Παύλος Κάγιος - Μη μ' αφήσεις να χαθώ

Page 1

KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 5

ΠΑΥΛΟΣ Θ. ΚΑΓΙΟΣ

ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΧΑΘΩ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 6

©

Copyright Παύλος Θ. Κάγιος – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5628-1


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 7

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Ψηφίδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Το μέλλον είναι κόκκινο... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29 «Το Αστέρι της Βάσως» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χέρια-εξομολογητήρια... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι επιθμίες μου, το μέλλον μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μυρίζεις Αιγαίο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Θα πάω ως την άκρη του ουρανού; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ακροβάτες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κρεμασμένα σύννεφα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

39 53 67 93 119 127 150

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Μαθαίνουμε τον έρωτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λησμονώντας την αρμονία... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα τείχη μέσα μας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Φωτεινό μονοπάτι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

195 222 259 287


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 8

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Βουίζουν τα όνειρά μου... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα πάντα τίποτα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ήρθα όταν κανείς δεν με περίμενε... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πολυοργανική έκπτωση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το νερό έχει μνήμη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η παράσταση αναβάλλεται... η ζωή συνεχίζεται... . . . . . . . . . . .

333 353 391 429 459 500


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 9

Στο Αστέρι μου Στη μνήμη της μάνας μου


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 10


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 11

Από τη μεταπολίτευση του 1974 και μετά φύγαμε από τα σπίτια μας και ξεχάσαμε να γυρίσουμε πίσω. γΙΩΡγΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 12

«Μη μ ’αφήσεις να χαθώ». Λόγια της μάνας μου προς εμένα στις αρχές Αυγούστου του 2010 όταν ήταν στα τελευταία της στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Λίγες μέρες μετά –21 Αυγούστου– έφυγε από η ζωή στα 86 της χρόνια. Στη μνήμη της αφιερώνω το βιβλίο μου.

Το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι χρονικογράφημα της ελληνικής πραγματικότητας 40 χρόνων – 1973-2013. Όλα τα πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά, οικονομικά γεγονότα που το διατρέχουν είναι αληθινά, αλλά χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της μυθοπλασίας. Το ίδιο ισχύει και για τα πολιτικά, καλλιτεχνικά, δημοσιογραφικά πρόσωπα και έντυπα –ελληνικά και ξένα– που παίζουν στην πλοκή του μυθιστορήματος.


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 13

Ψηφίδες

Όλοι θαυμάζουμε ή απορρίπτουμε ένα ψηφιδωτό έργο. Κανείς δεν ζητάει ευθύνες από τις ψηφίδες που το έπλασαν.

ΑΙ ξΑΦΝΙΚΑ ΧΙΟΝΙΖΕΙ ΧΡΟΝΙΑ... Ο χρόνος τρέχει ανάποδα. Εί-

Κ μαι η ψηφίδα ενός «έργου» που ο χρόνος με ξεκολλάει και με επιστρέφει πίσω, πολύ πίσω, στα πέντε μου χρόνια. Τότε, στα 1960, που άλλοι σμίλευαν τις ψηφίδες μου και αποφάσιζαν πού θα

τις τοποθετήσουν για ν’ αποκτήσω μορφή, περιεχόμενο, αισθήματα, επιθυμίες, χαρές, φόβους. Κλαίω. Είμαι ο μικρός Δημήτρης Πολυζώης. Έχω χάσει τη γιαγιά μου την Ελένη, που μ’ έχει πάρει μαζί της στους δρόμους της ζητιανιάς στο Περιστέρι, μπας και μας λυπηθούν περισσότερο και μας ελεήσουν, βλέποντάς την να σέρνει μαζί της κι ένα μικρό αγοράκι. Η πόρτα μιας πλούσιας μονοκατοικίας ανοίγει, ένας ευγενικός, φαλακρός κύριος με πιτζάμες απλώνει το χέρι και με μαζεύει. «Μην κλαις, Δημητράκη. Η γιαγιά σου θα έρθει, πήγε να μου κάνει ένα θέλημα», μου λέει και με παίρνει στα γόνατά του. Μου βάζει ένα δίφραγκο στην παλάμη, ένα ζαχαρωτό στο στόμα, χαϊδεύει με το δάχτυλό του τα χείλια μου κι αρχίζει να με πασπατεύει. Πλησιάζει στο πρόσωπό μου τη μούρη του, που μυρίζει ρετσίνα, και χώνει τη φαφούτικη γλώσσα του στο στόμα μου – βλέπω τη


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 14



ΠΑΥΛΟΣ Θ. ΚΑΓΙΟΣ

μασέλα του σ’ ένα ποτήρι. Πιάνει το πουλάκι μου και βλέπω το θεόρατο δικό του να πετάγεται από την τρύπα της πιτζάμας του και να χώνεται σαν καυτό σίδερο ανάμεσα στα γυμνά μπουτάκια μου κάτω από το κοντό παντελονάκι. Μετά σκοτάδι... Και το σκοτάδι γίνεται άβυσσος όταν ο χάρος εισβάλλει στο σπίτι μας και αρπάζει τον πατέρα μου τον Μιχάλη. Ήταν ναυτικός κι ένας από τους 273 πνιγμένους του επιβατικού πλοίου «Ηράκλειον», που ναυάγησε στη βραχονησίδα Φαλκονέρα στις 8 Δεκέμβρη του 1966! Μια τραγωδία που έβαψε στα μαύρα όλη την Ελλάδα· που λες και δεν της έφταναν οι αποστασίες του ’65, η διαφθορά των πολιτικών και η ανέχεια του κόσμου, τη χτύπησε κι ο χάρος. Και ακόμα δεν είχε τριτώσει το κακό που της έμελλε: το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967. Μου φαινεται ότι είμαι αόρατος κι ας έχω πάρει 50 κιλά από τα φάρμακα, στη Σωτηρία όπου έμεινα ένα χρόνο φυματικός. Είμαι 14 χρονών – 1969. «Να χαιρετάς, Δημήτρη, τους πεζούς όταν καβαλικεύεις, για να σε χαιρετούν κι αυτοί όταν ξεπεζεύεις.* Μην κοιτάς που βγαίνεις με αναπηρικό καρότσι. Δες πως είσαι σωσμένος. Ποτέ δεν θα σ’ αφήσω να χαθείς. Δεν ξέρω αν το μέλλον είναι γραμμένο ή όχι, αλλά αυτό είναι η ελπίδα για εκείνο που μας λείπει. Μα πρόσεξε, μην αφήσεις το μυαλό σου να νικήσει την καρδιά σου. Η αγάπη είναι η μοναδική αθανασία», μου λέει η μάνα μου, η αγράμματη Βάσω, που σπρώχνει το καροτσάκι, και βγαίνω νικητής στη μάχη με το χτικιό. Δεν υπάρχει ελευθερία μακριά από τη συνομιλία με τα σωθικά μου, τα οράματά μου, τα φαντάσματά μου. Η σιδερένια πόρτα του Πολυτεχνείου έχει ισοπεδωθεί από το τανκ κι εγώ κυνηγημένος κρύβομαι σε μια πολυκατοικία στην οδό Στουρνάρη. Είμαι 18 * Λαϊκή παροιμία που πρωτάκουσα από τη Βάσω Χασούρη στην Πάρο.


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 15

ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΧΑΘΩ



χρονών – 17 Νοεμβρίου 1973. Τότε νιώθω πως μια ζωή θα ’μαι κυνηγημένος. Συναίσθημα που με γεμίζει με γενναίο φόβο. Και με κλειστά μάτια θα βλέπω. Και μια ζωή θα αναζητώ την ελευθερία του μυαλού, της ψυχής, του σώματος. Είμαι 19 χρονών, 1974, σκληρή χούντα Ιωαννίδη, αρχή της παράνομης δράσης μου στην Αριστερά. Η Αστυνομία κάνει έρευνα στο σπίτι για επικίνδυνο υλικό ανατρεπτικής δράσης. Αλλά το σώμα μου καίγεται και από την ηδονή. Μπαίνω σε πορνείο της οδού Ακομινάτου, γιατί ντρέπομαι που όλοι το έχουν «κάνει»... Τελειώνω χωρίς να νιώσω ηδονή. Και πανικοβάλλομαι. Αγαπώ τις καταιγίδες γιατί αγκαλιάζουν τις επιθυμίες μου. Και από μικρός κρυβόμουν όταν έπλενα με δάκρυα τα όνειρά μου και ύψωνα το πρόσωπό μου να στεγνώσουν στον ήλιο, συντροφιά με τις «φωνές» και τα «οράματα» που ήρθαν νωρίς στη ζωή μου. Από τότε με μαγνήτιζαν τα λόγια ο άνθρωπος που έχει ψυχή, δεν έχει ησυχία.* γιατί; Δεν ξέρω. Έτσι νιώθω, λες κι είναι γραμμένο, οι νεραϊδοπαρμένοι να ’ναι της γης οι κολασμένοι. Ζω τη ζωή μου διαρκώς στο μέλλον, που γίνεται «ένα» με το παρελθόν, αλλά σπανίως ακουμπάει στο παρόν και ο χρόνος με επιστρέφει πίσω. Πολύ πίσω. Τότε, φθινόπωρο του 1959. Είμαι η χαριτωμένη, αλλά άλαλη, Αννούλα Δημητριάδη των τεσσάρων χρόνων και η φτώχεια βαράει συνέχεια συναγερμό στο σπίτι μας. Οι γονείς μου ψήνονται από την «άμεπτη» θεούσα του βρεφονηπιακού σταθμού να με δώσουν για υιοθεσία. Χτυπάμε το κουδούνι του πλουσιόσπιτου στην Κυψέλη. Η πόρτα ανοίγει, μα ο πατέρας μου ο Θόδωρος με το που αντικρίζει τους πλούσιους φωνάζει «Όχι, δεν το δίνω το παιδί μου»· με αρπάζει από το χέρι και * Στίχος του Φερνάντο Πεσόα.


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 16



ΠΑΥΛΟΣ Θ. ΚΑΓΙΟΣ

τρεχαλητή μας ακολουθεί η μάνα μου με δάκρυα χαράς. Περιφρονούμε το άγριο παρόν και μπαίνουμε στο αόρατο μέλλον. Η συνάντησή μου μαζί Σου μου έδωσε μέλλον. Με βλέπω λίγο πριν γίνω πέντε χρονών – 1960. Δεν έχω καταφέρει να αρθρώσω καθαρά μια λέξη. Ακόμη και η χαρά του πατέρα μου, που «ξεχνάει» την εξορία του όταν στις εκλογές του 1958 η Αριστερά βγήκε αντιπολίτευση, τσακίζεται από το ανελέητο κυνήγι της κυβέρνησης Καραμανλή. Αποκαρδιωμένη η μάνα μου η Ειρήνη με τάζει στην εκκλησία του Χριστού στα Σπάτα. Περνάει από πάνω μας η θαυματουργή εικόνα. Και ξαφνικά σαλεύουν για πρώτη φορά τα χείλια μου. «Εδώ θέλω να μείνω», λέω πεντακάθαρα, αλλά η μάνα μου δεν ακούει τον παππά, που τη συμβουλεύει να με αφήσει εκεί για λίγο, φοβάται μη γίνω καλόγρια, με παίρνει και φεύγουμε. Μα δεν προλαβαίνει να χαρεί το θαύμα, έξι μήνες μετά πεθαίνει, και με αναλαμβάνει η γιαγιά μου η Παναγιώτα. Στα εφτά μου χρόνια τη χάνουμε κι αυτή. Τότε, ο πατέρας μου ορκίζεται να μη μ’ αφήσει λεπτό σε ξένα χέρια. Και μου αφοσιώνεται. γίνεται ο ήρωάς μου. Από κείνα τα χρόνια Κατοικείς μέσα μου, τα κουβάρια της ψυχής μου Εσύ τα λύνεις. Αλλιώς, τον κόσμο τον βλέπω πάντα αλλιώς, και δεν με νοιάζει που μου ξεφεύγει το νόημά του. Μου αρκεί που τον αισθάνομαι με την αφή μου. 22 Σεπτεμβρίου 1971. Έχω πάει φαγητό στον πατέρα μου, που πουλάει στραγάλια με καρότσι έξω από τη Μητρόπολη. «114», «Αθάνατος», «Ελευθερία», φωνάζει το πλήθος. Και βλέπω μια κηδεία –«ενός ποιητή Σεφέρη, που ’χε πάρει κάποιο βραβείο Νόμπελ...», μουρμουρίζει ο πατέρας μου– να διαλύεται από την Αστυνομία. «Κάνε ότι είσαι πελάτισσα», μου φωνάζει ο πατέρας μου, ενώ μπερδεύεται με το ανταριασμένο πλήθος για να μην τον βουτήξει η Αστυνομία. Εγώ τα χάνω, με συλλαμβάνουν ως «μικροπωλητή» και με σέρνουν στο κρατητήριο! Εκεί, μέχρι να εμφανιστεί ο


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 17

ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΧΑΘΩ



πατέρας μου και να πάρει τη θέση μου, μιας κι ήμουν ανήλικη, απλώθηκαν για πρώτη φορά τα σεντόνια του νου μου στο αύριο της ζωής μου και πάνω τους ορκίστηκα να είμαι πάντα με το δίκιο, που άναψε τις φλόγες του μέσα μου όταν ξέσπασαν τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Και αμέσως μετά, όταν βγήκα στην παρανομία ακολουθώντας τη μαχόμενη Αριστερά, πάντα οδηγός μου ήσουν, και θα είσαι, Εσύ. Σε ρετιρέ κατοικούν τα μυαλά όσων θέλουν να επικοινωνούν με τον ουρανό, μα πού να βρεις εν ζωή συγκάτοικο εκεί πάνω, να ζωντανέψουν στο πρόσωπό του οι αλήθειες σου; Κι ήρθε στα δεκάξι μου μια απόρριψη σοκ που με αιχμαλώτισε χρόνια. Μέχρι τότε, δεν ένιωθα να με τραβάνε τα αγόρια, αλλά μ’ έτρωγε η περιέργεια να μάθω «πώς είναι» το σεξ. Δεν είχε φανεί ακόμα στη ζωή μου ο Δημήτρης, όταν ένα βράδυ του Μάη μου καρφώθηκε η ιδέα ν’ απαλλαγώ από την παρθενιά μου. Ακολούθησα σε μια οικοδομή το φίλο μου τον Θωμά, ένα ντερέκι από τη γειτονιά. Πότε μπήκε μέσα μου, πότε «τελείωσε» ούτε που κατάλαβα. Καμιά ευχαρίστηση, μόνο πόνος και τα αγκομαχητά του, και η πλάτη του που ξεμακραίνει χωρίς να μου πει ούτε ένα «αντίο». Αυτή η σκιά της σκοτεινής γυρισμένης ανδρικής πλάτης, που με απορρίπτει, καταπλακώνει τα σωθικά μου, λιποθυμώ. Μα προλαβαίνω και ρίχνω τις ασφάλειες της ψυχής μου για να μην καεί... Τόσο χτυποκάρδι για να συναντήσω μια σκοτεινή γυρισμένη ανδρική πλάτη; Τόσο παγωμένος σαν θάνατος είναι ο έρωτας; Κι όμως, εγώ θέλω να ορκιστώ σ’ αυτόν. Θέλω ν’ ανήκω στο μέλλον. Δεν θα αφήσω το φόβο να μπει στο αίμα μου. Τη ζωή μου και τα μάτια μου. Εγώ είμαι το όνειρο. Οι άλλοι το ταξίδι... Κοιτάζω το χριστουγεννιάτικο δέντρο ανόρεχτα. «Αναστάσιε, έλα γρήγορα να ρουφήξεις το αβγό σου», φωνάζει


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 18



ΠΑΥΛΟΣ Θ. ΚΑΓΙΟΣ

η μαμά και μόνο στην ιδέα της μύξας του ωμού αβγού μου ’ρχεται να ξεράσω. 1960, στο Μαρούσι. Είμαι πέντε χρονών. Είμαι συννεφιασμένος γιατί δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό το, «οι γονείς του μικρού χωρίζουν», που κρυφάκουσα να λέει η υπηρέτριά μας σε μια φίλη της, αλλά έβαλα τα κλάματα, γιατί ένιωσα πως θα τους χάσω και τους δύο. Μεγαλώνω σ’ ένα σπίτι που όλοι μιλάνε με το «σεις» και το «σας», στον πληθυντικό. «Μαμά, με αφήνετε να πάω να παίξω;» «Μπαμπά, μπορείτε αύριο να περάσετε από το σχολείο να πάρετε τους βαθμούς μου;» Και πάει λέγοντας... «Μπράβο, Αναστάσιε Φεγγόπουλε», με συγχαίρει η δασκάλα της έκτης Δημοτικού για την έκθεση που έγραψα –με υποβολέα τον πατέρα μου– για τη σωτήρια Επανάσταση της 21ης Απριλίου του1967, αλλά ξεπλυμένα μου φαίνονται τα βλέμματα των συγγενών μας, που με βάζει η μαμά να τους διαβάσω την έκθεση. Λες να πλύθηκαν κι αυτά στο πλυντήριο που έχει φέρει ο παππούς μου ο καπετάνιος; Ο παππούς, που με συνοδεύει το 1971 στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στην «Αρετή των Ελλήνων». Φλεβάρης του 1973. Σε λίγους μήνες θα γίνω 18 χρονών. Ο γιώργος, ένας φίλος από το φροντιστήριο, που συνέχεια είναι απορροφημένος σε μη σχολικά βιβλία –«είναι ποιήματα και λογοτεχνία», μου λέει–, προτείνει να πάμε να δούμε τους φοιτητές που έχουν κλειστεί στη Νομική. Τον ακολουθώ. Οι σκαρφαλωμένοι στην ταράτσα της Νομικής φυσάνε αέρα στην ψυχή μου. γυρίζουμε στο Μαρούσι και πηγαίνουμε στο σπίτι του να διαβάσουμε. «Θα σου δείξω κάτι σούπερ, οι δικοί μου λείπουν», μου ψιθυρίζει συνωμοτικά. ξαπλώνουμε μπροστά από τον καναπέ. Η τηλεόραση παίζει τον «Άγνωστο πόλεμο» και ο γιώργος μου πασάρει κατάμουτρα το Καρδιοχτύπι, ενώ βγάζει το «πράμα» του, το


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 19

ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΧΑΘΩ



παίζει και ξεκουμπώνει τα κουμπιά του δικού μου παντελονιού, απελευθερώνοντας και τον δικό μου σηκωμένο ανδρισμό, που τον πιάνει και τον συγκρίνει με τον δικό του. Κλαίω. Χριστέ μου, πώς πονάω. Μου φαίνεται απίστευτο πως ο γιώργος είναι ένα από τα παιδιά που σκοτώθηκαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου! Περπατάω στους δρόμους και παραμιλάω. Το βράδυ δεν επιστρέφω στο σπίτι. Η ζωή μου αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη. Θέλω να πάρω εκδίκηση. Ορκίζομαι να κάνω τη δική μου επανάσταση. Να ρίξω μαύρη πέτρα στην αγία οικογένειά μου. Το έχω σκάσει από το σπίτι και από το χωριό μου, έξω από την Πάτρα. Ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν ποτέ δικά μου. Φτάνω στην Αθήνα. Κοιμάμαι σε οικοδομές. Το όνομά μου είναι Κανέλος – χωρίς επίθετο. Λάκη με φωνάζουν οι φίλοι – καλύτερα οι «γνωστοί» να πω, γιατί φίλοι δεν υπήρξαν ποτέ. Η μάνα μου και ο πατέρας μου –ας τους πω έτσι για να συνεννοούμαστε– δυάρα δεν δίνουν για μένα. «Μας έχεις κουράσει», έλεγαν συνεχώς. Κι εγώ το ’σκασα για να τους κάνω το χατίρι, να τους απαλλάξω από μένα. Κι εμένα απ’ αυτούς. Στα έξι μου –το 1964– είδα τη νεογέννητη αδελφούλα μου πεθαμένη, κι άκουσα τους γονείς να μου λένε «εσύ φταις». Είχαν φύγει για να μαζέψουν ελιές και με άφησαν να προσέχω το ασαράντιστο βρέφος. Εγώ το παράτησα κατουρημένο και παγωμένο στο εξίσου παγωμένο σπίτι και βγήκα να παίξω με τις συμμορίες των αγοριών, ώσπου αυτό πνίγηκε από το κλάμα και το βήχα – «και σώθηκε απ’ αυτόν τον κόσμο», θα ’λεγα εγώ. Στα δέκα μου –το 1968 που ’ταν στις... δόξες της η Χούντα– έκλεψα για πρώτη φορά. Οι γονείς μου με πήγαν σηκωτό στους χωροφυλάκους και με την υπογραφή τους με κλείσανε ένα χρόνο σε αναμορφωτήριο.


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 20



ΠΑΥΛΟΣ Θ. ΚΑΓΙΟΣ

Στα 16 μου τώρα, το 1974, φτάνω σκαστός στην Αθήνα. Στην οικοδομή που κοιμήθηκα χτες, έχουν βάλει απόψε λουκέτο. Βρίσκω καταφύγιο σ’ έναν κάδο σκουπιδιών, είναι ζεστά εκεί μέσα, καθώς είναι γεμάτος χαρτιά και κούτες που κόβουν το κρύο. Μα κι απ’ εδώ τινάζομαι στον ύπνο μου από δαιμονισμένο θόρυβο, και στο τσακ προλαβαίνω να πηδήξω στην άσφαλτο την ώρα που οι σκουπιδιάρηδες πιάνουν τον κάδο να τον αδειάσουν –κι μένα μαζί– στην αλεστική φαγάνα του σκουπιδιάρικου. Είμαι τυχερός, ρε πούστη μου, τελικά! γεννήθηκα με αστραπές τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου του 1950, γι’ αυτό με βαφτίσανε Ελευθερία –Μοναστηριώτη το επίθετο–, από το «ελευθερία ή θάνατος» της επανάστασης του 1821. «Αστραπογεννημένη», είπε η γιαγιά μου, «λάμψεις θα σκορπά στο πέρασμά της». Και οι γονείς μου –κι εγώ πολύ περισσότερο– την πιστέψαμε. Έτσι έγινα πρώτη στο Δημοτικό, πρώτη στο γυμνάσιο, πρώτη στο Πανεπιστήμιο, πρώτη στον αγώνα. Πρώτη και παρθένα στις φυλακές της Χούντας. Εκεί στις φυλακές απαλλάχτηκα από την παρθενιά μου, από ένα παλληκάρι που καθάριζε τις φυλακές και τον έπεισα να με βοηθήσει ν’ αποδράσω. Η πιο γενναία πράξη της ζωής μου. Κι ας με συνέλαβαν μετά από λίγο. Δεν ξεχνώ. Μόνο έτσι υπάρχω. ξέρω. Μια χούφτα «μαλλιάδες» ήταν αυτοί που αντιστάθηκαν στην 21η Απριλίου, κι αυτοί που μου κόλλησαν το παρατσούκλι «ηρωίδα της Χούντας» έκαναν αντίσταση εκ του ασφαλούς – από το εξωτερικό. Ένας τίτλος τιμής για μένα, που μετά τη μεταπολίτευση, το 1974, θα με συνοδεύει παντού. Κι ύστερα από λίγο θα με καταδυναστεύει. για όλη μου τη ζωή;


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 21

ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΧΑΘΩ



Με λένε Πέτρο γεωργιάδη. Κι όταν νιώθω να ξανάρχονται παιδικές αναμνήσεις –μυρωδιές της Πόλης που ’ναι θαμμένες στα κατάβαθα της ψυχής μου–, τις καλοπιάνω, δεν τις αφήνω να βρυκολακιάσουν, να μου πιουν το αίμα. Κωνσταντινούπολη 1963. Είμαι δέκα χρονών. Μου αρέσει το σεργιάνι. Μόλις έχω βγει από το Πατριαρχείο. Αφού προσκύνησα, νιώθω απαλλαγμένος από τις ενοχές κι έτοιμος για ζαβολιές. Τρυπώνω στην τελευταία ανακάλυψή μου, ένα ερειπωμένο σπίτι, που από μια κλειδαρότρυπά του μου ’ρχεται «πιάτο» μπροστά μου το δωμάτιο του διπλανού λαϊκού ξενοδοχείου. Ακούω αγκομαχητά, βλέπω ένα άντρα πεσμένο πάνω σε μια γυναίκα. Αμέσως μετά αυτή βάζει τα κλάματα –τα νιώθω ψεύτικα, όπως κλαίω κι εγώ για να μου κάνουν τα χατίρια οι γονείς μου–, θρηνεί την παρθενιά της, του ζητάει «να βάλουμε στεφάνι» και καταλαβαίνω ότι είναι Ρωμιοί. «γιαρντίμ, γιαρντίμ» –«βοήθεια»– ακούω στα τουρκικά εκεί στη θάλασσα του Μαρμαρά. Βουτάω και σώζω τη μικρή Τσεσμέ. Αυτή είναι 10, εγώ 12 χρονών. Είμαστε όμως στα 1965 και δεν προλαβαίνω να ζήσω τον πρώτο έρωτά μου. Τα γεγονότα στην Πόλη έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ο εθνικισμός και το θρησκευτικό μίσος βάζουν την οικογένειά μου σ’ ένα καράβι. Κλαίω που χάνω την Τσεσμέ, τον πρώτο μου έρωτα. Νιώθω ότι τη χάνω για πάντα. Έτσι μαθαίνω από μικρός να δέχομαι το χωρισμό και ορκίζομαι: Εγώ θα ορίζω τη μοίρα μου, όχι αυτή εμένα! Αθήνα, 1971. Η πλειονότητα των ανθρώπων γύρω μου κοιμάται με χορτάτο στομάχι – «για πρώτη φορά από την εποχή του Εμφύλιου», κομπάζει ο μπαμπάς κι εγώ τον μισώ που ’ναι με τη Χούντα. Προς το παρόν, πάντως, και ανήμερα της γιορτής μου, με μυεί στα μυστικά του έρωτα η 40άρα κυρία Πόπη, η καθηγήτρια στο φροντιστήριο για τη Νομική. Δεν ξεπαρθένεψε μόνο το σώμα μου, μου αποκάλυψε τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής και πα-


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 22



ΠΑΥΛΟΣ Θ. ΚΑΓΙΟΣ

ράλληλα έδωσε στόχο στο οργισμένο βλέμμα μου. Μου πάσαρε κρυφά το Αλφαβητάρι του Κομμουνισμού και μ’ έκανε «επιρροή» στο «κόμμα του λαού». Μα το σπουδαιότερο: με βύθισε στα πιο βαθιά νερά του έρωτα και μ’ έμαθε να βγαίνω σωσμένος όταν ο έρωτας τελειώνει. γιατί αυτός πάντα τελειώνει. Από μικρό, πέντε χρονών κοριτσάκι το 1963, ήμουν «η ωραία Ελενίτσα». Μεγάλωσα σε μονοκατοικία στη Θεσσαλονίκη, μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Η μαμά μού άλλαζε συνέχεια φορέματα και χτενίσματα. Μπαμπά δεν είδα ποτέ. «Ταξιδεύει», μου έλεγε η μαμά, ώσπου άκουσα στη γειτονιά, και θύμωσα, πως το επίθετό μου –γρηγοροπούλου– «είναι το πατρικό της μάνας της, δεν έχει μπαμπά το πουτανάκι». Ο έρωτας αναστατώνει το κεφάλι μου από το Δημοτικό κι όλα τα αγόρια με χουφτώνουν... Τι περίεργο όμως, στην πρώτη γυμνασίου αισθάνομαι πως ο έρωτας θα με παιδεύει πολύ στη ζωή μου, γι’ αυτό και ως χίπισσα στα εφηβικά μου χρόνια πάω να τον βρω στα Μάταλα... Φέτος, αρχές του 1974, έχουμε μετακομίσει στην Αθήνα. Θα τελειώσω το γυμνάσιο και θα δώσω για φιλόλογος, αλλά ο έρωτας πουθενά – άραγε θα μείνω στο ράφι; Όλα τ’ αγόρια θέλουν μόνο να μου «το κάνουν». Εγώ δεν ανοίγω τα πόδια μου, τ’ αφήνω, απλώς, να με χαϊδεύουν... Και δεν μου φτάνει η αγωνία του έρωτα, έρχεται και η πολιτικοποίηση. «Πάνω απ’ όλα ο αγώνας», μου ψιθυρίζουν συνωμοτικά όλα τ’ αγόρια, που τελειώνουν «απέξω μου», πλέον, και φεύγουν τρέχοντας. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι φταίει, ώσπου μπαίνω στο νόημα: αφού όλοι οι ωραίοι, στιβαροί και δίκαιοι είναι φλογεροί επαναστάτες, γίνομαι κι εγώ αριστερή. γιατί, διαφορετικά, πού αλλού να βρω αγόρι; Αριστερός, άραγε, γίνεσαι ή γεννιέσαι;


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 23

ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΧΑΘΩ



«Τι είναι η αγωνία του ανθρώπου για το επίγειο μέλλον; Μια συνήθεια που μαθαίνεται. Μέχρι να πεθάνει και να πετάξει στην αιωνιότητα των ουρανών», έλεγε ο θεολόγος καθηγητής της πρώτης γυμνασίου και συμπλήρωνε απευθυνόμενος σ’ εμένα: «γι’ αυτό, Στέργιε Στασινάκη, μη χαζεύεις αλλού, έχε το νου σου στο μάθημα, αν θέλεις να προκόψεις». Ρόδος, 1965. Κι εγώ τρέχω, τρέχω, τρέχω. Να ξεφύγω από τη «χρυσή μετριότητα». Ευτυχώς, βλέπω στην πρώτη γυμνασίου να θεριεύει το μπόι μου και το πουλί μου στα σκέλια μου και να ’ρχομαι πρώτος στην τάξη μετρώντας τα και τα δύο – το δεύτερο, με τ’ αγόρια στις τουαλέτες. Αλλά δεν μου φτάνουν μόνο αυτά τα δύο. Κι εκεί στις μέρες του Πολυτεχνείου, πρωτοετής στην Ιατρική, ανοίγεται μπροστά μου η ουσία της ζωής! Από τη μία η Δημοκρατία και από την άλλη η ζωή που θα δίνουν τα χέρια μου σε πονεμένες καρδιές στο χειρουργείο. γεννήθηκα στο βουνό, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, το 1946, γι’ αυτό οι γονείς μου με βάφτισαν Άρη –γιαννίδης στο επίθετο– στη μνήμη του Βελουχιώτη. Με μεγάλωσε η θεία μου η Τασία. Οι γονείς μου ήταν εξορία. Θυμάμαι το κλάμα που έριξε η θεία μου όταν δολοφόνησαν «τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο». Στην αρχή τρομοκρατήθηκα, γιατί νόμιζα ότι έκλαιγε τον πατέρα μου, που τον είχα στο παιδικό μου μυαλό από μια φωτογραφία του μ’ ένα γαρύφαλλο. Πρώτη φορά είδα τους γονείς μου όταν πήγα στην πρώτη Δημοτικού, το 1953, τότε που έκλεισαν τα μεγάλα τα ξερονήσια με τους πολιτικούς εξόριστους. «114» φωνάζουν οι φοιτητές κι εμένα μ’ έχει κουβαλήσει ο πατέρας μου στο γραφείο του, στην οδό Πατησίων, για να μου μάθει από μικρό τα «μυστικά της δουλειάς» του. Ήταν εργολάβος, έχτιζε πολυκατοικίες. Και στις αρχές του ’60 ο Καραμανλής άλλα-


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 24



ΠΑΥΛΟΣ Θ. ΚΑΓΙΟΣ

ζε τα φώτα στην Αθήνα. Ήθελε να την κάνει Ευρώπη, να μη θυμίζει σε τίποτα το αμαρτωλό και φτωχικό παρελθόν της. «Εμένα μ’ έφαγαν οι ιδέες μου», έλεγε ο πατέρας μου, «αλλά δεν έσκυψα το κεφάλι, δέχτηκα την ήττα και ακολούθησα τη ζωή». Μπήκα στο Πολυτεχνείο το ’65, τότε που δολοφονήθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας. Βγήκα κι εγώ στους δρόμους και φώναξα το «114», χωρίς να το μάθουν στο σπίτι μου. Πλακώνει η Χούντα της 21ης Απριλίου και επαναλαμβάνεται η ιστορία των γονιών μου. Με «φακελώνουν», με κυνηγούν. Καταφέρνω όμως το 1973, τη χρονιά του Πολυτεχνείου, όχι μόνο να το τελειώσω, αλλά να πάω για μια περίοδο και στην Ιταλία για μεταπτυχιακά πάνω στην πολεοδομία. «Δοχεία ζωής» είναι για μένα η αρχιτεκτονική, όπως ορίζει κι ο δάσκαλος – πρότυπο και συνονόματός μου– Άρης Κωνσταντινίδης. Έτσι το Πάσχα του 1974 βγαίνω με δύναμη στην πιάτσα. Πού θα πάει, θα καταφέρουμε να διασώσουμε στην Αθήνα ό,τι δεν πρόλαβε να καταστρέψει ο Καραμανλής και η Χούντα, που λίγα είναι τα ψωμιά της... Έχουμε οράματα, προγράμματα, σχέδια. Η αλήθεια είναι με το μέρος μας. Θα κατακτήσουμε το μέλλον. Εγώ δεν έχω γεννηθεί ακόμα, δεν είμαι ούτε καν ιδέα στο μυαλό του μπαμπά μου, του Άρη. Φτάνει σε λίγο η μεταπολίτευση του 1974. Μετά από ένα χρόνο θα έρθω στη ζωή και από τους περισσότερούς σας θα έχω, πάνω κάτω, είκοσι με τριάντα χρόνια διαφορά. Κι όταν φτάσω στην ηλικία που είστε τώρα εσείς, θα ζω στον κόσμο που θα μου έχετε φτιάξει. Πώς θα είναι; Κανείς δεν ξέρει. Εύχομαι να μην αναγκαστώ να πω: «Και βλέπω τώρα την ουσία. Στις σχέσεις μόνο η απουσία». Θα μου δώσουν ένδοξο όνομα, φορτωμένο μεγαλείο αρχαιοπρέπειας, αλλά εγώ θα νιώθω ως Κανένας. Όχι, όμως, όπως ο


KAGIOS_DDD_Layout 1 15/10/13 11:18 π.μ. Page 25

ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΧΑΘΩ



παμπόνηρος Κανένας της Οδύσσειας του Ομήρου, αλλά ο Κανένας της ζωής. Ο Κανένας που θα αιωρείται στο πουθενά. Ο Κανένας που κανέναν δεν θα θέλει να κρίνει από φόβο μην επαναλάβει τόσο τα δικά σας λάθη, όσο και των προηγούμενων γενιών. Δεν θα σας βολέψω, να γίνω ο κριτής σας. Θα είμαι, απλώς, η πεπερασμένη συνέχειά σας. Χωρίς ιδανικά. Από τον ουρανό θα με περιμένετε, αλλά εγώ θα τρυπώσω από την κλειδαρότρυπα της συνείδησής σας, όταν εσείς θα την έχετε απαρνηθεί. Από σας, το ξέρω, δεν θα καταφέρω ν’ απαλλαγώ, γιατί όλες οι ανθρώπινες σχέσεις –επαγγελματικές, ερωτικές, αίματος, φιλικές, γενεών– είναι σχέσεις συμφέροντος. Άντε, λοιπόν, ξεκινήστε...


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.