και μας κολλήσεις όλους». Κάποιοι άλλοι βρήκαν κουράγιο και πρόσθεσαν τις φωνές τους: «Να φύγεις! Να φύγεις!» Ο γιατρός μάς κοίταξε ακίνητος, σαν να τρύπωνε το βλέμμα του στην ψυχή του καθενός μας. Αμίλητος, βλοσυρός. «Να φύγεις! Να φύγεις!» φώναζαν και άλλοι, παίρνοντας θάρρος από τους πρώτους. Σε κάποια παράθυρα διακρίναμε αμυδρές μορφές, σαν φαντάσματα – οι χτικιάρηδες. «Να φύγεις! Θα κάψουμε το κτίριο! Θα σας κάψουμε όλους!» φώναξε κάποιος κάνοντας ένα βήμα μπροστά. Ο γιατρός, ακίνητος πάντα, απάντησε με μια φωνή παράξενα δυνατή, επιβλητική μάς φάνηκε, για τέτοιον άνθρωπο. «Να φύγω; Τι λέτε; Κι αν φύγω, ποιος θα σας γιατρεύει; ξεχάσατε κιόλας πόσους από σας έχω φροντίσει; Θανάση, δεν έφτιαξα το πόδι σου που το είχες σπάσει πέφτοντας στο χιόνι; Δημήτρη, δεν έραψα το μέτωπό σου τότε που σε κλότσησε το μουλάρι σου; Κώστα, δε θεράπευσα την κόρη σου από τον πυρετό;» Ήταν αλήθεια. Δεν υπήρχε οικογένεια στο χωριό μας που να μη χρωστούσε στο γιατρό τουλάχιστον για έναν δικό της. Οι φωνές κόπασαν. Μείναμε δισταχτικοί, ανάμεσα στον παράλογο φόβο και τη θύμηση του χρέους μας. «Αν θέλετε να γκρεμίσετε το έργο μου, τότε χτυπήστε πρώτα εμένα!» φώναξε ο γιατρός, προτείνοντας το στήθος του κι ανοίγοντας διάπλατα οριζόντια τα χέρια. o
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 34
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Έμεινε ακίνητος έτσι. Μας έπιασε άλλος φόβος τώρα. Έμοιαζε σαν ζωντανός Σταυρωμένος Χριστός... Κατεβάσαμε τα σύνεργα ντροπιασμένοι... Δεν τολμούσαμε να κάνουμε βήμα, δεν έβγαινε πια λέξη από τους λαιμούς μας. Αργά κατέβασε τα χέρια. «Μη φοβάστε», είπε. «Ό,τι ακούτε είναι ψέμα. Κοιτάξτε με. Εγώ μένω εδώ. Είμαι όμως καλά. Το ίδιο και όσοι δουλεύουν μαζί μου. Δεν αρρώστησε κανείς. Όπως δεν αρρώστησε κανείς στο χωριό σας. Κάνουμε το έργο του Θεού, βοηθάμε τους ανθρώπους. Θεραπεύουμε, κάνουμε αρρώστους καλά. Θέλετε να καταστρέψετε το έργο του Θεού; Όχι βέβαια! Άντε λοιπόν, φίλοι μου. Γυρίστε στα σπίτια σας, και θα ξεχάσουμε όλοι αυτή την κακιά ώρα». Ντροπιασμένοι και αμίλητοι, σιγοπατώντας προς τα πίσω, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς το χωριό, θέλοντας να κρύψουμε την ντροπή μας στο σκοτάδι... Ο αγωγιάτης σώπασε, σαν να ένιωθε ακόμα την ντροπή. ― Και από τότε; ρώτησε η Άννα μετά από λίγο. ― Από τότε δε φοβόμαστε πια. Μάθαμε να ζούμε με το σανατόριο. Μερικές γυναίκες μας βρήκαν δουλειά εκεί. Όπως και εμείς, όταν χρειάζεται να διορθώσουμε πράγματα, να χτίσουμε... Και αυτό που δεν πιστεύαμε το είδαμε: Κάποιοι άρρωστοι έγιναν καλά και έφυγαν. Δεν το πιστεύαμε, όμως το είδαμε με τα μάτια μας. Έτσι κάποιοι ψιθύρισαν πως ο γιατρός είχε μαγικές δυνάμεις: Μόνο με μάγια μπορείς να νικήσεις το χτικιό! Η Άννα χαμογέλασε κρυφά, με τις δεισιδαιμονίες των
GOURGOULIANIS sel_Final_Layout 1 23/02/2012 7:44 μ.μ. Page 35
ΑΝΝΑ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ – Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
χωρικών. Ήταν όμως ιδιαίτερα εντυπωσιασμένη από το γιατρό, που θα συναντούσε σε λίγο. Σουρούπωνε όταν έφτασαν στο σανατόριο, στο τέλος μιας ξεχωριστής ημέρας. Τους άνοιξε μια γυναίκα, πέρασε την Άννα στο χώρο υποδοχής του νοσοκομείου και πήγε να ειδοποιήσει το γιατρό, ενώ ο αγωγιάτης και ο Κωστάκης κατέβαζαν τα πράγματά της.