Εδγάρδο Κοζαρίνσκι - Μακριά από πού

Page 1

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 5

ΕΔΓΑΡΔΟ ΚΟΖΑΡΙΝΣΚΙ

ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΠΟΥ

O

Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ

ΤΑΣΟΣ ΨΑΡΡΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής ενίσχυσης μεταφράσεων «Sur» του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων, Διεθνούς Εμπορίου και Πολιτισμού της Δημοκρατίας της Αργεντινής. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Edgardo Cozarinsky, Lejos de dónde

Copyright by Edgardo Cozarinsky, 2009. First published in Spanish language by Tusquets Editores, Barcelona 2009 © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2009 ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5269-6


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 7

ΠΕΡΙΕχΟΜΕΝΑ

1. Ιανουάριος 1945 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9

2. Νοέμβριος 1948 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

39

3. Αύγουστος 1960 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

69

4. Φεβρουάριος 1977 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

97

5. Δεκέμβριος 2008 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 133


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 8


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 9

[ 1 ]

Ιανουάριος 1945 Our interest’s on the dangerous edge of things – The honest thief, the tender murderer...* ROBERT BROwNINg, «Bishop Blougram’s Apology»

* Το ενδιαφέρον μας κινεί η επικίνδυνη πλευρά των πραγμάτων – Ο τίμιος κλέφτης, ο τρυφερός φονιάς... (Σ.τ.Μ)


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 10


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 11

Τρωδιά που χρόνια αργότερα, στην άλλη μεριά του Ατλαντι-

κού, σ’ ένα άλλο ημισφαίριο, θα έμενε στη μνήμη της. Πριν ακόμη ανοίξει τα μάτια, αυτή η θερμή ανάσα τής επανέφερε όλα όσα ο ύπνος είχε αναστείλει: μούδιασμα, πόδια και πέλματα παραλυμένα από το κρύο. Είχε κοιμηθεί τυλιγμένη με τη βαριά στρατιωτική χλαίνη· είχε σκεπαστεί με μουσαμάδες και λινάτσες που είχε βρει σε μια γωνιά της παράγκας, και η εξάντληση που την είχε αμέσως καταβάλει ανέστειλε επίσης την αηδία για τη μυρωδιά και τη βρόμα που είχαν πάνω τους αυτά τα κουρέλια. Και τώρα η ανάσα ενός ζώου την ξυπνούσε, κι ήταν η ζεστασιά της αυτό που την επέστρεφε σ’ εκείνο το χιονισμένο τοπίο που λίγες ώρες ύπνου τής είχαν επιτρέψει να ξεχάσει. Άνοιξε τα μάτια χωρίς να κουνηθεί. Το γουρούνι την κοίταζε προσηλωμένα. Είχε κοκκινωπό τρίχωμα και κοντανάσαινε. Πλησίαζε τη μουσούδα του για να τη μυρίσει: πρώτα το πρόσωπο, έπειτα τα μαλλιά· στο τέλος απομακρύνθηκε και βγήκε στον ανοιχτό αέρα. Εκείνη ανασηκώθηκε. Η ξύλινη πόρτα της παράγκας είχε μείνει μισάνοιχτη· είδε ξανά, τώρα κάτω από τον αδύναμο, διστακτικό ήλιο ενός πρωινού του Γενάρη, το λαμπερό χιόνι, και πάνω του τα χνάρια του γουρουνιού που χάνονταν ανάμεσα στους άσπρους κορμούς των σημύδων, και σ’ αυτά τα χνάρια κόκκινες, σκούρες κηλίδες αίματος. Πέταξε στη μια μεριά τα κουρέλια, τη λινάτσα με την οποία είχε σκεπαστεί, και σηκώθηκε. Μισάνοιξε τη χλαίνη, κατέβασε τα εσώρουχα μέχρι τους αστραγάλους, κάθισε ανακούρκουδα και κατούρησε. Ανακουφισμένη, έριξε στην πλάτη το σακίδιο

11

ην ξύπνησε ένα ζεστό φύσημα στο πρόσωπο, μια έντονη μυ-


12

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 12

και βγήκε στον παγωμένο αέρα του δάσους. Βύθιζε με προσοχή τις μπότες της στο χιόνι, αποφεύγοντας την πάχνη που υπήρχε χαμηλά γύρω απ’ τα δέντρα. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρήκε σωριασμένο, ασθμαίνοντας ακόμη αλλά πλέον χωρίς τη δύναμη να απομακρυνθεί, το κόκκινο γουρούνι· το ένα του πλευρό ήταν ξεσκισμένο από μια δαγκωνιά. Πολύ περίεργο, θα σκεφτόταν χρόνια αργότερα, όταν αυτή η εικόνα θα την επισκεπτόταν με μεγαλύτερη επιμονή απ’ οποιαδήποτε άλλη: οι γκρίζοι λύκοι δεν αφήνουν τη λεία τους να ξεφύγει πριν την αποτελειώσουν. Το γουρούνι έσκουζε. Ένα ένστικτο συμπόνιας την έκανε να βγάλει από τη ζώνη το προβλεπόμενο μαχαίρι, αλλά δίστασε να το χρησιμοποιήσει για να ανακουφίσει το ζώο που αγωνιζόταν να κρατηθεί στη ζωή. Τελικά απομακρύνθηκε. Ήθελε να φτάσει στο ποτάμι πριν νυχτώσει και δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν. Το ποτάμι ήταν παγωμένο και στο στενότερο σημείο του φαινόταν ότι θα μπορούσε κανείς να το διασχίσει με μερικές δρασκελιές. Εκείνη όμως κουβαλούσε καμιά εικοσαριά κιλά φορτίο ραμμένο στη φόδρα της χλαίνης, που ήταν ήδη βαριά από μόνη της, κι ένα σακίδιο στον ώμο. Πέταξε μια πέτρα στη λεία, αστραφτερή επιφάνεια· παρόλο που έκανε γκελ χωρίς να σπάσει τον πάγο πριν μείνει ακίνητη, δεν πείστηκε. Έψαξε με το βλέμμα κάποια γέφυρα. Μακριά, κοντά στην πόλη, σ’ ένα πιο πλατύ σημείο του ποταμού, διέκρινε τη μαύρη, τσουρουφλισμένη σκιά μιας γκρεμισμένης γέφυρας, σίγουρα ανατιναγμένης κατά την υποχώρηση: μολονότι τα κομμάτια της βυθίζονταν στον πάγο, φαινόταν ότι θα μπορούσε κανείς, πιασμένος από πάνω τους, να διασχίσει το ποτάμι χωρίς να πατήσει στην επισφαλή επιφάνεια. Κατευθύνθηκε προς εκείνα τα συντρίμμια. Ξεφτισμένες, μαυρισμένες πινακίδες από σμαλτωμένο μέταλλο ανακοίνωναν ακόμα τις παλιές ονομασίες, καταργημένες σήμερα, της πόλης: Τσιέσιν από την πολωνική πλευρά της γέφυρας, Τσέσκι Τέσιν από την τσέχικη πλευρά, διαγραμμένες και οι δύο με μια χοντρή μαύρη γραμμή: πιο ψηλά, μια άλλη πινακίδα, πρόσφατη, ακόμα γυαλιστερή παρά τις τρύπες από τις σφαίρες, ανακοίνωνε τη γερμανική ονομασία της πόλης, Τέσεν, και σε μια γωνία ο αυτοκρατορικός θυρεός και η θριαμβική επιγραφή:


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 13

* Γερμανικά στο κείμενο: Γυναίκα που υπηρετούσε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί με καθήκον την περιφρούρηση της τάξης. (Σ.τ.Μ.)

13

Deutsche Reich. Αλλά εκείνη δεν έδωσε προσοχή σ’ αυτές τις πληροφορίες· τις κατέγραψε στη μνήμη της χωρίς να σκεφτεί ότι χρόνια αργότερα θα τις θυμόταν ως ενδεικτικά στοιχεία της ιστορικής στιγμής που είχε ζήσει. Τότε το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να φτάσει σ’ έναν προορισμό: στην Οστράβα, απ’ όπου πιθανόν να αναχωρούσαν ακόμα τρένα, τρένα στα οποία, δείχνοντας την άδεια διέλευσής της, η οποία την ανέφερε ως Aufseherin* στην πειθαρχική υπηρεσία του Ράιχ, δεν θα της αρνιόντουσαν μια θέση με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά, στο Μπρνο, απ’ όπου δεν θα δυσκολευόταν να φτάσει στη Βιέννη. Ο κεντρικός δρόμος, ή μάλλον αυτός που υπέθεσε ότι ήταν κεντρικός από το πλάτος του, από τα δημόσια κτήριά του με τα περιζώματα και τους άτλαντες που η καπνιά είχε εξευγενίσει, από τα μαγαζιά του που ήταν οχυρωμένα πίσω από ρολά, με τις τυφλές βιτρίνες και τις σβηστές ηλεκτρικές ταμπέλες, ίχνη μιας παρελθοντικής, ανεσταλμένης δραστηριότητας, ήταν έρημος. Προχώρησε από το δρόμο μέσα σε μια ησυχία που δεν περίμενε να συναντήσει σε πόλη. Ένα πυρπολημένο τραμ κειτόταν πάνω στις ράγες του, ανήμπορο και ασήμαντο, όπως ο σκελετός κάποιου προϊστορικού ζώου· στη μία του πλευρά παρέμενε κολλημένη, ακόμη αναγνώσιμη, μια αφίσα της οπερέτας Das Land des Lächelns, που παιζόταν, ή είχε παιχτεί, ενδεχομένως μέχρι πρόσφατα, στο δημοτικό θέατρο. (Η χώρα του μειδιάματος: χρόνια αργότερα αυτός ο τίτλος θα της φαινόταν ειρωνικός γι’ αυτό το μέρος κι αυτή την εποχή: τη στιγμή που τον διάβασε δεν την έκανε να χαμογελάσει.) Μακριά, σε κάποιο προάστιο, ξεπρόβαλλαν καμινάδες εργοστασίων, αλλά καθόλου καπνός· μόρια άνθρακα αιωρούνταν ωστόσο στον αέρα: κατακάθονταν χωρίς να καταφέρνουν να αφήσουν μουντζούρες στο χιόνι, μάλλον διαλύονταν προσδίδοντάς του μια ανθρακί απόχρωση. Έψαχνε κάποια πινακίδα που να δείχνει το δρόμο για τον σιδηροδρομικό σταθμό, αν και άρχιζε να υποπτεύεται ότι κανένα τρένο δεν αναχωρούσε πια από την πόλη. Πίσω από ένα παρά-


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 14

14

θυρο δευτέρου ορόφου είδε ένα κοριτσάκι με το βλέμμα χαμένο κάπου μακριά· του χαμογέλασε και το χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού· δεν υπήρξε απάντηση, και παρατηρώντας το πιο διεξοδικά αντιλήφθηκε ότι τα μάτια του ήταν σκεπασμένα με μια ασπριδερή μεμβράνη.

Κρύωνε. Έτρωγε μόνο, πειθαρχημένα, ένα κομματάκι τη μέρα από τη βιταμινούχα σοκολάτα που προοριζόταν για τους στρατιώτες που καθάριζαν τους θαλάμους αερίων από τα υπολείμματα. Είχε αφήσει τα γραφεία διοίκησης του στρατοπέδου το πρωί της 25ης Δεκεμβρίου, ενώ οι λιγοστοί αξιωματικοί που δεν το είχαν εγκαταλείψει κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου ανάμεσα σε ρεψίματα που μύριζαν σναπς, κάτω από χριστουγεννιάτικα στολίδια που είχαν φτάσει μία εβδομάδα πριν από το Βερολίνο, πλεγμένες λωρίδες χρυσόχαρτου για να τις απλώσουν ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων, γιρλάντες από τεχνητό γκι (Kunststoff) με κόκκινα μούρα για να τις κρεμάσουν στις πόρτες, χρωματιστά λαμπιόνια που είχαν εκραγεί εξαιτίας των διακυμάνσεων της τάσης του ρεύματος στις πρίζες του στρατοπέδου. Εβδομάδες πριν είχε ακούσει τις πρώτες φήμες για την προέλαση του Κόκκινου Στρατού. «Πριν σε σκοτώσουν, θα σε βιάσουν δεκάδες κομμουνιστές και Εβραίοι», της είχε ψιθυρίσει στο αυτί γελώντας ο δεκανέας Γκρούντκε· «φαντάσου τη μυρωδιά...» Όπως είχε μάθει να κάνει πάντα όταν μια κουβέντα μπορούσε να τη βάλει σε κίνδυνο, παρέμεινε σιωπηλή· ούτε χαμογέλασε ούτε έδειξε φόβο. Ήξερε ότι ο δεκανέας είχε τα κλειδιά της αποθήκης όπου, ανάμεσα στους σάκους από λινάτσα στους οποίους φυλούσαν τα μαλλιά που προορίζονταν για ένα εργοστάσιο περουκών και ποστίς στο Μόναχο, έβαζαν άλλους σάκους, μικρότερους, από βαμβάκι, κλεισμένους μ’ ένα μικρό λουκέτο, γεμάτους χρυσά δόντια. Κάρφωσε τα μάτια της πάνω του και άφησε να φανεί στο στόμα της ένα ίχνος χαμόγελου: «Λοιπόν, αν είναι αυτό που μας περιμένει, ας πιούμε στα τελευταία μας χριστούγεννα...» ψέλλισε, συνεχίζοντας να κοιτάζει προκλητικά στα μάτια τον δεκανέα, που ήταν ήδη μεθυσμένος. Εκείνος άνοιξε κι άλλο


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 15

* Γερμανικά στο κείμενο: Τι θέλετε, τι κάνετε εδώ; (Σ.τ.Μ.) * Γερμανικά στο κείμενο: Θέλω να πάω στην Οστράβα, στο Μπρνο... / Ελάτε μέσα. (Σ.τ.Μ.)

15

μπουκάλι Μαλτέζερ Κρόιτς. Εκείνη έβρεξε τα χείλη της καθώς εκείνος έπινε το περιεχόμενο του ποτηριού. Αργότερα, ανίκανος να έρθει σε στύση, ο Γκρούντκε έπεσε κοιμισμένος στο πλάι της. Εκείνη ίσιωσε την μπλούζα που της είχε πασπατέψει και σηκώθηκε. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει το κλειδί που ήταν δεμένο στη ζώνη της στολής του δεκανέα. Τώρα προχωρούσε, ολοένα λιγότερο πεπεισμένη ότι είχε βρει το δρόμο που θα την οδηγούσε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Έφτασε σε μια έρημη πλατεία, που πρέπει να ήταν η κεντρική της πόλης, και είδε ένα άδειο κάρο μπροστά από μια μικρή πόρτα, στη μια πλευρά μιας επιβλητικής πρόσοψης. Το άλογο, σκεπασμένο με μια τρύπια κουβέρτα, ανάσαινε με δυσκολία. Το πλησίασε και έβαλε το χέρι της στη ράχη του: ήταν ζεστή παρ’ όλο το κρύο· αμέσως έτριψε το πρόσωπό της, πρώτα το ένα μάγουλο, μετά το άλλο, πάνω σ’ εκείνη τη χαίτη με την έντονη οσμή που της μετέδωσε κάποια θερμότητα. Έκλεισε τα μάτια. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να κοιμηθεί έτσι, όρθια, με το πρόσωπο πάνω σ’ εκείνο το ζωντανό, παλλόμενο μαξιλάρι. Άφησε να περάσουν μερικά λεπτά μέχρι να νιώσει ότι, παρόλο που φορούσε τις μπότες και τις μάλλινες κάλτσες, τα πόδια της, έχοντας μείνει ακίνητα πάνω στο χιόνι, άρχιζαν να μουδιάζουν. Απ’ αυτή την αποκάρωση την έβγαλε απότομα μια αντρική φωνή. «was wollen Sie, was machen Sie hier?»* Ήταν έτοιμη να απαντήσει μιμούμενη τα γίντις, ή μάλλον κάποια από τις παραλλαγές της προφοράς των γίντις που είχε μάθει να μιμείται από τους κρατούμενους, αλλά ευθύς το ξανασκέφτηκε: ο άντρας τής είχε μιλήσει στα γερμανικά, μ’ ένα μόνο ψήγμα τσέχικης προφοράς. «Ich möchte nach Ostrau, nach Brün...» «Kommen Sie herein».** Ο άντρας δεν την προσκαλούσε, μάλλον τη διέταζε. Μικρό-


16

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 16

σωμος, με αχυρόχρωμα γένια, ξεθωριασμένα όσο και ο βαμβακερός του σκούφος, την οδήγησε γρήγορα και με ασφάλεια μέσ’ από διαδρόμους και μεσοπατώματα, αποθήκες φίσκα στους τυλιγμένους μουσαμάδες, χρυσά κλουβιά, καρέκλες ντυμένες με κατακόκκινο κοτλέ, ένα φανάρι από χαρτόνι, αντικείμενα που προς στιγμήν τής φάνηκαν ετερόκλητα, που μόνο αργότερα θα καταλάβαινε ότι ήταν σκηνικά και αξεσουάρ θεάτρου. Η ευκινησία του οδηγού της ερχόταν σε αντίθεση με την ηλικία που μαρτυρούσε η όψη του. Τελικά έφτασαν σε μια εξέδρα, απέναντι από την οποία ανακάλυψε μια πλατεία αμυδρά φωτισμένη από τις φλόγες γκαζιού δύο ακροφυσίων, στις δύο πλευρές αυτού που είχε ήδη αναγνωρίσει ως μια σκηνή. Πίσω τους κρέμονταν ακόμα σκονισμένοι μουσαμάδες με μια γδαρμένη ζωγραφιά που αναπαριστούσε παγόδες, κλαίουσες ιτιές και μια μικρή πορφυρή γέφυρα πάνω από ένα τιρκουάζ ποτάμι. Στη μέση του παλκοσένικου υπήρχε ένας θερμαντήρας οινοπνεύματος και πάνω από τη φλόγα του μια κατσαρόλα και μέσα στην κατσαρόλα ένα ζεστό, μυρωδάτο μίγμα: αγουαρδιέντε, γαρίφαλο και μαύρη ζάχαρη. Ο άντρας πήρε δυο τσίγκινες κούπες και τις γέμισε με το γκρογκ. Εκείνη τον ευχαρίστησε μ’ ένα χαμόγελο, χωρίς να μιλήσει. Για πρώτη φορά από τότε που είχε φύγει από το στρατόπεδο άρχισε να νιώθει ασφάλεια, περιέργως απέναντι σ’ έναν άγνωστο, στη σκηνή ενός εγκαταλειμμένου θεάτρου, πατρίδα κανενός, καταφύγιο ενός φτηνού μυθεύματος. Εδώ, σκέφτηκε, θα μπορούσε να κάνει ένα μπάνιο, ίσως να ξεκουραστεί. Τρεις μέρες πριν είχε διαλέξει ένα διαβατήριο με τη λέξη «Jude», «Εβραία», σταμπαρισμένη με μια λαστιχένια σφραγίδα, με γοτθικά γράμματα, πάνω στο όνομα Τάουμπε Φίσμπαϊν, μιας γυναίκας που είχε μπει στον θάλαμο αερίων τον προηγούμενο μήνα. Κανένας δεν θα έπαιρνε είδηση την εξαφάνιση αυτού του εγγράφου: η ίδια ήταν υπεύθυνη για το κάψιμό τους κάθε Δεύτερα. Η φωτογραφία, βγαλμένη σε λιγότερο χαλεπούς καιρούς, έδειχνε ένα πρόσωπο χαμογελαστό· τα στοιχεία ανέφεραν καστανά μαλλιά, καφέ μάτια, σαν τα δικά της. Πώς θα δικαιολογούσε το γεγονός ότι η ίδια, παρότι αδύνατη, δεν φαινόταν να έχει περά-


σει κακουχίες; χωρίς να είναι υπερβολικά αισιόδοξη, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε, προφασιζόμενη την απαραίτητη συστολή, να το δικαιολογήσει αποδίδοντάς το στα καθήκοντά της ως Εβραίας υπεύθυνης για την τάξη σε κάποια πτέρυγα: οι κάπο δικαιούνταν έξτρα μερίδες. Ήταν καθισμένοι σε κάτι χαμηλούς πάγκους γύρω από το θερμαντήρα όταν εκείνος της εξήγησε ότι τα περισσότερα δρομολόγια των τρένων είχαν διακοπεί ή πραγματοποιούνταν ακανόνιστα, χωρίς σταθερά ωράρια, ότι μόνο κάποια στρατιωτικά κονβόι της Βέρμαχτ περνούσαν από το σταθμό της Οστράβας. Μπορούσε να την πάει ο ίδιος με το κάρο μέχρι το Μπρνο: έπρεπε να επιστρέψει χωρίς άλλη καθυστέρηση στο θέατρο της πόλης τα σκηνικά της οπερέτας, που παιζόταν στο Τέσεν μέχρι πριν από πέντε μέρες. Εκείνης δεν της φάνηκε παράλογη αυτή η εμμονή στην ακρίβεια εν μέσω του χάους: μέσα στο ίδιο το στρατόπεδο πολλοί εργαζόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των υπευθύνων για την εκκένωση των θαλάμων αερίων, προσπαθούσαν να τηρούν τις καθημερινές εργασίες και τα ωράρια, κι αν κάποιος ανέφερε μπροστά τους την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, απαντούσαν αγανακτισμένοι ότι δεν ήταν παρά φήμες που τις διέδιδε από το Λονδίνο η διεθνής εβραϊκή κοινότητα. Προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να πακετάρει κιμονό και βεντάλιες, να τυλίξει κουρτίνες που γίνονταν ολοένα και πιο άκαμπτες από τις διαδοχικές στρώσεις μπογιάς, εκεί όπου βαθμιαία ξεφλουδίζονταν τοπία της ανατολής. Ο άντρας αρνήθηκε με μια φευγαλέα χειρονομία που συμπύκνωνε την επαγγελματική του περηφάνια («εγώ ξέρω πώς γίνεται») και την παρότρυνε να κοιμηθεί σ’ ένα από τα θεωρεία, ενώ εκείνος καταπιανόταν με τη δουλειά του. Εκείνη ξάπλωσε σε δύο πολυθρόνες που έβαλε πλάι πλάι, σε μια θέση που δεν της παρείχε καμία ασφάλεια, και αφού αφαιρέθηκε για μια στιγμή παρατηρώντας τις κατσαρίδες που πηγαινοέρχονταν πάνω στην κόκκινη φέλπα της μπορντούρας, αποκοιμήθηκε χωρίς να την εμποδίσει η άβολη στάση της. Είδε τον εαυτό της να περπατάει σε μια Βιέννη από το παρελθόν που στο όνειρο την έβλεπε ευημερούσα και χαρούμενη όπως δεν την είχε γνωρίσει ποτέ, όπως δεν είχε υπάρξει ποτέ α2 – Μακρι απ πο

17

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 17


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 18

18

πό τότε που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος. Περπατούσε μέσα στο χιόνι, χωρίς να κρυώνει ούτε να κοπιάζει, λες και δεν κουβαλούσε είκοσι κιλά χρυσά δόντια ραμμένα στη φόδρα της στρατιωτικής χλαίνης. Έψαχνε στα πενήντα μέτρα από το Σότενρινγκ τον χρυσοχόο που συναντούσε κατά καιρούς στην παιδική της ηλικία, τον άντρα με τον οποίο κοιμόταν η μητέρα της. Εκείνος σίγουρα θα την αναγνώριζε: την άφηνε να παίζει, εκείνη, την κόρη της υπηρέτριας, με ψεύτικα κολιέ και βραχιόλια, ενώ στο πίσω μέρος του μαγαζιού οι μεγάλοι έκαναν το ντιβάνι να τρίζει κι ένα χαρτόνι πίσω από την πόρτα που έγραφε MITTAgSPAUSE* να τραμπαλίζεται. Ναι, εκείνος δεν θα μπορούσε να μην αγοράσει τα λάφυρα που θα της επέτρεπαν να διαφύγει από την Ευρώπη πριν η Ευρώπη χαθεί για πάντα υπό τον έλεγχο των Σοβιετικών και των Αμερικάνων. Εκείνη δεν καταλάβαινε από πολιτική, το μόνο που ήξερε ήταν ότι όλοι θα κατάφερναν να επιβιώσουν υπό τα νέα αφεντικά, εκτός από την ίδια και τους δικούς της, που ήταν στιγματισμένοι από ένα καθήκον που οι Εβραίοι δεν θα συγχωρούσαν. Αυτό το όνειρο, διαποτισμένο με ανυπομονησία και τόσο δυνατές επιθυμίες, που έσβηναν κάθε αγωνία, κάθε αβεβαιότητα, θα το ξανάβλεπε πολλές φορές από τη στιγμή που εγκατέλειψε την ασφάλεια του θεωρείου για να ανέβει στο μπροστινό κάθισμα του κάρου, όπου κάθε τράνταγμα την ξυπνούσε ανάμεσα σε άσπρα, σκελετωμένα δέντρα. Διέκρινε στην άκρη του δρόμου ανθρώπους, ολόκληρες οικογένειες που έσερναν στο χιόνι καρότσια σκεπασμένα με μουσαμάδες, αναμφίβολα φορτωμένα με υπάρχοντα που προσπαθούσαν να σώσουν από την καταστροφή. Ο άντρας –σε κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε το όνομά του, ότι είχε εμπιστευτεί έναν άγνωστο, ένα γκρογκ κι ένα θεωρείο θεάτρου για να ξεκουραστεί– κέντριζε το άλογο χωρίς να αποκομίζει τίποτα περισσότερο από έναν κουρασμένο τροχασμό, σπασμωδικά ξεφυσήματα, καμία ενεργητικότητα. Τη νύχτα σηκώθηκε άνεμος και το χιόνι άρχισε να τους μαστιγώνει το πρόσωπο. * Γερμανικά στο κείμενο: Μεσημεριανό διάλειμμα. (Σ.τ.Μ.)


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 19

Ένας διστακτικός ήλιος άνοιγε δρόμο μέσ’ από τα σύννεφα. Είχαν ξανακαθίσει στη θέση του οδηγού, το κάρο είχε διανύσει μόλις εκατό μέτρα, όταν ξαφνικά, χωρίς κάποιο προειδοποιητικό μούγκρισμα, το άλογο σωριάστηκε στο έδαφος και το κάρο απόμεινε γερμένο στο πλάι, ένα μέρος του φορτίου του σκορπισμένο στο πλακόστρωτο. Περισσότερο ξαφνιασμένη παρά τρομαγμένη, σηκώθηκε και κοίταξε τον άντρα, που είχε σκύψει πάνω από το άλογο, του μιλούσε, το χάιδευε και στο τέλος άρχισε να κλαίει από πάνω του. Δεν άφησε αυτή τη θλιβερή στιγμή να την καθυστερήσει. Διέτρεξε με το βλέμμα της την προαστιακή πόλη στη μέση της οποίας βρισκόταν, ώσπου διέκρινε μια μορφή που κινούνταν γρήγορα, κολλημένη στον τοίχο του απέναντι πεζοδρομίου, σκυφτή, χωρίς να δίνει σημασία στο κλάμα και το θάνατο που καταλάμβαναν το κέντρο του οδοστρώματος: μια γυναίκα με το κεφάλι και τους ώμους σκεπασμένα μ’ ένα σάλι. Την πλησίασε και, χωρίς να

19

Στα περίχωρα της Οστράβας κοιμήθηκαν σ’ ένα στάβλο. Ο άντρας έδεσε τα χαλινάρια του αλόγου στο δεξί του χέρι έτσι ώστε να ξυπνήσει αν επιχειρούσαν να του το κλέψουν. Όταν εκείνη ξύπνησε, εκείνος ήταν ήδη όρθιος και τάιζε το ζώο με σανό που είχε βρει σωριασμένο σε μια γωνιά. Το άλογο μασούλαγε χωρίς ενθουσιασμό. Τότε θυμήθηκε ότι ο άντρας είχε πληρώσει γι’ αυτό το φτωχικό κατάλυμα, και σίγουρα και γι’ αυτή την ξερή πλέον ζωοτροφή· έβγαλε από μια μπροστινή τσέπη τη βιταμινούχα σοκολάτα και του πρόσφερε ένα κομμάτι. Εκείνος το περιεργάστηκε χωρίς να κρύψει την έκπληξή του. «Schweizer Schokolade!» Και για να δικαιολογήσει την αντίδρασή του, έψαξε σε μια τσέπη ό,τι είχε περισσέψει από μια γκοφρέτα με επικάλυψη σοκολάτας. Το περιτύλιγμα φανέρωνε ότι ήταν μάρκα Όλζα. Της την έδειξε γελώντας. Αυτό το όνομα, που για τόσους Πολωνούς και Τσέχους ήταν εκείνο της πιο γνωστής σοκολάτας, για την ίδια δεν ήταν παρά το όνομα του παγωμένου ποταμού που είχε αναγκαστεί να διασχίσει μεταξύ των δύο τομέων του Τέσεν.


20

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 20

διστάσει, τη ρώτησε στα γερμανικά για το σταθμό του τρένου. Η γυναίκα δεν σήκωσε τα μάτια ούτε μίλησε. Έδειξε με το χέρι προς μια κατεύθυνση και συνέχισε την πορεία της. Εκείνη κοίταξε για άλλη μια φορά τον άντρα που έκλαιγε πάνω από το σωριασμένο άλογο. Ύστερα απομακρύνθηκε. Θα θυμόταν αυτή την εικόνα, μπροστά στην οποία είχε καθυστερήσει μόνο μερικά δευτερόλεπτα, με μεγαλύτερη διαύγεια απ’ ό,τι τα επόμενα επεισόδια: το εγκαταλειμμένο καρουσέλ όπου κοιμήθηκε στα περίχωρα του Μπρνο, πρώτα καθισμένη σ’ ένα μικροσκοπικό κουπέ βαμμένο κάποτε άσπρο και χρυσαφί· έπειτα, όταν το κρύο την έκανε να αναζητήσει ζεστασιά, στον κεντρικό κύλινδρο, μέσα στις μυρωδιές σκουριασμένου μετάλλου και ξεραμένης κοπριάς· τις ώρες που πέρασε ξαπλωμένη σ’ ένα ξύλινο παγκάκι στην αίθουσα αναμονής τρίτης θέσης του σιδηροδρομικού σταθμού του Μπρνο, απ’ όπου δεν περνούσε κανένα τρένο. Από εκεί θέλησε να τη διώξει ο σταθμάρχης, ο ίδιος που, αφού προσπάθησε να τη βγάλει έξω, είχε δείξει συμπόνια και την είχε καλέσει στο σπίτι του, ένα μικρό κτίσμα ευφάνταστης αρχιτεκτονικής χτισμένο στη μια άκρη της αποβάθρας· τη σούπα από γογγύλια και λάχανα που της είχε σερβίρει η σύζυγός του και, κυρίως, το ζεστό μπάνιο που της είχαν προσφέρει και που εκείνη δίστασε να δεχτεί, επειδή φοβόταν να βγάλει τη χλαίνη στην οποία κουβαλούσε όλες τις ελπίδες της για το μέλλον, ώσπου τελικά αποφάσισε να καθίσει σ’ ένα είδος λαβομάνου, στη μέση της κουζίνας, με τη χλαίνη τοποθετημένη σε ορατή απόσταση, σε μια κοντινή καρέκλα. Την ανακούφιση που προσφέρει ένας στοιχειώδης καθαρισμός διαδέχτηκε η δυσφορία για το γεγονός ότι έπρεπε να ξαναφορέσει τα βρόμικα ρούχα, που τώρα της προκαλούσαν φαγούρα πάνω στο καθαρό δέρμα κι έβγαζαν μια μυρωδιά που δεν την είχε προσέξει πριν. Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που την έκανε ν’ αξίζει για δεύτερη φορά τη φιλοξενία αγνώστων. Δεν μπορεί να την περνούσαν για Τσέχα... Έβλεπαν με συμπάθεια τον Γερμανό κατακτητή; Κι αν την περνούσαν για Εβραία; Ενόσω η σύζυγος του σταθμάρχη αποδεχόταν τη βοήθειά της στο πλύσιμο των πιάτων, άκουσε για πρώτη φορά, ανάμεσα στις λιγοστές


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 21

Τρεις μέρες μετά, αφού είχε ανέβει σε φορτηγά βαγόνια απ’ όπου την κατέβαζαν σε κάποια στάση στη μέση του πουθενά, αφού είχε διανύσει κι άλλες αποστάσεις με τα πόδια, αφού είχε καταφέρει να την πάρουν στην μπροστινή θέση κάποιου κάρου που δεν μετέφερε πια αξεσουάρ θεάτρου αλλά ήμερο τριφύλλι και κάτι χτικιάρικα λαχανικά, έφτανε επιτέλους στη Βιέννη: μια πόλη σκοτεινή, με λίγο κόσμο στους δρόμους, όπου πολλά μαγαζιά έμοιαζαν να μην έχουν ανεβάσει τα ρολά τους εδώ και καιρό. Είχε την εντύπωση ότι η ατημέλητη όψη της, η βρόμικη χλαίνη, οι λασπωμένες μπότες, τραβούσαν την προσοχή των λιγοστών περαστικών που συναντούσε. Ήταν κάτι που δεν το είχε νιώσει περνώντας από την Οστράβα, ούτε στο Μπρνο: οι Βιεννέζοι, σκέφτηκε, δεν έχουν δει ακόμα φυγάδες από την Ανατολή, δεν έχουν συνηθίσει αυτές τις φευγαλέες παρουσίες, αυτά τα βλέμματα όπου συνυπάρχουν καχυποψία, πονηριά και μια απελπισία μετά βίας συγκρατημένη. Ενώ προχωρούσε με κατεύθυνση το Ντονάουκαναλ, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι περνούσε από μια περιοχή που είχε υπάρξει κάποτε εβραϊκή συνοικία, και την ηρεμούσε το γεγονός ότι ήξερε πως τώρα η Λέοπολντστατ ήταν πια judenrein, μια περιοχή καθαρισμένη από τους Εβραίους, δοσμένη και πάλι στους αληθινούς Αυστριακούς. Κατηφόριζε την Νόρντμπανστρασε όταν είδε την επιγραφή SOLDATENHEIM. Δεν δίστασε να μπει και να ζητήσει βοήθεια. Καθώς μιλούσε, της δόθηκε η εντύπωση ότι δεν ήταν δύσκολο να πείσει τον υπαξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τον ξενώνα: δρομολόγια τρένων που είχαν διακοπεί,

21

κουβέντες που η γυναίκα πρόφερε σε κουτσουρεμένα γερμανικά, μία που έδωσε απάντηση στις αμφιβολίες της: «... eine Vertriebene...» Ναι, αυτό ήταν: την περνούσαν για δραπέτισσα, κι αυτό ήταν πιο σημαντικό από τα προσωπικά της στοιχεία που αναγράφονταν σε οποιοδήποτε έγγραφο, πιο σημαντικό από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις από τις οποίες ήθελε να ξεφύγει: στα μάτια των ξένων ήταν μια γυναίκα που δραπέτευε, κι αυτό ήταν αρκετό.


22

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 22

φορτηγά τρένα που δεν σταματούσαν, όλα την εμπόδιζαν να γυρίσει στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσε, απ’ όπου είχε φύγει μία εβδομάδα πριν για να περάσει την παραμονή των χριστουγέννων με την οικογένειά της στο Κλάγκενφουρτ. Στα μάτια αυτού του βουβού ακροατή τής φάνηκε ότι διέκρινε μια ειρωνική λάμψη. Είναι δυνατόν να μάντευε την αλήθεια; Εν πάση περιπτώσει, στον στρατιωτικό ξενώνα μπόρεσε να πλύνει τα ρούχα που φορούσε πάνω από μία εβδομάδα, να τα αλλάξει με κάποια καθαρά που είχε στο σακίδιο, να περιποιηθεί λιγάκι τα μαλλιά της, να προετοιμαστεί για να αντικρίσει την επομένη τον χρυσοχόο της Βέρινγκερστρασε. Εκείνη τη νύχτα, πριν αποσυρθεί στο δωμάτιό της, στην πρωτόγνωρη πολυτέλεια που σ’ αυτή τη φάση της Εξόδου της ισοδυναμούσε μ’ ένα στρώμα, μ’ ένα φθαρμένο αλλά ζεστό πάπλωμα, παρέμεινε στο σαλόνι παρατηρώντας αφηρημένη τους στρατιώτες που έπαιζαν μπιλιάρδο. Στον τοίχο μεγάλα γοτθικά γράμματα ανακοίνωναν ότι εδώ ήταν Ein Heim fern der Heimat, κι η αλήθεια είναι ότι τα χριστουγεννιάτικα στολίδια που ακόμα δεν είχαν μαζευτεί, οι ίδιες φτηνές γιρλάντες και τα τεχνητά φύλλα γκι με τα οποία είχαν στολίσει και το στρατόπεδο τώρα της φαίνονταν λιγότερο άτοπα σ’ αυτό το «σπίτι μακριά απ’ το σπίτι». Οι στρατιώτες και οι υπαξιωματικοί αστειεύονταν και γελούσαν συνέχεια, λες και δεν είχαν ακούσει για τον κίνδυνο που πλησίαζε. Στο στρατόπεδο ήταν γνωστό ότι μήνες πριν, το περασμένο καλοκαίρι, το Παρίσι είχε καταληφθεί από τους Αμερικανούς και η Βέρμαχτ είχε αναγκαστεί να αναδιπλωθεί προς την Αλσατία· επίσης ότι στα ανατολικά, μολονότι κανείς δεν ήθελε να το πει με βεβαιότητα, ο σοβιετικός στρατός προέλαυνε ακάθεκτος. Αυτά τα νέα, που στο στρατόπεδο κυκλοφορούσαν ψιθυριστά και με επιφύλαξη από στόμα σε στόμα, έμοιαζαν να μην έχουν φτάσει στον στρατιωτικό ξενώνα. Μήπως δεν ήταν αναπόφευκτη η ήττα; Να είχε αφήσει τον εαυτό της να επηρεαστεί από την απομόνωση, από την αγωνία που είχε παρεισφρήσει στο στρατόπεδο; Από έναν χαλασμένο δίσκο έφτανε στ’ αυτιά της μια γυναικεία φωνή: τραγουδούσε στα γερμανικά, με μια απροσδιόριστη, πολύ ελαφριά προφορά, μια εξωτική μελωδία σε ρυθμό χαμπα-


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 23

Το χρυσοχοείο της Βέρινγκερστρασε δεν υπήρχε πια. Στο χώρο που θυμόταν πολύ καθαρά βρήκε εγκατεστημένο ένα ζαχαροπλαστείο· στη βιτρίνα κάποιες λιγοστές τούρτες και πουτίγκες καταλάμβαναν το μέρος όπου όταν ήταν μικρή δεν χόρταινε να περιεργάζεται αυθεντικά μπιζού και ψεύτικα κοσμήματα· στο εσωτερικό τρία μικρά τραπέζια χρησίμευαν ως σαλόνι για τσάι. Μια ώριμη γυναίκα, με κάτασπρη ποδιά και τσιμπιδάκια στα μαλλιά, έμοιαζε να περιμένει πελάτες που ολοένα λιγόστευαν αυτή τη δύσκολη εποχή. Το πρόσωπό της φωτίστηκε βλέποντάς τη να μπαίνει, αμέσως όμως ανέκτησε την επιφυλακτικότητά της παρατηρώντας το ντύσιμο της άγνωστης. Όταν αυτή η ντυμένη με μια παράταιρη στρατιωτική χλαίνη

23

νέρας. Ορισμένοι στρατιώτες και υπαξιωματικοί σώπασαν για ν’ ακούσουν καλύτερα, και μια έκφραση ονειροπόλησης πλημμύρισε εκείνα τα ελάχιστα ευαίσθητα πρόσωπα. Εκείνη ρώτησε δειλά ποια τραγουδούσε. «Kennen Sie Rosita Serrano nicht, die chilenische Nachtigall?» Όχι, δεν το ήξερε αυτό το «χιλιανό αηδόνι», και η χιλή δεν της έφερνε στο νου τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι άλλα νοτιοαμερικάνικα ονόματα, μπερδεμένα όλα σε φωτογραφίες ημερολογίων, μια αμφιλεγόμενη τροπική σύνθεση όπου αναμιγνύονταν ζέστη, φοίνικες και ζωηρά χρώματα. Εκείνη τη στιγμή, ακούγοντας ένα τραγούδι με τίτλο «Roter Mohn», τίποτα δεν την προϊδέαζε ότι ο περίπλους της θα τελείωνε σε μια χώρα γειτονική της χιλής και ταυτόχρονα στερούμενη αυτής της αισθησιακής αποχαύνωσης που της είχαν υποσχεθεί οι εικόνες τόσων μυθιστορημάτων σε συνέχειες που δημοσίευαν συχνά τα γυναικεία περιοδικά λιγότερο χαλεπών καιρών. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιο λιμάνι προορισμού, μόνο τη διαφυγή από μια αναπόφευκτη εκδίκηση. Είχε εναποθέσει από την πρώτη στιγμή τις ελπίδες της σ’ εκείνο τον χρυσοχόο με τον οποίο κοιμόταν η μητέρα της, έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να της ανταλλάξει είκοσι κιλά χρυσά δόντια με μια άδεια διέλευσης, ένα ναύλο, μια υπόσχεση ασφάλειας.


24

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 24

γυναίκα ρώτησε για τον χρυσοχόο Ετσεχίλ Λάντσμαν, αυτή η επιφυλακτικότητα μετατράπηκε σε αμηχανία. Όχι, η κυρία δεν τον γνώριζε, δεν είχε ακούσει ποτέ αυτό το όνομα, ήξερε μόνο ότι το κατάστημα ήταν ελεύθερο όταν το νοίκιασε την άνοιξη του 1941. Μετά από μια παύση, μπροστά στη σιωπή που συνάντησαν αυτές οι πληροφορίες, σαν να ήθελε να τερματίσει μια συνάντηση που γινόταν δυσάρεστη, πρόσθεσε ότι με τέτοιο όνομα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι ο άνθρωπος είχε προτιμήσει να εγκαταλείψει τη Βιέννη. Τότε εκείνη κατάλαβε αυτό που δεν της είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό: ο Λάντσμαν ήταν Εβραίος... Η μητέρα της δεν είχε μόνο κοιμηθεί μ’ έναν Εβραίο: είχε υπάρξει και υπηρέτριά του... Μπερδεμένα συναισθήματα την κατέκλυσαν: ευχήθηκε να το είχε κάνει με τη βία, θέλησε να ξεριζώσει από τη μνήμη της τα χαμόγελα με τα οποία η μητέρα της τον χαιρετούσε και τον αποχωριζόταν, το τραγούδι που τραγουδούσε («Bei dir war es immer so schön») καθώς πήγαιναν πιασμένες χέρι χέρι στη στάση του τραμ που θα τους οδηγούσε πίσω στο μικροσκοπικό διαμέρισμα του 23ου δημοτικού διαμερίσματος. Η μητέρα της μ’ έναν Εβραίο... χωρίς να χαιρετήσει, βγήκε σχεδόν τρέχοντας στο δρόμο, λες κι ήθελε να απομακρυνθεί από το σκηνικό μιας αναδρομικής ταπείνωσης που λέκιαζε τις αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας. Παρότι είχε αρχίσει να χιονίζει, κάθισε σ’ ένα παγκάκι στον κήπο της Φοτίφκιρχε. Ανάσαινε με δυσκολία. Για μια στιγμή είχε αφήσει τον εαυτό της να αποσπαστεί από το σχέδιό της: τώρα πάσχιζε να καταχωνιάσει σε μια φιλόξενη γωνιά της συνείδησής της την εξευτελιστική αποκάλυψη, επιζητούσε να κρατηθεί από την πιο άμεση πραγματικότητα. Ναι, όπως είχε ακούσει να λέει σιγανά ο μάγειρας της λέσχης αξιωματικών του στρατοπέδου, οι Ρώσοι θα έφταναν εκεί σε μία ή δύο βδομάδες, δεν θα έκαναν πολύ περισσότερο από ένα μήνα να φτάσουν στη Βιέννη. Κοίταξε χωρίς νοσταλγία την πόλη όπου είχε γεννηθεί και που τώρα ανυπομονούσε ν’ αφήσει πίσω της: αντιλαμβανόταν μια φτώχεια, μια αβεβαιότητα, ανεπαίσθητες αλλά ξεκάθαρες, σ’ αυτό που είχε υπάρξει μια περιχαρής πρωτεύουσα τη στιγμή της ένωσής της με το Ράιχ, της μετατροπής της στην Όστμαρκ


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 25

* Γερμανικά στο κείμενο: Δεν έχω λεφτά. (Σ.τ.Μ.)

25

του. Είχε κουνήσει μια μικρή σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό κάτω από τα μπαλκόνια του ξενοδοχείου Ιμπέριαλ, που ήταν στολισμένα με άλλες σημαίες και αγκυλωτούς σταυρούς, πελώρια αυτά· σ’ ένα από τα μπαλκόνια είχε εμφανιστεί ο Φύρερ για να χαιρετήσει το λαό του, τον οποίο κάποτε είχε εγκαταλείψει και τώρα ξανάβρισκε. Τι την είχε οδηγήσει σ’ αυτό το μέρος; Δεν ήταν φυσικά κάποια πολιτική ιδέα, αλλά ούτε και η ευκαιρία για δωρεάν διασκέδαση που πάντα προσφέρει μια αργία, ίσως η απλή ικανοποίηση που της προκαλούσε η επίγνωση ότι αποτελεί κομμάτι ενός ένθερμου πλήθους, μεθυσμένου από την ακράδαντη και αόριστη υπόσχεση ενός μέλλοντος που θα εξάλειφε την πείνα και την ανέχεια που είχαν επιβάλει οι νικητές του 1918. Περίπου εφτά χρόνια μετά από εκείνο το μεσημέρι του Μαρτίου του 1938, με τον ενθουσιασμό πλέον σβησμένο και τις ελπίδες για μια νέα αυτοκρατορία χαμένες, οι κάτοικοι της πόλης της παρέμεναν προσκολλημένοι σε μια παρωδία συμβατικής, τυφλής ζωής. Η περιορισμένη κίνηση στους δρόμους προερχόταν αναμφίβολα από τον κόσμο που πήγαινε στη δουλειά του ή γύριζε στο σπίτι του. Σε κάποιο δημαρχείο ένα ζευγάρι παντρευόταν, σε κάποιο νοσοκομείο μια μάνα γεννούσε. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να την παρηγορήσει. Καθισμένη τώρα σ’ ένα παγκάκι μες στο χιόνι, ένιωσε τη χλαίνη να τη βαραίνει περισσότερο απ’ ό,τι στους πλημμυρισμένους δρόμους της Σιλεσίας ή από τότε που διέσχιζε ένα παγωμένο ποτάμι πιασμένη από τα συντρίμμια μιας βομβαρδισμένης γέφυρας. Δεν μπορούσε να συνεχίσει κουβαλώντας στους ώμους το βαρύ φορτίο που έκρυβε στη φόδρα της. Ούτε μπορούσε να μείνει επ’ αόριστον στον ξενώνα. Σηκώθηκε και βάλθηκε να περπατάει με αναπτερωμένες δυνάμεις, χωρίς κατεύθυνση τώρα. Πεινούσε. Μπήκε σ’ ένα φούρνο και κοίταξε επίμονα τη νεαρότατη υπάλληλο. Ψέλλισε, έκπληκτη με τον κλαψιάρικο τόνο που διέκρινε για πρώτη φορά στη φωνή της: «Ich habe kein geld».* Η κοπέλα διατήρησε το βλέμμα της στυλωμένο πάνω της για


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 26

26

μια στιγμή που της φάνηκε αιώνας. Κατόπιν εξαφανίστηκε στο πίσω μέρος του μαγαζιού και επέστρεψε μ’ ένα σάντουιτς με σαλάμι. Της το προσέφερε χωρίς να πει λέξη. Εκείνη το πήρε. Δεν ήξερε τι να πει, πώς να την ευχαριστήσει. Προσπάθησε να χαμογελάσει. Ποτέ δεν της είχαν δώσει κάτι χωρίς να το πληρώσει. Όταν βγήκε, όταν επέστρεψε στο κρύο και το χιόνι, άρχισαν να την πονάνε τα βλέφαρά της: τα μάτια της είχαν βουρκώσει.

Λίγους μήνες αργότερα, στο ίδιο παγκάκι όπου αυτή η αποκαρδιωμένη, τρομαγμένη γυναίκα είχε καθίσει να ξεκουραστεί σ’ ένα διάλειμμα της φυγής της, ή σε κάποιο παρόμοιο του Φόλκσπαρκ, θα υπήρχαν πτώματα. Όχι πια μες στο χιόνι, αλλά στην καταπράσινη άνοιξη που συνέπεσε με το τέλος του πολέμου. Θα τα φωτογραφήσει, τις πρώτες μέρες της σοβιετικής κατοχής της Βιέννης, ο νεαρός Γεβγκένι χαλντέι, που συνοδεύει τον Κόκκινο Στρατό ως ανταποκριτής του πρακτορείου ειδήσεων Τας. Στη φωτογραφία του εμφανίζονται τρία πτώματα, τα δύο καθισμένα, το τρίτο ξαπλωμένο, σε διπλανά παγκάκια. Η περιβολή αυτών των ανθρώπων είναι ευπρεπής: υφασμάτινα παλτά, πόδια καλυμμένα με σκούρες κάλτσες, σαλβάρι στη μία περίπτωση, λιτά παπούτσια. Το στόμα της ξαπλωμένης γυναίκας δεν φαίνεται: το καλύπτει ο ώμος της, αλλά τα δύο καθισμένα άτομα έχουν το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω, τα μάτια κλειστά και το στόμα ορθάνοιχτο, σαν σε μια τελευταία, μάταιη ανάσα. Δεν υπάρχουν ίχνη αίματος, ούτε βίας. Πολύ πιθανό να έχουν δηλητηριαστεί. Ο χαλντέι είχε τραβήξει τον Μάιο του 1945 τη διάσημη φωτογραφία με τον στρατιώτη που υψώνει τη σοβιετική σημαία στην ερειπωμένη στέγη του Ράιχσταγκ. Κατά τη διάρκεια της προέλασης του Κόκκινου Στρατού, η αλάνθαστη ματιά του συνέλαβε ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές εκείνων των πρώτων ημερών της μεταπολεμικής περιόδου: απέναντι από το αεροδρόμιο του Τέμπελχοφ, στο Βερολίνο, δυο άντρες κόβουν κομμάτια από ένα ψόφιο άλογο για να φάνε, μπροστά στα μάτια ενός περαστικού που δεν σταματάει· ένας άλλος περαστι-


κός (μαύρο παλτό, άσπρα γένια, καπέλο, μπαστούνι) παρατηρεί από το δρόμο τα πτώματα που κείτονται σ’ ένα πεζοδρόμιο της Βιέννης, μπροστά στα κατεβασμένα ρολά ενός οίκου μόδας· στο πρόσφατα απελευθερωμένο γκέτο της Βουδαπέστης ένα ζευγάρι Εβραίοι, με το αστέρι του Δαβίδ ακόμα ραμμένο στα πανωφόρια τους, αντικρίζουν, με χαμόγελο και καχυποψία, το φακό του φωτογράφου. Ο χαλντέι ήταν τότε είκοσι οχτώ χρόνων. Είχε γεννηθεί σε μια εβραϊκή οικογένεια της Ουκρανίας, ο νεότερος από έξι αδέλφια. Ήταν ενός έτους όταν μια σφαίρα από όπλο αστυνομικού στη διάρκεια ενός πογκρόμ πέρασε ξυστά από τον κρόταφό του και σκότωσε τη μητέρα του, που τον κρατούσε αγκαλιά. Έφηβος, κατασκεύασε μια φωτογραφική μηχανή χρησιμοποιώντας τα γυαλιά που ανήκαν κάποτε στη γιαγιά του και εξασκήθηκε φωτογραφίζοντας τις αδελφές του. Ήταν δεκαπέντε χρόνων όταν μια εφημερίδα της γενέθλιας πόλης του δημοσίευσε για πρώτη φορά φωτογραφίες του που απεικόνιζαν ανθρακωρύχους και εργάτες των τοπικών χαλυβουργείων. Στα δεκαεννιά του δούλευε ήδη για το πρακτορείο Τας, κι όταν η Σοβιετική Ένωση μπήκε στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας, στάλθηκε στο μέτωπο με το βαθμό του υπολοχαγού του Κόκκινου Στρατού για να καταγράψει τις περιπέτειες του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου». Υπηρέτησε τη σημαία χίλιες τετρακόσιες ογδόντα μία μέρες, από το Μουρμάνσκ στην Αρκτική μέχρι τη Σεβαστούπολη στη Μαύρη Θάλασσα. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για την ίδια ομάδα ανθρώπων που πέθαναν σε δύο παγκάκια του Φόλκσπαρκ. Σ’ αυτήν εμφανίζεται το πτώμα ενός άντρα στο έδαφος, σε μικρή απόσταση από τα άλλα τρία. Ένας γαλλικός κατάλογος επικαλείται έναν άγνωστο «αυτόπτη μάρτυρα» προκειμένου να εξηγήσει ότι αυτός ο άντρας, τον οποίο αναφέρει ως προστάτη της οικογένειας, φοράει ένα μετάλλιο που δείχνει ότι είναι μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και έχει ένα περίστροφο κοντά στο χέρι του· πριν αυτοκτονήσει, πρέπει να είχε σκοτώσει τη σύζυγό του, τον γιο και την κόρη, που τον εκλιπαρούσε να μην το κάνει. Αυτή είναι η εκδοχή που θα εμφανιζόταν, χωρίς το όνομα

27

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 27


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 28

του φωτογράφου, κατοχυρωμένη από ένα ισπανικό πρακτορείο, στην εφημερίδα Ελ Παΐς της Μαδρίτης στις 8 Μαΐου 2008: συνόδευε ένα σύντομο άρθρο για την επέτειο της συνθηκολόγησης του Ράιχ, και η λεζάντα την περιέγραφε ως «αυτοκτονία μιας γερμανικής οικογένειας προ της εισβολής του Κόκκινου Στρατού». Εξήντα χρόνια αρκούν για να ξεθωριάσει μια ταυτότητα, ιδίως όταν πρόκειται για ανώνυμους ανθρώπους.

28

DER FÜHRER, EIN KIND AUS ÖSTERREICH, έγραφε μια τσαλακω-

μένη πια αφίσα, καρφωμένη με πινέζες στον τοίχο στο πίσω μέρος του καταστήματος. Όχι από περιέργεια, αλλά επειδή ήθελε να αποσπάσει την προσοχή της από τη σχολαστική εξέταση στην οποία είχε αφοσιωθεί ο χρυσοχόος, εστίαζε το βλέμμα της σ’ εκείνη τη φωτογραφία που τόσες φορές είχε δει, στην οποία ο Φύρερ, χαμογελαστός, χάιδευε το ξανθό κεφαλάκι ενός βρέφους που στο σηκωμένο χέρι του κρατούσε μια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Ο άντρας είχε στερεώσει στο δεξί του μάτι, υπό μορφή μονόκλ, έναν ογκώδη μεγεθυντικό φακό, σαν εκείνους των φωτογραφικών μηχανών· η εμπειρία του, η γκριμάτσα που έκανε στην προσπάθειά του να το στερεώσει, εξηγούσαν με τον καλύτερο τρόπο γιατί το όργανο δεν γλίστρησε από την επισφαλή θέση του λόγω του βάρους του. Με κινήσεις ακριβείας, χωρίς βιασύνη, τα χέρια του, καλυμμένα με λεπτά βαμβακερά γάντια, δούλευαν πάνω σ’ ένα τραπέζι, στον φωτεινό κύκλο που σχημάτιζε μια λάμπα μ’ ένα σκίαστρο από πράσινο γυαλί που το περίγραμμά του διαγραφόταν στο σκοτάδι του δωματίου. Αυτά τα χέρια ξεχώριζαν τα δόντια συγκεντρώνοντάς τα σε ξεχωριστούς σωρούς: υπήρχαν εκείνα που ήταν λαμπερά, στα οποία ο χρυσός έμοιαζε να διατηρεί την αρχική του γυαλάδα· άλλα ήταν μαυρισμένα από μια βρομιά όχι πάντα αναγνωρίσιμη· μπορεί να ήταν μαύρη, και σ’ αυτή την περίπτωση ο χρυσοχόος την καθάριζε μ’ ένα ελαφρά βρεγμένο πανί, κι αν αυτή η αντιμετώπιση δεν ήταν αρκετή, την έξυνε απαλά μ’ ένα τσιμπιδάκι, ώσπου το μαύρο στρώμα δια-


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 29

* Γερμανικά στο κείμενο: Αίμα, μόνο ξερό αίμα. (Σ.τ.Μ.)

29

λυόταν σε πολύ λεπτή σκόνη. Τότε χαμογελούσε και κοιτάζοντάς τη με καθησυχαστικό ύφος έλεγε: «Blut, nur trockenes Blut».* Στη συνέχεια έβαζε πάνω σε μια μικρή ζυγαριά έναν-έναν τους σωρούς που είχε φτιάξει· διάλεγε με προσοχή το βαρίδι που δοκίμαζε στο άλλο τάσι, μέχρι να βρει αυτό που επέφερε ισορροπία, και σημείωνε το αποτέλεσμα σ’ ένα σημειωματάριο. Εκείνη είχε ήδη χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου που είχε συμπληρώσει μέσα σ’ εκείνο το στενό δωμάτιο, αναμφίβολα πάνω από μία ώρα, όταν ο άντρας ολοκλήρωσε την εξέτασή του, αφαίρεσε από το δεξί μάτι, καθαρίζοντας με ανακούφιση το λαιμό του, τον μεγεθυντικό φακό και χαμογέλασε. Δεν φαινόταν κουρασμένος. Συνέχισε εξηγώντας της πόσο δύσκολο ήταν να εκτιμήσει το φορτίο: ορισμένα κομμάτια ήταν σε καλή κατάσταση· σε άλλα ο χρυσός, υπερβολικά φθαρμένος, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο σε συνδυασμό με λιγότερο ευγενή υλικά. Εν ολίγοις: αγνοώντας τις προσδοκίες που μπορεί να είχε εκείνη σχετικά με την αξία του, μπορούσε να τη διαβεβαιώσει «με πάσα ειλικρίνεια» ότι δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει για το σύνολο περισσότερα από το ποσό που, μετά από μια σύντομη παύση και άλλη μία, πολλοστή, ματιά στο σημειωματάριό του, ανακοίνωσε κοιτάζοντάς την προσηλωμένα, χωρίς να χαμογελάει πια. Στο στρατόπεδο είχε ακούσει να ψιθυρίζουν ότι ήταν προς το συμφέρον τους να ξεφορτωθούν τα μάρκα του Ράιχ πριν η ήττα (λέξη που απαγορευόταν να ειπωθεί μεγαλόφωνα, αλλά ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ακουγόταν όλο και πιο συχνά από τα στόματα υπαξιωματικών και επιστατών) επιβάλει τη βίαιη υποτίμησή τους, ή ίσως και την πλήρη απώλεια της αξίας τους. Το ποσό που ανακοίνωνε τώρα ο άντρας τής φάνηκε ασήμαντο, όμως δεν ένιωθε τόσο ευάλωτη ώστε να το δεχτεί χωρίς αμφισβήτηση. Ζήτησε ελβετικά φράγκα ή δολάρια. Ο χρυσοχόος φάνηκε έκπληκτος βλέποντας τέτοια περίσκεψη από τη μεριά μιας γυναίκας που το παρουσιαστικό και το λεξιλόγιό της δεν πρόδιδαν


30

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 30

καμία εμπορική πείρα. Αμφιταλαντεύτηκε για λίγο και, αφού της εξήγησε ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να βρεθούν δολάρια εκείνη τη στιγμή, πρότεινε μια ποσότητα ελβετικών φράγκων που εκείνη δεν ήξερε να εκτιμήσει· ναι, το ήξερε ότι δεν θα κατάφερνε να συσκευάσει ξανά τα είκοσι κιλά χρυσά δόντια, να τα φυλάξει σ’ ένα σακίδιο, όχι πια στη φόδρα της χλαίνης, και να ψάξει για άλλο χρυσοχόο, που μπορεί να αποδεικνυόταν λιγότερο διακριτικός: αυτός, όταν του είχε ανακοινώσει ότι ήθελε να πουλήσει χρυσάφι, την είχε ατενίσει μόνο για μια στιγμή πριν της πει να περάσει, χωρίς ν’ απαντήσει, στο βάθος του μαγαζιού. Δεν είχε δει ποτέ της ελβετικά φράγκα. Στα χαρτονομίσματα που ο χρυσοχόος έβγαλε με κάποια βραδύτητα από ένα μεταλλικό συρτάρι, στρίβοντας ελαφρά το κλειδί στη μικρή κλειδαριά, εκείνη παρατήρησε στη μια πλευρά την εικόνα ενός πουκαμισάτου εργάτη που κράδαινε ένα δρεπάνι στη μέση ενός σπαρμένου χωραφιού μπροστά από βουνά που πολλαπλασιάζονταν χωρίς να αποκαλύπτουν κανέναν ορίζοντα, και στην άλλη το μελαγχολικό πρόσωπο μιας γυναίκας με πολύ λεπτά φρύδια και χείλη, πλαισιωμένης από έναν ελλειψοειδή κύκλο με μαργαριτάρια· κυρίως όμως στάθηκε στις ονομασίες: κάτω από τις καθησυχαστικές λέξεις στα γερμανικά υπήρχαν επιγραφές σε άλλες γλώσσες, που –της είπε ο χρυσοχόος– επίσης μιλιόντουσαν στη συνομοσπονδία και ήταν αναγνωρισμένες ως εθνικές γλώσσες. Τι χώρα ήταν αυτή, χωρίς μητρική γλώσσα, ή με πολλές; Μετά από μια στιγμή δυσπιστίας φύλαξε τα τρία γαλαζοπράσινα χαρτονομίσματα των εκατό φράγκων, στα οποία, με μια απρόσμενη κίνηση, ο άντρας πρόσθεσε άλλο ένα, των είκοσι φράγκων, συνοδεύοντάς το μ’ ένα χαμόγελο και μια ευχή για καλό ταξίδι. Αυτές οι τελευταίες κουβέντες την αναστάτωσαν. Τι υπήρχε στην όψη της, στη συμπεριφορά της, στα λόγια της, που μαρτυρούσε την πρόθεσή της να διαφύγει; Στο Μπρνο η γυναίκα του σταθμάρχη είχε ψιθυρίσει «μια δραπέτισσα», και σ’ αυτή τη λέξη εκείνη είχε καταλάβει το λόγο για τον οποίο προσέφερε βοήθεια σε μια ξένη· τώρα στο συμφωνημένο αντίτιμο προσέθεταν ένα επιπλέον ποσό –πόσο μικρό, πόσο γενναιόδωρο ήταν, δεν μπορούσε να το ξέρει– και μια ευχή για καλό ταξίδι... Αυτός ο ά-


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 31

Κι όμως αυτή η γυναίκα, που τους πρώτους μήνες του 1945, χωρίς την προστασία συντρόφων και ανωτέρων, επιλέγει να επιβιώσει και προσπαθεί να ξεφύγει από μια απειλή που μπορεί να φαίνεται τεράστια, εντελώς άσχετη με τη χαμηλή κοινωνική της θέση, δεν κάνει λάθος: είναι οι αδιάφοροι, οι απλοί θεατές, όχι μόνο οι γραφιάδες, αυτοί που κινδυνεύουν να θυσιαστούν πρώτοι, ανώνυμα, βίαια· οι νικητές θα σκηνοθετήσουν, ενώπιον ενός κοινού αποτελούμενου από δημοσιογράφους, διπλωμάτες και κάμεραμεν, δίκες που θα θέλουν να αποκαλούνται υποδειγματικές για να καταδικάσουν κάποιους από τους πρωταγωνιστές. Αυτή τη γυναίκα ο εφημέριος της συνοικίας όπου μεγάλωσε στη Βιέννη την έχει συμβουλεύσει να πάει κατευθείαν στη Γένοβα, πόλη στην οποία «έχουμε φίλους», και της έχει δώσει ένα γράμμα για τον εφημέριο του Σάντο Στέφανο· εκείνη ωστόσο έ-

31

ντρας σίγουρα είχε αντιληφθεί τον επείγοντα χαρακτήρα της συναλλαγής, την άγνοιά της για την πραγματική αξία των όσων εκείνη είχε δεχτεί να ανταλλάξει με μερικά χαρτονομίσματα που μπορεί να μην την πήγαιναν και πολύ μακριά. Ήταν αργά για να κάνει πίσω στις διαπραγματεύσεις, έτσι κι αλλιώς δεν της έμεναν πια δυνάμεις. Περιεργάστηκε για άλλη μια φορά αυτά τα πολύγλωσσα χαρτονομίσματα που της ενέπνεαν δυσπιστία, και κατόπιν τα δίπλωσε και τα φύλαξε στο στρίφωμα του μεσοφοριού της, που το ασφάλισε με μια παραμάνα. Αυτή η νύχτα θα ήταν η τελευταία που θα περνούσε στον ξενώνα. Είχε σταματήσει εδώ και χρόνια να πηγαίνει στη λειτουργία, όταν όμως θυμήθηκε την εκκλησία της ενορίας της Σρέκγκασε, όπου είχε λάβει την πρώτη της κοινωνία, μαζί με την εικόνα της επέστρεψε και η φτωχική συνοικία όπου είχε ζήσει με τη μητέρα της, και η μνήμη της περιέβαλε αυτές τις σκηνές με μια αύρα τρυφερότητας, ζεστασιάς, που προς στιγμήν έσβησε την αίσθηση γελοιοποίησης που της είχε αφήσει η επίσκεψη στη Βέρινγκερστρασε. Στην ενορία, κατέληξε, μπορεί να την άκουγαν και να τη συμβούλευαν, ενδεχομένως να τη βοηθούσαν, ίσως να την έσωζαν.


32

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 32

χει κατέβει, ανυπόμονη, στην Τεργέστη, όπου ένας παγωμένος άνεμος σαρώνει τον Μόλο Αουντάτσε. Οι αποβάθρες είναι έρημες και στην πιάτσα Ουνιτά ντ’ Ιτάλια το μόνο που βλέπει κανείς είναι περίπολοι της Βέρμαχτ, όπλα στο χέρι, μάτια δεκατέσσερα. Υπάρχει λίγος κόσμος στους δρόμους, περπατάει βιαστικά και σιωπηλά, κολλημένη σε κτήρια με κλειστά παράθυρα. Όλα της φαίνονται μια εκδοχή μεγαλύτερων διαστάσεων των όσων είδε εβδομάδες πριν στα περίχωρα μιας μικρής πόλης της Μοραβίας, και, παρόλο που κάποιες προσόψεις τής θυμίζουν τη Βιέννη, η θύμηση αυτή δεν την καθησυχάζει. Λίγες ώρες φτάνουν για να καταλάβει ότι το παλιό λιμάνι της αυτοκρατορίας όπου έχει γεννηθεί είναι σήμερα μια καταραμένη πόλη, ότι κανένα καράβι δεν θα σαλπάρει από εκεί για εκείνη την Αμερική που ορισμένοι αποκαλούν νότια και άλλοι λατινική, μια ήπειρο που δεν άγγιξε ο πόλεμος, στην οποία πιστεύει ότι θα μπορέσει να βρει αγάπη, ίσως λησμονιά. Δεν ήξερε την πόλη. Τριστ... Το όνομα που είχε ακούσει κάποιες φορές όταν ήταν μικρή είναι ενός λιμανιού απ’ όπου αναχώρησαν κάτοικοι ακόμα πιο φτωχοί από την οικογένειά της· κατευθύνονταν σε πάμπες και ζούγκλες που η αδύναμη φαντασία της μπερδεύει με άλλα εξωτικά ονόματα: Αργεντινή, Παραγουάη. Ναι, ξέρει, γιατί η είδηση έφτασε στο στρατόπεδο, ότι οι εχθροί έχουν αποβιβαστεί στη νότια Ιταλία και προελαύνουν προς το Βορρά· ξέρει επίσης ότι η Γερμανία έχει απελευθερώσει τον υπάκουο Ιταλό σύμμαχο, προδομένο από τους ίδιους του τους συμπατριώτες, και τον έχει εγκαταστήσει σ’ ένα μέρος στα βόρεια, όχι μακριά από την Ελβετία, όχι μακριά από την Αυστρία, αν όμως της έλεγαν ότι αυτό το μέρος έχει βαπτιστεί Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία, ή πρόφεραν το όνομα Σαλό, της αυτοσχέδιας δηλαδή πρωτεύουσάς του, δεν θα ήξερε για τι της μιλάνε. Καταλαβαίνει, αντιθέτως, ότι τα γερμανικά στρατεύματα έχουν αναδιπλωθεί προς εκείνη τη στενή συνοριακή λωρίδα: γι’ αυτό βλέπει τόσες στολές στους δρόμους της πόλης. Θα μάθει αργότερα, στη Γένοβα, ότι η Τριστ θα είναι μάλλον η τελευταία πόλη της Ιταλίας όπου θα αντισταθούν οι δικοί της μέχρι τις αρχές του Μαΐου, ότι λίγες εβδομάδες πριν παραδοθούν θα ανατι-


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 33

* Γερμανικά στο κείμενο: Μιλάμε ιταλικά, όχι σλοβένικα. (Σ.τ.Μ.)

3 – Μακρι απ πο

33

νάξουν τα κρεματόρια ενός εργοστασίου, ενός ριζόμυλου όπου είχαν εγκαταστήσει ένα στρατόπεδο πανομοιότυπο, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, μ’ αυτό στο οποίο είχε δουλέψει στη νότια Πολωνία. Η Ριζιέρα ντι Σαν Σάμπα... Όχι, δεν είναι λόγια για να τα προφέρει κανείς τις δύο μέρες που θα μείνει στην πόλη. Η στρατιωτική χλαίνη που φοράει, μολονότι πλυμένη στον στρατιωτικό ξενώνα, δεν έχει χάσει την κουρελιασμένη, αταίριαστη όψη της πάνω στους λυγισμένους ώμους μιας νέας ακόμα γυναίκας που σε διάστημα λίγων εβδομάδων έχει διασχίσει κάμποσα σύνορα σπρωγμένη από το φόβο. Ίσως να είναι αυτό που τραβάει την προσοχή μιας περιπόλου. Τη σταματάνε, κι εκείνη αναγκάζεται να δείξει την άδεια διέλευσης που την αναφέρει ως Aufseherin στην πειθαρχική υπηρεσία του Ράιχ. Τα καλά γερμανικά της εμπνέουν εμπιστοσύνη. Ο ένας από τους υπαξιωματικούς τής απαντάει μιμούμενος κοροϊδευτικά, φιλικά, τη βιεννέζικη προφορά της, κι εκείνη νιώθει ασφαλής γιατί δεν της ζητάνε να τους εξηγήσει τι κάνει στην Τεργέστη. Ρωτάει πού μπορεί να φάει κάτι ζεστό και την προσκαλούν να μοιραστεί μαζί τους ένα γκούλας σε μια ταβέρνα που στην πόρτα της κρέμεται μια ταμπέλα: wIR SPRECHEN ITALIENISCH, KEIN SLOwENISCH.* Κάτω από το τραπέζι ο υπαξιωματικός την ακουμπάει με το γόνατο κι έπειτα χώνει το ένα του πόδι ανάμεσα στα δικά της. Εκείνη τον αφήνει, χωρίς να τον κοιτάζει, χωρίς να χαμογελάει, ο καλύτερος τρόπος για να του δώσει θάρρος χωρίς να τον αποθαρρύνει. Ο υπαξιωματικός είναι νέος, νεότερος από εκείνη τέλος πάντων, και στο μέτωπο έχει μια ουλή που προσδίδει χαρακτήρα σ’ ένα μάλλον αδιάφορο πρόσωπο. Προτεραιότητα όμως έχει το φαγητό στην κατσαρόλα, ζεστό, πηχτό, με τα κομμάτια κρέατος αβέβαιης προέλευσης και τα σπετσλ από αλεύρι χωρίς αυγά, όλα όσα μερικούς μήνες πριν δεν θα της είχαν καν ανοίξει την όρεξη τώρα φτάνουν για να ξεγελάσουν την πείνα της. Βουτάει στη σάλτσα κομμάτια μαύρο ψωμί, ώσπου το πιάτο μένει καθαρό. Οι υπαξιωματικοί την κοιτάζουν με κέφι, με κατανόηση, με αίσθημα αλληλεγγύης.


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 34

Μία ώρα αργότερα, σ’ ένα δωμάτιο του τελευταίου ορόφου, εκείνη τρέμει έχοντας πλυθεί ανάμεσα στα σκέλια με το παγωμένο νερό μιας πήλινης κανάτας, τοποθετημένης πάνω σ’ ένα λαβομάνο διακοσμημένο με τα ίδια λουλούδια και τις ζωγραφισμένες κορδέλες που πλαισιώνουν το χείλος της κανάτας· παρατηρεί μια ρωγμή σε μια γωνία, μια ξεφλουδισμένη άκρη, και η προσοχή της εστιάζεται σ’ αυτές τις λεπτομέρειες θαρρείς για να μη δώσει σημασία στον υπαξιωματικό που χασομεράει στο κρεβάτι, η στολή ξεκούμπωτη, το φερμουάρ ακόμη ανοιχτό, τραγουδώντας με κλειστά τα μάτια «Der wind hat mir ein Lied erzählt». Θα τολμήσει να του ζητήσει λεφτά ή πρέπει να θεωρήσει ότι η πληρωμή της ήταν το φαγητό; Ντύνεται αργά, και για άλλη μια φορά τα πολυφορεμένα ρούχα τής προκαλούν φαγούρα πάνω στο φρεσκοπλυμένο δέρμα. Όταν τολμάει να ζητήσει «μια βοήθεια» για να συνεχίσει την πορεία της, ο υπαξιωματικός τής εξηγεί μ’ ένα πειρακτικό χαμόγελο ότι θα της δώσει κάτι καλύτερο από λεφτά, που έχουν χάσει την αξία τους· κατεβαίνει, μπαίνει στην κουζίνα σαν να ’ναι στο σπίτι του και κόβει στην ψύχρα ένα κομμάτι σπεκ. Της το δίνει τυλιγμένο σ’ ένα φύλλο εφημερίδας που γράφει στον τίτλο της: IL DUCE ACCLAMATO A VERONA·* μια φωτογραφία δείχνει το κάτισχνο πρόσωπο, το άλλοτε επιβλητικό μέσα στην επιθετική του γυμνότητα αλλά τώρα συρρικνωμένο, αποσαρκωμένο κρανίο, σαν ξύλινης μαριονέτας, του ανθρώπου που δέκα χρόνια πριν είχε ανακηρύξει μια αυτοκρατορία και τώρα κυβερνάει μια μικροσκοπική, πλασματική δημοκρατία. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού έχει δει τα πάντα, δεν λέει τίποτα, κι όταν εκείνοι φεύγουν, τους χαιρετάει σηκώνοντας το δεξί χέρι. Μ’ αυτή την παντσέτα εκείνη θα πληρώσει το ταξίδι της στη Γένοβα.

34

Το φορτηγό περνάει από συχνούς ελέγχους. Ζητάνε χαρτιά και ελέγχουν το φορτίο λες και υπάρχει περίπτωση να μεταφέρουν όπλα ή κάποιον καταζητούμενο κρυμμένο ανάμεσα στα κιβώτια * Ιταλικά στο κείμενο: Επευφημίες για τον Ντούτσε στη Βερόνα. (Σ.τ.Μ.)


KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 35

* Ιταλικά στο κείμενο: Όλα κατεστραμμένα, όλα ρημαγμένα. Η εκκλησία της Παρηγορήτισσας, η εκκλησία της Ευαγγελίστριας, ακόμα κι η εκκλησία του Σαν Σίρο. Επίσης το Παλάτσο Μπιάνκο και το θέατρο Κάρλο Φελίτσε. Οι Άγγλοι δεν έδειξαν έλεος... (Σ.τ.Μ.)

35

με τα οικοδομικά υλικά. Συχνά πυκνά ο οδηγός προτιμάει να κάνει παράκαμψη και να ακολουθεί μικρότερους δρόμους προκειμένου να αποφύγει τις ζώνες κινδύνου. Εκτός από τις γερμανικές περιπόλους, συναντούν μόνο κανέναν χωρικό που από το μπροστινό κάθισμα του κάρου του έχει το βλέμμα καρφωμένο στη ράχη του αλόγου, λες κι εκείνες τις μέρες που προηγούνται μιας παράδοσης για την οποία κανείς δεν αμφιβάλλει, για την οποία κανείς δεν μιλάει, φοβάται να κοιτάξει έστω και στιγμιαία αυτούς που αύριο θα είναι οι παρίες. Όταν τελικά φτάνει στη Γένοβα, ψάχνει την εκκλησία του Σάντο Στέφανο για να παρουσιάσει το γράμμα που της εμπιστεύτηκε ο εφημέριος της Σρέκγκασε. Βρίσκει μόνο, σε κάποιο ύψος, μπάζα, πέτρες, τούβλα, βρόμικα απομεινάρια με λαμπερά κάποτε χρώματα, που μοιάζουν να έχουν πέσει βροχηδόν στο πεζοδρόμιο της βία Τζούλια κι από εκεί να τα έχουν σκουπίσει, σωριάσει, για να ελευθερώσουν το πέρασμα. χασομεράει μπροστά σ’ αυτά τα χαλάσματα, τα διατρέχει με το βλέμμα, από ψηλά ως το πεζοδρόμιο όπου έχει σταθεί, λες και θα μπορούσαν να της δώσουν ένα σημάδι, να της δείξουν πού θα βρει, αν δεν έχει πεθάνει, τον ιερέα που έπρεπε να τη βοηθήσει. Μια γυναίκα κοντοστέκεται δίπλα της, της χαμογελάει με μια νότα συμπόνιας. Είναι ντυμένη στα μαύρα και τυλιγμένη με εσάρπες και μαντίλια, επίσης μαύρα· μόνο τα άσπρα, μαζεμένα με μια πόρπη μαλλιά μετριάζουν αυτό το ενδεχομένως αθέλητο πένθος. Όταν μιλάει, μιλάει ιταλικά, κι εκείνη διστάζει να παραδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνει, όμως το νόημα των λέξεών της, συνοδευόμενων από εύγλωττες χειρονομίες, της φαίνεται ξεκάθαρο. «Tutto distrutto, tutto rovinato... Chiesa della Consolazione, chiesa della Annunziata, anche la chiesa di San Siro. Pure il Palazzo Bianco e il teatro Carlo Felice. gli inglesi non hanno avuto pietà...»*


36

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 36

Η γυναίκα συνεχίζει το μοιρολόι χωρίς να περιμένει απάντηση: είναι σαφές ότι το μόνο που θέλει είναι να εκφράσει τον πόνο της, την ενστικτώδη της απόρριψη της λογικής του πολέμου. Όταν της στερεύουν τα λόγια, βγάζει μέσ’ από τα μάλλινα ρούχα που φοράει μια εικονίτσα, τη φιλάει και την εναποθέτει στο μαρμαρωμένο χέρι εκείνης της ξένης που την έχει ακούσει αμίλητη, με το αφηρημένο βλέμμα κάποιου που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει κάτι για το οποίο κάνει μόνο υποθέσεις. Στο φως του δειλινού που λιγοστεύει, καταφέρνει να διαβάσει το όνομα του Σάντο Στέφανο, του προστάτη αγίου του ναού που μπροστά στα συντρίμμιά του έχει σταματήσει. Άγιος Στέφανος, ο πρώτος μάρτυρας της Εκκλησίας... Η εικόνα τον παρουσιάζει με τα μάτια υψωμένα τη στιγμή του λιθοβολισμού του· μόνο ο ένας από τους άντρες που τον περικυκλώνουν δεν κρατάει πέτρα: παρίσταται, συνένοχος, στο βασανιστήριο χωρίς να συμμετέχει σ’ αυτό, ούτε να κάνει κάτι για να το εμποδίσει. Εκείνη δεν ξέρει ότι αυτή η μορφή αναπαριστά τον Σαούλ, τον φανατικό πολέμιο της καινούργιας πίστης, που πρέπει να εξιλεωθεί για να μεταμορφωθεί σε Παύλο· αγνοεί επίσης ότι ο Άγιος Στέφανος και ο Απόστολος Παύλος, όπως ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ήταν Εβραίοι. Όταν σηκώνει το βλέμμα, βλέπει τη γυναίκα να ξεμακραίνει. Κρατάει στο χέρι ένα πανέρι απ’ όπου εξέχουν δύο πράσα, ένα πανέρι υπερβολικά μεγάλο για τις μοναδικές προμήθειες που μπορεί ν’ αποκτήσει κανείς εκείνη τη στιγμή εκτός της μαύρης αγοράς. Νυχτώνει. Έχει καθίσει σε μια πέτρα που μπορεί να ήταν κάποτε ένα θραύσμα από τα τείχη της πόλης, αν όχι από την εκκλησία. Είναι τόσο κουρασμένη όσο δύσκολα μπορεί να κουραστεί κανείς, είναι αποπροσανατολισμένη και ίσως διαισθάνεται για πρώτη φορά ότι η τυφλή φυγή στην οποία έχει πιστέψει εδώ και βδομάδες μπορεί να μην έχει νόημα. Πιθανόν κάποια στιγμή να την πήρε ο ύπνος, εκεί, στη μέση του δρόμου, καθισμένη σ’ εκείνη την πέτρα, γιατί ξαφνικά διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει πια φως στον ουρανό, ότι πίσω από κάποια κοντινά παράθυρα έχει ανάψει ένα αδύναμο ηλεκτρικό φως. Τα πόδια της έχουν μου-


διάσει και το κρύο μοιάζει ν’ ανεβαίνει γλιστρώντας από τις μπότες ως την πλάτη της. Ανάμεσα στους λιγοστούς διαβάτες που περνούν χωρίς να της δίνουν σημασία βλέπει έναν παπά, έναν άντρα νέο αλλά με ελάχιστα νεανική όψη. Με απρόσμενη ζωντάνια σηκώνεται, τρέχει, τον προλαβαίνει, του μιλάει στα γερμανικά, του ζητάει βοήθεια. Ο παπάς δεν φαίνεται να την κοιτάζει με συμπάθεια, μάλλον την ακούει με δυσπιστία, ίσως με φόβο· από το χείμαρρο των μπερδεμένων λέξεων που βγαίνουν από το στόμα αυτής της βρόμικης και ρακένδυτης γυναίκας, το μόνο που καταφέρνει να καταλάβει είναι ότι ψάχνει τον ιερέα του Σάντο Στέφανο. χωρίς να πει λέξη, της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει. Εκείνη αισθάνεται ότι πρέπει να υπακούσει. Μπροστά σ’ αυτό το βλέμμα που μοιάζει να έρχεται από πολύ μακριά, από πολύ πίσω απ’ αυτά τα ανέκφραστα μάτια, θυμάται πως έχει ακούσει ότι υπάρχουν νεκρά αστέρια που η λάμψη τους παραμένει ορατή από τη Γη, γιατί οι αστρικές αποστάσεις που διανύει το φως με μικρή ταχύτητα επιτρέπουν σ’ αυτή την ακτινοβολία να συνεχίσει να ζει και μετά το θάνατο της πηγής της. Μία ώρα αργότερα, υπό το άγρυπνο βλέμμα αυτού του ιερέα που δεν έχει χαμογελάσει στιγμή, πίνει μια γαβάθα γάλα και βουτάει μέσα μια φέτα μαύρο ψωμί. Αν και το απολαμβάνει, η ψυχή της δεν βρίσκει ηρεμία μέσα σ’ εκείνο το σκευοφυλάκιο που τη φιλοξενεί: δεν ξέρει πόσο καιρό θα μπορέσει να μείνει, πού θα περάσει τη νύχτα, πού θα τη βρει το πρωί, τι θ’ απογίνει τις μέρες που θα ακολουθήσουν, αν θα πρέπει να παραμείνει στη Γένοβα, αν θα μπορέσει να φύγει για κάποια μακρινή ακτή όπου κανέναν δεν ενδιαφέρει αυτός ο πόλεμος που δεν λέει να τελειώσει. Δεν ξέρει ότι αυτός ο βλοσυρός και σιωπηλός ιερέας θα τη βοηθήσει, θα της βρει στέγη και δουλειά, ότι αυτή η συνάντηση θα είναι το πρώτο βήμα μιας πορείας που στο τέλος θα την οδηγήσει στην άλλη άκρη του ωκεανού, σ’ ένα λιμάνι που δεν γνωρίζει από βόμβες ούτε από συντρίμμια, σ’ ένα λιμάνι όπου θα μπορεί να αισθάνεται ασφαλής από το παρελθόν.

37

KOZARINSKI sel - Δ_Layout 1 18/04/2011 1:50 ΜΜ Page 37


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.